Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Νοεμβρίου 22, 2014

Κυριακή Θ’ Λουκά: Η παραβολή του άφρονα πλουσίου (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Λουκ. ιβ’ 16-21)

Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήρθε στη γη για να θεραπεύσει τους ανθρώπους από τα φθοροποιά πάθη και τις ροπές τους. Τα πάθη κι οι ροπές είναι σοβαρές ψυχικές παθήσεις.
Κλέβει ποτέ ένας γιός από τον πατέρα του; Όχι. Ο δούλος όμως κλέβει από τ’ αφεντικό του. Τη στιγμή που ο Αδάμ εγκατέλειψε την ιδιότητα του υιού κι απόκτησε την ιδιότητα του δούλου, το χέρι του απλώθηκε για να πιάσει τον απαγορευμένο καρπό. Γιατί ο άνθρωπος κλέβει αυτό που ανήκει σ’ έναν άλλο; Είναι επειδή το χρειάζεται; Ο Αδάμ τα είχε όλα, δεν του έλειπε τίποτα. Παρ’ όλ’ αυτά όμως προχώρησε στην κλοπή. Γιατί ο άνθρωπος κλέβει άλλον άνθρωπο κι ο δούλος άλλο δούλο; Επειδή έμαθαν πρώτα να κλέβουν από τ’ αφεντικό τους. Οι άνθρωποι συνήθως κλέβουν πρώτα από το Θεό κι έπειτα ο ένας από τον άλλο. Ο προπάτορας του ανθρώπινου γένους άπλωσε το χέρι του να κλέψει πρώτα αυτό που ανήκε στο Θεό κι έπειτα, σαν αποτέλεσμα, οι απόγονοί του άρχισαν να κλέβουν ο ένας τον άλλο.
Οι άνθρωποι κλέβουν από Θεό και ανθρώπους, από τη φύση κι από τον εαυτό τους. Ο άνθρωπος δεν κλέβει μόνο με τις σωματικές αισθήσεις του, αλλά και με την καρδιά, την ψυχή και το νου του. Δεν υπάρχει πράξη κλοπής που ο διάβολος να μην είναι συνεργός του ανθρώπου. Είναι ο υποβολέας και υποκινητής κάθε κλοπής. Είναι ο εισηγητής και καθοδηγητής κάθε σκέψης για κλοπή. Κανένας κλέφτης στον κόσμο δεν ήταν ποτέ μόνος του. Συνήθως υπάρχουν τουλάχιστο δύο που συμμετέχουν σε μια κλοπή κι ένας τρίτος που παρακολουθεί. Ο άνθρωπος κι ο διάβολος πάνε για να κλέψουν κι ο Θεός που τους βλέπει. Όπως η Εύα δεν έκλεψε μόνη της, αλλά παρέα με το διάβολο, έτσι κανένας άνθρωπος δεν έχει τελέσει μια πράξη κλοπής μόνος του, αλλά πάντα με την παρέα του διαβόλου.


Ο διάβολος όμως δεν είναι μόνο καθοδηγητής και συνοδός στην κλοπή, αλλά κι εκείνος που τη διαδίδει. Δεν τον ενδιαφέρουν τα κλεμμένα, αλλά η απώλεια της ψυχής του ανθρώπου, η διχόνοια και το μίσος ανάμεσα στους ανθρώπους κι η απώλεια ολόκληρης της ανθρωπότητας. Δεν πηγαίνει να κλέψει για χάρη της κλοπής, αλλ’ «ως λέων ορυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α' Πέτρ. ε’ 8). Το ότι είναι ο διάβολος που παρακινεί την ψυχή σε κάθε πονηρό έργο και σπέρνει κάθε πονηριά στην ψυχή, το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος (βλ. Ματθ. ιγ' 39). Με κάθε κλοπή που κάνει ο άνθρωπος, ο διάβολος κλέβει ένα μέρος από την ψυχή του. Η ψυχή του κλέφτη συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, μαραίνεται και πεθαίνει, όπως ο πνεύμονας που έχει προσβληθεί από φυματίωση.

Για ν’ απαλλαγεί κανείς από το πάθος της κλοπής, πρέπει να λογαριάσει πως όλα όσα έχει είναι του Θεού κι όχι δικά του. Όταν χρησιμοποιεί τα υπάρχοντά του, πρέπει νά ‘χει κατά νου πως αυτά είναι του Θεού, όχι δικά του. Όταν τρώει στο τραπέζι, πρέπει να ευχαριστεί το Θεό, γιατί το ψωμί δεν είναι δικό του, αλλά του Θεού. Για να θεραπευτεί ο άνθρωπος από την αρρώστια της κλοπής, πρέπει να λογαριάσει πως και τα υπάρχοντα των άλλων είναι του Θεού. Επομένως όταν κλέβει από τους ανθρώπους, είναι σα να κλέβει από το Θεό. Είναι δυνατό να κλέψει κανείς από Εκείνον που βλέπει τα πάντα; Για να καταδιώξει ο άνθρωπος τον πονηρό συνεργό του στην κλοπή, τον σπορέα κάθε κακού, πρέπει ν’ αγρυπνεί για την ψυχή του, ώστε ο διάβολος να μη σπείρει μέσα του επιθυμίες κλοπής. Κι όταν τις βρίσκει σπαρμένες μέσα του, πρέπει να παλέψει για να τις κάψει με τη φωτιά της προσευχής. Δεν είναι παράφρονας ο άνθρωπος που τρέχει πίσω από το κακό, όταν έχει γνωρίσει το καλλίτερο; Δεν είναι ανόητος και γελοίος ο κλέφτης που επισκέπτεται το σπίτι κάποιου άλλου τη νύχτα για να κλέψει βαμβακερά εμπορεύματα, όταν βλέπει το φίλο του να τον επισκέπτεται για να του χαρίσει ένα φορτίο γεμάτο βαμβακερά και μεταξωτά;
Ο Κύριος Ιησούς που αγαπά το ανθρώπινο γένος, έφερε μαζί Του και άνοιξε για τον άνθρωπο αμέτρητα κι ασύγκριτα ουράνια δώρα και κάλεσε όλους τους ανθρώπους να τα πάρουν, φανερά κι ελεύθερα, με έναν όρο: ν’ αποσπάσουν πρώτα την ψυχή τους από τα φθαρτά επίγεια αγαθά. Μερικοί άνθρωποι τον υπάκουσαν, πήραν τα δώρα τους και πλούτισαν. Άλλοι όμως δεν τον υπάκουσαν και έμειναν με τα φθαρτά και κλεμμένα πλούτη τους. Σαν προειδοποίηση σ’ αυτούς τους τελευταίους, ο Κύριος είπε την παραβολή του σημερινού ευαγγελίου.

***

«Είπε δε παραβολήν προς αυτούς λέγων· ανθρώπου τινός πλουσίου ευφόρησεν η χώρα. και διελογίζετο εν εαυτώ λέγων· τί ποιήσω, ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου;» (Λουκ. ιβ' 16, 17). Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν απλά πλούσιος. Η σοδειά του ήταν τόσο πλούσια από το θερισμό, ώστε δεν είχε που να βάλει τους καρπούς. Ο πλούσιος αυτός άνθρωπος έβλεπε τα χωράφια με τα σιτηρά του, τα περιβόλια και τ’ αμπέλια του που έγερναν από το βάρος των καρπών, τους κήπους του που ήταν γεμάτοι από κάθε λογής λαχανικά και τις κυψέλες του που ήταν γεμάτες μέλι, αλλά δε γύρισε προς τον ουρανό ν’ αναφωνήσει: «Δόξα σοι, Ύψιστε και πολυέλεε Κύριε! Πόσα πλούτη έχει η δύναμη κι η σοφία Σου, πόσα βγάζεις από τη μαύρη γη! Με τις ακτίνες του ήλιου Σου δίνεις γλυκύτητα σ’ όλα τα φρούτα στη γη! Σε κάθε φρούτο έχεις δώσει ένα πανέμορφο σχήμα κι ένα καταπληκτικό άρωμα! Τους λιγοστούς μου κόπους τους αντάμειψες εκατονταπλάσια! Ελέησες το δούλο Σου κι έδωσες με τα χέρια Σου τόσο πλούσια δώρα στην αγκαλιά του! Παντοδύναμε Κύριε, δίδαξέ με να δώσω χαρά στ’ αδέρφια και στους συνανθρώπους μου με τα δώρα Σου αυτά. Έτσι εκείνοι θα ευχαριστήσουν και θα δοξολογήσουν μαζί μου το άγιο όνομά Σου και την ανέκφραστη αγαθότητά Σου».
Μήπως είπε τέτοια λόγια ο πλούσιος; Όχι! Αντί να θυμηθεί το Δοτήρα κάθε αγαθού, αρχικά σκέφτηκε που να μαζέψει και να φυλάξει τ’ αγαθά του, όπως ο κλέφτης που βρίσκει μια τσάντα με χρήματα στο δρόμο και δεν τον απασχολεί σε ποιόν ανήκουν αυτά, ποιος τά ‘χασε, αλλά πρώτη σκέψη του είναι που να τα κρύψει. Ο πλούσιος αυτός άνθρωπος στην πραγματικότητα είναι ένας κλέφτης. Δεν μπορεί να ισχυριστεί πως όλ’ αυτά τα αγαθά βγήκαν από δικούς του κόπους. Ο κλέφτης ασχολείται με την κλοπή και χρησιμοποιεί κάθε επιδεξιότητα κι εξυπνάδα. Συχνά χρησιμοποιεί περισσότερη εξυπνάδα και πονηριά από τον σποριά ή τον ζευγολάτη. Ο πλούσιος δεν είχε κάνει απολύτως τίποτα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τον ήλιο, τη βροχή, τους ανέμους και τη γη. Αυτά είναι τα τέσσερα κύρια στοιχεία - χώμα, αέρας, ήλιος και νερό - που με το θέλημα του Θεού κάνουν τα δέντρα και τα φυτά να καρποφορούν. Η αφθονία των φρούτων επομένως δεν είναι δικό του κατόρθωμα ούτε αποτέλεσμα της εργώδους προσπάθειάς του. Αλλ’ ούτε με το δικαίωμα κατοχής του ανήκουν, αφού δεν είναι δικά του ούτε ο ήλιος ούτε η βροχή ούτε ο άνεμος ούτε η γη.
Η αφθονία των καρπών είναι δώρο του Θεού. Στα μάτια των ανθρώπων φαίνεται αγνώμων εκείνος που δέχεται δώρο από έναν άλλο και δε λέει «ευχαριστώ» ούτε και δίνει κάποια προσοχή στο δωρητή, αλλά βιάζεται να κρύψει το δώρο σε ασφαλές μέρος. Ένας συμπαθής ζητιάνος, όταν του δίνουν ένα κομμάτι ξερό ψωμί, ευχαριστεί εκείνον που του το πρόσφερε. Ο πλούσιος όμως δεν έκανε ούτε μια σκέψη, δε βρήκε ούτε ένα λόγο να ευχαριστήσει το Θεό για τόσο πλούσια σοδειά. Ούτε ένα μικρό χαμόγελο χαράς δε ζωγραφίστηκε στα χείλη του για την τόσο θαυμαστή και μεγάλη χάρη που έλαβε από το Θεό. Αντί για προσευχή ευχαριστίας και δοξολογίας στο Θεό και καρδιακή χαρά, άρχισε αμέσως ν’ ανησυχεί, να σκέφτεται πως θα μαζέψει τόσα αγαθά και να τα διαχειριστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μείνει πίσω ούτε ένα σπυρί για τα πουλιά, ούτε ένα μοναδικό μήλο να πέσει στα χέρια των φτωχών γειτόνων του.
«Και είπε· τούτο ποιήσω· καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου» (Λουκ. ιβ' 18). Προσέξτε σε τι μεγάλους κόπους προβαίνει ένας ασυλλόγιστος άνθρωπος! Αντί να προσπαθήσει να σκοτώσει τον παλαιό άνθρωπο μέσα του και ν’ αναστήσει το νέο, εξαντλεί όλες του τις προσπάθειες στο να γκρεμίσει τις παλιές αποθήκες, τους στάβλους και τα υποστατικά του, για να χτίσει καινούργια. Αν η πλούσια συγκομιδή του συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, θα πρέπει να μεγαλώσει πάλι τις σιταποθήκες του ή να χτίσει καινούργιες. Έτσι οι σιταποθήκες του από χρόνο σε χρόνο αυξάνονται ή μεγεθύνονται, ενώ η ψυχή του ολοένα στενεύει και παλιώνει κι οι παλιοί καρποί του σαπίζουν, όπως κι η ψυχή του. Γύρω του σωρεύεται το μίσος κι εναντίον του εκτοξεύονται κατάρες. Οι φτωχοί θα βλέπουν με φθόνο τα πλούτη του κι οι πεινασμένοι θα καταριούνται τη σκληρότητα, τη φιλαυτία και την ιδιοτέλειά του. Έτσι τα πλούτη του φέρνουν την καταστροφή τόσο στον ίδιο όσο και στους ανθρώπους που ζουν κοντά του. Η ψυχή του θα χαθεί από τη σκληροκαρδία και τη φιλαυτία του. Οι ψυχές των άλλων θα βλαφτούν από το φθόνο και τις κατάρες. Βλέπετε πως χρησιμοποιεί τα δώρα του Θεού ένας άνθρωπος χωρίς επίγνωση, τόσο για τη δική του όσο και για των άλλων την απώλεια. Ο Θεός του έδωσε τα πλούτη για να βοηθήσουν στη σωτηρία τόσο τη δική του όσο και των άλλων, εκείνος όμως τα χρησιμοποίησε για κατάρα, για το κακό το δικό του, μα και των άλλων.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμβουλεύει όλους εκείνους που είναι πρόθυμοι να δεχτούν συμβουλή: «Έφαγες μέχρι κορεσμού; Θυμήσου τους πεινασμένους. Ικανοποίησες τη δίψα σου; Θυμήσου τους διψασμένους. Ζεσταίνεσαι καλά; Θυμήσου αυτούς που κρυώνουν. Ζεις σ’ ένα πλούσια επιπλωμένο σπίτι; Βάλε μέσα και τους άστεγους. Ένιωσες ευτυχισμένος σε μια γιορτή; Προσπάθησε να χαροποιήσεις τους λυπημένους και τους θλιμμένους. Σε τιμούν ως άνθρωπο πλούσιο; Προσπάθησε να επισκεφτείς και ν’ ανακουφίσεις τους ενδεείς. Είσαι ευχαριστημένος από τον προ­ϊστάμενό σου; Κάνε και τους υφισταμένους σου χαρούμενους. Αν είσαι σπλαχνικός κι ευγενικός μαζί τους, θα βρεις έλεος κι ευσπλαχνία όταν η ψυχή σου αναχωρήσει από το σώμα σου».
Δύο μεγάλοι ασκητές στην έρημο της Αιγύπτου προσευχήθηκαν στο Θεό να τους αποκαλύψει αν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να υπηρετεί το Θεό καλύτερα απ’ αυτούς. Και τους αποκαλύφτηκε το εξής: Δέχτηκαν την εντολή να πάνε σ’ ένα συγκεκριμένο μέρος και σ’ ένα συγκεκριμένο άνθρωπο, για να βρουν απάντηση στο ερώτημά τους. Πήγαν στον τόπο που τους αποκαλύφτηκε και βρήκαν έναν απλοϊκό άνθρωπο που τον έλεγαν Ευχάριστο. Ήταν κτηνοτρόφος. Οι ασκητές δε βρήκαν τίποτα αξιόλογο στον άνθρωπο αυτό, αλλά τον ρώτησαν πώς προσπαθούσε να τηρήσει το θέλημα του Θεού. Ο Ευχάριστος δίστασε αρκετά κι υστέρα τους είπε πως μοίραζε όσα κέρδιζε από τα ζωντανά του σε τρία μερίδια: Το ένα μερίδιο το έδινε στους φτωχούς και τους άπορους, άλλο ένα για να περιποιείται τους ξένους και το τρίτο το κρατούσε για τον εαυτό του και τη σεμνή σύζυγό του. Οι ασκητές τ’ άκουσαν αυτά, ευχαρίστησαν τον ευεργέτη τους και γύρισαν στα κελλιά τους.
Βλέπουμε από το παράδειγμα αυτό πως ο Θεός λογαριάζει μεγαλύτερη αρετή την ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία από τον αυστηρό ασκητισμό. Ο άπληστος πλούσιος της παραβολής μας δε σκεφτόταν καθόλου το Θεό, την ψυχή του ή τη φιλανθρωπία. Μοναδική του σκέψη ήταν να επεκτείνει τις σιταποθήκες του, για να στοιβάσει μέσα όλα τα γεννήματα από τους αγρούς του. Και τί θα γίνει όταν θά ‘χει κάνει όλ’ αυτά; Ας ακούσουμε τον ίδιο:
«Και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου» (Λουκ. ιβ' 19). Μπορεί η ψυχή να φάει ή να πιει; Το σώμα καταναλώνει τη σοδειά του, όχι η ψυχή. Ο πλούσιος άνθρωπος όταν μιλάει για την ψυχή του εννοεί το σώμα του. Η ψυχή αναπτύχθηκε μέσα στο σώμα του, έγινε ένα μαζί του, ο πλούσιος ξέχασε ως και τ’ όνομά της. Δεν μπορεί να βρεθεί καλλίτερη έκφραση για τον καταστροφικό θρίαμβο του σώματος κατά της ψυχής. Φανταστείτε ένα αρνί παγιδευμένο στη φωλιά ενός σκύλου, ξεχασμένο μέσα εκεί. Ο σκύλος γυρίζει και φέρνει στη φωλιά τροφή για τον ίδιο. Όταν γεμίσει τη φωλιά του με σάπια κρέατα και κόκκαλα, φωνάζει το πεινασμένο αρνί: «Τώρα, αγαπητό μου αρνί, φάγε, πίε, ευφραίνου. Έχουμε φαγητό για πολλές μέρες». Κι υστέρα πέφτει στο φαγητό και τρώει, ενώ το αρνί θα μείνει νηστικό και θα πεθάνει από την πείνα. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται στην ψυχή του ο πλούσιος, όπως κι ο σκύλος στο πεινασμένο αρνί.
Η ψυχή δεν τρέφεται με φθαρτή τροφή, αυτός όμως τέτοια τροφή της προσφέρει. Η ψυχή νοσταλγεί την ουράνια πατρίδα της. Εκεί βρίσκονται οι σιταποθήκες κι η πηγή της ζωής της. Αυτός όμως την καρφώνει στη γη. Ορκίζεται πως θα την κρατήσει έτσι καρφωμένη για πολλά χρόνια. Η ψυχή ευφραίνεται κοντά στο Θεό. Εκείνος όμως δεν προφέρει ποτέ τ’ όνομα του Θεού με τα χείλη του. Η ψυχή τρέφεται με αγάπη κι ευσπλαχνία. Σ’ αυτόν όμως δεν έτυχε ποτέ να χρησιμοποιήσει τα πλούτη του για να δείξει αγάπη κι έλεος στους φτωχούς, στους άπορους και τους ανάπηρους που βρίσκονταν στη γειτονιά του. Η ψυχή επιθυμεί αγνή αγάπη, ουράνια. Εκείνος όμως ρίχνει λάδι στο καμίνι των παθών του, λιβανίζει την ψυχή του με το δύσοσμο άρωμα που αυτά παράγουν. Η ψυχή αναζητά το στολισμό της, δηλαδή αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότητα, αγαθοσύνη, πίστη, πραότητα, εγκράτεια (πρβλ. Γαλ. ε’ 22, 23). Εκείνος όμως τη φορτώνει με μέθη, λαιμαργία, μοιχεία και ματαιότητα. Πώς θα μπορούσε να μην πεθάνει ένα χορτοφάγο αρνί, όταν έχει για συντροφιά ένα σαρκοβόρο σκυλί; Πώς μπορεί να ζήσει η ψυχή όταν καταπιέζεται από ένα βαρύ πτώμα;
Ολόκληρη η ανοησία του πλουσίου βέβαια δεν εξαντλείται στο γεγονός ότι προσφέρει κρέας στο αρνί ή μάλλον σαρκική τροφή στην ψυχή. Είναι και το ότι μεταβάλει τον εαυτό του σε κυρίαρχο του χρόνου και της ζωής. Βλέπουμε πως προετοιμάζει για τον εαυτό του τροφές και ποτά για έτη πολλά. Ας ακούσουμε εδώ όμως και τη φωνή του Θεού:
«Είπε δε αυτώ ο Θεός· άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ' 20). Έτσι μίλησε ο Κύριος της ζωής και του κόσμου, ο δημιουργός του χρόνου και του θανάτου, που «εν χειρί αυτού ψυχή πάντων ζώντων και πνεύμα παντός ανθρώπου» (Ιώβ, ιβ' 10).
Ανόητε άνθρωπε! Γιατί σκέφτεσαι με την κοιλιά σου κι όχι με το νου σου; Όπως δεν ήταν στη δική σου δύναμη να ορίσεις την ημέρα που θα γεννηθείς, έτσι δεν μπορείς να ορίσεις και τη μέρα που θα πεθάνεις. Ο Κύριος άναψε το καντήλι της επίγειας ζωής σου όταν Εκείνος έκρινε πως ήταν ο κατάλληλος χρόνος. Ο ίδιος θα το σβήσει όταν το αποφασίσει. Όπως τα πλούτη σου δεν όρισαν το χρόνο της έλευσής σου στον κόσμο, έτσι δεν μπορούν να καθυστερήσουν και το χρόνο της αναχώρησής σου. Μήπως η αυγή ή το σούρουπο εναπόκειται σε σένα; Όχι, βέβαια. Το ίδιο δεν εναπόκειται σε σένα κι ο χρόνος που θα διανύσεις στη γη, οι σιταποθήκες και τα κελλάρια σου, τα πρόβατα κι οι στάνες σου. Όλ’ αυτά ανήκουν στο Θεό, όπως κι η ψυχή σου. Κάθε μέρα και κάθε ώρα ο Θεός μπορεί να πάρει αυτά που ανήκουν σε σένα και να τα δώσει σε κάποιον άλλο. Όσο ζεις όλα είναι δικά Του, όπως δικά Του θα είναι και μετά το θάνατό σου. Η ζωή κι ο θάνατός σου βρίσκονται στα χέρια Του. Γιατί λοιπόν προγραμματίζεις για έτη πολλά; Η ζωή σου είναι μετρημένη ως το τελευταίο λεπτό. Η τελευταία σου στιγμή θα τελειώσει τούτη τη νύχτα. Μη λοιπόν σκέφτεσαι το αύριο, τι θα φας ή τι θα πιεις ή τι θα φορέσεις. Σκέψου όμως και ξανασκέψου την ψυχή σου που θα παρουσιάσεις ενώπιον του Θεού, του Δημιουργού και Κυρίου σου. Σκέψου περισσότερο τη βασιλεία του Θεού, γιατί αυτή αποτελεί την τροφή της ψυχής σου (βλ. Ματθ. στ’ 31-33).
Ο Κύριος τέλειωσε την παραβολή με τα εξής λόγια: «Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών» (Λουκ. ιβ' 21). Τί θα πάθει ο πλούσιος; Θ’ αποχωριστεί ξαφνικά τα πλούτη του, όπως κι η ψυχή του θα χωριστεί από το σώμα του. Τα πλούτη του θα δοθούν σε άλλους, το σώμα του θα παραδοθεί στη γη κι η ψυχή του θα οδηγηθεί σε τόπο σκοτεινό, όπου «ο βρυγμός και ο τρυγμός των οδόντων». Ούτε ένα καλό έργο δε θα βρεθεί για να τον υποδεχτεί στη βασιλεία των ουρανών, να βρει η ψυχή του κάποιον τόπο εκεί. Το όνομά του δε θα βρεθεί γραμμένο στο Βιβλίο της Ζωής. Δε θα τον γνωρίσουν και δε θα βρεθεί ανάμεσα στους ευλογημένους του Πατρός. Την ανταπόδοσή του την έλαβε ολόκληρη στη γη, τ’ αρίφνητα ουράνια πλούτη του Θεού δε θ’ αποκαλυφτούν στο πνεύμα του.
Πόσο φοβερός είναι ο ξαφνικός θάνατος! Όταν ο άνθρωπος νομίζει πως είναι σταθερά εγκατεστημένος, πως πατάει γερά στη γη, η ίδια γη ανοίγει ξαφνικά και τον καταπίνει, όπως κατάπιε τον Δαθάν και τον Αβειρών (βλ. Αριθ. ιστ’ 32). Όταν κάποιος αγνοεί το Θεό κι επιδιώκει για πολλά χρόνια αποκλειστικά την ευωχία, πέφτει φωτιά από τον ουρανό και τον κατακαίει, όπως τα Σόδομα και τα Γόμορα (βλ. Γέν. ιθ' 24). Όταν ο άνθρωπος πιστεύει πως έχει εξασφαλίσει τη θέση του και τά ‘χει καλά τόσο με το Θεό όσο και με τον συνάνθρωπό του, θα πεθάνει ξαφνικά, όπως ο Ανανίας και η Σαπφείρα (βλ. Πράξ. ε’ 5, 10).

***

O αμαρτωλός δημιουργεί διπλή απώλεια με τον ξαφνικό του θάνατο: πρώτα στον εαυτό του κι έπειτα στην οικογένειά του. Στον εαυτό του επειδή πεθαίνει αμετανόητος. Στην οικογένειά του επειδή αιφνιδιάζει τους συγγενείς του μ’ ένα αναπάντεχο χτύπημα κι αφήνει πίσω του εκκρεμότητες. Μακάριος είναι εκείνος που προτού πεθάνει δοκιμάζεται από κάποια αρρώστια, από τον πόνο. Σ’ αυτόν δίνεται η ευκαιρία να κάνει μία ανασκόπηση της ζωής του, να εξετάσει τις αμαρτίες του, να μετανοήσει για όλα τα κακά που έχει κάνει, για όλα τα καλά που δεν έκανε, να θρηνήσει με μετάνοια ενώπιον του Θεού, να καθαρίσει την ψυχή του με δάκρυα και να ζητήσει συχώρεση από το Θεό. Θά ‘χει την ευκαιρία να συγχωρέσει κι αυτός εκείνους που τον πρόσβαλαν, που τον έβλαψαν στη ζωή του, να χαιρετήσει όλους τους φίλους ή εχθρούς του, να θυμήσει στα παιδιά του το φόβο του Θεού, νά ‘χουν στο νου την ώρα του δικού τους θανάτου και να οπλίσουν την ψυχή τους με πίστη, προσευχή και καλά έργα.
Ας δούμε στην Παλαιά Διαθήκη πως πέθαναν οι άνθρωποι που ευαρέστησαν στο Θεό: ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής κι ο Δαβίδ. Προτού πεθάνουν, όλοι τους είχαν αρρωστήσει. Όσο κράτησε η αρρώστια τους, το όνομα του Θεού δεν έλειπε από τα χείλη τους. Άφησαν όλοι καλή κληρονομιά στους απογόνους τους και τους ευλόγησαν. Αυτός είναι θάνατος δίκαιου ανθρώπου.
Ίσως διερωτηθείς: Μα δεν πέθαναν πολλοί από τους δίκαιους στη μάχη, απροετοίμαστοι; Όχι! Οι δίκαιοι ποτέ δεν πεθαίνουν απροετοίμαστοι! Προετοιμάζονται πάντα για το θάνατό τους, περιμένουν από μέρα σε μέρα την αναχώρησή τους απ’ αυτή τη ζωή. Η καρδιά τους βρίσκεται σε διαρκή μετάνοια, εξομολογούνται στο Θεό και τον δοξολογούν. Οι δίκαιοι το κάνουν αυτό σε καιρούς ειρήνης και ευμάρειας. Το κάνουν όμως πολύ περισσότερο σε περιόδους πολέμου, βίας και ταραχών. Η ζωή τους ολόκληρη είναι μια διαρκής προετοιμασία για το θάνατο κι έτσι δεν πεθαίνουν ποτέ απροετοίμαστοι.
Προετοιμασία για το θάνατο σημαίνει επίσης το «να πλουτίζει κανείς εν Χριστώ». Μόνο εκείνοι που πιστεύουν πραγματικά στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή προετοιμάζονται για το θάνατο, για την αιώνια ζωή. Οι άπιστοι δεν προετοιμάζονται ποτέ για το θάνατο. Το μόνο που φροντίζουν, είναι να ζήσουν όσο γίνεται περισσότερο στη γη. Φοβούνται ακόμα και να σκεφτούν το θάνατο και κάνουν ελάχιστη προσπάθεια για «να πλουτίσουν εν Χριστώ». Όποιος προετοιμάζεται για το θάνατο, προετοιμάζεται και για την αιώνια ζωή. Τη φύση της προετοιμασίας αυτής για την αιώνια ζωή, τη γνωρίζει κάθε χριστιανός.
Ο συνετός άνθρωπος δοκιμάζει κάθε μέρα την πίστη του στο Θεό, προφυλάσσει την καρδιά του από την απιστία, την αμφιβολία και την κακία, όπως ο συνετός αγρότης προφυλάσσει το αμπέλι του από τα έντομα και τις ακρίδες. Ο συνετός άνθρωπος δοκιμάζει καθημερινά τον εαυτό του αν τηρεί τις εντολές του Θεού με πράξεις συγγνώμης, αγάπης και ελεημοσύνης. Μ’ αυτόν τον τρόπο «πλουτίζει εν Χριστώ». Ο συνετός άνθρωπος δεν αποθηκεύει τα αγαθά του σε αποθήκες, αλλά τα εμπιστεύεται στη φύλαξη του Θεού. Το πιο πολύτιμο πράγμα γι’ αυτόν είναι η ψυχή του. Είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός του, το μόνο που δε φθείρεται και δεν πεθαίνει. Ο συνετός άνθρωπος ρυθμίζει τα θέματά του με τον κόσμο ισορροπημένα, καθημερινά. Είναι έτοιμος κάθε στιγμή να πεθάνει με σταθερή την πίστη πως θα παρουσιαστεί ενώπιον του Θεού και κει τον περιμένει ζωή αιώνια. Ο όσιος Αντώνιος έλεγε: «Να σκέφτεσαι μέσα σου και να λες: “Σήμερα είναι η τελευταία μέρα της ζωής μου”. Έτσι δε θ’ αμαρτήσεις ποτέ στο Θεό».
Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα από το να πεις: «Καλύτερα να πεθάνω ξαφνικά, να μη νιώσω το θάνατό μου!». Έτσι μιλάνε οι ελαφρόμυαλοι κι οι άθεοι. Ο συνετός κι αφοσιωμένος πιστός λέει: «Γενηθήτω το θέλημα του Θεού!» Καλύτερα να μείνεις χρόνια στο κρεβάτι με αρρώστιες και πόνους, παρά να πεθάνεις απροετοίμαστος κι αμετανόητος. Οι πόνοι σ’ αυτόν τον κόσμο περνούν γρήγορα, όπως κι οι χαρές. Στον άλλο κόσμο όμως δεν υπάρχει τίποτα εφήμερο και παροδικό. Όλα είναι αιώνια, είτε βάσανα είτε χαρά. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να υποφέρεις λίγο εδώ παρά εκεί, όπου το μέτρο τόσο του πόνου όσο και της χαράς είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο.
Γενηθήτω το θέλημα του Θεού! Προσευχόμαστε στον παντεπόπτη Θεό μας να μη μας στείλει ξαφνικό θάνατο, ενώ βρισκόμαστε μέσα στην αμαρτία, στις κακές μας πράξεις, αλλά να μας λυπηθεί, όπως λυπήθηκε το βασιλιά Εζεκία (βλ. Ησ. λη' 1-5) και να μας δώσει χρόνο μετάνοιας. Να μας ελεήσει και να μας δώσει κάποια ένδειξη ότι ο θάνατος είναι κοντά, ώστε να βιαστούμε να ζήσουμε κάπως καλύτερα και να γλιτώσουμε την ψυχή μας από το «αιώνιο πυρ». Έτσι τα ονόματά μας θα γραφτούν στη Βίβλο της Ζωής και τα πρόσωπά μας θα είναι ορατά στη βασιλεία του Χριστού, του Θεού μας.
Δόξα και αίνος στον Κύριο και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ Γ’ – ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤ’ Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς», Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014)

Κήρυγμα Κυριακῆς 23.11.2014 Κυριακή κδ΄ Ἐπιστολῶν (Ἐφεσ. β΄ 14-22) Ἡ ὁδός τῆς εἰρηνεύσεως Αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Νικολάου

Ἡ ὁδός τῆς εἰρηνεύσεως
«Ὁ Χριστός ἐστίν ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφεσ. β΄ 14)
      Αὐτό τό ὁποῖο κυριαρχεῖ στήν σημερινή ἐποχή εἶναι ἡ ἔχθρα, τό μῖσος, συμφέροντα τά ὁποῖα ἐμποδίζουν τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, καί ἔτσι καθιστοῦν δύσκολη ἤ ὄχι ἀνέφικτη τήν εἰρήνευση καί τήν ἕνωση τῶν καρδιῶν. Ὁ δρόμος τῆς εἰρηνεύσεως τῶν ἀνθρώπων δέν εἶναι πάντοτε εὔκολος. Ὑπάρχει ὅμως λύση τήν ὁποία θά ἀκούσουμε αὔριο ἀπό τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει ὅτι «Ὁ Χριστός ἐστίν ἡ εἰρήνη ἡμῶν».
      Ποτέ ἄλλοτε ἡ εἰρήνη δέν ἔγινε τόσο δυσκολοθεώρητο μά καί τόσο ἐπιθυμητό ἀγαθό, ὅσο σήμερα. Παντοῦ πλανιέται ἡ ἀπειλή πολέμου, οἱ σφαγές καί σκοτωμοί εἶναι καθημερινό φαινόμενο, καί μικροί καί μεγάλοι ἐξοπλίζονται γιά νά εἶναι ἕτοιμοι σέ μία τέτοια ἀπειλή. Στούς διεθνεῖς ἐξάλλου Ὀργανισμούς συσκέπτονται τά ἔθνη γιά νά βροῦν διεξόδους πρός ἀποφυγήν τοῦ ἐπικειμένου πολέμου, χωρίς νά τό κατορθώνουν πάντοτε. Ἡ ζωή μας ζυμώνεται μέ τό ἄγχος αὐτό καί ὅλες μας οἱ σκέψεις στρέφονται σχεδόν καθημερινά στό πῶς αὐτός ὁ κόσμος θά σταματήσει πλέον τό ἀλληλοφάγωμα καί θά ἐπιδοθεῖ στά εἰρηνικά ἔργα τῆς προόδου. Ὅσο ὅμως κι ἄν οἱ καρδιές μας ποθοῦν τήν εἰρήνη, ἀντίθετα ὁ κόσμος βαδίζει πρός τό χάος τῆς καταστροφῆς, καί ὅσο οἱ φιλήσυχοι λαοί ἀγωνιοῦν γιά τήν διάσωση τῆς εἰρήνης, τόσο οἱ φιλοπόλεμοι λαοί προκαλοῦν. Ἔτσι ζοῦμε σέ ἕνα κλίμα ἀνασφάλειας, πού διαποτίζει ὅλη μας τήν ὕπαρξη καί μᾶς γεμίζει ἀπελπισία.
      Τό ἴδιο σχεδόν συμβαίνει καί μέ τίς διαπροσωπικές μας σχέσεις. Μικρότητες καί πάθη μᾶς ὁδηγοῦν πολλές φορές στό χεῖλος τῆς συγκρούσεως καί χαλᾶμε τίς καρδίες μας, ἄν καί ὅλοι μας ἐκτιμᾶμε τό μεγάλο ἀγαθό τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, ὅρος πού ἔγινε τόν τελευταῖο καιρό πολύ τῆς μόδας. Ὡστόσο δέ λείπουν καθημερινές ἀφορμές γιά τήν φυγάδευση τῆς εἰρήνης ἀπό τίς καρδιές μας καί περιστατικά πού ἀποδεικνύουν μέ ἀκρίβεια, πόσο μακριά εἴμαστε ἀπό τήν πραγματική εἰρήνη, πού θρονιάζεται μέσα στό κέντρο τῆς καρδιᾶς καί πληρώνει μέ τήν παρουσία της ὅλη μας τήν ὕπαρξη.
      Ὁρισμένοι θέλωντας τήν διεθνή εἰρήνη καταφεύγουν σέ τεχνάσματα καί σέ πολιτικές δολοπλοκίες, νομίζοντας πώς μποροῦν νά κτίζουν ἄφοβα στίς πλάτες τῶν λαῶν τούς ψεύτικους πύργους τῶν κατορθωμάτων τους. Ὅσο ἰσχυροί κι ἄν εἶναι ἔρχεται στιγμή πού ἀποκαλύπτονται καί ξεντροπιάζονται, γιατί ὅταν οἱ διπλωματίες δέν ἔχουν ἀρχές εἶναι ἐφήμερα τά κατορθώματά τους. Ἄλλοι πάλι ζητοῦν νά βροῦν τόν δρόμο τῆς εἰρήνης στίς σχέσεις τους μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, εἴτε στήν ἀπόκρυψη τῶν ἀληθινῶν ἐσωτερικῶν τους προθέσεων, εἴτε στήν προσχεδιασμένη πρόσκαιρη ὑποχώρηση γιά λόγους τακτικῆς ἀπό τήν διεκδίκηση τῶν δικαιωμάτων τους. Σέ λίγο θά ἐπανέλθουν πάλι ζητώντας, καί τότε θά ἀρχίσει ἐκ νέου ἡ διαμάχη.
      Ὅλοι αὐτοί οἱ τρόποι εἶναι ψεύτικες ἐπιδιώξεις ἑνός δώρου πού ἐξαρτᾶται βασικά καί ἀπό ἐκεῖνον πού τό δίνει καί ἀπό ἐκεῖνον πού τό λαμβάνει. Ἡ εἰρήνη εἶναι δῶρο Θεοῦ εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Μᾶς τό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «Ὁ Χριστός ἐστίν ἡ εἰρήνη ἡμῶν» Δέν ὑπάρχουν περιθώρια γιά ἀμφισβητήσεις. Ὁ Χριστός ὁ Ἴδιος, χωρίς τήν διαμεσολάβηση ἄλλου, εἶναι ἡ εἰρήνη μας, αὐτός μόνο μπορεῖ νά μᾶς τήν ἐξασφαλίσει καί νά μᾶς χαρίσει τήν δυνατότητα νά τήν ἀπολαμβάνουμε στήν ζωή μας καί στίς σχέσεις μας μέ τούς συνανθρώπους μας. Πῶς; Αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δική μας συμβολή. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά θελήσουμε νά ἐνστερνισθοῦμε τόν Ἰησοῦ, τά λόγια Του καί νά εὐθυγραμμίσουμε τήν ζωή μας μέ τίς ἐντολές Του. Ὅλες οἱ ἄλλες προσπάθειες πού θά γίνωνται ἐρήμην τοῦ Χριστοῦ, θά ὁδηγήσουν σέ πρόσκαιρα ἀποτελέσματα καί θά δημιουργήσουν μία περίεργη ὀμίχλη γύρω ἀπό τήν εἰρήνη. Ὁ Χριστός ἔχει τήν δύναμη νά μᾶς συμφιλιώσει μέ τόν ἑαυτό μας, νά μᾶς χαρίσει δηλαδή πρῶτα τήν ἐσωτερική μας εἰρήνη κι αὐτή ἔπειτα μπορεῖ νά μᾶς ἐξασφαλίσει καί ὅλες τίς ἄλλες.
      Ἄς μήν κρυβόμαστε. Οὔτε οἱ λαοί οὔτε οἱ Ὀργανισμοί οὔτε οἱ κοινωνίες οὔτε τά ἄτομα θά δοκιμάσουν ποτέ τήν ἀληθινή εἰρήνη, ἄν δέν στραφοῦμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί πρός τόν «Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης» πού εἶναι ὁ Χριστός.
      Ὅταν ἐμεῖς ποτισθοῦμε ἀπό τό εἰρηνικό πνεῦμα του, τότε θά καθοδηγήσουμε καί τούς ἑαυτούς μας καί τούς ἄλλους πρός τόν δρόμο τῆς ἀληθινῆς εὐημερίας καί τῆς ἀληθινῆς εἰρηνεύσεως. Κάθε ἄλλος δρόμος εἶναι ἀποτυχημένος καί δοκιμασμένος. Καί ἐδῶ ἀναπηδᾶ τό καθῆκον μας σάν χριστιανῶν. Ποῦ εἶναι ἡ βίωση ἐκ μέρους μας τῆς χριστιανικῆς διδαχῆς; Ποῦ εἶναι ἡ προσφορά στήν κοινωνία φιλειρηνικῶν ἔργων; Μήπως καί ἐμεῖς γίναμε ἕνα μέ τούς ἀπίστους καί σχεδόν κάνουμε τά ἴδια, ἀγόμενοι καί φερόμενοι ἀπό τά συμφέροντά μας; Δυστυχῶς ἔλειψαν σήμερα ἐκεῖνοι πού μποροῦν νά λέγουν πώς εἶναι ἐπιστολή Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ εἰρήνη. Ποιός ὅμως τό παραδέχεται εἰλικρινά καί ποιός φροντίζει νά τό κάνει ὁδηγό τῆς ζωῆς του; Πολύ φοβοῦμαι πώς ποτέ δέν θά γίνει ἡ εἰρήνη μόνιμη κατάσταση μέσα μας καί δίπλα μας ἄν συνεχίσουμε νά ἐξαπατοῦμε τούς ἑαυτούς μας. Ἀδελφοί μου, κοντά στόν Χριστό θά βροῦμε τήν πολυπόθητη εἰρήνη, ὄχι μόνο σάν ἰδέα μά καί σάν πραγματικότητα.      

ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ “ΠΑΙΓΝΙΔΙ” ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Κυριακής Θ' Λουκά (Λουκ. ΙΒ' 16-21)

ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ “ΠΑΙΓΝΙΔΙ” ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Κυριακής Θ' Λουκά
(Λουκ. ΙΒ' 16-21)

Προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι η Ευαγγελική αλήθεια επιμένει στην απάτη τού πλούτου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον η Εκκλησία μας έχει καθορίσει τόσες περικοπές μέσα στο λειτουργικό χρόνο, που η καθεμιά τους φωτίζει τα σκοτεινά σημεία τού υλικού πλουτισμού.
Αποκαλύπτει το πόσο μάταιη, επικίνδυνη, αλλά και καταστροφική αποβαίνει η δίψα τού ανθρώπου για να αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά τού κόσμου τούτου.
Έτσι λοιπόν η Ευαγγελική περικοπή τής Θ΄ Κυριακής που θα ακούσουμε μέσα στην ευχαριστιακή μας σύναξη όχι απλώς εντυπωσιάζει αλλά συγκλονίζει όταν διαπιστώνουμε ότι την ακόρεστη δίψα τής ύλης έχει όχι μόνο ο πλούσιος, αλλά και αυτός που διαθέτει τα μετρημένα, για να μην ισχυριστούμε ότι αρκετές φορές και ο πτωχός, στη συνείδησή του έχει υπερκεράσει στο σημείο αυτό τον άφρονα πλούσιο.
Καιρός όμως να περάσουμε στο κείμενο του θεόπνευστου Ευαγγελιστή Λουκά. Στον άφρονα πλούσιο ο οποίος είχε εφεύρει το μόνιμο βάσανο για την όλη του ύπαρξη, “διελογίζετο εν εαυτώ λέγων· τι ποιήσω ότι ουκ έχω που συνάξω τους καρπούς μου;” Ένα ερώτημα που για τον κάθε λογικό άνθρωπο, πολύ δε περισσότερο για τον πιστό, ούτε καν υφίσταται αφού η αγάπη φανερώνει τους δρόμους για την διοχέτευση των υλικών αγαθών. Τώρα το ερώτημα αυτό στη συνείδηση τού πλουσίου τον κάνει να αδημονεί την ημέρα και να ταράσσεται την νύκτα. Αλλά έτσι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος αφήσει την παρά φύσει αγάπη τής ύλης να κυριεύσει την καρδιά του και να χάνει μέσα από τα χέρια του την ευτυχία. Την ευτυχία, που αρχίζει από τη λογική σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι φύσει αδύνατον να κατακτήσει όλα τα αγαθά και να τα κάνει δικά του και που ολοκληρώνεται με την εν Χριστώ αγάπη η οποία εκφράζεται δια της ποικίλης ελεημοσύνης προς τους συνανθρώπους.
Το μόνο βέβαιο πάντως σε αυτή την περίπτωση του εκτροχιασμού τού νοός, είναι τούτο. Ότι και στο “δυσκολότερο” των ερωτημάτων, ο εχθρός τού Θεού σε συνεργασία με την ξεπεσμένη φύση τού ανθρώπου και δη την παράλογη απληστία, θα δώσει την “λύση” στο πρόβλημα.
Ας μην έχουμε φίλοι μου ουδεμία αμφιβολία περί τούτου, αφού ο Σατανάς γνωρίζει πολύ καλά τα πάθη και τις ψυχικές αδυναμίες των θυμάτων του, και έτσι οι εισηγήσεις που υποβάλλει στο νου τού ανθρώπου είναι ανάλογες και εφαρμόζουν απολύτως στις αλλοιώσεις τής συνειδήσεως που έχουν επιφέρει τα πάθη και τα ελαττώματα. Εκμεταλλεύεται ο εχθρός τις πολυχρόνιες συνήθειες και τις κλίσεις τής πνευματικής καρδίας κι έτσι ο άνθρωπος νομίζει ότι η πλανεμένη λύσις που έρχεται ως δήθεν φωτισμένη σκέψη είναι κάτι εντελώς λογικό ή και ευλογημένο.
Στην προκειμένη ευαγγελική παραβολή που αναπτύσσει ο Κύριος, βλέπουμε πώς μπορεί ο άνθρωπος να ξεφύγει από το μέτρο και να φθάσει στο άκρο τής ακορέστου απληστίας, φανταζόμενος ότι εκεί που καταλήγει, αυτό αποτελεί και τη σωστή λύση στο “πρόβλημα”. Έτσι, γεμάτος “ανακούφιση” και “ανάπαυση”, αυτάρεσκα ανακοινώνει την λύση που ανακάλυψε : “Τούτο ποιήσω· καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω, και συνάξω εκεί πάντα τα γενήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου· ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου”.
Λύση που λύνει τα χέρια”, θα κραυγάσει ένας ομόφρονας του άφρονος. Αλλά μόνο τούτο δε συμβαίνει, αφού όχι μόνο τον περιμένει “στην στροφή” ο θάνατος, αλλά και αθάνατος εάν ήταν, η νοοτροπία αυτή ως πολλαπλασιαστής με γεωμετρική πρόοδο θα τον έριχνε σε χειρότερο βάραθρο. Προϊόντος τού χρόνου (και εάν όλα έβαιναν καλώς) οι νεόδμητες αποθήκες θα αποδεικνύονταν και αυτές μικρές για να στεγάσουν την ακατάπαυστη πλεονεξία του και τον απύθμενο παραλογισμό του. Ο ναός των αποθηκών και ο βωμός τού χρηματοκιβωτίου δεν θα άντεχαν στην πίεση της κατακλυσμιαίας λατρείας τού μαμωνά που έφλεγε την μανιακή του ύπαρξη. Διότι ομολογουμένως, δεν υπάρχει μεγαλυτέρα παραφροσύνη και δεν υφίσταται περισσότερο βασανιστική τρέλα από αυτή που σκλαβώνει τον άνθρωπο στο να αγαπά την άψυχη ύλη.
Ο έρως τής καρδίας, αντί να στρέφεται προς τον Θεό “έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι”, τώρα υποτάσσει την ουσία τής υπάρξεως στη σκλαβιά τής πλεονεξίας, στην αγάπη τού χρήματος και όλων των “παραγώγων” αυτού.
Όταν λοιπόν ξεπέσει ο άνθρωπος στο κατάντημα τούτο, επιβεβαιώνεται τραγικά ο Απόστολος Παύλος ο οποίος γράφει προς τον Τιμόθεο: “οι δε βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς, αίτινες βυθίζουσι τους ανθρώπους εις όλεθρον και απώλειαν. Ρίζα γαρ πάντων των κακών εστίν η φιλαργυρία, ής τινες ορεγόμενοι απεπλανήθησαν από της πίστεως και εαυτούς περιέπειραν οδύναις πολλαίς” (Α' Τιμ. ΣΤ' 9-10). Δηλ. εκάρφωσαν στον εαυτόν τους οδύνες και θλίψεις πολλές.
Και ενώ αυτά συλλογιζόταν ο άφρων πλούσιος και σχέδια επί σχεδίων στροβίλιζαν στον διάτρητο νου του, “ινά μη το κακόν αθάνατον γένηται”, κάνει την εμφάνισή του εν μέσω νυκτός ο απρόσκλητος επισκέπτης. Ο θάνατος. “Άφρων (του λέγει ο Θεός), ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;” Αυτή τη νύχτα έφθασε το τέλος σου. Όλα αυτά που ετοίμασες άμυαλε άνθρωπε, σε ποιόν ανήκουν και σε ποιούς κληρονόμους θα περιέλθουν; (άλλο βασανιστικότατο ερώτημα και τούτο για τον κάθε πλεονέκτη). Δεν μπορεί να γνωρίζει το τι θα γίνει και το πού θα καταλήξει ο όλος του κόπος. Αλλά και όταν ακόμη γνωρίζει σε ποιούς τα αφήνει, και πάλι δεν μπορεί να ξέρει σε ποιούς κατόπιν θα περιέλθουν· “θησαυρίζει, και ου γινώσκει τίνι συνάξει αυτά”, τονίζει ο Θεός δια του Δαυίδ (Ψαλμ. Λη' 7). Όλα αυτά που μάζευσε περιέρχονται μετά από λίγο σε χέρια είτε “δικών” του είτε ξένων, και αρκετές φορές τα απολαμβάνουν εχθροί. Εάν μάλιστα γνώριζαν οι πλούσιοι και οι μεγιστάνες προ του θανάτου τους, πού θα κατέληγαν οι κόποι τους, οι θυσίες τους, αυτό το αίμα τής καρδιάς τους, θα προτιμούσαν να τα καύσουν και να τα καταστρέψουν, παρά να πέσουν στα χέρια που ανελπίστως αρκετές φορές τα κληρονομούν.
Αλλά αυτή η δραματική πραγματικότητα που περιγράφει η Ευαγγελική περικοπή αποτελεί την περί του πλούτου και της απληστίας αλήθεια, όσο κι αν δεν θέλουμε να το χωνέψουμε, όσο και αν επιμένουμε στο να απολαμβάνουμε μαζοχιστικώ τω τρόπω το μαρτύριό του.
Είναι δε τόσα τα περιστατικά επί καθημερινής βάσεως στις κοινωνίες των ανθρώπων που επιβεβαιώνουν αυτή την πραγματικότητα, ώστε μόνο ανόητος θα ήταν ο άνθρωπος που αρνείται να δει κατάματα την “πλουτοκρατική” αλήθεια.
Επειδή λοιπόν δεν μπορεί κανείς να παίζει με τον πλούτο και την πλεονεξία δίχως να καεί (να κάψει την ψυχή του), γι' αυτό και ο ίδιος ο Κύριος, κλείνει την παραβολή Του με λόγια που σημαίνουν για όλους μας συναγερμό και αφύπνιση: “Ούτως ο θησαυρίζων εαυτώ, και μη εις Θεόν πλουτών”. Και επιπλέον “Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω”.
Το θέμα όμως είναι, αφήνουμε τα ώτα μας ανοικτά στον σωστικό λόγο τού Θεού, ή τα κλείνουμε ερμητικώς στην αλήθεια για να ακούσουν τελικώς την φρικτή φράση “Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν (τα δαιμόνια) από σου”;
Οπωσδήποτε, η επιλογή είναι δική μας και συνάμα κρίνει την ελευθερία μας ή φανερώνει την αφροσύνη μας.
Αμήν.


Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ´ ΛΟΥΚΑ «Είπε δε ο Θεός: Άφρων…» π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ



«Είπε δε ο Θεός: Άφρων…»
α. Η σημερινή Κυριακή προβάλλει με μεγάλη ενάργεια το κακέκτυπο του αληθινού ανθρώπου, εκείνου που αποκλείεται από τη Βασιλεία του Θεού: τον άφρονα πλούσιο, τον άνθρωπο που η μόνη έγνοια του ήταν πώς να έχει και να κατέχει τα υλικά του αγαθά, πώς να αυξάνει τα γεννήματά του, σε βαθμό τέτοιο, που τελικώς να δυστυχεί μέσα στην υποτιθέμενη «ευτυχία» του: η καρποφορία των χωραφιών του τον κάνει να γεμίζει από άγχος και στενοχώρια. Μέχρις ότου εμφανίζεται από το «πουθενά» ο παράγων Θεός, για να βάλει τέλος στους προβληματισμούς και τις λύσεις του: «σήμερα θα πεθάνεις! Ζητάνε την ψυχή σου!» Κι ο  θάνατος έρχεται ως το όριο που φωτίζει την ποιότητα της όλης προγενέστερης ζωής του, που του ανοίγει τα μάτια για να δει ότι τελικώς όλα τα χρόνια που πέρασαν ήταν ενώπιον του Θεού μία ανοησία. «Είπε δε ο Θεός: Άφρων
β. 1. Δεν πρόκειται για εκτίμηση και αξιολόγηση ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της. Ποιος άνθρωπος μπορεί να κατέχει το αλάθητο; «Ο νόμος του ανθρωπίνου μυαλού είναι η πλάνη» σημειώνουν οι άγιοι Πατέρες μας. Ούτε πρόκειται για μία κρίση,  που μπορεί να κινείται στο επίπεδο της κατάκρισης, καρπού ζηλοφθονίας και εμπάθειας. Μία τέτοια εμπαθής κρίση δεν επιτρέπεται από τον ίδιο τον νόμο του Θεού, διότι υφαρπάζει δικαίωμα που ανήκει μόνον σ’  Εκείνον. Ο ίδιος ο Κύριος το επισημαίνει: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε». «Εάν δε κάποιος χαρακτηρίσει τον αδελφό του «ανόητο» είναι ένοχος ενώπιον της κρίσεως του Θεού».
Εδώ, στο περιστατικό που περιγράφει ο Κύριος για τον πλούσιο, έχουμε την κρίση του ίδιου του Θεού, δηλαδή Εκείνου  που η κρίση Του είναι απολύτως δίκαιη, διότι «γυμνά και τετραχηλισμένα τα πάντα ενώπιόν Του»,  συνεπώς ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να δει κι αυτός το αποτέλεσμα των επιλογών και των συμπεριφορών της ζωής του. Κι είναι η μόνη αληθινή κρίση, διότι πηγάζει από Εκείνον που η αγάπη Του προς τα πλάσματά Του είναι άπειρη και συνεπώς έχει πάντοτε γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά. Μόνον εκείνος που αγαπά μπορεί και να κρίνει ορθά, πέρα από στρεβλώσεις των εμπαθών κινημάτων της καρδιάς  του. Όπως το λέει και πάλι ο Κύριος: «Μη κρίνετε κατ’  όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Και δικαία κρίση είναι αυτή που πηγάζει από καρδιά που αγαπά. Η άπειρη αγάπη λοιπόν του Θεού αποδεικνύει και την αληθινότητα της κρίσεώς Του.
2. Κι ακόμη περισσότερο: η κρίση αυτή του Θεού, όπως φαίνεται στο περιστατικό της παραβολής, ηχεί πολύ πένθιμα, σαν καμπάνα που σημαίνει τον θάνατο κάποιου, διότι όχι μόνον είναι αληθινή, αλλά και τελεσίδικη και αμετάκλητη: λέγεται την ώρα του θανάτου, που ο άνθρωπος δεν έχει άλλο περιθώριο αλλαγής του. Ο θάνατος συνιστά το απόλυτο όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος απλώς κρίνεται για όλο το περιεχόμενο της ζωής του, για ό,τι έπραξε, για ό,τι είπε, για ό,τι σκέφτηκε ακόμη. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, και μετά τούτο κρίσις» κατά τον απόστολο. Ό,τι διάφορες φιλοσοφίες και θρησκείες έχουν διδάξει περί μεταλλαγής του ανθρώπου, περί μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσής του σε άλλες καταστάσεις, μέσα στον κόσμο τούτο, αποτελούν φληναφήματα και ανοησίες, που προέρχονται από τον σκοτισμένο λόγω της αμαρτίας και των παθών νου του ανθρώπου. Η αλήθεια που απεκάλυψε ο Κύριος είναι κρυστάλλινη: ο άνθρωπος με τον θάνατό του κρίνεται από τον Θεό, κατά μερικό πρώτα τρόπο, λόγω της συνέχειας μόνο της ψυχής του, κι έπειτα, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα κριθεί και γενικά, διότι τότε με την Παρουσία αυτή του Κυρίου θα αναστηθεί και το σώμα του, ώστε ενωμένο με την ψυχή να σταθεί ενώπιον του φοβερού βήματός Του. Η γενική αυτή όμως κρίση δεν θα είναι διαφορετική από την πρώτη. Απλώς θα είναι επιτεταμένη, διότι θα συνυπάρχει μαζί με την ψυχή και το σώμα. Και βεβαίως η κρίση αυτή οδηγεί  είτε στην αιώνια ζωή είτε στην αιώνια κόλαση, με την έννοια του πώς «εισπράττει» ο άνθρωπος τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους: είτε θετικά, αν φεύγει από τη ζωή αυτή εν μετανοία, είτε αρνητικά, αν φεύγει εναντιωμένος προς τον Θεό ή με αδιαφορία προς Αυτόν.
3. Ποια ήταν τα γνωρίσματα της ζωής του άφρονος πλουσίου, που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως άφρονος και ανοήτου; Πότε συνεπώς κάποιος ζει ανόητα, κατά την κρίση του ίδιου του Θεού;
(α) Όχι ασφαλώς επειδή «ευφόρησεν η χώρα του». Η ευφορία αυτή των χωραφιών του υπήρξε μία ευλογία που του δόθηκε από τον Θεό – δεν φαίνεται να κοπίασε γι’ αυτήν ο πλούσιος∙ ο Θεός απλώς επέτρεψε να συμβεί, προφανώς για να του δώσει ευκαιρία να ανοιχτεί στον συνάνθρωπο.  Αλλά εκείνος πώς την αντιμετώπισε; Μ’ έναν απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Πέντε «μου» της προσωπικής αντωνυμίας μετράμε στον προβληματισμό του: «πού συνάξω τους καρπούςμου;..Καθελώ μου τας αποθήκας…και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματάμου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του. Δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού για τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, έστω και συγγενή του. Έτσι η αφροσύνη του ήταν ο εγωιστικός τρόπος σκέψεως και ζωής του.
 (β) Αυτός ο εγωισμός του, ως νοσηρή στροφή μόνον στον εαυτό του, δεν περιέχει ίχνος αναφοράς και προς τον Θεό. Συνήθως, ακόμη και σε ασχέτους προς την πίστη του Θεού ανθρώπους, σε στιγμές ευτυχίας τους ακούμε και ένα «δόξα τω Θεώ». Εδώ, δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογική ενατένιση του Θεού, για κάτι που εξώφθαλμα σχετιζόταν μ’  Εκείνον: είπαμε ότι η ευφορία της γης του  δεν είχε να κάνει με καμία από τις δικές του προσπάθειες. Ήταν μία δωρεά του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αφροσύνη του δεν έχει αποκλείσει μόνον τον συνάνθρωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, τον χορηγό του πλούτου του. Κι είναι τούτο πράγματι που επισημαίνει ο λόγος του Θεού: «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού∙ ουκ έστιν Θεός». Μπορεί θεωρητικά να μην ακούγεται στην παραβολή η αθεΐα του πλουσίου, διαπρυσίως όμως καταγγέλλεται αυτή στο επίπεδο της ζωής του. Κι αυτό είναι το πιο καθοριστικό.
(γ) Η διαγραφή του Θεού και του ανθρώπου όμως φέρνει άγχος. Αντί ο πλουτισμός να του δίνει χαρά – ως ευκαιρία, είπαμε, προσφοράς χαράς σε άλλους – του προσθέτει θλίψη και στενοχώρια. Αλλά πάντοτε αυτό είναι το τίμημα του επιλέγοντος τον εγωιστικό, δηλαδή τον αμαρτωλό,  τρόπο ζωής. Το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Ο άφρων πλούσιος, δηλαδή, ήδη από τη ζωή αυτή ζούσε με στοιχεία κόλασης. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, εφόσον δεν έδειχνε σημεία μετάνοιας. Κι επιπλέον: το άγχος του για το «έχει» του, σαν να  του «έκλεβε» και το μυαλό του:  τον έκανε να αδυνατεί να σκεφτεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή τα γεννήματά του, κλεισμένα σε αποθήκες, θα σάπιζαν. Συνήθως ο εγωιστής άνθρωπος χάνει και την όποια «εξυπνάδα» του.
(δ) Η αφροσύνη του όμως έγκειται και στην ψευδαίσθηση της αληθινής ζωής. Ο πλούσιος δεν ελάμβανε υπόψη του το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής: την ύπαρξη του θανάτου. Ο προβληματισμός του, βλέπουμε, κινείται σε επίπεδο σχεδόν «αιωνιότητας» γι’ αυτόν της παρούσας ζωής. «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά». Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτικά «πετάει στα σύννεφα». Το φαντασιακό επίπεδο είναι ο χώρος της ζωής του. Γι’  αυτό και η «προσγείωση» έρχεται τόσο απότομα και «ανώμαλα» γι’ αυτόν.
4. Τα κύρια αυτά στοιχεία της αφροσύνης του πλουσίου που οδηγούν σ’ ένα τέλος τραγικό – όχι μόνον έρχεται ο θάνατος, αλλά έρχεται με μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων προς τον Θεό: «την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», άρα δείχνουν και την αιώνια συνέχεια εκτός Θεού – μας οδηγούν εκ του αντιθέτου στην επισήμανση των στοιχείων που επαινούνται από τον Θεό και μπορούν να χαρακτηριστούν ως εμφροσύνη και σωφροσύνη. Πρόκειται για τον «πλουτισμόν κατά Θεόν», που λέει ο Κύριος στην κατακλείδα της παραβολής, ο οποίος κάνει τον άνθρωπο που τον έχει να βρίσκεται με τον Θεό και να χαίρεται αενάως τη χαρά της παρουσίας Του. Πώς λοιπόν πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ώστε στο τέλος του να ακούσει με χαρά ότι ευαρέστησε τον Θεό; Μα, ασφαλώς, πρώτον, να στέκεται καλά έναντι του συνανθρώπου του, δηλαδή με ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, έστω κι αν τούτο μπορεί να σημαίνει και θυσία γι’ αυτόν. Το παράδειγμα της γνωστής παραβολής του καλού Σαμαρείτη συνιστά εν προκειμένω καθοδηγητικό στοιχείο επ’ αυτού.Δεύτερον, να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό. Για τον σώφρονα άνθρωπο, ο Θεός δεν είναι αμελητέα ή ανύπαρκτη κατάσταση, αλλά το κέντρο της ζωής του. Προτεραιότητά του συνεπώς είναι το πώς θα θεμελιώνει αδιάκοπα τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του, στο θέλημα Εκείνου. Με αποτέλεσμα να νιώθει ως το παιδί στην αγκαλιά του Πατέρα του. Ο σώφρων άνθρωπος, έτσι, τρίτον,  δεν ζει με άγχη και ανασφάλειες, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη του Χριστού βραβεύει τον νου και την καρδιά του. Και βεβαίως,τέλος, ο σώφρων, στον οποίο ευαρεστείται ο Θεός, έχει συναίσθηση της προσωρινότητας και της φθαρτότητάς του. «Καθ’  ημέραν αποθνήσκει», όπως λέει και ο απόστολος, με την έννοια ότι δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά τον προσδοκά με χαρά, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Θεός θα παραλάβει την ψυχή του και όχι κάποιοι που το μόνο που επιζητούν είναι η δυστυχία του.
γ. Τι άραγε επιθυμούμε να ακούσουμε και εμείς στο τέλος της ζωής μας ως κριτική γι’ αυτήν από τον Θεό; «Άφρων» ή «σώφρων και έμφρων;» Το ερώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας ή πλουτίζουμε κατά Θεόν; Κι είναι τούτο η καθημερινή και αδιάκοπη πρόκληση επιλογής μας σε κάθε κίνηση της ύπαρξής μας. Στη μία περίπτωση, το κέντρο βάρους είναι ο κόσμος με τη φθαρτότητά του και τη διαρκή ταραχή του, υπό την κυριαρχία του διαβόλου, του άρχοντος του κόσμου τούτου. Στην άλλη, το κέντρο βάρους είναι ο Θεός και το άγιο θέλημά Του, με όλες τις χαρές και τη δόξα που συνοδεύουν την παρουσία Του. Ο Χριστιανός βεβαίως δεν προβληματίζεται: επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Επιλέγει δηλαδή όχι μόνον το αιώνιο, αλλά και του κόσμου τούτου αληθινό συμφέρον του.

Κυριακὴ Θ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 12,16-21· 14,35). Ὁ ἄ φ ρ ω ν. (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Ὁ ἄ φ ρ ω ν «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον…» (Λουκ. 12,20)
Καμμία λέξι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε περιττὴ καὶ ἄσκοπη. Κάθε λέξι τοῦ Θεανθρώπου ἔχει σημασία. Ἀπὸ τὴ σημερινὴ περικοπὴ θὰ πάρουμε ὡς θέμα μία μόνο λέξι, ἐκείνη ποὺ χαρακτηρίζει ὅ λη τὴ ζωὴ ἑνὸς ἀνθρώπου, τοῦ κυρίου προσώ που τῆς παραβολῆς· εἶνε ἡ λέξι «ἄφρων» (Λουκ.12,20). Ποιόν χαρακτηρίζει «ἄφρονα» ὁ Κύριος; Ἕνα πλούσιο. Ὁ κόσμος, ὅταν δῇ κάποιον ν᾿ ἀναπτύσσῃ δραστηριότητα, νὰ ἐξελίσσεται οἰ κονομικά, νὰ χτίζῃ μέγαρα, ν᾽ ἀγοράζῃ νέα οἰκόπεδα καὶ κτήματα, νὰ ζῇ μὲ ἀνέσεις καὶ νὰ διασκεδάζῃ σὰν νέος Κροῖσος καὶ Σαρδανάπαλος, τὸν θαυμά ζει καὶ λέει· Τί ἔξυπνος, τί τετραπέρατος ἄνθρωπος! ξέρει νὰ ζήσῃ…
Ἄλλη ὅμως ἡ κρίσι τοῦ κόσμου καὶ ἄλλη ἡ κρίσι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς κρίνει τελείως διαφορετικά. Δὲν εἶνε οἱ πλούσιοι οἱ εὐτυχεῖς, ἀλλὰ οἱ δυστυχεῖς· δὲν εἶνε αὐτοὶ οἱ σοφοί, ἀλλὰ οἱ ἄφρονες.
Εἶνε ἄξιοι ὄχι θαυμασμοῦ ἀλλὰ οἴκτου· εἶνε νὰ τοὺς κλαῖς, γιατὶ βαδίζουν τὸ δρόμο τοῦ ὀλέθρου.
Ἄσπλαχνοι πλούσιοι! ἡ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἰ ακώβου σᾶς προειδοποιεῖ· «Κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις» ( 5,1).
* * *
Ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, ἀποκαλεῖ τὸν πλεονέκτη πλούσιο «ἄφρονα». Δὲν εἶνε δύσκολο νὰ βροῦμε γιατί τὸν εἶπε ἔτσι. Παρατηρῆστε τον. Ἐμπρὸς στὴν ἐξαιρετικὴ σοδειὰ ποὺ εἶχε, σκέπτεται μὲ ἀγωνία, ποῦ νὰ συνάξῃ τοὺς καρπούς.
Τέλος λύνει τὸ πρόβλημα μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ χτίσῃ νέες μεγαλύτερες ἀποθῆκες. Καὶ κατόπιν, σὰ νὰ κρατάῃ κιόλας τὰ κλειδιὰ τῶν νέων ἀποθηκῶν, παραδίδεται σὲ ῥεμβασμούς.
Βλέπει τὰ ἀγαθὰ νὰ συσσωρεύωνται. Ὤ τί πλούτη! ἐδῶ τὸ ἐκλεκτὸ σιτάρι, ἐκεῖ τὸ λάδι ποὺ λάμπει σὰ χρυσάφι, ἐδῶ τὸ κρασὶ ξανθὸ καὶ μυρωδᾶτο, ἐκεῖ τὰ κτηνοτροφικά, τὰ τυριὰ καὶ τὰ βούτυρα, πιὸ ᾽κεῖ οἱ ξηροὶ καρποί. «Ψυχή,… φάγε, πίε, εὐφραίνου» (ἔ.ἀ. 12,19). Ὤ τὸν ἀνόητο! Ὑποτιμᾷ τὴν ψυχή. Τὸν ἀκούσατε τί τῆς λέει· «Φάγε»!  Μὰ ἡ ψυχὴ δὲν τρώει, δὲν εἶνε ὕλη, δὲν ἔχει πεπτικὸ σωλῆνα.  Δὲν εἶνε σὰν τὸ σαρκοφάγο ἐκεῖνο ὄρνεο, ποὺ πέταξε ἀπὸ τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε καὶ δὲν γύρισε γιατὶ βρῆκε ἄφθονη τροφὴ τὰ πτώματα ποὺ ἐπέπλεαν μετὰ τὸν κατακλυσμό.
Ὄχι, οὔτε ὄρνεο οὔτε χοῖρος εἶνε ἡ ψυχή, νὰ χορταίνῃ μὲ σάρκες καὶ βόρβορο. Εἶνε ἄυλη, πνευματική, καὶ ἑπομένως δὲν τρέφεται μὲ ὑλικὴ τροφή.
Πεινάει βέβαια καὶ διψάει κι αὐτή, ἀλλὰ ἡ πεῖνα καὶ δίψα της εἶνε ἐντελῶς διαφορετική. Εἶνε πεῖνα καὶ δίψα ὑπερφυσική, τὴν ὁποία ἐκφράζει ὁ Δαυῒδ ὅταν λέει «Ὃν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σε, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶν τα» (Ψαλμ. 41,2-3).
Τὸ ποτὸ κι ὁ ἄρτος της εἶνε ἄλλης φύσεως. Πῶς λοιπὸν θὰ τῆς πῆτε «Φάγε, πίε, εὐφραίνου»;
Ἂν ἐπιμένετε, τότε φανταστῆτε ἕνα πλούσιο σὲ ἀβραμιαῖο συμπόσιο. Ξαφνικὰ ἔρχεται κάποιος καὶ τοῦ ψιθυρίζει στ᾽ αὐτὶ λίγες λέξεις.
Ἀμέσως ἡ μορφή του ἀλλοιώνεται. Συγκινεῖται, δακρύζει, τὸ χέρι του τρέμει, ἀφήνει τὸ ποτήρι, δὲ θέλει πιὰ ν᾽ ἀγγίξῃ οὔτε τὸ καλύτερο φαγητό. Φάγε, τὸν παρακινοῦν οἱ συνδαιτυμόνες.
Ὅλα ὅμως τοῦ φαίνονται τώρα πικρά. Τί ἔπαθε, ἄλλαξε ἡ γεῦσι του; Ὄχι. Μία εἴδησι, ἕνα τηλεγράφημα, ἕνα θλιβερὸ ἄγγελμα, ποὺ ἦρθε ἀπὸ μακριά, χωρὶς νὰ προξενήσῃ, ἐκ πρώτης ὄψεως, καμμία ζημιὰ στὸ σῶμά του, συγκλόνισε τὸ ἐσωτερικό του, πίκρανε τὴν ψυχή του, καὶ τώρα σκεπτικὸς καὶ περίλυπος κλαίει κι ἀναστενάζει μέσα στὸν ὑλικό του παράδεισο.
Ἂν ἦταν μόνο ὕλη, δὲν θὰ συγκλονιζόταν ἀπὸ μιὰ ἰδέα καὶ δὲ θὰ διέκοπτε τὸ συμπόσιο· θὰ συνέχιζε ἀνενόχλητος τὴν εὐθυμία καὶ τὸ φαγοπότι.
Ἄφρων, γιατὶ δὲν κατάλαβε τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἄφρων καὶ διότι οἰκειοποιεῖται τὰ ξένα.
Θὰ τὸ δῆτε στὴ φράσι ἐκείνη ποὺ εἶπε·  «Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· Ἄφρον…» (Λουκ. 12,20)
«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10) «Τὰ ἀ γαθά μου» (ἔ.ἀ. 12,18). Ὤ ὁ φίλος!
Ὅλα ὅσα πρόκειται νὰ συνάξῃ τὰ ὀνομάζει «ἀγαθά μου». Ἀλλὰ τ᾿ ἀγαθὰ τῶν κτημάτων καὶ τῶν κοπαδιῶν εἶνε δικά του; Τί ἔφερε μαζί του ὅταν γεννιόταν; Γυμνὸς δὲν ἦρθε στὸν κόσμο;
Ἔπειτα· τὰ χωράφια, τ᾽ ἀμπέλια, οἱ ἐλαιῶνες τίποτα δὲ μποροῦν ν᾿ ἀποδώσουν ἂν δὲν εὐλογήσῃ ὁ Θεός. Κοπίασε, ἄνθρωπε· σπεῖρε, ῥῖξε λιπάσματα, ἐ – φάρμοσε τὶς καλύτερες γεω πονικὲς μεθόδους· ἂν δὲν ἔρθῃ ἡ βοήθεια Ἐκείνου, ὅλα θὰ καταλήξουν στὸ μηδέν.
Ἕνα σύννεφο μὲ χαλάζι, ἕνας ἄνεμος ἀπὸ τὴ φλογισμένη ἔρημο τῆς Ἀφρικῆς, μιὰ πλημμύρα ποὺ κατακλύζει πεδιάδες, —τί λέω;— ἕνα μικρὸ – ἀδιόρατο μικρόβιο ποὺ κάθεται πάνω στὰ φύλλα καὶ τοὺς καρποὺς φτάνουν νὰ ματαιώσουν ὅλη τὴ σοδειά.
Γίνε λοιπὸν συνετός, ἀναγνώρισε τὸν Κυρίαρχο τῆς φύσεως καὶ πές· «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλή- ρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23, 1).
Ὅταν βλέπῃς τὰ δέντρα νὰ λυγίζουν ἀπ᾽ τοὺς καρπούς, τὰ κοπάδια νὰ πληθύνωνται, ὅλα τ᾽ ἀγαθὰ νὰ πολλαπλασιάζωνται, γονάτισε, εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ πές· Κύριε, ὅλ᾽ αὐτὰ εἶνε δικά σου, ἐγὼ εἶμαι ἁπλῶς ἕνας διαχειριστὴς τῶν ἀγαθῶν σου, ποὺ πρόκειται νὰ δώσω λόγο πῶς διέθεσα καὶ τὸν τελευταῖο κόκκο σιταριοῦ καὶ τὴν τελευταία σταγόνα λάδι.
Ἐσύ, Κύριε, τίποτε δὲ θέλεις νὰ σπαταλᾶται ἀσώτως. Φώτισέ με νὰ κάνω καλὴ χρῆσι τῶν ἀγαθῶν σου πρὸς ὠφέλει αν τοῦ πλησίον καὶ δόξαν τοῦ ἁγίου σου ὀνόματος!
Ἀλλὰ τέτοια γλῶσσα δὲν θέλει νὰ λαλήσῃ ὁ πλούσιος. Διπλάσια, τριπλάσια καὶ μυριοπλάσια ἐὰν ἀποκτήσῃ, καὶ τὰ κλειδιὰ ἀκόμη ὅλων τῶν ἀποθηκῶν τῶν πέντε ἠπείρων ἂν τοῦ παραδώσετε, αὐτὸς θὰ ἐξακολουθήσῃ νὰ λέῃ τὸ τραγούδι τοῦ μαμωνᾶ, ποὺ σὲ ὅλες τὶς στροφὲς μία ἐπῳδὸ ἔχει· «τὰ ἀγαθά μου», «τὰ ἀγαθά μου». Ὤ τὸν ἀνόητο!
Θὰ βρίσκεται σὲ δι αρκῆ ἀγωνία. Καὶ ἐνῷ ὁ πλανήτης μας εἶνε προωρισμένος νὰ συντηρῇ δισεκατομμύρια, αὐτὸς θὰ ἤθελε ὅλη ἡ γῆ νὰ γίνῃ ἀτομικὴ ἰδιοκτησία του καὶ νὰ τὴν περιμαντρώσῃ μὲ ἠλεκτροφόρο σύρμα, γιὰ νὰ μὴν ἁπλώσῃ χέρι καὶ κόψῃ πράσινο φύλλο ὁ διαβάτης…
Ἄφρων, γιατὶ ὑποτίμησε τὴν ἀξία τῆς ψυχῆς· ἄφρων, γιατὶ οἰκειοποιήθηκε τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ καὶ τρίτο στοιχεῖο τῆς ἀφροσύνης του παρουσιάζει ἡ παραβολή· λησμονεῖ τὸ θάνατο. Ὑπολογίζει, ὅτι τ᾽ ἀγαθὰ ποὺ θὰ συνά ξῃ θὰ ᾽νε ἀρκετὰ γιὰ δεκαετία, γιὰ αἰῶνα, γιατί ὄχι γιὰ μιὰ χιλιετία.
Καὶ μὲ τέτοια προοπτικὴ συντάσσει πρόγραμμα ζωῆς. Φαντάζεται, πὼς οἱ μέρες τῆς ζωῆς θά ᾽νε ἀτέλειωτες. Ὁ ἀνόητος!
Εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ κατοικεῖ στὴ γῆ; Δὲν εἶδε τὸ τραγικὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὑπάρχει θάνατος;
Δὲν εἶδε τοὺς γονεῖς του νὰ πεθαίνουν; Δὲν ἄκουσε ποτέ στὴ συνοικία του θρήνους, δὲν πῆγε ποτέ σὲ νεκροταφεῖο;
Μία ἐπίσκεψι ἐκεῖ θὰ τοῦ ἦταν ὠφέλιμη. Θὰ ἔβλεπε τὴ ματαιότητα, τὴν ὁποία ζωγράφισε ὁ ποιητὴς τῆς Ἐκκλησίας σ᾽ ἐκεῖνο τὸ τροπάριο· «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…» (Νεκρώσ. ἀκολ.).
Διηγοῦνται, ὅτι ὁ κατακτητὴς Σαλαδῖνος(1137- 1193) προαισθάνθηκε τὸ θάνατο καὶ διέταξε ἕνα σημαιοφόρο νὰ κρεμάσῃ στὴν ἄκρη μιᾶς λόγχης ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ μαῦρο ὕφασμα, μέσα στὸ ὁποῖο θὰ τύλιγαν τὸ σῶμα του, καὶ τὴν ὥρα τῆς κηδείας του νὰ προπορεύεται τῆς πομπῆς καὶ νὰ φωνάζῃ· «Νά τί κατώρθωσε νὰ πάρῃ μαζί του ἀπ᾿ ὅλους τοὺς θησαυρούς του ὁ μέγας Σαλαδῖνος, ὁ κατακτητὴς καὶ δεσπότης ὅλης τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας».
Δυστυχῶς στὸ σχέδιο ποὺ κατέστρωσε ὁ πλούσιος δὲν ὑπῆρχε καμμία πρόβλεψι ὅτι ἔρχεται ὁ θάνατος. Ἕνα λεπτὸ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, κι αὐτὸς ὀνειροπολεῖ γιὰ «ἔτη πολλά».
Σὰν τοὺς ἐπιβάτες ἑνὸς ὑπερωκεανίου ποὺ διασκεδάζουν κ᾽ ἔξαφνα μιὰ τορπίλλη τοὺς θάβει στὸ βυθό. Γι᾽ αὐτὸ ὁ πλούσιος ἄκουσε· «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;».
* * *
Ὁ πλούσιος, ἀγαπητοί μου, ἔχτισε τὸ μέγαρο τῆς εὐτυχίας του στὴν ἄμμο, κι αὐτὸ γκρεμίστηκε. Γι᾿ αὐτὸ χαρακτηρίστηκε «ἄφρων».
Ἂς φοβηθοῦμε μήπως ἡ ἴδια ὀνομασία δοθῇ καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ἂν κάποιος ἔχτιζε σπίτι πάνω σ᾽ ἕνα παγόβουνο, δὲν θὰ τὸν λέγαμε ἀνόητο;
Κι ὅμως ἐμεῖς εἴμαστε ποὺ χτίζουμε πάνω σὲ παγόβου νο, στὸ παγόβουνο τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τοῦ ὑλισμοῦ. Ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. 24,12). Ὑλικὸ παράδεισο ἀγωνίζονται νὰ δημιουργήσουν οἱ ἄνθρωποι. Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἀφροσύνη εἶνε τὸ στέμμα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ποῦ θεμελιώνουμε; Ἡ ὕλη δὲν εἶνε σταθερὸ θε μέλιο. Δικό μας θεμέλιο, ποὺ θὰ μείνῃ ἄσειστο, νὰ γίνῃ μόνο ὁ ΚΥΡΙΟΣ. «Μακάριος ὃς ἐλπίζει ἐπ᾽ αὐτόν» (Ψαλμ. 33,8).
Μακάριος ὅποιος ἐκτελεῖ τὶς θεῖες του ἐντολές. Θὰ εἶνε αὐτάρκης, θὰ εἶνε ὁ ἐν Χριστῷ πλούσιος, ὁ ὁποῖος, χρησιμοποιώντας τὴν ὕλη ὡς μέσο γιὰ ἀνωτέρους σκοποὺς τοῦ πνεύματος, θὰ θησαυρίζῃ θησαυροὺς ἀφθάρτους καὶ αἰωνίους.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος 
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 20-11-2011.

Κυριακή Θ΄ Λουκά, Ευαγγ. ανάγνωσμα: Λουκ. ιβ΄ 16-21 (23-11-2014)


 

 Αφορμή για να πει ο Χριστός την Παραβολή του άφρονα πλούσιου έδωσε η φιλονικία  δύο αδελφών για κληρονομικές διαφορές. Ο Χριστός γνώριζε, ότι είχαν υποταχθεί στην μανία των υλικών αγαθών. Στην παραβολή δεν μιλά για τον πλούτο, αλλά για την προσκόλληση στα υλικά αγαθά τα οποία εγκυμονούν κινδύνους. Και αντί οποιασδήποτε παρέμβασης του στο πρόβλημα των διαδίκων αδελφών, έκανε ένα κήρυγμα και έδωσε το κλειδί της εφαρμογής για το συγκεκριμένο παράδειγμα του πλουσίου της παραβολής. Το Ευαγγέλιο είναι πάντοτε επίκαιρο. Είναι ένας καθρέφτης, στον οποίον, εάν κοιτάξουμε με προσοχή, θα δούμε τον άθλιο εαυτό μας, τις κακίες και τα πάθη που έχουμε. Στο σημερινό δε ευαγγέλιο βλέπουμε ένα από τα φοβερότερα ελαττώματα. Ονομάζεται πλεονεξία. Πλεονεξία είναι το να μην είναι ευχαριστημένος κανείς σ’ αυτά που έχει, αλλά να ζητεί όλο και περισσότερα. Ποτέ να μη λέει  «Δόξα σοι, ο Θεός». Είναι μια εκδήλωση του ατομιστικού και εγωϊστικού πνεύματος. Στη σημερινή παραβολή βλέπουμε την εικόνα του πλεονέκτη.
Ας προσέξουμε τις λέξεις που χρησιμοποιεί.  «Τα γενήματά μου», «τα αγαθά μου»  Πόσο αμαρτωλό εκείνο το «μου»! Αυτό θα μας καταστρέψει. Ήταν δικά του; Πρώτα-πρώτα ο σπόρος. Μέσα του κλείνει τεράστια δύναμη αναπαραγωγής. Ποιος του έδωσε τη δύναμη αυτή; Χίλιοι γεωπόνοι και άλλοι τόσοι επιστήμονες να μαζευτούν, ένα σπόρο δε μπορούν να κάνουν. Ο σπόρος λοιπόν που έσπειρε ο πλούσιος δεν ήταν δικός του. Έπειτα το χώμα. Για να φυτρώσει ο σπόρος, θέλει χώμα. Τι είναι το χώμα; Άλλο πάλι μυστήριο. Το χώμα που πατούμε έχει τεράστια δύναμη. Χιλιάδες τώρα χρόνια βλαστάνει, φυτρώνει συνεχώς. Είναι γόνιμο, να η αξία του. Πάρτε δυό γλάστρες, μία γεμάτη χρυσάφι και μία γεμάτη χώμα, και σπείρετε σπόρο. Το
χρυσάφι δε φυτρώνει, είναι στείρο, ενώ το χώμα είναι ευλογημένο· βγάζει δέντρα, καρπούς, άνθη. Ποιός το έκανε; Ο σπόρος λοιπόν του Θεού, το χώμα του Θεού. Αλλά για να φυτρώσει ο σπόρος στο χώμα θέλει και νερό. Αν ο ουρανός δε βρέξει, ξεράθηκαν τα πάντα. Απαραίτητος είναι και ο ήλιος· χωρίς τις ακτίνες του τίποτα δεν ευδοκιμεί. Με λίγα λόγια, όλα του Θεού είναι. Εν τούτοις ο πλούσιος λέει «τα αγαθά μου». Δεν είναι δικά σου, κύριε. Δεν άκουσες ποτέ το λόγο «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. 23,1); Του Κυρίου είναι και η γη και όλα τα αγαθά της. Δεν είμαστε ιδιοκτήτες, μόνο διαχειριστές. Αυτοί που συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες Χαρακτηριστικό σύμπτωμα και εκδήλωμα αυτής της νοσηρής κατάστασης είναι η πλεονεξία. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης φαίνεται ότι αποκτά τέτοια δύναμη, ώστε να καλλιεργεί επιμελώς μια εμπαθή σχέση με πρόσωπα και πράγματα, μια ορμή για κτητικότητα και κυριαρχία. Είναι, μια σχέση παράγωγο της ανθρώπινης φιλαυτίας. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας η πλεονεξία είναι αυτή που φέρει τα πάνω κάτω. Επινόησε την ανισότητα, κατέλυσε την αρμονία, καλλιεργεί τη μισανθρωπία, προκαλεί τους πολέμους, τη βία, την καταπίεση, την εκμετάλλευση, γεννά τη χειρότερη μορφή ειδωλολατρίας –τη λατρεία του χρήματος— και όλα τούτα «νόμιμα», αφού κάθε εξουσία έχει τον τρόπο να νομιμοποιεί. Οι Πατέρες μιλούν για άδικους νόμους, αυθαιρεσία της εξουσίας, καπηλεία θεσμών και αξιών, κοινωνική αδικία και αναλγησία, για το θέατρο της υποκρισίας. Η φρενώδης όρεξη για αύξηση του πλεονάσματος οδηγεί σε κατάσταση ψύχωσης και αλλοτρίωσης, όταν γίνεται αυτοσκοπός, όπως στη σημερινή χρηματοοικονομία. Με αφορμή το πάθος της πλεονεξίας δίνεται από τον Ιησού η παραβολή του άφρονος πλουσίου. «Προσέχετε από την πλεονεξία», λέει, «γιατί τα πλούτη, όσο περίσσεια κι αν είναι, δεν δίνουν την αληθινή ζωή στον άνθρωπο.» Είναι άκρως ενδιαφέρον ότι στη συγκεκριμένη παραβολή η προέλευση του πλούτου δεν παρουσιάζεται ως καρπός φανερής αδικίας και κλοπής. Ο άφρων ήταν γαιοκτήμονας και η γη του έδωσε μεγαλύτερη σοδειά, την οποία έπρεπε να συνάξει. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στην «περιουσία» του και ανθρώπους που ήταν στη δούλεψή του με άθλιες συνθήκες εργασίας και φυσικά κατακράτηση της παραγωγής. Σύμφωνα με μια καθώς πρέπει ερμηνεία, Ιουδαϊκή στην προέλευσή της, αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ευλογία Θεού. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Οι Πατέρες είναι σαφείς: Το πλεόνασμα προέρχεται από την κλοπή εκείνων που το έχουν πραγματική ανάγκη. Αν ο κατέχων δεν αρπάζει άμεσα, ωστόσο αποστερεί έμμεσα, αφού το ογκούμενο πλεόνασμα παράγει υστέρημα, εξαιτίας της ανισοκατανομής των κοινών αγαθών.  Υπάρχει μόνο μια μικρή διαφορά ανάμεσα στον κλέφτη και στον πλεονέκτη, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Ο πρώτος κλέβει τη νύχτα, ενώ ο δεύτερος την ημέρα. Η φιλαυτία είναι η στάση ζωής του πλουσίου που έχει χάσει το μυαλό του. Διότι ο άφρων πλούσιος δεν βλέπει τίποτε άλλο παρά την ψευδανάγκη να αυξάνει τις υποδομές του, ζώντας με τη φρεναπάτη της απόλυτης ασφάλειας: «ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, κείμενα εις έτη πολλά. Αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου.» Υπάρχει βέβαια και ο σωζόμενος πλούσιος. Εκείνος που ενώ με τίμια μέσα αποκτά ή κληρονομεί πλούτο, θεωρεί τον εαυτό του οικονόμο αυτού του πλούτου για τις ανάγκες του κόσμου. Όμως, με τη λέξη «οικονόμος» δεν εννοούμε αυτόν που κάνει ελεημοσύνες. Η ελεημοσύνη μπορεί να μην είναι έργο αγάπης, ούτε απαραιτήτως «οικονομεί» κάτι. «Οικονομική» είναι η χρήση του πλούτου, όταν δίνει το περίσσευμα στους άλλους, αναπληρώνοντας το υστέρημά τους. Αυτή είναι η αληθινή κοινωνικότητα. Αυτός είναι ο αληθινά φιλάνθρωπος, εκείνος που δεν θεωρεί τίποτε δικό του. Είναι διαχειριστής στη περιουσία του Θεού, που προσφέρει τα μεγάλα –τον ήλιο, τη βροχή, τη γη— σε όλους ανεξαιρέτως. Ας θυμηθούμε την «έμορφη, ευγενική» φράση  των Πατέρων, ότι δεν ισχύει για μας «το εμόν ή το σον, το ψυχρόν τούτο ρήμα». Κάποια στιγμή το θέατρο αυτής της ζωής τελειώνει. Και ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι από όσα κατείχε και χρησιμοποιούσε στη σκηνή τίποτε δεν του ανήκει. Και αυτό το κορμί του θάβεται στη μητέρα γη. Στο πικρό τέλος της παραβολής ο Θεός λέει στον ανόητο: «άφρων, αυτή τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου. Κι αυτά που ετοίμασες, σε ποιόν θα ανήκουν;» Ποιοί απαιτούν την ξεμοναχιασμένη ζωή του, αν όχι ο Θεός; Οι δαίμονες θα τον σύρουν πλέον στον τόπο της επιλογής του: στην άβυσσο της ακοινωνησίας, στο σκοτάδι της αφιλίας, στην πραγματική εμπειρία του πραγματικού θανάτου. Αυτός ο πλούσιος δεν έχει ούτε όνομα, ούτε μνήμη, ούτε σωτηρία. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη θεραπείας πριν το τέλος της παράστασης. Είναι η καταπολέμηση της πλεονεξίας και της φιλαυτίας. Ὁ πρακτικός τρόπος για την αντιμετώπιση της πρώτης –της πλεονεξίας– είναι η άσκηση και παραμονή μας στα χρειώδη, τα αναγκαία. Οι αισθήσεις απαιτούν ολοένα και περισσότερα, τρέφουν την ανικανοποίητη βουλιμία μας. Παραιτούμενοι από τις απαιτήσεις αυτές, αρκούμεθα στα αναγκαία του βίου: την απλή τροφή, το απλό ένδυμα, το απλό κατάλυμα, κατά τη συμβουλή του αποστόλου Παύλου.
Ο Θεός μιλά στο τέλος της παραβολής, αλλά μέσα από την παραβολή μιλά κάθε στιγμή, αιώνια παρών, στον καθένα μας προσωπικά, ώστε να έχουμε ανοιχτά και άγρυπνα τα μάτια της ψυχής.   


Τρύφωνα Παπαγιάννη, θεολόγου, καθηγητού Μ.Ε

Η αξία τής ελεημοσύνης κατά τόν ιερό Χρυσόστομο. Θ” Λουκα. Ομιλία (και κείμενο) π. Στέφανου Αναγνωστόπουλου

Λουκά Θ, 2007
Γνωστή είναι χριστιανοί μου η σημερινή παραβολή, του άφρονος πλουσίου.
Ψυχή μου, ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά.
Τώρα μπορώ για πολλά χρόνια να αναπαύομαι, να τρώω, να πίνω, να διασκεδάζω, να γλεντώ, και να κάνω ότι θέλω στη ζωή μου.
Και όμως την ίδια βραδιά θα πεθάνει.
Και ο θάνατός του θα είναι σκληρός, διότι του είπεν ο Θεός, «Άφρων», δηλαδή άμυαλε, αμετανόητε, αμαρτωλέ, άπληστε,
αυτή τη νύκτα, θα έρθουν οι δαίμονες και θα απαιτήσουν την ψυχή σου.
Αυτά που ετοίμασες ποιος θα τα πάρει;
Συγγενείς; Ή ξένοι; Φίλοι ή εχθροί; Ή μήπως και το κράτος;
Όποιος στηρίζεται από μας, στα υλικά αγαθά, στο τέλος και αυτά μπορεί να τα χάσει, και την ψυχή του να χάσει.

Σε τι θα μας ωφελήσουν οι πολλές ανέσεις, και οι υλικές απολαύσεις εάν μας έλθουν ανίατες ασθένειες, σωματικές αναπηρίες, καλπάζουσα λευχαιμία, καρκίνος στο πάγκρεας, στους πνεύμονες, στη μήτρα, στο προστάτη, όγκο στον εγκέφαλο;
Τι να τα κάνομε τα πλούτη, αν έχουμε έντονα οικογενειακά προβλήματα, και δράματα με διαζύγια, με ναρκωτικά, με παραστρατήματα διαφόρων μορφών και διαστροφών;
Χωρίς Θεόν όλα είναι άχρηστα, όλα είναι μάταια. Ο πλούσιος της παραβολής πάλι, κάνει και ένα μεγάλο λάθος, με το να επαναλαμβάνει το κτητικόν «μου», πολλές φορές.
Είπε δηλαδή.
Τους καρπούς «μου», τις αποθήκες «μου», τα γεννήματά «μου», τα αγαθά «μου».
Το λέμε και μείς πολλές φορές.
Τα λεφτά «μου», τα κτήματά «μου», τα διαμερίσματά «μου», τα αυτοκίνητά «μου», τα χρυσαφικά «μου», τις λίρες «μου» και ούτω κάθε εξής.
Και ξεχνάμε ότι μαζί μας δεν θα πάρομε απολύτως τίποτε.
Να έχεις, δε σου λέγει κανένας να μην έχεις, αλλά δώσε και κάτι λίγα για το πτωχό, τον άστεγο, το γυμνό, τον πεινασμένο.
Ο ελεών πτωχόν δανείζει Θεόν, λέγει ο λαός, αλλά και η Γραφή.
Αυτό το λίγο όμως, όταν θα το δώσεις, να το δίδεις με όλη σου την καρδιά, διότι ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός.
Και κάτι άλλο, να το κάμεις κρυφά και ανώνυμα.
Μη γνώτω η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου.
Ελεημοσύνη να κάμνεις.
Και ελεημοσύνη σε είδος, και ελεημοσύνη σε χρήμα, και ελεημοσύνη σε προϋποθέσεις, και ελεημοσύνη πνευματική με το να συγχωρείς τους εχθρούς σου.
Αυτούς που σου έκαμαν κακό και ζημιά.
Επίσης ελεημοσύνη πνευματική με τις μνημονεύσεις που οφείλουμε να κάνομε σε κάθε Θεία Λειτουργία, ζώντων και νεκρών.
Και ελεημοσύνη πνευματική με προσευχή και μάλιστα με το κομποσκοίνι.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χαρακτηρίζει την πάσης φύσεως ελεημοσύνη ως βασίλισσα των αρετών.
Μεγάλο πράγμα λέγει και ασύλληπτο είναι ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού και ως πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν.
Πολυτιμότερος όμως είναι ο ελεήμων χριστιανός, και μάλιστα αυτός που ελεεί με όλη του την καρδιά και κρυφά, αλλά και ιδιαιτέρως εκείνος που ελεεί δια πονεμένης προσευχής εν τω ταμείω αυτού.
Ή κλεισμένος δηλαδή στο δωμάτιό του, ή στο ταμείον της καρδιάς του.
Έχει μεγάλα φτερά η ελεημοσύνη, συνεχίζει ο Άγιος, διότι είναι αυτή που διασχίζει όχι μόνον τους ουρανούς, αλλά προσπερνά και όλους τους χορούς των αγγέλων και αρχαγγέλων,
και ίσταται μετά παρρησίας μπροστά στο Θρόνο του Θεού.
Το βεβαιώνει και η Αγία Γραφή.
Είπεν ο άγγελος Κυρίου, «Κορνήλιε, αι προσευχές σου και η ελεημοσύνη σου ανέβησαν εις μνημόσυνον ενώπιον του Θεού».
Από το δέκατο κεφάλαιο των πράξεων.
Και συμπληρώνει ο ιερός Χρυσόστομος, με λόγους που έχουν μεγάλη βαρύτητα.
Ώστε λοιπόν όσες άλλες αμαρτίες έχεις, η ελεημοσύνη σου τις ισοφαρίζει όλες, διότι κάνει την καρδιά σου μαλακή και σπλαχνική και αυτή σε οδηγεί στη μετάνοια , στην εξομολόγηση, και δι’ αυτής στη Θεία Κοινωνία.
Αυτό το εις μνημόσυνον σημαίνει ότι σε ενθυμείται διαρκώς, συνεχώς, κάθε στιγμή ο Θεός, και είναι Αυτός που θα σου προσφέρει σωτηρία και αιώνια ζωή.
Μας λέγει και άλλα πολλά ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ας ακούσουμε μερικά.
Εκείνο με το οποίο μπορούμε να μοιάσουμε με τον Θεόν, είναι η ελεημοσύνη και η ευσπλαχνία προς τον πάσχοντα, είτε αυτός είναι φίλος, είτε είναι εχθρός, είτε είναι συγγενής, είτε είναι ξένος και άγνωστος, είτε είναι καλός, είτε είναι ακόμα και κακός.
Όταν στερούμεθα αυτού του είδους την αρετή, είμεθα γυμνοί και από τις άλλες.
Επαναλαμβάνω ομιλεί ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, και συνεχίζει.
Δεν είπε ο Κύριος αν νηστεύετε, αν αγρυπνείτε, αν εγκρατεύεστε, αν παρθενεύετε και αν πολλάς δυνάμεις ποιείτε, και αν ακόμα και τέρατα και σημεία ποιείτε, ότι θα είσθε όμοιοι με τον ουράνιο Πατέρα, όχι, διότι με κανένα από αυτά δεν ασχολείται ο Θεός, ούτε και Τον ενδιαφέρουν αυτές οι μικροαρετές.
Αλλά τι λέγει;
Να είστε σπλαχνικοί προς τους ανθρώπους χωρίς εξαιρέσεις.
Όπως είναι σπλαχνικός ο ουράνιος Πατέρας σας.
Γίνεστε ουν οικτίρμονες και ελεήμονες καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος οικτίρμων εστί.
Η ελεημοσύνη κατά τον ίδιο μεγάλο Άγιο είναι η καρδιά της κάθε αρετής.
Είναι και κάτι ακόμα περισσότερο.
Είναι η μητέρα, είναι η μάνα της αγάπης.
Αν θέλεις να αποδείξεις ότι είσαι άξιος μαθητής του Χριστού, οφείλεις να είσαι ελεήμων.
Να είσαι παντελεήμων.
Εξ όλης ψυχής, και καρδίας, και ισχύος, και διανοίας.
Η ελεημοσύνη είναι η οδηγός προς τη μετάνοια.
Το φάρμακο που θεραπεύει τις πληγές που προκαλεί η αμαρτία.
Το σαπούνι για τις ακαθαρσίες της ψυχής μας, η σκάλα που στηρίζεται στον ουρανό, και είναι αυτή που μας ενώνει μεταξύ μας ως μέλη του ενός σώματος του Ιησού Χριστού.
Προσεύχεσαι για νεκρούς και ζωντανούς;
Προσευχήθηκες σήμερα στη Θεία Λειτουργία και κατά την διάρκειαν του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων και όταν εψάλετο το Άξιον Εστί;
Εάν το έκαμες, τότε έκαμες ελεημοσύνη.
Προσεύχεσαι ακόμα με πόνο, με πόνο, για τους εχθρούς σου;
Τότε κάμεις αληθινή ελεημοσύνη!
Να δίδουμε ευχές και ευλογίες και με όλη μας την καρδιά.
Όχι κατάρες. Όχι αναθεματισμούς. Όχι διαβολοστέλματα.
Συμπαραστέκεσαι στις ανάγκες του πλησίον σου είτε υλικά, είτε ηθικά, είτε πνευματικά και έμπρακτα;
Το επαναλαμβάνω, είσαι ελεήμων.
Μας λέγει και κάτι άλλο, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Είναι απολύτως αναγκαία η ελεημοσύνη, διότι είναι αυτή που παρασκευάζει το δραστικότατο φάρμακο της μετανοίας.
Άκουσε τι λέγει η Αγία Γραφή.
Θα μας πει τρία εδάφια.
Πρώτον.
Πλήν τα ενόντα δότε ελεημοσύνη και ιδού πάντα καθαρά ημίν εστί.
Θα δίνουμε και την ερμηνεία που δίνει ο Άγιος.
Δηλαδή, λέγει ο Άγιος, δώστε ελεημοσύνη και όλα θα γίνουν καθαρά.
Δεύτερον.
Ελεημοσύνες και πίστεσιν αποκαθαίρονται αμαρτία.
Δηλαδή με ελεημοσύνη και πίστη στο Θεό, καθαρίζονται οι αμαρτίες.
Και τρίτον.
Πύρ φλογιζόμενον αποσβέσει ύδωρ, και ελεημοσύνη εξιλάσεται αμαρτίας.
Η ερμηνεία του, του Χρυσοστόμου.
Δηλαδή το νερό σβήνει τις φλόγες της φωτιάς και η ελεημοσύνη εξιλεώνει τις μεγάλες αμαρτίες.
Κατά λέξη αυτά πάντα κατά τον Ιερό Χρυσόστομο.
Χριστιανοί μου,
εάν οι ελεημοσύνες μας είναι και γίνονται κατά τους τρόπους που μας περιέγραψε ο Ιερός Χρυσόστομος, τότε η τελευταία νύκτα της ζωής μας θα είναι γεμάτη χαρά, γεμάτη ειρήνη και ανάπαυση.
Πιθανόν βέβαια να έχουμε σωματικούς πόνους εξαιτίας κάποιας βαριάς ασθένειας, αλλά η ψυχή μας όμως θάναι χαρούμενη οπωσδήποτε, αφού με βεβαιότητα θα περιμένει να την παραλάβουν οι άγγελοι του Θεού.
Δεν θα τρέμει μπροστά στην ιδέα του θανάτου.
Δεν θα τον φοβάται.
Ούτε και για τους δαίμονες θα ανησυχεί, ούτε για τα τελώνια.
Όλα τα έχει απομακρύνει από μπροστά από την ψυχή η έμπρακτη ελεημοσύνη.
Ελεημοσύνη με αγάπη, ελεημοσύνη με πίστη, ελεημοσύνη με χαρά, με ιλαρότητα.
Ελεημοσύνη που να μην περιμένει ευχαριστώ.
Ελεημοσύνη με πνεύμα ταπεινό.
Ελεημοσύνη με μετάνοια ψυχική.
Ελεημοσύνη και από το υστέρημα.
Χριστιανοί μου,
ελεείτε, ελεείτε, ελεείτε οι πάντες, όπως και όπως μπορείτε.
Για να βρετε και σείς και μείς έλεος από τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον ανήκει πάσα Δόξα, Τιμή και Προσκύνησις, τώρα και πάντοτε και εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.

Κυριακή ΚΔ΄ Επιστολών, Αποστ. ανάγνωσμα: Προς Εφεσίους 2, 14-22 (23-11-2014)

 Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Η επιστολή αναπτύσσει ένα θέμα γενικού ενδιαφέροντος: αναφέρεται στο «μυστήριον το αποκεκρυμμένον από των αιώνων εν τω Θεώ» (Εφεσ. 3,9).  Το μυστήριο δηλαδή της θείας οικονομίας για τη σωτηρία των ανθρώπων, το οποίο αποκάλυψε στην ανθρωπότητα ο Ιησούς Χριστός.  Η σωτηρία των ανθρώπων πραγματοποιείται «εν Χριστώ» μέσα στην Εκκλησία και αποτελεί προϊόν της αγάπης και της χάριτος του Θεού, και μέσα σ’ αυτήν ενώνονται και αποτελούν ένα σώμα οι πρώην εχθροί μεταξύ τους Ιουδαίοι και Εθνικοί.
 Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι άνθρωποι ήταν διαιρεμένοι σε αυτά τα δύο έθνη, το ιουδαϊκό και το εθνικό (ειδωλολάτρες). Ζούσαν πολύ κοντά αλλά ήταν εχθρικά διακείμενοι ο ένας προς τον άλλο. Οι μεν Ιουδαίοι σιχαίνονταν τους Εθνικούς θεωρώντας τους άπιστους και ακάθαρτους. Οι δε Εθνικοί απέφευγαν τους Ιουδαίους χαρακτηρίζοντάς τους ως δεισιδαίμονες και ακοινώνητους. Η Έφεσος λοιπόν, υπήρξε μια κοινότητα της οποίας οι κάτοικοι ήταν ειδωλολάτρες, ξένοι προς τις υποσχέσεις και τις διαθήκες. Αργότερα όμως, μετά τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, η κοινότητα πλέον φέρεται να είναι καλά θεμελιωμένη και να κατέχετε από πνεύμα διάκρισης. Υπάρχει καλή διδασκαλία, εξακολουθεί  όμως να υφίσταται ένα βασικό χαρακτηριστικό πρόβλημα η απουσία της αγάπης προς τον Χριστό αλλά και μεταξύ των ανθρώπων.
«Χριστός εστίν η ειρήνη ημών»
 Με έξαρση σχεδόν ποιητική ο Απόστολος των Εθνών ξεκινά να περιγράφει το ειρηνευτικό και ενοποιό έργο του Χριστού. Ενώ θα περιμέναμε ως συνήθως να δούμε τον Απόστολο Παύλο να κάνει λόγο για κρίση και οργή του Θεού εναντίον των Ιουδαίων και Εθνικών που βρίσκονταν μέσα στην αμαρτία. Εδώ μιλάει για τον πλούτο της θείας αγάπης που συμφιλιώνει τις δύο αυτές αντίθετες θρησκευτικές ομάδες και προσφέρει την ειρήνη. Ο Χριστός «ως άρχων ειρήνης» κατά τον προφητικό λόγο του Ησαῒα (Ησ. 9,6), στάθηκε μετέωρος μεταξύ ουρανού και γης, ανάμεσα στους δύο πραγματικούς κόσμους, του Θεού και του ανθρώπου, άπλωσε τα χέρια του, και ειρηνοποίησε τη γη με τον ουρανό, ένωσε δηλαδή το άνθρωπο με το Θεό.
 Από πού πηγάζει όμως αυτή η ειρήνη; Η ειρήνη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και κύριο γνώρισμα της θεότητας, καθώς ονομάζετε «Θεός της ειρήνης» (Β΄ Κορ. 13,11). Ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό της ειρήνης με φύση ειρηνική. Και η αγαπητική σχέση του με τον Δημιουργό του μέσα στον παράδεισο ήταν απόλυτα ειρηνική καθότι ήταν στοιχείο έμφυτο. Αλλά από τη στιγμή που σήκωσε σημαία ανταρσίας και εναντιώθηκε στο θέλημα του Θεού, αυτή η αγαπητική σχέση μαζί Του διαταράχθηκε, και η ειρήνη φυγαδεύτηκε από την καρδιά του. Τότε ανάμεσα σ’ αυτή τη σχέση ανυψώθηκε μεσότοιχο πανύψηλο «το μεσότειχον του φραγμού», που μας χώριζε από τον Θεό.

 Κατά μια άλλη ερμηνεία με τη φράση αυτή «το μεσότειχον του φραγμού» ο Απόστολος Παύλος παραπέμπει στο Ναό του Σολομώντα και στον τοίχο που χώριζε την αυλή των Εθνικών από την αυλή των Ιουδαίων και στον οποίο υπήρχε επιγραφή που απαγόρευε στους Εθνικούς να τον υπερβούν με ποινή θανάτου για τους παραβάτες. Σύμφωνα τέλος με άλλη ερμηνευτική προσέγγιση «φραγμός» ήταν ο παλαιός  νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, οι διατάξεις του οποίου διαχώριζαν τους Ιουδαίους από τους Εθνικούς. Ο Ιησούς Χριστός γκρέμισε αυτό το μεσότοιχο του φραγμού «εν τη σαρκί αυτού», δηλαδή με τον σταυρικό του θάνατο, με τον οποίο θανατώθηκε η έχθρα και πραγματοποιήθηκε η καταλλαγή αμφοτέρων, Ιουδαίων και Εθνικών, όλων των ανθρώπων με τον Θεό. Η έχθρα μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών καταργείται με το λυτρωτικό έργο του Ιησού Χριστού, ο οποίος έφερε την συμφιλίωση, την καταλλαγή του Θεού με τους ανθρώπους αλλά και των ανθρώπων μεταξύ τους. Επομένως με το έργο της Θείας Οικονομίας καθετί που διακρίνει και χωρίζει τους ανθρώπους παραμερίζεται.
 Ο Ιησούς Χριστός κατέλυσε την έχθρα και κατάργησε τις εντολές του Νόμου, προχωρώντας στη δημιουργία της καινής κτίσης: «ίνα τους δύο κτίση εις ένα καινόν άνθρωπον». Στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο Θεός κτίζει, δημιουργεί τη μία καινούργια ανθρωπότητα, που απαρτίζεται αδιακρίτως και από Ιουδαίους και από Εθνικούς, από όλους δηλαδή τους ανθρώπους ανεξαρτήτως διακρίσεων. Ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο «και ευηγγελίσατο ειρήνην» προς όλους τους ανθρώπους «τοις μακράν και τοις εγγύς», δηλαδή και στους Εθνικούς και στους Ιουδαίους. Η ειρήνη αυτή έχει διπλή κατεύθυνση, είναι η ειρήνη, η συμφιλίωση των ανθρώπων με τον Θεό και η ειρήνη και συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους. Αυτή λοιπόν η ειρήνη του Ιησού Χριστού στη γενική της διάσταση επεκτείνεται ακόμη και σε όλη την κτιστή δημιουργία. Ο Χριστός είναι «ο ακρογωνιαίος λίθος» του σώματος της Εκκλησίας. Πάνω σε αυτόν τον λίθο, οικοδόμησαν την Εκκλησία οι απόστολοι και οι προφήτες. Εκεί οικοδομούνται και ενώνονται και οι πιστοί (Εφεσ. 2,20) τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας.
 Προ ολίγων ημερών εισήλθαμε σ’ αυτή την ωραία περίοδο που προηγείται της μεγάλης εορτής των Χριστουγέννων. Ο Θεός της ειρήνης καθώς θα ψάλλουμε στις Καταβασίες από τις 21 Νοεμβρίου, ονομάζει παιδιά Του όλους τους ειρηνοποιούς αυτού του κόσμου, και προχωρεί ακόμη περισσότερο μακαρίζοντας τους πράους αποκαλώντας τους κληρονόμους της γης. Αλλά και σε κάθε ακολουθία η Εκκλησία μας, μεταφέρει την ειρήνη στους ανθρώπους. Από την «άνωθεν ειρήνη» γεννάται η ειρήνη του κόσμου. Αυτή όμως την εξωτερική ειρήνη του «σύμπαντος κόσμου» φαίνεται να την κυβερνούν περισσότερο οι υλικοί παράγοντες και τα οικονομικά συμφέροντα μερικών «μεγάλων». Επειδή όμως, τα οικονομικά πράγματα δεν έχουν ποτέ μια μόνιμη και μακρόχρονη σταθερότητα, η πίστη και η ελπίδα μας για την ασφάλεια του αύριο δεν μπορούν ν αναπαυθούν σε καμιά σιγουριά. Και πάλι θ αναφερθούμε στον προφήτη Ησαΐα που κλείνει μέσα στο αίτημα προς τον Θεό την αγωνία του πιστού: «Κύριε ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησα. 26,12). Ζητούμε από τον Θεό «τόν υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι».
 Η διακήρυξη του Αποστόλου Παύλου «Χριστός εστιν η ειρήνη ημών», δηλώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η πηγή της ειρήνης όλου του κόσμου. Με τη σταυρική του θυσία έφερε την ειρήνη σε όλα τα επίπεδα. Έφερε την ειρήνη και καταλλαγή των ανθρώπων με τον Θεό Πατέρα και ταυτόχρονα τη συμφιλίωση των ανθρώπων μεταξύ τους, συγκροτώντας ένα σώμα, το σώμα της Εκκλησίας, του οποίου κεφαλή είναι Εκείνος. Η σταυρική θυσία του Ιησού Χριστού είναι το αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο. Ο Θεός κινείται από αγάπη προς τον άνθρωπο και αποστέλλει στον κόσμο τον Υιό του, ο οποίος θυσιάζεται για να καταλλάξει, να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με τον Θεό. Η καταλλαγή του Θεού με τον άνθρωπο για να είναι πλήρης πρέπει να εκτείνεται και στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων, ακόμα και στις σχέσεις των λαών μεταξύ τους, αλλά και στη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Ο άνθρωπος που ειρηνεύει με τον Θεό, ειρηνεύει και με τους συνανθρώπους του και με το περιβάλλον. Δεν μπορεί να υπάρξει καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό και ταυτόχρονα να διατηρεί την έχθρα με τους συνανθρώπους του ή και με το περιβάλλον του. Σε αυτή τη διάσταση η καταλλαγή είναι το πλέον ελπιδοφόρο μήνυμα για την ειρήνευση των λαών και των εθνών, αλλά και για τη σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος.
 Ιεροδιακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου

Κυριακή Θ Λουκά-«Λήθη θανάτου ή «Μνήμη θανάτου»;

«Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου άπαιτοϋσιν από σου…»
Ο άνθρωπος είναι πλασμένος για τη ζωή, γεννήθηκε για να ζήσει, βγήκε άπ” τα «χέρια» του Θεού για να ρουφήξει τη ζωή. Δεν είναι φτιαγμένος για τον τάφο, ούτε προορισμός του είναι κάποιο χορταριασμένο μνημούρι. Δεν παύει όμως να ζει ένα τραγικό «αδιέξοδο», για το οποίο υπεύθυνος είναι μόνο ό ίδιος κι οι επιλογές του. Ζώντας το ρεύμα του ποταμού της ζωής, χαίρεται ν” απολαμβάνει τη μια του όχθη καί καυχιέται πώς στέκεται αμετακί­νητα σ” αυτήν, κλείνοντας τα μάτια στην άλλη όχθη. Λες καί μπορεί να στα­ματήσει τη ροή του χρόνου στη μια πλευρά του ποταμού, αποφεύγοντας το «πέρασμα» στην άλλη, πέρασμα καθολικό πού σφραγίζει την πανανθρώπινη βιοτή καί ύπαρξη.
Μα έρχεται αδυσώπητα ή φθορά κι ό χρόνος καί το βαθύ κι αδάμαστο αυτόν πόθο τον εμπαίζουν, μάλλον δε τον περιπαίζουν. Καί βλέπεις τον άν­θρωπο να κατατρύχεται άπ” το τραγούδι γι” ατέλειωτη συνέχεια της ζωής από τη μια, κι άπ” τίς αδυσώπητες, αλλά πραγματικές, συμπληγάδες του οριστικού τέλους απ’ την άλλη.   Μα το πέρασμα άπ” τη μια όχθη στην άλλη είναι μονόδρομος, είναι το πιο βέβαιο γεγονός του ανθρώπινου βίου. Θες σήμερα, θες αύριο θ” ακούσεις να στο πουν: «Τη νύχτα αυτή ζητούν χωρίς άλλο να πάρουν την ψυχή σου» (Λουκ. ιβ“ 20)! Καί συ ανυποψίαστος, με­τρώντας τη ζωή σου σαν «μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων… κρύα κεριά λυωμένα καί κυρτά», θρηνείς καί στενάζεις μαζί με τον Αλεξανδρινό Κ. Καβάφη: «Δώδεκα καί μισή. Πώς πέρασεν ή ώρα. Δώδεκα καί μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια!».
«Αραγε τί να “ναι προτιμότερο: να κλείνεις τα μάτια στο «πέρασμα» απ τη μια όχθη της ζωής στην άλλη, να αρνείσαι να το αντιμετωπίσεις καί έτσ να το απωθείς, να γίνεσαι εραστής της «λήθης του θανάτου», ή ενσυνείδητο ν” ατενίζεις την αλήθεια του «περάσματος», ζώντας στο αναστάσιμο κλίμα της «μνήμης του θανάτου»;
Ό θάνατος με τον Χριστό παίρνει άλλες διαστάσεις
Ή Εκκλησία, βαθύς γνώστης των υπαρξιακών ανθρώπινων προβλημά­των, απέναντι οτόν στρουθοκαμηλισμό ή τον τρόμο, τον τεχνητό ή τεχνικό αποπροσανατολισμό του ανθρώπου σχετικά με το συγκλονιστικό καί καθολικό μυστήριο του θανάτου, δεν κλείνει τα μάτια. Δεν πλέκει θεωρίες αντιμετωπί­σεως του, δίπλα στίς τόσες πού υπάρχουν, αλλά βλέπει κι αντιμετωπίζει αλη­θινά καί πνευματικά το γεγονός αυτό πού προκαλεί το λογικό, μέσα άπ” την αναστάσιμη δωρεά, χάρη καί προοπτική της εν Χριστώ ζωής· «δέχεται την τραγικότητα του θανάτου, την κοιτάζει κατά πρόσωπο, γιατί ό Θεός περνά άπ” αυτόν το δρόμο κι όλοι τον ακολουθούν» (π. Παύλος Εύδοκίμοφ).
Χωρίς τον Χριστό ό θάνατος θα διαιωνιζόταν ως το τρομακτικότερο καί βασανιστικότερο μυστήριο για το ανθρώπινο λογικό, την ψυχή καί το σώμα. Με τον Σταυρό καί την Ανάσταση του Χριστού καταργείται ή τρομάρα καί γιορτάζεται ή νέκρωση του θανάτου. Ό θάνατος παύει να “ναι τρομερός για τον άνθρωπο- αντίθετα ό άνθρωπος γίνεται φοβερός στο θάνατο, γιατί ό κόσμος ολάκερος, ή ζωή κι ό θάνατος, τα παρόντα καί τα μέλλοντα καί ιδίως ό ανακαινισμένος άνθρωπος ανήκουν όλα στον Χριστό (Α” Κορ. γ” 22-23).
Ό Μάξιμος ό Όμολογητής θα πει: «Δεν νομίζω ότι είναι δίκαιο να όνομάζομε τον θάνατο πέρας (δηλ. τέλος) της παρούσης ζωής, αλλά απαλλαγή από τον θάνατο, χωρισμό από τη φθορά, ελευθερία από τη δουλεία, κατά­παυση της ταραχής, αναίρεση των πολέμων, υποχώρηση του σκοταδιού, άνε­ση στους πόνους, ηρεμία της αναταραχής, συγκάλυψη της ντροπής κι άποφυγή των παθών. Μ” ένα λόγο, κατάλυση όλων των κακών, πού με τη νέκρω­ση τους κατόρθωσαν οϊ ’Αγιοι καί παρέστησαν τους εαυτούς τους ξένους του βίου καί παρεπίδημους, μαχόμενοι γενναία με τον κόσμο και το σώμα και τίς επαναστάσεις πού πηγάζουν άπ” αυτά».
Αξίζει να μας ερμηνεύσει ό ίδιος ό Όσιος περαιτέρω αύτη της Εκκλησίας την αναστάσιμη θέση: «Όπως στο πρόσωπο του Αδάμ ό θάνατος έγινε κατάκριση της ανθρωπινής φύσεως, πού είχε αρχή της την ηδονή, την οποία έγέννησε ή ίδια, έτσι ό θάνατος εν Χριστώ γίνεται κατάκριση της αμαρτίας καί πάλι ηδονή εν Χριστώ, πραγματο­ποιεί την καθαρή γένεση της φύσεως. Όπως ή ένήδονη ζωή του Αδάμ έγινε μητέρα του θανάτου, έτσι κι ό θάνατος του Κυρίου για τον Αδάμ, ελεύθερος όμως από την ηδονή του Αδάμ, γίνεται γεννήτορας αθάνατης ζωής…».
«Εργο του Χριστιανού δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ή μνήμη του θανάτου
Ή ορθόδοξη πνευματικότητα κηρύττει ότι έργο του πιστού «δεν είναι άλλο, παρά ή μνήμη του θανάτου» (Ειρηναίος), πράγμα πού μας βοηθά να κατανοήσαμε την αγάπη των Μαρτύρων καί των ασκητών —νηπτικών Πατέ­ρων προς το μαρτύριο, τον σταυρό, τον πόθο της «αναλύσεως» και κυρίως το «χάρισμα» να πεθαίνει κανείς γεμάτος χαρά.
Ό χριστιανός, βέβαια, δεν είναι ό εραστής του θανάτου καί της μελαγχολίας. Μη γένοιτο! Ή αδιάλειπτη «μνήμη του θανάτου» προσβλέπει σ” ένα γεγονός: πώς ό άνθρωπος θα βρε­θεί «συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Α” Κορ. γ” 15,53), πώς ό πιστός θα συντάμει τον καιρό της εδώ παρουσίας του για να βρεθεί μαζί με τον Χριστό, μέτοχος της νίκης της ζωής καί του θριάμβου της Αναστάσεως, δηλαδή στην πραγμάτωση του αυθεντικού προορισμού του άνθρωπου, στην εν Χρι­στώ ελευθερία κι εγρήγορση.
Αποβλέπει στην βαθμιαία απόσπαση του ανθρώπου άπ” τη ματαιότητα καί τη φθορά της επαναστατημένης κι αυτονομημένης φύσεως καί τη μετά­θεση της καρδιάς, τη μετάβαση της στα αιώνια κι άφθαρτα. Σημαίνει την εγρήγορση σώματος καί πνεύματος, για άμεση μετοχή στον μεταμορφωμένο κι αναπλασμένο κόσμο του Θεού- στόχος της είναι ό αγιασμός, ή θέωση του ανθρώπου, ή όριστική καί πλήρης κοινωνία με τον Θεό, πού κατέστρεψε ό θάνατος, ως τόκος της αμαρτίας καί ουσιαστικός χωρισμός άπ” τον Θεό.
«Ας θυμόμαστε, αν είναι δυνατόν, άκατάπαυστα τον θάνατο, θα γράψει ό όσιος Ησύχιος. Έτσι γεννιέται μέσα μας ή απόθεση των φροντίδων καί κάθε ματαιότητας, ή φύλαξη του νου, ή ακατάπαυστη δέηση, ή απάθεια του σώματος καί ή αποστροφή της αμαρτίας. Καί σχεδόν θα μπορούσαμε να πούμε, κάθε αρετή πηγάζει άπ” τη μνήμη αυτή. Γι” αυτό ας την χρησιμοποιή­σαμε όπως την ίδια την αναπνοή μας».
Καί πραγματικά «ή ζωηρή μνήμη του θανάτου περιέχει πολλές αρετές.Γεννά το πένθος, προτρέπει σε εγκράτεια άπ” όλα, υπενθυμίζει τη γέεννα, είναι μητέρα της προσευχής καί των δα­κρύων, φρουρεί την καρδιά, παύει την εμπαθή προσκόλληση στη σάρκα άφού είναι από πηλό, αναβλύζει την οξύτητα του νου μαζί με διάκριση. Παιδιά αυτών είναι ό διπλός φόβος του Θεού καί ή κάθαρση της καρδιάς από εμπα­θείς λογισμούς. Περιέχει πολλές δεσποτικές εντολές. Σ” αυτήν παρατηρείται ό πάρα πολύ δύσκολος αγώνας κάθε στιγμής, για τον όποιο φροντίζουν οι περισσότεροι αθλητές του Χριστού» (όσιος Φιλόθεος ό Σιναΐτης).
Για την ασκητική πείρα το ύψιστο έφετό είναι ή «μνήμη του Θεού», κάτι πού το ζουν οι αναχωρητές ως δωρεά καί χάρη.Γι” αυτό ακούς άπ” τα άσκηταριά τους Πατέρες να κράζουν: «Τίποτε άλλο δεν είναι πιό φοβερό άπ” τη μνήμη του θανάτου, ούτε πιο θαυμάσιο από τη μνήμη του Θεού. Ή πρώτη προξενεί σωτήρια λύπη, ενώ ή άλλη χαρίζει ευφροσύνη Είναι όμως αδύνα­το να κάνει κάποιος κτήμα του το δεύτερο, αν δεν λάβει προηγουμένως πεί­ρα της στρυφνότητας του πρώτου» (όσιος Ηλίας ό «Εκδικος).
«Όταν λοιπόν οι δαίμονες πού πολεμούν την ψυχή μας διεγείρουν ατά ψυχικά πάθη καί μάλιστα στην οίηση, ή οποία είναι μητέρα όλων των κακών, ας θυμόμαστε τον θάνατο μας καί τότε καταντροπιάζομε το φούσκωμα της φιλοδοξίας. Το ίδιο ας κάνομε κι όταν οι δαίμονες πού πολεμούν το σώμα ερεθίζουν την καρδιά μας σε αισχρές επιθέσεις. Γιατί μόνο ή ενθύμηση του θανάτου μπορεί να καταργήσει όλες τίς προσβολές των δαιμόνων, επειδή μας επαναφέρει στη μνήμη του Θεού» (άγιος Διάδοχος Φωτικής).
Στόν σύγχρονο άνθρωπο πού θέλει να λησμονά ή τρομάζει μπροστά στο γεγονός του θανάτου, ή Εκκλησία συμβουλεύει:«»Οποιος κατορθώνει να λέει κάθε μέρα στον εαυτό του: σήμερα είναι ή τελευταία ήμερα της ζωής μου, ουδέποτε θα αμαρτήσει θεληματικά προς τον Θεό. Εκείνος όμως πού περι­μένει πώς έχει πολλά χρόνια ακόμα να ζήσει, δίχως άλλο θα περιπλακεί στα βρόχια της αμαρτίας» (άββάς Ησαΐας ό Αναχωρητής).
Άρχιμ. Θ. Άθαν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...