Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 15, 2012

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Περί της Αργίας της Κυριακής



10o Μάθημα νέων 13-12-2012 
Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Περί της Αργίας της Κυριακής  
(Διάρκεια 0:22:08) 6,37 MB

Δείτε τα θέματα που θίγονται:
Περι της Αργίας της Κυριακής
  • Ανόητες δηλώσεις Ρώσων ηγετών
  • Πολιτικοί και εκκλησιαστικοί διπλωμάτες
  • Θρησκεία της Νέα Τάξης
  • Αργία της Κυριακής
  • Ο περιπτεράς του Καντιώτη
  • Διδαχή του Αγ. Κοσμά του Αιτωλού
  • Η πλάνη του Διαβόλου περί του προσώπου του Κυρίου
  • Ο εξάψαλμος και η θεία Μετάληψη
  • Το κέρδος, η φιλοδοξία, η ματαιοδοξία είναι ο 
  • μεγάλος πειρασμός του ράσου
  • πηγή

Το κακό είναι αιώνιο ή προσωρινό;


Του Αγίου Θεοφάνους του Εγκλείστου
Διαβάστε τί γράφει σχετικά το Ευαγγέλιο. Ο Κύριος θα έρθει στον κόσμο για δεύτερη φορά, άγνωστο πότε, ως κριτής πια και όχι ως λυτρωτής. Τότε θα μας κρίνει όλους κατά τα έργα μας. Και οι δίκαιοι θα πάνε στην αιώνια μακαριότητα, ενώ οι αμετανόητοι αμαρτωλοί στην αιώνια κόλαση. Έτσι το καλό θα θριαμβεύσει και το κακό θα τιμωρηθεί.

Εμείς, πάντως, δεν μπορούμε με το φτωχό μυαλό μας να συλλάβουμε τα μελλοντικά και αιώνια. Δεν υπάρχει λόγος, λοιπόν, να σκοτιζόμαστε γι’ αυτά, που τα γνωρίζει μόνο ο Κύριος των αιώνων. Ο αψευδής Θεός προλέγει αυθεντικά τί θα γίνει. Αυτό δεν φτάνει: Γιατί θέλουμε να ερευνήσουμε τα ανερεύνητα και να κατανοήσουμε τα ακατανόητα;

Μερικοί, βέβαια, θα  διαμαρτυρηθούν: Μα πώς είναι δυνατόν όσοι αμάρτησαν πρόσκαιρα να βασανίζονται αιώνια; Είναι, φαίνεται, πιο φιλάνθρωποι από τον ίδιο τον Κύριο, που έπαθε και πέθανε για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Αν η ευαγγελική διδασκαλία για τον κολασμό των αμαρτωλών ήταν ανθρώπινη θεωρία, τότε η αντίρρηση και η διαμαρτυρία θα ήταν δικαιολογημένες. Αφού, όμως, πρόκειται για αποκαλυμμένη θεία αλήθεια και για αμετάκλητη απόφαση του Θεού, που σταυρώθηκε για τους αμαρτωλούς, οφείλουμε να την αποδεχθούμε με πίστη, ταπείνωση και υποταγή, όσο κι αν το μυαλουδάκι μας πεισματώνει.

Η προσωπική ελευθερία επιτρέπει σε κάθε λογικό και αυτεξούσιο ον να κάνει είτε το καλό είτε το κακό. Προβάλλει, όμως, το ερώτημα: Μπορεί αυτή η ελευθερία να ταυτιστεί τόσο απόλυτα και αποκλειστικά με το κακό, έτσι που σε καμιά περίπτωση και για κανένα λόγο να μην το αποχωρίζεται, μολονότι γνωρίζει ότι οδηγείται στην καταστροφή; Η απάντηση είναι καταφατική. Κλασικό το παράδειγμα του σατανά.

Αλλά μπορεί να σατανοποιηθεί η ανθρώπινη ελευθερία; Και βέβαια! Έχουμε τόσα και τόσα παραδείγματα αμετανόητων αμαρτωλών. Τί θα γίνει, λοιπόν, μ’ αυτούς που εκούσια σατανοποιήθηκαν; Στον παράδεισο, το βασίλειο του καλού Θεού, δεν έχουν θέση το κακό και η αμαρτία, επομένως ούτε οι κακοί και αμαρτωλοί. Καθώς, μάλιστα, αυτοί δεν θέλουν ν’ αλλάξουν, να μετανοήσουν και να γίνουν καλοί, τί απομένει; Ή να τους μεταβάλει ο Θεός ή να τους αφανίσει. Να τους μεταβάλει χωρίς τη θέληση τους δεν είναι δυνατόν, γιατί, αν το έκανε, θα παραβίαζε την ελευθερία τους. Μα και να τους αφανίσει αποκλείεται, αφού είναι δημιουργός, όχι εξολοθρευτής. Έτσι, λοιπόν, καταλήγουν στην αιώνια κόλαση, την οποία ουσιαστικά δημιουργούν οι ίδιοι με την αυτόβουλη και οριστική απομάκρυνσή τους από τον Κύριο.

Τελειώνω με την απόκριση που έδωσε ένας άγγελος στον Μέγα Αντώνιο, όταν ο όσιος είχε παρόμοιες απορίες: “Αντώνιε,” του είπε, “κοίτα τον εαυτό σου! Τα άλλα τα κανονίζει ο Θεός κατά την κρίση Του και δεν συμφέρει να τα μάθεις”.

Είναι στην εξουσία μας η απαλλαγή από το κακό;

Κάποιος άγιος ευχαριστούσε το Θεό για τη γέεννα! Και Τον ευχαριστούσε όχι γι’ άλλο λόγο, μα επειδή γνώριζε καλά πόσο μας ευεργέτησε ο Κύριος, αποκαλύπτοντάς μας όσα αφορούν τη γέεννα. Βέβαια, μολονότι γνωρίζουμε την ύπαρξή της, αδιαφορούμε και αμαρτάνουμε. Ωστόσο, όσο κι αν αμαρτάνουμε, ανησυχούμε και προβληματιζόμαστε κάπου-κάπου για τη μεταθανάτια κατάληξή μας. Φαντάζεστε τί θα γινόταν, αν δεν γνωρίζαμε για τη γέεννα;

Είναι στην εξουσία μας ν’ απαλλαγούμε από την αμαρτία, από το κακό; Ναι, είναι. Φτάνει να το θελήσετε. Αν το θελήσετε, θα το επιδιώξετε. Αν το επιδιώξετε, θα προσευχηθείτε. Αν προσευχηθείτε, θα λάβετε τη θεία βοήθεια. Και μ’ αυτήν όλα είναι δυνατά. Όταν, όμως, προσεύχεστε και ζητάτε ενδυνάμωση από το Χριστό, να το κάνετε όχι άτονα και ολιγόπιστα, αλλά δυνατά, εγκάρδια, με πίστη.

Η απόφαση θέλει περισυλλογή και προσευχή!

Ρώτησε  κάποιον: “Θέλεις να πας στον παράδεισο, στην ουράνια βασιλεία;”. Αμέσως θα σου απαντήσει, “Και βέβαια θέλω”. Αν, όμως, ύστερα του πεις: “Για να πας εκεί, πρέπει να κάνεις το και το”, θα τον δεις να μουδιάζει. Όλοι οι χριστιανοί θέλουν να πάνε στον παράδεισο, δεν θέλουν όμως όλοι ν’ αγωνιστούν για τον παράδεισο. Το λέω αυτό, γιατί δεν φτάνει να επιθυμείς τη σωτηρία. Για να εκπληρώσεις την επιθυμία σου, χρειάζεται αγώνας. Και για ν’ αρχίσεις τον αγώνα, χρειάζεται σιδερένια αποφασιστικότητα. Για να καταλάβεις καλύτερα τι θέλω να πω, θα σου εξηγήσω πως συνήθως οι επιθυμίες καταλήγουν σε αποφάσεις.

Σκεφτόμαστε και σχεδιάζουμε πολλά. Συχνά συμβαίνει να σκεφτόμαστε κάτι για λίγο και μετά να το ξεχνάμε. Γιατί το ξεχνάμε; Επειδή η καρδιά μας δεν είναι σ’ αυτό. Αν ήταν, θα μας άρεσε. Και ό,τι μας αρέσει, ό,τι αγαπάμε, ό,τι θεωρούμε πολύτιμο, το θυμόμαστε. Του δίνουμε, βλέπεις, την καρδιά μας. Όπως είπε ο Κύριος, «όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας» (Ματθ. 6:21). Για να εκτελέσουμε, ωστόσο, ένα έργο ή για ν’ αποκτήσουμε ένα πράγμα που μας αρέσει, φτάνει να του δώσουμε την καρδιά μας, φτάνει να το θαυμάσουμε και να το επιθυμήσουμε; Όχι.

Υπάρχουν πολλές επιθυμίες, που παραμένουν ανεκπλήρωτες από έλλειψη δυνάμεων ή ενεργητικότητας. Για να εκπληρωθεί μια επιθυμία, πρέπει να εξελιχθεί σε απόφαση και σταθερή επιδίωξη. Όταν η καρδιά πει· “Με κάθε τρόπο και κάθε θυσία θ’ αποκτήσω το τάδε πράγμα ή θα εκτελέσω το τάδε έργο”, ο άνθρωπος αρχίζει να καταστρώνει το σχέδιο για την εκπλήρωση της αποφάσεώς του. Εξετάζει τα μέσα, αναζητεί ευνοϊκές συνθήκες τόπου και χρόνου, παίρνει προληπτικά μέτρα για την υπέρβαση τυχόν εμποδίων και κάνει μια συνολική εκτίμηση της διαδικασίας που θ’ ακολουθήσει, για να πετύχει το σκοπό του. Μετά την κατάστρωσή του, τέλος, το σχέδιο πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή. Πρέπει ν’ αρχίσει η δράση, η προσπάθεια, ο αγώνας. Ν’ αρχίσει και να συνεχιστεί ως το τέλος με σταθερότητα, υπομονή και επιμέλεια.

Η όλη διαδικασία, όπως τη διαγράφω, μοιάζει, θα έλεγα, με την προετοιμασία ενός ξυλοκοπτικού μη­χανήματος, πριν αυτό τεθεί σε λειτουργία: Ο ατμοκινητήρας είναι έτοιμος, η ξυλεία τοποθετημένη κάτω απ’ το πριόνι, το καθετί στη θέση του. Για ν’ αρχίσει η κοπή, δεν απομένει παρά να βάλουμε μπροστά το μηχάνημα, να το κινητοποιήσουμε. Αυτή η κινητοποίηση είναι το αποτέλεσμα όλης της προηγούμενης προετοιμασίας και απ’ αυτήν εξαρτάται η επόμενη κρίσιμη πράξη, το ξεκίνημα της προσπάθειας. Το ξεκίνημα είναι, πρέπει να σου πω, το πιο δύσκολο βήμα. Μέχρι τη λήψη της αποφάσεως, η διαδικασία είναι εσωτερική. Μετά τη λήψη της αποφάσεως, πρέπει να συνεχιστεί εξωτερικά, να εκφραστεί με έργα, να εκδηλωθεί με αγώνα. Κάνε το πρώτο βήμα, και η ίδια η κατάσταση, που έχει διαμορφωθεί μέσα σου, θα σε παρακινήσει να συνεχίσεις την προσπάθεια. Αυτό είναι όλο!

Καταλαβαίνεις τώρα τι χρειάζεται να κάνεις ακόμα, ώστε η επιθυμία σου για μια ζωή πνευματική να μεταμορφωθεί σε πράξη. Αν θέλεις να εκπληρωθεί ο πόθος σου, μετάλλαξέ τον σε απόφαση, σε μια απόφαση όχι βιαστική και επιπόλαιη, αλλά προσεκτική, μελετημένη, σταθερή, συνειδητή και, πάνω απ’ όλα, αμετάκλητη. Ύστερα στρώσου στη δουλειά, ρίξου στον αγώνα. Η απόφαση θέλει περισυλλογή και προσευχή· το ξεκίνημα, με τη σειρά του, θέλει αποφασιστικότητα και η πρόοδος θέλει αγωνιστικότητα, υπομονή και σταθερότητα.

Ο Κύριος να σε ευλογήσει, ώστε, με τη βοήθειά του, να τα πραγματοποιήσεις όλα αυτά.

(Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής» -επιλογές-, Ι.Μ.Παρακλήτου)
πηγή

Η Γέννηση του Χριστού: Τοιχογραφία στην εκκλησία της Παναγίας της Ασίνου, στο χωριό Νικητάρι. 14ος αιώνας


Η εκκλησία της Παναγίας της Ασίνου βρίκεσται κτισμένη σε δασώδη περιοχή στους πρόποδες της οροσειράς του Τροόδους σε μικρή απόσταση νότια του χωριού Νικητάρι. Ανήκε στη Μονή των Φορβίων που πρέπει να βρισκόταν σε λειτουργία τουλάχιστο έως τον 17ο αιώνα.
Η εκκλησία είναι κατάγραφη σώζοντας τοιχογραφίες διάφορων εποχών. Κτήτορας της εκκλησίας είναι σύμφωνα με επιγραφή γύρω στο 1100 ο Νικηφόρος Μάγιστρος, αξιωματούχος της βυζαντινής διοίκησης, που εικονίζεται να προσφέρει το ομοίωμα της εκκλησίας στην Παναγία, ενώ μια άλλη επιγραφή αναφέρει πως στον Νικηφόρο οφείλεται επίσης η δαπάνη τοιχογράφησης της εκκλησίας στα 1105-1106. Η παράσταση της Γέννησης του Χριστού χρονολογείαται  στο τρίτο τέταρτο του 14ου αιώνα.
Ο βοσκός παίζει αυλό ενώ έχει δίπλα του σκουμπισμένο στα βράχια το «ωκυπόδιον» (κυπριακός ποιμενικός ράβδος) που έχει μετάλλινο άγκιστρο και ξύλινο στέλεχος. Περασμένο σ’ αυτό φαίνεται το υφαντό ταγάρι.
Η Μαία με υφαντό περίτεχνο καφαλόδεσμο κάθεται σε ξυλόγλυπτο «σκαμνίον» και κόκκινο μαξιλάρι. Η κολυμβήθρα φαίνεται να είναι χάλκινη με ψηλό πόδι και σφυρήλατο διάκοσμο.
Άγγελοι δεόμενοι υμνούν τον γεννηθέντα Θεό.
«Και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκάς 2,7).

Συναξαριστής της 15ης Δεκεμβρίου


Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος Ἱερομάρτυρας

 


Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος γεννήθηκε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔζησε τὸ 2ο αἰῶνα μ.Χ. Τότε αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Κόμμοδος καὶ ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος. Ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ἀνατράφηκε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη καὶ φιλάνθρωπη μητέρα του, Ἀνθία. Διακαὴς πόθος τῆς Ἀνθίας, ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ῥώμη, ποὺ τὰ χώματά της εἶχαν βαφεῖ μὲ τὸ αἷμα τῶν Ἀποστόλων, Πέτρου καὶ Παύλου.

Κάποτε λοιπόν, ἀποφάσισε καὶ πῆγε. Μαζὶ πῆρε καὶ τὸ νεαρὸ γιό της Ἐλευθέριο. Ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης, ὅταν εἶδε τὸν Ἐλευθέριο, ἐκτιμῶντας τὴν πολλὴ νοημοσύνη του, τὴν θερμὴ πίστη καὶ τὸ ἁγνὸ ἦθος του, τὸν ἔλαβε ὑπὸ τὴν προστασίαν του.

Μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια τὸν χειροτόνησε διάκονο καὶ ἔπειτα ἱερέα. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Ἐλευθέριος ἀγωνίστηκε μὲ ζῆλο γιὰ τὴν διδαχὴ τοῦ ποιμνίου καὶ σὲ ἔργα φιλανθρωπίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἔτος 182 μ.Χ., μὲ κοινὴ ψῆφο κλήρου καὶ λαοῦ, ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ῥώμης.

Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του ἔφθασε μέχρι τὴ Βρετανία. Ἔτσι, ὁ βασιλιὰς αὐτῆς Λούκιος, ἔγραψε ἐπιστολὴ στὸν Ἐλευθέριο καὶ τοῦ δήλωνε ὅτι αὐτὸς καὶ ὁ λαός του ἐπιθυμοῦσαν νὰ γίνουν χριστιανοί. Ὁ Ἐλευθέριος ἀμέσως ἀνταποκρίθηκε, στέλνοντας δυὸ ἐκπαιδευμένους στὴν πίστη ἄνδρες, ποὺ κατήχησαν καὶ βάπτισαν χριστιανοὺς τὸ Λούκιο μὲ τὸ λαό του.

Ὅταν ὁ Σεπτίμιος Σεβῆρος ἐξήγειρε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἐλευθέριος τὸν ἤλεγξε θαῤῥαλέα. Τότε διατάχθηκε ὁ μαρτυρικὸς θάνατός του, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἀνθία. Ἔτσι ὁ Ἐλευθέριος πέρασε «εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ στὴν ἐλευθερία τῆς ἔνδοξης κατάστασης τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἐλευθέριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἱερέων ποδήρει κατακοσμούμενος, καὶ αἱμάτων τοῖς ῥείθροις ἐπισταζόμενος, τῷ Δεσπότῃ σου Χριστῷ μάκαρ ἀνέδραμες, Ἐλευθέριε σοφέ, καθαιρέτα τοῦ Σατᾶν. Διὸ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν πίστει τιμώντων, τὴν μακαρίαν σου ἄθλησιν.

Κοντάκιον 
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς καλλονὴν τῶν ἱερέων Ὅσιε, καὶ προτροπὴν τῶν Ἀθλοφόρων ἅπαντες, εὐφημοῦμεν καὶ αἰτοῦμέν σε, Ἱερομάρτυς Ἐλευθέριε· Τοὺς πόθῳ σου τὴν μνὴμην ἑορτάζοντας, κινδύνων πολυτρόπων ἐλευθέρωσον, πρεσβεύων ἀπαύστως, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ὁ Οἶκος 
Ἔπιδε εὔσπλαγχνε Ζωοδότα, ὡς φιλάνθρωπος μόνος καὶ οἰκτίρμων Θεός, τὴν τῆς ψυχῆς μου σκοτόμαιναν, καὶ πανσθενεῖ δεξιᾷ σου Λόγε, τῶν παθῶν ἐλευθέρωσον τῆς αἰσχύνης, ὅπως τὸν σὸν Ἱεράρχην ὑμνήσω Ἐλευθέριον· αὐτὸς γὰρ ὄντως ἐκ μήτρας ἐγνωρίσθη σοι, καὶ καθηγίασται, καὶ ἀνετέθη σοι, ὡς Σαμουήλ, ἀπὸ μητρὸς ἱερᾶς σοι τῷ Κτίσαντι, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κάθισμα 
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἐλεύθερον τὸν νοῦν, ἐκ παθῶν κεκτημένος, ἐγένου τοῦ Θεοῦ, γνησιώτατος δοῦλος, καὶ πλάνης ἠλευθέρωσας, τοὺς καλῶς σοι ποθήσαντας, ἐναθλήσας δέ, ὡς ἱερεύς τε καὶ Μάρτυς, Ἐλευθέριε, διπλοῦν ἐδέξω τὸ στέφος, πρεσβεύων σωθῆναι ἡμᾶς.

 
Ἡ Ἁγία Ἀνθία

 


Πρόκειται γιὰ τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου, ποὺ ὅταν ἀγκάλιασε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ γιοῦ της, οἱ δήμιοι ἀποκεφάλισαν καὶ αὐτή.

 
Ὁ Ἅγιος Κορέμων ὁ ἔπαρχος

Αὐτὸς ἦταν ἔπαρχος Ῥώμης στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἀδριανοῦ (117-138). Ἦταν παρὼν στὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου καὶ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου πίστεψε στὸν Χριστό, τὸν ὁμολόγησε καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἀποκεφάλισαν.

 
Οἱ Ἅγιοι Δύο δήμιοι

Μαρτύρησαν καὶ αὐτοὶ στὴ Ῥώμη ἐπὶ Ἀδριανοῦ (117-138). Πίστεψαν στὸ Χριστὸ ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου καὶ ἀποκεφαλίστηκαν.

 
Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος ὁ Κουβικουλάριος

Ἐπίσημος Κωνσταντινουπολίτης, συγκλητικὸς στὸ ἀξίωμα, ποὺ ἀνατράφηκε καὶ μορφώθηκε μέσα στὰ ἀνάκτορα. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρουν, ὅτι τὸ ἀποκορύφωμα τῆς δόξας τοῦ Ἐλευθερίου ἦταν στὴν ἐποχὴ τοῦ Μαξιμιανοῦ (286-305), μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε φιλία, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν φαίνεται πιθανό.

Ὁ Ἐλευθέριος θέλησε νὰ γίνει χριστιανὸς καὶ προφασιζόμενος λόγους ὑγείας, ἀπομακρύνθηκε τῶν αὐλικῶν θορύβων καὶ ἐγκαταστάθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὸ Σαγγάριο ποταμό, ὅπου ἔκτισε ὑπόγειο εὐκτήριο οἶκο. Ἐκεῖ βαπτίσθηκε καὶ κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων μυστηρίων.

Ὅταν ὁ βασιλιὰς ἔμαθε γι᾿ αὐτόν, πῆγε στὸν τόπο αὐτό, τὸν ἀνακάλυψε καὶ προσπάθησε μὲ πολλοὺς τρόπους νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν εἰδωλολατρία, πρᾶγμα ποὺ δὲν τὸ κατάφερε καὶ ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισε.

 
Ἡ Ἁγία Σωσάννα ἡ Ὁσιομάρτυς

Γυναῖκα μὲ μεγάλη καὶ ἁγία ἀποφασιστικότητα ἡ Σωσάννα, ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα. Γεννήθηκε στὴν Παλαιστίνη ἀπὸ πατέρα εἰδωλολάτρη ἱερέα τὸν Ἀρτέμιο καὶ μητέρα Ἰουδαία τὴν Μάρθα. Ἡ ἴδια ὅμως, ἀπὸ εὐσεβεῖς γυναῖκες γνώρισε τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ κρυφὰ βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Σιλουανό.

Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων της, ἡ ἐπικοινωνία της μὲ τοὺς χριστιανοὺς ἔγινε φανερή. Αὐτὸ ἐξόργισε τόσο πολύ τους εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς Ἑβραίους, ὥστε ἔφτασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἑνωθοῦν μὲ σχέδιο νὰ τὴν σκοτώσουν. Ὁ ἐπίσκοπος τὸ πληροφορήθηκε καὶ ἐπειδὴ ἡ μανία τους μποροῦσε νὰ ἐπεκταθεῖ καὶ κατὰ τῶν ἄλλων χριστιανῶν, σκεφτόταν τί μποροῦσε νὰ κάνει γιὰ νὰ ἀποτρέψει τὸν κίνδυνο.

Τὴ λύση ὅμως, ἔδωσε ἡ ἴδια ἡ Σωσάννα. Διαμοίρασε ὅλη της τὴν περιουσία στοὺς φτωχούς, ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἐγκατάλειψε τὰ Ἱεροσόλυμα. Στὸ δρόμο πρὸς τὴν ἔρημο συνάντησε ἀναχωρητήριο εὐσεβῶν ἀνδρῶν, στὸ ὁποῖο καὶ ζήτησε καταφυγή.

Λέγεται μάλιστα, ὅτι ἐκεῖ μετονομάστηκε σὲ Ἰωάννης καὶ ἀσκήτεψε εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια. Ἀργότερα πῆγε στὴν Ἐλευθερούπολη, ἀφοῦ ἔβαλε πάλι τὴν γυναικεία της στολή. Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἡ Σωσάννα ἐξακολούθησε φανερὰ νὰ λατρεύει καὶ νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό.

Συνελήφθη γι᾿ αὐτὸ καὶ καταδικάστηκε μαζὶ μὲ ἄλλους σὲ θάνατο. Καὶ ἐκείνους μὲν ἀποκεφάλισαν, αὐτὴ δὲ ῥίχτηκε στὴ φωτιά, μέσα στὴν ὁποία καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή της.

(Ἡ μνήμη της, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, τοποθετεῖται καὶ τὴν 19η Σεπτεμβρίου).

 
Ὁ Ἅγιος Βάκχος ὁ Νέος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν Βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780-797). Ἦταν γιὸς γονέων χριστιανῶν, ἀλλὰ ὁ πατέρας του ἀρνήθηκε τὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔγινε μωαμεθανός.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς γιούς του ὅμως ὁ Δαχάκ, θέλησε νὰ ἐπανέλθει στὸν χριστιανισμό, παρακινῶντας καὶ τὴν εὐσεβὴ μητέρα του καὶ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὅπου βαπτίσθηκε καὶ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βάκχος.

Ἀλλ᾿ ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, φοβούμενος τυχῶν ἐκδίκηση τῶν Τούρκων, ἔδιωξε τὸν Βάκχο ἀπὸ τὴν Μονή. Στὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Ἅγιος βρῆκε τὴν μητέρα καὶ τὰ ἀδέλφια του, ποὺ ἐπανέφερε στὴ Χριστιανικὴ πίστη, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν κατάγγειλε στοὺς Τούρκους.

Οἱ Τοῦρκοι ἀμέσως συνέλαβαν τὸν Βάκχο καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ὁ Ἅγιος, μπροστὰ σ᾿ ὅλους τοὺς παρευρισκόμενους μωαμεθανούς, ὁμολόγησε τὴν χριστιανική του πίστη καὶ ἔτσι ἀποκεφαλίστηκε.

 
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Νέος ποὺ ἀσκήτευε στὸ Λάτριο ὄρος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἐλαία, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Πέργαμο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀντίοχο καὶ τὴν Εὐδοκία, οἱ ὁποῖοι νωρὶς πέθαναν καὶ ἄφησαν τὸν Παῦλο ὀρφανὸ καὶ ἀπροστάτευτο.

Ἔτσι ὁ Παῦλος ἀναγκάστηκε νὰ βόσκει χοίρους γιὰ νὰ ζήσει. Ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός του Βασίλειος, ποὺ ἀσκήτευε στὸ ὄρος Λάτρος (Δυτικὴ Μ. Ἀσία, κοντὰ στὴν ἀρχαία Μίλητο), ἔμαθε τὴν κατάσταση τοῦ Παύλου καὶ ἔστειλε κάποιο μοναχὸ νὰ τὸν βρεῖ καὶ νὰ τὸν φέρει στὴ Μονή.

Στὴν ἀρχὴ οἱ χωρικοὶ ἀρνήθηκαν νὰ δώσουν τὸν ὀρφανό, ἀλλὰ ὁ ἀδελφός του τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν ἀσκητὴ Πέτρο σὰ μαθητευόμενο. Κοντὰ στὸν Πέτρο, ὁ Παῦλος διδάχτηκε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ τόσο πολὺ διακρίθηκε σ᾿ αὐτή, ὥστε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πέτρου οἱ μοναχοὶ τὸν κάλεσαν στὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς.

Αὐτὸς ὅμως δὲν δέχτηκε καὶ ἔφυγε πιὸ μέσα στὸ βουνὸ καὶ ζοῦσε μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔπειτα κατέβηκε στὰ κάτω μέρη τοῦ βουνοῦ καὶ ἔκτισε ὡραῖο ναὸ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὅπου καὶ παρέμεινε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ ἔκανε καὶ πολλὰ θαύματα.

Μερικοὶ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα τὸ 896.

 
Μνήμη Χειροτονίας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Αὐτὴν τὴν ἡμέρα, μὲ κοινὴ γνώμη κλήρου, βασιλέων καὶ λαοῦ, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χειροτονήθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (15 Δεκεμβρίου 397 μ.Χ.).

 
Ὁ Ἅγιος Στέφανος Ἀρχιεπίσκοπος Σουρόζας 


Ρῶσος

 

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ Ε.Ο.Μ. ( Ἐθνικός Ὀργανισμός Μεταμοσχεύσεων ) ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΟΥΜΕ ΔΩΡΗΤΕΣ ΟΡΓΑΝΩΝ.




( Ἔτσι ξεκινᾶ τό τυποποιημένο κείμενο τῆς δήλωσης πού κυκλοφορεῖ 
για συμπλήρωση ):
Μέ τομική μου εθύνη καί γνωρίζοντας τίς κυρώσεις πού προβλέπονται
πό τίς διατάξεις τς παρ. 6 το ρθρου 22 το Ν. 1599/1986, δηλώνω τι: 
σέ περίπτωση θανάτου δέν πιθυμ νά ληφθον τά ργανά μου πρός
 μεταμόσχευση.
(
Τήν τυποποιημένη δήλωση, θα βρεῖτε ἐδῶ: 
https://www.box.com/shared/04xh1frol5uk59d75b6d )
                           
( Ἀλλά πρέπει νά γίνουν δικές μας διασαφηνίσεις,
                                  διότι δέν μς καλύπτει κφραση:
                                            "σέ περίπτωση θανάτου",
ὁπότε συνεχίζουμε μέ τό παρακάτω δικό μας κείμενο ):

πίσης, δηλώνω τι: ετε εμαι νεκρός/ή, ετε σέ κμα, ετε μέ 
χαρακτηρισμένο "γκεφαλικό θάνατο" τόν ποον δέν δέχομαι 
πως καί πάρα πολλοί ξαίρετοι πιστήμονες, ετε εμαι μέ 
ποιονδήποτε τρόπο ναίσθητος/η, ετε γιής, ετε χω τίς ασθήσεις 
μου μερικς πλήρως καί γιά νά μήν ναφέρω ξεχωριστά λες 
τίς πιθανές περιπτώσεις, δέν πιθυμ 
ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΟΡΓΑΝΩΝ  ΜΟΥ Ή ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ 
ΑΛΛΟΥ ΜΕΡΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΙ ΠΟΤΕ.
πικυρωμένα φωτοαντίγραφα τς παρούσης δήλωσής μου θά διατεθον σέ 
δικηγόρους μου, συγγενες καί φίλους μου, προκειμένου νά εναι γνστες 
τς πιθυμίας μου καί γιά νά προστατευθον σέ περίπτωση θανάτου μου
 καί γιά πν νδεχόμενον τά δικαιώματά μου.

Καί τά λοιπά στοιχεα τς δήλωσης....


ΣΥΜΒΟΥΛΗ: Καλό θά ἦταν νά ἀποσταλεῖ μέ συστημένη πιστολή 
καί νά φυλάξει κάθε ποστολέας τό ποδεικτικό πληρωμς-ποστολς 
ἀπό τό κατάστημα τῶν ΕΛΤΑ στό ὁποῖο ἐξυπηρετήθηκε, ὥστε νά εἶναι 
κατοχυρωμένος πώς ἔστειλε στό Κράτος τήν δήλωσή του!


Ὁ Θεός μαζί μας.
Ἐστάλη μέσῳ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου.

Βίος Ἀπαρηγόρητος




Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ὡς παρεπίδημος τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Καὶ ἀκριβῶς, ἡ τραγικὴ ἐτούτη πραγματικότητα συνιστᾶ τὴν ριζική του ἔγνοια, τὸν ἀκοίμητο καημό του: ὅπως καὶ νὰ ζήσει, ὅσα κι ἂν δημιουργήσει, ὅλα μιὰ μέρα θὰ τὰ ἀφήσει γιὰ νὰ ξαναβυθισθεῖ στὸ χῶμα ἀπὸ ὅπου προῆλθε. Στὴν συγκλονιστική του, ὡστόσο, ἀπορία γιὰ ποιὸ σκοπὸ πλάσθηκε, γιὰ ποιὸ σκοπὸ ζεῖ καὶ ποιὸν σκοπὸ ὑπηρετεῖ ἀποχωρώντας ἀπὸ τὸν κόσμο, μόνο ἡ θρησκεία δίδει ὁλοκληρωτικὴ ἀπόκριση. Καὶ μόνο ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε πὼς τὸ ἔργο τῆς Δημιουργίας ἦταν καὶ παραμένει τὸ ἔργο Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μιᾶς Ἀγάπης ποὺ ὑπερβαίνει τὸ νοῦ, ποὺ συνιστᾶ τὸν μυστηριώδη ρυθμὸ τῆς ὕπαρξής μας ὡς Ἀνθρώπων.

Αὐτὸ τὸν ρυθμό, τὸν ἅγιο ρυθμό, συνέλαβε ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἡ Εὐρώπη βιώνοντας τὴν χριστιανοσύνη της μὲ τρόπους λατρευτικὰ ἐνθουσιαστικούς, διότι λειτούργησε μέσα στὸ πρόσταγμα τοῦ Μυστηρίου ποὺ ψυχώνει ὁλόκληρη τὴν Δημιουργία, καὶ τὸν Ἄνθρωπο τελικά. Μέσα στὸ πρόσταγμα τῆς διαδρομῆς, τῆς μετάβασης ἀπὸ τὸν κόσμο ἐτοῦτο τῶν αἰσθήσεων στὸν κόσμο τοῦ πνεύματος, τὸν ὑπεραισθητό, ποὺ συνιστᾶ τὸν ἀκήρατο κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὴ τὴν ἁγία προσδοκία ἡ Εὐρώπη ἄρχισε νὰ τὴν προσβάλει καὶ τελικά, νὰ τὴν ποδοπατάει, ἄλλοτε μὲ Σταυροφορίες, ἄλλοτε μὲ Ἱερὲς Ἐξετάσεις, καὶ στὸν περασμένο αἰώνα μὲ φριχτοὺς πολέμους χριστιανῶν κατὰ χριστιανῶν. Κι αἰφνίδια, ἔνιωσε ἡ Εὐρώπη νὰ χάνει τὴν ἀθάνατη, ἱερὴ πνοή της, εἶδε τὸν Ἄνθρωπο νὰ ἐξευτελίζεται, νὰ ποδοπατεῖται, νὰ ἐκμηδενίζεται, τὸν πολιτισμό της ὡς κανόνα συμπεριφορᾶς καὶ ζωῆς νὰ θρυμματίζεται καὶ νὰ ἀνακύπτει ἀπὸ τὰ φριχτὰ ἐρείπια τοῦ 20οῦ αἰώνα τὸ δυσπερίγραπτο σκιάχτρο τοῦ Μηδενισμοῦ. Αὐτοῦ τοῦ τραγικοῦ κενοῦ, ποὺ ἄδειασε τὸν Ἄνθρωπο, ἄδειασε τὴν ζωὴ καταντώντας τὴν ἀναιτιολόγητη, ἄδειασε τὸν πνευματικὸ πολιτισμό, ἄδειασε καὶ τὴν ἱστορία ὁλόκληρη. Καὶ οἱ πολίτες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ 21ου αἰώνα βιώνουν ἕναν βίο ἀναιτιολόγητο, ἀπαρηγόρητο, μιὰν ὕπαρξη πλασμένη τελικὰ γιὰ τὸν θάνατο, ὄχι γιὰ τὴν ζωή.

Καὶ τί ἀπόγινε ἡ ζωὴ χάνοντας τὸν ἱερό της σκοπὸ ποὺ τῆς ἐνέπνεε ὁ Θεός; Κατακλύστηκε ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀπὸ μηχανές, ἀπὸ διασκεδάσεις ποὺ ἐπιδιώκουν ν' ἀποσπάσουν ἀπὸ τὸν ἐρημωμένο Ἄνθρωπο τὴν τραγικὴ ἔγνοια τοῦ θανάτου του, ὡς ἀναπότρεπτου καθήκοντος τοῦ ὑπάρχειν. Ἡ ἀδιόρατη ἀλλὰ στυγνὴ καὶ τυραννικὴ συνωμοσία κατὰ τῆς Ἱερότητας τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ ὀνομάστηκε «καταναλωτικὴ κοινωνία» παλεύει νὰ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ τοῦ θνητοῦ ἀπὸ τὴν θνητότητά του, νὰ τὸν πείσει γιὰ τὴν μηδαμινότητά του καὶ γιὰ τὴν μηδενικότητα καὶ τοῦ κόσμου, καὶ τὴν δική του, νὰ ἐξανεμίσει τὴν ἱερότητα τοῦ προσώπου του καὶ νὰ ρίξει τὸν ἄνθρωπο στὰ ἀπορρίματα ἑνὸς αἰώνα ποὺ ἦλθε λατρεύοντας τὸν Μηδενισμό.

Μέσα σ' ἐτούτη τὴν ὀδυνηρὰ ἀσφυκτικὴ κατάσταση τοῦ νέου αἰώνα, εἶναι ἀνάγκη ζωῆς ἢ θανάτου νὰ ὀρθωθεῖ καὶ πάλι ἡ ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑψώνοντας καὶ πάλι τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀγάπης, νὰ ἐξορκίσει τὸ βασίλειο τῆς μηχανῆς, τὸν παροξυσμὸ τῆς κατανάλωσης, τὸ θράσος τοῦ μηδενισμοῦ ποὺ ἀπειλεῖ νὰ θρυμματίσει τὴν Δημιουργία τοῦ Θεοῦ —καὶ τὸν Ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ, ὡς Ὑπόμνημα Θεοῦ, ὡς ταξιδιώτη τοῦ κόσμου ἐτούτου, μὲ προορισμὸ νὰ ὑπερβεῖ τὰ ἐγκόσμια γιὰ νὰ ἐπιζήσει αἰώνια. Ὁ Ἄνθρωπος, τελικά, εἶναι ἕνα Μυστήριο, δὲν εἶναι ἕνας ἀριθμός. Καὶ μιὰ κοινωνία ποὺ μετρᾶ νυχθημερόν, κοινωνία ἀριθμηστική, ὑπηρετεῖ τὸν θάνατο. Ἂν ὅμως ὁ Ἄνθρωπος ὑπηρετεῖ μὲ τὸν λυσσαλέο καταναλωτισμὸ τὸν θάνατό του, τότε, ποιὸ νόημα δίδει στὴν ζωή του;

Ἰδοὺ πού, τελικά, ἀνακύπτει τὸ τραγικὸ αἴτημα νὰ νοηματισθεῖ καὶ πάλι ὁ Ἄνθρωπος, νὰ νοηματισθεῖ καὶ ὁ βίος του. Γιὰ νὰ νικηθεῖ, τελικά, ὁ Χρόνος ὁ τυραννικὸς μὲ τὴν Ἀνάσταση.
πηγή

Μιχαήλ Χούλης, Οι γονείς και τα “αδέλφια” του Ιησού


πηγή


Οι γονείς και τα “αδέλφια” του Ιησού
Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Το υποτιθέμενο πρόβλημα των αδελφών του Ιησού χρησιμοποιήθηκε και στην πρώιμη χριστιανική εποχή αλλά και από σύγχρονους ορθολογιστές για να υποστηρίξει την διαφορετικότητα μεταξύ του Θεού και του Ιησού. Αφού αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη ότι ο Ιησούς είχε αδέλφια, κοντολογίς έλεγαν και λέγουν, δεν ισχύει ότι ο Χριστός υπήρξε φυσικός Υιός του Θεού. Ήταν απλά γιος του Ιωσήφ και της Μαρίας, η οποία είχε και άλλα παιδιά. Ήταν σοφός, άγιος και υπάκουος στο Θεό, γι’ αυτό και τον ανακήρυξε ηθικά, και όχι οντολογικά, Υιόν Του (σύγχρονος Νεστοριανισμός). Σε πολλά σημεία όμως των Γραφών χρησιμοποιείται η λέξη “αδελφός” στη θέση στενής συγγένειας ή για να υποδηλώσει τη σχέση θείου-ανιψιού ή πεθερού-γαμπρού. Ο Αβραάμ π.χ. στο Γεν. 13,8 αποκαλεί τον ανιψιό του, τον Λωτ, “αδελφό”. Ο Ιακώβ, αν και είναι ανιψιός του Λάβαν, αποκαλείται απ’ αυτόν “αδελφός” του (Γεν. 29,15). Στο Α’ Παραλειπομένων 9,13 η λέξη “αδελφός” σημαίνει τον συγγενή. Στα καινοδιαθηκικά πάντως χωρία δεν υποστηρίζεται η άποψη ότι τα αδέλφια του Ιησού ήσαν και παιδιά της Μαριάμ, της Μητέρας Του. 

Η Καινή Διαθήκη αναφέρει βέβαια ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία είναι οι γονείς του Ιησού: «Να, ο πατέρας σου και εγώ με πόνο και στεναχώρια σε ζητούσαμε» (Λουκ. 2,48). Σε άλλα όμως σημεία ξεκάθαρα αναφέρεται στην εκ Πνεύματος Αγίου σύλληψή Του (Ματθ. 1,18-25). Η αντινομία αυτή είναι ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΗ. Εξηγείται εύκολα για όσους γνωρίζουν τους εβραϊκούς νόμους, ότι δηλαδή από τη στιγμή που ένας πατέρας αναγνώριζε νομικά κάποιο παιδί ως υιό ή θυγατέρα του εθεωρείτο αυτομάτως παιδί του. Έπειτα γνωρίζουμε ότι οι Ναζαρηνοί συμπατριώτες Του “έχασαν” από τα μάτια τους το παιδάκι Ιησούς (με τον Ιωσήφ και τη Μαριάμ) στην ηλικία ίσως του ενός έτους, όταν μετακινήθηκαν στην Αίγυπτο εξ’ αιτίας του φθόνου του Ηρώδη. Και τον ξαναείδαν στη ηλικία ίσως των έξι ή επτά ετών, όταν επέστρεψε από την εξορία ((Ματθ. 2, 14-23). Εύλογο ήταν λοιπόν να σκεφθούν ότι πρόκειται για τους κατά σάρκα γονείς Του και ότι ήταν φυσικό μέλος της πολυπληθούς τους οικογένειας. Δεν μπορούσαν ούτε να φανταστούν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου, το οποίο απεκάλυψε ο Χριστός αργότερα και σταδιακά. Όταν επομένως άρχισε να κηρύττει ο Ιησούς και να παρουσιάζει τη μεσσιανική Του φύση απόρησαν και έλεγαν: «Από πού απέκτησε αυτός τη σοφία τούτη και αυτές τις θαυματουργικές δυνάμεις; Αυτός δεν είναι ο γιός του ξυλουργού; Η μητέρα του δε λέγεται Μαριάμ και οι αδελφοί του Ιάκωβος, Ιωσής, Σίμων και Ιούδας; Και οι αδελφές Του δεν μένουν όλες στον τόπο μας; Από πού λοιπόν τα κατέχει όλα αυτά;» (Ματθ. 13,54-56). Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε ότι μετά τη γέννηση του θείου βρέφους η Θεοτόκος ονομάζεται «μητέρα του παιδίου» και στον Ιωσήφ ο άγγελος λέγει: «Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του (όχι τη γυναίκα και το παιδί σου) και φύγε στην Αίγυπτο» (Ματθ. 2,13). Ακόμη, όταν οι μάγοι έφτασαν για να προσκυνήσουν τον τεχθέντα Υιό του Θεού, είδαν στην οικία «το παιδί μαζί με τη Μαρία τη μητέρα του» (Ματθ. 2,10-11). Και πάλι εδώ δεν αναφέρεται ο Ιωσήφ σαν πατέρας φυσικός, διότι βέβαια δεν ήταν.     
Η αμφισβήτηση για την ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΙΑ της Θεοτόκου δεν σταματά βέβαια εδώ. Στο κείμενο του Ματθαίου αναφέρεται πως ο Ιωσήφ «δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της. Μέχρις ότου γέννησε το γιο της τον πρωτότοκο και τον ονόμασε Ιησού» (Ματθ. 1,25). Αυτό άραγε σημαίνει πως είχαν συζυγικές σχέσεις μετά; Και πάλι όχι, για όσους γνωρίζουν τον εβραϊκό τρόπο σκέψης. Η φράση “έως ου” (μέχρις ότου) αποδίδεται συνήθως στην Αγία Γραφή ως μια κατάσταση σταθερή και αναλλοίωτη, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΤΟ ΜΕΤΑ από αυτήν διάστημα. Αναφέρεται π.χ. για τον τυφλό που είδε το φως του μετά από θαύμα του Χριστού το εξής: «Οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, έως ότου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν…» (Ιω. 9,18). Όποιος συνεχίσει την ανάγνωση του κειμένου θα δει ότι ούτε και μετά τη μαρτυρία των γονέων του τυφλού πίστεψαν οι Ιουδαίοι πως ήταν πρωτύτερα τυφλός. Το “έως ότου” δείχνει επομένως εδώ μια διαιωνιζόμενη κατάσταση. Στο Γεν. 8,5 διαβάζουμε για τα ύδατα του Κατακλυσμού ότι «λιγόστεψαν έως τον δέκατο μήνα». Αυτό δεν σημαίνει ότι αυξήθηκαν και πάλι μετά. Συνέχισαν να ελαττώνονται. Όταν ο Νώε ελευθέρωσε ένα κοράκι για να διαπιστώσει τη στάθμη των νερών, αυτό πήγαινε και ερχόταν “εωσού” ξεράθηκαν τα νερά (Γεν. 8,7). Το κοράκι όμως δεν επέστρεψε ποτέ πίσω. Άρα το “μέχρις ότου” σημαίνει εδώ ότι μας ενδιαφέρει τι έκανε το πτηνό μέχρι να ξεραθούν τα νερά. Όχι τι έγινε μετά. Για το Θεό αναφέρει η Γραφή ότι θα ανατείλει την ειρήνη και τη δικαιοσύνη Του μέχρις ότου εξαφανιστεί η σελήνη (Ψλμ. 71,7). Θέλει να δηλώσει τη πλήρη επικράτηση της βασιλείας Του, όχι ότι θα έχει τέλος κάποτε η δικαιοσύνη και η ειρήνη Του. Επίσης στο Β΄ Βασιλ. αναφέρεται ότι «η Μελχόλ, η κόρη του Σαούλ, δεν γέννησε μέχρις ότου πέθανε» (6,22). Φυσικά δεν γέννησε ούτε και μετά τον θάνατόν της.      
Και η λέξη ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ, και πάλι στο Ματθ. 1,25; Δεν υπονοεί ότι απέκτησαν μετά και άλλα παιδιά ο Ιωσήφ και η Θεοτόκος; ρωτούν κάποιοι. Και πάλι όχι! Διότι σε πολλά σημεία των Γραφών η λέξη “πρωτότοκος” σημαίνει τον αγαπητό ή τον εκλεκτό σε μια σχέση: «Τάδε λέγει Κύριος, Υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ» (Εξ. 4,22). Δηλώνει εδώ εκλεκτή σχέση του Ισραήλ με το Θεό. Ο απ. Παύλος για τον Χριστό λέγει: «Όταν πάλι εισαγάγει τον πρωτότοκο στην οικουμένη» (Εβρ. 1,6). Δεδομένου ότι στην Καινή Διαθήκη ο Χριστός ονομάζεται άλλοτε “μονογενής Υιός από τον Πατέρα” (Ιω. 1,14) και άλλοτε “πρωτότοκος” δεν θα υπήρχε αντίφαση; Με μια πρόχειρη ματιά βέβαια θα έλεγε κάποιος ότι ο Χριστός είναι ή πρωτότοκος ή μονογενής, ότι δηλαδή το ένα αποκλείει το άλλο. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο στην εβραϊκή θεολογία, αφού συχνά έχει εκεί η λέξη “πρωτότοκος” την έννοια του αγαπητού, του ξεχωριστού, του μοναδικού. Άλλωστε και ο Αδάμ και η Εύα αποκαλούνται στη Π.Δ. “πρωτόπλαστοι”, αν και δεν επακολούθησε η άμεση δημιουργία από τον Θεό άλλων ανθρώπων (Σοφ. Σολ. 7,1/10,1). Σε άλλα σημεία το “Πρώτος” έχει την έννοια του “Μόνος”, όπως στον προφήτη Ησαΐα: «Εγώ πρώτος και εγώ μετά ταύτα. Πλην εμού ουκ έστιν Θεός» (44,6). Εδώ βλέπουμε τη μοναδικότητα του Θεού, διότι δεν υπάρχει Θεός εκτός αυτού.
Ποια είναι επομένως η έννοια των “αδελφών” του Ιησού, αφού δεν ήσαν κατά σάρκα αδέλφια Του;  Πρόκειται είτε για ξαδέλφια του Ιησού (θεωρία αγίου Ιερωνύμου) είτε για θετούς αδελφούς του Ιησού ως τέκνα του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του (θεωρία αγίου Επιφανίου και Ωριγένους). Από Ορθόδοξη άποψη γίνεται δεκτή η υπόθεση των θετών αδελφών του Ιησού: Ιάκωβος, Ιωσής, Ιούδας και Συμεών. Οι “αδελφές” Του, στις διηγήσεις των ευαγγελιστών Ματθαίου και Μάρκου, δεν αναφέρονται ονομαστικά, πλην όμως δεν πρέπει να ήσαν κάτω των τριών (Ματθ. 13,56). Γνωρίζουμε για τους αδελφούς Του πως μέχρι την ανάσταση του Κυρίου δεν πίστευαν σ’ Αυτόν. Μετά πίστεψαν στη θεότητά Του και την αποστολή Του και μάλιστα ο Ιάκωβος και ο Ιούδας έγραψαν και τις ομώνυμες επιστολές που σώζονται στην Καινή Διαθήκη ανάμεσα στις υπόλοιπες Καθολικές Επιστολές. Επιπλέον, ο Ιάκωβος υπήρξε και ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων και προήδρευσε και στην Αποστολική Σύνοδο το 49 μ.Χ. Στον δε προτεσταντικό χώρο επικρατεί αντίθετα η αυθαίρετη εκδοχή των αδελφών του Ιησού ως τέκνα δήθεν της Θεοτόκου μετά την γέννηση του Ιησού. Όμως: (α) ενώ ο Ιούδας, Ιάκωβος, Ιωσής και Σίμων λέγονται αδελφοί του Ιησού, ποτέ δεν αναφέρονται και ως υιοί της Θεοτόκου, όπως λέγεται ο Ιησούς, (β) Η αγία οικογένεια εμφανίζεται μέχρι το 12ο έτος του Ιησού να αποτελείται από τρία και μόνο πρόσωπα, ήτοι την Μαριάμ, τον Ιωσήφ και τον Ιησού (Λουκ. 2,48), και (γ) αν υποθετικά είχε η Θεοτόκος και άλλα παιδιά εκτός του Ιησού, δεν θα αναλάμβαναν αυτά τη μητέρα τους μετά το σταυρικό θάνατο του Χριστού, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής; Γιατί ο Χριστός, λίγο πριν ξεψυχήσει, ανέθεσε την προστασία της μητέρας Του στον ευαγγελιστή Ιωάννη και όχι στην πολυπληθή οικογένειά Tου, αφού, τουλάχιστον ο Ιάκωβος και ο Ιούδας, ήσαν ευλαβείς και πιστοί Ιουδαίοι;     
Πώς ο Ιησούς όμως παρουσιάστηκε αίφνης, όταν ενηλικιώθηκε, ως προφήτης και διδάσκαλος στην Παλαιστίνη, τη στιγμή που εξασκούσε πρωτύτερα μαζί με τον Ιωσήφ το επάγγελμα του ξυλουργού και δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερα σπουδάσει;  Περί αυτού αναφέρουμε τα εξής: Ο Χριστός για 18 χρόνια έκρυβε την θεϊκή Του ιδιότητα μεταξύ του επαγγέλματός Του και της Συναγωγής. Σίγουρα έλαβε σχετική θρησκευτική μόρφωση, γραφή και ανάγνωση όπως συνέβαινε και με τα άλλα παιδιά της Ναζαρέτ. «Το παιδίον Ιησούς», ανατραφείς και ως πλήρης άνθρωπος –δεν ήτο μόνο Θεός αλλά και πλήρης άνθρωπος- διάβαζε την Παλαιά Διαθήκη καθημερινά και την είχε αποστηθίσει. Ωστόσο, από τα 12 του χρόνια μέχρι τα 30 που ανέλαβε την μεσσιανική Του αποστολή, δεν ξεχώριζε μέσα στην απλή και καθημερινή ζωή του τόπου του, και μάλιστα εργαζόταν στη Ναζαρέτ, στο ξυλουργείο του γέροντα Ιωσήφ. Όταν όμως ήλθε το “πλήρωμα του χρόνου”, για να φανερώσει τον εαυτόν Tου στους ανθρώπους ξεκίνησε τη διδασκαλία και τη θαυματουργία Tου, που όμοιές τους δεν είχε ξαναδεί η ανθρωπότητα. Μάλιστα, όλοι απορούσαν και έλεγαν ότι τέτοια πράγματα δεν έχουν δει να συμβαίνουν ξανά. Διότι επρόκειτο πράγματι για τον θείο αλιέα της οικουμένης, τον σαγηνευτή των ανθρωπίνων ψυχών και τον Θεό που επιθύμησε το πλάσμα Του και επισκέφθηκε το λαό Του για να ενωθεί μαζί του. Για να του ενσταλάξει άκτιστες ακτίνες αιωνίου ζωής, οι οποίες, και μέσω στη συνέχεια της Εκκλησίας Του, της προσευχής και της Λατρείας, αγιάζουν και λυτρώνουν κάθε ταπεινό, πιστό και μετανοούντα άνθρωπο.
1. Αποστολικής Διακονίας, «Η Καινή Διαθήκη», έκδ. Θ΄, Αθ. 2009
2. Αποστολικής Διακονίας, «Η Παλαιά Διαθήκη», Αθ. 1981
3. Βικιπαίδεια, άρθρο «Ιησούς Χριστός – Ιστορικότητα»
4. Γιαννακοπούλου Ιωήλ, «Η Ζωή του Χριστού», Καλαμάτα, έκδ. 2η
5. Ιωαννίδου Βασιλ., «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», Αθ. 1960
6. Νευράκη Νικολάου, «Ο Χριστός και o Καινούριος Κόσμος του Θεού», Αθ. 1989

ΓΙΑΤΙ ΠΑΡΘΕΝΙΚΗ ΓΕΝΝΗΣΗ; - Επίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ


Στην Καινή Διαθήκη διατυπώνεται με σαφήνεια ότι η Μητέρα του Ιησού  Χριστού ήταν παρθένος (Ματθ.1:18,23,25). Ο Κύριός μας έχει έναν αιώνιο ουράνιο Πατέρα, αλλά όχι πατέρα επίγειο. Γεννήθηκε έξω από τον χρόνο από τον Πατέρα δίχως μητέρα' και γεννήθηκε μέσα στο χρόνο από τη Μητέρα του δίχως πατέρα. Αυτή η πεποίθηση στην Παρθενική Γέννηση όμως δεν μειώνει καθόλου την πληρότητα της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Αν και η μητέρα ήταν Παρθένος, έγινε μια πραγματική ανθρώπινη γέννηση ενός γνήσια ανθρώπινου βρέφους.
Όμως γιατί -ρωτάμε- η γέννησή του σαν ανθρώπου θάπρεπε νάχει πάρει αυτή την ιδιαίτερη μορφή; Σ' αυτό ίσως θα μπορούσε να δοθεί ως απάντηση το ότι η Παρθενία της μητέρας εξυπηρετεί σαν ένα ´´Σημείο´´ της μοναδικότητας του Υιού. Πρώτο, το γεγονός ότι ο Χριστός δεν έχει επίγειο πατέρα σημαίνει ότι είναι στραμμένος πάντα πέρ' απ' την κατάστασή του μέσα στο χώρο και στον χρόνο προς την ουράνια και αιώνια προέλευσή του. Το παιδί της Μαρίας είναι αληθινά άνθρωπος' είναι μέσα στην ιστορία αλλά είναι και πέρα απ' την ιστορία. Η γέννησή του από μία παρθένο τονίζει το ότι αν και περιχωρούμενος είναι επίσης υπερβατικός αν και τέλειος άνθρωπος είναι και τέλειος Θεός.
Δεύτερο, το γεγονός ότι η Μητέρα του Χριστού ήταν Παρθένος δείχνει ότι η γέννησή του πρέπει ν' αποδοθεί με μοναδικό τρόπο σε θεία πρωτοβουλία. Αν και είναι τέλειος άνθρωπος, η γέννησή του δεν ήταν το αποτέλεσμα της σεξουαλικής ένωσης ανάμεσα σ' έναν άντρα και μια γυναίκα, αλλά ήταν μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο το άμεσο του Θεού. Τρίτο, η γέννηση του Χριστού από μια παρθένο υπογραμμίζει ότι η Ενσάρκωση δεν έχει καμιά σχέση με τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου. Όταν γεννιέται ένα παιδί από δυό ανθρώπινους γονείς με το συνηθισμένο τρόπο, αρχίζει να υφίσταται μια καινούργια ύπαρξη. Αλλά το πρόσωπο του ενσαρκωμένου Χριστού δεν είναι άλλο από το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Επομένως, στη γέννηση του Χριστού δεν άρχισε να υφίσταται ένα νέο πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο του Υιού του Θεού που προϋπήρχε άρχισε τώρα να ζει όχι μόνο με θεϊκό αλλά και με ανθρώπινο τρόπο ύπαρξης. Έτσι η Παρθενική Γέννηση αντανακλά την αιώνια προΰπαρξη του Χριστού.
Επειδή το πρόσωπο του ενσαρκωμένου Χριστού ταυτίζεται με το πρόσωπο του Λόγου, η Παρθένος Μαρία δίκαια μπορεί να πάρει τον τίτλο Θεοτόκος. Είναι μητέρα όχι ενός ανθρώπινου γιού που έχει ενωθεί με τον θείο Υιό, αλλ' ενός ανθρώπινου γιού που είναι ο μονογενής Υιός του Θεού. Ο γιός της Μαρίας είναι το ίδιο πρόσωπο με το θείο Υιό του Θεού' κι έτσι, χάρη στην ενσάρκωση, η Μαρία είναι πραγματικά «Μητέρα του Θεού».

(Επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Γουέαρ:  «Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΔΡΟΜΟΣ»  σσ.89-91)
Για την αντιγραφή
π. Παναγιώτης Ρόδης

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...