Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαρτίου 31, 2015

Ο π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος ως Πρωτοσύγκελλος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών

Εφέτος, 43 χρόνια μετά την εκδημία του, οι συγχωριανοί του Νυμφάσιοι κάτοικοι της γύρω περιοχής, αλλά και πολλοί Πατρινοί, κατέκλυσαν την Κυριακή 22 Απριλίου τον ναό της Αγίας Τριάδος της γενέτειράς του και προεξάρχοντος του μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου τέλεσαν μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στη θέση «Σκουρτέικα», όπου σώζονται τα ερείπια του σπιτιού του, και εψάλη επιμνημόσυνη δέηση. Για τον π. Γερβάσιο, τον εκλεκτό αυτό άνθρωπο του Θεού, που ο Ύψιστός και ζώντα και κεκοιμημένο τον χαρίτωσε με πολλές αρετές και άρρητες δωρεές, αλλά και με θαυμαστά «σημεία», έχουν γραφεί πολλά. Από αυτά παραθέτουμε στη συνέχεια ελάχιστα, επιμένοντας κυρίως σε όσες αυθεντικές μαρτυρίες κάνουν λόγο ιδίως για τη δραστηριότητά του στην πόλη των Αθηνών.
 paidgervpar2
  • Το επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία»:
«Ο εκλυπών έχει να παρουσιάση λαμπράν εκκλησιαστικήν και πνευματικήν δράσιν. Υπήρξε σύγχρονος ασκητής, γενναίος αγωνιστής, ενθουσιώδης διδάσκαλος και στοργικός πατήρ των ορφανών και των ενδεών. Παροιμιώδης υπήρξεν η ανιδιοτέλεια αυτού».
  • Το περιοδικό «Ζωή»:
«Ο Αρχιμανδρίτης Γερβάσιος έκλεισε τα μάτια του την ημέραν των αγίων Αποστόλων. Ολόκληρος όμως η ζωή του ήτο αποστολική. Αισθάνθηκε βαθειά την κλήσιν, το ειδικό κάλεσμα, που του απηύθυνε προσωπικά ο εσταυρωμένος Αρχηγός. Δεν το επήρε στα ελαφρά. Και νεαρός ιεροσπουδαστής και λευκός πρεσβύτης ήτο πλημμυρισμένος από την επιτακτικότητα της επιστρατεύσεως. Εφαίνετο αυτό ολοκάθαρα εις τον τρόπον με τον οποίον ησθάνετο την Αγίαν Γραφήν. Ήτο πολεμική κραυγή: στα όπλα! Ήτο συναγερμός και ξεσηκωμός. Ο λόγος του Θεού διά τον Γερβάσιον ήτο «πυρ εκ πυρός προϊόν». Ήτο πυρκαϊά, που τον έκαιγε και έπρεπε να γίνη κήρυγμα, έργον, κίνησις, δράσις. Όταν ελειτουργούσε ο αείμνηστος, δεν επατούσε εις την γην. Συνεκλονίζετο, εφτερούγιζε εις τον κόσμο των αγγέλων και των πνευμάτων εις την σφαίραν του μυστηρίου και της Χάριτος. (…)
Αλλ’ αυτός ο άκαμπτος στρατιώτης είχεν εις το βάθος τόσην τρυφερότητα. Πίσω από το πύρινο παρουσιαστικό εκρύβετο μία τόσον στοργική καρδιά! Διά πόσους έπαλλε αυτή η πατρική καρδιά! Διά πόσα παιδιά, διά πόσα ορφανά, διά πόσους πονεμένους! Διά πόσες χιλιάδες ανθρώπων ο π. Γερβάσιος ήτο πραγματικός πατέρας, ο πονετικώτατος προστάτης, ο ακούραστος και ακοίμητος κηδεμών, ο φροντιστής των κατασκηνώσεων, ο εμπνευστής των ασύλων ο προνοητής των εγκαταλελειμμένων!».
  • Ο μητροπολίτης Πειραιώς Χρυσόστομος ο Ταβλαδωράκης (ο από Αργολίδος):
«Ηυτύχησα να γνωρίσω τον αοίδιμον και μεγέθους πρώτου εργάτην της Αγιωτάτης Εκκλησίας και «Ιερόν ταμείον πάσης αρετής» γενόμενον πατέρα Γερβάσιον και να υπάρξω εκ των στενωτέρων συνεργατών αυτού, όταν εκείνος μέν διώκει ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος τα Γραφεία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, εγώ δε υπηρέτουν εις το εν αυτή τμήμα του Επισκοπικού Δικαστηρίου.
Ο αείμνηστος όμως πατήρ Γερβάσιος, ο μικρός το δέμας αλλά πελώριος το πνεύμα, συνεκέντρωνεν έξοχα διοικητικά χαρίσματα, άτινα κατά την τριετίαν της εν τη λίαν δυσδιοικήτω Αρχιεπισκοπή υπηρεσίας του, εξήστραψαν και αφήκαν Ευαγγελικώς ωραίαν, αλησμόνητον αγίαν εποχήν (…).
Αλλά τι να είπω διά το ακαταπόνητον του αοιδίμου εκείνου εργάτου, όστις όρθρου βαθέος περιέτρεχε τους ιερούς ναούς της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, με συγκοινωνιακά μέσα κατά την εποχήν εκείνην σχεδόν ανύπαρκτα και με τροφήν το οικτρόν «πληγούριον» -είχον πολλάκις μετ’ εκείνου συμφάγει εις την εν τη Ιερά Μονή Πετράκη πτωχοτάτην τράπεζάν του, οσάκις παρίστατο ανάγκη να συνεργαζώμεθα- διά να διαπιστώση εξ εφόδου, εάν οι Ιερείς ήσαν εις το καθήκον των και ετέλουν ανελλιπώς τας ιεράς ακολουθίας· εάν η εις το φρικτόν και Πανάγιον Θυσιαστήριον στάσις των και τελετουργία των ήτο η δέουσα· εάν οι Ναοί ήστραπτον εκ καθαριότητος και αν γενικώς οι εν αυτοίς υπηρετούντες Ψάλται, Νεωκόροι και Επίτροποι ετέλουν ευόρκως τα εαυτών καθήκοντα. (…) Εσταδιοδρόμησε δε και έκλεισε την Ιεράν Αρχιεπισκοπήν, σοφώς οιακοστροφήσας ταύτης ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος «τη του βίου καθαρότητι και τη του λόγου (νουθεσίας) ικανότητι», ρυθμίσας τον βίον και την πολιτείαν πάντων των μετ αγαθής συνειδήσεως πλησιασάντων αυτόν εν τη Ιερά Αρχιεπισκοπή πατάξας δε παραδειγματικώς πάντα απειθή και ευτράπελον».

Άγιος Ιννοκέντιος, ο Ιεραπόστολος της Αλάσκας

Τη 31η του αυτού μηνός μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Ιννοκεντίου, Μητροπολίτου Μόσχας και Ιεραποστόλου της Αλάσκας († 1879).
Ο Άγιος Ιννοκέντιος γεννήθηκε στις 26 Αύγουστου 1797 στο χωριό Ανζίσκογιε της Σιβηρίας της επαρχίας Ιρκούτσκ από πτωχούς και ευσεβείς γονείς, τον Ευσέβιο και την Θέκλα Ποπλώφ. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης, προς τιμήν του Αγίου Ιωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Νηστευτού (2 Σεπτεμβρίου).
Στην συνέχεια σπούδασε στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Ιρκούτσκ. Ένα χρόνο πριν τελειώση τις σπουδές του, το 1817, νυμφεύθηκε την Αικατερίνα, θυγατέρα ιερέως. Στις 13 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε διάκονος και διωρίσθηκε στον ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ιρκούτσκ. Στις 28 Μαΐου 1821 ο Άγιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Μετά από λίγο, το 1823, ανεχώρησε με την οικογένειά του για την Αμερική. Έφθασε στο νησί Ουναλάσκα, στην Αλάσκα, και άρχισε το ιεραποστολικό του έργο. Έμαθε την γλώσσα των Αλλεούτιων σε σύντομο χρονικό διάστημα και χωρίς αργοπορία μετέφρασε λειτουργικά κείμενα και περικοπές της Αγίας Γραφής. Στην συνέχεια σύνταξε την πρώτη γραμματική της γλώσσας των ιθαγενών και συνέχισε το ιεραποστολικό συγγραφικό έργο του. Στα δέκα χρόνια της παραμονής του στην Ουναλάσκα δεν έμεινε ούτε ενας ιθαγενής ειδωλολάτρης. Η Ιεραποστολή προχώρησε και στην ευρύτερη περιοχή. Πέρασαν έτσι δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Innocentios
Ο Άγιος επέστρεψε με την οικογένειά του στην Μόσχα το 1838 και τοποθετήθηκε στον καθεδρικό ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο. Όμως, στις 25 Νοεμβρίου 1838 ανήμερα στην εορτή της, η πρεσβυτέρα Αικατερίνη πέθανε. Ο Άγιος με την συμβουλή του Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου εκάρη μοναχός στις 27 Νοεμβρίου 1840 και έλαβε το όνομα Ιννοκέντιος, προς τιμήν του Αγίου Ιννοκεντίου του Ίρκουτσκ (26 Νοεμβρίου). Η κουρά του έγινε από τον ίδιο το Μητροπολίτη Μόσχας. Στις 13 Δεκεμβρίου 1840 εκλέχθηκε Επίσκοπος Καμτσάτκας, Κουρίλλων και Αλλεουτίων Νήσων, ενώ συγχρόνως του δόθηκε η κανονική εξουσία για όλες τις απομακρυσμένες ιεραποστολικές περιοχές. Η έδρα του ήταν η πόλι Σίτκα.
Το έργο του εδώ τώρα είναι τεράστιο. Ίδρυσε ιερατική σχολή. Εργάσθηκε μέσα σε ένα αφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τις παγωμένες εκτάσεις και κινδυνεύοντας συνεχώς. Για τρία χρόνια περιώδευε μαζί με έναν συνεργάτη του, διανύοντας περισσότερο από πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα στις παγωμένες εκτάσεις της Καμτσάκας με έλκηθρο ή και πεζός. Η ίδρυσι σχολείων αποτέλεσε κύριο μέλημά του. Έγραψε γι’ αυτό, το 1845, στον Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα να διδάξω όλα τα παιδιά του Θεού. Αν οι Αλλεουτιανοί με αγαπούν, το κάνουν μόνο επειδή τους έχω διδάξει».
Την ίδια περίοδο, περί το 1850, με απόφασί της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας, η Επισκοπή του Αγίου Ιννοκεντίου επεκτείνεται περιλαμβάνοντας στους κόλπους της όλη την Γιακουτία και η έδρα μετατίθεται από την πόλι Σίτκα στο Γιακούτσκ της Σιβηρίας και του δόθηκε ο βαθμός του Αρχιεπισκόπου, έχοντας στην δικαιοδοσία του περισσότερες από 200.000 ψυχές. Εκεί ακολουθούν νέοι ιεραποστολικοί αγώνες. Το 1857 ο Άγιος Ιννοκέντιος συμμετείχε στην Γενική Σύνοδο των Επισκόπων στην Αγία Πετρούπολι, όπου του δόθηκαν και δύο Βοηθοί Επίσκοποι για το ιεραποστολικό του έργο.
Ο Άγιος Ιννοκέντιος είναι πλέον 70 ετών και έχει χάσει τις σωματικές του δυνάμεις υποφέροντας πολύ από τα μάτια του. Η επιθυμία του είναι να παραιτηθή και να εγκαταβιώση σε κάποιο Μοναστήρι. Όμως ο Θεός, που κηδεμονεύει την ιστορία του κόσμου, οικονόμησε αλλιώς τα πράγματα. Στις 25 Μαΐ’ου 1868 εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Και από τη νέα αυτή έπαλξι εργάσθηκε σκληρά. Προσβλήθηκε από ολική τύφλωσι και μή έχοντας λάβει από τον τσάρο άδεια παραιτήσεως, συνέχισε να μετέχη ενεργά στην εκκλησιαστική ζωή, τελώντας από μνήμης την Θεία Λειτουργία και τις άλλες ιερές Ακολουθίες. Παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Κύριο το Μέγα Σάββατο, στις 31 Μαρτίου του έτους 1879, αφού ιερούργησε τον λόγο του Θεού για πενήντα οκτώ ολόκληρα χρόνια και ενταφιάσθηκε στην Λαύρα της Αγίας Τριάδος του Σεργίου.

Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου

Όσιος Βλάσιος ο εξ Αμορίου


Kαρπούς Bλάσιε αρετών εκβλαστάνεις,
Oύς περ τρυγάς νυν εν πόλω μετ’ Aγγέλων.

Ο Όσιος Βλάσιος καταγόταν από το Αμόριο της Μικράς Ασίας, από το χωριό Απλατιανή, και το κοσμικό του όνομα ήταν Βασίλειος. Στις αρχές του 9ου αιώνα μ.Χ. εγκαταλείπει την πατρίδα του και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονήθηκε διάκονος της Αγίας Σοφίας από τον άγιο πατριάρχη Ιγνάτιο (βλέπε23 Οκτωβρίου). Στον ίδιο ναό είχε τον αδελφό του ιερέα.

Μετά από μια περιπετειώδη φυγή στη Βουλγαρία και τη θαυματουργή σωτηρία του, ταξιδεύει για τη Ρώμη. Εκεί έμεινε περίπου μια δωδεκαετία, χειροτονήθηκε ιερεύς, έζησε υπερθαύμαστη ζωή σε κοινόβιο του αγίου Καισαρίου επιτελώντας θαύματα και δυο φορές τον επισκέφθηκε σε όραμα η Θεοτόκος. Επιστρέφει και μονάζει στην περιβόητη μονή του Στουδίου επί τετραετία, όπου συνδέεται με ισχυρούς άρχοντες, τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό και τον άγιο πατριάρχη Αντώνιο (βλέπε 12 Φεβρουαρίου).

Περί το 896 μ.Χ., «την καταμόνας μαρτυρικήν παλαίστραν διεξελθείν εφιέμενος», έρχεται στον Άθωνα με μερικούς μαθητές του και ιδρύει μονύδριο. Αφού το αγλάισε και άφησε διάδοχό του έναν από τους μαθητές του, αποσύρθηκε στα πιο ερημικά μέρη του Όρους και δόθηκε στην άσκηση και την προσευχή. Έμενε μόνος στην έρημο και δινόταν όλος στην προσευχή, δίχως να νοιάζεται για τροφή και να φοβάται τα άγρια θηρία. Τρεφόταν με τα θεία λόγια και τα χόρτα του βουνού. Τα θηρία του δάσους έγιναν φίλοι του και τον πλησίαζαν με σεβασμό. Συχνά σε υπαίθριες λειτουργίες του συλλειτουργούσε με αγγέλους και οι ποιμένες έμεναν έκθαμβοι από τις ουράνιες μελωδίες και διηγούνταν «μεγάλη τη φωνή πάση τη περιχώρω τα του Θεού τεράστια».

Για όλο τον Άθωνα ήταν «ως αστήρ διαυγής πάντας καταφωτίζων τοις αυτού προτερήμασιν. όθεν αυτό τε το όρος και οι τούτου οικήτορες τη αυτού παρακελεύσει διεξαγόμενοι βαθείαν ήγον ειρήνην ταις αύραις του πνεύματος επαναπαυόμενοι».

Μετά από μια δωδεκαετία αγώνων, επέστρεψε στη μονή Στουδίου, γιατί είχαν αρχίσει οι άνθρωποι να τον συγχίζουν. Ύστερα από έναν υψηλό πυρετό και αφού προείδε το τέλος του και λειτούργησε για τελευταία φορά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Πλάστη του, το έτος 909 ή 912 μ.Χ.. Ετάφη ένδοξα στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου της μονής Στουδίου.

Ο ωραίος βίος του γράφηκε περί το 940 μ.Χ. από Στουδίτη μοναχό, που ήταν μαθητής του μαθητή του Λουκά, ο μεταξύ των «πατέρων άριστος» και «μαθητής του προσφιλέστατος».

Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ἐπίσκοπος Γαγγρῶν




Ὁ Ὑπάτιος ἦταν μορφὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δόξασαν τὴν Ἐκκλησία στοὺς πρώτους αἰῶνες της καὶ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὸ θρίαμβο τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἦταν ἐπίσκοπος Γαγγρῶν στὰ χρόνια του Μεγ. Κων/νου καὶ συμμετεῖχε στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια, κατὰ τῆς πλάνης τοῦ Ἀρείου. Στὸ ποιμαντικό του ἔργο, ἐξακολούθησε νὰ διδάσκει καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ κυρίως ἀντιμαχόταν τὶς αἱρέσεις, καὶ ἰδιαίτερα τὴν αἵρεση τῶν Ναυτιανῶν.

Ἡ ἐπιτυχία μὲ τὴν ὁποία καταπολεμοῦσε τοὺς Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τὰ ἄγρια πάθη τους καὶ ζητοῦσαν τὴν ἐξόντωσή του. Τότε, οἱ προβατόσχημοι αὐτοὶ λύκοι μὲ δόλιο τρόπο, ἀφοῦ χρησιμοποίησαν σὰν ὄργανα ἀχρείους εἰδωλολάτρες, στὴν κατάλληλη εὐκαιρία, σὲ μία κρημνώδη περιοχή, μὲ ρόπαλα, μαχαίρια καὶ ξύλα, χτύπησαν τὸν Ὕπάτιο μέχρι θανάτου.

Ἔτσι, ἀποδήμησε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀποδήμησαν οἱ περισσότεροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον». Δηλαδή, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς, πέθαναν μὲ θάνατο ἀπὸ μαχαῖρι. Ἀλλὰ σημασία ἔχει ὅτι στὸ τέλος τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ περίτρανη νίκη τους.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν. 

Άγιος Θεόφιλος ο Μάρτυρας και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες εν Κρήτη


Άγνωστος στους Συναξαριστές. Τη μνήμη του βρίσκουμε στον Παρισινό Κώδικα 1575 και στους Λαυριωτικούς Η 76, Δ 25 και Δ 45, οπού υπάρχει και πλήρης ακολουθία του.

Ο Άγιος Θεόφιλος μαρτύρησε με την οικογένειά του στην Κρήτη. Στο α' στιχηρό του Εσπερινού υπάρχει πληροφορία περί του μαρτυρίου της συζύγου του: «…καὶ νυμφῶνος θείου ἐχώρησας ἔνδον, νενυμφευμένην τῷ Χριστῷ διὰ βασάνων τοῦ σώματος τὴν σύζυγον ἀγόμενος…».. Στο α' τροπάριο της γ' Ωδής του Κανόνος γίνεται λόγος περί μαρτυρίου και των τέκνων του. Προφανώς έχουμε περίπτωση οικογενειακού μαρτυρίου ανάλογο προς εκείνου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου (τιμάται 20 Σεπτεμβρίου) και του Αγίου Εσπέρου (τιμάται 2 Μαΐου). Πιθανότατα οι Άγιοι μαρτύρησαν κατά την εποχή των διωγμών της αρχαίας Εκκλησίας.

Άγιος Αυδάς επίσκοπος Περσίας, Βενιαμίν ο Διάκονος και οι μαζί μ' αυτούς εννέα Μάρτυρες και άλλοι πολλοί Άγιοι, που μαρτύρησαν στην Περσία


Eις τον Aυδάν.
Αὐδᾶς, ἐνισχύοντος ὑψίστου Λόγου,
Καθεῖλεν ἰσχὺν δυσσεβῶν, τμηθεὶς κάραν.

Eις τον Βενιαμίν.
Ἀθλητικῷ κλυστῆρι, τῷ πάλῳ λέγω,
Πᾶν Βενιαμὶν ψυχικὸν κενοῖ βάρος.

Eις τους εννέα Mάρτυρας.
Ἐν τοῖς ὄνυξι κάλαμον δεδεγμένοι,
Σφᾶς Μάρτυρας γράφουσιν ἄνδρες ἐννέα.

Eις τους άλλους πολλούς Aγίους.
Ζῴων ταμεῖα Μαρτύρων τὰ σαρκία,
Μῦς ἐτρέφοντο, καὶ γαλαῖ ἐν τῷ βόθρῳ.

Ο Άγιος ιερομάρτυρας Αυδάς, ο επίσκοπος της Περσίας και οι μαζί μ' αυτόν εορταζόμενοι Άγιοι Μάρτυρες έζησαν στα χρόνια του βασιλιά των Ρωμαίων Θεοδοσίου του Μικρού (408-450) και Ισδιγέρδου του βασιλιά των Περσών (399-420). Το έτος 412 ο Ισδιγέρδης κίνησε σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών, με την έξης αφορμή: ο Αυδάς, που ήταν στολισμένος με πολλά είδη αρετών, από ιερή αγανάκτηση, γκρέμισε τον ναό, στον όποιο οι Πέρσες λάτρευαν τη φωτιά. Όταν το έμαθε αυτό ο βασιλιάς από τους μάγους, έστειλε και έφεραν μπροστά του τον Αυδά. Στην αρχή κατηγόρησε με ηπιότητα την πράξη του και τον πρόσταξε να ξανακτίσει τον ναό. Ο Αυδάς όμως αρνήθηκε. Τότε ο Ισδιγέρδης γκρέμισε όλες τις εκκλησίες των χριστιανών και θανάτωσε τον Αυδά μαζί με άλλους εννιά προκρίτους χριστιανούς. Μετά 30 χρόνια, κινήθηκε νέος διωγμός κατά των χριστιανών, όπου πολλοί Άγιοι θυσιάστηκαν στο βωμό της αληθινής πίστης. Όπως λ.χ. ο ευγενικής καταγωγής Ορμίσδης, ο διάκονος Βενιαμίν ο μεγαλομάρτυρας κ.ά. Όλων αυτών, που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν κατά τον διωγμό αυτό, όρισε μνήμη τιμητική ή αγία μας Εκκλησία μαζί μ' αύτη του Επισκόπου Αυδά, για να δείξει, ότι γνωστοί και άγνωστοι στους ανθρώπους ήρωες της πίστης, έχουν κοινή τιμή στον ουρανό και κοινά θα απολαύσουν τα στεφάνια των μεγάλων αγώνων και της αθάνατης δόξας τους. (Να σημειώσουμε εδώ, ότι η μνήμη του Αγίου Αυδά, επαναλαμβάνεται - σαν Αβδαΐος - και την 5η Σεπτεμβρίου).

Οσιος Ακακιος Ο Ομολογητης Επισκοπος Μελιτηνης

Ἀκακίῳ θνῄσκοντι τῷ γῆς Ἀγγέλῳ,
Χώραν ἑτοιμάζουσιν Ἄγγελοι πόλου
.

Ο Όσιος Ακάκιος έζησε τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. (γεννήθηκε περί το 431 μ.Χ.). Διακρινόταν πολύ για τις αρετές του, την παιδεία του και τον ορθόδοξο ζήλο του.

Όταν τάραξε την Εκκλησία η αίρεση του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νεστόριου, ο Ακάκιος διακρίθηκε για την επιμελημένη και συστηματική εργασία του, για την προφύλαξη του ποιμνίου του απ' αυτή την αιρετική πλάνη. Επιθυμώντας μάλιστα να προσβάλει αυτή ευρύτερα και να συντελέσει στη γενική απόκρουση της από την Εκκλησία, έγραψε κατά του Νεστορίου. Ο Ακάκιος ήταν και ικανότατος ομιλητής και διδάσκάλος του λάου. Σώζεται δε μια ομιλία του, η οποία εξεφωνήθη στην Έφεσο.

Ο Σ. Εύστρατιάδης, ισχυρίζεται ότι υπήρξε και Ακάκιος Β' επίσκοπος Μελιτηνής και τοποθετεί τη γιορτή του στίς 18 Απριλίου.

Συναξαριστής της 31ης Μαρτίου

Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ἐπίσκοπος Γαγγρῶν



Ὁ Ὑπάτιος ἦταν μορφὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δόξασαν τὴν Ἐκκλησία στοὺς πρώτους αἰῶνες της καὶ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὸ θρίαμβο τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἦταν ἐπίσκοπος Γαγγρῶν στὰ χρόνια του Μεγ. Κων/νου καὶ συμμετεῖχε στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια, κατὰ τῆς πλάνης τοῦ Ἀρείου. Στὸ ποιμαντικό του ἔργο, ἐξακολούθησε νὰ διδάσκει καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ κυρίως ἀντιμαχόταν τὶς αἱρέσεις, καὶ ἰδιαίτερα τὴν αἵρεση τῶν Ναυτιανῶν.

Ἡ ἐπιτυχία μὲ τὴν ὁποία καταπολεμοῦσε τοὺς Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τὰ ἄγρια πάθη τους καὶ ζητοῦσαν τὴν ἐξόντωσή του. Τότε, οἱ προβατόσχημοι αὐτοὶ λύκοι μὲ δόλιο τρόπο, ἀφοῦ χρησιμοποίησαν σὰν ὄργανα ἀχρείους εἰδωλολάτρες, στὴν κατάλληλη εὐκαιρία, σὲ μία κρημνώδη περιοχή, μὲ ρόπαλα, μαχαίρια καὶ ξύλα, χτύπησαν τὸν Ὕπάτιο μέχρι θανάτου.

Ἔτσι, ἀποδήμησε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀποδήμησαν οἱ περισσότεροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον». Δηλαδή, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς, πέθαναν μὲ θάνατο ἀπὸ μαχαῖρι. Ἀλλὰ σημασία ἔχει ὅτι στὸ τέλος τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ περίτρανη ΝΊΚΗ τους.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.



Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς

Ἔζησε τὸν πέμπτο αἰῶνα μ.Χ. περίπου τὸ 431. Διακρινόταν πολὺ γιὰ τὶς ἀρετές του, τὴν παιδεία του καὶ τὸν ὀρθόδοξο ζῆλο του. Ὅταν τάραξε τὴν Ἐκκλησία ἡ αἵρεση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ὁ Ἀκάκιος διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπιμελημένη καὶ συστηματικὴ ἐργασία του, γιὰ τὴν προφύλαξη τοῦ ποιμνίου του ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν αἱρετικὴ πλάνη.

Ἐπιθυμώντας μάλιστα νὰ προσβάλει αὐτὴ εὐρύτερα καὶ νὰ συντελέσει στὴ γενικὴ ἀπόκρουσή της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔγραψε κατὰ τοῦ Νεστορίου. Ὁ Ἀκάκιος ἦταν καὶ ἰκανότατος ὁμιλητὴς καὶ διδάσκαλος τοῦ λαοῦ. Σῴζεται δὲ μία ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη στὴν Ἔφεσο.

Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης, ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπῆρξε καὶ Ἀκάκιος Β´ ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς καὶ τοποθετεῖ τὴν γιορτή του στὶς 18 Ἀπριλίου.



Οἱ Ἅγιοι Αὐδᾶς ἐπίσκοπος, οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν Ἐννέα Μάρτυρες καὶ ἄλλοι πολλοὶ Ἅγιοι, ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Αὐδᾶς, ὁ ἐπίσκοπός της Περσίας καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ἑορταζόμενοι Ἅγιοι Μάρτυρες ἦταν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ τῶν Ῥωμαίων Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450) καὶ Ἰσδιγέρδου τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν (399-420). Τὸ ἔτος 412 ὁ Ἰσδιγέρδης κίνησε σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὴν ἑξῆς ἀφορμή.

Ὁ Αὐδᾶς, ποὺ ἦταν στολισμένος μὲ πολλὰ εἴδη ἀρετῶν, ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, γκρέμισε τὸν ναό, στὸν ὁποῖο οἱ Πέρσες λάτρευαν τὴν φωτιά. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τοὺς μάγους, ἔστειλε καὶ ἔφεραν μπροστά του τὸν Αὐδᾶ. Στὴν ἀρχὴ κατηγόρησε μὲ ἠπιότητα τὴν πράξη του καὶ τὸν πρόσταξε νὰ ξανακτίσει τὸν ναό. Ὁ Αὐδᾶς ἀρνήθηκε. Τότε ὁ Ἰσδιγέρδης γκρέμισε ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῶν χριστιανῶν καὶ θανάτωσε τὸν Αὐδᾶ μαζὶ μὲ ἄλλους ἐννιὰ προκρίτους χριστιανούς.

Μετὰ 30 χρόνια, κινήθηκε νέος διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὅπου πολλοὶ Ἅγιοι θυσιάστηκαν στὸ βωμὸ τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ὅπως λ.χ. ὁ εὐγενικῆς καταγωγῆς Ὀρμίσδης, ὁ διάκονος Βενιαμὶν ὁ μεγαλομάρτυρας κ.ἄ.

Ὅλων αὐτῶν, ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν κατὰ τὸν διωγμὸ αὐτό, ὅρισε μνήμη τιμητικὴ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τοῦ Ἐπισκόπου Αὐδᾶ, γιὰ νὰ δείξει, ὅτι γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι στοὺς ἀνθρώπους ἥρωες τῆς πίστης, ἔχουν κοινὴ τιμὴ στὸν οὐρανὸ καὶ κοινὰ θὰ ἀπολαύσουν τὰ στεφάνια τῶν μεγάλων ἀγώνων καὶ τῆς ἀθάνατης δόξας τους.

(Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Αὐδᾶ ἐπαναλαμβάνεται - σὰν Ἀβδαῖος - καὶ τὴν 5η Σεπτεμβρίου).



Ὁ Ἅγιος Μένανδρος

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔσυραν γυμνό, πάνω σὲ αἰχμηρὲς πέτρες. [Στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα 170 ἡ μνήμη του φέρεται κοινὴ μετὰ τοῦ Ἁγίου Σαβίνου (βλ. 16 Μαρτίου) τὴν 28η Μαρτίου].



Ὁ Ὅσιος Βλάσιος

Γεννήθηκε στὴν πόλη τοῦ Ἀμορίου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.



Οἱ Ἅγιοι τριάντα ὀκτὼ (38) Μάρτυρες

Ἦταν ὅλοι συγγενεῖς μεταξύ τους καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.



Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργός

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁρισμένα Μηνολόγια, τοποθετοῦν τὴν μνήμη του καὶ τὴν 28η Δεκεμβρίου).



Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ποὺ μαρτύρησε στὴν Κρήτη

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Τὴ μνήμη του βρίσκουμε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1575 καὶ στοὺς Λαυριωτικοὺς Η 76, Δ 25 καὶ Δ 45, ὅπου ὑπάρχει καὶ πλήρης ἀκολουθία του.



Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς Μητροπολίτης πασῶν τῶν Ῥωσιῶν



Γνωστὸς στὴ ῥωσικὴ Ἐκκλησία, ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Εἶναι γιὰ τοὺς Ῥώσους ὅ,τι εἶναι γιὰ μᾶς ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς (1375-1461). Τὴν ἀκολουθία του συνέταξε ὁ Ἱεροδιάκονος Θεόφιλος Πασχαλίδης καὶ τὴν ἐξέδωσε στὴν Πετρούπολη τὸ 1897.



Ὁ Ὅσιος Ἰννοκέντιος Βενιαμίνωφ Μητροπολίτης, Μέγας Ἱεραπόστολος Ἀλάσκας



Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στὶς 26 Αὐγούστου 1797 στὸ χωριὸ Ἀνζίσκογιε τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ἰρκούτσκ, ἀπὸ πτωχοὺς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Εὐσέβειο καὶ τὴ Θέκλα Ποπλώφ. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ († 2 Σεπτεμβρίου).

Στὴν συνέχεια σπουδάζει στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ.

Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μὲ τὴν οἰκογένεια στὴν Μόσχα τὸ 1838 καὶ τοποθετεῖται στὸν καθεδρικὸ ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο. Ὅμως, στὶς 25 Νοεμβρίου 1835 ἀνήμερα στὴν ἑορτή της, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη πεθαίνει. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχὸς στὶς 27 Νοεμβρίου 1840 καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ

Τὸ ἔργο του στὴν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σὲ ἕνα ἀφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τὶς παγωμένες ἐκτάσεις καὶ κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αὐτό, τὸ 1845, στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα νὰ διδάξω ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ Ἀλλεουτιανοὶ μὲ ἀγαποῦν, τὸ κάνουν μόνο γιατί τοὺς ἔχω διδάξει».

Τὴν ἴδια περίοδο, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στοὺς κόλπους της ὅλη τὴ Γιακουτία καὶ ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπὸ τὴν πόλη Σίτκα στὸ Γιακοὺτσκ τῆς Σιβηρίας. Ἐκεῖ ἀκολουθοῦν νέοι ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες.

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καὶ ἔχει χάσει τὶς σωματικές του δυνάμεις, ὑποφέροντας πολὺ ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ κάποιο μοναστήρι. Ὅμως ὁ Θεός, ποὺ κηδεμονεύει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Στὶς 25 Μαΐου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Καὶ ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, τὸ Μέγα Σάββατο, στὶς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «ΑΛΑΣΚΑ-Ὀρθόδοξο Συναξάρι» τοῦ Γεωργίου Ε. Πιπεράκη, τῶν ἐκδόσεων «ΠΑΡΟΥΣΙΑ».



Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ πρίγκιπας 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Ντανίλοβιτς), ὁ ἀποκαλούμενος Καλιτά, ἦταν υἱὸς τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, πρίγκιπα τῆς Μόσχας († 4 Μαρτίου) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1290. Τὸ ὄνομά του ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ λειτουργικὰ Μηναῖα τοῦ Νόβγκοροντ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1296 – 1297, ὅπου διαβάζουμε, πὼς ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως αὐτῆς κάλεσαν τὸν πρίγκιπα Δανιὴλ τῆς Μόσχας νὰ καταλάβει τὸν θρόνο της, αὐτὸς τοὺς ἔστειλε τὸν υἱό του Ἰωάννη. Πιθανόν, ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1299, ὁ Ἰωάννης ἐγκαταλείπει τὸ Νόβγκοροντ καὶ ἐπιστρέφει στὴ Μόσχα.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατὰ τὸ ἔτος 1303, ὁ Ἰωάννης ὑποχρεώθηκε ἀρχικὰ νὰ στηρίξει τὸν ἀδελφό του Γεώργιο, τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε ἀργότερα ὡς πρίγκιπας τῆς Μόσχας, στὴν διαμάχη τῆς μελλοντικῆς πρωτεύουσας μὲ τὴν ἀνταγωνίστρια πόλη Τβέρ. Τὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα τῆς διαμάχης, ἀποδιδόμενο στὴν πολιτικὴ ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἰωάννου, θὰ καθορίσει τὴν ὁριστικὴ ἐπικράτηση τῆς Μόσχας.

Μὲ μὶα πρώτη ΝΊΚΗ ἐναντίων τῶν στρατευμάτων τῆς Τβέρ, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν πόλη τοῦ Περεγιασλάβλ, ὁ Ἰωάννης τὴν ἀνακαταλαμβάνει τὸ ἔτος 1304/1305. Κατὰ τὰ ἔτη 1320 – 1326, μὲ ἀφορμὴ τοὺς γάμους τῶν θυγατέρων τῶν ἡγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες μὲ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Ροστώβ, Μπελοζὲρκ καὶ Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους ἐναντίων τῆς Τβέρ.

Στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1327, στὴν Τβέρ, σκοτώνεται σὲ μία λαϊκὴ ἐξέγερση, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸν Ἅγιο πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ χάνη Οὐζμπὲκ Κόλχαν. Ὁ Ἀλέξανδρος καταφεύγει στὸ Πσκὼφ καὶ ἡ πόλη τῆς Τβὲρ καταλαμβάνεται καὶ ἀνατίθεται στὸν Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιᾶς ἀνεψιᾶς τοῦ Ἰωάννου. Τὸ 1329 ὁ Ἰωάννης ἀποστέλλει τὸν στρατό του ἐναντίον τοῦ Πσκώφ, ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος ἀναθεματίζει τοὺς κατοίκους της, ἐπειδὴ ἔδωσαν ἄσυλο στὸν πρίγκιπα Ἀλέξανδρο, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μιχαήλοβιτς ἐξαναγκάζεται νὰ ἐγκατασταθεῖ ἀρχικὰ στὴ Λιβονία καὶ ἀργότερα στὴ Λιθουανία.

Τὸ ἔτος 1331 ὁ Ἰωάννης ἀποκτᾶ ἀπὸ τὸ χάνη τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου πρίγκιπα. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν θὰ ἡσύχαζαν. Τὸ ἔτος 1338 ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Τβὲρ πέτυχε τὴν συγγνώμη τοῦ χάνη Οὐζμπὲκ καὶ ἐπανῆλθε στὸν θρόνο. Τὸ 1339 ὁ Ἰωάννης πηγαίνει στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ κατηγορεῖ τὸν Ἀλέξανδρο πὼς σκευωρεῖ ἐναντίον τοῦ Χάνη. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ υἱός του Θεόδωρος ἔρχονται κατηγορούμενοι στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ δικάζονται. Γιὰ νὰ ταπεινώσει τὴν Τβέρ, ὁ Ἰωάννης ἀφαιρεῖ τὶς καμπάνες ἀπὸ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος καὶ τὶς μεταφέρει στὴν Μόσχα.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ἰωάννου ἐκδίδεται ἕνα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστὸ ὡς Sijskoe Evangelie, στὸ ὁποῖο ἔχει γραφεῖ ἕνας πανηγυρικὸς λόγος γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰρήνη στὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται ἡ οἰκοδόμηση μὲ πέτρα ὁλόκληρου τοῦ ἀρχιτεκτονήματος τοῦ Κρεμλίνου. Στὶς 4 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1326, ἀκολουθώντας τὴν συμβουλὴ τοῦ ἡλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ὁ Ἰωάννης θὰ ἀποτολμήσει τὴν κατασκευὴ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Μόσχα θὰ συνεχίσει τὴν παράδοση τῆς προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, ὅπου ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶχε ἰδιαίτερα καλλιεργηθεῖ.

Ὁ Ἰωάννης θὰ διατηρήσει στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν Μητροπολίτη Πέτρο καὶ ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του θὰ κινήσει τὴν διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεώς του, ἀποστέλλοντας στὴ Σύνοδο τοῦ Βλαντιμίρ, τὸ ἔτος 1327, μία ἐπιστολή, ποὺ κατέγραφε τὰ πραγματοποιηθέντα θαύματα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Μητροπολίτου Πέτρου.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Μαρτίου 1340 ἢ 1341, ἀφοῦ ἤδη εἶχε γίνει μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Ἀνανίας. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Κρεμλίνο.
Ἤδη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βίου του εἶχε ἀναπτυχθεῖ θρησκευτικὴ εὐλάβεια γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζεται ὡς ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς ἕνας κυβερνήτης δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος. Τὸ Πατερικὸν τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Βολοκολάμκ, τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ., μεταφέρει τὴν ἀφήγηση τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μπορόφκ, κατὰ τὸν ὁποῖο μία μοναχὴ εἶδε σὲ ὅραμα τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου μέσα στὴν δόξα τοῦ Παραδείσου, νὰ βγάζει ἀπὸ τὴν τσάντα του (καλιτά) θησαυροὺς καὶ νὰ τοὺς μοιράζει στοὺς πτωχούς.


"Nα πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό"


Ζούσε κάποτε, σ’ ένα χωριό μία χήρα πολύ φτωχιά με το μοναχογιό της. Για να μεγαλώσει το παιδί της ξενοδούλευε κι επειδή έβαλε σ’ αυτό όλο το μεράκι της,άπ’ τον καημό της αποφάσισε να το σπουδάσει.  
Πήγε λοιπόν κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Παναγία κι έλεγε: «Παναγία μου αξίωσέ με εμένα την αμαρτωλή να σπουδάσω το μοναχογιό μου». Έτσι με χίλιες στερήσεις και προσευχές κατάφερε η φτωχή χήρα να σπουδάσει το γιό της γιατρό.
Κάποια μέρα, με το δίπλωμα στην τσάντα ξεκίνησε ο γιατρός να επισκεφτεί τη μάνα του,που είχε πιά γεράσει, για να την 
 
 
ευχαριστήσει. Η μάνα τον υποδέχτηκε με πολλή χαρά και με βαθιά ευγνωμοσύνη στην Παναγία, που την αξίωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει και ξυπνάει το γιό της και του λέει: «Σήκω, γιέ μου, να πάμε να ευχαριστήσουμε την Παναγία για την προκοπή σου. Ο γιατρός όμως της αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε, όπως είπε, στα λόγια της και τα θεωρεί ξεπερασμένα.
Η μάνα φαρμακώθηκε, δεν είπε τίποτε, μόνο πήγε μονάχη της κι έκλαψε μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης με ευχαριστία αλλά και πόνο. Όταν γύρισε στο σπίτι, ο γιός της, ο γιατρός, τη ρώτησε: «Ε μάνα, τι κατάλαβες απ’ τα λόγια της εκκλησίας, εσύ, αγράμματη γυναίκα;»
Η χήρα δεν απάντησε, μόνο έπιασε ένα καλάθι από την αποθήκη και του λέει: «Γιε μου, το πρωί δεν με άκουσες να ‘ρθείς μαζί μου στην εκκλησία. Συγχωρεμένος να είσαι. Τώρα όμως θέλω να μου κάνεις μία άλλη χάρη και μη μου την αρνηθείς.
Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό. «Μα με το καλάθι να σου φέρω νερό, μάνα; Τόσο τα χεις χαμένα»;Λέει εκείνος. «Πήγαινε εσύ για το χατίρι μου, του απαντάει εκείνη, κι ο,τι θέλει ας γίνει».
Παραξενεμένος ο γιατρός, πηγαίνει στο ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, το βγάζει και γυρίζει στο σπίτι με το καλάθι άδειο. «Να, μάνα το καλάθι σου, όπως μου το ‘δωσες. Σου την έκανα την χάρη. Βλέπεις εσύ να έχει νερό μέσα;», λέει ο γιατρός.«Ευχαριστώ, γιέ μου, που μ’ άκουσες. Βλέπεις όμως εσύ το καλάθι όπως σου το’δωσα»; Απαντάει η μάνα.
«Έ ναί, μόνο που είναι βρεγμένο». «Βλέπεις λοιπόν, γιέ μου, ότι δεν είναι το ίδιο, όπως σου το ‘δωσα; Το πήρες στεγνό, κατάξερο και μου το ‘φερες μουσκεμένο. Έτσι κι εγώ πηγαίνω αγράμματη στην εκκλησία, δεν φέρνω τη σοφία της, αλλά είμαι δροσισμένη άπ’ τη χάρη της και αυτό με συντηρεί τόσα χρόνια και κατάφερα με τη χάρη Της να σε σπουδάσω.
Τότε κατάλαβε ο γιατρός, ότι ο Θεός «εμώρανε την σοφία του κόσμου τούτου… και τα μωρά του κόσμου εξελέξατο…» κι έβαλε μετάνοια στη μάνα του και πήγαν ύστερα μαζί στην εκκλησία κι ευχαρίστησαν την Παναγία.
Του μακαριστού Οικονόμου π. Ευέλθωντος Χαραλάμπους

Ἡ κλίμακα τοῦ Ἰακὼβ - π. Δημητρίου Μπόκου



Διαβάζουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι ὁ Ἰακώβ, γιὸς τοῦ Ἰσαάκ, φοβούμενος τὴν ὀργὴ τοῦ ἀδελφοῦ του Ἠσαῦ, ἐπειδὴ τοῦ ἔκλεψε τὰ πρωτοτόκια καὶ τὴν πατρικὴ εὐλογία, ζήτησε προστασία στὸν θεῖο του Λάβαν, μακριὰ στὴ Χαρρὰν τῆς Μεσοποταμίας. Τὸ βράδυ τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ ταξιδιοῦ του ἔγειρε νὰ κοιμηθεῖ στὴν ἐρημιά, βάζοντας γιὰ προσκεφάλι μιὰ πέτρα. Τὴ νύχτα ἐκείνη εἶδε ἕνα ὄνειρο.

Μιὰ τεράστια κλίμακα, δηλ. σκάλα, στηριζόταν στὴ γῆ καὶ ἡ κορυφή της ἔφτανε στὸν οὐρανό. Τὴν ἀνεβοκατέβαιναν ἄγγελοι, ἐνῶ στὴν κορυφή της στηριζόταν ὁ Θεός. Τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε, ὅτι τὴ γῆ ὅπου κοιμόταν, θὰ τὴ δώσει σ’ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους του, ποὺ θὰ πληθυνθοῦν σὰν τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας. Καὶ ὅτι θὰ τὸν διαφυλάττει σὲ ὅλο τὸ ταξίδι του καὶ θὰ τὸν ἐπαναφέρει μὲ ἀσφάλεια πίσω.

Ὁ Ἰακὼβ ξύπνησε ἔντρομος καὶ ἀναφώνησε: «Σ’ αὐτὸν τὸν τόπο κατοικεῖ ὁ Κύριος. Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι οἶκος Θεοῦ καὶ πύλη τοῦ οὐρανοῦ». Ἔστησε ὄρθια τὴν πέτρα ὅπου κοιμόταν, τὴν ἔχρισε μὲ λάδι καὶ ὀνόμασε τὸν τόπο ἐκεῖνο Βαιθὴλ (=οἶκο Θεοῦ) (Γεν. 28, 10-22).

Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ θε­ω­ρή­θη­κε σὰν μιὰ ἀ­π’ τὶς πολ­λὲς προ­τυ­πώ­σεις τοῦ με­γά­λου γε­γο­νό­τος τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ κλί­μα­κα ἐ­κεί­νη «ἡ με­τάρ­σιος», τὴν ὁποία «ὁ Ἰ­α­κὼβ ἐ­θε­ά­σα­το», ἔ­γι­νε σύμ­βο­λο τῆς Πα­να­γί­ας (Προσόμ. Ἑσπερινοῦ Εὐαγγελισμοῦ).

Γι’ αὐ­τὸ καὶ στὸν Ἀ­κά­θι­στο Ὕμνο, ποὺ σ’ ὅ­λη τὴ διά­ρκεια τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, κά­θε Πα­ρα­σκευ­ὴ βρά­δυ, ψάλ­λε­ται στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ ἀ­να­φο­ρὲς στὸν συμ­βο­λι­σμὸ αὐ­τὸν τῆς Πα­να­γί­ας εἶναι πολ­λές. «Χαῖ­ρε κλῖμαξ ἐ­που­ρά­νι­ε, δι’ ἧς (=διὰ τῆς ὁποίας) κα­τέ­βη ὁ Θε­ός. Χαῖ­ρε γέ­φυ­ρα με­τά­γου­σα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐ­ρα­νόν», λέ­με στοὺς Χαι­ρε­τι­σμούς, ἐ­νῶ σὲ ἄλ­λα τρο­πά­ρια τοῦ κανόνα τοῦ Ἀ­κα­θί­στου ψάλ­λου­με: «Χαῖ­ρε κλῖμαξ γῆ­θεν (=ἀπὸ τὴ γῆ) πάν­τας ἀνυ­ψώ­σα­σα χά­ρι­τι· χαῖ­ρε ἡ γέ­φυ­ρα ὄν­τως ἡ με­τά­γου­σα ἐκ θα­νά­του πάν­τας πρὸς ζω­ὴν τοὺς ὑ­μνοῦν­τάς σε».

Ἡ Πα­να­γί­α δηλαδὴ εἶναι κλί­μα­κα καὶ γέ­φυ­ρα ποὺ ἕνω­σε γῆ καὶ οὐ­ρα­νό. Μὲ τὸν θεῖ­ο το­κε­τό της ἔ­φε­ρε κον­τὰ τὸν Θε­ὸ καὶ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Κα­τέ­βα­σε τὸν Θε­ὸ στὴ γῆ καὶ ἀ­νέ­βα­σε τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸν οὐ­ρα­νό. Μὲ αὐ­τὴν «ἀ­πὸ γῆς εἰς ὕ­ψος ἤρ­θη­μεν». Στὸ πρό­σω­πό της τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος κα­τα­ξι­ώ­θη­κε. Κα­τά­φε­ρε νὰ συ­νει­σφέ­ρει καὶ αὐ­τὸ κά­τι ἀ­πο­λύ­τως ση­μαν­τι­κὸ στὸ ἔρ­γο τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας, στὸ σχέ­διο δη­λα­δὴ τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου. Προ­σφέ­ρα­με οἱ ἄν­θρω­ποι στὸν Θε­ὸ τὴ βα­σι­κὴ προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ νὰ σαρ­κω­θεῖ: «Μη­τέ­ρα Παρ­θέ­νον».

Δι­ευ­κο­λύ­να­με ἔ­τσι τὸν Θε­ό, προ­σφέ­ρον­τάς του σὰν «ὄ­χη­μα πανάγιον», σὰν κλί­μα­κα τὴν Θε­ο­τό­κο, νὰ κα­τε­βεῖ ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ στὴ γῆ. Ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ νὰ γί­νει καὶ Υἱ­ὸς τοῦ Ἀν­θρώ­που. Ταυ­τό­χρο­να δό­θη­κε στὸν ἄν­θρω­πο ἡ δυ­να­τό­τη­τα, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας πά­λι σὰν γέ­φυ­ρα καὶ κλί­μα­κα τὴν Θε­ο­τό­κο, νὰ ἀ­νέλ­θει ἀ­πὸ τὴ γῆ στὸν οὐ­ρα­νό. Ἡ Πα­να­γί­α ἔ­γι­νε πύ­λη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­πως ὀ­νει­ρεύ­τη­κε ὁ Ἰ­α­κώβ. Ἐ­κεί­νη ποὺ ἐ­πι­τέ­λους κα­τά­φε­ρε «ἵ­να Θε­ὸν τὸν Ἀ­δὰμ ἀ­περ­γά­ση­ται», νὰ θεοποιήσει τὸν Ἀδὰμ (Δοξαστ. Αἴνων Εὐαγγελισμοῦ).

Ψάλ­λον­τας τὰ παμ­πλη­θῆ «Χαῖ­ρε» τῶν Χαι­ρε­τι­σμῶν στὴν ἐ­που­ρά­νια αὐ­τὴ κλί­μα­κα, τὴν ἀ­λη­θῆ Θε­ο­τό­κον, ἂς ἐ­πι­χει­ροῦ­με συγ­χρό­νως καὶ νὰ ἀ­νε­βαί­νου­με ἕ­να-ἕ­να τὰ σκα­λο­πά­τια της. Ποὺ δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρὰ οἱ ἀ­ρε­τὲς τῆς Πα­να­γί­ας μας. Τό­σο πολ­λές, ποὺ ἐ­παρ­κοῦν γιὰ νὰ φτιά­ξουν μιὰ σκά­λα, ποὺ ἡ βάση της θὰ ἀ­κουμ­πά­ει στὴ γῆ, ἀλ­λὰ ἡ κο­ρυ­φή της θὰ φτά­νει στὸν οὐ­ρα­νό.

Ἀ­νε­βαί­νον­τάς την κι ἐ­μείς, μὲ τὴ στορ­γι­κὴ χει­ρα­γω­γί­α τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, θὰ συ­ναν­τή­σου­με τὸ δί­χως ἄλ­λο στὴν κο­ρυ­φὴ τὸν Θε­ὸ τοῦ Ἰ­α­κώβ, τὸν Θε­ὸ τῶν πα­τέ­ρων μας, ποὺ στη­ρί­ζε­ται «ἐ­π’ αὐ­τῆς», μᾶς πε­ρι­μέ­νει μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐ­λο­γεῖ τὴν ὅ­λη προ­σπά­θεια τῆς ἀ­νό­δου μας.

(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 344, Μάρτιος 2012

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...