Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2012

Κυριακή Β Λουκά Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη (Λουκ.6, 31-36) Anthony Metropolitan of Sourozh









23 Νοεμβρίου 1969


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πολλές φορὲς ὁ Χριστὸς μᾶς μιλάει στὸ Εὐαγγέλιο Του γιὰ τὴν νέα ἐντολὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε. Τί καινούργιο ὑπάρχει σὲ τούτη τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης; Εἶναι ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ σπουδαιότητα της. Δὲν εἶναι καινούργιο ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· οἱ ἄνθρωποι πάντοτε ἀγαποῦσαν κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ ποὺ εἶναι καινούργιο σ’ αὐτή τὴν ἐντολὴ εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε μιὰ καρδιὰ μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα μας, νὰ συμμετέχουμε στὴν ἀγάπη Του. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἀγαπᾶμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀγαπᾶ κι’ Ἐκεῖνος, - ποὺ δὲν ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, ποὺ δὲν ξεχωρίζει ἐκείνους ποὺ εἶναι εὐγνώμονες καὶ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀχάριστοι, νὰ μὴν ἀναφέρω ἐκείνους ποὺ ἴσως γοητεύουν κάποιον. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθιὰ καὶ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα· αὐτὸ ποὺ διαφέρει σ’ αὐτή τὴν ἀγάπη εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ ποιότητα : ὁ Θεός μπορεῖ νὰ χαίρεται καὶ μπορεῖ νὰ πληρώσει τὸ τίμημα τῆς ἀγάπης Του ἐπάνω στὸν Σταυρό.

Καὶ καλούμαστε νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο· καλούμαστε νὰ ἀγαπᾶμε χωρὶς διακριση – οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο θὰ ἔλεγαν ὅτι φερόμαστε ἀδιάκριτα, ἀνόητα, τρελά – καλούμαστε νὰ ἀγαπήσουμε ὁλόψυχα ἐκείνους ποὺ ἔχουν δίκιο καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἄδικο. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἴσως χαιρόμαστε μὲ τοὺς πρώτους καὶ πληγώνεται ἡ καρδιά μας μὲ τοὺς δεύτερους, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μας δὲν πρέπει νὰ παραπαίει. Ὅλοι γνωρίζουμε πὼς μποροῦμε νὰ ἀγαπᾶμε λίγο αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε φυσικά, καὶ ἀναρωτιόμαστε πῶς μποροῦμε ἀπὸ τὴν μικρὴ ἀγάπη ποὺ ἔχουμε πρὸς τοὺς λίγους, νὰ καλλιεργήσουμε μιὰ ἀγάπη μεγαλύτερη, καὶ ἀγαπώντας ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀξιαγάπητοι, νὰ ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε ἐκείνους ποὺ δὲν εἶναι.

Τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀγαπήσουμε ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα μ’ ἕνα καινούργιο τρόπο: νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε πάντα, καὶ ὄχι μόνο τὶς στιγμὲς ποὺ μᾶς εἶναι εὔκολο, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε δίχως νὰ περιμένουμε τίποτα ἄλλο παρὰ τὴν χαρὰ νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὴν κάθε ἀγάπη σὲ ἀπάντηση τῆς δικῆς μας ἀγάπης σὰν ἕνα δῶρο τέλειο, ἅγιο, ποὺ εἶναι ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ ποὺ δὲν εἶναι ἀνταμοιβή, δὲν εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο ἔχουμε δικαίωμα, ἀλλὰ κάτι ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐλεύθερα, τέλεια, κάτι ποὺ γεμίζει τὴν καρδιά μας μὲ θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη.

Πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε χωρὶς νὰ περιμένουμε ἀνταμοιβή, ἁπλῶς νὰ χαιρόμαστε τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ χαιρόμαστε ὅταν συμβαίνει κάτι μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ χαροῦμε καὶ νὰ χαιρόμαστε ξανὰ ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαπᾶμε θὰ ἔχουν χάσει τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας, ποὺ θὰ τοὺς ἔχει τουλάχιστον ἀπομείνει, τουλάχιστον κάτι ποὺ ποτὲ δὲν θὰ τοὺς τὸ στερήσουμε.

Καὶ πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου: ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε τὸ καλὸ σὲ κάποιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ σκεφτόμαστε ποιὸ εἶναι ἀληθινὰ καλὸ γιὰ ἕνα πρόσωπο. Δὲν μιλάω γιὰ τὸν σκληρὸ τρόπο ποὺ συνεχῶς ὁρίζουμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἡ εὐτυχία τους καὶ τὸ καλὸ τους, καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πιέζουμε, ἤ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ πιέσουμε προκειμένου νὰ εἶναι εὐτυχισμένοι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἶναι. Ὄχι· σκέφτομαι κάποιον ἄλλο τρόπο προσεκτικῆς ἀναζήτησης γιὰ τὸ καλό τους: ποτὲ νὰ μὴν στηρίζουμε τὴν ἀδυναμία τους ἀφήνοντας τὰ πράγματα νὰ ἐξελίσσονται ὡς ἔχουν, ποτὲ νὰ μὴν κλείνουμε τὰ μάτια μας σὲ ὅ,τι εἶναι γι’ αὐτοὺς καταστροφικό, νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια μὲ ἔλεος, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε ἔτσι ὥστε νὰ οἰκοδομοῦνται καὶ ὄχι νὰ καταστρέφονται.

Ἄν ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε καλύτερα ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα καὶ φυσικά, ἡ καρδιὰ μας θὰ γίνει πιὸ καθαρή, πιὸ ἁγνὴ καὶ πιὸ μεγάλη, καὶ θὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἀνθρώπους, ἴσως μονάχα ἕνα πρόσωπο, καὶ μετὰ ἕνα ἄλλο, καὶ ξανὰ ἕνα ἄλλο, μὲ μεγαλύτερο τίμημα, μὲ μεγαλύτερη ἁγνότητα, μὲ λιγότερο ἐγωϊσμό, μὲ μιὰ μακρόθυμη καρδιά.

Ἄς ξεκινήσουμε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀγάπη ἐκείνη ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ μοιραστοῦμε, μιὰ ἀγάπη ποὺ εἶναι προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ εἶναι φῶς, χαρά, πίστη, ποὺ εἶναι τὸ ξεκίνημα τῆς αἰωνιότητας ἐδῶ καὶ τώρα. Ἀμήν.


Ἀπόδοση κειμένου: www.agiazoni.gr




Πρωτότυπο κείμενο


Christ’s commandment of love

1969, 23 November


In the name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

Many a time does Christ in His Gospel tell us of the new commandment which He has given us. What is new in this commandment of love? It is the height and the purity of its standard. It is not new that people love one another; peoples have always loved certain other people. What is new in this commandment of Christ is that we are told to be of one heart with our Heavenly Father, to participate in His love. That is to love in the same way in which He does, - He Who does not distinguish between the good and the bad, Who does not distinguish between people who are grateful and those who are ungrateful, not to mention those to whom one may be attracted or not. The love of God is vast and deep and all-embracing; what varies in this love is some internal quality: God may rejoice, and God may pay the cost of His love upon the Cross.

And we are called to the same; we are called to love without discrimination - people who are not of Gospel would say without discernment, foolishly, madly - we are called to love as wholeheartedly those who are right and those who are wrong. The difference will lie in the fact that we may rejoice in the ones and be brokenhearted for the others, but our love must not falter. We all know how to love a little those whom we naturally love, and we ask ourselves how can we, from this simple love of the few, grow to a wider love, and from loving those who are lovable, begin to love those who are not.

The first step which we must take is to learn to love those whom we love spontaneously in a new way: to love them always and not only at such moments when it is easy, to love them without expecting anything except the joy of loving them, and to receive any love in response to ours as a perfect, free, holy, fragrant gift which is a miracle, but which is not a reward, not something we have a right to, something which is freely and perfectly given, something that fills our heart with amazement and with gratitude.

We must learn to love without waiting for a reward, simply rejoicing in the miracle of love that will allow us to rejoice when there is something about which we can rejoice and also brokenheartedly; to rejoice again when those whom we love have lost everything except our love, at least that is left to them, at least this we shall never take away from them. And we must learn to love each other in the spirit of the Gospel: not simply to do good to certain people, or to many, but to think what is the true good for a person. O, I do not mean the cruel way in which we continually define for others what we believe to be their happiness and their good, and in which we force, or try to force people into being happy the way we want them to be happy. No, I am thinking of another kind of thoughtful search for their good: never support their weakness by letting things go on, never close your eyes on what is destructive for them, speak the truth in charity, love them so that they should be built up and not destroyed.

If we begin to love in a better way those whom we love spontaneously and naturally, our heart will become clearer, purer and wider, and we will learn to love people, one more person perhaps, and then one more, and then another again, at a greater cost, with a greater purity, with less selfishness, with a more generous heart.

Let us begin at this simple level, and God will lead us into the kind of love He calls us to possess and to share, a love which is life-giving, which is a light, which is a joy, which is faith, which is a beginning of eternity here and now. Amen.

Κυριακὴ Β΄Λουκᾶ (Λουκ. 6, 31-36) π.Γεώργιος Δορμπαράκης



 



«Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως… Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».


α. Τμῆμα τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ (Ματθ. 5-7) ἀποτελεῖ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς Β΄ Λουκᾶ, ἡ ὁποία κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ ἔγινε ἐπὶ τόπου πεδινοῦ. Μᾶλλον πρόκειται, ὅπως σημειώνουν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, περὶ δύο ὁμιλιῶν ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, δηλαδὴ τὴν ἴδια ὁμιλία ποὺ ἔκανε ἀρχικὰ σὲ πιὸ ἐκτεταμένη μορφὴ πάνω σὲ βουνό, τὴν ἴδια πιὸ περιληπτικὰ ἔκανε γιὰ δεύτερη φορὰ ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ αὐτὴν κατέγραψε ὁ Λουκᾶς. Ἡ πρώτη φράση τοῦ ἀναγνώσματος μάλιστα «καθὼς θέλετε ἴνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» χαρακτηρίστηκε ὡς «ὁ χρυσὸς κανόνας τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς», ποὺ σημαίνει ὅτι μὲ αὐτὸν ρυθμίζονται ἔτσι οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ φανερώνεται ὁ Θεὸς στὴ ζωή τους.


β. 1. Θὰ πρέπει καταρχὰς βεβαίως νὰ θυμίσουμε ὅτι ὁ κανόνας αὐτὸς στὴν ἀρνητική του διατύπωση ἦταν κάτι ποὺ πρότεινε ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπαντώμενος γιὰ πρώτη φορὰ στὸ βιβλίο τοῦ Τωβὶτ μὲ τὴ φράση «ὅ σὺ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς», αὐτὸ ποὺ ἐσὺ μισεῖς, μὴν τὸ κάνεις σὲ κανέναν ἄλλον. Ἐννοιολογικὰ καὶ μορφολογικὰ συναντᾶμε τὸν ἀρνητικὸ κανόνα αὐτὸ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἰουδαιοχριστιανικὴ ἀποκάλυψη, σὲ διαφόρους φιλοσόφους καὶ σὲ ἄλλες θρησκεῖες, ὅπως γιὰ παράδειγμα στὸν Κλεόβουλο τὸν Ρόδιο ἢ καὶ τὸν Κομφούκιο. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ ἕναν κανόνα ποὺ ρυθμίζει θετικὰ τὶς κοινωνικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ ποὺ βασίζεται στὰ καλὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπάρχουν παγκόσμια καὶ πανθρησκειακὰ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία δὲν ἐπέφερε τὴν καταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὴ ζόφωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ μέσα του, ὅπως βεβαίως ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἄσαρκος μέχρι τὴν ἐνανθρώπησή Του, φώτιζε τὸν ἄνθρωπο (π.χ. μὲ τὸν σπερματικὸ λόγο ποὺ εἶπαν ὁρισμένοι Πατέρες), μὲ σκοπὸ τὴ διαπαιδαγώγησή του πρὸς μελλοντικὴ ἀποδοχὴ Ἐκείνου.


2. Ὁ Κύριος δὲν ἀρνεῖται τὸν κανόνα αὐτό. Ἀντιθέτως. Τὸν ἀποδέχεται καὶ τὸν ἐπεκτείνει, ἀνάγοντάς τον ὅμως σὲ ἐπίπεδο χαρισματικό, δηλαδὴ ἀντανάκλασης στὸν ἄνθρωπο τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Θέλουμε νὰ ποῦμε ὅτι σὲ πρώτη φάση ὁ Κύριος διατυπώνει τὸν ρυθμιστικὸ αὐτὸν κανόνα τῆς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων συμπεριφορᾶς κατὰ τρόπο θετικό: «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Καὶ θέλει προσοχή. Ὁ Κύριος δὲν λέει «ὅ,τι σᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, αὐτὸ νὰ κάνετε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς», διότι τοῦτο ἴσχυε ὡς ὁ πυρήνας τῆς ἰουδαϊκῆς ἠθικῆς, μὲ τὸ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος». Μπορεῖ γιὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νὰ ἦταν κανόνας ὑπέρβασης τῆς ἄκρατης ἐκδίκησης, περιορίζοντάς την στὴν ἴση ἀνταπόδοση, γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔφερε ὅμως ὁ Ἴδιος λειτουργοῦσε ὡς ἁμαρτία.

Ὁ Κύριος λοιπὸν λέει «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν οἱ ἄνθρωποι», ὅ,τι θὰ ἐπιθυμούσαμε νὰ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς, ὅποια συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας θὰ θέλαμε, τὴν ἴδια συμπεριφορὰ πρὸς αὐτοὺς πρέπει καὶ νὰ ἐπιδεικνύουμε· μὲ ἄλλα λόγια: μὴν κοιτᾶμε, κατὰ τρόπο ἰουδαϊκό, ὅπως εἴπαμε, τὸ τί κάνει ὁ ἄλλος, ὥστε ἡ δράση μας νὰ εἶναι ἀντίδραση, δηλαδὴ μία ἀνώριμη συμπεριφορά, ἀλλὰ νὰ κοιτᾶμε τὸν βαθύτερο ἑαυτό μας, ἄρα μέτρο τῆς ἀγάπης μας πρὸς τοὺς ἄλλους νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη μας στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας. Ἔτσι, ὁ κανόνας αὐτός, θὰ λέγαμε, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν», κάτι ποὺ φανερώνει τελικῶς ἀφενὸς ὅτι ὁ ἐαυτὸς μας εἶναι «ἀξεπέραστος» ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους – ὁ ἄνθρωπος κρίνει τὰ πάντα μὲ βάση τὸν ἑαυτὸ του – ἀφετέρου ὅτι οἱ ἄνθρωποι μεταξὺ μας εἴμαστε ἴδιοι. Ὁ χρυσὸς αὐτὸς κανόνας ἀνάγλυφα μᾶς δείχνει τὴν κοινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τὸ πόσο ἡ αὐτογνωσία λειτουργεῖ ταυτόχρονα σ’ ἕνα μεγάλο ποσοστὸ καὶ ὡς ἐτερογνωσία.


3. 
Τί συνήθως λοιπὸν θέλουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὥστε αὐτὸ νὰ προσφέρουμε καὶ σ’ αὐτούς; Ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ πιὸ καίριες ἐπιθυμίες μας ἀπὸ πλευρᾶς τῶν ἄλλων, εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ προσώπου μας, ὁ σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας μας, τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου μας, ἡ ἀπονήρευτη καὶ ἄδολη συμπεριφορά τους, ἡ διακριτικότητά τους, μ’ ἕνα λόγο ἡ ἀγάπη τους. Αὐτὸ λοιπὸν συνιστᾶ, κατὰ τὸν κανόνα, καὶ τὸ μέτρο τῆς ἀντίστοιχης δικῆς μας συμπεριφορᾶς: κι ἐμεῖς νὰ ἀγαποῦμε τὸν ἄλλον, νὰ τὸν σεβόμαστε, νὰ εἴμαστε διακριτικοὶ ἀπέναντί του, νὰ μὴν κάνουμε ὑπερβάσεις μὲ καταστρατήγηση κυρίως τῆς ἐλευθερίας τους. Πράγματι, χρυσὸς κανόνας, ποὺ στὴν ἐφαρμογή του ἡ κοινωνία μας θὰ λειτουργοῦσε ὡς παράδεισος. Ἀλλ’ εἴπαμε: πρόκειται γιὰ κανόνα, ποὺ ἐκφράζει ὅ,τι καλύτερο εἶχε νὰ πεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος, στηριγμένο στὰ καλὰ στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται ὅμως εἶναι: μὲ ποιὰ δύναμη ὁ ἄνθρωπος θὰ μπορέσει νὰ τὸν πραγματοποιήσει; Πῶς αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ ὀρθὴ νοητικὴ σύλληψη, καλὴ κοινωνικὴ διδασκαλία, μπορεῖ νὰ γίνει πράξη; Μὲ ἄλλα λόγια πῶς θὰ ξεπεραστοῦν οἱ δεσμεύσεις τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη της, στὸν διάβολο καὶ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου;


4. Ὁ Κύριος λοιπὸν δίνει τὴν ἀπάντηση καὶ εἶναι σαφής: ἡ ὑπέρβαση τῶν δεσμεύσεων τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τοποθετεῖται ὀρθὰ ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπό του εἶναι χαρισματικὴ κατάσταση. «Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν;» Δὲν μπορεῖ μὲ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ τῶν σχέσεών του, ἀπὸ ἕνα «δοῦναι καὶ λαβεῖν»: δίνω γιατί παίρνω - ὅ,τι συνιστᾶ, εἴπαμε, τὴν ἰουδαϊκὴ καὶ τὴν κατὰ κόσμον γενικῶς ἠθικὴ – ἂν δὲν ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ μπορῶ νὰ ἀγαπῶ τὸν ἄλλον, χωρὶς νὰ περιμένω ἀνταπόδοση, νὰ τοῦ συμπεριφέρομαι καλά, χωρὶς ἡ δράση μου αὐτὴ νὰ εἶναι ἀντίδραση, συνιστᾶ ὑπὲρ φύσιν κατάσταση, ποὺ προϋποθέτει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς χάρης Του στὸν κόσμο τοῦτο.

Συνεπῶς ὁ Κύριος τονίζει τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ κανόνα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἀλλὰ μᾶς προσανατολίζει στὴν ὀρθὴ καὶ πραγματικὴ ἐφαρμογή του: μόνον ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, ὁ ἐνταγμένος στὸ Σῶμα Του, τὴν ἁγία Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει γίνει μέλος Του καὶ λειτουργεῖ σ’ αὐτὸν ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμή Του, αὐτὸς καὶ μόνον μπορεῖ νὰ στέκεται μὲ τρόπο ἀγαπητικὸ καὶ διακριτικὸ ἀπέναντι στὸν κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας ἔτσι τὴ στάση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ Πατέρα σὲ ὅλον τὸν κόσμο. «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος οἰκτίρμων ἐστίν». Κι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Πατέρας καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγαπᾶ τὸν κόσμο χωρὶς διακρίσεις – «Αὐτὸς (ὁ Θεὸς) χρηστὸς ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηροὺς» - γι’ αὐτὸ καὶ ὁ χριστιανὸς ἀντιστοίχως μπορεῖ πιὰ νὰ ἀγαπᾶ τοὺς πάντες, ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς του, χωρὶς νὰ προβληματίζεται γιὰ τὸ ἂν ἐκεῖνοι θὰ τοῦ ἀνταποδώσουν τὰ ἴσα. «Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε, μηδὲν ἀπελπίζοντες». Ὁ χριστιανὸς δηλαδὴ ζεῖ καὶ κινεῖται σὲ ὑπὲρ τὰ κοσμικὰ καὶ πεσμένα στὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινα ἐπίπεδα. Ἡ ἔγνοια καὶ ἡ μέριμνά του εἶναι νὰ ἀρέσει στὸν Θεό, Ἐκείνου τὸ ἅγιο θέλημα νὰ διακρατεῖ, προκειμένου νὰ Τὸν ἔχει ζωντανὸ μέσα στὴν ὕπαρξή του. Κι ἕνας τρόπος ὑπάρχει, ὅπως εἴπαμε, γι’ αὐτό: νὰ ζεῖ σὰν τὸν Θεό, ἔχοντας καὶ αὐξάνοντας τὴ δύναμη Ἐκείνου.


γ. Τὸ πρόβλημα στὴν ἀνθρωπότητα ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη καλῶν λόγων, σπουδαίων κοινωνικῶν ἰδεῶν, «παραδείσιων» ὁραματισμῶν. Αὐτὰ πράγματι ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν καὶ θὰ ὑπάρχουν στὸν κόσμο μας. Καὶ οἱ φιλοσοφίες καὶ οἱ θρησκεῖες, ὡραῖα πράγματα εἶπαν καὶ λένε. Μὲ πολλὴ πλάνη καὶ ψεῦδος ἀναμειγμένα τὰ ὡραῖα τους αὐτά, ὅμως καὶ πράγματι ὡραῖα. Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι τὸ πῶς θὰ ἐφαρμοστοῦν τὰ ὡραῖα αὐτά. Γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη μας, ἡ λύση εἶναι μόνον ὁ Κύριος. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν Τὸν ἀποδεχτεῖ ὅπως ἀποκαλύφθηκε, ἂν δὲν γίνει μέλος Του μὲ ἄλλα λόγια, προκειμένου νὰ ἐνισχύεται ἀπὸ τὴν ἁγία χάρη Του, πάντοτε θὰ πελαγοδρομεῖ στὴν ἀντίφαση μεταξὺ ἴσως καλῶν λόγων καὶ δαιμονικοῦ τρόπου ζωῆς. Διότι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία».

Ἂς παρακαλοῦμε τὸν Κύριο ἀφενὸς νὰ φωτίζει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν, προκειμένου νὰ Τὸν γνωρίσουν, ἀφετέρου νὰ ἐνισχύει τὴ θέληση ἡμῶν τῶν θεωρουμένων χριστιανῶν, ὥστε νὰ κάνουμε πράξη αὐτὰ ποὺ ἤδη μᾶς ἔχει δώσει καὶ ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς τὰ ἀφήνουμε γιὰ ἀργότερα. Δηλαδὴ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν συνάνθρωπό μας, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ στάση ἐκείνων. Ἀλλὰ τὸ ἀργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.

Κυριακὴ Β΄Λουκᾶ + Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος




 
 


 
3 Ὀκτωβρίου 1965


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Μεγάλο ἀγαθὸ στὴν ζωὴ μας εἶναι ἡ ὁμόνοια κι ἡ ἀγάπη. Μεγάλο πάλι κακὸ εἶναι ἡ διχόνοια κι ἡ ἔχθρα. Μὲ τὴν ὁμόνοια καὶ μὲ τὴν ἀγάπη χτίζουμε τὴ ζωή, μὲ τὴ διχόνοια καὶ τὴν ἔχθρα τὴ γκρεμίζουμε. Γιατί σὰν μία οἰκοδομὴ εἶναι ἡ ζωή μας κι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ τεχνίτες ποὺ χτίζουμε τὴν οἰκοδομή. Ἤ ποὺ τὴ χτίζουμε λοιπὸν ἤ ποὺ τὴ γκρεμίζουμε, κι αὐτὸ ἐξαρτᾶται πάντα ἀπὸ τὴ διαγωγὴ καὶ τὴ συμπεριφορὰ ποὺ ἔχουμε ἀνάμεσά μας. Γιὰ τούτη τὴ διαγωγὴ καὶ τὴ συμπεριφορὰ ποὺ χτίζει καὶ οἰκοδομεῖ μᾶς εἶπε σήμερα ὁ μεγάλος οἰκοδόμος τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, κι ἂς ἀκούσουμε τὰ θεϊκά του λόγια στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Εἶπε ὁ Κύριος· κατὰ ποὺ θέλετε νὰ σᾶς φέρνωνται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι νὰ τοὺς φέρνεσθε καὶ σεῖς. Κι ἂν ἀγαπᾶτε ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποιὰ χάρη σᾶς πρέπει; Κι οἱ ἁμαρτωλοὶ βέβαια γιὰ κείνους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν ἔχουν ἀγάπη. Κι ἂν κάνετε καλὸ σ' ἐκείνους ποὺ σᾶς κάνουν καλό, ποιὰ χάρη σᾶς πρέπει; Κι οἱ ἁμαρτωλοὶ βέβαια τὸ ἴδιο κάνουν. Κι ἂν δανείζετε σ' ἐκείνους ἀπ' τοὺς ὁποίους ἐλπίζετε πὼς θὰ τὰ πάρετε πίσω, ποιὰ χάρη σᾶς πρέπει; Κι οἱ ἁμαρτωλοὶ βέβαια δανείζουν τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ τοὺς δανείσουν κι ἐκεῖνοι. Ἀντίθετα, ἐσεῖς ν' ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας καὶ νὰ κάνετε τὸ καλὸ καὶ νὰ δανείζετε χωρὶς τίποτα νὰ ἐλπίζετε· καὶ θὰ 'ναι ἡ ἀμοιβὴ σας μεγάλη, καὶ θὰ εἴσαστε παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου· γιατί αὐτὸς εἶναι καλὸς στοὺς ἀχάριστους καὶ πονηρούς. Νὰ εἴσαστε λοιπὸν μεταξὺ σας πονετικοί, καθὼς κι ὁ πατέρας σας εἶναι πονετικός.

Θὰ ἦταν καλά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ μέναμε σὲ τοῦτα τὰ θεϊκὰ λόγια καὶ νὰ μὴν προσθέταμε τίποτα δικό μας. Ὄχι μόνο γιατί εἶναι λόγια πολὺ ἁπλὰ καὶ τὰ καταλαβαίνουμε ὅλοι, μὰ καὶ γιατί εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ ἐπάνω σ' ἕνα ζήτημα, ποὺ ἐμεῖς δὲ θέλουμε νὰ τὸ ἀκούσουμε. Τὰ λόγια εἶναι ἁπλὰ γιὰ νὰ τὰ καταλάβη τὸ μυαλό μας, μὰ δὲν εἶν' εὐχάριστα γιὰ νὰ τ' ἀγαπήση ἡ καρδιά μας. Ὁλωσδιόλου τ' ἀντίθετα ἀπὸ κεῖνα ποὺ λέει ὁ Χριστὸς ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε· ἐκεῖνος μᾶς λέει γιὰ καλωσύνη κι ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τὴν κακία· ἐκεῖνος μᾶς λέει γι' ἀγάπη κι ἐμεῖς ἀκονίζουμε τὰ μαχαίρια μας γιὰ σκοτωμούς. Τὸ ξέρει αὐτὸ καλὰ ὁ Χριστός, γι' αὐτὸ ἀρχίζει νὰ μᾶς μιλάη μὲ τέτοια λόγια, ποὺ νὰ μὴ μποροῦμε νὰ τοῦ ποῦμε πὼς δὲν ἔχει δίκηο. Μᾶς βάζει νὰ διαβάσουμε μέσα στὴν ψυχή μας, νὰ δοῦμε τί θέλουμε ἐμεῖς νὰ κάνουν οἱ ἄλλοι γιὰ μᾶς· τὸ ἴδιο νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς γιὰ κείνους. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀλάθευτο μέτρο, ὁ χρυσὸς κανόνας, ὅπως λένε, τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων· τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦνε μαζί, γιατί δὲ μποροῦν νὰ ζήσουν σὰν τ' ἀγρίμια στὸ βουνό· τῶν ἀνθρώπων ποὺ αἰσθάνονται πὼς κάθε ὥρα καὶ στιγμὴ ὁ καθένας ἔχει τὴν ἀνάγκη τοῦ διπλανοῦ του.

Κι εἶναι ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς ταιριάζουν καὶ μονοιάζουν οἱ ἄνθρωποι, μὰ ὄχι πάντα στὸ καλό. Εὐκολώτερα ταιριάζουν καὶ μονοιάζουν, ὅταν εἶναι γιὰ τὰ συμφέροντά τους κι ὅταν εἶναι γιὰ νὰ κάμουν τὸ κακό. Ἐσὺ ἀγαπᾶς ἐκείνους ποὺ σ' ἀγαποῦνε καὶ θαρρεῖς πὼς κάτι μεγάλο κάνεις. Αἴ, βέβαια· εἶναι καὶ κάποιοι ποὺ μισοῦν ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀχάριστοι καὶ πονηροί. Ἐσὺ ὅμως βάζεις ὅρια στὴν καλωσύνη σου, γιατί σοῦ ἀρέσει, λές, ἡ δικαιοσύνη· κάνεις καλὸ σ' ἐκεῖνον πού σοῦ κάνει καλό, δανείζεις ἐκεῖνον ποὺ θὰ στὸ γυρίση καὶ μάλιστα μὲ τόκο, καὶ βοηθᾶς στὴν ἀνάγκη του ἐκεῖνον ποὺ περιμένεις πὼς θὰ σοῦ τὸ πληρώση. Τάχα ποιὰ εἶν' ἡ καλωσύνη σου καὶ τί περιμένεις ἀπὸ τὸ Θεό; Ἐσὺ φροντίζεις νὰ ξοφλήσης καλά τοὺς λογαριασμούς σου ἐδῶ στὴ γῆ καὶ δὲ μένει νὰ σοῦ χρωστάη τίποτα ὁ Θεός. Κι ἂν εἶναι μόνο ἔτσι, πάει καλά. Μὰ εἶναι πολλοὶ ποὺ βρίσκονται χωμένοι στὸ χρέος ἀπέναντι στὸ Θεό, ἐξαιτίας τῆς διαγωγῆς τους ἀπέναντι στὸ συνάνθρωπό τους. Κάνουν τάχα τὸ καλὸ καὶ δανείζουν, ὄχι περιμένοντας τὸ ἴδιο, μὰ γιατί βρίσκουνε τὴν εὐκαιρία νὰ βγάλουνε τὸν ἀδελφό τους στὸ δρόμο, νὰ τοῦ πάρουνε τὸ σπίτι, νὰ τοῦ πιοῦνε τὸ αἷμα. Μὰ ἐδῶ δὲν εἶναι τρόπος μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὴ γνώση νὰ μεταπείσουμε κανένα, γιατί οἱ φιλάργυροι κι οἱ τοκογλύφοι κι ὅλοι ποὺ κάνουν τὸ κακὸ εἶν' ἄρρωστοι βαρειὰ καὶ δὲν τοὺς πιάνει κανέν' ἀνθρώπινο φάρμακο. Θὰ τοὺς ξαναφωνάξουμε μόνο τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ πιστεύουμε πὼς θὰ τὸν ἀκούσουν, ἂν δὲν ἔγινε ἡ καρδιὰ τους πέτρα. «Κατὰ ποὺ θέλετε νὰ σᾶς φέρνωνται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι νὰ τοὺς φέρνεσθε καὶ σεῖς».

Ἂς ποῦμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς ἔχουμε κι ἐχθρούς. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ἔχουμε, ἀφοῦ κι ὁ Χριστὸς εἶχε ἐχθρούς· ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἤθελαν μὲ κανέναν τρόπο νὰ τὸν ἀγαπήσουν. Κι ἂν ἐμεῖς εἴμαστε ἄμεμπτοι, ποὺ δὲ μποροῦμε, σὰν τὸ Χριστό, θὰ βρεθοῦν καὶ κάποιοι ποὺ νὰ μὴ θέλουν τὸ καλό μας. Δὲ μιλοῦμε τώρα στοὺς ἐχθρούς μας καὶ δὲ λέμε γιατί νὰ μᾶς μισοῦν, μιλοῦμε στὸν ἑαυτό μας καὶ λέμε πὼς ἐμεῖς πρέπει ν' ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθρούς μας. Καὶ δὲν τὸ λέμε ἐμεῖς, τὸ λέει ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς τὸ καλὸ τὸ θέλει χωρὶς ὅρια καὶ τὴν ἀγάπη τὴν ἁπλώνει τόσο, ποὺ ν' ἀγκαλιάζη καὶ τοὺς ἐχθρούς. Σκληρός, θὰ πῆς, αὐτὸς ὁ λόγος, ὅπως τὸ εἶπαν κάποιοι στὰ χρόνια ἐκεῖνα τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πρῶτο, νὰ κάνω στοὺς ἄλλους ὅ,τι θέλω νὰ μοῦ κάνουν, τὸ καταλαβαίνω· μὰ ἐτοῦτο δῶ, ν' ἀγαπῶ καὶ τοὺς ἐχθρούς μου, δὲν τὸ χωράει τὸ μυαλό μου, δὲν τὸ βαστᾶ ἡ καρδιά μου. Κι ὅμως δὲν εἶναι παρὰ ὁ ἴδιος λόγος, γιατί ν' ἀγαπᾶς τὸν ἐχθρό σου θὰ πῆ νὰ κάνης ὅ,τι θέλεις νὰ κάνη κι ἐκεῖνος γιὰ σένα ποὺ εἶσαι ἐχθρός του. Μὰ δὲ θὰ μπορέσω, χριστιανέ μου, νὰ σὲ πείσω, ἂν δὲν καταλάβης πρῶτα πὼς αὐτὸ τὸ λέει ὁ Χριστός. Ὅταν λοιπὸν μιλάη ὁ Θεός, ποιὸς μᾶς βάζει ἐμᾶς νὰ συζητοῦμε καὶ νὰ κρίνουμε τὸ λόγο του; Ἕνα μόνο νὰ σκεφθοῦμε πὼς ἐκεῖνος κι ἀπὸ τὸ Σταυρὸ γιὰ τοὺς ἐχθρούς του προσευχότανε καὶ μέχρι τώρα στὸν οὐρανὸ γιὰ μᾶς προσεύχεται κι ἂς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ κριματισμένοι.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τὸν κόσμο δὲν τὸν κρατᾶ ἡ ἁγιωσύνη μας, τὸν κρατᾶ ἡ καλωσύνη τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Χριστὸς μᾶς λέει νὰ μοιάζουμε τοῦ Θεοῦ. Οὔτε στὴ δύναμη οὔτε στὴ σοφία νὰ τοῦ μοιάζουμε παρὰ μόνο στὴν καλωσύνη. Ἐκεῖνος εἶναι καλὸς καὶ πονετικὸς γιὰ ὅλους κι ἔτσι στέκει ὁ κόσμος. Καλοὶ καὶ πονετικοὶ νὰ 'μαστε κι ἐμεῖς μεταξὺ μας γιὰ νὰ στέκη καὶ νὰ οἰκοδομῆται ἡ ζωή μας. Ἡ καλωσύνη χτίζει, ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ. Ἂς ἔχουμε τὸ λοιπὸν καλωσύνη κι ἀγάπη γιὰ νὰ 'χουμε ζωὴ καὶ σωτηρία. Ἀμήν.

Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακή Β΄ Λουκά (Β' Κορ. ΣΤ' 16-18 Ζ' 1) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος




Ο Απόστολος των Εθνών, ο Παύλος, συγγράφει την Β΄ Προς Κορινθίους επιστολή το φθινόπωρο του 55 μ.Χ. Είναι μια μεγάλη επιστολή στην οποία διαπραγματεύεται αρκετά θέματα, τόσο θεολογικά και δογματικά, όσο και πρακτικά της χριστιανικής ζωής, σύμφωνα με τις κατηχητικές και ποιμαντικές ανάγκες της Εκκλησίες της Κορίνθου.
Στην Αποστολική περικοπή που θα ακούσουμε την Κυριακή στους Ιερούς μας Ναούς, βλέπουμε τον φλογερό Απόστολο μέσα σε πνεύμα θερμής αγάπης και Ιερού ενθουσιασμού, να ξεκαθαρίζει το θέμα των σχέσεων των πιστών με τους ειδωλολάτρες. Και όπως είναι επόμενο, βλέπει κανείς τον τροπικό διαχωρισμό που οφείλουν και πρέπει να έχουν οι πιστοί, από όσους αρνούνται στον βίο τους τη ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού.
Μάλιστα, ο Απόστολος στηρίζει την μαρτυρία του στον μεγαλοφωνότατο προφήτη Ησαϊα, ο οποίος τονίζει ξεκάθαρα «εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε και ακαθάρτου μη άπτεσθε». Δηλ. εσείς οι πιστοί, που έχετε ενδυθεί τον Χριστό, βγείτε έξω από τους απίστους ανθρώπους και ξεχωριστείτε από αυτούς και μη εγγίζετε τίποτε το ακάθαρτο.
Βεβαίως, και άλλη φορά έχουμε αναπτύξει ότι οι πιστοί δεν θα πρέπει να καταφύγουμε στα σπήλαια και σε τόπους έρημους, ώστε εκεί να ζήσουμε μακριά από την κοινωνία όπως κάνουν οι αναχωρητές μοναχοί και οι ησυχαστές. Όχι, η ζωή αυτή είναι για τα εκλεκτά πνεύματα που με τις προσευχές τους «συνέχουν τον κόσμο». Η ερημητική ζωή είναι για τις μοναδικές προσωπικότητες που αποτελούν τους γλυκύτερους καρπούς της ανθρώπινης κοινωνίας, και για τους οποίους το Πνεύμα το Άγιον αναφέρει ότι «ουκ ην (ουκ έστι και ουκ έσται) άξιος ο κόσμος» (Εβρ. ΙΑ' 38).
Και αυτάμεν για τους εκλεκτούς. Όμως, για τους πολλούς, για τους πιστούς Χριστιανούς, που ζούν μέσα σε οικογένειες και στην κοινωνία γενικώτερα, με οποιοδήποτε ευλογημένο τρόπο ζωής, το Πνεύμα του Θεού, διά του Αποστόλου μας καθοδηγεί προς μια ουσιαστική και τροπική απομάκρυνση.
Αλλ' ας δούμε το θέμα περισσότερο πρακτικά, διότι οι προεκτάσεις του φθάνουν έως και τα λεπτότερα σημεία της καθημερινής μας ζωής.
Τι θα πει, λοιπόν, απομακρύνομαι από τον κόσμο; Θα πεί κατ' αρχάς, να μη σκέπτομαι και να μη διαλογίζομαι όπως σκέπτονται και σχεδιάζουν οι υποδουλωμένοι άνθρωποι στο κακό και στα πάθη. Ο νους να μη γίνεται «σπήλαιο ληστών» κατά τον λόγο των Αγίων. Οι σκέψεις να παραμένουν άγιες, ήσυχες, καθαρές και αγνές, γνωρίζοντας όχι μόνο την μεγάλη αλήθεια, ότι από τον χώρο των σκέψεων ξεκινούν οι πράξεις, αλλά και ότι ο φύλακας Άγγελος, η Κυρία Θεοτόκος και φυσικά ο ίδιος ο Θεός, γνωρίζουν και κρίνουν τις σκέψεις μου, τη φαντασία μου και τους νοερούς συνδυασμούς!
Απομακρύνομαι από τον μακράν του Θεού κόσμο, σημαίνει ότι προσέχω τα λόγια μου. Αίτημα προσευχής μου γίνεται ο λόγος του ψαλμωδού «Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου»! Προσέχω, πρέπει να προσέχω τι ρωτώ, τι απαντώ, πως αποκρίνομαι και τι θέματα αναπτύσσω στις παρέες μου και στις συναναστροφές μου, έχοντας κατά νου τον λόγο του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου «ει τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα» (Ιακώβ. Γ' 2). Δηλ. Εάν κανείς δεν πταίει στα λόγια του, είναι τέλειος άνθρωπος και έχει την δύναμη να συγκατήσει και ολόκληρον τον εαυτόν του.
«Αφορίζομαι» και αποκόπτομαι από τον συνειδητά αμαρτωλό κόσμο, σημαίνει ότι προσέχω να διατηρώ το σώμα μου αγνό και καθαρό από «παντός μολυσμού σαρκός κα πνεύματος», έχοντας συνειδητοποιήσει το απόλυτον του λόγου του Αγίου Πνεύματος που αναφέρει ρητώς ότι «μη πλανάσθε, ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται... βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. ΣΤ΄ 9-10).
Επίσης, στο πλαίσιο αυτό, αποκόπτομαι από την θολοκουλτούρα που τελευταίως έχει εισχωρήσει ως «ο όφις εν τω παραδείσω» στον χώρο της Εκκλησίας, και που υποστηρίζει ότι τα σαρκικά αμαρτήματα αποτελούν «οδόν θεογνωσίας»,  και ότι για να φτάσει δήθεν κανείς στην αγάπη του Θεού, χρειάζεται να γνωρίσει... (αισχρόν εστί και λέγειν). Και όλα αυτά τα φαιδρά και στην κυριολεξία δαιμονικά, τα υποστηρίζουν οι λεγόμενοι «νεορθόδοξοι θεολόγοι», μάλλον σκοτολόγοι, οι οποίοι έγιναν αιτία, πολλοί νέοι άνθρωποι (κατά βάση αφελείς), να παρασυρθούν στο δρόμο της αμαρτίας. Αλλά και μόνο ότι υποστηρίζουν τέτοιες δαιμονικές, νεονικολαϊτικές δοξασίες, δείχνουν ξεκάθαρα την πλάνη τους, τον ξεπεσμό, την αίρεση, αλλά και τα φοβερά δαιμόνια που έχουν μπλοκάρει το νού τους και ταλαιπωρούν την ύπαρξή τους.
Βεβαίως, θα βρεθούν τώρα και κάποιοι φωστήρες που θα υποστηρίξουν ότι ηθικολογούμε.
Απάντησις: «Ηθικολογούμε» τόσο, όσο και ο λόγος του Θεού. «Ηθικολογούμε» τόσο όσο και ο μεγαλύτερος των Αποστόλων όταν έγραφε: «εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε, λέγει Κύριος, και ακαθάρτου μη άπτεσθε» (Β΄ Κορ. ΣΤ' 17).
Αλλά, αγαπητοί μου, οι ξεπερασμένεςκαι ξεπεσμένες πλέον θεωρίες των ψευτοθεολόγων και ψευτοφιλοσόφων, δεν μπορούν να σταθούν σε μια ζωντανή Εκκλησία. Και τούτο φαίνεται κυρίως από τις περιπτώσεις των ανθρώπων που έζησαν αυτή την αισχρή και εμετική ζωή της αμαρτίας, με τις ποικίλες της μορφές, αλλά τώρα λουσμένοι στα δάκρυα της μετανοίας και του αγώνος, με λευκό το χιτώνα της ψυχής και με ήρεμο και φωτεινό πρόσωπο, βιώνουν την ευλογημένη ζωή της ορθοδόξου πνευματικότητας. Την οδό δηλ. των μυστηρίων και της χριστιανικής ζωής!
Με αυτες λοιπόν τις προϋποθέσεις μπορεί να γίνει λόγος για τα όσα αναφέρει στη συνέχεια η αποστολική περικοπή: «καγώ εισδέξομαι υμάς, και έσομαι υμίν εις πατέρα, και υμείς έσεσθέ μοι εις υιούς και θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ».(Β' Κορ. ΣΤ' 17-18). Δηλ. Αφού θα εξέλθετε και θα διαχωριστήτε από τους απίστους, εγώ θα σας δεχθώ με στοργή πατρική. Και θα γίνω πατέρας σας και σεις θα είστε παιδιά μου και θυγατέρες μου, λέγει ο Κύριος ο Παντοκράτωρ!
Αδελφοί μου, είμαστε δημιουργημένοι για την ευτυχία και την χαρά. Είμαστε πλασμένοι για κάτι ασύληπτο που και η τολμηρότερη φαντασία δεν θα μπορούσε ποτέ να το συλλάβει. Τι είναι αυτό; Να γίνουμε κατοικία Θεού!
Ναι, αυτή η ύπαρξή μας μπορεί να γίνει ναός του Θεού. Ο ίδιος ο Θεός μάς έχει δημιουργήσει γι αυτόν το σκοπό. Αρκεί να το συνειδητοποιήσουμε, να αποκοπούμε από τις αιτίες και τις αφορμές της αμαρτίας και να ζούμε μέσα στο Σώμα του Κυρίου Ιησού, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία Του!
Αν συμβεί αυτό, τότε όντως θα ισχύει και σ΄ εμάς ο λόγος του Θεού: «ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός» (Β΄ Κορ. ΣΤ' 16). δηλ. θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω μαζί τους και θα είμαι Θεός ιδικός τους και αυτοί θα είναι λαός μου.
Είθε να δώσει ο Κύριος και Θεός μας.
Αμήν.

Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Κόνιτσα

«Εἰς τὴν τοῦ Κυρίου ἡμίν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπίγνωσιν»




«Τίς ἐστιν οὗτος;»
(Ματθαίου καʹ 10)


Απὸ τὸν Ἰουδαικὸ λαὸ ἀκούσθηκε  ἡ γεµάτη θαυµασµὸ καὶ ἀπορία ἐρώτηση «Τίς ἐστιν οὗτος;»
(Ματθαίου καʹ  10)  γιὰ  τὸν  Κύριό  µας Ἰησοῦ Χριστό.
Ἡ ἐρώτηση δείχνει  ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἀνεγνώριζαν ἐξωτερικὰ  τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό,  ἀλλὰ  δὲν Τὸν εἶχαν γνωρίσει  βαθύτερα,  δὲν εἶχαν φθάσει κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο  στὴν τελεία γνώση, «τὴν ἐπίγνωσι τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσίους δʹ 13). Ἔζη ἀνάµεσά τους, ἀλλὰ δὲν εἶχαν κατανοήσει τὴν προσωπικότητά Του, τὴν ἀποστολή Του καὶ τὴν µοναδικότητά Του.
Ἀντὶ  ὅµως νὰ σχολιάζουµε  τὴν συµπεριφορὰ τῶν Ἰουδαίων εἶναι ἐποικοδοµητικότερον νὰ στοχαέ σθοῦµε ἐὰν ἐµεῖς, ποὺ ἑορτάζουµε τὰ Χριστούγεννα, Τὸν ἔχουµε γνωρίσει  καὶ ἐὰν Τοῦ ἔχουµε δώσει τὴν ἁρµόζουσα  θέση µέσα µας (στὴν ψυχή µας) καὶ ἀνάµεσά µας (στὴν κοινωνία µας).
Πρὸς τοῦτο  θὰ µελετήσουµε τὴν ἁγία  Γραφὴ γιὰ νὰ λάβουµε ἀπάντηση στὸ πάντοτε ἐπίκαιρο ἐρώέ τηµα τῶν Ἰουδαίων τότε, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν γενεῶν τῶν ἀνθρώπων µετέπειτα «τίς ἐστιν οὗτος;».
α) Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀναφέρεται στὴν ταυέ τότητα  τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,  στὸ ἔργο Του, στὴν προέ αιώνια ὕπαρξή  Του καὶ κατάστασή Του πρὶν  ἐνανέ θρωπήσει  µὲ τοὺς λόγους  τοῦ  εὐαγγελίου του: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος  ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐ δὲ ἓν ὃ γέγονεν. Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν»  (Ἰωάννου αʹ 1έ5). Συνεχίζει ὅτι «Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (αʹ 14).

Οἱ ὑψηλὲς αὐτὲς συλλήψεις τοῦ «αὐτόπτου» (Λουκᾶ αʹ 2) τοῦ Λόγου στηρίζονται στὴν δηµόσια διακήέ ρυξη τοῦ Ἰδίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁµίλησε γιὰ τὸν Ἑαυτό Του καὶ  ἔδειξε τὴν διαφορὰ τῆς καταέ γωγῆς Του ἀπὸ  αὐτὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ  καὶ τὴν ποιότητα τῆς ζωῆς Του. Εἶπε: «Ὑµεῖς ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγὼ ἐκ τῶν ἄνω εἰµί· ὑµεῖς ἐκ τοῦ κόσµου τού του ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰµὶ ἐκ τοῦ κόσµου τούτου» (Ἰωάνέ νου ηʹ 23). «Ἐξῆλθον παρὰ  τοῦ Πατρὸς  καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσµον» (Ἰωάννου ιστʹ 28).

Ὅσο σαφὴς εἶναι αὐτὴ ἡ διαφορὰ τῆς καταγωγῆς τοῦ Κυρίου  µας Ἰησοῦ Χριστοῦ  ἀπὸ  τὴν καταγωγὴ τῶν λοιπῶν  ἀνθρώπων, ἐξ ἴσου σαφεῖς εἶναι καὶ µεέ ρικὲς  ἀκόµη  διαφορὲς µεταξὺ  Αὐτοῦ  καὶ  τῶν  ἀνέ θρώπων,  ὅπως  αὐτὴ  τῆς ἠθικῆς ἀνωτερότητος καὶ καταστάσεώς  Του,  ἡ  ὁποία   ἐπεσηµάνθη  µὲ τοὺς λόγους Του «ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσµου οὐκ εἰµί» (Ἰωάννου ιζʹ 16) καὶ τῆς ἐξουσίας Του ἐπὶ τοῦ θανάτου, ἡ ὁποία ἐπεσηµάνθη µὲ τοὺς λόγους: «ὁ καιρὸς ὁ ἐµὸς οὕπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑµέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιµος» (Ἰωάννου ζʹ 6).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος  στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιέ στολή  του  ἀναφέρεται σ’ αὐτὴ  τὴν  διαφορὰ ποὺ ὑφίσταται µεταξὺ Ἰησοῦ Χριστοῦ  καὶ ἀνθρώπων ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν ἠθικὴ ἀνωτερότητα τοῦ προσώπου Του, ἐξηγῶν συγχρόνως  καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Ἐπεὶ οὖν τὰ  παιδία  κεκοινώνηκε σαρκὸς  καὶ αἵµατος,  καὶ αὐτὸς παραπλησίως µετέσχε τῶν αὐτῶν,  ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος  ἔχοντα  τοῦ θα νάτου,  τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τού τους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας.  Οὐ γὰρ  δήπου  ἀγγέλων  ἐπιλαµβά νεται, ἀλλὰ σπέρµατος Ἀβραὰµ ἐπιλαµβάνεται. ὅθεν ὤφειλε κατὰ  πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁµοιωθῆναι, ἵνα ἐλεήµων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν, εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁµαρτίας τοῦ λαοῦ» (βʹ14έ17).  Θὰ διευκρινήσει περαιτέρω ὅτι  καὶ  ἀληθὴς  ἄνθρωπος ἦτο καὶ ἐξ ἴσου ἀληθῶς ἦτο «κεχωρισµένος ἀπὸ τῶν ἁµαρτωλῶν» (Ἑβραίους ζʹ 26).

Ὅσο  βαθύτερα γνωρίζουµε  τὸ µυστήριο  τοῦ Ἰηέ σοῦ Χριστοῦ,  τόσο περισσότερο µᾶς αἰχµαλωτίζει ἡ ἀγάπη  Του γιὰ  µᾶς καὶ  µᾶς κινεῖ  στὸ νὰ  ἀνταποέ δώσουµε αὐτὴ τὴν ἀγάπη  Του καὶ ἐµεῖς µὲ τὴν πρὸς Αὐτὸν ἀγάπη  µας, ἀγαπῶντες τὸν ἀγαπήσαντα ἐµᾶς. β) Εἶναι Αὐτός, ὁ Ὁποῖος «εἰς τὰ ἴδια ἦλθε καὶ οἱ  ἴδιοι αὐτὸν  οὐ παρέλαβον» (Ἰωάννου αʹ 11).
Μὲ πικρία καὶ ἀπογοήτευση ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάνέ νης σχολιάζει  τὴν συµπεριφορὰ τῶν συγχρόνων του Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι  ἀπέρριψαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἐδηµιούργησε τὰ πάντα, γιὰ τὸν Ὁποῖον ἐδηµιουργήθησαν τὰ πάντα (Κολασσαεῖς  αʹ 15), γιὰ τὸν Ὁποῖον ὁµιλεῖ ὁλόκληρη  ἡ Παλαιὰ ∆ιαθήκη  (Ἰωάνέ νου εʹ 26).
Ἀδυνατεῖ νὰ χωρέσει  ὁ νοῦς τοῦ  ἀνθρώπου, τὸ σκάνδαλο καὶ  τὴν πρόκληση  τῆς ἀπορρίψεως τοῦ Θεοῦ. Εἶναι  ὅµως γεγονός.  Τὴν  ἐπιτρέπει ὁ Θεός, ἐπειδὴ σέβεται τὴν ἐλευθερία  τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ µυστήριο  τῆς ἐλευθερίας  τοῦ ἀνθρώπου ὅµως ἔχει καὶ τὴν ἄλλη ὄψη, τὴν ὁποία δὲν πρέπει νὰ ἀγνοοῦµε. Ἐµεῖς κυρίως τονίζουµε καὶ ἀναφερόµεθα στὴν ἐλευθερία  τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει ὅµως καὶ ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἐλεύθερος εἶναι ὁ ἄνθρωπος  νὰ  ἀπορρίψει τὸν  Θεό, ἔτσι  καὶ  ὁ Θεὸς εἶναι  ἐλεύθερος  νὰ  ἀπορρίψει τὸν  ἄνθρωπο.  Ὁ  Ἰησοῦς Χριστὸς  ἦλθε, δὲν ἐξεβίασε τοὺς ἀνθρώπους νὰ Τὸν ἀποδεχθοῦν, τοὺς ἄφησε  ἐλευθέρους  νὰ ἀποφασίέ σουν. Εἶπε «εἴ τις θέλει ὀπίσω µου ἐλθεῖν» (Ματθαίου ιστʹ 24). Μερικοὶ  ἀπεφάσισαν νὰ Τὸν ἀπορρίψουν καὶ νὰ Τὸν θανατώσουν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ.  Κι Αὐτὸς τοὺς ἐγκατέλειψε µὲ τὸ «ἰδοὺ ἀφίεται  ὑµῖν ὁ οἶκος ὑµῶν ἔρηµος» (Ματθαίου κγʹ 38).
Φοβερότερο ὅµως θὰ εἶναι, ὅταν ὁ Κύριος ὡς ὕψιέ στος καὶ τελικὸς Κριτὴς πάντων θὰ ἀπορρίψει ἐν συέ νεχείᾳ  ὅσους τὸν ἀπέρριψαν µὲ τὸ «πορεύεσθε  ἀπ’ ἐµοῦ» (Ματθαίου κεʹ 41).
Μὲ ἔπαρση  καὶ ἐγωισµὸ ὁ ἄνθρωπος σηκώνει τὸ ἀνάστηµά  του  µπροστὰ  στὸν  ∆ηµιουργό  Του  καὶ στὸν Κύριό Του καὶ τοῦ λέγει· «∆ὲν σὲ θέλω. ∆ὲν σὲ χρειάζοµαι». Ὁ φιλάνθρωπος ὅµως Θεὸς Πατέρας δὲν ἀκούει  τὴν αὐθάδεια καὶ  ἀφροσύνη τοῦ  πλάέ σµατός Του καὶ συνεχίζει νὰ τὸ εὐεργετεῖ µὲ τὴν φιέ λανθρωπία Του. Τὴν τελικὴ κρίση Του θὰ ἐκφέρει, ἀφοῦ παρέλθει  ὁ «καιρὸς δεκτὸς» τῆς διὰ µετανοίας καὶ πίστεως ἐπιστροφῆς (Βʹ Κορινθίους στʹ 2, Λουκᾶ δʹ19). Γιὰ νὰ στηρίξει αὐτὴ τὴν πορεία ἐπιστροφῆς εἶπε ὅτι «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπί γνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Αʹ Τιµ. βʹ 4).
γ) Εἶναι Αὐτὸς τοῦ Ὁποίου τὴν πρὸς ἐµᾶς Ἀγάπη  Του ὑµνεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφων στὴν βʹ Επιστολή Του πρὸς Κορινθίους, ὅτι «γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δι’ ὑµᾶς ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν, ἵνα ὑµεῖς τῇ ἐκείνου πτω χείᾳ πλουτήσητε» (ηʹ 9).
Στὴν ἐνανθρώπηση ὁ Πλούσιος  πτωχεύει  καὶ  οἱ πτωχοὶ  γίνονται πλούσιοι.  Πλούσιος  εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός, διότι ἔχει τὴν ζωή, τὴν ἀθαέ νασία, τὴν σοφία, τὴν δύναµη, τὴν ἀγαθότητα, τὴν µαέ κροθυµία, τὴν ταπείνωση, τὴν εὐσπλαγχνία καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές.  Ὁ ἄνθρωπος οὐδεµία ἐξ αὐτῶν ἔχει. Τί ἔχει; Θάνατο,  ἀσθένεια,  φθορά,  µαταιότητα, ψεῦέ

δος, πλεονεξία, πορνεία, ἀνηθικότητα, σκληρότητα, θυµό, ἀδιαφορία, καὶ ὅλες τὶς κακίες. Ἔγινε  µὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ ∆ιαβόλου πονηρὸς  καὶ κακός.
Ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ µᾶς καθαρίσει ἀπ’ ὅλα  αὐτὰ  τὰ  κακὰ  τῆς πτωχείας  µας καὶ  νὰ  µᾶς ἀναπλάσει µὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς θείας ζωῆς. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος  προτρέπει τοὺς χριστιανούς:«ἀποθέσθαι ὑµᾶς κατὰ  τὴν προτέραν ἀναστροφὴν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόµενον κατὰ  τὰς ἐπιθυµίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δὲ τῷ πνεύµατι τοῦ νοὸς ὑµῶν. Καὶ ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρω πον  τὸν  κατὰ  Θεὸν  κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Ἐφεσίους δʹ 22έ24). Τὰ αὐτὰ συνιστᾶ  καὶ στὶς ἐπιστολὲς πρὸς Κολασσαεῖς  γʹ 8έ10 καὶ πρὸς Ῥωµαίους ιγʹ 12έ14.
δ) Εἶναι  Αὐτὸς  ὁ Ὁποῖος ἐδίδαξε  µὲ τὴν ἐνανέ θρώπηση καὶ τὴν ζωή Του τί εἶναι ταπείνωση, ἀλλὰ καὶ ὅτι δι’ αὐτῆς ὑψοῦται ὁ ἄνθρωπος καὶ δοξάζεται ὁ Θεός.
Ὑψηγορεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ὃς (ἐννοεῖ τὸν Ἰησοῦ  Χριστὸ)  ἐν µορφῇ  Θεοῦ  ὑπάρχων οὐχ  ἁρ παγµὸν  ἡγήσατο  τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν  ἐκέ νωσε µορφὴν δούλου  λαβών,  ἐν ὁµοιώµατι ἀνθρώ πων  γενόµενος  καὶ σχήµατι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόµενος ὑπήκοος µέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ, διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερ ύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνοµα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνοµα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόµατι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάµψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξοµολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν  Θεοῦ Πατρός»  (Φιλιππησίους βʹ 6έ11).
Τὰ µηνύµατα αὐτῆς τῆς περικοπῆς πρέπει  νὰ φωέ τίζουν  καὶ νὰ καθορίζουν τὴν πορεία  µας στὸν κόέ σµο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς µᾶς ἔδειξε ὅτι ἀληθινὸ  µεγαέ λεῖο καὶ ἀξία εἶναι ἡ ταπείνωση.  Οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔέ τε ἡ δόξα, οὔτε ἡ ἰσχύς, οὔτε ἡ γνῶση, οὔτε ἡ κυριαρέ χία ὑψώνουν  καὶ τιµοῦν τὸν ἄνθρωπο. Μᾶς δίδαξε ὅτι ἡ ταπείνωση ὑψώνει  τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀνεέ βάζει στὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς µὲ τὴν ταπείνωση καὶ ὑπακοή  Του ἐδόξασε τὸν Θεὸ  Πατέρα.
Ἂς στοχασθοῦµε µὲ αὐτοεξέταση, ἐὰν θέλουµε νὰ εἴµαστε ταπεινοὶ καὶ ὑπάκουοι στὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ Πατέρα  µας.
ε) Εἶναι  Αὐτός,   ὁ Ὁποῖος διεκήρυξε  ὅτι «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ  δια κονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν  αὐτοῦ  λύτρον  ἀντὶ πολλῶν»  (Ματθαίου κʹ 28).
Μὲ τοὺς λόγους  Του αὐτοὺς  ὁ Κύριος  ἀνύψωσε τὴν διακονία τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἔργο Θεοῦ. Γιὰ  ὅσους δὲν τὸ ἔχουν καταλάβει αὐτὸ τὸ ἔχει διευκρινίσει µὲ σαφήνεια, ὅταν  ἔνιψε τὰ πόδια  τῶν µαθητῶν  Του καὶ  τοὺς εἶπε: «Γινώσκετε τί πεποίηκα  ὑµῖν; Ὑµεῖς φωνεῖτέ µε, ὁ ∆ιδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε. Εἰµὶ γάρ. Εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑµῶν τοὺς πόδας,
ὁ Κύριος καὶ ὁ ∆ιδάσκαλος,  καὶ ὑµεῖς ὀφείλετε ἀλ λήλων νίπτειν τοὺς πόδας, ὑπόδειγµα γὰρ  δέδωκα ὑµῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑµῖν, καὶ ὑµεῖς ποιῆτε» (Ἰωάννου ιγʹ, 12έ15).
στ) Εἶναι  Αὐτὸς  στὸν  Ὁποῖον ἁρµόζει  καὶ  ἐπιέ βάλλεται,  ὅπως ὁ Θωµᾶς, νὰ γονατίσουµε καὶ νὰ ἀέ ναφωνήσουµε µ’  ὅλη τὴν δύναµη τῆς ὑπάρξεώς  µας
«Ο KYPIΟΣ  MOΥ KAΙ Ο ΘEOΣ  MOΥ» (Ἰωάννου κʹ 28). Αὐτὴ ἡ φωνὴ θὰ περάσει  στὴν αἰωνιότητα.
Σ’  ὅσους ἐρωτοῦν  «τίς ἐστιν οὗτος;»  ἀπαντῆστε ὅπως ἡ ἁγία  Γραφὴ διδάσκει καὶ µαρτυρεῖ  ὅτι «ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡµεῖς ἠγαπήσαµεν τὸν Θεόν, ἀλλ’  ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡµᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ  ἱλασµὸν περὶ τῶν ἁµαρτιῶν ἡµῶν» (Αʹ  Ἰωάννου δʹ 10).


Χαρεῖτε το. Ζῆστε το. Κηρῦξτε το.

----------------------------------------------------


«Εἰς τὴν τοῦ Κυρίου ἡμίν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπίγνωσιν»


Ἱερὰ Μητρόπολις Καισαριανῆς, Βύρωνος και Ὑµηττοῦ. Λεωφόρος Ὑµηττοῦ


«Εἰς τὴν τοῦ Κυρίου ἡμ῵ν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπίγνωσιν» (Β΄ Πέτρου α΄ 8)



τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καὶ Ὑμηττοῦ Δανιὴλ


πηγ'η

ΣΥΝΕΠΕΙΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΝΤΟΛΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση




   ΤΟ ΚΟΙΝΟ γνώρισμα τῆς πλειονότητας τῶν σύγχρονων χριστιανῶν εἶναι ἡ ἀσυνέπεια καὶ οἱ ἀντιφάσεις. Ἢ μὲ ἄλλα λόγια: θεωρητικὰ εἶναι χριστιανοὶ καὶ στὴν καθημερινή τους πράξη ὑλιστὲς καὶ κοσμικοί. Εἶναι πολλὰ τὰ παραδείγματα, ποὺ τὸ ἐπιβεβαιώνουν. Σημειώνω μερικά. Πολλοὶ κληρικοὶ κηρύττουν ἀπὸ τὸν ἄμβωνα γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ γιὰ τὶς δωρεές, ποὺ πρέπει νὰ κάνουν οἱ πιστοὶ καὶ συγχρόνως τιμολογοῦν τὴν τέλεση τῶν μυστηρίων καὶ ἔχουν ἀπαίτηση νὰ πληρώνονται καὶ γιὰ ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ λένε. Κάτι παρόμοιο παρατηρεῖται καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα θέματα. Διδάσκουν τοὺς ἄλλους νὰ προσεύχονται καὶ νὰ νηστεύουν καὶ οἱ ἴδιοι στὴ ζωή τους τὰ ἔχουν ξεχάσει. Ζητοῦν νὰ μὴ συμβιβάζονται οἱ χριστιανοὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο καὶ αὐτοὶ εἶναι πλήρως ἐκκοσμικευμένοι.
   Τὰ ἴδια βλέπει κανεὶς καὶ στοὺς λαϊκούς. Πηγαίνει ὁ χριστιανὸς στὴν ἐκκλησία καὶ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς, διατυπώνει πνευματικὲς θέσεις, κρίνει εὔκολα τοὺς κοσμικοὺς κ.λπ., ἀλλὰ ὅταν βρίσκεται στὸ κατάστημά του, λέει τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα καὶ ὑπηρετεῖ ἀνυποχώρητα τὰ συμφέροντά του. Τολμᾶ νὰ αὐξήσει τὰ κέρδη του ἀκόμα καὶ αἰσχρῶς! Πηγαίνει ὁ ἀσθενὴς στὸ ἰατρεῖο τοῦ εὐσεβοῦς γιατροῦ καὶ περιμένει κάποια χριστιανικὴ ἀντιμετώπιση. Δυστυχῶς βρίσκει ἕνα φυλάργυρο καὶ ἀχόρταγο ἐπιστήμονα, ποὺ ἐκμεταλλεύεται τὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων. Ἐδῶ ὅμως θὰ πρέπει νὰ ἀνοίξω μία σύντομη παρένθεση, γιὰ νὰ ἀναφερθῶ σὲ μιὰ φωτεινὴ ἐξαίρεση.Ὅταν ἤμουν σπουδαστὴς στὴν Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης, χρειάστηκε νὰ βγάλω μιὰ ἀκτινογραφία. Πῆγα σὲ ἕναν ἀκτινολόγο στὴν πλατεῖαἉγίας Σοφίας.Ὁγιατρὸς μοῦ ἔκανε δυὸ ἐρωτήσεις ἀπὸ ποῦ ἤμουν καὶ τὶ σπούδαζα. 
   Πρόθυμα μὲ ἐξυπηρέτησε καὶ μοῦ εὐχήθηκε ἐπιτυχία στὶς σπουδές, ἀρνούμενος εὐγενικὰ νὰ πάρει αὐτό, ποὺ ἔπρεπε. Μὲ συνόδευσε μέχρι τὴν πόρτα, δείχνοντά μου σεβασμό, σὰν νὰ εἶχα γίνει κιόλας ἱερέας καὶ μοῦ εἶπε τὸν τελευταῖο λόγο: «Νὰ πάρω χρήματα ἀπὸ σένα, ποὺ θὰ γίνεις ἱερέας; Δὲν πρέπει, μοῦ εἶναι ἀδύνατο!». Ἔφυγα συγκλονισμένος. Ἦταν μιὰ ἐμπειρία, ποὺ μοῦ ἔμεινε.Μοῦ εἶχε δώσει τὸ παράδειγμα τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ. Κλείνω ἐδῶ τὴν παρένθεση. Καλεῖς τὸν εὐσεβῆ τεχνίτη στὸ σπίτι σου νὰ σοῦ κάνει μιὰ ἐργασία καὶ στὸ τέλος διαπιστώνεις ὅτι σὲ ἐκμεταλλεύτηκε ἀγρίως καὶ ἐνοχλεῖσαι, γιατὶ ἡ «εὐσέβεια» τοῦ ἀδελφοῦ συμβαδίζει μὲ τὴν πλεονεξία. 
   Ἐπισκέπτεσαι τὴν ἔκθεση κάποιου πλουσίου μοναστηριοῦ καὶ θέλεις νὰ ἀγοράσεις κάτι γιὰ εὐλογία. Τὰ χρήματα, ποὺ δίνεις εἶναι πολλά. Ἀκριβοπληρώνεις ἕνα ἁπλὸ καὶ ἀσήμαντο θὰ ἔλεγα πράγμα, σὰν νὰ εἶναι σπουδαῖο ἐργόχειρο! Θὰ μποροῦσα νὰ ἀναφέρω καὶ ἄλλα παραδείγματα, ἀλλὰ δὲν χρειάζεται. Τὴν πραγματικότητα σχεδὸν ὅλοι τὴν γνωρίζουν. Εἶναι ὅμως ἐνδιαφέρον νὰ βροῦμε σὲ τί ὀφείλεται αὐτὴ ἡ δυσάρεστη καὶ ἀπόλυτα ἀντιχριστιανικὴ κατάσταση, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι οἱ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι θὰ ἀναθεωρήσουν πολλὰ στὴ ζωή τους, γιὰ νὰ βρεθοῦν τελικὰ στὸ σωστὸ δρόμο τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς. Δηλαδή, νὰ γίνουν πραγματικοὶ χριστιανοὶ καὶ νὰ δίνουν τὸ παράδειγμα καὶ στοὺς ἄλλους. Ἕνας Ἐπίσκοπος, ἀναφερόμενος στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, δίνει τὴν ἐξήγηση: «Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀσυνέπεια, γεμάτος ἀντιφάσεις κι ἀντινομίες, ποὺ ὀφείλονται στὴν ἔλλειψη ἐσωτερικῶν πραγματικῶν πεποιθήσεων. 
   Δὲν ἔχουν πεποιθήσεις οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι.Αὐτὴ εἶναι μία δυσάρεστη διαπίστωσις.Δὲν ἔχουν πειθαρχημένο ἐσωτερικὸ κόσμο, δὲν εἶναι συγκροτημένες προσωπικότητες. Ἔτσι μοιάζουν μέ ἐκεῖνο τὸ πλοῖο, ποὺ χτυπιέται καὶ δέρνεται στὰ κύματα, γιατὶ τοῦ λείπει τὸ ἕρμα (βάρος ποὺ προστίθεται στὸ σκάφος, γιὰ νὰ ρυθμίζει τὴν ἰσορροπία του). Κι εἶναι, ἀλήθεια, πολὺ τρικυμισμένος ὁ βίος σήμερα καὶ χρειάζεται νἄχουν πολὺ ἕρμα μέσα τους οἱ ἄνθρωποι. Ἀντίθετα μία «ἐξωστρέφεια» δέρνει τοὺς ἀνθρώπους, ἕνα καθημερινὸ σκόρπισμα τῆς πνευματικῆς των οὐσίας». Εἶναι καιρὸς πιὰ οἱ χριστιανοὶ νὰ γίνουν πιὸ συνεπεῖς στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, νὰ σταθεροποιηθοῦν πνευματικά, ἀρνούμενοι τὸν ἁμαρτωλὸ συμβιβασμὸ μὲ τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ τὴ νοοτροπία του.Οἱ χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ μοιάζουν μὲ τὰ καλάμια, ποὺ μετακινοῦνται καὶ θορυβοῦν συνεχῶς ἀπὸ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου.

(Ορθόδοξος Τύπος  , Αριθ Φύλλου 1943, 28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2012 )

πηγή : http://www.orthodoxostypos.gr

Η ΑΓΑΠΗ ΩΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ. Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου.


Ο άγιος Διονύσιος Ζακύνθου συγχώρεσε, εξομολόγησε και έσωσε από τους διώκτες του τον ίδιο το φονιά του αδελφού του (του Διονυσίου), από exagorefsis.blogspot.com.




   Στο 13ο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του, ο απόστολος Παύλος συνθέτει έναν αριστουργηματικό ύμνο προς την αρετή της αγάπης, που είναι η κυριότερη ενέργεια του Θεού προς τον άνθρωπο, συμπεριλαμβάνει τα πάντα, και χωρίς την οποία δεν μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει το θέλημα του Θεού, να ενωθεί μαζί Του κατά χάριν και να σωθεί. Άλλωστε ο Θεός μάς αγάπησε πρώτος και έστειλε τον Υιό του, που θυσιάστηκε για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας και να μας χαρίσει τη νέα εν πνεύματι ζωή (βλ. Α΄ Ιω. 4,9-10). «Αρχή και τέλος αρετής απάσης η αγάπη» (48,795), διδάσκει και ο χρυσός πατέρας της Εκκλησίας, Ιωάννης ο Χρυσόστομος. 
Ο απόστολος των εθνών ξεκαθαρίζει ότι ακόμη κι αν κάποιος ήταν άξιος να μιλήσει όλες τις γλώσσες των ανθρώπων αλλά και των αγγέλων, γνώριζε όλες τις επιστήμες και κατείχε όλες τις γνώσεις, ήταν ο μεγαλύτερος προφήτης και έκανε μάλιστα και μοναδικά θαύματα, μοίραζε σε αγαθοεργίες όλη του την περιουσία ή έδινε τη ζωή του ως μάρτυρας της πίστεως, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΓΑΠΗ, τότε σε τίποτα δεν θα τον ωφελούσαν όλα τα προτερήματά του και οι φιλανθρωπίες του, αφού δεν θα γνώριζε ή δεν θα κατόρθωνε να εντρυφήσει στην ρίζα και πηγή όλων των αρετών, την αγάπη. Η αγάπη, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, είναι μεγαλύτερη ακόμη και από την πίστη και την ελπίδα. Διότι στην αιώνια ζωή οι δύο αυτές κορυφαίες αρετές δεν θα χρειάζονται πια, αφού θα βλέπουμε το Θεό πρόσωπο με πρόσωπο και θα βιώνουμε συνεχώς την άκτιστη δόξα Του. Η αγάπη όμως θα παραμείνει ως τρόπος ζωής των αναγεννηθέντων και υιοθετηθέντων στο όνομα του Ιησού Χριστού παιδιών του ουράνιου Πατέρα.
Η αγάπη βέβαια για να είναι ολοκληρωμένη είναι απαραίτητο να εφαρμόζεται στην προσωπική μας ζωή και να γίνεται πράξη. Είναι αλήθεια ότι αρχής γενομένης από την πρωτοχριστιανική ζωή, και στη συνέχεια με τους εκκλησιαστικούς Πατέρες, η Εκκλησία εφάρμοσε (και εφαρμόζει διαρκώς), για πρώτη φορά ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΑ, τα κοινωνικά συσσίτια υπέρ των αναξιοπαθούντων, των πενήτων και αναγκεμένων συνανθρώπων μας, όταν τα κράτη στερούνταν κάποτε σχετικής μέριμνας. Η πόλη της φιλανθρωπίας και της αγάπης που ίδρυσε ο Μέγας Βασίλειος, η γνωστή ‘Βασιλειάδα’, παραμένει διαχρονικό παράδειγμα τού τι σημαίνει να είσαι πραγματικά άνθρωπος σε κατανόηση και προσφορά. Αλλά και τα ξακουστά συσσίτια του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος έτρεφε καθημερινά 5.000 ανθρώπους, φανερώνουν ότι δίνει κανείς ουσιαστικά όταν δίνει από τα βάθη της υπάρξεώς του και όταν η χάρη του Θεού τον έχει επισκεφθεί.    
Η Επί του Όρους Ομιλία του Κυρίου, η αγάπη και προς τους εχθρούς ως κύριο χαρακτηριστικό της ζωής των πρώτων χριστιανών, η εντολή του Χριστού «ίνα αγαπάμε αλλήλους», η υπέροχη παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, που επισημαίνει ποιος αγαπά πραγματικά και ποιος προφασίζεται ιδιοτελώς την αγάπη, τα λόγια του Χριστού πάνω στον σταυρό: «Πατέρα, συγχώρεσε τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» (Λουκ. 23,34), η συγχώρεση από τον πρωτομάρτυρα Στέφανο όσων τον λιθοβολούσαν και τελικά τον φόνευσαν (Πράξ. 7,60), καθώς και η φυγάδευση από τον άγιο Διονύσιο Ζακύνθου, τέλος 16ουαι., του ίδιου του φονιά του αδελφού του, φανερώνουν ότι χωρίς αγάπη δεν υπάρχει γνήσια χριστιανική ζωή, παρά μόνο μια άσχημη ιδεολογική απομίμησή της. Όταν αγαπά κάποιος τον Θεό, οφείλει να αγαπά και την εικόνα Του, που είναι ο συνάνθρωπος. Διότι δεν  μπορεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι αγαπά τον Θεό, που άλλωστε εξωτερικά δεν τον βλέπει, και να μην δείχνει την αγάπη του στους διπλανούς του (ή πολύ χειρότερο να τους μισεί), όταν εξάλλου κάθε μέρα τους συναντά και μάλιστα συγχρωτίζεται μαζί τους (Α΄ Ιω. 4,19-21).
Ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Χριστού, ο οποίος έγινε άνθρωπος για να ευεργετήσει, να συνδράμει και να θεραπεύσει τους πάντες (Πράξ. 10,38). Αυτός είναι ο μόνος ιατρός ψυχών και σωμάτων, που με τη σταυρική του θυσία δίδαξε όχι μόνο πως η συγχωρητικότητα είναι η θύρα για τον παράδεισο και την λύτρωση του ανθρώπου, αλλά και ότι η αγάπη είναι κατεξοχήν προσφορά και θυσία και όχι μόνο λόγια και επιδερμική νουθεσία. Τέλος, αγάπη προς το Χριστό σημαίνει να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές και διδαχές του. Διότι όποιος μένει πιστός σε ότι δίδαξε ο Χριστός, «αυτός έχει κοινωνία και με τον Πατέρα και με τον Υιό» (Β΄ Ιω. 4-9).    

«ΖΗΛΕΙΑ ΚΑΙ ΦΘΟΝΟΣ». Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ




Ἀπό τό βιβλίο «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ»

Ὁ ὕπνος τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ζήλεια, ὁ φθόνος, πού γεννιέται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια.
Μή ζηλεύεις, ἀδελφέ μου, κανέναν ἄνθρωπο γιά τήν εὐτυχία του ἐδῶ στή γῆ. Μή ζηλεύεις τόν πλούσιο καί τόν ἔνδοξο. Μή ζητᾶς «θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπτουσι διορύσσουσι καί κλέπτουσι» (Ματθ. 6. 19). Νά ζηλεύεις καί νά μιμεῖσαι τόν ἐργάτη τῆς ἀρετῆς, τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ τόν χαριτωμένο ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τόν πιό ἔνδοξο ἀπό τούς ἐνδόξους καί τόν πιό πλούσιο ἀπό τούς πλουσίους, πού ἀποταμιεύει «θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν» (Ματθ. 6. 20).

Μή ζηλεύεις αὐτόν πού ἐπαινοῦν καί κολακεύουν οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἀνθρώπινοι ἔπαινοι εἶναι ἀσταθεῖς καί εὐμετάβλητοι. Συχνά μάλιστα εἶναι ἰδιοτελεῖς καί ὑστερόβουλοι. Σήμερα τά λόγια τους «γλυκύτερα ὑπέρ μέλι καί κηρίον» (Ψαλμ. 18. 11). Αὔριο τό στόμα τους «ἀρᾶς καί πικρίας γέμει»(Ρωμ. 3. 14). Ζήλεψε λοιπόν τό μεγαλεῖο τοῦ ἀφανοῦς καί ἀδόξου κατά κόσμον ἀνθρώπου τῆς ἀρετῆς, «οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 2. 29).
Μή λιώνεις ἀπό τόν φθόνο βλέποντας ἄλλους νά ἔχουν ὅσα ἐσύ δέν ἔχεις. Ὁ δικαιοκρίτης Κύριος γνωρίζει καλύτερα ἀπό σένα σέ ποιόν θά δώσει κι ἀπό ποιόν θά στερήσει, πότε θά χαρίσει καί πότε θά ζητήσει, τί θά δώσει καί τί θά ἀφαιρέσει. «… Ἤ οὐκ ἔξεστί μοι ποιῆσαι ὅ θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς;», λέει ὁ ἴδιος στούς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος πού διαμαρτυρήθηκαν γιά τήν «ἄδικη» μεταχείρισί τους (Ματθ. 20. 1 -16).

Ἡ ζήλεια καί ὁ φθόνος εἶναι αἰτία κάθε κακοῦ καί ἐχθρός κάθε καλοῦ. Ἀπ᾿ αὐτή τήν αἰτία ὁ Κάϊν φόνευσε τόν Ἄβελ, ὁ Ἡσαῦ θέλησε νά ἐξοντώσει τόν Ἰακώβ, ὁ Σαούλ καταδίωξε τόν Δαβίδ.

Ἡ ζήλεια καί ὁ φθόνος τυφλώνουν τόν νοῦ, ἀμαυρώνουν τήν ψυχή, σκοτίζουν τή συνείδησι, θλίβουν τόν Θεό, χαροποιοῦν τούς δαίμονες, κλείνουν τόν οὐρανό, ἀνοίγουν τήν κόλασι. «Ὁ μισῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστί καί ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καί οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει, ὅτι ἡ σκοτία ἐτύφλωσε τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ» (Α΄ Ἰω. 2. 11).

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ!

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.

Κωνσταντίνος Χολέβας, Η Ελληνορθόδοξος Μικρασία και οι άγιοι μάρτυρες του 1922




Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ 1922
Κωνσταντίνος Χολέβας, Πολιτικός Επιστήμων
Δέν εἶμαι Μικρασιάτης. Εἶμαι Μακεδών μέ γηγενεῖς καταβολές καί εἶμαι ὑπερήφανος γιά τήν καταγωγή μου. Ὅμως αἰσθάνομαι ὅτι ἐμεῖς οἱ Μακεδόνες ὀφείλουμε πολλά στούς Μικρασιάτες. Διότι ἦλθαν διωγμένοι, ταλαιπωρημένοι, ξερριζωμένοι μετά τό 1922 καί ἀναζωογόνησαν πνευματικά καί οἰκονομικά τόν χῶρο τῆς Βορείου Ἑλλάδος. Μᾶς ἔφεραν τά λείψανα τῶν Ἁγίων τῆς Μικρασίας, πολλά ἐκ τῶν ὁποίων φυλάσσονται σήμερα στήν Μακεδονική γῆ. Καί μαζί μέ αὐτή τήν ἱερά παρακαταθήκη μᾶς ἔφεραν τά ἑλληνορθόδοξα ἔθιμά τους καί τήν βαθειά ριζωμένη Ὀρθόδοξη πίστη τους. Ἄς εὐχηθοῦμε οἱ Ἅγιοι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας νά εὐλογοῦν καί σήμερα τά παιδιά καί τά ἐγγόνια τῶν προσφύγων, νά τά καθοδηγοῦν σέ ἔργα εἰρηνικά καί δημιουργικά καί νά τούς ἐμπνέουν πάντα νά μή ξεχνοῦν τίς ἀλησμόνητες πατρίδες τῆς Μικρασίας καί τοῦ Πόντου.

Ποιά εἶναι ἡ Μικρά Ἀσία καί ποιές εἶναι οἱ ἑλληνορθόδοξες ρίζες της; Γράφει σχετικά στό περιοδικό ΕΚΚΛΗΣΙΑ τοῦ Δεκεμβρίου 2002 ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Καισαριανῆς κ. Δανιήλ: «Ὡς Μικράν Ἀσίαν γνωρίζομεν τήν γῆν τῶν πατέρων μας, ἡ ὁποία γεωγραφικῶς εἶναι μία μεγάλη χερσόνησος τῆς Ἠπείρου τῆς Ἀσίας. Περιβάλλεται ἀπό τόν Εὔξεινον Πόντον καί τήν Προποντίδα, τό Αἰγαῖον Πέλαγος καί τήν Μεσόγειον Θάλασσαν καί ἀνατολικῶς ἐκτείνεται ἕως τῶν ποταμῶν Τίγρητος καί Εὐφράτου. Συνορεύει μέ τρεῖς Ἠπείρους, τήν Εὐρώπην, τήν Ἀσίαν καί τήν Ἀφρικήν. Ἔχει δέ ἔκτασιν 530.000 τετραγωνικῶν χιλιομέτρων. Τήν ἑλληνικότητα αὐτῆς μαρτυροῦν τά ἐρείπια τῶν 356 Ἑλληνικῶν Πόλεων, αἱ ὁποῖαι καθιστοῦν φανερόν τό εὖρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν.
Εἰς τήν Λυκίαν, Παμφυλίαν καί τήν Πισιδίαν 95 πόλεις Εἰς τήν Λυκαονίαν, Ἰσαυρίαν καί Κιλικίαν 82 πόλεις Εἰς τήν Φρυγίαν καί Γαλατίαν 61 πόλεις Εἰς τήν Βιθυνίαν, Παφλαγονίαν καί Πόντον 34 πόλεις Εἰς τήν Ἰωνίαν, Λυδίαν καί Καρίαν 84 πόλεις
Συνολικῶς ἔχουν καταγραφεῖ 7.000 οἰκισμοί μέ ἑλληνικά ὀνόματα καθ᾽ ἅπασαν τήν Μικράν Ἀσίαν... Εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν κατά τό 1922 ὑπῆρχαν 20 Ἱεραί Μητροπόλεις. Αἱ Νικομηδείας, Χαλκηδόνος, Προύσης, Ἠλιουπόλεως, Θυατείρων, Ἐφέσου, Νικαίας, Κρήνης (Τσεσμέ), Προικοννήσου, Κυδωνιῶν, Φιλαδελφείας, Πισιδίας, Ἰκονίου, Καισαρείας, Ἀγκύρας, Ἀμασείας, Νεοκαισαρείας, Χαλδαίας, Κυζίκου–Δαρδανελίων».
Οἱ Χριστιανικές καταβολές τῆς Μικρασιατικῆς γῆς ἀποδεικνύονται ἀπό τά ὀνόματα τῶν 7 Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου (Ἔφεσος, Σμύρνη, Πέργαμος, Λαοδικεία, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Θυάτειρα) καί ἀπό τήν ἵδρυση χριστιανικῶν κοινοτήτων ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Μεγάλες Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἔλαβαν χώρα στήν Μικρασιατική γῆ καί συγκεκριμένα τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια, τό 451 μ.Χ. στήν Χαλκηδόνα.
Τήν γῆ αὐτή ἁγίασαν μέ τό αἷμα τους ἤ μέ τόν ὁσιακό βίο τους καί τήν διδασκαλία τους μεγάλες μορφές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἤδη ἀπό τόν 2ο μ.Χ. αἰῶνα ἡ ἑλληνοκατοικημένη Μικρά Ἀσία γίνεται τόπος μαρτυρίου γιά πολλούς Χριστιανούς, πού κατε- διώκοντο ἀπό τήν εἰδωλολατρική Ρωμαϊκή ἐξουσία. Κορυφαῖος μεταξύ αὐτῶν ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης, τοῦ ὁποίου τό μαρτύριο τοποθετεῖται μεταξύ τοῦ 156 μ.Χ. καί τοῦ 168 μ.Χ. Ἀπό τόν 3ο Τόμο τῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ) καταγράφουμε τίς τελευταῖες στιγμές του: Ὄχλος ἀντιχρίστων ὠρύεται τήν ὥρα, πού δικάζει τόν Ἅγιο ὁ Ἀνθύπατος Στάτιος Κοδρᾶτος. Ζητοῦν τήν θανάτωση τοῦ Πολυκάρπου.
Τήν στιγμή ἐκείνη φωνή Κυρίου ἀκούεται ἀπό τόν οὐρανό καί ἐνθαρρύνει τόν ὑπερήλικα Ἐπίσκοπο. «Ἴσχυε, Πολυκαρπε καί ἀνδρί ζου». Ὁ Ἀνθύπατος τοῦ ζητεῖ νά ἀπαρνηθεῖ τόν Χριστό, γιά νά σώσει τήν ζωή του. Καί ὁ «πάνυ γηραλέος» Ἐπίσκοπος τοῦ ἀπαντᾶ: «Ὀγδοήκοντα καί ἕξ ἔτη δουλεύω αὐτῷ καί οὐδέν μέ ἠδίκησεν, καί πῶς δύναμαι βλασφημῆσαι τόν Βασιλέα μου, τόν σώσαντά με». Ὁ Ἀνθύπατος τόν φοβερίζει ὅτι θά τόν ρίξει στήν φωτιά. Ἤρεμος ὁ Ἅγιος ἀπαντᾶ:
«Μέ φοβερίζεις μέ τή φωτιά, πού ἀνάβει γιά μιά στιγμή καί σβήνει. Δέν ξέρεις τήν φωτιά τῆς μέλλουσας κρίσης καί τῆς αἰωνίου κολάσεως, πού περιμένει τούς ἀσεβεῖς. Κάνε αὐτό πού θέλεις! Μή ἀργεῖς!».  Ὁ Ἀνθύπατος ἐξοργισμένος ἀπό τήν θαρραλέα ἀπάντηση τοῦ Πολυκάρπου προστάζει τόν κήρυκα καί ἐκεῖνος ἐρεθίζει τά πλήθη, πού ξεχύνονται, μαζεύουν ξύλα, ἀνά - βουν φωτιά. Δένουν τά χέρια τοῦ σεβασμίου γέροντος καί τόν ρίχνουν στή πυρά. Τότε γίνεται τό θαῦμα! Οἱ φλόγες τῆς φωτιᾶς κάνουν καμπύλες, παρακάμπτουν τό σῶμα τοῦ Πολυκάρπου. Ὁ Ἀνθύπατος ἀπορεῖ, φοβᾶται. Καταλαβαίνει τήν μεγάλη προσβολή, πού τόν περιμένει καί διατάσσει τούς στρατιῶτες νά τρυπήσουν μέ τά ξίφη τους τό σῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀπό τό αἷμα του σβήνει ἡ φωτιά. Ἀλλά ἡ ψυχή τοῦ Ἁγίου ἤδη ἔχει ἀνέβει στόν οὐρανό. Καί τό νεκρό σῶμα , ὅμως, τό φοβοῦνται οἱ εἰδωλολάτρες. Γι᾽ αὐτό ὁ Ἀνθύπατος προ στάζει νά τό κάψουν. Κάποιοι θαρραλέοι Χριστιανοί ἔτρεξαν καί πρό λαβαν νά συλλέξουν μερικά ἀπό τά λείψανα τοῦ Ἁγίου, τά ὁποῖα δια σώζονται μέχρι σήμερα καί θαυματουργοῦν.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη του στίς 23 Φεβρουα ρίου. Μικρά Ἀσία εἶναι καί ὁ Πόντος. Γι᾽ αὐτό ἀξίζει νά στρέψουμε τό νοῦ μας στήν ἱερά μνήμη τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου τοῦ Τραπεζουντίου, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε στίς 21 Ἰανουαρίου 292 μέ διαταγή τοῦ τοπικοῦ ἄρχοντος Λυσία. Ἡ τιμή του καθιερώθηκε ἐπί τῶν Αὐτοκρατόρων Μεγάλων Κομνηνῶν καί ἐτιμᾶτο στήν Τραπεζοῦντα, ὅπως ἐτιμᾶτο καί ὁ Ἅγιος Δημήτριος στήν Θεσσαλονίκη. Ὁ Ἱ. Ναός του στόν ὁμώνυμο λόφο ἔξω ἀπό τά τείχη περιεῖχε τό σπήλαιο, ὅπου συνελήφθη ἀπό τούς δημίους του. Τό σπήλαιο ἀνεκαλύφθη στούς νεωτέρους χρόνους (1898) ἀπό τόν λόγιο ἐκπαιδευτικό Ματθαῖο Παρανίκα μέσα σέ καπνοχώραφα. Τά χαριτόβρυτα ἰαματικά Λείψανά του προσεκυνοῦντο ἀπό τόν λαό, ἀλλά καί ἀπό εὐσεβεῖς αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Βασίλειος Β´. Τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου ἔγραψε τόν ΙΑ´ αἰῶνα ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Ξιφιλῖνος μαζί μέ τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων Κανιδίου, Οὐαλεριανοῦ καί Ἀκύλα, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν τήν ἴδια ἡμέρα μέ τόν Εὐγένιο.
Κάθε Μάρτιο μέσα σέ τέσσερις ἡμέρες τιμοῦμε τή μνήμη πολλῶν Μικρασιατῶν μαρτύρων. Στίς 9 Μαρτίου τιμοῦμε τούς 40 μάρτυρες τῆς Σεβαστείας, πού θανατώθηκαν μέσα στά παγωμένα νερά τῆς λίμνης ἐπί  αὐτοκράτορος Λικινίου. Ὅμως στίς 6 Μαρτίου τιμοῦμε τούς 42 μάρτυρες τούς ἐν Ἀμορίῳ. Θά μείνουμε λίγο περισ σότερο στήν ἱστορία τους, διότι ἀπο τελεῖ τό προοίμιο τῶν νεομαρτύρων τῆς Τουρκοκρατίας. Δέν θανατώθηκαν ἀπό Ρωμαίους εἰδωλο λάτρες, ἀλλά ἀπό Ἄραβες Μουσουλμάνους τό 845 μ.Χ. Ἦσαν ἀξιω ματικοί τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ στήν πόλη Ἀμόριο, ἡ ὁποία ὑπῆρξε καί γενέτειρα Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Τό 838 οἱ Σαρακηνοί Ἄραβες κατέλαβαν τήν πόλη κι ἔσφαξαν 4.000 Χριστιανούς. Οἱ 42 ἀξιωματικοί κρατή θηκαν ἐπί 7 χρόνια στή φυλακή καί ἐπιέζοντο συνεχῶς νά ἀλλαξοπιστήσουν.
Ὅπως μᾶς διηγεῖται τό κείμενο τοῦ μοναχοῦ Εὐωδίου οἱ 42 φυλακισμένοι ἔψαλλαν συνεχῶς τόν Ψαλμό τοῦ Δαυίδ «οὐ μή ἀποστῶμεν ἀπό σοῦ, ἀλλ᾽ ἕνεκέν σου θανατούμεθα ὅ λην τήν ἡμέραν». Οἱ φύλακες τούς ἐχλεύαζαν λέγοντας ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη μία γυναίκα κυβερνοῦσε τό Βυζάντιο: «Γυνή γάρ τῆς Ρωμανίας σήμερον βασιλεύει».
Παρά τίς πιέσεις οἱ στρατιωτικοί αὐτοί ἔμειναν πιστοί καί στήν Πίστη καί στήν Πατρίδα καί τελικῶς θανατώθηκαν ἀπό τούς ἀλλόθρησκους κατακτη τές τῆς πόλεως. Ὁ προαναφερθείς Εὐώδιος τούς ὀνομάζει «τρισαριστεῖς», δηλαδή ἀριστεύσαντες τρεῖς φορές. Πρῶτον διότι δέν προσ εχώρησαν στήν εἰκονομαχία, δεύτερον διότι ἔμειναν πιστοί στόν Χριστό καί τρίτον διότι δέν πρόδωσαν τήν Πατρίδα τους.
Βλέπουμε ἤδη τήν ἐποχή ἐκείνη νά διαμορφώνεται ἡ σταθερή ἑλληνορθόδοξη ἀντίληψη ὅτι ὅποιος ἐγκαταλείπει τήν Ὀρθοδοξία –ἑκουσίως ἤ διά τῆς βίας— χάνεται καί γιά τόν Ἑλληνισμό. Μία ἀντίληψη, πού ἔγινε πλέον βίωμα καί συνείδηση στούς Ρωμηούς ἐπί Τουρκοκρατίας σέ ὅλα τά ὑπόδουλα ἑλληνικά ἐδάφη καί περισσότερο στήν Μικρά Ἀσία.
Κεντρική θέση, κυριολεκτικά καί μεταφορικά, στήν Μικρασιατική γεωγραφία καί ἱστορία κατέχει ἡ Καππαδοκία. Ἐκεῖ γεννήθηκαν ἤ ἔδρασαν σπουδαῖες μορφές τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἡ Ἁγία Νίνα, πού ἐκχριστιάνισε τήν Γεωργία τοῦ Καυκάσου, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν Καππαδοκία καί μαρτύρησε στά τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. στήν Παλαιστίνη, ἡ Ἁγία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου, ὁ Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, ὁ Ἅγιος Βλάσιος, ὁ Ἅγιος Ζήνων καί πολλοί ἄλλοι. Ἀπό τόν 7ο αἰῶνα μ.Χ. ἡ Καππαδοκία καθίσταται μεγάλο κέντρο μοναχισμοῦ καί ἀσκήσεως. Στήν κοιλάδα τῶν Κοράμων —σημερινό Γκιόρεμε— βλέ πει ὁ σύγχρονος ἐπισκέπτης τίς τρύπες καί τίς σπηλιές, πού προσ έφερε ἡ ἰδιόμορφη γεωλογική δια μόρφωση γιά τήν ἀσφαλῆ ἐγκαταβίωση τῶν Ὀρθοδόξων ἀσκη τῶν. Γιά τό ἑλληνορθόδοξο Βυζαντινό Κράτος, τήν Ρωμανία, ὅπως τό ἀναφέρουν τά κείμενα τῆς ἐποχῆς, ἡ Καππαδοκία ἦταν ἀκριτική, μεθοριακή, περιοχή καί ἐπί αἰῶνες δεχό ταν τά πρῶτα κύματα τῶν Ἀραβικῶν ἐπιθέσεων.
Ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ θρύλος τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα καί ὁ κύκλος τῆς ἀκριτικῆς ἐπικῆς ποιήσεως.  Ἡ κορυφαία πάντως στιγμή τῆς Καππαδοκίας ἦταν ὁ Δ´ αἰώνας, ὅταν γεννήθηκαν καί ἀνδρώθηκαν ἐκεῖ τρεῖς διακεκριμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Μέγας Βασίλειος, Ἐπίσκοπος Καισαρείας, ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος, Ἐπίσκοπος Νύσσης, καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀπό τήν Ναζιανζό, πού ἀνεδείχθη Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Σήμερα οἱ μελετητές τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τους τούς θεωροῦν, μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, πού γεννήθηκε στήν Ἀντιόχεια τῆς τότε ἑλληνιστικῆς Συρίας, ὡς τούς Χριστιανούς Πατέρες, οἱ ὁποῖοι τόνισαν τήν ἀξία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί βοήθησαν στήν δημιουργική συν άντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλ ληνισμοῦ. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ προτροπή τοῦ Βασιλείου στούς νέους νά μελετοῦν τά ἀρχαῖα κείμενα, ὅπως ἀναλύεται στήν ἐπιστολή του «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων».
Ἐπίσης ἔχει μείνει κλασσική ἡ ἀκόλουθη φράση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἀπό τόν Ἐπιτάφιό του πρός τόν Μέγα Βασίλειο, ὅπου τονίζει τήν ἀξία τῆς μορφώσεως ὄχι μόνο μέ τά Χριστιανικά κείμενα ἀλλά καί μέ τά «ἔξωθεν», δηλαδή τά ἀρχαιοελληνικά. «Οἶμαι πᾶσιν ἀνωμολογῆσθαι τῶν νοῦν ἐχόντων, παίδευσιν τῶν παρ᾽ ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τό πρῶτον· οὐ ταύτην μόνην τήν εὐγενεστέραν καί ἡμετέραν... ἀλλά καί τήν ἔξωθεν»!
Αὐτή τήν παράδοση τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδείας διετήρησε ἡ Μικρά Ἀσία καί μέχρι τήν καταστροφή τοῦ 1922. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ σύσταση τοῦ τότε Μητροπολίτου Σμύρνης και μετέπειτα Ἁγίου καί Ἐθνομάρτυρος Πατριάρχου Κων/πόλεως Γρηγορίου Ε´, ὁ ὁποῖος ἔγραφε τό 1819 πρός τά σχολεῖα τῆς Σμύρνης: «Οἱ διδάσκαλοι νά ἀναδεικνύωσιν τούς μαθητιῶντας Χριστιανούς ἑλληνί ζοντας τάς φράσεις καί Ἕλληνας χριστιανίζοντας τά δόγματα, τά ἤθη καί τούς τρόπους». Μέ αὐτό τό ἐκπαιδευτικό ἰδεῶδες, Ἑλληνική γλῶσσα καί γραμματεία, Χριστιανική Πίστη καί ἠθική, ἐπιβιώσαμε ἐπί αἰῶνες κάτω ἀπό ποικίλες δουλεῖες. Μήπως σήμερα πού εἴμαστε ἐθνικῶς ἐλεύθεροι κινδυνεύουμε νά χάσουμε τήν ταυτότητά μας ἀπεμπολῶντας τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση στό ὄνομα ἀμφιβόλων καί ξενόφερτων δῆθεν «προοδευτι σμῶν»;
Ὁ Μικρασιατικός Ἑλληνισμός διετήρησε τήν ταυτότητά του μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας του. Στήν Καππαδοκία ἐπί Τουρκοκρατίας 18 ἑλληνικά χωριά γύρω ἀπό τά Φάρασα ἀναγκάσθηκαν νά τουρκοφωνήσουν, ἀλλά ἀποφάσισαν νά κρατήσουν τήν Ὀρθόδοξη Πίστη. Μιλοῦσαν τουρκικά, ξέχασαν τά ἑλληνικά, καί ἡ μόνη τους ἐπαφή μέ τήν γλῶσσα τῶν πατέρων τους ἦταν ἐπί αἰῶνες ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο στά ἑλληνικά. Οἱ Ὀρθόδοξοι τουρκόφωνοι Καππαδόκες, γνωστοί καί ὡς καραμανλῆδες, διέσωσαν τήν ἐθνική τους συνείδηση χάρις στήν Ὀρθοδοξία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἐκ Φαράσων, ὁ Χατζηεφέντης ὅπως τόν ἔλεγαν, ὁ ὁποῖ ος ἐκοιμήθη τό 1924 σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἀναγκαστική ἄφιξή του στήν Ἑλλάδα.
Τήν χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας συμπληρώνουν οἱ Ἐθνοϊερομάρτυρες Ἐπίσκοποι, πού μαρτύρησαν τό 1922 ἀρνούμενοι νά ἐγκαταλείψουν τό ποίμνιό τους.
Δηλαδή ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος, ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος, ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος, ὁ Ἰκονίου Προκόπιος καί ὁ Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ ἥρωας τοῦ Ποντιακοῦ ἀγῶνος. Ἀπό τουρκόφωνους Ἕλληνες Μικρασιάτες τοῦ Ἰκονίου γεννήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Γρεβενῶν Αἰμιλιανός Λαζαρίδης, ὁ ὁποῖος φονεύθηκε τό 1911 ἔξω ἀπό τά Γρεβενά στό πλαίσιο τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος.
Δέν ἀναγνωρίσθηκε ὡς Ἅγιος, ἀλλά ὁ τίτλος τοῦ Ἐθνομάρτυρος τοῦ ἀνήκει ἐπαξίως. Ἐμεῖς σήμερα πρέπει μέ κάθε εὐκαιρία νά τιμοῦμε τούς Ἁγίους καί τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Πόντου. Δηλώνουμε δέ πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι ἐπιθυμοῦμε τήν εἰρήνη μέ τούς γείτονες, ὄχι ὅμως εἰς βάρος τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας. Ζητοῦμε τήν πλήρη ἀναγνώριση τῆς Μικρασιατικῆς καί Ποντιακῆς γενοκτονίας καί τραγουδοῦμε τόν ποντιακό θρῆνο τῆς Ἁλώσεως, πού μᾶς διδάσκει ὅτι: «Ἡ Ρωμανία κι ἄν πέρασε, ἀνθεῖ καί φέρει κι ἄλλο». Γένοιτο!
Ορθόδοξος Τύπος, 28/09/2012

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...