Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαρτίου 01, 2016

Ἡ ψυχή μετά τό σωματικό θάνατο


Θέλουμε νά ξεχωρίσουμε τά πράγματα· Τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «ζωή τῆς ψυχῆς μετά τό σωματικό θάνατο, μέση κατάσταση, Παράδεισο, ῞Αδη, Κόλαση, Βασιλεία, Αἰώνια ζωή»;
Ζωή τῆς ψυχῆς μετά τό σωματικό θάνατο, ἤ ὅπως τήν ὀμομάζουν ἄλλοι «μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν» γιά τούς ὀρθόδοξους εἶναι ἡ ζωἠ πού ζεῖ ἡ ψυχή μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα μέχρι τή Δευτέρα Παρουσία, ὁπότε, μετά τήν κοινή ᾿Ανάσταση, θά λάβη τό «οἰκεῖον» σῶμα μεταμορφωμένο καί ἄφθαρτο. Τήν ὀνόμασαν αὐτή τήν κατάσταση οἱ Πατέρες «μέση κατάσταση», διότι ἡ ψυχή βρίσκεται σέ κατάσταση ἀναμονῆς καί προσμονῆς τῆς ἀναστάσεως καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Παραμένοντας στήν κατάσταση αὐτή ἡ ψυχή, προγεύεται τήν παραδείσια μακαριότητα ἤ τίς τιμωρίες τῆς Κολάσεως. Στή μέση κατάσταση δηλαδή οὔτε οἱ δίκαιοι ἀπολαμβάνουν ὅσα θά ζήσουν καί θά ἀπολαύσουν στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, οὔτε οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί ὑφίστανται τήν τέλεια κόλαση.
Σέ πολλά πατερικά κείμενα πού εἶναι σχετικά μέ τήν ἐσχατολογία παρατηροῦμε νά γίνεται διάκριση ἀνάμεσα στόν Παράδεισο καί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἀνάμεσα στόν ῞ᾼδη καί στήν Κόλαση.
῎Ετσι ὀνομάζουν Παράδεισο, τήν κατάσταση ἐκείνη ὅπου ἔρχονται οἱ δίκαιοι καί οἱ ῞Αγιοι μετά τήν κοίμησή τους.
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν κατάσταση ἐκείνη ὅπου θά εἰσέλθουν οἱ ῞Αγιοι μετά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων τους.
῞Αδη, ἐκεῖ μεταβαίνουν οἱ μή σεσωσμένοι ἁμαρτωλοί μετά τό θάνατό τους.
Κόλαση, ἐκεῖ θά εἰσέλθουν οἱ μή σεσωσμένοι ἁμαρτωλοί μετά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων τους καί τήν τελική κρίση1.
Σέ πολλούς Πατέρες ὅμως ὁ Παράδεισος καί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ταυτίζονται καθώς καί ὁ ῞Αδης καί ἡ Κόλαση, ὅπως θά δοῦμε ἀναλυτικά στό οἰκεῖο κεφάλαιο.
῾Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος μᾶς λέει ὅτι οἱ δίκαιοι μετά τό θάνατό τους δοκιμάζουν «μερικήν ἀπόλαυσιν» οἱ δέ ἁμαρτωλοί «μερικήν κόλασιν» «Τί οὖν, ἀπέλαβον οἱ δίκαιοι τὰ ἀγαθά καί οἱ ἁμαρτωλοὶ τὴν κόλασιν; Οὐδαμῶς. ῞Ομως δὲ τὴν χαρὰν ταύτην ἔχουσιν αἱ τῶν ἁγίων ψυχαί· καὶ ἔστιν αὕτη μερικὴ ἀπόλαυσις, ὥσπερ καὶ ἡ λύπη, ἣν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἔχουσι, μερικὴ κόλασις … »2. Δηλαδή· «Τί νομίζετε λοιπόν, ὅτι ἔλαβαν οἱ δίκαιοι τά ἀγαθά πού τούς ἀνήκουν καί οἱ ἁμαρτωλοί τήν Κόλαση; Καθόλου. ῞Ομως προαπολαμβάνουν τήν χαρά αὐτή τοῦ Παραδείσου οἱ ψυχές τῶν ῾Αγίων. Καί εἶναι αὐτή μερική ἀπόλαυση, ὅπως καί ἡ λύπη, πού ἔχουν οἱ ἁμαρτωλοί, μερική κόλαση».
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπίσης, ἑρμηνεύοντας τό χωρίο «ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι» (῾Εβρ. ια´ 39-40) ὑποστηρίζει ὅτι οἱ δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι μετέστησαν στήν ἄλλη ζωή, δέν ἔχουν ἀπολαύσει ἀκόμη τά ἀγαθά τῆς αἰώνιας ζωῆς, διότι περιμένουν ἐμᾶς· «Οἱ δίκαιοι ἐκεῖνοι, ἄν καί ἐγκωμιάστηκαν γιά τήν πίστη τους, ὅμως δέν ἔχουν ἀπολαύσει ἀκόμη τά ἀγαθά τῆς αἰώνιας ζωῆς· περιμένουν καί ἐμᾶς»3.
῞Οταν λέμε Παράδεισο, Κόλαση κλπ. ἐννοοῦμε κάποιους τόπους αἰσθητούς;
Φυσικά ὄχι. Πρόκειται γιά τόπους νοητούς.
Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης· «Τὸν μνημονευθέντα νῦν ῞Αδην μὴ τόπον τινὰ οὕτως ὀνομαζόμενον οἴεσθαι, ἀλλὰ τινὰ κατάστασιν ζωῆς ἀειδῆ καὶ ἀσώματον …»4.
῾Ο δέ ᾿Αρέθας Καισαρείας λέει γιά τόν Παράδεισο· «Παράδεισον τὴν μακαρίαν καὶ αἰωνίζουσαν ἐκληπτέον ζωήν»5.
Καί ὁ Νικήτας Στηθάτος θά μᾶς ὑπογραμμίσει ὅτι ὁ Παράδεισος εἶναι καθαρά τρόπος ζωῆς, λέγοντας ὅτι αὐτός πού ἔχει τοὺς καρποὺς τοῦ Πνεύματος φτάνει στόν Παράδεισο μέ τό νά ἔχει μεταβληθεῖ ὁ ἴδιος σέ Παράδεισο, ὅπως ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος·
«῞Οταν γίνει κανείς μέτοχος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, καί γνωρίσει τὴν ἐπιφοίτησή Του μέ κάποια ἀνέκφραστη μέσα του ἐνέργεια καί εὐωδία, ὥστε ἡ εὐωδία νά περνᾶ καί στήν ἐπιφάνεια τοῦ σώματος, τότε δέν ὑποφέρει στό ἑξῆς νά μένει στά ὅρια τῆς φύσεως. ᾿Αλλά ἐπειδή ἔχει ὑποστεῖ τήν καλή ἀλλοίωση μέ ἐνέργεια τοῦ ῾Υψίστου, λησμονεῖ τήν τροφή, τόν ὕπνο, ξεπερνᾶ τὰ σωματικά, περιφρονεῖ τή σωματική ἀνάπαυση· ὅλη τήν ἡμέρα, ἐνῶ βρίσκεται σέ κόπους καί ἀγῶνες σωματικοὺς, δέν αἰσθάνεται κανένα κόπο ἢ σωματική ἀνάγκη, πείνα, δίψα, ὕπνο ἢ τίς ἄλλες ἀνάγκες τῆς φύσεως, γιατί ἔχει χυθεῖ ἀόρατα ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ ἀνέκφραστη χαρά μέσα στήν καρδιὰ του (Ρωμ. 5, 5). Καὶ ὅλη τή νύχτα, παραμένοντας σὲ πύρινο φωτισμό, ἐργάζεται τή νοερὴ ἐργασία μέ σωματικά γυμνάσματα, καί ἀπολαμβάνει τό ἀθάνατο συμπόσιο τῶν ἀθανάτων φυτῶν τοῦ Παραδείσου. Σ᾿ αὐτόν ὁ Παῦλος ἀφοῦ ὑψώθηκε, ἄκουσε ἄρρητα ρήματα, τά ὁποῖα δὲν ἐπιτρέπεται νά τά ἀκούσει ἄνθρωπος (Β´ Κορ. 12, 4) πού εἶναι ἀκόμη ἐμπαθῶς προσκολλημένος στά ὁρατά»6.
Κατά δέ τήν ἐμπειρία τῶν ῾Αγίων μας, ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐν σχέσει μέ τόν ἄνθρωπο βιώνεται ὡς Παράδεισος, ἤ βιώνεται ὡς Κόλαση. ῾Ο π. ᾿Ιωάννης ὁ Ρωμανίδης λέει ἐπιγραμματικά· «Τὸ ἴδιον τὸ ἐκπηγάζον ἐκ τοῦ Χριστοῦ χρυσὸν φῶς τῆς δόξης, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον περικλείονται οἱ φίλοι του, γίνεται κόκκινον καθὼς κυλᾶ πρὸς τὰ κάτω, διὰ ν᾿ ἀγκαλιάσῃ αὐτὴ ἡ ἰδία θεία ἀγάπη, τοὺς “κατηραμένους” πού τήν βλέπουν ὡς δύναμιν κολαστικήν»7.
Ποιός μᾶς βεβαιώνει ὅτι οἱ ψυχές ζοῦν μετά τό θάνατο;
Στήν ῾Αγία Γραφή ἔχουμε πολλά χωρία πού μᾶς βεβαιώνουν ὅτι οἱ ψυχές ζοῦν μετά θάνατο·
1) Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται ὅτι «ὁ ᾿Αβραὰμ ἀπέθανε καὶ προσετέθη τῷ λαῷ αὐτοῦ» (Γεν. 25, 4), δηλαδή στούς δίκαιους προγόνους του.
῾Ο προφήτης ᾿Ηλίας ἀνέστησε τόν υἱό τῆς χήρας στά Σαρεπτά. Προσευχήθηκε στό Θεό καί εἶπε· «Κύριε, ὁ Θεός, ἐπιστραφήτω δὴ ἡ ψυχὴ τοῦ παιδαρίου τούτου εἰς αὐτόν» (Γ´ Βασ. 17, 21-23). Καί πραγματικά, μετά τήν προσευχή, ἐπέστρεψε ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ στό σῶμα του καί ἔζησε πολλά χρόνια.
῾Ο τετραήμερος Λάζαρος, ἡ θυγατέρα τοῦ ᾿Ιαείρου, ὁ γιός τῆς χήρας τῆς Ναΐν, ὅλων αὐτῶν οἱ ψυχές ἐπέστρεψαν στά ἀντίστοιχα σώματά τους μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ. 18
῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος εἶπε στό ληστή· «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τͺῷ Παραδείσῳ» (Λουκ. 23, 43). ᾿Αλλά ὁ ληστής βρισκόταν στό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. ῾Επομένως ἀφοῦ τό σταυρωμένο του σῶμα σέ λίγο θά πέθαινε, ἡ ψυχή τοῦ Ληστῆ ἦταν ἐκείνη πού θά βρισκόταν μέ τόν Κύριο στόν Παράδεισο.
Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε διακαῶς «ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» (Φιλιπ. 1, 23), δηλαδή εἶχε πόθο νά ἐκδημήσει ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή καί νά ζεῖ μέ τόν Χριστό στή Βασιλεία Του, μᾶς πιστοποεῖ ὅτι οἱ ψυχές ζοῦν μετά τό θάνατο. Γιατί ἄν οἱ ψυχές δέν συνέχιζαν νά ζοῦν, δέν θά εἶχε τόση μεγάλη ἐπιθυμία καί ὁ θεόπνευστος ᾿Απόστολος νά φύγει ἀπ᾿ αὐτή τή γήινη ζωή καί νά βρεθεῖ στήν οὐράνια.
᾿Αλλά καί ἡ ἀποκαλυπτική ὀπτασία τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ εὐαγγελιστῆ, πού ἀναφέρεται στό βιβλίο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, δείχνει τήν ὕπαρξη καί τήν ἀναμονή τῶν ψυχῶν, τῶν σφαγμένων γιά τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί γιά τή μαρτυρία πού ἔδωσαν γιά τό ᾿Αρνίο. «Καί κραύγασαν μέ μεγάλη φωνή καί εἶπαν· Μέχρι πότε Κύριε, ῞Αγιε καί ᾿Αληθινέ, δέν θά κάνεις κρίση καί δέν θά ζητεῖς τό δίκιο καί τήν τιμωρία, γιά τό ἀδικοχαμένο αἷμα μας ἀπό τούς κατοίκους τῆς γῆς; Δόθηκε τότε στόν καθένα λευκή στολή, σύμβολο δόξας καί μακαριότητας, καί τούς ἐλέχθη νά ἀναπαυθοῦν λίγο χρόνο ἀκόμη, μέχρι νά συμπληρωθεῖ ὁ ἀριθμός τῶν συνδούλων καί τῶν ἀδελφῶν τους πού ἔμελλαν νά θανατωθοῦν καί νά μαρτυρήσουν ὅπως καί ἐκεῖνοι» (᾿Αποκ. 6, 9-11).
2) Οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ᾿Ενδεικτικά θά ἀναφέρουμε δύο Πατέρες, ἄν καί εἶναι κοινός τόπος σέ κάθε πατερικό κείμενο ἡ μετά θάνατο ζωή τῆς ψυχῆς.
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στό λόγο του «Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως» μᾶς ἀναφέρει· «Οἱ δι᾿ ἀρετῆς τὸν παρόντα διαπλέοντες βίον, ὥσπερ ἐν ἀκατακλύστῳ λιμένι τῷ ἀγαθῷ κόλπῳ τὰς ψυχὰς ἐναρμονίζονται». Τό ἀντίθετο συμβαίνει στούς ἁμαρτωλούς· «῾Η τῶν ἀγαθῶν στέρησις γίνεται φλόξ τήν ψυχήν διασμήχουσα» 8.
Οἱ ψυχές δηλαδή κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ὄχι μόνο ζοῦν μετά τόν θάνατο, ἀλλά, ὅσες εἶχαν ἐνδυθεῖ τήν ἀρετή, καταφεύγουν στόν ἀγαθό κόλπο τοῦ ᾿Αβραάμ, ἐνῶ τῶν ἁμαρτωλῶν οἱ ψυχές, λόγῳ τοῦ ὅτι δέν ἔχουν τό φωτεινό ἔνδυμα τῶν ἀρετῶν, ἡ ἔλλειψη αὐτή γίνεται φλόγα πού τίς κατατρώγει.
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπίσης, σέ ἐρώτηση πού τοῦ ἀπηύθυναν σχετικά μέ τό ποῦ βρίσκονται τά πνεύματα, οἱ ψυχές, τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ῾Αγίων, δίνει τήν ἑξῆς ἀπάντηση· «Οὐκ ἐν τῷ ὑπερουρανίῳ φωτὶ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῆς αὐτῆς εἰσιν ἀπολαύοντα φωτοχυσίας;»9.
῾Οπότε καί ὁ μεγάλος θεολόγος τοῦ 14ου αἰώνα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, μᾶς βεβαιώνει γιά τήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς τῶν ῾Αγίων μετά τό θάνατό τους καί μάλιστα μᾶς δίνει καί στοιχεῖα γιά τήν κατάστασή τους. Βρίσκονται, λέει, μέσα στό ὑπερουράνιο φῶς μαζί μέ τους ᾿Αγγέλους καί μετέχουν καί ἀπολαμβάνουν τήν ἴδια μέ αὐτούς φωτοχυσία.
῾Η ψυχή λοιπόν συνεχίζει νά ἔχει δική της ὑπόσταση καί ὕπαρξη μετά τό χωρισμό της ἀπό τό σῶμα. Διότι τίποτε δέν ἐμποδίζει τήν ψυχή νά ζεῖ καί νά ὑπάρχει καί νά προγεύεται τή μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός μᾶς λέει πώς ἡ μακαριότητα αὐτή, εἴτε τήν ὀνομάσουμε θεωρία, εἴτε μετοχή, εἴτε κοινωνία Θεοῦ, εἴτε Βασιλεία, «ἀτελής ἐστι πᾶσα καὶ ἐλλιπὴς ὡς πρὸς ἐκείνην τὴν ἐλπιζομένην κατάστασιν», διότι οἱ ψυχές προσδοκοῦν τήν ἀνάστασιν, ὥστε νά λάβουν καί τά σώματά τους, γιά νά δοξασθοῦν τελείως καί νά μετάσχουν στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ10.
῾Η ψυχή εὑρισκόμενη στή μέση κατάσταση, μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα, διατηρεῖ τή συνείδησή της; ᾿Ενδιαφέρεται γιά τούς συγγενεῖς της πού ἔχουν ἀπομείνει σ᾿ αὐτή τή ζωή;
᾿Από τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων διατηροῦν πλήρη τή συνείδησή τους καί ἐνδιαφέρονται γιά τούς συγγενεῖς τους, τούς «ἀπολειφθέντας ἐν τῷ παρόντι βίῳ». Καί αὐτό μποροῦμε νά τό συναγάγουμε ἀπό τήν παράκληση πού ἀπευθύνει ὁ πλούσιος ἀπό τόν ῞ᾼδη πού βρίσκεται πρός τόν πατριάρχη ᾿Αβραάμ. «Στεῖλε, τοῦ λέει, τό Λάζαρο πρός τούς συγγενεῖς μου, γιά νά τούς μιλήσει γιά τά ὅσα συμβαίνουν ἐδῶ, ὥστε νά μήν ἔχουν καί αὐτοί τό ἴδιο μέ μένα τέλος» (Λουκ. 16, 19-31).
᾿Επίσης στήν ᾿Αποκάλυψη οἱ εἴκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι, πού ἐκπροσωποῦν τήν ἐξ ᾿Εθνῶν καί ἐξ ᾿Ιουδαίων οὐράνια ᾿Εκκλησία τῶν κεκοιμημένων, παρουσιάζονται νά λατρεύουν τόν Θεό ἔχοντας πλήρη ἐπίγνωση, ταπείνωση καί εὐγνωμοσύνη (᾿Αποκ. 4, 8-14).
Καί στή Μεταμόρφωση, ὁ Μωυσῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν κεκοιμημένος, συνομιλεῖ μέ τόν Κύριο.
᾿Αλλά ἡ ψυχή μετά τό θάνατο διατηρεῖ, ὄχι μόνο τήν αὐτοσυνειδησία της, ἀλλά καί τήν ὑπόστασή της, τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά πού τήν διακρίνουν ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους· «Εἰ γὰρ καὶ χωρίζεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ θανάτῳ, ἀλλ᾿ ἡ ὑπόστασις ἀμφοτέρων μία καὶ ἡ αὐτή ἐστιν· μένει τό τε σῶμα καὶ ἡ ψυχή, ἀεὶ μία τὴν ἀρχὴν τῆς ἑαυτῶν ἔχοντα ὑπάρξεώς τε καὶ ὑποστάσεως, εἰ καὶ χωρισθῶσιν ἀλλήλων»11. Δηλαδή· ῎Αν καί χωρίζεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό σῶμα του, τή στιγμή τοῦ θανάτου του, παραμένει ὅμως ἡ μία καί ἡ αὐτή ὑπόσταση καί γιά τά δύο. Μένει δηλαδή καί τό σῶμα καί ἡ ψυχή πάντοτε ἔχοντας μίαν ἀρχή τῆς ὑπάρξεως καί ὑποστάσεώς τους.19
Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς, ἐπειδή δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, καί στήν παραβολή τοῦ Λαζάρου ἀναφέρεται ὅτι ὁ πλούσιος εἶδε τό Λάζαρο στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ. Δέν εἶπε, «εἶδε τήν ψυχή τοῦ Λαζάρου, ἀλλά τό Λάζαρο», μέ τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά του καί τόν ἀναγνώρισε12.
Λέγεται ὅτι μετά τό χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἐπακολουθεῖ «μερική κρίση» τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἄλλη ἡ μερική καί ἄλλη ἡ γενική κρίση πού θά γίνει στή Δευτέρα Παρουσία;
«᾿Απόκειται ἅπαξ τοῖς ἀνθρώποις ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις (῾Εβρ. 9, 27).
Οἱ θεόπνευστοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, ἑρμηνεύοντας τούς λόγους τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, τονίζουν μέ τή διδασκαλία τους ὅτι «μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν παραστησόμεθα βήματι φοβερῷ καὶ λόγον δώσομεν τῶν πεπραγμένων ἁπάντων»13. Μέ τή «μερική» αὐτή κρίση, γίνεται καί ὁ διαχωρισμός τῶν δικαίων καί τῶν ἁμαρτωλῶν ψυχῶν, ὅπως ἀναφέρει ὁ ὅσιος πατέρας μας Γρηγόριος Νύσσης, παρατηρώντας ὅτι μετά τό θάνατο, ὅσοι εἶχαν ζήσει στόν παρόντα βίο μέ ἀρετή, καταφεύγουν στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ, ἐνῶ οἱ ἁμαρτωλοί πηγαίνουν στόν ῞Αδη πού εἶναι «κατάστασις ἀειδὴς καὶ ἀσώματος». Εἶναι τόπος νοητός, διότι ἡ ἀσώματη φύση δέν ἔχει σχῆμα γιά νά περιχωρηθεῖ σωματικῶς καί γι᾿ αὐτό «οὐ σωματικῶς περιέχεται, ἀλλὰ νοητῶς». Καί παραμένουν σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση οἱ ψυχές «τῇ προσδοκίᾳ τῆς μελλούσης Κρίσεως», περιμένοντας τήν μέλλουσα Κρίση.
Εἶναι δυνατόν νά βελτιωθεῖ ἡ θέση τῆς ψυχῆς καί νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν Κόλαση ὅταν βρίσκεται σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση τῆς προσμονῆς τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων;
῾Η ᾿Εκκλησία ἀνέκαθεν προσφέρει τή θυσία τῆς Θείας Εὐχαριστίας «ὑπέρ τῶν πίστει ἀναπαυσαμένων», ὑπέρ ἐκείνων δηλαδή πού «ἐκοιμήθησαν» μέ πίστη στόν Τριαδικό Θεό καί στήν αἰώνια ζωή.
῾Ο ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων λέει ὅτι «πιστεύομεν μεγίστην ὄνησιν ἔσεσθαι ταῖς ψυχαῖς ὑπέρ ὧν ἡ δέησις ἀναφέρεται τῆς ἁγίας προκειμένης θυσίας»14. Δηλαδή πιστεύουμε ὅτι οἱ ψυχές, ὑπέρ τῶν ὁποίων δεόμαστε κατά τήν ὥρα τῆς ἁγίας θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν μεγάλη ὠφέλεια καί ἀνακούφιση.
Καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑποστηρίζει ὅτι δέν νομοθετήθηκε εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε ἀπό τούς ἁγίους ἀποστόλους νά μνημονεύονται «οἱ ἀπελθόντες καί κεκοιμημένοι» τήν ὥρα πού τελοῦνται τά φρικτά μυστήρια, διότι ὅταν «λαός ὁλόκληρος χεῖρας ἀνατείνῃ, τῆς θυσίας προκειμένης, θά δυσωπήσῃ παρακαλῶν τόν Θεόν»15.
῾Ο ἴδιος ὅμως πατέρας τονίζει συγχρόνως ὅτι δέν ἔχει ἐλπίδα ἐκεῖνος πού φεύγει ἀπό αὐτή τή ζωή γεμάτος ἁμαρτήματα, ἀμετανόητος, καί πηγαίνει στόν ῞ᾼδη, ἐκεῖ ὅπου δέν ἔχει τή δυνατότητα νά ἐξαλείψει πλέον τά ἁμαρτήματά του. Γι᾿ αὐτό ὁμιλεῖ, ὄχι γιά ἀπαλλαγή ἀπό τήν Κόλαση, ἀλλά γιά τή δυνατότητα «τοῦ γενέσθαι κούφην τήν κόλασιν», νά ἀνακουφισθεῖ λίγο ὁ ἄνθρωπος πού ἔφυγε μέσα στίς ἁμαρτίες ἀμετανόητος. ᾿Εμεῖς βέβαια δέν γνωρίζουμε ποιός ἔφυγε ἀμετανόητος, γι᾿ αὐτό ὀφείλουμε νά προσευχόμαστε μέ τήν ἴδια ἐλπίδα γιά ὅλους.
Στό βίο τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου βρίσκουμε μιά τέτοια θέση. ῞Οταν ὁ ἅγιος Μακάριος συνάντησε στήν ἔρημο τό κρανίο ἑνός ἱερέως τῶν εἰδώλων καί τό ρώτησε ἄν ὠφελοῦν οἱ προσευχές μας ὅσους βρίσκονται στήν Κόλαση, τό κρανίο μίλησε ὡς ἐκ θαύματος καί τοῦ ἀπάντησε· «῞Οποια ὥρα σπλαγχνιστεῖς αὐτούς πού εἶναι στήν Κόλαση καί προσευχηθεῖς γι᾿ αὐτούς, παρηγοροῦνται λίγο»16.
Γι᾿ αὐτό, ὅπως λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος «μὴ ἀποκάμωμεν τοῖς ἀπελθοῦσι βοηθοῦντες καὶ προσφέροντες ὑπὲρ αὐτῶν εὐχάς· καὶ γὰρ τὸ κοινὸν τῆς οἰκουμένης κεῖται καθάρσιον»17. Δηλαδή· ῎Ας μήν κουραστοῦμε καί ἄς μήν ἀποκάμουμε νά βοηθοῦμε τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας καί νά προσευχόμαστε γι᾿ αὐτούς, διότι (στή θεία Λειτουργία) ἔχουμε μπροστά μας τόν Χριστό· «τὸ κοινὸν τῆς οἰκουμένης καθάρσιον».
Γιατί πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τούς ἀδελφούς μας πού ἔφυγαν, ὁ Θεός δέν τούς ἀγαπᾶ; ῎Αν δέν προσευχηθοῦμε ἐμεῖς, θά τούς παραμελήσει;
«᾿Εμεῖς προσευχόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας ἐπειδή τούς ἀγαπᾶμε. Αἰσθανόμαστε ἐμεῖς χαρά καί εὐτυχία προσευχόμενοι γι᾿ αὐτούς. Αἰσθανόμαστε ἑνότητα. Δέν κάνουμε προσευχές καί λειτουργίες ἐπειδή ὁ Θεός διαφορετικά θά παραμελήσει τούς κεκοιμημένους. Προσευχόμαστε γι᾿ αὐτούς ἐπειδή γνωρίζουμε πώς τούς ἀγαπᾶ καί τούς φροντίζει καί θεωροῦμε πώς ἔχουμε τό προνόμιο νά ἑνώνουμε τήν ἀγάπη μας γι᾿ αὐτούς μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ζῶντες καί τεθνεῶτες, εἴμαστε ὅλοι μέλη τῆς ἴδιας οἰκογένειας· ἔτσι ζῶντες καί τεθνεῶτες, πρέπει νά παρακαλοῦμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον»18.
Μέ ποιό τρόπο οἱ προσευχές μας ὠφελοῦν τούς κεκοιμημένους;
Δέν μᾶς εἶναι γνωστός ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο δρᾶ ἡ προσευχή μας καί εὐεργετοῦνται οἱ κεκοιμημένοι. ῞Οπως ἀκριβῶς δέν ξέρουμε καί δέν μποροῦμε νά προσδιορίσουμε πῶς δρᾶ ἡ προσευχή μας καί βοηθᾶ τούς ζῶντες ἀδελφούς μας.
Μιά πολύ ὡραία θέση πάνω σ᾿ αὐτό τό θέμα παίρνει ὁ Μητροπολίτης Κάλλιστος ῤὰἶὸ καί λέει· «᾿Από προσωπική πείρα ξέρουμε πώς ἡ προσευχή γιά τούς ἄλλους εἶναι ἀποτελεσματική καί ἔτσι συνεχίζουμε νά τήν ἐξασκοῦμε. ᾿Αλλά αὐτή ἡ προσευχή, εἴτε προσφέρεται γιά τούς ζῶντες εἴτε γιά τούς τεθνεῶτες, λειτουργεῖ κατά ἕνα τρόπο πού μένει μυστηριώδης. Εἴμαστε ἀνίκανοι νά βυθομετρήσουμε τήν ἀκριβή ἀλληλεπίδραση μεταξύ τῆς πράξεως τῆς προσευχῆς, τῆς ἐλευθέρας βούλησης τοῦ ἄλλου προσώπου καί τῆς Χάριτος καί προγνώσεως τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν προσευχόμαστε γιά τούς κεκοιμημένους, μᾶς ἀρκεῖ νά ξέρουμε πώς διαρκῶς ἀναπτύσσεται ἡ ἀγάπη τους γιά τό Θεό, κι ἔτσι χρειάζονται τήν ὑποστήριξή μας. Τά ὑπόλοιπα ἄς τά ἀφήσουμε στό Θεό19.
Πῶς μποροῦμε νά διατηρήσουμε κοινωνία μέ τούς κεκοιμημένους;
῾Η κοινωνία μας μαζί τους μπορεῖ νά διατηρηθεῖ μέσα στήν ᾿Εκκλησία, μέ τή λεγόμενη «κοινωνία τῶν ῾Αγίων», ἐπειδή ὅλοι συναντιόμαστε στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γύρω ἀπό τήν ῾Αγία Τράπεζα τοῦ Κυρίου. Καί μέσα στό μυστήριο αὐτό τῶν μυστηρίων στή «σύνοδο τοῦ Οὐρανοῦ καί τῆς γῆς»20, βρίσκονται καί οἱ κεκοιμημένοι Πατέρες καί ἀδελφοί μας, ὅλα τά προσφιλή μας πρόσωπα, πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο «ἐν μετανοία καὶ ἐξομολογήσει». 20«Καὶ γὰρ ἓν σῶμά ἐσμεν ἅπαντες»21. ῞Ολη ἡ ᾿Εκλησία εἶναι παρούσα. Οἱ Μάρτυρες, οἱ Πατριάρχες, οἱ Προφῆτες, οἱ ᾿Απόστολοι, οἱ Πατέρες. ῾Η «ψυχοτρόφος» τράπεζα τούς συγκεντρώνει ὅλους. «᾿Εάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκομεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν· εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ» (Ρωμ. 14, 8-9).
Δηλαδή· «Διότι καί ὅταν ζοῦμε, ζοῦμε γιά νά δοξάζουμε μέ τή ζωή μας τόν Κύριο. Καί ὅταν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε γιά χάρη τοῦ Κυρίου. Εἴτε λοιπόν ζοῦμε εἴτε πεθαίνουμε, ἀνήκουμε στόν Κύριο. Γιατί ὁ Κύριος γι᾿ αὐτό τό σκοπό πέθανε πάνω στό Σταυρό καί ἀναστήθηκε καί ἔλαβε πάλι ὡς ἄνθρωπος τή ζωή, γιά νά εἶναι Κύριος καί τῶν νεκρῶν καί τῶν ζώντων».
῎Εχοντας λοιπόν κοινωνία μέ τόν Κύριο, διά τών μυστηρίων, κοινωνοῦμε καί μέ τούς ῾Αγίους, ἀλλά καί μέ τούς κοιμηθέντες ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ζοῦν ἐν Αὐτῷ. Διότι τό ῞Αγιο Πνεῦμα ἑνώνει τούς πάντες καί γι᾿ αὐτό καί οἱ ῞Αγιοι εἶναι πλησίον μας. Καί ὅταν προσευχόμαστε σ’ αὐτούς τότε ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι εἰσακοῦνε τίς προσευχές μας καί μέσα στίς ψυχές μας αἰσθανόμαστε τίς πρεσβεῖες τους.
῾Υπάρχει ἕνα γράμμα τοῦ Ρώσου ἱερέα Μακάριου ἒ῝῟ὂ῍ὰἶὸἶ (1792-1847) πού τό στέλνει σέ κάποιον ὁ ὁποῖος εἶχε χάσει πρόσφατα ἕνα προσφιλές του πρόσωπο, προφανῶς τή σύζυγό του. ᾿Εκεῖ ἀναπτύσσει καί ἐκεῖνος ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία εἶναι ὁ τόπος συναντήσεως τῶν κεκοιμημένων, τῶν ζώντων καί αὐ-τῶν πού δέν ἔχουν ἀκόμη γεννηθεῖ, ὅπου ἀγαπώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον προσέρχονται γύρω ἀπό τόν βράχο τῆς ἁγίας Τράπεζας γιά νά διακηρύξουν τήν πίστη τους στόν Θεό. Γράφει λοιπόν·
«Ζοῦμε καί κινούμαστε καί ὑπάρχουμε ἐν Χριστῷ. Εἴτε ζωντανοί, εἴτε πεθαμένοι, εἴμαστε ὅλοι μας “ἐν Αὐτῷ”. Εἶναι πιό ἀληθινό νά ποῦμε· εἴμαστε ὅλοι μας ζωντανοί “ἐν Αὐτῷ”, ἐπειδή “ἐν Αὐτῷ” δέν ὑπάρχει θάνατος. ῾Ο Θεός μας δέν εἶναι Θεός τεθνεώτων ἀλλά ζώντων. Εἶναι ὁ Θεός σου, εἶναι ὁ Θεός αὐτῆς πού πέθανε. ῾Υπάρχει μόνο ἕνας Θεός, καί σ᾿ αὐτόν τόν ἕνα Θεό εἶστε καί οἱ δύο ἑνωμένοι. Μόνο πού πρός τό παρόν δέν μπορεῖτε νά ἰδωθεῖτε. Πράγμα πού σημαίνει πώς ἡ μελλοντική σας συνάντηση θά εἶναι τόσο χαρούμενη· καί τότε κανείς δέν θά σᾶς στερήσει τή χαρά σας. ῞Ομως ἀκόμη καί τώρα ζεῖτε μαζί· τό μόνο πού συνέβηκε εἶναι πώς αὐτή πῆγε σέ κάποιο ἄλλο δωμάτιο καί ἔκλεισε τήν πόρτα… ῾Η πνευματική ὅμως ἀγάπη δέν ἀντιλαμβάνεται τόν ὁρατό χωρισμό»22.
῾Επομένως μέ τούς κεκοιμημένους μποροῦμε νά διατηροῦμε ἀδιάσπαστη τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη μας, ἐφόσον μάλιστα προσδοκοῦμε ἀνάσταση νεκρῶν καί ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος;
Βεβαίως. Κι αὐτό ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, μέσα στήν ᾿Εκκλησία, ὅλοι εἴμαστε ζῶντες καί ἡ ψυχή μπορεῖ νά τό νιώσει αὐτό τό μυστήριο καί νά τό περιλάβει.
῾Υπάρχει δέ ἕνα ὡραῖο ποίημα πού ἐκφράζει ἀκριβῶς αὐτά τά βιώματα, δείχνει πῶς αἰσθάνεται ἕνα ἄδολο καί ἀθῶο παιδί τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη μέ τά κεκοιμημένα ἀδέλφια του. ῎Ας τό δοῦμε λοιπόν·
Εἴμαστε ἑπτά
Συνάντησα μιά ὀχτάχρονη παιδούλα
μέ τά σγουρά της τά μαλλιά δετά
σ᾿ ὁλόχρυση πλεξούδα.
Μιά ὀπτασία ᾿Αγγέλου
μάτια πού σέ κοιτοῦνε μ᾿ ἀπορία,
ἁπλή καρδιά.
—Μικρό τριαντάφυλλο, τῆς εἶπα μαγεμένος,
στόν κῆπο σου ἔχεις ἄλλα σάν καί σέ;
῎Εχεις ἀδέλφια ν᾿ ἀγαπᾶς;
Γελᾶ σάν ἥλιος ἡ μικρούλα καί μέ κοιτᾶ.
—Μά ναί μοῦ λέει, μά ναί.
Εἴμαστε ἑπτά!
—Καί ποῦ ᾿ναι οἱ ἄλλοι; τή ρωτῶ.
—῎Ω μή γυρεύεις.
Οἱ δυό ἔχουν φύγει σ᾿ ἕνα τόπο μακρινό
στό Κονγουαίη.
Οἱ δυό τους μέσ᾿ τό κύμα
μέρα καί νύχτα ταξιδεύουν,
κι οἱ ἄλλοι δυό
κοιμοῦνται μέσ᾿ στό μνῆμα Ϝ
Βλέπεις τή χλόη ἐκεῖ πού τούς σκεπάζει;
Συχνά τό δείλι δίπλα τους περνῶ
τούς λέω τραγούδια, παραμύθια,
κεντῶ τ᾿ ὁλόδροσο πουρνό.
Στήν πρασινάδα του κεῖ χάμου
τούς λέω τά πιό ὄμορφα ὄνειρά μου.
Τώρα ἐγώ ᾿μαι πού κοιτάζω μ᾿ ἀπορία.
—Γλυκό κορίτσι, ἄν κάποιος σέ ρωτᾶ,
«πόσα ἀδέλφια ἔχεις;
νά μή λές ἑπτά.
— Εἴμαστε ἑπτά, μοῦ λέει ξανά
κι ἀθῶα περίσσια.
Μετρῆστε λίγο, κύριε, πιό καλά.
Δυό στό Κονγουαίη,
δυό στή θάλασσα,
δυό μένουν κάτω ἐκεῖ στά κυπαρίσσια,
κι ἐγώ.
Εἴμαστε ἑπτά!
— Μά εἶναι νεκροί οἱ δύο, σοῦ λέω,
εἶν᾿ οἱ ψυχές τους πού φτερουγίζουνε στόν οὐρανό,
εἶν᾿ ἀγγελούδια σ᾿ ἕνα κόσμο ἀλλοτινό Ϝ
Μά ἡ παιδούλα πιά δέν μέ κοιτᾶ.
Μονολογεῖ, μετράει μ᾿ ἀπορία.
Κι ὅμως εἴμαστε ἑπτά!
(᾿Αγνώστου)
Αὐτή ἀκριβῶς τήν τήν ἀδιάσπαστη κοινωνία καί ἑνότητα μέ τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς, πού ζεῖ ἡ ὁλόξανθη παιδούλα, μποροῦμε νά τήν ἐνισχύσουμε ἄν μιλᾶμε γι᾿ αὐτούς στόν ἐνεστώτα χρόνο, σάν νά εἶναι παρόντες καί ὄχι στόν παρωχημένο ᾿Αόριστο σάν νά εἶναι ἀπόντες. Νά μή λέμε δηλαδή «ἀγαπιόμασταν», «μοῦ ἦταν τόσο ἀγαπητή», ἤ «ἤμασταν τόσο εὐτυχισμένοι μαζί», ἀλλά νά λέμε· «ἀκόμη ἀγαπιόμαστε, τώρα περισσότερο ἀπό πρίν, μοῦ εἶναι περισσότερο ἀγαπητή ἀπό ποτέ ἄλλοτε», «εἴμαστε τόσο εὐτυχισμένοι μαζί»23.
᾿Επίσης γιά τίς ἐνοχές πού μπορεῖ νά ἔχουμε, ἄν ἕνα οἰκεῖο καί ἀγαπημένο μας πρόσωπο ἔφυγε ξαφνικά καί δέν προλάβαμε νά τοῦ ζητήσουμε «συγνώμη», μποροῦμε «νά ἐπιστρέψουμε στό σπίτι μας, τήν ἴδια μέρα πού συνέβη ὁ θάνατος τοῦ συγκεκριμένου προσώπου, καί στήν προσευχή μας νά μιλήσουμε κατευθεῖαν στόν κεκοιμημένο, χρησιμοποιώντας τίς ἴδιες λέξεις πού θά χρησιμοποιούσαμε ἄν ἦταν ζωντανός, πρόσωπο πρός πρόσωπο. Νά τοῦ ζητήσουμε συγνώμη, ἀλλά καί νά τόν ἐπιβεβαιώσουμε γιά τήν ἀγάπη μας. Καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ σχέση μας θά ἔχη ἀλλάξει24.
Τήν ἑνότητά μας αὐτή τή συνεχή θά τήν ὁλοκληρώσει καί μιά ἐξομολόγησή μας εἰλικρινής στόν ἱερέα συνοδευόμενη ἀπό τήν εἰλικρινή μετάνοια τῆς καρδιᾶς μας γιά ὅσα θέματα πληγώσαμε τόν κεκοιμημένο ἀδελφό μας.
Πολλοί ἐπικοινωνοῦν μέ τούς κεκοιμημένους μέ τά μέντιουμ καί τόν πνευματισμό. Εἶναι σωστό αὐτό ἀπό χριστιανική ἄποψη;
Αὐτές οἱ τεχνικές εἶναι ἔξω ἀπό τόν ἀληθινό Χριστιανισμό καί εἶναι καί ἐπικίνδυνες, γιατί ἐκθέτουν ὅσους μετέχουν σ᾿ αὐτές στήν ἐπίθεση τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Διότι μετασχηματίζονται οἱ δαίμονες καί παίρνουν τή μορφή τοῦ κεκοιμημένου, πράγμα πού μπορεῖ νά κλονίσει καί τήν ὑγεία μας. Πρέπει δέ νά ξέρουμε ὅτι οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων παραμένουν σταθερά στούς τόπους ὅπου κατατάχθηκαν.
Θέλετε νά πεῖτε ὅτι δέν ἐπιστρέφουν οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων πίσω στή γῆ γιά κανέναν λόγο;
᾿Από τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου συμπεραίνουμε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ἐπιστρέψουν οἱ ψυχές στή γῆ.
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει καθαρά πώς οἱ ψυχές μετά τήν ἐκδημία τους πρός τόν Κύριο δέν ἐπιστρέφουν στή γῆ. «Οὐδὲ γάρ ἔνι ψυχὴν ἀπορραγεῖσαν τοῦ σώματος, ἐνταῦθα πλανᾶσθαι λοιπόν. Δικαίων γὰρ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ»25.
Καί σέ ἄλλο σημεῖο· «῞Οτι δὲ οὐδὲ αἱ τῶν ἁμαρτωλῶν ψυχαὶ διατρίβειν ἐνταῦθα δύνανται, ἄκουσον τοῦ πλουσίου πολλὰ παρακαλοῦντος καὶ οὐκ ἐπιτυγχάνοντος, ὡς εἴγε ἦν δυνατόν, αὐτὸς ἂν ἦλθε καὶ ἀνήγγειλε τὰ ἐκεῖ γεγενημένα. ῞Οθεν δῆλον, ὅτι μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἀποδημίαν εἰς χώραν τινὰ ἀπάγονται αἱ ψυχαί, οὐκέτι κυρίως οὖσαι ἐπανελθεῖν, ἀλλὰ τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἡμέραν ἀναμένουσαι»26.
Δηλαδή· «Τό ὅτι δέν μποροῦν οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν νά παραμένουν στή γῆ, μάθε το ἀπό τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς πού θερμά παρακαλοῦσε γι᾿ αὐτό καί δέν τό κατώρθωσε. Γιατί, ἄν αὐτό ἦταν δυνατόν νά γίνει, θά ἐρχόταν καί αὐτός ὁ ἴδιος στή γῆ γιά νά ἀναγγείλει στά ἀδέλφια του ὅσα συμβαίνουν ἐκεῖ· ῾Επομένως εἶναι φανερό ὅτι οἱ ψυχές μετά τήν ἀποδημία τους ἀπό τή γῆ, δέν ἔχουν τή δυνατότητα νά ἐπανέλθουν, ἀλλά περιμένουν τή φοβερή ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως».
Δηλαδή ὑπάρχει περίπτωση νά πέσουμε θύματα τῶν δαιμόνων ἐπιδιώκοντας νά δοῦμε τούς κεκοιμημένους ἤ ἐπιθυμώντας νά δοῦμε ᾿Αγγέλλους καί ῾Αγίους; Πῶς ὅμως κάποιοι βλέπουν ᾿Αγγέλους καί ῾Αγίους καί ἐπικοινωνοῦν μαζί τους;
Στό περιοδικό «῾Αγιορείτικη Μαρτυρία» δίνεται ἀκριβής ἑρμηνεία καί κατά κάποιο τρόπο ἀποδεικνύεται, μέ βάση τά κείμενα τοῦ ἁγίου ᾿Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν τή δυνατότητα ἐπικοινωνίας ἤ τούς ᾿Αγγέ-λους, ἐνῶ εἶναι πολύ φυσιολογικό νά ἐπικοινωνοῦν μέ τά πεπτωκότα πνεύματα.
᾿Αναφέρονται λοιπόν τά ἑξῆς·
«῞Ολοι ἐμεῖς, ὅσοι βρισκόμαστε στή δουλεία τῆς ἁμαρτίας, πρέπει νά ἐννοήσωμεν ὅτι ἡ ἐπικοινωνία μέ τούς ἁγίους ᾿Αγγέλους δέν εἶναι γιά μᾶς κάτι τό φυσιολογικό, καί τοῦτο λόγῳ τῆς ἀποξενώσεώς μας ἀπ᾿ αὐτούς, ἐξαιτίας τῆς πτώσεως, καί ὅτι ἀντίθετα ἐκεῖνο πού εἶναι φυσιολογικό, γιά τόν ἴδιο λόγο, εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μέ τά πεπτωκότα πνεύματα, στήν τάξη τῶν ὁποίων ἀνήκομε κατά τήν ψυχή· καί ὅτι τέλος, τά πνεύματα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἐμφανίζονται αἰσθητά σέ ἀνθρώπους, πού βρίσκονται μέσα στήν ἁμαρτία καί στήν πτώση, εἶναι δαίμονες καί σέ καμμιά περίπτωση ἅγιοι ῎Αγγελοι. ῾Ο ἅγιος ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος λέει· “῾Η ἀκάθαρτη ψυχή δέν εἰσέρχεται στόν καθαρό χῶρο καί δέν ἑνώνεται μέ πνεύματα ἅγια”27. Οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι ἐμφανίζονται μόνο σέ ἁγίους ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀποκαταστήσει κοινωνία μέ τόν Θεό καί μ᾿ ἐκείνους, μέ τήν ἅγια ζωή τους»28.
῾Υπάρχουν ὅμως περιπτώσεις πού καί σέ ἁμαρτωλούς ἐμφανίζονται ἅγιοι ῎Αγγελοι. Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό;
Σέ σπάνιες περιπτώσεις καί γιά κάποιο εἰδικό λόγο, πού γνωρίζει ὁ Θεός, οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι ἐμφανίζονται σέ ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους καί ἀκόμη καί σέ ζῶα (ὄνος τοῦ Βαλαάμ). ᾿Επίσης πολλές φορές παίρνουν τή μορφή φωτεινῶν ᾿Αγγέλων οἱ δαίμονες γιά νά ἐξαπατήσουν τούς ἀνθρώπους ἤ παίρνουν τή μορφή ἑνός κεκοιμημένου, διότι στούς δαίμονες ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀναμεμιγμένη μέ τό ψέμα καί τήν ἀπάτη.
Γιατί τό κάνουν αὐτό οἱ δαίμονες; Ποιά σκοπιμότητα ἔχουν;
῾Ο σκοπός τους εἶναι νά ἐνισχύσουν τήν κυριαρχία τους ἐπάνω μας.
Τά μνημόσυνα πῶς καθιερώθηκαν στή λειτουργική ζωή τῆς ᾿Εκκλησίας, ὠφελοῦν τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων;
῾Η ᾿Εκκλησία καθιέρωσε εἰδικές τελετές γιά τή μνήμη τῶν κεκοιμημένων καί εἰδικές δεήσεις καί αὐτό ὀφείλεται σέ δογματικούς καί παραδοσιακούς λόγους .
῾Η ᾿Εκκλησία, ὅπως ἤδη εἴπαμε, εἶναι «κοινωνία ῾Αγίων» καί ἀποτελεῖται, ὄχι μόνο ἀπό τούς ζῶντες, ἀλλά καί τούς κεκοιμημένους. Τό γεγονός δέ ὅτι πιστεύουμε στή ζωή μετά τό θάνατο, στήν ἀνάσταση καί στήν Κρίση μᾶς δημιουργεῖ ἔντονη τήν ἐπιθυμία νά προσευχόμαστε καί νά θέλουμε νά κάνουμε εἰδικές δεήσεις ἐμεῖς οἱ ζῶντες γιά τούς κεκοιμημένους, γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν ὅλων ἐκείνων πού ἔζησαν μαζί μας καί μοιράστηκαν τήν ἀγάπη μας.
᾿Αλλά καί στούς ᾿Ιουδαίους καί στούς ᾿Εθνικούς ὑπῆρχαν τήν ἐποχή πού ἐμφανίστηκε ὁ Χριστιανισμός εἰδικές τελετές πρός τιμή καί μνήμη τῶν νεκρῶν, οἱ ὁποῖες ἐπέδρασαν καί συνέβαλαν στήν καθιέρωση παρόμοιων χριστιανικῶν λειτουργικῶν ἐκδηλώσεων ἤ καί στή συνέχιση νεκρικῶν ἐθίμων, τά ὁποῖα δέν ἀντέκειντο πρός τό πνεῦμα τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἀποκτοῦσαν νέο νόημα ἐν Χριστῷ.
῎Ετσι ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται στόν Τωβίτ (4, 17) «ἔκχεον τοὺς ἄρτους σου ἐπὶ τὸν τάφον τῶν δικαίων», ἀφορᾶ προφανῶς σέ «νεκρόδειπνα» πού τελοῦνταν γιά μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων. ᾿Επίσης καί στό βιβλίο τῶν Μακκαβαίων ἀναφέρεται ὅτι ὁ ᾿Ιούδας ὁ Μακκαβαῖος ἀπέστειλε στά ῾Ιεροσόλυμα τά δέοντα γιά τήν προσφορά θυσίας ὑπέρ ἐκείνων πού εἶχαν πέσει στόν πόλεμο (Β´ Μακ. 12, 43-45).
᾿Ακόμη καί ἀπό τούς ᾿Εθνικούς τελοῦνταν πάνω στούς τάφους τῶν νεκρῶν τά «περίδειπνα» πού ἀναφέρει ὁ ῞Ομηρος, στά ὁποῖα, ὅπως πίστευαν, συνέτρωγε καί ὁ νεκρός μαζί μέ τούς φίλους καί τούς συγγενεῖς του. Τέτοια γεύματα τελοῦνταν τήν τρίτη, τήν ἐνάτη καί τήν τριακοστή ἡμέρα ἀπό τήν ἡμέρα τῆς ἐξόδου τοῦ κεκοιμημένου καί κάθε ἔτος, τήν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του, δηλαδή τῶν γενεθλίων του.
῾Επομένως μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά τρίμερα, τά ἐννιάμερα, τά σαράντα κ.λ.π. ἔχουν προέλθει ἀπό τούς ᾿Εθνικούς καί τούς ᾿Ιουδαίους;
Κάνοντας μιά ἀναδρομή στό παρελθόν, θά δοῦμε ὅτι οἱ χριστιανοί, παράλληλα μέ τίς ἐλεημοσύνες πού συνιστᾶ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐξακολουθοῦσαν νά τελοῦν κοντά στούς τάφους τῶν νεκρῶν τά «περίδειπνα» ἤ τίς «μακαρίες», οἱ ὁποῖες ἐπιβίωσαν μέχρι καί σήμερα. Σ᾿ αὐτές συμμετεῖχαν ἐκτός ἀπό τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους, οἱ κληρικοί, οἱ φτωχοί καί οἱ ξένοι29.
Στίς «μακαρίες» ἔχουν τήν ἀρχή τους καί τά κόλλυβα, τά ὁποῖα μέχρι σήμερα, προσφέρονται στά μνημόσυνα.
Οἱ προσευχές ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων περιλαμβάνουν·
1) Τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἤ δεήσεις εἰδικῶς γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν.
2) ᾿Ανάγνωση τῶν ὀνομάτων τους στίς συνήθεις λειτουργίες.
3) Εἰδικῶς γι᾿ αὐτούς δεήσεις, τά λεγόμενα μνημόσυνα.
᾿Ετσι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος ὁμιλεῖ γιά Θεία Λειτουργία πού τελέστηκε, σύμφωνα μέ τήν συνήθεια πού ἐπικρατοῦσε στήν ἐποχή του, ὑπέρ τῆς μητέρας του, λίγο μετά τήν κοίμησή της30. Καί ὁ ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων μνημονεύει τίς δεήσεις πού γίνονταν κατά τή Θεία Λειτουργία ὑπέρ «πάντων ἁπλῶς τῶν ἐν ἡμῖν προκεκοιμημένων» καί ἐκφράζει τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας λέγοντας ὅτι «μεγίστην ὄνησιν» ἀπολαμβάνουν οἱ ψυχές «ὑπέρ ὧν ἡ δέησις προσφέρεται τῆς ἁγίας καί φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας»31. Καί τέλος ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ ὡς ἀποστολική νομοθεσία «τὸ ἐπὶ τῶν φρικτῶν μυστηρίων μνήμην γίγνεσθαι τῶν ἀπελθόντων», μέ τή βεβαιότητα ὅτι «πολὺ κέρδος καὶ πολλὴν ὠφέλειαν ἀποκομίζουν ἀπό τίς δεήσεις αὐτές οἱ ψυχές τους32.
῎Ηδη στίς ᾿Αποστολικές Διαταγές ἀπαντᾶ ἡ διάκριση τῶν μνημοσύνων σέ «τρίτα», «ἔνατα», «τεσσαρακοστά» καί «ἐνιαύσια»33.
Δηλαδή συνεχίστηκε ἡ συνήθεια καί ἡ παράδοση πού εἶχαν οἱ ᾿Εθνικοί, ἀλλά δόθηκε σ᾿ αὐτή νέο νόημα;
᾿Ακριβῶς. Τά «τρίτα», τά τριήμερα, ὅπως τά λέμε σήμερα, διατηρήθηκαν, διότι συμβολίζουν τήν τριήμερη παραμονή τοῦ Κυρίου στόν τάφο καί τήν τριήμερό του ἔγερση34, ἤ γίνονται πρός τιμή τῆς ῾Αγίας Τριάδος34α.
Τά «ἔνατα» πάλι, τά ἐννιάμερα, θεσπίστηκαν γιά τόν ἱερό τοῦ ἀριθμοῦ (3Χ3) ἤ γιά τά ἐννέα τάγματα τῶν ᾿Αγγέλων, μέ τήν εὐχή νά συναριθμηθεῖ μεταξύ αὐτῶν καί τό πνεῦμα τοῦ μεταστάντος35.
Τά «τριακοστά» ἀντικαταστάθηκαν μέ τά «τεσσαρακοστά», δηλαδή τά «σαράντα», ἐπειδή τά παλαιά χρόνια καί «τὸν Μωυσῆν οὕτως ὁ λαὸς ἐπένθησεν»36 ἤ γιά τήν ᾿Ανάληψη τοῦ Σωτήρα πού ἔγινε μετά τήν ἀνάσταση, ὥστε καί ὁ κεκοιμημένος νά ἀναστηθεῖ καί νά ἀναληφθεῖ «ἁρπαγεὶς ἐν νεφέλαις» καί νά προϋπαντήσει τόν Κριτή καί ἔτσι νά συνευρεθεῖ καί νά εἶναι πάντοτε μέ τόν Κύριο 37.
Τά «ἐνιαύσια» τέλος, δηλαδή ὁ χρόνος, δέν τελοῦνταν βέβαια κατά τήν ἐπέτειο τῆς γεννήσεως τοῦ κεκοιμημένου, ὅπως ἔκαναν οἱ ᾿Εθνικοί, ἀλλά κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀληθινῆς γεννήσεώς του στόν οὐρανό, δηλαδή τήν ἡμέρα τῆς μεταστάσεώς του.
῾Ο ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης ἐπιμένει καί ὑπογραμμίζει τήν ὠφέλεια πού ἔχουν οἱ ψυχές ἀπό τήν τέλεση τῆς Θεί-ας Εὐχαριστίας πού γίνεται στή μνήμη τῶν κεκοιμημένων, διότι στή Θεία Λειτουργία βγαίνει μερίδα στό ἅγιο δισκάριο καί ἔτσι, μέ τρόπο πού δέν μποροῦμε νά τόν προσδιορίσουμε, μετέχουν καί κοινωνοῦν οἱ ψυχές μέ τόν Θεό καί παίρνουν μεγάλη παράκληση καί σώζονται καί εὐφραίνονται ἐν Χριστῷ38.
Γι᾿ αὐτό βρίσκουμε εὐχές ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων στίς ἀρχαιότερες λειτουργίες, στή λειτουργία τοῦ Εὐαγγελιστῆ Μάρκου καί στή λειτουργία τοῦ ἁγίου Κλήμεντος. Συγκεκριμένα στή λειτουργία τοῦ Εὐαγγελιστῆ Μάρκου ἀναφέρεται·
«Καὶ πάντων τὰς ψυχὰς ἀνάπαυσον, Δέσποτα Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐν ταῖς τῶν ῾Αγίων Σου σκηναῖς, ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου, χαριζόμενος αὐτοῖς, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασας, ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσι τό ὄνομά Σου τό ῞Αγιον. Αὐτὸς μὲν οὖν τὰς ψυχὰς ἀνάπαυσον, Κύριε, καὶ Βασιλείας Οὐρανῶν ἀξίωσον».
Υπάρχουν ὅμως καί τά Ψυχοσσάββατα.
Ναί, βέβαια. Στήν πράξη τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπό τούς παλαιούς χρόνους βρίσκουμε καί τά Ψυχοσσάββατα. Τά Ψυχοσσάββατα τελοῦνται γιά ὅλους ἐκείνους τούς κεκοιμημένους πού δέν τούς ἔγιναν μνημόσυνα καί στερήθηκαν τήν ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτά, διότι ἤ πέθαναν στά ξένα ἤ πνίγηκαν στίς θάλασσες ἤ χάθηκαν στίς ἐρημιές·
«Τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος σήμερον νεκρῶν ἁπάντων κατ᾿ ὄνομα μετὰ πίστεως ζησάντων εὐσεβῶς, μνήμην τελοῦντες οἱ πιστοί, τὸν Σωτῆρα καὶ Κύριον ἀνυμνήσωμεν, αἰτοῦντες ἐκτενῶς τούτους ἐν ὥρᾳ τῆς Κρίσεως, ἀπολογίαν ἀγαθὴν δοῦναι αὐτῷ τῷ Θεῷ ἡμῶν, τῷ πᾶσαν κρίνοντι τὴν γῆν…».
῎Ας τό ἑρμηνεύσουμε, γιά νά δοῦμε ἀκριβῶς τό λόγο γιά τόν ὁποῖο θεσπίστηκαν τά Ψυχοσσάββατα·
«Σήμερα ἐμεῖς οἱ πιστοί τελοῦμε τή μνήμη ὀνομαστικά ὅλων τῶν νεκρῶν, πού ἔχουν πρίν ἀπό αἰῶνες κοιμηθεῖ μέσα στήν πίστη καί ἔζησαν μέ εὐσέβεια καί φόβο Θεοῦ. ῎Ας ἀνυμνήσουμε λοιπόν τόν Σωτήρα μας Κύριο, προσευχόμενοι ἐκτενῶς γι᾿ αὐτούς, ὥστε τήν ὥρα τῆς Κρίσεως νά ἔχουν καλή ἀπολογία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος θά κρίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς.
Πόσα Ψυχοσσάββατα τελεῖ ἡ ᾿Εκκλησία;
Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι τά Ψυχοσσάββατα εἶναι δύο.
Τό πρῶτο ψυχοσσάββατο γίνεται τό Σάββατο πρό τῆς ᾿Απόκρεω καί τό δεύτερο, τό Σάββατο πρό τῆς Πεντηκοστῆς.
Στό δεύτερο Ψυχοσσάββατο ἡ ᾿Εκκλησία εὔχεται γιά ὅλους ὅσους ἔχουν «κοιμηθεῖ» ἀπό τόν ᾿Αδάμ μέχρι σήμερα. Καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ρωτάει· Γιατί ἡ ἁγία ᾿Εκκλησία θεσμοθέτησε νά εὐχόμαστε γιά τή σωτηρία ὅλων ἀφοῦ μέσα σ᾿ αὐτές ὅλες τίς γεννιές θά ὑπῆρχαν καί κλέφτες καί τυμβωρύχοι καί ληστές; Καί ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος· ῎Ισως γιατί μπορεῖ νά ὑπάρξει γι᾿ αὐτούς κάποια ὠφέλεια καί ἐπιστροφή·
«Διατὶ γὰρ ὑπὲρ εἰρήνης καὶ εὐσταθείας τοῦ κόσμου ἐκέλευσεν (ὁ Θεός) εὔχεσθαι; Διατὶ περὶ πάντων ἀνθρώπων; Καί τοι γε ἐνταῦθα ἐν πᾶσίν εἰσιν καὶ λησταὶ καὶ τυμβωρύχοι καὶ κλέπται καὶ μυρίων κακῶν γέμοντες, ἀλλ᾿ ὅμως ὑπὲρ πάντων εὐχόμεθα. ῎Ισως γάρ τις αὐτῶν ἐπιστροφή. ῏Ωσπερ οὖν ὑπὲρ τῶν ζώντων εὐχόμεθα τῶν οὐδὲν διαλαττόντων τῶν νεκρῶν, οὕτως ἔνεστι καὶ ὑπὲρ ἐκείνων εὔχεσθαι»39.
᾿Αλλά γιατί τελοῦνται καί τά Σάββατα ὅλου τοῦ χρόνου μνημόσυνα;
Στόν ἑβδομαδιαῖο λειτουργικό κύκλο, κάθε μέρα τῆς ἑβδομάδας εἶναι ἀφιερωμένη σέ κάποιον ῞Αγιο. ῾Η Δευτέρα εἶναι ἀφιερωμένη στούς ᾿Αγγέλους. ῾Η Τρίτη στόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τόν Πρόδρομο. ῾Η Τετάρτη στήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο. ῾Η Πέμπτη στούς ἁγίους ᾿Αποστόλους. ῾Η Παρασκευή στή Σταύρωση τοῦ Κυρίου μας. Τό Σάββατο στή μνήμη τῶν κεκοιμημένων καί ἡ Κυριακή στήν ᾿Ανάσταση τοῦ Κυρίου.
Τά Σάββατα λοιπόν πρέπει νά τελοῦνται τά μνημόσυνα, διότι αὐτό συνάγεται ἀπό τή λειτουργική μας παράδοση. Στήν «Παρακλητική», ἕνα βασικό λειτουργικό βιβλίο τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ὑπάρχουν γιά ὅλα τά Σάββατα καί στούς ὀκτώ ἤχους νεκρώσιμοι κανόνες, καί νεκρώσιμη ὑμνολογία γιά τούς κεκοιμημένους. ῾Η τάξη δηλαδή τῆς ᾿Εκκλησίας μας θέλει νά τελοῦνται τά μνημόσυνα τά Σάββατα καί ὄχι τίς Κυριακές πού εἶναι ἡμέρα τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Κυρίου καί συμβολίζει καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν κατά τή Δευτέρα Παρουσία εἶναι δέ εἰκόνα «τοῦ προσδωκομένου αἰῶνος, μία οὖσα καί ὀγδόη»40.
Ποιά εἶναι τά ἀπαραίτητα εἴδη πού πρέπει νά προσκομισθοῦν γιά τή Θεία Λειτουργία καί τό μνημόσυνο;
Τά ἀπόλυτα ἀπαραίτητα εἴδη γιά τή Θεία Λειτουργία καί τό μνημόσυνο εἶναι·
1) Τό πρόσφορο 21
2) ῾Ο οἶνος
3) Τό θυμίαμα
4) Τό κερί
Αὐτά τά συγκεκριμένα εἴδη εἶναι ἐκεῖνα πού προσφέρονταν ἀπό τά παλαιά χρόνια ἀπό τούς πιστούς γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. ῾Ο λειτουργός δέχεται τίς «προσφορές» τῶν πιστῶν καί ξεχωρίζει ἀπ᾿ αὐτές ἐκείνη πού θά καθαγιασθεῖ μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Γι᾿ αὐτό, ἄς προσφέρουμε τό πρόσφορό μας μέ καθαρή πρόθεση, ἀνυπόκριτη πίστη, σταθερή ἐλπίδα καί θά μεταβληθεῖ, διά τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, σέ Σῶμα Χριστοῦ. Παρόμοια καί ὁ οἶνος πού προσφέρουμε θά γίνει Αἷμα Χριστοῦ.22
᾿Από τό πρόσφορο βγαίνει στήν ἁγία Προσκομιδή ἡ μερίδα τοῦ κεκοιμημένου καί τοποθετεῖται στό δισκάριο κοντά στόν ᾿Αμνό καί στίς μερίδες τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τῶν ᾿Αγγέλων, τῶν Προφητῶν, τῶν ῾Ιεραρχῶν, τῶν Μαρτύρων, τῶν ἐγκρατευτῶν καί ὅλης τῆς ᾿Εκκλησίας. Διότι τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας τῆς ἁγίας Καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι ὅπως τονίσαμε καί σέ ἄλλο σημεῖο, τό μυστήριο τοῦ συνδέσμου τῆς ἀγάπης. Πάνω στό ἅγιο δισκάριο βλέπουμε τήν εἰκόνα τῆς ἁγίας μας ᾿Εκκλησίας, βλέπουμε τή συναγωγή τοῦ Θεοῦ, μᾶς λέει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης·
«Διὰ τῆς ἱερᾶς προσκομιδῆς τὸν ᾿Ιησοῦν αὐτὸν καὶ τὴν ᾿Εκκλησίαν αὐτοῦ μίαν πᾶσαν ὁρῶμεν, εἰς τό μέσον Αὐτόν, τὸ ἀληθινὸν φῶς Ϝ ἡ Μήτηρ δέ Ϝ ἐκ δεξιῶν· ἅγιοι δὲ καὶ ἄγγελοι ἐξ ἀριστερῶν· ὑποκάτω δὲ ἅπαν τῶν αὐτῷ πιστευσάντων τὸ εὐσεβὲς ἄθροισμα. Καὶ τοῦτο εἶναι τό μέγα μυστήριον· Θεὸς ἐν ἀνθρώποις καὶ Θεὸς ἐν μέσῳ θεῶν, θεουμένων ἐκ τοῦ κατὰ φύσιν ὄντως Θεοῦ σαρκωθέντος ὑπὲρ αὐτῶν. Καὶ τοῦτό ἐστι ἡ μέλλουσα Βασιλεία καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς τὸ πολίτευμα· Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν ὁρώμενός τε καὶ μεταλαμβανόμενος»41.
῎Ας τό ἑρμηνεύσουμε·
Στήν ἱερά προσκομιδή ἔχουμε τή δυνατότητα νά δοῦμε τόν ἴδιο τόν ᾿Ιησοῦ καί τήν ᾿Εκκλησία Του ὅλη. Στό μέσο βρίσκεται ᾿Εκεῖνος, πού εἶναι τό ἀληθινό φῶς, Ϝ ἡ Μητέρα Του στά δεξιά καί οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι καί οἱ ῞Αγιοι στά ἀριστερά. ᾿Από κάτω δέ ὅλο τό πλῆθος τῶν εὐσεβῶν πού πίστευσαν σ᾿ Αὐτόν. Καί αὐτό εἶναι τό μέγα μυστήριο. ῾Ο Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους καί ὁ Θεός ἐν μέσω θεῶν, πού θεώνονται ἀπό τόν κατά φύση Θεό, ὁ ῾Οποῖος σαρκώθηκε γι᾿ αὐτούς. Καί αὐτή εἶναι ἡ μέλλουσα Βασιλεία καί τό πολίτευμα τῆς αἰώνιας ζωῆς· Τό νά εἶναι Θεός ἀνάμεσά μας, νά Τόν βλέπουμε καί νά Τόν μεταλαμβάνουμε».
Τά κόλλυβα δέν τά συμπεριλάβατε στά ἀπαραίτητα εἴδη γιά τό μνημόσυνο ἑνός κεκοιμημένου. Δέν εἶναι ἀπό τά πρῶτα εἴδη καί αὐτά;
Τά κόλλυβα, πρέπει νά ξέρουμε, δέν ἀποτελοῦν τό οὐσιῶδες καί ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τό Μνημόσυνο. Βέβαια σήμερα δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ Μνημόσυνο, χωρίς τήν παράθεση τῶν κολλύβων! Τά κόλλυβα τά ἔχει δεχθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία μας καί τούς ἔχει δώσει ἕνα συμβολικό νόημα. ῞Οπως δηλαδή ὁ σπόρος ἄν δέν σπαρεῖ καί δέν σαπίσει (πεθάνει) στό χῶμα, μένει μόνος, ἄν ὅμως σπαρεῖ (ἐνταφιασθεῖ στό χῶμα καί πεθάνει), βλαστάνει πάλι καί δίνει καρπό, ἔτσι πιστεύουμε ὅτι γίνεται καί γιά τόν κεκοιμημένο. ῞Οτι παρόλο πού σπάρθηκε στή γῆ (ἐνταφιάστηκε καί σάπισε καί ἔλιωσε τό σῶμα του) πάλι θά βλαστήσει καί θά ἀναστηθεῖ στή γενική ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί θά ζήσει στήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 23
Κόλλυβα ὀνομάζουμε τό βρασμένο σιτάρι. Τά ὀνόμασε ἔτσι πρῶτος ὁ μάρτυς Θεόδωρος, κατά τή διάλεκτο τῶν Εὐχαΐτων, στό διάλογό του μέ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Εὐδόξιο, ὅταν θέλησε νά προλάβει τούς Χριστιανούς νά μή μιανθοῦν, τρώγοντας ἀπό τά κρέατα τά ραντισμένα μέ αἵματα εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν πού τούς ἐπέβαλε ὁ ἀσεβής ᾿Ιουλιανός ὁ παραβάτης. Τούς συνέστησε δέ νά βράσουν σιτάρι, κόλλυβα καί αὐτή νά εἶναι ἡ τροφή τους ἐκείνη τήν ἡμέρα.
Μποροῦμε νά προσφέρουμε καί ἄλλα σπέρματα, ἀλλά προτιμοῦμε τό σιτάρι, διότι καί ὁ Κύριος τήν ταφή Του καί τήν ἀνάστασή Του μέ ταφή κόκκου σίτου τήν παρομοίασε, λέγοντας· «᾿Αμήν, ἀμήν, λέγω ἡμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένῃ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ πολὺν καρπὸν φέρει» (᾿Ιωάν. 12, 24).
῞Ομως τό μνημόσυνο δέν ἀρχίζει ἀπό τά κόλλυβα, ἀλλά ἀπό τό πρόσφορο. Τά κόλλυβα ἕπονται. Διότι, ὅπως εἴπαμε, ἡ ὑπόθεση τοῦ μνημοσύνου, πού εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου, συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Γι᾿ αὐτό καί στίς Προηγιασμένες Λειτουργίες ὅπου δέν ἐξάγονται «μερίδες», δέν τελοῦνται μνημόσυνα, διότι δέν γίνεται ἁγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων, δηλαδή θυσία, ἐφόσον τά δῶρα εἶναι προηγιασμένα42.
Τί σημαίνει τό «αἰωνία ἡ μνήμη» πού ψάλλεται στό τέλος τῶν μνημοσύνων;
Τό «αἰωνία ἡ μνήμη» ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά βρίσκεται κανείς στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ἡ ᾿Εκκλησία εὔχεται «νά διατηρηθεῖ» ὁ κεκοιμημένος στή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Διότι ἄν μᾶς «λησμονήσει» ὁ Θεός, ἄν μᾶς πεῖ «οὐκ οἶδα ὑμᾶς», ὁδηγούμαστε στόν πνευματικό ἀφανισμό.
῾Η κτίση, λένε οἱ Πατέρες, ζεῖ πνευματικά καί ὑπάρχει μόνο ὅταν μετέχει στή θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. ᾿Από αὐτή τήν ἄκτιστη Χάρη παίρνει συνεχῶς τό πνευματικό εἶναι καί τίς δυνατότητές ἐξέλιξής της. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, ἐφόσον «ἡ θεότητα εἶναι τόν ὄν καί ἡ κτίση τό μή ὄν43. ῾Η κτίση ὑπάρχει δηλαδή ἐπειδή μετέχει στήν οὐσιοποιό καί ζωοποιό καί θεοποιό ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς λέει ὁ Μ. Βασίλειος· «Μονάχα δύο πράγματα ὑπάρχουν· ἡ θεότητα καί ἡ κτίση, ἡ ἁγιαστική δύναμη καί ἡ ἁγιαζόμενη· «Δύο γὰρ λεγομένων πραγμάτων, θεότητός τε καὶ κτίσεως, καὶ δεσποτείας καὶ δουείας καὶ ἁγιαστικῆς δυνάμεως καὶ ἁγιαζομένης»44.
Δηλαδή χωρίς τή μετοχή στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁδηγούμαστε στόν ἀφανισμό, δέν ἔχουμε ἀθανασία καί αἰώνια ζωή;
῾Η ἀθανασία τῆς ψυχῆς μετά τό θάνατο εἶναι δεδομένη. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι φυσική καί συνεπῶς ἀναγκαστική γιά τόν ἄνθρωπο. Καί οἱ Κολασμένοι ὑπάρχουν αἰώνια μέ βάση τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἀλλά ἡ ὕπαρξή τους, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι φυσική καί ἀναγκαστική, εἶναι ἕνας «θάνατος». ῾Η Κόλαση εἶναι «χῶρος νεκρῶν», γιατί ἀπουσιάζει ἡ μετοχή ὅσων βρίσκονται ἐκεῖ πρός τή θεοποιό καί ζωοποιό ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει ἡ σχετική σχέση μέ τόν Θεό καί κατ᾿ ἐπέκταση ἡ προσωπική ταυτότητα πού δημιουργεῖ αὐτή ἡ σχέση. Διότι πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ σχέση μέ τόν Θεό, ἡ μέθεξη πρός τή θεοποιό ἐνέργεια τῆς Χάριτός Του, εἶναι πού δίνει ὑπόσταση στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἡ φύση καθαυτή. ῾Η σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ὑποστασιάζει τή φύση του καί τόν ἀναδεικνύει πρόσωπο.
Πολλοί βλέπουν τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μόνο στό ὅτι δέν θά βασανίζονται αἰώνια, ἐνῶ σωτηρία εἶναι αὐτή ἡ σχέση, ἡ ἀγάπη, ἡ μετοχή στήν ἄκτιστη Χάρη. ῾Η ψυχή, ἄν καί εἶναι ἀπό τή φύση της ἀθάνατη κατά χάριν, ἔχει ἀνάγκη γιά νά ὑπάρξει, νά ὑποστασιασθεῖ σέ μιά σχέση, σ᾿ ἕνα Πρόσωπο, νά ἀποκτήσει προσωπική καί αἰώνια ταυτότητα. Καί τήν ταυτότητα αὐτή, ὅπως εἴπαμε, τή δίνει ὁ Θεός στά πλαίσια μιᾶς σχέσεως πού ἐλεύθερα κινεῖ καί δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή μέσα στήν ᾿Εκκλησία διά τῶν μυστηρίων. ῎Αν δέν δημιουργήσουμε λοιπόν αὐτή τή θεία σχέση, θά «ἐκπέσουμε» ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί θά «ἐμπέσουμε» στό «οὐκ οἶδα ὑμᾶς». Αὐτός εἶναι στό βάθος ὁ «πνευματικός θάνατος45.
Γνωρίζουμε ὅτι βγαίνει μερίδα στό ἅγιο δισκάριο ὅταν τελεῖται Θεία Λειτουργία γιά τούς κεκοιμημένους. Πῶς μεταδίδεται ὅμως στούς κεκοιμημένους ὁ Χριστός, ἐφόσον οἱ νεκροί οὔτε ἐσθίουν οὔτε πίνουν;
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας Νικόλαος Καβάσιλας καί ᾿Ιωάννης Χρυσόστομος μᾶς βεβαιώνουν πώς τόν ἁγιασμό, πού μεταδίδει ἡ Θεία Κοινωνία στούς ζωντανούς, δέν τόν στεροῦνται οὔτε οἱ κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας. ᾿Αλλά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γίνεται αὐτό, μόνο ὁ Χριστός τόν γνωρίζει. Μᾶς λέει λοιπόν·
«῾Ο Χριστός μεταδίδει τόν ἑαυτό Του στούς κεκοιμημένους κατά τρόπο πού μόνο Αὐτός γνωρίζει. Διότι τόν ἁγιασμό πού μεταδίδει ἡ θεία Κοινωνία στούς ζωντανούς δέν τόν στεροῦνται οἱ κοιμηθέντες. Γι᾿ αὐτό τό λόγο ὁ λειτουργός, ἀφοῦ μνημονεύσει τούς ζῶντες ἀδελφούς, συνεχίζει μέ τή μνημόνευση τῶν κοιμηθέντων ἀδελφῶν. Οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων ἐλπίζουν ἀποκλειστικά στό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό τό ἔλεος ζητοῦν γι᾿ αὐτές οἱ ζωντανοί»46.
Τονίζουν δέ οἱ Πατέρες μας ὅτι οἱ ψυχές καθαίρονται, τούς ἀφαιροῦνται ὀφειλές, τούς σβήνονται ἁμαρτίες καί ἀξιώνονται νά γίνουν μέτοχοι τῆς κοινωνίας τοῦ Σωτήρα μας Χριστοῦ· «Αἱ γυμναὶ τῶν σωμάτων ψυχαὶ καθαίρονται Ϝ καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἄφεσιν λαμβάνουσι διὰ τῶν εὐχῶν τῶν ἱερέων καὶ τῆς μεσιτείας τῶν δώρων». Καί «ἤ τούς σβήνεται τελείως κάθε χρέος ἤ τουλάχιστον ἀφαιροῦνται λίγες ὀφειλές· κι ἔτσι γίνονται πιό ἕτοιμοι νά γίνουν μέτοχοι τῆς κοινωνίας τοῦ Σωτῆρος»47.
Υπάρχει καθαρτήριο πῦρ στή μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν;
Οἱ Λατῖνοι πιστεύουν ὅτι οἱ ψυχές ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καί δικαίων καί ἀδίκων, θά περάσουν, μετά τήν ἔξοδό τους ἀπό τό σῶμα, ἀπό τό λεγόμενο καθαρτήριο πῦρ, τό «πουργατόριον» ὅπως ἀναφέρεται στά κείμενά τους.
Στήν ῾Αγία Γραφή δέν γίνεται λόγος πουθενά γία καθαρτήριο πῦρ. ῎Αλλωστε στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου, δέν βλέπουμε νά ὑπάρχει ἕτερος τόπος, ὅπου οἱ ἄνθρωποι νά βασανίζονται προσωρινά, ἀλλά ὁ κόλπος τοῦ ᾿Αβραάμ, ὁ Παράδεισος, καί ἡ Κόλαση. Χάσμα δέ μέγα μεταξύ αὐτῶν, πού χωρίζει τούς δίκαιους ἀπό τούς ἁμαρτωλούς.
Οἱ Οἰκουμενικοί διδάσκαλοι καί Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας κάνουν λόγο γιά δοκιμαστικό πῦρ, ἀλλά αὐτό τό πῦρ δέν εἶναι καθαρτήριο, ἀλλά πῦρ μέ τό ὁποῖο θά δοκιμασθοῦν τά ἔργα ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων κατά τήν ἔσχατη ῾Ημέρα τῆς Κρίσεως48.
Στή Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας συζητήθηκε μεταξύ Λατίνων καί ᾿Ορθοδόξων τό θέμα τοῦ καθαρτηρίου πυρός, στήν ὁποία Σύνοδο ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ἐπίσκοπος ᾿Εφέσου, διέγραψε τίς σωστές καί ὀρθόδοξες θέσεις γιά τό θέμα αὐτό.24
Τό ἐπίμαχο χωρίο γιά τό θέμα τοῦ καθαρτηρίου πυρός μεταξύ τῶν ᾿Ορθοδόξων καί Φραγκολατίνων ἀποτέλεσε τό χωρίο τῆς Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού λέει. «῾Εκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστι τὸ πῦρ δοκιμάσει. Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησε, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται ὡς διὰ πυρός» (Α´ Κορ. 3, 13-15).
Δηλαδή· «Τήν ποιότητα τοῦ ἔργου πού ἔκανε ὁ καθένας, θά τή δοκιμάσει τό πῦρ. ῎Αν τό ἔργο πού ἔκανε ὁ καθένας ἀντέξει, αὐτός θά λάβει μισθό· ἄν ὅμως τό ἔργο πού ἔκτισε καταστραφεῖ ἀπό τή φωτιά, αὐτός θά χάσει τήν ἀμοιβή του, ὁ ἴδιος ὅμως θά σωθεῖ, ὅπως σώζεται ἕνας πού περνάει μέσα ἀπό τίς φλόγες».
Τό πῦρ γιά τό ὁποῖο γίνεται λόγος ἐδῶ εἶναι τό πῦρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Οἱ Λατῖνοι ὅμως διατείνονταν ὅτι πρόκειται γιά προσωρινό, καθαρτήριο πῦρ, βασιζόμενοι στή φράση «αὐτὸς δὲ σωθήσεται ὡς διά πυρός». ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας τή ρήση αὐτή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, λέει· «Σωθήσεται γὰρ, φησιν, ὁ ἁμαρτωλὸς ὡς διὰ πυρὸς», τουτέστι διαμενεῖ κολαζόμενος ἐν τῷ πυρὶ καί οὐ συναπολεῖται τοῖς πονηροῖς ἔργοις καὶ διαθέσεσι». Τό ρῆμα «σωθήσεται», μᾶς λέει, δέν δηλώνει τή σωτηρία, τήν ἀποκατάσταση, ὅπως ἔλεγαν οἱ Λατῖνοι, ἀλλά τή διατήρηση, μέ τήν ἔννοια ὅτι θά διατηρηθεῖ ὁ κολαζόμενος αἰώνια βασανιζόμενος. Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια, δέν θά καθαρθεῖ ὁ κολαζόμενος μέ τό πῦρ αὐτό καί δέν θά ἀποκατασταθεῖ μέ κάποιο παροδικό καθαρτήριο πῦρ, ἀλλά θά παραμείνει αἰωνίως στή φωτιά βασανιζόμενος49.
῾Ο πρωτοπρεσβύτερος π. ᾿Ιωάννης Ρωμανίδης στό βιβλίο του «Κείμενα Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας» περιλαμβάνει ἕνα κείμενο τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ ὅπου διαγράφονται οἱ ὀρθόδοξες θέσεις γιά τό ἐπίμαχο αὐτό θέμα. Λέει λοιπόν·
«῾Ημεῖς οἱ εὐσεβεῖς ἀκολουθοῦντες τὴν ἀλήθειαν καὶ τὰς τοιαύτας καινοτομίας ἀποστρεφόμενοι, δύο μὲν τόπους διὰ τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμένων, Παράδεισον καὶ Κόλασιν, διὰ τοὺς δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς, καθὼς ἡ θεία Γραφὴ μᾶς διδάσκει, ὁμολογοῦμεν καὶ ἀποδεχόμεθα. Τρίτον δὲ τόπον καὶ πουργατόριον οὐδόλως στέργομεν, ἐπειδὴ καὶ οὔτε ἡ Γραφὴ οὔτε οἱ θεῖοι Πατέρες τοιοῦτόν τι μᾶς ἐδίδαξαν. Πιστεύομεν ὅμως, ὅτι οἱ δύο αὐτοὶ τόποι ἔχουσι πολλὰς καὶ διαφόρους μονάςϜ Καὶ οὐδεὶς τῶν διδασκάλων τῆς ᾿Εκκλησίας παρέδωκεν ἢ ἐδίδαξε τὸ τοιοῦτον πουργατόριον, ἀλλὰ ὅλοι ἕναν καὶ μόνον τόπον τιμωρητικὸν λέγουσι, τὸν ͺ῞Αδην, καθὼς καὶ ἕνα φωτεινόν καὶ λαμπρὸν διδάσκουσι, τὸν Παράδεισον. ῎Εχουσιν ὅμως καὶ οἱ δύο τόποι μονὰς διαφόρους ὡς εἴπομεν· καὶ ἐπειδὴ αἱ μὲν τῶν ῾Αγίων καὶ τῶν Δικαίων ψυχαὶ πηγαίνουσιν ἀναμφιβόλως εἰς τὸν Παράδεισον, αἱ δὲ τῶν ἁμαρτωλῶν εἰς τὴν Κόλασιν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἁμαρτωλοὺς οἱ μὲν ἀσεβεῖς καὶ ἀσύγγνωστα ἁμαρτήσαντες κολάζονται αἰωνίως, οἱ δὲ συγγνωστὰ καὶ μέτρια πταίσαντες ἐλπίζουσι τυχεῖν ἐλευθερίας κατὰ τὴν ἄφατον εὐσπλαγχνίαν τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο ὑπὲρ τῶν τοιούτων, τῶν μέτρια δηλαδή καὶ συγγνωστὰ ἁμαρτησάντων, γίνονται παρὰ τῆς ᾿Εκκλησίας αἱ προσευχαὶ καὶ δεήσεις, λειτουργίαι τε καὶ μνημόσυνα καὶ ἐλεημοσύναι, διὰ νὰ λάβωσιν αἱ ψυχαὶ ἐκεῖναι ὠφέλειαν καὶ ἄνεσιν. ῞Οθεν καὶ ὅταν ἡ ᾿Εκκλησία προσεύχεται διὰ τὰς ψυχὰς τῶν κεκοιμημένων, ἐλπίζομεν μὲν νά γίνεται ἄφεσις παρὰ Θεοῦ εἰς τοὺς τοιούτους, ὅμως ὄχι διὰ πυρὸς καὶ πουργατορίου, ἀλλὰ διὰ τῆς θείας φιλανθρωπίας, καθ᾿ ὃν τρόπον οἶδεν ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἀγαθότης»50.
῾Επομένως, γιά τούς κεκοιμημένους, κατά τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ὑπάρχουν δύο τόποι· ῾Ο Παράδεισος καί ἡ Κόλαση. Αὐτοί οἱ δύο τόποι ἔχουν πολλές μονές. Δέν ὑπάρχει γιά μᾶς τούς ὀρθόδοξους «πουργατόριον», ἀλλά ἕνας τόπος τιμωρη-τικός, ὁ ῞Αδης, καί ἕνας φωτεινός καί λαμπρός ὁ Παράδεισος. ῞Οσοι τώρα ἀπό τούς ἁμαρτωλούς βρίσκονται στόν ῞Αδη μέ συγγνωστά ἁμαρτήματα, ἐλπίζουμε ὅτι θά λάβουν κάποια ἄνεση καί ὠφέλεια μέ τίς προσευχές τῆς ᾿Εκκλησίας, ὄχι «διά πυρός» ἤ πουργατορίου, ἀλλά μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, μέ τόν τρόπο πού ᾿Εκεῖνος γνωρίζει.
Λένε ὅμως ὅτι καί οἱ ψυχές τῶν ῾Αγίων περνᾶνε ἀπό τόν ῞Αδη. Πάνω σ᾿ αὐτό ὑπάρχει πατερική ἄποψη;
῾Ο ἅγιος ᾿Ανδρέας Κρήτης λέει ὅτι «οἱ ῞Αγιοι τόν ἀειδῆ τόπον ἐκεῖνον διέρχονται μέν, οὐ κατέχονται δέ»51. ῎Ισως γίνεται αὐτό γιά νά ἐννοήσουν τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, δηλαδή τήν κάθοδο τοῦ Κυρίου στόν ῞Αδη καί τή σημασία τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο.
«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν»
Γιατί μᾶς εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε στήν ἁνάσταση;
Μᾶς εἶναι δύσκολο νά πιστέψουμε στήν ἀνάσταση, διότι εἴμαστε ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἀρχαία φιλοσοφία καί ὄχι ἀπό τήν ὀρθόδοξη θεολογία. ῾Η ἀρχαία φιλοσοφία, ὅπως εἴδαμε, πίστευε στήν κατά φύση ἀθάνατη ψυχή καί στό κατά φύση θνητό σῶμα, στό ὁποῖο περικλείεται ἡ ψυχή. Καί γι᾿ αὐτό μᾶς εἶναι πιό φυσικό νά πιστεύουμε στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς παρά στήν ἀνάσταση τοῦ σώματος. Διότι ὅταν λέμε ἀνάσταση ἐννοοῦμε τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων, ἐφόσον οί ψυχές δέν πεθαίνουν, δέν πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι στό θνητοψυχισμό.
«Πιστεύουμε καί στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιατί θά γίνει, πράγματι, θά γίνει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. ῞Οταν λέμε φυσικά ἀνάσταση, ἐννοοῦμε ἀνάσταση σωμάτων. Γιατί ἀνάσταση εἶναι ἡ δεύτερη ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως· ἄλλωστε οἱ ψυχές, ὡς ἀθάνατες (κατά χάριν), πῶς θά ἀναστηθοῦν; ῎Αν πράγματι ὁρίζουν τό θάνατο ὡς χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ὁπωσδήποτε ἡ ἀνάσταση εἶναι ἡ νέα συνάφεια ψυχῆς καί σώματος καί ἡ δεύτερη σύσταση τῆς ζωντανῆς ὑπάρξεως πού διαλύθηκε στά στοιχεῖα της καί ἔπεσε. Τό ἴδιο λοιπόν σῶμα πού φθείρεται καί διαλύεται, τό ἴδιο θά ἀναστηθεῖ ἄφθαρτο», μᾶς λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός1.
῾Επομένως ὅταν λέμε ἀνάσταση νεκρῶν, ἐννοοῦμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι θά ξαναπάρουν πάλι τό σῶμα τους, τό ὁποῖο εἶχε παραδοθεῖ στή μητέρα γῆ καί εἶχε διαλυθεῖ στά «ἐξ ὧν συνετέθη» στοιχεῖα του. ᾿Αλλά τό ἀναστημένο σῶμα μας θά εἶναι ἄφθαρτο καί πνευματικό, ὅπως μᾶς ἀναφέρει καί ὁ ἀπόστολος Παῦ-λος, λέγοντας στήν Α´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολή του· «Δεῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α´ Κορ. 15, 53).
Γιά τούς ἀρχαίους φιλοσόφους λοιπόν καί τούς ῞Ελληνες, πού εἶχαν ἐπηρεασθεῖ ἀπό τό πνεῦμα τους, ὅπως ἔχουμε ἤδη καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς μελέτης αὐτῆς ἀναπτύξει, ἡ σωτηρία βρίσκεται στή φυγή ἀπό τό σῶμα καί ἀπό τό αἰσθητό, στήν ἐπιστροφή πρός τό νοητό κόσμο, ἐνῶ γιά τή Βίβλο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματική ὀντότητα, τό ἀνθρώπινο ὄν εἶναι μιά προσωπική ἑνότητα. ῾Επομένως ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν σωμάτων δέν εἶναι ἀκατανόητη γιά τή Βίβλο. Οἱ ᾿Αθηναῖοι, φυσικά, ἀντέδρασαν ὅταν τούς μίλησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τήν ἀνάσταση, γιατί ἦταν ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν ἀρχαία φιλοσοφική σκέψη. Γι᾿ αὐτό, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, «ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν, οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου» (Πράξ. 17, 31-32).
῾Υπάρχει ὅμως καί ἕνας ἄλλος λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι δυσκολευόμαστε νά πιστέψουμε στήν ἀνάσταση. ῾Ο λόγος αὐτός εἶναι πνευματικός καί ἔχει σχέση μέ τήν καθαρότητα καί τήν ἀναμαρτησία μας. Λέει ὁ π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς· «᾿Εκεῖνος ὁ ὁποῖος διά τῆς πίστεως εἰς τόν ᾿Αναστάντα Χριστόν ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτός ἐνισχύει βαθμιαίως ἐν ἑαυτῷ τήν αἴσθησιν ὅτι ὁ Κύριος ὄντως ἀνέστη, ὄντως ἐνίκησε τόν θάνατον εἰς ὅλα τά μέτωπα μάχης. ῾Η ἁμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει τήν ψυχήν τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλησιάζει πρός τόν θάνατον, τήν μεταβάλλει ἀπό ἀθανάτου εἰς θνητήν, ἀπό ἀφθάρτου καί ἀπεράντου εἰς φθαρτήν καί πεπερασμένην. ῞Οσον περισσοτέρας ἁμαρτίας ἔχει ὁ ἄνθρωπος, τόσον περισσότερον εἶναι θνητός. Καί ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται τόν ἑαυτόν του ἀθάνατον, εἶναι φανερόν ὅτι εὑρίσκεται ὅλος βεβυθισμένος εἰς τάς ἁμαρτίας, εἰς σκέψεις μυωπικάς, εἰς αἰσθήματα νενεκρωμένα. ᾿Ενῶ, καθώς γίνεται ἁγιώτερος ὁ ἄνθρωπος, ἀποκτᾶ ὁλονέν καί περισσότερον δυνατήν, περισσότερον ζωντανήν αἴσθησιν τῆς προσωπικῆς του ἀθανασίας· ἀποκτᾶ ἐπίγνωσιν τῆς ἰδικῆς του καί τῆς τῶν πάντων αἰωνιότητος»2.
Γι᾿ αὐτό καί ὁ π. Σωφρόνιος ὁ Σαχάρωφ μᾶς ὑπογραμμίζει καί μᾶς λέει ὅτι σ᾿ αὐτούς πού μετανοοῦν ἀληθινά, ἡ Χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος δίνει τό βίωμα τῆς ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς ἐνόσω ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ἀκόμη στή γήινη αὐτή ζωή· «῾Η Χάρις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος δίδει εἰς τούς φλογερῶς μετανοοῦντας καί τήν πεῖραν τῆς εἰς ᾅδου καταβάσεως, καί τήν πεῖραν τοῦ ᾅδου τῆς ἀγάπης, καί τῆς ἀναστάσεως τῆς ψυχῆς, ἐντός τῶν ὁρίων εἰσέτι τῆς ἐν τῷ σώματι τούτῳ ζωῆς»3.
Φυσικά, μπορεῖ νά δίδεται ἡ βιωματική ἐμπειρία, ἀλλά δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε καί νά μιλήσουμε μέ λεπτομέρεια γιά τήν πραγματικότητα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἔστω καί ἄν κάποιες φορές βιώνουμε μιά ζωντανή προσωπική σχέση μέ τόν Θεό. Πρέπει ὅμως νά ξέρουμε, ὅτι ἡ σχέση μας αὐτή ἔχει σπέρματα αἰωνιότητας. Πῶς θά εἶναι ὅμως ἡ ζωή, ὄχι κάτω ἀπό τίς συνθῆκες τῆς πτώσης, ἀλλά μέσα σ᾿ ἕνα σύμπαν πού ὁ Θεός θά εἶναι «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι», γι᾿ αὐτό ἔχουμε μόνο μερικές λάμψεις, καί ὄχι μιά καθαρά ἀντίληψη. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού μᾶς κάνει νά μιλᾶμε μέ προσοχή καί νά κρατᾶμε πάντοτε σιωπή γιά τά θέματα αὐτά.32
Εἶναι σαφές λοιπόν ὅτι δέν μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε «διά τοῦ νοός» μας ὅλα αὐτά τά μεταφυσικά θέματα, οὔτε νά ἐννοήσουμε τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση, ἀλλά στήν προσευχή μπορεῖ νά περιέλθουμε, κυρίως οἱ ῞Αγιοι, σέ τέτοια κατάσταση, ἡ ὁποία μᾶς διανοίγει τά μυστήρια τοῦ μέλλοντα αἰώνα, ὅπως μᾶς ἀναπτύσσει καί πάλιν ὁ ἅγιος Γέροντας π. Σωφρόνιος λέγοντας· «Δέν δυνάμεθα νά συλλάβωμεν διά τοῦ νοός ἡμῶν τί σημαίνει σωτηρία τοῦ κόσμου, οὔτε νά ἐννοήσωμεν τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν (βλ. Μάρκ. 9, 10). ᾿Εν τῇ προσευχῇ ὅμως περιερχόμεθα ἐνίοτε εἰς κατάστασιν ἥτις διανοίγει ἡμῖν ἐν μέρει τά μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Πιστεύομεν ὅτι θά ἔλθῃ ἐκείνη ἡ στιγμή, ἥτις καλεῖται «τό πλήρωμα τῶν καιρῶν» (᾿Εφεσ. 1, 10), ὡς τελείωσις παντός ὅ, τι “ἐνενόησε” (πρβλ. ᾿Ιουδήθ 9, 5) περί ἡμῶν ὁ Δημιουργός»4.
᾿Αναφέρεται στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;
῾Ο προφήτης ῾Ησαΐας λέει· «᾿Αναστήσονται οἱ νεκροί καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (῾Ησ. 26, 19). Καί ὁ προφήτης Δανιήλ μᾶς βεβαιώνει ὅτι θά ἀναστηθοῦν ὅσοι εἶναι θαμμένοι στή γῆ, ἄλλοι «εἰς ζωὴν αἰώνιον» καί ἄλλοι εἰς «ὀνειδισμὸν καὶ αἰσχύνην αἰώνιον» (Δαν. 12, 2-3). ᾿Επίσης στό βιβλίο τῶν Μακκαβαίων, ὁ τρίτος γιός τῆς ἁγίας Σολομονῆς παρουσιάζεται νά πιστεύει ἀπόλυτα στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀφοῦ ὅταν προτείνει τή γλώσσα καί τά χέρια στόν εἰδωλολάτρη βασιλέα νά τοῦ τά κόψει, τοῦ λέει μέ γενναῖο φρόνημα· «Τά ἔλαβα ἀπό τόν Θεό καί ἐλπίζω ὅτι θά μοῦ τά ξαναδώσει τήν ῾Ημέρα τῆς γενικῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν» (Β´ Μακ. 7, 10-11).
᾿Αλλά ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἦταν κοινή πίστη στούς ᾿Ιουδαίους. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Μάρθα εἶπε στόν Κύριο ὅταν τή διαβεβαίωσε ὅτι θά ἀναστηθεῖ ὁ Λάζαρος, ὁ ἀδελφός της· «Γνωρίζω ὅτι θά ἀναστηθεῖ κατά τήν ἀνάσταση πού θά γίνει τήν ἐσχάτη ἡμέρα, μετά ἀπό τήν ὁποία θά ἀρχίσει ἡ αἰώνια ζωή» (᾿Ιωάν. 11, 24). ᾿Επίσης τή Μ. Παρασκευή, στήν ἀκολουθία τοῦ ᾿Επιταφίου, μετά τήν ἔξοδό του καί τήν περιφορά, ἐπιστρέφοντας στό ναό, διαβάζουμε μία προφητεία. Τήν προφητεία τοῦ προφήτη ᾿Ιεζεκιήλ, ὅπου περιγράφεται τό ὅραμα πού εἶδε ὁ Προφήτης σχετικά μέ τήν ἀνάσταση, τό ὁποῖο δείχνει καθαρά πῶς θά γίνει ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων. ᾿Εκεῖ βλέπουμε πώς μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐνέργεια τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τά ξηρά ὀστᾶ ἀποκτοῦν σάρκες, νεῦρα, δέρμα καί στή συνέχεια τούς δίδεται πνεῦμα, δηλαδή πνοή ζωῆς, ψυχή· «Καὶ ἰδοὺ ἐπ᾿ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ᾿ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω… καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτούς τὸ πνεῦμα, καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτῶν» (᾿Ιεζ. 37, 8-10).
Γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν γίνεται λόγος στήν Καινή Διαθήκη;
῎Αν μελετήσουμε τήν Καινή Διαθήκη θά δοῦμε ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἕνα θέμα πού σαφῶς διακηρύχθηκε ἀπό τόν Κύριό μας ᾿Ιησοῦ Χριστό.
«῎Ερχεται ὥρα, ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τά ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (᾿Ιωάν. 5, 28-29). Δηλαδή· «῎Ερχεται ὥρα πού ὅλοι, ὅσοι πέθαναν καί βρίσκονται στά μνήματα, θά ἀκούσουν τή φωνή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος θά τούς διατάξει νά ἀναστηθοῦν, καί θά βγοῦν ὅλοι ἔξω ἀπό τά μνήματα. Καί ὅσοι ἔζησαν σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημά Του, θά ἀναστηθοῦν γιά νά ἀπολαύσουν τήν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ὅσοι ἔζησαν στήν ἁμαρτία, θά ἀναστηθοῦν γιά νά δικασθοῦν καί νά κατακριθοῦν».
῎Επειτα οἱ ἀναστάσεις πού πραγματοποίησε ὁ Χριστός, ἐνόσω βρισκόταν στή γῆ, δηλαδή τῆς θυγατέρας τοῦ ᾿Ιαείρου, τοῦ γιοῦ τῆς χήρας στή Ναΐν καί τοῦ Λαζάρου, θεωροῦνται καί εἶναι προοίμια τῆς γενικῆς ἀναστάσεως πού θά ἐπακολουθήσει «τήν ἐσχάτη ῾Ημέρα, κατά τή Δευτέρα Παρουσία» (βλ. ᾿Ιωάν. 6, 39-40, 44, 54).
᾿Αλλά καί ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ἔγινε ἀπαρχή τῆς τέλειας ἀναστάσεως. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει· «῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος ἔγινε ἡ ἀπαρχή τῆς τέλειας ἀναστάσεως πού ποτέ δέν ξαναπηγαίνει στό θάνατο. Γι᾿ αὐτό καί ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε· “῎Αν οἱ νεκροί δέν ἀνασταίνονται, οὔτε ὁ Χριστός ἀναστήθηκε…”. Καί ἀλλοῦ λέει· “Καί ὁ Χριστός εἶναι Πρωτότοκος τῶν νεκρῶν”. Καί πάλι σέ ἄλλο σημεῖο· “῎Αν πιστεύουμε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Θεός, διά τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, θά ἀναστήσει μαζί του καί τούς κεκοιμημένους”. Εἶπε τό “οὕτως”, ἐννοώντας ὅπως δηλαδή ἀναστήθηκε ὁ Κύριος»5.
Διότι «ὅταν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀποθνήσκει, ἀφήνει ἁπλῶς τό ἔνδυμα τοῦ σώματός του, διά νά τό ἐνδυθῇ ἐκ νέου κατά τήν ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας», θά μᾶς πεῖ ὁ π. ᾿Ιουστῖνος ὁ Πόποβιτς6.
᾿Επίσης στίς ᾿Επιστολές τοῦ ἀπόστόλου Παύλου γίνεται συχνά λόγος γιά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων. Στήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή του γράφει· «Συνετάφημεν οὖν διὰ τοῦ Βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν· εἰ γὰρ καὶ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα» (Ρωμ. 6, 4-6). Δηλαδή· «῎Εχουμε ταφεῖ λοιπόν μαζί Του διά τοῦ Βαπτίσματος στό θάνατό Του, ὥστε, ὅπως ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, ἐκ νεκρῶν μέ τή δόξα τοῦ Πατέρα, ἔτσι καί ἐμεῖς νά ζήσουμε μιά νέα ζωή. Διότι ἄν ἑνωθήκαμε μαζί του σ᾿ ἕνα θάνατο σάν τό δικό του, τότε θά ἑνωθοῦμε μαζί Του καί σέ μιά ἀνάσταση σάν τή δική του».
Τήν ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων τήν ἐγγυᾶται λοιπόν ἡ τριήμερη ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων». «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. ᾿Επειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου ὁ θάνατος καὶ δι᾿ ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν· ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ ᾿Αδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν, οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α´ Κορ. 15, 20-23).
Δηλαδή· «῾Η ἀλήθεια εἶναι πώς ὁ Χριστός ἔχει ἀναστηθεῖ, κάνοντας τήν ἀρχή γιά τήν ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν. Γιατί ὅπως ὁ θάνατος ἦλθε στόν κόσμο ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, ἔτσι ἀπό ἕναν ἄνθρωπο ἦλθε στόν κόσμο ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. ῞Οπως πεθαίνουν ὅλοι ἐξαιτίας τῆς συγγένειας μέ τόν ᾿Αδάμ, ἔτσι, χάρη στή συγγένεια μέ τόν Χριστό, ὅλοι θά ξαναπάρουν ζωή».
Θά ἀναστηθοῦν καί οἱ δίκαιοι καί οἱ ἁμαρτωλοί;
῾Η ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θά εἶναι καθολική. Θά ἀναστηθοῦν καί οἱ δίκαιοι καί οἱ ἄδικοι (Πράξ. 24, 15). Δέν θά ἀναστηθοῦν δηλαδή μόνο ὅσοι «ἐκοιμήθησαν» ἐν Χριστῷ, ἀλλά «πάντες». Καί ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ἐν τῷ ἀναστάντι Θεανθρώπῳ» συναναστήθηκε καί ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία ἦταν «ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ὑποστάσει»7. Διότι ὁ Κύριος, ἐπειδή εἴμαστε μέλη τοῦ ἰδικοῦ Του σώματος, χάρισε καί στό δικό μας σῶμα τήν ἀνάσταση, «αὐτὸς τε ἀπαρχὴ τε τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἀφθαρσίας γενόμενος»8.33
῾Ο Χριστός ἀναστήθηκε λοιπόν καί δώρησε καί σέ μᾶς τήν ἀθανασία. «῎Ανευ αὐτῆς τῆς ἀληθείας,», μᾶς λέει ὁ π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς, «ὁ κόσμος μας εἶναι μόνο μιά χαώδης ἔκθεσις ἀπεχθῶν ἀνοησιῶν. Μόνον μέ τήν ἔνδοξον ἀνάστασίν του ὁ θαυμαστός Κύριος καί Θεός μας, μᾶς ἠλευθέρωσεν ἀπό τό παράλογον καί τήν ἀπελπισίαν. Διότι χωρίς τήν ἀνάστασιν δέν ὑπάρχει οὔτε εἰς τόν οὐρανόν οὔτε ὑπό τόν οὐρανόν τίποτε πιό παράλογον ἀπό τόν κόσμον αὐτόν· οὔτε μεγαλυτέρα ἀπελπισία ἀπό τήν ζωήν αὐτήν, δίχως ἀθανασίαν. Δι᾿ αὐτό εἰς ὅλους τούς κόσμους δέν ὑπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ὕπαρξις ἀπό τόν ἄνθρωπον πού δέν πιστεύει εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί εἰς τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν. “Καλὸν ἦν αὐτῷ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος”»9.
᾿Ενῶ ὅποιος ἔχει μυηθεῖ στή δύναμη τῆς ἀναστάσεως, μπορεῖ νά ἐννοήσει τό σκοπό γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός συνέστησε τά πάντα· «῾Ο τῆς ἀναστάσεως μυηθεὶς τὴν ἀπόρρητον δύναμιν, ἔγνω τῶν ἐφ᾿ ᾧ τὰ πάντα ὁ Θεὸς προηγουμένως ἐπεκτήσαντο σκοπόν»10.
᾿Αλλά μέ τό θάνατο δέν χάνεται ἡ οὐσία τοῦ σώματος;
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μᾶς ὑπερτονίζουν ὅτι τό σῶμα μετά τήν ἔξοδό τῆς ψυχῆς διαλύεται, ἀλλά δέν καταστρέφεται ἐντελῶς. Διαλύεται ὅπως ὁ σπόρος στή γῆ, ἀλλά δέν ἀφανίζεται. «Λύεται μὲν τὸ αἰσθητὸν (σῶμα), ἀλλὰ δὲν ἀφανίζεται»11. Διαλύεται λοιπόν τό σῶμα στά στοιχεῖα στά ὁποῖα συγκροτήθηκε, ἀλλά δέν ἀφανίζεται. Καί τά στοιχεῖα αὐτά «ἐστιν ἐν ὕδατι καὶ ἀέρι καί γῇ καί πυρί»12. Δέν χάνονται δηλαδή τά μόρια κανενός σώματος καί ὁ Θεός γνωρίζει ποιά ἀνήκουν στό κάθε σῶμα.
᾿Επίσης καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑποστηρίζει τήν ἴδια ἄποψη καί λέει· «῞Οπως ἀκριβῶς ὅταν δοῦμε ἕναν ἀνδριάντα νά διαλύεται μέσα στό χωνευτήρι, δέν πιστεύουμε ὅτι χάνεται τό μέταλλο ἀπό τό ὁποῖο ἀποτελεῖται, ἀλλά ὅτι ἡ διάλυση γίνεται γιά νά ἐπιτύχουμε καλύτερη κατασκευή, τό ἴδιο πρέπει νά σκεφτόμαστε καί γιά τό σῶμα πού διαλύεται… ῾Ο Θεός διαλύει στή γῆ τό πήλινο σῶμα γιά νά σοῦ κατασκευάσει ἀνδριάντα χρυσό καί ἀθάνατο. Διότι ἡ γῆ, ἀφοῦ δεχτεῖ τό φθαρτό σου σῶμα, θά σοῦ ἀποδώσει “σῶμα ἄφθαρτον καὶ ἀκήρατον”»13.
Πρέπει δέ νά ξέρουμε ὅτι οἱ Πατέρες τονίζουν καί ξεκαθαρίζουν στά κείμενά τους ὅτι ἄν καί ἡ ψυχή χωρίζεται ἀπό τό σῶμα, δέν καταργεῖται ἡ ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει ὅτι «ἡ ὑπόσταση εἶναι σύμπτηξη σώματος καί ψυχῆς κατά τήν ἄρχή τῆς δημιουργίας κάθε ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ ὑπόσταση δέν διασπᾶται οὔτε μέ τό θάνατο» «Μένει τό τε σῶμα καὶ ἡ ψυχή, ἀεὶ μίαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἑαυτῶν ἔχοντα ὑπάρξεώς τε καὶ ὑποστάσεως»14. Κάθε ψυχή συνδέεται μ᾿ ἕνα σῶμα καί κάθε σῶμα συνδέεται μέ μιά ψυχή. Καί τά δυό μαζί ἀποτελοῦν τήν ἰδιαίτερη ὑπόσταση, ἕναν συγκεκριμένο ἄνθρωπο.
Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι ἡ ψυχή, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πάντοτε γνωρίζει τό σῶμα της, γιατί δέν ἀπομακρύνεται ἀπ᾿ αὐτό, ἀλλά πάντοτε εἶναι ἑνωμένη μέ αὐτό. «῾Η ψυχὴ ἀεὶ ἐπισταμένη τὸ ἴδιον, οἷόν τε συνεστὼς ἐν τῷ σχήματι ἦν, καὶ μετά τήν διάλυσιν ἐκ τῶν ἀπομεινάντων σημείων τοῖς λειψάνοις οὐ πλανωμένη περὶ τὸ ἴδιον»15. Δηλαδή· «῾Η ψυχή πάντοτε ἀναγνωρίζει τό τεμάχιο, τοῦ δικοῦ της σώματος, ὅπως ὅταν ἦταν συνηνωμένο μέ ὅλο τό σῶμα, καί μετά τή διάλυση δέν πλανᾶται γιά τήν ἀναγνώριση τῶν δικῶν της μερῶν, ὁδηγούμενη ἀπό τά σημεῖα τά ὁποῖα μένουν πάνω στά λείψανα». Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέει· «῎Εστω κι ἄν τά στοιχεῖα τοῦ σώματος διαλυθοῦν καί διασκορπισθοῦν, τό ἕνα μακριά ἀπό τό ἄλλο, καί τότε ἡ ψυχή τά γνωρίζει μέ τή γνωστική της δύναμη καί τά προσεγγίζει καί ἐφάπτεται μέ αὐτά, μέχρι τά στοιχεῖα αὐτά τά χωρισμένα ἑνωθοῦν καί ἀναστοιχειωθεῖ τό διαλυμένο σῶμα. Αὐτό εἶναι κυριολεκτικά ἐκεῖνο πού ὀνομάζουμε ἀνάσταση»16.
Μποροῦμε λοιπόν νά μιλήσουμε, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιά «ἀνάσταση, ἀναβίωση, ἤ μετακόσμηση» τοῦ σώματος17.
Πῶς δέν χάνεται ἡ οὐσία τοῦ σώματος, ἀφοῦ τό νεκρό σῶμα σαπίζει καί τό τρῶνε τά σκουλίκια, ἐνῶ ἄλλα πάλι σώματα τά ἔχουν καταβροχθίσει τά ψάρια, τά θηρία, οἱ ἀρκοῦδες, τά λιοντάρια καί δέν ἔχουν ἀφήσει οὔτε ἕνα μικρό κοκκαλάκι τους;
Καί ὅμως ὅλα τά μέλη τά ὁποῖα ὑπέστησαν ὁποιαδήποτε φθορά «ἀνελιπῆ καὶ ἀκέραια ἀναδοθήσεται ἐκ γῆς», μᾶς λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης18, πράγμα πού μᾶς τό ἀποδεικνύει ὁ ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων, λέγοντας· «῾Ο Θεός πού δημιούργησε τόν ἄνθρωπο “ἐκ τοῦ μή ὄντος”, ἔχει τή δύναμη νά κάνει καί αὐτή τήν ἀναδημιουργία. Καί αὐτό διότι τά ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις, δυνατά παρά τῷ Θεῷ. Καί ὅλα αὐτά πού φαίνονται σέ σένα τό μικρό καί ἀδύναμο ἄνθρωπο ἀδύνατα καί ἀκατόρθωτα, εἶναι δυνατά καί κατορθωτά γιά τόν Θεό, διότι ὁ Θεός κρατάει στήν παλάμη Του ὅλη τή δημιουργία. Φαντάσου, συνεχίζει, πώς ἔχουν ἀναμιχθεῖ διάφοροι σπόροι καί αὐτοί οἱ διάφοροι σπόροι περιέχονται μέσα στήν παλάμη σου. Εἶναι δύσκολο σέ σένα τόν ἄνθρωπο ἤ πολύ εὔκολο νά ἐντοπίσεις καί νά ξεχωρίσεις κάθε σπόρο ἀπ᾿ αὐτούς πού βρίσκονται στή χούφτα σου, σύμφωνα μέ τήν ἰδιαιτερότητα του καί τό εἶδος του, ὥστε νά τούς βάλεις μαζί ὅμοιους μέ ὅμοιους, νά τούς ταξινομήσεις κατά γένος καί εἶδος; ῎Αρα δηλαδή, ἐσύ μπορεῖς νά διακρίνεις ὅ, τι βρίσκεται μέσα στή χούφτα σου καί ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά διακρίνει καί νά ἀποκαταστήσει ὅσα βρίσκονται στή δική Του παλάμη; ᾿Αντί λοιπόν νά κατηγορεῖς τόν Θεό, συνεχίζει ὁ ἅγιος Κύριλλος, συγκρίνοντάς Τον μέ τή δική σου ἀδυναμία, συνειδητοποίησε μᾶλλον τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία εἶναι “ἄπειρος”. Καί “οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα”»19.
᾿Αλλά πέστε μας αὐτό τό σῶμα πού φέρουμε στή γῆ θά ἀναστηθεῖ στή γενική ἀνάσταση ἤ κάποιο ἄλλο;
Τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ στή γενική ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δέν εἶναι κάποιο ἄλλο σῶμα. ῞Οπως τοῦ Χριστοῦ τό σῶμα μετά τήν ᾿Ανάσταση ἦταν «τοῦτ’ αὐτό», ἔτσι καί τό δικό μας σῶμα θά εἶναι αὐτό ἀκριβῶς τό ἴδιο σῶμα πού ὑπῆρξε ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά μέ ἰδιότητες διαφορετικές. ῾Ο ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος στίς ὁμιλίες του ἀναφέρει ὅτι «στήν ἀνάσταση ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος θά ἀναστηθοῦν· οὔτε μία τρίχα δέν θά χαθεῖ»20. Τό ἴδιο ὑποστηρίζει καί ὁ Μέγας Γέρων Βαρσανούφιος. Σέ ἐρώτηση πού τοῦ θέτει κάποιος ἀδελφός γιά τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων καί γιά τό ἄν θά λάβουμε στήν ἀνάσταση τό σῶμα πού εἴχαμε στή ζωή αὐτή, ἀπαντᾶ· «Μὴ πλανηθεῖς· σὺν τοῖς ὀστέοις καὶ νεύροις καὶ θριξὶ τὰ σώματα ἐγείρονται, καὶ οὕτως ἔσονται εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ὅμως ἐνδοξότερα κατὰ τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου λέγοντος· “τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν”». Δηλαδή· Μήν πλανηθεῖς, πρόσεχε! Τά σώματά μας θά ἀναστηθοῦν μέ τά ὀστά καί τά νεῦρα καί τίς τρίχες καί ἔτσι θά παραμείνουν στόν αἰώνα, ἀλλά θά εἶναι φωτεινότερα καί ἐνδοξότερα, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου πού λέει· “Τότε οἱ δίκαιοι θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν”» (Ματθ. 13, 43)21.
Τό ὅτι «ἕτερον σῶμα πίπτει καὶ ἕτερον ἀνίσταται», λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἀνοησίες καί φλυαρίες αἱρετικῶν. Γιατί τότε, ὑποστηρίζει, πῶς θά εἴχαμε ἀνάσταση; «Τοῦ γὰρ πεσόντος ἐστιν ἡ ἀνάστασις». Καί ἀναπτύσσοντας ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος τίς συνέπειες πού θά εἶχε μιά τέτοια αἱρετική ἀντίληψη, προσθέτει· «῎Αν ἄλλο πίπτει καὶ ἄλλο ἀνίσταται», τότε ἡ νίκη θά ἦταν ἕνα φιάσκο. «Ποῦ δὲ τὸ φοβερὸν κατὰ τοῦ θανάτου νικητήριον;». Ποῦ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση τῶν νεκρῶν σωμάτων ἀπό τή φθορά καί τό θάνατο; « Μεταξύ λοιπόν τοῦ σώματος πού πέθανε καί ἐκείνου τό ὁποῖο θά ἀναστηθεῖ ὑπάρχει ταυτότητα. ῾Ερμηνεύοντας δέ τά λόγια τοῦ μακαρίου καί πολυάθλου ᾿Ιώβ πού λέει «ὁ Θεός θά ἀναστήσει τό δέρμα μου» (᾿Ιώβ 19, 26) -ξέρουμε ὅτι τοῦ ᾿Ιώβ τό σῶμα εἶχε ὅλο σαπίσει- ὁ ὄντως Χρυσόστομος ἅγιος ᾿Ιωάννης μᾶς λέει ὅτι διδασκόμαστε ἀπό τό χωρίο αὐτό «δόγμα ἐκκλησιαστικό». Ποιό εἶναι αὐτό τό δόγμα τό ἐκκλησιαστικό; ῞Οτι τό σῶμα πού ὑπομένει πειρασμούς καί βάσανα, αὐτό τό σῶμα καί θά ἀναστηθεῖ. «Δόγμα δὲ ἐντεῦθεν διδασκόμεθα ἐκκλησιαστικόν, ὅτι τὸ σῶμα τὸ τοὺς πειρασμοὺς ὑπομένων καὶ τὰς βασάνους, αὐτό συνανίσταται τῇ ψυχῇ, ἵνα καὶ συναπολαύσῃ» Διότι, λέει, «δέν θά ἦταν ἄδικο ἄλλο μέν νά πάσχει, ἄλλο δέ νά ἀνίσταται;”»22.
Τό ἴδιο λοιπόν σῶμα ἐκεῖνο πού κοπίασε σ᾿ αὐτή τή γῆ, πού νήστεψε, πού γονάτισε στήν προσευχή, πού ὑπέμεινε τήν ἀρρώστια, πού ἔδωσε ἐλεημοσύνη καί ἀγάπη στούς ἀδελφούς, αὐτό καί θά ἀναστηθεῖ.34
Θέλετε νά πεῖτε ὅτι καί αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι καί πενιχροί -θά λέγαμε- κόποι πού καταβάλλονται, ὅσο ζοῦμε ἐδῶ στή γῆ, ἔχουν ἐσχατολογικές καί σωτήριες συνέπειες;
Φυσικά. Στό ᾿Ιδιόμελο τοῦ ῾Εσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα, 9 Μαρτίου, ἀναφέρεται·
Βλέποντες ὡς τρυφὰς τὰς βασάνους
ἔλεγον οἱ ἅγιοι Μάρτυρες·
Καυθήτω ὁ ποῦς, ἵνα χορεύῃ αἰώνια
ῥυήτω ἡ χεὶρ, ἵνα ὑψοῦται πρὸς Κύριον».
Δηλαδή·
Βλέποντας σάν τρυφές τά βάσανα
ἔλεγαν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες·
῎Ας καεῖ ἀπό τό ψῦχος τό πόδι, γιά νά χορεύει αἰώνια
ἄς διαλυθεῖ τό χέρι, γιά νά ὑψώνεται πρός τόν Κύριο.
Καί ὁ ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων διακηρύττει καί λέει·
«᾿Αναγραπτός ἐστί σου πᾶσα προσευχὴ καὶ ψαλμῳδία, ἀνάγραπτός ἐστι πᾶσα ἐλεημοσύνη, ἀνάγραπτός ἐστι πᾶσα νηστεία, ἀνάγραπτός ἐστι πᾶς ὁ διαφυλαχθείς γάμος καλῶς, ἀνάγραπτός ἐστιν ἐγκράτεια διὰ Θεὸν τελεσθεῖσα»23. Δηλαδή, «εἶναι γραμμένη κάθε σου προσευχή καί ψαλμωδία, εἶναι γραμμένη κάθε σου ἐλεημοσύνη, κάθε σου νηστεία. Εἶναι γραμμένος κάθε γάμος πού διαφυλάχθηκε στά ὅρια τά ἠθικά, εἶναι γραμμένη κάθε εἴδους ἐγκράτεια πού ἔγινε γιά χάρη τοῦ Θεοῦ».
Εἶναι τό «δόγμα τό ἐκκλησιαστικό» πού μᾶς ἀναφέρει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, τό ὁποῖο μᾶς λέει καθαρά ὅτι ὅλα ὅσα κάνουμε, ὅλα ὅσα βιώνουμε ἔχουν ἐσχατολογικές προεκτάσεις καί συμβάλλουν γιά νά ἀποκτήσουμε τό ἀναστημένο πνεῦμα ἀπό ἐδῶ καί τώρα.
Τό δόγμα αὐτό τό συμπληρώνει καί ὁ σύγχρονός μας π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς, ὁ ὁποῖος μᾶς ὑπογραμμίζει πώς ὁ ἄνθρωπος πού νικᾶ τήν ἁμαρτία μέσα του, νικᾶ τό θάνατο. «᾿Εάν περάσῃ», λέει, «μία ἡμέρα καί σύ δέν ἔχεις νικήσει οὔτε μίαν ἁμαρτίαν σου, γνώριζε ὅτι ἔγινες περισσότερον θνητός. ᾿Εάν ὅμως νικήσῃς δύο ἤ τρεῖς ἁμαρτίας σου, ἔγινες πιό νέος μέ τήν νεότητα ἡ ὁποία δέν γηράσκει, τήν ἀθάνατον, τήν αἰωνίαν»24.
Πῶς θά εἶναι τό σῶμα ὅταν θά ἀναστηθεῖ;
Εἴπαμε ἤδη ὅτι τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ θά εἶναι «τό αὐτό» σῶμα μέ τό ὁποῖο ζήσαμε πάνω στή γῆ. Ταυτόχρονα ὅμως θά εἶναι καί «οὐκ αὐτό»! Μυστήριο! «᾿Ιδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω» (Α´ Κορ. 15, 51), ὑπογραμμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος Μαψουεστίας προσθέτει· «῞Οπως τό γυαλί προέρχεται ἀπό τήν ἄμμο, ἀλλά δέν εἶναι ἄμμος, παρά κάτι διαφορετικό ἀπό τήν ἄμμο ἀπό τήν ὁποία δημιουργήθηκε, καί ὁ στάχυς παρόμοια δέν εἶναι κόκκος, ἀλλά κάτι διαφορετικό ἀπό τόν κόκκο, ἔτσι καί στήν ἀνάσταση, θά μετασκευασθεῖ σῶμα ἄλλης καταστάσεως, λαμπρότερο καί ἐνδοξότερο»25.
Πρέπει νά προσέξουμε αὐτή τήν εὐαίσθητη ἰσορροπία πού προσπαθεῖ νά μᾶς δώσει νά ἐννοήσουμε ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος καί οἱ ἄλλοι Πατέρες μέ τήν ἐπιμονή τους αὐτή στό θέμα τοῦ ἀναστημένου μας σώματος. Τό νέο σῶμα, ἐπιμένουν, πού θά προέλθει ἀπό τήν ἀνάσταση, δέν θά εἶναι κάποια νέα δημιουργία πού δέν θά ἔχει καμμιά σχέση μέ τό προηγούμενο σῶμα πού διαλύθηκε στόν τάφο, ἀλλά θά ὑπάρχει μεταξύ αὐτῶν καί ταυτότητα καί διαφορά. Καί ποιά εἶναι ἡ διαφορά; Εἶναι ἡ διαφορά πού ἔχει ὁ σπόρος ἀπό τό φυτό, ἀπαντᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι καί στή σπορά τοῦ σιταριοῦ δέν σπέρνεις τό στάχυ. Αὐτό πού σπέρνεις δέν εἶναι τό σῶμα πού πρόκειται νά φυτρώσει. ᾿Εσύ σπέρνεις σῶμα γυμνό, χωρίς φύλλα καί ὁ Θεός δίνει σ᾿ αὐτό τό μικρό κόκκο σῶμα (πρβλ. Α´ Κορ. 15, 37-38). Αὐτό τό σημεῖο τό ἑρμηνεύει πάλι ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ἀναπτύσσει τή σχέση πού ὑπάρχει ἀνάμεσα στό στάχυ πού θά φυτρώσει καί στό σπόρο. Εἶναι σχέση ταυτότητας καί ἑτερότητας, μᾶς λέει· «Καὶ αὐτός καὶ οὐκ αὐτὸς»! «Αὐτὸς μὲν ὅτι αὐτή ἡ οὐσία, οὐκ αὐτὸς δὲ ὅτι βελτίων οὗτος»26. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων «οὐκ ἄλλη μὲν οὐσία σπείρεται, ἄλλη δὲ ἐγείρεται, ἀλλά ἡ αὐτὴ βελτίων καὶ λαμπροτέρα»27.
Θά προσλάβει λοιπόν τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ νέες ἰδιότητες, ἄλλα χαρακτηριστικά ἰδιώματα, θά εἶναι «βέλτιον καί λαμπρότερον».
Δηλαδή ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματός μας δέν θά εἶναι μιά ἐπιστροφή καί μιά ἀποκατάσταση τοῦ γήινου σώματός μας, ἀλλά θά εἶναι μιά μετάβαση ἐπί τό τελειότερον;
«Καὶ ἐγερεῖ ἡμᾶς ἐν σχήματι ἄλλῳ, ἐν ᾧ γινώσκει, καὶ εἰσφέρει ἡμᾶς εἰς κατάστασιν ἄλλην», μᾶς τονίζει ὁ ἅγιος ᾿Ισαάκ ὁ Σύρος28. Τότε λοιπόν, ὅταν θά ἔλθει ὁ καιρός πού ὅρισε ὁ Θεός, θά μᾶς ἀναστήσει μέ ἄλλο σχῆμα, τό ὁποῖο ἐκεῖνος γνωρίζει, καί θά μᾶς εἰσαγάγει σέ ἄλλη κατάσταση.
Αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, λέγοντας· «Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει· σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α´ Κορ. 15, 43-44). Στούς λόγους αὐτούς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, βλέπουμε τήν ταυτότητα καί τή διαφορά πού ἔχει τό γήινο σῶμα ἀπό τό ἀναστημένο σῶμα, τό ὁποῖο θά εἶναι ἄφθαρτο, δυνατό, πνευματικό, αἰώνιο.
῾Ο ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων λέει· «Αὐτό λοιπόν τό σῶμα θά ἀναστηθεῖ. Δέν θά μείνει ὅμως ἔτσι πού εἶναι τώρα, ἀλλά θά εἶναι κατάλληλο γιά τήν αἰωνιότητα. Δέν θά ἔχει πιά ἀνάγκη ἀπό ὑλικές τροφές γιά νά ζήσει, οὔτε σκάλες γιά νά ἀνεβαίνει, γιατί θά γίνει πνευματικό (πρβλ. Α´ Κορ. 15, 44), κάτι θαυμαστό πού ὅμοιό του τώρα δέν ἔχουμε νά τό παραβάλλουμε»29.
Τό σῶμα μας λοιπόν θά μεταποιηθεῖ «ὡς οἶδεν ὁ ἀνιστῶν Κύριος», ὅπως γνωρίζει ὁ Κύριος πού θά τό ἀναστήσει, καί, κατά τούς ἁγίους Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ὅλοι μας θά λάβουμε τό δικό μας σῶμα, μέ τά ἰδιαίτερα γνωρίσματά του, ἀλλά μεταμορφωμένα.
Ποιά θά εἶναι τά χαρακτηριστικά τοῦ ἀναστημένου μας σώματος;
Τό ἀναστημένο μας σῶμα, ὅπως μᾶς διευκρινίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, πρῶτα-πρῶτα θά εἶναι σέ κατάσταση πνευματική, θά εἶναι «πνευματικό». Καί θά εἶναι πνευματικό, διότι τό ῞Αγιο Πνεῦμα θά ἐξουσιάζει τό σῶμα ἐκεῖνο. Θά παραμένει, λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, τό ῞Αγιο Πνεῦμα «διηνεκῶς», μονίμως, «τῇ σαρκὶ τῶν δικαίων, καὶ αὐτοῦ ἔσται τὸ κράτος», δηλαδή τό ῞Αγιο Πνεῦμα θά ἔχει τήν ἐξουσία στό πνευματικό μας ἐκεῖνο σῶμα30.
Θά εἶναι λοιπόν πνευματικό τό σῶμα μας μετά τήν ἀνάσταση, σέ ἀντίθεση μέ τό ἐπί γῆς σῶμα μας πού ἦταν «ψυχικό» «Σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ῎Εστι σῶμα ψυχικόν, καί ἔστι σῶμα πνευματικόν (Α´ Κορ. 15, 44). Θά εἶναι δέ καί λεπτότερο, ἐλαφρότερο, «κουφότερον».
῎Επειτα τό ἀναστημένο μας σῶμα θά εἶναι ἄφθαρτο καί ἀθάνατο· «Σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Κορ. 15, 44). Διότι ἐφόσον τό νέο περιβάλλον καί ἡ νέα κατάσταση στήν ὁποία θά εἰσέλθουν οἱ ἄνθρωποι μετά τήν ἀνάσταση θά εἶναι ξένα πρός καθετί τό φθαρτό, εἶναι ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο καί τά ἀναστημένα μας σώματα νά εἶναι τέτοια, ὥστε νά προσαρμόζονται πλήρως πρός τή νέα αὐτή ἔνδοξη κατάσταση.
᾿Αθανασία λοιπόν, ἀφθαρσία καί ἀτρεψία, προσθέτει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θελόγος, θά εἶναι οἱ νέες ἰδιότητες τοῦ ἀναστημένου μας σώματος. Αὐτή ἡ «ἀτρεψία» ἀποτελεῖ καί τή βασική διαφορά τοῦ ἀναστημένου σώματός μας ἀπό τό σῶμα τό προπτωτικό τοῦ ᾿Αδάμ. ᾿Ατρεψία σημαίνει, ἀδυναμία νά τραπεῖ ὁ ἀναστημένος ἄνθρωπος πρός τήν ἁμαρτία. ῾Ο προπτωτικός ᾿Αδάμ μποροῦσε νά τραπεῖ πρός τήν ἁμαρτία. ῏Ηταν τρεπτός. ᾿Ενῶ ὁ νέος ἀναστημένος ἄνθρωπος δέν θά μπορεῖ πλέον νά ἁμαρτήσει. Αὐτή τήν «ἀτρεψία» μόνο σχετικά μπορεῖ νά τήν ἀποκτήσει ὀ ἄνθρωπος στήν παρούσα ζωή. ῾Η παντελής καί τέλεια ἀτρεψία, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, «εἶναι βραβεῖο τῆς μελλούσης ἀτρέπτου θεώσεως»31. Καί αὐτή τήν ἀτρεψία τήν εἶχε σ᾿ αὐτή τή ζωή μόνο ὁ Χριστός, ὁ νέος ᾿Αδάμ. Γι᾿ αὐτό ἀναφέρεται στό Δοξαστικό τῆς ῾Υπαπαντῆς νά λέει ὁ γηραιός Συμεών πρός τόν Κύριο·
«Δέσποτα νῦν ἀπόλυσόν με
μηνύσαι τῷ ᾿Αδάμ·
ὡς εἶδον ἄτρεπτον βρέφος
Θεὸν προαιώνιον, καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου».
«Δέσποτα, νῦν ἀπόλυσέ με, τό δοῦλο σου,
γιά νά πάω νά μηνύσω στόν ᾿Αδάμ
ὅτι ψηλάφησαν τά χέρια μου
βρέφος ἄτρεπτο»
Θεό προαιώνιο καί Σωτήρα τοῦ κόσμου».
(Στιχηρό ἱδιόμελο ᾿Αποστίχων, ῾Εσπερινοῦ ῾Υπαπαντῆς).35
῾Ο δέ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος λέει· Μετά ἀπό τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν «ἀνασταίνεται σῶμα ὅλον πνευματικόν καί ἄτρεπτον, ὅ, τι λογῆς ἦτον ὕστερα ἀπό τήν ἀνάστασιν τό σῶμα τοῦ Δεσπότου ἡμῶν Χριστοῦ, ὁπού ἔγινε δεύτερος ᾿Αδάμ, καί πρωτότοκος ἡμῶν ἐκ τῶν νεκρῶν, τό ὁποῖον (σῶμα) ἦτον πολλά διαφορετικόν ἀπό τό σῶμα τοῦ πρωτοπλάστου ᾿Αδάμ»32.
«᾿Εν τῇ ἀναστάσει ὅλα τὰ μέλη ἀνίστανται καὶ ὅλα γίνονται φωτοειδῆ», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Μακάριος33. Θά εἶναι λοιπόν «φωτοειδές» τό σῶμα μας τό ἀναστημένο δυνατό καί ἔνδοξο. Θά εἶναι «θεοειδές» καί θά λάμπει ὅπως ὁ ἥλιος, καθώς μᾶς τό ἐπιβεβαίωσε ὁ Κύριος. «Οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ Βασιλείᾳ τοῦ πατρός αὐτῶν» (Ματθ. 13, 43).
῾Ο ἅγιος Μακάριος (ἀρχές Ε´ αἰώνα) κάνει λόγο συχνά στίς ὁμιλίες του γιά τή μέλλουσα μεταμόρφωση πού θά ὑποστεῖ ὁ ἄνθρωπος μετά τήν ἀνάσταση τοῦ σώματος. Μᾶς λέει λοιπόν· «῞Εκαστος γάρ, ὅσον κατηξιώθη διὰ τῆς πίστεως καὶ σπουδῆς μέτοχος ῾Αγίου Πνεύματος γενέσθαι, τοσοῦτον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ δοξασθήσεται αὐτοῦ καὶ τὸ σῶμα. ῞Ο γὰρ νῦν ἐναπεθησαύρισεν ἔνδον ἡ ψυχή, τότε ἀποκαλυφθήσεται καὶ φανήσεται ἔξωθεν τοῦ σώματος»34. Δηλαδή· «῾Ο καθένας μας ἀνάλογα, ὅσο ἀξιώθηκε, μέ βάση τήν πίστη καί τόν ἀγώνα του, νά γίνει μέτοχος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος στή γῆ αὐτή, τόσο θά δοξασθεῖ καί τό σῶμα του ἐκείνη τήν ῾Ημέρα, μετά τήν ᾿Ανάσταση. Διότι ὅ, τι ἀποθησαύρισε μέσα ἡ ψυχή, τότε θά ἀποκαλυφθεῖ καί θά φανερωθεῖ ἔξω ἀπό τό σῶμα».
Καί σέ ἄλλο σημεῖο πάλι ὁ ἅγιος Μακάριος ἐκφράζει τήν ἴδια ἄποψη καί ὑποστηρίζει ὅτι «τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων μέ τή δύναμη τοῦ ῾Ηλίου τῆς Δικαιοσύνης θά ἐξέλθει ἡ δόξα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία θά καλύψει καί θά σκεπάσει τά σώματα τῶν ῾Αγίων μέ τό ἄρρητο φῶς πού εἶχαν οἱ ψυχές τους ἀπό τή γῆ αὐτή, μέ τή δύναμη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος35.
Μετά τήν ἀνάσταση λοιπόν τά σώματα τῶν ῾Αγίων θά ἀπαστράπτουν φῶς, ὅπως μᾶς ὑπόσχεται ἡ Γραφή. Αὐτή ἡ λαμπρότητα θά ὀφείλεται στή δόξα τῆς ψυχῆς πού θά ξεχύνεται στό σῶμα καί θά τό καταυγάζει. Διότι τό σῶμα δέχεται καί φανερώνει σημαντικά τή λαμπρότητα, πού μέσα στήν ψυχή εἶναι πνευματική καί ἄυλη.
῞Οταν λέμε ὅτι τό σῶμα μας θά ἀναστηθεῖ καί θά εἶναι πνευματικό, ἐννοοῦμε ὅτι θά εἶναι πνεῦμα;
῞Οταν λέμε ὅτι τό σῶμα μας, πού θά ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς, θά εἶναι «ὅλον πνευματικόν», θά πρέπει νά ἐννοήσουμε ἐκεῖνο πού μᾶς ὑποδεικνύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅταν λέει· «τουτέστι πάσης ὑλικῆς παχύτητος ἐκτός». Δέν θά εἶναι δηλαδή ὑλικό, μέ τήν ἔννοια τῆς ὕλης πού ξέρουμε ἀπ᾿ αὐτό τόν πεπτωκότα κόσμο, ἀλλά οὔτε πνεῦμα, θά εἶναι σῶμα πνευματικό, «ὅ, τι λογῆς ἦτον τό Σῶμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ὕστερα ἀπό τήν ᾿Ανάσταση», ὅπως μᾶς εἶπε προηγουμένως ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος.
Καί πῶς ἦταν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ᾿Ανάσταση;
῎Ας ἀφήσουμε νά μᾶς τό πεῖ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης·«Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ», λέει, «μετά τήν ἀνάστασιν, ἄν καί ἔγινεν ἀπαθές καί ἄφθαρτον, μ’ ὅλον τοῦτο δέν ἐτράπη εἰς ἀσωματότητα, οὐδέ ἀπέβαλεν ὅλα τά φυσικά του ἰδιώματα, ἤτοι τό ποσόν, τό ποιόν, τό εἶναι ἐν εἴδει (τό νά ἔχει κάποια μορφή), τό τριχῇ διαστατόν (τό νά ἔχει τρεῖς διαστάσεις), καί τό περιγραπτόν ἐν τόπῳ καί περιοριστόν· ἄν γάρ καί αὐτά ἀποβάλῃ, πλέον σῶμα δέν μένει, ἀλλ᾿ ἔχει νά ἐκστῇ ἀπό τούς ὅρους τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως (ἄν δηλαδή χάσει καί αὐτά τά γνωρίσματα, τότε παύει νά εἶναι σῶμα καί ἐξέρχεται ἀπό τούς ὅρους τῆς ἀνθρώπινης φύσεως). ῞Οθεν λέγει ὁ Μακάριος Χρυσοκέφαλος· “Τό Δεσποτικόν καί πανάγιον Σῶμα ἄφθαρτον μέν ἀνέστη καί ἀπαθές καί ἀθάνατον καί τῇ θείᾳ κεκοσμημένον δόξῃ, σῶμα δέ ὅμως ἐστί τήν προτέραν ἔχων περιγραφήν”»36.
᾿Αλλ᾿ ὅμως ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια ὅτι ὁ Χριστός ἔφαγε. Θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τροφή τό ἀναστημένο μας σῶμα;
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέει ὅτι «ἐτράφη τὸ ἀκήρατον Σῶμα μετὰ τὴν ἀνάστασιν, οὐκ αὐτό δεόμενον τροφῆς, ἀλλ᾿ ἵνα πιστώσηται τὴν ἁγίαν ἀνάστασιν καί δείξῃ τοῦτ᾿ αὐτὸ καί νῦν ὂν τὸ πρὸ τοῦ παθεῖν συνεσθίον αὐτοῖς». Δηλαδή · Τό ἀκήρατο Σῶμα τοῦ Κυρίου πῆρε τροφή μετά τήν ἀνάσταση, ὄχι γιατί εἶχε ἀνάγκη ἀπό τροφή, ἀλλά γιά νά βεβαιώσει τούς μαθητές ὅτι ἀναστήθηκε σωματικά καί γιά νά δείξει ὅτι τό σῶμα πού ἀναστήθηκε εἶναι τό ἴδιο ἐκεῖνο σῶμα πού πρίν ἀπό τό πάθος ἔτρωγε μαζί μέ τούς μαθητές.
Καί μάλιστα, συνεχίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί λέει ὅτι ὁ Χριστός «ἀνήλωσε τὴν τροφὴν οὐ κατὰ τὴν τῶν θνητῶν σωμάτων φύσιν, ἀλλὰ κατὰ θείαν ἐνέργειαν, καὶ ὡς ἂν εἴποι τις, ὡς τὸ πῦρ ἀναλίσκει τὸν κηρόν»37.
Δηλαδή μέ ἁπλά λόγια τό κείμενο αὐτό μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Χριστός μετά τήν ἀνάστασή Του, κατανάλωσε τήν τροφή, ὄχι ὅπως τήν παίρνουν καί τήν ἀπορροφοῦν τά θνητά σώματα, ἀλλά «κατὰ θείαν ἐνέργειαν» καί θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι τήν κατανάλωσε ὅπως τό πῦρ λιώνει τό κερί, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἡ τροφή ἐκείνη, τήν ὁποία ὁ Χριστός πῆρε μετά τήν ἀνάστασή Του, «κάηκε ἀπό τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε πεμπτικό σύστημα καί ὅλες οἱ ἄλλες διεργασίες πού ἀποτελοῦν γνωρίσματα τῆς φθαρτότητος καί τῆς θνητότητος»38.
Τό ἴδιο ὑποστηρίζει καί ὁ ἱερός Θεοφύλακτος καί λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔφαγε «κατ᾿ οἰκονομίαν» γιά νά δείξει ὅτι «αὐτὸ τὸ παθὸν σῶμα ἀνέστη»39.
῾Επομένως μετά τήν ἀνάσταση, τά σώματα δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τροφή γιά νά ὑπάρξουν, οὔτε ἀπό ὕπνο οὔτε ὑπόκεινται σέ κάποια ἀλλοίωση, οὔτε θά ἔχουν ἀνάγκη ἀπό στέγη καί ἐνδύματα. Θά ἔχουν δέ ὡς κύρια χαρακτηριστικά, ἀπ᾿ ὅσα εἴπαμε, τό κάλλος, τήν ἀβαρία καί τήν ἀφθαρσία.
Οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου μετά τήν ᾿Ανάσταση ἐπί σαράντα μέρες μᾶς δείχνουν ἀκριβῶς πόσο λαμπρά, θαυμαστά, πνευματικά, ἀθάνατα θά εἶναι καί τά δικά μας σώματα μετά τήν ἀνάσταση. ῞Οπως λάμπει τό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπό τή θεότητα, ἔτσι θά λάμπουν καί τά σώματα τῶν δικαίων στόν Παράδεισο.
Οἱ εἰδικοί λένε ὅτι ἡ Βυζαντινή εἰκονογραφία παρουσιάζει τά ἀναστημένα μας σώματα καί τό φῶς πού θά τά περιβάλλει. Εἶναι ἀλήθεια;
῾Η Βυζαντινή εἰκονογραφία κατορθώνει μέ τήν τεχνική της νά μᾶς ἀναπαραστήσει πῶς θά εἶναι τά σώματά μας μετά τήν ἀνάσταση. Διότι ἡ εἰκόνα, ὅπως μᾶς λένε οἱ εἰδικοί ἑρμηνευτές, «μᾶς ἀποκαλύπτει τήν κατά χάριν σάρκα πού θά ἔχουν τά ἀναστημένα μας σώματα καί ὄχι τούς δερμάτινους χιτῶνες πού εἶναι τά μεταπτωτικά μας σώματα. ῾Η Βυζαντινή εἰκόνα μᾶς παρουσιάζει, ὄχι μόνο τό μεταμορφωμένο ἄνθρωπο, ἀλλά καί ὅλη τή κτίση στήν αἰώνιά της ὄψη. Τούς ἀνθρώπους καί τόν κόσμο ὅλο μεταμορφωμένο καί φωτισμένο μέ φῶς πού δέν εἶναι φυσικό, ἀλλά ἄχρονο καί ἄκτιστο »40.
Καί ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ καί ὁ σύγχρονός μας εἰκονολόγος, π. Σταμάτης Σκλήρης, τό φῶς πού καταυγάζει τά σώματά μας τά ἀναστημένα καί καταλάμπει στή Βυζαντινή ἁγιογραφία, εἰκονίζει τό φῶς πού ἐκχέεται ἀπό τή μετοχή μας στή θεία Παρουσία· « Λάμπει στήν εἰκόνα ἡ κτίση ὁλόκληρη, λάμπει ὅλη ἡ πλάση, ὄχι γιατί λάμπει ὁ ἥλιος καί τά φωτίζει, ἀλλά λάμπει ἡ πλάση γιατί λάμπουν τά πλάσματα, ἐπειδή τέτοια, δηλαδή λαμπερά -οὐσιαστικά δεκτικά φωτισμοῦ- τά ἔπλασε ὁ Πλάστης τους41.
Θά ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στή λαμπρότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τῶν σωμάτων τῶν δικαίων;
῞Οπως μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, «θά ὑπάρχει τεράστια διαφορά. Τά σώματα τῶν δικαίων πού τώρα προγεύονται τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Χριστοῦ, τότε, στήν ἀνάσταση, θά μεταμορφωθοῦν καί θά γίνουν σώματα δόξης. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὁ Χριστός θά “μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ…” (Φιλιπ. 3, 21). ῞Οπως θά λάμπει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τή θεότητα, ἔτσι θά λάμπουν καί τά σώματα τῶν δικαίων, ἀλλά θά ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τῶν σωμάτων τῶν ῾Αγίων. Γιατί τό Θεανθρώπινο σῶμα ἔγινε πηγή τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τό σῶμα τῶν ῾Αγίων ἁγιάζεται ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ»42.
῎Εχουμε ἤδη πεῖ ὅτι θά ἀναστηθοῦν καί οἱ δίκαιοι καί οἱ ἁμαρτωλοί, θά ὑπάρχει ὅμως κάποια διαφορά μεταξύ τους;
«Πάντες ἀναστησόμεθα ἄφθαρτοι, ἀλλ᾿ οὐ πάντες εἰς δόξαν, ἀλλ᾿ οἱ μὲν εἰς κόλασιν οἱ δὲ εἰς δόξαν»43. Πού σημαίνει ὅτι ὅλοι θά ἀναστηθοῦμε, καί δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί, ἀλλά δέν θά ἔλθουμε ὅλοι σέ κατάσταση δόξας. Οἱ ἁμαρτωλοί θά ἀναστηθοῦν καί θά εἶναι ἄφθαρτοι γιά νά ὑφίστανται τήν αἰώνια κόλαση.
Τί σημαίνει «θά ἀναστηθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί καί θά εἶναι ἄφθαρτοι γιά νά ὑφίστανται τήν αἰώνια κόλαση»;
᾿Ακριβή ἀπάντηση γιά τό ζήτημα αὐτό μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων· «᾿Εγειρόμεθα αἰώνια μὲν πάντες ἔχοντες τὰ σώματα, οὐ πάντες δὲ ὅμοια. Εἴ τις ἁμαρτωλός ἐστι, λαμβάνει σῶμα αἰώνιον ὑπομονητικὸν τιμωρίας ἁμαρτιῶν, ἵνα ἐν πυρὶ αἰωνίῳ καιόμενος μηδέποτε ἀναλωθῇ»44. «Θά ἀναστηθοῦμε», λέει «πάντες γιά νά ζήσουμε αἰώνια, ἔχοντας τά σώματά μας, ἀλλά δέν θά εἶναι ὅμοια ἡ κατάστασή μας. ῎Αν κάποιος εἶναι ἁμαρτωλός, θά λάβει σῶμα, τό ὁποῖο θά ὑπομένει τιμωρίες αἰωνίως, αἰώνιο σῶμα, τό ὁποῖο ποτέ δέν θά ἀναλίσκεται». 36
῾Ο ἅγιος Κύριλλος εἶναι σαφής. Μᾶς ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ καθεαυτή γεύση τῆς Κολάσεως, δέν θά εἶναι κάποια νεφελώδης «πνευματική μετοχή» σέ κάποιο «μή εἶναι», δέν θά εἶναι κάποιο κενό, κάποια ἀσώματη διάχυση, ὅπως λένε οἱ φιλόσοφοι σέ κάποιο «μή εἶναι», ἀλλά θά εἶναι σωματική συμμετοχή στό «ἀεί φεῦ εἶναι», ὅπως μᾶς τό ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής·
«Κατὰ γὰρ τὸ εἶναι καὶ ἀεὶ εἶναι πάντας συνέξει ὁ Θεός. Κατὰ δὲ τὸ ἀεὶ εὖ εἶναι μόνοις ἰδιοτρόπως τοὺς ῾Αγίους, ᾿Αγγέλους τε καὶ ἀνθρώπους. Τὸ δὲ ἀεὶ φεῦ εἶναι τοῖς μὴ τοιούτοις, ὡς γνώμης καρπὸν ἐπικιρνώμενον»45. Δηλαδή· ῾Ο Θεός δώρησε σέ ὅλα τά ὄντα τό εἶναι ἀπό τήν ἀγαθότητά Του. Μέ τήν ἀνάσταση θά παράσχει τό «ἀεί εἶναι», τήν αἰώνια ζωή. Δέν θά ἔχουν ὅμως ὅλοι τήν ἴδια κατάσταση. ᾿Αλλά οἱ μέν ῞Αγιοι, ῎Αγγελοι καί ἄνθρωποι, θά μετέχουν στό «ἀεί εὖ εἶναι», στήν αἰώνια μακαριότητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. ᾿Ενῶ οἱ ἁμαρτωλοί, πού δέν ἔχουν μετανοήσει, θά μετέχουν στό «ἀεί φεῦ εἶναι», δηλαδή σ᾿ αὐτό πού ἡ ῾Αγία Γραφή περιγράφει «ὡς ἀκοίμητον σκώληκα», «τριγμὸν τῶν ὀδόντων», «ἐξώτερον σκότος», «ἄσβεστον πῦρ», «γέεννα πυρός».
Τά σώματα λοιπόν τῶν ἄπιστων καί ἀμετανόητων ἀσεβῶν καί ἁμαρτωλῶν θά ἀναστηθοῦν, ἀλλά δέν θά εἶναι δοξασμένα. Πῶς θά εἶναι αὐτά τά σώματα;
Οἱ Πατέρες μᾶς λένε ξεκάθαρα ὅτι, ἐνῶ τά σώματα τῶν δικαίων θά λάμπουν περισσότερο καί ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου, τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν θά εἶναι σκοτεινά καί γεμάτα δυσωδία. Διότι, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ ὅσιος ᾿Εφραίμ ὁ Σύρος, τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θά φανερώνει τά ἔργα του. ῾Ο καθένας δηλαδή ἀπό μᾶς θά φέρει στό σῶμα του τά ἔργα του46.
᾿Αλλά σαφή περιγραφή γιά τό πῶς θά εἶναι τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν καί ποιά ἀσύγκριτη διαφορά θά ἔχουν ἀπό τά σώματα τῶν δικαίων, μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης στά «Πνευματικά Γυμνάσματα». Λέει λοιπόν· «Διά τοῦτο καί τά μέλλοντα ἀναστηθῆναι σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν θέλουν ἔχει μεγάλην καί ἀσύγκριτον διαφοράν ἀπό τά ἀναστηθησόμενα σώματα τῶν πιστῶν καί ἐναρέτων. Καθ᾿ ὅτι ἐκεῖνα μέν θέλουν εἶναι σκληρά, βαρέα, ἄσχημα, ἄτιμα, μαῦρα, σκοτεινά, ψυχρά, καί χονδρὰ καί αὐτά ὅλα τά ἄθλια ἰδιώματα ἔχουν νά αὐξάνουν ἤ νά ὀλιγοστεύουν εἰς αὐτά, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἀπιστίας αὐτῶν καί κακίας. Τά δέ σώματα τῶν πιστῶν καί ὀρθοδόξων ἔχουν ἐκ τοῦ ἐναντίου νά εἶναι μαλακά, κοῦφα, ὡραῖα. ἔνδοξα, διαφανῆ, φωτεινά, θερμά, καί πνευματικά. Καί αὐτά ὅλα τά μακαριστὰ ἰδιώματα ἔχουν νά αὐξάνουν ἤ νά ὀλιγοστεύουν εἰς αὐτά κατά τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως καί ἀρετῆς αὐτῶν….»47.
Θά ὑπάρχει διαφορά καί ἀνάμεσα στή δόξα πού θά ἀπολαμβάνουν οἱ ῞Αγιοι καί οἱ δίκαιοι στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος λέει· «᾿Αστὴρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ» (Α´ Κορ.15, 41). ῞Οπως εἶναι ἄλλο τό φῶς τοῦ ἥλιου καί ἄλλο τῶν ἄστρων, ἔτσι διαφορετική θά εἶναι καί ἡ δόξα τῶν ῾Αγίων. ῾Η αἰτία τῆς δόξας καί τῆς λαμπρότητας αὐτῆς φυσικά, ὅπως ἤδη εἴπαμε, εἶναι ἐσωτερική. Τό σῶμα δηλαδή ἀντικατοπτρίζει καί «ἐκφαίνει» τή λαμπρότητα τῆς ψυχῆς. ᾿Ανάλογα μέ τήν κάθαρση, τό φωτισμό, τή θέωση πού ἀπέκτησε ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή, τόσο λαμπρότερα θά ἀντανακλᾶ τήν αἰώνια δόξα. Θά λαμβάνει τόση Χάρη, ὅσο θά δύναται νά χωρέσει, ὅπως λέει καί τό ᾿Απολυτίκιον τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως.
«Μετεμορφώθης ἐν δόξῃ, Χριστὲ ὁ Θεός,
δείξας τοῖς μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου
καθὼς ἠδύναντο….»
῎Αν καί ἡ φύση λοιπόν τῶν δοξαζομένων εἶναι μία, «πολλαὶ μοναὶ παρὰ τῷ Πατρὶ» ὑπάρχουν. Γι᾿ αὐτό καί ὅσοι βρίσκονται μέσα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ καθένας θά ἔχει διαφορετική μετοχή, ὁ καθένας θά λάμπει καί θά ἀκτινοβολεῖ ἀνάλογα μέ τήν πνευματική του κατάσταση. ῎Ετσι μπορεῖ κανείς νά συμπεράνει ὅτι «εἰ καὶ ἐν Βασιλείᾳ πάντες, οὐ πάντες τῶν αὐτῶν ἀπολαύσονται». Πολύ περισσότερο θά ἰσχύσει ὁ κανόνας αὐτός ὡς πρός τούς μή δικαίους48.
῎Εχουμε ἀκούσει ὅτι στήν ἄλλη ζωή ὅλοι θά ἔχουμε μιά ἡλικία, καί μάλιστα τήν ἡλικία τοῦ Χριστοῦ, τριάντα τριῶν ἐτῶν. Εἶναι ἀλήθεια κάτι τέτοιο;
«Καὶ ἡλικία μία πάντες γενήσονται», λέει ὁ ὑμνογράφος (Αἶνοι Κυριακῆς ᾿Απόκρεω) ῎Ετσι στήν ἄλλη ζωή ὅπως μᾶς διδάσκουν τά ἐκκλησιαστικά κείμενα τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅλοι θά νεάζουν, θά εἶναι μόνιμα νέοι. Καί τά νήπια πού ἔφυγαν στή βρεφική ἡλικία ἀπό αὐτή τή ζωή, θά ἔχουν τήν ἡλικία ἑνός ὥριμου ἀνθρώπου.
Ποιά θά εἶναι βέβαια ἡ ἀκριβής ἡλικία, δέν εἶναι εὔκολο νά τό προσδιορίσουμε γιατί στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά εἴμαστε αἰώνιοι καί στήν αἰωνιότητα δέν ὑπάρχει μέτρηση χρόνου. Πάνω στό θέμα αὐτό μᾶς λέει ὁ Π. Εὐδοκίμωφ· «῾Η ψυχή ξαναβρίσκει τό σῶμα της κατά τή γενική ἀνάσταση. Ποιά ὅμως ἡ μορφή, ἡ ἀκριβής κατάσταση τοῦ ἀναστημένου σώματος, ἡ ἡλικία, εἶναι ἐρωτήματα ἀναπάντητα, γιατί ἐγγίζουν τήν ὑπερβατκή ἐμπειρία καί μᾶς ὑποχρεώνουν νά τή σεβόμαστε ἐν σιγῇ»49.
῾Ο δέ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης λέει ὅτι κατά τήν ἀνάσταση θά μεταβληθοῦν ὅλα τά σωματικά γνωρίσματα. Δέν θά ὑπάρχει διαφορά χρώματος, ἡλικίας, φύλου, ἀφοῦ «ἓν γένος τῶν πάντων ἔσται, ὅταν ἕν σῶμα Χριστοῦ οἱ πάντες γενώμεθα», ἐπειδή ἡ θεία εἰκόνα θά ἀκτινοβολεῖ ἐξίσου πάνω σέ ὅλους50.
Θά καταργηθεῖ καί ἡ διάκριση τῶν φύλων λοιπόν;
῾Ο ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὑποστηρίζει ὅτι στά πλαίσια τῆς μεταβολῆς τῶν σωματικῶν ἰδιοτήτων πού θά γίνει κατά τήν ἀνάσταση, περιλαμβάνεται καί ἡ κατάργηση τῆς διαφορᾶς τῶν φύλων ἄνδρα καί γυναίκας. ῾Ο λόγος γιά τήν κατάργηση αὐτή εἶναι τό γεγονός ὅτι θά εἶναι ἀχρείαστη στόν ἄνθρωπο ἡ διάκριση τῶν φύλων σέ ἀρσενικό καί θηλυκό, ἀφοῦ δέν θά ὑπάρχει πιά ἡ ἀνάγκη τῆς ἀναπαραγωγῆς γιά τή διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου, οἱ ἄνθρωποι θά ζοῦν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὡς ῎Αγγελοι, ἐλεύθεροι ἀπό τήν ἀνάγκη τῆς γαμικῆς συνάφειας (βλ. Λουκ. 20, 34-36)51.
Διότι, ὅπως ὑποστηρίζει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μετά τό θάνατο θά πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐξομοίωση καί ἡ ἑνοποίηση τῶν φύλων «ὥστε νά γίνουμε πάντες ἕνα ἐν Χριστῷ, ὥστε νά μήν εἴμαστε πλέον ἄρσεν καί θῆλυ, φέροντας τά γνωρίσματα τῆς σάρκας, ἀλλά νά φέρουμε μόνο τό θεῖο χαρακτήρα μέσα μας, ἀπό τόν ῾Οποῖο καί πρός τοῦ ῾Οποίου τήν ὁμοίωση ἔχουμε πλασθεῖ»52.
Τήν ἴδια θέση βρίσκουμε καί στίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ὁ ὁποῖος λέει τά ἑξῆς· «Οὐκ ἔστιν ἐκεῖ ἄρσεν καί θῆλυ, δοῦλος καὶ ἐλεύθερος, εἰς θεϊκὴν γὰρ φύσιν ἅπαντες μεταβάλλονται, Χριστοὶ καὶ θεοὶ καὶ τέκνα Θεοῦ γενόμενοι»53.
Πολλοί ῞Αγιοι ἔζησαν τό δοξασμό αὐτό τοῦ σώματος ἀπ᾿᾿ αὐτή τή ζωή, ὅπως μᾶς ἔχετε ἤδη ἀναπτύξει. Πῶς ἔγινε αὐτό;
῾Η Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μιά παρούσα, ἀλλά συγχρόνως καί μιά μέλλουσα πραγματικότητα. Καί ἀληθινός χριστιανός εἶναι «ὁ ἐκ νεκρῶν ἀναστάς», μία εἰκόνα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί ὁ π. ᾿Ιουστῖνος ὁ Πόποβιτς ἀναπτύσσει ὅτι «οἱ βίοι τῶν ῾Αγίων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ζωή τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ ἐπαναλαμβανόμενη σέ κάθε ῞Αγιον… ἤ ἀκριβέστερον εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ παρατεινομένη διά τῶν ῾Αγίων»54.37
῾Ο θάνατος δέν ἔχει κυριαρχία στούς ῾Αγίους, αὐτοί ζοῦν ἐν ἀναστάσει πρίν ἀπό τήν ἀνάστασητοῦ σώματος. Γιατί στά πρόσωπα τῶν ῾Αγίων πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωση τῆς θεότητας μέ τήν ἀνθρωπότητα, ἡ ἕνωση τῆς κτιστῆς φύσεως μέ τήν ἄκτιστη Χάρη. ῎Ετσι ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ἔζησε αὐτό τό δοξασμό καί τό γνωρίζουμε ἀπό τό βίο του καί μάλιστα στή συ-νάντησή του μέ τό Μοτομπίλωφ. ᾿Αλλά καί ὅλοι οἱ νηπτικοί ῞Αγιοι ἀναφέρονται στίς ἐμπειρίες πού εἶχαν καί τό ὅτι εἶδαν τόν Θεό ὡς φῶς, ἐνῶ καί οἱ ἴδιοι ἔγιναν φωτοειδεῖς. «῾Ο Θεός γνωρίζεται ὡς φῶς καταυγάζον», θά μᾶς πεῖ ὁ σύγχρονός μας π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ55. Τό φῶς αὐτό εἶναι τό «ἄκτιστο φῶς» καί, ὅπως πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, δέν εἶναι παρά οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
«Αἰ μὲν γὰρ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ ποικίλαι, ἡ δὲ οὐσία ἁπλῆ. ῾Ημεῖς δὲ ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐκ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»56. ῎Ας τό ἑρμηνεύσουμε· «Οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ποικίλες, ἡ οὐσία ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλή. ᾿Εμεῖς βέβαια μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες γνωρίζουμε τόν Θεό μας, ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά ποῦμε ὅτι θά προσεγγίσουμε στήν οὐσία του. Διότι οἱ μέν ἄκτιστες ἐνέργειές του κατέρχονται πρός ἐμᾶς, ἐνῶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀπρόσιτος».
Μιά τέτοια μετοχή στό ἄκτιστο αὐτό φῶς τοῦ Θεοῦ ἔζησε, ἐνῶ βρισκόταν στή ζωή, καί ὁ ἀββάς Παμβώ. ᾿Αναφέρεται στά Γεροντικά τό ἑξῆς γιά τόν ὅσιο Παμβώ· «῾Ο Θεός δόξασε μέ τόση μεγάλη δόξα καί φωτοχυσία τόν ὅσιο Παμβώ, ὥστε νά μή μπορεῖ κανείς νά κοιτάξει τό πρόσωπό του, ἀπό τή δόξα πού ἐξέπεμπε. τό πρόσωπο αὐτό. ῞Οπως ἔλαβε ὁ Μωυσῆς τήν εἰκόνα τῆς δόξας τοῦ προπτωτικοῦ ᾿Αδάμ, ὅταν δοξάστηκε τό πρόσωπό του, τό ἴδιο καί τοῦ ἀββᾶ Παμβώ σάν ἀστραπή ἔλαμπε τό πρόσωπό του καί ἔμοιαζε σάν βασιλιάς καθισμένος στό θρόνο του»57.
Καί αὐτό δέν εἶναι παράξενο «διότι τὸ σῶμα συνθεοῦται τῇ ψυχῇ κατὰ τὴν ἀναλογοῦσαν αὐτῷ μέθεξιν τῆς θεώσεως», θά μᾶς πεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητής58. Οἱ Πατέρες δηλαδή ὅλοι, ἀλλά καί ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς ὑπερτονίζουν ὅτι ἡ θέωση δέν εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ μόνο τήν ψυχή, ἀλλά κάτι πού ἀγκαλιάζει καί τό σῶμα.῾Ο δοξασμός λοιπόν τοῦ σώματος τῶν ῾Αγίων «δείχνει πώς ὁ Χριστιανός εἶναι “ἐν τῷ κόσμῳ” καί “οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου”, πώς εἶναι τοποθετημένος στό σημεῖο διατομῆς τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καί ζεῖ συγχρόνως καί στούς δύο. Γίνεται δέ σαφές ὅτι οἱ ἔσχατοι καιροί δέν εἶναι ἁπλῶς γεγονός μελλοντικό, ἔχουν ἤδη ἀρχίσει»59.
῾Ο ὑλικός αὐτός κόσμος θά ἔχει τέλος;
Τό χριστιανικό δόγμα ἀναφέρει ὅτι ὁ κόσμος αὐτός εἶχε ἀρχή, ἐφόσον «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», καί ἑπομένως θά ἔχει καί τέλος, ἀπειλεῖται ἀπό ἀφανισμό, ἀφοῦ ἀπό τή φύση του δέν εἶναι αἰώνιος. ῾Επομένως γιά νά ἐπιβιώσει ὁ κόσμος αὐτός, αὐ-τό δέν μπορεῖ νά γίνει μέ δυνάμεις πού βρίσκονται μέσα στήν ἴδια του τή φύση -ἀφοῦ ἀπό τή φύση του εἶναι θνητός καί ὄχι αἰώνιος- ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό τή βούληση ᾿Εκείνου πού τόν ἔφερε σέ ὕπαρξη.
«῾Ο Θεός ὅμως ἐλεύθερα, μέ τή βούλησή Του, ἔφερε στήν ὕπαρξη τόν κόσμο», μᾶς ἀναπτύσσει ὁ Μητροπολίτης Περγάμου, ᾿Ιωάννης Ζηζιούλας, «ἀφοῦ θέλησε νά ὑπάρχει ὁ κόσμος. Γιά τό λόγο αὐτό, δέν μπορεῖ παρά νά θέλει πάντοτε τήν ὕπαρξή του, διότι δέν προσιδιάζει σέ ἕνα αἰώνιο Θεό ἡ ἀνατροπή τῆς ἀρχικῆς Του βουλήσεως, “ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ”».
᾿Αλλά διαπιστώνουμε μιά κάποια περιπλοκή ἐδῶ, σ’ αὐτό τό σημεῖο. ᾿Από τή μιά μεριά αὐτός ὁ κόσμος, ἀφοῦ εἶναι κτιστός καί εἶχε ἀρχή θά ἔχει καί τέλος, καί ἀπό τήν ἄλλη, ἐπειδή ἀκριβῶς προέρχεται ἀπό τή βούληση τοῦ Θεοῦ εἶναι προορισμένος νά ὑπάρχει, πλήν ὅμως, ὄχι λόγω τῶν δυνάμεων πού κρύβει μέσα του, ἀλλά λόγω τῆς ἐλεύθερης σχέσης του μέ τόν Θεό. Καί στό σημεῖο αὐτό ἐμφανίζεται ἡ τεράστια σημασία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δίνει λύση σ᾿ αὐτό τό περίπλοκο σημεῖο.
῾Ο ἄνθρωπος, λένε οἱ Πατέρες, ἀποτελεῖ «κρίκον», «μεθόριον» μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. ῾Ο ἄνθρωπος πλάστηκε γιά νά ἑνώσει στό πρόσωπό του τόν ὑλικό κόσμο μέ τόν Θεό, ἐνσωματώνοντας ὡς εἶδος «μικρόκοσμου» ὅλη τήν ὑλική δημιουργία καί συνδέοντάς την μέ τόν Θεό. ῎Ετσι θά γίνει πραγματικότητα ἡ κοινωνία ἀνάμεσα στόν Κτίστη καί στά κτίσματα. Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος τόν καθιστᾶ πιό σημαντικό καί ἀπό τούς ᾿Αγγέλους, ἀφοῦ αὐτοί δέν μετέχουν στήν ὑλική κτίση. Γιά τό λόγο αὐτό, ἄλλωστε, κατά τούς Πατέρες, ὁ Θεός «ἐνηνθρώπησε» καί δέν ἔγινε ῎Αγγελος60.
῾Η ὁριστική αὐτή βέβαια πραγμάτωση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ αἰώνια ἕνωσή τοῦ κτιστοῦ κόσμου μέ τόν ἄκτιστο Δημιουργό Του, θά γίνει μέ μιά νέα δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ κατά τή Δευτέρα ἔνδοξη Παρουσία Του.
Θά μεταμορφωθεῖ λοιπόν καί θά μεταστοιχειωθεῖ ἡ κτίση ὅλη;
Στή μεταϊστορική αὐτή πραγματικότητα ἡ κτίση θά συμμετάσχει ἀλλαγμένη καί μεταμορφωμένη, ἐνῶ, ὅπως εἴπαμε, οἱ ἄνθρωποι θά ἀναστηθοῦν καί θά μεταστοιχειωθοῦν. ῾Ο φυσικός κόσμος θά γίνει καινούργιος. ῞Οταν ἀνατείλει ἡ ἐσχάτη ῾Ημέρα, ὁ λυτρωμένος ἄνθρωπος δέν θά ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν ὑπόλοιπη δημιουργία, ἀλλά ἡ ὑπόλοιπη δημιουργία θά συνδοξασθεῖ μέ αὐτόν. «Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινὴν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον…», μᾶς λέει ὁ Εύαγγελιστής ᾿Ιωάννης (᾿Αποκ. 21, 1). «῾Η γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως», «τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται…, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος Καὶ αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γάρ ὅτι πᾶσα κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. 8, 19-22).
Δηλαδή· «῞Ολη ἡ κτίση προσμένει μέ λαχτάρα πότε θά φανερωθεῖ ἡ δόξα τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Ξέρετε, βέβαια, πώς ἡ κτίση ὑποτάχθηκε καί αὐτή στή φθορά, ὄχι θεληματικά, ἀλλ᾿ ἐξαιτίας ἐκείνου πού τήν ὑπέταξε. ῎Εχει ὅμως πάντοτε τήν ἐλπίδα, κι αὐτή ἀκόμα ἡ κτίση, πώς θά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν ὑποδούλωσή της στή φθορά καί θά συμμετάσχει στήν ἐλευθερία πού θά ἀπολαμβάνουν τά δοξασμένα παιδιά τοῦ Θεοῦ. Διότι ξέρουμε καλά ὅτι ὡς τώρα ὅλη ἡ κτίση στενάζει καί συμπάσχει μαζί μας μέχρι σήμερα».
Στήν ἐσχατολογική αὐτή κατάσταση οἱ σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν κόσμο θά ἀποκατασταθοῦν. ῾Η ἁρμονία, ἡ κοινωνία καί ἡ ἀγάπη θά βασιλεύσει ἀνάμεσά τους. Πράγμα πού μᾶς τό τονίζει ὁ προφήτης ῾Ησαΐας ὅταν λέει·
«Συμβοσκηθήσεται λύκος μετ᾿ ἀρνός καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων ἅμα βοσκηθήσονται καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς. Καὶ βοῦς καὶ ἄρκτος ἅμα βοσκηθήσονται καὶ ἅμα τὰ παιδία αὐτῶν ἔσονται· καὶ λέων καὶ βοῦς ἅμα φάγονται ἄχυρα καὶ παιδίον νήπιον ἐπὶ τρώγλην ἀσπίδων καὶ ἐπὶ κοίτην ἐκγόνων ἀσπίδων τὴν χεῖρα ἐπιβαλεῖ» (῾Ησ. 11, 6-9).
῎Ας τό ἑρμηνεύσουμε· «Τότε θά κάθεται ὁ λύκος παρέα μέ τ᾿ ἀρνί, καί θά κοιμᾶται ὁ πάνθηρας μέ τό κατσίκι ἀντάμα. Τό μοσχαράκι καί τό λιονταρόπουλο θά βόσκουνε μαζί κι ἕνα μικρό παιδί θά τά ὁδηγεῖ. ῾Η ἀγελάδα καί ἡ ἀρκούδα τήν ἴδια θά ᾿χουνε βοσκή καί τά μικρά τους τό ἴδιο τό λημέρι. Τό λιοντάρι θά τρέφεται καθώς καί τό βόδι μέ ἄχυρο. Τό βρέφος ἄφοβα θά παίζει στή φωλιά τῆς ἔχιδνας, τό νήπιο, πού μόλις ἀποκόπηκε ἀπ᾿ τῆς μάνας του τό γάλα, θ᾿ ἁπλώνει τό χεράκι του στῆς κόμπρας τή σπηλιά»61.
῾Επομένως δέν εἶναι μόνο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου πού πρόκειται νά μεταμορφωθεῖ καί νά γίνει «πνευματοφόρο», ἀλλά σύμπασα ἡ ὑλική δημιουργία. ῎Ετσι δέν εἶναι;
Βεβαίως. Γιατί μαζί μέ τόν ἄνθρωπο θά σωθεῖ καί θά συνδοξασθεῖ, ὅπως τονίσαμε, ὅλη ἡ δημιουργία. ᾿Επάνω στό ὄρος Θαβώρ δέν μεταμορφώθηκε μόνο τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τά ἐνδύματά του καί ὅλη ἡ γύρω κτίση καί δημιουργία. Καί πρέπει νά ξέρουμε ὅτι «ἡ μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τή μεταμόρφωση ὅλων τῶν κτισμάτων. Μιά μεταμόρφωση πού ἡ πληρότητά της βρίσκεται στό μέλλον, ἀλλά πού οἱ ἀπαρχές της ἀπό τώρα μᾶς προσφέρονται καί μπορεῖ κανείς νά τίς γευθεῖ, ἀρκεῖ νά ἔχει μάτια γιά νά δεῖ»62.
Οἱ εἰκόνες π.χ. ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Ζὸἶὃ῏ἇ, Ρῶσος μελετητής, εἶναι ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα ὕλης πού ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν προπτωτική του ἁρμονία καί ὡραιότητα καί χρησιμεύουν σάν φορεῖς τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Οἱ εἰκόνες, μᾶς λέει, «ἀποτελοῦν μέρος τοῦ μεταμορφουμένου κόσμου»63.
Στήν καινή γῆ τοῦ Μελλοντος αἰῶνος ὑπάρχει σίγουρα μιά θέση, ὄχι μόνο γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί γιά ὅλη τή κτίση, τά ζῶα, τά φυτά κλπ. «Μέσα καί μέσω τοῦ ἀνθρώπου θά μετέχουν καί αὐτά στήν ἀθανασία»6
Ἀπό τό βιβλίο,
«Θάνατος, ἀνάσταση καί αἰώνια ζωή»
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Ολους τους ανθρώπους τους πολεμάει ο διάβολος..

Ολους τους ανθρώπους τους πολεμάει ο διάβολος...
 ...γιατί όλους θέλει να τους κολάσει. Αλλά περισσότερο πολεμάει τους ενάρετους, αυτούς που αγωνίζονται με πόθο «τον καλό αγώνα της πίστεως» (βλ. Α΄ Τιμ. ς΄ 12), αυτούς που έχουν καρπούς πνευματικούς.
Όπως τα παιδιά πετούν πέτρες στις καρυδιές που έχουν καρύδια, έτσι και ο διάβολος πετροβολάει αυτούς που έχουν καρπούς πνευματικούς.
Κι όπως ο κλέφτης πηγαίνει να κλέψει εκεί όπου υπάρχουν θησαυροί υλικοί, έτσι κι ο διάβολος πηγαίνει να κλέψει εκεί όπου υπάρχουν θησαυροί πνευματικοί.
Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει ότι «ο κλέπτης ουκ έρχεται όπου καλάμη, και χόρτος, και ξύλον· αλλ’ όπου κείται χρυσός, ή άργυρος, ή μαργαρίτης». Δεν πηγαίνει να συλήσει αχυροκαλύβες ή ξύλινες παράγκες. Διότι εκεί δεν υπάρχουν πράγματα αξίας. Πηγαίνει στα πλουσιόσπιτα, που έχουν χρήματα πολλά, ασημικά, χρυσαφικά ή άλλα πράγματα μεγάλης αξίας. Πηγαίνει στις τράπεζες και τις χρηματαποστολές, εκεί που θα γεμίσει σάκο ολόκληρο.
Έτσι κι ο διάβολος «ουκ εισέρχεται όπου πόρνος, ή βέβηλος, ή άρπαξ, ή πλεονέκτης»(ΕΠΕ 33, 406). Δεν πηγαίνει να πολεμήσει ανήθικους ή βέβηλους ή άρπαγες ή πλεονέκτες. Αυτούς τους έχει δεμένους με το πάθος και τους ξεγελάει ευκολότερα. Περισσότερη δουλειά έχει να κάνει, όταν πηγαίνει να πολεμήσει αγωνιστές μοναχούς, που βαδίζουν με συνέπεια την οδό του αγιασμού, ή συνειδητοποιημένους χριστιανούς που αγωνίζονται με πόθο.
Σε άλλη ομιλία του ο χρυσορρήμων Πατήρ παρατηρεί ότι οι πειρατές δεν επιτίθενται στα πλοία που μεταφέρουν άμμο, διότι η άμμος είναι φθηνό υλικό και τόσο βαρύ, που κανείς δεν κάνει τον κόπο να τη μεταφέρει στην πλάτη. Οι πειρατές επιτίθενται στα πλοία που μεταφέρουν αμύθητους θησαυρούς ή εμπορεύματα μεγάλης αξίας. Έτσι κι ο διάβολος επιτίθεται στους πιστούς που έχουν αρετή και αγιότητα (Ομιλία εις τον Ιώβ).
● Από την Αγία Γραφή πληροφορούμαστε ότι ο διάβολος έβαλε τα λαγωνικά του και κυνηγούσε να σκοτώσει τον πύρινο προφήτη Ηλία!
● Έκλεισε στη φυλακή και αποκεφάλισε τον κήρυκα της μετανοίας, τον τίμιο Πρόδρομο!
● Έριξε τα πεπυρωμένα βέλη του στον σώφρονα και πάγκαλο Ιωσήφ, που ήταν διαμάντι πνευματικό, τύπος του Χριστού!
● Πολέμησε τον πολύαθλο Ιώβ, που ήταν ακέραιος άνθρωπος, δίκαιος, θεοφοβούμενος και έφευγε μακριά από κάθε κακό και πονηρό πράγμα!
● Είναι τόσο αδίστακτος πειραστής, που πήγε να πειράξει στην έρημο ακόμη και τον Κύριό μας!
Πώς επιτίθεται στις δικές μας ζωές;
Τα ίδια κάνει και στον καθένα από μας ο μισάνθρωπος!
● Αν βλέπει ότι βαδίζουμε στην ευθεία οδό των εντολών του Θεού, προσπαθεί να μας κάνει να παρεκκλίνουμε!
● Αν βλέπει ότι δίνουμε μαρτυρία για τον Χριστό, επιχειρεί να μας φιμώσει.
● Αν βλέπει ότι κάνουμε το καλό, παρεμβάλλει εμπόδια για να μας ανακόψει.
● Αν βλέπει ότι προσευχόμαστε με θέρμη, φέρνει χασμουρητό και υπνηλία, για να σταματήσουμε να προσευχόμαστε.
Παρακολουθεί πώς λατρεύουμε τον άγιο Θεό! Αν βλέπει ότι η σκέψη μας φεύγει πολύ μακριά ή γεμίζει από τον θόρυβο των βιοτικών φροντίδων, μένει πολύ ευχαριστημένος ο διάβολος. Αν όμως συμμετέχουμε συνειδητά στη θεία Λατρεία, αρχίζει να μας πολεμάει. Μας φέρνει αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια, εργασίες που αφήσαμε σε εκκρεμότητα, επείγοντα τηλεφωνήματα που έπρεπε να κάνουμε και δεν τα κάναμε, και τα όμοια. Κι αν δεν τα καταφέρει να στρέψει αλλού τα ενδιαφέροντά μας, καλεί και άλλους δαίμονες να τον βοηθήσουν.
Παρακολουθεί πώς μελετούμε το ιερό Ευαγγέλιο! Εάν βλέπει ότι δεν προσηλώνεται η σκέψη μας στα νοήματα του θείου λόγου, δεν ανησυχεί ιδιαίτερα ο διάβολος. Γιατί γνωρίζει ότι αυτά που διαβάζουμε, μετά από λίγη ώρα θα τα ξεχάσουμε. Αν όμως είμαστε αγαθή γη που με λαχτάρα ακούμε τον λόγο του Θεού, που με ευλάβεια τον μελετούμε ημέρα και νύχτα, που τον κρύβουμε σαν θησαυρό βαθιά στην καρδιά μας και τον έχουμε οδηγό στη ζωή μας, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να διακόψουμε τη μελέτητου θείου λόγου και να ασχοληθούμε με κάτι άλλο.
Από τα όσα γράφονται εννοούμε πόσο πανούργος εχθρός είναι ο αντίδικος, πόσο απατηλά στρατηγήματα επινοεί για να μας πλανήσει, με πόσο μεγάλη μανία εργάζεται το καταχθόνιο έργο του και με τι τέχνη αρπάζει κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται, για να μας υποσκελίσει!
Να μην τον φοβόμαστε
Αλλά οι πιστοί χριστιανοί να μην τον φοβόμαστε, διότι «μείζων ἐστίν ὁ ἐν ἡμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ιω. δ΄ 4).
● Να μάθουμε να διακρίνουμε τις παγίδες του και να λαμβάνουμε εγκαίρως τα μέτρα μας, «ἵνα μή πλεονεκτηθῶμεν ὑπό τοῦ σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν», γράφει ο θείος Απόστολος Παύλος (Β΄ Κορ. Β΄ 11).
● Κι ακόμη να ταπεινοφρονούμε, διότι την ταπείνωση δεν την αντέχει ο διάβολος. Μόλις ταπεινωθούμε, φεύγει από κοντά μας.
● Τέλος, να μην υποχωρούμε από την έπαλξή μας, όση κι αν είναι η πολεμική που ασκεί εναντίον μας ο σατανάς. «Ἄοκνος ψυχὴ ἐξήγειρε καθ’ ἑαυτῆς δαίμονας. Πληθυνθέντων δε πολέμων, ἐπληθύνθησαν στέφανοι», γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Ο αγωνιστής του καλού αγώνα εξεγείρει εναντίον του τους δαίμονες. Αλλά όσο πιο πολύ αυτοί τον πολεμούν, τόσο περισσότερο τον δοξάζει ο αγωνοθέτης Κύριος!

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 29, 2016

Η ιδιοτελής ευχαριστία ''προσβάλλει''τον Θεό Άγιος Νικόλαος Βελιµίροβιτς


 Κάποιοι ἔχουν τήν συνήθεια νά εὐχαριστοῦν τό Θεό µόνο τότε πού ὁ Θεός τούς δίνει, ἀλλά ὄχι καί ὅταν ὁ Θεός τούς παίρνει. 
 Τόν εὐχαριστοῦν µόνο ὅταν τούς “χαϊδεύει”, καί ὄχι ὅταν τούς τιµωρεῖ. 
Ἐπίσης Τόν εὐχαριστοῦν µόνο ὅταν ὁ Θεός σάν γιατρός ἐπουλώνει τίς πληγές τους καί ὄχι ὅταν µέ κοφτερό µαχαίρι ἀφαιρεῖ τό µολυσµένο ἱστό ἀπό τό σῶµα τους. 

 Τέτοια ἰδιοτελῆ εὐχαριστία προσβάλλει τόν Θεό. Ὁ Θεός προνοεῖ πάντα γιά τό δικό µας καλό, γιά τή δική µας αἰώνια σωτηρία, καί ὅταν µᾶς “χαϊδεύει” καί ὅταν µᾶς τιµωρεῖ. 

  Ἐµεῖς λοιπόν σάν νοήµονα ὄντα πού εἴµαστε, εἶναι καλό νά εὐχαριστοῦµε τό Θεό πάντοτε καί γιά ὅλα, ὅπως παροτρύνει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: “Νά εὐχαριστεῖτε πάντοτε καί γιά ὅλα τό Θεό καί Πατέρα στό ὄνοµα τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

πηγή

Οι συνέπειες της σιωπής των ποιμένων...

alt 
Ο διωγμός άρχισε από την ώρα που οι Ιεράρχες σιωπήσανε και αποκοπήκανε από τον λαό μας και τα προβλήματά του.
Εδώ έχουν περάσει ένα σωρό αντιχριστιανικοί νόμοι και η Εκκλησία αντέδρασε με ψελλίσματα...
Προς τι η έκπληξη;
Ο διωγμός που αναφέρει ο Μητροπολίτης Άνθιμος έχει αρχίσει από καιρό για να μην πω δεκαετίες υπό την ανοχή της Εκκλησίας.
Η αντίδραση για το συγκεκριμένο περιστατικό έχει να κάνει περισσότερο με το γεγονός ότι ο λόγος των Ιεραρχών μας δεν αγγίζει πλέον τον καθημαγμένο λαό μας γιατί αυτός ξέρει καλά ότι δεν συνοδεύεται από το αντίστοιχο βίωμα. Η Εκκλησία και οι Ιεράρχες συμπράττουν με την εκάστοτε εξουσία που ξεγελά τον λαό και υφαρπάζει την ψήφο του για να εφαρμόσει τα χειρότερα εναντίον του σε σημείο να μιλάμε για σιωπηλή γενοκτονία. Θα σιωπούσε ένας Μέγας Βασίλειος σε μια αντίστοιχη περίοδο όπως πράττουν οι Ιεράρχες μας; 
Υπάρχει η ελευθερία της έκφρασης από τον καθένα και οι Ιεράρχες μπορούν να εκφράσουν και τον λόγο τους και τις αντιδράσεις σε ότι συμβαίνει. Το πρόβλημα είναι ότι ο λόγος των Ιεραρχών είναι αδύναμος και δεν αγγίζει κανέναν ενώ οι αντιδράσεις τους είναι από χλιαρές ως ανύπαρκτες, την ώρα που εναντίον του λαού μας έχει εξαπολυθεί η τέλεια καταιγίδα...
Ζούμε τις συνέπειες της σιωπής των ποιμένων και το περιστατικό που συνέβει με τον Μητροπολίτη Μεσογαίας έχει να κάνει κυρίως με αυτό ενώ η τελική επίθεση με την εφαρμογή της αχρήματης κοινωνίας και των καρτών που θα υποδουλώσει οριστικά τον λαό μας εάν εφαρμοστεί, είναι προ των θυρών και κανείς Ιεράρχης δεν είναι διατεθειμένος να ...χαλάσει την ζαχαρένια του...
Ο Θεός να βάλει το χέρι Του...
το είδαμε εδώ

Ψυχοσάββατο. Μέρα ξεχασμένη για τους πολλούς του κόσμου...


 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός / Προσκυνητής -ΝΕΚΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ  ΚΟΣΜΟ




Ψυχοσάββατο. Μέρα ξεχασμένη για τους πολλούς του κόσμου. Ο θάνατος είναι άλλωστε για τη νοοτροπία της εποχής μας το τέρμα. Οι κεκοιμημένοι μάς πονούν, αλλά πρέπει να ζήσουμε. Να προχωρήσουμε. Και το μνημόσυνο είναι μόνο ατομική υπόθεση. Όταν συμπληρώνονται οι μέρες, οι σαράντα, ο χρόνος, θυμόμαστε. Πάμε στο ναό. Έρχονται και όσοι μας αγαπούν και όσοι αγαπούσαν τον κεκοιμημένο. Και φτάνει. Γιατί άραγε όλοι μαζί, να έχουμε δύο ημέρες το χρόνο στις οποίες να θυμόμαστε πάντας (όλους) τους κεκοιμημένους. 

Έτσι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων ορθοδόξων χριστιανών, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών, γονέων, προγονέων, πάππων, προπάππων, διδασκάλων, αναδόχων ημών εν τη πίστει...
Κι όμως. Στο ψυχοχάρτι του Σαββάτου των Απόκρεω, πριν την Κυριακή της ανάμνησης ότι θα έρθει η τελευταία Κρίση, όπως και το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή, πριν την Κυριακή του ξεκινήματος της παρουσίας της Εκκλησίας στον κόσμο, αποτυπώνεται όχι μόνο η μνήμη, αλλά και η ελπίδα. 

Μνήμη ότι οι αγαπημένοι μας ουκ απέθανον αλλά κοιμώνται. Μνήμη ότι η αγάπη δεν νικήθηκε από το θάνατο. Ότι μπορεί ένα κομμάτι μας να έφυγε μαζί του, να τάφηκε στο χώμα, κι όχι μόνο από όσους γνωρίσαμε, αλλά και από όλους όσους έζησαν πολύ πριν από εμάς, απ’ αιώνος, όμως τίποτε δεν τελείωσε. Επειδή Χριστός Ανέστη ο θάνατος εσκυλεύθη. Επειδή Χριστός Ανέστη θα βρεθούμε ξανά με όλους όσους προηγήθηκαν. Κοντά στον Θεό των πνευμάτων και πάσης σαρκός. Εν τόπω φωτεινώ και χλοερώ και αναψύξεως. Και δεν θα είναι η συνάντησή μας μόνο εν πνεύματι. Δικό μας και δικό τους. 


Θα έρθει η ώρα που το σώμα τους και το δικό μας θα βγούνε από τις κρύπτες του θανάτου. Και θα ενωθεί η συμφυΐα, σε έναν τρόπο αιώνιο και χωρίς μετατροπή. Όπου ο έσχατος εχθρός θα καταργηθεί. Και θα είναι η ύπαρξη συνάντηση με το Φως και την γλυκύτητα της ωραιότητος του προσώπου του Χριστού και των Αγίων Του. Η Εκκλησία που δεν θα είναι μόνο μια πρόσκληση ένταξης στο σώμα του Χριστού, αλλά το ίδιο το Σώμα από το οποίο δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε.
 

Προγευόμαστε αυτή την χαρά να είμαστε μέλη του Σώματος κάθε φορά που τελούμε την Θεία Λειτουργία. Αυτήν στην οποία πιστεύουμε και ζούμε το διαρκές παρόν της Βασιλείας του Θεού. Της συνάντησης ζώντων και κεκοιμημένων, αγίων και αμαρτωλών, μελίσματος και μη διαίρεσης, βρώσεως και μη δαπανήσεως εν τω Χριστώ. Μόνο που τα δύο αυτά Σάββατα νιώθουμε τους κεκοιμημένους πιο κοντά μας. Γιατί δεν είμαστε μόνο εμείς που έχουμε να θυμόμαστε. Αλλά όλο το σώμα του Χριστού. Και η μνημόνευση των ονομάτων, μακρόσυρτη υπό τον ήχο του «Κύριε ελέησον», μάς υπενθυμίζει ότι η αγάπη δεν είναι μόνο για τους οικείους και συγγενείς, αλλά για όλους που εν Χριστώ γίνονται οι κατεξοχήν οικείοι μας. Οι αδελφοί μας.
 

Ας βρεθούμε το απόγευμα της Παρασκευής και το πρωί του Σαββάτου στο ναό της γειτονιάς μας. Μεγαλύτεροι και μικρότεροι. Πρέπει να ζήσουμε, αυτό είναι δεδομένο. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος για μας δεν είναι τέρμα, αλλά μια στάση και ένα πέρασμα, ένα Πάσχα. Τη στάση την περνάμε μόνοι μας, ακόμη κι αν έχουμε την ώρα του θανάτου κοντά μας αυτούς που μας αγαπούνε. Ο θάνατος είναι η προσωπική μας έξοδος, στην οποία κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει, να καταλάβει, να συντροφεύσει. Μία ροπή όμως είναι η στάση. Και μπαίνουμε στο πέρασμα της ανάστασης. Συντροφευμένοι από όσους έχουν προηγηθεί και πρωτίστως όσους αγάπησαν το Θεό και τον άνθρωπο. Κι αυτοί θα μας οδηγήσουν στο να αναγνωρίσουμε Εκείνον που θανάτω τον θάνατον επάτησε.
Ας Τον παρακαλέσουμε λοιπόν.


Και των κεκοιμημένων μνημόνευσον Σωτήρ μου, εν δόξη όταν έλθης. Των δικών μας και όλων των ανθρώπων. Να συναντιόμαστε στην αγάπη Σου! 

Προφῆτες καὶ προφητεῖες ποὺ μιλοῦν γιὰ τὴ διάλυση τῆς Τουρκίας ἀπὸ τὴ Ρωσία

 Ὑπάρχουν δύο δυνάμεις στόν κόσμο. 
Ὁ Θεός καί ὁ διάβολος. 
Ἐξαρτᾶται μέ ποιόν συγγενεύει κανείς. 
 «Ὁ μένων ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπόν πολύν» 
Ἰω. 15,5). 
«Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά κάνει τούς ἀνθρώπους θεούς»
 (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).

Ὁ διάβολος καί οἱ σύμμαχοί του δέν γνωρίζουν τό μέλλον οὔτε τί θά γίνει τήν ἑπόμενη στιγμή. 
Μόνο ὁ παντοδύναμος Θεός τό γνωρίζει καί ΚΑΝΕΝΑΣ ἄλλος.
  Τό μέλλον τό ἔχει κρατήσει ὁ Θεός ἀποκλειστικά στή δικαιοδοσία Του.  Σπανιότατα, ὁ Θεός ἀνοίγει μέ προσοχή τό βιβλίο τοῦ μέλλοντος στούς ἀνθρώπους.  Ἀποκαλύπτει σέ μερικούς πραγματικά ἁγίους ἀνθρώπους ἐλάχιστες μόνο σελίδες.  Σηκώνει τό ΠΕΠΛΟ τοῦ μυστηρίου τοῦ αὔριο μέ θαυμαστό τρόπο καί τούς ἀφήνει «κατ’ οἰκονομίαν» νά δοῦν μερικές στιγμές τῆς μελλοντικῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος.  Αὐτοί δέ, στούς ὁποίους ὁ Θεός ἀποκαλύπτει τό μέλλον εἶναι οἱ ΠΡΟΦΗΤΕΣ...

Τί ἐξυπηρετοῦν ὅμως οἱ προφητεῖες τῶν ἁγίων;
Γιατί ὁ Θεός«ἐπέτρεψε»κάποιοι ἐκλεκτοί του,λίγοι ἀλλά θεοφόροι,νά πληροφορηθοῦν τά μέλλοντα καί ἐπιμελῶς  κρυμμένα;
 Νά γίνουν γνῶστες τῆς ἀθέατης και μυστικῆς ζωῆς τοῦ αὔριο; 
Νά βαδίσουν σέ μυστικά καί ἀπάτητα θεϊκά μονοπάτια; 
Νά γευτοῦν τό φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος; 
 Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι εὔκολη.
Θεωρῶ ὅμως ὅτι μέ αὐτό τόν τρόπο ἐξυπηρετεῖται τό θεῖο σχέδιο γιά τόν κόσμο καί ὠφελεῖται πνευματικά κάθε καλόπιστος καί καλοπροαίρετος ἄνθρωπος.

«Ἐάν θά ζούσαμε Πατερικά, θά εἴχαμε ΟΛΟΙ πνευματική ὑγεία, τήν ὁποία θά ζήλευαν καί ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι καί θά ἄφηναν τίς ἀρρωστημένες τους πλάνες καί θά σώζονταν δίχως κήρυγμα.  Διότι τώρα δέν συγκινοῦνται ἀπό τήν Ἁγία Πατερική Παράδοση, γιατί θέλουν νά ἰδοῦν καί τήν Πατερική μας συνέχεια, τήν πραγματική μας συγγένεια μέ τούς Ἁγίους μας»
(Ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης).
Ὁ Γεννάδιος Σχολάριος καί ἡ ἐπιγραφή στόν τάφο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (4ος αἰῶνας)
Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ὁ πρῶτος χριστιανός αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, δέν ἦταν προφήτης.  Ὅμως πάνω στήν πλάκα τοῦ τάφου του βρέθηκε χαραγμένη μιά σημαντική προφητεία.  Ἄγνωστος ἤ ἄγνωστοι παραμένουν μέχρι σήμερα ποιοί σοφοί ἁγιασμένοι ἄνθρωποι, προορατικοί, εἶναι αὐτοί πού χάραξαν τήν προφητεία, πάνω στό σκέπασμα τοῦ τάφου.
Μόλις τό 1440 μ.Χ. κατόρθωσε ὁ σοφός Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, νά τήν ἀποκρυπτογραφήσει.  Ὁ Θεός φώτισε τόν Γεννάδιο νά τήν ἑρμηνεύσει.  Ἡ προφητεία προλέγει τήν ἀκμή, τήν ἐξάπλωση τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1453 καί τήν παρακμή τοῦ τουρκικοῦ κράτους μετά τήν ἀποτυχημένη πολιορκία τῆς Βιέννης τό 1683. Προεῖπε καί τήν καταστροφή τῶν Τούρκων κατά τούς Βαλκανικούς Πολέμους τοῦ 1912-1913.
Τό ὑπόλοιπο μέρος τῆς προφητείας ἀρχίζει ἀπό τό ρητό: «Τό δέ ξανθόν γένος ἅμα μετά τῶν πρακτόρων...».  Καί τελειώνει στό «θέλημα ἐμόν πληροῦται».  Προλέγει τή συντριβή τῆς Τουρκίας ἀπό τή Ρωσία καί τούς συμμάχους της.  Ὅτι οἱ Ρῶσοι («ξανθόν γένος») θά κυριεύσουν τήν Κωνσταντινούπολη καί ὅτι ἐκεῖ θά γίνει ἕνας καταστρεπτικός πόλεμος.
Ἡ προφητεία τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου Πατάρων (4ος αἰῶνας)
Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ἐπίσκοπος Πατάρων (ἑλληνική πόλις στή Λυκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας) ἔζησε κατά τά τέλη τοῦ 3ου καί στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰώνα.  Λόγιος, ἐξαιρετικῆς μόρφωσης, φιλόσοφος, σοφός, Ἅγιος.
«Τό ξανθό γένος, δηλαδή ἡ Ρωσία, καταλαμβάνει μέ τά “ΟΠΛΑ” τήν Κωνσταντινούπολη καί θά παραμείνει ἐκεῖ ἕξι ἤ πέντε... (δέν καθορίζει τή χρονική διάρκεια μέ ἀκρίβεια).  Πρόκειται μᾶλλον γιά μῆνες.  Θά διώξουν τούς Τούρκους μέχρι τά ἐνδότερα τῆς Ἀσίας.  Δυτικές δυνάμεις προστρέχουν γιά βοήθεια τῆς Τουρκίας, μετά τήν ἀρχική ἔκπληξη ἀπό τήν αἰφνιδιαστική ἐπίθεση τῶν Ρώσων στήν Τουρκία καί συγκρούονται μαζί της.  Ἀρχίζει ἔτσι ἕνας φοβερός πόλεμος πού δέν εἶδε ποτέ ὁ κόσμος!  Δεκαοκτώ συνολικά ἔθνη θά ἐμπλακοῦν σέ αὐτό τόν πόλεμο, πού θά εἶναι ὁ πιό ἄγριος καί ὁ πιό καταστροφικός πού γνώρισε ποτέ ὁ κόσμος!  Ἔπειτα ἀπό αὐτό, τό τουρκικό ἔθνος θά παύσει νά ὑπάρχει ὡς ὀργανωμένο κράτος, γιατί τό ἕνα τρίτο θά σκοτωθεῖ, τό ἄλλο θά βαπτισθεῖ καί θά γίνει χριστιανικό, καί τό ὑπόλοιπο θά καταφύγει ὑπόδουλο στό βάθος τῆς Ἀνατολῆς!  Ἡ Τουρκία παραδίδεται στόν ἀφανισμό καί στή διάλυση».  Ἡ θεία δικαιοσύνη θά ἐπικρατήσει καί θά τιμωρήσει τόν βάρβαρο λαό της.  Θά λειτουργήσει ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ. ΓΕΝΟΙΤΟ.
Προφητεία τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ (6ος αἰῶνας, 450-515 μ.Χ.)
Ἄν καί ἦταν σοφός καί ἅγιος, ὑποκρινόταν γιά χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τόν σαλό (τρελό).  Ἐφάρμοζε στόν ἑαυτό του τό ρητό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού λέγει: «Εἴ τις δοκεῖ σοφός εἶναι ἐν ὑμῖν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, μωρός γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός» (Α΄ Κορ. γ΄ 18).  Ἐάν κανένας νομίζει ὅτι σοφός μεταξύ σας, ἐπειδή ἔχει τή σοφία τοῦ αἰῶνος τούτου, ἄς γίνει ἀνόητος γιά τούς ἀνθρώπους, γιά νά ἀναδειχθεῖ πραγματικά σοφός ἀπό τό Θεό.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν ἀπέκτησε ποτέ τό παραμικρό, μέχρι τοῦ σημείου νά μήν ἔχει «ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ» (Ματθ. η΄ 20).  Ἀλλά οὔτε κοσμική δόξα καί δύναμη ἀπέκτησε ποτέ.  Ἦταν ὁλωσδιόλου νεκρός ὡς πρός τόν κόσμο.
Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι φτάσαμε στά χρόνια πού προφήτευσε ὁ Μέγας Ἀντώνιος: « Ἔρχεται καιρός, ἵνα οἱ ἄνθρωποι μανῶσι (θά τρελαθοῦν) καί ἐπ’ ἄν ἴδωσί τινα μή μαινόμενον λέγοντες, ὅτι σύ μαίνῃ (εἶσαι τρελός) διά τό μή εἶναι ὅμοιον αὐτοῖς».
Μόνο ἄνθρωπος κυριευμένος ἀπό τή θεία μέθη μπορεῖ νά ἐπιχειρήσει τήν ἄσκηση τῆς σαλότητος καί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός (Ρῶσος).
Ὁ Ἅγιος προφήτευσε ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη θά περάσει ἀπό πολλές καί μεγάλες δοκιμασίες, καί θά δεχτεῖ πολλές ἐπιθέσεις ἀπό τά γειτονικά κράτη.  Θά παραμείνει ἀπόρθητη, γιατί τή βοηθᾶ καί τή στηρίζει ἡ Παναγία Θεοτόκος.  Ὁ Θεός ὅμως θά ἐπιτρέψει στούς Ἀγαρηνούς (Τούρκους) νά κυριεύσουν τήν ἔνδοξη πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (1453 μ.Χ.).  Ἡ Κωνσταντινούπολη μετά τούς Τούρκους θά περιέλθει στό ξανθό γένος (Ρωσία), τοῦ ὁποίου ἡ ὀνομασία ἀρχίζει ἀπό τό 17ο γράμμα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου.  Δέκατο ἕβδομο γράμμα εἶναι τό «Ρ»-Ρωσία.  Οἱ ΡΩΣΟΙ θά κατατροπώσουν τούς Τούρκους.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (1714-1779)
Εἶναι μιά ἀπό τίς σημαντικότερες μορφές τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ.  Ὁ μεγάλος ἱεραπόστολος τῆς σκλαβωμένης Ἑλλάδος.  Πάλεψε σάν λιοντάρι γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Ἔθνους.  Πολέμησε τήν ἀμάθεια, τήν ἀλλαξοπιστία, τή φιλοχρηματία, τό μῖσος, τήν ἡττοπάθεια καί τό πνεῦμα τοῦ ραγιαδισμοῦ.  Ὁ σκλαβωμένος λαός στούς Τούρκους τόν πίστευσε, τόν λάτρευσε καί ἀκολούθησε τό παράδειγμα καί τίς ἐντολές του.
Ἔχτισε σχολεῖα, ἐκκλησιές καί ἀκούστηκαν χαρμόσυνες καμπάνες.  Ὁ φλογερός αὐτός κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Δάσκαλος καί προφήτης τῆς Ἀνάστασης τοῦ Ἔθνους, ὅπου κι ἄν περνοῦσε, ἄναβε φωτιές καί σήκωνε θύελλες. 
Περιόδευσε γιά εἴκοσι χρόνια ἀσταμάτητα ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα, ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τά Ἰόνια Νησιά καί τή Βόρειο Ἤπειρο.  Τό τέλος τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ δέν μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικό παρά σάν μάρτυρα καί ἥρωα.  Ἦλθε ἀπό τό μῖσος τῶν Ἑβραίων.  Ἐπειδή μέ πεῖσμα καθιέρωσε τήν Κυριακή ἀργία σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα, προξένησε «οἰκονομική ζημιά», γιατί ἦταν ἀναγκασμένοι ἀπό τή θρησκεία τους νά μήν ἐργάζονται τό Σάββατο.  Ἔτσι οἱ Ἑβραῖοι πλήρωσαν τόν Τουρκαλβανό Κούρτ Πασᾶ γιά νά τόν ἐξοντώσει (24 Αὐγούστου 1779).  Οἱ τελευταῖες λέξεις πού βγῆκαν ἀπό τά ἅγιά του χείλη ἦσαν: «Διήλθομεν διά πυρός καί ὕδατος καί ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν».
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός εἶχε πολλά θεῖα χαρίσματα.  Μεταξύ αὐτῶν καί τό προφητικό χάρισμα: «Τό ποθούμενον θά ἔλθει στήν Τρίτη γενιά (ἐννοοῦσε τήν ἐθνική ἀπελευθέρωση τοῦ 1821).  Ἐσεῖς δέν θά τά δεῖτε αὐτά, ἀλλά τά ἐγγόνια σας, τά δισέγγονά σας.  Μέ δυσκολία θά ἔλθει (τό ποθούμενο).  Ἡ λευτεριά θά ἔρθει ἀπό κάτω, ἀπ’ ὅπου χύνονται τά νερά!».
Οἱ προφητεῖες αὐτές ἐπαληθεύτηκαν καταπληκτικά.  Ἡ γενιά τοῦ Εἰκοσιένα (1821) ὑπῆρξε ἡ Τρίτη ὕστερα ἀπό τήν ἐποχή του.  Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση μετά βίας ἄντεξε, ἡ δέ ἐλευθερία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἐξασφαλίστηκε ὁριστικά μετά τή νικηφόρο ἔκβαση τῆς ναυμαχίας τοῦ Ναυαρίνου (ὁ στόλος τῶν Μεγάλων Δυνάμεων συνέτριψε τόν τουρκικό στόλο).  Δηλαδή ἡ ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἦρθε ἀπό τή θάλασσα, ἐκεῖ πού χύνονται τά νερά τῶν ποταμῶν!
Κατά τήν ἐποχή του ἡ Ἑπτάνησος ἀνῆκε στούς Ἑνετούς.  Ὅταν ἦταν στήν Κεφαλονιά, προεῖπε μέ καταπληκτική ἀκρίβεια χρόνου τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑπτανήσου: «Θά ἔρθουν οἱ κόκκινοι σκοῦφοι καί ὕστερα οἱ Ἄγγλοι γιά 54 χρόνια καί κατόπιν θά γίνει Ρωμαίικο».
«Κόκκινοι σκοῦφοι» ἦταν οἱ Γάλλοι στρατιῶτες κατά τούς χρόνους τοῦ Μεγάλου Ναπολέοντος, γιατί τά καλύμματα πού φοροῦσαν στά κεφάλια τους ἦταν κόκκινα.  Τό 1810 ἦρθαν οἱ Ἄγγλοι, πού οὐσιαστικά τήν κατέλαβαν, ἐκτός ἀπό τήν Κέρκυρα, πού παρεδόθη τό 1815.  Ἡ ἀγγλική κυριαρχία στήν Ἑπτάνησο κράτησε ἀκριβῶς 54 χρόνια, ὅσα δηλαδή εἶπε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς.  Ἡ προσάρτησή της στήν Ἑλλάδα ἔγινε τό 1864!
Στήν Ἤπειρο εἶπε ὅτι «τό ποθούμενο θά ἔρθει ὅταν θά ἔρθουν δυό Πασχαλιές μαζί».  Πράγματι ἡ Ἤπειρος καί ἡ Μακεδονία ἐλευθερώθηκαν ἀπό τούς Τούρκους κατά τούς νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους τοῦ 1912.  Τότε ἀκριβῶς τό Πάσχα καί ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου συνέπεσαν μαζί!
Προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (ἐνδεικτικά):
«Θά δεῖτε στόν κάμπο ἁμάξι, χωρίς ἄλογα, νά τρέχει γρηγορότερα ἀπό τό λαγό» (ἀναφέρεται στό αὐτοκίνητο, τό τρένο).
«Θά ἔρθει καιρός πού οἱ ἄνθρωποι θά μιλοῦν ἀπό ἕνα μέρος στό ἄλλο, σάν νά εἶναι σέ πλαϊνά δωμάτια» (ἀναφέρεται στό τηλέφωνο).
«Θά δεῖτε νά πετᾶνε ἄνθρωποι στόν οὐρανό σάν μαυροπούλια καί νά ρίχνουν φωτιά στόν κόσμο» (ἀναφέρεται στά πολεμικά ἀεροπλᾶνα).
«Θά ἔρθει καιρός πού θά διευθύνουν τόν κόσμο τά ἄλαλα καί τά μπάλαλα» (προφανῶς ἐννοεῖ τούς σύγχρονους ὑπολογιστές, τά «κομπιούτερς», πού εἰσχωροῦν, κατακτοῦν καί διευθύνουν τή ζωή μας).
«Τό κακό θά ἔρθει ἀπό τούς διαβασμένους».
«Οἱ πλούσιοι θά γίνουν φτωχοί καί οἱ φτωχοί θά πεθάνουν».
«Θά σᾶς ἐπιβάλουν (οἱ κυβερνήσεις) μεγάλο καί δυσβάστακτο φόρο, ἀλλά δέν θά προφτάσουν».
«Τόν Πάπα νά καταρᾶστε, γιατί αὐτός θά εἶναι ἡ αἰτία».
«Θά ἔρθει καιρός πού οἱ Ρωμιοί θά τρώγονται μεταξύ τους.  Συστήνω ὁμόνοια καί ἀγάπη».
 «Δέν θά φτάσει ὁ στρατός (ἑλληνικό στράτευμα) στήν Κωνσταντινούπολη∙ στή μέση τοῦ δρόμου θά ἔρθει τό μαντᾶτο ὅτι ἔφτασε τό ποθούμενο» (ἐννοεῖ τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τά ρωσικά στρατεύματα).
«Οἱ ἀντίχριστοι (ΤΟΥΡΚΟΙ) θά φύγουν, ἀλλά θά ἔρθουν πάλι∙ ἔπειτα θά τούς κυνηγήσετε ὥς τήν Κόκκινη Μηλιά» (στό βάθος τῆς Ἀνατολῆς).
«Οἱ Τοῦρκοι θά φύγουν, ἀλλά θά ξανάρθουν πάλι καί θά φτάσουν ὥς τά Ἑξαμίλια (ἐννοεῖ τά ἕξι ναυτικά μίλια).  Στό τέλος θά τούς διώξουν στήν Κόκκινη Μηλιά.  Ἀπό τούς Τούρκους τό ἕνα τρίτο θά σκοτωθεῖ στόν πόλεμο, τό ἕνα τρίτο θά βαπτισθεῖ καί τό ἕνα τρίτο θά πάει στήν Κόκκινη Μηλιά» (μερικοί τήν τοποθετοῦν στή Μέκκα, ἐνῶ ἄλλοι τή βάζουν στά βάθη τῆς Μ. Ἀσίας).
Καί ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης ἀλλά καί ὁ Γέροντας Παΐσιος συχνά τόνιζαν τά λεχθέντα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Οἱ δύο τελευταῖες προφητεῖες εἶναι πολύ σημαντικές.  Ἴσως οἱ πιό σπουδαῖες.  Γιατί ἄν ἐντάξουμε τήν Κύπρο μέσα στόν ἑνιαῖο χῶρο τῆς Ἑλλάδος, τότε μποροῦμε νά ποῦμε μέ ἀσφάλεια ὅτι οἱ δύο αὐτές προφητεῖες ἄρχισαν νά πραγματοποιοῦνται μέ τήν ἄνανδρη τουρκική εἰσβολή στήν Κύπρο τόν Ἰούλιο τοῦ 1974 (Ἀβραάμ Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, «Οἱ προφῆτες μᾶς ἀποκαλύπτουν...», Ἐκδόσεις «ὁ Ποιμενικός Αὐλός», Ἅγιον Ὄρος).
Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καί ὁ σπουδαῖος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ
Ὁ γέροντας εἶχε καί τό προφητικό χάρισμα, ἀλλά σπάνια μιλοῦσε γιά μελλοντικά γεγονότα.  Πάντα μέ σύνεση καί προσοχή τό ἔκανε σέ ἐξαιρετικές μόνο περιπτώσεις.  Ὁ π. Πορφύριος κάνει λόγο γιά ἕναν πολύ σπουδαῖο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θά βγεῖ μέσα ἀπό τή συμφορά γιά νά συνεγείρει καί νά ἑνώσει τόν κόσμο στό καλό (Κλείτου Ἰωαννίδου, «ὁ Γέρων Πορφύριος», Ἀθήνα 1993, σελ. 233).
Μιλᾶ γιά ἕναν νέο ἡγέτη τοῦ Ἔθνους, γιά ἕνα σπουδαῖο καί τρανό παλληκάρι, πού θά ἔχει ἀκλόνητη ὀρθόδοξη πίστη καί Ἰησοῦ Χριστό στήν καρδιά του.  Ὁ ἡγέτης αὐτός θά ἐμπνεύσει, θά συνεγείρει καί θά ἐνθουσιάσει χιλιάδες νέους χριστιανούς, πού τώρα εἶναι σκορποχώρι, ἀνακατεμένοι μέ τά ἁρπαχτικά τοῦ αἰῶνος τούτου.


Συντάκτης: ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΒΙΤΑΛΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2016

ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΓΑΜΙΑΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

ἀρχιμανδρίτου Ἰωαννικίου Κοτσώνη
Σὲ ὅλα τὰ ἠθικὰ καὶ κοινωνικὰ θέματα ὑπάρχει ἡ κοσμικὴ θέση, ὑπάρχει καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ θέση.
Μετὰ τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ ἑλληνορθοδόξου λαοῦ μας, ὁ κόσμος (ὁ στερημένος τοῦ «κόσμου»=τοῦ στολισμοῦ τῆς Παραδόσεώς μας) ἔχει τὴ δική του ἠθική, ἔχει τὴ δική του κοινωνικὴ ἀντίληψη.
Ἀλλοίμονο, λέει τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἂν τὸ σκοτάδι τὸ βλέπομε σὰν φῶς καὶ τὸ φῶς σὰν σκοτάδι. Ἀλλοίμονο ἂν τὸ μαῦρο τὸ κάνομε ἄσπρο καὶ τὸ ἄσπρο μαῦρο. Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴν ἀλλοπρόσαλλη ἠθική τοῦ κόσμου, οἱ προγαμιαῖες σχέσεις τῶν δύο φύλων δὲν θεωροῦνται ἐπιλήψιμες.Μάλιστα οἱ
ὁλοκληρωμένες σχέσεις ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἐκτός τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου θεωροῦνται κατὰ κάποιον τρόπο φυσικές!Ὑπάρχει μεγάλη ἄγνοια. Ἡ κατὰ φύσιν, ἡ φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ζῆ ὅπως οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ-Δημιουργοῦ προστάζουν. Καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν «κατὰ φύσιν» κατάσταση νὰ φθάσει στὸ «ὑπὲρ φύσιν», δηλαδὴ στὴν ὑπερφυσικὴ κατάσταση. Δηλαδὴ στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», στὴν ἁγιότητα καὶ στὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεῖον. Ἀντίθετα, τὸ «παρὰ φύσιν» εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἔξω ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ-Δημιουργοῦ. Μέσα στὴν ἁμαρτία εἶναι ἡ παραφυσικὴ ζωή, γιὰ τὴν ὁποία δὲν μᾶς ἔπλασε ὁ Κύριος. Στὴν ἐποχή μας, ποὺ κυριαρχοῦν στὴν οἰκουμένη οἱ τρεῖς μεγάλοι τύραννοι, φιλαργυρία, φιλοδοξία, φιληδονία, ἔχομε αὐτονομήσει τὰ πάντα. Ἔτσι, ὅπως αὐτονομήθηκε καὶ ἡ ἡδονή, τὸ σέξ.
gamos45534Κι ἐνῷ ἡ ἡδονὴ ἐδόθη στὴ συζυγικὴ σχέση καὶ στὴν ἕνωση τοῦ ἀνδρογύνου μὲ σκοπὸ τὴν τεκνογονία, ἡ ἡδονὴ ἀπομονώθηκε, τὸ σὲξ αὐτονομήθηκε καὶ ἔγινε σκοπός. Αὐτοσκοπός.Ἐδῶ ἔχομε διαστροφὴ τῆς ἀρχικῆς δημιουργικῆς πράξεως. Χωρὶς τὴν ἡδονὴ εἶναι ἀμφίβολο ἐὰν ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐτεκνοποιοῦσε. Ἔτσι ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔβαλε τὴν ἡδονή, τὸ σέξ, σὰν ἕνα δόλωμα γιὰ τὴν τεκνογονικὴ σκοπιμότητα. Δὲν τὸ ἔβαλε ὡς σκοπό, ἀλλὰ ὡς μέσον.Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, μὲ τὴν πολλή του λογική, τὸν ἄκρατον ὀρθολογισμό του, διαστρέφει τὰ πάντα.Ἀνατρέπει τὴν τάξη τοῦ Δημιουργοῦ, καὶ πληρώνει καὶ πληρώνεται γιὰ τὴν ἀνατροπὴ αὐτὴ καὶ γιὰ τὴν ἀταξία τοῦ αὐτή.Ἡ ἕνωση–ψυχικὴ καὶ σωματικὴ– ἑνὸς νέου καὶ μιᾶς νέας εἶναι ἕνα χαρούμενο γεγονὸς τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέγεται γάμος. Εἶναι ἕνα μυστήριο.Μυστήριο ἀγάπης. Μυστήριο πίστεως. Μυστήριο ἐλπίδος. Μυστήριο τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ἀνάλογο μὲ τὸ μέγα μυστήριο ποὺ ἑνώνει τὴν Πανάμωμη Νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία μὲ τὸν Αἰώνιον Νυμφίον.Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας ἐξαγιάζει τὴν ἕνωση τοῦ ἀνδρογύνου μὲ τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ γάμου. Ἐξαγιάζει ψυχοσωματικὰ τοὺς δύο.Καὶ τοὺς κάνει ἕνα. Καὶ δίνει στὴ σχέση μία ἱερότητα,ποὺ δὲν ὑπάρχει, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ στὴν προγαμιαία, ἀνθρώπινη ἢ καὶ ζωώδη σχέση.
Ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐξαγιάζει, ὑψώνει, τονώνει καὶ ἀποκαθαίρει τὸν ἔρωτα,τὸν πραγματικὸ ἔρωτα. Τί εἶναι ἔρως; Εἶναι ἡ βαθειά, ἡ φλογερή, ἡ σφοδρὰ ἀγάπη.Αὐτὴ ἡ ἀγάπη δίνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι ΑΓΑΠΗ καὶ ἁγιάζεται καὶ κραταιώνεται καὶ διαιωνίζεται ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία Του.Ποῦ πάει αὐτὸς ὁ ἔρωτας καὶ αὐτὴ ἡ ἀρχικὴ ἀγάπη δύο ἐρωτευμένων ὅταν περάσουν ἕνα-δύο, πέντε χρόνια ἀρραβωνιασμένοι; Ποῦ πάει αὐτὴ ἡ τρελὴ μανία καὶ ἡ ξέφρενη ἕλξη ὅταν χωρίζουν μετὰ ἀπὸ ἕνα ἑξάμηνο ἢ ἕνα χρόνο; Αὐτὸς ὁ ἔρωτας καὶ ἡ ἀγάπη δὲν ἔχουν χρονικὴ διάρκεια ἐὰν δὲν προϋποτίθεται ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ στὴν Ἐκκλησία. Γιατί εἶναι ἀγάπη χωρὶς Χάρη Θεοῦ. Μόνον ἀνθρώπινη, μόνον σαρκικὴ ἢ μόνον ζωώδης. Ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δίνουν διαχρονικότητα σὲ ὅλα.Καὶ εἶναι νόμος σχεδὸν ὅτι ὁ κορεσμὸς
φέρνει τὴν ἄρνηση.Ἔτσι στὴν προγαμιαία σχέση (στὸν ἀρραβῶνα ἢ ὄχι), χωρὶς τὴν Θεία Χάρη κορέννυται ἡ σάρκα, τὸ σῶμα, κορέννυται καὶ ἡ ψυχή. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἱερότης τοῦ μυστηρίου, ποὺ ἀνανεώνει τὴν ἀγάπη, ποὺ φρεσκάρει τὴν ἕνωση.Καὶ ἔρχεται ἡ ἄρνηση.Ξεθυμαίνει ἡ πρώτη ἀγάπη. Καὶ ἀκολουθεῖ ὁ χωρισμός, ἡ διαίρεση.Εἶναι ψέμα νὰ πεῖ κάποιος ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει γνωριμία πρὸ τοῦ γάμου καὶ ἁγνότητα.Γνωρίσαμε καὶ γνωρίζουμε νέους ποὺ ἔφθασαν στὸ στεφάνι μὲ τὴν δόξα καὶ τὴν τιμὴ τῆς παρθενίας. Ἀντίθετα, ἔφηβοι νέοι καὶ νέες, πρὶν ἀκόμη ὡριμάσουν, δοκιμάζουν τὶς προγαμιαῖες σχέσεις, σπαταλῶντας στὰ ἄγουρα χρόνια τὴ δροσιὰ τῆς ἐφηβείας καὶ βιάζοντας τὴν φύση, πολὺ πρὶν ἔλθει ἡ εὐλογημένη ὥρα τοῦ γάμου.

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ἀναστασίου Παρούτογλου Πρωτοπρεσβυτέρου
Δύο εἶναι οἱ βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες ἔχει στηριχθεῖ ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἡ μία εἶναι ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη καὶ γραμματεία καὶ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη, παράδοση καὶ θεολογία. Ἡ σχέση ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοὺς δύο τρόπους σκέψης καὶ ζωῆς, τὸν ἑλληνικὸ καὶ τὸν χριστιανικό, ξεκίνησε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ποὺ τὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων βγῆκε ἀπὸ τὰ ἀρχικὰ ἰουδαϊκά του ὅρια, γιὰ νὰ ἐξαπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸν ρωμαϊκὸ κόσμο. Ἡ ἑλληνιστικὴ κοινὴ ἦταν ἡ γλῶσσα, ποὺ ἔγινε τὸ ἀναντικατάστατο ὄχημα γιὰ τὴν πρώτη αὐτὴ μετάδοση
καὶ ἐξάπλωση τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, οἱ δύο αὐτοί, ἀρχικὰ ξένοι καὶ ἀντιφατικοὶ μεταξύ τους τρόποι σκέψης καὶ ζωῆς, βρῆκαν πολὺ περισσότερα κοινὰ σημεῖα ἀπὸ ὅσα
φαίνονταν στὴν ἀρχή. Ἔχουν συνδεθεῖ τόσο ἄρρηκτα μεταξύ τους, ὥστε μέχρι μόλις πρὶν ἀπὸ λίγες δεκαετίες, ἐθεωρεῖτο ἀδιανόητο νὰ ἀποκαλεῖται κάποιος Ἕλληνας ἢ νὰ χαρακτηριστεῖ ἑλληνικὴ μία πολιτιστικὴ δημιουργία, ἕνα κείμενο ἢ μία εἰκόνα, ἐὰν δὲν εἶχε ἄμεση σχέση, ἀναφορὰ καὶ προέλευση ἀπὸ τὸν ἑλληνορθόδοξο τρόπο σκέψης, ἀπὸ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση.
Τὸ ἑλληνικὸ σύνταγμα ἀναγνωρίζει τὴ θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας ὡς τὴν ἐπίσημη καὶ ἐπικρατοῦσα θρησκεία στὴ χώρα μας. Στὴν Ἑλλάδα δηλαδὴ ὑπάρχει μὲν ἀνεξιθρησκία, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἐπίσημα ἀναγνωρισμένη ἐπικρατοῦσα θρησκεία, τὴν ὁποία τὸ κράτος ἔχει δεσμευθεῖ νὰ προστατεύει ὡς παράδοση τοῦ ἔθνους, ὡς ἀναπόσπαστο συστατικὸ στοιχεῖο τοῦ ἔθνους. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα νομικὰ κατοχυρωμένο καθεστώς, οὔτε βασίζεται ἀποκλειστικὰ στὸ ποσοστὸ τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ θρησκεύματος στὸν ἑλληνικὸ πληθυσμό.
ELLHNISMOS K ORTHODOJIA
Ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν αἰώνων ἱστορίας τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του καὶ ἡ ἑλληνορθοδοξία ἔχει ἐμπεδωθεῖ στὸ διάβα τῶν αἰώνων ὡς ἀδιάσπαστη ὑπαρξιακὴ ὀντότητα. Ὁ Ἕλληνας ξέρει νὰ ἀγαπᾶ τὴν ὀρθόδοξη πατρίδα του, νὰ τὴν ὑπερασπίζεται καὶ νὰ δίνει ἀκόμη καὶ τὴ ζωή του γι’ αὐτήν.
Ἡ ἔννοια τῆς πατρίδας εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἔννοια τῆς θρησκείας, διότι σ’ αὐτὴν ὑπάρχουν τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς πίστεώς μας. Ἀκόμη καὶ οἱ ἀρχαῖοι
πρόγονοί μας ἔδιναν μία ἱερότητα στὴν ἔννοια τῆς πατρίδος καὶ αὐτὸ τὸ τονίζει ὁ σοφὸς Σωκράτης: «Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον ἐστὶν ἡ πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον » (Καὶ ἀπὸ τὴ μητέρα ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Ἀναστασίου Παρούτογλου
Πρωτοπρεσβυτέρου καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα κι ὅλους γενικὰ τοὺς ἄλλους προγόνους πιὸ πολύτιμο ἀγαθὸ εἶναι ἡ πατρίδα καὶ πιὸ σεβαστὸ καὶ πιὸ
ἱερό … ).
Ὁ δὲ στρατηγὸς Μακρυγιάννης στὰ Ἀπομνημονεύματά του ἔγραφε: «Γλυκύτερον πρᾶγμα δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκεία». Καὶ ὁ
Κωστὴς Παλαμᾶς γράφει μὲ τόλμη: «Δὲν ζεῖ χωρὶς πατρίδα ἡ ἀνθρώπινη ψυχή». Εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο ὅτι στὴν πατρίδα ἐμπιστευόμαστε τὴ ζωή μας, τὴ ζωὴ τῶν παιδιῶν μας, τὴν τιμή μας, τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσιά μας. Γι αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀγαπᾶμε τὴν πατρίδα μας καὶ νὰ ἔχουμε ἐθνικὴ συνείδηση. Διότι ἡ ἐθνικὴ συνείδηση δηλώνει κοινοὺς ἀγῶνες, κοινὴ γλῶσσα καὶ θρησκεία καὶ κοινὲς παραδόσεις.
Ἡ ἐθνικὴ καὶ ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση πρέπει νὰ πορεύονται μαζί, ὅπως ἡ ἑνότητα ἑνὸς ἔθνους καὶ ἡ πίστη στὸν Θεό, ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ θεῖο. Καὶ οἱ δύο μαζὶ ὁδηγοῦν στὴν ὁμόνοια ἑνὸς ἔθνους. Τὸ παρελθὸν τῆς Ἑλλάδος εἶναι λαμπρὸ μὲ τὶς ἡρωικὲς μορφές της, ποὺ τὴν διέκριναν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου. Οἱ ἱερὲς παραδόσεις ἐξυψώνουν τὴν ἐθνικὴ συνείδηση γιὰ νέους ἀγῶνες καὶ θυσίες. Ἡ πίστη στὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ ἐμπνέει τὸ πνεῦμα τῆς ἅμιλλας, τῆς ἑνότητας καὶ συνεργασίας ποὺ ξυπνᾶ τὸν Ἕλληνα ἀπὸ τὸν λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας καὶ τῆς ἀτομικῆς εὐμάρειας. Ἂς ξεχάσουμε τοὺς φανατισμούς μας, τὶς μισαλλοδοξίες, τὶς ἀδικίες καὶ τὰ μίση ποὺ διασποῦν τὴν ἑνότητά μας, διότι ἡ ἑλληνικὴ ἱστορία μᾶς ἔχει διδάξει ὅτι τίποτε καλὸ δὲν ἔχουμε ἐπιτύχει μὲ τὶς διχόνοιες. Ὅπως προέτρεπε ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τοὺς Ἕλληνες, «νά ‘στε μονιασμένοι». Ἀλλὰ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν πάντοτε παράγοντας ἑνότητας, εἰρήνης καὶ συμφιλιώσεως τῶν Ἑλλήνων, διότι κηρύττει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀγάπη μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Βλέπει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σέβεται προσφέροντάς του τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ καὶ τὶς θεανθρώπινες ἀξίες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία στοχεύει νὰ δημιουργήσει ὥριμους καὶ ὑπεύθυνους ἀνθρώπους μὲ ὑψηλοὺς σκοπούς, ὥστε νὰ συμβάλουν γιὰ μία καλύτερη κοινωνία, ἡ ὁποία νὰ ἐμφορεῖται ἀπὸ τὶς ἀξίες τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης. Ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουμε τὴν προσωπικὴ εὐθύνη γιὰ ὀρθόδοξο καὶ ἑλληνικὸ ἦθος. Καὶ τὰ δύο μαζὶ νὰ συμπορεύονται καὶ νὰ κατευθύνουν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἕλληνα σὲ νέους ἀγῶνες καὶ θυσίες. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν ἀναπτύξει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ μεγάλη ἀξία τῆς θρησκείας καὶ τῆς πατρίδος. Μπορεῖ νὰ αἰσθανόμαστε ἀδύναμοι μπροστὰ στὶς δυνάμεις τῶν μεγάλων ἐθνῶν, στὶς ὑπεράριθμες στρατιὲς ἄλλων χωρῶν, ἀλλὰ ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι 12.000 στρατιῶτες ποὺ εἶχαν μείνει στὰ τείχη τῆς Κωνσταντινούπολης μὲ τὸν πατριάρχη Σέργιο καὶ τὸ στρατηγὸ Βῶνο πολέμησαν τὶς μυριάδες τῶν Περσῶν καὶ τῶν Ἀβάρων, ποὺ κτυποῦσαν ἀλύπητα τὰ φρούρια τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ ξηρὰ καὶ θάλασσα. Ἡ νίκη τῶν βαρβάρων ἦταν σίγουρη, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ὑπολογίσει τὴν πίστη τῶν ὀλιγάριθμων Χριστιανῶν.  Ἡ Παναγία ἔκανε τὸ θαῦμα Της καὶ ὡς Στρατηγὸς διηύθυνε τὸ στράτευμα, προσθέτοντας τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ κατατροπώνοντας τὶς ἐχθρικὲς δυνάμεις τῶν Περσῶν καὶ τῶν Ἀβάρων. Ἡ δύναμή μας εἶναι ἡ πίστη μας στὸν Θεὸ καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία ὡς Ὑπέρμαχος Στρατηγὸς θὰ ὁδηγήσει τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴ μικρὴ Ἑλλάδα καὶ σὲ ἄλλα θαύματα, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ εἴμαστε σταθεροὶ στὴν πίστη καὶ στὰ ἰδανικά μας.
Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς πορευόμενοι μαζὶ δίνουν μήνυμα καὶ πρόσκληση στὸν σύγχρονο κόσμο, προσφέροντας τὶς παραδόσεις καὶ τὴν πνευματικὴ κληρονομιά της. Πάντοτε ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς ὑπῆρξαν ἑνωμένοι καὶ αὐτὸ δηλώνεται μὲ τὴν σφραγῖδα τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ.
Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς δίνουν πάντοτε τὴ δική τους μαρτυρία σὲ ὅλον τὸν κόσμο, προβάλλοντας τὶς πνευματικές τους ἀξίες στὸ δυτικὸ τρόπο
ζωῆς, ὁ ὁποῖος ἀποχαυνώνει τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ προξενεῖ μία νέα ἀπαξία, τοῦ μηδενισμοῦ καὶ τῆς στείρας λογικῆς.
Ἡ μὲν Ὀρθοδοξία ἐκτὸς ἀπὸ μία μυστηριακὴ ἐκκλησιολογικὴ ἑνότητα, δημιουργεῖ ἕνα συγκροτημένο ἄνθρωπο μὲ ὀρθόδοξο ἦθος. Ὁ δὲ Ἑλληνισμὸς μὲ τὸν
πολιτισμό του προσφέρει ἕνα κοινωνικὸ γίγνεσθαι στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν λαβύρινθο τῶν ἀδιεξόδων ποὺ μαστίζουν τὴν κοινωνία. Ἡ ορθοδοξία προβάλλει τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ἑλληνισμὸς τὴν ἀκρόπολη τῶν ἀξιῶν, τὴ Δημοκρατία μὲ ὅλα τὰ ὑγιῆ στοιχεῖα της. Ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τὴν λατρεία της ἑνώνει τὸν πιστὸ μὲ τὸν Θεό, γιὰ νὰ νικήσει τὶς δυνάμεις τῆς ἁμαρτας καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει πλέον στὴ θεία ζωὴ τοῦ καινοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἑλληνισμὸς προβάλλει τὴν ἀρετὴ τοῦ Σωκράτη, τὴν ἠθικὴ τοῦ Πλάτωνα, τὴν ἀνδρεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καὶ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ σοφῶν ἀνδρῶν. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ ἐπιβουλεύονται τὴν ἀκεραιότητα τῆς Ἑλλάδος, προσβάλλοντας τὴν ἐθνικὴ συνείδησή μας μὲ τὸ νὰ ἀλλοιώνουν τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία. Ἐπίσης ἐσωτερικοὶ ἐχθροὶ ποὺ προσβάλλουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, προβάλλοντας ξενόφερτα πρότυπα ζωῆς, ἰδέες καὶ δοξασίες ἄλλων χωρῶν. Προσπαθοῦν μὲ ὅλα αὐτὰ νὰ μειώσουν τὴ δύναμη τῆς Ἑλλάδος καὶ νὰ δεσμεύσουν τὴν ἐλευθερία τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ. Στὴν Ἑλλάδα γεννήθηκαν ὁ λόγος καὶ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ Ἑλλάδα μεγαλούργησε, γιατί πίστευε σὲ ὑψηλὰ ἰδανικὰ καὶ ἀξίες ποὺ τὴν διέ
κριναν ἀπὸ τὶς ἄλλες χῶρες τοῦ κόσμου. Καὶ σήμερα, ἂν ἀγαπᾶμε τὴν πατρίδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία μας, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑψώσουμε τὴ φωνή μας τόσο σὲ ξένους ἐπιβουλεῖς ὅσο καὶ σ’ ἐκείνους, ποὺ ζητοῦν νὰ σκλαβώσουν τὴ θρησκευτικὴ πίστη μας εἴτε σὲ μία ταυτότητα ἢ σὲ ξενόφερτες παραθρησκεῖες καὶ αἱρέσεις, ποὺ ἀλλοιώνουν τὴν ὀρθόδοξη ἑλληνικὴ παράδοση. Γιατί, εἶναι ἀλήθεια, πὼς ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς δέχονται ἀπίστευτο πόλεμο καὶ ἀμφισβήτηση στὴν πατρίδα μας, γεγονὸς ποὺ συνιστᾶ φαινόμενο σαφοῦς παρακμιακοῦ σκοταδισμοῦ. Οἱ ἐκφραστές του προφανῶς δὲν ἔλαβαν ὑπ
ὄψιν τὶς ἐπισημάνσεις ἑνὸς ἐκ τῶν μεγαλυτέρων Ρώσων Θεολόγων τοῦ 20οῦ αἰῶνα, τοῦ π. Γεωργίου Φλορόφσκι, ὁ ὁποῖος διεκήρυττε ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία ὑπῆρξεν ὁ θεματοφύλαξ τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ αὐτὸ τὸ δημιουργικὸν πνεῦμα τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ πρέπει νὰ  αναζητῶμεν. Ἂς γίνωμεν περισσότερον Ἕλληνες, διὰ νὰ ἀποβῶμεν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί». Τὶς σωτήριες συνέπειες γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ἀπὸ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἐπισημαίνει ξεκάθαρα ὁ ἀείμνηστος πολιτικὸς καὶ ἱστορικὸς Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Τὸ θαῦμα ποὺ σήμανε ἡ ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔσωσε καὶ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Χωρὶς τὸ πνεῦμα τῆς Ἑλλάδος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διαμορφωθεῖ ὁ κόσμος, ὅπως τὸν ξέρουμε, ἂς ποῦμε ὁ δυτικὸς κόσμος. Ἀλλὰ καὶ χωρὶς τὸν Χριστιανισμὸ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα θὰ εἶχε ταφεῖ καὶ χαθεῖ κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου». Σὲ μιὰ ἐποχή, λοιπόν, ποὺ ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς ἀντιμετωπίζει κρίση ταυτότητας, πέρα ἀπὸ τὰ τεχνικά, αἱρετικὰ καὶ κτιστὰ διλήμματα, ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς σώθηκε μέσα στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ὁ Χριστιανισμὸς μίλησε ἑλληνικά.
Μόνο ἔτσι ὡς Ἕλληνες Χριστιανοὶ θὰ ἀντιμετωπίσουμε δημιουργικὰ τὴν ψευδῆ διδασκαλία τοῦ νεοπαγανισμοῦ καὶ τῆς «ἀρχαιολατρείας», ἡ ὁποία ἐπιδι
-ώκει νὰ γκρεμίσει τὴν πίστη τῶν Πατέρων μας καὶ τὸ πολιτισμικό μας ὑπόβαθρο καὶ νὰ ἐπιβάλει τὸ δικό της ἰσοπεδωτικὸ «πολιτισμὸ» καὶ βέβαια τὴ νέα πανθρησκεία τῆς σύγχρονης Βαβέλ, στὴν ὁποία δὲν θὰ ὑπάρχει θέση γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἐλευθερία του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου (Ζηζιού
λα), Εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα καὶ ἑλληνικὴ Ὀρθο
δοξία, περιοδ. Εὐθύνη, τ. 167/1985.
-Ἀρχιμ. Δαμιανοῦ Ζαφείρη, Ἑπτὰ Λόγοι στοὺς
Χαιρετισμούς,
ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία,
Ἀθήνα, 1998.
-Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνισμός. Ἐκδόσεις Ἱ.Μ.
Κουτλουμουσίου, Ἅγιον Ὄρος.
-«Ὀρθόδοξος Παρατηρητής», Περιοδικὸ Ἀρχι
επισκοπῆς Βορείου καὶ Νοτίου Ἀμερικῆς, Ἰα
νουάριος, 1957.
-Ἰωάννου Δανδουλάκη, Ἑλληνισμὸς καὶ
Ὀρθοδοξία.
-Παναγιώτου Κανελλοπούλου, Ὁ Χριστια
νισμὸς καὶ ἡ ἐποχή μας

Μνημονεύοντας ψυχές σε ένα ταπεινό αγιορείτικο κελλάκι…

Μνημονεύοντας ψυχές σε ένα ταπεινό αγιορείτικο κελλάκι…
Του π. Θωμά Ανδρέου
Πριν από πολλά χρόνια, βρέθηκα στο Άγιον Όρος παρακολουθώντας μια αξέχαστη Θεία Λειτουργία σε ένα ταπεινό κελλάκι, με λειτουργό, ευλαβή Ιερομόναχο, αγιασμένη ψυχή που πλέον αυλίζεται εις τόπους,ένθα των δικαίων τα πνεύματα αναπαύονται...
 Νέος παπάς ο γράφων, άγευστος ακόμα της μεταμορφωτικής εμπειρίας του πολιού και σεβασμίου λειτουργού, που κρυμμένος σχεδόν μέσα στο μισοσκόταδο, στέκονταν ευθυτενής παρά το βάρος του χρόνου που αγόγγυστα στους ώμους του κουβαλούσε και τον έβλεπα να μνημονεύει ψυχές, με ένα χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του που έτρεμαν προφέροντας σχεδόν μυστικά τα ονόματα των ανθρώπων...
Το μοναδικό κερί που είχε κοντά του, του προσέφερε μια οριακή ματιά σε αυτό που μπορούσε ο καθένας μας να δει όσο το φως του κεριού που τρεμόπαιζε, πολεμούσε να αποδιώξει το μεταμεσονύκτιο σκοτάδι.

Εκείνος, κυπαρίσσι που ο αγέρας της ζωής δεν κατάφερε να ρίξει στην γη, έστεκε κοιτώντας το δισκάριο και μνημόνευε για ώρες, διακόπτοντας μόνο όπου η ακολουθία επέβαλλε την διακοπή για τις εκφωνήσεις. Τον κοίταζα με προσοχή, να διαβάζει ατέλειωτα ονόματα και κάπου, κάπου έβλεπα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια του. Πλησίασα αθόρυβα κοντά του, από την μια να καταστώ κοινωνός αυτής της δωρεάς του Θεού, μνημονεύοντας ονόματα δικά μου και από την άλλη να παρακολουθήσω αυτό που εκείνος, την στιγμή αυτή ζούσε. Με κοίταξε σε κάποια στιγμή και μου είπε:

-Παπά -Θωμά, καλύτερα να θυμάσαι πιο πολύ τους κεκοιμημένους παρά τους ζωντανούς....
Δεν πολυκατάλαβα το νόημα του λόγου του, συνέχισα να μνημονεύω, χωρίς να μπορώ να αντιληφθώ τι ζούσε εκείνος! Σε κάποια στιγμή, η μνημόνευση ολοκληρώθηκε, έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Πήγα, δειλά- δειλά κοντά του, με την αναζήτηση του αρχαρίου που αποζητά να μάθει και τον ρώτησα:
-Γιατί γέροντα περισσότερο τους κεκοιμημένους;
Την ώρα εκείνη δεν μου απάντησε. Και αυτό, ήταν μια επιβεβαίωση της δικής μου απειρίας, να τον ρωτήσω, πράγματα που βλέποντας τα, δεν μπορείς να τα καταλάβεις. Ωστόσο, τελειώνοντας η Θεία Λειτουργία, ο σεβάσμιος Γέροντας, με πλησίασε και μου είπε:

«Όταν πρωτόρθα, στ' Αγιονόρος , πριν από πολλά χρόνια, μικρότερος από σένα στην ηλικία, είχα την ευλογία να έρθω κοντά στον μακαριστό Πνευματικό Παπά- Τύχωνα. Έτυχε, κάποια στιγμή, ένας από τους πατέρες ενός διπλανού κελλίου να κοιμηθεί αιφνιδίως. Ο παπά- Τύχωνας, θέλησε να τον σαρανταλειτουργήσει. Κάθε μέρα, τελούσε την Θεία Λειτουργία μνημονεύοντας ονόματα, χιλιάδες ονόματα, ιδιαίτερα όσων δεν είχαν πλέον κανέναν να τους θυμάται, αλλά πρώτα του αδελφού που πέρασε την πύλη του Ουρανού.

Τελειώνοντας το σαρανταλείτουργο, στην τελευταία λειτουργία, το είδα αυτό που σου λέω, λίγο πριν βάλει το «δι ευχών» στάθηκε κοιτώντας την προσκομιδή. Η περιέργεια με οδήγησε να κοιτάξω και γω με τρόπο, να δω τι κοιτούσε. Και είδα ξεκάθαρα τον κοιμηθέντα να στέκει γονατιστός μπροστά στον Παπά- Τύχωνα, να βάζει μετάνοια, σαν να του λέει ευχαριστώ και ξάφνου να χάνεται από μπροστά του... Το είδα παιδί μου, και αυτό δεν έφυγε ποτέ από την μνήμη μου. Κάθε φορά που στέκω μπρος στην προσκομιδή, θυμάμαι τον Γέροντα και την ψυχή που ήρθε να τον ευχαριστήσει...»

Πέρασαν χρόνια από τότε. Και στην σειρά των παλαιών που ολοκλήρωσαν την αποστολή τους στο Άγιο Βήμα, μπήκαμε οι νεότεροι...
Και όταν στέκω μπρος στην προσκομιδή, θυμάμαι τον ευλαβή λειτουργό του Θεού, θυμάμαι την απέριττη Θεία Λειτουργία, στο Αγιορείτικο Κελί και ευχαριστώ τον Θεό γιατί μέσα στις πολλές δωρεές, έδωσε και τούτη τη Χάρη. Να στέκεις μεταξύ ουρανού και γης και να ενώνεις δυο κόσμους, των φθαρτών και των αιωνίων....
πηγή

Ὁ κόσμος τῆς φθορᾶς καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀφθαρσίας







Βαθειὰ μελαγχολία αἰσθάνεται κανένας, βλέποντας μὲ πόση ἀγάπη καὶ μὲ τί ζῆλο καταγίνονται οἱ ἄνθρωποι νὰ χτίσουνε τὰ σπίτια τους καὶ τὰ ἐξοχικά τους, νὰ τὰ στολίσουνε ἀπ’ ἔξω κι ἀπὸ μέσα, νὰ βάλουνε ἔμορφα ἔπιπλα, ἀκριβὰ χαλιά, βιβλιοθῆκες, ἔργα τῆς τέχνης, πολυέλαια καὶ πολύφωτα, νὰ φυλάξουνε στὰ ντουλάπια τὰ καλὰ τὰ ροῦχα τους, τὰ δικά τους καὶ τῶν παιδιῶν τους, νὰ στολίσουνε τὶς κάμαρες μ’ ἕνα σωρὸ ἀγαπημένα πράγματα, ποὺ τὰ ξεσκονίζουνε μὲ προσοχὴ μὴν τύχει καὶ πάθουνε τίποτα, νὰ περιποιηθοῦνε τοὺς κήπους τους, μ' ἕναν λόγο νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι, οἱ καημένοι, μ' ὅλη τὴν ψυχή τους στὸ νὰ κάνουνε τὴν κατοικία τοὺς εὐχάριστη, γιὰ νὰ περάσουνε καλὴ ζωὴ μὲ τὴν οἰκογένειά τους καὶ μὲ τοὺς φίλους τους.

Σὰν καθήσουνε στὸ τραπέζι μὲ τὰ καλὰ τὰ φαγητὰ καὶ μὲ τὰ πιοτά, λάμπουνε τὰ πρόσωπά τους, τὰ στόματά τους δὲν σωπαίνουνε ἀπὸ τὴ χαρὰ ποὺ νοιώθουνε, καὶ σὰν ἀποφᾶνε, πιάνουνε τὰ τραγούδια καὶ τὰ ἀστεῖα. Πολλοὶ παίζουνε χαρτιὰ ὅλη τὴ νύχτα, καὶ τὸ πρωὶ εἶναι σὰν ἄρρωστοι. Ἄλλοι ἔχουνε μανία μὲ τὶς πίπες, ἄλλοι μὲ τ’ αὐτοκίνητα, ἄλλοι μὲ τὸ ψάρεμα, ἄλλοι μὲ τὸ κυνήγι, ἄλλοι μὲ τὰ θέατρα, ἄλλοι μὲ τὰ ἀθλητικὰ κι ἄλλοι μὲ ἄλλα.

Στὴ συνοικία ποὺ κάθουμαι, τὸ κάθε σπίτι ἔχει κι ἕναν κῆπο, μικρὸν ἢ μεγαλύτερον. Καμμιὰ φορὰ κάνω ἕναν μικρὸν περίπατο κι ἐκεῖ ποὺ σιγοπερπατῶ, κυττάζω τὰ διάφορα σπίτια. Τὸ καθένα ἔχει τὴ φυσιογνωμία του. Τὰ περισσότερα εἶναι περιποιημένα, βαμμένα μὲ ἔμορφα χρώματα, μὲ καλοκαμωμένες πόρτες καὶ παράθυρα, μὲ ἀερικὲς βεράντες, κι ἂν εἶναι κανένα παράθυρο ἀνοιχτό, βλέπεις ἀπὸ μέσα, σὲ κάποια ἀπ' αὐτά, κανένα συμπαθητικὸ ἔπιπλο, καμμιὰ παλιὰ βιβλιοθήκη, δύο τρία κάντρα καλά, ποὺ ἀνάμεσά τους βρίσκεται καὶ καμμιὰ προσωπογραφία. Κι ἀπ’ ὅλα τοῦτα νοιώθεις πὼς ἐκεῖ μέσα ὑπάρχει οἰκογενειακὴ ἱστορία, πὼς περάσανε κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦνε, αὐτοὶ ποὺ φτιάξανε ἐκείνη τὴ ζεστὴ φωλιὰ μὲ τὰ καθέκαστά της, ποὺ τ' ἀγαπήσανε πολύ, μὰ ποὺ μ' ὅλη τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν εὐτυχία ποὺ τοὺς δίνανε, ἦρθε μία μέρα ποὺ τ' ἀφήσανε καὶ φύγανε βιαστικά, δίχως νὰ κυττάξουνε πίσω τους.

Σὰν ἀρχίζει ἡ ἄνοιξη ξώλαμπρα κι ἡ καρδιὰ μας καταλαβαίνει πιὸ γλυκὰ τὴ ζωή, στέκουμαι γιὰ μιὰ στιγμὴ κοντὰ στὸν τοῖχο τοῦ κήπου κανενὸς σπιτιοῦ, ποὺ ἔχει πολλὰ λουλούδια ποὺ μοσχοβολᾶνε. Ἂν εἶναι Κυριακὴ ἢ γιορτή, ὁ σπιτονοικοκύρης σκάβει, κλαδεύει, ποτίζει, περιποιέται τὰ λουλούδια, ἀφωσιωμένος στὴ δουλειά του, εὐτυχισμένος. Πολλὲς φορὲς τὸν βοηθᾶ ἡ γυναίκα του, ὁ γυιός του ἢ ἡ κόρη του. Βλέπεις καὶ χαίρεσαι τὴν εἰρηνικὴ ζωὴ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων κι ἀπὸ μέσα σου παρακαλεῖς τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ τὴ χαροῦνε.

Μά, τὴν ἴδια στιγμή, ἔρχεται στὸν νοῦ σου ἡ σκέψη πὼς ὅλα αὐτὰ στέκουνται στὸν ἀγέρα, καὶ φτάνει ἕνα φύσημα γιὰ νὰ ἐξαφανισθοῦνε ὅλα καὶ τ' ἀναπαυτικὰ σπίτια κι οἱ ὡραῖοι κῆποι καὶ οἱ χαρούμενες συναναστροφὲς καὶ τὰ πλούτη, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τάχουνε. Μιὰ μαύρη ἀντάρα σκεπάζει τὴν καρδιά μου, ἡ σκέψη τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ θολώνει τὰ μάτια μου καὶ μὲ δακρυσμένα μάτια κυττάζω ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ λουλούδια τοῦ μαντρότοιχου ἐκείνους τοὺς εὐτυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἀφωσιωμένοι στὴν εὐτυχία τους, ἀνύποπτοι ἀπ' ὅ,τι συλλογίζουμαι κι ἀπ' ὅ,τι γίνεται γύρω τους. Μπορεῖ νὰ περάσω ἀπὸ δῶ ὓστερ' ἀπὸ λίγες μέρες καὶ νὰ δῶ κολλημένο δίπλα στὴν πόρτα ἐκεῖνο τὸ χαρτὶ μὲ τὴ μαύρη κορνίζα.

Λοιπόν, πῶς νὰ μὴν ἀναστενάξεις, πῶς νὰ ψευτογελάσεις τὸν ἑαυτό σου, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος κι ὅλα ὅσα κάνει κι ὅσα ἀγαπᾶ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο εἶναι κρεμασμένα ἀπάνω σ' ἕνα ἀνεμοδαρμένο καλάμι μὲ μία τρίχα τῆς ἀράχνης; Ἀλλοίμονο! Δὲν ὑπάρχει τίποτα σίγουρο σὲ τοῦτον τὸν ψεύτικο τὸν κόσμο! Καλὰ τὰ εἴπανε ὅλα ἴσκιους, ὄνειρα, φαντασίες, ξεγελάσματα. Τὴ ματαιότητά τους τὴν παράστησε καλὰ ὁ προφήτης Δαυὶδ καὶ πιὸ καλὰ ἀκόμα ὁ γυιὸς του ὁ Σολομώντας. «Ἐγώ, λέγει, ἔγινα βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ κι ἔδωσα τὴν καρδιά μου στὸ νὰ ἐρευνήσω καὶ νὰ ἐξετάσω μὲ σοφία ὅλα ὅσα γίνουνται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γιατί ὁ Θεὸς ἔδωσε μία πικρὴ συλλογὴ ποὺ τρώγει τοὺς ἀνθρώπους. Εἶδα λοιπὸν ὅλα τὰ χτίσματα ποὺ ἔγιναν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ νά, ὅλα ἤτανε ματαιότητα καὶ πόθος τῆς ψυχῆς... Κι ἐγὼ ἔχτισα παλάτια, φύτεψα ἀμπέλια, ἔκανα κήπους καὶ περιβόλια καὶ ἔβαλα μέσα κάθε λογῆς δέντρο. Ἔκανα βρύσες, συντριβάνια, ἀπόχτησα ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες καὶ κοπάδια ζῶα τόσα πολλὰ καὶ μεγάλα, ποὺ δὲν τὰ εἶχε κανένας ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ μένα. Μάζεψα χρυσάφι κι ἀσήμι, πλούτη πολλῶν βασιλιάδων. Εἶχα τραγουδιστάδες καὶ τραγουδίστριες ποὺ εὐφραίνουνε τοὺς ἀνθρώπους, κεραστὲς καὶ κεράστριες ποὺ κερνούσανε τὰ πιοτά. Ἔγινα μεγάλος βασιλιὰς καὶ μεγάλωσα παραπάνω ἀπ’ ὅσους σταθήκανε πρὶν ἀπὸ μένα στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἀπόχτησα καὶ σοφία. Κι ὅ,τι ζητήξανε τὰ μάτια μου δὲν τοὺς τὸ στέρησα καὶ τὴν καρδιά μου δὲν τὴν μπόδισα ἀπὸ καμμιὰ εὐχαρίστηση κι ἀπολαψη. Καὶ γύρισα καὶ κύτταξα ἐγὼ ἀπάνω σὲ ὅλα ὅσα ἔκανα καὶ νά, ὅλα ἤτανε ματαιότητα».

Ναί. Ὅλα χάνουνται, ὅλα τρίβουνται, ὅλα γίνουνται σκόνη. Ὅλα τὰ καταπίνει ὁ θάνατος. Τίποτα δὲ μπορεῖ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὰ δόντια αὐτῆς τῆς ρόδας ποὺ γυρίζει βουβὰ κι ἀλέθει τὰ πάντα.

Καλὰ γιὰ τοῦτα τὰ σπίτια καὶ γιὰ τὰ χειροπιαστὰ ὑπάρχοντά μας, ποὺ χάνουνται καὶ σβήνουνε σ' ἕνα ἀνοιγοκλείσιμο τοῦ ματιοῦ. Μὰ σάμπως ἀντέχουνε περισσότερο στὸ φύσημα τοῦ θανάτου τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ἔργα μας, ποὺ θέλουμε νὰ βροῦμε σ’ αὐτὰ ἀποκούμπι καὶ παρηγοριά, ἀπελπισμένοι ἀπὸ τὰ ἄλλα, τὰ ὑλικά, τὰ χεροπιαστά; Ὡστόσο, καμμία διαφορὰ δὲν ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ τοῦτα καὶ σὲ κεῖνα! Τὰ πάντα ματαιότης! Τίποτα δὲν θὰ γλυτώσει ἀπὸ τὴν καταβόθρα. Μήτε οἱ φιλοσοφίες, μήτε τὰ ποιήματα, μήτε τὰ σοφὰ βιβλία, μήτε τὰ θαυμαστὰ χτίρια, μήτε τὰ ἐξαίσια ἀγάλματα, μήτε οἱ λαμπρὲς ζωγραφιές, ὅλα τοῦτα ποὺ τὰ λέμε ἀθάνατα, μήτε οἱ ἐξουσίες κι οἱ ἄρχοντες, μήτε ἡ δόξα καὶ τὰ φημισμένα ὀνόματα, ποὺ θαρροῦνε ὅσοι τ’ ἀποχτήσανε πὼς γινήκανε ἀθάνατοι, πὼς γλυτώσανε ἀπὸ τὴν ἐξαφάνιση! Ξεγελάσματα καὶ ψευτοπαρηγοριές. Μέσα στὴν καταβόθρα ποὺ τὰ ρουφᾶ ὅλα, θὰ χαθοῦνε μία μέρα κι οἱ Μεγάλοι Ἀλέξανδροι κι οἱ Ὅμηροι κι οἱ Αἰσχύλοι κι οἱ Εὐριπίδηδες κι οἱ Φειδίες κι οἱ Πολύκλειτοι καὶ μαζί τους θὰ ἐξαφανιστοῦνε κι οἱ Παρθενῶνες κι οἱ ἁγιὲς Σοφιὲς κι οἱ Ἰλιάδες κι οἱ Ὀδύσσειες, μ' ἕναν λόγο ὅ,τι βρίσκεται στὸν κόσμο καὶ στὴ θύμηση τῶν ἀνθρώπων. Ἄβυσσο βουβὴ κι ἄσπλαχνη θὰ τὰ καταπιεῖ καὶ μὴν περιμένεις καμμιὰ παρηγοριά. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πασκίζουμε νὰ σώσουμε κάτι ἀπὸ τὴ φοβερὴ καταδίκη, γιὰ νὰ τὸ ἔχουμε γιὰ παρηγοριά, ὅπως κάνουμε μὲ τὰ λεγόμενα μεγάλα ἔργα τῆς τέχνης μας, καὶ τὰ λέμε, οἱ δυστυχεῖς, ἀθάνατα, γιατί τὰ διατηροῦμε στὴν ὕπαρξη ἢ στὴ μνήμη μας χίλια εἴτε δύο χιλιάδες χρόνια, ποὺ εἶναι σὰν τὶς λίγες μέρες ποὺ παίρνει χάρη ὁ κατάδικος, ὥς ποὺ νὰ ἔρθει ἡ ὥρα του.

Ὁ κακόμοιρος ὁ ἄνθρωπος φράζει τὰ μάτια του γιὰ νὰ μὴ δεῖ τί τὸν περιμένει. Δὲν ὑπάρχει πιὸ θλιβερὸ πράγμα ἀπὸ τὸν θάνατο ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ τὸν θεωροῦνε μεγάλον καὶ ἀπέθαντον καὶ τοῦ ψέλνουνε «Αἰωνία ἡ μνήμη!». Αὐτὸ τὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη» τὸ ἀκοῦμε σὰν νὰ λέγει: «Αἰωνία ἡ λήθη καὶ ἡ ἐξαφάνισις».

Βλέποντας λοιπὸν πρῶτα τὸν ἑαυτό μου κι ὕστερα τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, νὰ καταγινόμαστε ὅλοι μὲ πρόσκαιρα καὶ ψεύτικα πράγματα καὶ μάλιστα μὲ τέτοιον ζῆλο σὰν νὰ ἔχουμε νὰ ζήσουμε αἰώνια, κάθουμαι καὶ συλλογίζουμαι: Ἄραγε, μοναχὰ αὐτὰ τὰ ψεύτικα καὶ τὰ πρόσκαιρα πράγματα ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἢ ὑπάρχουνε καὶ κάποια ἀληθινὰ καὶ σίγουρα; Τόση ἀγάπη, τόση ἀφοσίωση νὰ δίνεται ἀπὸ τὸν κακόμοιρον τὸν ἄνθρωπο σὲ κάποια πράγματα ποὺ εἶναι ἕτοιμα νὰ χαθοῦνε σὲ κάθε στιγμή, δὲν εἶναι κρῖμα; Ἂν ἤξερε λοιπὸν πὼς ὑπάρχουνε καὶ κάποια ἀληθινὰ καὶ σίγουρα πράγματα, πόση θὰ ἤτανε ἡ εὐτυχία του καὶ τότε ἡ ἀγάπη του σὲ κεῖνα τὰ ἀληθινὰ δὲν θάτανε ἀκόμα πιὸ μεγάλη;
Ναί, ἀλλὰ οἱ πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουνε πὼς ὑπάρχουνε ἀλλὰ ἀπὸ τοῦτα τὰ προσωρινά, κάποια ποὺ βρίσκουνται σὲ ἕναν ἄλλον ἀληθινὸν κόσμο, ποὺ τὸν νομίζουνε γιὰ ψεύτικον οἱ δυστυχισμένοι ποὺ εἶναι γαντζωμένοι στοὺς ἴσκιους, γιατί δὲν πιστεύουνε πὼς ὑπάρχει κάτι ποὺ εἶναι πιὸ σίγουρο ἀπὸ τοὺς ἴσκιους.

Ὤ! Πόσο ἀξιολύπητοι εἶναι οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ δίνουνε ὅλη τὴ φροντίδα τους στὸ τίποτα! Αὐτοὶ εἶναι «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ποὺ δὲν τὸν πιστέψανε, ἀκούγοντας τὸν νὰ λέγει: «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», «Δὲν ἔχουμε, ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ ζωή, πολιτεία ποὺ νὰ μείνει, νὰ βαστάξει ἐπὶ πολὺν καιρό, ἀλλὰ ζητοῦμε ἐκείνη ποὺ βρίσκεται στὴν ἄλλη ζωή». Δὲν ὑπάρχουνε ἐδῶ, σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, μήτε πολιτεῖες, μήτε παλάτια, μήτε σπίτια, μήτε ἄλλα χτίρια, μήτε χτήματα, μήτε παπόρια, μήτε πλούτη, μήτε τίποτα, ποὺ νὰ μὴν εἶναι πρόσκαιρο, ἕτοιμο νὰ χαθεῖ σὲ μία στιγμή. Ὑπάρχει ὅμως ἕνας ἄλλος κόσμος ποὺ ὅλα σ' αὐτὸν εἶναι ἀληθινά, σίγουρα, αἰώνια, γιατί ἀντέχουνε στὴ φθορά, ἐπειδὴ ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει μήτε καιρός, μήτε ἡ κόρη του ἡ φθορά, ἀλλὰ ὅλα ἐκεῖ εἶναι ἄφθαρτα, ἀκατάλυτα, αἰώνια, παντοτινὰ καινούρια, παντοτινὰ νέα.

Καὶ ποιὰ εἶναι αὐτά; Εἶναι ἐκεῖνα ποὺ «μάτι δὲν τὰ εἶδε κι αὐτὶ δὲν τὰ ἄκουσε καὶ ποὺ δὲν τὰ ἔνοιωσε ἡ καρδιὰ κανενὸς ἀνθρώπου, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πιστέψανε στὰ λόγια του καὶ τὸν ἀγαπήσανε». Αὐτοὶ δὲν καταγίνουνται μὲ «μάταια καὶ ψευδῆ», μὲ ἴσκιους καὶ μὲ ξεγελάσματα, ἀλλὰ χτίζουνε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο σὲ κεῖνον τὸν ἄλλον ἄλλος σπίτι, ἄλλος παλάτι, ἄλλος πολιτεία, ἄλλος φυτεύει ἀμπέλι, ἄλλος περιβόλι, ἄλλος κῆπο, ποὺ δὲν χάνεται ποτέ. Αὐτοὶ εἶναι «οἱ ἔχοντες ἐλπίδα», γιὰ τοῦτο ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὴ λέγει «μακαρίαν ἐλπίδα», ἐπειδή, ἀληθινά, ὅποιος τὴν ἔχει αὐτὴν τὴν ἐλπίδα, εἶναι μακάριος. Αὐτὸς πατεῖ ἀπάνω στὴ στερεὴ πέτρα ποὺ δὲν θὰ σαλευθεῖ στὸν αἰώνα.

Ὡστόσο, ὅσοι καταγίνουνται μοναχὰ μὲ τὰ πρόσκαιρα τούτης τῆς ζωῆς καὶ δὲν πιστεύουνε στὰ αἰώνια τῆς ἄλλης τῆς ζωῆς, σὰν πεθάνει κανένας χριστιανὸς ποὺ δὲν ἔδωσε πολλὴ σημασία σ' ἐκεῖνα ποὺ ἀφωσιωθήκανε αὐτοὶ οἱ ἄπιστοι, ἀλλὰ προσπάθησε ν' ἀποχτήσει τὰ ἀληθινὰ καὶ τὰ σίγουρα, ζώντας μὲ τὴν ἐλπίδα τους, σὰν ἀποθάνει λοιπὸν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, τὸν περιπαίζουνε καὶ λένε πὼς δὲν χάρηκε τοῦτον τὸν κόσμο, ἐπειδὴ εἶχε γυρισμένα τὰ μάτια του στὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι ἀνύπαρχτος γιὰ ἐκείνους ὁπού τὸν περιπαίζουνε. Μὰ πολλὲς φορὲς ὁ χριστιανὸς ποὺ πέθανε μὲ τὴν ἐλπίδα τοῦ Χριστοῦ, ἁγιάζει καὶ φανερώνεται στοὺς ἄπιστους, ἢ στ' ὄνειρό τους ἢ στὸν ξύπνο τους, ἐρχόμενος ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμο καὶ τότε καταλαβαίνουνε οἱ ἔξυπνοι πὼς ἡ ἐξυπνάδα τους ἤτανε ἀνοησία καὶ πὼς ὁ περιγελασμένος ἤξερε καλὰ ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια. Σ' αὐτὰ ἀπάνω, λέγει ὁ Σολομώντας τὰ παρακάτω λόγια:

«Τότε θὰ σταθεῖ ὁ δίκαιος μὲ πολλὴ παρρησία μπροστὰ σ' ἐκείνους ποὺ τὸν πικράνανε καὶ ποὺ λέγανε πὼς κοπίαζε μάταια. Σὰν τὸν δοῦνε, θὰ ταραχθοῦνε καὶ θὰ φοβηθοῦνε πολὺ καὶ θ' ἀπορήσουνε πῶς γλύτωσε. Τότε θὰ ποῦνε στὸν ἑαυτό τους, μετανοιώνοντας κι ἀναστενάζοντας: Τοῦτος δὲν ἤτανε ποὺ κάποτε τὸν εἴχαμε γιὰ νὰ γελοῦμε καὶ ποὺ τὸν περιπαίζαμε ἐμεῖς οἱ ἄμυαλοι; Τὴ ζωὴ του τὴ θεωρήσαμε γιὰ τρέλλα καὶ τὸ τέλος του γιὰ ἄτιμο; Πῶς λοιπὸν λογαριάσθηκε ἀνάμεσα στὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ κι ἡ κληρονομιά του μὲ τοὺς ἁγίους; Ὥστε πλανηθήκαμε ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ τὸ φῶς τῆς δικαιοσύνης δὲν ἔλαμψε ἀπάνω μας κι ὁ ἥλιος δὲν ἀνατειλε γιά μᾶς. Γεμίσαμε ἁμαρτίες, περπατήσαμε στοὺς δρόμους τοῦ χαμοῦ καὶ πορευθήκαμε σὲ ἐρημιὲς ἀπάτητες, ἀλλὰ τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου δὲν τὸν γνωρίσαμε. Σὲ τί μᾶς ὠφέλησε ἡ περηφάνεια; Καὶ τί κερδίσαμε ἀπὸ τὰ πλούτη κι ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία μας; Ὅλα ἐκεῖνα περάσανε σὰν ἴσκιος καὶ σὰν τὴ φωνὴ ποὺ σβήνει καὶ χάνεται. Σὰν τὸ καράβι ποὺ σκίζει τὸ κυματιστὸ νερὸ καὶ ποὺ σὰν περάσει, δὲν μπορεῖ κανένας νὰ βρεῖ κανένα σημάδι του, μήτε τὸ αὐλάκι τῆς καρίνας του μέσα στὰ κύματα. Ἢ σὰν τὸ ὄρνιο ποὺ πετᾶ στὸν ἀγέρα καὶ δὲν ἀφήνει πίσω του κανένα σημάδι ἀπὸ τὸ πέρασμά του, παρὰ χτυπᾶ δυνατὰ τὸν ἀγέρα μὲ τὶς φτεροῦγες του καὶ τὸν σκίζει μὲ βουητὸ καὶ πίσω του δὲν φαίνεται κανένα χνάρι ἀπὸ τὸ πέρασμά του. Ἔτσι κι ἐμεῖς, γεννηθήκαμε καὶ σβήσαμε καὶ κανένα σημάδι ἀπὸ καλὴ πράξη δὲν εἴχαμε νὰ δείξουμε, ἀλλὰ ξοδέψαμε τὴ ζωὴ μας μέσα στὴν κακία μας. Γιατί ἡ ἐλπίδα ποὺ ἔχει ὁ ἀσεβὴς εἶναι σὰν τὸ χνούδι ποὺ τὸ παίρνει ὁ ἄνεμος καὶ σὰν τὴν πάχνη ποὺ τὴ σκορπᾶ ἡ ἀνεμοζάλη».

Ἀλλὰ μ' ὅλα αὐτὰ ποὺ μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴ ματαιότητα τούτης τῆς ζωῆς, ἐμεῖς δὲν τὰ πιστεύουμε, καὶ πᾶμε, ἀληθινά, σὰν τοὺς στραβοὺς στὸν Ἅδη. Ἂς φωνάζει ἡ πονετικιὰ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τοῦ κόσμου ὡς τὴν ἄλλη: «Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσι καὶ κλέπτουσιν. Θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν. Ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν». (Ματθ. στ', 19). «Ὅπου, λέγει, βρίσκεται ὁ θησαυρός σας, δηλαδὴ τὰ πράγματα ποὺ εἶναι γιὰ σᾶς πολύτιμα καὶ τ' ἀγαπᾶτε, ἐκεῖ θὰ βρίσκεται κι ἡ καρδιά σας».


 
***

 
Πιὸ καθαρὰ καὶ πιὸ ἁπλὰ δὲν μποροῦσε νὰ παρασταθῆ ἡ ματαιότητα τούτου τοῦ κόσμου, ἀπ' ὅσο τὴν παρέστησε ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου ποὺ καρπίσανε τὰ χτήματά του καὶ ποὺ ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀναπαύου, φάγε, πιές, εὐφραίνου». Μὰ μία νύχτα, ἀναπάντεχα, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, ποὺ δὲν τὸν λογαρίαζε ὁλότελα ὁ πλούσιος: «Αὐτὴ τὴ νύχτα ζητοῦνε τὴν ψυχή σου ἀπὸ σένα. Κι ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασες, ποιὸς θὰ τὰ χαρεῖ;». Καὶ λέγει ἔπειτα ὁ Κύριος: «Αὐτὰ θὰ πάθει ὅποιος θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ δὲν φροντίζει ν' ἀποχτήσει τὸν ἄφθαρτο πλοῦτο τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ καλὰ ἔργα καὶ πίστη σὲ ὅσα λέγει ὁ Κύριος.

Κι ἀκόμα πιὸ ζωηρὰ καὶ καταλεπτῶς μίλησε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλούσιου καὶ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Ἕνας πλούσιος, εἶπε, ντυνότανε μ' ἀκριβὰ καὶ μὲ λαμπρὰ φορέματα καὶ διασκέδαζε κάθε μέρα. Ἤτανε κι ἕνας φτωχὸς λεγόμενος Λάζαρος, ποὺ κειτότανε πεταγμένος κοντὰ στὴν πόρτα τ' ἀρχοντικοῦ, πληγιασμένος καὶ πολεμοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτανε ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ὅπως βλέπεις, τὸν πλούσιο δὲν τὸν λέγει ὁ Κύριος μὲ τ' ὄνομά του, ἀλλὰ λέγει «ἕνας πλούσιος», ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὅμοιούς του, ἐνῶ τὸ φτωχὸ τὸν τιμᾶ καὶ τὸν λέγει μὲ τ' ὄνομά του, καὶ τ' ὄνομά του εἶναι Λάζαρος, δηλαδὴ τ' ὄνομα τ' ἀγαπημένου φίλου του ποὺ τὸν ἀνάστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, γιὰ νὰ δείξει τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη του σ' αὐτόν.

Καὶ δὲν ἔφθανε πὼς ἤτανε πεινασμένος ὁ δυστυχισμένος ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ εἶχε καὶ τοὺς σκύλους ποὺ γλείφανε τὶς πληγές του.

Τὸ λοιπόν, πέθανε ὁ φτωχὸς ὁ Λάζαρος καὶ τὸν πήγανε οἱ ἄγγελοι στὴν ἀγκάλη τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ θάφτηκε. (Ὁ Κύριος λέγει ἀπότομα καὶ μ' ἕναν λόγο πὼς θάφτηκε καὶ τοῦτο, γιατί ἤτανε ἄνθρωπος σαρκικὸς κι ἡ σάρκα θάβεται). Καὶ κεῖ ποὺ βρισκότανε στὸν Ἅδη καὶ βασανιζότανε, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρο στὴν ἀγκάλη του. Καὶ τότε φώναξε: «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βουτήξει τὸ δάχτυλό του στὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα μου, γιατί βασανίζομαι σὲ τούτη τὴ φλόγα». Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀβραάμ: «Τέκνο μου, θυμήσου πὼς ἐσὺ ἀπόλαψες τὰ καλὰ στὴ ζωή σου κι ὁ Λάζαρος τὰ κακά. Τώρα, τοῦτος παρηγοριέται κι ἐσὺ βασανίζεσαι. Ἀλλά, παρεκτὸς ἀπ' αὐτό, ἀνάμεσα σ' ἐμᾶς καὶ σ' ἐσᾶς ὑπάρχει ἕνα μεγάλο χάσμα κι ἔτσι ὅσοι θέλουνε νὰ ἔρθουνε ἀπὸ δῶ σὲ σᾶς δὲ μποροῦνε, μήτε ὅσοι θέλουνε νὰ περάσουνε ἀπὸ κεῖ σὲ μᾶς δὲν εἶναι μπορετὸ νὰ τὸ κάνουνε». Τότε εἶπε ὁ πλούσιος: «Σὲ παρακαλῶ, νὰ στείλεις τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἐπειδὴ ἔχω πέντ’ ἀδέρφια, νὰ τοὺς πεῖ τί τραβῶ ἐδῶ χάμω, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουνε καὶ κεῖνοι σὲ τοῦτον τὸν τόπο μὲ τὰ βασανιστήρια». Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ: «Ἔχουνε τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες. Ἂς ἀκούσουνε τί λένε». «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, μὰ ἂν κανένας ἀπὸ τοὺς νεκροὺς παρουσιασθεῖ σ' αὐτούς, θὰ μετανοήσουνε». Τότε ὁ Ἀβραὰμ τοῦ εἶπε: «Ἂν δὲν ἀκοῦνε τί λένε ὁ Μωϋσῆς κι οἱ προφῆτες, μήτε ἂν ἀναστηθεῖ κανένας ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ πιστέψουνε».

Πόσο καθαρά, μὲ πόση ἁπλότητα μιλᾶ τὸ γλυκύτατο στόμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὥστε νὰ τὸν καταλαβαίνει ὁ κάθε ἄνθρωπος! Καὶ εἶδες πὼς στὸ τέλος λέγει ὁ δίκαιος Ἀβραὰμ στὸν πλούσιο πώς: «ἀφοῦ τ' ἀδέρφια σου δὲν πιστεύουνε σὲ ὅσα εἴπανε ὁ Μωυσῆς κι οἱ προφῆτες, μήτε κι ἂν σηκωθεῖ κανένας πεθαμένος καὶ τοὺς πεῖ γιὰ ἄλλη ζωὴ καὶ γιὰ κόλαση καὶ γιὰ παράδεισο, μήτε τότε θὰ πιστέψουνε». Ὁ Κύριος ὁ παντογνώστης ἤξερε καλὰ τί σκληρὸ πράγμα εἶναι ἡ ἀπιστία καὶ πὼς ἀπ’ αὐτὴ χάνουνται οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Γιὰ τοῦτο, τότε ποὺ μίλησε στοὺς Ἀποστόλους πρὶν ν' ἀναληφθεῖ, στέλνοντάς τους νὰ κηρύξουνε τὸ Εὐαγγέλιο, εἶπε: «Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ὅποιος πιστέψει στὸν Θεὸ καὶ στὰ λόγια του, θὰ σωθεῖ, γιατί θὰ κάνει αὐτὰ ποὺ παραγγέλνει ὁ Κύριος, ἐνῶ ὅποιος ἀπιστήσει, θὰ κατακριθεῖ, θὰ κολασθεῖ, γιατί, ἀφοῦ δὲν πιστεύει, θὰ κάνει ὅ,τι εὐχαριστᾶ τὸ σῶμα του καὶ τὴ σαρκικὴ ὄρεξή του, ὅπως ἔκανε ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς.

Μὰ ὁ ἄπιστος ἔχει τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του βουλωμένα καὶ δὲν ἀκούει αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ τὴ σωτηρία της. Γιὰ τοῦτο ὁ Χριστὸς συχνοέλεγε: «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω». Κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Τί σημασία ἔχει λοιπὸν τὸ ὅτι δὲν πιστέψανε κάποιοι; Μήπως ἡ ἀπιστία τους θὰ καταργήσει τὴν πίστη τοῦ Θεοῦ; Ὁ Θεὸς θὰ βγεῖ ἀληθινός, ἐνῶ ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύτης, κατὰ τὸ γεγραμμένο: «Ὅπως ἂν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε», (Ρωμ. γ', 3), ποὺ εἶναι λόγια τοῦ προφήτη Δαυίδ, ὅπου λέγει στὸν Θεὸ πώς: «Ἐσὺ Κύριε, θὰ δικαιωθεῖς γιὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπες, καὶ θὰ νικήσεις σὰν κριθεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θὰ βγεῖ ψεύτης». Κι ἀλλοῦ λέγει ὁ ἀγγελόγλωσσος Παῦλος: «Οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος. Τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη. Διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν. Τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται». (Ρωμ. ζ', 5). Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Ἀπόστολος λέγει: «Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστι, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστιν». (Α' Κορινθ. α', 18). Μωρία, ἀνοησία, λέγει, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ γιὰ ὅσους πηγαίνουνε στὸν χαμό τους, γιατί, ἂν ἤτανε ἀλλοιῶς, θὰ πιστεύανε σ' αὐτὸν καὶ θὰ προσπαθούσανε νὰ σωθοῦνε.

Καὶ παρακάτω πάλι λέγει τὸ ἴδιο: «Ψυχικὸς (σαρκικὸς) ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστιν». (Α' Κορινθ. β', 14). Καὶ σὲ ἄλλο μέρος λέγει: «Εἰ δὲ καὶ ἔστι κεκαλυμμένον τὸ Εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον» (Β' Κορινθ. δ', 13). Δηλαδή: Τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καθαρὴ καὶ ἁπλὴ καὶ μοναχὰ γιὰ ὅσους εἶναι ἄπιστοι (χαμένοι), γι' αὐτοὺς εἶναι σκεπασμένη καὶ σκοτεινή. Παρακάτω λέγει: «Τὰ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια». (Β' Κορινθ. δ', 18). «Ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ Πνεύματος, τὸ δὲ Πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός. Ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε, ταῦτα ποιῆτε». (Γαλάτ. ε', 17). «Ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν, ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον». (Γαλάτ. στ', 8). «Ἐλπίδα μὴ ἔχοντες καὶ ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῶ», λέγει στοὺς Ἐφεσίους, «πὼς ἕναν καιρὸ ἤσαστε χωρὶς Χριστό, ξένοι τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας, μὴν ἔχοντας ἐλπίδα καὶ ἄθεοι στὸν κόσμο». (Ἐφεσ. β', 11). Στὸν Τίτο γράφει: «Ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα, ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι, προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν». (Τίτ. β', 11). «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις». (Ἑβρ. θ', 27).

Κι ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος λέγει: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὁλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ». (Ἰακώβου ε', 1).

Κι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει: «Ἤξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί». (Β' Πέτρου γ', 10).

Τέλος, ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης γράφει: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». (Α' Ἰω. γ', 14).

Βλέπετε, ἀγαπητοί, πόσα εἶναι γραμμένα στὰ ἅγια βιβλία τῆς θρησκείας μας, αὐτὰ κι ἄλλα πολλά, γιὰ νὰ πιστέψουμε στὴ μέλλουσα αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ μὴν εἴμαστε προσκολλημένοι σὲ τούτη τὴν πρόσκαιρη; Πῶς, λοιπόν, θὰ βροῦμε ἀπολογία στὴν ἀπιστία μας; Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν». (Ἰω. ιε', 22). «Ἂν δὲν ἐρχόμουνα, λέγει, καὶ δὲν μιλοῦσα, ἁμαρτία δὲν θὰ εἴχανε οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχουνε πρόφαση γιὰ τὴν ἁμαρτία τους».

Μαθαίνουμε τόσα καὶ τόσα μάταια πράγματα, ἡ περιέργειά μας δὲν ἀφήνει τίποτα χωρὶς νὰ τὸ ἐξετάσει καὶ μόνο τί λέγει τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴ σωτηρία μας δὲν βρίσκουμε καιρὸ νὰ τὸ διαβάσουμε καὶ νὰ τὸ μάθουμε. Γιὰ νὰ γιατρέψουμε τὴν πιὸ παραμικρὴ ἀρρώστεια τοῦ κορμιοῦ μας, ψάχνουμε καὶ βρίσκουμε τὸν γιατρὸ καὶ τὸ γιατρικό, μὰ γιὰ τὸ τί θὰ γίνει ἡ ψυχή μας σὰν πεθάνουμε καὶ μὲ τί τρόπο θὰ τὴ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴν καταδίκη, δὲν δίνουμε καμμιὰ προσοχὴ κι οὔτε νοιαζόμαστε καθόλου. Καταγινόμαστε μὲ ψευτιές, ἐνῶ τὴν ἀλήθεια ποὺ μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστὸς καὶ ποὺ πρέπει νὰ ζητοῦμε νὰ τὴ μάθουμε ὅπως τρέχει νὰ βρεῖ τὸ νερὸ ὁ διψασμένος, δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ τὴ γυρέψουμε! Γιὰ τοῦτο εἴμαστε ἄξιοι νὰ καταδικαστοῦμε πολλὲς φορὲς καὶ σὰν θὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸν Κύριο, τρέμοντας, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ μᾶς ρωτήσει ἂν τὸν ξέρουμε, θὰ ποῦμε τότε μὲ κλάμματα: «Πότε σὲ εἴδαμε, Κύριε;». Κι Ἐκεῖνος θὰ μᾶς πεῖ: «Κἀγώ, οὐκ οἶδα ὑμᾶς», «Κι ἐγώ, δὲν σᾶς γνωρίζω».

«Ζητήσατε τὸν Κύριον, ὦ κατάδικοι καὶ κραταιώθητε τῇ ἐλπίδι, ζητήσατε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ μετανοίας καὶ ἁγιασθήσεσθε τῷ ἁγιασμῷ τοῦ προσώπου αὐτοῦ καὶ τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν ἀποκαθαρισθήσεσθε. Δράμετε πρὸς Κύριον ὅσοι ἐν ἁμαρτίαις ὑπεύθυνοι, τὸν δυνάμενον συγχωρεῖν ἁμαρτήματα. Μεθ' ὅρκου γὰρ εἴρηκε διὰ τοῦ προφήτου λέγων: Ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος. Οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν. Καὶ πάλιν: Ὅλην τὴν ἡμέραν διεπέτασα τὰς χεῖρας μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα. Ὅλη τὴ μέρα ἅπλωνα τὰ χέρια μου στοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν θέλανε νὰ ἀκούσουνε τὰ λόγιά μου».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...