Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 22, 2014

ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ “ΠΑΙΓΝΙΔΙ” ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής Θ' Λουκά (Λουκ. ΙΒ' 16-21)

ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ “ΠΑΙΓΝΙΔΙ” ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Κυριακής Θ' Λουκά
(Λουκ. ΙΒ' 16-21)

Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι η Ευαγγελική αλήθεια επιμένει στην απάτη τού πλούτου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η Εκκλησία μας έχει καθορίσει τόσες περικοπές μέσα στο λειτουργικό χρόνο, που η καθεμιά τους φωτίζει τα σκοτεινά σημεία τού υλικού πλουτισμού.
Αποκαλύπτει το πόσο μάταιη, επικίνδυνη, αλλά και καταστροφική αποβαίνει η δίψα τού ανθρώπου για να αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά τού κόσμου τούτου.
Έτσι λοιπόν η Ευαγγελική περικοπή τής Θ΄ Κυριακής που θα ακούσουμε μέσα στην ευχαριστιακή μας σύναξη όχι απλώς εντυπωσιάζει αλλά συγκλονίζει όταν διαπιστώνουμε ότι την ακόρεστη δίψα τής ύλης έχει όχι μόνο ο πλούσιος, αλλά και αυτός που διαθέτει τα μετρημένα, για να μην ισχυριστούμε ότι αρκετές φορές και ο πτωχός, στη συνείδησή του έχει υπερκεράσει στο σημείο αυτό τον άφρονα πλούσιο.
Καιρός όμως να περάσουμε στο κείμενο του θεόπνευστου Ευαγγελιστή Λουκά. Στον άφρονα πλούσιο ο οποίος είχε εφεύρει το μόνιμο βάσανο για την όλη του ύπαρξη, “διελογίζετο εν εαυτώ λέγων· τι ποιήσω ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου;” Ένα ερώτημα που για τον κάθε λογικό άνθρωπο, πολύ δε περισσότερο για τον πιστό, ούτε καν υφίσταται αφού η αγάπη φανερώνει τους δρόμους για την διοχέτευση των υλικών αγαθών. Τώρα το ερώτημα αυτό στη συνείδηση τού πλουσίου τον κάνει να αδημονεί την ημέρα και να ταράσσεται την νύκτα. Αλλά έτσι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος αφήσει την παρά φύσει αγάπη τής ύλης να κυριεύσει την καρδιά του και να χάνει μέσα από τα χέρια του την ευτυχία. Την ευτυχία, που αρχίζει από τη λογική σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αδύνατον να κατακτήσει όλα τα αγαθά και να τα κάνει δικά του και που ολοκληρώνεται με την εν Χριστώ αγάπη η οποία εκφράζεται δια της ποικίλης ελεημοσύνης προς τους συνανθρώπους.
Το μόνο βέβαιο πάντως σε αυτή την περίπτωση του εκτροχιασμού τού νοός, είναι τούτο. Ότι και στο “δυσκολότερο” των ερωτημάτων, ο εχθρός τού Θεού σε συνεργασία με την ξεπεσμένη φύση τού ανθρώπου και δη την παράλογη απληστία, θα δώσει την “λύση” στο πρόβλημα.
Ας μην έχουμε φίλοι μου ουδεμία αμφιβολία περί τούτου, αφού ο Σατανάς γνωρίζει πολύ καλά τα πάθη και τις ψυχικές αδυναμίες των θυμάτων του, και έτσι οι εισηγήσεις που υποβάλλει στο νου τού ανθρώπου είναι ανάλογες και εφαρμόζουν απολύτως στις αλλοιώσεις τής συνειδήσεως που έχουν επιφέρει τα πάθη και τα ελαττώματα. Εκμεταλλεύεται ο εχθρός τις πολυχρόνιες συνήθειες και τις κλίσεις τής πνευματικής καρδίας κι έτσι ο άνθρωπος νομίζει ότι η πλανεμένη λύσις που έρχεται ως δήθεν φωτισμένη σκέψη είναι κάτι εντελώς λογικό ή και ευλογημένο.
Στην προκειμένη ευαγγελική παραβολή που αναπτύσσει ο Κύριος, βλέπουμε πώς μπορεί ο άνθρωπος να ξεφύγει από το μέτρο και να φθάσει στο άκρο τής ακορέστου απληστίας, φανταζόμενος ότι εκεί που καταλήγει, αυτό αποτελεί και τη σωστή λύση στο “πρόβλημα”. Έτσι, γεμάτος “ανακούφιση” και “ανάπαυση”, αυτάρεσκα ανακοινώνει την λύση που ανακάλυψε : “Τούτο ποιήσω· καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου”.
Λύση που λύνει τα χέρια”, θα κραυγάσει ένας ομόφρονας του άφρονος. Αλλά μόνο τούτο δε συμβαίνει, αφού όχι μόνο τον περιμένει “στην στροφή” ο θάνατος, αλλά και αθάνατος εάν ήταν, η νοοτροπία αυτή ως πολλαπλασιαστής με γεωμετρική πρόοδο θα τον έριχνε σε χειρότερο βάραθρο. Προϊόντος τού χρόνου (και εάν όλα έβαιναν καλώς) οι νεόδμητες αποθήκες θα αποδεικνύονταν και αυτές μικρές για να στεγάσουν την ακατάπαυστη πλεονεξία του και τον απύθμενο παραλογισμό του. Ο ναός των αποθηκών και ο βωμός τού χρηματοκιβωτίου δεν θα άντεχαν στην πίεση της κατακλυσμιαίας λατρείας τού μαμωνά που έφλεγε την μανιακή του ύπαρξη. Διότι ομολογουμένως, δεν υπάρχει μεγαλυτέρα παραφροσύνη και δεν υφίσταται περισσότερο βασανιστική τρέλα από αυτή που σκλαβώνει τον άνθρωπο στο να αγαπά την άψυχη ύλη.
Ο έρως τής καρδίας, αντί να στρέφεται προς τον Θεό “έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι”, τώρα υποτάσσει την ουσία τής υπάρξεως στη σκλαβιά τής πλεονεξίας, στην αγάπη τού χρήματος και όλων των “παραγώγων” αυτού.
Όταν λοιπόν ξεπέσει ο άνθρωπος στο κατάντημα τούτο, επιβεβαιώνεται τραγικά ο Απόστολος Παύλος ο οποίος γράφει προς τον Τιμόθεο: “οι δε βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν. Ρίζα γαρ πάντων των κακών εστίν η φιλαργυρία, ής τινες ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και εαυτούς περιέπειραν οδύναις πολλαίς” (Α' Τιμ. ΣΤ' 9-10). Δηλ. εκάρφωσαν στον εαυτόν τους οδύνες και θλίψεις πολλές.
Και ενώ αυτά συλλογιζόταν ο άφρων πλούσιος και σχέδια επί σχεδίων στροβίλιζαν στον διάτρητο νου του, “ινά μη το κακόν αθάνατον γένηται”, κάνει την εμφάνισή του εν μέσω νυκτός ο απρόσκλητος επισκέπτης. Ο θάνατος. “Άφρων (του λέγει ο Θεός), ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;” Αυτή τη νύχτα έφθασε το τέλος σου. Όλα αυτά που ετοίμασες άμυαλε άνθρωπε, σε ποιόν ανήκουν και σε ποιούς κληρονόμους θα περιέλθουν; (άλλο βασανιστικότατο ερώτημα και τούτο για τον κάθε πλεονέκτη). Δεν μπορεί να γνωρίζει το τι θα γίνει και το πού θα καταλήξει ο όλος του κόπος. Αλλά και όταν ακόμη γνωρίζει σε ποιούς τα αφήνει, και πάλι δεν μπορεί να ξέρει σε ποιούς κατόπιν θα περιέλθουν· “θησαυρίζει, και ου γινώσκει τίνι συνάξει αυτά”, τονίζει ο Θεός δια του Δαυίδ (Ψαλμ. Λη' 7). Όλα αυτά που μάζευσε περιέρχονται μετά από λίγο σε χέρια είτε “δικών” του είτε ξένων, και αρκετές φορές τα απολαμβάνουν εχθροί. Εάν μάλιστα γνώριζαν οι πλούσιοι και οι μεγιστάνες προ του θανάτου τους, πού θα κατέληγαν οι κόποι τους, οι θυσίες τους, αυτό το αίμα τής καρδιάς τους, θα προτιμούσαν να τα καύσουν και να τα καταστρέψουν, παρά να πέσουν στα χέρια που ανελπίστως αρκετές φορές τα κληρονομούν.
Αλλά αυτή η δραματική πραγματικότητα που περιγράφει η Ευαγγελική περικοπή αποτελεί την περί του πλούτου και της απληστίας αλήθεια, όσο κι αν δεν θέλουμε να το χωνέψουμε, όσο και αν επιμένουμε στο να απολαμβάνουμε μαζοχιστικώ τω τρόπω το μαρτύριό του.
Είναι δε τόσα τα περιστατικά επί καθημερινής βάσεως στις κοινωνίες των ανθρώπων που επιβεβαιώνουν αυτή την πραγματικότητα, ώστε μόνο ανόητος θα ήταν ο άνθρωπος που αρνείται να δει κατάματα την “πλουτοκρατική” αλήθεια.
Επειδή λοιπόν δεν μπορεί κανείς να παίζει με τον πλούτο και την πλεονεξία δίχως να καεί (να κάψει την ψυχή του), γι' αυτό και ο ίδιος ο Κύριος, κλείνει την παραβολή Του με λόγια που σημαίνουν για όλους μας συναγερμό και αφύπνιση: “Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών”. Και επιπλέον “Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω”.
Το θέμα όμως είναι, αφήνουμε τα ώτα μας ανοικτά στον σωστικό λόγο τού Θεού, ή τα κλείνουμε ερμητικώς στην αλήθεια για να ακούσουν τελικώς την φρικτή φράση “Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν (τα δαιμόνια) από σου”;
Οπωσδήποτε, η επιλογή είναι δική μας και συνάμα κρίνει την ελευθερία μας ή φανερώνει την αφροσύνη μας.
Αμήν.


Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ´ ΛΟΥΚΑ «Είπε δε ο Θεός: Άφρων…» π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ



«Είπε δε ο Θεός: Άφρων…»
α. Η σημερινή Κυριακή προβάλλει με μεγάλη ενάργεια το κακέκτυπο του αληθινού ανθρώπου, εκείνου που αποκλείεται από τη Βασιλεία του Θεού: τον άφρονα πλούσιο, τον άνθρωπο που η μόνη έγνοια του ήταν πώς να έχει και να κατέχει τα υλικά του αγαθά, πώς να αυξάνει τα γεννήματά του, σε βαθμό τέτοιο, που τελικώς να δυστυχεί μέσα στην υποτιθέμενη «ευτυχία» του: η καρποφορία των χωραφιών του τον κάνει να γεμίζει από άγχος και στενοχώρια. Μέχρις ότου εμφανίζεται από το «πουθενά» ο παράγων Θεός, για να βάλει τέλος στους προβληματισμούς και τις λύσεις του: «σήμερα θα πεθάνεις! Ζητάνε την ψυχή σου!» Κι ο  θάνατος έρχεται ως το όριο που φωτίζει την ποιότητα της όλης προγενέστερης ζωής του, που του ανοίγει τα μάτια για να δει ότι τελικώς όλα τα χρόνια που πέρασαν ήταν ενώπιον του Θεού μία ανοησία. «Είπε δε ο Θεός: Άφρων
β. 1. Δεν πρόκειται για εκτίμηση και αξιολόγηση ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της. Ποιος άνθρωπος μπορεί να κατέχει το αλάθητο; «Ο νόμος του ανθρωπίνου μυαλού είναι η πλάνη» σημειώνουν οι άγιοι Πατέρες μας. Ούτε πρόκειται για μία κρίση,  που μπορεί να κινείται στο επίπεδο της κατάκρισης, καρπού ζηλοφθονίας και εμπάθειας. Μία τέτοια εμπαθής κρίση δεν επιτρέπεται από τον ίδιο τον νόμο του Θεού, διότι υφαρπάζει δικαίωμα που ανήκει μόνον σ’  Εκείνον. Ο ίδιος ο Κύριος το επισημαίνει: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε». «Εάν δε κάποιος χαρακτηρίσει τον αδελφό του «ανόητο» είναι ένοχος ενώπιον της κρίσεως του Θεού».
Εδώ, στο περιστατικό που περιγράφει ο Κύριος για τον πλούσιο, έχουμε την κρίση του ίδιου του Θεού, δηλαδή Εκείνου  που η κρίση Του είναι απολύτως δίκαιη, διότι «γυμνά και τετραχηλισμένα τα πάντα ενώπιόν Του»,  συνεπώς ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να δει κι αυτός το αποτέλεσμα των επιλογών και των συμπεριφορών της ζωής του. Κι είναι η μόνη αληθινή κρίση, διότι πηγάζει από Εκείνον που η αγάπη Του προς τα πλάσματά Του είναι άπειρη και συνεπώς έχει πάντοτε γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά. Μόνον εκείνος που αγαπά μπορεί και να κρίνει ορθά, πέρα από στρεβλώσεις των εμπαθών κινημάτων της καρδιάς  του. Όπως το λέει και πάλι ο Κύριος: «Μη κρίνετε κατ’  όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Και δικαία κρίση είναι αυτή που πηγάζει από καρδιά που αγαπά. Η άπειρη αγάπη λοιπόν του Θεού αποδεικνύει και την αληθινότητα της κρίσεώς Του.
2. Κι ακόμη περισσότερο: η κρίση αυτή του Θεού, όπως φαίνεται στο περιστατικό της παραβολής, ηχεί πολύ πένθιμα, σαν καμπάνα που σημαίνει τον θάνατο κάποιου, διότι όχι μόνον είναι αληθινή, αλλά και τελεσίδικη και αμετάκλητη: λέγεται την ώρα του θανάτου, που ο άνθρωπος δεν έχει άλλο περιθώριο αλλαγής του. Ο θάνατος συνιστά το απόλυτο όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος απλώς κρίνεται για όλο το περιεχόμενο της ζωής του, για ό,τι έπραξε, για ό,τι είπε, για ό,τι σκέφτηκε ακόμη. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, και μετά τούτο κρίσις» κατά τον απόστολο. Ό,τι διάφορες φιλοσοφίες και θρησκείες έχουν διδάξει περί μεταλλαγής του ανθρώπου, περί μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσής του σε άλλες καταστάσεις, μέσα στον κόσμο τούτο, αποτελούν φληναφήματα και ανοησίες, που προέρχονται από τον σκοτισμένο λόγω της αμαρτίας και των παθών νου του ανθρώπου. Η αλήθεια που απεκάλυψε ο Κύριος είναι κρυστάλλινη: ο άνθρωπος με τον θάνατό του κρίνεται από τον Θεό, κατά μερικό πρώτα τρόπο, λόγω της συνέχειας μόνο της ψυχής του, κι έπειτα, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα κριθεί και γενικά, διότι τότε με την Παρουσία αυτή του Κυρίου θα αναστηθεί και το σώμα του, ώστε ενωμένο με την ψυχή να σταθεί ενώπιον του φοβερού βήματός Του. Η γενική αυτή όμως κρίση δεν θα είναι διαφορετική από την πρώτη. Απλώς θα είναι επιτεταμένη, διότι θα συνυπάρχει μαζί με την ψυχή και το σώμα. Και βεβαίως η κρίση αυτή οδηγεί  είτε στην αιώνια ζωή είτε στην αιώνια κόλαση, με την έννοια του πώς «εισπράττει» ο άνθρωπος τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους: είτε θετικά, αν φεύγει από τη ζωή αυτή εν μετανοία, είτε αρνητικά, αν φεύγει εναντιωμένος προς τον Θεό ή με αδιαφορία προς Αυτόν.
3. Ποια ήταν τα γνωρίσματα της ζωής του άφρονος πλουσίου, που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως άφρονος και ανοήτου; Πότε συνεπώς κάποιος ζει ανόητα, κατά την κρίση του ίδιου του Θεού;
(α) Όχι ασφαλώς επειδή «ευφόρησεν η χώρα του». Η ευφορία αυτή των χωραφιών του υπήρξε μία ευλογία που του δόθηκε από τον Θεό – δεν φαίνεται να κοπίασε γι’ αυτήν ο πλούσιος∙ ο Θεός απλώς επέτρεψε να συμβεί, προφανώς για να του δώσει ευκαιρία να ανοιχτεί στον συνάνθρωπο.  Αλλά εκείνος πώς την αντιμετώπισε; Μ’ έναν απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Πέντε «μου» της προσωπικής αντωνυμίας μετράμε στον προβληματισμό του: «πού συνάξω τους καρπούςμου;..Καθελώ μου τας αποθήκας…και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματάμου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του. Δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού για τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, έστω και συγγενή του. Έτσι η αφροσύνη του ήταν ο εγωιστικός τρόπος σκέψεως και ζωής του.
 (β) Αυτός ο εγωισμός του, ως νοσηρή στροφή μόνον στον εαυτό του, δεν περιέχει ίχνος αναφοράς και προς τον Θεό. Συνήθως, ακόμη και σε ασχέτους προς την πίστη του Θεού ανθρώπους, σε στιγμές ευτυχίας τους ακούμε και ένα «δόξα τω Θεώ». Εδώ, δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογική ενατένιση του Θεού, για κάτι που εξώφθαλμα σχετιζόταν μ’  Εκείνον: είπαμε ότι η ευφορία της γης του  δεν είχε να κάνει με καμία από τις δικές του προσπάθειες. Ήταν μία δωρεά του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αφροσύνη του δεν έχει αποκλείσει μόνον τον συνάνθρωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, τον χορηγό του πλούτου του. Κι είναι τούτο πράγματι που επισημαίνει ο λόγος του Θεού: «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού∙ ουκ έστιν Θεός». Μπορεί θεωρητικά να μην ακούγεται στην παραβολή η αθεΐα του πλουσίου, διαπρυσίως όμως καταγγέλλεται αυτή στο επίπεδο της ζωής του. Κι αυτό είναι το πιο καθοριστικό.
(γ) Η διαγραφή του Θεού και του ανθρώπου όμως φέρνει άγχος. Αντί ο πλουτισμός να του δίνει χαρά – ως ευκαιρία, είπαμε, προσφοράς χαράς σε άλλους – του προσθέτει θλίψη και στενοχώρια. Αλλά πάντοτε αυτό είναι το τίμημα του επιλέγοντος τον εγωιστικό, δηλαδή τον αμαρτωλό,  τρόπο ζωής. Το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Ο άφρων πλούσιος, δηλαδή, ήδη από τη ζωή αυτή ζούσε με στοιχεία κόλασης. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, εφόσον δεν έδειχνε σημεία μετάνοιας. Κι επιπλέον: το άγχος του για το «έχει» του, σαν να  του «έκλεβε» και το μυαλό του:  τον έκανε να αδυνατεί να σκεφτεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή τα γεννήματά του, κλεισμένα σε αποθήκες, θα σάπιζαν. Συνήθως ο εγωιστής άνθρωπος χάνει και την όποια «εξυπνάδα» του.
(δ) Η αφροσύνη του όμως έγκειται και στην ψευδαίσθηση της αληθινής ζωής. Ο πλούσιος δεν ελάμβανε υπόψη του το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής: την ύπαρξη του θανάτου. Ο προβληματισμός του, βλέπουμε, κινείται σε επίπεδο σχεδόν «αιωνιότητας» γι’ αυτόν της παρούσας ζωής. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά». Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτικά «πετάει στα σύννεφα». Το φαντασιακό επίπεδο είναι ο χώρος της ζωής του. Γι’  αυτό και η «προσγείωση» έρχεται τόσο απότομα και «ανώμαλα» γι’ αυτόν.
4. Τα κύρια αυτά στοιχεία της αφροσύνης του πλουσίου που οδηγούν σ’ ένα τέλος τραγικό – όχι μόνον έρχεται ο θάνατος, αλλά έρχεται με μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων προς τον Θεό: «την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», άρα δείχνουν και την αιώνια συνέχεια εκτός Θεού – μας οδηγούν εκ του αντιθέτου στην επισήμανση των στοιχείων που επαινούνται από τον Θεό και μπορούν να χαρακτηριστούν ως εμφροσύνη και σωφροσύνη. Πρόκειται για τον «πλουτισμόν κατά Θεόν», που λέει ο Κύριος στην κατακλείδα της παραβολής, ο οποίος κάνει τον άνθρωπο που τον έχει να βρίσκεται με τον Θεό και να χαίρεται αενάως τη χαρά της παρουσίας Του. Πώς λοιπόν πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ώστε στο τέλος του να ακούσει με χαρά ότι ευαρέστησε τον Θεό; Μα, ασφαλώς, πρώτον, να στέκεται καλά έναντι του συνανθρώπου του, δηλαδή με ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, έστω κι αν τούτο μπορεί να σημαίνει και θυσία γι’ αυτόν. Το παράδειγμα της γνωστής παραβολής του καλού Σαμαρείτη συνιστά εν προκειμένω καθοδηγητικό στοιχείο επ’ αυτού.Δεύτερον, να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό. Για τον σώφρονα άνθρωπο, ο Θεός δεν είναι αμελητέα ή ανύπαρκτη κατάσταση, αλλά το κέντρο της ζωής του. Προτεραιότητά του συνεπώς είναι το πώς θα θεμελιώνει αδιάκοπα τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του, στο θέλημα Εκείνου. Με αποτέλεσμα να νιώθει ως το παιδί στην αγκαλιά του Πατέρα του. Ο σώφρων άνθρωπος, έτσι, τρίτον,  δεν ζει με άγχη και ανασφάλειες, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη του Χριστού βραβεύει τον νου και την καρδιά του. Και βεβαίως,τέλος, ο σώφρων, στον οποίο ευαρεστείται ο Θεός, έχει συναίσθηση της προσωρινότητας και της φθαρτότητάς του. «Καθ’  ημέραν αποθνήσκει», όπως λέει και ο απόστολος, με την έννοια ότι δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά τον προσδοκά με χαρά, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Θεός θα παραλάβει την ψυχή του και όχι κάποιοι που το μόνο που επιζητούν είναι η δυστυχία του.
γ. Τι άραγε επιθυμούμε να ακούσουμε και εμείς στο τέλος της ζωής μας ως κριτική γι’ αυτήν από τον Θεό; «Άφρων» ή «σώφρων και έμφρων;» Το ερώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας ή πλουτίζουμε κατά Θεόν; Κι είναι τούτο η καθημερινή και αδιάκοπη πρόκληση επιλογής μας σε κάθε κίνηση της ύπαρξής μας. Στη μία περίπτωση, το κέντρο βάρους είναι ο κόσμος με τη φθαρτότητά του και τη διαρκή ταραχή του, υπό την κυριαρχία του διαβόλου, του άρχοντος του κόσμου τούτου. Στην άλλη, το κέντρο βάρους είναι ο Θεός και το άγιο θέλημά Του, με όλες τις χαρές και τη δόξα που συνοδεύουν την παρουσία Του. Ο Χριστιανός βεβαίως δεν προβληματίζεται: επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Επιλέγει δηλαδή όχι μόνον το αιώνιο, αλλά και του κόσμου τούτου αληθινό συμφέρον του.

Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35). Ὁ ἄ φ ρ ω ν. (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Ὁ ἄ φ ρ ω ν «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον…» (Λουκ. 12,20)
Καμμία λέξι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε περιττὴ καὶ ἄσκοπη. Κάθε λέξι τοῦ Θεανθρώπου ἔχει σημασία. Ἀπὸ τὴ σημερινὴ περικοπὴ θὰ πάρουμε ὡς θέμα μία μόνο λέξι, ἐκείνη ποὺ χαρακτηρίζει ὅ λη τὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, τοῦ κυρίου προσώ που τῆς παραβολῆς· εἶνε ἡ λέξι «ἄφρων» (Λουκ.12,20). Ποιόν χαρακτηρίζει «ἄφρονα» ὁ Κύριος; Ἕνα πλούσιο. Ὁ κόσμος, ὅταν δῇ κάποιον ν᾿ ἀναπτύσσῃ δραστηριότητα, νὰ ἐξελίσσεται οἰ κονομικά, νὰ χτίζῃ μέγαρα, ν᾽ ἀγοράζῃ νέα οἰκόπεδα καὶ κτήματα, νὰ ζῇ μὲ ἀνέσεις καὶ νὰ διασκεδάζῃ σὰν νέος Κροῖσος καὶ Σαρδανάπαλος, τὸν θαυμά ζει καὶ λέει· Τί ἔξυπνος, τί τετραπέρατος ἄνθρωπος! ξέρει νὰ ζήσῃ…
Ἄλλη ὅμως ἡ κρίσι τοῦ κόσμου καὶ ἄλλη ἡ κρίσι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κρίνει τελείως διαφορετικά. Δὲν εἶνε οἱ πλούσιοι οἱ εὐτυχεῖς, ἀλλὰ οἱ δυστυχεῖς· δὲν εἶνε αὐτοὶ οἱ σοφοί, ἀλλὰ οἱ ἄφρονες.
Εἶνε ἄξιοι ὄχι θαυμασμοῦ ἀλλὰ οἴκτου· εἶνε νὰ τοὺς κλαῖς, γιατὶ βαδίζουν τὸ δρόμο τοῦ ὀλέθρου.
Ἄσπλαχνοι πλούσιοι! ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰ ακώβου σᾶς προειδοποιεῖ· «Κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις» ( 5,1).
* * *
Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, ἀποκαλεῖ τὸν πλεονέκτη πλούσιο «ἄφρονα». Δὲν εἶνε δύσκολο νὰ βροῦμε γιατί τὸν εἶπε ἔτσι. Παρατηρῆστε τον. Ἐμπρὸς στὴν ἐξαιρετικὴ σοδειὰ ποὺ εἶχε, σκέπτεται μὲ ἀγωνία, ποῦ νὰ συνάξῃ τοὺς καρπούς.
Τέλος λύνει τὸ πρόβλημα μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ χτίσῃ νέες μεγαλύτερες ἀποθῆκες. Καὶ κατόπιν, σὰ νὰ κρατάῃ κιόλας τὰ κλειδιὰ τῶν νέων ἀποθηκῶν, παραδίδεται σὲ ῥεμβασμούς.
Βλέπει τὰ ἀγαθὰ νὰ συσσωρεύωνται. Ὤ τί πλούτη! ἐδῶ τὸ ἐκλεκτὸ σιτάρι, ἐκεῖ τὸ λάδι ποὺ λάμπει σὰ χρυσάφι, ἐδῶ τὸ κρασὶ ξανθὸ καὶ μυρωδᾶτο, ἐκεῖ τὰ κτηνοτροφικά, τὰ τυριὰ καὶ τὰ βούτυρα, πιὸ ᾽κεῖ οἱ ξηροὶ καρποί. «Ψυχή,… φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,19). Ὤ τὸν ἀνόητο! Ὑποτιμᾷ τὴν ψυχή. Τὸν ἀκούσατε τί τῆς λέει· «Φάγε»!  Μὰ ἡ ψυχὴ δὲν τρώει, δὲν εἶνε ὕλη, δὲν ἔχει πεπτικὸ σωλῆνα.  Δὲν εἶνε σὰν τὸ σαρκοφάγο ἐκεῖνο ὄρνεο, ποὺ πέταξε ἀπὸ τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε καὶ δὲν γύρισε γιατὶ βρῆκε ἄφθονη τροφὴ τὰ πτώματα ποὺ ἐπέπλεαν μετὰ τὸν κατακλυσμό.
Ὄχι, οὔτε ὄρνεο οὔτε χοῖρος εἶνε ἡ ψυχή, νὰ χορταίνῃ μὲ σάρκες καὶ βόρβορο. Εἶνε ἄυλη, πνευματική, καὶ ἑπομένως δὲν τρέφεται μὲ ὑλικὴ τροφή.
Πεινάει βέβαια καὶ διψάει κι αὐτή, ἀλλὰ ἡ πεῖνα καὶ δίψα της εἶνε ἐντελῶς διαφορετική. Εἶνε πεῖνα καὶ δίψα ὑπερφυσική, τὴν ὁποία ἐκφράζει ὁ Δαυῒδ ὅταν λέει «Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σε, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶν τα» (Ψαλμ. 41,2-3).
Τὸ ποτὸ κι ὁ ἄρτος της εἶνε ἄλλης φύσεως. Πῶς λοιπὸν θὰ τῆς πῆτε «Φάγε, πίε, εὐφραίνου»;
Ἂν ἐπιμένετε, τότε φανταστῆτε ἕνα πλούσιο σὲ ἀβραμιαῖο συμπόσιο. Ξαφνικὰ ἔρχεται κάποιος καὶ τοῦ ψιθυρίζει στ᾽ αὐτὶ λίγες λέξεις.
Ἀμέσως ἡ μορφή του ἀλλοιώνεται. Συγκινεῖται, δακρύζει, τὸ χέρι του τρέμει, ἀφήνει τὸ ποτήρι, δὲ θέλει πιὰ ν᾽ ἀγγίξῃ οὔτε τὸ καλύτερο φαγητό. Φάγε, τὸν παρακινοῦν οἱ συνδαιτυμόνες.
Ὅλα ὅμως τοῦ φαίνονται τώρα πικρά. Τί ἔπαθε, ἄλλαξε ἡ γεῦσι του; Ὄχι. Μία εἴδησι, ἕνα τηλεγράφημα, ἕνα θλιβερὸ ἄγγελμα, ποὺ ἦρθε ἀπὸ μακριά, χωρὶς νὰ προξενήσῃ, ἐκ πρώτης ὄψεως, καμμία ζημιὰ στὸ σῶμά του, συγκλόνισε τὸ ἐσωτερικό του, πίκρανε τὴν ψυχή του, καὶ τώρα σκεπτικὸς καὶ περίλυπος κλαίει κι ἀναστενάζει μέσα στὸν ὑλικό του παράδεισο.
Ἂν ἦταν μόνο ὕλη, δὲν θὰ συγκλονιζόταν ἀπὸ μιὰ ἰδέα καὶ δὲ θὰ διέκοπτε τὸ συμπόσιο· θὰ συνέχιζε ἀνενόχλητος τὴν εὐθυμία καὶ τὸ φαγοπότι.
Ἄφρων, γιατὶ δὲν κατάλαβε τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἄφρων καὶ διότι οἰκειοποιεῖται τὰ ξένα.
Θὰ τὸ δῆτε στὴ φράσι ἐκείνη ποὺ εἶπε·  «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον…» (Λουκ. 12,20)
«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10) «Τὰ ἀ γαθά μου» (ἔ.ἀ. 12,18). Ὤ ὁ φίλος!
Ὅλα ὅσα πρόκειται νὰ συνάξῃ τὰ ὀνομάζει «ἀγαθά μου». Ἀλλὰ τ᾿ ἀγαθὰ τῶν κτημάτων καὶ τῶν κοπαδιῶν εἶνε δικά του; Τί ἔφερε μαζί του ὅταν γεννιόταν; Γυμνὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο;
Ἔπειτα· τὰ χωράφια, τ᾽ ἀμπέλια, οἱ ἐλαιῶνες τίποτα δὲ μποροῦν ν᾿ ἀποδώσουν ἂν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεός. Κοπίασε, ἄνθρωπε· σπεῖρε, ῥῖξε λιπάσματα, ἐ – φάρμοσε τὶς καλύτερες γεω πονικὲς μεθόδους· ἂν δὲν ἔρθῃ ἡ βοήθεια Ἐκείνου, ὅλα θὰ καταλήξουν στὸ μηδέν.
Ἕνα σύννεφο μὲ χαλάζι, ἕνας ἄνεμος ἀπὸ τὴ φλογισμένη ἔρημο τῆς Ἀφρικῆς, μιὰ πλημμύρα ποὺ κατακλύζει πεδιάδες, —τί λέω;— ἕνα μικρὸ – ἀδιόρατο μικρόβιο ποὺ κάθεται πάνω στὰ φύλλα καὶ τοὺς καρποὺς φτάνουν νὰ ματαιώσουν ὅλη τὴ σοδειά.
Γίνε λοιπὸν συνετός, ἀναγνώρισε τὸν Κυρίαρχο τῆς φύσεως καὶ πές· «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλή- ρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23, 1).
Ὅταν βλέπῃς τὰ δέντρα νὰ λυγίζουν ἀπ᾽ τοὺς καρπούς, τὰ κοπάδια νὰ πληθύνωνται, ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ νὰ πολλαπλασιάζωνται, γονάτισε, εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ πές· Κύριε, ὅλ᾽ αὐτὰ εἶνε δικά σου, ἐγὼ εἶμαι ἁπλῶς ἕνας διαχειριστὴς τῶν ἀγαθῶν σου, ποὺ πρόκειται νὰ δώσω λόγο πῶς διέθεσα καὶ τὸν τελευταῖο κόκκο σιταριοῦ καὶ τὴν τελευταία σταγόνα λάδι.
Ἐσύ, Κύριε, τίποτε δὲ θέλεις νὰ σπαταλᾶται ἀσώτως. Φώτισέ με νὰ κάνω καλὴ χρῆσι τῶν ἀγαθῶν σου πρὸς ὠφέλει αν τοῦ πλησίον καὶ δόξαν τοῦ ἁγίου σου ὀνόματος!
Ἀλλὰ τέτοια γλῶσσα δὲν θέλει νὰ λαλήσῃ ὁ πλούσιος. Διπλάσια, τριπλάσια καὶ μυριοπλάσια ἐὰν ἀποκτήσῃ, καὶ τὰ κλειδιὰ ἀκόμη ὅλων τῶν ἀποθηκῶν τῶν πέντε ἠπείρων ἂν τοῦ παραδώσετε, αὐτὸς θὰ ἐξακολουθήσῃ νὰ λέῃ τὸ τραγούδι τοῦ μαμωνᾶ, ποὺ σὲ ὅλες τὶς στροφὲς μία ἐπῳδὸ ἔχει· «τὰ ἀγαθά μου», «τὰ ἀγαθά μου». Ὤ τὸν ἀνόητο!
Θὰ βρίσκεται σὲ δι αρκῆ ἀγωνία. Καὶ ἐνῷ ὁ πλανήτης μας εἶνε προωρισμένος νὰ συντηρῇ δισεκατομμύρια, αὐτὸς θὰ ἤθελε ὅλη ἡ γῆ νὰ γίνῃ ἀτομικὴ ἰδιοκτησία του καὶ νὰ τὴν περιμαντρώσῃ μὲ ἠλεκτροφόρο σύρμα, γιὰ νὰ μὴν ἁπλώσῃ χέρι καὶ κόψῃ πράσινο φύλλο ὁ διαβάτης…
Ἄφρων, γιατὶ ὑποτίμησε τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς· ἄφρων, γιατὶ οἰκειοποιήθηκε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ τρίτο στοιχεῖο τῆς ἀφροσύνης του παρουσιάζει ἡ παραβολή· λησμονεῖ τὸ θάνατο. Ὑπολογίζει, ὅτι τ᾽ ἀγαθὰ ποὺ θὰ συνά ξῃ θὰ ᾽νε ἀρκετὰ γιὰ δεκαετία, γιὰ αἰῶνα, γιατί ὄχι γιὰ μιὰ χιλιετία.
Καὶ μὲ τέτοια προοπτικὴ συντάσσει πρόγραμμα ζωῆς. Φαντάζεται, πὼς οἱ μέρες τῆς ζωῆς θά ᾽νε ἀτέλειωτες. Ὁ ἀνόητος!
Εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ κατοικεῖ στὴ γῆ; Δὲν εἶδε τὸ τραγικὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὑπάρχει θάνατος;
Δὲν εἶδε τοὺς γονεῖς του νὰ πεθαίνουν; Δὲν ἄκουσε ποτέ στὴ συνοικία του θρήνους, δὲν πῆγε ποτέ σὲ νεκροταφεῖο;
Μία ἐπίσκεψι ἐκεῖ θὰ τοῦ ἦταν ὠφέλιμη. Θὰ ἔβλεπε τὴ ματαιότητα, τὴν ὁποία ζωγράφισε ὁ ποιητὴς τῆς Ἐκκλησίας σ᾽ ἐκεῖνο τὸ τροπάριο· «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…» (Νεκρώσ. ἀκολ.).
Διηγοῦνται, ὅτι ὁ κατακτητὴς Σαλαδῖνος(1137- 1193) προαισθάνθηκε τὸ θάνατο καὶ διέταξε ἕνα σημαιοφόρο νὰ κρεμάσῃ στὴν ἄκρη μιᾶς λόγχης ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ μαῦρο ὕφασμα, μέσα στὸ ὁποῖο θὰ τύλιγαν τὸ σῶμα του, καὶ τὴν ὥρα τῆς κηδείας του νὰ προπορεύεται τῆς πομπῆς καὶ νὰ φωνάζῃ· «Νά τί κατώρθωσε νὰ πάρῃ μαζί του ἀπ᾿ ὅλους τοὺς θησαυρούς του ὁ μέγας Σαλαδῖνος, ὁ κατακτητὴς καὶ δεσπότης ὅλης τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας».
Δυστυχῶς στὸ σχέδιο ποὺ κατέστρωσε ὁ πλούσιος δὲν ὑπῆρχε καμμία πρόβλεψι ὅτι ἔρχεται ὁ θάνατος. Ἕνα λεπτὸ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, κι αὐτὸς ὀνειροπολεῖ γιὰ «ἔτη πολλά».
Σὰν τοὺς ἐπιβάτες ἑνὸς ὑπερωκεανίου ποὺ διασκεδάζουν κ᾽ ἔξαφνα μιὰ τορπίλλη τοὺς θάβει στὸ βυθό. Γι᾽ αὐτὸ ὁ πλούσιος ἄκουσε· «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;».
* * *
Ὁ πλούσιος, ἀγαπητοί μου, ἔχτισε τὸ μέγαρο τῆς εὐτυχίας του στὴν ἄμμο, κι αὐτὸ γκρεμίστηκε. Γι᾿ αὐτὸ χαρακτηρίστηκε «ἄφρων».
Ἂς φοβηθοῦμε μήπως ἡ ἴδια ὀνομασία δοθῇ καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ἂν κάποιος ἔχτιζε σπίτι πάνω σ᾽ ἕνα παγόβουνο, δὲν θὰ τὸν λέγαμε ἀνόητο;
Κι ὅμως ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ χτίζουμε πάνω σὲ παγόβου νο, στὸ παγόβουνο τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τοῦ ὑλισμοῦ. Ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12). Ὑλικὸ παράδεισο ἀγωνίζονται νὰ δημιουργήσουν οἱ ἄνθρωποι. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἀφροσύνη εἶνε τὸ στέμμα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ποῦ θεμελιώνουμε; Ἡ ὕλη δὲν εἶνε σταθερὸ θε μέλιο. Δικό μας θεμέλιο, ποὺ θὰ μείνῃ ἄσειστο, νὰ γίνῃ μόνο ὁ ΚΥΡΙΟΣ. «Μακάριος ὃς ἐλπίζει ἐπ᾽ αὐτόν» (Ψαλμ. 33,8).
Μακάριος ὅποιος ἐκτελεῖ τὶς θεῖες του ἐντολές. Θὰ εἶνε αὐτάρκης, θὰ εἶνε ὁ ἐν Χριστῷ πλούσιος, ὁ ὁποῖος, χρησιμοποιώντας τὴν ὕλη ὡς μέσο γιὰ ἀνωτέρους σκοποὺς τοῦ πνεύματος, θὰ θησαυρίζῃ θησαυροὺς ἀφθάρτους καὶ αἰωνίους.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος 
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 20-11-2011.

Κυριακή Θ΄ Λουκά, Ευαγγ. ανάγνωσμα: Λουκ. ιβ΄ 16-21 (23-11-2014)


 

 Αφορμή για να πει ο Χριστός την Παραβολή του άφρονα πλούσιου έδωσε η φιλονικία  δύο αδελφών για κληρονομικές διαφορές. Ο Χριστός γνώριζε, ότι είχαν υποταχθεί στην μανία των υλικών αγαθών. Στην παραβολή δεν μιλά για τον πλούτο, αλλά για την προσκόλληση στα υλικά αγαθά τα οποία εγκυμονούν κινδύνους. Και αντί οποιασδήποτε παρέμβασης του στο πρόβλημα των διαδίκων αδελφών, έκανε ένα κήρυγμα και έδωσε το κλειδί της εφαρμογής για το συγκεκριμένο παράδειγμα του πλουσίου της παραβολής. Το Ευαγγέλιο είναι πάντοτε επίκαιρο. Είναι ένας καθρέφτης, στον οποίον, εάν κοιτάξουμε με προσοχή, θα δούμε τον άθλιο εαυτό μας, τις κακίες και τα πάθη που έχουμε. Στο σημερινό δε ευαγγέλιο βλέπουμε ένα από τα φοβερότερα ελαττώματα. Ονομάζεται πλεονεξία. Πλεονεξία είναι το να μην είναι ευχαριστημένος κανείς σ’ αυτά που έχει, αλλά να ζητεί όλο και περισσότερα. Ποτέ να μη λέει  «Δόξα σοι, ο Θεός». Είναι μια εκδήλωση του ατομιστικού και εγωϊστικού πνεύματος. Στη σημερινή παραβολή βλέπουμε την εικόνα του πλεονέκτη.
Ας προσέξουμε τις λέξεις που χρησιμοποιεί.  «Τα γενήματά μου», «τα αγαθά μου»  Πόσο αμαρτωλό εκείνο το «μου»! Αυτό θα μας καταστρέψει. Ήταν δικά του; Πρώτα-πρώτα ο σπόρος. Μέσα του κλείνει τεράστια δύναμη αναπαραγωγής. Ποιος του έδωσε τη δύναμη αυτή; Χίλιοι γεωπόνοι και άλλοι τόσοι επιστήμονες να μαζευτούν, ένα σπόρο δε μπορούν να κάνουν. Ο σπόρος λοιπόν που έσπειρε ο πλούσιος δεν ήταν δικός του. Έπειτα το χώμα. Για να φυτρώσει ο σπόρος, θέλει χώμα. Τι είναι το χώμα; Άλλο πάλι μυστήριο. Το χώμα που πατούμε έχει τεράστια δύναμη. Χιλιάδες τώρα χρόνια βλαστάνει, φυτρώνει συνεχώς. Είναι γόνιμο, να η αξία του. Πάρτε δυό γλάστρες, μία γεμάτη χρυσάφι και μία γεμάτη χώμα, και σπείρετε σπόρο. Το
χρυσάφι δε φυτρώνει, είναι στείρο, ενώ το χώμα είναι ευλογημένο· βγάζει δέντρα, καρπούς, άνθη. Ποιός το έκανε; Ο σπόρος λοιπόν του Θεού, το χώμα του Θεού. Αλλά για να φυτρώσει ο σπόρος στο χώμα θέλει και νερό. Αν ο ουρανός δε βρέξει, ξεράθηκαν τα πάντα. Απαραίτητος είναι και ο ήλιος· χωρίς τις ακτίνες του τίποτα δεν ευδοκιμεί. Με λίγα λόγια, όλα του Θεού είναι. Εν τούτοις ο πλούσιος λέει «τα αγαθά μου». Δεν είναι δικά σου, κύριε. Δεν άκουσες ποτέ το λόγο «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. 23,1); Του Κυρίου είναι και η γη και όλα τα αγαθά της. Δεν είμαστε ιδιοκτήτες, μόνο διαχειριστές. Αυτοί που συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες Χαρακτηριστικό σύμπτωμα και εκδήλωμα αυτής της νοσηρής κατάστασης είναι η πλεονεξία. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης φαίνεται ότι αποκτά τέτοια δύναμη, ώστε να καλλιεργεί επιμελώς μια εμπαθή σχέση με πρόσωπα και πράγματα, μια ορμή για κτητικότητα και κυριαρχία. Είναι, μια σχέση παράγωγο της ανθρώπινης φιλαυτίας. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η πλεονεξία είναι αυτή που φέρει τα πάνω κάτω. Επινόησε την ανισότητα, κατέλυσε την αρμονία, καλλιεργεί τη μισανθρωπία, προκαλεί τους πολέμους, τη βία, την καταπίεση, την εκμετάλλευση, γεννά τη χειρότερη μορφή ειδωλολατρίας –τη λατρεία του χρήματος— και όλα τούτα «νόμιμα», αφού κάθε εξουσία έχει τον τρόπο να νομιμοποιεί. Οι Πατέρες μιλούν για άδικους νόμους, αυθαιρεσία της εξουσίας, καπηλεία θεσμών και αξιών, κοινωνική αδικία και αναλγησία, για το θέατρο της υποκρισίας. Η φρενώδης όρεξη για αύξηση του πλεονάσματος οδηγεί σε κατάσταση ψύχωσης και αλλοτρίωσης, όταν γίνεται αυτοσκοπός, όπως στη σημερινή χρηματοοικονομία. Με αφορμή το πάθος της πλεονεξίας δίνεται από τον Ιησού η παραβολή του άφρονος πλουσίου. «Προσέχετε από την πλεονεξία», λέει, «γιατί τα πλούτη, όσο περίσσεια κι αν είναι, δεν δίνουν την αληθινή ζωή στον άνθρωπο.» Είναι άκρως ενδιαφέρον ότι στη συγκεκριμένη παραβολή η προέλευση του πλούτου δεν παρουσιάζεται ως καρπός φανερής αδικίας και κλοπής. Ο άφρων ήταν γαιοκτήμονας και η γη του έδωσε μεγαλύτερη σοδειά, την οποία έπρεπε να συνάξει. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στην «περιουσία» του και ανθρώπους που ήταν στη δούλεψή του με άθλιες συνθήκες εργασίας και φυσικά κατακράτηση της παραγωγής. Σύμφωνα με μια καθώς πρέπει ερμηνεία, Ιουδαϊκή στην προέλευσή της, αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ευλογία Θεού. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Οι Πατέρες είναι σαφείς: Το πλεόνασμα προέρχεται από την κλοπή εκείνων που το έχουν πραγματική ανάγκη. Αν ο κατέχων δεν αρπάζει άμεσα, ωστόσο αποστερεί έμμεσα, αφού το ογκούμενο πλεόνασμα παράγει υστέρημα, εξαιτίας της ανισοκατανομής των κοινών αγαθών.  Υπάρχει μόνο μια μικρή διαφορά ανάμεσα στον κλέφτη και στον πλεονέκτη, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Ο πρώτος κλέβει τη νύχτα, ενώ ο δεύτερος την ημέρα. Η φιλαυτία είναι η στάση ζωής του πλουσίου που έχει χάσει το μυαλό του. Διότι ο άφρων πλούσιος δεν βλέπει τίποτε άλλο παρά την ψευδανάγκη να αυξάνει τις υποδομές του, ζώντας με τη φρεναπάτη της απόλυτης ασφάλειας: «ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου.» Υπάρχει βέβαια και ο σωζόμενος πλούσιος. Εκείνος που ενώ με τίμια μέσα αποκτά ή κληρονομεί πλούτο, θεωρεί τον εαυτό του οικονόμο αυτού του πλούτου για τις ανάγκες του κόσμου. Όμως, με τη λέξη «οικονόμος» δεν εννοούμε αυτόν που κάνει ελεημοσύνες. Η ελεημοσύνη μπορεί να μην είναι έργο αγάπης, ούτε απαραιτήτως «οικονομεί» κάτι. «Οικονομική» είναι η χρήση του πλούτου, όταν δίνει το περίσσευμα στους άλλους, αναπληρώνοντας το υστέρημά τους. Αυτή είναι η αληθινή κοινωνικότητα. Αυτός είναι ο αληθινά φιλάνθρωπος, εκείνος που δεν θεωρεί τίποτε δικό του. Είναι διαχειριστής στη περιουσία του Θεού, που προσφέρει τα μεγάλα –τον ήλιο, τη βροχή, τη γη— σε όλους ανεξαιρέτως. Ας θυμηθούμε την «έμορφη, ευγενική» φράση  των Πατέρων, ότι δεν ισχύει για μας «το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα». Κάποια στιγμή το θέατρο αυτής της ζωής τελειώνει. Και ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι από όσα κατείχε και χρησιμοποιούσε στη σκηνή τίποτε δεν του ανήκει. Και αυτό το κορμί του θάβεται στη μητέρα γη. Στο πικρό τέλος της παραβολής ο Θεός λέει στον ανόητο: «άφρων, αυτή τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου. Κι αυτά που ετοίμασες, σε ποιόν θα ανήκουν;» Ποιοί απαιτούν την ξεμοναχιασμένη ζωή του, αν όχι ο Θεός; Οι δαίμονες θα τον σύρουν πλέον στον τόπο της επιλογής του: στην άβυσσο της ακοινωνησίας, στο σκοτάδι της αφιλίας, στην πραγματική εμπειρία του πραγματικού θανάτου. Αυτός ο πλούσιος δεν έχει ούτε όνομα, ούτε μνήμη, ούτε σωτηρία. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη θεραπείας πριν το τέλος της παράστασης. Είναι η καταπολέμηση της πλεονεξίας και της φιλαυτίας. Ὁ πρακτικός τρόπος για την αντιμετώπιση της πρώτης –της πλεονεξίας– είναι η άσκηση και παραμονή μας στα χρειώδη, τα αναγκαία. Οι αισθήσεις απαιτούν ολοένα και περισσότερα, τρέφουν την ανικανοποίητη βουλιμία μας. Παραιτούμενοι από τις απαιτήσεις αυτές, αρκούμεθα στα αναγκαία του βίου: την απλή τροφή, το απλό ένδυμα, το απλό κατάλυμα, κατά τη συμβουλή του αποστόλου Παύλου.
Ο Θεός μιλά στο τέλος της παραβολής, αλλά μέσα από την παραβολή μιλά κάθε στιγμή, αιώνια παρών, στον καθένα μας προσωπικά, ώστε να έχουμε ανοιχτά και άγρυπνα τα μάτια της ψυχής.   


Τρύφωνα Παπαγιάννη, θεολόγου, καθηγητού Μ.Ε

Η αξία τής ελεημοσύνης κατά τόν ιερό Χρυσόστομο. Θ” Λουκα. Ομιλία (και κείμενο) π. Στέφανου Αναγνωστόπουλου

Λουκά Θ, 2007
Γνωστή είναι χριστιανοί μου η σημερινή παραβολή, του άφρονος πλουσίου.
Ψυχή μου, ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά.
Τώρα μπορώ για πολλά χρόνια να αναπαύομαι, να τρώω, να πίνω, να διασκεδάζω, να γλεντώ, και να κάνω ότι θέλω στη ζωή μου.
Και όμως την ίδια βραδιά θα πεθάνει.
Και ο θάνατός του θα είναι σκληρός, διότι του είπεν ο Θεός, «Άφρων», δηλαδή άμυαλε, αμετανόητε, αμαρτωλέ, άπληστε,
αυτή τη νύκτα, θα έρθουν οι δαίμονες και θα απαιτήσουν την ψυχή σου.
Αυτά που ετοίμασες ποιος θα τα πάρει;
Συγγενείς; Ή ξένοι; Φίλοι ή εχθροί; Ή μήπως και το κράτος;
Όποιος στηρίζεται από μας, στα υλικά αγαθά, στο τέλος και αυτά μπορεί να τα χάσει, και την ψυχή του να χάσει.

Σε τι θα μας ωφελήσουν οι πολλές ανέσεις, και οι υλικές απολαύσεις εάν μας έλθουν ανίατες ασθένειες, σωματικές αναπηρίες, καλπάζουσα λευχαιμία, καρκίνος στο πάγκρεας, στους πνεύμονες, στη μήτρα, στο προστάτη, όγκο στον εγκέφαλο;
Τι να τα κάνομε τα πλούτη, αν έχουμε έντονα οικογενειακά προβλήματα, και δράματα με διαζύγια, με ναρκωτικά, με παραστρατήματα διαφόρων μορφών και διαστροφών;
Χωρίς Θεόν όλα είναι άχρηστα, όλα είναι μάταια. Ο πλούσιος της παραβολής πάλι, κάνει και ένα μεγάλο λάθος, με το να επαναλαμβάνει το κτητικόν «μου», πολλές φορές.
Είπε δηλαδή.
Τους καρπούς «μου», τις αποθήκες «μου», τα γεννήματά «μου», τα αγαθά «μου».
Το λέμε και μείς πολλές φορές.
Τα λεφτά «μου», τα κτήματά «μου», τα διαμερίσματά «μου», τα αυτοκίνητά «μου», τα χρυσαφικά «μου», τις λίρες «μου» και ούτω κάθε εξής.
Και ξεχνάμε ότι μαζί μας δεν θα πάρομε απολύτως τίποτε.
Να έχεις, δε σου λέγει κανένας να μην έχεις, αλλά δώσε και κάτι λίγα για το πτωχό, τον άστεγο, το γυμνό, τον πεινασμένο.
Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν, λέγει ο λαός, αλλά και η Γραφή.
Αυτό το λίγο όμως, όταν θα το δώσεις, να το δίδεις με όλη σου την καρδιά, διότι ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός.
Και κάτι άλλο, να το κάμεις κρυφά και ανώνυμα.
Μη γνώτω η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου.
Ελεημοσύνη να κάμνεις.
Και ελεημοσύνη σε είδος, και ελεημοσύνη σε χρήμα, και ελεημοσύνη σε προϋποθέσεις, και ελεημοσύνη πνευματική με το να συγχωρείς τους εχθρούς σου.
Αυτούς που σου έκαμαν κακό και ζημιά.
Επίσης ελεημοσύνη πνευματική με τις μνημονεύσεις που οφείλουμε να κάνομε σε κάθε Θεία Λειτουργία, ζώντων και νεκρών.
Και ελεημοσύνη πνευματική με προσευχή και μάλιστα με το κομποσκοίνι.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει την πάσης φύσεως ελεημοσύνη ως βασίλισσα των αρετών.
Μεγάλο πράγμα λέγει και ασύλληπτο είναι ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού και ως πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν.
Πολυτιμότερος όμως είναι ο ελεήμων χριστιανός, και μάλιστα αυτός που ελεεί με όλη του την καρδιά και κρυφά, αλλά και ιδιαιτέρως εκείνος που ελεεί δια πονεμένης προσευχής εν τω ταμείω αυτού.
Ή κλεισμένος δηλαδή στο δωμάτιό του, ή στο ταμείον της καρδιάς του.
Έχει μεγάλα φτερά η ελεημοσύνη, συνεχίζει ο Άγιος, διότι είναι αυτή που διασχίζει όχι μόνον τους ουρανούς, αλλά προσπερνά και όλους τους χορούς των αγγέλων και αρχαγγέλων,
και ίσταται μετά παρρησίας μπροστά στο Θρόνο του Θεού.
Το βεβαιώνει και η Αγία Γραφή.
Είπεν ο άγγελος Κυρίου, «Κορνήλιε, αι προσευχές σου και η ελεημοσύνη σου ανέβησαν εις μνημόσυνον ενώπιον του Θεού».
Από το δέκατο κεφάλαιο των πράξεων.
Και συμπληρώνει ο ιερός Χρυσόστομος, με λόγους που έχουν μεγάλη βαρύτητα.
Ώστε λοιπόν όσες άλλες αμαρτίες έχεις, η ελεημοσύνη σου τις ισοφαρίζει όλες, διότι κάνει την καρδιά σου μαλακή και σπλαχνική και αυτή σε οδηγεί στη μετάνοια , στην εξομολόγηση, και δι’ αυτής στη Θεία Κοινωνία.
Αυτό το εις μνημόσυνον σημαίνει ότι σε ενθυμείται διαρκώς, συνεχώς, κάθε στιγμή ο Θεός, και είναι Αυτός που θα σου προσφέρει σωτηρία και αιώνια ζωή.
Μας λέγει και άλλα πολλά ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ας ακούσουμε μερικά.
Εκείνο με το οποίο μπορούμε να μοιάσουμε με τον Θεόν, είναι η ελεημοσύνη και η ευσπλαχνία προς τον πάσχοντα, είτε αυτός είναι φίλος, είτε είναι εχθρός, είτε είναι συγγενής, είτε είναι ξένος και άγνωστος, είτε είναι καλός, είτε είναι ακόμα και κακός.
Όταν στερούμεθα αυτού του είδους την αρετή, είμεθα γυμνοί και από τις άλλες.
Επαναλαμβάνω ομιλεί ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, και συνεχίζει.
Δεν είπε ο Κύριος αν νηστεύετε, αν αγρυπνείτε, αν εγκρατεύεστε, αν παρθενεύετε και αν πολλάς δυνάμεις ποιείτε, και αν ακόμα και τέρατα και σημεία ποιείτε, ότι θα είσθε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα, όχι, διότι με κανένα από αυτά δεν ασχολείται ο Θεός, ούτε και Τον ενδιαφέρουν αυτές οι μικροαρετές.
Αλλά τι λέγει;
Να είστε σπλαχνικοί προς τους ανθρώπους χωρίς εξαιρέσεις.
Όπως είναι σπλαχνικός ο ουράνιος Πατέρας σας.
Γίνεστε ουν οικτίρμονες και ελεήμονες καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος οικτίρμων εστί.
Η ελεημοσύνη κατά τον ίδιο μεγάλο Άγιο είναι η καρδιά της κάθε αρετής.
Είναι και κάτι ακόμα περισσότερο.
Είναι η μητέρα, είναι η μάνα της αγάπης.
Αν θέλεις να αποδείξεις ότι είσαι άξιος μαθητής του Χριστού, οφείλεις να είσαι ελεήμων.
Να είσαι παντελεήμων.
Εξ όλης ψυχής, και καρδίας, και ισχύος, και διανοίας.
Η ελεημοσύνη είναι η οδηγός προς τη μετάνοια.
Το φάρμακο που θεραπεύει τις πληγές που προκαλεί η αμαρτία.
Το σαπούνι για τις ακαθαρσίες της ψυχής μας, η σκάλα που στηρίζεται στον ουρανό, και είναι αυτή που μας ενώνει μεταξύ μας ως μέλη του ενός σώματος του Ιησού Χριστού.
Προσεύχεσαι για νεκρούς και ζωντανούς;
Προσευχήθηκες σήμερα στη Θεία Λειτουργία και κατά την διάρκειαν του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων και όταν εψάλετο το Άξιον Εστί;
Εάν το έκαμες, τότε έκαμες ελεημοσύνη.
Προσεύχεσαι ακόμα με πόνο, με πόνο, για τους εχθρούς σου;
Τότε κάμεις αληθινή ελεημοσύνη!
Να δίδουμε ευχές και ευλογίες και με όλη μας την καρδιά.
Όχι κατάρες. Όχι αναθεματισμούς. Όχι διαβολοστέλματα.
Συμπαραστέκεσαι στις ανάγκες του πλησίον σου είτε υλικά, είτε ηθικά, είτε πνευματικά και έμπρακτα;
Το επαναλαμβάνω, είσαι ελεήμων.
Μας λέγει και κάτι άλλο, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Είναι απολύτως αναγκαία η ελεημοσύνη, διότι είναι αυτή που παρασκευάζει το δραστικότατο φάρμακο της μετανοίας.
Άκουσε τι λέγει η Αγία Γραφή.
Θα μας πει τρία εδάφια.
Πρώτον.
Πλήν τα ενόντα δότε ελεημοσύνη και ιδού πάντα καθαρά ημίν εστί.
Θα δίνουμε και την ερμηνεία που δίνει ο Άγιος.
Δηλαδή, λέγει ο Άγιος, δώστε ελεημοσύνη και όλα θα γίνουν καθαρά.
Δεύτερον.
Ελεημοσύνες και πίστεσιν αποκαθαίρονται αμαρτία.
Δηλαδή με ελεημοσύνη και πίστη στο Θεό, καθαρίζονται οι αμαρτίες.
Και τρίτον.
Πύρ φλογιζόμενον αποσβέσει ύδωρ, και ελεημοσύνη εξιλάσεται αμαρτίας.
Η ερμηνεία του, του Χρυσοστόμου.
Δηλαδή το νερό σβήνει τις φλόγες της φωτιάς και η ελεημοσύνη εξιλεώνει τις μεγάλες αμαρτίες.
Κατά λέξη αυτά πάντα κατά τον Ιερό Χρυσόστομο.
Χριστιανοί μου,
εάν οι ελεημοσύνες μας είναι και γίνονται κατά τους τρόπους που μας περιέγραψε ο Ιερός Χρυσόστομος, τότε η τελευταία νύκτα της ζωής μας θα είναι γεμάτη χαρά, γεμάτη ειρήνη και ανάπαυση.
Πιθανόν βέβαια να έχουμε σωματικούς πόνους εξαιτίας κάποιας βαριάς ασθένειας, αλλά η ψυχή μας όμως θάναι χαρούμενη οπωσδήποτε, αφού με βεβαιότητα θα περιμένει να την παραλάβουν οι άγγελοι του Θεού.
Δεν θα τρέμει μπροστά στην ιδέα του θανάτου.
Δεν θα τον φοβάται.
Ούτε και για τους δαίμονες θα ανησυχεί, ούτε για τα τελώνια.
Όλα τα έχει απομακρύνει από μπροστά από την ψυχή η έμπρακτη ελεημοσύνη.
Ελεημοσύνη με αγάπη, ελεημοσύνη με πίστη, ελεημοσύνη με χαρά, με ιλαρότητα.
Ελεημοσύνη που να μην περιμένει ευχαριστώ.
Ελεημοσύνη με πνεύμα ταπεινό.
Ελεημοσύνη με μετάνοια ψυχική.
Ελεημοσύνη και από το υστέρημα.
Χριστιανοί μου,
ελεείτε, ελεείτε, ελεείτε οι πάντες, όπως και όπως μπορείτε.
Για να βρετε και σείς και μείς έλεος από τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον ανήκει πάσα Δόξα, Τιμή και Προσκύνησις, τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.

Κυριακή ΚΔ΄ Επιστολών, Αποστ. ανάγνωσμα: Προς Εφεσίους 2, 14-22 (23-11-2014)

 Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αναπτύσσει ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος: αναφέρεται στο «μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τω Θεώ» (Εφεσ. 3,9).  Το μυστήριο δηλαδή της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων, το οποίο αποκάλυψε στην ανθρωπότητα ο Ιησούς Χριστός.  Η σωτηρία των ανθρώπων πραγματοποιείται «εν Χριστώ» μέσα στην Εκκλησία και αποτελεί προϊόν της αγάπης και της χάριτος του Θεού, και μέσα σ’ αυτήν ενώνονται και αποτελούν ένα σώμα οι πρώην εχθροί μεταξύ τους Ιουδαίοι και Εθνικοί.
 Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι άνθρωποι ήταν διαιρεμένοι σε αυτά τα δύο έθνη, το ιουδαϊκό και το εθνικό (ειδωλολάτρες). Ζούσαν πολύ κοντά αλλά ήταν εχθρικά διακείμενοι ο ένας προς τον άλλο. Οι μεν Ιουδαίοι σιχαίνονταν τους Εθνικούς θεωρώντας τους άπιστους και ακάθαρτους. Οι δε Εθνικοί απέφευγαν τους Ιουδαίους χαρακτηρίζοντάς τους ως δεισιδαίμονες και ακοινώνητους. Η Έφεσος λοιπόν, υπήρξε μια κοινότητα της οποίας οι κάτοικοι ήταν ειδωλολάτρες, ξένοι προς τις υποσχέσεις και τις διαθήκες. Αργότερα όμως, μετά τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, η κοινότητα πλέον φέρεται να είναι καλά θεμελιωμένη και να κατέχετε από πνεύμα διάκρισης. Υπάρχει καλή διδασκαλία, εξακολουθεί  όμως να υφίσταται ένα βασικό χαρακτηριστικό πρόβλημα η απουσία της αγάπης προς τον Χριστό αλλά και μεταξύ των ανθρώπων.
«Χριστός εστίν η ειρήνη ημών»
 Με έξαρση σχεδόν ποιητική ο Απόστολος των Εθνών ξεκινά να περιγράφει το ειρηνευτικό και ενοποιό έργο του Χριστού. Ενώ θα περιμέναμε ως συνήθως να δούμε τον Απόστολο Παύλο να κάνει λόγο για κρίση και οργή του Θεού εναντίον των Ιουδαίων και Εθνικών που βρίσκονταν μέσα στην αμαρτία. Εδώ μιλάει για τον πλούτο της θείας αγάπης που συμφιλιώνει τις δύο αυτές αντίθετες θρησκευτικές ομάδες και προσφέρει την ειρήνη. Ο Χριστός «ως άρχων ειρήνης» κατά τον προφητικό λόγο του Ησαῒα (Ησ. 9,6), στάθηκε μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης, ανάμεσα στους δύο πραγματικούς κόσμους, του Θεού και του ανθρώπου, άπλωσε τα χέρια του, και ειρηνοποίησε τη γη με τον ουρανό, ένωσε δηλαδή το άνθρωπο με το Θεό.
 Από πού πηγάζει όμως αυτή η ειρήνη; Η ειρήνη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και κύριο γνώρισμα της θεότητας, καθώς ονομάζετε «Θεός της ειρήνης» (Β΄ Κορ. 13,11). Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό της ειρήνης με φύση ειρηνική. Και η αγαπητική σχέση του με τον Δημιουργό του μέσα στον παράδεισο ήταν απόλυτα ειρηνική καθότι ήταν στοιχείο έμφυτο. Αλλά από τη στιγμή που σήκωσε σημαία ανταρσίας και εναντιώθηκε στο θέλημα του Θεού, αυτή η αγαπητική σχέση μαζί Του διαταράχθηκε, και η ειρήνη φυγαδεύτηκε από την καρδιά του. Τότε ανάμεσα σ’ αυτή τη σχέση ανυψώθηκε μεσότοιχο πανύψηλο «το μεσότειχον του φραγμού», που μας χώριζε από τον Θεό.

 Κατά μια άλλη ερμηνεία με τη φράση αυτή «το μεσότειχον του φραγμού» ο Απόστολος Παύλος παραπέμπει στο Ναό του Σολομώντα και στον τοίχο που χώριζε την αυλή των Εθνικών από την αυλή των Ιουδαίων και στον οποίο υπήρχε επιγραφή που απαγόρευε στους Εθνικούς να τον υπερβούν με ποινή θανάτου για τους παραβάτες. Σύμφωνα τέλος με άλλη ερμηνευτική προσέγγιση «φραγμός» ήταν ο παλαιός  νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, οι διατάξεις του οποίου διαχώριζαν τους Ιουδαίους από τους Εθνικούς. Ο Ιησούς Χριστός γκρέμισε αυτό το μεσότοιχο του φραγμού «εν τη σαρκί αυτού», δηλαδή με τον σταυρικό του θάνατο, με τον οποίο θανατώθηκε η έχθρα και πραγματοποιήθηκε η καταλλαγή αμφοτέρων, Ιουδαίων και Εθνικών, όλων των ανθρώπων με τον Θεό. Η έχθρα μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών καταργείται με το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού, ο οποίος έφερε την συμφιλίωση, την καταλλαγή του Θεού με τους ανθρώπους αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους. Επομένως με το έργο της Θείας Οικονομίας καθετί που διακρίνει και χωρίζει τους ανθρώπους παραμερίζεται.
 Ο Ιησούς Χριστός κατέλυσε την έχθρα και κατάργησε τις εντολές του Νόμου, προχωρώντας στη δημιουργία της καινής κτίσης: «ίνα τους δύο κτίση εις ένα καινόν άνθρωπον». Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο Θεός κτίζει, δημιουργεί τη μία καινούργια ανθρωπότητα, που απαρτίζεται αδιακρίτως και από Ιουδαίους και από Εθνικούς, από όλους δηλαδή τους ανθρώπους ανεξαρτήτως διακρίσεων. Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο «και ευηγγελίσατο ειρήνην» προς όλους τους ανθρώπους «τοις μακράν και τοις εγγύς», δηλαδή και στους Εθνικούς και στους Ιουδαίους. Η ειρήνη αυτή έχει διπλή κατεύθυνση, είναι η ειρήνη, η συμφιλίωση των ανθρώπων με τον Θεό και η ειρήνη και συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους. Αυτή λοιπόν η ειρήνη του Ιησού Χριστού στη γενική της διάσταση επεκτείνεται ακόμη και σε όλη την κτιστή δημιουργία. Ο Χριστός είναι «ο ακρογωνιαίος λίθος» του σώματος της Εκκλησίας. Πάνω σε αυτόν τον λίθο, οικοδόμησαν την Εκκλησία οι απόστολοι και οι προφήτες. Εκεί οικοδομούνται και ενώνονται και οι πιστοί (Εφεσ. 2,20) τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας.
 Προ ολίγων ημερών εισήλθαμε σ’ αυτή την ωραία περίοδο που προηγείται της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων. Ο Θεός της ειρήνης καθώς θα ψάλλουμε στις Καταβασίες από τις 21 Νοεμβρίου, ονομάζει παιδιά Του όλους τους ειρηνοποιούς αυτού του κόσμου, και προχωρεί ακόμη περισσότερο μακαρίζοντας τους πράους αποκαλώντας τους κληρονόμους της γης. Αλλά και σε κάθε ακολουθία η Εκκλησία μας, μεταφέρει την ειρήνη στους ανθρώπους. Από την «άνωθεν ειρήνη» γεννάται η ειρήνη του κόσμου. Αυτή όμως την εξωτερική ειρήνη του «σύμπαντος κόσμου» φαίνεται να την κυβερνούν περισσότερο οι υλικοί παράγοντες και τα οικονομικά συμφέροντα μερικών «μεγάλων». Επειδή όμως, τα οικονομικά πράγματα δεν έχουν ποτέ μια μόνιμη και μακρόχρονη σταθερότητα, η πίστη και η ελπίδα μας για την ασφάλεια του αύριο δεν μπορούν ν αναπαυθούν σε καμιά σιγουριά. Και πάλι θ αναφερθούμε στον προφήτη Ησαΐα που κλείνει μέσα στο αίτημα προς τον Θεό την αγωνία του πιστού: «Κύριε ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησα. 26,12). Ζητούμε από τον Θεό «τόν υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι».
 Η διακήρυξη του Αποστόλου Παύλου «Χριστός εστιν η ειρήνη ημών», δηλώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή της ειρήνης όλου του κόσμου. Με τη σταυρική του θυσία έφερε την ειρήνη σε όλα τα επίπεδα. Έφερε την ειρήνη και καταλλαγή των ανθρώπων με τον Θεό Πατέρα και ταυτόχρονα τη συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους, συγκροτώντας ένα σώμα, το σώμα της Εκκλησίας, του οποίου κεφαλή είναι Εκείνος. Η σταυρική θυσία του Ιησού Χριστού είναι το αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Ο Θεός κινείται από αγάπη προς τον άνθρωπο και αποστέλλει στον κόσμο τον Υιό του, ο οποίος θυσιάζεται για να καταλλάξει, να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον Θεό. Η καταλλαγή του Θεού με τον άνθρωπο για να είναι πλήρης πρέπει να εκτείνεται και στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, ακόμα και στις σχέσεις των λαών μεταξύ τους, αλλά και στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Ο άνθρωπος που ειρηνεύει με τον Θεό, ειρηνεύει και με τους συνανθρώπους του και με το περιβάλλον. Δεν μπορεί να υπάρξει καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό και ταυτόχρονα να διατηρεί την έχθρα με τους συνανθρώπους του ή και με το περιβάλλον του. Σε αυτή τη διάσταση η καταλλαγή είναι το πλέον ελπιδοφόρο μήνυμα για την ειρήνευση των λαών και των εθνών, αλλά και για τη σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος.
 Ιεροδιακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου

Κυριακή Θ Λουκά-«Λήθη θανάτου ή «Μνήμη θανάτου»;

«Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου άπαιτοϋσιν από σου…»
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τη ζωή, γεννήθηκε για να ζήσει, βγήκε άπ” τα «χέρια» του Θεού για να ρουφήξει τη ζωή. Δεν είναι φτιαγμένος για τον τάφο, ούτε προορισμός του είναι κάποιο χορταριασμένο μνημούρι. Δεν παύει όμως να ζει ένα τραγικό «αδιέξοδο», για το οποίο υπεύθυνος είναι μόνο ό ίδιος κι οι επιλογές του. Ζώντας το ρεύμα του ποταμού της ζωής, χαίρεται ν” απολαμβάνει τη μια του όχθη καί καυχιέται πώς στέκεται αμετακί­νητα σ” αυτήν, κλείνοντας τα μάτια στην άλλη όχθη. Λες καί μπορεί να στα­ματήσει τη ροή του χρόνου στη μια πλευρά του ποταμού, αποφεύγοντας το «πέρασμα» στην άλλη, πέρασμα καθολικό πού σφραγίζει την πανανθρώπινη βιοτή καί ύπαρξη.
Μα έρχεται αδυσώπητα ή φθορά κι ό χρόνος καί το βαθύ κι αδάμαστο αυτόν πόθο τον εμπαίζουν, μάλλον δε τον περιπαίζουν. Καί βλέπεις τον άν­θρωπο να κατατρύχεται άπ” το τραγούδι γι” ατέλειωτη συνέχεια της ζωής από τη μια, κι άπ” τίς αδυσώπητες, αλλά πραγματικές, συμπληγάδες του οριστικού τέλους απ’ την άλλη.   Μα το πέρασμα άπ” τη μια όχθη στην άλλη είναι μονόδρομος, είναι το πιο βέβαιο γεγονός του ανθρώπινου βίου. Θες σήμερα, θες αύριο θ” ακούσεις να στο πουν: «Τη νύχτα αυτή ζητούν χωρίς άλλο να πάρουν την ψυχή σου» (Λουκ. ιβ“ 20)! Καί συ ανυποψίαστος, με­τρώντας τη ζωή σου σαν «μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων… κρύα κεριά λυωμένα καί κυρτά», θρηνείς καί στενάζεις μαζί με τον Αλεξανδρινό Κ. Καβάφη: «Δώδεκα καί μισή. Πώς πέρασεν ή ώρα. Δώδεκα καί μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια!».
«Αραγε τί να “ναι προτιμότερο: να κλείνεις τα μάτια στο «πέρασμα» απ τη μια όχθη της ζωής στην άλλη, να αρνείσαι να το αντιμετωπίσεις καί έτσ να το απωθείς, να γίνεσαι εραστής της «λήθης του θανάτου», ή ενσυνείδητο ν” ατενίζεις την αλήθεια του «περάσματος», ζώντας στο αναστάσιμο κλίμα της «μνήμης του θανάτου»;
Ό θάνατος με τον Χριστό παίρνει άλλες διαστάσεις
Ή Εκκλησία, βαθύς γνώστης των υπαρξιακών ανθρώπινων προβλημά­των, απέναντι οτόν στρουθοκαμηλισμό ή τον τρόμο, τον τεχνητό ή τεχνικό αποπροσανατολισμό του ανθρώπου σχετικά με το συγκλονιστικό καί καθολικό μυστήριο του θανάτου, δεν κλείνει τα μάτια. Δεν πλέκει θεωρίες αντιμετωπί­σεως του, δίπλα στίς τόσες πού υπάρχουν, αλλά βλέπει κι αντιμετωπίζει αλη­θινά καί πνευματικά το γεγονός αυτό πού προκαλεί το λογικό, μέσα άπ” την αναστάσιμη δωρεά, χάρη καί προοπτική της εν Χριστώ ζωής· «δέχεται την τραγικότητα του θανάτου, την κοιτάζει κατά πρόσωπο, γιατί ό Θεός περνά άπ” αυτόν το δρόμο κι όλοι τον ακολουθούν» (π. Παύλος Εύδοκίμοφ).
Χωρίς τον Χριστό ό θάνατος θα διαιωνιζόταν ως το τρομακτικότερο καί βασανιστικότερο μυστήριο για το ανθρώπινο λογικό, την ψυχή καί το σώμα. Με τον Σταυρό καί την Ανάσταση του Χριστού καταργείται ή τρομάρα καί γιορτάζεται ή νέκρωση του θανάτου. Ό θάνατος παύει να “ναι τρομερός για τον άνθρωπο- αντίθετα ό άνθρωπος γίνεται φοβερός στο θάνατο, γιατί ό κόσμος ολάκερος, ή ζωή κι ό θάνατος, τα παρόντα καί τα μέλλοντα καί ιδίως ό ανακαινισμένος άνθρωπος ανήκουν όλα στον Χριστό (Α” Κορ. γ” 22-23).
Ό Μάξιμος ό Όμολογητής θα πει: «Δεν νομίζω ότι είναι δίκαιο να όνομάζομε τον θάνατο πέρας (δηλ. τέλος) της παρούσης ζωής, αλλά απαλλαγή από τον θάνατο, χωρισμό από τη φθορά, ελευθερία από τη δουλεία, κατά­παυση της ταραχής, αναίρεση των πολέμων, υποχώρηση του σκοταδιού, άνε­ση στους πόνους, ηρεμία της αναταραχής, συγκάλυψη της ντροπής κι άποφυγή των παθών. Μ” ένα λόγο, κατάλυση όλων των κακών, πού με τη νέκρω­ση τους κατόρθωσαν οϊ ’Αγιοι καί παρέστησαν τους εαυτούς τους ξένους του βίου καί παρεπίδημους, μαχόμενοι γενναία με τον κόσμο και το σώμα και τίς επαναστάσεις πού πηγάζουν άπ” αυτά».
Αξίζει να μας ερμηνεύσει ό ίδιος ό Όσιος περαιτέρω αύτη της Εκκλησίας την αναστάσιμη θέση: «Όπως στο πρόσωπο του Αδάμ ό θάνατος έγινε κατάκριση της ανθρωπινής φύσεως, πού είχε αρχή της την ηδονή, την οποία έγέννησε ή ίδια, έτσι ό θάνατος εν Χριστώ γίνεται κατάκριση της αμαρτίας καί πάλι ηδονή εν Χριστώ, πραγματο­ποιεί την καθαρή γένεση της φύσεως. Όπως ή ένήδονη ζωή του Αδάμ έγινε μητέρα του θανάτου, έτσι κι ό θάνατος του Κυρίου για τον Αδάμ, ελεύθερος όμως από την ηδονή του Αδάμ, γίνεται γεννήτορας αθάνατης ζωής…».
«Εργο του Χριστιανού δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ή μνήμη του θανάτου
Ή ορθόδοξη πνευματικότητα κηρύττει ότι έργο του πιστού «δεν είναι άλλο, παρά ή μνήμη του θανάτου» (Ειρηναίος), πράγμα πού μας βοηθά να κατανοήσαμε την αγάπη των Μαρτύρων καί των ασκητών —νηπτικών Πατέ­ρων προς το μαρτύριο, τον σταυρό, τον πόθο της «αναλύσεως» και κυρίως το «χάρισμα» να πεθαίνει κανείς γεμάτος χαρά.
Ό χριστιανός, βέβαια, δεν είναι ό εραστής του θανάτου καί της μελαγχολίας. Μη γένοιτο! Ή αδιάλειπτη «μνήμη του θανάτου» προσβλέπει σ” ένα γεγονός: πώς ό άνθρωπος θα βρε­θεί «συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Α” Κορ. γ” 15,53), πώς ό πιστός θα συντάμει τον καιρό της εδώ παρουσίας του για να βρεθεί μαζί με τον Χριστό, μέτοχος της νίκης της ζωής καί του θριάμβου της Αναστάσεως, δηλαδή στην πραγμάτωση του αυθεντικού προορισμού του άνθρωπου, στην εν Χρι­στώ ελευθερία κι εγρήγορση.
Αποβλέπει στην βαθμιαία απόσπαση του ανθρώπου άπ” τη ματαιότητα καί τη φθορά της επαναστατημένης κι αυτονομημένης φύσεως καί τη μετά­θεση της καρδιάς, τη μετάβαση της στα αιώνια κι άφθαρτα. Σημαίνει την εγρήγορση σώματος καί πνεύματος, για άμεση μετοχή στον μεταμορφωμένο κι αναπλασμένο κόσμο του Θεού- στόχος της είναι ό αγιασμός, ή θέωση του ανθρώπου, ή όριστική καί πλήρης κοινωνία με τον Θεό, πού κατέστρεψε ό θάνατος, ως τόκος της αμαρτίας καί ουσιαστικός χωρισμός άπ” τον Θεό.
«Ας θυμόμαστε, αν είναι δυνατόν, άκατάπαυστα τον θάνατο, θα γράψει ό όσιος Ησύχιος. Έτσι γεννιέται μέσα μας ή απόθεση των φροντίδων καί κάθε ματαιότητας, ή φύλαξη του νου, ή ακατάπαυστη δέηση, ή απάθεια του σώματος καί ή αποστροφή της αμαρτίας. Καί σχεδόν θα μπορούσαμε να πούμε, κάθε αρετή πηγάζει άπ” τη μνήμη αυτή. Γι” αυτό ας την χρησιμοποιή­σαμε όπως την ίδια την αναπνοή μας».
Καί πραγματικά «ή ζωηρή μνήμη του θανάτου περιέχει πολλές αρετές.Γεννά το πένθος, προτρέπει σε εγκράτεια άπ” όλα, υπενθυμίζει τη γέεννα, είναι μητέρα της προσευχής καί των δα­κρύων, φρουρεί την καρδιά, παύει την εμπαθή προσκόλληση στη σάρκα άφού είναι από πηλό, αναβλύζει την οξύτητα του νου μαζί με διάκριση. Παιδιά αυτών είναι ό διπλός φόβος του Θεού καί ή κάθαρση της καρδιάς από εμπα­θείς λογισμούς. Περιέχει πολλές δεσποτικές εντολές. Σ” αυτήν παρατηρείται ό πάρα πολύ δύσκολος αγώνας κάθε στιγμής, για τον όποιο φροντίζουν οι περισσότεροι αθλητές του Χριστού» (όσιος Φιλόθεος ό Σιναΐτης).
Για την ασκητική πείρα το ύψιστο έφετό είναι ή «μνήμη του Θεού», κάτι πού το ζουν οι αναχωρητές ως δωρεά καί χάρη.Γι” αυτό ακούς άπ” τα άσκηταριά τους Πατέρες να κράζουν: «Τίποτε άλλο δεν είναι πιό φοβερό άπ” τη μνήμη του θανάτου, ούτε πιο θαυμάσιο από τη μνήμη του Θεού. Ή πρώτη προξενεί σωτήρια λύπη, ενώ ή άλλη χαρίζει ευφροσύνη Είναι όμως αδύνα­το να κάνει κάποιος κτήμα του το δεύτερο, αν δεν λάβει προηγουμένως πεί­ρα της στρυφνότητας του πρώτου» (όσιος Ηλίας ό «Εκδικος).
«Όταν λοιπόν οι δαίμονες πού πολεμούν την ψυχή μας διεγείρουν ατά ψυχικά πάθη καί μάλιστα στην οίηση, ή οποία είναι μητέρα όλων των κακών, ας θυμόμαστε τον θάνατο μας καί τότε καταντροπιάζομε το φούσκωμα της φιλοδοξίας. Το ίδιο ας κάνομε κι όταν οι δαίμονες πού πολεμούν το σώμα ερεθίζουν την καρδιά μας σε αισχρές επιθέσεις. Γιατί μόνο ή ενθύμηση του θανάτου μπορεί να καταργήσει όλες τίς προσβολές των δαιμόνων, επειδή μας επαναφέρει στη μνήμη του Θεού» (άγιος Διάδοχος Φωτικής).
Στόν σύγχρονο άνθρωπο πού θέλει να λησμονά ή τρομάζει μπροστά στο γεγονός του θανάτου, ή Εκκλησία συμβουλεύει:«»Οποιος κατορθώνει να λέει κάθε μέρα στον εαυτό του: σήμερα είναι ή τελευταία ήμερα της ζωής μου, ουδέποτε θα αμαρτήσει θεληματικά προς τον Θεό. Εκείνος όμως πού περι­μένει πώς έχει πολλά χρόνια ακόμα να ζήσει, δίχως άλλο θα περιπλακεί στα βρόχια της αμαρτίας» (άββάς Ησαΐας ό Αναχωρητής).
Άρχιμ. Θ. Άθαν.

Κυριακὴ Εἰκοστὴ Τετάρτη (Ἐφεσ. β΄ 14-22) +Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης Διονύσιος


 
13 Νοεμβρίου 1966


Ἀγαπητοὶ Χριστιανοί,

Σήμερα ἂς μὴ μιλήσουμε ἐμεῖς· ἂς πάρουμε μία ὁμιλία τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου κι ἂς τὴν ἐξηγήσουμε στὴ γλώσσα μας. Ἂς ἐξηγήσουμε πρῶτα τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα κι ὕστερα ἂς ἀκούσουμε νὰ μᾶς μιλάη ἐπάνω στὸ ἴδιο κείμενο ὁ ἱερὸς Πατέρας.

Ἀδελφοί, τέτοιος ἔπρεπε σ' ἐμᾶς ἀρχιερέας νὰ εἶναι ὅσιος, ἄκακος, ὁλοκάθαρος, ἔξω ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ παραπάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Αὐτὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, νὰ προσφέρη θυσίες πρῶτα γιὰ τὶς δικές του ἁμαρτίες κι ὕστερα γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ· γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιατί εἶναι ἀναμάρτητος, καὶ γιὰ τὸ λαό, γιατί αὐτὸ τὸ ἔκαμε μιὰ γιὰ πάντα, ὅταν πρόσφερε τὸν ἑαυτό του. Γιατί ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης βάζει ἀνάμεσα στὸ λαὸ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἔχουνε τὶς ἀνθρώπινες ἀτέλειες, ὅμως ὁ λόγος καὶ ὁ ὅρκος τοῦ Θεοῦ ὕστερα ἀπὸ τὸ νόμο, δηλαδὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη, βάζει ἀρχιερέα τὸν υἱό του, ποὺ εἶναι τέλειος στὸν αἰώνα. Καὶ μ' ἕνα λόγο, ἔχομε τέτοιον ἀρχιερέα, ποὺ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς θείας μεγαλωσύνης στοὺς οὐρανούς, καὶ εἶναι λειτουργὸς τῶν Ἁγίων καὶ τῆς ἀληθινῆς σκηνῆς, ποὺ τὴν ἔχτισε ὁ Κύριος κι ὄχι ἄνθρωπος.

Ἐπειδὴ λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τέτοιον ἔχομε ἀρχιερέα, ὅπως μᾶς τὸν περιγράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, γι' αὐτὸ ἂς τὸν μιμηθοῦμε κι ἂς βαδίσουμε στὰ ἴχνη του. Δὲν ὑπάρχει, γι' αὐτὸ κι ἂς μὴν ἐλπίζουμε σὲ ἄλλη θυσία γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Μία θυσία προσφέρθηκε στὸ Θεὸ ἀπὸ τὸν Μέγαν Ἀρχιερέα, ὅπου μὲ αὐτὴν πρόσφερε τὸν ἑαυτὸν του· μία θυσία μᾶς καθάρισε καὶ μᾶς ἀποκατάστησε ἀπέναντι στὸ Θεό. Ὕστερα ἀπ' αὐτὴ τὴ θυσία, ἂν δὲν θὰ τὴν ἐκτιμήσουμε, δὲν μᾶς μένει παρὰ τιμωρία καὶ καταδίκη. Καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο ἀκριβῶς ὁ ἅγιος Ἀπόστολος διαρκῶς μᾶς μιλάει γιὰ ἕναν Ἀρχιερέα καὶ γιὰ μία θυσία, γιὰ νὰ μὴ θαρρῆ κανεὶς πὼς εἶναι πολλὲς θυσίες κι ἔτσι χωρὶς φόβο ν' ἁμαρταίνη.

Ὅσοι λοιπὸν καταξιωθήκαμε νὰ λάβουμε τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ τὴ σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσοι ἔχουμε τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν τῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσοι ἔχουμε θέση στὴν τράπεζα τῆς ἀθανασίας καὶ κοινωνοῦμε ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐμεῖς λοιπὸν ἂς φυλᾶμε γιὰ πάντα τὴν εὐγένεια καὶ τὴν τιμὴ μὲ τὴν ὁποία μᾶς τίμησε ὁ Θεός. Κι ἂς μὴν ἁμαρταίνη κανεὶς μὲ τὴν πρόφαση τάχα καὶ τὴν ἐλπίδα πὼς ἔχει νὰ μετανοήση, πὼς πρὶν ν' ἀποθάνη θὰ τρέξη νὰ ξομολογηθῆ καὶ νὰ ζητήση τὴ συχώρεση τοῦ Θεοῦ, γιατί πολλὲς φορὲς δὲν τὸ κατορθώνουν αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι.

Παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ πιστέψετε σ' αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ μὴ σᾶς περάση ἀπὸ τὸ νοῦ πὼς τὸ λέγω γιὰ νὰ σᾶς φοβίσω. Ξέρω πολλοὺς ποὺ τὸ ἔπαθαν αὐτό· ἁμάρταιναν μὲ τὴν ἀπαντοχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ μετανοήσουν κι ἦρθε ἡ τελευταία τους ὥρα κι ἔφυγαν ἀμετανόητοι. Γιατί ὁ Θεὸς γι' αὐτὸ ἔδωκε τὴ μετάνοια· γιὰ νὰ συχωρέση τὶς ἁμαρτίες, ὄχι γιὰ νὰ τὶς πληθύνη. Ὅταν ὅμως κανεὶς χρησιμοποιῆ τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ γιὰ εὐκαιρία ν' ἁμαρταίνη περισσότερο, τότε λοιπὸν ἡ μετάνοια γίνεται αἰτία τῆς ἀμέλειας καὶ τῆς ὀκνηρίας μας. Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, προσέχετε. Κανένας ἂς μὴν εἶναι σὰν μισθωτός, κανένας ἂς μὴν εἶναι ἀφιλότιμος, κανένας ἂς μὴν ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ σὰν κάτι βαρὺ καὶ κουραστικό. Μὰ ἂς ἐργασθοῦμε τὴν ἀρετὴ μὲ προθυμία καὶ μὲ χαρά. Ἤ τάχα κι ἂν δὲν ἦταν μισθός, δὲν θὰ 'πρεπε λοιπὸν νὰ ὑπάρχη τὸ καλὸ κι ἡ ἀρετὴ στὸν κόσμο; Ἀλλ' ὅμως, ἔστω καὶ μὲ μισθὸ καὶ μὲ πληρωμή, ἂς γίνουμε καλοὶ καὶ ἐνάρετοι. Γιατί πῶς ἐτοῦτο δὲν εἶναι τάχα ντροπὴ καὶ καταδίκη; Ἂν δὲν μὲ πλήρωσης, λέγει, δὲν γίνομαι καλὸς ἄνθρωπος, φεύγω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Λοιπὸν τολμῶ κι ἐγὼ νὰ πῶ κάτι· Ποτὲ δὲν θὰ εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος κι ἂς δείχνης σωφροσύνη, ὅταν τὸ κάνης ἐπειδὴ θὰ λάβης μισθό. Γιατί ποτὲ δὲν θὰ ἐκτίμησης τὴν ἀρετή, ἂν δὲν τὴν ἀγαπᾶς. Ὁ Θεὸς ὅμως, γιὰ τὴν πολλὴ ἀσθένειά μας, θέλησε ἡ ἀρετὴ νὰ γίνη ἐπιτέλους μισθὸς καὶ πληρωμή· ἐμεῖς ὅμως οὔτε καὶ ἔτσι εἴμαστε ἐνάρετοι.

Ἂς ἐξετάσουμε τώρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τί τάχα εἶναι βαρὺ καὶ κουραστικὸ ἀπ' αὐτὰ ποὺ μᾶς προστάζει ὁ Θεός. Νὰ 'χης, λέγει, τὴ γυναίκα σου καὶ νὰ 'σαι φρόνιμος, νὰ τὴ σέβεσαι καὶ νὰ τὴν τιμᾶς. Ἐτοῦτο λοιπὸν εἶναι βαρύ; Κι ὅμως πολλοὶ δὲν ἔχουν γυναίκα κι εἶναι φρόνιμοι καὶ κάνουν ἐγκράτεια· κι ὄχι μόνο χριστιανοί, μὰ καὶ εἰδωλολάτρες. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ κάνει ὁ εἰδωλολάτρης ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ ματαιοδοξία καὶ δείχνεται ἀνώτερος, ἐσὺ δὲν τὸ κάνεις οὔτε γιὰ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.

Νὰ δίνης, λέγει, στοὺς φτωχοὺς ἀπὸ τὰ καλά σου. Κι ἐτοῦτο τάχα εἶναι βαρύ; Μὰ κι ἐδῶ μᾶς κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί της Ἐκκλησίας, ποὺ δίνουν ὁλόκληρες περιουσίες ἀπὸ κενοδοξία, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν προσωπικό τους ἐγωισμό.

Ἄλλη ἐντολὴ λέγει· Νὰ μὴν αἰσχρολογῆς· μέσα στὴν αἰσχρολογία εἶναι καὶ ἡ βλασφημία. Εἶναι τάχα κι ἐτοῦτο δύσκολο; Μὰ κι ἂν δὲν ἔδινε ὁ Θεὸς τὴν ἐντολὴ καὶ πάλι θὰ 'πρεπε ν' ἀποφεύγουμε τὴν αἰσχρολογία σὰν ἔντιμοι ἄνθρωποι. Πὼς ὄχι ἡ ἐντολή, μὰ ἡ αἰσχρολογία κι ἡ βλασφημία εἶναι δύσκολο πράγμα, τὸ βλέπουμε στὸ πῶς ὁ καθένας ντρέπεται καὶ κοκκινίζει, ὅταν τοῦ ξεφύγη κανένας αἰσχρὸς καὶ βλάσφημος λόγος, παρεκτὸς κι ἂν εἶναι μεθυσμένος.

Νὰ μὴ μεθᾶς λέγει ἄλλη ἐντολή, καὶ πολὺ σωστὰ τὸ λέγει. Γιατί τὸ μεθύσι ἀπὸ μόνο του εἶναι κόλαση καὶ τιμωρία τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶπε νὰ στερῆς τὸν ἑαυτόν σου καὶ νὰ βασανίζης τὸ σῶμα σου, ἀλλὰ νὰ μὴ μεθᾶς. Δηλαδὴ νὰ μὴν ξευτελίζης καὶ ντροπιάζης τὸν ἑαυτό σου, ἔτσι ποὺ νὰ τοῦ ἀφαιρῆς κάθε ψυχικὸ καὶ λογικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου.

Μὴν τάχα καὶ δὲν πρέπει νὰ φροντίζουμε καὶ νὰ ἐνδιαφερώμαστε γιὰ τὸ σῶμα; Ὄχι, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ! Δὲν λέγω αὐτό, ἀλλὰ λέγω νὰ μὴ φροντίζης γιὰ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες του καὶ νὰ μὴν ἀνάβης μέσα σου φωτιά. Ὅπως ἀκριβῶς λέγει ὁ ἅγιος Παῦλος «τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας».

Ἄλλη ἐντολὴ λέγει· Νὰ μὴν ἁρπάζης καὶ νὰ μὴν κλέβης καὶ νὰ μὴν εἶσαι πλεονέκτης· νὰ μὴν παίρνης ψεύτικους ὅρκους στὰ δικαστήρια καὶ νὰ μὴν παραβαίνης ὅσα ὁρκίζεσαι κι ὅσα ὑπόσχεσαι. Ποιὸν κόπο τάχα καὶ ποιὸν ἱδρώτα χρειάζονται αὐτά;

Κι ἄλλη ἐντολὴ λέγει· Νὰ μὴν κατηγορῆς καὶ νὰ μὴ συκοφαντῆς. Ἔχει κι ἐτοῦτο κανέναν κόπο; Τὸ ἀντίθετο μάλιστα εἶναι πολὺ κουραστικό. Γιατί, μόλις κατηγορήσης κάποιον, ἀμέσως σὲ πιάνει ἀνησυχία καὶ σὲ βασανίζει ἡ ὑποψία· μὴν τύχη κι ὅ,τι εἶπες τὸ μάθη καὶ τὸ ἀκούση ἐκεῖνος ποὺ τὸν κατηγόρησες, ἐκεῖνος ποὺ τὸν συκοφάντησες.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Τίποτα δύσκολο καὶ τίποτα βαρὺ δὲν μᾶς προστάζει ὁ Θεός, ἂν βέβαια θέλουμε. Εἰδεμὴ καὶ δὲν θέλουμε, τότε καὶ τὰ εὐκολώτερα μᾶς φαίνονται βουνά. Τίποτα ἀπ' ὅσα προστάζει ὁ Θεὸς δὲν ἔχει κόπο, ἂν θέλη ὁ ἀνθρωπος· γιατί ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου κι ἀπὸ τὴ θεία χάρη ἐξαρτῶνται τὰ πάντα. Ἂς θελήσουμε λοιπὸν κι ἂς ἀγαπήσουμε τὰ καλὰ σ' ἐτοῦτο τὸ βίο, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.


Η ολέθρια αφροσύνη. (Κυριακή Θ’ Λουκά)

Η συγκέντρωση αγαθών που εξυπηρετούν την ζωή αποτελεί μια πολύ φρόνιμη και λογική ενέργεια για τον άνθρωπο και μάλιστα για τον οικογενειάρχη που από την εργατικότητα και προνοητικότητά του εξαρτάται η ζωή των μελών της οικογενείας του. Την οκνηρία και απρονοησία κανείς ποτέ δεν επαίνεσε. Γιατί λοιπόν παρ’ όλα αυτά ο πλούσιος της σημερινής παραβολής χαρακτηρίζεται ως «άφρων»; Για τους εξής λόγους:
α) Πρώτα-πρώτα γιατί ο ορίζοντας του κόσμου γι’ αυτόν τελειώνει στα όρια του εαυτού του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη διήγησή μας επικρατεί η κτητική αντωνυμία «μου». Ο πλησίον είναι ανύπαρκτος για την σκέψη και τη ζωή του πλουσίου μας. β) Γιατί νομίζει ότι η υλική ευδαιμονία του είναι ατέρμονη και ότι δεν πρόκειται να του την αφαιρέσει κανείς. Έτσι καταστρώνει μακρόπνοα σχέδια λέγοντας στον εαυτό του: “ψυχή, έχεις, πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου”. Και γ) γιατί καταπίεσε τελείως μέσα στα βάθη του υποσυνειδήτου του τον Θεό, νομίζοντας ότι τον αφάνισε και γλύτωσε από τον έλεγχό του.
Να λοιπόν που βρίσκονται τα όρια ανάμεσα στη φρόνηση και στην αφροσύνη, ανάμεσα στη λογική προνοητικότητα και στην παράλογη αποθεματοποίηση αγαθών. Στην μια περίπτωση διευκολύνει κανείς και εξυπηρετεί τη ζωή τη δική του και των οικείων του, στην άλλη την καταστρέφει· γιατί δημιουργεί αγχώ­δεις καταστάσεις από τις οποίες δύσκολα ελευθερώνεται. Πραγματικά η χωρίς λόγο συσσώρευση αγαθών προκαλεί άγχος και προβλήματα, οφείλεται δε κατά βάση στον πόθο του ανθρώπου να ξεφύγει από την σκέψη του θανάτου. Έτσι, μαζεύει υλικά αγαθά, οχυρώνεται μέσα σ’ αυτά, για να αισθανθεί ασφαλής και σίγουρος, με συνέπεια να πετρώσει η καρδιά του για τον διπλανό του, ο οποίος του είναι τελείως αδιάφορος ή και ανύπαρκτος. Κι όταν λέμε αγαθά, ας μη πηγαίνει ο νους μας μόνο στα χρήματα. Υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα που θεωρούνται σαν μέσα που εξασφαλίζουν τον άνθρωπο: Είναι οι γνώσεις, η επιστήμη, τα αξιώματα, οι τίτλοι, οι γνωριμίες, οι δεσμοί. Και εδώ πρέπει να χαράξει κανείς τα όρια ανάμεσα στη φρόνιμη ιεράρχηση των αγαθών και στην άφρονα ή αγχώδη αναζήτηση στηριγμάτων για μια ζωή χωρίς τον φόβο του τερματισμού της. Είναι πράγματι αφροσύνη να ξεχάσει ότι όλα αυτά που αναφέραμε προηγουμένως δεν είναι τρόποι εξασφαλίσεως του εγώ έναντι των άλλων αλλά μέσα εξυπηρετήσεως είτε του εγώ είτε των άλλων· κι είναι αφροσύνη ακόμη να νομίζουμε ότι μ’ αυτά γίναμε πανίσχυροι, εκθρονίσαμε τον Θεό και ξεφύγαμε τον θάνατο.
Έρχονται στιγμές που σ’ ένα ξέσπασμα της καταπιεσμένης συνειδήσεώς μας ακούγεται η φωνή του Θεού και θυμίζει αλήθειες ξεχασμένες και πραγματικότητες που θελήσαμε να τις παρακάμψουμε, Σ’ αυτές τις στιγμές βλέπει κανείς τη γύμνια και την αφροσύνη του παρ’ όλο που νόμιζε ότι ήταν θωρακισμένος με χίλια αγαθά και ότι η οργάνωση της ζωής του ήταν άρτια και απρόσβλητη. Πολύ εύκολα ξεγελιέται κανείς! Κι αυτό ακριβώς θέλει να τονίσει η σημερινή παραβολή: Η ανασφάλεια που αισθάνεται ο άνθρωπος από την αμαρτία και τη φθορά που βασιλεύουν μέσα στον κόσμο δεν θεραπεύεται με την συσσώρευση υλικών αγαθών, με τη δημιουργία υποκατάστατων του Θεού, με τήν οχύρωση του εαυτού μας σε ψεύτικα και ευπρόσβλητα χαρακώματα. Ασφαλής και σώφρων είναι ο άνθρωπος ο οποίος, χωρίς να παραμελεί τις βιοτικές ανάγκες του, βλέπει το Θεό σαν πηγή της ζωής και δωρητή των αγαθών. Αλλιώς, μόνον ως άφρων μπορεί να χαρακτηρισθεί, με όλες τις τραγικές συνέπειες της αφροσύνης του.
(Πηγή: Ιωαν. Δ. Καραβιδόπουλου, Ομοτ. Καθηγητού Α.Π.Θ. , «Οδός ελπίδας», σ. 35-37)

Κυριακή Θ’ Λουκά – Η παραβολή του άφρονος πλουσίου Κέρδη επίγεια και ουράνια

Δεν δίνουν ευτυχία

Θέλοντας ο Κύριος να δείξει πόσο ολέθριο είναι το πάθος της πλεονεξίας είπε την παρακάτω Παραβολή: Κάποιου πλουσίου ανθρώπου τα εκτεταμένα χωράφια απέδωσαν πλούσια παραγωγή. Κι αντί ο πλούσιος αυτός να χαρεί και να ευχαριστήσει το Θεό για την πλούσια σοδειά, κυριεύθηκε από έγνοιες και συλλογισμούς: Τι να κάνω; Πού να μαζέψω τους καρπούς που μου περισσεύουν; Έχασε την ειρήνη του, έχασε και τον ύπνο του. Επιτέλους κάποτε βρήκε τη λύση: Αυτό θα κάνω! Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες. Και θα μαζέψω εκεί όλα τα αγαθά μου. Κι ύστερα θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά και σου φθάνουν για πολλά χρόνια. Μη σκοτίζεσαι πλέον για τίποτε. Τώρα πλέον ήρθε η ώρα να χαρείς με φαγοπότια και διασκεδάσεις.
Ο δύστυχος! Νόμιζε ότι θα ευτυχήσει με τα πλούτη! Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι αυτά δεν κάνουν τον άνθρωπο ευτυχισμένο. Άλλωστε ο ίδιος ζούσε τη δυστυχία και μόνο με τη σκέψη των πολλών αγαθών, πριν ακόμη τα συγκεντρώσει και τα αποθηκεύσει. Δεν μπορούσε να χαρεί τίποτε, διότι η πλεονεξία του τον ταλαιπωρούσε και τον βασάνιζε. Ήθελε να κρατήσει όλους τους καρπούς για τον εαυτό του. Κι επειδή δεν μπορούσε να το κατορθώσει αυτό, βυθιζόταν σε εναγώνιες σκέψεις. Θα μπορούσε βέβαια να γίνει ευτυχισμένος, εάν έπαιρνε μία γενναία απόφαση. Να δωρίσει τα αγαθά που του περίσσευαν στους φτωχούς, να χορτάσει τα πεινασμένα τους στόματα, και να ευχαριστήσει το Θεό που του δώρισε μια τέτοια ευφορία και δυνατότητα φιλανθρωπίας. Αλλά επειδή σκοτίσθηκε από την πλεονεξία κατάντησε δυστυχισμένος κι άρρωστος.
Τι κερδίζουμε λοιπόν από την προσκόλληση στα περιττά αγαθά μας; Ανάπαυση δεν κερδίζουμε. Ανήσυχες και βασανιστικές φροντίδες μας αιχμαλωτίζουν. Όσο περισσότερα αποκτούμε, τόσο περισσότερο βυθιζόμαστε σε συλλογισμούς και ανησυχίες: πώς θα διατηρήσουμε αυτά που αποκτήσαμε, πώς θα προσθέσουμε κι άλλα. Και συμβαίνει να χάνουμε συχνά και τον ύπνο μας με τις εναγώνιες σκέψεις μας. Τα θέλουμε όλα δικά μας για να τα απολαμβάνουμε μόνο εμείς, νομίζοντας ότι όσα έχουμε είναι όλα δικά μας.
Και πολύ περισσότερο δεν θέλουμε να καταλάβουμε ότι η ψυχή μας δεν χορταίνει με τα υλικά αγαθά. Η ψυχή ως πνευματική οντότητα ζει και ευτυχεί μόνο με ουράνια, πνευματικά αγαθά. Η αφθονία των υλικών αγαθών, των φαγητών, των διασκεδάσεων δεν μας κάνουν ευτυχισμένους. Κι έπειτα στη ζωή υπάρχουν προβλήματα που δεν λύνονται με το χρήμα, αρρώστιες και θλίψεις, πειρασμοί και εντάσεις, οικογενειακά και άλλα προβλήματα που αφαιρούν συχνά κάθε χαρά και ειρήνη. Μη γελιόμαστε λοιπόν. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι τα αγαθά που δίνουν ανάπαυση και ευτυχία προέρχονται από τον ουρανό κι εκεί καταλήγουν. Αυτά να αναζητούμε κι αυτά να επιδιώκουμε.

Η τελευταία μας ώρα

Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως περίμενε ο πλούσιος. Πριν ακόμη προφθάσει να πει στην ψυχή του τα όσα σχεδίαζε, του μίλησε πρώτα ο Θεός: Άμυαλε άνθρωπε! Τη νύχτα αυτή, που την ονειρευόσουν ως νύχτα ευτυχίας, απαίσιοι δαίμονες ζητούν να πάρουν την ψυχή σου, σε λίγο θα πεθάνεις. Κι όλα αυτά που αποθήκευσες, σε ποιον θα ανήκουν; Κι ο Κύριος έκλεισε την Παραβολή λέγοντας: Τέτοιο τέλος θα έχει κι όποιος μαζεύει μόνο για τον εαυτό του τα υλικά αγαθά και δεν αποταμιεύει θησαυρούς στον ουρανό με τα έργα της αγάπης. Θα καταλήξει την τελευταία μέρα ή νύχτα της ζωής του στην αιώνια νύχτα της κολάσεως.
Αλήθεια· έχουμε σκεφθεί εμείς ποτέ πώς θα είναι το δικό μας τέλος, η δική μας τελευταία μέρα ή νύχτα; Η νύχτα αυτή του πλουσίου της Παραβολής ήταν η πιο εφιαλτική και αποτρόπαιη νύχτα της ζωής του. Ήταν η νύχτα την οποία ονειρευόταν ως νύχτα ευτυχίας, και την περίμενε με τη βεβαιότητα ότι θα άρχιζε να απολαμβάνει για πολλά χρόνια ακόμη τα πλούτη του. Εκείνη η νύχτα όμως έγινε γι’ αυτόν νύχτα αγωνίας και τρόμου. Μια νύχτα ατελείωτη και φρικτή.
Διότι όσοι είναι προσκολλημένοι στα υλικά αγαθά, την ώρα του θανάτους τους εισέρχονται σε μία νύχτα φοβερή και ατελείωτη. Εγκαταλείπουν πίσω τους όλα εκείνα για τα οποία μόχθησαν και με πολλές αγωνιώδεις φροντίδες συγκέντρωσαν και απέρχονται πάμφτωχοι, άδειοι από καλά έργα κι απ’ τη χάρη του Θεού. Σκοτάδι απογνώσεως απλώνεται γύρω τους καθώς παραλαμβάνουν την ψυχή τους οι σκοτεινοί δαίμονες.
Για τους δικαίους όμως, για τους ελεήμονες και φιλάνθρωπους, η τελευταία μέρα ή νύχτα είναι η ωραιότερη ανατολή μιας ημέρας ατελεύτητης και άδυτης. Είναι η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού. Εμείς άραγε πώς θα βρεθούμε την τελευταία μας ώρα; Είναι φοβερό να έχουμε την κατάληξη του πλουσίου της Παραβολής. Γι’ αυτό ας καταπολεμούμε κάθε πλεονεξία, κι ας αποταμιεύουμε τα αγαθά μας στις αποθήκες του ουρανού, μοιράζοντάς τα στους πεινασμένους και ενδεείς. Για να μην παραλάβουν την ψυχή μας οι απαίσιοι δαίμονες αλλά οι αγαθοί άγγελοι και να την οδηγήσουν στην αγκαλιά του Θεού.
Περιοδικό «Ο Σωτήρ», τ. 1989

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θ´ ΛΟΥΚΑ

Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά. ᾽Αναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου᾽ (Λουκ. 2, 19)
α. Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ Κύριος φωτογραφίζει τήν τραγωδία τοῦ ὑλιστῆ ἀνθρώπου: ἐκείνου πού εἶναι προσανατολισμένος μόνον στά ὑλικά πράγματα προκειμένου νά ὑπηρετεῖ τίς αἰσθήσεις του καί πού ἔχει διαγράψει γι᾽ αὐτό ἀπό τή ζωή του τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπό του. Εἶναι ὁ ἄφρων ἄνθρωπος, αὐτός πού δέν ἔχει φρόνηση καί μυαλό, ὁ ὁποῖος ζεῖ μέσα σέ ψευδαισθήσεις καί φαντασιώσεις, μέ ἀποτέλεσμα νά χάνει καί τήν ἐδῶ ἀλλά καί τήν αἰώνια ζωή.
β. 1. Τρεῖς εἶναι οἱ ψευδαισθήσεις τοῦ ἄφρονος πλουσίου τῆς παραβολῆς:
(α) ῾ψυχή μου, ἔχεις πολλά ἀγαθά᾽. Πιστεύει ὅτι τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ ἀνήκουν, ὅτι εἶναι πράγματα δικά του. ῾Η ψυχή του εἶναι γεμάτη ἀπό αὐτά. Διακατέχεται συνεπῶς ἀπό μία αἴσθηση κατοχῆς τῆς ὕλης.
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ πραγματικότητα; Τά πάντα ἀνήκουν στόν Θεό. ῎Αν ὑπάρχουν ἀγαθά πού ἀνήκουν σέ ἐμᾶς, εἶναι γιατί ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά τά ἔχουμε, προκειμένου νά τά διαχειριστοῦμε ὀρθά. Νά καλύψουμε δηλαδή τίς οὐσιαστικές ἀνάγκες μας, ἀλλά καί τίς ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων μας. Στήν πρώτη ᾽Εκκλησία πού συνιστᾶ κριτήριο γιά ὅλες τίς ἐποχές, πουλοῦσαν τά ἀγαθά τους καί τό ἀντίτιμο τό ἔδιναν στούς ἀποστόλους γιά νά τό μοιράσουν στούς ἀναγκεμένους.
(β) ῾κείμενα εἰς ἔτη πολλά᾽. Πιστεύει ὅτι τό μέλλον εἶναι δικό του καί τοῦ ἀνήκει, ὅτι εἶναι σχεδόν αἰώνιος ἄνθρωπος. ῾Ο θάνατος δέν φαίνεται νά τόν ἀπασχολεῖ κι οὔτε ὑπάρχει στόν ὅποιον προβληματισμό του. Κι ἀκόμη: πιστεύει ὅτι ἡ ζωή του πάντοτε θά εἶναι ἡ ἴδια γι᾽ αὐτόν: πλούσια καί καρποφόρα.
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ πραγματικότητα; ᾽Αφενός τό μέλλον εἶναι τοῦ Θεοῦ. ᾽Εκεῖνος εἶναι ῾ὁ Πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος᾽. Αὐτός συνιστᾶ τό Α καί τό Ω. Κανείς δέν γνωρίζει τό μέλλον πέραν τοῦ Θεοῦ ἤ πέραν ἐκείνου στόν ὁποῖο ὁ Θεός ἀποκαλύπτει κάτι σχετικό. ῾Ο θάνατος γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι παραμονεύει ἀνά πᾶσα στιγμή στή ζωή μας. Εἶναι ὁ μόνιμος συνοδοιπόρος μας. ᾽Αφετέρου ἡ ζωή ἀποκαλύπτει ὅτι ῾ὁ καιρός, ὅπως λέμε, ἔχει γυρίσματα᾽. Τά πράγματα ἀλλάζουν συνήθως μέ ρυθμούς καταιγιστικούς. Τίποτε δέν μένει τό ἴδιο. ῞Οπως ἀλλάζουν οἱ ἐποχές τοῦ ἔτους, ἔτσι συνήθως ἀλλάζει καί τό σκηνικό τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Πόσοι πλούσιοι γιά παράδειγμα ἐν μιᾷ νυκτί κυριολεκτικῶς ἔχασαν τά πάντα καί ὁδηγήθηκαν στήν ἀπόλυτα ἔνδεια καί τή φτώχεια; ῾Παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου᾽ κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου, ἀλλά καί ῾τά πάντα ῥεῖ᾽ κατά τόν ἐμπειρικό λόγο τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου.
(γ) ῾ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου᾽. Πιστεύει ὁ ἄφρων  ὅτι ἡ ζωή εἶναι μία εὐχαρίστηση καί μόνο τῆς σαρκός. Σκοπός του φαίνεται νά εἶναι ἡ ἡδονή. Παραθεωρεῖ ὅτι ἡ ἡδονή περικλείει τήν ὀδύνη κι ὅτι ἡ ἀποκλειστική εὐχαρίστηση τῶν αἰσθήσεων ὁδηγεῖ στό στέγνωμα τῆς ψυχῆς, συνήθως δέ καί σέ πλῆθος σωματικῶν ἀσθενειῶν.
῾Η πραγματικότητα λοιπόν εἶναι καί πάλι διαφορετική: Μετά τήν πτώση τῶν ἀνθρώπων στήν ἁμαρτία τό κυριαρχικό στοιχεῖο τῆς ζωῆς εἶναι ἡ θλίψη καί οἱ δοκιμασίες της. ῾Κοιλάς πένθους καί δακρύων᾽ ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν χαρακτηρισμό τῆς Γραφῆς. Κι ὅπως εἴπαμε: ἡ ὅποια ἡδονή περικλείει τίς περισσότερες φορές τήν ὀδύνη καί τόν πόνο. ῾Η ἐμπειρία μάλιστα διαρκῶς ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ ὅποια ἀνάπαυση καί ἡ εὐφροσύνη τοῦ ἀνθρώπου συνιστοῦν καταστάσεις πρωτίστως τῆς ψυχῆς καί τοῦ πνεύματός του καί λιγότερο τῆς σαρκός.
2. ῾Ο Κύριος ἔκανε τήν ἀποτίμηση τῶν ψευδαισθήσεων αὐτῶν: ὅποιος τίς ἔχει εἶναι ἄφρων. Γιατί ἔρχεται ὁ θάνατος μέ τρόπο ἀνεπάντεχο καί ἐνώπιόν του φανερώνεται ὅτι ἡ ζωή τῆς ἀφροσύνης ἀποτελεῖ χαμένο κόπο (῾ἅ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;᾽), ὁδηγεῖ δέ στό χειρότερο: στήν παράδοση στά χέρια τῶν ἐχθρῶν δαιμόνων καί τήν ἀπώλεια τῆς αἰώνιας ζωῆς (῾τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ᾽).
3. ῾Η τραγωδία τοῦ ἄφρονος πλουσίου φαίνεται νά ὑφίσταται καί στή ζωή πολλῶν ἀπό ἐμᾶς τούς χριστιανούς. Διότι ἴσως καί σέ ἐμᾶς
- νά ὑπάρχει ἡ ἐπιδίωξη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ὡς σκοπός ζωῆς, πού σημαίνει ὅτι διακατεχόμαστε ἀπό τήν ἰδιοκτησιακή ἀντίληψη τοῦ κόσμου,
- νά μή σκεπτόμαστε τόν θάνατο, ἔχοντας διαμορφώσει τήν ἄφρονα ἀντίληψη μίας αἰωνιότητας τῆς ἐδῶ ζωῆς μας,
- νά θέτουμε ὑπεράνω ὅλων τίς σαρκικές ἀπολαύσεις καί εὐχαριστήσεις μας.
῎Αν συμβαίνει αὐτό χρειάζεται ἀμέσως νά μετανοήσουμε, ὅσο ἀκόμη ἔχουμε χρόνο. Δηλαδή:
- νά μνημονεύουμε τόν ἐρχόμενο θάνατό μας (῾μιμνήσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα᾽, συνιστᾶ καί πάλι ἡ ῾Αγία Γραφή),
- καί νά προσανατολιζόμαστε στήν κατά Θεό πάντοτε προκοπή μας. 

γ. ῾Ο Κύριος ἔδωσε τή λύση καί τή διέξοδο: ῾νά πλουτοῦμε κατά Θεόν᾽. Δηλαδή νά ζοῦμε κατά τό ἅγιο θέλημά Του μέ προσπάθεια τά βήματά μας νά εἶνα πάνω στά ἴχνη ᾽Εκείνου. Τότε ὁ πλοῦτος τοῦ Κυρίου θά εἶναι μαζί μας, τώρα καί πάντα!
π. Γεώργιος Δορμπαράκης

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...