Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 18, 2015

Η δημιουργία (Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

                  ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!
Αποτέλεσμα εικόνας για γεροντας σωφρονιοςΟ Χριστός είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, πρόσκαιρων και αιωνίων, Θείων και ανθρώπινων. Για τον λόγο αυτό όλα, όσα προτίθεμαι να γράψω εδώ, θα προέρχονται από τη θεώρηση του Χριστού ως Θεανθρώπου. Η χριστιανική ανθρωπολογία μας δεν πρέπει να έχει αφηρημένο χαρακτήρα, αλλά να προσφέρει απαραιτήτως θεμέλιο για όλη την εν τω Θεώ ζωή μας. Δεν θα δίσταζα να ονομάσω την ανθρωπολογία αυτή ασκητική. Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι πολυδιάστατη. Μία από τις διαστάσεις της είναι η δημιουργική δύναμη, που εκδηλώνεται σε ποικίλες περιοχές: σε κουλτούρες όλων των ειδών, δηλαδή πολιτισμούς, τέχνες, επιστήμες.


Στον πρωτόπλαστο δόθηκε η εντολή, με την είσοδό του στον φυσικό κόσμο, να εργάζεται σε αυτόν και να τον φυλάσσει (βλ. Γεν. 2,15). Ο φυσικός κόσμος είναι πλασμένος με τέτοιον τρόπο, ώστε ο άνθρωπος βρίσκεται στην ανάγκη να λύνει δημιουργικά τα προβλήματα που αδιάκοπα αναφύονται μπροστά του. Ωστόσο αυτά που απαριθμώ δεν εξαντλούν τον όλο άνθρωπο. Παράλληλα με την παραγωγή εκείνων που χρειάζεται ο άνθρωπος για τη συντήρηση της ζωής του επάνω στη γη, ανέρχεται από τις ατελείς μορφές στις τελειότερες, τις πνευματικές, που υπερβαίνουν όλα τα ορατά και τα πρόσκαιρα. Στο επίπεδο των πρόσκαιρων, η δημιουργική ικανότητα κατευθύνεται προς τα κάτω, προς τη γη, για να οργανώσει τα ακατέργαστα δεδομένα της φύσεως, που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις των αναγκών του ανθρώπου. Στην περίπτωση αυτή ο σκοπός κατορθώνεται στα όρια των φυσικών ικανοτήτων του ανθρώπου. Στη δεύτερη περίπτωση η δημιουργία κατευθύνεται προς τον ανώτερο κόσμο, όπου τα φυσικά χαρίσματα του ανθρώπου από μόνα τους δεν επαρκούν. Ως Πρόσωπο ο άνθρωπος διαθέτει ελεύθερη βούληση που εκφράζεται, όχι με την εκ του μηδενός δημιουργία κάποιου εντελώς νέου πράγματος που δεν υπήρξε, αλλά ως συμφωνία με τη θέληση του Θεού, του αληθινά Δημιουργού, ή ως διαφωνία προς το θέλημά Του (που αποκλίνει από το θέλημά Του ή και το απορρίπτει). Μόνο εκείνη η δημιουργία που συμπίπτει με το θέλημα του Ουρανίου Πατρός παράγει καρπούς που μπορούν να περάσουν στην αιωνιότητα· οτιδήποτε άλλο καταλήγει στο μη ον: «Πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο Πατήρ Μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται» (Ματθ. 15,13). «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα. Ο μένων εν Εμοί καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς Εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν. Εάν μη τις μείνη εν Εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις πυρ βάλλουσι, και καίεται» (Ιωάν. 15,5-6). 
Για να γίνει ο άνθρωπος συνεργός του Θεού στη δημιουργία του κόσμου, πρέπει αδιάκοπα να αγωνίζεται για την κατά το δυνατόν καλύτερη γνώση του ιδίου του Θεού. Η πορεία αυτή της αναβάσεως στη γνώση του Θεού είναι επίσης δημιουργική πράξη, ιδιαίτερης όμως τάξεως· σκοπός της είναι η συμμετοχή στην αιώνια δημιουργική πράξη του Πατέρα, η απόκτηση της έσχατης τελειότητας με την παραμονή στο ρεύμα της Θείας Αιωνιότητας, όπου πρώτος εισήλθε ο Χριστός-Άνθρωπος. Ο χριστιανός στη δημιουργική αναζήτησή του εγκαταλείπει όλα όσα φέρουν σχετικό και παροδικό χαρακτήρα, για να παραμείνει στα μη παρερχόμενα. Στα όρια της γης η τελειότητα δεν είναι εντελώς πλήρης. Και όμως την αποκαλούμε τελειότητα. Μιμούμενοι τον Χριστό που είπε «Εγώ απ’ εμαυτού ποιώ ουδέν, αλλά καθώς εδίδαξέ με ο Πατήρ Μου, ταύτα λαλώ» (Ιωάν. 8,28), και εμείς πρέπει να αγωνιζόμαστε για το ίδιο, σύμφωνα με την παρατήρηση του Γέροντα Σιλουανού: «Οι τέλειοι δεν λένε τίποτε αφ’ εαυτού τους… Λένε μόνο ό,τι τους δίνει το Πνεύμα». 
Αυτή λοιπόν είναι η αληθινή δημιουργία, η ανώτερη από όλα εκείνα που είναι εφικτά για τον άνθρωπο. Όχι παθητικά, αλλά με δημιουργικό αγώνα βαδίζει ο άνθρωπος προς αυτό τον άγιο σκοπό, χωρίς ποτέ να λησμονεί ότι δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να δημιουργήσει για τον εαυτό του θεό «κατ’ εικόνα του», κάτι που πολλοί φιλόσοφοι ή ακόμη και θεολόγοι κάνουν.
Όλο το παρελθόν μου με ωθούσε κατά φυσικό τρόπο στη σκέψη για τη δημιουργία στις διάφορες εκφάνσεις της, όπως επίσης και για το νόημά της. Τώρα θα ήθελα να διηγηθώ με συντομία πως η ενασχόλησή μου με τη ζωγραφική με οδήγησε στην προσευχή. Μιλώ για πραγματικά συγκεκριμένη περίπτωση.
Κατά τις ημέρες της νεότητάς μου, κάποιος Ρώσος ζωγράφος, που έγινε στη συνέχεια διάσημος, με προσείλκυσε προς την ιδέα της καθαρής δημιουργίας, έχοντας στραφεί προς την αφηρημένη τέχνη. Δύο ή τρία χρόνια υπήρξα θύμα της έλξεως αυτής, που με οδήγησε στην πρώτη θεολογική σκέψη που γεννήθηκε μέσα μου. Χαρακτηριστικό κάθε «καλλιτέχνη» (δηλαδή κάθε εργάτη της τέχνης) είναι να προσλαμβάνει το είναι στις μορφές της τέχνης του. Έτσι και εγώ αντλούσα ιδέες για τις δικές μου αφηρημένες μελέτες από εκείνο που μου παρείχε η πραγματικότητα του περιβάλλοντός μου: οι άνθρωποι, η βλάστηση, τα κτίσματα, οι απροσδόκητα αλλόκοτοι συνδυασμοί σκιών από τον ήλιο ή τις ηλεκτρικές λάμπες επάνω στο πάτωμα, τους τοίχους, τις οροφές και πολλά άλλα. Με τη φαντασία μου δημιουργούσα εικόνες, αλλά με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι όμοιες με τίποτε που υπάρχει πραγματικά στη φύση. Με τον τρόπο αυτό, νόμιζα ότι δεν είμαι αντιγραφέας φυσικών φαινομένων, αλλά δημιουργός νέων καλλιτεχνικών (εικαστικών) γεγονότων. Ευτυχώς αντιλήφθηκα ότι σε μένα, τον άνθρωπο, δεν δόθηκε να δημιουργώ «εκ του μηδενός», όπως ο Θεός δημιουργεί με μοναδικό τρόπο. Από την εμπειρία αυτή μου έγινε σαφές ότι κάθε ανθρώπινη δημιουργία προϋποθέτει μία ήδη προϋπάρχουσα. Δεν μπορούσα να χαράξω ούτε μία γραμμή, ούτε να δημιουργήσω κάποιο χρώμα, που πουθενά αλλού δεν υπήρχε. Ο αφηρημένος πίνακας μοιάζει με εγγραφή λέξεων που ηχούν πρωτότυπα, αλλά ποτέ δεν εκφράζουν πλήρες νόημα. Η δημιουργία παρουσιαζόταν σε μένα ως αποσύνθεση του είναι, πτώση στο κενό, στο παράλογο, επιστροφή στο «μηδέν», από το οποίο μας κάλεσε η δημιουργική πράξη του Θεού. Τότε εγκατέλειψε ο νους μου τη μάταιη απόπειρα να δημιουργήσει κάτι εντελώς νέο, και το πρόβλημα της δημιουργίας στη συνείδησή μου συνδέθηκε με το πρόβλημα της Γνώσεως του Είναι. Και μου συνέβη κάτι θαυμαστό· σχεδόν όλος ο κόσμος, κάθε ορατό φαινόμενο, έγινε μυστήριο, ωραίο και βαθύ. Και το φως έγινε άλλο· χάιδευε τα αντικείμενα, τα περιέβαλλε κατά κάποιον τρόπο με στεφάνι δόξας, μεταδίδοντας σε αυτά παλμούς ζωής που δεν απεικονίζεται με τα μέσα που διαθέτει ο καλλιτέχνης. Γεννιόταν μέσα μου η επιθυμία να υποκλιθώ με ευλάβεια μπροστά στον πρώτο καλλιτέχνη, τον Δημιουργό του παντός, με τον πόθο να Τον συναντήσω, να διδαχθώ από αυτόν, να γνωρίσω πώς Αυτός δημιουργεί.
Οι συνομιλίες μου με τον Γέροντα Σιλουανό για την προσευχή και για οποιοδήποτε άλλο θέμα συγκεντρώνονταν πάντοτε στο Πρόσωπο του Χριστού, του μοναδικού Διδασκάλου με απόλυτη αυθεντία. Αυτός μας έδωσε «υπόδειγμα» για όλα (βλ. Ματθ. 23,8-10· Ιωάν. 13,13-15). Και ο Γέροντας δίδασκε να κοιτάζουμε προσεκτικά πως Εκείνος, ο Υιός του ανθρώπου, ενεργούσε. «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ου δύναται ο Υιός ποιείν αφ’ Εαυτού ουδέν, εάν μη τι βλέπη τον Πατέρα ποιούντα· α γαρ αν Εκείνος ποιή, ταύτα και ο Υιός ομοίως ποιεί. Ο γαρ Πατήρ φιλεί τον Υιόν και πάντα δείκνυσιν Αυτώ α Αυτός ποιεί, και μείζονα τούτων δείξει Αυτώ έργα, ίνα υμείς θαυμάζητε» (Ιωάν. 5,19-20). Αλλά ο μονογενής Υιός, γενόμενος Υιός Ανθρώπου, ομοιώθηκε σε όλα με μας (βλ. Εβρ. 2,17· Φιλιπ. 2,7). Συνεπώς όλα, όσα Εκείνος λέει για τον Εαυτό Του ως Υιό Ανθρώπου, εφαρμόζονται στον καθένα από μας. Αν εμείς παραμένουμε στον Υιό, τον οποίο αγαπά ο Πατέρας, τότε και εμείς είμαστε υιοί Του, επίσης αγαπημένοι (βλ. Ιωάν. 16,27), και Αυτός θα μας τα δείξει όλα: τι δημιουργεί και πώς δημιουργεί. Αλήθεια, εν Χριστώ έχουμε κληθεί να γίνουμε μέτοχοι όλης της δημιουργικής Πράξεως του Θεού και Πατρός μας.
Η οδός προς την τελειότητα αυτή έχει ως εξής: Το πνεύμα του ανθρώπου αποχωρεί από την αναρίθμητη ποικιλομορφία των φαινομένων του φυσικού κόσμου, και με όλη τη δύναμή του στρέφεται προς τον Θεό. Και αυτό είναι το όριο του ανθρώπου επάνω στη γη. Όταν όμως, μετά την έξοδό της η ψυχή ανεβαίνει προς τον Θεό για αιώνια σε Αυτόν και με Αυτόν διαμονή, τότε μέσα στο «Είναι» αυτό έρχεται η γνώση και η είσοδός μας στην Πράξη δημιουργίας από τον Θεό όλων των υπαρκτών. Αρραβώνα της καταστάσεως αυτής αποτελεί το χάρισμα της θαυματουργίας. Κατά τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ο Θεός σκέφτεται τον κόσμο και ο κόσμος υπάρχει». Και οι άγιοι τελούν τα θαύματα όχι με φυσική επενέργεια επάνω στη φύση, αλλά στην προσευχή τους προς τον Θεό «σκέφτονται το ποθούμενο και αυτό πραγματοποιείται».
[Αρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ), «Το Μυστήριο της χριστιανικής ζωής», σ. 174-179. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου-Έσσεξ]


Πηγή

το είδαμε εδώ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ῾Ὤ, καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!᾽


῾Ὤ, καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!᾽

 Ἡ πρώτη Κυριακή μετά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ καί ᾽Αντίπασχα ὀνομαζομένη, εἶναι ἀφιερωμένη στόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος γίνεται πιά τό ῾μέσον᾽ διά τῆς ἀπιστίας του,  προκειμένου νά καταστεῖ βέβαιο τό γεγονός τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. ῾᾽Απιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησε᾽, κατά τόν ὑμνογράφο. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀπιστία αὐτή ῾προκαλεῖ᾽ τόν Κύριον νά τοῦ φανερώσει πιό ἔντονα τά σημάδια τῆς παρουσίας Του καί νά τόν ὁδηγήσει στή σωτήρια ὁμολογία: ῾ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου᾽.

1. Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἔτσι γίνεται καλή ἀπιστία. Ὅσο παράδοξα κι ἄν ἠχεῖ τοῦτο, ἡ πραγματικότητα εἶναι αὐτή: ὑπάρχει καλή, ἀλλά καί κακή ἀπιστία. Καλή ἀπιστία εἶναι αὐτή πού σέ πρώτη φάση ἐγκλωβίζει τόν ἄνθρωπο στήν ἀμφισβήτηση καί τήν ἄρνηση, θέτοντάς του ὡς προτεραιότητα τήν πίστη στή λογική καί τίς αἰσθήσεις. ῾᾽Εάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω᾽. Εἶναι ὁ σκεπτικισμός πού συναντᾶμε πολλές φορές μέσα στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, σάν τήν περίπτωση γιά παράδειγμα τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν καλεῖται νά γνωρίσει τόν Μεσσία ἀπό τόν φίλο του Φίλιππο - ῾ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;᾽ - ἤ σάν τήν περίπτωση τοῦ τραγικοῦ πατέρα πού προσφεύγει μέν στόν ᾽Ιησοῦ γιά νά θεραπεύσει τό παιδί του, ἀλλά γεμάτος ἐρωτηματικά καί ἀμφισβήτηση: ῾᾽Αλλ᾽ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν᾽. Κι ὁ Κύριος τήν ἀμφισβήτηση καί τόν σκεπτικισμό αὐτόν δέν τά ἀπορρίπτει. Τά παίρνει ὡς τά πρῶτα ἐναύσματα τῆς πίστεως, πού θά ὁδηγήσουν στή στέρεα καί βεβαία πίστη. Διότι βλέπει ὅτι ἡ ἀπιστία αὐτή πηγάζει ἀπό μιά καρδιά πού πάσχει καί ἀγωνιᾶ.
 ῎Ετσι τό γνώρισμα τῆς καλῆς ἀπιστίας φαίνεται νά εἶναι αὐτό: ἡ ὀδυνωμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού παλεύει μεταξύ τῆς πίστεως καί τῆς ἀπιστίας. ῾Πιστεύω, Κύριε,᾽ - γιά νά θυμηθοῦμε καί πάλι τό προαναφερθέντα πατέρα - ῾βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ᾽. Θυμᾶται κανείς ἐδῶ καί τό παρόμοιο γεγονός ἀπιστίας πού πέρασε καί ὁ Γέρων Παΐσιος στά παιδικά του χρόνια (᾽Αρσένιος τότε), ὅταν ἡ ἀπιστία ἑνός φοιτητῆ κλόνισε τίς μέχρι τότε βεβαιότητές του. Καί μᾶς περιγράφει τήν ὀδύνη τῆς καταστάσεως αὐτῆς: ῾Θόλωσε ὁ πνευματικός μου ὁρίζοντας. Γέμισα ἀπό ἀμφιβολίες. Θλίψη κατέλαβε τήν ψυχή μου᾽. Εἶναι ἡ παρόμοια κατάσταση πού περνάει κάθε ἄνθρωπος, μέχρις ὅτου στερεωθεῖ στήν πίστη του στόν Χριστό, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἡ φάση αὐτή τῆς ἀπιστίας δέν θεωρεῖται ὡς κάτι ἀρνητικό καί παράδοξο, ἀλλά φυσιολογικό σκαλοπάτι στήν πορεία τῆς πνευματικῆς ὡριμάνσεως τοῦ ἀνθρώπου.

2. Πότε ἡ ἀπιστία θεωρεῖται κακή; Ὅταν δέν θεωρεῖται καρπός ἐσωτερικῆς πάλης, ἀλλά ἀφορμή γιά νά ὁριστικοποιηθεῖ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό, κάτι πού προφανῶς ἔχει ἤδη ἀποφασιστεῖ ἀπό αὐτόν. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποφασίσει νά δουλεύει στά πάθη του, ὅταν ἡ προτεραιότητά του εἶναι ἡ ἐμπαθής προσκόλλησή του στόν κόσμο τοῦτο, εἴτε ὡς φιληδονία εἴτε ὡς φιλοδοξία καί φιλαργυρία, ὅταν μέ ἄλλα λόγια τήν πρώτη θέση τήν καταλαμβάνει ὁ ἑαυτός του, τότε τήν ἀπιστία τήν χρησιμοποιεῖ ὡς ἀφορμή γιά νά δικαιώσει τίς ἐπιλογές του. Στήν περίπτωση αὐτή δέν βοηθεῖται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ κατά τρόπο θετικό, ἤ μᾶλλον βοηθεῖται, ἀλλά μέ τρόπο πού παραπέμπει στό ῾φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος᾽. Ἡ περίπτωση τοῦ προδότη μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ ᾽Ιούδα, πού καί αὐτός πέρασε ἀπό τό καμίνι τῆς ἀπιστίας, εἶναι, νομίζουμε, ἐν προκειμένῳ ἐνδεικτική.

3. Ποιό φαίνεται νά εἶναι τό ἀποφασιστικό σημεῖο τοῦ περάσματος ἀπό τήν ἀπιστία στήν πίστη; Ἡ ὕπαρξη ἑνός ἔστω ἐλάχιστου ποσοστοῦ ταπείνωσης, δηλαδή ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ἀπόλυτου τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν κάνει νά ἐμπιστευτεῖ τήν κοινή ἐμπειρία τῶν ἄλλων καί πού τόν ὁδηγεῖ στήν ᾽Εκκλησία. Ὁ Θωμᾶς κατορθώνει νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό τήν ἀπιστία του, μόλις ἀποφασίζει νά βγεῖ ἀπό τό ῾καβούκι᾽ του. Ἡ ταπείνωση πού ἐπιδεικνύει, ὡς στροφή πρός τούς ἄλλους καί ὄχι τόν ἑαυτό του, εἶναι τό ρίσκο πού ἀναλαμβάνει γιά νά μπεῖ στό χῶρο τῆς ἔκπληξης: τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ὁ Κύριος βλέπουμε ὅτι ἐκεῖ τοῦ φανερώνεται: στή σύναξη τῶν μαθητῶν, στήν ᾽Εκκλησία, καί ὄχι στό θολό σύννεφο τῶν λογισμῶν τῆς μοναξιᾶς του. Καί τόν καλεῖ μ᾽ ἕναν ἀπόλυτα προσωπικό τρόπο, πού διαλύει τίς ἀμφιβολίες του: ῾φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός᾽. Ἡ συγκλονιστική αὐτή ἐμπειρία τοῦ Θωμᾶ τόν ὁδηγεῖ πιά στή φυσιολογική στάση τῶν πιστῶν μαθητῶν: στήν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν ὁμολογία τῆς πίστεως: ῾ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου᾽.

4. ῎Ετσι ἡ πίστη στήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου διαπιστώνεται ὅτι εἶναι γεγονός βιούμενο στήν ᾽Εκκλησία καί μόνον ἐκεῖ. Μόνον ὁ ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ ζῶν καί μάλιστα αὐτός πού ἀγωνίζεται νά βαδίζει τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, δηλαδή νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του, μπορεῖ καί νά βλέπει καί νά νιώθει τήν ἀναστημένη παρουσία ᾽Εκείνου. ῾Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας. Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες᾽. Πέραν τοῦ γεγονότος μέ τόν Θωμᾶ, ὁ Κύριος τό εἶχε προείπει στούς μαθητές Του, στήν ἐκτεταμένη διδασκαλία Του στά πλαίσια τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου: μετά τή Σταυρική Του θυσία θά εἶναι ὁρατός καί θά Τόν αἰσθάνονται μόνον οἱ μαθητές Του. Στήν ἔνσταση τοῦ ᾽Ιούδα, ὄχι τοῦ ᾽Ισκαριώτη, ῾Κύριε, καί τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν Σεαυτόν καί οὐχί τῷ κόσμῳ;᾽, στήν ἔνσταση δηλαδή τῆς κοσμικῆς λογικῆς πού ἀπαιτεῖ μιάν ἐξωτερική ἐπιβολή καί νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, ὁ Κύριος εἶναι ἀπόλυτος καί σαφής: Μόνον ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολές Του, συνεπῶς οἱ πιστοί μαθητές Του, θά Τόν ζοῦν καί θά Τόν βλέπουν. ῾᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν᾽.

Κι εἶναι τοῦτο καί ἡ μόνιμη ἀπάντηση, πέραν τῶν ὅσων εἴπαμε, γιά τό πῶς βεβαιώνεται κανείς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ: μόνον διά τῆς ἀγάπης στόν συνάνθρωπο. ῾Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽, πού σημειώνει ὁ ἀπ. Παῦλος. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀπιστία ἀρχίζουν νά μέ ταλαιπωροῦν, ἡ ἀπάντηση εἶναι νά θερμαίνω τήν καρδιά μου ἐντονότερα γιά τόν κάθε πλησίον μου καί μάλιστα τόν θεωρούμενο ἐχθρό μου. Τήν ὥρα πού θά παλεύω ν᾽ ἀγαπῶ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖο φαίνεται νά ἔχω πρόβλημα, τήν ὥρα ἀκριβῶς αὐτή θά νιώθω καί τή χάρη τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ νά εἰσρέει στήν καρδιά μου. Εἶναι μιά ἐμπειρία τῆς ᾽Αναστάσεως πού βεβαίως, εἶναι αὐτονόητο, πρέπει κανείς νά πειραματιστεῖ στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό γιά νά τή νιώσει.

ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ῾Πορεύεσθε, καί σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τά ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης᾽ (Πρ. ᾽Απ. 5, 20) π . Γεώργιος Δορμπαράκης

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

                ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!

                                      
Πορεύεσθε, καί σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τά ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης᾽ (Πρ. ᾽Απ. 5, 20)

α. Στά ἐγκαίνια τῆς ἀνακύκλισης τοῦ Πάσχα πού γίνεται στήν ᾽Εκκλησία μας τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ καί ἐφεξῆς, τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού ἀκούγεται ἀπό τίς Πράξεις τῶν ᾽Αποστόλων μᾶς μεταφέρει στόν πρῶτο καιρό τῆς δράσεως τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου μετά τήν Πεντηκοστή: τό κήρυγμά τους καί τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνταν δι᾽ αὐτῶν προσέθεταν διαρκῶς καί νέα μέλη στήν ᾽Εκκλησία τόσο πού προκλήθηκαν γιά μία ἀκόμη φορά οἱ θρησκευτικοί ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ἀπό φθόνο κινούμενοι ἔκλεισαν στήν φυλακή τούς ἀποστόλους. Μέ παρέμβαση ὅμως ἀγγέλου τοῦ Κυρίου ἀπελευθερώθησαν, γιά νά τούς δοθεῖ ἡ ἐντολή: ῾Πορεύεσθε, καί σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τά ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης᾽. Πηγαίνετε στόν ναό καί κηρύξτε στόν λαό τό μήνυμα γι᾽ αὐτήν την καινούργια ζωή.

β. 1. ῾Η νέα ζωή πού ἔφερε ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, ζωή νίκης ἀπέναντι στήν ἁμαρτία, τόν θάνατο καί τόν διάβολο, ἐνεργοποιημένη στούς πιστούς ἀπό τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, λειτουργεῖ πιά  στόν κόσμο σάν ἕνα ποτάμι ξεχυλισμένο. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ, ἔμπλεοι τοῦ ῎Ιδιου ἐν Πνεύματι, συνιστοῦν τούς μάρτυρες τῆς ζωῆς αὐτῆς, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου (῾ὑμεῖς δέ ἐστέ μάρτυρες τούτων᾽), πού σημαίνει ὅτι καμμία ἀνθρώπινη ἤ σατανική δύναμη δέν μπορεῖ νά τούς ἀνακόψει ἀπό τό ἱεραποστολικό αὐτό ἔργο τους. ῾Η Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἦρθε ἐν δυνάμει, ὁ Χριστός δηλαδή βρίσκεται ἀδιάκοπα στόν κόσμο, παρών καί μετά τήν ᾽Ανάληψή Του μέσω τοῦ σώματός Του τῆς ᾽Εκκλησίας, (ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας κατά τήν γνωστή πατερική ἔκφραση), λοιπόν ἡ δύναμη πού δρᾶ στόν κόσμο εἶναι ἡ δύναμη πρωτίστως τοῦ Θεοῦ. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί ὅλοι οἱ μετέπειτα μαθητές Του μέ τήν δύναμη αὐτή, ὡς ῾συνεργοί Αὐτοῦ᾽, θά συνεχίζουν τό ἔργο τῆς ἐπικρατήσεως τῆς Βασιλείας Του, κυριαρχίας Του δηλαδή στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, συνεπῶς ἀφενός ἡ ἐπέκταση τῆς Βασιλείας αὐτῆς δέν θά ἔχει τέλος μέχρις ὅτου ὁ κόσμος ὅλος ῾γενήσεται μία ποίμνη᾽ μέ ἕναν Ποιμένα τόν Χριστό, ἀφετέρου ὁ χαρακτήρας τῆς ἐπικρατήσεως τῆς Βασιλείας θά εἶναι αὐτός τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως: ὅ,τι ῾κατακτᾶ᾽ τίς ἀνθρώπινες καρδιές. Καί νά ἀπαρχῆς ἡ ἀπόδειξη: ὁ ἡττημένος διάβολος, ἀπό τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, καθώς καί  τά πειθήνια ὄργανά του θά ἐπιχειρήσουν νά ἀνακόψουν τήν μαρτυρία τῶν ἀποστόλων, ἀλλά εἰς μάτην: ἄγγελος Κυρίου θά τούς ἐπαναφέρει θαυματουργικά στό ἔργο τους μέ σαφή τήν ἐντολή νά συνεχίσουν ὅ,τι ἔκαναν: τό ποτάμι εἴπαμε δέν μπορεῖ νά γυρίσει πίσω.

2. Μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ λοιπόν οἱ ἀπόστολοι καλοῦνται νά συνεχίσουν νά κηρύσσουν ῾τά ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης᾽. Κι αὐτά τά ρήματα δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του: τόν Σταυρό καί τήν ᾽Ανάστασή Του, τίς ἐντολές Του καί τά θαύματά Του. ῾Κηρύξατε τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει᾽. Καί: ῾πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάσα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν᾽. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ἐκεῖνος ἰδίως ἀπό τούς ἀποστόλους πού μέ σαφήνεια θά προσδιορίσει τό περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος τῶν ἀποστόλων: ῾Οὐ γάρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν, εἰ μή ᾽Ιησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον᾽. ῾Τοῦ γνῶναι Αὐτόν καί τήν δύναμιν τῆς ᾽Αναστάσεως Αὐτοῦ και τήν κοινωνίαν τῶν παθημάτων Αὐτοῦ᾽. Καί τά ρήματα αὐτά ἦταν καί εἶναι ὅσα διοχετεύουν τήν αἰώνια ζωή, δηλαδή τήν χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, στήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἤδη ἀπό τήν ζωή αὐτή, δίνοντάς του ταυτοχρόνως καί τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου. ῾Κύριε πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Σύ ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις᾽. ῾᾽Εάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ ἐάν θέλητε αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν᾽.

3. Κι ἀξίζει ἰδιαιτέρως νά προσεχθῆ τό γεγονός ὅτι μιλώντας γιά τήν δύναμη τῶν ρημάτων τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος μιλᾶμε ταυτοχρόνως καί γιά τά θαύματα πού ὁ Θεός πραγματοποιοῦσε μέσω τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά διακρίνει τό κήρυγμα ἀπό τά θαύματα, μέ τήν ἔννοια ὅτι τά ῾σημεῖα καί τέρατα᾽ πού ἐπιτελοῦσαν οἱ ἀπόστολοι ἀποτελοῦσαν τήν σφραγίδα τῆς γνησιότητας τοῦ κηρύγματός τους. Τά θαύματα δηλαδή ἦταν ἡ συνέχεια τοῦ κηρύγματος, ἕνας ἄλλος δραστικός τρόπος φανέρωσης τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ πού ἐπέτρεπε ᾽Εκεῖνος χάριν τῶν ἀνθρώπων. ῎Ετσι ἡ πίστη πού ἀπαιτεῖτο γιά τήν ἀποδοχή τοῦ κηρύγματος προεκτεινόταν καί βεβαιωνόταν μέ τά ἐπιτελούμενα ἀπό τούς ἀποστόλους θαύματα. Δέν ζητοῦσαν θαῦμα ἀπό τούς ἀποστόλους οἱ ἄνθρωποι γιά νά πιστέψουν, ἀλλά πιστεύοντας στό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων ἔβλεπαν τό θαῦμα νά ἐνισχύει καί νά γιγαντώνει τήν ἤδη ὑπάρχουσα πίστη τους.  ῾Διά τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καί τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά...μᾶλλον δέ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν᾽.

4. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή τό ζητούμενο γιά νά ἀκούσει κανείς τά ρήματα τοῦ εὐαγγελίου καί νά πιστέψει, ἐνισχυόμενος ἴσως καί μέ τήν χάρη τοῦ θαύματος, ἦταν καί εἶναι ἡ καλοπροαίρετη διάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς καλοπροαίρετη διάθεση οὔτε τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ οὔτε ἀκόμη καί ἕνα θαῦμα μποροῦν νά συγκινήσουν καί νά κατανύξουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η κακή προαίρεση δηλαδή λειτουργεῖ σάν ἕνα εἶδος φράγματος πού ἀποκρούει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά κλείνεται μέσα στό ὑπερφίαλο ἐγώ του, μέ τήν ἐπιρροή ἀσφαλῶς τοῦ Πονηροῦ. Πέραν τῶν ὅσων ἀναφέραμε, ἐκεῖνο πού μέ τρόπο ἄμεσο μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια αὐτή ἀπό τό σημερινό ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ ἀγγέλου στούς ἀπελεύθερους πιά ἀπό αὐτόν ἀποστόλους: ῾Πορευθέντες, καί σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱ ε ρ ῷ  τῷ λαῷ᾽. Τούς δίνει τήν ἐντολή νά κηρύξουν, ἀλλά στόν λαό πού συγκεντρώνεται στό ἱερό, στόν ναό, συνεπῶς φανερώνει ὁ λαός αὐτός τήν διάθεσή του νά τούς ἀκούσει καί νά τούς ἀκολουθήσει. Καί δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει διαφορετικά: ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος εἶπε νά προσφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἐκείνους πού τόν ἐπιθυμοῦν καί τόν ζητοῦν: ῾Τῷ αἰτοῦντί σε δίδου᾽. ῾Μή δότε τά ἅγια τοῖς κυσί, μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων᾽. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ δηλαδή εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀλλά γιά τούς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους. ῾Ο Θεός δέν ἀποκαλύφθηκε μέ τόν ἐρχομό Του ὡς ἄνθρωπος σέ ὅλους, ἀλλά στούς μάγους τῆς μακρινῆς Περσίας καί στούς ἁπλούς βοσκούς τῆς ᾽Ιουδαίας. Κοινός παρανομαστής καί τῶν δύο ἦταν ἡ καλή τους διάθεση καί ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Πρόκειται γιά τό ἀνθρώπινο πού ζητεῖ ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς γιά νά μᾶς φανερωθῆ καί νά μᾶς δοθῆ γιά τήν σωτηρία μας.

γ. ῾Ο δύσπιστος μαθητής Θωμᾶς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου ὅσο παρέμενε μόνος στό σπίτι του μακριά ἀπό τήν σύναξη τῶν ἄλλων ἀποστόλων δέν δεχόταν καί τήν ῾ἐπίσκεψη᾽ τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Μόλις ταπεινώθηκε καί πῆγε μέ τούς ἄλλους, πῆγε δηλαδή θά λέγαμε στήν ᾽Εκκλησία, ἐκεῖ φανερώθηκε καί σ᾽ αὐτόν ὁ Κύριος. Θέλουμε νά νιώθουμε κι ἐμεῖς τήν δύναμη τῆς νέας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ πού ἀνέτειλε ἀπό τόν τάφο Του, νά λειτουργοῦμε ὡς μέλη Του μέ τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου, τό θαῦμα νά συνυπάρχει μέ τήν καθημερινότητά μας; Νά ζοῦμε ἐν ᾽Εκκλησία. ῎Αν καί ἡ δική μας καλή διάθεση κατατεθῆ στόν Κύριο, τότε ὁ λόγος Του θά μᾶς τρέφει, οἱ ἀρρώστιες καί οἱ πόνοι μας θά βροῦν τήν λύση τους - ὄχι πάντοτε ὡς ἀπαλλαγή ἀλλά ὡς ὑπομονή ἀντοχῆς μας – τό δέ σπουδαιότερο: ἡ ψυχή μας θά αἰσθάνεται τά σημάδια τῆς θεραπείας της. ῾Ο Κύριος πού ἐνεργοῦσε στά πρῶτα χρόνια διά τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων, ὁ ῎Ιδιος ἐνεργεῖ διά τῶν μυστηρίων καί ὅλων τῶν ἁγίων Του σέ κάθε ἐποχή.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ «Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (Ιωάν. 20, 21)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!

               ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!

                                         
«Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (Ιωάν. 20, 21)

α. Πρώτη Κυριακή μετά την Ανάσταση του Κυρίου – Αντίπασχα ονομαζόμενη – και όπως είναι γνωστό από σήμερα αρχίζει η ανακύκληση της εορτής του Πάσχα, ώστε αυτό να προσδιορίζει και όλη την εκκλησιαστική χρονιά: κάθε Κυριακή την Ανάσταση του Κυρίου εορτάζουμε. Τα περιστατικά του Ευαγγελικού αναγνώσματος ακολουθούν τη χρονολογική σειρά καταγραφής τους: ο φόβος των κεκλεισμένων λόγω των Ιουδαίων μαθητών, η εμφάνιση του Κυρίου και η χαρά αυτών από την Ανάστασή Του, η μετάδοση της ειρήνης του Κυρίου στους μαθητές και η εξουσία που τους δίδει για να συγχωρούν ή όχι τις αμαρτίες των ανθρώπων, η απιστία του Θωμά, η εμφάνιση και πάλι του Κυρίου παρόντος του Θωμά και η σωτήρια ομολογία αυτού, οι προτροπές του Κυρίου. Τα συναισθήματα των μαθητών ενώπιον του αναστημένου Χριστού είναι εκείνα που ιδιαιτέρως χρειάζεται να σχολιάσουμε: «εχάρησαν οι μαθηταί  ιδόντες τον Κύριον».

β. 1. Δεν λέμε κάτι πρωτότυπο αν ισχυριστούμε ότι η χαρά αποτελεί την επιδίωξη του κάθε ανθρώπου επί της γης. Τη χαρά και την ευτυχία επιζητεί κάθε άνθρωπος σε ό,τι κι αν κάνει. Κι αυτό γιατί δημιουργήθηκε από τον Θεό προκειμένου να μετάσχει στη χαρά του ίδιου του Θεού. Η έλλειψη μάλιστα της χαράς, η θλίψη και η στενοχώρια συνιστούν διαχρονικά το τίμημα της ανυπακοής του ανθρώπου στο άγιο θέλημα του Θεού. «Θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν», όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Ήδη από τα πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως, του πρώτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης, ακούμε ότι ο Κάιν εξαιτίας του φόνου που έκανε στον αδελφό του Άβελ δέχεται την επέμβαση από τον Θεό: «Σκυθρώπιασες γιατί σκότωσες τον αδελφό σου. Κάνε το καλό και θα ξαναβρείς τη χαρά».

2. Δυστυχώς όμως και σήμερα οι άνθρωποι αναζητούμε τη χαρά εκεί που υπάρχει τις περισσότερες φορές η αμαρτία. Συνεχίζουμε δηλαδή να υπηρετούμε τα πάθη μας – τα σωματικά και τα ψυχικά - πιστεύοντας ότι έτσι θα έλθει η χαρά στη ζωή μας, σαν τον Κάιν που θέλησε να εκδικηθεί, σαν τον άφρονα πλούσιο της γνωστής παραβολής ο οποίος ευφραινόταν καθημερινά λαμπρώς εις βάρος όμως του πλησίον του, κι έτσι αποδεικνυόμαστε τυφλοί στο αυτονόητο: όπου υπάρχει αμαρτία εκεί δεν υπάρχει η αληθινή χαρά. Κι όχι μόνο δεν υπάρχει χαρά, αλλά αυξάνεται διαρκώς και η έλλειψή της, δηλαδή αυξάνεται διαρκώς η θλίψη και η μελαγχολία και ο πνιγμός της ψυχής -  καταστάσεις κυριολεκτικά κόλασης - γιατί συνεχίζουμε ασυνείδητα ή ενσυνείδητα να αμαρτάνουμε. Αυτό δεν συνιστά και την τραγωδία του ανθρώπου σε κάθε εποχή, όπως την είδε διορατικά και ο άγιος αββάς του Γεροντικού: να προσπαθεί να σηκώσει ανεπιτυχώς ένα φορτίο ξύλα κάποιος άνθρωπος και αντί να μειώσει το ασήκωτο γι’ αυτόν φορτίο, αυτός να προσθέτει και νέο φορτίο;

3. Η χαρά πράγματι υπάρχει, η αληθινή και βαθειά και αναφαίρετη, εκεί όμως που είναι η πηγή της: στον αληθινό Θεό. Ο Τριαδικός Θεός μας τον Οποίο φανέρωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, Αυτός είναι η πηγή της αληθινής ευτυχίας και χαράς, γιατί Αυτός συνιστά το πλήρωμα της ζωής και της αγάπης. Για να χαρεί κανείς - ξανατονίζουμε: αληθινά και βαθειά και αναφαίρετα, δηλαδή στο βάθος του είναι μας, στην ίδια την καρδιά μας - πρέπει να υπερβεί ό,τι προκαλεί φόβο, δηλαδή τον ίδιο τον θάνατο, να βρεθεί κυριολεκτικά μέσα στην ίδια τη Ζωή, να λουστεί από τα κύματα της αγάπης που χαρακτηρίζει αυτήν τη Ζωή. Πού αλλού μπορεί κανείς να αναζητήσει αυτά πέραν του Κυρίου που πάτησε τον θάνατο και πρόσφερε την περίσσια ζωής που έχει ως Θεός; «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν»! Κι αυτή η ζωή είναι συνυφασμένη με την Αγάπη. Ζωή και Αγάπη συνυπάρχουν, κι αυτά τα δωρίζει μόνον Αυτός που τα έχει, καλύτερα: Αυτός που ε ί ν α ι  και τα δύο. Ο Κύριος είναι η Ζωή, ο Κύριος είναι η Αγάπη, γι’ αυτό και προσφέροντάς τα σ’ εκείνον που θα θελήσει να Τον πιστέψει και να συνδεθεί μαζί Του, του προσφέρει και την ειρήνη Του, «την πάντα νουν υπερέχουσαν», η οποία καθιστά την καρδιά του πιστού ανθρώπου έναν παράδεισο. Γι’ αυτό και αφενός οι μαθητές του Κυρίου χάρηκαν όταν Τον είδαν μέσα στη λάμψη της ζωής, αφετέρου Εκείνος τους έδωσε την ειρήνη Του. «Ειρήνη υμίν». Αληθινή χαρά λοιπόν σημαίνει ζωντανή πίστη στον Χριστό, βίωση της παρουσίας Του ως ζωής που κατανικά τον θάνατο, απόλαυση της ειρήνης Του που μεταγγίζεται στην ψυχή και στο σώμα του ανθρώπου, αίσθηση κατά συνέπεια της αγάπης Του η οποία γίνεται η κινητήρια δύναμη για να προσφερθεί ως αντίδωρο στους αδελφούς του Κυρίου, τους ανθρώπους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

4. Κι αυτά είναι τα γνωρίσματα της αληθινής παρουσίας του Κυρίου, τα οποία κρίνουν και όλα εκείνα που μπορεί να αποπροσανατολίσουν τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν σε σύγχυση του νου και σε υποταγή στον διάβολο: εννοούμε τα όνειρα, τα οράματα, τα διάφορα θαύματα. Αν τα τελευταία αυτά δεν αυξάνουν την πίστη στον Χριστό, δεν φέρνουν την ειρήνη και τη χαρά Εκείνου, δεν δημιουργούν συνεπώς κλίμα αγάπης και ταπείνωσης, τότε δεν είναι εξ Αυτού. Δουλεύουν στον Πονηρό ο οποίος μετασχηματιζόμενος και «ως άγγελος φωτός» σπέρνει την ταραχή, τη σκοτεινιά του νου, την υπερηφάνεια. Γι’ αυτό και οι Πατέρες μας μάς λένε ότι με πολλή προσοχή πρέπει να αντιμετωπίζουμε πάντοτε τέτοιες καταστάσεις και να μη τις δίνουμε καμία σημασία. Γιατί όχι μόνο δεν είναι εκ Θεού και συνεπώς σωτήρια, αλλά οδηγούν στην καταστροφή.

γ. Αν θέλουμε χαρά στη ζωή μας πρέπει να συνδεθούμε με τον Χριστό και Αυτόν να βλέπουμε αδιάκοπα. Η πίστη σ’ Αυτόν είναι η σωστή όρασή Του στη ζωή αυτή, όπως το βεβαίωσε ο Ίδιος: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Κι αυτό ασφαλώς σημαίνει επιμονή και υπομονή στη ζωή της Εκκλησίας που είναι το ζωντανό σώμα Εκείνου. Στην επιμονή και υπομονή αυτή διαπιστώνουμε ότι η χαρά υπάρχει ακόμη και μέσα στις θλίψεις και τις δοκιμασίες, αφού τίποτε δεν υπάρχει που μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού. Όσο ο πιστός ζει την αγάπη του Χριστού, τόσο και θα χαίρεται καρδιακά, προσδοκώντας βεβαίως την πληρότητα της υπέρ φύσιν αυτής χαράς που έρχεται από το μέλλον, από τον «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης» Ιησού Χριστό και την ένδοξη Βασιλεία Του.


«ΕΙΡΗΝΗ! ΟΝΟΜΑ ΓΛΥΚΥ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑ ΓΛΥΚΥΤΕΡΟΝ» Κυριακή του Θωμά

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
                 ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!

Κυριακή του Θωμά (Ιωάννου Κ” 19-31) 
Λίγες ψυχές έχουν προσεγγίσει τη λύπη των μαθητών και λίγες υπάρξεις έζησαν το δράμα των αποστόλων, όταν αυτοί είδανν τον Κύριο νεκρό και όταν η ειρήνη φτερούγησε μέσα από την καρδιά τους. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να χάνει κανείς την ελπίδα του και μέσα στην καρδιά του το καρκίνωμα της συγχύσεως και της ταραχής να κατατρώγει τα κύτταρα της ειρήνης. Αυτή ακριβώς την κατάσταση βίωναν οι μαθητές κλεισμένοι μέσα στο υπερώον όταν ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν. Ο Κύριος και Διδάσκαλος, ο Ένδοξος Νικητής του Θανάτου, ο Θεάνθρωπος Αναστημένος, εμφανίζεται μπροστά τους. «Ήλθεν ο Ιησούς και έστη εις το μέσον, και λέγει αυτοίς· ειρήνη υμίν». Μέσα στην ομάδα των μαθητών, που η θλίψις τους είχε μεταβάλει σε ανθρώπινα ράκη, προσφέρει την δική Του Ειρήνη; «Ειρήνη υμίν» είπε και ξαναείπε, δίνοντάς τους την εξουσία του δεσμείν και λύειν τις αμαρτίες των ανθρώπων: «Καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε Πνεύμα Άγιον· αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται». “Ειρήνη” λοιπόν. Το γλυκύ όνομα και η πνοή του ουρανού μέσα στην όλη ψυχοσωματική ύπαρξη. Αυτό είναι το πρώτο και μεγάλο δώρο που χαρίζει ο Ιησούς αμέσως μετά την ένδοξή Του Ανάσταση στους μαθητές Του. Και όταν λέμε για μαθητές, δεν εννοούμε μόνο αυτούς που ευρίσκονταν φοβισμένοι στο υπερώον. Πρωτίστως βεβαίως σε αυτούς. Αλλά η ευλογία της ειρήνης επεκτείνεται, καλύπτει και επισφραγίζει τις καρδιές όλων των μαθητών, δηλ. των πιστών, των μελών της Εκκλησίας Του, του Σώματός του, έως το τέλος των αιώνων. Υπήρξε, άραγε άνθρωπος, υπάρχει αλλά και θα βρεθεί ποτέ ψυχή που να μη διψά στα τρίσβαθα της πνευματικής καρδιάς το ουρανόσταλτο αυτό δώρο που χαρίζει ο Πατήρ δι” Υιού εν Αγίω Πνεύματι; Είτε το έχει συνειδητοποιήσει η ύπαρξις, είτε όχι, στο βάθος της συνειδήσεώς μας και του είναι μας, αυτό κυρίως λαχταρούμε και γι” αυτό αγωνιζόμαστε . Ρώτησε κάποτε, ένας άνθρωπος του Θεού που ευρισκόταν έτη και ενιαυτούς στον ευλογημένο χώρο της ασκήσεως, μια ομάδα φοιτητών: Τι έστι άνθρωπος; Για να δώσει ο ίδιος την απάντηση στους νέους εανθρώπους που εκρέμοντο από τα χείλη του. «Άνθρωπος εστί το ομορφότερο δημιούργημα του Θεού, το οποίο δεν είναι πλασμένο παρά για την χαρά και την ευλογία που φέρει η Ειρήνη του Αγίου Πνεύματος «η πάντα νουν υπερέχουσα»». Ναι, αυτή είναι η πραγματικότητα. Και στην φράση αυτή του Γέροντος περικλείεται όλο το κεφάλαιο του Χριστιανικού μας αγώνα και ο Προσανατολισμός της Ορθοδόξου πορείας μας, της όμορφης και τρισευλογημένης Ορθοπραξίας μας. Μέσα δε στο πλαίσιο αυτό που αποτυπώνει την πραγματικότητα, τού γιατί υπάρχουμε και για ποιον λόγο ζούμε, ατενίζουμε τους μαθητές, την ώρα που είχαν στο μέσον αυτών, τον Αναστημένο διδάσκαλο, ως εκπροσώπους όλης της οικουμένης, από των περάτων έως των περάτων της γης, ως εκπροσώπους του γένους των ανθρώπων που εντός της Εκκλησίας, δια των Αποστόλων και των διαδόχων αυτών, λαμβάνουν και θα λάβουν την ευλογία της «Ειρήνης»! Αλλά στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να προσθέσουμε τούτο το σημαντικό. Το «Ειρήνη πάσι» που απευθύνει ο Κύριος, δεν εξαντλείται απλά σε μία κατάσταση ειρηνική και που όπως είπαμε διψά ο άνθρωπος, αλλά είναι κάτι το πολύ βαθύτερο που ξεπερνά τις διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου. Η “Ειρήνη” αυτή του Ιησού είναι μία ευλογία, που συμπεριλαμβάνει και πλήθος άλλων δωρεών που είναι αναγκαίες για να ανθίσει και να ευωδιάσει το λουλούδι αυτό της χάριτος. Και ομολογουμένως, το κατάλληλο έδαφος είναι η άφεσις των αμαρτιών, που ο ίδιος ο άνθρωπος χρειάζεται εν ταπεινώσει να ζητήσει από τον Ιησού δια του μυστηρίου της Ιεράς εξομολογήσεως. Ο επίγειος άγγελος, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε τόνο θριαμβευτικό και μέσα σε ριπές Αναστάσιμης χαράς και ευωδίας, διασαλπίζει: «μηδείς οδυρέσθω πταίσματα· συγγνώμη γαρ εκ του τάφου ανέτειλεν»! Και όσοι γεύθηκαν αυτή την αλήθεια, αισθάνθηκαν την απαλοιφή της ενοχής από την συνείδηση, το σκόρπισμα της ταραχής και την ενθρόνιση, στο κέντρο της καρδιάς, της γαλήνης και επιτέλους τη χαράς. Τώρα καταλαβαίνει κανείς την εναλλαγή των συναισθημάτων των μαθητών, που από φοβισμένοι και απογοητευμένοι μεταβάλλονται σε πρόσωπα που αναδύουν την χαρά του Χριστού από τα απύθμενα βάθη της καρδιάς. Ο μαθητής της αγάπης που θεοκίνητος καταγράφει και την τελευταία του λέξη σε ό,τι υψηλότερο θα μπορούσαν να κρατούν στα χέρια τους τα μέλη της Εκκλησίας, στο Ιερό του Ευαγγέλιο, σημειώνει την λέξη «εχάρησαν». Και πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει διαφορετικά, αφού η Ειρήνη είναι η θυγατέρα που γεννά την χαρά! Όπου είναι η μία, αδύνατον να απουσιάζει και η δεύτερη. «Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον»! Με την ζωντανή παρουσία του αναστάντος Χριστού, ο φόβος και ο τρόμος που είχαν φωλιάσει, έφυγαν από τις καρδιές τους, και η χαρά πλημμύρισε τις υπάρξεις τους. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση της λύπης που θα την διαδεχόταν η χαρά, την είχε προείπει ο Κύριος: «Μικρόν και ου θεωρείτε με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με». Και επιπλέον τους διευκρινίζει: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς… αλλά η λύπη υμών εις χαράν γενήσετε» (Ιωάν. ΙΣΤ” 16,20). Βεβαίως η χαρά αυτή στηρίζεται στην πίστη της Αναστάσεως. Όχι μόνο στην Ανάσταση του Χριστού, αλλά και στη δική μας, την προσωπική ανάσταση, όταν θα έρθει η ορισμένη ώρα. Όποιος όμως δεν πιστεύει στην ανάσταση του Χριστού, και δεν ελπίζει και στη δική του ανάσταση, αυτός δεν έχει λόγο να χαίρεται. Κι αν φαίνεται στον κόσμο ότι χαίρεται, για όσους μπορούν να διακρίνουν κάτω από τα φαινόμενα, η καρδιά είναι γεμάτη θλίψη, άγχος και στενοχώρια. Αυτός δε είναι και ο ουσιαστικός λόγος που στα μάτια των αθέων και των απίστων, έχει αποτυπωθεί η μόνιμη θλίψη και το παγερό βλέμμα της αποστασίας. Εχάρησαν λοιπόν οι μαθητές και διότι είδαν τον Κύριο και διότι έλαβαν την ευλογία της ειρήνης, αλλά και την ιδιαίτερη εξουσία να συγχωρούν τα αμαρτήματα. Και ναι μεν ο Θωμάς δεν πίστευσε στην ομολογία των άλλων μαθητών, εκφράζοντας μαζί με την ολιγοπιστία και ένα παράπονο, για το ότι δεν έζησε και αυτός το συγκλονιστικό γεγονός. Όμως, «μεθ” ημέρας οκτώ», λαμβάνει το μεγάλο μάθημα από τον ίδιο τον Κύριο και γεμάτος ιερό δέος και ειρήνη στην καρδιά, ομολογεί «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»! Της ειρήνης που κατοικεί αναφαίρετα στην ψυχή αλλά και στο σώμα μας. Και αυτή η κατάσταση είναι όχι κάτι το στατικό, αλλά μια δυναμική πραγματικότητα που εμπνέει τον πιστό να αναπτερώνει το ζήλο του και να προκόπτει στην αρετή και στην αγιότητα. Άλλωστε η ειρήνη αυτή δεν εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες και από ανθρώπινες συμφωνίες. Είναι η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μάς το ετόνισε ξεκάθαρα, μάς το υποσχέθηκε και μάς την εχάρισε. «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ού καθώς ο κόσμος» (Ιωαν. ΙΔ” 27). Και αυτό συμβαίνει διότι ο Χριστός δεν είναι μόνο άνθρωπος, αλλά ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Ο Αναστάς Κύριος, δεν χαρίζει απλώς και για λίγες στιγμές την ειρήνη, αλλά την δωρίζει αναφαίρετα. Είναι αποκλειστικώς δική του αυτή η δωρεά, και τούτο, διότι είναι ο Θεός που δύναται να παρέχει ισοβίως το μοναδικό αυτό δώρο Του στους πιστούς. Σύμφωνα δε με τον λόγο του Απ. Παύλου, ο Χριστός, «Αυτός εστίν η ειρήνη ημών» (Εφεσ. Β” 14). Επομένως η ειρήνη δεν είναι απλώς ένα πολύτιμο αγαθό, που έχει και προσφέρει ο Χριστός, αλλά είναι πρόσωπο. Το Πρόσωπο του Νικητού του Θανάτου, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτή η πραγματικότητα είναι ανάγκη να βιώνεται στην ζωή μας. Ο αγώνας δηλ. και η ευλογία της Χριστοποιήσεώς μας, που ξεκινά ειρηνικώς από την απλή καθημερινότητα και τις αναγκαίες υποχωρήσεις στα επουσιώδη και που φθάνει έως αυτή την κορυφαία ομολογία προς την κάθε κατεύθυνση «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»! Και επειδή όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε παρασυρθεί από το ταραχώδες πνεύμα της εποχής, ας επικεντρώσουμε λίγο την προσοχή μας στον Βιβλικό λόγο του Θεόπνευστου Παροιμιαστή: «Κρείσσον ψώμος μεθ” ηδονής εν ειρήνη ή οίκος πλήρης πολλών αγαθών» (Παρ. ΙΖ” 1). Αμήν. 
Αρχιμ. Ιωήλ. Κωνστάνταρος

Ομιλία εις την Νέα Κυριακή και εις τον Απόστολο Θωμά. Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !!!
                  ΑΛΗΘΩΣ Ο ΚΥΡΙΟΣ!!!
Έρχομαι επειγόντως να καταβάλω την οφειλή μου. Διότι, αν και είμαι πτωχός, βιάζομαι να αποσπάσω οπωσδήποτε την ευγνωμοσύνη σας. Είχα δώσει υπόσχεση να φανερώσω την απιστία του Θωμά, και τώρα έρχομαι να την εκπληρώσω.
Η πρόθεσίς μου είναι να εξοφλώ πρώτα τις παλαιότερες οφειλές, για να μη με πιέζουν οι τόκοι που συγκεντρώνονται. Συνεργασθείτε μαζί μου στην καταβολή του χρέους, και ικετεύσετε τον Θωμά να ευλογήση τα χείλη μου με την αγία δεξιά του, με την οποίαν ήγγισε την πλευρά του Δεσπότου, ώστε να νευρώση την γλώσσα μου, για να σας εξηγήσω αυτά που ποθείτε.
Και εγώ, ενθαρρυνόμενος με τις πρεσβείες του Αποστόλου και μάρτυρος Θωμά, διακηρύττω την αρχικήν αμφιβολία και την τελικήν ομολογία του, η οποία έγινε κρηπίς και Θεμέλιο της Εκκλησίας μας.
Όταν εισήλθε ο Σωτήρ κεκλεισμένων των θυρών εκεί όπου είχαν συγκεντρωθή οι μαθηταί του και εξήλθε πάλι με τον ίδιο τρόπο, απουσίαζε μόνον ο Θωμάς. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονομίας, ώστε η απουσία του μαθητού να γίνη πρόξενος περισσοτέρας ασφαλείας και βεβαιότητος. Διότι, εάν παρευρίσκετο ο Θωμάς, δεν θα αμφέβαλλε.

Και αν δεν αμφέβαλλε, δεν θα ζητούσε να περιεργασθή. Εάν δεν ζητούσε, δεν θα ψηλαφούσε. Και εάν δεν ψηλαφούσε, δεν θα ανεκήρυττε τον Χριστό Κύριον και Θεόν. Εάν δεν τον είχε αποκαλέσει Κύριον και Θεόν, εμείς δεν θα είχαμε διδαχθή να τον δοξολογούμε με τον τρόπον αυτόν.
Ώστε και με την απουσία του ο Θωμάς μας ποδηγέτησε προς την αλήθεια΄ και με την παρουσία του ύστερα μας εβεβαίωσε περισσότερο στην πίστη.
Έλεγαν λοιπόν οι μαθηταί, όταν ήλθε αργοπορημένος: «Εωράκαμεν τον Κύριον», είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί το φως του κόσμου». Είδαμε αυτόν που είπε: «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή και η αλήθεια».
Είδαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπη μέσα στα γεγονότα. Είδαμε αυτόν που είπε: «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι», και βλέποντας την ανάσταση, επροσκυνήσαμε τον αναστάντα. Τον ακούσαμε που μας είπε: «ειρήνη υμίν», και μεταστρέψαμε την ζάλη της λύπης σε γαλήνια ευφροσύνη.
Αντικρίσαμε τα χέρια του που εδέχθησαν τις αιχμές των καρφιών, τα χέρια που κατηγορούν την λύσσα των θεομάχων θηρίων. Αντικρίσαμε τα χέρια που μας ύφαναν την αφθαρσία, αντικρίσαμε και την πλευράν που φανερώνει λαμπρότερα από κάθε κήρυκα την ευσπλαχνία του πληγωμένου.
Αυτήν την πλευρά την οποίαν υμνούν οι άγγελοι και ευλαβούνται οι πιστοί και φρίττουν οι δαίμονες. Υποδεχθήκαμε και εμφύσημα θείον από το θείον στόμα του, εμφύσημα πνευματικόν, εμφύσημα που σκορπίζει κάθε χάρη.
Εχειροτονηθήκαμε από τον Κύριο, κύριοι της αφέσεως των πλημμελημάτων. Αποκτήσαμε και το δικαίωμα να κρίνωμε τους αμαρτωλούς, αφού μας έδωσε αυτήν την εντολή: «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς. Αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται». Τέτοια λόγια είχαμε την βαθειά χαρά να ακούσωμε από τον Σωτήρα, τέτοιες δωρεές απολαύσαμε. Διότι δεν ήταν δυνατόν να μην πλουτήσωμε, αφού ευρήκαμε πλούσιον Δεσπότη. Αλλά μόνο συ έμεινες πτωχός, αφού απουσίαζες.
Και τι τους είπεν ο Θωμάς; Είδατε τον Κύριο; Καλώς. Αυτόν λοιπόν που είδατε, να τον σέβεσθε περισσότερο. Αυτόν που παρατηρήσατε, μην παύσετε να τον κηρύττετε. Εγώ όμως «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω». Και σεις δεν θα είχατε πιστεύσει εάν πρώτα δεν εβλέπατε. Έτσι κι εγώ, εάν δεν ίδω, δεν θα πιστεύσω.
Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν, διατήρησε τον ζήλο σου, ώστε βλέποντας εσύ να βεβαιωθή η ψυχή μου. Ζήτησε με επιμονή αυτόν που είπε: «Ζητείτε και ευρήσετε». Μην παύσης να ερευνάς ειλικρινώς, εάν δεν εύρης τον θησαυρό που ζητείς. Μην παύσης να κρούης την θύρα της αναντιρρήτου γνώσεως, μέχρι να σου την ανοίξη αυτός που είπε: «κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν». Αγαπώ τον διχασμό των λογισμών σου, επειδή αναιρεί κάθε διχασμό.
Αγαπώ την φιλομάθειά σου επειδή καταλύει κάθε φιλονεικία. Χαίρομαι να σε ακούω πολλές φορές να λέγης: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Διότι με το να απιστής εσύ, εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Σκάπτοντας εσύ με την δικέλλα της γλώσσης το θείον σώμα, εγώ ακόπως θερίζω τον καρπό και τον συλλέγω για μένα.
Εάν δεν ιδώ με τα ίδια μου τα μάτια τις πληγές τις οποίες άνοιξαν οι ασεβείς στα άγιά του χέρια, δεν πρόκειται να συγκατατεθώ στους λόγους σας. Εάν δεν βάλω το ίδιο μου το δάκτυλο στα κοιλώματα των καρφιών, δεν θα δεχθώ την καλή σας αγγελία.
Εάν δεν κρατήσω με το χέρι μου το ίδιο την πλευρά του ευρισκομένου πέραν από κάθε υποψία μάρτυρος της Αναστάσεως, δεν ημπορώ να πιστεύσω στο δόγμα σας. Διότι κάθε λόγος γίνεται ισχυρός και βέβαιος, αν δεχθή την συνηγορία από τα γεγονότα.
Και κάθε λόγος που στερείται την από τα έργα μαρτυρία, εξαφανίζεται στον αέρα. Έχω να κηρύξω στους ανθρώπους τα θαύματα του Διδασκάλου.
Πώς λοιπόν θα διηγηθώ με λόγια εκείνα που δεν παρέλαβα με τους οφθαλμούς μου; Πώς θα πείσω τους απίστους να πιστεύσουν αυτά τα οποία ούτε εγώ έχω παρακολουθήσει; Να ειπώ στους Ιουδαίους και στους Έλληνες ότι είδα τον Κύριό μου να σταυρώνεται, δεν τον είδα όμως αναστημένο, παρά μόνον ήκουσα; Και ποίος δεν θα περιπαίξη τα λόγια μου; Ποίος δεν θα περιφρονήση το κήρυγμά μου; Άλλο είναι η απαγγελία λόγων, και άλλο η εμπειρία των πραγμάτων.
Αυτούς τους αμφιβόλους λογισμούς είχεν ο Θωμάς, όταν μετά από οκτώ ημέρες επαρουσιάσθη πάλιν ο Κύριος στους συνηθροισμένους μαθητάς του. Άφησε πρώτα τον Θωμά, κατά τις ημέρες που παρεμβάλλονται, να κατηχηθή από τους συμμαθητάς του, παραχωρώντας έτσι να αναφλεγή από την δίψα της συναντήσεώς του. Και όταν η ψυχή του άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας, τότε, την κατάλληλη στιγμή, ο ποθούμενος απεκαλύφθη σ’ αυτόν που τον ποθούσε.
Και το έκανε αυτό με τον ίδιον τρόπον, όπως πριν, κεκλεισμένων των θυρών, και πάλι, όπως την πρώτη φορά, τους είπε: «ειρήνη υμίν», για να ταυτισθή το γεγονός με το θαύμα, για να βεβαιώση την αναγγελία των Αποστόλων και για να παραστήση την ακρίβεια της δευτέρας επισκέψεώς του. «Είτα λέγει τω Θωμά.
Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου». Ω ύψος απεράντου φιλανθρωπίας! Ω πέλαγος αμετρήτου συγκαταβάσεως! Δεν επερίμενε την προσέλευση του μαθητού, δεν ανέμεινε να προσέλθη αυτός που είχε ανάγκη, να παρακαλέση και να επιτύχη αυτό που ήθελε.
Δεν τον εστέρησε ούτε για λίγο από την εκπλήρωση της επιθυμίας, αλλά αυτός ο ίδιος ο ποθούμενος προσείλκυσε κοντά του δια της βίας τον εραστήν, ο ίδιος έσυρε με την φωνή, στην πληγή το δάκτυλο αυτού που την ποθούσε, ο ίδιος με την Δεσποτική του γλώσσα ετράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ’ αυτόν: «φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου». Ήκουσα, Θωμά, απών ως άνθρωπος, παρών όμως ως Θεός, αυτά τα οποία είπες στους αδελφούς σου.
Ήμουν μαζί σας κατά την θεότητα, αν και αποχωρισμένος κατά την ανθρωπότητα. Θέλεις να σου υπενθυμίσω τα λόγια σου; Δεν είπες: «έαν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω»;
Από τα χείλη σου δεν εξήλθαν τα λόγια αυτά; Αυτά τα λόγια δεν εκφράζουν τους λογισμούς σου; Γι’ αυτά λοιπόν ήλθα πάλι, για τα οποία αμφιβάλλεις. Γι’ αυτό ήλθα πάλι κοντά σας, είμαι εδώ γι’ αυτά ακριβώς που επιθυμείς.
Για σε τον ένα ήλθα και τώρα κοντά σου, εγώ που κατήλθα από τους ουρανούς για το πλανώμενο πρόβατο, χωρίς να εγκαταλείψω τους ουρανούς. Μη λοιπόν διστάσης να μάθης αυτά που ποθείς, μην εντραπής να περιεργασθής αυτά που επιζητείς.
Μην αποφύγης να βάλης το δάκτυλό σου επάνω στα ίδια μου τα χέρια. Ανέχομαι και τα περίεργα δάκτυλα, όπως ανέχθηκα και τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπέμεινα την επίθεση των εχθρών.
Όταν εσταυρώθηκα από τους εχθρούς, δεν ηγανάκτησα, και δεν θα υποφέρω την δική σου έρευνα; «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου», που ετραυματίσθησαν για σας, για να θεραπευθούν τα τραύματα των ψυχών σας. «Ίδε τας χείρας μου» και αναλογίσου αν είμαι εκείνος ο οποίος εκουσίως εσταυρώθη ή μήπως κάποιος άλλος; «Ίδε τας χείρας μου», που άφησα να διατηρήσουν τα σύμβολα της ιουδαϊκής μανίας, ώστε όταν με την συνηθισμένη αναίδειά τους οι Ιουδαίοι κατά την ημέρα της κρίσεως, μου ειπούν ότι εμείς, Κύριε, δεν σε εσταυρώσαμε, τότε θα δείξω σ’ αυτούς που με επολέμησαν τα χέρια μου με τα αποτυπώματα των πληγών, και θα εντροπιάσω τους Ιουδαίους μόλις με αντικρύσουν. Κοίτα τα χέρια μου και μη νομίσης ότι η αλήθεια της Αναστάσεως είναι φαντασία. Κράτα τα χέρια αυτά ως ομήρους της ιδικής σας αναγεννήσεως.
Κράτα τα χέρια αυτά ως άγκυρα που ανειλκύσθη από τον βυθό του Άδου. Μη φοβηθής κανένα βιοτικόν χειμώνα, καμμία ζάλη κοσμική μη σε τρομάξη, μη φοβηθής τους αντιθέτους ανέμους, μη φροντίσης καθόλου για τις καταιγίδες και τους σκοπέλους της θαλάσσης των εχθρών.
Πλεύσε με θάρρος το πέλαγος του βίου, πλεύσε κρατώντας δυνατά την άγκυρα του πνεύματος, πλεύσε προσέχοντας στον ουρανό σαν σε λιμάνι, πλεύσε φοβούμενος μόνο της ιδικής μου αρνήσεως το ναυάγιο.
Περιγέλασε τον θάνατον ως νεκρό, περίπαιξε την φθοράν ως ανίσχυρη, χαιρέτισε τον υπέρ εμού θάνατον ως αρχήν εσωτερικής ζωής και «φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου…». Άντλησε με το χέρι σου από την κρήνην αυτήν της ζωής το νάμα που ποθείς και παρηγόρησε την δίψα σου. «Φέρε την χαρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου», τοποθέτησε το χέρι σου μέσα στο ιατρείο της φύσεως και απόβαλε το δηλητήριο της προαιρέσεώς σου.
Ανέχομαι άγγιγμα χεριού που με αγαπά, εγώ που εδέχθην την πληγή της λόγχης. «Φέρε την χείρά σου, και βάλε εις την πλευράν μου», ώστε να ημπορής να λέγης σε όσους αντιστέκονται στην αλήθεια, ότι μετά την Ανάσταση με είδες και με εξέτασες και με εψηλάφησες με ακρίβεια. «Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου», διότι για σε την διετήρησα έτσι, εγώ ο οποίος εθεράπευσα τα σώματα και τις ψυχές των άλλων, προγνωρίζοντας ως Θεός ότι θα θελήσεις να την ιδής σ’ αυτήν την κατάσταση, ώστε βλέποντας συ τα ίχνη του πάθους της σαρκός μου, να θεραπεύσης το πάθος της ψυχής σου.
«Φέρε την χείρα σου, και βάλε εις την πλευράν μου» την οποίαν εφύλαξα έτσι όπως την βλέπεις, ώστε, όταν επανέλθω από τους ουρανούς και καθίσω Κριτής ζώντων και νεκρών, να ιδούν οι Ιουδαίοι ενώπιον των οφθαλμών τους να φανερώνωνται τα έργα της κακής εργασίας τους, και να γίνουν αυτοκατάκριτοι. «Και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός». Είναι κακόν η απιστία. Βυθίζει τον νουν. Η πίστις τον εξυψώνει στον ουρανό. Η απιστία τυφλώνει την ψυχή΄ η πίστις φωτίζει τους λογισμούς. Η απιστία και τα αόρατα τα βλέπει καθαρά. Ο άπιστος έχει πλήρη άγνοια. «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός».
Αποδίωξε το νέφος της απιστίας και κοίτα τις καθαρές ακτίνες της πίστεως. Πάρε όλα τα εφόδια για να γίνης άξιος Απόστολος της θεότητός μου. Γίνε όπως πρέπει να είναι εκείνος που συνανεστράφη μαζί μου, και είχε τις εμπειρίες που είχες εσύ. Ομοίως με τους άλλους Αποστόλους εκλήθης, ομοίως με αυτούς ετιμήθης, ομοίως με αυτούς εξοπλίσου. Τα ίδια με εκείνους είδες και συ, σου ενεπιστεύθην σαν φίλο όλο μου το μυστήριο, όπως και σ’ αυτούς.
Ομοίως με αυτούς κήρυττε την δύναμή μου. Μην ειπής πάλι για δευτέρα φορά: «εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, ου μη πιστεύσω». Όσον είμαι μαζί σας, όπως θέλης ημπορείς να με περιεργασθής.
Όσον έχεις κοντά σου το ουράνιον κλήμα, εξερεύνησε όλους τους κλάδους και τα σταφύλια του. Θα ανεβώ στους ουρανούς από όπου ήλθα στην γη, θα ανέλθω εκεί όπου είμαι, θα ανέλθω ως προς την ανθρωπίνη μου φύσιν εκεί από όπου συγκατέβην για χάρη σας ως προς την θεότητα.
Θα ανέλθω με τούτο το σώμα, εγώ που χωρίς αυτό έχω εκδημήσει από εκεί, αλλά δεν έπαψα να παραμένω εκεί. Θα ανέλθω με την ιδική σας φύση προς τον πατρικόν κόλπο, εγώ που ευρίσκομαι στους κόλπους του Πατρός. Διότι εξεπλήρωσα το έργο για το οποίον έκαμα όλον αυτόν τον δρόμο.
Αφού λοιπόν ο Θωμάς ήγγισε τα δεσποτικά χέρια και την θεία πλευρά, και εκυριεύθη από δειλία και χαρά με την θέα αυτών που επεθύμησε, κινεί ευθύς την γλώσσα προς υμνωδίαν αναφωνώντας προς τον Κύριον: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Συ είσαι ο Κύριος και Θεός, συ είσαι και άνθρωπος και φιλάνθρωπος, συ είσαι αξιοθαύμαστος και παράδοξος ιατρός της φύσεως. Δεν αποκόπτεις με νυστέρι τα παθήματα, δεν καυτηριάζεις με φωτιά τις πληγές, δεν αντλείς από τα βότανα την ισχύ των φαρμάκων, δεν επιδένεις με επιδέσμους ορατούς τα πάσχοντα τραύματα.
Διαθέτεις αοράτους επιδέσμους ευσπλαχνίας, οι οποίοι αοράτως τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Έχεις λόγον οξύτερον από το μαχαίρι, έχεις διδασκαλία πιο δυνατή από την φωτιά, έχεις βλέμμα πιο προσιτό από βάλσαμο. Ως δημιουργός, χωρίς δαπάνη και αντίτιμο, αγιάζεις το δημιούργημά σου. Ως πλάστης, χωρίς να κοπιάσης, μεταπλάττεις τα πλάσματά σου.
Συ εκαθάρισες λεπρούς με το θέλημά σου, συ έκαμες χωλούς να τρέχουν, συ έδωσες στους παραλύτους να σηκώσουν τα κρεβάτια τους, συ επρόσταξες εκ γενετής τυφλούς να ξεπλύνουν το σκοτεινό τους κάλύμμα, συ εξώρισες τους δαίμονες από τα πλάσματά σου, συ συνελήφθης με την θέλησή σου από τους εχθρούς, συ έπαθες τα πάντα από τους Εβραίους εκουσίως προς χάριν μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ανεγνώρισα τον Δεσπότη μου, ανεγνώρισα τον αλιέα μου και φύλακα, τον Βασιλέα και Κύριό μου. «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Πιστεύω, Κύριε, στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην πρόσληψη της φύσεώς μου, πιστεύω στον προσκυνητόν Σταυρόν σου, πιστεύω στα Πάθη της σαρκός σου, πιστεύω στον τριήμερόν σου θάνατο, πιστεύω στην Ανάστασίν σου.
Πλέον δεν εξετάζω. Πιστεύω, δεν φιλολογώ. Πιστεύω, δεν ζυγίζω. Πιστεύω, δεν περιεργάζομαι. Πιστεύω στους οφθαλμούς μου και στα χέρια μου. Αυτά που είδα με εδίδαξαν να μη φιλολογώ. Έμαθα από αυτά τα οποία εψηλάφησα να προσκυνώ και όχι να συγκρίνω με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά. Έναν Κύριον και Θεόν γνωρίζω μόνον, τον Δεσπότην Χριστό, ω η δόξα και το Κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

Παρασκευή, Απριλίου 17, 2015

+Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος «Σε μια μέρα θα αδειάσει η Αθήνα και όλοι θα σκοτώνονται στα χωράφια για μια πατάτα»...



Συνταρακτική ομιλία του Μακαριστού Μητροπολίτη Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας για την πείνα και τα δεινά που έρχονται στη χώρα μας. 

Αυγουστίνος Καντιώτης«Σε μια μέρα θα αδειάσει η Αθήνα και όλοι θα σκοτώνονται στα χωράφια για μια πατάτα»...


Σε μια μέρα θα αδειάσει η Αθήνα και όλοι στα χωράφια θα σκοτώνονται για μια πατάτα.Πρόβλεψη του Μητροπολίτη Καντιώτη για την πείνα στην Ελλάδα και στον κόσμο.Κοσμάς ο Αιτωλός θα ρθει μέρα που μια χούφτα χρυσάφι ,μια χούφτα αλεύρι.Λέει χαρακτηριστικά ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Πρεσπών και Εορδαίας <<H Ρωσία θα μας πει αν θέλετε πετρέλαιο δώστε μας στάρι!>>Και σήμερα βλέπουμε τις οικονομικές κυρώσεις και την απαγόρευση διακίνησης αγροτικών πρ'ι'όντων στην Ρωσία,από τις Δυτικές χώρες(ΗΠΑ-Ε.Ε)αναμεσά τους και η Ελλάδα,λόγω Ε.Ε.Και όταν το είπε δεν γνωρίζαμε για πετρέλαιο στα Ελληνικά εδάφη.Κι όμως σήμερα ο αείμνηστος μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης τείνει να επαληθευτεί.Το πρόβλημα με τους λαθρομετανάστες παίρνει μεγάλες διαστάσεις καθημερινά.Το ίδιο και τα επεισόδια με τους κουκουλοφόρους από τα Εξάρχεια.Η συμφωνία με τους δανειστές είναι άγνωστο αν επιτευχθεί ποτέ....με αποτέλεσμα να κλείσουν οι Τράπεζες!Και τότε ποιός θα μπορεί να επιβιώσει μέσα στην Αθήνα που δεν υπάρχουν χώροι,ούτε να φυτέψεις ,ούτε να αναπτύξεις κτηνοτροφία,ούτε να κυνηγήσεις για να επιβιώσεις,ούτε να ψαρέψεις.Μέσα σε μία ημέρα η Αθήνα θα αδειάσει....και όλοι θα σκοτώνονται στα χωράφια για μια πατάτα»... Οι πατάτες μαζεύονται από τους παραγωγούς στα χωράφια,από τα τέλη Μα'ί'ου μέχρι τα μέσα Ιουνίου.Ολως τυχαίως φέτος η παράταση του Μνημονίου λήγει στις 30 Ιουνίου,και αν δεν υπάρξει συμφωνία....
Υ.Γ.Κάποτε Γέροντας μου είπε ότι <<Αν κόψουν και τις συντάξεις τετέλεσται!>>και σήμερα ακούμε αν δεν υπάρξει συμφωνία μέχρι πότε θα πληρώνονται μισθοί και συντάξεις....
              Ο Θεός βοηθός

 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...