Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 01, 2013

Ομιλία εις την τέταρτη Κυριακή μετά το Πάσχα – Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Ευαγγέλιο: Ιωάν. δ' 5-42)

Ανθρωπε! Αν εξακολουθείς να πιστεύεις πως η σω­ματική τροφή και το ποτό είναι ικανά να θρέψουν και να ξεδιψάσουν την ψυχή σου, θα βρεθείς στο επίπεδο όπου βρίσκονται τα οικόσιτα ζώα και τα άγρια κτήνη. Αν κατόρθωσες να ξεπεράσεις το επίπεδο αυτό κι ελπί­ζεις πως η ψυχή σου μπορεί να τραφεί και ν' αναζωο­γονηθεί από την ανθρώπινη σοφία και το εγκόσμιο κάλ­λος, τότε θα βρεθείς στο επίπεδο εκείνων που έχουν απο­κτήσει ημι-εμπειρία, ημι-ανάπτυξη. Η πρώτη σκέψη είναι ανόητη, η δεύτερη (η ελπίδα) είναι στείρα. Στο δεύτερο αυτό επίπεδο ακούς τα βογγητά και τις κραυ­γές του διψασμένου κόσμου και νομίζεις πως είναι τρα­γούδια κι ευωχίες, μια προσπάθεια να ξεδιψάσει κανείς με τη δίψα των άλλων. Αν ξεπέρασες το επίπεδο αυτό κι ένιωσες μια ανέκφραστη δίψα, που καμιά πηγή στον κόσμο δε θα μπορούσε να τη σβήσει - που δε θα μπο­ρούσε ούτε κι ολόκληρος ωκεανός να τη σβήσει - τότε έχεις αποκτήσει πραγματική εμπειρία, είσαι άνθρωποςαληθινός. Μόνο όταν βρεθείς στο επίπεδο αυτό της ακό­ρεστης πνευματικής δίψας, της δίψας εκείνης που ένιω­σε κι ο Δαβίδ, θα κατανοήσεις με πληρότητα το σημε­ρινό ευαγγέλιο.
***

«Έρχεται ουν εις πόλιν της Σαμαρείας την λεγομένην Συχάρ, πλησίον του χωρίου ο έδωκεν Ια­κώβ Ιωσήφ τω υιώ αυτού» (Ιωάν. δ’, 5). Η πε­ριοχή ολόκληρη από την Ιουδαία μέχρι τη Γαλιλαία ονομάζεται Σαμάρεια. Το όνομά της το έλαβε από το βουνό Σαμάρεια. Ο δρόμος από την Ιερουσαλήμ προς τη Γαλιλαία εξακολουθεί να περνάει από τη Συχάρ (τη σημερινή Ασκάρ). Εκεί είναι ένα κομμάτι γης που το είχε αγοράσει ο Ιακώβ από τους γιους του Εμώρ κι έχτισε εκεί ένα θυσιαστήριο, που το ονόμασε «Θεός του Ισραήλ» (Γεν. λγ’, 19-20). Αργότερα ο Ιακώβ δώρησε τη γη αυτή στο γιο του Ιωσήφ.

«Ην δε εκεί πηγή του Ιακώβ, ο ουν Ιησούς κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας εκαθέζετο ούτως επί τη πηγή· ώρα ην ωσεί έκτη» (Ιωάν. δ’, 6). Η πηγή αυτή είχε το όνομα του Ιακώβ είτε επειδή ο προπάτοράς μας Ια­κώβ είχε κατοικήσει κοντά στο πηγάδι αυτό μαζί με τα κοπάδια του είτε επειδή το πηγάδι αυτό το έφτιαξε ο ίδιος. Κουρασμένος από τον απόκρημνο και ανηφορικό δρόμο από την Ιερουσαλήμ ως εκεί, ο Κύριος κάθησε δίπλα στο πηγάδι για να ξεκουραστεί. Η έκτη ώρα, όπως τη μετρούσαν στην Ανατολή, ήταν η μεσημβρία. Ο Κύριος έφτασε εκεί την ώρα που ο ήλιος μεσουρανούσε κι η ζέστη ήταν μεγάλη. Ήταν κεκοπιακώς εκ της οδοιπορίας που έκανε για τη σωτηρία μας, όπως κεκοπιακώς ήταν κι αργότερα, όταν ανέβαινε στο σταυρό αιμό­φυρτος και πονεμένος. Γιατί δεν ταξίδεψε νύχτα, που είχε και δροσιά; Οι νύχτες για τον Κύριο ήταν αφιερω­μένες στην προσευχή. Κι αν υποθέσουμε στη συγκεκρι­μένη περίπτωση πως θα ταξίδευε νύχτα, το ευαγγέλιο θα ήταν φτωχότερο κατά ένα μοναδικό γεγονός κι από μια πολύ διδακτική και σωστική αποκάλυψη. Ταξίδευε μέρα, με τα πόδια, στους ανηφορικούς κι απότομους δρόμους και με μεγάλη ζέστη, κουρασμένος και διψασμένος, γιατί βιαζόταν να εκμεταλλευτεί κάθε στιγμή του επίγειου βίου Του, μέρα και νύχτα, για τη σωτηρία μας.

«Έρχεται γυνή εκ της Σαμαρείας αντλήσαι ύδωρ. Λέγει αυτή ο Ιησούς· δός μοι πιείν» (Ιωάν. δ’, 7). Ο ευαγγελιστής τονίζει πως η γυναίκα ήταν Σαμαρείτιδα, επειδή οι Ιουδαίοι χαρακτήριζαν τους Σαμαρείτες ως ειδωλολάτρες. Δός μοι πιείν, της είπε ο Κύριος. Ήταν κουρασμένος και διψασμένος, σημάδι πως το σώμα Του ήταν αληθινά ανθρώπινο σώμα κι όχι ομοίωμα, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι αιρετικοί. Όπως το σώμα Του δάκρυζε για τους ανθρώπους, όπως υπόφερε από τους πό­νους Του στο σταυρό, έτσι είχε και την αίσθηση της πεί­νας και της δίψας. Αν το ήθελε, θα μπορούσε βέβαια να ξεπεράσει την ανάγκη αυτή, ν' απαλλαγεί απ' αυτήν. Θα μπορούσε με τη θεϊκή Του δύναμη να την αναστεί­λει για κάποιο διάστημα ή και να την καταργήσει εντελώς. Πώς όμως έτσι θά ‘δειχνε ότι ήταν αληθινός άνθρωπος; Πώς θα μπορούσε «κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι» (Εβρ. Β’, 17), πώς θα τους ονόμαζε αδελφούς Του; Πώς θα μπορούσε να μας διδάξει την υπομονή και την καρτερία στις θλίψεις, αν ο ίδιος δεν είχε υποφέρει και δεν είχε υπομείνει τις θλίψεις και τους πειρασμούς; Και τελευταίο, θα μπορούσε η τελική νίκη Του νά ‘χει τη λαμπρότητα που μας δυναμώνει και μας φωτίζει στις δυσκολίες της ζωής μας, αν ο ίδιος δεν τα είχε υπομείνει πρώτος όλα και μάλιστα στον ύψιστο βαθμό; Θα ρωτήσει κανείς: «Πώς γίνεται Εκείνος πο υ μπορούσε να πολλαπλασιάσει τους άρτους και να περ­πατάει στο νερό, όπως σε στέρεο έδαφος, να μην μπο­ρεί μετά από ένα τόσο κοπιαστικό και μακρύ ταξίδι, μ' ένα Του λόγο (ή και με μια Του σκέψη) ν' ανοίξει ξαφ­νικά μια πηγή με νερό στο βράχο ή στην άμμο και να σβή­σει τη δίψα του;»

Σίγουρα αυτό ανήκει στη δύναμή Του. Το έκανε ο Μωυσής αυτό στην έρημο. Το έκαναν και πολλοί άγι­οι στό όνομά Του, από τότε που υπάρχει η Εκκλησία μας. Πώς λοιπόν δεν μπορούσε να το κάνει ο ίδιος; Μπο­ρούσε, μα δεν ήθελε. Ποτέ Του δεν έκανε ούτε ένα μο­ναδικό θαύμα μόνο για το δικό Του καλό, για να ταΐσει, να ποτίσει ή να ντύσει τον εαυτό Του. Όλα τα θαύμα­τα τα έκανε για τους άλλους. Δέν υπάρχει σκιά ιδιοτέ­λειας στη ζωή Του. Ακόμα κι όταν μικρό παιδί έφυγε για ν' αποφύγει το ξίφος του Ηρώδη, δεν το έκανε για τον εαυτό Του, αλλά για χάρη των ανθρώπων. Η ώρα Του δεν είχε φτάσει ακόμα. Όταν όμως ολοκλήρωσε το έργο Του ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν προσπάθη­σε ν' αποφύγει το θάνατο, δεν έφυγε. Αντίθετα, πήγε να τον συναντήσει. Όλα τα λόγια του Χριστού, κάθε συ­μπεριφορά Του και κάθε έργο που έκανε σ' όλη τη διάρ­κεια της επίγειας ζωής Του, τα πάντα καθοδηγούνταν από την απεριόριστη αγάπη Του για τους ανθρώπους, καθώς κι από την απεριόριστη σοφία Του.

Δός μοι πιείν. Ο Δημιουργός το ζητάει αυτό από το πλάσμα Του. Τα λόγια αυτά αντηχούν εδώ και δυό χι­λιάδες χρόνια. Τα λόγια αυτά δεν τα είπε μόνο στη Σαμαρείτιδα. Απευθύνονται σ' όλες τις γενιές των ανθρώ­πων, ως τη συντέλεια του κόσμου.
Δός μοι πιείν, λέει σήμερα ο Χριστός στον καθένα μας. Ο Δημιουργός του νερού, Εκείνος που παρέχει τις θάλασσες και τους ωκεανούς, τα ποτάμια και τις πη­γές, δεν το λέει αυτό επειδή διψάει για νερό. Διψάει για την αγαθή μας θέληση, για την αγάπη μας. Όταν του δίνουμε κάτι, δεν είναι από το δικό μας, αλλ' από το δι­κό Του. Κάθε ποτήρι νερό που έχουμε στη γη δικό Του είναι, Εκείνος το δημιούργησε. Για κάθε ποτήρι ψυχρού ύδατος που δίνουμε στους αδελφούς Του τους ελα­χίστους, έχει πληρώσει με το τίμιο αίμα Του. Με την ανεξάντλητη κι αμίμητη ταπείνωσή Του όμως δε ζητά­ει από τη Σαμαρείτιδα ως Δημιουργός από το πλάσμα Του, αλλ' ώς άνθρωπος από άνθρωπο. Μας δείχνει έτσι την ταπείνωσή Του και φανερώνει την περιορισμένη και ενδεή ανθρώπινη φύση Του. Ο άνθρωπος έχει το δικαί­ωμα να ζητήσει κάτι από κάποιον άλλον, όπως έχει και το καθήκον να εξυπηρετήσει και να ελεήσει τον άλλον.

«Οι γαρ μαθηταί αυτού απεληλύθεισαν εις την πό­λιν ίνα τροφάς αγοράσωσι» (Ιωάν. δ’, 8). Ο Κύριος δεν ήταν μόνο κουρασμένος και διψασμένος, αλλά πει­νούσε κιόλας, όπως κι οι μαθητές Του. Είναι κι αυτή μια ακόμα απόδειξη πως ήταν αληθινός άνθρωπος και πως δεν έκανε θαύματα στις περιπτώσεις που η θαυματουργία δε λειτουργούσε για το γενικότερο καλό, για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ευαγγελιστής αναφέρει την απουσία των μαθητών, ώστε να εξηγήσει για ποιο λόγο ο Κύριος ζήτησε νερό από τη γυναίκα. Αν οι μα­θητές ήταν εκεί θα είχαν βγάλει εκείνοι νερό, οπότε η γυναίκα δε χρειαζόταν ν' αναφερθεί. Σε κάθε περίπτω­ση η θεία πρόνοια ήθελε να δημιουργήσει την ευκαιρία για τη δική μας διδαχή, ώστε όταν κι εμείς συναντάμε τον εχθρό μας στην ανάγκη του, να τον βοηθάμε. Κι όταν το έθνος μας βρίσκεται σε έχθρα με τους γειτονι­κούς λαούς, εμείς σαν άνθρωποι να μην τολμάμε να επε­κτείνουμε την έχθρα σε κάθε άνθρωπο του έθνους αυτού. Όταν μας δοθεί η ευκαιρία, είναι καθήκον μας να βοηθάμε κάθε άνθρωπο που έχει ανάγκη, χωρίς να προ­σέχουμε αν ανήκει στο δικό μας έθνος ή όχι.

«Λέγει ουν αυτώ η γυνή η Σαμαρείτις· πώς συ Ιου­δαίος ων παρ’ εμού πιείν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; ου γαρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις» (Ιωάν. δ’, 9). Η γυναίκα είχε την άποψη που είχαν όλοι στην εποχή της, πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να μι­σεί μόνο ένα εχθρικό έθνος, αλλά και κάθε άνθρωπο που ανήκει στο έθνος αυτό. Στην παραβολή του Καλού Σα­μαρείτη ο Κύριος επισήμανε την έχθρα και το μίσος που ένιωθαν οι Ιουδαίοι για τους Σαμαρείτες. Και το γε­γονός αυτό εξηγεί γιατί κι οι Σαμαρείτες ένιωθαν το ίδιο μίσος για τους Ιουδαίους. Για να σπάσει το φράγ­μα του μίσους ανάμεσα στα έθνη, πρέπει πρώτα να σπά­σει κανείς το φράγμα που δημιουργεί το μίσος ανάμε­σα στους ανθρώπους. Αυτός είναι ο μοναδικός λογικός τρόπος για να θεραπεύσει κανείς το ανθρώπινο γένος από τη μεγάλη αρρώστια του αμοιβαίου μίσους.

«Απεκρίθη Iησούς και είπεν αυτή· ει ήδεις την δω­ρεάν του Θεού, και τις εστιν ο λέγων σοι, δός μοι πιείν, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων» (Ιω­άν. δ’, 10). Η δωρεά του Θεού πρέπει να κατανοηθεί τό­σο με την υλική όσο και με την πνευματική έννοια. Από την υλική άποψη η δωρεά του Θεού πρέπει να κατανοή­σουμε πως αναφέρεται σ' όλα όσα ο Θεός με την αγα­θότητά Του δημιούργησε και έδωσε για χρήση και βοή­θεια στον άνθρωπο. Αν εσύ, γυναίκα, γνώριζες πως το νερό αυτό δεν ανήκει ούτε στους Σαμαρείτες ούτε στους Ιουδαίους, αλλ' είναι του Θεού· αν γνώριζες πως όταν ο Θεός δημιούργησε το νερό αυτό δεν έβαλε πινακίδες που να λένε πως «αυτό είναι για τους Σαμαρείτες» ή «για τους Ιουδαίους», αλλά «για τους ανθρώπους», τό­τε θα έβγαζες το νερό αυτό με δέος, αφού είναι δώρο Θεού, και θα το έδινες στο διψασμένο άνθρωπο να πιει με ακόμα μεγαλύτερο δέος, αφού το προσφέρεις στο πλάσμα του Θεού. Ο κόσμος ολόκληρος είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο· κι ο άνθρωπος είναι δώρο Θε­ού στον κόσμο.

Από πνευματική άποψη τώρα, η δωρεά του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος. Παραδίνοντας ολόκληρο τον ορα­τό κόσμο στον άνθρωπο από την αγάπη Του, ο Θεός του δίνει τον ίδιο Του τον εαυτό. Αν εσύ, γυναίκα, γνώ­ριζες τι πολύτιμο δώρο έστειλε ο Θεός στους Ιουδαίους και στους Σαμαρείτες, καθώς και σ' όλους τους άλλους λαούς χωρίς εξαίρεση, η ψυχή σου θα έτρεμε. Θα έκλαι­γες από χαρά, θα έμενες άφωνη από θαυμασμό, δε θα τολμούσες να σκέφτεσαι καν για αμοιβαία έχθρα και για μίσος ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Σαμα­ρείτες.

Να ξέρεις πως αν επρόκειτο να σου αποκαλυφτούν όλα τα μυστήρια Εκείνου που τώρα μιλάει μαζί σου, Αυτού που κρίνοντας από την εξωτερική Του εμφάνιση τον λογαριάζεις για κάποιον συνηθισμένο άνθρωπο, που από τα ρούχα που φοράει κι από τον τρόπο που μιλάει τον θεωρείς Ιουδαίο, συ αν ήτησας αυτόν και έδωκεν αν σοι ύδωρ ζων. Με το ύδωρ ζων εννοεί ο Κύριος την φω­τιστική και ζείδωρη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που υποσχέθηκε στους πιστούς. «Ο πιστεύων εις εμέ... πο­ταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβά­νειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιωάν. ζ’, 38-39). Η γυ­ναίκα όμως δεν ήξερε και δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ όλ’ αυτά και γι’ αυτό συνέχισε να ρωτάει:

«Λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, ούτε άντλημα έχεις, και το φρέαρ εστί βαθύ· πόθεν ουν έχεις το ύδωρ το ζων; μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ, ος έδωκεν ημίν το φρέαρ, και αυτός εξ αυτού έπιε και οι υιοί αυτού και τα θρέμματα αυτού;» (Ιωάν. δ’, 13, 14). Δούλους δεν έχεις, δοχείο δεν έχεις, το πηγάδι είναι βαθύ. Πώς λοι­πόν θ' αντλήσεις το δροσερό και ζωογόνο νερό; Η γυ­ναίκα έβλεπε τον Κύριο κάτω από το κάλυμμα της ανθρώπινης σάρκας, τον λογάριαζε κάποιον συνηθισμέ­νο θνητό, έναν αβοήθητο άνθρωπο. Ύδωρ ζων, και τό­τε και τώρα, ονομάζεται το νερό που βγαίνει από πηγή, σε αντίθεση με το νερό που αντλούμε από πηγάδια και στέρνες.

Υπάρχει όμως και πηγαδίσιο νερό που ονομάζεται δροσερό, ζων ύδωρ, όταν το πηγάδι αυτό τροφοδοτείται από πηγή. Η πηγή βρίσκεται στον πυθμένα του πηγαδιού, απ' όπου ρέει το νερό και το γεμίζει. Σε κάποια στιγμή όμως της έρχεται μια δεύτερη σκέψη και βιάζε­ται να την εξωτερικεύσει: μη συ μείζων ει του πατρός ημών Ιακώβ; Σα νά 'θελε να πει: Μήπως μπορείς εσύ να δημιουργήσεις μια άλλη πηγή νερού, δίπλα στην πρώτη; Ο πατέρας μας Ιακώβ δε δημιούργησε την πηγή, αλλ' απλά την έχτισε και την περιόρισε. Αν εσύ μπορείς να δημιουργήσεις μια άλλη πηγή, να φτιάξεις τρεχούμενο νερό, αυτό θα ήταν ύδωρ ζων, και τότε βέβαια θα ήσουν μείζων του πατέρα μας Ιακώβ. Είσαι ανώτερος από εκείνον; Το πηγάδι αυτό του Ιακώβ έχει τόσο άφθονο νερό, ώστε απ' αυτό ήπιε ο ίδιος, ήπιαν τα παιδιά του, τα ζωντανά του κι όλοι εμείς που ζούμε εδώ κοντά, καθώς κι οι ταξιδιώτες που περνούν απ' εδώ, κι οι επισκέπτες. Κι αυτό γίνεται αιώνες τώρα και το νε­ρό στο πηγάδι δε στερεύει. Μήπως εσύ μπορείς να κά­νεις κάτι καλλίτερο κι ανώτερο απ' αυτό;

Τα λόγια αυτά της Σαμαρείτιδας από τη μια φανε­ρώνουν την υπερηφάνεια της για τον πατέρα τους Ια­κώβ. Από την άλλη διατυπώνουν κάτι περισσότερο από αμφιβολία, κάτι σαν ειρωνεία στον Κύριο Ιησού. Δεν ήταν τόσο αγενής και δημόσια η ειρωνεία όσο εκείνη που έγινε κατά την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, όταν οι άνθρωποι που άκουσαν τον Κύριο να τους λέει πως κοιμάται το κορίτσι τον περιγελούσαν (κατεγέλων αυτού), ήταν όμως μια έμμεση και κρυφή ειρωνεία. Ο Κύριος όμως που σκοπό Του είχε να τραβήξει τους ανθρώπους από τη λάσπη της αμαρτίας, ήταν προετοι­μασμένος να δεχτεί εμπαιγμούς και ειρωνείες τόσο από ανθρώπους όσο κι από δαίμονες. Γι' αυτό και δε μέμ­φεται τη γυναίκα γι' αυτήν την αιχμηρή ειρωνεία, αλλά προχωρεί με στόχο τη σωτηρία της ψυχής της:
«Απεκρίθη Ιησούς και είπεν αυτή· πας ο πίνων εκ του ύδατος τούτου διψήση πάλιν· ος δ' άν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ο δώσω αυτώ γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδα­τος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. δ’ 13, 14). Ο Κύριος δεν απαντά στη γυναίκα με τον τρόπο που θά 'θελε εκείνη. Δε θα της πει πόσο ανώτερος είναι από τον Ιακώβ. Εκείνος βλέπει την αιτία της παρανόησης ανά­μεσα στον ίδιο και στη γυναίκα, η γυναίκα όμως δεν τη βλέπει. Η παρανόηση προέρχεται από το γεγονός ότι Αυτός της μιλάει για το πνευματικό νερό, το ζωογόνο. Η γυναίκα όμως είναι μαθημένη να σκέφτεται με τη γήινη αντίληψη, εκείνη που νιώθουν κι οι αισθήσεις. Εκείνη κατανοεί το νερό που μπορεί να δει, που δημι­ούργησε ο Θεός για να ξεδιψάει πρόσκαιρα τη φυσική δί­ψα. Το ζων ύδωρ για το οποίο μιλάει ο Κύριος είναι η ζωοποιός θεία χάρη που αναζωογονεί και ξεδιψάει την ψυχή, που την οδηγεί στην αιώνια ζωή, ενώ ακόμα βρί­σκεται στην παρούσα. Όταν η ζωοποιός αυτή χάρη εισέρχεται στον άνθρωπο, ανοίγει μέσα του μια ανεξάντλη­τη πηγή ζωής, χαράς και δύναμης.

«Λέγει προς αυτόν η γυνή· Κύριε, δός μοι τούτο το ύδωρ, ίνα μη διψήσω μηδέ έρχωμαι ενθάδε αντλείν» (Ιωάν. δ', 15). Η γυναίκα βρίσκεται ακόμα εγκλωβι­σμένη στη δική της αντίληψη, σκέφτεται ακόμα το επί­γειο νερό. Στην καλλίτερη περίπτωση θά 'παιρνε τον Κύριο για κάποιον μάγο, ικανό να κάνει ένα θαύμα με απάτη. Για να εξουδετερώσει λοιπόν την ανθρώπινη αυτή αντίληψη της γυναίκας ο Κύριος, γυρίζει ξαφνικά τη συζήτηση σε άλλο θέμα.

«Λέγει αυτή ο Ιησούς· ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου και ελθέ ενθάδε. απεκρίθη η γυνή και είπεν· ουκ έχω άνδρα. Λέγει αυτή ο Ιησούς· καλώς είπας ότι άνδρα ουκ έχω· πέντε γαρ άνδρας έσχες, και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ· τούτο αληθώς είρηκας» (Ιω­άν. δ’ 16-18). Της το είπε αυτό για να την μάθει να σκέφτεται πνευματικά, όχι σαρκικά. Ο Κύριος δεν το λογαριάζει συνετό να κάνει κάποιο θαύμα μπρο­στά της, μα να δείξει πως ο ίδιος είναι προφήτης. Ξέ­ρει πως αυτό θα έχει το ίδιο δυνατό αποτέλεσμα με τη θαυματουργία. Ύπαγε φώνησον τον άνδρα σου. Ο Κύριος γνωρίζει πως δεν έχει άντρα, μα θέλει ν' ακούσει τη δική της απάντηση. Την ταρακουνά, φα­νερώνοντας την παντογνωσία Του.
Πέντε γαρ άνδρας έσχες. Αυτή ήταν μια δυνατή έκπληξη για τη γυναίκα. Τώρα όμως ακούει κι ένα ένοχο μυστικό της, που πολύ θά 'θελε να κρύψει, όπως: και νυν ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ. Αυτό λειτούργησε σαν κεραυνός που άστραψε στον γαλανό ουρανό.
Αλλά μην κατακρίνεις τη Σαμαρείτιδα, ανθρώπινη ψυχή. Μη την καταδικάζεις. Ρώτησε καλύτερα τον εαυ­τό σου: «Ποιός είναι ο σύζυγός μου;». Δεν είχες ήδη πέ­ντε άντρες ίσαμε τώρα; Κι ο σύντροφος που έχεις τώρα δεν είναι κάποιος άλλος κι όχι ο νόμιμος σύζυγός σου; Η ψυχή είναι εκκλησία. Κεφαλή της εκκλησίας είναι ο Χριστός. Με λίγα λόγια, σύζυγος (νυμφίος) της χρι­στιανικής ψυχής είναι ο ίδιος ο Κύριος. Αν όμως παραμένεις δεμένη σ' αυτόν τον κόσμο, αν είσαι «συζευγμέ­νη» μ' αυτόν κι αν οι πέντε αισθήσεις σου είναι ταιρια­σμένες μαζί του, τότε θα βρίσκεσαι στην ίδια αμαρτω­λή και δύστυχη κατάσταση όπου βρέθηκε κι η Σαμαρείτιδα. Αν είσαι δυσαρεστημένη κι απογοητευμένη από τις αισθήσεις σου, τότε τις έχεις πραγματικά απορ­ρίψει, έχεις πάρει διαζύγιο απ' αυτές. Τότε θα είναι σαν πέντε νεκροί σύζυγοι, οπότε εσύ αποφασίζεις να ζήσεις με τον έκτο σύντροφο, που βέβαια δεν είναι νόμιμος σύ­ζυγός σου, αλλά διάδοχος των άλλων πέντε, που όλοι μαζί ολοκληρώνουν την αισθητική σου αντίληψη. Αυτό είναι το ψέμμα κι η λάσπη που έχουν μαζέψει οι αισθή­σεις μέσα σου κι έχουν σχηματίσει ένα σωρό από σκου­πίδια.

Η συνομιλία του Κυρίου με τη Σαμαρείτιδα είναι συζήτηση του Θεού με την άπιστη ψυχή. Η συνομιλία αυτή περιέχει ένα μήνυμα για σένα. Είναι συνομιλία ανάμεσα στον Ουράνιο Νυμφίο και τη νύμφη Του, την ψυχή του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος επικέντρωσε τη συζήτησή Του στον άντρα της Σαμαρείτιδας. Θα μπορούσε να εκτυλιχτεί διαφορετικά η συ­ζήτηση μαζί της, να της φανέρωνε με άλλον τρόπο πως ήταν προφήτης. Θά μπορούσε να της αποκαλύψει κάποιο άλλο μυστικό δικό της ή των γονιών της ή των γειτό­νων της στο Συχάρ. Κι η γνώση αυτή να είχε καταπλή­ξει εξίσου τη γυναίκα. Σκόπιμα όμως έφερε τη συζήτη­ση στο σύζυγο της γυναίκας, επειδή αυτό έχει να προ­σφέρει κάτι και σε σένα. Σε σένα καθώς και σ' όλες τις ψυχές που δημιούργησε από την αρχή και θα συνεχίσει να δημιουργεί ως τη συντέλεια του κόσμου. Η ερώτη­ση για το σύζυγό σου, ψυχή, είναι η σπουδαιότερη κι η πιο αποφασιστική. Όποιος κι αν είναι ο σύντροφός σου, είσαι σύζυγος του προσώπου αυτού. Αν σύντροφός σου είναι ο κόσμος, θα καταστραφείς μαζί του. Αν σύντρο­φός σου είναι η αμαρτία, θα πεθάνεις μαζί της. Αν σύ­ντροφός σου είναι ο διάβολος, θα είσαι μαζί του αιώνια. Σε οποιαδήποτε από τις παραπάνω περιπτώσεις, θα πί­νεις νερό που θα σου προκαλεί όλο και περισσότερη δίψα. Μόνο αν ομολογήσεις τον Κύριο Ιησού Χριστό ως νόμιμο Σύζυγό σου και τον συζευχθείς με πίστη κι αγά­πη, θα πίνεις το ζων ύδωρ, το δροσερό και ζωογόνο νε­ρό που θα σε ξεδιψάσει για πάντα και θα σε οδηγήσει στη βασιλεία των ουρανών και την αιώνια ζωή.

«Λέγει αυτώ η γυνή· Κύριε, θεωρώ ότι προφήτης ει συ. οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν· και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν. λέγει αυτή ο Ιησούς· γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί. υμείς προσκυ­νείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν· ότι η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν (Ιωάν. δ’, 19-22). Ο Κύριος στοχεύει σκόπιμα ν' αγγίξει μια πνευματική χορδή της Σαμαρείτιδας. Και το κατορθώνει αυτό ανα­φέροντας το παρελθόν της. Η γυναίκα, που ως τότε ένιωθε μόνο τις αισθήσεις και την κοσμική αντίληψη να κυριαρχούν μέσα της, άρχισε ξαφνικά να αισθάνεται πως ξυπνάει η πνευματική αντίληψη, που ως τότε ήταν ναρ­κωμένη. Και το πρώτο που κάνει, είναι ν' αναγνωρίσει και να ομολογήσει το Χριστό ως προφήτη. Αυτό ήταν αρκετό σαν αρχή. Κι αμέσως μετά άρχισε ν' αναπτύσ­σεται ραγδαία το ενδιαφέρον της για τα πνευματικά πράγματα. Έτσι θέτει στον Κύριο ένα ερώτημα που ήταν πολύ επίκαιρο στις μέρες της. Ποιό ήταν αυτό; Οι ατέλειωτες φιλονικίες που είχαν αυτήν την εποχή Ιου­δαίοι και Σαμαρείτες για τον τόπο όπου έπρεπε να λα­τρεύεται ο Θεός. Ποιός ήταν πιο θεάρεστος τόπος; Η Ιε­ρουσαλήμ ή το βουνό της Σαμάρειας; Ποιός λατρεύει καλύτερα και προσεύχεται σωστότερα στο Θεό, αυτός που κάνει μετάνοιες και προσεύχεται εδώ ή ο άλλος που κάνει μετάνοιες και προσεύχεται εκεί; Οι πατέρες ημών εν τω όρει τούτω προσεκύνησαν. Η γυναίκα δε λέει «εμείς», αλλά «οι πατέρες ημών». Ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να δώσει μεγαλύτερη σπουδαιότητα στο όρος αυτό και να δικαιώσει έτσι περισσότερο τους Σαμαρείτες της εποχής της. Ήταν σα νά 'θελε να πει: Δε διαλέξα­με εμείς το ορός τούτο για τόπο λατρείας του Θεού, αλλά οι πατέρες μας· κι εκείνοι ήταν ανώτεροι από μας και πιο κοντά στο Θεό.

Πάλι ο Κύριος δεν απαντά στη γυναίκα μ' ένα «ναι» ή ένα «όχι». Προχωρεί προσπαθώντας ν' αφυπνίσει και να στηρίξει την ψυχή της. Γύναι, πίστευσόν μοι... Πίστε­ψε Εμένα, γυναίκα, όχι εκείνους που σου λένε πως πρέ­πει να λατρεύεις το Θεό στο όρος αυτό ή στην Ιερουσα­λήμ. Θα έρθει καιρός που προσκυνήσετε τω πατρί ούτε στο όρος αυτό ούτε στην Ιερουσαλήμ. Ο Κύριος σκό­πιμα χρησιμοποιεί τον όρο «πατήρ» αντί γιά «θεούς» (οι Σαμαρείτες προσκυνούσαν και «Θεό» και «θεούς»). Μ' αυτόν τον τρόπο η γυναίκα θα κατανοήσει πως με την καινούργια αντίληψη για το Θεό θα μάθει και τη νέα λατρεία. Η λατρεία του Πατέρα δε θα εξαρτάται από συγκεκριμένο τόπο. Κι έτσι η αποκλειστικότητα που διεκδικούσαν οι Σαμαρείτες κι οι Ιουδαίοι καταργείται. Μ' αυτόν τον τρόπο ο Κύριος προφητεύει κάτι που θά γίνει σύντομα και που έχει σχέση με την έλευσή Του στον κόσμο.

Μ' όλο που ο Κύριος δίνει και στις δυο αυτές μορφές αποκλειστικότητας το ίδιο βάρος και προφητεύει το τέ­λος και των δύο, στα θέματα της γνώσης του Θεού δί­νει κάποια υπεροχή στους Ιουδαίους. υμείς προσκυνείτε ο ουκ οίδατε, ημείς προσκυνούμεν ο οίδαμεν. Ο Κύριος γνωρίζει πως η γυναίκα τον βλέπει σαν Ιουδαίο, γι' αυτό και μιλάει σαν Ιουδαίος. Εσείς οι Σαμαρείτες, είπε, δε γνωρίζετε ποιον προσκυνάτε, γιατί προσκυνάτε πολλούς θεούς και είδωλα. Ομολογείτε τη θεότητα του Θεού του Αβραάμ και του Ιακώβ, ταυτόχρονα όμως προσφέρετε θυσία στα πολυάριθμα είδωλα των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων. Οι Ιουδαίοι γνωρίζουν τουλάχιστον πως υπάρχει ένας Θεός, μ' όλο που τον προ­σκυνούν και κείνοι, όπως και σεις, με πετρωμένες καρ­διές, με σκοτισμένο νου και νεκρές συνήθειες. Παρά ταύτα, η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν. Δηλαδή, λέ­ει ο Κύριος, ο Μεσσίας θα γεννηθεί από Ιουδαίους. Από Εκείνον θα έρθει η σωτηρία του κόσμου. Αυτό υποσχέ­θηκε ο Θεός στους προπάτορές μας και το ίδιο προφή­τεψαν οι προφήτες. Έτσι φρόντισε η πρόνοια του Θεού κι έτσι έγιναν τα πράγματα.

«Αλλ' έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία· και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν. πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν» (Ιωάν. δ’, 23-24). Η λατρεία των Σαμαρειτών δεν είναι αλη­θινή, γιατί δεν ξέρουν ποιο θεό προσκυνούν. Η λατρεία στην Ιερουσαλήμ δεν είναι παρά σκιά της αληθινής λα­τρείας του Θεού, «σκιά των μελλούμενων αγαθών» (Εβρ. ι’, 1). Τόσο το ψεύτικο, το μη αληθινό, όπως και η σκιά, σύντομα θα εξαφανιστούν και στη θέση τους θα βασιλέψει η αληθινή λατρεία του Θεού.

Ο Ήλιος της καινούργιας μέρας ανέτειλε. Η αυγή της καινούργιας μέρας χαράζει καθαρά και διαλύει το σκοτάδι και τις σκιές. Περνάει πολύς καιρός κι εξα­κολουθεί να είναι χαραυγή. Όταν το φως της και­νούργιας μέρας λάμψει παντού, τότε οι άνθρωποι θα γνωρίσουν το Θεό ως Πατέρα και θα τον προσκυνή­σουν σαν γιοι Του, όχι σαν δούλοι Του. Δε θα τον λατρεύουν με λέξεις και θυσίες νεκρές, αλλ' εν πνεύ­ματι και αληθεία, με ψυχή και σώμα, με πίστη και έργα, με σοφία κι αγάπη. Ο άνθρωπος στην πληρό­τητά του θα λατρεύσει το Θεό στη δική Του πληρό­τητα. Ο άνθρωπος που συνίσταται από ψυχή και σώμα, θα τα καθαγιάσει και τα δύο στο Θεό, και θα τον προσκυνήσει με τα δύο. Οι προσκυνητές θα υποκλιθούν όχι σε κάποιο πλάσμα, μα στον ίδιο το Δη­μιουργό, όχι σε κακούς δαίμονες που εμφανίζονται σαν θεοί, αλλά στον Ένα Πολυεύσπλαχνο Πατέρα του φωτός και της αλήθειας. Τέτοιοι είναι οι προσκυνη τές που αναζητούν τον Ουράνιο Πατέρα. Πνεύμα ο Θεός. Ο Θεός είναι Πνεύμα, δεν είναι ούτε σάρκα ούτε άγαλμα ούτε νεκρός λόγος ή ένας τόπος. Γι' αυτό και όσοι τον προσκυνούν, πρέπει να το κάνουν εν πνεύματι και αληθεία. Ο άνθρωπος επικοινωνεί με το θνητό κόσμο γύρω του, γι' αυτό και με τους θνητούς συμπεριφέρεται κι αυτός ως θνητός. Όταν όμως επικοινωνεί με τον αθάνατο Θεό, πρέπει να τον προσεγγίσει με ό,τι είναι αθάνατο. Όπως λέει ο από­στολος, «ου γαρ ζητώ τα υμών, αλλά υμάς» (Β' Κορ. ιβ’, 14).

Ο παλιός κόσμος υπηρετούσε το Θεό με νομικές φόρ­μες. Πρόσφερε θυσία στο Θεό τράγους και κριάρια, σε­βόταν το Σάββατο κι εκτελούσε τους απαραίτητους κα­θαρισμούς, είχε λησμονήσει όμως το έλεος και την αγά­πη. Διάβαζε τα λόγια, «θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. ν’, 17), μα δεν τα καταλάβαινε και γι' αυτό δεν τα τηρούσε. Από τώρα και στο εξής όμως θα λατρεύει το Θεό εν πνεύματι και αληθεία. Γι’ αυτό το λόγο ήρθε ο Κύριος στη γη, για να δώσει το παράδειγμα τέτοιας λατρείας και προσκύνη­σης. Η δυσωδία των τράγων και των κριαριών που προ­σφέρονταν θυσία από ανθρώπους με πέτρινες καρδιές και σκοτισμένες ψυχές, ήταν προσβλητική για το Θεό. Παλιότερα ίσως να μην ήταν δυσωδία αλλά  ευωδία. Τότε όμως οι θυσίες προσφέρονταν από τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ και το Μωυσή. Η ευωδία αυτή δεν προερχόταν από το αίμα και τις σάρκες των ζώων, αλλ' από τις ευλαβικές ψυχές και τις φιλόθεες καρδιές των πιστών δούλων Του.
Αργότερα που οι ψυχές εκείνων που έκαναν θυσίες ζώων μαράθηκαν κι οι καρδιές τους πέτρωσαν, καμιά θυ­σία δεν μπορούσε να προσφέρει ευωδία στο Θεό. Ο Θε­ός δε ζητά τη μυρουδιά που βγαίνει από τις σάρκες και το αίμα, αλλ' εκείνο που βγαίνει από τις καρδιές και τις ψυχές των ανθρώπων. Έτσι όλες οι μυρουδιές που έβγαι­ναν από τα θυσιαστήρια, για τον Κύριο ήταν δυσωδία. Κι αυτό ίσχυε για όλα τα θυσιαστήρια, είτε της Ιερου­σαλήμ είτε της Σαμάρειας. Πάνω σ' όλη την κόπρο του κόσμου, απ' όπου αναδυόταν η μυρουδιά κι ο θάνατος, ήρθε ο Κύριος να σπείρει τα άνθη του πνεύματος και της αλήθειας, που θα κατέστρεφαν το θάνατο και θ' αφάνιζαν τη δυσωδία. Έτσι ο νέος κόσμος παρουσιάζεται στο Θεό ως νύμφη, αγνή και καταστόλιστη.

«Λέγει αυτώ η γυνή· οίδα ότι Μεσσίας έρχεται ο λε­γόμενος Χριστός· όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα. λέγει αυτή ο Ιησούς· εγώ ειμι ο λαλών σοι. Και επί τούτω ήλθον οι μαθηταί αυτού, και εθαύμασαν ότι μετά γυναικός ελάλει· ουδείς μεν τοι είπε, τί ζητείς ή τί λαλείς μετ' αυτής; αφήκεν ουν την υδρίαν αυτής η γυ­νή και απήλθεν εις την πόλιν» (Ιωάν. δ’, 25-28). Τί πα­ράξενο σκηνικό! Τί περίεργη αλληλουχία σκηνών και γεγονότων! Ο Κύριος στέκεται στο κέντρο μόνος Του, ακίνητος, όπως η αιωνιότητα. Η γυναίκα προκλήθηκε από τα πνευματικά λόγια του Κυρίου Ιησού και ξαφνικά θυμήθηκε τον αναμενόμενο Μεσσία, που τον περί­μεναν κι οι Σαμαρείτες όπως ακριβώς οι Ιουδαίοι. Όταν έλθη εκείνος, αναγγελεί ημίν πάντα, είπε η γυ­ναίκα. Για εκείνην, όπως και για όλους τους άλλους, η ιδέα του Μεσσία ήταν κάτι μακρινό, κάτι που βρισκό­ταν πιο μακριά κι από τη γραμμή του ορίζοντα. Κι ένιω­σε μεγάλη έκπληξη όταν ο Κύριος της αποκάλυψε πως Εκείνος ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας. Εγώ ειμί ο λαλών σοι. Η γυναίκα έμεινε άφωνη από θαυμασμό, δεν του απάντησε. Κι εκείνη την ώρα έφτασαν οι από­στολοι από την πόλη και θαύμασαν που είδαν τον Κύ­ριο να μιλάει με μια γυναίκα και μάλιστα άπιστη, Σαμαρείτιδα. Κι έμειναν άφωνοι κι εκείνοι.
Η γυναίκα δεν ήξερε τι άλλο να ρωτήσει ή να πει. Πα­ράτησε τη στάμνα της εκεί κι έτρεξε στην πόλη. Ήθε­λε το συντομότερο ν' αναγγείλει αυτό που ανακάλυψε. Αυτή ήταν μια πολύ εκφραστική σκηνή, πιο εύγλωττη απ' όλα τα λόγια του κόσμου. Η γυναίκα έτρεξε, έφτα­σε στην πόλη και μίλησε σε όλους για τον παράξενο άνθρωπο που γνώρισε στο πηγάδι. «Μήτι ούτος εστίν ο Χριστός;». Δεν τολμάει να πει πως «Αυτός είναι ο Χρι­στός», μ' όλο που είχε αποκτήσει εμπειρία της σπάνιας πνευματικής σοφίας Του. Έτσι, σα να διστάζει γι' αυτό που θέλει να πει, ρωτάει: Μήτι ούτος εστίν ο Χριστός; Είναι σα να ήθελε να πει: Είμαι μια ξένη γυναίκα και δεν μπορώ να είμαι σίγουρη γι' αυτό· εσείς είστε άντρες κι οπωσδήποτε πιο προσεχτικοί και πιο λογικοί από μέ­να. Γι' αυτό «έρχου και ίδε». Έτσι η γυναίκα, τόσο με την επιτηδειότητά της όσο και με τη μετριοφροσύνη της, κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή όλων των κατοί­κων της Συχάρ, που «εξήλθον ουν εκ της πόλεως και ήρχοντο προς αυτόν».
Μόλις έφυγε η γυναίκα ξεκίνησε μια συζήτηση ανά­μεσα στο Διδάσκαλο και τους μαθητές Του. «Ηρώτων αυτόν οι μαθηταί λέγοντες· ραββί, φάγε». Είχαν αγο­ράσει τρόφιμα στην πόλη και του έφεραν να φάει. Κι ο δάσκαλός τους σίγουρα πεινούσε. Αντί να φάει όμως, συ­νέχισε τη θεϊκή αποστολή Του, για την όποια ήρθε στον κόσμο. Δεν έδωσε προσοχή στη σωματική πείνα. Ήταν πολύ σπουδαία στιγμή και δεν ήθελε να περάσει ανεκμετάλλευτη. Δε θ' αντάλλαζε με τίποτα την ανάγκη της ψυχής για λίγο φαγητό. Έτσι απάντησε στους μαθητές Του:

«Εγώ βρώσιν έχω φαγείν, ην υμείς ουκ οίδατε. έλεγον ουν οι μαθηταί προς αλλήλους· μή τις ήνεγκεν αυτώ φαγείν;» (Ιωάν. δ’, 32-33). Ο Κύριος τους μιλούσε για πνευματική τροφή κι οι μαθητές Του για σωματι­κή. Η ίδια περίπου σκηνή είχε γίνει και νωρίτερα, όταν ο Κύριος μιλούσε στη γυναίκα για πνευματικό νερό και κείνη έλεγε για το νερό του πηγαδιού. Τώρα Εκείνος μιλούσε για πνευματική τροφή κι οι μαθητές Του σκέ­φτονταν τη σωματική.
«Λέγει αυτοίς ο Ιησούς· εμόν βρώμά εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με και τελειώσω αυτού το έργον» (Ιωάν. δ’, 34). Το θέλημα του Πατέρα είναι και του Υιού θέλημα, αφού ο Πατέρας κι ο Υιός μοιράζονται την ίδια ύπαρξη. Πώς λοιπόν τώρα ο Κύριος τους έλεγε για το θέλημα του Πατέρα κι όχι για το δικό Του; Γιατί μιλούσε για το έργο του Πατέρα κι όχι για το δι­κό Του; Δεν είναι το ίδιο πράγμα το θέλημα του Πατέ­ρα και το δικό Του; Δεν έχουν το ίδιο θέλημα; Δεν έχουν το ίδιο έργο; Ναι, το ίδιο έχουν. Κατονομάζει όμως το θέλημα από το οποίο καθοδηγείται: του Πατέρα Του· το έργο που έχει να εκτελέσει: του Πατέρα Του. Κι αυτά για χάρη μας. Για να διδάξει σ' έμας τους ανυπάκουους και υπερήφανους την υπακοή και την ταπείνωση.

Προσέξτε όμως πόσο ευχάριστο είναι στον Κύριο το θέλημα του Πατέρα Του! Δεν το βλέπει σαν καθήκον, αλλά σαν τροφή! Εμόν βρώμά εστιν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με, του Πατέρα μου. Τι θεϊκό παρά­δειγμα, τι ευγενικός έλεγχος σε όλους εμάς, που όλη μέρα μιλάμε για το καθήκον μας, λες και πρόκειται για βάρος. Αν πράγματι κοιτάξουμε τον Κύριο και την τή­ρηση του θελήματός Του από τη μια μεριά και το βαρύ καθήκον Του προς τους ανθρώπους από την άλλη, πρέ­πει να παραδεχτούμε λογικά πως κανένας στον κόσμο δεν μπορεί να κάνει το θέλημα του Θεού, αν δεν το δέ­χεται τόσο ευχάριστα, όπως την καθημερινή τροφή Του. Αυτό είναι που λέει ο Κύριος: πως κάνει το θέλημα του Πατέρα Του, όχι το δικό Του, όπως λέει και σ' ένα άλλο σημείο: «καταβέβηκα εκ του ουρανού ουχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με» (Ιωάν. στ’, 38). Αυτό δε σημαίνει πως ο Υιός είναι κα­τώτερος από τον Πατέρα. Δείχνει απλά τη μεγάλη αγά­πη που τρέφει ο Υιός προς τον Πατέρα Του.

Ο ίδιος ευαγγελιστής αναφέρει επίσης πως ο Πατέ­ρας ακούει πάντα τον Υιό. «Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις» (Ιωάν. ια’, 42). Η τέλεια υπακοή του Πα­τέρα ανταποκρίνεται έτσι στην τέλεια υπακοή του Υιού, και η τέλεια υπακοή του Αγίου Πνεύματος ανταποκρί­νεται στην τέλεια υπακοή του Πατέρα και του Υιού. Κι η τέλεια υπακοή κυριαρχεί σε ενότητα με την τέλεια αγάπη. Γι' αυτό και η αληθινή τροφή του Υιού είναι να κάνει το θέλημα του Πατέρα. Αληθινή τροφή του Πα­τέρα είναι να κάνει το θέλημα του Υιού. Κι αληθινή τρο­φή του Αγίου Πνεύματος είναι να κάνει το θέλημα του Πατέρα και του Υιού.

«Ουχ υμείς λέγετε ότι έτι τετράμηνός εστι και ο θε­ρισμός έρχεται; ιδού λέγω υμίν, επάρατε τους οφθαλ­μούς υμών και θεάσασθε τας χώρας, ότι λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη» (Ιωάν. δ’, 35). Λίγο νωρίτερα ο Κύριος μιλούσε στους μαθητές Του για πνευματική τροφή, τώ­ρα τους λέει για πνευματικό θερισμό. Ο πνευματικός θερισμός είναι κοντά, φαίνεται, όπως φαίνεται και ο επί­γειος θερισμός. Όταν τα στάχυα γίνονται κίτρινα ή λευκά, όλοι ξέρουν πως ο θερισμός πλησιάζει. Όταν πλή­θη ανθρώπων έρχονται κοντά στο Χριστό, είναι φανε­ρό πως ο πνευματικός καρπός έχει ωριμάσει.

Όταν οι Σαμαρείτες άκουσαν για το Χριστό από τη Σαμαρείτιδα, δεν είπαν πως η γυναίκα αυτή τρελλάθηκε, αλλά παράτησαν τη δουλειά τους κι έτρεξαν όλοι μαζί να τον δουν. Επάρατε τους οφθαλμούς υμών και θεάσασθε, δείτε τα πλήθη των ανθρώπων που τρέχουν κοντά μας! Αυτός είναι ο αγρός του Θεού. Αυτή είναι η ώριμη σοδειά που περιμένει τους θεριστές. Έτσι είναι. «Ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι» (Λουκ. ι’, 2). Εσείς είστε οι θεριστές του αγρού του Θεού. Για­τί μου προσφέρετε υλική, πρόσκαιρη τροφή, όταν υπάρ­χει μπροστά μας τόσο πλούσιος κι υπέροχος θερισμός; Όταν ο νοικοκύρης βλέπει μπροστά του τέτοιο θερισμό, δεν ξεχνάει να φάει από τη χαρά του; Κι όταν βρε­θεί μπροστά σε τέτοια θαυμάσια θέα, δεν τρέχει αμέ­σως να θερίσει τη σοδειά του και να την μαζέψει στις αποθήκες όσο γίνεται πιο γρήγορα, προτού την καταστρέψει η καταιγίδα; Γι' αυτό μη φροντίζετε υπερβολικά για την τροφή σας ή για τον εαυτό σας ή για Μένα. Τρέξτε γρήγορα στο θερισμό για να μη χάσετε το μισθό σας.

«Και ο θερίζων μισθόν λαμβάνει και συνάγει καρπόν εις ζωήν αιώνιον, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων. εν γαρ τούτω ο λόγος εστίν ο αληθινός, ότι άλλος εστίν ο σπείρων και άλλος ο θερίζων. εγώ απέ­στειλα υμάς θερίζειν ο ουχ υμείς κεκοπιάκατε· άλλοι κεκοπιάκασι, και υμείς εις τον κόπον αυτού εισεληλύθατε» (Ιωάν. δ’, 36-38).

Στον απέραντο αγρό του Θεού, πολλές φορές δεν προλαβαίνουν οι ίδιοι εργάτες και να σπείρουν και να θερίσουν, επειδή οι μέρες του ανθρώπου είναι μετρημέ­νες. Μερικοί άνθρωποι σπέρνουν και πεθαίνουν προτού προλάβουν να δουν τον καρπό του κόπου τους. Μετά γεννιούνται άλλοι, όταν ο καρπός που έσπειραν μεγά­λωσε, ωρίμασε κι έγινε κίτρινος για θερισμό. Κι έτσι αυτοί γίνονται θεριστές και μαζεύουν τον ώριμο καρπό που δεν έσπειραν.

Ο αγρός του Θεού στη γη έχει σπαρεί από την αρχή με ζωή. Σποριάδες ήταν οι προπάτορές μας, οι άνθρω­ποι του Θεού, προφήτες και δίκαιοι, κυρίως οι προφήτες. Εκείνοι έσπειραν, μα δεν είδαν τον καρπό ν' αυξάνει και να ωριμάζει. Έζησαν όλοι με πίστη και πέθαναν με πίστη, χωρίς να δουν τους καρπούς της επαγγελίας. Τους είδαν μόνο από μακριά, με την πνευματική τους όραση (βλ. Εβρ. ια’,13).

Ο Κύριος Ιησούς είπε κάποτε στους μαθητές Του: «Πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν α βλέ­πετε, και ουκ είδον» (Ματθ. ιγ’, 17). Οι σποριάδες δε βλέπουν εκείνα που βλέπουν οι θεριστές: τον καρπό και το θερισμό. Κι οι δυό τους όμως θα λάβουν μισθό για τον κόπο τους, γιατί κι οι δυό τους είναι εργάτες στον αγρό του Θεού, ίνα και ο σπείρων ομού χαίρη και ο θερίζων.

Ο Κύριος επαινεί τους κόπους και τους αγώνες των προφητών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, ταυ­τόχρονα όμως ενθαρρύνει τους αποστόλους στον αγώνα του θερισμού τους. Είναι σα νά 'θελε να πει: Αυτοί έκα­ναν μεγαλύτερους αγώνες από σας, γιατί είναι πιο δύ­σκολο και πιο κουραστικό να σπέρνεις, χωρίς να βλέπεις τον καρπό στον αγρό σου, παρά να θερίζεις τον ώριμο καρπό. Εσείς μπήκατε στο δικό τους κόπο. Εκείνοι αγω­νίστηκαν και πέθαναν σαν μισθωτοί και δούλοι, χωρίς να δουν στο μεταξύ τον Κύριο του αγρού. Εσείς έχετε τον Κύριο ανάμεσά σας, εργάζεστε σαν γιοί, όχι σαν μισθω­τοί ή δούλοι. Στην ουσία ο ίδιος ο Κύριος εργάζεται, εσείς είστε οι συν-εργάτες Του. Γι' αυτό ευφρανθείτε και σπεύσετε με χαρά να θερίσετε τον ώριμο καρπό.

«Εκ δε της πόλεως εκείνης πολλοί επίστευσαν εις αυτόν των Σαμαρειτών δια τον λόγον της γυναικός, μαρτυρούσης ότι είπέ μοι πάντα όσα εποίησα» (Ιωάν. δ’, 39). Δέστε πόσο ώριμος είναι ο καρπός! Δέστε πόσο πλούσιος είναι ο θερισμός! Η διψασμένη γη ρούφηξε γρήγορα το νερό. Πολλοί Σαμαρείτες πίστεψαν στο Χριστό ακόμα και προτού τον δουν, μόνο με τα λόγια που άκουσαν από τη γυναίκα. Η Σαμαρείτιδα δεν ήταν απόστολος, ούτε κι έκανε κάποιο θαύμα. Αντίθετα μά­λιστα, ήταν μια γυναίκα αμαρτωλή. Κι έτσι όμως τα λόγια της είχαν πλούσιο θερισμό ανάμεσα σ' αυτούς τους ειδωλολάτρες. Τί ντροπή, τί αμηχανία για τους Ιουδαί­ους, τον Εκλεκτό Λαό! Εκείνοι άκουσαν από το στό­μα Του όλα τα δυνατά λόγια, μα παράμειναν κουφοί και τυφλοί, αμετανόητοι και σκληρόκαρδοι! Η Σαμαρείτιδα δεν κράτησε για τον εαυτό της τα καλά λόγια που άκουσε από τον Κύριο. Έτρεξε αμέσως να τα μεταδώ­σει και στους άλλους, γι' αυτό και της αξίζει κάθε έπαι­νος. Είναι σαν τη γυναίκα που βρήκε τη χαμένη δραχμή κι αμέσως φώναξε τις γειτόνισσές της λέγοντας: «Συγχάρητέ μοι, ότι εύρον την δραχμήν ην απώλεσα» (Λουκ. ιε’, 9).

«Ως ουν ήλθον προς αυτόν οι Σαμαρείται, ηρώτων αυτόν μείναι παρ' αυτοίς· και έμεινεν εκεί δύο ημέρας. και πολλώ πλείους επίστευσαν δια τον λόγον αυτού» (Ιωάν. δ’, 40-41). Οι Ναζαρηνοί ζητούσαν να τον γκρεμίσουν από το χείλος του όρους (βλ. Λουκ. δ’, 29), δια τον λόγον αυτού. Οι Γαδαρηνοί του ζήτησαν να τους αφήσει και να φύγει μακριά (Λουκ. η’, 37). Αυτοί εδώ οι Σαμαρείτες όμως του ζήτησαν να μείνει μαζί τους, ηρώτων αυτόν μείναι παρ αυτοίς. Ο Κύριος ανταποκρί­θηκε στο αίτημά τους κι έμεινε μαζί τους δυο μέρες. Κι ο θερισμός ήταν πραγματικά μεγάλος, πλούσιος, τόσο για εκείνους που τον πίστεψαν από τα λόγια που άκου­σαν από τη γυναίκα, όσο και για εκείνους που πίστεψαν άμεσα στα δικά Του λόγια.

Στη συνέχεια έλεγαν στη γυναίκα: «ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν· αυτοί γαρ ακηκόαμεν, και οίδαμεν ότι ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου ο Χριστός» (Ιωάν. δ’, 42). Δε μας είναι γνωστά όσα είπε ο Κύριος τις δυο αυτές μέρες στους πνευματικά πεινασμένους και διψασμένους ανθρώπους. Δε γράφτηκε τίποτα γι' αυτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως πως τα λόγια Του είναι ύδωρ ζων, που όταν το πίνει ο άνθρωπος δεν ξαναδιψάει ποτέ πια. Αυτό φαίνεται πρώτο από το μεγάλο πλήθος εκείνων που πίστεψαν στον Κύριο και δεύτερο από την ορθή ομολογία της πίστης τους: ούτός εστιν αληθώς ο σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός.

Ανάμεσα στους πολλούς θεούς που πίστευαν οι Σα­μαρείτες, μέσα τους διατηρούσαν και κάποια πίστη στο Θεό του Ισραήλ. Και κρατούσαν την πίστη αυτή όχι επειδή γνώριζαν το Θεό αυτό, αλλ' από σεβασμό στον Ισραήλ (Ιακώβ), που κάποτε είχε ζήσει ανάμεσά τους. Γι' αυτό κι η Σαμαρείτιδα μίλησε για τον «πατέρα μας Ιακώβ» (Ιωάν, δ’, 13). Οι Σαμαρείτες σίγουρα θα είχαν ακούσει την προφητεία για το άστρο που θ' ανατείλει από τον Ιακώβ («ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ», Αριθ­μοί, κδ’, 17). Όταν ο βασιλιάς των Μωαβιτών Μπαλάκ ξεκίνησε πόλεμο εναντίον των Ισραηλιτών, κάλε­σε τον προφήτη Βαλαάμ ν' ανακοινώσει νίκη εναντίον του Ισραήλ, για να ενθαρρύνει το στρατό του. Ο Μπαλάκ υποσχέθηκε στο Βαλαάμ να του δώσει μεγάλα δώρα για τις υπηρεσίες του κι ο Βαλαάμ πήγε στο στρατόπε­δο του βασιλιά. Όταν όμως προσπάθησε να κάνει τα μαγικά του και να προφητεύσει αυτά που ήθελε ο Μπαλάκ, ξαφνικά τον επισκέφτηκε το Πνεύμα του Θεού κι άρχισε να προφητεύει όχι αυτά που ήθελε ο Μπαλάκ, αλλ' εκείνα που ήθελε ο Θεός. «Ως καλοί οι οίκοί σου Ιακώβ, αι σκηναί σου Ισραήλ». Όταν ο Μπαλάκ άκου­σε τα λόγια αυτά επιτίμησε τον Βαλαάμ, εκείνος όμως δεν πτοήθηκε και συνέχισε: «Φησί Βαλαάμ, υιός Βεώρ, φησίν ο άνθρωπος ο αληθινώς ορών, φησίν ακούων λό­για ισχυρού, όστις όρασιν Θεού είδεν εν ύπνω, αποκεκαλυμμένοι οι οφθαλμοί αυτού... ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ, αναστήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ» (Αριθ. κδ’). Και να που εμφανίστηκε Εκείνος που προείδε ο Βαλαάμ από παλιά. Το άστρο έλαμψε από τη φυλή του Ιακώβ κι ήταν λαμπρότερο από τον ήλιο, πιο όμορφο από το καλλίτερο όνειρο. Κι οι Σαμαρείτες το είδαν και χάρηκαν. Το είδαν και πίστεψαν. Ήπιαν μέχρι κορεσμού το ύδωρ το ζων κι έζησαν στον αιώνα.

Ο Σωτήρας μας Χριστός δεν έδωσε το ζων ύδωρ μό­νο στους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους. Το έδωσε κι εξακολουθεί να το δίνει μέχρι σήμερα σε κάθε άνθρωπο που έχει επίγνωση της πνευματικής του δίψας στην έρη­μο αυτής της ζωής. Κάποτε ο Κύριος στάθηκε στην Ιε­ρουσαλήμ «και έκραξε λέγων· εάν τις διψά, ερχέσθω πρός με και πινέτω» (Ιωάν. ζ’, 37). Πρόσεξε πως το αναφέρει ο ευαγγελιστής: έκραξε. Ο Καλός Ποιμήν δεν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει το ποίμνιό Του, το καλεί στο νερό. Από την αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος ο Χριστός στέκεται στη μέση της ερήμου αυτού του κόσμου και κράζει σ' όλους τους ταξιδιώτες που είναι εξα­ντλημένοι από τη δίψα. Ευλογημένοι είναι όσοι ακούνε τη φωνή Του και τον πλησιάζουν με πίστη. Ο Χριστός δε θα τους ρωτήσει ούτε ποια γλώσσα μιλάνε ούτε σε ποιο έθνος ανήκουν. Ούτε την ηλικία τους θέλει να μά­θει ούτε αν είναι πλούσιοι ή φτωχοί. Θα δώσει σε όλους ύδωρ ζων για να τους ενισχύσει και να τους αναζωογο­νήσει, να τους ανανεώσει και να τους αναγεννήσει, να τους υιοθετήσει, να τους βγάλει από το πύρινο καμίνι αυτού του κόσμου και να τους οδηγήσει στη γη της επαγ­γελίας.

Πόσο υπέροχο είσαι, ύδωρ ζων! Γλυκύτατε Σωτήρα μας, δροσερή, κρυστάλλινη κι ανανεωτική πηγή, πόσο πλούσιος και ζωοποιός είσαι! Πνεύμα Αγιο, Παράκλητε, προσάγαγε στον Κύριο Ιησού όλους εκείνους που οι ψυχές τους διψούν για την αιώνια ζωή και κραυγάζουν: «Η ψυχή μου διψά για το Θεό, για το Ζώντα Θεό!»

Δόξα και ύμνος σε Σένα, Κύριε Ιησού, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαί­ρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!


(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΟΜΙΛΙΕΣ Γ’: ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΜΕΡΑ – Από την Κυριακή του Πάσχα ως την Πεντηκοστή» Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Μετάφραση – Επιμέλεια ΠΕΤΡΟΥ ΜΠΟΤΣΗ – 2011)

Κυριακή της Σαμαρείτιδος ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!




«Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου»
Ὁ Κύριος ἀπευθύνεται προσωπικὰ στὴ Σαμαρείτιδα γιὰ νὰ ξυπνήσει μιὰ συνείδηση ποὺ μένει ναρκωμένη. Ἐκείνη, ταραγμένη, καταφεύγει στὴν ἀσάφεια: «Ἄνδρα οὐκ ἔχω», ἀπαντᾶ. Κι Αὐτὸς ἐπιμένει. Μὲ λεπτότητα, ἀλλὰ καὶ σταθερότητα ἀγγίζει τὸ τραῦμα τῆς ψυχῆς ποὺ παρὰ τὰ σφάλματά της διψᾶ τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσει. «Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, διότι πέντε ἄνδρες πῆρες καὶ τώρα ἐκεῖνον ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι ὁ ἄνδρας σου. Σ’ αὐτὸ εἶπες ἀλήθεια».
Α) Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀργεῖ νὰ φτάσει στὴν ἰδιαίτερη πτυχὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικοινωνεῖ. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συνομιλήσουμε μὲ τὸ Χριστό, χωρὶς ἡ συζήτηση νὰ πάρει χαρακτήρα καθαρὰ προσωπικό. Δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ μένουμε σὲ γενικότητες. Ξεσκεπάζει διακριτικὰ καὶ ἀποκαλύπτει τὴν κρυφὴ πληγὴ ποὺ παραθεωροῦμε. Θέλει νὰ ρίξει πλῆρες φῶς στὴ συνήθεια ποὺ δηλητηριάζει τὴν πνευματική μας ζωή. Ζητεῖ νὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια τὴν ἁμαρτία ποὺ ἐμεῖς καλύπτουμε, γιατὶ μόνο ὅταν τὴν δοῦμε κατάματα καὶ τὴ συνειδητοποιήσουμε, θὰ σωθοῦμε ἀπὸ αὐτή.
Συνήθως ἀντιστεκόμαστε σὰν τὴ Σαμαρείτιδα. Προτιμᾶμε νὰ μένουμε σὲ γενικὲς συζητήσεις περὶ Θεοῦ. Ἀπομακρύνουν πολλοὶ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔρχεται νὰ δείξει καὶ νὰ θίξει: Τὴν ἀδικία ποὺ ἔκαναν στὸ φίλο ἢ συγγενή τους, τὴν συκοφαντία ἐναντίον τοῦ συναδέλφου, τὰ πικρὰ λόγια, τὴν ἐκμετάλλευση τοῦ ἀδυνάτου... Ὅμως δὲν ἔχει καμμιὰ ἀξία νὰ ἐπαναλαμβάνουμε μερικὲς χριστιανικὲς ἀλήθειες, ὅταν ἡ ψυχή μας δὲν εἶναι διατεθειμένη νὰ συμμορφωθεῖ μ’ αὐτές. Εἶναι μάταιο νὰ ἀκοῦμε καὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὸ Χριστό, ἂν δὲν ἀποκαλύψουμε τὴν προσωπική μας πνευματικὴ πληγὴ στὸ θεῖο Του βλέμμα, ποὺ «ἐτάζει καρδίας καὶ νεφρούς», ἂν δὲν Τὸν ἀφήσουμε νὰ τὴν ἀγγίξει καὶ νὰ τὴν θεραπεύσει.
Β) Ὁ Χριστὸς ἐπιμένει, ἀλλὰ προχωρεῖ μὲ λεπτότητα. Τὰ λόγια ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Σαμαρείτιδα γιὰ νὰ καλύψει τὴν κατάστασή της Ἐκεῖνος τὰ στρέφει διακριτικὰ σὲ μιὰ ἀποκάλυψη. «Καλῶς εἶπας, ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω... τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας». Δὲν τὴν ἐλέγχει λέγοντάς της ὅτι προσπαθεῖ νὰ θολώσει τὰ νερά, ὅτι εἶναι ἔνοχη. Ἀλλὰ μὲ μιὰ ἐξαιρετικὴ διακριτικότητα χρησιμοποιεῖ τὴ θετικὴ πλευρὰ ποὺ ὑπάρχει στὴν ἀπάντησή της, γιὰ νὰ διευκολύνη τὴν ὁμολογία. Μὲ προσοχὴ καὶ στοργὴ πλησιάζει στὴν πληγὴ τὸ νυστέρι. Παραμερίζει τὴν ἀσάφεια, τονίζει τὴν ἀλήθεια, ὅλα ὅμως αὐτὰ τὰ κάνει μὲ μιὰ βαθειὰ ἀγάπη, ποὺ τελικὰ λυτρώνει καὶ ὑποχρεώνει.
Συχνὰ στὴν καθημερινὴ μας ζωή, στὴ δουλειά μας, στὴν οἰκογένειά μας, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ ἀντιληφθοῦμε λάθη ἀνθρώπων, μὲ τοὺς ὁποίους ζοῦμε καὶ συνεργαζόμαστε. Θέλουμε νὰ τοὺς κάνουμε νὰ τὰ συναισθανθοῦν, νὰ τὰ διορθώσουν ἀλλὰ τὸ κάνουμε χωρὶς προσοχὴ καὶ λεπτότητα. Κατὰ κανόνα εἴμαστε ἀπότομοι, ἀδέξιοι, πικροί. Χρησιμοποιοῦμε λέξεις σκληρές, ὕφος στεγνό, ὑπονοούμενα φαρμακερά. Ἐνδιαφερόμαστε περισσότερο νὰ ἐρεθίσουμε τὴν πληγή, παρὰ νὰ τὴν ἐπουλώσουμε. Δὲν εἶναι ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, ποὺ μᾶς κινεῖ, ἀλλὰ ἡ φιλαυτία μας, ποὺ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἄλλου καὶ ἀντιδρᾶ. Ἢ ποὺ ζητάει νὰ τονίσει τὶς ἀδύνατες πλευρές του, γιὰ νὰ κολακευθεῖ ἀπὸ τὴ σύγκριση.
Μπορεῖ βέβαια νὰ ἐπιμένουμε ὅτι τὸ λέμε «γιὰ τὸ καλό του», ἢ ὅτι τὸ κάνουμε γιατὶ «ἀγαπᾶμε τὴν ἀλήθεια». Οὐσιαστικὰ ὅμως ζητοῦμε νὰ κρύψουμε καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας τὰ πραγματικὰ κίνητρα. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια δὲν δικαιολογεῖ τὴν περιφρόνηση τῆς ἀγάπης, τὴν ἀγένεια καὶ τὴν πικρία. Ἀσφαλῶς πρέπει νὰ συντελοῦμε στὴν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ βοηθοῦμε θετικὰ αὐτοὺς ποὺ ζητοῦν νὰ τὴν παραμερίζουν. Ἀλλὰ σ’ αὐτή μας τὴν προσπάθεια ἂς μὴ λησμονοῦμε ποτὲ τὴ λεπτότητα καὶ τὴν εὐγένεια ποὺ μᾶς δίδαξε μὲ τὸ παράδειγμά Του ὁ Κύριος.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ



Μελετώντας ἢ ἀκούγοντας τὴ διήγηση τοῦ Εὑαγγελιστοῦ Ἰωάννου γιὰ τὴ συνάντηση τῆς Σαμαρείτιδος μὲ τὸν Χριστό, καὶ βλέποντας τὴ μετἀστροφή της, δηλαδὴ τὸν φωτισμὸ τῆς ὑπάρξεώς της, μᾶς διαφεύγει πάντα ἕνα ἐξ ἴσου σημαντικὸ γεγονός. Ποιὸ εἶναι αὐτό; Μὰ τὸ γεγονὸς πὼς ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτήν, πολλοὶ κάτοικοι τῆς πόλεως Συχὰρ τῆς Σαμάρειας πίστευσαν  στὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ.
Νά, ἀκριβῶς πὼς τὸ περιγράφει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής. Ἐτούτοι οἱ κάτοικοι ἔλεγαν πρὸς τὴν Σαμαρείτιδα. «Δὲν πιστεύουμε πλέον διὰ τὰ ὅσα μᾶς εἶπες ἐσύ· διότι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχουμε ἀκούσει αὐτὸν καὶ γνωρίζουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτήρας ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου, ὁ ἀναμενόμενος Μεσίας ὁ Χριστός».
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ συνεπῶς ἀποτελεῖ τὴν καλὴ καὶ σωτήρια σαγήνη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Αὐτή «συλλαμβάνει τὸν κάθε ἄνθρωπο, ποὺ θὰ θελήσει νὰ εἶναι μὲ τὸν Χριστό, καὶ τὸν ἀναγεννᾶ. Φωτίζει τὸν κόσμο τῆς ψυχῆς του μὲ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου Του· γεμίζει ὅλον τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ χαρίζει σ᾿ αὐτὸν πλούσια τὰ πνευματικὰ δῶρα Του».
Γιατὶ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καταγράφεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, εἶναι ὁ καθαρὸς καὶ γνήσιος σπόρος. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια, ἡ θεϊκὴ ἀλήθεια. Καὶ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία διαφυλάσσει μὲ ἱερὸ δέος καὶ τὴν κηρύττει μὲ θέρμη καὶ ἀκλόνητη πίστη στὸν ἀγαπημένο λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ λαὸς δὲ ἀποτελεῖ τὸ γεώργιο καὶ τὴ φυτεία, δηλαδὴ τὸν ἀγρὸ καὶ τὸ περιβόλι ποὺ θὰ φυτευθεῖ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος, ποὺ δέχεται τὸν λόγο Του, φυτεύει μέσα του «τὸ θεῖο σπόρο, πίνει τὸ νερὸ τοῦ οὐρανοῦ, ἀναπνέει τὸν ἀέρα τοῦ Θείου Πνεύματος, θάλπεται καὶ ζωογονεῖται κάτω ἀπὸ τὸν ἤλιο τῆς ζωῆς».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του τονίζει πὼς «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ζωντανὸς καὶ δραστικὸς καὶ κοπτερώτερος ἀπὸ κάθε δίκοπο μαχαίρι...». Αὐτὸς δὲ ὁ λόγος ἔχει τὴ δική του δύναμη ἐνεργώντας πάντα ἀποτελεσματικά, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπιστρέφει ἄπρακτος πρὸς τὸ Θεὸ κατὰ τὸν προφήτη. «Οὐ μὴ ἀποστραφῇ ἕως ἂν τελεσθῇ ὅσα ἠθέλησα... Τὸ ρῆμα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα...».
Ἐτούτη βεβαίως ἡ δυναμικὴ τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀποτελεῖ «τὴ ζωτικὴ ἀρχὴ ποὺ διαμορφώνει καὶ διέπει τὰ ὀργανικὰ ὄντα». Μήτε κἂν δύναμη ἢ ἐνέργεια, ἀλλὰ ἀποτελεῖ γεγονὸς ἔξω ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα, ἐπειδὴ εἶναι δύναμη πνευματική. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο, τὰ ἀποτελέσματά της «δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴ συνδομὴ φυσικῶν ὅρων καὶ συνθηκῶν».
Μ᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἐνήργησε καὶ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως Συχάρ. Ὡς μία δύναμη ἢ μάλλον τὴ δύναμη, ποὺ ἀφυπνίζει πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς παρέχει μιὰ καινούργια καὶ πρωτόγνωρη προοπτικὴ. Τὴν προοπτικὴ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, πολλοὶ κάτοικοι τῆς πόλεως Συχὰρ ἔτρεξαν, ἄκουσαν καὶ πίστευσαν στὸ Χριστό. Οἱ ἄλλοι κώφευσαν, Τὸν ἀγνόησαν καὶ ἔμειναν ἐγκλωβισμένοι στὰ σχήματα τοῦ κόσμου καὶ στὰ εἴδωλα τῆς καθημερινότητας.
Ὁ σημερινὸς κόσμος μας, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ· τὸν διαβάζουμε ἴσως. Εἴμαστε ὅμως ἕτοιμοι νὰ πιστεύσουμε ἀκλόνητα σ᾿ Αὐτὸν καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε; Γιατὶ σ᾿ αὐτὴ τῆν περίπτωση, θ᾿ ἀκούγεται ξεκάθαρος ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ· «Ἐκεῖνος ποὺ μὲ παρακούει καὶ δὲν δέχεται τὰ λόγια μου, ἔχει μόνος του δημιουργήσει αὐτὸν ποὺ θὰ τὸν καταδικάση».
Ι.Μ Μ κ Λ

Κυριακή της Σαμαρείτιδος

O Ιησούς συναντάται με την Σαμαρείτιδα.  Η συνάντηση αυτή αποτελεί ένα γεγονός που διακλαδώνεται μέσα από ζωηφόρα μηνύματα από τα οποία μπορεί να ξεδιψάσει πνευματικά ο κάθε άνθρωπος.  Στο πρόσωπο της Σαμαρείτιδας γυναίκας, ο Χριστός συναντάται με ολόκληρη την ανθρωπότητα, η οποία βρίσκεται βυθισμένη στο έρεβος της αμαρτίας και απεγνωσμένα επιζητεί στηρίγματα σωτηρίας που βέβαια μόνο ο Κύριος μας προσφέρει.    Ιδιαίτερα για το σημερινό άνθρωπο που έχει περιέλθει σε φοβερά αδιέξοδα που δεν του επιτρέπουν να αισθανθεί ότι το πρόσωπό του είναι εικόνα του Θεού, η συνάντηση που μας περιγράφει η σημερινή ευαγγελική περικοπή γίνεται δείκτης πορείας μιας αληθινής ζωής.  Όσο κι αν ο ίδιος συνθλίβεται από τα αδιέξοδα της αμαρτίας και αισθάνεται τον εσωτερικό του κόσμο να είναι στημένος πάνω σε ερείπια της ζωής μακριά από το Θεό, αναμένει την αγάπη εκείνη που θα του δώσει τη δυνατότητα και με τη δική του ανταπόκριση - όπως συνέβη με τη Σαμαρείτιδα - να ανυψώσει τον εαυτό του στις αγκάλες της Θεϊκής στοργής.  Ο Χριστός, όπως αναφέρεται και στην Αποκάλυψη “Ίσταται επί την θύρα και κρούει”.  Μας καλεί όλους προσωπικά για να δεχθούμε την προσφορά της Θεϊκής Του αγάπης. Εξαρτάται από εμάς κατά πόσο θα ανταποκριθούμε.  Ο Χριστός κάθεται στο πηγάδι του Ιακώβ και συζητεί με τη Σαμαρείτιδα. Ζητεί νερό από μια γυναίκα και μάλιστα με τη συγκεκριμένη καταγωγή.  Όταν λοιπόν ο Χριστός απευθύνεται στον άνθρωπο και του δίνει ευκαιρίες για προσφορά και διακονία στην προοπτική ανάπτυξης κάθε έργου αγάπης μέσα από τις αγκάλες της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, ουσιαστικά ανοίγει ορίζοντες ενός μεγαλείου.  Ενός μεγαλείου που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο μέσα από την πνευματική ερημία που βιώνει, να ξεδιψά με το ύδωρ της αιώνιας ζωής. Το ύδωρ το ζων  Μέσα από τη συνομιλία με τη Σαμαρείτιδα φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός θέλει να της προσφέρει το ύδωρ το ζων ικανοποιώντας δική της επιθυμία.  Έτσι και η Ορθόδοξη Εκκλησία μας απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους δικαίους ή αδίκους και τους ζητά να έρθουν να ξεδιψάσουν από τις κρυστάλλινες πηγές της.  Έκείνο που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι ο Κύριος ήθελε από την γυναίκα εκείνη να αποκτήσει τη συναίσθηση της ψυχικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν.  Έτσι κι από μας σήμερα η Εκκλησία ζητά να συναισθανθούμε την αμαρτωλότητά μας και να βαδίζουμε στο δρόμο της μετάνοιας.  Βέβαια, ο Κύριος ως Παντογνώστης γνωρίζει τα πάντα για τον εαυτό μας και περιμένει τη δική μας ανταπόκριση για να μας προσφέρει το νερό εκείνο με το οποίο μπορεί ο άνθρωπος να ξεδιψάσει.  Δηλαδή να γνωρίσει τη ζωή εκείνη που θα πλημυρίσει την ύπαρξή του και θα την ανεβάσει ψηλά. Αγαπητοί αδελφοί, μια Σαμαρείτιδα γυναίκα αξιώθηκε θείων αποκαλύψεων επειδή ακριβώς κατέστησε η ίδια διάφανη την καρδιά της προς τον Κύριο και εμπιστεύτηκε τον εαυτό της στον παραγματικό Σωτήρα.  Οι αποκαλύψεις αυτές ανοίγουν το δρόμο και για τη δική μας πορεία. Όταν δεχόμαστε την αγάπη Του Κυρίου τότε είμαστε σε θέση να τον λατρεύουμε αληθινά.  Αυτή τη λατρεία ακριβώς ζήτησε και η Σαμαρείτιδα και ο Χριστός βέβαια της αποκάλυψε ότι η αληθινή λατρεία του Θεού είναι “η εν Πνεύματι και αληθεία”.  Είναι η λατρεία εκείνη που αποτελεί απαύγασμα της πίστης του ανθρώπου και της επιτέλεσης κάθε έργου αγαθού.  Μόνο έτσι ο άνθρωπος αγκιστρώνεται στην μοναδική ελπίδα που είναι ο Σωτήρας Χριστός. 

Κυριακή της Σαμαρείτιδος Ιω. 4, 5-42


Το Ευαγγέλιο της Σαμαρείτιδος, που ακούσαμε σήμερα κατά τη Θεία Λειτουργία, είναι μεστό νοημάτων τα οποία, πέρα από το καθαυτό γεγονός της συναντήσεως του Χριστού με αυτή τη γυναίκα, έχουν βαρύτητα και σημασία για τον καθένα μας. Κουρασμένος ο Χριστός από την οδοιπορία, στέκεται έξω από μια πόλη της Σαμάρειας, δίπλα στο πηγάδι του Ιακώβ, και στέλενει τους μαθητές Του να αγοράσουν τρόφιμα. Κάποια στιγμή έρχεται μία γυναίκα να πάρει νερό, και με αφορμή το αίτημα του Ιησού να Του προσφέρει να πιει, ξεδιπλώνεται ένας καταπληκτικός διάλογος. Τρία δε σημεία είναι και τα κυριώτερα.
Το πρώτο, είναι η αντιπαραβολή του νερού του πηγαδιού με το “ὑδωρ τό ζῶν”. Ο Χριστός ζητάει από την Σαμαρείτιδα να του προσφέρει νερό για να ξεδιψάσει, και στην απορία της πώς ένας Ιουδαίος μιλά σε μια γυναίκα, και μάλιστα Σαμαρείτιδα, της αντιλέγει ότι εάν ήξερε με ποιόν μιλούσε, τότε η ίδια θα Του ζητούσε να της δώσει το ζωντανό ύδωρ, αυτό που όταν κανείς το γευτεί δεν πρόκειται να διψάσει ξανά, μιας που γίνεται μέσα του πηγή που αναβλύζει. Καί αυτή η πηγή δεν είναι άλλη από τον ίδιο το Χριστό, που φωτίζει και αγιάζει και αναζωογονεί κάθε άνθρωπο. Δεν είναι άλλη από τη χαρά της Αναστάσεως, που ανατρέπει το φθοροποιό έργο της αμαρτίας και αποκαθιστά τον κάθε άνθρωπο που δέχεται μέσα του τον Χριστό.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι ο Θεός ζητάει από τον άνθρωπο την “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ” προσκύνηση. Στην ερώτηση της γυναίκας εάν πρέπει να προσκυνείται ο Θεός στο Ναό του Σολομώντα, κατά την ιουδαϊκή παράδοση, ή στο παρακείμενο βουνό, σύμφωνα με την παράδοση των Σαμαρειτών, ο Χριστός τονίζει τον τρόπο της προσκύνησης που αρμόζει στον Θεό: εφόσον ο Θεός είναι πνεύμα, η λατρεία προς Αυτόν οφείλει να είναι “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ”. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία δεν είναι επομένως ο τόπος, ούτε οι εξωτερικοί τύποι, αλλά ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε τον Θεό. Η μία προϋπόθεση είναι “'εν πνεύματι”, δηλαδή ότι στην προσευχή μας δεν αρκεί να συμμετέχει το σώμα, αλλά κυρίως το πνεύμα μας, η διάνοιά μας, όλος μας ο ψυχικός κόσμος. Και επιπλέον, η προσευχή μας να βρίσκεται εντός του πνεύματος του Θεού, δηλαδή να είμαστε καθαροί κατά το δυνατόν όταν προσευχόμαστε από κάθε πειρασμό και πονηρό λογισμό και να ζητάμε τα πνευματικά πράγματα, τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας. Το “ἐν ἀληθείᾳ” πάλι, σημαίνει ότι για να λατρέψουμε σωστά τον Θεό οφείλουμε να γνωρίζουμε τις αλήθειες της πίστεώς μας και ότι η προσκύνησή μας δεν είναι ευπρόσδεκτη στον θεό, όταν είναι προσχηματική, υποκριτική ή και επίπλαστη, όταν δηλαδή δεν συμβαδίζει με τη ζωή μας και με τις πράξεις μας. Για να μπορέσουμε επομένως να δεχτούμε τον Χριστό στη ζωή μας, ώστε να γίνει μέσα μας πηγή που θα αναβλύζει και θα ξεδιψά τη ζωή μας, οφείλουμε να αγωνιστούμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας και να γίνουμε αληθινοί προσκυνητές Του, “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ”.
Και το τρίτο σημαντικό σημείο της σημερινής περικοπής είναι ότι για πρώτη φορά ο Χριστός αποκλύπτει απερίφραστα την Θεότητά Του, και μάλιστα όχι σε κάποιον Ιουδαίο, αλλά στη Σαμαρείτιδα, σε μια αλλοεθνή. Και τύτο επειδή ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, δεν εξετάζει δηλαδή την καταγωγή ή το φύλλο ή την κοινωνική κατάσταση του ανθρώπου, αλλά αποκαλύπτεται σε εκείνους που είναι έτοιμοι να Τον δεχτούν στη ζωή τους, σε όσους είναι δεκτικοί της Χάριτός του. Αποκαλύπτεται όχι απαραίτητα στους “καθαρούς”, αλλά σε όσους, παρά την ενδεχόμενη και αναπόφευκτη αμαρτωλότητά τους, Τον επιζητούν με ταπείνωση, με πνεύμα συντετριμμένο, με καρδιά άδολη που αναγνωρίζει την πνευματική της αδυναμία και για τον λόγο αυτό δεν στρέφεται κατά των συνανθρώπων. Γι αυτό και είπε ότι οι άσημοι και οι αμαρτωλοί άνθρωποι είναι εκείνοι που εξαιτίας της ταπείνωσής τους θα εισέλθουν πρώτοι στον Παράδεισο και θα κληθούν Μεγάλοι.
Η εποχή μας, όπως κάθε εποχή, ζητά και θα ζητά πάντα να ξεδιψάσει και να ξεκουραστεί πνευματικά. Για την επιδίωξη του σκοπού αυτού επινοούνται και επιστρατεύονται κάθε είδους ευκαιρίες αναψυχής, οι οποίες όμως είτε εστιάζονται στο σωματικό και υλικό μέρος του ανθρώπου, είτε δεν προσφέρουν πνευματική αναψυχή αλλά μάλλον πνευματική αποδόμηση. Ευρισκόμενοι μέσα στη χαρμόσυνη περίοδο της Αναστάσεως, ας μη λησμονούμε ότι η αληθινή χαρά, η μόνη που μπορεί να ξεδιψάσει την ύπαρξή μας, είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και ότι για να Τον ελκύσουμε κοντά μας, οφείλουμε να Τον προσεγγίσουμε εν πνεύματι, εν αληθεία και εν ταπεινώσει.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου

Στην Ευαγγελική περικοπή της σημερινής Κυριακής ο Χριστός δεν συναντάται μόνο με τη Σαμαρείτιδα, αλλά στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας συναντάται με ολόκληρη την αλλοτριωμένη ανθρωπότητα.  Γιατί, ο Χριστός, δεν είναι κάποιος  Ιουδαίος, που συναντάται και διαλέγεται με μια Σαμαρείτιδα.  Αυτός που της μιλά είναι ο Υιός του Θεού, που κοινωνεί και επικοινωνεί με τους ανθρώπους προσφέροντας την άδολη και αυθεντική Του αγάπη.
Τούτη, ασφαλώς, η συνάντηση χαρακτηρίζεται ως ανυψωτική για τον άνθρωπο  και ακόμα, ως συνάντηση αναγνώρισης της  προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου και  ιδιαίτερα αυτού που αισθάνεται το ηθικό και πνευματικό αδιέξοδο της εποχής του, αλλά και την περιφρόνηση των άλλων.  Ο άνθρωπος μέσα από την ψυχολογική του ψυχοσύνθεση και την υπαρξιακή του διάσταση, όσο κι αν συνθλίβεται στα αδιέξοδα της αμαρτίας, ζητά και αποζητά κατά βάθος την εκτίμηση, την αποδοχή, και την αγάπη των άλλων.  Όμως αυτή την πολύ ανθρώπινη σχέση και συμπεριφορά δεν τη βρίσκει πάντοτε ο καθένας μας, από τους αδελφούς και συνανθρώπους μας.  Αυτήν, λοιπόν, την ανθρώπινη απουσία και ανεπάρκεια έρχεται να την πληρώσει και αναπληρώσει στον καθένα μας ο ίδιος ο Χριστός, όταν και αφού τον συναντήσουμε σε κάποιο «φρέαρ» της ζωής μας.  Όπου οι άνθρωποι δεν ανταποκρίνονται στο όντως υπαρξιακό αίτημα της ζωής του συνανθρώπου τους, πρέπει να κατανοήσουμε, ότι ανταποκρίνεται ο Χριστός, ο οποίος «ίσταται επί την θύραν και κρούει» (Αποκ. γ΄ 28), καλώντας μας, μάλιστα,  προσωπικά, δηλαδή, μας «καλεί  κατ’ όνομα» (Ιωάν. ι΄ 3), για να βρούμε επιτέλους, σ΄ Αυτόν την εκτίμηση, την αποδοχή και την αγάπη, όπως ακριβώς τη βρήκε και την αντιλήφθηκε, μέσα από ένα γνήσιο και ειλικρινή διάλογο, η Σαμαρείτις.  Στάθηκε στο πηγάδι και συζήτησε μαζί της.  Της ζήτησε νερό και ας γνώριζε, ότι τον θεωρούσε εχθρό της, εξαιτίας του μεγάλου και  υπαρκτού  εθνικού μίσους ανάμεσα στους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους.  Γιατί, ο Χριστός είναι πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο συσχετισμό και εμπάθεια.  Ο Χριστός δέχεται, ότι η συμβολή και η συμπαράσταση του καθενός, αντιστρέφεται ευεργετικά σε όποιον την προσφέρει.  Διδάσκει και κηρύττει αυτού του είδους την προσφορά γιατί, πράγματι, μόνον έτσι υπερβαίνει κανείς τον εαυτόν του και τον ατομοκεντρισμό του, υπακούοντας στην παραίνεσή Του «απαρνησάσθω εαυτόν»(Μαρκ. η΄ 34).
Γιατί, όπως έχει αποδειχτεί, είναι  ο εγωϊσμός και ο ατομοκεντρισμός μας, που δεν μας επιτρέπουν  να αισθανθούμε και να νοιώσουμε την αγωνία και τη θλίψη του Χριστού, που έχει για τις αθεράπευτα ψυχοσωματικές ανάγκες του ανθρώπου και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά λέγοντας στη Σαμαρείτιδα «πίστευσόν μοι»(Ιωάν. δ΄ 21).
Η πράξη αυτή του Χριστού έχει ακόμη χαρακτήρα αντιεγωϊστικό. Ο Χριστός δεν εμφορείται από εγωισμό  ότι δηλαδὴ μόνον Αυτός μπορεί να δίδει. Δεν επιθυμεί να φαίνεται πως Αυτὸς μόνο είναι ικανός. Γιατί τότε ταπεινώνει τους ανθρώπους,  επειδή αυτοί δεν μπορούν να δώσουν, να προσφέρουν. Και δεν μπορούν να δώσουν, αφού δεν έχουν κάτι δικό τους. Τα πάντα ανήκουν στο Θεό.
Ο Θεός δίνει απλόχερα την αγάπη Του και την καλοσύνη Του στον άνθρωπο με κάθε τρόπο και μέσο και αυτός αντί να την αντιπροσφέρει, «ως αντίδωρο» στο Θεό δια του «πλησίον» του, την κρατάει και την παρακρατάει προς ίδιον όφελος(εγωϊσμός), βάζοντας έτσι την ίδια τη ζωή και την ύπαρξή του σε εμπλοκή και περιπέτεια, με αποτέλεσμα να ενεργεί νοησιαρχικά, λογικοκεντρικά και ασφαλώς, αναπόφευκτα ιδιοτελειακά και συμφεροντολογικά.  Κι έτσι η υπαρξιακή οντολογική ανθρώπινη λειτουργία αυτοπεριορίζεται και αυτοεγκλωβίζεται στο μυαλό και στη νόηση του εγωιστή ανθρώπου, που αυτοπροσδιορίζεται με άτεγκτους και ψυχρούς συνειρμικούς συλλογισμούς χωρίς αίσθημα και συναισθηματικότητα.
Στη θεία Λειτουργία ομολογούμε,  ότι  προσφέρουμε τα δικά Του από τα δικά Του. «Τα σα εκ των σων Συ προσφέρομεν…» Αυτό ευχαριστεί τον Χριστό, γιατί δίδει την ευκαιρία στους ανθρώπους να Του προσφέρουν, ως αδελφοί Του, πλασμένοι κατ᾿ εικόνα και καθ᾿ ομοίωση δική Του.
Σύμφωνα με την επιστήμη της  Ψυχολογίας της Προσωπικότητας και της Κοινωνικής ψυχολογίας, ο νους, η νόηση και η σκέψη της Σαμαρείτιδος κάπως έτσι ψυχρά και αρνητικά συναισθηματικά, κοινωνούσε και λειτουργούσε, και αυτό εξάγεται από την απάντηση που έδωσε στο Χριστό, όταν της ζήτησε νερό από το πηγάδι του Ιακώβ. Πηγάδι, που  τελικά δεν της ανήκε, αφού το νερό είναι  κοινόχρηστο αγαθό. «…πώς Συ Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιειν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γάρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις».
Έβλεπε και αντιμετώπιζε τον Χριστό  λογικοκεντρικά και ορθολογιστικά. Τον διέκρινε και τον αναγνώριζε μόνο με τα εξωτερικά  Του χαρακτηριστικά γνωρίσματα.  Σύμφωνα, δηλαδή, με την εθνική Του προέλευση και την Ιουδαϊκή του καταγωγή.
Η νοησιαρχική της σκέψη και βούληση την είχαν κάνει να πιστεύει, ότι ο κάθε Ιουδαίος ήταν οπωσδήποτε εχθρός της και κατά συνέπεια, δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να τον βοηθήσει, να τον συνδράμει ή να τον εξυπηρετήσει.  Μέσα από αυτή τη νοοτροπία και το απόσταγμα της σκέψης διακρίνουμε με καθαρότητα πώς εκλαμβάνονται και πραγματώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τον συνάνθρωπο.  Αφ΄ ενός μεν, ο συνάνθρωπος εκλαμβάνεται, ως ένα ψυχρό αντικείμενο ή πράγμα και αφ΄ ετέρου, σύμφωνα με τα ιδιώματα ή τις ιδιότητές του.  Δηλαδή, την εθνικότητά του, την κοινωνική και οικονομική του στάθμη κ.ά., με αποτέλεσμα να μπαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους ένα αδιαπέραστο τείχος αίσχους και ντροπής, που εμποδίζει και αποκρύπτει την έκφραση του ψυχικού και πνευματικού τους κόσμου.
Για να ξεπεράσουμε και για να γκρεμίσουμε από τα  εσώτερα του είναι μας αυτό το τείχος της ντροπής και της ψυχοσωματικής αλλοίωσης και  φθοράς, χρειαζόμαστε ένα άνοιγμα, ένα ξεπέταγμα.  Χρειαζόμαστε την  προσωπική μας υπέρβαση και αυθυπέρβαση.  Την ατομική μας έξοδο από το αδιέξοδο του «Εγώ» και την είσοδό μας στο «Εσύ» του άλλου.  Αυτή η προσφορά και η διακονία μας στους συνανθρώπους μας, ανεξάρτητα από ιδιότητες και γνωρίσματα, όταν μάλιστα  επιτελείται και συντελείται στο Όνομα του Χριστού και δια του Χριστού, τότε αποκαλύπτεται και φανερώνεται ο οντολογικός προορισμός της ανθρώπινης πορείας του καθενός μας.  Αυτό που δίδασκε με το λόγο,  ο Λόγος, όχι μόνο στη Σαμαρείτιδα και κατόπιν στους συγχωριανούς της, αλλά παντού και πάντοτε.
Ας αντιληφθούμε, επιτέλους, αυτό τον προορισμό και ας τον πραγματώσουμε, όπως τον πραγμάτωσε η σημερινή γυναίκα της ευαγγελικής περικοπής, αλλά και πολλοί συγχωριανοί της, πίνοντας από το ύδωρ, που τους έδωσε και τους οδήγησε «εις ζωήν αιώνιον».

Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Ἁγίας Φωτεινής)

Ὅλη αὐτὴ τὴ περίοδο ποὺ διανύουμε τώρα, ἐπεκτεινομένη σὲ πενήντα μέρες, ἑορτάζομε τὴν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, δεικνύοντας μὲ αὐτὴ τὴν παράταση τὴν ὑπεροχὴ τῆς ἀπέναντι στὶς ἄλλες ἑορτές.
Πραγματικὰ ὅλοι ὅσοι ἀναστήθηκαν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀναστήθηκαν ἀπὸ ἄλλους καί, ἀφοῦ πέθαναν πάλι, ἐπέστρεψαν στὴ γῆ. Ὁ δὲ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δὲν κυριεύεται πλέον καθόλου ἀπὸ τὸ θάνατο, γιατί δὲν ἐπέστρεψε πάλι στὴ γῆ, ἀλλὰ ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, καθιστώντας τὸ φύραμά μας ποὺ εἶχε λάβει ὁμόθρονο μὲ τὸ Πατέρα ὡς ὁμόθεο. 
Εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔγινε ἀρχὴ τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καὶ πρωτότοκος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Καὶ ὅπως ὅλοι ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, πεθαίνουν στὸν Ἀδάμ, ἔτσι στὸ Χριστὸ θὰ ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοὶ καὶ δίκαιοι, ἀλλὰ ὁ καθένας στὴ τάξη του. Ὅταν καταργήσει κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ δύναμη καὶ θέσει ὅλους τους ἐχθρούς του κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του, τελευταῖος ἐχθρὸς ποὺ θὰ καταργηθεῖ εἶναι ὁ θάνατος, κατὰ τὴ κοινὴ ἀνάσταση.
Ὁ Κύριος κηρύττοντας τὸ εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος, δεικνύει στοὺς μαθητὲς ὅτι ἡ ἐκλογὴ τῶν ἀξίων τῆς πίστεως δὲν θὰ γίνει μόνο ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικούς, στὴ σημερινὴ περικοπὴ τοῦ εὐαγγελίου.
(το κείμενο που ακολουθεί, είναι απόσπασμα ομιλίας του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά)
Ἔρχεται λοιπόν ὁ Κύριος σὲ μία πόλη τῆς Σαμάρειας ποὺ λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ὀνομάσθηκε ἡ πόλη ποὺ ἔκτισε τὸ 880 π.Χ. ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, Ἀμβρί, ἔπειτα τὸ ὄρος Σομὸρ ποὺ ἦταν ἡ ἀκρόπολή της καὶ τέλος ὅλο τὸ βόρειο βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ καταλύθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀσσυρίους τὸ 721 π.Χ. καὶ ὁ ἡγεμόνας τους ἐγκατέστησε ἐκεῖ ἐθνικοὺς ἀπὸ πολλὰ μέρη).
Ἐκεῖ ἦταν ἡ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ, τὸ πηγάδι ποὺ ἐκεῖνος εἶχε ἀνοίξει. Κουρασμένος ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα ἀπὸ τὸ πηγάδι καὶ κάτω ἀφελῶς, γιατί οἱ μαθητές του πῆγαν νὰ ἀγοράσουν τροφές. Ἔρχεται ἐκεῖ μιὰ γυναίκα ἀπὸ τὴ Σαμάρεια νὰ πάρει νερὸ καὶ ὁ Κύριος διψώντας ὡς ἄνθρωπος, τῆς ζήτησε νερό.
Αὐτὴ ἀντιλήφτηκε ἀπὸ τὴν ἐμφάνισή του ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος καὶ θαύμασε πῶς ἕνας Ἰουδαῖος ζητᾶ νερὸ ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ Σαμαρείτιδα. Ἂν γνώριζες, τῆς εἶπε, τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητᾶ νὰ πιεῖ νερό, ἐσὺ θὰ τοῦ ζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε ζωντανὸ νερό. Ὁ Κύριος ἐπιβεβαίωσε ὅτι ἂν γνώριζε θὰ γινόταν μέτοχος πραγματικὰ ζωντανοῦ νεροῦ, ὅπως ἔπραξε καὶ ἀπόλαυσε ἀργότερα ὅταν τὸ ἔμαθε, ἐνῶ τὸ συνέδριο τῶν Ἰουδαίων ποὺ ἔμαθαν σαφῶς, ἔπειτα ἐσταύρωσαν τὸν Κύριο τῆς δόξης. Δωρεὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἐπειδὴ θεωρεῖ ἀγαπητοὺς ὅλους ἀκόμα καὶ τοὺς μισητοὺς ἀπὸ τοῦ Ἰουδαίους ἐθνικοὺς καὶ προσφέρει τὸν ἑαυτό του καὶ καθιστᾶ τοὺς πιστοὺς σκεύη δεκτικά της Θεότητός του.
Ἡ Σαμαρείτιδα δὲν κατάλαβε τὸ μεγαλεῖο τοῦ ζωντανοῦ νεροῦ, ἀπορεῖ ποὺ θὰ βρεῖ νερὸ χωρὶς κουβὰ σὲ ἕνα βαθὺ πηγάδι. Ἔπειτα ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν συγκρίνει μὲ τὸν Ἰακώβ, ποὺ τὸν ἀποκαλεῖ πατέρα, ἐξυμνώντας τὸ γένος ἀπὸ τὸν τόπο καὶ ἐξαίρει τὸ νερὸ μὲ τὴ σκέψη ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ βρεθεῖ καλύτερο. Ὅταν ὅμως ἄκουσε ὅτι τὸ «νερό ποὺ θὰ σοῦ δώσω» θὰ γίνει πηγὴ ποὺ τρέχει πρὸς αἰώνια ζωή, ἄφησε λόγο ψυχῆς ποὺ ποθεῖ καὶ ὁδηγεῖται πρὸς τὴ πίστη καὶ ζήτησε νὰ τὸ λάβει γιὰ νὰ μὴ ξαναδιψάσει. Ὁ Κύριος θέλοντας νὰ ἀποκαλύπτεται λίγο – λίγο, τῆς λέγει νὰ φωνάξει τὸν ἄνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους ἄνδρες εἶχε καὶ αὐτὸν ποὺ ἔχει τώρα δὲν εἶναι δικός της. Ἐκείνη ὅμως δὲν στενοχωρεῖται ἀπὸ τὸν ἔλεγχο, ἀλλὰ ἀμέσως καταλαβαίνει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι προφήτης καὶ τοῦ ζητᾶ ἐξηγήσεις σὲ ψηλὰ ζητήματα.
Βλέπετε πόση εἶναι ἡ μακροθυμία καὶ ἡ φιλομάθεια αὐτῆς τῆς γυναίκας; Πόση συλλογὴ καὶ γνώση εἶχε στὴ διάνοιά της, πόση γνώση τῆς θεόπνευστης Γραφῆς; Καὶ ἀμέσως τὸν ρωτᾶ ποῦ πρέπει νὰ λατρεύεται σωστὰ ὁ Θεός, ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸν τόπο ἢ στὰ Ἱεροσόλυμα; Καὶ τότε παίρνει τὴν ἀπάντηση, ὅτι ἔρχεται ἡ ὥρα, ὁπότε οὔτε στὸ ὄρος αὐτὸ οὔτε στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ προσκυνᾶτε τὸν Πατέρα. Τῆς γνωρίζει μάλιστα ὅτι ἡ σωτηρία εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, δὲν εἶπε θὰ εἶναι, στὸ μέλλον, γιατί ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος. Ἔρχεται ὤρα καὶ εἶναι τώρα ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνητὲς θὰ προσκυνοῦν τὸ Πατέρα κατὰ Πνεῦμα καὶ ἀλήθεια.
Γιατί ὁ ὕψιστος καὶ προσκυνητὸς Πατέρας, εἶναι Πατέρας αὐτοαληθείας, δηλαδὴ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ ἔχει Πνεῦμα ἀληθείας, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν, τὸ πράττουν ἔτσι διότι ἐνεργοῦνται δι’ αὐτῶν. Ὁ Κύριος ἀπομακρύνει κάθε σωματικὴ ἔννοια τόπο καὶ προσκύνηση, λέγοντας: «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν προσκυνοῦν πρέπει νὰ τὸν προσκυνοῦν κατὰ Πνεῦμα καὶ ἀλήθεια». Ὡς πνεῦμα ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς εἶναι ἀσώματος, τὸ δὲ ἀσώματο δὲν εὑρίσκεται σὲ τόπο οὔτε περιγράφεται μὲ τοπικὰ ὅρια. Ὡς ἀσώματος ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πουθενά, ὡς Θεὸς δὲ εἶναι παντοῦ, ὡς συνέχων καὶ περιέχων τὸ πᾶν.
Παντοῦ εἶναι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο ἐδῶ στὴ γῆ ἀλλὰ καὶ ὑπεράνω τῆς γῆς, Πατὴρ ἀσώματος καὶ κατὰ τὸν χρόνο καὶ σὲ τόπο ἀόριστος.
Βέβαια καὶ ἡ ψυχὴ καὶ ὁ ἄγγελος εἶναι ἀσώματα, δὲν εἶναι ὅμως σὲ τόπο, ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ παντοῦ, γιατί δὲν συνέχουν τὸ σύμπαν ἀλλὰ αὐτὰ ἔχουν ἀνάγκη τοῦ συνέχοντος.
Ἡ Σαμαρείτιδα καθὼς ἄκουσε ἀπὸ τὸ Χριστὸ αὐτὰ τὰ ἐξαίσια καὶ θεοπρεπὴ λόγια, ἀναπτερωμένη, μνημονεύει τὸν προσδοκώμενο καὶ ποθούμενο Μεσσία, τὸν λεγόμενο Χριστὸ ποὺ ὅταν ἔρθει θὰ μᾶς τὰ διδάξει ὅλα. Βλέπετε πῶς ἦταν ἐτοιμότατη γιὰ τὴν πίστη; Ἀπὸ ποῦ θὰ γνώριζε τοῦτο, ἂν δὲν εἶχε μελετήσει τὰ προφητικὰ βιβλία μὲ πολλὴ σύνεση; Ἔτσι προλαβαίνει περὶ τοῦ Χριστοῦ ὅτι θὰ διδάξει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Μόλις τὴν εἶδε ὁ Κύριος τόσο θερμή, τῆς λέγει ἀπροκάλυπτα: Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός, ποὺ σοῦ μιλῶ. Ἐκείνη γίνεται ἀμέσως ἐκλεκτὴ εὐαγγελίστρια καὶ ἀφήνοντας τὴ ὑδρία καὶ τὸ σπίτι της τρέχει καὶ παρασύρει ὅλους τους Σαμαρεῖτες πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ ἀργότερα μὲ τὸν ὑπόλοιπο φωτοειδὴ βίο της (ὡς Ἁγία Φωτεινή) σφραγίζει μὲ τὸ μαρτύριο τὴν ἀγάπη της πρὸς τὸν Κύριο.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ

του κ. Μιχαήλ Τσακιράκη
Εκπαιδευτικού - Θεολόγου


Όλην αυτήν την περίοδο γιορτάζουμε 50 μέρες την εκ νεκρών Ανάσταση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού δείχνοντας με τον τρόπο αυτό πόσο υπερέχει αυτή από τις άλλες γιορτές. Αν κα περιλαμβάνει και την εις ουρανούς Ανάληψή Του δηλαδή την ανάμνηση της εις ουρανούς ανόδου του Δεσπότου για τον ίδιο ακριβώς λόγο για να φανεί και η διαφορά Του από τους ανθρώπους αφού όσοι εκ νεκρών αναστήθηκαν αναστήθηκαν από άλλους και αφού πάλι πέθαναν επέστρεψαν στη γη ενώ ο Χριστός μόνος Του αναστήθηκε εκ νεκρών την Τρίτη ημέρα δεν ξανακυριεύτηκε από το θάνατο ούτε επέστρεψε πάλι στη γη αλλά ανέβηκε στον ουρανό καθιστώντας το φύραμά μας που είχε λάβει ομόθρονο του Πατρός ως ομόθεο. Κι αυτό ως ο μόνος που έγινε αρχή της μελλούσης αναστάσεώς μας κι ο μόνος που κατέστη απαρχή νεκρών και πρωτότοκο νεκρών και πατέρας μέλλοντος αιώνος. Κι όπως όλοι οι δίκαιοι και αμαρτωλοί πεθαίνουν στον Αδάμ έτσι και στο Χριστό θα αναστηθούν αλλά καθένας στην τάξη του. Τελευταίος εχθρός που θα καταργηθεί ο θάνατος κατά την κοινή ανάσταση με την έσχατη σάλπιγγα γιατί πρέπει το θνητό να ενδυθεί αθανασία και το φθαρτό αφθαρσία. Τέτοια δωρεά μας χαρίζει η Ανάστασή Του προεικονίζοντας και τη μέλλουσα μακαριότητα των αγίων από όπου έχει εξαφανιστεί κάθε οδύνη, λύπη και στεναγμός γιατί εκεί είναι όντως ευφραινομένων η κατοικία. Και γι’ αυτό η χάρη Του καθιέρωσε πριν από αυτά να νηστεύομε 40 μέρες κατά την ιερή Σαρακοστή και αγρυπνία και κάθε είδους αρετών άσκηση γιατί προηγείται σ’ αυτή τη ζωή των σωζομένων η μετάνοια διαρκώς και ο θεοφιλής βίος ενώ με τις 50 μέρες τώρα επιδεικνύεται η άνεση και απόλαυση που θα υποδεχτεί όσους εδώ έζησαν με αγώνα για το Θεό.

Στον καιρό της θα έρθει επομένως με την Ανάστασή Του και την Ανάληψή Του η μέλλουσα κοινή ανάστασή μας και η ανύψωση των αξίων μόνο στα σύννεφα και συνύπαρξή τους και ανάπαυσή τους με το Θεό αιώνια. Σήμερα ο Χριστός υποτάσσει και την Σαμάρεια με λόγο και διδασκαλία για τη σωτηρία. Πώς; Ακούστε: κουρασμένος από την οδοιπορία κάθεται δίπλα στο πηγάδι περίπου στις 6 (+6=12 η ώρα, το μεσημέρι) κα φυσικά η ώρα και ο τόπος επιβάλλουν να καθίσει καθένας με σώμα σαν το δικό μας. Σαν οδοιπόρος από τους πολλούς γιατί οι μαθητές Του είχαν φύγει να αγοράσουν τροφές στην πόλη κι ο Κύριος διψώντας και βλέποντας να έρχεται κάποια που διψά ανθρωπίνως για να σταματήσει τη δίψα της ως Θεός βλέπει όμως και την καρδιά της να ζητά για σωτήριο ύδωρ χωρίς να γνωρίζει ποιος μπορεί να της το προσφέρει. Κι επειδή επείγεται να αποκαλυφθεί στην ποθούσα ψυχή γιατί ποθεί κι Αυτός τους ποθούντες Αυτόν αρχίζει από κει που θα γίνει ευπρόσδεκτος λέγοντάς της δώσε μου να πιώ νερό παίρνοντας ως αφορμή αυτό για να αποκαλυφθεί σ’ αυτήν λέγοντας αν γνώριζες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι Αυτός που σου ζητά νερό εσύ θα Του ζητούσες και θα σου έδινε το ζωντανό νερό.

Ποια είναι η δωρεά του Θεού και μάλιστα μεγάλη δωρεά και χάρη; Το ότι δεν βδελύσσεται τους θεωρούμενους βδελυκτούς και ακοινώνητους κι ακόμα παραπέρα να θεωρεί τέτοιους ανθρώπους αγαπητούς Του ώστε όχι μόνο να δέχεται τα διδόμενα από αυτούς αλλά και να τους μεταδίδει από τα δικά Του θεία χαρίσματα και τον ίδιο Του τον Εαυτό και καθιστά τους πιστούς Του σκεύη δεκτικά της θεότητάς Του αφού προβλέποντας επαγγέλλεται ότι αδύνατον αλλιώς να έχουν μέσα τους πηγή ύδατος ζωής που να τρέχει στην άλλη Ζωή την αιώνια! Η Σαμαρείτις πρώτα δεν κατάλαβε και απορεί και έπειτα επιχειρεί να Τον συγκρίνει με τον Ιακώβ κι όταν πάλι Τον άκουσε να της προσφέρει το δικό Του ύδωρ άφησε λόγο καρδιακό που ποθεί κι οδηγείται στην πίστη χωρίς ακόμα να μπορεί να κοιτάξει καθαρά στο Φως. Κ ο Κύριος θέλοντας να αποκαλυφθεί λίγο λίγο της λέει τότε να φέρει και τον άντρα της. Κι αυτή κρύβει τη διαγωγή της –έτσι νομίζει- και συγχρόνως σπεύδει να πάρει και το δώρο λέγοντας ότι δεν έχει άντρα. Και ακούει τότε την κρυμμένη αλήθεια από τον Κύριό μας που της θυμίζει ότι αλήθεια λέει γιατί 5 άντρες είχε ως τότε κι αυτόν που τώρα έχει κι αυτός δεν είναι δικός της ελεγχόμενη για την όλη της διαγωγή από μικρή ήδη ηλικία. Κοιτάξτε όμως μεγαλείο ψυχής αυτής της γυναίκας που δεν στεναχωριέται αλλά αντιλαμβανόμενη Ποιον περίπου έχει ενώπιόν της σπεύδει προσπερνώντας την προσωπική της δυστυχία να συζητήσει υψηλότερα ζητήματα. Πόση η μακροθυμία αλλά και η φιλομάθεια της γυναίκας!

Κι αυτήν την γνώση και φιλομάθεια της γυναίκας τη βαθιά μελέτη της θεόπνευστης Γραφής δέχεται ο Κύριός μας ως οσμή ευωδίας πνευματικής και ευχαρίστως συζητά παραπέρα μαζί της. Τι μας διδάσκει η γυναίκα αυτή; Ό, τι κα να μας απασχολεί στα προσωπικά μας μη χάνουμε ευκαιρία να ασχολούμαστε με τα πνευματικά μας. Μελετώντας ιερά και σπουδάζοντας καθιστάμεθα άξιοι θείας επιστασίας που είναι η οσμή που οσφραίνεται ο Κύριος. Αν όμως μέσα μας τρέφουμε πονηρούς ή ρυπαρούς γήινους λογισμούς τότε απομακρυνόμαστε από Αυτόν και καθιστάμεθα άξιοι αποστροφής αλίμονο από το Θεό! Ου παραμενούσι παράνομοι κατέναντι των οφθαλμών Σου! Μνησθήση διαπαντός Κυρίου του Θεού Σου, καθήμενος και πορευόμενος, κοιταζόμενος και διανιστάμενος και ερευνάτε τας Γραφάς και εν αυταίς ευρήσετε Ζωήν την αιώνιον και αδιαλείπτως προσεύχεσθε.

Κι η συνέχεια ακόμα καλύτερη: της ολοκληρώνει το σκοπό των λόγων Του προφητεύοντας ότι τέτοια την ζητεί και τη δέχεται ο Θεός –όσοι έχουν προσκυνήσει το ιερό της λείψανο της πρώην πόρνης όπως τη λέει η Εκκλησία μας και αφού πόρνες και τελώνες προηγούνται άλλων στην βασιλεία των ουρανών καταλαβαίνουν πόσο σημαντικά είναι όλα αυτά!- και απαντώντας της λέει ότι έρχεται ώρα και τώρα μάλιστα είναι η ώρα που δε θα προσκυνάτε ούτε εδώ ούτε εκεί το Θεό Πατέρα αλλά τέτοιους θέλει ο Θεός προσκυνητές Του. Θα γίνει τέτοια άξια και θα προσκυνά τον Ύψιστο Πατέρα όχι τοπικά αλλά ευαγγελικά –μετατίθεται η προσκύνηση κι ο νόμος- γιατί σεις προσκυνάτε ό, τι δεν ξέρετε ενώ εμείς ό, τι ξέρουμε θα έρθει ο Χριστός έρχεται ώρα τώρα, έρχεται δεν τελέστηκε ακόμα θα τελεστεί τώρα γιατί βλέπει ότι είναι έτοιμη να πιστέψει σύντομα και να προσκυνά πνευματικά και αληθινά. Πνεύμα ο Θεός και όσοι Τον προσκυνούν έτσι εν Πνεύματι και Αληθεία πρέπει να Τον προσκυνούν ασώματος ο Θεός και ως ασώματος δε βρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται τοπικά! Είναι πανταχού παρών και σε όλα ο Θεός! Ως συνέχων και περιέχων τα πάντα!

Πανταχού όχι μόνο της γης αλλά και του ουρανού και των υπεράνω της γης θα προσκυνηθεί από τους πιστούς αληθώς και θεοπρεπώς. Βέβαια η ψυχή και οι άγγελοι είναι ασώματα και όχι σε τόπο αλλά δεν είναι πανταχού γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν παρά έχουν ανάγκη του συνέχοντος κι επομένως αυτά είναι στον συνέχοντα και περιέχοντα το σύμπαν αλλά η ψυχή συνέχοντας το σώμα με το οποίο κτίστηκε μαζί είναι πανταχού του σώματος όχι ευρισκομένη σε τόπο ούτε ως περιεχομένη στο σώμα αλλά ως συνέχουσα και περιέχουσα αυτό αφού έχει και τούτο ως κατεικόνα Θεού.

Κι η γυναίκα αυτή η υπέροχη Φωτεινή ονομάστηκε από το Σωτήρα μας εκλεκτή σαν τον ήλιο και καταγράφηκε κι αυτή στον κατάλογο των μελλόντων να λάμψουν σαν τον ήλιο κατά το ευαγγέλιο επισφραγίζοντας τον υπόλοιπον της ζωής αυτής φωτοειδή βίον εν ειρήνη και μετανοία με μαρτυρικό τέλος μακάριο κι αυτή και η οικογένειά της –εορτάζεται κι αυτή δυο φορές το χρόνο αλλά σήμερα εξαιρέτως αφιερώνεται ολόκληρη η Κυριακή στη μνήμη της κάθε χρόνο ενώ υπάρχει και η εορτή της το Φεβρουάριο, 26: αγίασαν μαζί της επί Νέρωνος και όλοι οι δικοί της, οι αδελφές της και τα παιδιά της, Ανατολή(2η αδελφή της)-Φωτώ(3η αδελφή της)-Φωτίς(4η αδελφή της)-Παρασκευή(5η αδελφή της)-Κυριακή(6η αδελφή της) και Φωτεινός(1ος γιος της, Βίκτωρ ο Στρατηλάτης από τον Κύριο ονομασθείς ως μεγαλύτερος γιος της αγίας Φωτεινός), Ιωσής(2ος γιος της), Σεβαστιανός ο Δουξ, , Χριστόδουλος. Τώρα λοιπόν αναγνωρίζει ως αληθινό Θεό τον Χριστό και Τον εξυμνεί τελείως ως Θεό κι ό, τι είπε Αυτός έπειτα στους μαθητές Του περί Αγίου Πνεύματος συμφυούς και ομοτίμου ό, τι όταν θα έρθει Εκείνος θα διδάξει όλη την αλήθεια τούτο λέει κι αυτή προλαβαίνοντας ότι όταν έρθει Εκείνος θα μας διδάξει όλα.

Κι ο Κύριος τότε της λέει Εγώ είμαι που σου μιλώ επειδή την είδε τέτοιας ακριβώς λογής κι αυτή πραγματική ευαγγελίστρια εκλεκτή αφήνει κάτω την υδρία και τρέχει στην πόλη ως ισαπόστολος πλέον να φέρει όλους κοντά Του πείθοντάς τους με λόγια και οδηγώντας τους στην πίστη του φανέντος ελάτε να δείτε άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έκανα μήπως είναι ο Χριστός; Επειδή πιστεύει ότι καλύτερα θα πιστέψουν εάν δουν και συνομιλήσουν όπως κι έγινε…για προσέξτε καλύτερα αυτήν την γυναίκα που μόλις άκουσε αμέσως καταφρόνησε όλες της τις ανάγκες αφήνοντας σπίτι και νερό ενθουσιασμένη και ξαναγυρίζει γρήγορα γρήγορα στο Χριστό τρέχοντας και φέρνοντας κι άλλους μαζί της πραγματικό υπόδειγμα για όλους μας αρετής και προτιμώντας την αγαθή μερίδα από βιοτικά την ωφέλεια της διδαχής γιατί όντως το σχήμα του κόσμου παρέρχεται πολύ γρηγορότερα από ό, τι βλέπουμε και νοιώθουμε και πάμε για την αιωνιότητα όλοι μας. Βραχύς ο βίος και σύντομος πλησίον η αναχώρηση κι η αιωνιότητα λίγο η φθορά και άπειρη η αφθαρσία! Κι όλους μας παραπέμπει με ασφάλεια σ’ Εκείνον η καταφρόνηση των παρόντων κι η ετοιμασία των μελλόντων αποφεύγοντας όσο μπορούμε τα επιβλαβή και επιδιώκοντας τα ουράνια, χρησιμοποιώντας και όχι παραχρησιμοποιώντας τον κόσμο τούτο όπως έκαναν κι όλοι μας οι άγιοι και απόλυτα φιλοσοφημένα αφού και να θέλαμε να τα κατέχουμε όλα τούτα αιώνια δεν μπορούμε ενώ τα αιώνια μπορούμε κάλλιστα γιατί δεν είναι όνειρα ούτε σκιά θερινής άγονης νεφέλης που διώκεται από τον άνεμο και ταχέως παρέρχεται και μεις πολλές φορές φεύγουμε και πριν από τα εγκόσμια σα να βαδίζουμε δρόμο και ή τελειώνει πρώτα ο δρόμος ή εμείς ή δεν μπορούμε πια να κατέχουμε τίποτε ή χάνουμε όσα έχουμε και νωρίτερα, πλούτη, χαρές και ευτυχίες και ελπίδες μάταιες!

Το τέλος των προσκολλημένων εδώ πάντοτε συμφορά αφού όλα αυτά εδώ μένουν κι αν μείνουν πάλι αλλά πάντως εδώ εγκαταλείπονται ενώ σε όσους περιφρονούν όλα αυτά και ζητούν τα αιώνια με γνώση και επίγνωση και πράξεις αρμόδιες κι ο θάνατος ωφελεί και δεν πεθαίνουν αλλά πηγαίνουν από τα λυπηρότερα στα πιο χαρούμενα και στην πραγματική Ζωή την ευτυχισμένη και αιώνια την αναλλοίωτη που εύχομαι να πετύχουμε όλοι με τις πρεσβείες και της αγίας Φωτεινής!  

Το ψευτορωμαίικο τοὐς βάζει φυλακή και το Βατοπέδι τούς βγάζει...


Photo: big andrei/Flickr



Ομολογώ ότι έπεσα πάνω σ’ αυτό το ενδιαφέρον θέμα εξαιτίας ενός άγνωστου τηλεθεατή μου. Μόλις είχε βγει από τις φυλακές Κομοτηνής, επικοινώνησε μαζί μου για να μου καταγγείλει τις πανάθλιες συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων. Ανάμεσα σε φοβερές περιγραφές για κελιά όπου «θα ντρεπόσουν να βάλεις ακόμα και τα ζώα σου» και εκκλήσεις «να κάνουμε κάτι γι’ αυτό το αίσχος», μου είπε, παρεμπιπτόντως, ότι αυτός «βγήκε γιατί του πλήρωσε το Βατοπέδι τα λεφτά». Επειδή η λέξη «Βατοπέδι» ηχεί στα δημοσιογραφικά αυτιά μας ως καμπανάκι κρυμμένης (και, καταρχήν, ύποπτης) είδησης, τον ρώτησα λεπτομέρειες. Όπως μου είπε, είχε καταδικαστεί πέντε μήνες φυλακή για ένα μικροαδίκημα, ποινή εξαγοράσιμη. Πλην δεν είχε τα 2.300 ευρώ να πληρώσει, οπότε τον οδήγησαν κανονικά στο κελί. Ο δικηγόρος, που του είχε ορίσει το δικαστήριο, ήρθε σε επαφή με το μοναστήρι, το οποίο κατέθεσε τα χρήματα στο δημόσιο ταμείο και ο άνθρωπος απελευθερώθηκε αφού είχε κάτσει μέσα δέκα μέρες.

Το θέμα, μου έκανε εντύπωση και αποφάσισα να ερευνήσω λίγο παραπάνω. Πράγματι ο δικηγόρος (έχει το γραφείο του στη Θεσσαλονίκη) μου επιβεβαίωσε τηλεφωνικά την ιστορία, λέγοντάς μου με απόλυτη φυσικότητα ότι «πάρα πολλοί συνάδελφοι στη βόρεια Ελλάδα απευθύνονται στο Βατοπέδι, για τέτοιες περιπτώσεις». Μου εξήγησε ότι έχουν αυξηθεί δραματικά οι άνθρωποι που παραμένουν μέσα στις φυλακές διότι οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους δεν διαθέτουν τα χίλια ή τα δυο χιλιάδες ευρώ που θα τους απελευθερώσουν. Πολλοί απ’ αυτούς είναι κατεστραμμένοι άνθρωποι που καταδικάζονται για χρέη στο Δημόσιο ή για οικονομικά αδικήματα που σχετίζονται με την επαγγελματική τους δραστηριότητα η οποία χτυπήθηκε απ’ την κρίση. Εξέφρασα την απορία μου, που αυτό δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό, για να λάβω την απάντηση ότι «πολλοί καταφεύγουν στο Βατοπέδι για βοήθεια, όμως λόγω της ιστορίας της λίμνης Βιστωνίδας αποφεύγουν να το πουν δημοσίως.».
Από τηλέφωνο σε τηλέφωνο κι από μαρτυρία σε μαρτυρία, έμαθα κάτι ακόμα πιο εκπληκτικό. Ότι στο μοναστήρι απευθύνονται κυρίως οι διευθυντές (!) των ίδιων των φυλακών προσπαθώντας να διώξουν κάποιους κρατούμενους, όχι μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά και για να αποσυμφορίσουν τα σωφρονιστικά τους καταστήματα, στα οποία έχουν στοιβάξει διπλάσιους απ’ όσους επιτρέπουν οι εγκαταστάσεις. Η φυματίωση και η ηπατίτιδα σαρώνουν εκεί μέσα. Το κάνουν, φυσικά, ατύπως αφού ο νόμος δεν προβλέπει τέτοιες αρμοδιότητες, πλην είναι μια πρακτική λύση που δεν βοηθά μόνο όσους βγαίνουν, αλλά κυρίως αυτούς που μένουν πίσω. Όπως ήταν φυσικό, επικοινώνησα και με το Βατοπέδι, σ’ ένα νούμερο που πήρα από μια εταιρεία τηλεφωνικών πληροφοριών. Υπέβαλα επισήμως ερώτημα για το θέμα των αποφυλακίσεων (πόσες, σε ποια καταστήματα, για τι αδικήματα, ποιο ήταν το συνολικό ποσό), ώστε να έχω μια ολοκληρωμένη εικόνα. Επιφυλάχθηκαν να μου απαντήσουν.
Τρεις μέρες αργότερα, ένας μοναχός -ονόματι πατέρας Μάξιμος- μου ανακοίνωσε επισήμως, εκ μέρους της μονής, τα ακόλουθα: «Η μονή Βατοπεδίου σπανίως δημοσιοποιεί πράξεις υποβοήθησης όσων έχουν ανάγκη, είτε πρόκειται για δράσεις που απευθύνονται σε άτομα, είτε σε μητροπόλεις, ενορίες, συλλόγους, ιδρύματα, κ.λπ. Πολύ περισσότερο, δεν δημοσιοποιεί ονόματα ή άλλα στοιχεία ανθρώπων που βρέθηκαν στη φυλακή για διάφορους λόγους. Επειδή όμως οι οικονομικές υπηρεσίες του ελληνικού κράτους είναι εδώ και τρία χρόνια εγκατεστημένες μέσα στο μοναστήρι και έχουν πλήρη και καθημερινή γνώση όλων των δαπανών και των λογαριασμών, όποιος θέλει μπορεί να ζητήσει και να λάβει απ’ αυτές το συνολικό ποσό που έχει διατεθεί για αποφυλακίσεις. Πάντως, μέσα στο συνολικό φιλανθρωπικό έργο της μονής, οι αποφυλακίσεις δεν αποτελούν παρά μια μικρή δράση. Το μόνο στοιχείο που μπορούμε να γνωστοποιήσουμε, είναι ότι τους τελευταίους 30 μήνες έχουν αποφυλακιστεί, με χρήματα της μονής Βατοπεδίου, 1.118 κρατούμενοι.».

Το νούμερο 1.118 με εξέπληξε. Έκανα αυτόματα τον πολλαπλασιασμό. Με χίλια ευρώ μέσο όρο, το Βατοπέδι έδωσε πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ για να αποφυλακιστούν άνθρωποι που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν μόνοι τους. Αν ο μέσος όρος εξαγοράς ποινής είναι διπλάσιος, το ποσό γίνεται δύο εκατομμύρια. Απίστευτο δεν είναι; Όταν ρώτησα πού βρίσκει τόσα χρήματα το μοναστήρι, η απάντηση ήταν η ακόλουθη: «Είμαστε μια από τις μεγαλύτερες μονές της Ορθοδοξίας στην υφήλιο (ούτε αυτό το ήξερα) με παγκόσμια αίγλη. Από τα έσοδά μας, αφαιρούμε όσα χρειάζονται για τη λειτουργία μας, για τη φιλοξενία των επισκεπτών μας και για τη συντήρηση των κειμηλίων μας. Όλα τα υπόλοιπα διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς.». Ζήτησα στοιχεία από τις διάφορες κρατικές οικονομικές υπηρεσίες, αλλά δεν έβγαλα άκρη. Εμπλέκονται πολλοί φορείς, πρόκειται για φορολογικά δεδομένα αρκετών χρήσεων, ενώ οι οικονομικοί ελεγκτές δεν επιτρέπεται, εκ του νόμου, να δημοσιοποιούν στοιχεία. Μόνο δια της πλαγίας οδού μπορώ να τα βρω και θα τα καταφέρω.

Με την ευκαιρία, ζήτησα επισήμως από τη διοίκηση του μοναστηριού και τις υπόλοιπες φιλανθρωπικές δράσεις. Περιμένω και θα ενημερώσω. Τότε θα σχολιάσω, επίσης…

ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΠΝΙΣΜΑ

1Το 1919, ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, πέρασε από τη Ρωσία, όπου και επισκέφθηκε διάφορες μονές. Σ’ ένα από τα ταξίδια του με τραίνο, καθόταν απέναντι από ένα έμπορο. Αυτός άνοιξε μπροστά του μια ταμπακιέρα και του προσέφερε τσιγάρο «φιλικά», ίσως ειρωνικά, αφού ο άθεος κομμουνισμός είχε ήδη επικρατήσει, μα πάνω απ’ όλα δοκιμαστικά για το φρόνημα του ασκητού.

Ο άγιος Σιλουανός ευχαρίστησε το συνεπιβάτη του και αρνήθηκε την προσφορά.

Τότε ο έμπορος ρώτησε αν ο λόγος της άρνησης ήταν η θεώρηση του καπνίσματος ως «αμαρτία». Πρόσθεσε δε, ότι κατ’ αυτόν το κάπνισμα βοηθάει στην πολυάσχολη ζωή, αφού είναι αναγκαίο να σταματάει κανείς την ένταση στην εργασία και να αναπαύεται για λίγα λεπτά.Επίσης ανέφερε ότι διευκολύνει την επαγγελματική ή τη φιλική συνομιλία και γενικά τη ροή της ζωής. Συνέχισε δε, να προσθέτει και άλλα πλεονεκτήματα του καπνίσματος για να πείσει τον ασκητή.

Ο άγιος άκουγε αμίλητος και κάποια στιγμή είπε στο συνεπιβάτη του: «Κύριε πριν καπνίσετε προσευχηθείτε κάθε φορά λέγοντας το Πάτερ ημών».

Ο έμπορος απάντησε ότι αυτό φαινόταν σ’ αυτόν ανάρμοστο.

Ο άγιος Σιλουανός τότε είπε: «Κάθε έργο προ του οποίου δεν αρμόζει η ατάραχος προσευχή καλύτερα να μη γίνεται». 
πηγή

Ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου Λευκάδας ἀπὸ τὴν ἀῤῥώστια πανώλη, τὸ ἔτος 1743

Τὸ νησὶ τῆς Λευκάδος περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπέρασε μία μεγάλη δοκιμασία ἀπὸ τὸ λοιμὸ τῆς πανώλης. Μὲ βάση διάφορα στοιχεῖα, 1.800 κάτοικοι ἀφανίσθηκαν ἀπὸ τὴν «πανούκλα». Ἐπίσης ἡ Ἑνετικὴ φρουρὰ ἀποδεκατίσθηκε. Τὸ ἴδιο καὶ ὁλόκληροι οἰκισμοί, ὅπως τὰ Κολυβάτα τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ Ἀλέξανδρος. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1743, ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος μετέφερε στὴ Λευκάδα ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Δουσίκου, κοντὰ στὰ Τρίκαλα, τὴν τίμια κάρα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος, Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης († 14 Σεπτεμβρίου). Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου οἱ Λευκαδίτες ἐσώθησαν ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια. Ἀνήγειραν μάλιστα ναὸ πρὸς τιμήν του στὸ χῶρο ὅπου εἶχε στηθεῖ προηγουμένως τὸ λοιμοκαθαρτήριο καὶ τὸν παρεχώρησαν ὡς μετόχι στὴ μονὴ Δουσίκου. Ἡ περιοχὴ ἐκείνη μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «Ἁγία Κάρα».

Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ἀνάργυρος καὶ Ἰαματικός



Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἔζησε στὴ Ρωσία περὶ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου στὰ χρόνια τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Ὁ Ὅσιος πράγματι ἦταν ἀγαπητὸς στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη του ἁπλώθηκε παντοῦ καὶ πλήθη πιστῶν ἔρχονταν στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν ἰατρό. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ἐθεράπευσε καὶ τὸν πρίγκιπα τοῦ Τσέρνιγκωφ Βλαδίμηρο Βσεβολόντοβιτς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου μὲ τὴν ἐπωνυμία «Μονομάχος».
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὸ Σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου.

Διήγηση ὠφέλιμη κάποιου γεωργοῦ Μετρίου ὀνομαζόμενου


Στὴ Γαλατία τῆς Ἀσιατικῆς Παφλαγονίας ἦταν κάποιος γεωργός, ποὺ ὀνομαζόταν Μέτριος. Αὐτὸς λοιπὸν ἔβλεπε τὸν γείτονά του ποὺ εἶχε γιοὺς καὶ τοὺς προετοίμαζε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ γίνουν ἀξιωματικοὶ καὶ ὑπηρέτες τοῦ Βασιλιᾶ. Τότε ὁ Μέτριος παρακάλεσε τὸν Θεὸ λέγοντας: «Κύριε, ἂν καὶ ἐγὼ εἶμαι ἄξιος δοῦλος σου, χάρισέ μου ἕνα ἀρσενικὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ ἔχω ἀποκούμπι στὰ γηρατειά μου».
 
Ἀφοῦ προσευχήθηκε, στὴ συνέχεια πῆγε στὸ πανηγύρι ποὺ γινόταν κάθε χρόνο στὴν Παφλαγονία. Στὴν ἐπιστροφή, στάθηκε σὲ ἕνα δασάκι ποὺ εἶχε νερό, γιὰ νὰ ποτίσει τὰ ζῷα του. Ἐκεῖ λοιπὸν βρῆκε ἕνα πουγκί, ποὺ εἶχε μέσα 1500 φλουριά. Ὅπως ἦταν σφραγισμένο, χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίξει, τὸ πῆρε καὶ τὸ πῆγε στὸ σπίτι. 

Τὴν ἑπόμενη χρονιά, ξαναπῆγε στὸ πανηγύρι τῆς Παφλαγονίας καὶ ὅταν τελείωσε, ὁ Μέτριος πῆγε καὶ στάθηκε στὸ δασάκι ποὺ βρῆκε τὰ φλουριὰ καὶ παρατηροῦσε τοὺς διαβάτες. Τότε φάνηκε κάποιος, ποὺ κάτι ἔψαχνε καὶ ἀναστέναζε βαριά.
 
Ὁ γεωργὸς τὸν ῥώτησε γιατί ἀναστενάζει τόσο καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε ὅτι πέρυσι εἶχε πολλὰ ἐμπορεύματα, τὰ ὁποῖα πούλησε στὸ πανηγύρι καὶ εἶχε μαζέψει 1500 φλουριά, τὰ ὁποῖα ἔχασε σ᾿ αὐτὸ τὸ δασάκι. Τότε ὁ γεωργὸς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ἁμάξι του τὸ πουγκί, ποὺ εἶχε βρεῖ καὶ τοῦ τὸ ἔδειξε. Ὁ ἔμπορος ὅταν τὸ εἶδε ἔπεσε ἀπὸ τὴν χαρά του κάτω ἀναίσθητος. Ὁ φτωχὸς γεωργὸς τὸν συνέφερε, ἀποσφράγισαν τὸ πουγκί, μέτρησαν τὰ φλουριὰ καὶ ἦταν πράγματι 1500. Ὁ ἔμπορος τότε θέλησε νὰ δώσει στὸν γεωργὸ τὰ 500, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν δέχθηκε τίποτα. Ἔτσι ἀφοῦ εὐχαρίστησαν καὶ οἱ δυὸ τὸν Θεὸ ἀποχωρίστηκαν. 

Τὴ νύχτα ἐκείνη, ὅταν ὁ γεωργὸς ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ, εἶδε στὸν ὕπνο του ἄγγελο Κυρίου, ποὺ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ κάνει παιδὶ ἀρσενικό, θὰ τὸ ὀνομάσει Κωνσταντῖνο καὶ θὰ φέρει μεγάλη εὐλογία στὸ σπίτι του. Ἔτσι καὶ ἔγινε, μετὰ ἀπὸ ὁρισμένο χρόνο ἡ γυναῖκα τοῦ γεωργοῦ γέννησε ἀγοράκι, τὸ ὁποῖο μεγάλωσε, μορφώθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὁ βασιλιὰς τὸν ἀνύψωσε σὲ Πατρίκιο. Ἔτσι ἔφερε πολλὰ ἀγαθὰ στὴν οἰκογένειά του καὶ ὁ Θεὸς ἀντάμειψε μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν γεωργὸ γιὰ τὴν τίμια πράξη του.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...