Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 27, 2014

Το κήρυγμα της Κυριακής: Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση


Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης


Ο Χριστός γεννήθηκε. Ο μεγάλος αναμενόμενος, τόσους αιώνες από την ανθρωπότητα. Εκείνος τον οποίο αιώνες πριν προκατήγγειλαν οι Προφήτες. Εκείνος ο οποίος γεννήθηκε σε ένα ψυχρό σπήλαιο και ανακλίθηκε στη φάτνη των αλόγων. Και εκτός από τους Μάγους και τους ποιμένες, όλοι τον δέχθηκαν με αδιαφορία. Όχι μόνο με αδιαφορία αλλά ο Ηγεμόνας τους, ο βασιλιάς Ηρώδης τον ερχομό του στον κόσμο τον αντιμετώπισε με εχθρότητα, με κακότητα.
Όταν ο Ηρώδης άκουσε από τους Μάγους ΄΄ότι γεννήθηκε ο βασιλιάς των Ιουδαίων και κάλεσε τους γραμματείς και φαρισαίους και εξακρίβωσε το γεγονός, ταράχθηκε και πήρε την απόφαση του «ἀπολέσαι αὐτό». Δεν θέλει να αναγνωρίσει το Θείο Βρέφος σαν βασιλιά του κόσμου, αντίθετα θέλει να το φονεύσει. Φοβάται το θρόνο του, τα μεγαλεία του, τα πλούτη του, που κινδυνεύουν τάχα από τον γεννηθέντα ουράνιο Βασιλέα. Στέλνει τότε και «ἀβεῖλε πάντας τούς παῖδας τούς ἐν Βηθλεέμ καί ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω» με την ελπίδα ότι ανάμεσά τους θα είναι και το Θείο Βρέφος, που στο μεταξύ είχε φύγει στην Αίγυπτο. Η κακότητα, ο φθόνος του ανθρώπου έχουν διώξει μακριά τον Κύριο των ανθρώπων.
Ακούγοντας τα γεγονότα αυτά η καρδιά μας αναστατώνεται. . μας φαίνονται ακατανόητα, απίστευτα, πρωτάκουστα. Αλλά μήπως και σήμερα αν ερχόταν ο Χριστός στον κόσμο, ο κόσμος και οι άνθρωποι του θα τον υποδεχόταν με ενθουσιασμό και οι άρχοντες θα του απέδιδαν άφθαστες τιμές;
Κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι πολλοί θα τον δέχονταν με χαρά, όπως τον δέχονται, διότι συνεχώς έρχεται ο Κύριος και κτυπάει την πόρτα της καρδιάς μας. Είναι όμως και οι άλλοι, εκείνοι που τον αρνούνται, που τον διώκουν, που τον πολεμούν, από τότε μέχρι σήμερα. Θέλουν και σήμερα «ἀπολέσαι αὐτόν». Είναι όσοι πολεμούν την πίστη μας. Όσοι αρνούνται τον Χριστό. Όσοι με την διαγωγή τους, με τα λόγια τους, με τα συγγράμματά τους, με τους σκληρούς διωγμούς τον διώχνουν μακριά από τη ζωή μας. Και γνώρισε και γνωρίζει η εποχή μας πολλούς τέτοιους πολέμιους του Χριστού, που δεν διαφέρουν καθόλου από τον Ηρώδη. Πόσο χριστιανικό αίμα κυλάει στην εποχή μας, στις ημέρες μας από τους Ηρώδεις της. Όπου και να κοιτάξει κανείς θα τους δει. Θέλουν να διώξουν τον Χριστό από την χριστιανική Ελλάδα. Θέλουν να αποϊεροποιήσουν τα πάντα. Πόσοι πιστοί σε όλα τα πλάτη της γης δεν μαρτυρούν για το όνομα του Κυρίου. Βλέπουμε τι γίνεται λίγο παραπέρα από μας. Χιλιάδες χριστιανοί καθημερινά υποβάλλονται σε φρικτά βασανιστήρια, θανατώνονται για την πίστη τους.
Δεν απομακρύνουν τον Κύριο μόνο οι φανατικοί πολέμιοι του χριστιανισμού.
Κι όλοι εμείς οι άλλοι συχνά συμπεριφερόμαστε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διώχνουμε τον Κύριο από τις καρδιές μας. Η ψυχή μας είναι γεμάτη και καθημερινά γεμίζει από φτηνούς ήρωες και ταπεινά πράγματα. Θαμπωνόμαστε από τα ψεύτικα αστέρια και τον θόρυβο. Υποδουλωμένοι στην ακόρεστη δίψα του πλούτου, κυριευμένοι από τον φθόνο και το μίσος κάνουμε τον πράο και ταπεινό Ιησού Χριστό να φύγει και πάλι, όπως τότε…στην Αίγυπτο. Ο Κύριος θέλει πάντοτε να είναι κοντά μας και εμείς, δυστυχώς, τον απομακρύνουμε, τον διώχνουμε με τη ζωή μας, με τα λόγια μας, την απομάκρυνση μας από τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας και ιδιαίτερα την Θεία Κοινωνία.
Το Θείο Βρέφος μετά τον θάνατο του Ηρώδη ξαναγύρισε στην Βηθλεέμ. Έτσι κι όταν στις καρδιές των ανθρώπων πεθάνει ο Ηρώδης, έρχεται και ενθρονίζεται ο Κύριος του ουρανού και της γης. Όταν πολεμάμε συστηματικά, με αγώνα και θερμή προσευχή τα πάθη μας και αδειάζουμε τις ψυχές μας από τους παρείσακτους και τους ξένους, γίνεται εξουσιαστής ο Κύριος του παντός.
Το βασικό έργο στην πνευματική μας ζωή είναι ακριβώς αυτό το καθάρισμα της ψυχής. Ο αγώνας εναντίον κάθε αμαρτωλού πράγματος που κυριεύει το είναι μας ολόκληρο. Η μάχη των διαφόρων εχθρών, που θέλουν να είναι κύριοι και αφεντικά μας. Ο κόσμος και οι θεοί του, όπως κι αν ονομάζονται, τα πάθη είναι οι εχθροί του πνεύματος. Όταν φύγουν οι εχθροί, τότε ακριβώς παρουσιάζονται οι καρποί του Αγίου Πνεύματος. Τότε έρχεται ο καιρός της πνευματικής ανθοφορίας, που έφερε στη γη ο ενανθρωπήσας Ιησούς Χριστός.
Για άλλη μια φορά γιορτάσαμε τα Χριστούγεννα. Η σκέψη μας, με τα φτερά των Αγγέλων πέταξε στη πόλη της Βηθλεέμ, στο παγωμένο Σπήλαιο, στην ταπεινή φάτνη των αλόγων ζώων. Η καρδιά μας, αν και φορτωμένη με την καθημερινότητα, συγκινημένη από το μεγάλο αυτό γεγονός πρόσφερε λατρεία στο Θείο Βρέφος που ήρθε στη γη για να φέρει την ειρήνη και την αγάπη στον κόσμο μας. Μαζί με τους ποιμένες Τον προσκυνήσαμε. Μαζί με τους Αγγέλους Τον δοξάσαμε. Μαζί με τους Μάγους της Ανατολής Του προσφέραμε τα δώρα της αγάπης και της λατρείας μας. Όλα αυτά να μην μείνουν μια προσωρινή συγκίνηση, που μετά από λίγο θα χαθεί. Ας αγωνιστούμε να μην αφήσουμε να φύγει ο Χριστός από κοντά μας. Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να μείνει μαζί μας αιώνια. Η ευεργετική παρουσία Του στη ζωή μας να είναι παντοτινή. Θέλει να μας συντροφεύει διαρκώς, να μας ευεργετεί, να μας κάνει χαρούμενους οδοιπόρους της νέας ζωής, της δικής Του ζωής. Εμείς το θέλουμε; Αν ναι, τότε να αγωνιστούμε, να διώξουμε τα πάθη και τις κακίες και να εγκολπωθούμε τις αρετές, για να νιώθουμε αιώνια μέσα μας Χριστούγεννα. Αμήν.

π. Συμεών Κραγιόπουλος: «Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα « Ένα μεγάλο λάθος των χριστιανών

Ένα μεγάλο λάθος των χριστιανών
Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Δεν μπορούσε να γίνει άνθρωπος, ας πούμε, χωρίς τους ανθρώπους. Aλλά και δεν μπορούσε να είναι Θεάνθρωπος παρά εκ Πνεύματος Αγίου. Γεννήθηκε ο Κύριος ως άνθρωπος και γιορτάζουμε τη Γέννησή του αυτές τις ημέρες.
Πλην όμως πρέπει να έχουμε υπόψιν μας ότι όλα βέβαια γίνονται για μας τους ανθρώπους, σ” όλα έχουμε συμμετοχή οι άνθρωποι ως άνθρωποι, αλλά όλα όμως γίνονται διά του Πνεύματος του Αγίου.
Όσο και αν από την ανθρώπινη πλευρά ετοιμασθούμε, προσέξουμε, εργασθούμε, κοπιάσουμε, προσφέρουμε τα πάντα, δεν θα είναι τίποτε αυτό, εάν δεν έρθει το Άγιο Πνεύμα, εάν δεν εργασθεί το Άγιο Πνεύμα, εάν δεν ενεργήσει το Άγιο πνεύμα. Κάνουμε λάθος μεγάλο, όταν ως χριστιανοί δεν λαμβάνουμε υπόψιν αυτή την αλήθεια πάντοτε και ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες, ότι το Άγιο πνεύμα είναι εκείνο που ενεργεί τα πάντα. Αυτό δεν το λαμβάνουμε υπόψιν.
Όχι μόνο οι συνηθισμένοι χριστιανοί κάνουν πολλά πράγματα αυτές τις ημέρες λόγω των εορτών, όμως εντελώς από την ανθρώπινη πλευρά, αλλά και οι καλοί χριστιανοί, εκείνοι δηλαδή που υποτίθεται ότι έχουν μιά κάποια γνώση, εκείνοι που υποτίθεται ότι κάνουν πνευματικό αγώνα, εκείνοι που υποτίθεται ότι πιστεύουν και ζουν δια πίστεως, μένουν σ” αυτό που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος. Και στο σπίτι που είναι και στο ναό όταν έρθουν, απλώς προσπαθούν ανθρωπίνως να συμμετάσχουν στο μυστήριο του Θεού.
Φυσικά ο άνθρωπος τι μπορεί να κάνει; Τα ανθρώπινα μπορεί να κάνει. Και θα λέγαμε ότι ο Θεός αυτό θέλει από τον άνθρωπο, να βάλει το ανθρώπινο μερτικό. Όμως αυτό πρέπει να γίνεται πάντοτε με την προϋπόθεση ότι θα ενεργήσει ο Θεός, πάντοτε με την προϋπόθεση ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει ο Θεός. Πρέπει να γίνεται έτσι, ώστε όλος ο κόπος, όλη η προσπάθεια, όλο το δόσιμο, όλη η ετοιμασία, όλη η ανθρώπινη εργασία να είναι ένα άνοιγμα της ψυχής στην Χάρι του Θεού, ένα άνοιγμα της ψυχής στην Χάρι του Αγίου Πνεύματος. Πρωτίστως να πιστεύει κανείς έτσι και να αναμένει κατ” αυτόν τον τρόπο και πάντοτε μ” αυτή την ελπίδα να εργάζεται, αλλά και γενικότερα να παίρνει αυτή τη στάση.
Εργασία στην καθεμιά ψυχή εκ Πνεύματος Αγίου
Πολλές φορές στους πνευματικούς λεγόμενους ανθρώπους, που, όπως είπαμε, κάνουν κάποια προσπάθεια, και τον άλλο καιρό και μέσα στη εκκλησία γιγαντώνεται από μέσα τους… Ποιό άλλο; Η ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους, ο εγωισμός που έχουν, η φιλαυτία που υπάρχει μέσα τους. Στους πνευματικούς ανθρώπους, καθώς μάλιστα αγωνίζονται πνευματικά, αυτά γιγαντώνονται. θα έλεγε κανείς, όχι απλώς απελευθερώνονται από τα δεσμά τους, τα οποία δεσμά μπορεί να βάλει ο άνθρωπος σ” αυτά, αλλά και σαν να ενισχύονται, σαν να φορτίζονται, σαν να προμηθεύονται επιπλέον και κάποια δύναμη ακόμη και ξεπετάγονται μέσα από την ψυχή και ορθώνονται. Πού; Ενώπιον του Θεού. Έτσι, δεν έχει περιθώρια το πνεύμα του Θεού να επισκιάσει την ψυχή. Δεν έχει περιθώρια να καταλαγιάσει, να κουρνιάσει, αν θέλετε, το πνεύμα του Θεού μέσα στην ψυχή, να εργασθεί, για να φωτίσει την ψυχή, για να την κάνει την ψυχή να νιώσει το μυστήριο του Θεού, να το καταλάβει όσο γίνεται, να το δεχθεί και να το ζει. Να γίνει δηλαδή μία εργασία στην καθεμιά ψυχή εκ Πνεύματος Αγίου και του ιδίου του ανθρώπου. Του κάθε ανθρώπου, αλλά εκ Πνεύματος Αγίου.
Πώς μπορούμε να γιορτάσουμε Χριστούγεννα, εάν δεν ενεργήσει το Άγιο πνεύμα; Πώς μπορείς να καταλάβεις τί είναι Χριστούγεννα, να ζήσεις τα Χριστούγεννα, εάν δεν ενεργήσει το Άγιο Πνεύμα; Πώς μπορείς να καταλάβεις τί είναι Θεία Λειτουργία, τι είναι Θεία Κοινωνία, τι είναι αγάπη του Θεού, τι είναι όλα αυτά, εάν δεν ενεργήσει το Άγιο πνεύμα, εάν δεν δώσει το Άγιο πνεύμα, εάν δεν δημιουργήσει το Άγιο πνεύμα; Τα ανθρώπινα, όσο τέλεια και αν είναι, είναι πάντοτε πολύ φτωχά και αμαρτωλά. Αν είσαι απλώς ένας χριστιανός, ένας πνευματικός άνθρωπος, θα πηγαίνεις, θα έρχεσαι κάτι ν” αρπάξεις από την Χάρι του Θεού. Αυτό δεν είναι δύσκολο· αυτό το κάνει ο καθένας. Όμως είναι δύσκολο να παραδεχθεί κανείς ότι είναι φτωχός, είναι δύσκολο να παραδεχθεί κανείς ότι, ό,τι και να κάνει, αν δεν ενεργήσει ο Θεός, δεν κάνει τίποτε.
Δύσκολο, ξεδύσκολο πρέπει να αποφασίσουμε…
Δύσκολο είναι να ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Ας βλέπει τον Κύριο ταπεινωμένο εκεί στη φάτνη. Ας βλέπει τον Κύριο θυσιαζόμενο για μας. Ας βλέπει την αγάπη του. Ο άνθρωπος και πάλι έχει τόση αγάπη στον εαυτό του! Είναι τόσο δεμένος με τα δικά του! Τα οποία μάλιστα δικά του τα φτιάχνει και πνευματικά, ενώ είναι φιλαυτία. Γι” αυτό, είπα, γιγαντώνεται ο εγωισμός. Είναι δύσκολο να ταπεινωθούμε. αλλά δύσκολο-ξεδύσκολο πρέπει να τον ξεπεράσουμε τον εγωισμό.
Δύσκολο-ξεδύσκολο πρέπει να το αποφασίσει όποιος έχει διάθεση να γίνει χριστιανός αληθινός, όποιος έχει διάθεση, αν μπορώ να πω έτσι, να μην πάει γι” αυτόν χαμένο το έργο του Θεού, χαμένη η οικονομία του Θεού, το ότι δηλαδή ο Θεός γίνεται άνθρωπος.
Όποιος έχει διάθεση να μην αφήσει να πάει χαμένο γι” αυτόν το έργο του Θεού, η οικονομία του Θεού, ας μην περιμένει άλλο, βλέποντας τον Κύριο, τον νεογέννητο Κύριο, βλέποντας την ταπείνωσή του, τη θυσία του, την αγάπη του, όλη αυτή τη συγκατάβασή του που γίνεται για τον άνθρωπο. δεν γίνεται για κανέναν άλλο ή για κάποιον άλλο λόγο, αλλά γίνεται για τον άνθρωπο. Για σένα που έχεις τουπέ, για σένα που έχεις όλην αυτή την κατάσταση μέσα σου. Και μάλιστα μην τυχόν τη δει κανείς, μην τυχόν την αγγίξει κανείς· είσαι έτοιμος να αντιδράσεις. Μπορεί κατά τα άλλα να φαίνεσαι πνευματικός άνθρωπος και να κάνεις τον πνευματικό άνθρωπο, όμως βαθιά μέσα σου υπάρχει αυτό το θεριό.
Το θαύμα…
Ο Κύριος πέρα από όλα τα άλλα που θα κάνει, και με το παράδειγμα, και μ” αυτή την πραγματικότητα της ζωής του, έρχεται να ταρακουνήσει εσένα τον άνθρωπο που έχεις φιλότιμο, τον καλής διαθέσεως άνθρωπο. Ο άλλος δεν θα προσέξει, δεν θα δώσει σημασία. Σ” εσένα και για εσένα έρχεται ο Κύριος να σε κάνει επιτέλους να προσέξεις, να σε κάνει να φιλοτιμηθείς, να συγκινηθείς, να ταπεινωθείς και να ξεγράψεις τον εαυτό σου μια για πάντα ή, καλύτερα, να παρακαλέσεις να σε βοηθήσει να γίνει αυτό, διότι ο άνθρωπος και αυτό δεν μπορεί να το κάνει, όσο και αν θέλει.
Ο Κύριος ο οποίος άφησε τους ουρανούς για μας, όταν δει φιλότιμο άνθρωπο, όταν δει καλής διαθέσεως άνθρωπο, που πράγματι κατάλαβε περί τίνος πρόκειται και θέλει να ελευθερωθεί από τα δεσμά τού εγώ του και να γίνει κατά Θεόν άνθρωπος, άνθρωπος του Πνεύματος, θα ενεργήσει δραστικά -ξέρει πώς θα ενεργήσει-και το θαύμα αυτό θα γίνει.
Θαύμα είναι η ενανθρώπηση του Χριστού, αλλά και θαύμα είναι να παύσει ο άνθρωπος να είναι αυτό που είναι, δηλαδή παλαιός άνθρωπος και να γίνει νέος άνθρωπος. Διότι ό,τι θα γίνει, δεν θα είναι ένα κατόρθωμα του ανθρώπου, αλλά θα είναι ένα έργο του Αγίου Πνεύματος. Θαύμα είναι. Και αυτό το θαύμα έρχεται ο Κύριος δια του θαύματος του δικού του, ας πούμε, να πραγματοποιήσει σε καθεμιά ψυχή.
Να παρακαλέσουμε τον Κύριο…
Ας ευχηθούμε, αδελφοί μου, ας ευχηθούμε. Είναι μυστήρια αυτά. Μπορεί να τα λέμε, να τα ξαναλέμε, αλλά πόσο καταλαβαίνει ο καθένας; Πόσο αγγίζει τον καθένα το μυστήριο; Ωστόσο όμως πρέπει να γίνει αυτό σ” όλους. Δεν εξαιρείται κανένας. Ο Κύριος θα μας φωτίσει, θα μάς βοηθήσει, θα θελήσει, αν θέλετε να πω έτσι, να κάνει λίγο ακόμη συγκατάβαση. Γιατί θέλει ο καθένας μας ιδιαίτερη συγκατάβαση και ιδιαίτερη ταπείνωση από τον Θεό και ιδιαίτερη αγάπη.
Να παρακαλέσουμε τον Κύριο που γιορτάζουμε τα γενέθλιά του και που, όσο μπορούμε, δείχνουμε την αφοσίωσή μας σ” αυτόν, την πίστη μας, την αγάπη μας, να κάνει και αυτό το ιδιαίτερο στον καθένα μας, ώστε να συντελεσθεί το θαύμα. Δηλαδή όντως να έρθει μέσα μας η Χάρις του Θεού, όντως να μορφωθεί μέσα μας ο Χριστός διά της Χάριτος του Θεού, όντως να παύσουμε να είμαστε παλαιός άνθρωπος και να γίνουμε νέος άνθρωπος, εν Χριστώ Ιησού δια Πνεύματος Αγίου.
29-12-1985

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ «Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος»

Το  Κήρυγμα της Κυριακής
γράφει ,
ο Αρχιμανδρίτης
Κωνσταντίνος Χαραλαμπόπουλος
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου
Παλαιού Ψυχικού
«Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος» (Ψαλμ. 55, 12). Όταν επικαλούμεθα, αγαπητοί μου, το άπειρον έλεος του Θεού δια πάσαν δυσκολίαν εν τη ζωή ημών, δεν κυριευόμεθα υπό φόβου.
Το ίδιον έπραξεν και ή Θεοτόκος Μαρία και ό μνηστήρ Ιωσήφ, οι οποίοι αφήκαν εις την πανσθενή βούλησιν του Θεού, την εκπλήρωσιν του σχεδίου της θείας οικονομίας, την γέννησιν του μονογενούς υιού παρά τας δυσκολίας και αντιξοότητας, πού τους επεφύλασσεν ή πονηρά βούλησις του Ηρώδου.
Το θείον βρέφος προστατεύθη, απετράπη ο μέγιστος κίνδυνος εναντίον του, διότι όπου ή ανθρωπίνη φύσις αδυνατεί να επέμβη, αναλαμβάνει την προστασίαν ό παντεπόπτης Θεός. Εκείνος οδηγεί τους Μάγους να μην επιστρέψουν εις τον Ηρώδην.
Εκείνος αποστέλλει τον άγγελον εις τον Ιωσήφ και του δίδει την εντολήν να αναχώρηση εις την Αίγυπτον, μετά της Μαρίας και του θείου βρέφους.
Η κραταιά και ακαταμάχητος προστασία του Θεού οπουδήποτε και εάν ευρίσκεται ο άνθρωπος, εφ” όσον πιστεύει, είναι μετ’ αυτού. Δεν είναι ανάγκη να καταφύγωμεν εις «τα όρη και ταις οπαίς της γης» δια να εύρωμεν σωτηρίαν διότι πανταχού, το παντοδύναμον χέρι του Θεού μας επισκιάζει και αναδεικνύεται «πύργος ισχύος από προσώπου εχθρού» (Ψαλμ. 60, 3).
Αυτό το μήνυμα δίδεται και εις ημάς, αγαπητοί μου, μέσα από την ευαγγελικήν διήγησιν της σωτηρίας του θείου βρέ¬φους. Εις αυτήν την θείαν προστασίαν και βοήθειαν, πρέπει να εμπιστευθώμεν τον εαυτόν μας έφ’ όσον πιστεύομεν και ελπίζομεν και καταφεύγομεν εις την μεγαλωσύνην του Θεού.
«Ότι έπ’ εμέ ήλπισε, και ρύσομαι αυτόν• σκεπάσω αυτόν, ότι έγνω το όνομά μου. Κεκράξεται προς με, και επακούσομαι αυτού, μετ” αυτού ειμί εν θλίψει• εξελούμαι αυτόν, και δοξά¬σω αυτόν» (Ψαλμ. 90, 14 – 15).
Αδελφοί μου, ενωτιζόμενοι τάς δυσκολίας και συμπληγάδας της επιγείου ζωής, στήριγμα και βοηθόν και ασφαλή λιμένα, έχομεν τον πανοικτίρμονα Θεόν. Είμεθα άνθρωποι ασθενείς και εφήμεροι, διψώμεν όμως δια αιωνιότητα, ή οποία προσφέρεται εάν έχομεν εμπιστοσύνην εις το σχέδιον του Θεού, εάν εκζητούμεν την σκέπην και βοήθειάν του, όπως συνέβη και εις την περίπτωσιν της εις Αίγυπτον φυγής και σωτηρίας του θείου βρέφους.
Αρχιμανδρίτης Κωνσταντίνος Χαραλαμπόπουλος

Σύγχρονοι Ἡρῶδαι! «Τότε Ἡρῲδης…,ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ, καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς…». Κυριακή μετὰ τὰ Χριστούγεννα (Ματθ. β΄13-23)

(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Τρομερὰ εἰς ἔκτασιν καὶ συνεπείας, ἀγαπητὲ ἀναγῶστα, ἡ ἐγκληματικὴ αὐτὴ ἐνέργεια τοῦ βασιλέως Ἡρῲδου.  Μέσα εἰς τὸν τελείως ἀδικαιολόγητον φόβον του, ὅτι ἴσως κινδυνεύσῃ ὁ θρόνος του ἀπὸ τὸν γεννηθέντα «Βασιλέα τῶν Ἰουδαίων» καὶ χαθῇ ἔτις ἡ δόξα του, συνέλαβε τὸ  καταχθόνιον σχέδιον νὰ προβῇ εἰς γενικὴν σφαγὴν τῶν παιδιῶν τῆς Βηθλεέμ καὶ τῆς περιχώρου, ὅσα ἦσαν ἡλικίας κάτω τῶν 2 ἐτῶν.
Ἔτσι ἤλπιζεν, ὁ δυστυχής, ὅτι θὰ κατώρθωνε νὰ ἀφανίσῃ μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸ Νήπιοιν, ποὺ προωρίζετο νὰ γίνῃ κάποτε «βασιλεύς».
Καὶ τὸ ἐπραγματοποίησε.  Μίαν ἡμέραν ὡπλισμένοι στρατιῶταί του, εἰσώρμησαν εἰς τὰ σπίτια τῆς Βηθλεὲμ, καὶ προέβησαν εἰς γενικὴν σφαγὴν τῶν νηπίων.
Θρῆνοι καὶ κραυγαὶ ὀδύνης τῶν γονέων, ποὺ ἔβλεπαν τὰ παιδιὰ τῶν αἱμόφυρτα καὶ νοερὰ μπροστὰ στὰ πόδια των.
Σκηναὶ ἀφαντάστου ἀγριότητος. Ἦτο, φαίνεται, ἀνερμήνευτος συγκατάθεσις τοῦ Θεοῦ, νὰ καθαγιασθῇ ὁ ἐρχομός τοῦ Σωτῆρος μὲ τὸ ἁγνὸ αἷμα τῶν ἀθώων νηπίων.
Καὶ ὁ μὲν Κύριος, δι’ ἐπεμβάσεως θείας, ἐσώθη. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲ καθιέρωσεν ἡμέραν εἰδική, τὴν 28ην Δ/βρίου, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑορτάζει τὴν μνήμην τῶν σφαγέντων νηπίων, ποὺ ἔγιναν οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς νέας πίστεως. Ἀλλὰ,  δυστυχῶς, δὲν ἔλειψαν ἔκτοτε ἀπὸ τὰς κοινωνίας οἱ Ἡρῷδαι ποὺ ἐπαναλαμβάνουν τὸ κακούργημα αὐτὸ. Ὑπάρχουν καὶ εἰς τὴν ἐποχὴν μας. Ἴσως ὑπὸ ἄλλην μορφὴν. Τὸ αὐτὸ ὅμως ἀνθρωποκτόνον ἔργον ἐπιτελοῦν. Θὰ ἔλεγε μάλιστα κανείς, ὅτι κατ’ ἐξοχὴν ἡ ἐποχὴ μας ἐγνώρισε τοὺς νέους αὐτοὺς Ἡρῴδας. Μερικοὺς τέτοιους Ἡρῴδας, συγχρόνους, θὰ παρουσιάσωμεν σήμερον.
1.Τ ὰ  μ α τ ω μ έ ν α  χ α ρ α κ ώ μ α τ α
Ἡ φιλοξοδία ὡδήγησε τὸν Ἡρώδη εἰς τὴν σφαγὴν τῶν παιδιῶν.  Ἐφοβήθη μήπως χάσῃ τὴν δόξαν του. Τὰ ἴδια ἐλατήρια δυστυχῶς, ὁδηγοῦν κατὰ καιροὺς καὶ μερικοὺς ἡγέτας λαῶν εἰς τὴν ἐγκληματικὴν, ἀληθινά, ἀπόφασιν, νὰ ρίπουν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸ φοβερὸ καμίνι τῶν πολέμων. Τί δὲν εἶδε ἡ γενεά μας καὶ εἰς τὸν πρῶτο παγκόσμιον πόλεμον, ἀλλὰ, κυρίως, εἰς τὸν δεύτερον; Ἑρημώθησαν καὶ ἐρειπώθησαν χῶραι, ὅπου ἄλλοτε ἄνθιζε ἡ ζωὴ καὶ ὁ πολιτισμός.
Κατεστράφησαν περιουσία, αἱ ὁποῖαι εἶχαν ἀποκτηθῆ μὲ αἷμα καὶ κόπους δεκαετιῶν.  Ἐθερίσθη εἰς τὰ μέτωπα τὸ ἄνθος τῆς νεότητος τῶν λαῶν, καὶ μετεβλήθη εἰς σωροὺς συντριμμάτων ὅ,τι ὡραῖον καὶ ἐκπληκτικὸν εἶχε πραγματοποιήσει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐπιστήμην του καὶ τὴν ψυχήν του.
Ἐθρήνησαν καὶ θρηνοῦν ἀκόμα ἑκατομμύρια οἰκογενειῶν· ἔκλεισαν ἀμέτρητα σπίτια καὶ βαδίζουν εἰς τὸν δρόμον τῆς πικρᾶς των ζωῆς ἀτελεύτητες φάλαγγες παιδιῶν, χωρὶς γονεῖς, διότι τοὺς ἥρπασε βιαίως ἡ φονικὴ μανία τοῦ πολέμου. Εἰς 50.000.000 περίπου ὑπολογίζονται οἱ νεκροὶ καὶ ἀνάπηροι ἀπὸ τὸν δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον.
Πῶς δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὅτι ὁ χειρότερος τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῶν διεθνῶν διαφορῶν εἶναι ὁ πόλεμος; Ὅποιος εὑρέθηκε σὲ πολεμικὸ ματωμένο χαράκωμα καὶ εἶδε τὴ συμφορὰ τῶν σκοτωμένων παλληκαριῶν, ποὺ ἄδικα πλέον περιμένουν τὴν ἐπιστροφὴν των γονεῖς καὶ παιδιά, ὅποιος παρηκολούθησε βομβαρδισμὸν πόλεων καὶ τὰς εἶδε νὰ γίνωνται σὲ διάστημα ὁλίγων λεπτῶν ἀπέραντα καπνίζοντα νεκροταφεῖα, αὐτὸς αἰσθάνεται φρίκην καὶ ἀποτροπιασμὸν καὶ μὲ μόνην τὴν ἁπλῆν σκέψιν τῆς ἐπαναλήψεώς των.
Καὶ ὅμως.  Δὲν ἔκλεισαν ἀκόμη αἱ πληγαί καὶ δὲν ἐξηράνθη τὸ αἷμα, ποὺ ἐχύθηκε ποτάμι, καὶ μερικοὶ νέοι Ἡρῷδαι ἀπειλοῦν νέους πολέμους, σκέπτονται νέα δράματα εἰς τὴν ἀνθρωπότητα.
2. Δ ὲ ν   σ υ μ φ ω ν ε ῖ ς;  Θ ὰ   π ε θ ά ν ῃ ς !….
Ἀλλ’ οἱ Ἡρῷδαι ἔχουν ποικιλίαν μορφῶν. Ὑπάρχουν λαοὶ σήμερον, ποὺ κυβερνῶνται μὲ τὴν βίαν.  Οἱ κυρίαρχοι εἶναι ἐλάχιστοι. Οἱ δυναστευόμενοι ἑκατομμύρια. Καὶ αὐτὰ τὰ ἑκατομμύρια πρέπει νὰ θέλουν ὅ,τι λέγουν οἱ δυνάσται. Ὅποιος δὲν συμφωνεῖ πεθαίνει.
Καὶ ὁδηγοῦνται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μυριάδες ἀνθρώπων ἀπὸ τοὺς νέους Ἡρῴδας εἰς τὸν θάνατον, εἴτε μὲ μίαν σφαῖραν εἰς τὴν καρδίαν, εἴτε μὲ τάνκς, ποὺ κινοῦνται εἰς τὰς πλατείας κάποιας πόλεως, ποὺ ἐζήτησε τὴν ἐλευθερίαν, εἴτε μὲ τὸ ἀργὸ μαρτύριο τῆς ἐξορίας.
Εἶναι φρικτὸν νὰ ἀντικρύζῃς τὸν θάνατον, διότι δὲν ἀνέχεσαι τὴν δουλείαν καὶ κάμνεις τὸ μεγάλο ἔγκλημα (!) νὰ ζητᾷς νὰ ἔχῃς διακαιώματα εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν εὐτυχίαν σου.
Πόσοι ἔτσι σήμερα θρηνοῦν, σὲ κάποιες πικρὲς χῶρες, τὸ ἀνελέητο θέρισμα τῶν ἰδικῶν των ἀπὸ τὸ δρεπάνι τοῦ κυρίαρχου Ἡρῴδη, ὁ ὁποῖος, ὅπως καὶ τότε, νομίζει, ὅτι θὰ κατασφαλίσῃ τὴν τυραννικὴν δεσποτείαν του μὲ τὸ αἷμα καὶ τὴν ἐρήμωσιν !
Ἀλλὰ ζῇ κύριος ὁ Θεός!  Ἕως πότε θὰ κυριαρχοῦν οἱ Ἡρῷδαι; Ἕως πότε;
3. Ο ἱ   γ α ν τ ο φ ο ρ ε μ έ ν ο ι   φ ο ν ε ῖ ς.
Ἡρῷδαι κατόπιν δὲν εἶναι καὶ ἐκεῖνοι ἐκ τῶν γονέων καὶ ἰατρῶν –εὐτυχῶς δὲν εἶναι ὅλοι- ποὺ ἐν ὀνόματι, δῆθεν, τῶν νέων ἀντιλήψεων περὶ ἠθικῆς καὶ οἰκογενείας, σκοτώνουν τὰ παιδιὰ των, πρὶν ἀκόμη προφθάσουν νὰ ἴδουν τὸ φῶς τῆς ζωῆς; Πόσοι τέτοιοι γονεῖς, βοηθούμενοι καὶ ἀπὸ κακοὺς ἐκπροσώπους τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης, δὲν θυσάζουν εἰς τὸν σύγχρονον Μολὼχ τὰ σπλάχνα των, διὰ νὰ μὴ ἀναλάβουν, ἐνῷ ἠμποροῦν, τὸ ἱερὸν βάρος τῆς τεκνοτροφίας, ποὺ ἀποτελεῖ, ἄλλωστε, καὶ τὸν σκοπὸν τοῦ γάμου;
Παραγγέλει σαφῶς ὁ Κύριος διὰ τοῦ νόμου Του ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ. Διακηρύσσει ἡ Ἐκκλησία δι’ ἐπισήμων κειμένων τὴν ἀλήθειαν, ὅτι εἶναι φονεῖς ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀφαιροῦν ἀπὸ τὰς νεαρὰς ἀκόμη καὶ ἀσχηματίστους καὶ ἀνυπερασπίστους ὑπάρξεις τὸ δικαίωμα νὰ ζήσουν.
Ἀλλ’ οἱ νέοι Ἡρῷδαι, εἴτε ἀπὸ σύμφέρον, εἴτε ἀπὸ τὴν τάσιν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ χρὲος τῆς τεκνογονίας, συχνὰ, ἄνευ καὶ τοῦ ἐλαχίστου ἐλαφρυντικοῦ, περιφρονοῦν τὰ πάντα καί, χωρὶς τύψεις συνήθως, μεταβάλλουν μερικοὺς τόπους εἰς πραγματικὰ σφαγεῖα, ὅπου μὲ τὸ γάντι τοῦ πολιτισμοῦ (;), σφαγιάζονται ὑπάρξεις, αἱ ὁποῖαι προωρίζοντο μίαν ἡμέραν διὰ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ποιὰ δύναμις θὰ ἀπαλλάξῃ αὐτοὺς τοὺς γαντοφορεμένους φονεῖς ἀπὸ τὴν τιμωρὸν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ; Ποιὰ δύναμις;
4. Τ ὸ   χ ρ υ σ ω μ έ ν ο   φ ι α λ ί δ ι ο ν
Ἀλλὰ φονεῖς δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι σκοτώνουν τὸ σῶμα, Ἡρῷδαι εἶναι καὶ ὅσοι θανατώνουν τὴν ψυχήν.
Καὶ κατὰ τί, λοιπόν, εἶναι ὁλιγώτερον ὑπεύθυνοι τοῦ Ἡρῴδου, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μὲ τὰς ἐπικινδύνους ἀντιλήψεις των καὶ διαφθαρμένας ἰδέας των, ποὺ διαδίδουν εἴτε διὰ διαλέξεων, εἴτε διὰ βιβλίων καὶ φυλλαδίων, εἴτε διὰ θεατρικῶν καὶ κινηματογραφικῶν ἔργων, ἐπηρεάζουν τὰς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἰδίᾳ τῶν ἀπείρων καὶ ἀνησύχων νέων, καὶ ἐκφυλίζουν ἔτσι τὰς ψυχὰς των καὶ ὁδηγοῦν τὴν νεότητα, τὴν ἀνεκτίμητον μας ἐθνικὴν αὐτὴν παρακαταθήκην, εἰς τὴν διαφθορὰν καὶ τὴν ἀτίμωσιν; Χιλιάδες τοιούτων «χρυσωμένων» φιαλιδίων, κυκλοφοροῦν καὶ προσφέρουν, ἐντέχνως, ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς τέχνης (;), ὡσάν, δῆθεν, ἀκίνδυνον καὶ εὐχάριστον καὶ συγχρονισμένου καταπότιον, τὴν  αἰσχρότητα, τὸ δηλητήριον, ποὺ θὰ μαράνῃ τὴν ψυχὴν τῶν νέων μας καὶ θὰ τὴν νεκρώσῃ.
Καὶ, ὅταν ὑποστοῦνν ψυχικὴν αἱμοραγίαν οἱ νέοι μας, ποῦ θὰ εὕρῃ αὔριον ἡ κοινωνία νὰ στρατολογήσῃ τούς τιμίους ἡγέτας, ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς ἐμπενυσμένους κληρικοὺς της, ἡ παιδεία τοὺς φωτισμένους παιδαγωγούς της, ἡ οἰκογένεια τοὺς εὐγενικούς φορεῖς τῶν οἰκογενειακῶν παραδόσεων, ὁ στρατὸς τοὺς γενναίους ὑπερασπιστὰς τῆς ἐθνικῆς μας ἀκεραιότητος; Ἀλήθεια ποῦ; Εἰς τὰ ψυχικὰ ράκη, εἰς τὰ ἠθικὰ ναυάγια, εἰς τοὺς ἀποτυχημένους κυνηγητὰς τῆς εὐτυχίας; Ἔγραψεν ἕνας ἀνήθικος συγγραφεύς πρὸ ἐτῶν εἰς ἕνα βιβλίον του:
«Εἶμαι εὐτυχής, διότι εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν ἔκαμα πολλοὺς διεφθαρμένους».  Καταχθόνιοι δολοφόνοι τῶν ψυχῶν τῶν παιδιῶν μας ! Μέχρι πότε θὰ ὑπονομεύετε τὴν εὐτυχία μας; Σᾶς περιμένει τὸ τέλος τοῦ Ἡρῴδου.
5. Τ ὸ   κ ρ υ μ μ έ ν ο   σ τ ι λ έ τ τ ο.
Ἡρῷδαι ἀκόμη εἶναι καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι σφαγιάζουν τὴν ὑπόληψιν καὶ τὸ κῦρος καὶ τὴν τιμὴν τῶν ἀνθρώπων μὲ τὰς συκοφαντικὰς δυσφημήσεις των καὶ τὰ πικρόχολα σχόλιά των.  Καὶ ἔτσι καθημερινῶς ὑπονομεύεται ἡ εὐτυχία πολλῶν οἰκογενειῶν, αἱ ὁποῖαι ὄχι σπανίως καταλήγουν εἰς τὸ διαζύγιον, διότι ψεύδη ἐκλόνισαν τὴν ἐμπιστοσύνην τῶν συζύγων ἀμοιβαίως.
Ἀπὸ τὴν ἄλλην πάλιν μεριὰ, πολὺ συχνὰ ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν συκοφαντιῶν, ποὺ κάποτε ἐμφανίζονται ὡς ἐκδηλώσεις, δῆθεν, ἀγάπης καὶ ἐνδιαφέροντος, ἐν ᾧ εἶναι ὑποκρισία καὶ χολή, διαλύονται φιλίαι καὶ δεσμοὶ ἐτῶν καὶ διασύρεται τὸ ὄνομα τῶν προσώπων, ποὺ ἴσως τὸ μόνο λάθος των ἦταν, ὅτι ἠγάπησαν καὶ ἐμπιστεύθηκαν πολλὰ σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἀξίζαν γιὰ μιὰ τέτοια ἀφειδώλευτη ἀγάπη.
Καὶ σωρεύονται ἔτσι χαλάσματα, καὶ χύνονται δάκρυα, καὶ δημιουργοῦνται ἀφόρητοι ἀτομικαὶ καὶ οἰκογενειακαὶ περιπέτειαι, καὶ ἁπλώνεται γύρω ὁ θλιβερὸς πέπλος τῶν δραμάτων, ποὺ συχνὰ εἶναι ὀδυνηρότερα καὶ κάποτε καταστρεπτικώτερα ἀπὸ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατον.
Παντοῦ, βλέπετε, καὶ ἡ ἀπειλὴ τοῦ Ἡρῴδου. Σὲ κάθε βῆμα μας οἱ δολιοφθορεῖς, μὲ τὸ κρυμμένο στὰ λουλούδια καὶ στὰ χαμόγελα στιλέτο ! Ἀπὸ ποῦ κανεὶς νὰ προφυλαχθῇ;
6. Μ ὴ  τ ὴ ν   ψ υ χ ὴ ν!…. Μ ή! 
Δὲν μᾶς παίρνει, δυστυχῶς, ὁ χῶρος δι’ ἄλλας κατηγορίας Ἡρῳδῶν.  Πρέπει ὅμως νὰ ἀναφερθῇ ἀκόμη μία.  Τὴν ἀποτελοῦν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μὲ ποικίλους τρόπους, εἴτε μὲ τὴν εἰρωνείαν, εἴτε μὲ τὴν ἀπάτην, εἴτε μὲ τὴν ἐπιστημονικοφανῆ θρασύτητα, κλονίζουν τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν, σαλεύουν τὸ οἰκοδόμημα τῶν θρησκευτικῶν ἀρχῶν τοῦ ἀνθρώπου· διαβάλλουν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ψευδολογοῦν πολλάκις ἀσυστόλως· εἰσάγουν ἐντέχνως αἱρέσεις καὶ προπαγάνδες εἰς τοὺς ἀνυπόπτους χριστιανούς, καὶ σιγὰ-σιγὰ  ἀφαιροῦν ἀπὸ τὴν ψυχὴν τὴν πίστιν, τὴν εὐσέβειαν, τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν Θεὸν.  Τί σημασίαν ἔχει ἄν δὲν φονεύουν τὸ σῶμα; Αὐτὸ ποὺ κάμουν εἶναι πολὺ χειρότερον. Φονεύουν τὴν ἀθάνατον ψυχήν. Τῆς ἀφαιροῦν τὰς δυνάμεις. Τὴν ἀπογυμνώνουν ἀπὸ κάθε στήριγμα.  Τῆς παίρνουν τοὺς χυμούς, τὸ αἷμα.
Μὲ τὶ ἀντοχὴν καὶ μὲ τὶ ἐφόδια ἔπειτα νὰ προχωρήσῃ αὐτὴ ἡ ψυχή, ὅταν δὲν πιστεύῃ, ὅταν δὲν προσεύχεται, ὅταν δὲν ἔχῃ καμμίαν ἐπαφὴν μὲ τὴν Ἐκκησίαν; «Σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν» (Ρωμ. γ΄, 10). Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα.  Σκοτεινοί δήμιοι!  Μή.. Μὴ θανατώνεται τὴν ψυχήν ! Ἠγοράσθη μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεοῦ. Ἀνήκει εἰς τὸν Σωτήρα. Δήμιοι, μή ! Ἀγαπητοί,
Ἦταν, ἡ ἐποχὴ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Ὁ Ἐρυθρὸς Σταυρὸς εἶχε κάμει ἔκκλησιν καὶ παρεκάλει νὰ προσφέρθῇ αἷμα, διότι ἐκινδύνευαν νὰ ἀποθάνουν πολλοὶ τραυματίαι. Μίαν ἡμέραν ἦλθεν εἰς τὸ κέντρον. Αἱμοδοσίας ἕνας ἀνάπηρος.
-Σᾶς παρακαλῶ, ἐδῶ προσφέρουν αἷμα; Ἠρώτησε.
-Μάλιστα, ἀπήντησεν ὀ ἁρμόδιος ἰατρός. Τί θέλετε, παρακαλῶ;
-Ἦλθα νὰ δῶσω κι ἐγώ.
Ὁ ἰατρὸς ἔμεινε κατάπληκτος.
-Μὰ σεῖς, ἀπήντησεν, ἐδώκατε τὸ ἕνα σας πόδι στὸ Γράμμο. Ἐχύσατε ἐκεῖ τόσο αἷμα ! …. Δὲν εἶναι ἀρκετὸν ;
-Ὅταν οἱ ἀδελφοί μου κινδυνεύουν νὰ ἀποθάνουν, καὶ ἠμπορῶ νὰ τοὺς βοηθήσω, νομίζω ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸν τὸ ὅτι ἔδωσα αἷμα παλαιότερα στὸ χαράκωμα. Πρέπει νὰ δώσω καὶ τώρα. Σᾶς παρακαλῶ, μὴ διστάζετε. Εἶμαι ἕτοιμος. Φθάνουν 300 γραμμάρια;
Ὁ ἰατρὸς μὲ δακρυσμένα μάτια ἐπῆρε τὴν σύριγγα.  Τὸ χέρι του ἔτρεμε ἀπὸ συγκίνησιν… Κάποιος θὰ ἔζησεν, ἀσφαλῶς, χάρις εἰς ἐκεῖνο τὸ αἷμα… Κάποιος ! Καὶ σκέπτομαι: Τί θὰ ἐγινόμεθα ἀδελφέ, ἄν εἰς τὸν κόσμον δὲν εὑρίσκοντο μερικοὶ αἱμοδόται καὶ ὑπῆρχαν μόνον Ἡρῷδαι;
Ἀλήθεια, τί θὰ ἐγινόμεθα;
Ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου
Μητροπολίτου Νικαίας
Λύχνος τοῖς ποσί μου
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος

Η νίκη της Θείας αγάπης Κυριακή μετά τη Γέννηση του Χριστού

«’Οταν αναχώρησαν οι μάγοι, ένας άγγελος του Θεού παρουσιάστηκε στον Ιωσήφ στο όνειρό του και του είπε: ‘Σήκω αμέσως, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και φύγε στην Αίγυπτο και μείνε εκεί ωσότου σου πω. Γιατί ο Ηρώδης όπου να “ναι θα ψάξει να βρει το παιδί, για να το σκοτώσει’. Ο Ιωσήφ σηκώθηκε αμέσως, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και μέσα στη νύχτα έφυγε στην Αίγυπτο· εκεί έμεινε ώσπου πέθανε ο Ηρώδης. “Ετσι εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου που είχε πει ο προφήτης: Από την Αίγυπτο κάλεσα το γιο μου.
΄Οταν κατάλαβε ο Ηρώδης πως οι μάγοι τον εξαπάτησαν, οργίστηκε πάρα πολύ. “Εστειλε τότε στρατιώτες και σκότωσαν στη Βηθλεέμ και στην περιοχή της όλα τα παιδιά από δύο χρονών και κάτω, σύμφωνα με το χρόνο που εξακρίβωσε από τους μάγους. “Ετσι εκπληρώθηκε ο λόγος του Κυρίου, που είχε πει ο προφήτης Ιερεμίας:
Ακούστηκε στη Ραμά κραυγή,
θρήνος, κλάματα και στεναγμός βαρύς·
για τα παιδιά της κλαίει η Ραχήλ
και πουθενά δε βρίσκει παρηγοριά,
γιατί δεν υπάρχουν πια στη ζωή.
“Οταν, λοιπόν, πέθανε ο Ηρώδης, ένας άγγελος σταλμένος από τον Κύριο εμφανίστηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο στην Αίγυπτο, και του είπε: ‘Σήκω, πάρε το παιδί και τη μητέρα του και πήγαινε στη χώρα του Ισραήλ, γιατί πέθαναν όσοι ήθελαν να θανατώσουν το παιδί’. Τότε ο Ιωσήφ σηκώθηκε, πήρε το παιδί και τη μητέρα του και γύρισε πάλι στη χώρα του Ισραήλ. “Οταν έμαθε πως βασιλιάς της Ιουδαίας είναι ο Αρχέλαος, στη θέση του πατέρα του, του Ηρώδη, φοβήθηκε να εγκατασταθεί εκεί. Με θεϊκή εντολή όμως, που του δόθηκε στο όνειρό του, αναχώρησε για την περιοχή της Γαλιλαίας.’Ηρθε, λοιπόν, κι εγκαταστάθηκε στην πόλη Ναζαρέτ. “Ετσι εκπληρώθηκε για τον Χριστό η προφητεία που έλεγε ότι θα ονομαστεί Ναζωραίος (Ματθ. 2, 13-23).
Η Γέννηση του Χριστού περιγράφεται από τον ευαγγελιστή Ματθαίο κατά τρόπο που δείχνει προκαταβολικά την τύχη του Μεσσία μέσα στον κόσμο: Ο νεογέννητος Χριστός, ευθύς ως εισέρχεται στον παρόντα κόσμο, γνωρί­ζει την καταδίωξη και εχθρότητα εκ μέρους των αρχόντων. Η εχθρότητα αυτή βρίσκει τον κύριο εκπρόσωπό της στον βασιλιά Ηρώδη, η θηριωδία του οποίου μας είναι γνωστή και από τους ιστορικούς της εποχής. Θα μπορού­σε να πει κανείς ότι ο θάνατος του Χριστού προανακρούεται ήδη από τη στιγμή της γεννήσεώς του. Η όλη πορεία του  μέσα από τον κόσμο θα είναι ένας σταυρός αγάπης και θυσίας· ένας σταυρός στον οποίο θα νικηθεί οριστικά η δαιμονική δύναμη για να λάμψει το φως της αναστάσεως.
Όσο κι αν φαίνεται ότι οι κοσμικές καταστροφικές δυνά­μεις κυριαρχούν πάνω στην ανθρωπότητα, η επικράτησή τους είναι φαινομενική και προσωρινή· γιατί βασικά μέσα στην ιστορία πραγματοποιείται το λυτρωτικό σχέδιο της θείας οικονομίας, το οποίο κανείς δεν μπορεϊ να ανα­τρέψει ή να ματαιώσει. Η θηριωδία του Ηρώδη, που εκδηλώθηκε με την απάνθρωπη σφαγή των νηπίων στη Βηθλεέμ και στη γύρω περιοχή, δεν ήταν δυνατό να στα­ματήσει ήδη από την αρχή του το έργο του νεογέννητου Μεσσία, που βρισκόταν κάτω από την προστατευτική πρόνοια του Θεού. Η μνεία της σφαγής των νηπίων, που δεν καθορίζεται στα Ευαγγέλια ο αριθμός τους, αποτελεί την απαρχήν των μαρτύρων της πίστεως. Ο υπερβολικός αριθμός της λειτουργικής παραδόσεως, 14 χιλιάδες (διπλασιασμός του ιερού αριθμού 7 πολλαπλασιαζόμενος με το 1000) δείχνει προκαταβολικά τους πολλούς μάρτρες του Χριστιανισμού. Ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικός για τη μικρή Βηθλεέμ, έστω και με τα περίχωρά της, γιαυτό και ο συμβολικός χαρακτήρας του που δεχτήκαμε παραπάνω είναι εκ των πραγμάτων επιβεβλημένος.
Το ότι η πρόνοια του Θεού Πατέρα προστατεύει το θείο βρέ­φος από την απειλητική μανία του κοσμικού άρχοντα, το ότι το καθοδηγεί σε ασφαλές μέρος και το προειδοποιεί τελικά για τη δυνατότητα επιστροφής στην πατρίδα του αποτελεΐ ένα στοιχείο αισιοδοξίας για την αντιμετώπιση των κινδύνων της ζωής. Καθένας μας διαθέτει ίσως από την προσωπική του ιστορία κάποιο συγκλονιστικό βίωμα που το χέρι του Θεού ενήργησε προστατευτικά πάνω του και τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, είτε οδηγώντας τα βή­ματα ενός φίλου και προστάτη προς βοήθειαν, είτε φωτί­ζοντας τον ίδιο να ενεργήσει σωστά, είτε με κάποιον άλλο τρόπο. Κι η μεγαλύτερη δυσπιστία ή ο τετραγωνικός ορ­θολογισμός συντρίβονται μπροστά στην ακατάλυτη δύνα­μη του προσωπικοΰ βιώματος. Άλλωστε το ότι οι μάγοι ειδοποιηθέντες από τον Θεόν, «δι’ άλλης οδού ανεχώρησαν εις την χώραν αυτών» (Ματθ.2,12) δείχνει ότι υπάρχουν τρόποι που φωτίζει ο Θεός τους ανθρώπους να φέρονται συνετά και να αποφεύγουν τους άσκοπους κινδύνους.
Το αισιόδοξο μήνυμα που μας απευθύνει η σημερινή διήγηση είναι ότι παρά το φαινομενικό θρίαμβο του κακού, του μίσους και της θηριωδίας μέσα στην ιστορία των ανθρώπων, τελικά επιβάλλεται η δύναμη της αγάπης και της καλωσύνης. Ότι ο Θεός γεννιέται σαν άνθρωπος μέσα στην ιστορία αποτελεί ακριβώς μια απόδειξη για το στοργικό ενδιαφέρον του Θεού να λυτρώσει τον άνθρωπο από τις δαιμονικές δυνάμεις της καταστροφής και του αφανισμού.

Γιατί γεννήθηκε ὁ Χριστός; Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης

Γιατί γεννήθηκε ὁ Χριστός; Γιὰ μᾶς, ἀγαπητοί  μου, γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τὴ δική  μας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ κατέβηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, «ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου», καὶ ἐνανθρώπησε. Αὐτὴ  εἶνε ἡ ἀπάντησι τοῦ πιστοῦ στὸ ἐρώτημα, καὶ αὐτὸ βροντοφωνεῖ ἡ Ἐκκλησία διὰ τοῦ  Συμβόλου τῆς πίστεως (ἄρθρ. 3).
Μέγα τὸ μυστήριο! Ποιός ποτὲ θὰ μπορέσῃ νὰ καταλάβῃ σὲ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος τὸ ὑπερφυέστατο γεγονὸς ὅτι ἕνας Θεὸς σαρκώνεται, γίνεται ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σώσῃ τὴν ἀνθρωπότητα; Ἐδῶ καὶ οἱ μεγαλύτερες διάνοιες, χωρὶς τὴ βοήθεια τῆς πίστεως, συντρίβονται. Μικρὸς ἐμπρὸς στὸ  Θεὸ ὁ ἄνθρωπος, ἂς εἶνε κ᾽ ἕνας Σωκράτης. Θὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν  ἀδυναμία του ἐμπρὸς στὸ  μυστήριο. Μικρὸς ὁ ἄνθρωπος, μεγάλος ὁ Θεός! Μόνο ἡ πίστι  ῥίχνει φῶς στὸ  μυστήριο.
Ὁ πιστὸς τὸ αἰσθάνεται, τὸ βλέπει, τὸ ζῇ, καὶ δὲν βρίσκει λέξεις γιὰ νὰ ἐξωτερικεύσῃ τὴν ὑπερκόσμια ἀγαλλίασι ποὺ δοκιμάζει ὅταν ἀκούῃ νὰ ψάλλεται τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε…»(καταβ. Χριστουγ. ᾠδ. α΄). Νομίζει ὅτι δὲν πατάει στὴ γῆ, ἀλλὰ μεταφέρεται στὸν οὐρανό, στὴ χώρα τῶν  ἀγγέλων, κι ἀκούει τὶς ὑμνῳδίες τους.
Ὁ ἄπιστος ζῇ καὶ περιπλανᾶται στὸ  σκοτάδι. Δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ μόνος του τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βηθλεέμ, ἐκεῖ ποὺ λάμπει τὸ ἄστρο, τὸ φῶς τῆς αἰωνίου ἀληθείας. Ἄπιστοι, ἀποκαλυφθῆτε ἐμπρὸς στὸ μυστήριο τῆς φάτνης, καταθέστε τὴν  πανοπλία τοῦ ἐγωισμοῦ σας. Ἄλλα ἐφόδια χρειάζονται γιὰ νὰ νιώσετε τὸ μυστήριο.
Πάρτε μαζί σας τὴν ταπείνωσι τῶν ἀγραυλούντων ποιμένων, τὴν  πίστι  τῶν  μάγων, τὴν ἀθῳότητα τῶν σφαγιασθέντων νηπίων, καὶ τότε θὰ βρῆτε τὸ δρόμο, θὰ συναντήσετε τὸ Χριστό, καὶ θὰ ὁμολογήσετε ὅτι στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια ἔγινε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα, ποὺ  κατέγραψε στὶς σελί- δες της ἡ ἱστορία ὡς τὸ σπουδαιότερο γεγονὸς ἀφ᾽ ὅπου ἔγινε ὁ κόσμος. Ποιό  τὸ  γεγονός; ὅτι  «ἐγεννήθη Παιδίον νέον ὁ πρὸ αἰώνων Θεός» (κοντάκ.). Μέγα τὸ μυστήριο!
Τὸ σπασμένο ἄγαλμα συναρμολογεῖται. Ἕνα παράδειγμα, γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ ἀμυδρὴ ἰδέα τοῦ μυστηρίου. Ὑποθέστε, ἀγαπητοί μου, ὅτι στὸ  κέντρο μιᾶς πόλεως ἔχει στηθῆ ἕνα ἄγαλ- μα. Εἶνε θαυμάσιο καὶ ὡς σύλληψι καὶ ὡς ἐκτέλεσι. Ὅλα  του  συμμετρικά, κανείς δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ μιὰ ἀτέλεια. Ὅλοι  τὸ θαυμάζουν, ἀλλὰ οἱ σοφώτεροι θαυμάζουν περισσότερο τὸν  ἄγνωστο ἐκεῖνο γλύπτη, ποὺ εἶχε τέτοια δύναμι τέχνης, ὥστε ἀπὸ ἕνα ἄμορφο μαρμάρινο ὄγκο νὰ βγάλῃ ἕνα τέτοιο ἀριστούργημα.
Κανείς δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ πῇ, ὅτι τὸ ἄγαλμα αὐτὸ βρέθηκε τυχαῖα, ὅτι ἔτσι μόνο του ξεφύτρωσε ἕνα πρωὶ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ λατομείου τῆς Πεντέλης ἢ τῆς Πάρου κι ὅτι  ἔτσι μόνο του στήθηκε ἐκεῖ. Τὸ ἄγαλμα, δημιούργημα ἄριστου τεχνίτη, λάμπει στὴ  θέσι του. Πόσο ὡραῖο εἶνε! Τὸ βλέπεις καὶ νομίζεις πὼς θὰ σοῦ  μιλήσῃ. Ἐκεῖνα τὰ χείλη, ἐκείνη ἡ ἔκφρασι, ἐκεῖνο τὸ χαμόγελο στὸ πρόσωπο· τί θαῦμα!
Ἀλλ᾿ ἀναπάντεχα –ὤ συμφορά!– μιὰ νύχτα κάποιος, ποὺ  ζήλεψε φαίνεται τὴ δόξα τοῦ  Ἡροστράτου, ἀποφάσισε νὰ τὸ καταστρέψῃ. Πλησιάζει λοιπόν, τοποθετεῖ στὴ  βάσι  του δυναμίτη,  ἀνάβει τὸ φιτίλι, κι ὁ κακοῦργος ἀπομακρύνεται. Κρυμμένος σὲ μιὰ γωνία τοῦ σύμπαντος περιμένει τὸ  ἀποτέλεσμα.
Σὲ λίγο  ἕνας δαιμονιώδης κρότος ἀκούγεται. Τὸ ἔδαφος σείεται. Οἱ κάτοικοι τῆς εὐτυχισμένης πόλεως ξυπνοῦν, ἀνάβουν φῶτα, καὶ τί νὰ δοῦν; Τὸ ἄγαλμα, τὸ καύχημα τῆς πόλεως ποὺ  προσείλκυε περιηγητὰς ἀπ᾽ ὅλα  τὰ μέρη, αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα, δὲν ὑπάρχει πιά. Τί λέω, δὲν ὑπάρχει; Ὑπάρχει, ἀλλ᾽ ὄχι ὡς ὀμορφιά· ὑπάρχει ὡς ἐρείπια. Ὁ δυναμίτης τό ᾽κανε χίλια συντρίμμια σκορπισμένα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ὅλοι κλαῖνε καὶ καταριῶνται τὸ δράστη τοῦ ἐγκλήματος.
Τὰ χρόνια παιρνοῦν, οἱ αἰῶνες διαβαίνουν. Ἀλλὰ  ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἀγάλματος δὲν ξεχνιέται.  Οἱ γέροι διηγοῦνται στὰ  παιδιὰ τὴ  δόξα του. Ὁ πόθος ὅλων ἐκφράζεται μὲ μιὰ εὐχή, μιὰ κρυφὴ ἐλπίδα· Ὤ καὶ νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ διορθωθῇ τὸ κακὸ  καὶ νὰ στηθῇ πάλι  στὴ  μέση τῆς πλατείας τὸ ἄγαλμα, ὅπως ἦταν στὴν ἀρχή!…
Καὶ νά ὁ κοινὸς μύχιος πόθος ἐκπληρώνεται! Ἔρχεται κάποιος. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ κατεσκεύασε τὸ ἄγαλμα. Λυπήθηκε γιὰ τὴν  καταστροφὴ τοῦ καλύτερου ἔργου ποὺ βγῆκε ἀπ᾽ τὸ  ἐργαστήριό του. Γιατὶ  ποιός τεχνίτης δὲν πονάει τὸ ἔργο του;  Τὸ πόνεσε λοιπὸν καὶ αὐτός. Εἶδε τὰ συντρίμματα. Τὰ μαζεύει ἕνα – ἕνα καὶ μέσα στὸ ἐργαστήριό του τὰ συναρμολογεῖ ὅλα.  Καὶ ξαφνικὰ μιὰ μέρα εὐλογημένη, ἐνῷ θαυμάζουν ὅλοι, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι, τὸ  ἄγαλμα τοποθετεῖται καὶ  πάλι στὴ  μέση τῆς πόλεως, ὅπως ἦταν κι ἀκόμη ὡραιότερο.
Τὸ ἔμψυχο ἄγαλμα ἀναστηλώνεται. Παραβολικὸς μέχρι ἐδῶ εἶνε ὁ λόγος. Θέλετε τώρα τὴν  ἑρμηνεία τοῦ παραδείγματος; Ἀκοῦστε.
Τὸ ἄγαλμα, τὸ  ἔμψυχο ἄγαλμα, εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ  Θεό, οἱ ἄγγελοι θαύμασαν τὸν ἄνθρωπο ὡς τὸ τελειότερο δημιούργημα. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπὸ τὸ  θεϊκὸ ἐργαστήριο ὡραῖος, «καλὸς λίαν», ἀγαθός, ἄκακος, ἀθῷος.
Μιὰ ἁρμονία καὶ εἰρήνη βασίλευε στὴ  φύσι  καὶ τὴν  καρδιά του.  Ἀλλὰ ξαφνικὰ –τί συμφορά!– ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε.  Σατανικὴ δύναμι συνέτριψε τὸ  θεϊκὸ κάλλος. Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ  ἀρνηθῇ;
Ἀπὸ  τότε ἡ εἰρήνη φυγαδεύθηκε, πόλεμος ἀόρατος ἄρχισε. Μέσα στὰ  βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μάχονται δυὸ ἀντίθετες δυνάμεις, «ἄγγελος καὶ σατανᾶς γρονθοκοποῦνται». Καὶ κάτω ἀπὸ τὴ δύναμι τοῦ κακοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα ἠθικὸ ἐρείπιο, διασπᾶται ἡ ψυχική του ἑνότητα, γίνεται ἀγνώριστος. Ἰδέστε τον· κλέφτης, ψεύτης, πλαστογράφος, πλεονέκτης, μωροφιλόδοξος, μοιχός, πόρνος, βλάστημος, φονιᾶς, ἐμπρηστής, προδότης, θηρίο μᾶλλον παρὰ ἄνθρωπος. Θεέ μου, ποῦ κατήντησε τὸ ἔμψυχο ἄγαλμα! πεσμένο σὲ συντρίμμια, σὲ ἐρείπια. Ποιός τώρα θὰ τὸν σώσῃ;
Καὶ ἐνῷ οἱ φιλόσοφοι σὰν ἁπλοῖ θεαταὶ παρακολουθοῦσαν τὸ δρᾶμα τοῦ  ἀνθρώπου ποὺ κυλοῦσε στὴν  κατηφόρα τοῦ  ἠθικοῦ ὀλέθρου, ξαφνικὰ ἕνα πρωτοφανὲς ἄστρο φωτίζει τὸν κόσμο, σμήνη ἀγγέλων πετοῦν πάνω ἀπ᾽ τὴ Βηθλεέμ, θεία μουσικὴ ἀντηχεῖ, ἀκούγεται τὸ ἐμβατήριο «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ  ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2,14).
Τί συμβαίνει; Μέγα μυστήριο ἐκτυλίσσεται. Ὁ Θεὸς σπλαχνίσθηκε τὸ πλάσμα τῶν  χειρῶν του.  Ἄκουσε τοὺς στεναγμούς, εἶδε τὰ ἠθικά του ἐρείπια καὶ συντρίμμια, καὶ ἀποφάσισε νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπο. Ὤ θαῦμα θαυμάτων! Κλίνει οὐρανοὺς καὶ κατεβαίνει. Σαρκώνεται ἀπὸ τὰ αἵματα  τῆς πανάγνου Κόρης.
Γίνεται  ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσῃ νὰ εἶνε Θεός, γιὰ νὰ κάνῃ  θεὸ τὸν ἄνθρωπο. Μὲ τὴν  ὅλη  ἔνσαρκη οἰκονομία ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς Λόγος ἀνορθώνει τὸ πεσμένο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἀναστηλώνει τὸ κατεστραμμένο ἔμψυχο ἄγαλμα, ἀποκαθιστᾷ τὸ  πλάσμα του στὸ  ἀρχικὸ κάλλος του κι ἀκόμη ἀνώτερα.
Π ε ρ ι μ έ ν ε τ ε !  Ἡ διδασκαλία, ποὺ θὰ κηρύξῃ τὸ Νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τὰ θαύματα ποὺ θὰ κάνῃ, ἡ ἁγία  ζωὴ ποὺ θὰ ζήσῃ,  καὶ  πρὸ παντὸς τὸ  τίμιο  αἷμά του μὲ τὸ  ὁποῖο θὰ βάψῃ τὸ  λόφο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ μάλιστα ἡ ἔνδοξη ἀνάστασί του μὲ τὴν  ὁποία θὰ νικήσῃ τὸ θάνατο, αὐτὰ θὰ σώσουν, θὰ λυτρώσουν, θὰ ὡραΐσουν, θὰ θεώσουν τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μόνο ὅσοι  θὰ μείνουν μακριά του, μόνο ὅσοι  θὰ τὸν ἀρνηθοῦν καὶ θὰ τὸν σταυρώσουν, αὐτοὶ θὰ χαθοῦν.
Ἡ ζωὴ  τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁλόκληρο δρᾶμα. Μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Χριστὸ ἡ ζωή μας γίνεται ἢ τραγῳδία ἢ κωμῳδία. Μύρια σύγχρονα παραδείγματα πιστοποιοῦν τὴν  ἀλήθεια αὐτή. Μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ ἐπέρχεται ἡ λύσις τοῦ δράματός μας.
Χριστιανοί!  Μὴ περιπλανᾶσθε  μακριά, μὴ ζητᾶτε ἄλλα φῶτα. Στραφῆτε μὲ πίστι πρὸς τὸ  ἄστρο τῆς Βηθλεέμ. Τὸ ἄστρο αὐτὸ φέρνει εἰρήνη, ἀγάπη, δικαιοσύνη, ἀλήθεια. Ἀργὰ ἢ γρήγορα ὅλοι  θὰ καταλάβουμε, ὅτι  ὁ  ἄνθρωπος μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ ἐξευγενίζεται, ἐξωραΐζεται ἠθικά, γίνεται ἔμψυχο ἄγαλμα ἀρετῆς, ἠθικὴ προσωπικότης, γιὰ τὴν  ὁποία οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας ἔλεγαν· «Ὡς χαρίεν ἐ- στ᾽ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ» (= πόσο χαριτωμένο πλάσμα εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος). Μόνο διὰ τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπανέρχεται στὴν θεία μακαριότητα ἀπὸ τὴν  ὁποία ἔχει ἐκπέσει, φτάνει στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ (Γέν. 1,26), γίνεται μικρὸς θεός,  θ ε ὸ ς   κ α τ ὰ   χ ά ρ ι ν.
Ἂς ψάλουμε λοιπὸν μὲ ἀγαλλίασι·  «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ  Κυρίῳ,  πᾶσα ἡ γῆ,  καὶ  ἐν εὐφροσύνῃ  ἀνυμνήσατε, λαοί,  ὅτι δεδόξασται».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ φυλλάδιο «Ἡ Ἀγάπη» Κοζάνης φ. 4/25Δεκεμβρίου 1943. Μεταγλώττισις καὶ ἐλάχιστη σύντμησις 23-11-2012.

Ο ΗΡΩΔΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

 Στη ζωή μας συναντούμε σκληρούς και άδικους ανθρώπους. Αναρωτιόμαστε πολλές φορές για τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους, όχι μόνο έναντί μας, αλλά και έναντι των άλλων ανθρώπων. Πώς μπορούν να κάνουν κακό; Πώς μπορούν να αισθάνονται ήρεμοι με τον εαυτό τους και την συνείδησή τους, όταν δεν δείχνουν ανθρωπιά, αγάπη, συμπαράσταση στους υπολοίπους, αλλά είναι έτοιμοι να βλάψουν, να στενοχωρήσουν, να προχωρήσουν με γνώμονα το συμφέρον τους, αδιαφορώντας για τα δάκρυα, τον πόνο, τον θυμό που προκαλούν; 
Συνήθως είναι η εξουσία αυτή που οδηγεί τον άνθρωπο σε μία υπερήφανη και σκληρή και ιδιοτελή στάση. Ακόμη κι αν έχει αρχές και αξίες οι οποίες τον εμπνέουν μέχρις ενός σημείου, όταν καταλάβει την εξουσία ή στην προοπτική αυτής είναι διατεθειμένος να βάλει στο περιθώριο κάθε τι το καλό για τους πολλούς, να γίνει ψεύτικος και να μιλά με ψέματα, μόνο και μόνο για να επικρατήσει ή για να διακρατήσει την εξουσία του, αλλά και δεν ενδιαφέρεται για το αληθινό καλό των άλλων, παρά μόνο για το δικό του. Δεν ενδιαφέρεται για την γνώμη των άλλων για το πρόσωπό του. Τον ενδιαφέρει μόνο η κυριαρχία του. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα γι’  αυτόν. Άλλοτε, βέβαια, είναι και θέμα χαρακτήρα. Ο άνθρωπος μεγαλώνει εκδικητικός, σκληρός, απαιτητικός και κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να αποδείξει την δύναμή του στους άλλους.  Έτσι, δεν ορρωδεί προ ουδενός. Είναι έτοιμος και για το πιο απεχθές έγκλημα. Την πιο απεχθή πράξη. Και βεβαίως πιστεύει ότι δικαιολογείται να πράξει το κακό. Ακόμη κι αν γνωρίζει ότι όντως είναι κακό.
Η Εκκλησία μας, εορτάζοντας τη Γέννηση του Χριστού, μας υπενθυμίζει ένα τέτοιο πρόσωπο, παραδομένο στο κακό. Πρόκειται για τον Ηρώδη, τον βασιλιά των Ιουδαίων. Μας περιγράφει το πώς συμπεριφέρθηκε τόσο έναντι των Μάγων, όσο και έναντι των νηπίων της Βηθλεέμ, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο για την εξουσία του, τον οποίο πίστευε ότι αντιπροσώπευε ο Χριστός. «Ηρώδης εθυμώθη λίαν»  (Ματθ. 2,16).  Ο Ηρώδης θύμωσε πολύ όταν διαπίστωσε ότι το τέχνασμά του να παγιδεύσει τους Μάγους και να τον ενημερώσουν πού βρίσκεται ο Χριστός δεν πέτυχε. Και τότε, προκειμένου να διασφαλίσει τον θρόνο του, διέταξε να γίνει ένα από τα απεχθέστερα εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία:  αυτό της σφαγής των νηπίων της Βηθλεέμ. Ο στόχος του βέβαια δεν επετεύχθη. Όμως, εκτός από τη θανάτωση των αθώων βρεφών, οδήγησε τον Χριστό στον πρώτο μεγάλο διωγμό:   αυτόν της προσφυγιάς. Έδειξε έτσι ότι ο Κύριος δεν είχε να περιμένει από τους ισχυρούς της γης αποδοχή, αλλά απόρριψη. Το ίδιο και όσοι  Τον ακολουθούνε. Μπορεί ο Ηρώδης να απέτυχε, ωστόσο μας έδειξε τι σημαίνει ο άνθρωπος να είναι νεκρός κατά Θεόν, να βιώνει τον πνευματικό θάνατο της εξουσιομανίας, της κακίας, της απουσίας σύνεσης. Και, όπως αναφέρει η παράδοση, ο Ηρώδης βρήκε φρικτό θάνατο μέσα από επονείδιστη ασθένεια. Την σκληρότητα του  πνευματικού θανάτου επεκύρωσε η σκληρότητα του σωματικού. Η εξουσία του κράτησε για λίγο. Όμως μας δίδει την δυνατότητα να σκεφτούμε τις προεκτάσεις που ο τρόπος του αφήνει στον χρόνο, ιδιαιτέρως στο σήμερα, για να προβληματιστούμε. Διότι τελικά δεν είναι ένας ο Ηρώδης, αλλά πολλοί.
Σήμερα υπάρχει ο Ηρώδης του πολιτισμού και του τρόπου ζωής της κοινωνίας μας. Ο σύγχρονος πολιτισμός εξορίζει τον Χριστό από τις καρδιές των ανθρώπων αντικαθιστώντας  Τον με τα υλικά αγαθά, το δικαίωμα στην ικανοποίηση κάθε αμαρτωλής επιθυμίας, τον θρίαμβο των παθών και την απενοχοποίησή τους, την αποθέωση της βίας και του ψέματος και την ελπίδα στην εξουσία, οικονομική, πολιτική και τηλεοπτική.  Και οι άνθρωποι δεν κατανοούμε ότι ο χρόνος μας κατατρώγεται από τον τρόπο αυτό, με αποτέλεσμα τα περιθώρια για αγάπη, για ταπείνωση, για ελευθερία να μειώνονται. Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν ως γνώμονα το «εγώ» και ο θάνατος βασιλεύει στις καρδιές μας. Άλλωστε απουσιάζει η ελπίδα στην Ανάσταση και την αιωνιότητα.
Σήμερα υπάρχει ο Ηρώδης του πειρασμού, του διαβόλου, του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου. Μας κυβερνούν οι λογισμοί μας. Δεν θέλουμε να τους αποκρούσουμε, αλλά νομίζουμε ότι το δίκαιο βρίσκεται στο να τους εκπληρώσουμε. Έτσι κυριαρχεί ο θυμός όταν δεν γίνεται το θέλημά μας. Η απόρριψη των άλλων. Η αίσθηση ότι υπάρχουν για να τους χρησιμοποιούμε και όχι για να μας προσφέρουν αγάπη και να τους προσφέρουμε αγάπη. Οι ανθρώπινες σχέσεις, δια των λογισμών, γίνονται πεδία διαμάχης, επικράτησης, εξουσίας. Το όνομα του Θεού δεν συγκινεί. Και ο πειρασμός έχει πετύχει να μας πείσει ότι δεν υφίσταται, ενώ καραδοκεί στις επιδιώξεις και τις φιλοδοξίες μας, στις επιθυμίες που δεν έχουν να κάνουν με την αγάπη.
Σήμερα υπάρχει ο Ηρώδης της σχηματοποιημένης μοναξιάς. Ο άνθρωπος, έχοντας ως γνώμονα και κέντρο της ζωής του τον εαυτό του, πιστεύει ότι είναι μόνος του στον κόσμο, καθώς έχει χτίσει τείχη γύρω του, τα οποία δεν του επιτρέπουν να έχει αληθινή κοινωνία με τους άλλους. Θέλει τους άλλους τέλειους έναντί του. Να προλαβαίνουν τις επιθυμίες του. Να τον καταλαβαίνουν. Να του αναγνωρίζουν το δίκαιό του. Να είναι παρόντες στη ζωή του, χωρίς να χρειάζεται ο ίδιος να είναι παρών στη δική τους. Και έτσι απουσιάζει και ο Χριστός από τη ζωή του, διότι ο Χριστός ζητά καρδιές που ανοίγονται, που προσφέρονται, που δίνουν, ακόμη κι αν δεν πάρουν.  Η σχηματοποιημένη μοναξιά κάνει τον άνθρωπο θυμωμένο και την ίδια στιγμή μελαγχολικό και απογοητευμένο.  Κατατρώγει την καρδιά του και τον κάνει εχθρό με τους άλλους. Έτσι, τον ρίχνει στον καιάδα της ιδιοτέλειας, της κακίας, της ουσιαστικής ακοινωνησίας.
Ρίζα των πάντων η παράδοσή μας στον πνευματικό θάνατο, στην απουσία της κοινωνίας με το Θεό. Ελπίδα μας η μετάνοια. Η ανάνηψη. Η εκζήτηση της πίστης. Η ανταπόκρισή μας στην κλήση του Θεού να τον δεχτούμε στις καρδιές μας, η οποία κάθε στιγμή μας προσφέρεται δια της Εκκλησίας. Και τρόπος υπέρβασης του θυμού η ταπεινή καρδιά και η αγάπη που μπορεί να νικήσει.
Ο Χριστός έφυγε από την Βηθλεέμ για να αποφύγει τον δικό Του Ηρώδη. Απέναντι στους ανθρώπους με σκληρότητα και κακία η φυγή είναι μία λύση. Αν όμως δεν μπορούμε να τους αποφύγουμε, η υπομονή και η ταπείνωση είναι ο άλλος δρόμος. Και βεβαίως η δυνατότητα να μην επιβραβεύεται η συμπεριφορά τους και η στάση ζωής τους. Ο λόγος και ο έλεγχος. Η αλήθεια. Η αγάπη που ξέρει να γιατρεύει πληγές ρίχνοντας κρασί, για να καυτηριαστούν, αλλά και την ίδια στιγμή, λάδι για να γλυκάνει ο πόνος. Εμείς μπορούμε να χτίσουμε στην καθημερινότητά μας έναν διαφορετικό πολιτισμό. Αφήνοντας στην άκρη τον διάβολο και το κακό και ανοίγοντας την καρδιά μας. Και ο γεννηθείς Κύριος θα συνδράμει ώστε ο χρόνος μας να γίνεται ζωή και όχι παραμονή και προσδοκία θανάτου.

Ο σύγχρονος σφαγιασμός αθώων υπάρξεων «Φωνή εν Ραμά ηκούσθη,θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς» (Ματθ.β’, 18)

«Φωνή εν Ραμά ηκούσθη,θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς» (Ματθ.β’, 18)
Στο σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα γίνεται λόγος για την φυγή του Θείου Βρέφους στην Αίγυπτο, για τη σφαγή των 14χιλιαδων αθώων νηπίων από την απάνθρωπη μανία του φοβερού Ηρώδη και για την επιστροφή του Θείου Παιδίου με την Παναγία Μητέρα Του και τον Προστάτη Ιωσήφ από την Αίγυπτο και την εγκατάστασί τους στην Ναζαρέτ της Γαλιλαίας.
Ο απαίσιος και θηριώδης Ηρώδης καταλήφθηκε από μεγάλο φθόνο και ασυγκράτητο θυμό μόλις έμαθε από τους Μάγους της Ανατολής για τον νεογέννητο Θείο Βασιλιά των Ιουδαίων και, αφού τους έστειλε στη Βηθλεέμ σε αναζήτησί Του, κατέστρωσε ένα σκοτεινό σχέδιο εξοντώσεώς Του. Ο φθόνος, η ζήλεια και η υπεροψία κυριάρχησαν στην αγριεμένη και ταραγμένη ψυχή του και όταν κατάλαβε ότι ενεπαίχθη, δηλ. ξεγελάσθηκε από τους Μάγους, έβαλε σε εφαρμογή το σκοτεινό σχέδιο εξοντώσεως όλων των νηπίων της Βηθλεέμ και όλης της γύρω περιοχής από δυό χρονών και κάτω. Έτσι, αιματοκύλησε όλες τις οικογένειες της περιφέρειας εκείνης που είχαν νήπια και με τον τρόπο αυτό επεκράτησε εκεί «θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς».
Φρικτό και φοβερό το άκουσμα και το θέαμα να σφάζωνται σαν αρνάκια του Θεού όχι ένα, δύο και δέκα, αλλά 14 χιλιάδες αθώα νήπια. Οι πρώτοι Μάρτυρες του Χριστού, οι νηπιομάρτυρες, των οποίων τα κεφαλάκια, μικρά κρανία σώζονται ακόμα σαν ιερά λείψανα για να θυμίζουν την αποτρόπαιη εκείνη και απάνθρωπη θηριωδία, το φοβερό εκείνο γεγονός, το οποίο έχει στιγματισθή με τα μελανώτερα χρώματα στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους.
Όμως, δυστυχώς, αγαπητοί μου αδελφοί,το στυγερό εκείνο και αποτρόπαιο έγκλημα σε βάρος αθώων υπάρξεων συνεχίζεται από τότε και μέχρι σήμερα, με τον μανδύα της νομιμότητας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αφού πια έχουν νομιμοποιηθή και επισημοποιηθή, με την καταβολή των δαπανών από το κράτος, μάλιστα, οι εκτρώσεις, δηλ. οι φόνοι χιλιάδων αθώων εμβρύων.Δεκατέσσερεις χιλιάδες νήπια εδολοφόνησε ο φοβερός Ηρώδης. Τριακόσιες χιλιάδες και πλέον έμβρυα φονεύονται στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας κάθε χρόνο και έτσι εξανδραποδίζεται διαρκώς το Ελληνορθόδοξο γένος μας, με αποτέλεσμα να διογκώνεται κάθε χρόνο το δημογραφικό μας πρόβλημα και να πετιούνται στους υπονόμους στρατιές ολόκληρες αγέννητων παιδιών, που θα ήταν διαφορετικά το καμάρι και οι άγρυπνοι φρουροί της ταλαίπωρης και προδομένης πατρίδας μας. Και τούτα τα απαίσια και φρικτά εγκλήματα«ημών κοιμωμένων» και εφησυχαζόντων…
Δεν είναι καθόλου ευχάριστη αυτή η διαπίστωσις, αδελφοί μου, αλλά είναι και πηγή και πρόξενος μεγάλων συμφορών δια το ορθόδοξο γένος μας το φοβερό αυτό κατάντημά μας, το οποίο φαίνεται ότι ξεχνούμε και καθόλου δεν μας απασχολεί. Δεν είναι μικρός ο αριθμός των δυστυχισμένων εκείνων γυναικών, οι οποίες χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς αναστολές φθάνουν στην έκτρωσι,γιατί θεωρούν ότι το κυοφορούμενο έμβρυο είναι εξάρτημα του σώματός των και μπορούν να το μεταχειρίζωνται όπως θέλουν και ακόμα να το πετούν αδιάφορα στον σκουπιδοντενεκέ … Κύριε ελέησον! Όμως, θα έπρεπε οχετοί δακρύων να χύνωνται καθημερινά από όλο το ορθόδοξο πλήρωμα δια να αποτρέψωμε τελικά την οργήν του Κυρίου με την ειλικρινή μετάνοιά μας και την ευάρεστη πλέον εις τον Θεόν ζωήν μας.
Ας το αποφασίσωμε αυτό όλοι, μικροί και μεγάλοι, στην έναρξι του καινούργιου χρόνου, με την πνευματική μας αφύπνισι και με την θεάρεστη αλλαγή του τρόπου ζωής και σκέψεών μας. Γένοιτο.

Οι σύγχρονοι παιδοκτόνοι (Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση

Το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, αγαπητοί μου, διηγείται τον πρώτο διωγμό κατά του Χριστού που συνέβη ποτέ στην ιστορία. Ο αιμοσταγής Ηρώδης, τυφλωμένος από τη λαγνεία της εξουσίας, νιώθοντας να τρίζει ο θρόνος του από ένα νεογέννητο «βασιλέα», δολοφονεί, εν ψυχρώ, δεκατέσσερις χιλιάδες βρέφη της Βηθλεέμ. Οι πρώτοι νεομάρτυρες της Εκκλησίας, ως προς την ηλικία, είναι γεγονός. Δεν υπάρχει ανθρώπου νους για να συλλάβει το μέγεθος της παράνοιας. Δεν υπάρχει γραφίδα να δικαιολογήσει τη διαταγή της ασύλληπτης τρέλας. Κανείς δε μπορεί να δεχθεί τον μαζικό θάνατο τόσων βρεφών για οποιαδήποτε σκοπιμότητα.

Ή μήπως μπορεί; Μήπως, τελικά, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Γιατί, πώς δικαιολογείται, διαφορετικά, η νομοθετικά κατοχυρωμένη σφαγή εκατοντάδων χιλιάδων αγέννητων βρεφών στην πατρίδα μας, μόνο, κάθε χρόνο, μέσω της δολοφονικής πρακτικής των εκτρώσεων; Μήπως, τελικά, η μορφή του Ηρώδη δεν είναι και τόσο αποτρόπαια στην «πολιτισμένη» κοινωνία του 21ου αιώνα; Μερίδα της ιατρικής κοινότητας, γυναικείες οργανώσεις, όψιμοι υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δυστυχώς και σύγχρονες κυβερνήσεις έχουν συστρατευτεί στην υπηρεσία ενός εγκλήματος που πλασάρεται, στην εποχή μας, ως δικαίωμα! Η Εκκλησία μας αρνείται να συμμετάσχει στην τραγωδία και διακηρύσσει την σταθερή άρνησή Της στο έγκλημα, δεχόμενη το ανάθεμα του αναχρονισμού και της οπισθοδρόμησης.

Η Εκκλησία μας λέει «όχι» στις αμβλώσεις, γιατί πιστεύει αταλάντευτα στην ιερότητα της ζωής, η οποία είναι Θείο έργο και δώρο. Η Εκκλησία μας λέει «όχι» στις αμβλώσεις, γιατί αυτές συνιστούν κατάφορη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι παράλογο κι εξωφρενικό να χαρακτηρίζεται δικαίωμα η επιλογή μιας γυναίκας να προβεί σε άμβλωση τη στιγμή κατά την οποία η πράξη αυτή συνιστά τη στέρηση του δικαιώματος της ζωής μιας ανθρώπινης ύπαρξης που μόλις άρχισε να διαμορφώνεται. Η αδυναμία του εμβρύου να υπερασπιστεί τον εαυτό του δε δικαιώνει την επιλογή της καταστροφής του.

Η Εκκλησία μας λέει «όχι» στις αμβλώσεις, γιατί «η άποψη ότι η γυναίκα έχει το δικαίωμα ν’ αποφασίζει μόνη της για το σώμα της και για το έμβρυο της μήτρας της, είναι όχι μόνο ηθικά, αλλά και κοινωνικά και λογικά απαράδεκτη. Και πριν απ’ όλα, το έμβρυο δεν ανήκει στη γυναίκα, αλλά και στον άνδρα που συνέβαλε στη δημιουργία του. Ακόμα, το έμβρυο δεν ανήκει ως ιδιοκτησία ούτε στη γυναίκα ούτε στον άνδρα που το δημιούργησαν, αλλά αποτελεί μια ξεχωριστή ζωντανή ύπαρξη που, οπωσδήποτε, αδικείται αν δε λαμβάνεται υπόψιν από τους γονείς και ειδικότερα από τη μητέρα που το φέρει προσωρινά»1.

Η Εκκλησία μας λέει «όχι» στις αμβλώσεις, γιατί γνωρίζει και αναδέχεται στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολόγησης, γυναίκες σε ώριμη ή και νεανική, ακόμα, ηλικία, που έχουν μεταβληθεί σε ανθρώπινα ράκη, ψυχικά και σωματικά, μη μπορώντας ν’ αντέξουν τις τύψεις και την ψυχολογική επιβάρυνση που προκαλούν ανάλογα τρομερά λάθη του παρελθόντος. Η αίσθηση της εγκληματικής πράξης μετατρέπει τη ζωή των γυναικών αυτών σ’ έναν εφιάλτη, σε μία τραγωδία, από την   οποία μόνο η μετάνοια και η αγάπη του Θεού μπορεί να τις λυτρώσει.

Η Εκκλησία μας λέει «όχι» στις αμβλώσεις και όταν πρόκειται για αποδεδειγμένα άρρωστα έμβρυα, με διακριβωμένη διανοητική ή σωματική αναπηρία. Και αυτό το κάνει γιατί πιστεύει πως οποιαδήποτε άλλη αντιμετώπιση συνιστά ρατσισμό που ανάγει το νου μας σε νοσηρές εποχές ανθρώπινων εκκαθαρίσεων και επιβίωσης των «εκλεκτών». Πιστεύει ότι και αυτές οι υπάρξεις έχουν δικαίωμα στη ζωή, έχουν και μπορούν να διαδραματίσουν το δικό τους ρόλο σ’ αυτό τον κόσμο, έχουν μερίδιο στην ευτυχία και στη χαρά.

Αυτή είναι η στάση της Εκκλησίας, που έρχεται σαν στοργική μάνα ν’ αναχαιτίσει αυτή τη δολοφονική και απάνθρωπη πορεία. Οι σύγχρονοι παιδοκτόνοι οφείλουν ν’ αντιληφθούν το μέγεθος της εκτροπής, έστω κι αν θίγονται τα ανίερα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους. Και οι γυναίκες, που με τόση ευκολία οδηγούνται στην τρομερή αυτή πράξη, να καταλάβουν ότι η αγάπη στο ανθρώπινο πρόσωπο, η πίστη στο Θεό και η ορθή αξιολόγηση της ζωής μπορούν να υπερνικήσουν κάθε δυσκολία, να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα και να φέρουν την πολυπόθητη ευτυχία. ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.

Εἴκοσι χιλιάδες μάρτυρες +Μητροπολίτης Σερβιών και Κοζάνης Διονύσιος




Τὸ σημερινὸ κήρυγμα, ποὺ εἶναι τὸ τελευταῖο τῆς χρονιᾶς, ἀναφέρεται στὸ μαρτύριο εἴκοσι χιλιάδων χριστιανῶν, τῶν ὁποίων τὴν ἱερὴ μνήμη ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Μαρτύρησαν τὸ 304 μετὰ Χριστὸν στὴ Νικομήδεια, στὸ μεγάλο διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ὁ Διοκλητιανὸς ἦταν βασιλέας στὴν Ἀνατολή, μὲ ἕδρα τὴ Νικομήδεια, ὅταν βασιλέας στὴ Ρώμη ἦταν ὁ Μαξιμιανός. Οἱ δυὸ αὐτοὶ βασιλιάδες ἤ καίσαρες, διοίκησαν τὸ ρωμαϊκὸ κράτος, ὁ ἕνας τὴ Δύση κι ὁ ἄλλος στὴν Ἀνατολή, ἀπὸ τὸ 285 ὡς τὸ 305. Αὐτὰ τὰ χρόνια συνδέονται μὲ τοὺς τελευταίους μεγάλους διωγμοὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ποὺ ὕστερα ἀπὸ 7 χρόνια, τὸ 312 καὶ 313, ἔθεσε τέρμα στοὺς διωγμούς, μεγάλωσε στὴ Νικομήδεια, ὡς ὅμηρος στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα τοῦ Διοκλητιανοῦ.

Τὸ 305, ὓστερ’ ἀπὸ μιὰ νικηφόρα ἐκστρατεία τοῦ Μαξιμιανοῦ στὴν Αἰθιοπία, θέλησαν νὰ πανηγυρίσουν σὲ ὅλο τὸ κράτος τὴ νίκη. Ἔστειλαν τότε γράμματα παντοῦ καὶ καλοῦσαν τοὺς ρωμαίους πολίτες νὰ ἔλθουν στὶς δύο πρωτεύουσες, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ ἐπινίκια. Ἡ ἰσχυρὴ ρωμαϊκὴ διοίκηση ἐξασφάλιζε εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, ὥστε νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ταξιδεύουν στὸ ἀπέραντο ρωμαϊκὸ κράτος. Ὁ τρόπος ποὺ καλοῦσαν τοὺς ρωμαίους πολίτες σὲ πάνδημες ἑορτὲς ὁμοιάζει καὶ θυμίζει, καθὼς διαβάζομε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, στὸ βιβλίο τοῦ προφήτη Δανιήλ, τὴ γενικὴ πρόσκληση τοῦ βασιλέα τῶν Βαβυλωνίων, γιὰ νὰ ἔλθουν ὅλοι, «λαοί, φυλαί, καὶ γλῶσσαι», νὰ προσκυνήσουν τὸν τεράστιο ἀνδριάντα του, ποὺ εἶχε στήσει «ἐν πεδίῶ Δεϊρὰ ἐν χώρᾳ Βαβυ-λῶνος».

Ἦσαν τότε οἱ ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων κι οἱ χριστιανοὶ τῆς Νικομήδειας μὲ τὸν ἐπίσκοπο, τὸν ὕστερα ἱερομάρτυρα Ἄνθιμο, ἦσαν συναγμένοι στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴ θεία Λειτουργία. Ὁ Διοκλητιανός, ποὺ εἶχε πιστέψει πὼς οἱ χριστιανοὶ τοῦ ἦσαν τὸ μεγάλο ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἀναδιοργάνωση ποὺ ἤθελε τοῦ κράτους, βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ξεκάμη στὴ Νικομήδεια, καθὼς ἦσαν συναγμένοι στὴν Ἐκκλησία. Φανάτισε λοιπὸν τοὺς ὄχλους καὶ τοὺς ἔβαλε καὶ μάζεψαν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μεγάλους σωροὺς ἀπὸ ξύλα καὶ φρύγανα. Ἔζωσαν τὴν Ἐκκλησία μὲ στρατὸ κι ἄναψαν ὕστερα τὰ φρύγανα καὶ τὰ ξύλα. Ἔτσι λαμπάδιασε ἡ Ἐκκλησία καὶ κάηκαν ὅλοι ποὺ ἦσαν μέσα καὶ προσεύχονταν. Πρέπει νὰ ἦσαν ἀρκετοί, ὅσους μποροῦσε νὰ χωρέση μία Ἐκκλησία ἐκείνου τοῦ καιροῦ.

Ὁ ἐπίσκοπος ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἄνθιμος, βλέποντας τί γινόταν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, κατάλαβε ποιὸ θὰ ἦταν τὸ τέλος, γι’ αὐτὸ καὶ φρόντισε ἀμέσως νὰ βαπτίση τοὺς κατηχούμενους καὶ νὰ κοινωνήση ὅλους ὅσοι ἦσαν στὴ θεία Λειτουργία. Οἱ χριστιανοὶ πολλὲς φορὲς εἶπαν τὸ «Ὑπὲρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς κινδύνου καὶ ἀνάγκης» καὶ τελευταία τὸ «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πάσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Ἔμειναν κλεισμένοι στὸ ναό, βλέποντας νὰ τοὺς ζώνη ἡ φωτιά, καὶ προσφέρθηκαν θυσία ὁλοκαυτώσεως στὸ Θεό, μὲ τὴν προσδοκία καὶ τὸ ὅραμα τῆς ἀναστάσεως. Ἀπὸ θαῦμα Θεοῦ ὁ ἐπίσκοπος δὲν κάηκε τότε, μαρτύρησε ὅμως ἀργότερα καὶ πῆρε θέση στὴ χορεία τῶν ἱερομαρτύρων, καὶ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἱερὴ μνήμη του στὶς 3 Σεπτεμβρίου.

Οἱ εἴκοσι χιλιάδες δὲν εἶναι βέβαια αὐτοὶ ποὺ βρέθηκαν τότε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅσοι μαρτύρησαν στὴν περιοχὴ τῆς Νικομήδειας. Ἡ πυρπόληση τοῦ ναοῦ μαζὶ μὲ τὸ ἔμψυχο περιεχόμενό του ὑπῆρξε τὸ κύριο γεγονός, ποὺ ἔμεινε ὡς πολὺ ἀπάνθρωπη πράξη καὶ ἀποτρόπαιο ἔγκλημα στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία τέτοιες πράξεις τὶς κράτησε καὶ τὶς θυμᾶται μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ ἀπονέμει τιμὴ στὴ μνήμη τῶν ἁγίων, ποὺ ὑπῆρξαν λογικὰ θύματα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ τοὺς ἐνέπνεε ἡ εἰδωλολατρία. Τὸ ἔγκλημα αὐτὸ τῆς Νικομήδειας δὲν εἶναι τὸ μόνο· κι ἄλλες τέτοιες ἱερὲς μνῆμες ἀνήκουστων ἐγκλημάτων διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ἔγιναν στὴν ἀρχαία, ἀλλὰ καὶ στὴ σύγχρονη ἐποχή. Κάθε τόπος σὲ κάθε καιρὸ εἶναι γεμάτος μὲ λείψανα ἁγίων μαρτύρων.

Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνώνυμους, ποὺ κάηκαν στὴ Νικομήδεια μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἶναι κι ἄλλοι δέκα γνωστοὶ μὲ τὰ ὀνόματά τους. Αὐτοὶ ἦσαν χριστιανοὶ τῆς Νικομήδειας, ἀλλὰ δὲν βρέθηκαν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ διῶκτες ἔψαξαν καὶ τοὺς βρῆκαν καὶ τοὺς πρόσθεσαν στὰ ἱερὰ θύματα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὁ Ἴνδης, ὁ Γοργόνιος καὶ ὁ Πέτρος, ποὺ τοὺς ἔδεσαν πέτρες καὶ τοὺς ἔρριξαν στὴ θάλασσα. Εἶναι ὁ στρατηγὸς Ζήνων, ποὺ ἀποκεφαλίσθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἀνακτορικὸ ἀξιωματοῦχο Δωρόθεο. Εἶναι ὁ Μαρδόνιος καὶ ὁ ἱερέας Γλυκέριος, ποὺ κάηκαν ζωντανοί. Εἶναι ὁ διάκονος Θεόφιλος, ποὺ τοῦ ἔκοψαν τὴ γλώσσα κι ὕστερα τὸν ἀποκεφάλισαν. Εἶναι καὶ ἡ Δόμνα, ποὺ τὴν ἔπιασαν, ὅταν πῆγε νὰ θάψη τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν ποὺ κάηκαν στὴν Ἐκκλησία. Ἀμήν.

Κυριακή μετά την Γέννηση Ο Θεός σώζει

Την Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα το ιερό Ευαγγέλιο μας παρουσιάζει όλες εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές του διωγμού του θείου Βρέφους από τον Ηρώδη. Όταν αναχώρησαν οι Μάγοι, λέει ο ιερός ευαγγελιστής Ματθαίος, άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στον Ιωσήφ, σε όνειρο, και του είπε: Σήκω και πάρε το Βρέφος και την Παναγία Μητέρα του και φύγε στην Αίγυπτο. Μείνε εκεί μέχρι να σου πω, διότι ο Ηρώδης θέλει να σκοτώσει το παιδί. Κι ο Ιωσήφ πήρε αμέσως μες στη νύχτα το θείο Βρέφος και την Θεοτόκο κι αναχώρησε για την Αίγυπτο.
Όταν όμως ο Ηρώδης κατάλαβε ότι οι Μάγοι τον εξαπάτησαν, θύμωσε πολύ. Κι έστειλε στρατιώτες οι οποίοι σκότωσαν όλα τα παιδιά που ήταν στη Βηθλεέμ και σ’ όλα τα περίχωρα και σύνορά της από δύο ετών και κάτω σύμφωνα με το χρόνο που υπολόγισε από τα λόγια των Μάγων. Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως εκείνο που προανήγγειλε ο προφήτης Ιερεμίας: Φωνή σπαρακτική ακούστηκε στο χωριό Ραμά, θρήνος και κλάματα και οδυρμός πολύς. Η σύζυγος του Ιακώβ Ραχήλ, που ήταν εκεί θαμμένη, κλαίει τα παιδιά της, και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να παρηγορηθεί, διότι τα αθώα αυτά παιδιά δεν υπάρχουν πλέον στη ζωή.
Πλήθος νηπίων είχε σφαγιασθεί. Και ο Ηρώδης ασφαλώς θα ησύχασε. Θα νόμιζε ότι θανάτωσε τον τεχθέντα βασιλέα. Άλλωστε όλα τα είχε οργανώσει τόσο καλά, όπως νόμιζε. Έκανε τα πάντα για να σκοτώσει τον βασιλιά που γεννήθηκε. Οργάνωσε προσεκτικά το φονικό του σχέδιο, πήρε πληροφορίες, υπολόγισε την ηλικία του παιδιού, έστειλε στρατεύματα, εξολόθρευσε όλα τα βρέφη της περιοχής. Τι κατάφερε όμως τελικά; Απολύτως τίποτε! Όλες οι δυνάμεις του κακού έπεσαν εναντίον του Κυρίου και δεν κατόρθωσαν τίποτε. Διότι στην κρίσιμη ώρα μίλησε ο ουρανός, επενέβη ο Θεός και ο Ιησούς σώθηκε. Έφυγε για την Αίγυπτο.
Τι έχει να πει σε μας αυτό το γεγονός; Ότι η εξέλιξη των πραγμάτων στην πορεία της ζωής μας βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Και ότι ακόμη κι αν όλη η μανία των οργάνων του σκότους πέσει επάνω μας, δεν μπορεί να καταφέρει εναντίον μας απολύτως τίποτε. Διότι μας προστατεύει ο Κύριος, εφόσον κι εμείς βρισκόμαστε κοντά Του. Ενδιαφέρεται κάθε στιγμή για μας. Δεν αδιαφορεί, όταν βρισκόμαστε σε δυσκολίες και κινδύνους. Είναι κοντά μας στις αγωνίες και στις δυσκολίες μας, μας δίνει θάρρος και δύναμη. Και στην κατάλληλη στιγμή επεμβαίνει και μας λυτρώνει από πειρασμούς και από πολλούς κινδύνους σωματικούς και ψυχικούς. Στις δύσκολες λοιπόν στιγμές που θα συναντήσουμε στη ζωή μας να μην ξεχάσουμε ποτέ πως έχουμε βοηθό τον παντοδύναμο Θεό.

Νικητής

Όταν λοιπόν πέθανε ο Ηρώδης, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον Ιωσήφ σε όνειρο στην Αίγυπτο και του είπε: Σήκω και πάρε το Παιδί και τη Μητέρα του και πήγαινε με την ησυχία σου στην χώρα του Ισραήλ. Διότι έχουν πεθάνει πλέον εκείνοι που ζητούσαν τη ζωή του παιδιού. Και ο Ιωσήφ σηκώθηκε, πήρε το Παιδί και τη Μητέρα του και ήλθε στην Παλαιστίνη. Αλλά όταν άκουσε ότι στην Ιουδαία βασίλευε ο Αρχέλαος, αντί για τον πατέρα του Ηρώδη, φοβήθηκε να πάει εκεί. Με εντολή όμως που του έδωσε ο Θεός στο όνειρό του, αναχώρησε στα μέρη της Γαλιλαίας, όπου ήταν ηγεμόνας ο Ηρώδης ο Αντίπας, που ήταν λιγότερο σκληρός από τον αδελφό του Αρχέλαο. Κι αφού ήλθε εκεί, κατοίκησε στην πόλη που λεγόταν Ναζαρέτ. Για να πραγματοποιηθεί εκείνο που ειπώθηκε από τους Προφήτες, ότι ο Ιησούς θα ονομασθεί περιφρονητικά από τους εχθρούς του Ναζωραίος.
Ο Ναζωραίος λοιπόν νίκησε, και ο διώκτης του Ηρώδης πέθανε. Και πώς πέθανε; Με θάνατο φρικτό, όπως περιγράφει η ιστορία. Πεθαίνουν λοιπόν κάποτε οι διώκτες. Ο θάνατος δίνει τέλος στην κακία τους. Οι διωγμοί τελειώνουν. Όσο σκληροί κι αν είναι. Μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία αναφέρονται τόσοι και τόσοι διωγμοί. Διωγμοί ύπουλοι και φοβεροί, άμεσοι και έμμεσοι, με νόμους και διατάγματα, με μαρτύρια και με θανατώσεις, με εξευτελισμούς και περιθωριοποιήσεις. Και οι διώκτες και οι διωγμοί μένουν στην ιστορία ως αποτρόπαιες σελίδες του δαιμονικού κόσμου των εχθρών του Χριστού.
Αυτός όμως που μένει νικητής και θριαμβευτής της ιστορίας είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο Ναζωραίος. Αυτός εξέρχεται Νικητής. Θριαμβευτής. Διότι δεν είναι ένας άνθρωπος που κινδυνεύει, αλλά ο Θεός που σώζει. Είναι ο ρυθμιστής της ζωής του κόσμου και της δικής μας. Στα χέρια του είναι η ζωή μας, η ζωή των λαών και των κρατών. Στα χέρια του βρίσκεται η Εκκλησία του και ο λαός του. Αυτός ανατρέπει τυράννους και καθεστώτα. Αυτός συντρίβει κάθε υπερφίαλο διώκτη που νομίζεις ότι μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο σχέδιό του. Μη φοβόμαστε λοιπόν σε κάθε εποχή, σε κάθε διωγμό άμεσο ή έμμεσο, φανερό ή κρυφό, κατά μέτωπον ή ύπουλο. Ας μένουμε πάντοτε με τον νικητή, με τον θριαμβευτή Ναζωραίο Κύριο. Η νίκη είναι πάντα δική του.
Περιοδικό “Ο Σωτήρ”, τ. 1991

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ Ευαγγέλιο: Ματθ. β΄, 13 – 23

Το Ευαγγέλιο του Χριστού
Την σημερινή τελευταία Κυριακή του χρόνου, αγαπητοί μου αδελφοί, ο Απόστολος Παύλος ομιλεί για το Ευαγγέλιο του Χριστού, το οποίο δεν είναι ανθρώπινο δημιούργημα και εφεύρημα, αλλά καρπός της αποκάλυψης του Κυρίου στον ίδιο, αλλά και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Προηγουμένως είχε εκφράσει την στενοχώρια και απογοήτευσή του στους Γαλάτες, καθώς πληροφορήθηκε ότι κάποιοι απ’ αυτούς εύκολα μεταπήδησαν από το Ευαγγέλιο της αλήθειας του Ιησού Χριστού σε άλλες διδασκαλίες, σε έτερα «ευαγγέλια», που δίδασκαν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες, με σκοπό την ταραχή του ποιμνίου της Εκκλησίας και την διαστροφή της Ευαγγελικής αλήθειας. Αυτή η Αποστολική αναφορά στο Ευαγγέλιο, στον Λόγο του Θεού, δηλ. που μεταδίδεται και θα διδάσκεται ανελλιπώς στη ζωή της Εκκλησίας, μέχρι το τέλος της ιστορίας, μάς δίδει την αφορμή και την ευκαιρία να επαναπροσδιορίζουμε μέσα μας την έννοια του Ευαγγελίου και να εκτιμήσουμε και πάλι την αξία του Θείου Λόγου, που είναι ο Χριστός προσφερόμενος στους αιώνες στον καθένα μας.
Ο κόσμος μας σήμερα είναι κορεσμένος από τον λόγο” λόγο πολιτικό, λόγο δημοσιογραφικό, λόγο επιστημονικό, λόγο ανθρώπινο και κοσμικό. Τις περισσότερες φορές, ο λόγος αυτός προκαλεί δυσφορία και εκπέμπει αποφορά. Διεγείρει τη σκέψη ή την αποκοιμίζει. Εξεγείρει τα ένστικτα, προκαλεί, θωπεύει, ενθουσιάζει πρόσκαιρα ή απογοητεύει. Πάντα, όμως, εξυπηρετεί μια σκοπιμότητα” να χειραγωγήσει τον ακροατή, να ελέγξει τη σκέψη του και να τον καθυποτάξει στην λογική του εκφραστή του, που, συνήθως, είναι ιδιοτελής και καιροσκοπική. Γι’ αυτό και ο λόγος αυτός ο κοσμικός, αν και πληθωρικός, αφήνει ανικανοποίητο τον άνθρωπο, ο οποίος, όμως την ίδια στιγμή, αρνείται να ακούσει και να αφουγκραστεί έναν άλλο Λόγο που είναι συνεπής, σταθερός, δίκαιος, ειρηνικός, αλλά και ελεγκτικός, αγαπητικός και ανεκτικός, ευεργετικός και σωτήριος. Και αυτός ο Λόγος είναι ο Χριστός, προσφερόμενος μέσα από το Ευαγγέλιό Του σε κάθε διψασμένη ψυχή που κουράστηκε από τα ανθρώπινα λογοπαίγνια και αναζητεί την Θεϊκή αλήθεια” είναι η χαρμόσυνη αγγελία, το μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας, που μάς καλεί να ακολουθήσουμε το υπόδειγμα του βίου που Εκείνος μάς άφησε.
Από αυτόν τον λόγο του Θεού, όπως διδάσκεται μέσα στην Εκκλησία, έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος, όσο έχει ανάγκη και από το καθημερινό του ψωμί, προκειμένου να ζήσει, όχι ως σάρκα μόνο, αλλά κυρίως ως πνεύμα. «Ο λόγος του Θεού είναι τόσο αναγκαίος για την πνευματική ζωή του ανθρώπου όσο είναι και το ψωμί για την σωματική του συντήρηση. «Άρτω μεν σώμα τρέφεται, λόγω δε Θείω ψυχή στηρίζεται», διδάσκει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς, είναι τόσο αναγκαίος όσο και ο άρτος ο επιούσιος, μάλλον δε, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο Θείος Λόγος είναι αναγκαιότερος από την υλική τροφή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ιησούς Χριστός ποτέ δε μακάρισε τους χορτάτους, αλλ’ αντίθετα, τους εταλάνισε: ουαί υμίν οι εμπεπλησμένοι, είπε. Μακάρισε, όμως, τους πεινασμένους και είπε μακάριοι οι πεινώντες και μακάρισε εκείνους που ακούνε τον λόγο του Θεού: μακάριοι οι ακούοντες τον λόγο του Θεού, χαρά σ’ εκείνους που έχουν την ευκαιρία να ακούνε, μα και θέλουν να ακούσουν. Γιατί πάντα μένει σαν ένα αναπάντητο ερώτημα. Πόσοι ακούνε; Πόσοι πεινάνε και διψάνε για να ακούσουν λόγο Θεού; Δεν είναι χωρίς σημασία εκείνο που ακούμε να λέει ο Ιησούς Χριστός στα ιερά Ευαγγέλια, όταν τελειώνει κάποια διδαχή του: ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω»1
Αδελφοί μου, το Ευαγγέλιο του Χριστού είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός της ζωής μας” η απάντηση στα ερωτήματά μας” η διέξοδος στ’ αδιέξοδα μας” η λύση των προβλημάτων μας. Άραγε, έχουμε αντιληφθεί αυτή την αλήθεια ή αντιμετωπίζουμε το Ευαγγέλιο ως ένα κοινό βιβλίο σαν όλα τα άλλα που στολίζουν τη βιβλιοθήκη μας; Νιώσαμε ότι αγγίζοντάς το αγγίζουμε τον Ίδιο τον Χριστό που αποκαλύπτεται διαρκώς μέσα στις σελίδες του; Κάναμε το Ευαγγέλιο καθημερινή ανάγκη της ζωής μας ή περιοριστήκαμε στην επιδερμική προσέγγισή του, μέσα στο πλαίσιο της λειτουργικής μας ζωής; Διδάξαμε στα παιδιά μας την σπουδαιότητά του, τους μιλήσαμε για τον πλούτο που κρύβει μέσα του, αφιερώσαμε έστω λίγα λεπτά για να τα κάνουμε να το αγαπήσουν, όπως αγαπούν και προσκολλώνται σε άλλα κοσμικά, ανούσια και επισφαλή αναγνώσματα. Μάθαμε, πρώτα εμείς οι ίδιοι, να κάνουμε τρόπο ζωής το άγιο περιεχόμενό του;
Αδελφοί μου, ένα νέο έτος ανατέλλει εμπρός μας. Είναι σαν μια νέα ζωή να γεννιέται στον κόσμο. Ας δούμε αυτή τη συγκυρία ως μια ευκαιρία για την προσωπική μας εν Χριστώ αναγέννηση, όπου το γάλα, το ψωμί και το νερό της πνευματικής μας ζωής θα γίνει ο Λόγος του Θεού, το Ευαγγέλιό Του! ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο.
1 Διονύσιος (+), Μητροπολίτης Σερβίων & Κοζάνης, «Θεολογία», Τόμος 82, Απρίλιος – Ιούνιος 2011, σελ. 32

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ – 28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
(Ματθ. β΄ 13-23)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ζοῦμε ἀκόμη μέσα στὸ ἑορταστικὸ κλῖμα τῶν Χριστουγέννων. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὀνομάζει τὴ σημερινὴ Κυριακὴ «Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα». Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνει φανερὰ ὅτι συνεχίζει τὸν χριστουγεννιάτικο ἑορτασμό. Γι’ αὐτὸ καὶ προβάλλει σήμερα περιστατικά ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνέβησαν σχετικὰ σύντομα μετὰ τὴ Γέννησή του. Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴ φυγὴ τοῦ Χριστοῦ στὴν Αἴγυπτο, γιὰ τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ἡρώδη καὶ τέλος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Ναζαρέτ.
Τὰ δύο ἀπὸ τὰ παραπάνω περιστατικὰ εἶναι πολὺ θλιβερὰ καὶ γεννοῦν μέσα μας πολλὰ ἐρωτηματικά. Καὶ τὰ δύο ἀναφέρονται σὲ ἀδικίες καὶ διωγμούς. Καὶ στὰ δύο ἡ κακία στρέφεται πρὸς μικρὲς τρυφερὲς ὑπάρξεις. Στὸ πρῶτο διώκεται τὸ ἀναμάρτητο νήπιο Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἦρθε κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τοὺς εὐεργετήση καὶ νὰ τοὺς σώση. Αὐτὸς ὁ φιλάνθρωπος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πρὶν προφθάση καλὰ καλὰ νὰ πατήση ὡς ἄνθρωπος ἐπάνω στὴ γῆ, ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν πατρίδα του. Γίνεται πρόσφυγας στὴ μακρυνὴ τότε Αἴγυπτο καὶ ταλαιπωρεῖται γιὰ ὁλόκληρα χρόνια. Κι αὐτὸ ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτωλῆς φιλοδοξίας τοῦ Ἡρώδη. Στὸ δεύτερο περιστατικὸ σφαγιάζονται τὰ ἀθῶα νήπια τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων. Ὁ βασιλιάς
Ἡρώδης, ποὺ φοβᾶται μήπως χάση τὸν θρόνο του, διατάσσει νὰ ἐξολοθρευθοῦν ὅλα τὰ νήπια κάτω τῶν δύο ἐτῶν. Πιστεύει ὁ ταλαίπωρος ὅτι ἔτσι θὰ ἐξοντώση σίγουρα τὸν μικρὸ Ἰησοῦ.
Κι ἐμεῖς διερωτώμαστε: Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἔσωσε τὸν νεογέννητο Μεσσία μ’ ἕνα θαυματουργικὸ τρόπο; Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ μικρὸς Ἰησοῦς νὰ παραμείνη στὴ Βηθλεὲμ καὶ νὰ εἶναι ἄτρωτος στὶς λόγχες τῶν στρατιωτῶν; Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ κάνη τὰ χέρια τῶν στρατιωτῶν νὰ παραλύσουν τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐπιχειροῦσαν νὰ θανατώσουν τὸν Χριστό; Καὶ βέβαια θὰ μποροῦσαν ὅλα αὐτὰ νὰ γίνουν μὲ τὴ θεία παντοδυναμία. Ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τοὺς δικούς του λόγους γιὰ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπει νὰ γίνουν. Γιὰ τὸ συγκεκριμένο ζήτημα οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς ἐξηγοῦν ὅτι ὁ νεογέννητος Χριστὸς ἀφήνεται νὰ διωχθῆ καὶ νὰ ταλαιπωρηθῆ, γιὰ νὰ φανῆ καθαρὰ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε στ’ ἀλήθεια καὶ ἔγινε πραγματικὸς ἄνθρωπος. Καθὼς οἱ ἄνθρωποι πληροφοροῦνται ὅτι τὸ νήπιο τῆς Βηθλεὲμ σώζεται μὲ ἀνθρώπινους τρόπους δέχονται εὐκολώτερα ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ὕστερα, ὁ Χριστὸς θέλει νὰ γίνη ὑπόδειγμα σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ὑφίστανται πολλοὺς καὶ μεγάλους πειρασμούς ἀπὸ τὰ μικρά τους ἀκόμη χρόνια. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι στὶς μεγάλες δυσκολίες καὶ στὰ βάσανά μας τίποτε δὲν μᾶς παρηγορεῖ τόσο, ὅσο ἡ σκέψη ὅτι περισσότερο ἀπὸ ἡμᾶς ὑπέφερε ὁ ἀναμάρτητος Κύριός μας.
Ὅσον πάλι ἀφορᾶ στὰ νήπια ποὺ σφαγιάστηκαν, διερωτώμαστε: Γιατὶ νὰ ὑποστοῦν τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀδικία; Γιατὶ νὰ
δολοφονηθοῦν στὰ πρῶτα βήματα τοῦ βίου τους; Γιατὶ νὰ δεχθοῦν τὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ θάνατο, χωρὶς νὰ ἔχουν διαπράξει κανένα κακό; Καὶ ἐδῶ τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνουν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται στὰ μάτια τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ βλέπει ὁ πανσοφος καὶ παντογνώστης Θεός. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀδικημένος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖται ἀπὸ τοὺς ἄλλους· οὔτε αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει καὶ βασανίζεται, ἔστω καὶ ἄδικα, ἐδῶ στὴ γῆ. Πραγματικὰ ἀδικημένος εἶναι αὐτὸς ποὺ προξενεῖ κακὸ καὶ ἀδικεῖ τοὺς ἄλλους.
Αὐτὴ εἶναι μία ἄλλη φιλοσοφία, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ φιλοσοφία τῶν ἀνθρώπων. Τὸ πόσο δὲ ἀληθινὴ εἶναι ἡ φιλοσοφία αὐτὴ μᾶς τὸ ἀποδεικνύει ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. Τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου ἔβλεπαν ἐδῶ στὴ γῆ δυστυχισμένο τὸν φτωχὸ Λάζαρο καὶ εὐτυχισμένο τὸν πλούσιο. Στὸ τέλος ὅμως ἀληθινὰ καὶ αἰώνια εὐτυχισμένος ἀποδείχθηκε ὁ Λάζαρος, ἐνῶ ὁ πλούσιος βρέθηκε νὰ εἶναι αἰώνια δυστυχισμένος. Ἔτσι συνέβη καὶ μὲ τὰ νήπια, ποὺ σφαγιάσθηκαν πρόωρα καὶ ἄδικα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχασαν τὶς πρόσκαιρες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ μποροῦσαν ἴσως νὰ εἶναι καὶ μεγάλες ταλαιπωρίες. Ὅμως καὶ κέρδισαν τὰ ἀπερίγραπτα καὶ ἀνεκτίμητα ἀγαθὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς κοντὰ στὸν ἅγιο Θεό. Ἀντίθετα ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης ἀποδείχθηκε ὁ ἀληθινὰ δυστυχισμένος. Καὶ τὸ τέλος τοῦ βίου του ὑπῆρξε φρικτὸ, ἀφοῦ πέθανε γεμάτος σκουλήκια, ποὺ ἔτρωγαν ζωντανὸ ἀκόμη τὸ
σῶμα του, καὶ αἰώνια βασανίζεται στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως.
Γι αὐτό καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἄς ἐγκαταλείψουμε τὴ φιλοσοφία τοῦ κόσμου κι ἄς ἐγκολπωθοῦμε τὴ φιλοσοφία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ἔκαναν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ἄς ἀποκτήσουμε «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἄς πάψουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ ὅσα μᾶς συμβαίνουν μὲ τὴ λογικὴ τοῦ κόσμου. Ἄς τὰ δοῦμε μὲ τὴ λογικὴ τοῦ Θεοῦ. Ἄς ζήσουμε, τέλος, μὲ τὸ φρόνημα ποὺ ἐκφράζει ὁ ὕμνος τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας: «Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες· διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεὸς ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος, βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος τοὺς αὐτοῦ βοῶντας, Ἀλληλούια». Δηλαδή, «Ἀφοῦ εἴδαμε τὴν παράδοξη γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἄς ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὰ κοσμικά, κάνοντας τὸν νοῦ μας νὰ σκέπτεται πνευματικά, οὐράνια. Αὐτὸς βέβαια ἦταν καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ὕψιστος Θεὸς φανερώθηκε στὴ γῆ ὡς ταπεινὸς ἄνθρωπος, θέλοντας νὰ προσελκύση στὸ πνευματικὸ ὕψος ὅσους τὸν δοξολογοῦν κραυγάζοντας, Αἰνεῖτε τὸν Κύριον». Ἀμήν.

Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννηση (Ματθ. β΄13-23)

Βρισκόμαστε, ἀγαπητοί μου, ἀκόμη μέσα στὴν πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγαλλιάσεως τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Δοξολογίες, ὕμνοι καὶ εὐγνωμοσύνη, συναισθήματα ἅγια, βαθιὰ μέσα μας, κυριαρχοῦν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λυτρωτῆ τοῦ κόσμου στὴ γῆ. Καὶ σήμερα Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννηση, ὅπως ὀνομάζεται, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴ μνήμη τριῶν μεγάλων μορφῶν. Τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος, τοῦ Δαβὶδ τοῦ προφητάνακτος καὶ τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Καὶ ὁ μὲν δίκαιος Ἰωσὴφ ἀξιώθηκε νὰ γίνει μνήστωρ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς Παναγίας μας, ὁ Προφήτης καὶ Βασιλεὺς Δαβὶδ εἶχε τὴν ὕψιστη τιμὴ νὰ ἀνακηρύξει τὸ γεγονὸς τῆς Θείας Ἐπιφανείας στὸν προχριστιανικὸ κόσμο, ὁ δὲ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος βρέθηκε πολὺ κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ ἔζησε τὴν παρουσία Του καὶ ἀναδείχθηκε Ἀπόστολος καὶ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων.
Τὰ τρία αὐτὰ πρόσωπα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ σηματοδοτοῦν τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν Νόμο στὴ Χάρι. Εἶναι πρόσωπα τὰ ὁποῖα εἶχαν μία στενὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό, διότι ἔζησαν ὁ καθένας μ’ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο τὸ ἔλεος, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴ δόξα Του. Τὸν γνώρισαν ὡς «τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ», «πρότερον μὲν» ὁ Δαβίδ, «ἄσαρκον ὡς Λόγον, ὕστερον δὲ» ὁ Ἰωσήφ, καὶ ὁ Ἰάκωβος «δι’ ἡμᾶς σεσαρκωμένον».
Περάσαμε τὰ ἱερὰ καὶ ἅγια Χριστούγεννα. Γέμισε ἡ ψυχή μας μὲ χαρά, εὐφροσύνη καὶ μὲ εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει τὶς ἡμέρες αὐτὲς μέχρι τὴν Πρωτοχρονιὰ νὰ ἑορτάζει καὶ νὰ ἐκμεταλλεύεται πνευματικὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ Δεσποτικὴ ἑορτή. Ὁ νοῦς ὅλων μας στρέφεται στὴ Βηθλεέμ. Ξαναζοῦμε μέσα ἀπὸ τὶς Εὐαγγελικὲς περικοπὲς τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν τότε. Νιώθουμε κι ἐμεῖς προσκυνητὲς σὰν τοὺς ποιμένες, ὁδοιπόροι μὲ τοὺς Μάγους, συνυμνῳδοὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους νὰ ἀναζητοῦμε τὸν γεννηθέντα Κύριο.
«Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεύς;». Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπασχολοῦσε ὅλους τὴν ὥρα ἐκείνη. Τοὺς σοφούς της Ἀνατολῆς, τοὺς ποιμένες τῆς Ἰουδαίας, τὸν Ἡρώδη καὶ τοὺς νομοδιδασκάλους. Στὸν καθένα ἀπ’ αὐτοὺς μὲ τρόπο διαφορετικὸ δόθηκε τὸ οὐράνιο μήνυμα. Ἀνάλογα πάντα μὲ τὶς πνευματικὲς καὶ διανοητικές τους δυνατότητες. Στοὺς ποιμένες ποὺ ἀγρυπνοῦσαν μὲ τὸ ὅραμα. Στοὺς Μάγους μὲ τὸν ἀστέρα. Στὸν Ἡρώδη μὲ τὴν πληροφορία τῶν Μάγων. Ἀλλὰ καθένας ποὺ δεχόταν τὸ μήνυμα ἐνεργοῦσε μὲ διαφορετικὴ διάθεση. Οἱ ποιμένες μὲ ταπείνωση, γιὰ νὰ γονατίσουν μπροστὰ στὸν Θεὸ ποὺ κατέβηκε στὴ γῆ, γιὰ νὰ τοὺς σώσει. Οἱ Μάγοι, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Βασιλιὰ ποὺ μὲ τόση λαμπρότητα τὸν ὑπέδειξε ὁ οὐρανός. Ὁ Ἡρώδης ὅμως γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσει, γιὰ νὰ τὸν ἐξαφανίσει.
Στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἀγαπητοί μου, οἱ διαθέσεις καὶ οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἀνθρώπων παραμένουν ἴδιες. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἀκούει τὸ μήνυμα τῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀναζητοῦν τὸν Χριστό. Ὁ καθένας ὅμως μὲ διαφορετικὴ διάθεση καὶ τρόπο.
Πολλοὶ συναντοῦν τὸν Χριστὸ στὴ ζωή τους, ἀλλὰ δὲν Τὸν δέχονται, δὲν Τὸν πιστεύουν ὡς Θεὸ καὶ Σωτῆρα. Ἄλλοι ἀντιπαρέρχονται ἀδιάφοροι καὶ ἄλλοι Τὸν μάχονται. Πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ Τὸν πιστεύουν καὶ ζητοῦν κοντά Του τὴν ἱκανοποίηση τῶν πόθων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν τους, τὴ λύτρωση καὶ τὴ σωτηρία τους. Ἄλλοι μὲ προκατάληψη καὶ δυσπιστία ἀγωνίζονται νὰ διαστρέψουν τὰ γεγονότα καὶ νὰ ἀπομακρύνουν τὸν Χριστὸ καὶ τὴ διδασκαλία Του ἀπὸ τὴ ζωή τους.
Παρατηρῶντας τὴν ἱστορία, ἔχει νὰ μᾶς παρουσιάσει ἕνα πλῆθος πιστῶν, ποὺ προσκύνησαν τὸν Κύριο καὶ τὸν δέχθηκαν ὡς Θεὸ καὶ Σωτῆρα. Μία στρατιὰ ὁλόκληρη ἀνθρώπων, ποὺ καὶ τὴ ζωή τους θυσίασαν, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μείνουν σταθεροὶ στὴν πίστη τους. Ὑπῆρξε ὅμως καὶ μία μερίδα ἀνθρώπων ποὺ ἔμειναν ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι μπροστά Του. Καὶ ἄλλη μία ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἐδίωξαν τὸν Χριστὸ καὶ ἐπιχείρησαν μὲ δόλια μέσα νὰ ἀφανίσουν τὸ ὄνομά Του ἀπὸ τὴν ἱστορία. Ἕνας τέτοιος διώκτης τὴν ἐποχὴ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ Ἡρώδης. Ἐκεῖνος ποὺ ἐπεδίωξε νὰ φονεύσει τὸν Χριστό. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ σήμερα ὅμοιοι μὲ τὸν Ἡρώδη ποὺ ἀγωνίζονται νὰ σκοτώσουν τὸν Χριστὸ στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν.
Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἔντονη ζωή· τὸ θόρυβο καὶ τὸ συναγερμὸ τῶν Χριστουγέννων· ἀνάμεσα στὰ δῶρα καὶ τὶς διασκεδάσεις προβάλλει τὸ αἰώνιο ἐρώτημα: «ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς Βασιλεύς;». Ποιὰ θέση ἔχει στὴ ζωή μας; Ποιὰ θέση ἔχει στὴν καρδιά μας ὁ Βασιλεὺς τῶν Οὐρανῶν; Ποιὰ θέση τοῦ παραχωροῦμε στὴ γῆ μας, γιὰ νὰ γεννηθεῖ; Ποιὰ θέση τοῦ δίνουμε στὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὰ προβλήματα, στὶς ἀπασχολήσεις μας καὶ τὶς σκέψεις μας; Τοῦ ἔχουμε δώσει κάποιο τόπο νὰ μείνει; Τί θὰ ἀπαντούσαμε ὡς πρόσωπα, ὡς κοινωνία, ἂν μᾶς ἔθεταν τὸ ἐρώτημα: «ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς Βασιλεύς;»
Ἂς διερωτηθοῦμε ὅλοι μας ποιὸ ρόλο ἔχει ὁ Χριστὸς στὴν προσωπική μας ζωή, στὶς σκέψεις, τὶς ἐνέργειες, στὴ συμπεριφορά μας; Τί θέση τοῦ ἔχουμε δώσει στὴν καρδιά μας; Ἂν ναί, μὲ παρρησία μποροῦμε νὰ τὸ ὁμολογοῦμε: νὰ ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, σ’ αὐτὴ τὴν ἔκφραση τῆς ζωῆς μας, οἱ ἐκδηλώσεις μᾶς εἶναι χριστιανικές. Ἀποπνέει ἡ νοοτροπία ἢ τὸ βίωμά μας «Χριστοῦ εὐωδία». Ἐδῶ εἶναι ὁ «τεχθεῖς Βασιλεύς».
Ἂν ὅμως δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὸν Χριστό, ἂς τοῦ δώσουμε. Ἂς τοῦ χαρίσουμε τὶς καρδιές μας, ἂς τοῦ χαρίσουμε τὴ ζωή μας. Ἂς ἀναζητήσουμε νὰ Τὸν βροῦμε. Καὶ ποῦ μποροῦμε νὰ Τὸν βροῦμε; Στὴν Ἐκκλησία Του, στὸ Εὐαγγέλιό Του, στὰ ἱερὰ μυστήρια. Ὁ Χριστὸς μᾶς περιμένει. Θὰ τὸν συναντήσουμε στὰ πρόσωπα τῶν φτωχῶν ἀδελφῶν μας, στὶς γεμᾶτες καλοσύνη καὶ ἀγάπη καρδιές, ἀνάμεσα στοὺς ταπεινοὺς καὶ ἁγνοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ μεγάλη Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἀγαπητοί μου, ἂς μᾶς δώσει μία εὐκαιρία νὰ ἀκούσουμε τὸ ἀγγελικὸ χαρμόσυνο μήνυμα: «Ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον Σωτήρ». Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε, γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ μᾶς δώσει χαρά, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐτυχία. Ἀκούγοντας τὸ μήνυμά Του, τὴν ὑπερκόσμια φωνή Του νὰ μᾶς καλεῖ νὰ Τὸν δεχθοῦμε, μὴ σκληρύνουμε τὶς καρδιές μας. Ἂς προσέξουμε νὰ μὴ συναντήσει καὶ πάλι στὶς καρδιές μας τὴν παγωνιὰ καὶ τὴν ἀδιαφορία. Νὰ μὴν συναντήσει τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἄρνηση.
Ἂς ἀνοίξουμε τὶς καρδιὲς καὶ τὶς ψυχές μας, γιὰ νὰ βρεῖ τόπο ἐκεῖ «ὁ τεχθεὶς Βασιλεύς». Ἔτσι θὰ ζήσουμε πραγματικὰ καὶ αἰώνια Χριστούγεννα. Ἀμήν.
π.Ι.Μ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ (Ματθ. β΄ 13-23)

Ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ζοῦμε ἀκόμη μέσα στὸ ἑορταστικὸ κλῖμα τῶν Χριστουγέννων. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὀνομάζει τὴ σημερινὴ Κυριακὴ «Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα». Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνει φανερὰ ὅτι συνεχίζει τὸν χριστουγεννιάτικο ἑορτασμό. Γι αὐτὸ καὶ προβάλλει σήμερα περιστατικά ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνέβησαν σχετκὰ σύντομα μετὰ τὴ Γέννησή του. Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴ φυγὴ τοὺ Χριστοῦ στὴν Αἴγυπτο, γιὰ τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ἡρώδη καὶ τέλος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Ναζαρέτ.
Τὰ δύο ἀπὸ τὰ παραπάνω περιστατικὰ εἶναι πολὺ θλιβερὰ καὶ γεννοῦν μέσα μας πολλὰ ἐρωτηματικά. Καὶ τὰ δύο ἀναφέρονται σὲ ἀδικίες καὶ διωγμούς. Καὶ στὰ δύο ἡ κακία στρέφεται πρὸς μικρὲς τρυφερὲς ὑπάρξεις. Στὸ πρῶτο διώκεται τὸ ἀναμάρτητο νήπιο Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἦρθε κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τοὺς εὐεργετήση καὶ νὰ τοὺς σώση. Αὐτὸς ὁ φιλάνθρωπος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πρὶν προφθάση καλὰ καλὰ νὰ πατήση ὡς ἄνθρωπος ἐπάνω στὴ γῆ, ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν πατρίδα του. Γίνεται πρόσφυγας στὴ μακρυνὴ τότε Αἴγυπτο καὶ ταλαιπωρεῖται γιὰ ὁλόκληρα χρόνια. Κι αὐτὸ ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτωλῆς φιλοδοξίας τοῦ Ἡρώδη. Στὸ δεύτερο περιστατικὸ σφαγιάζονται τὰ ἀθῶα νήπια τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων. Ὁ βασιλιάς Ἡρώδης, ποὺ φοβᾶται μήπως χάση τὸν θρόνο του, διατάσσει νὰ ἐξολοθρευθοῦν ὅλα τὰ νήπια κάτω τῶν δύο ἐτῶν. Πιστεύει ὁ ταλαίπωρος ὅτι ἔτσι θὰ ἐξοντώση σίγουρα τὸν μικρὸ Ἰησοῦ.
Κι ἐμεῖς διερωτώμαστε: Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἔσωσε τὸν νεογέννητο Μεσσία μ’ ἕνα θαυματουργικὸ τρόπο; Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ μικρὸς Ἰησοῦς νὰ παραμείνη στὴ Βηθλεὲμ καὶ νὰ εἶναι ἄτρωτος στὶς λόγχες τῶν στρατιωτῶν; Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ κάνη τὰ χέρια τῶν στρατιωτῶν νὰ παραλύσουν τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐπιχειροῦσαν νὰ θανατώσουν τὸν Χριστό; Καὶ βέβαια θὰ μποροῦσαν ὅλα αὐτὰ νὰ γίνουν μὲ τὴ θεία παντοδυναμία. Ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τοὺς δικούς του λόγους γιὰ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπει νὰ γίνουν. Γιὰ τὸ συγκεκριμένο ζήτημα οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς ἐξηγοῦν ὅτι ὁ νεογέννητος Χριστὸς ἀφήνεται νὰ διωχθῆ καὶ νὰ ταλαιπωρηθῆ, γιὰ νὰ φανῆ καθαρὰ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε στ’ ἀλήθεια καὶ ἔγινε πραγματικὸς ἄνθρωπος. Καθὼς οἱ ἄνθρωποι πληροφοροῦνται ὅτι τὸ νήπιο τῆς Βηθλεὲμ σώζεται μὲ ἀνθρώπινους τρόπους δέχονται εὐκολώτερα ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ὕστερα, ὁ Χριστὸς θέλει νὰ γίνη ὑπόδειγμα σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ὑφίστανται πολλοὺς καὶ μεγάλους πειρασμούς ἀπὸ τὰ μικρά τους ἀκόμη χρόνια. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι στὶς μεγάλες δυσκολίες καὶ στὰ βάσανά μας τίποτε δὲν μᾶς παρηγορεῖ τόσο, ὅσο ἡ σκέψη ὅτι περισσότερο ἀπὸ ἡμᾶς ὑπέφερε ὁ ἀναμάρτητος Κύριός μας.
Ὅσον πάλι ἀφορᾶ στὰ νήπια ποὺ σφαγιάστηκαν, διερωτώμαστε: Γιατὶ νὰ ὑποστοῦν τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀδικία; Γιατὶ νὰ δολοφονηθοῦν στὰ πρῶτα βήματα τοῦ βίου τους; Γιατὶ νὰ δεχθοῦν τὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ θάνατο, χωρὶς νὰ ἔχουν διαπράξει κανένα κακό; Καὶ  ἐδῶ τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνουν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται στὰ μάτια τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ βλέπει ὁ πανσοφος καὶ παντογνώστης Θεός. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀδικημένος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖται ἀπὸ τοὺς ἄλλους· οὔτε αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει καὶ βασανίζεται, ἔστω καὶ ἄδικα, ἐδῶ στὴ γῆ. Πραγματικὰ ἀδικημένος εἶναι αὐτὸς ποὺ προξενεῖ κακὸ καὶ ἀδικεῖ τοὺς ἄλλους.
 Αὐτὴ εἶναι μία ἄλλη φιλοσοφία, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ φιλοσοφία τῶν ἀνθρώπων. Τὸ πόσο δὲ ἀληθινὴ εἶναι ἡ φιλοσοφία αὐτὴ μᾶς τὸ ἀποδεικνύει ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. Τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου ἔβλεπαν ἐδῶ στὴ γῆ δυστυχισμένο τὸν φτωχὸ Λάζαρο καὶ εὐτυχισμένο τὸν πλούσιο. Στὸ τέλος ὅμως ἀληθινὰ καὶ αἰώνια εὐτυχισμένος ἀποδείχθηκε ὁ Λάζαρος, ἐνῶ ὁ πλούσιος βρέθηκε νὰ εἶναι αἰώνια δυστυχισμένος. Ἔτσι συνέβη καὶ μὲ τὰ νήπια, ποὺ σφαγιάσθηκαν πρόωρα καὶ ἄδικα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχασαν τὶς πρόσκαιρες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ μποροῦσαν ἴσως νὰ εἶναι καὶ μεγάλες ταλαιπωρίες. Ὅμως καὶ κέρδισαν τὰ ἀπερίγραπτα καὶ ἀνεκτίμητα ἀγαθὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς κοντὰ στὸν ἅγιο Θεό. Ἀντίθετα ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης ἀποδείχθηκε ὁ ἀληθινὰ δυστυχισμένος. Καὶ τὸ τέλος τοῦ βίου του ὑπῆρξε φρικτὸ, ἀφοῦ πέθανε γεμάτος σκωλήκια, ποὺ ἔτρωγαν ζωντανὸ ἀκόμη τὸ σῶμα του,  καὶ αἰώνια βασανίζεται στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως.
Γι αὐτό καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἄς ἐγκαταλείψουμε τὴ φιλοσοφία τοῦ κόσμου κι ἄς ἐγκολπωθοῦμε τὴ φιλοσοφία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ἔκαναν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ἄς ἀποκτήσουμε «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἄς πάψουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ ὅσα μᾶς συμβαίνουν μὲ τὴ λογικὴ τοῦ κόσμου. Ἄς τὰ δοῦμε μὲ τὴ λογικὴ τοῦ Θεοῦ. Ἄς ζήσουμε, τέλος, μὲ τὸ φρόνημα ποὺ ἐκφράζει ὁ ὕμνος τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας: «Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες· διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεὸς ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος, βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος τοὺς αὐτοῦ βοῶντας, Ἀλληλούϊα». Δηλαδή, «Ἀφοῦ εἴδαμε τὴν παράδοξη γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἄς ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὰ κοσμικά, κάνοντας τὸν νοῦ μας νὰ σκέπτεται πνευματικά, οὐράνια. Αὐτὸς βέβαια ἦταν καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Υψιστος Θεὸς φανερώθηκε στὴ γῆ ὡς ταπεινὸς ἄνθρωπος, θέλοντας νὰ προσελκύση στὸ πνευματικὸ ὕψος ὅσους τὸν δοξολογοῦν κραυγάζοντας, Αἰνεῖτε τὸν Κύριον». Ἀμήν.

Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση (Ματθ. β’, 13-23) κήρυγμα επί του Ευαγγελίου του Ιωάννη Δήμου Θεολόγου – Φιλολόγου

από την ιστοσελίδα του:  www.sostikalogia.com
Ο Χριστός είναι η αλήθεια που κατήλθε από τον ουρανό και ξανά ανήλθε σ” αυτόν. Στα δύο αυτά σημεία της καθόδου και της ανόδου περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες του Κυρίου για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Όμως ολόκληρη η επίγειος διαδρομή Του υπήρξε περιπετειώδης και γεμάτη από εμπόδια και ποικίλες αντιδράσεις. Παρά την αγαθή Του πρόθεση να ευεργετήσει τους ανθρώπους συνάντησε πόλεμο εκ μέρους πολλών εξ αυτών, από την πρώτη στιγμή της εμφανίσεως Του στη γη.
Πρώτος, όπως ακούσαμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή αντιτάσσεται ο παιδοκτόνος Ηρώδης, ο οποίος εξαπολύει θάνατο και θερίζει τα τέκνα της Βηθλεέμ κατά τη νηπιακή ηλικία της ζωής τους. Αλλά η πανσοφία του Θεού αποδεικνύεται πιο δυνατή από την πανουργία του θηριώδη Ηρώδη και δια της φυγής στην Αίγυπτο σώζει το άκακο και αθώο θείο βρέφος. Αλλά και όταν έφθασε σε ώριμη ηλικία και, προετοιμαζόταν να αρχίσει το κοσμοσωτήριο έργο Του, πολιορκείται στην έρημο από τον ανθρωποκτόνο διάβολο, ο οποίος προσπαθεί να του βάλει εμπόδια στο έργο Του. Ο Χριστός όμως εξέρχεται νικητής με όπλο το γραπτό λόγο της Παλαιάς Διαθήκης και ξεπερνάει τους τρεις μεγάλους πειρασμούς. Έτσι ο διάβολος υποχωρεί προσωρινά και ο Χριστός νικητής εισέρχεται στο έργο Του αντιμετωπίζοντας καθημερινά με το λόγο Του τα εμπόδια και τους πειρασμούς από τους πονηρούς ανθρώπους, οι οποίοι ως όργανα του διαβόλου δεν έπαυαν να του προβάλλουν συνεχώς αντιρρήσεις και συκοφαντίες. Οι άνθρωποι αυτοί με πρωτεργάτες τους Φαρισαίους και άρχοντες των Ιουδαίων ως τυφλοί πνευματικά οδηγοί διαστρέβλωναν την αλήθεια σκόπιμα η από άγνοια και έτσι αποδείχτηκαν τυφλοί οδηγοί τυφλών που μίσησαν την αλήθεια δωρεάν.
Αλλά το έργο του Κυρίου δεν έπαυσε να βρίσκει εμπόδια δια μέσου όλων των αιώνων μέχρι σήμερα και στο μέλλον εφ? όσον θα υπάρχουν άνθρωπος επάνω στη γη. Έτσι βγαίνει αληθινή η προφητεία του γέροντος Συμεών ότι ούτος κείται εις σημείον αντιλεγόμενον. Τα θαύματα που έκανε ο Κύριος μαρτυρούν ότι το έργο Του ήταν εκ του Θεού. Παρά ταύτα οι εχθροί Του αντί να μετανοήσουν έκαναν τα πάντα για να συκοφαντηθεί το έργο Του και φανεί ότι δεν είναι εκ του Θεού. Αυτό είναι βλασφημία, γιατί και οι ίδιοι οι δαίμονες ομολόγησαν ότι ο Χριστός είναι ο άγιος του Θεού.
Τελικά τα όργανα του σατανά οδήγησαν το Θεάνθρωπο στο Σταυρό και στο θάνατο νομίζοντας ότι θα απαλλαγούν από την παρουσία Του. Όμως συνέβη το αντίθετο, γιατί δεν αγωνίστηκαν εναντίον ανθρώπου αλλά εναντίον του Θεανθρώπου και έτσι αυτό ήταν και το τελικό χτύπημα του Χριστού εναντίον του διαβόλου αφού αυτός τον κέντησε στην φτέρνα και ο Χριστός του συνέτριψε την κεφαλήν σύμφωνα με το πρωτευαγγέλιο που έδωσε ο Θεός στους πρωτοπλάστους.
Η νίκη αυτή του Χριστού κατά των δυνάμεων του σκότους ολοκληρώθηκε με την τριήμερη Ανάσταση Του και την εις ουρανούς Ανάληψη Του. Τώρα ο Χριστός έχει κάθε εξουσία στα χέρια Του και κυβερνάει το σύμπαν συνεχίζοντας το κοσμοσωτήριο έργο Του δια της Εκκλησίας Του, την οποίαν ίδρυσε επί της γης, την ημέρα της Πεντηκοστής. Όλα δε όσα είπε βγήκαν και βγαίνουν αληθινά, όπως μαρτυρεί η ιστορία της Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων.
Ας εργαζόμαστε λοιπόν και ημείς στο έργο της Εκκλησίας και ας ξεπερνάμε τα εμπόδια που συναντάμε. Αμήν.

Κυριακή μετὰ τὴν Χριστοῦ γέννησιν. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου


Κυριακή μετὰ τὴν Χριστοῦ γέννησιν
Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἁγίον Εὑαγγελιστὴν Ματθαῖον, ὁμιλία ηθ΄ 
 Ματθ. ιβ΄, 13-23.
 Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
α΄Πῶς οὖν φυσιν ὁ Λουκᾶς, ὅτι ἐπὶ τῆς φάτνης κείμενον ἦν; Ὅτι τεκοῦσα μὲν εὐθέως αὐτὸ κατέκλινεν ἐκεῖ·  ἅτε γὰρ πολλῶν συνιόντων διὰ τὴν ἀπογραφὴν, οὐκ ἦν οἰκίαν εὑρεῖν· ὅπερ οὖν καὶ ὁ Λουκᾶς ἐπισημαίνεται λέγων, ὅτι διὰ τὸ μὴ εἶναι τόπον, ἀνέκλινεν αὐτὸν.  Μετὰ δὲ ταῦτα ἀνείλετο, καὶ ἐπὶ τῶν γονάτων εἶχεν·  Ὁμοῦ τε γὰρ ἐπέβη τῆς Βηθλεέμ, καὶ τὰς ὠδῖνας ἔλυσεν· ἵνα μάθῃς κἀντεῦθεν τὴν οἰκονομίαν πᾶσαν, ἅ καὶ ὅτι οὐχ ἁπλῶς οὐδὲ ὡς ἔτυχε ταῦτα ἐγένετο, ἀλλὰ κατὰ τὴν πρόνοιάν τινα  θείαν καὶ προφητείας ἀκολουθίαν ταῦτα πάντα ἐπληροῦτο. Ἀλλὰ τὶ τὸ πεῖσαν αὐτοὺς προσκυνῆσαι; Οὔτε γὰρ ἡ Παρθένος ἐπίσημος ἦν, οὔτε ἡ οἰκία περιφανής, οὔτε ἄλλο τι τῶν ὁρωμένων ἱκανῶν ἐκπλῆξαι καὶ ἐπισπάσασθε. Οἰ δὲ οὐ μόνον προσκυνοῦσιν, ἀλλὰ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν, δῶρα προσάγουσι, καὶ δῶρα οὐχ ὡς ἀνθρώπῳ, ἀλλ’ ὡς Θεῷ. Ὁ γὰρ λιβανωτὸς καὶ ἡ σμύρνα τούτου σύμβολον ἦν. Τί οὖν τὸ πεῖσαν αὐτοὺς; Τὸ παρασκευάσαν οἴκοθεν ἀναστῆναι καὶ τοσαύτην ἐλθεῖν ὁδὸν· τοῦτο δὲ ἦν ὅ τε ἀστήρ, καὶ ἡ παρὰ τοῦ Θεοῦ γενομένη τῇ διανοίᾳ αὐτῶν ἔλλαμψις, κατὰ μικρόν αὐτοὺς πρὸς τὴν τελειοτέραν ὁδηγοῦσα γνῶσιν.  Οὐδὲ γὰρ ἄν, εἰ μὴ τοῦτο ἦν, τῶν φαινομένων εὐτελῶν ὄντων ἁπάντων τοσαύτην ἐπεδείξαντο τιμήν. Διὰ τοῦτο οὐδὲν τῶν αἰσθητῶν μέγα ἐκεῖ, ἀλλὰ φάτνη, καὶ καλύβη, καὶ μήτηρ πτωχή· ἵνα γυμνὴν τῶν μάγων ἴδῃς τὴν φιλοσοφίαν, καὶ μάθῃς ὅτι οὐχ ὡς ἀνθρώπῳ ψιλῷ, ἀλλ’ ὡς Θεῷ προσήεσαν καὶ εὐεργέτῃ.  Διόπερ οὐδενὶ τῶν ὁρωμένων ἔξωθεν ἐσκανδαλίζοντο, ἀλλὰ καὶ προσεκύνουν καὶ δῶρα προσῆγον, τῆς μὲν Ἰουδαϊκῆς ἀπηλλγαμένα παχύτητος· οὐδὲ γὰρ πρόβατα καὶ μόσχους ἔθυσαν· τῆς δὲ ἐκκλησιαστικῆς ἐγγὺς ὄντα φιλοσοφίας· ἐπίγνωσιν γὰρ καὶ ὑπακοὴν καὶ ἀγάπην αὐτῷ προσῆγον. Χρηματισθέντες δὲ κατ’ ὄναρ, μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρώδην, δι’ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.  Θέα κἀντεῦθεν τὴν πίστιν αὐτῶν, πῶς οὐκ ἐσκανδαλίσθησαν, ἀλλ’ εἰσὶν εὐήνιοι καὶ ἐγνώμονες, καὶ οὐ θορυβοῦνται, οὐδὲ διαλογίζονται πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· Καὶ μὴν εἰ μέγα τὸ παιδίον ἐστὶ τοῦτο, καὶ ἔχει τινὰ  ἰσχὺν, τίς χρεία φυγῆς καὶ λαθραίας ἀναχωρήσεως; καὶ τὶ δήποτε φανερῶς ἐλθόντας ἡμᾶς καὶ μετὰ παρρησίας, καὶ πρὸς δῆμον τοσοῦτον καὶ πρὸς βασιλέως μανίαν στάντας, ὡς δραπέτας καὶ φυγάδας ἐκπέμπει ὁ ἄγγελος τῆς πόλεως; Ἀλλ’ οὐδὲν τούτων οὔτε εἶπον, οὔτε ἐνενόησαν. Τοῦτο γὰρ μάλιστα  πίστεως, τὸ μὴ ζητεῖν εὐθύνας τῶν προστεταγμένων, ἀλλὰ πείθεσθαι τοῖς ἐπιταττομένοις μόνον. Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται τῶ Ἰωσὴφ κατ’ ὄναρ, λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον. Ἄξιον ἐνταῦθα διαπορῆσαι καὶ ὑπὲρ τῶν μάγων, καὶ ὑπὲρ τοῦ παιδίου. Εἰ γὰρ καὶ ἐκεῖνοι μὴ ἐθοθρυβήθησαν, ἀλλὰ μετὰ πίστεως πάντα ἐδέξαντο, ἡμᾶς ἄξιον ζητῆσαι, διατί μὴ παρόντες σώζονται ἐκεῖνοι καὶ τὸ παιδίον, ἀλλ’οἱ μὲν εἰς Περσίαν, τὸ δὲ εἰς Αἴγυπτον φυγαδεύεται μετὰ τῆς μητρός; Ἀλλὰ τί; ἔδει αὐτὸν ἐμπεσεῖν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἡρώδου, καὶ ἐμπεσόντα μὴ κατακόπτεσθαι; Ἀλλ’ οὐκ ἄν ἐνομίσθη σάρκα ἀνειληφέναι· οὐκ ἄν ἐπιστεύθη τῆς οἰκονομίας τὸ μέγεθος. Εἰ γὰρ τούτων γενομένων, καὶ πολλῶν ἀνθρωπίνως οἰκονομουμένων, ἐτόλμησάν τινες εἰπεῖν ὅτι μῦθος ἡ τῆς σαρκὸς ἀνάληψις, ποῦ οὐκ ἄν ἐξέπεσον ἀσεβείας, εἰ πάντα θεοπρεπῶς καὶ κατὰ τὴν αὐτοῦ δύναμιν ἔπραττε; Τοὺς δὲ μάγους ἐκπέμπει ταχέως, ὁμοῦ μὲν διδασκάλους ἀποστέλλων τῇ Περσῶν χώρᾳ, ὁμοῦ δὲ ἐκκόπτων τοῦ τυράννου τὴν μανίαν, ἵνα μάθῃ ὅτι ἀνηνύτοις ἐπιχειρεῖ πράγμασι, καὶ τὸν θυμὸν σβέσῃ, καὶ τῆς ματαιοπονίας ἑαυτὸν ἀπαγάγῃ ταύτης. Οὐ γὰρ δὴ τὸ μετὰ παρρησίας περιγίνεσθαι τῶν ἐχθρῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ μετ’ εὐκολίας αὐτοὺς ἀπατᾷν, τῆς αὐτοῦ δυνάμεως ἄξιον. Οὕτω γοῦν καὶ τοὺς Αἰγυπτίους ἐπὶ τῶν Ἰουδαίων ἠπάτησε, καὶ δυνάμενος φανερῶς τὸν ἐκείνων πλοῦτον εἰς τὰς τῶν Ἑβραίων μεταστῆσαι χεῖρας, λάθρα καὶ μετὰ ἀπάτης τοῦτο κελεύει ποιεῖν, ἅπερ οὐκ ἔλαττον τῶν ἄλλων σημείων φοβερὸν αὐτὸν παρὰ τοῖς ἐναντίοις  ἐποίησεν.
β. Οἱ γοῦν Ἀσκαλωνῖται καὶ οἱ λοιποὶ πάντες, ἡνίκα τὴν κιβωτὸν ἔλαβον, καὶ πληγέντες λοιπὸν παρήνουν τοῖς οἰκειοις μὴ πολεμεῖν, μηδὲ ἐξ ἐναντίας ἵστασθαι, μετὰ τῶν ἄλλων θαυμάτων καὶ τοῦτο εἰς μέσον ἦγον λέγοντες· Ἵνα τί βαρύνετε τὰς καρδίας ὑμῶν, καθὼς ἐβάρυνεν Αἴγυπτος καὶ Φαραώ; οὐχ ὅτε ἐνέπαιξεν αὐτοῖς, τότε ἐξαπέστειλε τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθον; Τοῦτα δὲ ἔλεγον, τῶν ἄλλων σημείων τῶν φανερῶς γενομένων οὐκ ἔλαττον καὶ τοῦτο νομίζοντες εἶναι, εἰς τὴν τῆς δυνάμεως αὐτοῦ καὶ τῆς μεγαλωσύνης ἀπόδειξιν. Ὅ δὴ καὶ ἐνταῦθα γέγονεν, ἱκανὸν ἐκπλῆξαι τὸν τύρανον. Ἐννόησον γὰρ οἷα πάσχειν εἰκὸς ἦν τὸν Ἡρώδην, καὶ πῶς ἀποπνίγεσθαι, ἀπατηθέντα παρὰ τῶν μάγων καὶ οὕτω καταγελασθέντα. Τί γὰρ, εἰ μὴ γέγονε βελτίων; Οὐ τοῦ ταῦτα οἰκονομήσαντος ἔγκλημα, ἀλλὰ τῆς ἐκείνου μανίας ἡ ὑπερβολή, μηδὲ τοῖς δυναμένοις αὐτὸν παραμυθήσασθαι καὶ ἀποστῆσαι τῆς πονηρίας εἴκοντος, ἀλλ’ ἐπεξιόντος περαιτέρω, ἵνα καὶ χαλεπωτέραν δέξηται δίκην τῆς τοιταύτης ἀνοίας.  Καὶ τίνος ἕνεκέν φησιν, εἰς Αἴγυπτον τὸ παιδίον πέμπεται; Μάλιστα μὲν καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν αἰτίαν εἵρηκεν·  Ἵνα πληρωθῇ γάρ, φησίν Ὅτι ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου· ἅμα δὲ καὶ χρηστῶν παροίμια λοιπὸν ἐλπίδων τῇ οἰκουμένῃ προανεφωνεῖτο. Ἐπειδὴ γὰρ Βαβυλὼν καὶ Αἴγυπτος μάλιστα τῆς γῆς ἁπάσης τῇ φλογὶ τῆς ἀσεβείας ἦσαν ἐκκεκαυμέναι, ἐκ προοιμίων δεικιὺς ὅτι ἀμφοτέρας διορθώσεται καὶ βελτίους ποιήσει, καὶ πείθων διὰ τούτων καὶ περὶ τῆς ὅλης οἰκουμένης τὰ χρηστὰ προσδοκᾷν, τῇ μὲν τοὺς μάγους ἀπέστειλε, τῇ δὲ αὐτὸς ἐπέβη μετὰ τῆς μητρός.  Πρὸς δὲ τοῖς εἰρημένοις καὶ ἕτερον ἐντεῦθεν παιδευόμεθα, οὐ μικρὸν εἰς φιλοσοφίαν ἡμῖν συντεῖνον.  Ποῖον δὴ τοῦτο; Τὸ ἐκ προοιμίων πειρασμοὺς προσδοκᾷν καὶ ἐπιβουλάς. Ὅρα γοῦν ἀπὸ τῶν σπαργάνων εὐθέως τοῦτο γινόμενον.  Καὶ γὰρ τεχθέντος αὐτοῦ, καὶ τύραννος μαίνεται, καὶ φυγὴ καὶ μετάστασις γίνεται πρὸς τὴν ὑπερορίαν, καὶ οὐδὲν ἀδικήσασα ἡ μήτηρ εἰς τὴν τῶν βαρβάρων φυγαδεύεται χώραν· ἵνα σὺ ταῦτα ἀκούων, ὅταν καταξιωθῇς διακονήσασθαί τινι πενυματικῷ πράγματι, εἶτα ἴδῃς σεαυτὸν πάσχοντα τὰ ἀνήκεστα καὶ μυρίους ὑπομένοντα κινδύνους, μὴ διαταρχθῇς, μηδὲ εἴπῃς·  Τὶ ποτε τοῦτὸ ἐστι; καὶ μὴν στεφανοῦσθαί με ἔδει καὶ ἀνακηρύττεσθαι, καὶ λαμπρὸν εἶναι καὶ περιφανῇ πρόσταγμα πληροῦντα δεσποτικόν· ἀλλ’ ἔχων τοῦτο τὸ ὑπόδειγμα φέρῃς πάντα γενναίως, εἰδὼς ὅτι μάλιστα αὕτη τῶν πνευματικῶν ἡ ἀκολουθία ἐστί, τὸ πανταχοῦ πειρασμοὺς συγκεκληρωμένους ἔχειν. Ὅρα γοῦν οὐκ ἐπὶ τῆς μητρὸς καὶ τοῦ παιδίου τοῦτο γινόμενον μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν βαρβάρων ἐκείνων. Καὶ γὰρ ἐκεῖνοι λάθρα ἀναχωροῦσιν ἐν τάξει φυγάδων· καὶ αὕτη πάλιν, οὐδέποτε τὴν οἰκίαν ὑπερβᾶσα, μακρὰν οὕτω ταλαιπωρίας ὁδὸν ὑπομένειν κελεύεται, διὰ τὸν θαυμαστὸν τοῦτον τόκον καὶ τὰς πνευματικὰς ὠδῖνας. Καὶ θέα τὸ παράδοξον πάλιν.  Παλαιστίνη μὲν ἐπιβουλεύει, Αἴγυπτος δὲ ὑποδέχεται καὶ διασώζει τὸν  ἐπιβουλευόμενον. Οὐ γὰρ δὴ μόνον ἐπὶ τῶν παίδων τοῦ πατριάρχου τύποι συνέβαινον, ἀλλὰ καὶ ἐπ’ αὐτοῦ γινομένων τότε προανετηρύττετο τῶν ὕστερον συμβαίνειν μελλόντων·  ὅπερ οὖν καὶ ἐπὶ τῆς ὄνου καὶ ἐπὶ τοῦ πώλου γέγονε.  Φανεὶς τοίνυν ἄγγελος, οὐχὶ τῇ Μαρίᾳ, ἀλλὰ τῷ Ἰωσὴφ διαλέγεται· καὶ τί φησιν; Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ. Ἐνταῦθα οὐκέτι λέγει· Τὴν γυναῖκά σου, ἀλλὰ Τὴν μητέρα αὐτοῦ. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ τόκος ἐξέβη, καὶ ἡ ὑποψία ἐλύθη, καὶ ὁ ἀνὴρ ἐπιστάθη, μετὰ παρρησίας λοιπὸν διαλέγεται ὁ ἄγγελος, οὔτε παιδίον, οὔτε γυναῖκα αὐτοῦ καλῶν· ἀλλὰ, Παράλαβε τὸ παιδὶον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ· καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον καὶ τὴν αἰτίαν λέγει τῆς φυγῆς·  Μέλλει γὰρ ὁ Ἡρώδης, φησί, ζητεῖν τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου.
γ. Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ἰωσὴφ οὐκ ἐσκανδαλίσθη, οὐδὲ εἶπεν· Αἴνιγμα τὸ πρᾶγμά ἐστιν· οὐ πρώην ἔλεγες, ὅτι σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ; καὶ νῦν οὐδὲ ἑαυτὸν σώζει, ἀλλὰ φυγῆς ἡμῖν χρεία, καὶ ἀποδημίας, καὶ μακρᾶς μεταστάσεως· ἐναντία τῇ ὑποσχέσει τὰ γινόμενα. Ἀλλ’ οὐδὲν τούτων λέγει· πιστὸς γὰρ ἦν ὁ ἀνήρ· οὐδὲ περιεργάζεται τῆς ἐπανόδου τὸν χρόνον, καὶ ταῦτα τοῦ ἀγγέλου ἀδιορίστως αὐτὸν τεθεικότος. Ἕως γὰρ ἄν εἴπω σοι, ἴσθι ἐκεῖ. Ἀλλ’ ὅμως οὐδὲ πρὸς τοῦτο ἐνάρκησεν, ἀλλ’ ὑπακούει καὶ πείθεται, πάντας μετὰ χαρᾶς τοὺς πειρασμοὺς ὑπομένων. Καὶ γὰρ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς τοῖς ἐπιπόνοις τούτοις καὶ ἠδέα ἀνέμιξεν· ὅπερ καὶ ἐπὶ πάντων τῶν ἁγίων ποιεῖ, οὔτε τοὺς κινδύνους, οὔτε τὰς ἀνέσεις συνεχεῖς τιθείς, ἀλλὰ καὶ διὰ τούτων καὶ δι’ ἐκείνων ὑφαίνων τὸν τῶν δικαίων βίον. Ὅ δὴ καὶ ἐνταῦθα πεποίηκε· σκόπει γάρ. Εἶδε κύουσαν τὴν Παρθένον· εἰς ταραχὴν αὐτὸν ἐνέβαλε τοῦτο, καὶ τὸν ἔσχατον θόρυβον· ἐπὶ μοιχείᾳ γὰρ τὴν κόρην ὑπώπτευεν· ἀλλ’ εὐθέως ἐπέστη ὁ ἄγγελος, τὴν τε ὑποψίαν λύων, καὶ τὸν φόβον ἀναιρῶν τοῦτον·  καὶ τὸ παιδίον τεχθὲν ὁρῶν χαρὰν ἐκαρπώσατο μεγίστην.  Πάλιν τὴν χαρὰν ταύτην κίνδυνος οὐ μικρὸς διαδέχεται, τῆς πόλεως ταραττομένης, καὶ τοῦ βασιλέως μαινομένου, καὶ τὸν τεχθέντα ἐπιζητοῦντος. Ἀλλὰ τὸν θόρυβον τοῦτον ἑτέρα πάλιν διεδέξατο χαρά· ὁ ἀστήρ, καὶ ἡ τῶν μάγων προσκύνησις.  Πάλιν μετὰ τὴν ἠδονὴν ταύτην φόβος καὶ κίνδυνος· Ζητεῖ γάρ, φησίν, Ἡρώδης τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου· καὶ δεῖ φυγεῖν καὶ μεθίστασθαι ἀνθρωπίνως… Θαυματουργεῖν γὰρ τέως, οὐκ ἔδει. Εἰ γὰρ ἐκ πρώτης ἠλικίας θάυματα ἐπεδείξατο, οὐδ’ ἄν ἐνομίσθη ἄνθρωπος εἶναι.  Διά τοι τοῦτο οὐδὲ ἁπλῶς ναὸς πλάττεται, ἀλλὰ καὶ κύησις γίνεται, καὶ ἐνναμηνιαῖος  χρόνος, καὶ ὠδῖνες, καὶ τόκος, καὶ γαλακτοτροφία, καὶ διὰ παντὸς ἡσυχία τοῦ χρόνου, καὶ ἀναμένει τὴν ἀνδράσι πρέπουσαν ἡλικίαν· ἵνα διὰ πάντων εὐπαράδεκτον γένηται τῆς οἰκονομίας τὸ μυστήριον.  Τίνος οὖν ἕνεκεν καὶ ταῦτα τὰ σημεῖα ἐγένετο φησίν, ἐξ ἀρχῆς; Διὰ τὴν μητέρα, διὰ τὸν Ἰωσὴφ, διὰ τὸν Συμεών, μέλλοντα ἀπιέναι λοιπόν, διὰ τοὺς ποιμένας, διὰ τοὺς μάγους, διὰ τοὺς Ἰουδαίους. Εἰ γὰρ ἐβούλοντο προσέχειν μετὰ ἀκριβείας τοῖς γινομένοις, οὐ μικρὰ καὶ ἐντεῦθεν ἄν πρὸς τὰ μέλλοντα ἐκαρπώσαντο. Εἰ δὲ μὴ λέγουσιν οἱ Πορφῆται τὰ περὶ τῶν μάγων, μὴ θορυβηθῇς· οὔτε γὰρ πάντα προεῖπον, οὔτε πάντα ἐσιώπησαν. Ὥσπερ γὰρ τὸ μηδὲν ἀκούσαντα ἰδεῖν παραγινόμενα τὰ πράγματα, πολλὴν ἐποίει τὴν ἔκπληξιν καὶ τὸν θόρυβον· οὕτω καὶ τὸ πάντα μαθεῖν καθεύδειν παρεσκεύαζε τὸν ἀκροατήν, καὶ τοῖς εὐαγγελισταῖς οὐδὲν ἠφίει πλέον. Εἰ δὲ περὶ τῆς προφητείας ἀμφιβάλλοιεν Ἰουδαῖοι λέγοντες, τό, Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου, ἐπ’ αὐτῶν εἰρῆσθαι· εἴποιμεν ἄν πρὸς αὐτούς, ὅτι καὶ οὖτος προφητείας νομος, τὸ πολλὰ πολλάκις λέγεσθαι μὲν ἐπ’ ἄλλων, πληροῦσθαι δὲ ἐφ’ ἑτέρων, οἷον τὸ ἐπὶ τοῦ Συμεὼν καὶ Λευΐ εἰρημένον ἐστί· Διαμεριῶ γὰρ αὐτούς, φησίν, ἐν Ἰακώβ, καὶ διασπερῶ αὐτοὺς ἐν Ἰσραήλ.  Καίτοι γε οὐκ ἐπ’ αὐτῶν τοῦτο γέγονεν, ἀλλ’ ἐπὶ τῶν ἐγγόνων· καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ Χαναὰν δὲ παρὰ τοῦ Νῶε λεχθέν, εἰς τοὺς Γαβαωνίτας τοὺς ἐγγόνους τοῦ Χαναὰν ἐξέβη.  Καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ Ἰακὼβ οὕτως ἴδοι τις ἄν συμβάν· αἱ γὰρ εὐλογίαι ἐκεῖναι αἱ λέγουσαι, Γίνου Κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου, καὶ προσκυνησάτωσάν σε οἱ υἱοὶ τοῦ πατρός σου, οὐκ ἐπ’ αὐτοῦ τέλος ἔσχον, πῶς γάρ, τοῦ δεδοικότος καὶ τρέμοντος καὶ μυριάκις αὐτὸν προσκυνοῦντος; ἀλλ’ ἐπὶ τῶν ἐγγόνων τῶν αὐτοῦ. Ὅ δὴ καὶ ἐνταῦθα εἴποι τις ἄν. Τίς γὰρ ἀληθέστερο Υἱὸς Θεοῦ λεχθείη; ὁ μόσχον προσκυνῶν, καὶ τῷ Βεελφεγὼρ τελούμενος, καὶ τοὺς υἱοὺς θύων τοῖς δαιμονίοις, ἤ ὁ φύσει Υἱός, καὶ τὸν γεγεννηκότα τιμῶν; Ὥστε εἰ μὴ παρεγένετο οὗτος, οὐκ ἄν προφητεία τέλος ἔλαβε τὸ προσῆκον.
δ΄. Ὅρα γοῦν πῶς αὐτὸ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς αἰνίττεται λέγων, Ἵνα πληρωθῇ, δεικνὺς ὅτι οὐκ ἄν ἐπληρώθη, εἰ μὴ παραγέγονεν. Οὐχ ὡς ἔτυχε δὲ καὶ τὴν Παρθένον λαμπρὰν τοῦτο ποιεῖ περιφανῆ. Ὅπερ γὰρ  εἶχεν ὁ δῆμος ἅπας ἐν ἐγκωμίου τάξει, τοῦτο καὶ αὐτὴ λοιπὸν ἔχειν ἠδύνατο. Ἐπειδὴ γὰρ μέγα ἐφρόνουν ἐπὶ τῷ ἀνελθεῖν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ εκόμπαζον. Ὅπερ οὖν καὶ ὁ Προφήτης αἰνιττόμενος ἔλεγεν· Οὐχὶ τοὺς  ἀλλοφύλους ἀνήγαγον ἐκ Καππαδοκίας, καὶ τοὺς Ἀσσυρίους ἐκ βόθρου; Ποιεῖ καὶ τῆς Παρθένου τὸ προτέρημα τοῦτο. Μᾶλλον δὲ καὶ ὁ λαὸς καὶ ὁ πατριάρχης καταβάντες ἐκεῖ καὶ ἀναβάντες ἐκεῖθεν, τὸν τῆς ἀνόδου ταύτης τύπον ἐκπλήρουν.  Καὶ γὰρ ἐκεῖνοι θάνατον φυγόντες τὸν ἀπὸ λιμοῦ κατῄεσαν καὶ οὗτος θάνατον τὸν ἐξ ἐπιβουλῆς. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι μὲν κατελθόντες, τοῦ λιμοῦ τότε ἀπηλλάγησαν· οὗτος δὲ καταβάς, τὴν χώραν πᾶσαν διὰ τῆς ἐπιβάσεως ἡγίασε.  Σκόπει γοῦν πῶς μεταξὺ τῶν ταπεινῶν καὶ τῆς θεότητος ἐκκαλύπτεται.  Καὶ γὰρ ὀ ἄγγελος εἰπών, Φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, οὐ ἐπηγγείλατο αὐτοῖς συνοδοιπορεῖν οὔτε κατιοῦσιν, οὔτε ἀνιοῦσιν, αἰνιττόμενος ὅτι μέγαν ἔχουσι συνοδοιπόρον, τὸ τεχθὲν παιδίον· ὅς καὶ τὰ πράγματα πάντα μετέβαλεν ὁμοῦ φανείς, καὶ τοὺς ἐχθροὺς παρεσκεύασε πολλὰ πρὸς τὴν οἰκονομίαν διακονήσασθαι ταύτην. Καὶ γὰρ μάγοι καὶ βάρβαροι τὴν πατρῴαν δεισιδαιμονίαν ἀφέντες, ἔρχονται προσκυνήσοντες· καὶ ὁ Αὔγουστος ὑπηρετεῖται τῷ ἐν Βηθλεὲμ τόκῳ, διὰ τοῦ προστάγματος τῆς ἀπογραφῆς· ἡ Αἴγυπτος διασώσει δεξαμένη φεύγοντα καὶ ἐπιβουλευόμενον, καὶ λαμβάνει τινὰ τῆς πρὸς αὐτὸν οἰκειώσεως ἀφορμήν· ἵνα ὅταν μέλλῃ κηρυττόμενον αὐτὸν ἀκούειν παρὰ τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἐπὶ τούτῳ καλλωπίζηται, ἅτε αὐτὸν δεξαμένη πρώτη.
Καὶ μὴν τῆς Παλαιστίνης ἦν τὸ προτέρημα τοῦτο μόνης· ἀλλ’ αὕτη θερμοτέρα ἐκείνης γέγονε.  Καὶ νῦν ἐλθὼν εἰς τὴν ἔρημον τῆς Αἰγύπτου, παραδείσου παντὸς βελτίῳ τὴν ἔρημον ταύτην ὄψει γεγενημένην, καὶ χοροὺς ἀγγέλων μυρίους ἐν ἀνθρωπίνοις σχήμασι, καὶ δήμους μαρτύρων, καὶ συλλόγους παρθένων· καὶ πᾶσαν μὲν τοῦ διαβόλου τὴν τυραννίδα καταλελυμένην, τὴν δὲ τοῦ Χριστοῦ βασιλείαν διαλάμπουσαν.  Καὶ τὴν ποιητῶν καὶ σοφῶν καὶ μάγων μητέρα, καὶ τὴν πᾶν εἶδος μαγγανείας εὑροῦσαν καὶ τοῖς ἄλλοις διαδοῦσαν, ταύτην ὄψει νῦν ἐπὶ τοῖς ἁλιεῦσι καλλωπιζομένην καὶ ἐκείνων μὲν καταφρονοῦσαν ἁπάντων, τὸν δὲ τελώνην καὶ σκηνοποιὸν πανταχοῦ περιφέρουσαν, καὶ τὸν σταυρὸν προβαλλομένην.  Καὶ ταῦτα οὐκ ἐν ταῖς πόλεσι μόνον τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ καὶ ἐν ταῖς ἐρήμοις μᾶλλον ἤ ἐν ταῖς πόλεσι. Καὶ γὰρ ἐστιν ἰδεῖν πανταχοῦ τῆς χώρα ἐκείνης τοῦ Χριστοῦ τὸ στρατόπεδον, καὶ τὴν βασιλικὴν ἀγέλην και τὴν τὼν ἄνω δυνάμεων πολιτείαν·  καὶ ταῦτα οὐ ἐπ’ ἀνδράσι μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν γυναικείᾳ φύσει κρατοῦντα εὕροι τις ἄν. Καὶ γὰρ καὶ ἐκεῖναι οὔχ ἦτον ἀνδρῶν φιλοσοφοῦσιν, οὐκ ἀσπίδα λαμβάνουσαι καὶ ἀναβαίνουσαι ἵππον, καθάπερ οἱ σεμνοὶ τῶν Ἑλλήνων κελεύουσι νομοθέται καὶ φιλόσοφοι, ἀλλἀ ἑτέρον πολὺ χαλεπωτέραν ἀναδεχόμεναι μάχην.  Κοινὸς γὰρ αὐταῖς καὶ ἀνδράσιν ὀ πόλεμος πρὸς τὸν διάβολον καὶ τὰς ἐξουσίας· καὶ οὐδαμοῦ τὸ τῆς φύσεως ἁπαλὸν ἐμπόδιον γίνεται ταῖς τοιαύταις συμβολαῖς· οὐ γὰρ σωμάτων φύσει, ἀλλὰ ψυχῆς προαιρέσει ταῦτα κρίνεται τὰ παλαίσματα. Διὰ ταῦτο καὶ γυναῖκες ἀνδρῶν μᾶλλον ἠγωνίσαντο πολλάκις, καὶ φαιδρότερα τρόπαια ἔστησαν. Οὐχ οὕτως ἐστὶ λαμπρὸς ὁ οὐρανὸς τῷ ποικίλῳ τῶν ἄστρων χορῶ, ὡς ἡ ἔρημος Αἰγύπτου, τὰς σκηνὰς πανταχόθεν ἡμῖν δεικνύουσα τῶν μοναχῶν.
ε΄. Εἴ τις τὴν παλαιὰν Αἴγυπτον ἐκείνην, τὴν θεομάχον καὶ μαινομένην, τὴν τῶν αἰλούρων δούλην, τὴν κρόμμυα δεδοικυὶαν καὶ τρέμουσαν, οἶδεν οὗτος εἴσεται καλῶς τοῦ Χριστοῦ τὴν ἰσχύν.  Μᾶλλον δὲ οὐ χρεία παλαιῶν διηγημάτων· ἔτι γὰρ καὶ νῦν τῆς ἀνοήτου ἐκείνης λείψανα μένει πρὸς ἀπόδειξιν τῆς προτέρας μανίας. Ἀλλ’ ὅμως οὗτοι οἱ τὸ παλαιὸν πάντες πρὸς τοσαύσην ἀπορραγέντες μανίαν, περὶ οὐρανοῦ καὶ τῶν ὑπὲρ οὐρανὸν φιλοσοφοῦσι πραγμάτων, καὶ καταγελῶσι τῶν πατρῴων ἐθῶν, καὶ τοὺς προγόνους ταλανίζουσι, καὶ τῶν φιλοσόφων οὐδένα ποιοῦνται λόγον. Ἔμαθον γὰρ διὰ τῶν πραγμάτων αὐτῶν, ὅτι τὰ μὲν ἐκείνων γραϊδίων μεθυόντων ἐστὶν εὑρέματα, ἡ δὲ ὄντως φιλοσοφία καὶ τῶν οὐρανῶν ἀξία αὕτη ἐστὶν ἡ διὰ τῶν ἀλιέων καταγγελθεῖσα.  Διὰ δὴ τοῦτο μετὰ τῆς τοσαύτης ἀκριβείας τῶν δογμάτων, καὶ τὴν ἀπὸ τοῦ βίου πολλὴν ἐνδείκνυνται σπουδὴν. Τὰ γὰρ ὄντα ἀποδυσάμενοι πάντα, καὶ τῷ κόσμῳ σταυρωθέντες παντὶ, καὶ περαιτέρω πάλιν ἐλαύνουσι, τῇ τοῦ σώματος ἐργασίᾳ πρὸς τὴν τῶν δεομένων ἀποχρώμενοι τροφήν.  Οὐδὲ γὰρ ἐπειδὴ νηστεύουσι καὶ ἀγρυπνοῦσιν, ἀργεῖν μεθ’ ἡμέραν ἀξιοῦσιν· ἀλλὰ τὰς μὲν νύκτας τοῖς ἱεροῖς ὕμνοις καὶ ταῖς παννυχίσι, τὰς δὲ ἡμέρας εἰς εὐχάς τε ὁμοῦ καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χειρῶν ἐργασίαν καταναλίσκουσι, τὸν ἀποστολικὸν μιμούμενοι ζῆλον. Εἰ γὰρ ἐκεῖνος, τῆς οἰκουμένης πρὸς αὐτὸν βλεπούσης, ἵνα τοὺς δεομένους διατρέφῃ, καὶ ἐργαστήριον κατέλαβε, καὶ τέχνην μετεχείρισε, καὶ οὐδὲ τὰς νύκτας ἐκάθευδε τοῦτο ποιῶν·  πολλῷ μᾶλλον ἡμᾶς, φησί, τοὺς ἔρημον κατειληφότας, καὶ οὐδὲν κοινὸν πρὸς τοὺς ἐν ταῖς πόλεσι θορύβους ἔχοντας, τῇ τῆς ἡσυχίας σχολῇ εἰς ἐργασίαν πνευματικὴν καταχρήσασθαι δίκαιον. Αἰσυχνόμεθα μὲν ἅπαντες καὶ οἱ πλουτοῦντες καὶ οἱ πενόμενοι, ὅταν ἐκεῖνοι μὲν μηδὲν ὅλως ἔχοντες, ἀλλ’ ἤ σῶμα μόνον καὶ χεῖρας, βιάζωνται καὶ φιλονεικῶσι πρόσοδον τοῖς δεομένοις ἐντεῦθεν εὑρεῖν, ἡμεῖς δὲ μυρίων ἔνδον ἀποκειμένων, μηδὲ τῶν περιττῶν εἰς ταῦτα ἁπτώμεθα.  Ποίαν οὖν ἔξομεν ἀπολογίαν, εἰπὲ μοι; Τίνα δὲ συγγνώμην; Καίτοι γε ἐννόησον, πῶς τὸ παλαιὸν ἦσαν οὗτοι καὶ φιλοχρήματοι, καὶ γαστρίμαργοι, μετὰ τῶν ἄλλων κακῶν. Ἐκεῖ γὰρ ἦσαν οἱ λέβητες τῶν κρεῶν, ὧν οἱ Ἰουδαῖοι μέμνηται· ἐκεῖ ἡ πολλὴ τῆς γαστρὸς τυραννίς· ἀλλ’ ὅμως ἐπειδὴ ἐβουλήθησαν, μετεβάλοντο, καὶ τὸ πῦρ  τοῦ Χριστοῦ δεξάμενοι, πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀθρόον μεθωρμίσαντο· καὶ θερμότεροι τῶν ἄλλων ὄντες, καὶ πρὸς ὀργὴν καὶ πρὸς ἡδονὴν σωμάτων προεπετέστεροι, τὰς ἀσωμάτους δυνάμεις τῇ ἐπιεικείᾳ καὶ τῇ λοιπῇ τῆς φιλοσοφίας ἀπαθείᾳ μιμοῦνται.  Καὶ εἴ τις ἐν τῇ χώρᾳ γέγονεν, οἶδεν ἅ λέγω.
Εἰ δὲ τις οὐδέποτε ἐπέβη τῶν σκηνῶν ἐκείνων, ἐννοείτω τὸν μέχρι νῦν ἐν τοῖς ἁπάντων στόμασιν ὄντα, ὅν μετὰ τοὺς Ἀποστόλους ἡ Αἴγυπτος ἤνεγκε, τὸν μακάριον καὶ μέγαν Ἀντώνιον, καὶ λογίζεσθω ὅτι καὶ οὗτος ἐν ἐκείνῃ τῇ χώρᾳ γέγονεν, ἐν ᾗ καὶ Φαραώ·  ἀλλ’ ὅμως οὐδὲν παρεβλάβη, ἀλλὰ καὶ θείας ὄψεως κατηξιώθη, καὶ τοιοῦτον ἐπεδείξατο βίον, οἷον τοῦ Χριστοῦ νόμοι ζητοῦσι.  Καὶ τοῦτο εἴσεταί τις μετὰ ἀκριβείας, ἐντυχὼν τῷ βιβλίῳ τῷ τὴν ἱστορίαν ἔχοντι τῆς ἐκείνου ζωῆς, ἐν ᾧ καὶ πολλὴν ὄψεται τὴν προφητείαν.  Καὶ γὰρ περὶ τῶν τὰ Ἀρείου νοσούντων προανεφώνησέ τε καὶ εἶπε τὴν ἐξ ἐκεινων μέλλουσαν γενέσθαι βλάβην, τοῦ Θεοῦ δείξαντος αὐτῷ τότε, καὶ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ μέλλοντα ὑπογράψαντος ἅπαντα· ὅ δὴ μάλιστα μὲ τῶν ἄλλων τῆς ἀληθείας ἐστὶν ἀπόδειξις, τὸ μηδένα τῶν ἔξωθεν αἱρέσεων ἄνδρα τοιοῦτον ἔχειν. Ἀλλ’ ἵνα μὴ παρ’ ἡμῶν ταῦτα ἀκούσητε, τοῖς γράμμασιν ἐγκύψαντες τοῖς τοῦ βιβλίου, πάντα μαθήσεσθε μετὰ ἀκριβείας, καὶ πολλὴν παιδευθήσεσθε τὴν φιλοσοφίαν ἐκεῖθεν.  Τοῦτο δὲ παρακαλῶ, οὐχ ἵνα ἐπέλθωμεν τὰ γεγραμμένα μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ ζηλώσωμεν, καὶ μήτε χώραν, μήτε ἀνατροφήν, μήτε προγόνων πονηρίαν προβαλλώμεθα. Ἄν γὰρ θέλωμεν ἑαυτοῖς προσέχειν, οὐδὲν τούτων ἡμῖν ἔσται κώλυμα. Ἐπεὶ καὶ Ἀβραὰμ ἀσεβῆ πατέρα ἔσχεν, ἀλλ’ οὐ διεξέξατο τὴν παρανομίαν·  καὶ ὁ Ἐζεκίας τὸν Ἄχαζ ἀλλ’ ὅμως οὗτος φίλος τῷ Θεῷ ἐγένετο· καὶ ὁ Ἰωσὴφ δὲ ἐν μέσῃ τότε Αἰγύπτῳ τοὺς τῆς σωφροσύνης ἀνεδήσατο στεφάνους· καὶ οἱ παῖδες δὲ οἱ τρεῖς ἐν Βαβυλῶνι μέσῃ, καὶ ἐν οἰκίᾳ μέσῃ Συβαριτικῆς παρακειμένης τραπέζης, τὴν ἄκραν ἐπεδείξαντο φιλοσοφίαν ·  καὶ Μωυσῆς δὲ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ὁ Παῦλος ἐν τῇ οἰκουμένῃ· καὶ οὐδὲν οὐδενὶ τούτων ἐγένετο κώλυμα πρὸς τὸν τῆς ἀρετῆς δρόμον.  Ταῦτ’ οὖν καὶ ἡμεῖς πάντα ἐννοοῦντες, τὰς μὲν ταύτας σκήψεις καὶ προφάσεις ἐκ μέσου ποιησώμεθα, τῶν δὲ ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς ἱδρώτων ἁψώμεθα. Οὕτω γὰρ καὶ τὸν Θεὸν ἐπὶ μείζονα ἐπισπασόμεθα εὔνοιαν, καὶ πείσομεν συνεφάψασθαι τῶν ἀγώνων ἡμῖν, καὶ τῶν αἰωνίων ἀπλαύσομεν ἀγαθῶν· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων  Ἀμήν.
Θ΄
α. Καὶ μὴν οὐκ ἐχρῆν θυμωθῆναι, ἀλλὰ φοβηθῆναι καὶ συσταλῆναι, καὶ ἰδεῖν ὅτι ἀνηνύτοις ἐπιχειρεῖ πράγμασιν. Ἀλλ’ οὐ καταστέλλεται. Ὅταν γὰρ ἀγνώμων ᾗ ψυχὴ καὶ ἀνίατος, οὐδενὶ εἴκει τῶν παρὰ τοῦ Θεοῦ δεδομένων φαρμάκων. Ὅρα γοῦν καὶ τοῦτον τοῖς προτέροις ἐπαγωνιζόμενον, καὶ φόνῳ φόνους συνάπτοντα, καὶ κατὰ κρημνοῦ πανταχοῦ φερόμενον. Ὥσπερ γὰρ ὑπὸ τινος δαίμονος τῆς ὀργῆς ταύτης καὶ τῆς βασκανίας ἐκβακχευθείς, οὐδενὸς ποιεῖται λόγον, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῆς φύσεως αὐτῆς μαίνεται, καὶ τὴν ὀργὴν τὴν  κατὰ τῶν ἐμπαιξάντων μάγων, κατὰ τῶν οὐδὲν ἠδικηκότων παίδων ἀφίησι, συγγενὲς δρᾶμα τῶν ἐν Αἰγύπτῳ γενομένων τότε ἐν Παλαιστίνῃ τολμῶν. Ἀποστείλας γὰρ, φησίν ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βυθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς, ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὅν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. Ἐνταῦθά μοι μετὰ ἀκριβείας προσέχετε.  Καὶ γὰρ πολλοὶ πολλὰ φλυαροῦσιν ὑπὲρ τῶν παίδων τούτων, ἀδικίαν ἐγκαλοῦντες τοῖς γεγενημένοις· καὶ οἱ μὲν ἐπιεικέστερον ὑπὲρ αὐτῶν διαποροῦσιν, οἱ δὲ θρασύτερον καὶ μανικώτερον. Ἵν’ οὖν τοὺς μὲν τῆς μανίας, τοὺς δὲ τῆς ἀπορίας ἀπαλλαξωμεν, ἀνάσχεσθε, μικρὸν διαλεγομένων ἡμῶν περὶ τῆς ὑποθέσεως ταύτης. Εἰ γὰρ δὴ τοῦτο ἐγκαλοῦσιν, ὅτι περιώφθη τὰ παιδία ἀναιρούμενα, ἐγκαλέσουσι καὶ τῇ τῶν στρατιωτῶν σφαγῇ τῶν τὸν Πέτρον φυλαττόντων. Ὥσπερ γὰρ, ἐνταῦθα τοῦ παιδίου φυγόντος ἕτερα ἀντὶ τοῦ ζητουμένου κατασφάττεται· οὕτω δὴ καὶ τὸτε τὸν Πέτρον τοῦ δεσμωτηρίου καὶ τῶν ἁλύσεων ἀπαλλάξαντος τοῦ ἀγγέλου, ὁμώνυμός τις τοῦ τυράννου τούτου καὶ ὁμότροπος ζήτησας καὶ οὐχ εὑρὼν τοὺς τηρούντας αὐτὸν στρατιώτας ἀπέκτεινες ἀντ’ ἐκείνου.  Καὶ τὶ τοῦτο; φησί· τοῦτο γὰρ οὐ λύσις, ἀλλὰ προσθήκη τοῦ ζητουμένου. Οἶδα κἀγώ, καὶ διὰ τοῦτο εἰς μέσον πάντα φέρω τὰ τοιαῦτα, ἵνα πᾶσι μίαν ἐπαγάγω τὴν λύσιν. Τίς οὖν ἐστι τούτων ἡ λύσις; καὶ τίνα ἄν ἔχοιμεν λόγον εὐπρόσωπον εἰπεῖν; Ὅτι οὐχ ὁ Χριστὸς τῆς σφαγῆς αὐτοῖς αἴτιος γέγονεν, ἀλλ’ ἡ ὠμότης τοῦς βασιλέως· ὥσπερ οὖν οὐδὲ ἐκείνοις ὁ Πέτρος, ἀλλ’ ἡ ἄνοια τοῦ Ἡρώδου. Εἰ μὲν γὰρ τοῖχον διορυγέντα εἶδεν, ἤ θύρας ἀνατραπείσας, εἶχεν ἴσως ραθυμίαν ἐγκαλέσαι τοῖς φυλάττουσι τὸν Ἀπόστολον στρατιώτεαις· νυνὶ δὲ πάντων ἐπὶ σχήματος μενόντων, καὶ τῶν θυρῶν ἀποκεκλεισμένων καὶ τῶν ἁλύσεων ταῖς χερσὶ τῶν φυλαττόντων συμβεβλημένων (καὶ γὰρ ἦσαν αὐτῷ συνδεδεμένοι), ἠδύνατο συλλογίσασθαι ἐκ τούτων, εἴγε ὀρθῶς ἐδίκαζε τοῖς γινομένοις, ὅτι οὐκ ἀνθρωπίνης δυνάμεως ἦν, οὐδὲ κακουργίας τὸ γινόμενον, ἀλλὰ θείας τινὸς καὶ παραδοξοποιοῦ δυνάμεως, καὶ προσκυνῆσαι τὸν ποιήσαντα ταῦτα, ἀλλ’ οὐ πολεμῆσαι τοῖς φυλάττουσιν. Οὕτω γὰρ ὁ Θεὸς ἐποίησεν ἅπερ ἐποίησεν ἅπαντα, ὡς μὴ μόνον τοὺς φύλακας μὴ προδοῦναι, ἀλλὰ καὶ τὸν βασιλέα δι’ αὐτῶν χειραγωγῆσαι πρὸς τὴν ἀλήθεια. Εἰ δὲ ἀγνώμων ἐκεῖνος ἐφάνη, τί πρὸς τὸν σοφὸν τῶν ψυχῶν ἰατρὸν καὶ πάντα ἐπ’ εὐεργεσίᾳ πραγματευόμενον ἡ τοῦ κάμνοντος ἀταξία; Ὅ δὴ καὶ ἐνταῦθα ἔστιν εἰπεῖν. Τίνος γὰρ ἕνεκεν ἐθυμώθης, ὦ Ἡρώδη, παρὰ τῶν μάγων ἐμπαιχθείς; Οὐκ ἔγνως ὅτι θεῖος ὁ τόκος ἦν; οὐ σὺ τοὺς ἀρχιερεῖς ἐκάλεσας; οὐ σὺ τοὺς γραμματέας συνήγαγες; οὐχὶ κληθέντες ἐκεῖνοι καὶ τὸν Προφήτην μεθ’ ἑαυτῶν εἰς τὸ σὸν εἰσήγαγον δικαστήριον ταύτα ἄνωθεν προαναφωνοῦντα; οὐκ εἶδες τὰ παλαιὰ τοῖς νέοις συμφωνοῦντα; οὐκ ἤκουσας ὅτι καὶ ἀστὴρ τούτοις διηκονήσατο; Οὐκ ᾐδέσθης τῶν βαρβάρων τὴν σπουδὴν; οὐκ ἐθαύμασας αὐτῶν τὴν παρρησίαν;οὐκ ἔφριξας τοῦ Προφήτου τὴν ἀλήθειαν; οὐκ ἐνενόησας ἀπὸ τῶν προτέρων καὶ τὰ ἔσχατα; Τίνος ἔνενκςν οὐλ ἐλογίσατο κατὰ σευατὸν ἐκ τούτων ἁπάντων, ὅτι οὐ τῆς ἀπάτης τῶν μάγων ἦν τὸ γινόμενον, ἀλλὰ θείας δυνάμεως πα΄ντα πρὸς τὸ δέον οἰκονομούσης; Εἰ δὲ καὶ ἠττήθης παρὰ τῶν μάγων, τί πρὸς τὰ παιδία τὰ οὐδὲν ἠδικηκότα;
β΄Ναί, φησίν· ἀλλὰ τὸν μὲν Ἡρώδην καλῶς ἀπεστέρησας τῆς ἀπολογίας καὶ μιαιφόνον ἔδειξας· οὐδέπω δὲ τὸν περὶ τῆς ἀδικίας τῶν γεγενημένων ἔλυσας λόγον. Εἰ γὰρ καὶ ἐκεῖνος ἀδίκως ἔπραττε, τίνος ἔνεκεν ὁ Θεὸς συνεχώρησε; Τίν οὖν ἄν εἴποιμεν πρὸς τοῦτο; Ὅπερ ἀεὶ καὶ ἐν Ἐκκλησίᾳ, καὶ ἐν ἀγορᾷ, καὶ πανταχοῦ λέγων οὐ παύσομαι· ὅ καὶ ὑμᾶς βούλομαι μετὰ ἀκριβείας διατηρεῖν· κανὼν γάρ τίς ἐστι πρὸς ἅπασαν ἡμῖν τοιαύτην ἁρμόττων ἀπορίαν. Τις οὖν ἐστιν ὁ κανών, καὶ τίς ὁ λόγος; Ὅτι οἱ μὲν ἀδικοῦντες πολλοί, ὁ δὲ ἀδικούμενος οὐδὲ εἷς.  Καὶ ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖον ὑμᾶς τὸ αἴνιγμα ταράττῃ, καὶ τὴν λύσιν ἐπάγω ταχέως. Ὅπερ γὰρ ἄν πάθωμεν ἀδίκως παρ’ ὁτουοῦν, ἤ εἰς ἁμαρτήμάτων διάλυσιν ὁ Θεὸς ἡμῖν λογίζεται τὴν ἀδίκίαν ἐκείνην, ἤ εἰς μισθῶν ἀντίδοσιν. Καὶ ἵνα σαφέστερον γέγνηται τὸ λεγόμενον, ἐπὶ ὑποδείγματος τὸν λόγον ἀγάγωμεν.  Θῶμεν γὰρ εἶναί τινα οἰκέτην πολλὰ ὀφείλοντα τῷ δεσπότῃ χρήματα· εἶτα παρὰ ἀδίκων ἀνδρῶν ἐπηρεασθῆναι τὸν οἰκέτην τοῦτον, καὶ ἀφαιρεθῆναί τινα τῶν αὐτοῦ. Ἄν τοίνυν ὁ δεσπότης ὁ κωλῦσαι δυνάμενος τὸν ἅρπαγα καὶ πλεονέκτην, ἐκεῖνα μὲν μὴ ἀποκαταστήσῃ τὰ χρήματα, εἰς δὲ τὰ ὀφειλόμενα αὐτῷ παρὰ τοῦ δούλου λογίσηται τὰ ἀφαιρεθέντα, ἆρα μὴ ἠδίκηται ὁ οἰκέτης; Οὐδαμῶς. Τί δὲ, ἄν καὶ πλείονα ἀποδῷ; ἆρα οὐχὶ καὶ μειζόνως ἐκέρδανε; Παντὶ που δῆλον. Τοῦτο τοίνυν καὶ ἐφ’ ὧν ἡμεῖς πάσχομεν, λογισώμεθα. Ὅτι γὰρ ὑπὲρ ὧν ἄν πάθωμεν κακῶς, ἤ ἁμαρτήματα διαλυόμεθα, ἤ λαμπροτέρους λαμβάνομεν στεφάνους, ἄν μὴ ἁματήματα τοσαῦτα ἔχωμεν, ἀκουσον τοῦ Παύλου λέγοντος πρὸς τὸν πεπορνευκότα. Παράδοτε τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ. Καὶ τί τοῦτο; φυσί. Περὶ γὰρ τῶν ἀδικουμένων παρ’ ἑτέρων ὁ λόγος ἦν, οὐ περὶ τῶν παρὰ τῶν διδασκάλων διορθουμένων. Μάλιστα μὲν οὐδέν τὸ μέσον· τὸ γὰρ ζητούμενον ἦν, εἰ τὸ παθεῖν κακῶς οὐ ἔστιν ἐπήρεια τῷ παθόντι. Ἀλλ’ ἵνα καὶ πρὸς τὸ ἐγγύτερον τοῦ ζητουμένουν ἀγάγω τὸν λόγον, ἀναμνήσθητι τοῦ Δαυΐδ, ὅς τὸν Σεμεΐ τότε ὁρῶν ἐπικείμενον καὶ ἐναλλόμενον αὐτοῦ τῇ συμφορᾷ, καὶ μυρίοις αὐτὸν ὀνείδεσι πλύνοντα, βουλομένων ἀνελεῖν τῶν στρατηγῶν, διεκώλυε λέγων· Ἄφετε αὐτὸν καταρᾶσθαι, ὅπως ἴδῃ Κύριος τὴν ταπείνωσίν μου καὶ ἀνταποδῷ μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας ταύτης ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ.  Καὶ ἐν Ψαλμοῖς δὲ ἄδων ἔλεγεν· Ἴδε τοὺς ἐχθροὺς μου ὅτι ἐπληθύνθησαν, καὶ μῖσος ἄδικονς ἐμίσησά με, καὶ ἄφες πάσας τὰς ἁμαρτίας μου.  Καὶ ὁ Λάζαρος δὲ διὰ τοῦτο ἀπέλαυσεν ἀνέσεως ἐπειδὴ μυρία κατὰ τὸν βίον τοῦτο ἔπαθε κακά. Οὐκ ἄρα ἠδίκηνται οἱ ἀδικηθέντες, ἐὰν γενναίως ἐνέγκωσιν ἅπερ πάσχουσιν ἅπαντα, ἀλλὰ καὶ μειζόνως κεδραίνουσιν, ἄν τε παρὰ τοῦ Θεοῦ πλήττωνται, ἄν τε παρὰ διαβόλου μαστίζωνται. Καὶ ποίαν εἶχον ἁματίαν τὰ παιδία, φησίν ἵνα ταύτην διαλύσωνται; Περὶ μὲν γὰρ τῶν ἐν ἡλικίᾳ γενομένων καὶ πολλὰ πεπλημμεληκότων εἰκότως ἄν τις ταῦτα εἴποι· οἱ δὲ ἄωρον οὕτως ὑπομείναντες τελευτήν, ποῖα ἁμαρτήματα, δι’ ὧν κακῶς ἔπαθον, ἀπέθεντο; Οὐκ ἤκουσάς μου λέγοντος, ὅτι κἄν ἁμαρτήματα μὴ ᾖ, μισθῶν ἀντίδοσις ἐκεῖ γίνεται τοῖς πάσχουσιν ἐνταῦθα κακῶς; Τί τοίνυν ἐβλάβη τὰ παιδία ἀναιρεθέντα ἐπὶ ὑποθέσει τοιαύτῃ, καὶ πρὸς ἀκύμαντον ταχέως ἀπενεχθέντα λιμένα; Ὅτι πολλὰ καὶ μεγάλα πολλάκις, ἔμελλον, φησί ζήσαντες κατορθοῦν. Ἀλλὰ διὰ τοῦτο οὐ μικρὸν αὐτοῖς προαποτίθεται τὸν μισθὸν, τὸ ἐπὶ ὑποθέσει τοιαύτῃ καταλῦσαι τὸν βίον. Ἄλλως δὲ οὐδ’ ἄν εἴασεν, εἰ μεγάλοι τινὲς ἔμελλον ἔσεσθαι οἱ παῖδες, παροαναρπασθῆναι. Εἰ γὰρ τοὺς ἐν πονηρίᾳ μέλλοντας ζῆν διηνεκῶς, μετὰ μακροθυμίας φέροι τοιαύτης, πολλῷ μᾶλλον τούτους οὐ ἄν οἴασεν οὕτως ἀπενεχθῆναι, εἰ προῄδει μεγάλα τινὰ ἀνύσοντας.
γ΄. Καὶ οὗτοι μὲν οἱ παρ’ ἡμῶν λόγοι· οὐ μὴν ἅπαντες οὗτοι, ἀλλ’ εἰσὶ καὶ τούτων ἀπορρητότεροι ἕτεροι, οὕς μετὰ  ἀκριβείας οἶδεν ὁ ταῦτα οἰκονομῶν αὐτός.  Παραχωρήσαντες τοίνυν αὐτῷ τῆς ἀκριβεστέρας ἐν τούτῳ καταλήψεως, τῶν ἑξῆς ἡμεῖς ἐχώμεθα, καὶ ἐν τας ἑτέρων συμφοραῖς παιδευώμεθα πάντα φέρειν γενναίως.  Καὶ γὰρ οὐ μικρὰ τότε κατέλαβε τὴν Βηθλεὲμ τραγωδία, τῶν παίδων ἁρπαζομένων ἀπὸ τῆς θηλῆς τῶν μητέρων, καὶ ἐπὶ τὴν ἄδικον ταύτην ἀγομένων σφαγήν. Εἰ δὲ ἔτι μικροψυχεῖς καὶ ἐλάττων εἶ τῆς ἐπὶ τούτοις φιλοσοφίας, μάθε τοῦ ταῦτα τολμήσαντος τὸ τέλος, καὶ μικρὸν ἀνάπνευσον. Ταχίστη γὰρ αὐτὸν ὑπὲρ τούτων κατέλαβε δίκη, καὶ τοῦ μιάσματος τούτου τὴν προσήκουσαν ἐδίδου τιμωρίαν, θανάτῳ χαλεπῷ, καὶ τοῦ νῦν τολμηθέντος ἐλεεινοτέρῳ καταλύων τὸν βίον, καὶ ἕτερα μυρία πάσχων κακὰ, ἅπερ εἴσεσθε τὴν Ἰωσήπου περὶ τούτων ἱστορίαν ἐπελθόντες, ἥν, ἵνα μὴ μακρὸν ποιῶμεν τὸν λόγον καὶ τὴν συνέχειαν διακόπτωμεν, οὐκ ἀναγκαῖον εἶναι ἐνομίσαμεν τοῖς παροῦσειν ἐνθεῖναι.  Τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν διὰ Ἱερεμίου τῦ προφήτου λέγοντος.  Φωνὴ ἐν ῾ Ραμᾷ ἠκούσθῃ, ῾ Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. Ἐπειδὴ γὰρ φρίκης ἐνέπλησε τὸν ἀκροατὴν ταῦτα διηγησάμενος, τὴν σφαγὴν τὴν βιαίαν, τὴν ἄδικον, τὴν ὠμοτάτην, τὴν παράνομον, παραμυθεῖται πάλιν αὐτὸν, λέγων ὅτι οὐκ ἀδυνατοῦντος τοῦ Θεοῦ κωλῦσαι ταῦτα ἐγίνετο, οὐδὲ ἀγνοοῦντος, ἀλλὰ προειδότος καὶ προανακηρύττοντος διὰ τοῦ Προφήτου.  Μὴ τοίνυν θορυβηθῇς, μηδὲ καταπέσῃς, εἰς τὴν ἀπόρρητον αὐτοῦ πρόνοιαν ἀφορῶν, ἥν, καὶ δι’ ὧν ἐνεργεῖ καὶ δι’ ὧν συγχωρεῖ, μάλιστά εστιν ἰδεῖν,  ὅπερ οὖν καὶ ἀλλαχοῦ τοῖς μαθηταῖς διαλεγόμενος ᾐνίξατο. Ἐπειδὴ γὰρ τὰ δικαστήρια, καὶ τὰς ἀπαγωγὰς, καὶ τοὺς τῆς οἰκουμένης πολέμους, καὶ τὴν ἄσπονδον μάχην αὐτοῖς προανεκήρυττεν, ἀνέχων αὐτῶν τὴν ψυχὴν καὶ παραμυθούμενός φυσιν. Οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἕνα ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ Πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς.  Ταῦτα δὲ ἔλεγε, δεικνὺς ὅτι οὐδὲν ἀγνοοῦντος αὐτοῦ γίνεται, ἀλλ’ εἰδότος μὲν ἅπαντα, οὐ μὴν πάντα ἐνεργοῦτος. Μὴ τοίνυν, φησί, ταράττεσθε, μηδὲ θορυβεῖσθε. Ὁ γὰρ εἰδὼς ἅ πάσχετε, καὶ κωλῦσαι δυνάμενος, εὔδηλον ὅτι προνοῶν ὑμῶν καὶ κηδόμενος οὐ κωλύει· ὅπερ καὶ ἐπὶ τῶν πειρασμῶν τῶν ἡμετέρων ἐννοεῖν δεῖ καὶ ἱκανὴν ἐντεῦθεν ληψόμεθα τὴν παράκλησιν.  Καὶ τί φησί, κοινὸν τῇ ῾ Ραχὴλ πρὸς τὴν Βηθλεὲμ; ἴσως εἴποι τις: Τὶ δὲ τῇ ῾Ραμᾷ πρὸς τὴν ‘Ραχήλ; Ἡ ‘Ραχὴλ μήτηρ ἦν τοῦ Βενιαμίν, καὶ τελευτήσασαν αὐτὴν εἰς τὸν ἰππόδρομον ἔθαψαν τὸν πλησίον ὄντα τοῦ χωρίου τούτου. Ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ τάφος πλησίον, καὶ ὁ κλῆρος τοῦ παιδίου ταύτης ἦν τοῦ Βενιαμὶν (ἡ γὰρ ῾ Ραμᾷ τῆς Βενιαμίτιδος ἦν φυλῆς)· ἀπὸ τε τοῦ φυλάρχου, ἀπὸ τε τοῦ τόπου τῆς ταφῆς εἰκότως αὐτῆς τὰ παιδία τὰ σφαγιασθέντα καλεῖ. Εἶτα δεικνὺς ὅτι ἀνίατον ἦν τὸ συμβὰν ἕλκος καὶ ὠμόν φησίν· Οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσί. Πάλλι κἀντεῦθεν παιδευόμεθα τοῦτο, ὅπερ ἔμπροσθεν ἔλεγον, τὸ μηδέποτε θορυβεῖσθε, ὅταν τῇ τοῦ Θεοῦ ὑποσχέσει τὰ γινόμενα ἐναντία ἦ. Ἰδοὺ γοῦν παραγενομένου αὐτοῦ ἐπὶ σωτηρίᾳ τοῦ λαοῦ, μᾶλλον δὲ ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς οἰκουμένης, οἶα γέγονε τὰ προοίμια. Ἐν φυγῇ μὲν ἡ μήτηρ, συμφοραῖς δὲ ἀνηκέστοις ἡ πατρὶς περιπίπτει, καὶ τολμᾶται φόνος πάντων φόνων ὁ πικρότατος, καὶ θρῆνος καὶ ὀδυρμὸς πολὺς καὶ οἰμωγαὶ πανταχοῦ. Ἀλλὰ μὴ ταραχθῇς· εἴωθε γὰρ ἀεὶ διὰ τῶν ἐναντίων τὰς οἰκονομίας τὰς ἑαυτοῦ πληροῦν, μεγίστην ἐντεῦθεν τῆς αὐτοῦ δυνάμεως παρεχόμενος ἡμῖν ἀπόδειξις. Οὕτω καὶ τοὺς μαθητὰς ἐνῆγεν τοὺς ἑαυτοῦ καὶ κατορθοῦν πάντα παρασκεύαζε, διὰ τῶν ἐναντίων τὰ ἐναντία οἰκονομῶν, ἵνα μεῖζον τὸ θαῦμα γένηται.  Μαστιζόμενοι γοῦν κἀκεῖνοι, καὶ ἐλαυνόμενοι, καὶ μυρία πάσχοντες δεινά, οὕτω τῶν μαστιζόντων καὶ ἐλαυνόντων περιεγένοντο.  Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρώδου, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ’ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσήφ, λέγων Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ πορεύσου εἰς γῆν Ἰσραήλ. Οὐκέτι φησί, Φεῦγε, ἀλλὰ Πορεύου.
δ΄. Εἶδες πάλιν μετὰ πειρασμὸν ἄνεσιν; εἶτα μετὰ τὴν ἄνεσιν κίνδυνον πάλιν; Τῆς μὲν γὰρ ὑπερορίας ἀφείθη, καὶ πρὸς τὴν οἰκείαν ἐπανῆλθε χώραν, καὶ τὸν φονέα τῶν παίδων σφαγιασθέντα εἶδεν· ἐπιβὰς δὲ τῆς οἰκείας, πάλιν λείψανα τῶν προτέρων εὑρίσκει κινδύνων, τὸν υἱὸν τοῦ τυράννου ζῶντα καὶ βασιλεύοντα.  Καὶ πῶς Ἀρχέλαος ἐβασίλευσε τῆς Ἰουδαίας, Ποντίου Πιλάτου ἡγεμονεύοντος;  Πρόσφατος ἦν ἡ τελευτὴ γεγενημένη, καὶ οὐδέπω εἰς πολλὰ ἦν διαιρεθεῖσα ἡ βασιλεία· ἀλλ’ ὡς ἄρτι καταλύσαντος ἐκείνου, τέως ὁ υἱὸς τὴν ἀρχὴν κατεῖχεν ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ· καὶ γὰρ καὶ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ τοῦτο ὄνομα ἦν· διὸ προσέθηκεν ὁ Εὐαγγελιστὴς, Ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.  Ἀλλ’ εἰ τὴν Ἰουδαίαν ἐδεδοίκει, φησί, καταλαβεῖν διὰ τὸν Ἀρχέλαον, ἔδει καὶ τὴν Γαλιλαίαν, διὰ τὸν Ἡρώδην φοβηθῆναι. Ἀλλ’ εἰ τὸ χωρίον ἤμειψε, τὸ πρᾶγμα συνεσκιάζετο λοιπὸν· ἡ γὰρ ὁρμὴ πᾶσα κατὰ τῆς Βηθλεὲμ ἦν καὶ τῶν ὁρίων αὐτῆς.  Τῆς τοίνυν σφαγῆς γενομένης, ᾢετο λοιπὸν ὁ παῖς Ἀρχέαλος τέλος ἐσχηκέναι τὸ πᾶν, καὶ ἐν τοῖς πολλοῖς καὶ τὸν ζητούμενον ἀνηρῆσθαι. Ἄλλως δὲ καὶ τὸν πατέρα οὕτω καταλύσαντα τὸν βίον ἰδών, εὐλαβέστερος πρὸς τὸ περαιτέρῳ προελεθεῖν ἐγένετο, καὶ ἐπαγωνίσασθαι τῇ παρανομίᾳ. Ἔρχεται τοίνυν ὁ Ἰωσὴφ εἰς τὴν Ναζαρέτ, ὁμοῦ τε τὸν κίνδυνον φεύγων, ὁμοῦ τε ἐμφιλοχωρῶν, τῇ πατρίδι. Ἵνα μᾶλλον θαρρῇ, καὶ χρηματισμὸν δέχεται παρὰ τοῦ ἀγγέλου περὶ τούτου.  Καὶ μὴν ὁ Λουκᾶς οὔ φησι κατὰ χρηματισμὸν αὐτὸν ἐληλυθέναι ἐκεῖ, ἀλλ’ ὅτι τὸν καθαρμὸν πληρώσαντες πάτνα, ὑπέστρεψεν εἰς Ναζαρέτ. Τί οὖν ἔστιν εἰπεῖν; Ὅτι τὸν χρόνο τὸν πρὸ τῆς καθόδου τῆς εἰς Αἰγύπτου ἱστορῶν ὁ Λουκᾶς ταῦτα λέγει.  Οὐδὲ γὰρ ἄν πρὸ οτῦ καθαρμοῦ τῆς εἰς Αἴγυπτον ἱστορῶν ὁ Λουκᾶς ταῦτα λέγει. Οὐδὲ γὰρ ἄν πρὸ τοῦ καθαρμοῦ κατήγαγεν αὐτοὺς ἐκεῖσε, ὥστε μηδὲν γενέσθαι παράνομον, ἀλλ’ ἔμεινε καθαρθῆναι καὶ ἐλθεῖν εἰς Ναζαρέτ, καὶ τὸτε καταβῆναι εἰς Αἴγυπτον. Εἶτα μετὰ  τὸ ἀνελθεῖν κελεύει αὐτοῖς εἰς τὴν Ναζαρέτ ἐλθεῖν.  Πρὸ δὲ τοῦτου οὐκ ἦσαν χρηματισθέντες ἐκεῖσε ἐλθεῖν, ἀλλ’ ἐμφιλοχωροῦντες τῇ πατρίδι αὐτομάτως τοῦτο ἐποίουν.  Ἐπειδὴ γὰρ δε’ οὐδὲν ἕτερον ἤ διὰ τὴν ἀπογραφὴν ἀνέβησαν καὶ οὐδὲ στῆναί ποῦ εἶχον, πληρωσάντες δι’ὅπερ ἀνῆλθον, κατέβησαν εἰς Ναζαρέτ.  Διὰ δὴ τοῦτο καὶ ὁ ἄγγελος αὐτοὺς λοιπὸν ἀναπάυων ἀποδίδωσι τῆ οἰκείᾳ· καὶ οὐδὲ τοῦτο ἁπλῶς, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ μετὰ προφητείας. Ἵνα πληρωθῇ γὰρ, φησί, τὸ ρηθὲν ὑπὸ τῶν Προφητῶν, ὅτι Ναζωραῖο κληθήσεται.
Καὶ ποῖος προφήτης τοῦτο εἶπε; Μὴ περιεργάζου, μηδὲ πολυπραγμόνει. Πολλὰ γὰρ τῶν προφητικῶν ἠφάνισται βιβλίων, καὶ ταῦτα ἐκ τῆς ἱστορίας τῶν Παραλειπομένων ἴδοι  τις  ἄν. ῾ Ράθυμοι γὰρ ὄντες, καὶ εἰς ἀσέβειαν συνεχῶς ἐμπίπτοντες, τὰ μὲν ἠφιέσαν ἀπόλυσθαι, τὰ δὲ αὐτοὶ κατέκαιο καὶ κατέκοπτον.  Καὶ τὸ μὲν Ἱερεμίας διηγεῖται, τὸ δὲ ὁ τὴν τετάρτην συντιθείς τῶν Βασιλειῶν, λέγων μετὰ πολὺν χρόνον μόλις τὸ Δευτερονόμιον εὑρῆσθαι ,κατορωργυμένον που  καὶ ἠφανισμένον.  Εἰ δὲ οὐκ ὄντος βαρβάρου οὕτω τὰ βιβλία προὔδωκαν, πολλῷ μᾶλλον τῶν βαρβάρων ἐπελθόντων. Ἐπεὶ ὅτι γε πορεῖπον οἱ Προφῆται, καὶ οἱ Ἀπόστολοι πολλαχοῦ Ναζωραῖον καλοῦσι.  Τοῦτο οὖν συνεσκίαζε τὴν προφητείαν, φησί, τὴν περὶ τῆς Βηθλεὲμ; Οὐδαμῶς· ἀλλ’ αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτο μάλιστα ἐκίνει, καὶ πρὸς τὴν ἔρευνα διήγειρε τῶν περὶ αὐτοῦ λεγομένων. Οὕτω γοῦν καὶ ὁ Ναθαναὴλ πρὸς τὴν ζήτησιν ἔρχεται τὴν περὶ αὐτοῦ λέγων·  Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; Καὶ γὰρ ἦν εὐτελὲς τὸ χωρίον·  μᾶλλον δὲ οὐ τὸ χωρίον μόνον, ἀλλὰ καὶ ἅπαν τὸ μέρος τῆς Γαλιλαίας. Διὰ τοῦτο ἔλεγον ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Ἀλλ’ ὅμως αὐτὸς οὐδὲ ἐκεῖθεν ἐπαισχύνετια καλεῖσθαι, δεικνὺς ὅτι ἐκ τῆς Γαλιλαίας ἐκλέγεται·  πανταχοῦ τὰς σκήψεις περικόπτων τῶν ραθυμεῖν βουλομένων, καὶ δεικνὺς ὅτι οὐδενός ἡμῖν τῶν ἔξωθεν δεῖ, ἐὰν ἀρετὴν ἀσκήσωμεν.  Διὰ τοῦτο οὐδὲ οἰκίαν ἐκλέγεται· Ὁ γὰρ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, φησίν, οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλῆν κλίνῃ·  καὶ Ἡρώδου ἐπιβουλεύοντος φεύγει, καὶ ἐν φάτνῃ τεχθεὶς ἀνακλίνεται, καὶ ἐν καταλύματι μένει, καὶ μητέρα εὐτελῆ λαμβάνει· διδάσκων ἡμᾶς μηδὲν τῶν τοιούτων αἰσχρὸν εἶναι νομίζειν, καὶ τὸν ἀνθρώπινον καταπατῶν ἐκ παροιμίων τῦφον, καὶ μόνης εἶναι τῆς ἀρετῆς κελεύων.
ε΄. Τί γὰρ ἐπὶ πατρίδα μέγα φρονεῖς, ὅταν πάσης τῆς οἰκουμένης ξένον εἶναί σε  κελεύω; φησὶν· ὅταν ἕξῇ σοι γενέσθαι τοιοῦτων, ὡς τὸν κόσμον ἅπαντα μὴ εἶναί σου ἄξιον; Οὕτω γὰρ ταῦτα εὐκαταφρόνητα, ὡς μηδὲ τοῖς φιλοσοφοῦσι τῶν Ἑλλήνων ἀξιοῦσθαι λόγου τινός, ἀλλὰ τὰ ἐκτὸς καλεῖσθαι, καὶ τὴν ἐσχάτην χώραν κατέχειν.  Καίτοι γε ὁ Παῦλος · καταδέχεται, φησίν, οὕτω λέγων·  Κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας. Ἀλλ’ εἰπὲ, πότε καὶ περὶ τίνων, καὶ πρὸς τίνας διαλεγόμενος; Πρὸς γὰρ τοὺς ἐξ ἐθνῶν μέγα φυσῶντας ἐπὶ τῇ πίστει, καὶ τῶν Ἰουδαίων κατεξανισταμένους, καὶ ταύτῃ μειζόνως αὐτοὺς ἀπορρηγνύντας· καταστέλλων μὲν ἐκείνων τὸ φύσημα, τούτους δὲ ἐφελκόμενος, καὶ πρὸς τὸν αὐτὸν διεγείρων ζῆλον.  Ἐπεὶ ὅταν περὶ τῶν γενναίων ἐκείνων καὶ μεγάλων ἀνδρῶν  λέγῃ, ἄκουσον πῶς φησιν· Οἱ δὲ ταῦτα λέγοντες ἐμφανίζουσιν ὅτι πατρίδα ἐπιζητοῦσι.  Καὶ εἰ μὲν ἐκείνης ἐμνημόνευον, ἀφ’ ἦς ἐξῆλθον, εἶχον ἄν καιρὸν ἀνακάμψαι· νῦν δὲ ἑτέραςκρείττονος ὀρέγονται.  Καὶ πάλιν· Κατὰ πίστιν ἀπέθανον οὗτοι πάντες, μὴ κομισάμενοι τὰς ἐπαγγελίας, ἀλλὰ πόρρωθεν αὐτὰς ἰδόντες καὶ ἀσπασάμενοι.  Καὶ Ἰωάννης δὲ τοῖς πρὸς αὐτὸν ἐρχομένοις ἔλεγε·  Μὴ δόξητε, λέγειν, ὅτι Πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραὰμ. Καὶ ὁ Παῦλος πάλιν· Οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραὴλ, οὕτοι Ἰσραήλ, οὐδὲ τὰ τέκνα τῆς σαρκός, ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ.  Τὶ γὰρ οἱ τοῦ Σαμουὴλ ἀπώναντο παῖδες, εἰπέ μοι, τῆς εὐγενείας τοῦ πατρός, μὴ γενόμενοι τῆς ἀρετῆς τοῦ πατρὸς κληρονόμοι; τί δὲ οἱ τοῦ Μωυσέως ἐκέρδανον, μὴ ζηλώσαντες αὐτοῦ τὴν ἀκρίβειαν; Οὐκοῦν οὐδὲ διεδέξαντο τὴν ἀρχὴν·  ἀλλ’ αὐτοὶ μὲν αὐτὸν ἐπιγράφοντο πατέρα, ἡ δὲ δημαγωγία πρὸς ἕτερον μετέβαινε, τὸν κατ’ ἀρετὴν αὐτοῦ γενόμενον υἱόν·  Τί δὲ ὁ Τιμόθεος ἐβλάβη, πατρὸς Ἕλληνος ὤν; τι δ’ αὖ πάλιν ὁ τοῦ Νῶε υἱὸς ἐκέρδανεν ἐκ τῆς τοῦ πατρὸς ἀρετῆς, δοῦλος ἀντ’ ἐλευθέρου γενόμενος; Εἶδες πῶς οὐκ ἀρκεῖ πατρὸς εὐγένεια τοῖς γεννωμένοις εἰς προστασίαν; Ἡ γὰρ κακία τῆς προαιρέσεως τοὺς τῆς φύσεως ἐνίκησε νόμους, καὶ οὐ μόνον αὐτὸν τῆς εὐγενείας τῆς πρὸς τὸν γεγεννηκότα, ἀλλὰ καὶ τῆς ἐλευθερίας ἐξβαλε.  Τί δὲ καὶ Ἡσαῦ; οὐχὶ υἱὸς ἦν τοῦ Ἰσαάκ, καὶ τὸν γεννήσαντα εἶχε προϊστάμενον αὐτοῦ; Καὶ γὰρ καὶ ὁ πατὴρ ἐσπούδαζε καὶ ἐπεθύμει μετασχεῖν αὐτὸν τῶν εὐλογιῶν, καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τούτου τὰ κελευσθέντα πάντα ἐποίει. Ἀλλ’ ὅμως ἐπειδὴ σκαιὸς ἦν, οὐδὲν αὐτὸν τούτων ὤνησεν·  ἀλλὰ καὶ τῇ φύσει πρῶτος ὤν, καὶ τὸν πατέρα μεθ’ ἑαυτοῦ πάντα ὑπὲρ τούτου πράττοντα ἔχων, ἐπειδῆ τὸν Θεὸν οὐκ εἶχε μεθ’ ἑαυτοῦ, πάντων ἐξεπεσε.  Καὶ τὶ λέγω τοὺς ἀνθρώπους; Υἱοὶ τοῦ Θεοῦ γεγόνασιν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οὐδὲν ἀπὸ τῆς εὐγενείας ταύτης ἐκέρδανον. Εἰ δὲ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τις γενόμενος, ἄν μὴ τῆς εὐγενείας ταύτης  ἀρετὴν ἐπιδείξηται ἀξίαν, καὶ κολάζεται μειζόνως, τί μοι προγόνων καὶ πάππων εὐγένειαν προσφέρεις εἰς μέσον; Οὐδὲ γὰρ ἐν τῇ Παλαιᾷ μονον, ἀλλὰ καὶ ἐν τῆ Καινῇ τοῦτο κεκρατηκὸς εὕροι τις ἄν·  Ὅσοι γὰρ ἔλαβον αὐτὸν φησίν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ·  γενέσθαι. Ἀλλ’ ὅμως τῶν τέκνων τούτων πολλοὺς ἔφησε μηδὲν ὠφελεῖσθαι παρὰ τοῦ πατρὸς ὁ Παῦλος· Ἐὰν γὰρ  περιτέμνησθε, φησί, Χριστὸς ὑμᾶς οὐδὲν ὠφελήσει. Εἰ δὲ Χριστὸς οὐδὲν ὠφελεῖ τοὺς μὴ βουλομένους ἑαυτοῖς προσέχειν, πῶς ἄνθρωπος προστήσεται;  Μὴ τοίνυν μήτε ἐπ’ εὐγενείᾳ μήτε ἐπὶ πλούτῳ μέγα φρονῶμεν, ἀλλὰ καὶ κατα φρονῶμεν τῶν οὕτω διακειμένων·  μήτε ἐπῖ πενίᾳ καταπίπτωμεν·  ἀλλ’ ἐκεῖνον ζητῶμεν τὸν πλοῦτον, τὸν ἐν ἔργοις ἀγαθοῖς· ἐκείνην φεύγωμεν, τὴν πενίαν, τὴν ἐν κακίᾳ καθιστῶσαν ἡμᾶς, δι’ ἥν καὶ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος πένης ἦν· διότπερ οὐδὲ σταγόνος ἐγένετο κύριος καὶ ταῦτα πολλὴν θεὶς ἱκετηρίαν.  Καίτοι τὶς ἄν οὕτω γένοιτο πένης παρ’ ἡμῖν (ὡς καὶ ὕδατος πρὸς ἀπόλαυσιν ἀπορεῖν); Οὐκ ἔστιν οὐδεὶς. Καὶ γὰρ καὶ οἱ ἐσχάτῳ λιμῷ τηκόμενοι, σταγόνος ἀπολαῦσαι δύνανται· καὶ οὐδὲ σταγόνος μόνης ἀλλὰ καὶ πολλῷ πλείονος παραμυθίας.  Ἀλλ’ οὐχ ὁ πλούσιος ἐκεῖνος, ἀλλὰ καὶ μέχρι τούτου πένης ἦν·  καὶ τὸ δὴ χαλεπώτερον, ὅτι οὐδὲ παραμυθήσασθαί  πθεν τὴν πενίαν ἠδύνατο. Τὶ τοίνυν περὶ τὰ χρήματα κεχήναμεν, ὅταν εἰς τὸν οὐρανὸν ἡμᾶς μὴ εἰσαγῃ;  Εἰπὲ γὰρ μοι· εἰ βασιλεύς τις τῶν ἐπὶ τῆς γῆς εἶπεν, ὅτι τὸν πλουτοῦντα ἀμήχανον ἐν  βασιλείοις λάμψαι, ἤ τιμῆς ἀπολαῦσαί τινος, ἆρα οὐκ ἄν ἅπαντες ἀτιμάσαντες ἐρρίψατε τὰ χρήματα; Εἶτα, ἄν μὲν τῆς ἐν τοῖς κάτω βασιλείοις τιμῆς ἡμᾶς ἐκβάλλη, εὐκαταφρόνηται ἔσται· τοῦ δὲ τῶν οὐρανῶν Βασιλέως καθ’ ἑκάστην ἡμέραν βοῶντος καὶ λέγοντος, ὅτι δύσκολον μετ’ αὐτῶν ἐπιβῆναι τῶν προθύρων ἐκείνων τῶν ἱερῶν, οὐ προησόμεθα πάντα, καὶ ἀποστηθόμεθα τῶν ὄντων, ἵνα μετὰ παρρησίας εἰς τὴν βασιλείαν εἰσέλθωμεν;
στ΄.  Καὶ ποίας ἄξιοι συγγνώμης ἐσμέν, τὰ ἀποτειχίζοντα τὴν ἐκεῖσε ὁδὸν μετὰ πολλῆς περιβαλλόμενοι σπουδῆς, καὶ οὐ μόνον ἐν κιβωτίοις, ἀλλὰ καὶ ἐν γῇ κατακρύπτοντες, παρὸν τῇ τῶν οὐρανῶν αὐτὰ παραδοῦναι φυλακῇ; Ὡς νῦν γε τὸ αὐτὸ ποιεῖς, οἷον ἄν εἶ τις γεωργὸς σῖτον λαβὼν ὥστε σπεῖραι λιπαρὰν ἄρουραν, ἀφεὶς τὴν ἄρουραν, εἰς λάκκον τὸν σῖτον πάντα κατορύξῃ, ἵνα μήτε αὐτὸς ἁπολαύσῃ, καὶ ὁ σῖτος διαφθαρεὶς ἀπόληται. Ἀλλὰ  τίς ὁ πολὺς λόγος αὐτῶν, ὅταν ταῦτα ἐγκαλῶμεν ἡμεῖς; Οὐ μικρὰν τινα παραμυθίαν, φησί, φέρι τὸ εἰδέναι, ὅτι μετὰ ἀσφαλείας ἡμῖν ἀπόκεται παραμυθία. Εἰ γὰρ καὶ μὴ λιμὸν δέδοικας, ἀλλ’ ἕτερα χαλεπώτερα διὰ τὴν ἀποθήκην ταύτην δεδοικέναι ἀνάγκη, θανάτους, πολέμους, ἐπιβουλάς.  Εἰ δὲ λιμός ποτε καταλάβοι, πάλιν ὁ δῆμος ὑπὸ τῆς γαστρὸς καταναγκαζόμενος, τὴν δεξιὰν ὁπλίζει κατὰ τῆς σῆς οἰκίας.  Μᾶλλον δὲ ὅταν ταῦτα ποιῇς, σὺ καὶ τὸν λιμὸν εἰσάγεις εἰς τὰς πόλεις, καὶ τοῦ λιμοῦ χαλεπώερον τουτὶ τὸ βάραθρον τῇ σῇ κατασκευάζεις οἰκίᾳ.  Λιμοῦ μὲν γὰρ ἀνάγκῃ οὐκ οἶδά τινας τετελευτηκότας ταχέως καὶ γὰρ ἔστι πολλὰ πολλαχόθεν ἐπινοῆσαι πρὸς τὴν τοῦ κακοῦ τούτου παραμυθίαν· διὰ δὲ χρήματα καὶ πλοῦτον καὶ τὰς τοιαύτας πραγματείας, πολλοὺς ἀνηρημένους δείκνυμι, τοὺς μὲ λάθρᾳ, τοὺς δὲ δημοσίᾳ.  Καὶ πολλῶν μὲν τοιούτων παραδειγμάτων γέμουσιν αἱ ὁδοί, πολλῶν δὲ τὰ δικαστήρια καὶ αἱ ἀγοραί.  Καὶ τὶ λέγω τὰς ὁδοὺς καὶ τὰ δικαστήρια καὶ τὰς ἀγορᾶς; Καὶ γὰρ τὴν θάλατταν αὐτὴν ὄψει τῶν αἱμάτων ἐμπεπλησμένην.  Οὐ γὰρ  δὴ γῆς ἐκράτησεν ἡ τυραννὶς αὕτη, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ πέλαγος μετὰ πολλῆς εἰσεκώμασε τῆς παροινίας.  Καὶ ὁ μὲν πλεῖ διὰ χρυσὸν, ὁ δὲ σφάττεται δι’ αὐτὸ τοῦτο πάλιν·  καὶ ἡ αὐτὴ τυραννὶς τὸν μὲν ἔμπορον ἐποίησε, τὸν δὲ ἀνδροφόνον.  Τί τοίνυν ἀπιστότερον γένοιτ’ ἄν μαμωνᾶ, ὅταν δι’ αὐτὸν ἀποδημῇ καὶ κινδυνεύῃ καὶ σφάττηται; Ἀλλ’ Τίς ἐλεήσει φυσίν, ἐπαοιδὸν ὀφιόδηκτον; Ἔδει γὰρ εἰδότας τὴν ὠμὴν τυραννίδα, φεύγειν τὴν δουλείαν, καὶ καταλῦσαι τὸν χαλεπὸν ἔρωτα.  Καὶ πῶς, φησί,  τοῦτο δυνατόν;  Ἄν ἕτερον εἰσαγάγῃς ἔρωτα, τὸν τῶν οὐρανῶν. Ὁ γὰρ ἐπιθυμῶν βασιλείας, καταγελάσεται πλεονεξίας·  ὁ γενόμενος τοῦ Χριστοῦ δοῦλος, οὐκ ἔστι δοῦλος τοῦ μαμωνᾶ, ἀλλὰ καὶ δεσπότης· τὸν μὲν γὰρ φεύγοντα διώκειν εἴωθε, τὸ δὲ διώκοντα φεύγειν.  Οὐχ οὕτω τὸν διώκοντα τιμᾷ, ὡς τὸν καταφρονοῦτνα αὐτοῦ·  οὐδενὸς οὕτω καταγελᾷ ὡς τὼν ἐπιθυμούντων αὐτοῦ·  οὐ καταγελᾷ δὲ μόνον ἀλλὰ καὶ μυρίοις αὐτοὺς περιβάλλει δεσμοῖς.  Λύσωμεν οὖν ὀψέ ποτε τὰς χαλεπὰς ταύτας σειράς.  Τί καταδουλοῖς τὴν λογικὴν ψυχὴν τῇ ἀλόγῳ ὕλῃ, τῇ μητρὶ τῶν μυρίων κακῶν; Ἀλλ’ὤ τοῦ γέλωτος!  ἡμεῖς μὲν γὰρ αὐτῷ πολεμοῦμεν λόγοις, αὐτὸς δὲ ἡμῖν πολεμεῖ διὰ τῶν ἔργων, καὶ ἅγει πανταχοῦ καὶ περιφέρει, καθάπερ ἀργυρωνήτους καὶ μαστιγίας ἀτιμάζων· οὖ τὶ γένοιτ’ ἄν αἰσχρότερόν τε καὶ ἀτιμότερον; Εἰ γὰρ ὑλῶν ἀναισθήτων οὐ περιγινόμεθα, πῶς τῶν ἀσωμάτων περιεσόμεθα δυνάμεων; εἰ γῆς εὐτελοῦς, οὐ καταφρονοῦμεν, καὶ λίθων ἀπερριμμένων, πῶς  τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσαίς ὑποτάξομεν; πῶς σωφροσύνην ἀσκήσομεν; Εἰ γὰρ ἄργυρος καταλάμπων ἡμᾶς ἐκπλήττει, πότε κάλλος ὄψεως δυνησόμεθα παραδραμεῖν; Καὶ γὰρ οὕτω τινὲς ἐκδεδομένοι πρὸς ταύτην εἰσὶ τὴν τυραννίδα, ὡς καὶ πρὸς αὐτὴν πάσχειν τι  τοῦ χρυσίου τὴν ὄψιν, καὶ χαριεντιζόμενοι λέγειν, ὅτι καὶ ὀφθαλμοὺς ὠφελεῖ νόμισμα χρυσοῦν φαινόμενον. Ἀλλὰ μὴ παῖζε τοιαῦτα, ἄνθρωπε· οὐδὲν γὰρ οὕτως ἀδικεῖ ὀφθαλμούς, καὶ τοὺς τοῦ σώματος καὶ τοὺς τῆς ψυχῆς, ὡς ἡ τούτων ἐπιθυμία. Οὗτος γοῦν ὁ χαλεπὸς ἔρως τῶν παρθένων ἐκείνων τὰς λαμπάδας ἔσβεσε, καὶ τοῦ νυμφῶνος ἐξέβαλεν. Αὕτη ἡ ὄψις, ἡ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὠφελοῦσα, καθὼς ἔφης, τὸν ἄθλιον Ἰούδαν οὐκ ἀφῆκεν ἀκοῦσαι τῆς δεσποτικῆς φωνῆς, ἀλλὰ καὶ εἰς βρόχον ἤγαγε, καὶ μέσον λακίσαι ἐποίησε, καὶ μετ’ ἐκεῖνα πάντα εἰς γέενναν παρέπεμψε.  Τί τοίνυν ταύτης παρανομώτερον γένοιτ’ ἄν; τί δὲ φρικωδέστερον; οὐ τῆς ὕλης τῶν χρημάτων λέγω, ἀλλὰ τῆς ἐπιθυμίας ἀυτῶν τῆς ἀκαίρου καὶ μανικῆς.  Καὶ γὰρ  αἱμάτων ἀνθρωπίνων στάζει, καὶ φόνον βλέπει, καὶ θηρίου παντός ἐστι χαλεπωτέρα, κατασπαράττουσα τοὺς ἐμπεσόντας, καὶ ὅ πολλῷ χεῖρὸν ἐστιν, οὐδὲ τῶν σπαραγμῶν ἀφίησιν αἰσθάνεσθαι τούτων.  Δέον γὰρ οὕτω τοὺς τὰ τοιαῦτα πάσχοντας, καὶ πρὸς τοὺς παριόντας χεῖρα ἐκτείνειν, καὶ εἰς συμμαχίαν καλεῖν, οἱ δὲ καὶ χάριν ἔχουσι τούτων τῶν ἐλκηθμῶν·  οὗ τί γένοιτ’ ἄν ἀθλιώτερον; Ταῦτ’ οὖν ἅπαντα ἐννοοῦντες, φύγωμεν τὴν ἀνίατον νόσον, θεραπεύσωμεν αὐτῆς τὰ δήγματα, καὶ μακρὰν ἀποστῶμεν τῆς τοιαύτης λύμης· ἵνα καὶ ἐνταῦθα ἀσφαλῆ καὶ ἀτάραχον ζήσωμεν βίον, καὶ τῶν μελλόντων ἐπιτύχωμεν θησαυρῶν· (ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν) χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ’ οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, τιμή, νῦν, καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
α. Πῶς λοιπόν διηγεῖται ὁ Λουκᾶς ὅτι ἦταν πλαγιασμένο στὴ φάτνη; Μόλις ἐγέννησε, τὸ πλάγιασε ἀμέσως ἐκεῖ. Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ βροῦνε σπίτι, ἐπειδὴ εἶχαν μαζευτῆ πολλοὶ, μὲ τὴν ἀπογραφή.Τὸ ὑπογραμμίζει τοῦτο ὁ Λουκᾶς λέγοντας ὅτι πλάγιασε τὸ Χριστὸ, ἐπειδὴ δὲ βρισκόταν κατάλυμα. Ἔπειτα τὸν πῆρε καὶ τὸν ἐκράτησε στὰ γόνατά της. Ὁ ἐρχομός στὴ Βηθλεὲμ ἐσήμαινε καὶ τὸ τέλος τῆς ἐγκυμοσύνης. Ἀντιλαμβανόμαστε ἔτσι τὴ θεία οἰκονομία στὸ σύνολό της· τί ἔγινε καὶ ὅτι δὲν ἔγινε ἁπλᾶ καὶ τυχαῖα, ἀλλὰ ἐκπληρώνονταν ὅλα σύμφωνα μὲ κάποιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ μιὰ ἀκολουθία προφητειῶν. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ἔκαμε νὰ προσκυνήσουν; Οὔτε ἡ Παρθένος ἦταν ἀπὸ τὴν ἀνώτερη τάξη, οὔτε τὸ σπίτι λαμπρό, οὔτε κάτι ἀπ’ ὅσα ἔβλεπαν ἦταν ἱκανό νὰ ξαφνιάση καὶ νὰ προσελκύση.  Κι αὐτοὶ ὄχι μονάχα προσκυνοῦν ἀλλὰ κι ἀφοῦ ἄνοιξαν τὰ θησαυροφυλάκιά τους, προσφέρουν δῶρα, ὄχι ὅπως κάνομε σὲ ἄνθρωπο ἀλλὰ ὅπως σὲ Θεό.  Σύμβολό του ὁ λιβανωτὸς καὶ ἡ σμύρνα.  Τὶ τοὺς ἔπεισε καὶ τοὺς ἔκανε νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ τὸ σπίτι τους καὶ νὰ κάνουν τόσο δρόμο; Ἦταν τὸ ἀστέρι κι ὁ φωτισμὸς ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς στὸ πνεῦμα τους, ποὺ τοὺς ὡδηγοῦσε ὁλοένα σὲ τελειότερη γνώση. Ἄν δὲν ἦταν αὐτό, δὲ θὰ ἔδειχναν βέβαια τόση τιμὴ γιὰ πράγματα ποὺ φαίνονταν ἀσήμαντα. Γι’ αὐτὸ κανένα ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ ἐκεῖ δὲν ἦταν μεγάλο· ἡ φάτνη, τὸ καλύβι, ἡ φτωχὴ μητέρα. Ἔτσι βλέπομε καθάρια τὴ διάθεση τῶν μάγων καὶ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δὲν τὸν πλησίαζαν σὰν ἁπλὸ ἄνθρωπο ἀλλὰ σὰν Θεὸ καὶ εὐεργέτη. Γι’ αὐτὸ δὲν τοὺς σκανδάλιζε κανένα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ ποὺ ἔβλεπαν. Ἀλλὰ τὸν προσκυνοῦσαν καὶ τοῦ πρόσφεραν δῶρα ἀπαλλαγμένα ἀπὸ τὴν Ἰουδαϊκὴ προσήλωση στὰ ὑλικά· γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐθυσίαζαν πρόβατα καὶ μοσχάρια.  Τὰ δῶρα τους εἶχαν τὴ σφραγίδα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πνεύματος· τοῦ πρόσφεραν ἐπίγνωση, ὑπακοή, ἀγάπη. Κι ὅταν πληροφορήθηκαν στ’ ὄνειρό τους νὰ μὴ γυρίσουν στὸν Ἡρώδη, ἔφυγαν γιὰ τὴ χώρα τους ἀπὸ ἄλλο δρόμο. Πρόσεξε κι ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦτο τὴν πίστη τους· δὲν ἐσκανδαλίστηκαν, ἀλλὰ εἶναι πειθήνιοι καὶ γεμᾶτοι εὐγνωμοσύνη. Δὲν ταράζονται, οὔτε συλλογίζονται μέσα τους. Ἄν εἶναι μεγάλο αὐτὸ τὸ παιδὶ κι ἔχει κάποια δύναμη, τί χρειάζεται ἡ φυγὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἀναχώρηση; Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο, ἐνῶ ἤρθαμε φανερὰ καὶ μὲ θάρρος, καὶ σταθήκαμε σὲ τὸσο λαὸ μπροστὰ καὶ στὴ μανία τοῦ βασιλιᾶ, μᾶς βγάζει ὁ ἄγγελος σὰ δραπέτες καὶ φυγάδες ἀπὸ τὴν πόλη; Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ οὔτε διατύπωσαν οὔτε ἀναλογίστηκαν. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη πίστεως· νὰ μὴ ζητῆς τὸ νόημα τῆς διαταγῆς, ἀλλὰ νὰ πείθεσαι μόνο σ’ αὐτήν. Ὅταν αὐτοὶ ἔφυγαν, ἰδοὺ ἕνας ἄγγελος Κυρίου φαίνεται στὸν Ἰωσὴφ στ’ ὄνειρό του καὶ τοῦ λέει· Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του, καὶ φεύγα στὴν Αἴγυπτο. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ διατυπώση κανεὶς ἀπορία καὶ γιὰ τοὺς μάγους καὶ γιὰ τὸ παιδὶ. Γ ιατὶ ἄν ἐκεῖνοι δὲν ταράχτηκαν, παρὰ τὰ δέχτηκαν ὅλα μὲ πίστη, ἀξίζει νὰ ἐρευνήσωμε ἐμεῖς, γιατὶ δὲ σώζονται κι ἐκεῖνοι καὶ τὸ παιδὶ χωρὶς νὰ φύγουν, ἀλλὰ αὐτοὶ ἀναχωροῦν στὴν Περσία, κι ἐκεῖνο φυγαδεύεται μὲ τὴ μητέρα του στὴν Αἴγυπτο; Θὰ πῆτε· ἔπρεπε αὐτὸς νὰ πέση στὰ χέρια τοῦ Ἡρώδη καὶ παρόλο τοῦτο νὰ μὴ σκοτωθῆ.  Δὲ θὰ γινόταν πιστευτὸ ὅτι ἔλαβε σάρκα, θὰ δυσπιστοῦσαν μπροστὰ στὸ μέγεθος τῆς θείας οἰκονομίας. Γιατὶ ἄν μερικοὶ τόλμησαν νὰ ποῦν ὅτι ἦταν μῦθος ἡ πρόσληψη τῆς σάρκας, μόλο ποὺ ἔγιναν αὐτὰ καὶ πολλὰ οἰκονομήθησαν, ὅπως ἁρμόζει σ’ ἀνθρώπους, σκεφτῆτε σὲ ποιὰ μεγάλη ἀσέβεια θὰ ἔπεφταν, ἄν τὰ ἔπραττε ὅλα ὅπως ἁρμόζει στὸ Θεὸ καὶ σύμφωνα μὲ τὴ δύναμή του; Στέλλει γρήγορα τοὺς μάγους, γιὰ νὰ τοὺς κάμη δασκάλους στὴν περσικὴ χώρα καὶ γιὰ νὰ θεραπεύση τὴ μανία τοῦ τυράννου. Νὰ μάθη ὅτι ἐπιχειρεῖ τ’ ἀκατόρθωτα, νὰ πνίξη τὸ θυμό του καὶ νὰ σταματήση τὴ μάταιη προσπάθειά του.  Γιατὶ δὲν εἶναι ἄξιο τῆς δυνάμεώς του μόνο νὰ νικᾶ φανερὰ τοὺς ἐχθροὺς του ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἐξαπατᾶ εὔκολα. Ὅμοια ξεγέλασε καὶ τοὺς Αἰγυπτίους γιὰ χάρη τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἐνῶ μποροῦσε νὰ μεταφέρη φανερὰ τὸν πλοῦτο τους στὰ χέρια τῶν Ἑβραίων, ὁρίζει νὰ γίνη τοῦτο κρυφὰ καὶ μὲ ἀπάτη καὶ τοῦτο τὸν κάνει φοβερὸ στοὺς ἀντιπάλους του καθόλου λιγώτερο ἀπὸ ὅ,τι τὰ ἄλλα σημεῖα.
β. Οἱ Ἀσκαλωνῖτες λοιπὸν κι ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὅταν πῆραν τὴν κιβωτό, καὶ δέχτηκαν ἐπίθεση παρακινοῦσαν τοὺς δικοὺς τους νὰ μὴν πολεμοῦν καὶ νὰ μὴν τοὺς ἀντιμετωπίζουν, μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα θαύματα ἀνέφεραν καὶ τοῦτο κι ἔλεγαν. Γιατὶ στενοχωρεῖσθε, ὅπως στενεχωρήθηκε ἡ Αἴγυπτος καὶ ὁ Φαραώ; Ὅταν τοὺς ἐξαπάτησε, δὲν ἔστειλε τὸ λαὸ του καὶ τὸν ἔσωσε; Τὸ ἔλεγαν τοῦτο, ἐπειδὴ ἐνόμιζαν ὅτι δὲν ἦταν μικρότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ ἔγιναν φανερά, γιὰ νὰ δείξη τὴ δύναμη καὶ τὴ μεγαλωσύνη του.  Αὐτὸ ἔγινε κι ἐδῶ κι ἦταν ἱκανὸ νὰ ξαφνιάση τὸν τύραννο.  Σκέψου τί ἦταν φυσικὸ νὰ πάθη ὁ Ἡρώδης καὶ νὰ νιώση ἀσφυξία, ὅταν ἀπατήθηκε ἀπὸ τοὺς μάγους καὶ γελοιοποιήθηκε. Δὲν ἔγινε βέβαια καλύτερος. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν ἔγκλημα ἐκείνου ποὺ τὰ οἰκονόμησε αὐτά, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς ὑπερβολικῆς μανίας.  Δὲν ὑποχωροῦσε σ’ ἐκείνους ποὺ μποροῦσαν νὰ τὸν ἐγκαρδιώσουν καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώσουν ἀπὸ τὴ μανία του.  Καὶ γιατί, ρωτοῦν, στέλνει τὸ παδιὶ στὴν Αἴγυπτο; Μὲ ἀκρίβεια ἀναφέρει τὴν αἰτια ὁ Εὐαγγελιστὴς· γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ ὁ λόγος· Κάλεσα τὸ γιὸ μου ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.  Συνάμα ἀπευθύνονταν στὴν οἰκουμένη προμηνύματα ἀγαθῶν ἐλπίδων. Ἡ Βαβυλὼν κι ἡ Αἴγυπτος περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μέρος τῆς γῆς κατακαίγονταν ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς ἀσέβειας. Δείχνοντας λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι θὰ τὶς διορθώση καὶ τὶς δύο καὶ θὰ τὶς κάμη καλύτερες καὶ δημιουργῶντας τὴν πίστη μὲ τὸ παράδειγμα τοῦτο νὰ προσδοκοῦμε τὸ καλὸ γιὰ ὅλη τήν οἰκουμένη, στὴ μιὰ ἔστειλε τοὺς μάγους, στὴν ἄλλη πῆγε ὁ ἴδιος μὲ τὴ μητέρα του. Ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα εἴπαμε καὶ κάτι ἄλλο διδασκόμαστε, ποὺ δὲ συντελεῖ λίγο στὴν προκοπή μας. Ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πρέπει νὰ περιμένωμε πειρασμοὺς κι ἐπιβουλὲς. Βλέπεις ὅτι τοῦτο γίνεται ἀπὸ τὰ σπάργανα.  Μόλις γεννήθηκε, μανιάζει ὁ τύραννος, ἀκολουθεῖ ἡ φυγὴ κι ἡ ἐγκατάσταση σὲ χώρα ἐξορίας κι ἐξορίζεται ἡ ἀθώα μητέρα σὲ χώρα βαρβαρική. Ἀκούοντας τα αὐτὰ, ὅταν ἀξιωθῆς ν’ ἀναλάβης κάποια πνευματικὴ διακονία κι ἔπειτα δῆς νὰ σὲ βρίσκουν ἀθεράπευτες συμφορὲς καὶ νὰ ὑπομένης ἀμέτρητους κινδύνους, πρόσεξε νὰ μὴν ταραχτῆς.  Καὶ κυρίως νὰ μὴν πῆς· Τί σημαίνει τοῦτο; Ἔπρεπε νὰ στεφανωθῶ καὶ νἀ ἀνακηρυχτῶ νικητής, νὰ ἀποχτήσω ὄνομα καὶ δόξα, ἀφοῦ ἔπραξα τὴν ἐντολἠ τοῦ Κυρίου. Ἀντίθετα νὰ τὰ δεχτῆς ὅλα μὲ γενναιότητα, γνωρίζοντας ὅτι αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀκολουθία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔχει δεμένους τοὺς πειρασμοὺς μαζί της.  Κοίταξε πῶς δὲ συμβαίνει τοῦτο στὸ παιδὶ μόνο καὶ στὴ μητέρα του ἀλλὰ καὶ στοὺς βαρβάρους ἐκείνους.  Κι ἐκεῖνοι κρυφά, σὰ φυγάδες, ἀναχωροῦν.  Κι ἐκείνη πάλι, ποὺ δὲν εἶχε διασκελίσει ποτὲ τὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ της, παίρνει ἐντολὴ νὰ ὑπομείνη τόσο μακρινὸ δρόμο, γεμᾶτο ταλαιπωρίες, ἐξ αἰτίας τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ παιδιοῦ τῆς καὶ τῆς πνευματικῆς γέννας της. Πρόσεξε κι ἐδῶ τὸ παράδοξο. ἡ Παλαιστίνη καταδιώκει, κι ἡ Αἴγυπτος ὑποδέχεται καὶ σώζει αὐτὸν ποὺ καταδιώκεται. Γιατὶ δὲν ἐγίνονταν μόνο στὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ προεικονίσεις ἀλλὰ καὶ στὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ προμηνοῦσαν ὅσα θὰ ἐξελίσσονταν ἀργότερα. Ὅπως ἔγινε στὴν περίπτωση τοῦ ὄνου καὶ τοῦ πουλαριοῦ.  Παρουσίαστηκε λοιπὸν ὁ ἄγγελος καὶ δὲν ἀπευθύνεται στὴ Μαρία ἀλλὰ στὸν Ἰωσὴφ. Καὶ τοῦ λέει· Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του.  Δὲ λέει ἐδῶ τὴ γυναῖκα σου ἀλλὰ τὴ μητέρα του. Ἐπειδὴ γεννήθηκε τὸ παιδὶ, εἶχε διαλυθῆ ἡ ὑποψία κι εἶχε βεβαιωθῆ ὁ Ἰωσὴφ, μιλάει ἀπροκάλυπτα ὁ ἄγγελος καὶ δὲ μιλάει οὔτε γιὰ παιδὶ δικό του, οὔτε γιὰ γυναῖκα του. Ἀλλὰ τοῦ λέει· Πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε στὴν Αἴγυπτο.  Συμπληρώνει μὲ τὴν αἰτία τῆς φυγῆς. Ὁ Ἡρώδης θὰ ζητήση νὰ πάρη τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ.
γ. Δὲ σκανδαλίστηκε, ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἰωσήφ, οὔτε εἶπε Μοῦ λὲς αἰνίγματα· δὲν ἔλεγες πρῶτα, ὅτι θὰ σώση τὸ λαό του; Τώρα μήτε τὸν ἑαυτὸ του δὲ σώζει, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ φύγωμε, ν’ ἀποδημήσωμε καὶ νὰ ζήσωμε ἀλλοῦ πολὺν καιρό. Τὰ πράγματα εἶναι ἀντίθετα μὲ τὶς ὑποσχέσεις.  Τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲ λέει. Ἐπίστευε στὸ Θεό.  Οὔτε γιὰ τὸ χρόνο τῆς ἐπιστροφῆς δὲ δείχνει περιέργεια, τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄγγελος μίλησε πολὺ ἀόριστα γι’ αὐτὸν.  Νὰ εἶσαι ἐκεῖ, ὥσπου νὰ σοῦ πῶ. Οὔτε σὲ τοῦτο δὲν ἔδειξε ἀπροθυμία. Ὑπακούει, τὸν πιστεύει κι ὑπομένει μὲ χαρὰ ὅλους τοὺς πειρασμούς.  Συνεδύασε μὲ τὰ ὀδυνηρὰ τοῦτα ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ εὐχάριστα, ὅπως κάνει σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους· δὲ δίνει οὔτε τοὺς κιδνύνους οὔτε τὰ εὐχάριστα, συνέχεια, ἀλλὰ καὶ μ’ αὐτὰ καὶ μ’ ἐκεῖνα μαζὶ ὑφαίνει τὸ βίο τῶν δικαίων. Τὸ ἴδιο ἔκαμε κι ἐδῶ. Ὅταν πρόσεξε ὁ Ἰωσὴφ τὴν ἐγκυμοσύνη τῆς Παρθένου, ταράχτηκε καὶ βρέθηκε στὴν ἔσχατη ἀμηχανία. Ὑποπτεύθηκε τὴν κόρη γιά μοιχεία. Ἦρθε ὅμως εὐθὺς ὁ ἄγγελος ποὺ διέλυσε τὴν ὑποψία κι ἔδιωξε τὸ φόβο. Ὅταν εἶδε τὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε, δοκίμασε τὴν πιὸ μεγάλη χαρά.  Τὴ χαρὰ ὅμως αὐτὴ τὴ διαδέχτηκε κίνδυνος καὶ μάλιστα ὄχι μικρός· ἡ πόλη ἦταν ἀνάσταστη, ὁ βασιλιὰς μανιασμένος ἀναζητοῦσε τὸ νεογέννητο. Τὴν ταραχὴ ὅμως αὐτὴ τὴ διαδέχται ἄλλη χαρά, τὸ ἀστέρι καὶ ἡ προσκύνηση τῶν μάγων.  Κι ἄλλη μιὰ φορὰ μετὰ τὴν εὐχαρίστηση αὐτὴ  ἐπακολουθεῖ φόβος καὶ κίνδυνος. Ζητεῖ ὁ Ἡρώδης νὰ πάρη τὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ· κι εἶναι ἀνάγκη νὰ φύγη καὶ κατὰ τὸ ἀνθρώπινο νὰ μετοικήση.  Δὲν ἔπρεπε νὰ θαυματουργήση ἀπὸ τότε. Ἄν ἔκαμε θαύματα ἀπὸ μκρὴ ἡλικία, δὲ θὰ θεωροῦνταν ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ δὲ δημιουργεῖται ἀμέσως τέλειος ναὸς ἀλλὰ προηγεῖται ἡ κυοφορία, διάστημα ἐννέα μηνῶν, πόνοι τοῦ τοκετοῦ, γέννα, θηλασμὸς, πολύχρονη ἡσυχία, περιμένοντας τὴν ἀνδρικὴ ἡλικία.  Μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ γίνη εὔκολα παραδεχτὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας.  Γιὰ ποιόν λοιπὸν ἔγιναν αὐτὰ τὰ σημεῖα ἀπὸ τὴν ἀρχή; ρωτᾶ. Γιὰ τὴ μητέρα, γιὰ τὸν Ἰωσὴφ, γιὰ τὸ Συμεών, ποὺ περίμενε νὰ πεθάνη, γιὰ τοὺς βοσκούς, γιὰ τοὺς μάγους, γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἄν ἤθελαν νὰ προσέξουν σ’ αὐτὰ, δὲ θὰ ἀποκόμιζαν μικρὴ ὠφέλεια γιὰ τὴ μελλοντικὴ ζωή. Ἄν οἱ προφῆτες δὲν κάνουν λόγο γιὰ τοὺς μάγους, μὴν ταραχτῆς. Δὲν ἐμιλησαν βέβαια γιὰ ὅλα οὔτε καὶ γιὰ ὅλα ἐκράτησαν σιγή. Ὅπως τὸ νὰ δῆς νὰ ἔρχωνται τὰ πράγματα χωρὶς νὰ ἔχης ἀκούσει τίποτα, προκαλεῖ μεγάλη ἔκπληξη καὶ ταραχὴ, ὅμοια καὶ ἡ πληροφορία γιὰ ὅλα ἔκαμε τὸν ἀκροατὴ νὰ κοιμᾶται καὶ δὲν ἄφηνε τίποτα στοὺς Εὐαγγελιστάς.  Κι ἄν ἀμφιβάλλουν οἱ Ἰουδαῖοι γιὰ τὴν προφητεία λέγοντας ὅτι γι’ αὐτοὺς ἐλέχθηκε ὁ λόγος· Κάλεσα τὸ γιὸ μου ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, θὰ τοὺς ἀπαντήσωμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς προφητείας· πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς ἀναφέρονται συχνὰ γιὰ ἄλλα πράγματα κι ἐκπληρώνονται σὲ ἄλλα. Ὅπως ἡ προφητεία γιὰ τὸ Συμεὼν καὶ τὸ Λευί.  Θὰ τοὺς μοιράσω, ἀναφέρει, μέσα στὴ γενιὰ τοῦ Ἰακώβ, καὶ θὰ τοὺς σκορπίσω σ’ ὅλους τοὺς Ἰσραηλῖτες. Αὐτὸ ὅμως ἐκπληρώθηκε στὰ ἐγγόνια τους.  Κι αὐτὸ ποὺ ὁ Νῶε εἶπε γιὰ τὸ Χαναάν, ἐκπληρώθηκε στοὺς Γαβωνῖτες τοὺς ἐγγόνους τοῦ Χανναάν. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ στὸν Ἰακώβ. Οἱ ὑποσχέσεις ποὺ ἔλεγαν Γίνου Κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου κι ἄς σὲ προσκυνήσουν οἱ γιοὶ τοῦ πατέρα σου, δὲν ὁλοκληρώθηκαν σ’ αὐτὸν ἀλλὰ στὰ ἐγγόνια του.  Πῶς θὰ ὡλοκληρώνονταν σ’ αὐτὸν ποὺ φοβόταν κι ἔτρεμε τὸν ἀδελφό του καὶ τὸν προσκυνοῦσε ἀμέτρητες φορές; Τὸ ἴδιο μπορεῖ κανεὶς νὰ πῆ κι ἐδῶ. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστῆ γνησιώτερος γιὸς τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς ποὺ πορσκυνᾶ τὸ μόσχο, ποὺ ἀφιερώνεται στὸ Βεελφεγὼρ καὶ θυσιάζει τοὺς γιούς του στὰ δαιμόνια ἤ ὁ καταφύση Γιός, ποὺ τιμᾶ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἐγέννησε. Ὥστε ἄν δὲν ἔρχόταν ὁ Χριστός, ἡ προφητεία δὲ θὰ λάβαινε τὴν ἐκπλήρωση ποὺ ἔπρεπε.
δ. Πρόσεξε πῶς καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς κάνει γι’ αὐτὸ ὑπαινιγμό·  Γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ.  Δείχνει ἔτσι ὅτι δὲν θὰ ἐκπληρωνόνταν, ἄν δὲν ἐρχόταν ἐκεῖνος.  Καὶ δὲν προσδίδει αὐτὸ τυχαία λάμψη στὴν Παρθένο καὶ δόξα.  Αὐτὸ ποὺ θεωροῦσε καύχημά του ὅλος ὁ λαός, μποροῦσε νὰ τὸ ἔχη κι ἐκείνη.  Μεγαλοφρονοῦσαν ἐπειδὴ ἀνέβηκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ γι’ αὐτὸ καυχιόταν. Αὐτὸ ὑπονοῶντας ὁ προφήτης ἔλεγε·  Δὲν ἐλευθέρωσα τοὺς ἀλλοφύλους ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ τοὺς Ἀσσυρίους ἀπὸ τὸ λάκκο;  Ἀποδίδει καὶ στὴν Παρθένο τὸ πλεονέκτημα τοῦτο. Ἤ μᾶλλον ὁ λαὸς καὶ ὁ πατριάρχης, ἀφοῦ πῆγαν ἐκεῖ καὶ γύρισαν ἐκπληρωσαν τὸν τύπο αὐτῆς τῆς ἀπαλλαγῆς. Κι ἐκεῖνοι κατέβαιναν ξεφεύγοντας τὸ θάνατο ἀπὸ πεῖνα, κι αὐτὸς θάνατο ἀπὸ ἐπιβουλή. Ἐκεῖνοι ὅμως μὲ τὴν κάθοδο τους ἐκεῖ, ἐσώθηκαν ἀπὸ τὴν πεῖνα·  ἐνῶ ὁ Χριστὸς πηγαίνοντας ἐκεῖ ἁγίασε ὅλη τὴ χώρα. Πρόσεξε πῶς  γίνεται ἡ ἀποκάλυψη ἀνάμεσα στοὺς ταπεινοὺς καὶ τὴ θεότητα. Ὅταν ὁ ἄγγελος εἶπε Φεῦγε στὴν Αἴγυπτο, δὲν ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τοὺς συνοδεύση, οὔτε ὅταν πήγαιναν οὔτε ὅταν θὰ γύριζαν.  Αὐτὸ ἦταν ὑπαινιγμὸς ὅτι θὰ εἶχαν μεγάλο συνοδοιπόρο, τὸ νεογέννητο παιδί.  Αὐτὸς ἔφερε γενικὴ ἀλλαγὴ σὲ ὅλα κι ἔκαμε τοὺς ἐχθροὺς νὰ βοηθήσουν πολὺ τὴν οἰκονομία αὐτή.  Καὶ βλέπομε τοὺς βαρβάρους μάγους νὰ ἐγκαταλείπουν τὴν προγονικὴ δεισιδαιμονία τους καὶ νὰ ἔρχωνται νὰ προσκυνήσουν.  Ὑπηρετεῖ καὶ ὁ Αὔγουστος τὴ γέννηση στὴ Βηθελεὲμ μὲ τὸ πρόσταγμα τῆς ἀπογραφῆς. Ἡ Αἴγυπτος τὸν δέχεται, ὅταν φεύγη κυνηγημένος ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ καὶ τὸν σώζει. Βρίσκε ἔτσι μιὰ ἀφορμὴ γιὰ νὰ μὴν τοῦ   εἶναι ξένος. Ἔτσι θὰ ἀκούση νὰ τὸν κηρύττουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ θὰ χαίρεται ποὺ αὐτὴ τὸν δέχτηκε πρώτη.
Τὸ πλεονέκτημα τοῦτο ἀνῆκε βέβαια στὴν Παλαιστίνη μόνη· ἔγινε ὅμως ἡ Αἴγυπτος θερμότερη.  Καὶ ὅταν ἔρθης τώρα στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, θὰ τὴν εὕρης καλύτερη ἀπὸ κάθε παραδεισένιο κῆπο, γεμάτη ἀπὸ ἀμέτρητους χοροὺς ἀγγέλων μὲ ἀνθρώπινο σχῆμα κι ἀπὸ λαὸ μαρτύρων καὶ μελίσσια παρθένων. Ὅλη ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου ἔχει ἐκεῖ καταλυθῆ, ἐνῶ κυριαρχεῖ ὁλόλαμπρη ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ.  Καὶ τὴ μητέρα τῶν ποιητῶν, τῶν σοφῶν καὶ τῶν μάγων, αὐτὴν ποὺ βρῆκε κάθε εἴδος μαγείας καὶ τὸ διέδωσε καὶ στοὺς ἄλλους, αὐτὴν θὰ τὴ δῆς τώρα νὰ τοὺς περιφρονῆ ὅλους αὐτοὺς καὶ νὰ θεωρῆ καλλωπίσματά της τοὺς ἁλιεῖς, νὰ περιφέρη παντοῦ τὸν τελώνη καὶ τὸ σκηνοποιὸ καὶ νὰ προβάλλη τὸ σταυρό.  Καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν μόνο στὶς πόλεις·  περισσότερο στὶς ἐρημιὲς.  Σὲ κάθε μέρος τῆς χώρας ἐκείνης μπορεῖς νὰ δῆς τὸ στρατόπεδο τοῦ Χριστοῦ, τὸ ποίμνιο τὸ βασιλικὸ, τὴν πολιτεία τῶν οὐρανίων δυνάμεων.  Κι αὐτὰ δείχνονταν μὲ τοὺς ἄνδρες ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς γυναῖκες. Κι ἐκεῖνες δὲν ἐπιδίδονται λιγώτερο ἀπὸ τοὺς ἄνδρες στὴν πνευματικὴ ζωή. Δὲν παίρνουν βέβαια τὴν ἀσπίδα, οὔτε καβαλικεύουν τὸ ἄλογο, ὅπως ὁρίζουν οἱ τρανοὶ νομοθέτες καὶ φιλόσοφοι τῶν Ἑλλήνων. Ἀποδέχονται ὅμως ἄλλο βαρύτερο ἀγῶνα. Εἶναι ὁ κοινὸς σ’ αὐτὲς καὶ στοὺς ἄνδρες πόλεμος πρὸς τὸ διάβολο καὶ τὶς δυνάμεις του.  Καὶ πουθενὰ στὶς συγκρούσεις τοῦ εἴδους αὐτοῦ δὲν ἐμποδίζει ἡ φυσική τους ἀσθένεια.  Γιατὶ δὲν κρίνονται μὲ τὴ δύναμη τοῦ σώματος ἀλλὰ μὲ τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς οἱ ἀγῶνες αὐτοί.  Ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ πολλὲς ἀγωνίσθηκαν μὲ περισσότερη δύναμη ἀπὸ τοὺς ἄνδρες καὶ ἔστησαν λαμπρότερα τρόπαια.  Δὲν εἶναι τόσο λαμπρὸς ὁ οὐρανὸς μὲ τὴν ποικιλία τῶν ἀσκητικῶν χορῶν, ὅπως ἡ ἔρημος τῆς Αἰγύπτου, ποὺ ἀπὸ παντοῦ μᾶς παρουσιάζει τὰ σκηνώματα τῶν μοναχῶν.
ε. Ἄν γνωρίζη κανένας, τὴν παλαιὰ ἐκείνη Αἴγυπτο, τὴ θεομάχο καὶ μανιασμένη, ποὺ ἦταν δούλη στὶς γάτες, ποὺ φοβόταν κι ἔτρεμε τὰ κρεμύδια αὐτὸς θὰ καταλάβη καλὰ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἤ μᾶλλον δὲν ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὰ παλιὰ παραμύθια· μένουν ἀκόμα σὰν ἀποδείξεις κάποια ἀπομεινάρια ἀπὸ τὴν παλιὰ κι ἀνόητη ἐκείνη μανία. Ὅλοι ὅμως αὐτοὶ ποὺ εἶχαν περιπέσει κατὰ τὸ παρελθὸν σὲ τόση μανία φιλοσοφοῦν τώρα γιὰ τὸν οὐρανοὸ καὶ τὴν πέρα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πραγματικότητα, περιφρονοῦν τὰ προγονικὰ ἔθιμα, οἰκτίρουν τοὺς προγόνους τους καὶ δὲ δίνουν στοὺς φιλοσόφους καμμιὰ σημασία. Διδάχτηκαν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγματα, ὅτι οἱ δικές τους δοξασίες ἦσαν ἐπινοήσεις ἀπὸ μεθυσμένες γρηοῦλες, ἐνῶ ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία, ποὺ εἶναι ἄξια τῶν οὐρανῶν εἶναι αὐτὴ ποὺ τὴν ἐκήρυξαν οἱ ψαράδες.  Γι’ αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀκριβολογία στὰ δόγματα δείχνουν μεγάλο ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τὴν πρακτικὴ ζωή. Ἀφοῦ ἀπόθεσαν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ νεκρώθηκαν ἀπὸ τὸν κόσμο, προχωροῦν πάλι ἀκόμα περισσότερο, χρησιμοποιοῦν τὴ σωματική τους ἐργασία γιὰ διατροφὴ τῶν πεινασμένων. Οὔτε ἐπειδὴ νηστεύουν κι ἀγρυπνοῦν, ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ ἡσυχάζουν τὴν ἡμέρα. Ἀλλὰ ξοδεύουν τὶς νύχτες τους σὲ ἱεροὺς ὕμνους καὶ ὁλονυχτίες, καὶ τὶς ἡμέρες τους πάλι σὲ προσευχὲς μαζί καὶ σὲ χειρωνακτικὴ ἐργασία, ἔχοντας πρότυπό τους τὸ ζῆλο τοῦ ἀποστόλου.  Γιατὶ ἄν ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο εἶχε στρέψει τὰ βλέμματα ἡ οἰκουμένη γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν πεινασμένων, μπῆκε σ’ ἐργαστήριο, ἄσκησε τέχνη, καὶ δὲν κοιμόταν οὔτε τὴ νύχτα, εἶναι πολὺ πιὸ δίκαιο νὰ ξοδεύωμε ἐμεῖς τὴ σχολὴ καὶ τὴν ἡσυχία μας σὲ πνευματικὴ ἐργασία, ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε στὴν ἔρημο καὶ δὲ μᾶς ἐμποδίζει καθόλου ἡ ταραχὴ τῶν πόλεων. Αἰσθανόμαστε ντροπὴ ὅλοι, καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ φτωχοί, ὅταν ἐκεῖνοι χωρὶς νὰ ἔχουν τίποτα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰ χέρια τους, βιάζονται καὶ φιλονικοῦν νὰ ἐξοικονομήσουν μ’ αὐτὰ τὰ ἀπαραίτητά τους, ἐνῶ ἐμεῖς μ’ ὅλη τὴν ἀφθονία τῶν ἀγαθῶν ποὺ ἔχομε, δὲ διαθέτομε γιὰ τοὺς φτωχοὺς μήτε τὰ ἄχρηστα σ’ ἐμᾶς.  Πῶς θ’ ἀπολογηθοῦμε καὶ πῶς θὰ δεχτοῦμε τὴ συγχώρηση; Καὶ νὰ συλλογιστῆ κανεὶς ὅτι αὐτοὶ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ἦσαν φιλοχρήματοι καὶ λαίμαργοι, ἐκτὸς ἀπὸ ἄλλα.  Ἐκεῖ ἦταν λεβέτια μὲ τὰ κρέατα, ποὺ θυμοῦνται οἱ Ἰουδαῖοι.  Ἐκεῖ ἡ μεγάλη βασιλειλα τῶν φαγητῶν. Ὅταν ὅμως θέλησαν, ἄλλαξαν, κι ἀφοῦ δέχτηκαν τὴ φλόγα τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι μαζί μεταφέρθηκαν στὸ ἀγκυροβόλιο τοῦ οὐρανοῦ.  Κι ἐνῶ ἦσαν πιὸ θερμοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πιὸ πρόχειροι στὸ θυμὸ  καὶ στὴ σωματικὴ ἡδονὴ, ἔβαλαν πρότυπά τους τὶς ἀσώματες δυνάμεις στὴ μετριοπάθεια καὶ τὴν ἄλλη πνευματικὴ ἀταραξία. Ὅποιος πῆγε στὴ χώρα, καταλαβαίνει ὅ,τι τοῦ λέγω.
Ἄν ὅμως δὲν πῆγε κάποιος στὶς σκηνὲς ἐκεῖνες, ἄς φέρη στὸ νοῦ του αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀκόμα στὰ στόματα ὅλων, ποὺ ἔπειτα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους μᾶς ἔδωσε ἡ Αἴγυπτος, τὸ μακάριο καὶ μεγάλο Ἀντώνιο κι ἄς σκεφτῆ ὅτι κι αὐτὸς ἔζησε στὴ ἴδια χώρα ποὺ ἔζησε κι ὁ Φαραώ. Δὲν ἀδικήθηκε ὅμως καθόλου. Ἀλλά καὶ τὸ Θεὸ ἀξιώθηκε νὰ δῆ κι παρουσίασε τέτοια ζωή, ὅπως ζητοῦν οἱ νόμοι τοῦ Χριστοῦ.  Λεπτομέρειες θὰ εὔρη   κανένας, ὅταν διαβάση τὴ βιογραφία του, ὅπου θὰ συναστήση κι ἐκδηλώσεις τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος.  Προανήγγειλε τὴν ἀρειανική νόσο, καὶ μίλησε γιὰ τὴ βλάβη ποὺ αὐτὴ θὰ προκαλοῦσε, ὅπως τοῦ εἶχε τότε δείξει ὁ Θεὸς καὶ τοῦ εἶχε ἁπλώσει μπροστὰ στὰ μάτια ὅλα τὰ μελλοντικά.  Εἶναι καὶ τοῦτο μιὰ ἀπόδειξη κοντὰ στὶς ἄλλες, ὅτι οἱ αἱρέσεις δὲν ἔχουν καμμιὰ τέτοια προσωπικότητα. Γιὰ νὰ μὴν τ’ ἀκούσετε ὅμως ὅλα ἀπὸ μένα, σκύψετε στὶς γραμμὲς τοῦ βιβλίου καὶ θὰ τὰ δῆτε ὅλα μὲ ἀκρίβεια καὶ θ’ ἀντλήσετε ἀπὸ κεῖ πολλὴν ὠφέλεια. Σᾶς προτρέπω σὲ τοῦτο, ὄχι γιὰ νὰ διαβάσωμε μόνο τὸ βιβλίο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ μιμηθοῦμε καὶ νὰ μὴν πορτάσσωμε μήτε τὴν πατρίδα μήτε τὴν ἀνατροφή, μήτε τὴν κακία τῶν προγόνων. Ἄν θέλωμε νὰ προσέξωμε τὸν ἑαυτὸ μας, τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲ θὰ μᾶς σταθῆ ἐμπόδιο. Κι ὁ Ἀβραὰμ εἶχε πατέρα εἰδωλολάτρη, δὲν τὸν διαδέχτηκε ὅμως στὴν παρανομία.  Κι ὁ Ἐζεκίας εἶχε πατέρα τὸν Ἄχαζ· ἔγινε ὅμως τοῦ Θεοῦ.  Κι ὁ Ἰωσὴφ τότε στὴ μέση τῆς Αἰγύπτου κέρδισε ὡστόσο τὸ στεφάνι τῆς σωφροσύνης.  Κι οἱ τρεῖς Παῖδες ἐπίσης, στὴ μέση τῆς Βαβυλῶνος, στὸ κέντρο τοῦ παλατιοῦ, δίπλα σὲ συβαρίτικο τραπέζι ἔδειξαν τὴν πιὸ μεγάλη ἀρετή.  Ἐπίσης ὁ Μωυσῆς στὴν Αἴγυπτο κι ὁ Παῦλος στὴν οἰκουμένη.  Τίποτα δὲν ἐμπόδισε ὅλους αὐτοὺς στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Αὐτὰ ἄς ἔχωμε κι ἐμεῖς τὸ νοῦ μας, κι ἄς ἐξοβελίσωμε τὶς περιττὲς αὐτὲς προφάσεις καὶ δικαιολογίες κι ἄς ἀρχίσωμε τὸ μόχθο τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι καὶ τὸ  Θεὸ θὰ τὸν προσελκύσωμε σὲ μεγαλύτερη πρὸς ἐμᾶς ἀγάπη, θὰ τὸν πείσωμε νὰ μᾶς βοηθήση στοὺς ἀγῶνες μας καὶ θ’ ἁπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθά.  Μακάρι ὅλοι μας νὰ τὰ ἐπιτύχωμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι δική του ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες Ἀμὴν.
Θ΄
α. Δὲν ἔπρεπε ὅμως νὰ ὀργιστῆ ἀλλὰ νὰ φοβηθῆ καὶ νὰ περιοριστῆ καὶ νὰ παραδεχθῆ ὅτι ἐπιδιώκει ἀκατόρθωτα πράγματα. Δέν ἡσυχάζει ὅμως. Ὅταν εἶναι ἡ ψυχὴ  ἀχάριστη καὶ ἀθεράπευτη, δὲν ὑποχωρεῖ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ φάρμακα ποὺ δίνει ὁ Θεός.  Πρόσεξε πῶς τοῦτος συναγωνίζεται μὲ τοὺς παλιούς, προσθέτει φόνους σὲ φόνους καὶ τρέχει ἀπὸ παντοῦ πρὸς τὸν κρημνό. Σὰ νὰ τὸν εἶχε συνεπάρει κάποιος δαίμονας τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ μίσους, δὲ λογαριάζει κανένα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ φύση μανιάζει καὶ τὴν ὀργή του ἀφήνει νὰ ξεσπάση κατὰ τῶν μάγων ποὺ τὸν γέλασαν καὶ τῶν παιδιῶν ποὺ δὲν ἀδίκησαν καθόλου ἀποτολμῶντας στὴν Παλαιστίνη δρᾶμα συγγενικὸ μ’ ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε στὴν Αἴγυπτο τότε. Ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ σκότωσε ὅλα τὰ παιδιὰ στὴ Βηθλεὲμ καὶ στὴν περιοχή της, ἀπὸ δύο χρόνων καὶ κάτω, κατὰ τὶς πληροφορίες ποὺ εἶχε ἀπὸ τοὺς μάγους.  Πρόσεξε μὲ  σχολαστικότητα. Ἀκούγονται πολλὲς φλυαρίες γι’ αὐτὰ τὰ παιδιὰ ἀπὸ πολλοὺς, ποὺ ἀπόδιδαν τὴν ἀδικία στοὺς γονεῖς. Καὶ μερικῶν ἡ ἀπορία εἶναι πιὸ μετρημένη, ἐνῶ ἄλλη θρασύτερη καὶ πιὸ μανιασμένη.  Γιὰ ν’ ἀπαλλάξωμε λοιπὸν τοὺς ἄλλους πρώτους ἀπὸ τὴν ἀπορία καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴ μανία, ἀνεχθῆτε με λίγο νὰ σὰς μιλήσω γιὰ τὸ θέμα τοῦτο. Ἄν κατηγοροῦν τοῦτο, ὅτι ἐδείχθηκε ἀδιαφορία γιὰ τὸ θάνατο τῶν παιδιῶν, ἄς κατηγορήσουν καὶ τὴν σφαγὴ τῶν στρατιωτῶν ποὺ φύλαγαν τὸν Πέτρο. Ἐδῶ ὅταν ἔφυγε τὸ παιδὶ, σφάζουν ἄλλα παιδιὰ στὴ θέση του. Ἔτσι καὶ τότε. Ὅταν ὁ ἄγγελος ἀπάλλαξε τὸν Πέτρο ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ τὶς ἁλυσίδες, ἕνας ὁμώνυμος καὶ ὁμοτροπος τοῦ τυράννου τούτου, ὅταν ζήτησε καὶ δὲν τὸν βρῆκε, σκότωσε στὴ θέση του τοὺς στρατιῶτες ποὺ τὸν φρουροῦσαν.  Τοῦτο ὅμως δὲν εἶναι βέβαια λύση ἀλλὰ περιπλοκὴ τοῦ προβλήματος, θὰ πῆ κάποιος. Τὸ γνωρίζω κι ἐγὼ καὶ γι’ αὐτὸ ἀνακινῶ πάντοτε τὰ θέματα τοῦ εἴδους αὐτοῦ, γιὰ νὰ φέρω τὴ μοναδικὴ λύση σὲ ὅλα.  Ποιὰ εἶναι ἡ λύση τους καὶ ποιὰ ἠ εὐπρόσωπη γι’ αὐτὰ δικαιολογία μας; Ὅτι δὲν εἶναι αἴτιος τῆς σφαγῆς ὁ Χριστὸς ἀλλὰ ἡ σκληρότητα τοῦ βασιλιᾶ. Ὅπως καὶ στοὺς στρατιῶτες δὲν ἦταν αἰτία ὁ Πέτρος παρὰ ἡ ἀνοησία τοῦ Ἡρώδη. Ἄν εἶχε δεῖ ἕνα τοῖχο ἀνοιγμένο, ἤ πόρτες παραβιασμένες, θὰ μποροῦσε νὰ κατηγορήση γιὰ ἀμέλεια τοὺς στρατιῶτες ποὺ φύλαγαν. Τώρα ὅμως ἔμεναν ὅλα στὴ θέση τους, κλεισμένες οἱ πόρτες κι οἱ ἁλυσίδες κλειδωμένες στὰ χέρια τῶν φρουρῶν –γιατὶ ἦσαν δεμένοι μαζί τους. Μποροῦσε λοιπὸν νὰ συλλογιστῆ ἀπ’ αὐτά, ἄν ἔκρινε ὀρθὰ τὰ γεγονότα, ὅτι δὲν ἦταν ἔργο ἀνθρώπου, οὔτε μιὰ παράνομη ἀπόδραση ἀλλὰ ἐκδήλωση μιᾶς θείας καὶ θαυματουργῆς δυνάμεως. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ προσκυνήση τὸν αἵτιο τούτων κι ὄχι νὰ στραφῆ κατὰ τῶν φρουρῶν. Μ’ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὁ Θεὸς ἔκαμε ὅλα ὅσα ἔκαμε· ὄχι μόνο δὲν ἤθελε νὰ θυσιάση τοὺς φρουροὺς ἀλλὰ καὶ τὸ βασιλιὰ νὰ ὁδηγήση πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ἄν ἐκεῖνος στάθηκε ἀπερίσκεπτος, ποιὰ σχέση μπορεῖ νὰ ἔχη μὲ τὸ σοφὸ ἰατρὸ τῶν ψυχῶν, ποὺ πράττει τὰ πάντα πρὸς ὠφέλεια, ἡ ἀταξία τοῦ ἀρρώστου; Τὸ ἴδιο μποροῦμε νὰ ποῦμε κι ἐδῶ. Γιατὶ ὠργίστηκες, Ἡρώδη, ἐπειδὴ ἐξαπατήθηκες ἀπὸ τοὺς μάγους; Δὲν ἐκάλεσες τοὺς ἀρχιερεῖς; Δὲν συγκέντρωσες τοὺς γραμματεῖς; Δὲν σοῦ ἔφεραν ἐκεῖνοι στὸ δικαστήριό σου, ὅταν τοὺς ἐκάλεσες, καὶ τὸν προφήτη μαζί τους, ποὺ τὸν προανήγγειλε μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ; Δὲ διαπίστωσες ὅτι τὰ παλιὰ συμφωνοῦσαν μὲ τὰ νέα; Δὲν ἄκουσες ὅτι ἀκόμη καὶ ἀστέρι ἦρθε νὰ τοὺς ὑπηρετήση; Δὲ σεβάστηκες τὸ ζῆλο τῶν βραβάρων; Δὲν ἐθαύμασες τὸ θάρρος τους; Δὲ σοῦ ἔκαμε ἐντύπωση ἡ ἐπαλήθευση τοῦ προφήτη; Δὲν ἐξήγησες τὰ νέα μὲ βάση τὰ παλιὰ; Γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἔκαμες μέσα σου τὴ σκέψη ὅτι τὸ πρᾶγμα δὲν ἦταν μιὰ ἀπάτη τῶν μάγων· ἀλλὰ ὅτι ἡ θεία δύναμη οἰκονομοῦσε τὰ πάντα πρὸς ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε; Ἀλλὰ καὶ ἄν ἐξαπατήθηκες ἀπὸ τοὺς μάγους, γιατὶ στράφηκες στὰ παιδιὰ, ποὺ δὲν εἶχαν κάμει καμμιὰ ἀδικία;
β΄ Μάλιστα, παρατηρεῖ. Ὡραῖα ἄφησες ἀναπολόγητο τὸν Ἡρώδη. Δὲν ἀνασκεύασες ὅμως ἀκόμα τὴν ἔνταση τῆς ἀδικίας γιὰ ὅσα εἶχαν γίνει. Ἄν ἐκεῖνος ἐνεργοῦσε ἄδικα, γιατὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεός; Τί θἀ ἀπαντήσωμε σ’ αὐτό; Ὅ,τι πάντοτε καὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ἀγορὰ καὶ παντοῦ δὲ σταματῶ νὰ ἐπαναλαμβάνω. Αὐτὸ θέλω καὶ σεῖς μὲ ἀκρίβεια νὰ τηρῆτε. Εἶναι κάποιος κανόνας ποὺ ἁρμοζει σὲ κάθε ἀπορία σας.  Ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ κανόνας καὶ ποιά ἡ αἰτία; Εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ ἀδικοῦν, κι αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖται κανένας. Γιὰ νὰ μῆ σᾶς ἀνησυχῆ τὸ αἴνιγμά μου, φέρνω γρήγορα καὶ τὴ λύση του. Ὅ,τι κι ἄν πάθωμε ἄδικα ἀπὸ κάποιον·  ὁ Θεὸς μᾶς λογαριάζει τὴν ἀδικία αὐτὴ ἤ γιὰ νὰ μᾶς χαρίση ἁμαρτήματα ἤ γιὰ νὰ μᾶς ἀνταποδώση μισθό. Ἄς χρησιμοποιήσωμε παράδειγμα γιὰ ν’ ἀποσαφηνιστῆ τὸ πρᾶγμα. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι κάποιος ὑπηρέτης ὀφείλει στὸν κύριό του πολλὰ χρήματα. Ἔπειτα ὅτι ἔπεσε σὲ χέρια κακῶν ἀνθρώπων ποὺ τοῦ πῆραν μέρος ἀπὸ τὰ δικά του. Ἄν λοιπὸν ὁ κύριος, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμποδίση τὸν ἅρπαγα καὶ τὸν πλεονέκτη, δὲν διαγράψη τὸ χρέος ἐκεῖνο, ἀλλὰ ἐκπέση ἀπὸ τὴν ὀφειλὴ τοῦ δούλου ὅσα τοῦ ἀφαίρεσαν ἔχει τάχα ὁ δοῦλος ἀδικηθῆ; Καθόλου βέβαια. Κι ἄν τοῦ ἀποδώση ἀκόμα περισσότερα; Δὲν ἔχει μεγαλύτερο κέρδος; Εἶναι φανερὸ σ’ ὅλους. Ἄς σκεφτοῦμε τοῦτο καὶ σχετικὰ μὲ ὅσα ὑποφέρομε. Ὅτι γιὰ ὅσα ἀδικηθοῦμε ἤ ἁμαρτήματα μᾶς χαρίζονται ἥ κερδίζομε λαμπρότερα στεφάνια, ἄν δὲν ἔχωμε ἀρκετὰ ἁμαρτήματα. Ἄκουσε τὸν Παῦλο νὰ λέη σὲ κεῖνον ποὺ ἔχει πορνεύσει· Παραδώσετέ τον στὸν Σατανᾶ, πρὸς καταστροφὴ τοῦ σώματός του γιὰ νὰ σωθῆ ἡ ψυχή.  Τί σχέση ἔχει τοῦτο; Ὁ λόγος εἶναι γιὰ ὅσους ἀδικοῦνται ἀπὸ ἄλλους, ὄχι γιὰ ὅσους διορθώνουν οἱ διδάσκαλοι. Δὲν ὑπάρχει κοινὸ σημεῖο μεταξύ τους·  τὸ ζήτημά μας εἶναι ἄν ἡ ἀδικία δὲν εἶναι βλάβη γιὰ κεῖνον ποὺ ἀδικήθηκε.  Γιὰ νὰ φέρω τὸ λόγο μου ἀκόμη πλησιέστερα πρὸς τὸ θέμα, θυμηθῆτε τὸ Δαυΐδ. Ὅταν εἶδε τὸν Σεμεῒ νὰ ὁρμᾶ ἐναντίον του καὶ νὰ τοῦ ἐπιτίθεται καὶ νὰ τὸν περιλούη μὲ ἀμέτρητες βρισιές, ἐνῶ οἱ στρατηγοὶ ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν, τοὺς ἐμπόδιζε λέγοντας· Ἀφήσετέ τον νὰ καταριέται, γιὰ νὰ δῆ τὸν ἐξευτελισμὸ μου ὁ Κύριος καὶ νὰ μοῦ ἀνταποδώση ἀγαθὰ στὴ θέση τῆς σημερινῆς κατάρας.  Καὶ στοὺς Ψαλμούς του μελετῶντας ἔλεγε· Κοίταξε τοὺς ἐχθροὺς μου ποὺ πλήθυναν καὶ μὲ μισοῦν ἄδικα καὶ συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου.  Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο πῆρε κι ὁ Λάζαρος τὴν ἀμοιβὴ του, ἐπειδὴ δοκίμασε στὴ ζωή του ἀμέτρητα δεινά. Δὲν ἀδικοῦνται λοιπὸν ὅσοι ἀδικήθηκαν, ἄν δείξουν γενναιότητα σὲ ὅλα· πολὺ περισσότερα κερδίζουν εἴτε ὁ Θεὸς τοὺς παιδεύει, εἴτε ὁ διάβολος τοὺς βασανίζει. Ποιὰ ἁμαρτία ὅμως εἶχαν τὰ παιδιὰ, γιὰ νὰ διαλυθῆ; ἀντιτείνει κάποιος. Γιὰ ὅσους εἶναι σὲ ἡλικία κι ἔχουν διπαράξει πολλὰ σφάλματα μπορεῖ κανεὶς νὰ προβάλη δικαιολογημένα τέτοιο ἰσχυρισμό. Ὅποιοι ὅμως εἶχαν ἕνα τέτοιο πρόωρο τέλος, ποιά ἁμαρτήματα ἐξώφλησαν μὲ τὸ κακὸ ποὺ ἔπαθαν; Μὰ δὲν ἀκούσατε ποὺ εἶπα ὅτι κι ἄν δὲν ὑπάρχουν ἁμαρτήματα, γίνεται ἐκεῖ ἀνταπόδοση ἀμοιβῆς σ’ αὐτοὺς ποὺ ἐδῶ δεινοπαθοῦν; Μὲ μιὰ τέτοια σκέψη, ποιά ζημία ἔπαθαν τὰ παιδιὰ ποὺ σκοτώθηκαν, καὶ γρήγορα μεταφέρθηκαν στὸ γαλήνιο λιμάνι; Ἴσως ἄν ζοῦσαν θὰ μποροῦσαν νὰ κατορθώσουν πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ τοὺς δὲν προκαταβάλλεται μικρὸς μισθὸς, ἐπειδὴ ἔκλεισαν τὴ ζωή τους, ἐνῶ ὑπῆρχε μιὰ τέτοια προοπτική. Ἀλλιῶς δὲ θ’ ἄφηνε νὰ ἁρπάξη πρόωρα ὁ θάνατος τὰ παιδιὰ, ἄν ἦταν ν’ ἀποχτήσουν κάποια σημασία. Ἄν ἀνέχεται μὲ τὸση μακροθυμία αὐτοὺς ποὺ ἦταν νὰ ζήσουν σὲ ἀδιάκοπη πονηρία, πολὺ περισσότερο δὲ θὰ ἐπέτρεπε τὸ θάνατο τῶν παιδιῶν αὐτῶν, ἄν ἐγνώριζε ὅτι θὰ ἐπιτύχαιναν κάτι μεγάλο.
γ΄. Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι ποὺ μποροῦμε νὰ προσκομίσωμε ἐμεῖς.  Δὲν εἶναι ὅμως ὅλοι τοῦτοι, ὑπάρχουν κι ἄλλοι βαθύτεροι, ποὺ τοὺς γνωρίζει λεπτομερῶς ἐκεῖνος ποὺ τὰ ρυθμίζει τοῦτα. Ἄς ἀφήσωμε σ’ ἐκεῖνον τὴ λεπτομερέστερη κατανόηση κι ἄς κρατηθοῦμε ἀπὸ τὰ ἀκόλουθα· οἱ συμφορὲς τῶν ἄλλων ἄς μᾶς διδάξουν νὰ τὰ ὑποφέρωμε ὅλα μὲ γενναιότητα. Γιατὶ δὲν ἔπεσε τότε στὴ Βηθλεὲμ μικρὴ τραγωδία, νὰ ἁρπάξουν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ στῆθος τῶν μητέρων καὶ νὰ τὰ ὁδηγοῦν   στὴν ἄδικη σφαγή. Ἄν λιγοψυχῆς καὶ σὲ καταβάλλη ἡ ἀναγκαιότητα τῆς σφαγῆς, πληροφορήσουν τὸ τέλος ἐκείνου  ποὺ τὴν ἐτόλμησε καὶ πάρε μικρὴ ἀναπνοή.  Γρήγορα τὸν βρῆκε ἡ δίκη γι’ αὐτὰ κι ἔδωσε τὴν τιμωρία ποὺ ταίριαζε γιὰ τὸ ἀποτρόπαιο ἔγκλημά του.  Τελείωσε τὴ ζωὴ του μὲ θάνατο πικρὸ, χειρότερο ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχε τολμήσει εἰς βάρος τῶν παιδιῶν. Ἔπαθε κι ἄλλα ἀμέτρητα δεινὰ ποὺ θὰ μάθετε, ὅταν διαβάσετε τὴ σχετικὴ ἱστορία τοῦ Ἰωσήπου.  Δὲν κρίναμε ἀπαραίτητο νὰ τὰ παρεμβάλωμε στὴν ὁμιλία μας, γιὰ νὰ μὴν μακρύνη πολὺ καὶ διακοπῆ ἡ συνέχειά της. Τότε ἐκπληρώθηκε ὅ,τι εἶχε πεῖ ὁ Ἱερεμίας ὁ προφήτης· Φωνὴ ἀκούστηκε στὴ Ραμὰ, ἡ Ραχὴλ ἔκλαιγε τὰ παιδιὰ της καὶ δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθῆ, ἐπειδὴ τὰ εἶχε χάσει. Ἐπειδὴ πλημμύρισε μὲ φρίκη τὸν ἀκροατὴ ἐκθέτοτνας αὐτὰ ὅλα, τὴν ἄγρια σφαγή, τὴν ἄδικη, τὴν σκληρότατη, τὴν παράνομη, τὸν παρηγορεῖ πάλι.  Τοῦ λέει ὅτι δὲν ἐγνινα αὐτὰ ἐπειδὴ ἀδυνατοῦσε ὁ Θεὸς νὰ τὰ ἐμποδίση ἤ ἐπειδὴ δὲν τὰ ἐγνώριζε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πρωτύτερα τὰ ἐγνώριζε καὶ ἔκαμε τὴν προαγγελία τους μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη. Μὴν ταραχθῆς λοιπόν καὶ μὴν ἀπογοητευθῆς ἀποβλέποντας στὴν ἀνεξερεύνητη πρόνοιά του, ποὺ ἄριστα μπορεῖ νὰ τὴ διαπιστώσωμε καὶ ἀπὸ ὅσα ἐνεργεῖ καὶ ἀπὸ ὅσα συγχωρεῖ, πρᾶγμα ποὺ ἀφήνει ν’ ἀντιληφθοῦμε καὶ στὴν ὁμιλία του μὲ τοὺς μαθητὰς. Ἐπειδὴ τοὺς προανήγγειλε τὰ δικαστήρια, τὶς ἀπαγωγὲς, τοὺς πολέμους τῆς οἰκουμένης, τὴν ἀνειρήνευτη μάχη, ἀνακουφίζοντας τῆν ψυχή τους τοὺς λέει·  Δυὸ σπουργίτια δὲν τὰ πουλοῦν γιὰ ἕνα ἀσσάριο; Μήτε τὸ ἕνα λοιπὸν ἀπ’ αὐτὰ δὲν πέφτει χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζη ὁ πατέρας μας ὁ οὐράνιος.  Τὰ ἔλεγε αὐτὰ, γιὰ νὰ τοὺς δείξη ὅτι τίποτε δὲ γίνεται ποὺ ἐκεῖνος νὰ τὸ ἀγνοῆ, τὰ γνωρίζει ὅλα κι ἄς μὴν τὰ ἐνεργῆ.  Μὴν ταράζεστε λοιπὸν καὶ μὴν ἀνησυχῆτε.  Γιατὶ αὐτὸς ποὺ γνωρίζει ὅσα ὑποφέρετε καὶ μπορεῖ νὰ τὰ ἐμποδίση, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν τὰ ἐμποδίζει, ἐπειδὴ προνοεῖ κι ἐνδιαφέρεται γιὰ σᾶς.  Αὐτὴ τὴ σκέψη νὰ κάνωμε καὶ γιὰ τοὺς δικούς μας πειρασμοὺς καὶ θὰ νιώσωμε ἀπ’ αὐτὸ παρηγοριὰ σημαντική.  Καὶ τὶ κοινὸ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ Ραχὴλ καὶ στὴ Βηθλεὲμ; Θὰ ρωτήση κανείς.  Κι ἀνάμαενσα στὴ Ραχὴλ καὶ στὴ Ραμά; Ἡ Ραχὴλ ἦταν μητέρα τοῦ Βενιαμὶν καὶ μετὰ τὸν θάνατό της τὴν ἔθαψαν στὸν ἱππόδρομο, ποὺ εἶναι κοντὰ στὸ μέρος αὐτὸ. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ τάφος ἦταν κοντὰ καὶ τὸ μέρος ἦταν στὸν κλῆρο τοῦ γιοῦ της Βενιαμίν. Δικαιολογημένα ὀνομάζει δικά της, τὰ σφαγμένα παιδιὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τῆς φυλῆς κι ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ταφῆς. Κι ἔπειτα δείχοντας ὅτι τὸ γεγονὸς ἦταν πληγὴ ἀθεράπευτη κι ὀδυνηρὴ λέει·  Δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθῆ, ἐπειδὴ τὰ εἶχε χάσει. Κι ἀπὸ ἐδῶ πάλι διδασκόμαστε αὐτὸ ποὺ πρωτύτερα ἔλεγα·  Νὰ μὴν ταραζώμαστε ποτέ, ὅταν ὅσα γίνονται εἶναι ἀντίθετα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ.  Νὰ λοιπὸν ποιὰ ἦσαν τὰ προοίμια τοῦ ἐρχομοῦ του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ ἤ καλύτερα τῆς οἰκουμένης. Ὑποχρεώνεται σὲ φυγὴ ἡ μητέρα του, πέφτει σὲ ἀθεράπευτα δεινὰ ἡ πατρίδα του κι ἀποτολμᾶται ἔγκλημα ἀπὸ κάθε ἄλλο σκληρότερο, θρῆνος καὶ κλάμα πολὺ καὶ παντοῦ κραυγὲς.  Μὴν ταραχτῆς. Συνηθίζει νὰ ἐκπληρώνη τὰ σχέδιά του μὲ τὰ ἀντίθετα, δίνοντας ἔτσι σ’ ἐμᾶς μέγιστη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεώς του. Ἔτσι ὡδηγοῦσε καὶ τοὺς μαθητὰς του καὶ τοὺς προετοίμαζε νὰ ἐπιτυγχάνουν τὰ πάντα, πραγματοποιῶντας τὰ ἀντίθετα μὲ ἀντίθετα, γιὰ νὰ γίνη τὸ θαῦμα μεγαλύτερο.  Μαστιγωμένοι κι ἐκεῖνοι, καὶ διωγμένοι, ὑποφέροντας ἄπειρα δεινὰ, ἐνίκησαν ἐκείνους ποὺ τοὺς μαστίγωναν καὶ τοὺς καταδίωκαν. Ὅταν πέθανε ὁ Ἡρώδης, ἄγγελος Κυρίου παρουσιάζεται στὸν Ἰωσὴφ, στὸ ὄνειρό του καὶ τοῦ λέει·  Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε στὰ χώματα τοῦ Ἰσραήλ.  Δὲν τοῦ λέει, Φῦγε ἀλλὰ πήγαινε.
δ΄. Παρατήρησες τὸ χαλάρωμα μετὰ τὸν πειρασμό; Καὶ πάλι μετὰ τὸ χαλάρωμα τὸν κίνδυνον; Ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξορίας, ξαναγύρισε στὴν δική του χώρα κι εἶδε σφαγμένο τὸ φονιὰ τῶν παιδιῶν.  Πάλι ὅμως βρίσκει ἀπομεινάρια τῶν παλαιῶν κινδύνων,  καθὼς ζοῦσε καὶ βασίλευε ὁ γιὸς τοῦ τυράννου. Καὶ πῶς βασίλευε στὴν Ἰουδαία ὁ Ἀρχέλαος, ἐνῶ ἦταν ἡγεμόνας ὁ Πόντιος Πιλάτος;  Ἦταν πρόσφατος ὁ θάνατος καὶ δὲν εἶχε μοιραστῆ σὲ πολλὰ ἡ βασιλεία. Ἐπειδὴ εἶχε πεθάνει πρόσφατα ὁ πατέρας, πῆρε τὴν ἐξουσία ὁ γιὸς στὴ θέση τοῦ Ἡρώδη τοῦ πατέρα του. Ἦταν ἴδιο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του, γι’ αὐτὸ πρόσθεσε ὁ εὐαγγελιστής· Ἀντὶ τοῦ Ἡρώδη, τοῦ πατέρα του. Ἀλλὰ ἄν φοβόταν νάρθῆ στὴν Ἰουδαία γιὰ τὸν Ἀρχέλαο, ἔπρεπε νὰ φοβηθῆ γιὰ τὸν Ἡρώδη καὶ τὴ Γαλιλαία. Ἀλλὰ ἀφοῦ ἄλλαξε τὸ μέρος, δημιουργοῦνταν κάποια σύγχυση·  τὸ πάθος ὅλο ἦταν κατὰ τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῆς περιοχῆς της. Ἀφοῦ εἶχε λοιπόν ἐκτελστῆ ἡ σφαγή, νόμιζε ὁ νέος Ἀρχέλαος ὅτι εἶχε συντελεσθεῖ τὸ πᾶν καὶ μέσα στὰ πολλὰ ὅτι εἶχε σκοτωθῆ κι αὐτὸ ποὺ ζητοῦσαν. Ἀφοῦ ἐξ ἄλλου εἶδε καὶ τὸ τέλος τοῦ πατέρα του, ἔγινε δισταχτικώτερος νὰ προχωρήση περισσότερο καὶ νὰ τὸν συναγωνισθῆ στὴν παρανομία. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ στὴ Ναζαρὲτ κι ἀποφεύγει ἔτσι τὸν κίνδυνο, ἐνῶ συνάμα ἐγκαθίσταται μὲ χαρὰ στὴν πατρίδα του. Γιὰ νὰ ἔχη περισσότερο θάρρος, δέχεται καὶ τὴν ὑπόδειξη τοῦ ἀγγέλου γι’ αὐτὸ ὁ Λουκᾶς δὲν ἀναφέρει ὅτι ἦρθε ἐκεῖ ἔπειτα ἀπὸ τὴν ὑπόδειξη του ἀγγέλου, ἀλλὰ ὅτι ἀφοῦ ἔκαμαν ὅλα τὰ σχετικὰ μὲ τὸν καθαρμὸ τοῦ παιδιοῦ, γύρισαν στὴ Ναζαρέτ. Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε; Ὅτι ὁ Λουκᾶς ἀναφέρεται στὸ χρόνο πρὶν ἀπὸ τὴ φυγὴ στὴν Αἰγυπτο.  Δὲν ἦταν δυνατὸ πρὶν γίνη ὁ καθαρισμὸς νὰ τοὺς ὁδηγήση ἐκεῖ, γιὰ νὰ μὴ διαπραχθῆ τίποτα παράνομο. Ἔμεινε νὰ γίνη ὁ καθαρισμὸς καὶ νὰ ἔρθη στὴ Ναζαρὲτ καὶ τότε μονάχα νὰ κατεβοῦν στὴν Αἴγυπτο. Κι ἀφοῦ γύρισαν πίσω ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο δέχονται τὸ χρηματισμὸ νὰ γυρίσουν στὴ Ναζαρέτ.  Προηγούμενα δὲν εἶχαν ὑπόδειξη νὰ ἔρθουν ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐγκατάσταση στὴν πατρίδα τους, τὸ ἐπραγματοποιοῦσαν αὐτόματα. Ἐπειδῆ δὲν εἶχαν ἔρθει παρὰ μόνο γιὰ τὴν ἀπογραφὴ κι ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ποῦν νὰ μείνουν, ἀφοῦ ἐκπλήρωσαν τὸ σκοπὸ τους γύρισαν στὴ Ναζαρὲτ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἄγγελος ξεκουράζοντάς τους τοὺς ἀποδίδει στὴν πατρίδα τους.  Καὶ δὲν τὸ κάμει ἁπλᾶ, παρὰ τὸ συνδυάζει μὲ προφητεία.  Γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ, λέει, ὁ λόγος τῶν προφητῶν, ὅτι θὰ ὀνομασθῆ Ναζωραῖος.
Ποιὸς προφήτης τὸ εἶπε τοῦτο; Μὴ δείχνης περιέργεια καὶ μὴ ρωτᾶς πολλὰ.  Πολλὰ προφητικὰ βιβλία ἔχουν ἐξαφανισθῆ κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώση κανένας ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ βιβλία τῶν Παραλειπομένων.  Καθὼς ἦσαν ράθυμοι καὶ ἀδιάκοπα ἔπεφταν στὴν ἀσέβεια, ἄλλα ἀπὸ τὰ βιβλία τ’ ἄφηναν νὰ χάνωνται κι ἄλλα τὰ ἔκαιαν καὶ τὰ ἔσχιζαν οἱ ἴδιοι.  Ἕνα περιστατικὸ διηγεῖται ὁ Ἱερεμίας καὶ ἕνα ἄλλο ὁ συνθέτης τοῦ τετάρτου βιβλίου τῶν Βασιλειῶν. Αὑτὸς ἀναφέρει ὅτι ὕστερ’  ἀπὸ πολὺν καιρὸ βρέθηκε χωμένο κάπου καὶ ἐξαφανισμένο τὸ Δευτερονόμιο.  Κι ἄν εἶχαν ἔτσι ἐγκαταλείψει τὰ βιβλία χωρὶς νὰ ὑπάρχουν βάρβαροι, πολὺ περισσότερο θὰ ἔγινε τοῦτο, ὅταν οἱ βάρβαροι ἔκαμαν τὶς ἐπιδρομὲς τους. Αὐτὸ ποὺ εἶπαν πρωτύτερα οἱ προφῆτες τὸ ἐπαναλαμβάνουν σὲ πολλὰ καὶ οἱ ἀπόστολοι ἀποκαλῶντας τον Ναζωραῖο.  Τοῦτο λοιπὸν παραμέριζε τὴν προφητεία γιὰ τὴ Βηθλεέμ; Θὰ πῆ κάποιος.  Καθόλου.  Ἀλλὰ αὐτὸ παρακινοῦσε καὶ κεντοῦσε τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ ἔρευνα ὅσων ἐλέγονταν γι’ αὐτό. Ἔτσι καὶ ὁ Ναθαναήλ συμμετέχει στὸ ζήτημα λέγοντας· Εἶναι δυνατὸ νὰ προέλθη κάτι καλὸ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ; Ἦταν μηδαμινὸ τὸ μέρος κι ὄχι μονάχα τὸ χωριὸ τοῦτο ἀλλὰ κι ὅλη ἡ Γαλιλαία.  Γι’ αὐτὸ ἔλεγαν ὅτι δὲν ἔχει προέλθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Αὐτὸς ὅμως δὲν τὸ θεωρεῖ ὑποτιμητικὸ νὰ λέη ὅτι κατάγεται ἀπὸ κεῖ, δείχνοντας ὅτι ἔχει διαλεχτῆ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία. Ἔτσι ἀφαιρεῖ τὶς δικαιολογίες ἐκείνων ποὺ ζητοῦν τὴν ἡσυχία τους καὶ ἀποδεικνύοντας ὅτι κανένα ἐξωτερικὸ στοιχεῖο δὲν μᾶς χρειάζεται, ἄν ἀσκήσωμε τὴν ἀρετή.  Γι’ αὐτὸ δὲν φροντίζει οὔτε γιὰ σπίτι. Ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου, λέει, δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρη τὸ κεφάλι του. Ὅταν τὸν ἐπιβουλεύεται ὁ Ἡρώδης, φεύγει καὶ ὅταν γεννήθηκε, τὸν βάζουν νὰ πλαγιάση στὴ φάτνη, μένει μέσα στὸ χάνι, διαλέγει σὰν μητέρα του κόρη ταπεινή. Μᾶς διδάσκει νὰ μὴ θεωροῦμε κανένα ἀπ’ αὐτὰ ταπεινωτικό, καταπατεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κάθε ἀνθρώπινο ἐγωϊσμό, μᾶς διδάσκει νὰ γίνωμε ἐργάτες τῆς ἀρετῆς.
ε. Γιατὶ μεγαλοφρονεῖς γιὰ τὴν πατρίδα σου, ὅταν σὲ προστάζω νὰ εἶσαι ὁ ξένος ὅλης τῆς οἰκουμένης; μᾶς λέει. Ὅταν μπορῆς νὰ γίνης τέτοιος, ποὺ ὁ κόσμος ὅλος νὰ μὴν εἶναι ἄξιος σου;  Τόσο μηδαμινὰ εἶναι τοῦτα, ὥστε μήτε οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι δὲν τοὺς ἀποδίδουν καμμιὰ σημασία ἀλλὰ θεωροῦνται ἐξωτερικὰ κι ὅτι κατέχουν τὴν τελευταία θέση. Μόλο ποὺ ὁ Παῦλος συγκατεβαίνει καὶ λέει τὸ ἑξῆς· Ὡς πρὸς τὴν ἐκλογή τους εἶναι ἀγαπητοὶ γιὰ τοὺς πατέρες τους. Πότε τὸ εἶπε ὅμως καὶ γιατὶ καὶ σὲ ποιούς; Πρὸς τοὺς χριστιανοῦς ἀπὸ εἰδωλοάτρες, ποὺ ἔνιωθαν μεγάλη ὑπερηφάνεια γιὰ τὴν πίστη τους καὶ ποὺ μὲ τὸ νὰ ἔχουν ξεσηκωθῆ ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων, τούς ἀπομάκρυναν ἀκόμη περισσότερο.  Μ’ αὐτὴ τὴ φράση περιώρισε τὴν περιφάνεια ἐκείνων, ἐνῶ προσείλκυε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς παρακινοῦσε στὸν ἴδιο ζῆλο.  Γιατὶ ὅταν ἀναφέρεται στοὺς σπουδαίους καὶ μεγάλους ἐκείνους ἀνθρώπους, ἄκουσε πῶς ἐκφράζεται· Αὐτοὶ ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ, παρουσιάζουν ὅτι ζητοῦν μὲ πόθο τὴν πατρίδα τους.  Κι ἄν ἐννοοῦσαν τὴν πατρίδα τους ἀπ’ ὅπου εἶχαν βγῆ, θὰ εὕρισκαν εὐκαιρία νὰ γυρίσουν σ’ αὐτή. Τώρα ὅμως ἐπιθυμοῦν πατρίδα ἀνώτερη. Καὶ ἀλλοῦ. Αὐτοὶ ὅλοι πέθαναν μὲ τὴν πίστη, χωρὶς νὰ ἀπολαύσουν τὶς ὑποσχέσεις· τὶς εἶδαν ἀπὸ μακριὰ μόνο καὶ γέμισε ἡ ψυχή τους χαρά. Ἀλλὰ κι ὁ Ἰωάννης ἔλεγε σ’ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν σ’ αὐτόν· Μὴν ἔχετε τὴν παραπλανητικὴ ἰδέα, ἔχομε πατέρα τὸν Ἀβραάμ.  Καὶ ὁ Παῦλος συμπληρώνει· Δὲν εἶναι Ἰσραηλῖτες ὅσοι κατάγονται ἀπὸ Ἰσραηλῖτες οὔτε τὰ σωματικὰ παιδιὰ εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τί ὠφελήθηκαν, ἀλήθεια, τὰ παιδιὰ τοῦ Σαμουὴλ ἀπὸ τὴν πατρικὴ γενιὰ, ἀφοῦ δὲν ἔγιναν κληρονόμοι τῆς πατρικῆς ἀρετῆς; Τί κέρδισαν ἐπίσης τὰ παιδιὰ τοῦ Μωυσῆ ποὺ δὲν ἐμιμήθηκαν τὴν πίστη τοῦ πατέρα τους; Δὲν ἔγιναν οὔτε διάδοχοι τῆς ἀρχῆς του. Ἀλλὰ ἐνῶ ἐκεῖνοι τὸν ἐγραφαν τὸν πατέρα τους, ἡ ἀρχηγία τοῦ λαοῦ περνοῦσε σὲ ἄλλον, σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε γιός του κατὰ τὴν ἀρετή.  Τί ζημιώθηκε ὁ Τιμόθεος, ἄν καὶ καταγόταν ἀπὸ Ἕλληνα πατέρα; Καὶ πάλι τὶ κέρδισε ὁ γιὸς τοῦ Νῶε ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ πατέρα του, ἀφοῦ ἀπὸ ἐλεύθερος ἔγινε δοῦλος; Βλέπεις πώς δὲ φτάνει ἡ ἀξία τοῦ πατέρα γιὰ νὰ προστατέψη τὰ παιδιὰ; Ἡ κακία τῆς ψυχῆς ἐνίκησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως καὶ δὲν τὸν ἀποξένωσε μόνο ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ πατέρα του ἀλλὰ τοῦ ἐστέρησε καὶ τὴν ἐλευθερία.  Κι ὁ Ἡσαῦ δὲν ἦταν γιὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ δὲν ἦταν προστάτης του ὁ πατέρας του; Κι ὁ πατέρας του φρόντιζε κι ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν κάμη μέτοχο τῶν εὐλογιῶν του καὶ γι’ αὐτὸ πάλι κι ὁ ἴδιος ἐκτελοῦσε τὸ θέλημά του. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἀπότομος, τίποτ’ ἀπ’ αὐτὰ δὲν τὸν ὠφέλησε. Κι ἐνῶ ἦταν μεγαλύτερος, κι ὁ πατέρας του τὸν βοηθοῦσε σὲ ὅλα, ἐπειδὴ δὲν εἶχε τὸ Θεὸ μαζί του, τὰ ἔχασε ὅλα.  Καὶ γιατὶ ἀναφέρομαι στοὺς ἀνθρώπους; Γιοὶ τοῦ Θεοῦ ἔγιναν οἱ Ἑβραῖοι καὶ τίποτα δὲν ἐκέρδισαν ἀπὸ τὴ μοναδικὴ αὐτὴ συγγένεια.  Κι ἄν κάποιος ἔγινε γιὸς τοῦ Θεοῦ, τιμωρῆται περισσότερο, ἄν δὲ δείξη ἀρετὴ ἀνάλογη τῆς ἐξαιρετικῆς ἰδιότητάς του, πῶς μοῦ προβάλλεις τὴν εὐγένεια τῶν προγόνων καὶ τῶν πάππων; Κι ὄχι στὴν Παλαιὰ μονάχα ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη θὰ συναντήσης νὰ ἐπικρατῆ ὁ κανόνας τοῦτος. Ὅσοι τὸν δέχτηκαν, πῆραν τὴν ἐξουσία νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὰ παιδιὰ ὅμως τοῦτα, λέει, ὁ Παῦλος, πολλὰ δὲν ἀποκομίζουν κανένα κέρδος ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἄν περιτέμνεσθε, δὲ θὰ σᾶς ὠφελήση ὁ Χριστός, Κι ἄν δὲν ὠφελήση ὁ Χριστὸς ἐκείνους ποὺ δὲ θέλουν νὰ προσέξουν τὴ ζωὴ τους, πῶς θὰ τοὺς προστατεύση ἄνθρωπος; Ἄς μὴν μεγαλοφρονοῦμε λοιπὸν οὔτε γιὰ τὴν καταγωγὴ οὔτε γιὰ τὰ πλούτη μας ἀλλὰ κι αὐτοὺς ποὺ μεγαλοφρονοῦν ἄς τοὺς περιφρονοῦμε. Μήτε ν’ ἀποθαρρυνώμαστε γιὰ τὴ φτώχεια μας. Ἄς ἀναζητοῦμε τὸν πλοῦτο τῶν ἀγαθῶν ἔργων κι ἄς ἀποφεύγωμε τὴν φτώχεια, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν κακία. Ἡ κακία ἔκανε φτωχὸ καὶ τὸν πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπόρεσε οὔτε μιὰ σταγόνα δροσιᾶς ν’ ἀποχτήση μ’ ὅλη τὴν ἱκεσία του.  Μὰ ποιός ἀπὸ μᾶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνη τόσο φτωχός, ποὺ νὰ μὴν ἔχη ν’ ἀπολαύση ἀκόμα καὶ τὸ νερό; Κανένας βέβαια.  Γιατὶ κι αὐτοὶ ποὺ βασανίζονται ἀπὸ τὴν μεγαλύτερη πεῖνα, λίγο νερὸ μπορεῖ ν’ ἀπολαύσουν, κι ὄχι νερὸ μονάχα ἀλλὰ καὶ περισσότερη ἀνακούφιση νὰ ἔχουν.  Δὲν μποροῦσε ὡστόσο ἐκεῖνος ὁ πλούσιος κι ἦταν ὡς αὐτὸ τὸ σημεῖο φτωχός.  Καὶ τὸ χειρότερο, ὅτι δὲν ὑπῆρχε τρόπος νὰ ἀνακουφίση τὴν φτώχεια του. Γιατὶ λοιπὸν χάσκομε μπροστὰ στὰ χρήματα, ὅταν δὲ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν οὐρανό; Πέστε μου. Ἄν κάποιος ἀπὸ τοὺς βασιλιάδες τῆς γῆς ὅλης ἔλεγε ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ διακριθῆ ὁ πλούσιος στὸ βασίλειό του ἤ κατὰ κάποιο τρόπο νὰ τιμηθῆ, δὲ θὰ πετούσατε τάχα ὅλοι μὲ περιφρόνηση τὰ χρήματά σας; Σὲ τέτοια περίπτωση, ἄν σᾶς στερήσουν τὴν τιμὴ στὰ γήινα τοῦτα βασίλεια, θὰ εἶναι τὰ χρήματα εὐκαταφρόνητα.Ὅταν ὅμως ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν φωνάζει καθημερινὰ καὶ τονίζει ὅτι εἶναι δύσκολο μαζί μ’αὐτὰ νὰ σταθῆς στὰ ἱερὰ ἐκεῖνα πρόθυρα, δὲ θὰ τὰ πετάξωμε ὅλα καὶ δὲ θὰ ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὴν περιουσία μας, γιὰ νὰ μποῦμε μὲ θάρρος στὴ Βασιλεία;
στ΄.  Καὶ ποιᾶς συγνώμης ἄξιοι θὰ γίνωμε, ὅταν μὲ πολλὴ προθυμία θωρακιζώμαστε μὲ ὅσα κλείνουν τὸ δρόμο πρὸς τὰ ἐκεῖ; Κι ὅταν δὲν τ’ ἀσφαλίζωμε σὲ χρηματοφυλάκια μόνο ἀλλὰ τὰ κρύβωμε στὴ γῆ, ἐνῶ μποροῦμε νὰ τὰ ἐμπιστευτοῦμε στὴ φύλαξη τῶν οὐρανῶν; Κάνεις, ὅ,τι κι ὁ γεωργὸς ποὺ ἀντὶ νὰ σπείρη τὸ γόνιμο χωράφι, χώνει τὸ σιτάρι σὲ λάκκο, γιὰ νὰ μὴν πάρη εἰσόδημα οὔτε ὁ ἴδιος καὶ νὰ καταστραφῆ καὶ τὸ σιτάρι.  Κι ὅταν ἐμεῖς τοὺς κατηγοροῦμε γι’ αὐτό, ποιό εἶναι τὸ τρανταχτὸ ἐπιχείρημά τους; Δὲν ἀποτελεῖ μικρὴ ἀνακούφιση νὰ γνωρίζης ὅτι ἔχεις ἐξασφαλισμένο στήριγμα. Ἄν δὲ φοβᾶσαι τὴν πεῖνα, πρέπει νὰ φοβᾶσαι ἄλλα χειρότερα γιὰ τὴν ἀποθήκη αὐτή, θανάτους, πολέμους ἐπιβουλὲς. Ἄν πάλι πέση πεῖνα, πάλι ὁ κόσμος ἀναγκασμένος, ἀπ’ αὐτή, ὁπλίζει τὸ χέρι του κατὰ τοῦ σπιτιοῦ σου. Ἤ πιὸ καλὰ ὅταν φέρεται ἔτσι, σὺ καὶ τὴν πεῖνα δημιουργεῖς στὶς πόλεις κι ἑτοιμάζεις γιὰ τὸ σπίτι σου μεγαλύτερο βάραθρο ἀπὸ ὅ,τι ἡ πεῖνα. Δὲν γνωρίζω νὰ ἔχουν πεθάνει γρήγορα ἀπὸ τὴν πεῖνα μερικοί, γιατὶ πολλὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐπινοήση γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν κακῶν.  Μπορῶ νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅμως πολλοὺς ποὺ ἔχουν σκοτωθῆ γιὰ χρήματα εἴτε κρυφὰ εἴτε δημοσία. Ἀπὸ πολλὰ τέτοια παραδείγματα, εἶναι γεμᾶτοι οἱ δρόμοι, τὰ δικαστήρια, οἱ ἀγορὲς. Κι ὄχι μόνο αὐτά. Θὰ δῆς καὶ τὴ θάλασσα γεμάτη ἀπὸ αἵματα. Γιατὶ τὸ τυραννικὸ αὐτὸ πάθος δὲν περιωρίστηκε στὴν κυριαρχία τῆς γῆς ἀλλὰ ὥρμησε καὶ στὴ θάλασσα μὲ μεθύσι μεγάλο κωμαστῶν. Ἔτσι ὁ ἕνας ταξιδεύει γιὰ τὸ χρυσάφι κι ὁ ἄλλος γιὰ τὸ ἴδιο σκοτώνεται·  τὸ ἴδιο πάθος μεταβάλλει τὸν ἕνα σὲ ἔμπορο καὶ τὸν ἄλλο σὲ δολοφόνο. Ὑπάρχει λοιπὸν πιὸ ὕπουλο πρᾶγμα ἀπὸ τὸν μαμωνᾶ, ὅταν γι’ αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι ἀποδημοῦν καὶ κινδυνεύουν καὶ σφάζωνται; Ἀλλὰ ποιὸς θὰ λυπηθῆ γητευτὴ φιδιῶν δαγκωμένον ἀπ’ αὐτά; Ἔπρεπε νὰ γνωρίζωμε τὸ φοβερὸ πάθος καὶ νὰ ἀποφύγωμε τὴ δουλεία σ’ αὐτὸ καὶ νὰ ξερριζώσωμε τὸν καταστρεπτικὸ πόθο του. Πῶς εἶναι δυνατό; Ἄν τὸν ἀντικαταστήσης μὲ τὸν πόθο τῶν οὐρανῶν. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ τὴ  βασιλεία τῶν οὐρανῶν, θὰ περιγελάση τὴν πλεονεξία· ὅποιος ἔγινε τοῦ Χριστοῦ δοῦλος, δὲν εἶναι τοῦ μαμωνᾶ  δοῦλος ἀλλὰ κύριος.  Συνηθίζει ὁ πλοῦτος νὰ κυνηγᾶ ὅποιον τὸν ἀποφεύγει καὶ ν’ ἀποφεύγη ὅποιον τὸν ἐπιδιώκει. Δὲν τιμᾶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐπιδιώκει, ὅσο αὐτὸν ποὺ τὸν περιφρονεῖ.  Κανένα δὲν περιπαίζει τόσο, ὅσο ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπιθυμοῦν.  Καὶ δὲν τοὺς περιπαίζει μόνο ἀλλὰ τοὺς δεσμεύει καὶ μὲ  ἀμέτρητα δεσμά. Ἄς λύσωμε ἔστω καὶ τώρα τὶς βαρειὲς ἁλυσίδες.  Γιατὶ ὑποδουλώνει τὴ λογικὴ ψυχή σου στὴν ἄλογη ὕλη, μητέρα ἀμέτρητων δεινῶν. Τί κοροϊδία!  Ἐμεῖς τὸν πολεμοῦμε μὲ τὸ λόγο κι ἐκεῖνος μὲ τὰ ἔργα, μᾶς τραβᾶ καὶ μᾶς σέρνει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μᾶς ἐξευτελίζει σὰν ἀγορασμένους κι ἄξιους γιὰ τὸ μαστίγιο.  Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο αἶσχος καὶ ἀτιμία. Ἄν δὲν μποροῦμε νὰ νικήσωμε τὴν ἀναίσθητη ὕλη, πῶς  θὰ νικήσωμε τὶς ἀσώματες δυνάμεις; Ἄν δὲν περιφρονοῦμε τὸ ἀνάξιο χῶμα καὶ τὶς πέτρες τὶς πεταγμενες, πῶς θὰ ὑποτάξωμε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες; Πῶς θὰ ἀσκήσωμε τὴ σωφροσύνη; Ἄν μᾶς ξαφνιάζη τὸ ἀσήμι ποὺ λάμπει, πότε θὰ μπορέσωμε νὰ προσπεράσωμε τὴν ὁμορφιὰ τοῦ προσώπου; Τόσο εἶναι μερικοὶ ἔκδοτοι σ’ αὐτὸ τὸ τυραννικὸ πάθος, ὥστε νὰ τοὺς ἐπηρεάζη κι ἡ ἴδια ἡ θέα τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ λένε εὐφυολογῶντας ὅτι ὠφελεῖ ἀκόμα καὶ τὰ μάτια ἡ ἐμφάνιση χρυσοῦ νομίσματος. Μὴν παίζης μ’ αὐτά, ἄνθρωπε. Ἀντίθετα, τίποτα δὲν ζημιώνει τόσο τὰ μάτια καὶ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ὅσο ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Αὐτὴ ἡ ἄγρια ἐπιθυμία τῶν παρθένων τῆς παραβολῆς ἔσβησε τὶς λαμπάδες τους καὶ τὶς ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὸ νυμφῶνα. Αὐτὴ ἡ θέα ποὺ ὠφελεῖ τὰ μάτια, ὅπως εἶπες, δὲν ἄφησε τὸ δύστυχο Ἰούδα ν’ ἀκούση τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ τὸν ὡδήγησε στὴν θηλειὰ καὶ ἔκαμε νὰ σκιστῆ ἡ κοιλιά του κι ἔπειτ’ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸν ἔστειλε στὴ γέενα.  Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν τίποτα πιὸ παράνομο ἀπ’ αὐτή. Οὔτε καὶ πιὸ φρικτό.  Δὲ λέγω ἀπὸ τὴν ὕλη τῶν χρημάτων ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄκαιρη καὶ μανιακὴ ἐπιθυμία τους. Στάζει ἀνθρώπινα αἵματα, βλέπει φόνους μπροστά της κι εἶναι πιὸ φοβερὴ ἀπὸ κάθε θηρίο·  κατασπαράζει ὅποιους πέσουν σ’ αὐτὴ καὶ τὸ πιὸ χειρότερο, δὲν ἀφήνει νὰ αἰσθανθοῦν αὐτὸ τὸ κατασπάραγμα. Ἐνῶ πρέπει αὐτοὶ ποὺ παθαίνουν τέτοια πάθη, ν’ ἁπλώνουν τὸ χέρι πρὸς τοὺς περαστικοὺς καὶ νὰ καλοῦν σὲ βοήθεια ἐκεῖνοι ἐκφράζουν εὐχαρίστηση γι’ αὐτὸ τὸ τράβηγμα.  Μεγαλύτερη ἀθλιότητα δὲν ὑπάρχει. Αὐτὰ ὅλα ἄς ἔχωμε στὸ νοῦ μας κι ἄς ἀποφύγωμε τὴν δυσβάσταχτη νόσο. Ἄς θεραπεύσωμε τὶς συνέπειές της κι ἄς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸ μόλυσμα. Ἔτσι κι ἐδῶ θὰ ζήσωμε ἀσφαλισμένη κι ἥσυχη ζωὴ καὶ τοὺς μελλοντικοὺς θησαυροὺς θὰ κερδίσωμε. Αὐτοὺς μακάρι νὰ τοὺς ἐπιτύχωμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ σ’ αὐτὸν, στὸν Πατέρα μαζί καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη καὶ ἡ τιμὴ καὶ τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
(σελ.250-274)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...