Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Απριλίου 03, 2016

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ (ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ Ο καπετάν Μιχάλης» & «Ο τελευταίος πειρασμός») ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΤΑΙ

Ο Καζαντζάκης αντίχριστος (Κριτική εκ των συγγραμμάτων του) 

 

(Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου Μητροπολίτου Φλωρίνης)

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ  ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ
(ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
Ο καπετάν Μιχάλης» & «Ο τελευταίος πειρασμός»)
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΤΑΙ

«Ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. μαράν αθά» (Α ' Κο 16,22)
«Ο Εβραίος μου λέγει πως ο Χριστός μου είνε μπάσταρδος και η Παναγία μου πόρνη, το άγιον Ευαγγέλιον λέγει πως το έγραψεν ο διάβολος. Τώρα έχω μάτια να βλέπω τον Εβραίον;  Ένας άνθρωπος να με υβρίση, να φονεύση τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν και ύστερα το μάτι να μου βγάλη, έχω χρέος ωσάν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το δε να υβρίζη τον Χριστόν μου και την Παναγίαν μου, δεν θέλω να τον βλέπω»
(Κοσμάς ο Αιτωλός • Δ' Διδαχή του ιερομάρτυρος)
    Ο νέος Ιούδας στεφανώνεται
    Εις την Αποκάλυψιν του ευαγγελιστού Ιωάννου υπάρχει προφη­τεία, κατά την οποίαν το εν τω κόσμω ηθικόν κα­κόν, η πλάνη και η αμαρτία, η υπό μορφήν πολυκεφάλου τέρατος εμφανιζόμενη, θα εξαπλώση τους πλοκάμους λίαν επικινδύνως, θα λάβη διαστάσεις τοιαύτας, ώστε θα έλθη εποχή, κατά την οποίαν το κακόν όχι μόνον θα λέγεται και θα πράττεται αναισχυντίας, αλλά και το χείριστον εξ όλων, ο λέγων την χυδαιοτέραν ύβριν και ο πράττων το φρικιαστικώτερον έγκλημα θα επαινήται, θα χειροκροτήται και θα στεφανώνεται δημοσία. Έκαστη κεφαλή του τέρατος θα φέρη διάδημα χρυσούν. Η κακία, δηλαδή, εστεμμένη, ο διάβολος θριαμβεύων (Ιδέ Απ 12,3).
Αδελφοί και πατέρες! Η εποχή αυτή έφθασε. Πλείστα γεγονότα των τελευταίων δεκαετηρίδων του παρόντος αιώνος του απατεώνος μαρτυρούν τούτο. Συχνά παριστάμεθα ακροαταί και θεαταί ανθρώπων, οι οποίοι σπεύδουν να συγχαρούν, να χειροκροτήσουν και να βραβεύσουν άθλια έργα άπιστων, που υποσκάπτουν το ηθικόν και θρησκευτικόν οικοδόμημα. Το σκότος καλείται φως και το φως σκότος. Ιδού και κεφαλή τις ασεβείας, έχουσα εν ασφαλεία την φωλεάν της εις την κυανήν ακτήν της Γαλλίας, εξακοντίζει εκείθεν τον φαρμακερόν σίελον και δηλητηριάζει ψυχάς και άφρονες υιοί και θυγατέρες της Ελλάδος αντί να λαμβάνουν μέτρα προφυλάξεως, επιθέτουν επί της κεφαλής αυτής στεφάνους. Και η κεφαλή υψώνεται περισσότερον και μεγαλαυχεί.
Αλλά τις η στεφανουμένη αύτη κεφαλή;Είνε ο εκ Κρήτης λογοτέχνης Ν. Καζαντζάκης. Αυτός ως άλλος Ιούδας προδίδει την Ορθόδοξον πίστιν. Την προδίδει και την καθυβρίζει δια των ασεβών δημοσιευμάτων του.
Το βιβλίον του Καζαντζάκη «Ο καπετάν Μιχάλης»

 
    Εκ των δημοσιευμάτων του Ν. Καζαντζάκη λαμβάνομεν εδώ σήμερον εν και μόνον, το βιβλίον το υπό το τίτλον «Ο καπετάν Μιχάλης». Εξεδόθη εν Ελλάδι, ετυπώθη εις το τυπογραφείον του Αρ. Μαυρίδη τον Οκτώβριον του 1953, αποτελείται από 483 πυκνοτυπωμένας σελίδας και εκυκλοφόρησεν ευρέως εν Ελλάδι. Εις το βιβλίον αυτό ο συγγραφεύς ως μυθιστορηματογράφος πλάθει φανταστικά πρόσωπα και δι’ αυτών με τέχνην εκχύνει το δηλητήριον, που κρύπτει κάτω από τους οδόντας του ο φαρμακερός αυτός της απιστίας όφις. Ελίσσεται και επιτίθεται αγρίως κατά του Χριστιανι­σμού. Ουδέν δόγμα εξ όσων περιέχει το Σύμβολον της αμωμήτου ημών πίστεως αφήνει άθικτον. Τοεχθρικόν κατά της Ορθοδόξου πίστεως πνεύμα του φαίνεται ποικιλοτρόπως εκδηλούμενον. Προκειμένου μεν περί θεμάτων, που ο συγγραφεύς αγαπά και εκτιμά υπέρ την αξίαν, που έχουν δια την ζωήν, η γραφίς του εκλέγει τας καλυτέρας των λέξεων, συσσωρεύει πλούτον επαινετικών επιθέτων, δια να τα δοξάση και να τα λαμπρύνη, αλλά προκειμένου περί του υψίστου θέματος, περί της θρησκείας, η γραφίς του αμέσως βυθίζεται εις δηλητήριον, εις πύον, εις βόρβορον και εκλέγει τας χυδαιοτέρας των λέξεων, δια να καθυβρίση και ατιμάση την θρησκείαντων πατέρων του, την θρησκείαν, εις την οποίαν και αυτός εβαπτίσθη.
Εντός αρωμάτων η Κρήτη ως φυσικός κόσμος, αλλ’ εντός βορβόρου η θεότης.Εκ του εσωτερικού του θησαυρού, εκ της διεφθαρμένης καρδίας του και της απίστου διανοίας του, εκ του υποσυνειδήτου, εκ του βυθού της υπάρξεώς του, ως εξ άλλων καταπακτών του άδου, εκπηδούν οι «ήρωές» του, τέρατα που πλάθει η νοσηρά φαντασία του και δι’ αυτών εξωτερικεύεται μεν ο εσωτερικός του κόσμος, αλλ’ αυτός κρύπτεται ως υποβολεύς θεάτρου, που ομιλεί, αλλ’ οι λόγοι του φέρονται δια του στόματος των επί σκηνής δρώντων ηθοποιών.
Εάν τις δι’ όσα μετ’ αναισχυντίας κατά της πίστεως λέγονται ήθελε διαμαρτυρηθή, ο Καζαντζάκης θα έχη πρόχειρον την απάντησιν «Λάθος κάμνετε. Δεν τα λέγω εγώ. Τα λέγουν οι ήρωές μου, τα τέρατά μου (καπετάν Μιχάλης, το Θρασάκι, ο Πολυξίγκης, ο Νουρήμπεης, η Εμινέ, ο Σήφακας...). Όπως ακριβώς συνέβη προ ετών, ότε άλλος τις συγγραφεύς, ομοίου προς τον Καζαντζάκην φυράματος, εκδώσας βιβλίον, χλευάζον τας βάσεις της χριστιανικής ηθικής, και ελεγχθείς απήντησεν ότι δεν τα λέγει αυτός, αλλά... το τέρας, όπερ εννοείται, είχε πλάσει ο ίδιος και το παρουσίαζε σκεπτόμενον, συναισθανόμενον και ενεργούν, ως ο Νίτσε έπλασε τον Ζαρατούστραν του και δι’ αυτού εξωτερικεύεται λέγων «Τάδε λέγει Ζαρατούστρας»... Αυτή είνε η νοοτροπία των απίστων και ανάνδρων συγγραφέων.Δια στόματος τεράτων ομιλούν και διαχέουν τα δηλητήρια και καυχώνται δια την τέχνην των. Αλλά, ω υποκριταί! Διατί κρύπτεσθε όπισθεν προσωπείων; Σας ερωτώμεν: Αυτά που λέγουν τα τέρατά σας τα παραδέχεσθε ή τα αποδοκιμάζετε; Απαντήσατέ μας με εν καθαρόν ναι ή όχι.
   Αλλά δεν είνε ανάγκη να μας απαντήσητε. Διότι η δομή του έργου, η πλοκή, το πνεύμα που διαχέεται εις όλας τας σελίδας δίδουν την απάντησιν. Ουδεμίαν στενοχώριαν δι’ όσα ασεβή λέγουν τα τέρατά σας διακρίνεται. Οι αείμνηστοι ευσεβείς λογοτέχναι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης αναφέροντες δηλώσεις απίστων και βλασφήμων, πενθούν και αναστενάζουν, ενώ εσείς; Νομίζει τις ότι ακούει τα χειροκροτήματά σας. Ουδεμία λύπη, ουδεμία σοβαρά απόπειρα, ίνα ανασκευασθούν αι ύβρεις. Τα τέρατά σας, ως λέοντες, βρυχώμενα και εξεμούντα κρουνούς ύβρεων κατά των ιερών και των θείων φαίνονται κυρίαρχα εις το πεδίον της λογοτεχνικής ταύτης μάχης.Ουδαμού παρουσιάζετε τα αντί-τέρατα, που να ενσαρκώνουν τας ουρανίας δυνάμεις και να πολεμούν τα τέρατα της ασεβείας και να τα νικούν κατά κράτος και ούτω να επέρχεται η κάθαρσις, ως εις τας αρχαίας τραγωδίας. Υποκριταί, που κρύπτεσθε μέσα εις τα λογοτεχνικά σας παιγνίδια! Δια μέσου ανθέων συρίζοντες όφεις. «Γεννήματα εχιδνών», πως θα εκφύγητε την οργήν του Κυρίου;
Αι ιδέαι του βιβλίου του
   Και επειδή δεν θέλομεν να νομισθώμεν ότι αδικούμεν τον συγγραφέα κρίνοντες αορίστως, θα παραθέσωμεν εκ του βιβλίου συγκεκριμένα στοιχεία, δια να ιδούν και να πεισθούν οι αναγνώσταί μας εις ποια βάθη περιφρονήσεως, εξυβρίσεως, διακωμωδήσεως, μυκτηρισμού, διασυρμού και ασεβείας κατέπεσε και κυλιέται ο δυστυχής και ότι προς τα βάθη αυτά ζητεί να παρασύρη και τους άλλους με την φήμην του μεγάλου συγγραφέως. Πολλοί ευσεβείς θα φρικιάσουν και θα μας είπουν ότι δεν θα έπρεπε να μεταφερθούν εις τας στήλας της «Σπίθας» τοιαύται ύβρεις, αλλά δυστυχώς το  επιβάλλει πλέον η ανάγκη. Η ανάγκη να διαφωτισθή ο ευσεβής λαός περί του μεγέθους της ασεβείας και να χαρακτηρίση δεόντως την χειρονομίαν όλων εκείνων, οι οποίοι εν γνώσει των κακοηθεστάτων ύβρεων, που περιέχουν τα δημοσιεύματα του Καζαντζάκη, έσπευσαν να τον συγχα­ρούν.
Ας αρχίσωμεν με λύπην μεγάλην δια τον συγγραφέα και με ακόμη μεγαλυτέραν δι’ εκείνους, οι οποίοι τον συνεχάρησαν.
Περί του εν Τριάδι Θεού, τον οποίον πιστεύει όλος ο χριστιανικός κόσμος, εν τω υπό κρίσιν βιβλίω «Ο καπετάν Μιχάλης» δια του στόματος μιας Τουρκάλας πορνευομένης μετά χριστιανού λέγει·«Ώχου, κι’ εδώ θαρώ θα τα κάμω μούσκεμα! Ένας είναι και τρεις· πατέρας, γυιός και άγιο πνέμα. Ο Πατέρας είναι γέρος κοτσονάτος με άσπρα γένια κι έχει στα πόδια του κι ακουμπάει ένα σκαμνί από σύννεφα· ο Γυιός είναι ροδοκόκκινος, όμορφος ντεληκανής, με ξανθά μουστάκια σαν τα δικά σου και χωρίστρα μα δε φοράει φέσικρατάει στα χέρια του ένα τόπι» (Ιδέ σελ. 228).
Περί του Χριστούδια μεν του στόματος της ιδίας Τουρκάλας εκφράζεται ούτω·«Ο γυιός του Θεού· είπαμε, όμορφος ντεληκανής. Κατέβηκε στη γης και σταβρόθηκε για να σώσει, λέει, τους ανθρώπους. Τι έκαμαν; Τι του έκαμαν; Κάθου γύρεβε! Ένα είναι σίγουρο πως σταβρόθηκε, ας είναι καλά, και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε και σκαρφάλοσε πάλι στον ουρανό... Καλά τα λέω;».Δια δε στόματος του κατηχητού της καπετάν Πολυξίγκη, θαυμάζοντος την αρίστην(!) αυτήν απάντησιν της υποψηφίας χριστιανής, ετοιμαζομένης δια το βάπτισμα, λέγει· «Καλά, λέει! Εσύ κάνεις για Μητροπολίτης, Εμινέ μου, να σε χαρώ. Ξύσε με λίγο στην γάμπα, ν’άχεις την εφκή μου... Το λοιπόν αναστήθηκε, ε; Μά τόπαμε, πούχες το νου σου; Αναστήθηκε μαθές και σκαρφάλοσε στον ουρανό, έτσι χωρίς σκοινί, χωρίς σκάλα, σαν μπεχλιβάνης, στον αέρα...»(Ιδέ σελ. 224). Δια δε της γλώσσης ενός Τούρκου Νουρή εκστομίζεται η χυδαιοτάτη βλασφημία κατά του Κυρίου«Φτου στον Χριστό σου τον μπάσταρδο...» (Ιδέ σελ. 198).
Περί της Εκκλησίας, την οποίαν ίδρυσεν ο Θεάνθρω­πος, ιδού πως ομιλεί όχι αυτός... αλλά το τέρας του, το Θρασάκι του, υιός και εγγονός οπλαρχηγών της Κρήτης, πλάσμα που δεν ημπορούσε ποτέ να πλάση η ευσέβεια των Κρητών, αλλά μόνον η απιστία και η αθεΐα του αιώνος μας... η αντίχριστος μανία των άθεων κομμουνιστών, οι οποίοι και εν τοις πράγμασι κατά τα πρώτα έτη της επικρατήσεώς των εν Ρωσία εφήρμοσαν το σχέδιον του Θρασάκι. Ποιον δε το σχέδιον; Δια της βίας ν’ απομακρύνουν την Κυριακήν εκ της Εκκλησίας όσους δεν κατώρθωσαν δια της διαβολής του αρχαίου δράκοντος να πείσουν ότι η θρησκεία είνε ένα παραμύθι και η Εκκλησία μία εκμετάλλευσις. Απέναντι της Εκκλησίας το Θρασάκι είχε τον σταύλον του και εκεί μέσα ωργίαζε αυτός και οι φίλοι του διακωμωδούντες την θείαν Λειτουργίαν.Ας παραθέσωμεν την περικοπήν αυτήν ως χαρακτηριστικήν του πνεύματος, με το οποίον είνε γραμμένον το βιβλίον·«Αλήθεια κάθε Κυριακή το Θρασάκι με τους φίλους του έκαναν αντίπραξη στην επίσημη εκκλησιά και λειτουργούσαν μέσα στο στάβλο του Κρασογιώργη. Πήγαιναν πρωί πρωί κι’ έπιαναν τα περάσματα κι’ έστεκαν καραούλι στην πόρτα του άη Μηνά και στις γύρα γωνιές κι όταν έβλεπαν έναν τους συμμαθητή να προβαίνει με τα κυριακάτικά του, με το καθαρό μαντηλάκι στο χέρι, με το μεταλίκι μέσα στο μαντηλάκι, για να πάρει από τον πάγκο το κερί, έπεφταν επάνω του και πότε με το καλό, πότε με το ζόρι, κάπου κάπου και με ξύλο, τον άρπαχναν και τον πήγαιναν στο στάβλο «έχουμε δικιά μας εκκλησιά, τούλεγαν, δεν ντρέπεσαι να πηγαίνεις στην ξένη;»(Ιδέ σελ. 261).
Αυτά γράφει ο Καζαντζάκης. Και ερωτώ ολόκληρον την μεγαλόνησον που εγέννησε ήρωας και μάρτυρας της Ορθοδόξου πίστεως.συνέβη ποτέ υιός Κρητός, πιστόν τέκνον της Εκκλησίας, να στέκεται απ’ έξω από τον ι. ναόν της ενορίας του και να εμποδίζη την προσέλευσιν των νέων εις την Εκκλησίαν; Ουδέποτε τοιούτον φαινόμενον είδεν η Κρήτη η πιστεύουσα εις τον Χριστόν. Θα ίδη όμως εις το μέλλον πολλά «Θρασάκια» να απομακρύνουν βιαίως εκ των ναών της Κρήτης τους πιστούς και με το κνούτον να τους οδηγούν εις τους σταύλους των οργίων και να μεταβάλλουν εις κέντρα διασκεδάσεως τους ναούς, θα ίδη, λέγομεν, τοιαύτα θεάματα πολλά η Κρήτη, εάν επικρατήσουν αι θεωρίαι του Καζαντζάκη, όστις δια των ανωτέρω εκφράζει τον μύχιον πόθον του άθεου να ίδη τους ναούς ερήμους εκκλησιάσματος και τους σταύλους πλήρεις δίποδων κτηνών.
Σημειωτέον ότι το «Θρασάκι» του είνε υιός του κυριωτέρου ήρωος του μυθιστορήματος, του καπετάν Μιχάλη, όστις ακούων από το παραθυράκι του σπιτιού του «τις φωνές» των οργιαζόντων εν τω σταύλω «ξεχώριζε την στερνή φωνή του γυιού του· Θα σάς σπάσω στο ξύλο»(Το διατί θα τους σπάση στο ξύλο, το λέγει παραπάνω«Την άλλην Κυριακή, όποιος από σάς δεν έρθει, θα τον σπάσω στο ξύλο, φώναζε το Θρασάκι»)· αφτό’ ταν πάντα το απολυτίκι κι η λειτουργιά (μέσα εις τον σταύλον) έπαιρνε τέλος και ο καπετάν Μιχάλης χαμογέλασε «Γειά σου, μωρέ Θρασάκι, έτσι σε θέλω, να δέρνεις, μουρμούρισε...» (Ιδέ σελ. 262).
Αυτά γράφει ο Καζαντζάκης.Και ερωτώ και πάλιν ολόκληρον την μεγαλόνησον από του ενός ακρωτηρίου μέχρι του άλλου· Υπάρχει πατέρας κρητικός, όστις πληροφορού­μενος ότι ο υιός του κατά τοιούτον βέβηλον τρόπον ενήργησε τας πρωινάς ώρας της Κυριακής, θα ευφρανθή και θα συγχαρή τον υιόν του; Δεν υπήρξεν, ούτε υπάρχει επί της Κρήτης τοιούτος πατέρας αντίχριστος. Υπάρχει μόνον σήμερον εν τη φαντασία του Καζαντζάκη, θα υπάρξουν δε πολλοί εις το μέλλον, εάν το βιβλίον του, που εκθειάζει το «Θρασάκι», κατά προτροπήν «σοβαράς» εθνικόφρονος εφημερίδος των Αθηνών εισαχθή ως αναγνωστικόν εις τας τά­ξεις του Δημοτικού σχολείου (Ιδέ το ύπ’ αριθμ. 155 φύλλον της «Σπίθας»).
Με το «Θρασάκι» του διακωμωδεί την Εκκλησίαν. Αλλά και τι δεν διακωμωδεί ο περίφημος αυτός συγγραφεύς; Διακωμωδεί το μάθημα της ιεράς κατηχήσεως, την οποίαν αναλαμβάνει να κάμη προς την νεαράν Τουρκάλαν Εμινέ εκλέξας ως ώραν κατάλληλον την ώραν των αισχρών περιπτύξεων του Πολυξίγκη μετά της πόρνης ταύτης (Ιδέ σελ. 223-224).Διακωμωδεί το πρόσωπον της Υπεραγίας Θεοτόκου, της οποίας την εικόνα ζωγραφίζει ως αυτός θέλει (Ιδέ σελ. 88). Διακωμωδείτα πρόσωπα των αγίων, ως βλέπομεν εις τας σελ. 297, 321, εις τας οποίας ο χρι­στιανός του(;) με μίαν απερίγραπτον αυθάδειαν απευθυνόμενος προς τον εικονιζόμενον άγιον Νικόλαον λέγει.«Το ακούς, άη Νικόλα; Μη μου σκαρώσεις πάλι καμμιά βρωμοδουλειά σαν και την άλλη φορά;».
Τέλος ο Καζαντζάκης κρημνίζει και τα δύο τελευταία άρθρα του Συμβόλου της πίστεως· «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν». Διότι περί του ανθρώπου γράφων δεν παραδέχεται ότι έχει προορισμόν, ως τον διδάσκει η χριστιανική πίστις.Εν τη διανοήσει του ο άνθρωπος φέρεται ως πλοίον, που ευρίσκεται εν μέσω ζοφώδους πελάγους και δεν γνωρίζει που φέρεται. Εις ένα μακρόν διάλογον, που γίνεται γύρω από την κλίνην ενός γέροντος οπλαρχηγού βαδίζοντος προς τον θάνατον και διερωτώντος εαυτόν «τι έστιν άνθρωπος», φαίνεται όλη η απιστία του.Δια των τεράτων του, που ομιλούν όλα το εν κατόπιν του άλλου, ακούονται όλαι αι φωναί της απιστίας, κυ­ρίως δε η φωνή του Νίτσε κηρύττοντος τον υπεράνθρωπον. «Με ρώτησες, λέγει δια του στόματος ενός εξ αυτών, θα πω κι’ εγώ το λόγο μου, αρέσει σου, δε σου αρέσει. Από που ερχόμαστε; ρωτάς· από το χώμα, καπετάν Σήφακα! Που πάμε; ρωτάς· στο χώμα, καπετάν Σήφακα! Ποιο ’ναι το χρέος μας; Να σου το πω εγώ, με λίγα λόγιαΑν είσαι λύκος να τρως· αν είσαι αρνί, να σε τρώνε!Κι’ αν ρωτάς και για Θεό, αφτός είναι ο Μέγας Λύκος· αφτός δα τρώει αρνιά και λύκους συγκόκαλα». Εις τα λόγια αυτά του τέρατος κάποιο άλλο τέρας προσπαθεί να δώση απάντησιν, μειώνουσαν πως την βαρύτητα των εκφράσεων, λέγον, ότι ο Μέγας Λύκος είνε ο Χάρος, όχι ο Θεός, αλλά τούτο λέγεται επίτηδες, δια να δοθή αφορμή εις το πρώτον τέρας και να φωνάξη πλέον καθαρά την αθεΐαν του «Θεός και Χάρος είναι ένα, κουμπάρε!  Μα τι να σου κάνω; Το μιαλό σου κουκιά έφαε κουκιά μολογάει...» (Ιδέ σελ. 445).
   Καιρός, νομίζω να εγκαταλείψωμεν το βιβλίον. Εμμένοντες εις τας σελίδας τας πλήρεις βορβόρου και δηλητηριω­δών αερίων, υπάρχει φόβος να πάθωμεν ασφυξίαν, εάν δεν είμεθα ωπλισμένοι με αντιασφυξιογονικάς προσωπίδας.
Αλλά διατί δεν λέγεται τίποτε και περί του άλλου βιβλίου, όπερ εκυκλοφόρησεν εν γερμανική γλώσση «Ο τελευταίος πειρασμός»; Δεν υπάρχει πλέον άλλος χώρος. Δια τούτο ας αναβάλωμεν τον έλεγχον του βιβλίου τούτου δι’ επόμενον φύλλον. Τόσον δε μόνον εδώ λέγομεν ότι οι αναγνώσαντες αυτό έχουν φρικιάσει προ των γραφόμενων και λέγουν ότιουδέποτε τοιούτος υβριστής του Θεανθρώπου ενεφανίσθη επί της γης, αφού τολμά ο άθλιος ν’ ανοίξη την καρδίαν του Ιησού μας και να ίδη ότι κατά τας ώρας της αγωνίας Του επί του Σταυρού τίποτε άλλο δεν επόθει παρά μόνον... τα κάλλη των πορνών!!!Κύριε! Συγχώρησόν μας. «Ιδέ επιστολήν Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Μιχαήλ δημοσιευθείσαν εις το φύλλον της 22 Ιουνίου 1954 της «Εστίας»)…
    
ΑΝΑΤΥΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΣΦΕΝΔΟΝΗ τ. Α» Αθήνα 1988
(Βλ.«Χριστ. Σπίθα», αριθμ. φύλ. 169, Απρ. 1955)

Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ




Ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ, σ' ὅλες τὶς ἐποχὲς ἀκούγεται παράδοξα. Στὴ δική μας ὅμως, ἡ ὁποία ἔχει θεοποιήσει τὴν ἄνεση καὶ τὴν εὐμάρεια, ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ δὲν εἶναι μόνο παράλογος, ἀλλὰ καὶ ἀσυμβίβαστος μὲ τὴ λογική τοῦ κόσμου. Εἶναι τρομακτικὸς γιὰ τοὺς κανόνες τῆς ζωῆς του, γιὰ τὶς ἐπιδιώξεις στὸ κυνήγι τῆς εὐδαιμονίας καὶ τῆς καλοπέρασης. Καὶ ὅμως τὸ εὐαγγέλιο ἐπιμένει σταθερὰ νὰ διακηρύσσει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ φανερώνουν τὴν αὐθεντικότητα τῆς κλήσης μας καὶ τοῦ προορισμοῦ μας. Τὰ ἠχηρὰ καὶ εὔκολα συνθήματα τοῦ κόσμου, ἂν καὶ ἀρχικά μᾶς γοητεύουν, τελικά μᾶς ἀπογοητεύουν, γιατί μᾶς παραπλανοῦν καὶ παραμορφώνουν τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Ἀποδεικνύουν τὴ ματαιότητα ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων, ὅταν αὐτὰ δὲν εἶναι διαποτισμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.


Σταυρὸς καὶ αὐταπάρνηση


Τὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ σφραγισμένο ἀπὸ τὸ σταυρικὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ ἐπισημαίνει ὅτι «ὅποιος θέλει νὰ σώσει τὴν ψυχή του θὰ τὴ χάσει, ἐνῶ ὅποιος χάσει τὴ ζωὴ του χάριν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, θὰ τὴ σώσει». Ἐδῶ βρίσκεται ὁ δρόμος ποὺ διάλεξε ὁ θεός, γιὰ νὰ ἔρθει στοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ νὰ πᾶνε οἱ ἄνθρωποι στὸν Θεό. Πρόκειται γιὰ ἕνα δρόμο ἀντιφατικό. Ἕνα δρόμο ποὺ προκαλεῖ τὴ λογικὴ καὶ μᾶς προσκαλεῖ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὴν ἀλήθεια ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε. Ἕνα δρόμο σκληρό, ἐπίπονο καὶ ὀδυνηρό, ποὺ ὅμως τὸ τέρμα του εἶναι λυτρωτικό. Ἀπαρνοῦμαι τὸν ἑαυτό μου σημαίνει ἀπελευθερώνομαι ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ἐγώ. Ἀπελευθερώνομαι ἀπὸ τὸν παραλογισμὸ ποὺ μὲ ὠθεῖ νὰ ὑπερτονίζω καὶ νὰ ὑψώνω τὸν ἑαυτό μου σὲ εἴδωλο γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ζητάω νὰ στρέφεται ἡ ζωὴ ἡ δική μου καὶ τῶν γύρω μου. Αὐτὸ εἶναι αὐτοκαταστροφικό. Γιατί κάθε φορὰ ποὺ ἀσχολούμαστε ἀποκλειστικὰ μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν μας ἐπιθυμιῶν δὲν μποροῦμε νὰ αἰσθανθοῦμε τὶς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ἔτσι ὅμως κλείνουμε τὴν πόρτα στὸν Θεὸ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του.

Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ἡ αὐταπάρνηση καὶ ἡ ἐν ὑπομονῇ καὶ ἐλπίδι ἄρση τοῦ σταυροῦ ὁδηγεῖ τὸν πιστὸ στὴν ἐν Χριστῷ ὑπέρβαση τοῦ μαρτυρίου του. Ὅπως παρατηρεῖ ἕνας λόγιος Ἐπίσκοπος, «στὸν Γολγοθὰ ὑπῆρχαν τρεῖς σταυροί. Οἱ δύο ἦταν τὸ τέρμα τῆς πορείας δύο ληστῶν, ὁ μεσαῖος ἦταν ἁπλῶς ἕνα σταυροδρόμι. Διότι Ἐκεῖνος ποὺ ὑψώθηκε πάνω του εἶχε περάσει μιὰ ζωὴ ἀγάπns καὶ ἀλήθειας καὶ ὅδευε διὰ τοῦ σταυροῦ πρὸς τὸν Πατέρα. Ἀλλά, ἀκόμη, ἡ χάρη καὶ ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἐπηρέασε καὶ μεταμόρφωσε τὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο ἄλλους σταυροὺς κάνοντάς τον διὰ τῆς μετανοίας "θύραν" τοῦ παραδείσου. Αὐτὸ εἶναι μία πολὺ οὐσιαστικὴ παρηγοριὰ γιὰ ὅσους σήμερα σηκώνουν σταυρὸ ἐνοχῆς».


Σταυρὸς καὶ σωτηρία

Νά, λοιπόν, γιατί ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ φωτίζει τὰ ἀδιέξοδα καὶ τὰ σκοτάδια ποὺ τόσο συχνά μᾶς φοβίζουν. Μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὶς πλάνες καὶ τὰ εἴδωλα ποὺ μᾶς αἰχμαλωτίζουν. Μᾶς θεραπεύει ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν καὶ μᾶς βασανίζουν. Ὁ πόνος τοῦ σταυροῦ θὰ φωτίζεται πάντοτε ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς Ἀνάστασης. Γιατί ἕνας σταυρὸς χωρὶς ἀνάσταση ἀποτελεῖ ἀποτυχία καὶ τραγωδία, ἐνῶ μιὰ ἀνάσταση χωρὶς σταυρὸ θὰ εἶναι μία νίκη χωρὶς βαρύτητα καὶ ἀξία. Ὁ σταυρὸς καὶ ἡ ἀνάσταση εἶναι ἀλληλένδετα ὄχι μόνο στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ καὶ στὸν ἀγώνα καὶ τὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Γι' αὐτὸ ἡ θεληματικὴ ἄρση τοῦ σταυροῦ δὲν εἶναι μιὰ ἀρρωστημένη τάση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ζητᾶ ἱκανοποίηση στὴν ὀδύνη. Εἶναι πηγὴ δύναμης, ποὺ μεταμορφώνει τὶς δυσκολίες καὶ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν πάλη καὶ τὴν ἀγωνία τῆς ζωῆς, ἔστω καὶ ἂν δὲν νικᾶμε πάντοτε, τουλάχιστον ὡριμάζουμε πνευματικά, ὥστε νὰ ἀντέχουμε τοὺς πειρασμοὺς καὶ νὰ προχωροῦμε.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ σταυρὸς δὲν εἶναι μόνο τὸ σημαντικότερο καὶ χαρακτηριστικότερο σύμβολο τοῦ χριστιανοῦ. Δὲν εἶναι μόνο ἡ ἔκφραση τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς νίκης, τῆς θυσίας καὶ τῆς δόξας, τῆς ζωῆς καὶ τῆς σωτηρίας. «Ὁ σταυρὸς εἶναι ἡ καθημερινὴ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὴν τραγωδία καὶ ἀπόγνωση τοῦ ἁμαρτάνοντος ἀνθρώπου». Εἶναι τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς περιμένει καρτερικά, γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Ἀμήν.

Προσκυνώντας τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ



Στό μέσον τῆς περιόδου τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας κατά τήν Γ΄ Κυριακή τῶν νηστειῶν τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ γιά νά τόν προσκυνήσουν οἱ πιστοί καί νά συνεχίσουν ἔτσι ἐνισχυμένοι τόν πνευματικό ἀγώνα, πού θά τούς φέρει στή Μ. Ἑβδομάδα καί τό Πάσχα, διαβάζει δέ κατά τήν ἡμέρα αὐτή τήν περικοπή μέ τά ἀκόλουθα λόγια πού ὁ Χριστοῦ ἀπηύθυνε πρός τούς μαθητές του μόλις προανήγγειλε πρός αὐτούς τόν ἐπικείμενο σταυρικό του θάνατο:

«Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἄς σηκώσει τόν σταυρό του κι ἄς μέ ἀκολουθεῖ. Γιατί ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του θά τή χάσει· ὅποιος ὅμως χάσει τή ζωή του ἐξαιτίας μου καί ἐξαιτίας τοῦ εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει. Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο ἀλλά χάσει τή ζωή του; Τί μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιά τή ζωή του; Ὅποιος, ζώντας μέσα σ' αὐτή τή γενιά τήν ἄπιστη κι ἁμαρτωλή, ντραπεῖ γιά μένα καί γιά τή διδασκαλία μου, θά ντραπεῖ γι' αὐτόν καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ὅταν ἔρθει μέ ὅλη τή λαμπρότητα τοῦ Πατέρα του, μαζί μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους».

Καί τούς ἔλεγε ἀκόμη: «Σᾶς βεβαιώνω πώς ὑπάρχουν μερικοί ἀνάμεσα σ' αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευτοῦν τόν θάνατο, πρίν δοῦν νά ἔρχεται δυναμικά ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. 8,34 - 9,1).

Τά λόγια αὐτά εἶναι πολύ σημαντικά καί βαριά γι’ αὐτούς πού θέλουν νά εἶναι μαθητές τοῦ Ἰησοῦ. Ἐφόσον ὁ Ἰησοῦς ἔχει νά ἀντιμετωπίσει ὄχι τή δόξα ἀλλά τόν σταυρό καί τό πάθος, δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετική καί ἡ τύχη τῶν μαθητῶν του, ἐάν θέλουν βέβαια νά εἶναι στήν οὐσία, ὄχι μόνο στό ὄνομα, μαθητές του, μαθητές βέβαια μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ ὅρου, δηλ. τοῦ χριστιανοῦ πού ἀκολουθεῖ πιστά καί συνειδητά τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Καταναγκασμός δέν ὑπάρχει στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μπορεῖ κανείς ἐλεύθερα νά ἀποφασίσει τόν δρόμο τοῦ σταυροῦ ἀφοῦ ἀναλογισθεῖ πρῶτα τίς δυσκολίες καί ἀναλάβει ἀποφασιστικά τίς εὐθύνες του: «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἄς σηκώσει τόν σταυρό του κι ἄς μέ ἀκολουθεῖ». Ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ ἐπί τῶν ὤμων εἶναι οἱ βασικές προϋποθέσεις γιά νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό. Ἀρνοῦμαι τόν ἑαυτόν μου, σημαίνει: ἐγκαταλείπω τίς νόμιμες καί δίκαιες ἀπαιτήσεις, τίς φυσιολογικές καί δικαιολογημένες ἐπιθυμίες πού ἔχει τό ἐγώ μου μέσα στή ζωή, ἀρνοῦμαι τήν ἀσφάλεια μίας καλοβολεμένης ζωῆς, γιά νά ἀποδυθῶ στήν κατά τά κριτήρια τοῦ κόσμου ἀβεβαιότητα καί ἀνασφάλεια πού συνεπάγεται τό νά ἀκολουθῶ τόν Χριστό στόν δρόμο τοῦ πάθους. Ὁ ἐμπειρικός ἄνθρωπος, ὅπως τόν γνωρίζουμε ὅλοι μας, ζητεῖ τήν τακτοποίηση καί τήν ἀσφάλεια, τήν ἀποφυγή τῆς σκέψης τοῦ θανάτου, τήν παράταση τῆς ζωῆς του μέ κάθε τρόπο. 

Μέ μία παράξενη ὅμως ἐπιχειρηματολογία γιά τήν ἀνθρώπινη λογική ὁ Χριστός διδάσκει ὅτι ἡ ζωή κερδίζεται μόνον ὅταν χαθεῖ. Ἡ θυσία τῆς ζωῆς ὁδηγεῖ στήν κατ’ ἐξοχή ζωή. Ὁ Χριστός χρησιμοποιεῖ στίς φράσεις του αὐτές τή λέξη «ψυχή» μέ τήν διπλή ἔννοια τῆς ζωῆς, τῆς βιολογικῆς ζωῆς καί τῆς αἰώνιας ζωῆς πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος θέλει τήν πραγματική ζωή, πρέπει νά θυσιάσει τήν εὔκολη ζωή τοῦ κόσμου.

Τά λόγια αὐτά προϋποθέτουν ἤ προβλέπουν συνθῆκες διωγμοῦ μπροστά στόν ὁποῖο εἶναι δυνατό νά φοβηθεῖ κανείς καί νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του μέ ἀποτέλεσμα νά χάσει τήν πραγματική ζωή. Δέν χάνουν τή βαρύτητά τους ὅμως τά λόγια αὐτά ἀκόμη κι ὅταν δέν ὑπάρχει διωγμός. Εἶναι βέβαια αὐτονόητο ὅτι, ὅταν κανείς συμβιβασθεῖ μέ τίς δυνάμεις τῆς ζωῆς μέσα στόν κόσμο καί βολευτεῖ μέσα στήν ἀσφάλεια τῆς ὀργανωμένης κοινωνίας, δέν ἀντιμετωπίζει θέμα διωγμοῦ ἤ πάθους ἤ θυσίας τῆς ζωῆς του.

Σέ ποιές ὅμως περιπτώσεις μπορεῖ κανείς σήμερα νά μιλᾶ γιά σταυρό καί γιά μαρτύριο; Μήπως αὐτά εἶναι ἡρωϊκές πραγματικότητες τοῦ παρελθόντος τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ συνεπής Χριστιανισμός δέν εἶναι μόνο ἱστορικό παρελθόν, ἀλλά μπορεῖ νά εἶναι καί ζωντανό παρόν. Ὅταν μέσα σ’ ἕνα κόσμο πεσμένων ἀξιῶν μπορεῖς νά πιστεύεις στίς ἀξίες τῆς πίστης, ὅταν μέσα στό συνηθισμένο ψέμα ἐσύ συντάσσεσαι μέ τό μέρος τῆς ἀλήθειας, ὅταν ὅλοι κάνουν τά πάντα γιά νά ἱκανοποιήσουν τόν ἑαυτό τους καί σύ τόν ἀρνεῖσαι, ὅταν ὅλοι συμβιβάζονται γιά νά ἐξασφαλισθοῦν κι ἐσύ δέν προδίδεις τίς ἀρχές σου μέ κίνδυνο νά ζημιωθεῖς καί νά χάσεις τή θέση σου, ὅταν οἱ ἄλλοι ὀρθολογιστικά ἐξηγοῦν τά πάντα μέ ἐνδοκοσμικό πρίσμα, ἐνῶ τή δική σου καρδιά τήν ζεσταίνει ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, τότε εἶσαι πραγματικός μαθητής τοῦ Ἰησοῦ, πού τόν ἀκολουθεῖς στό δύσκολο δρόμο τῆς θυσίας.

Ὅλα αὐτά ὅμως πού φαίνονται ἀδύνατα γιά τόν φυσιολογικό ἄνθρωπο, γίνονται πραγματικότητες μέσα στήν περιοχή τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού ἀναγεννᾶ καί μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο σέ νέο δημιούργημα, σέ «καινή κτίση».

Ἕνα μήνυμα, λοιπόν, ἑκούσιας αὐταπαρνήσεως μᾶς ἀπευθύνει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, αὐταπαρνήσεως ὄχι γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο λόγο ἀλλά γιά τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο. Οἱ ἥρωες τῆς πίστης καί οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δέν εἶναι μόνον μορφές τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος· μποροῦν νά γίνουν καί ζωντανές πραγματικότητες στήν ἐποχή μας.

Ἡ περικοπή τελειώνει μέ τή βεβαιότητα τῆς δυναμικῆς παρουσίας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι πού δίνει τή δυνατότητα στόν χριστιανό νά πραγματοποιήσει ὅλα τά παραπάνω, καί δέν εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μελλοντικό μόνο ὅραμα ἀλλά καί τωρινή πραγματικότητα, εἶναι ἡ δυνατότητα νά ζεῖ κανείς τή μελλοντική πληρότητα τῆς βασιλείας ἤδη στό παρόν.

Σάββατο, Απριλίου 02, 2016

«Εἶμαι ὑποτακτικὸς ὅλου τοῦ κόσμου»

Ο Όσιος Παΐσιος στο υπαίθριο αρχονταρίκι της Παναγούδας με επισκέπτες
«Εἶμαι ὑποτακτικὸς ὅλου τοῦ κόσμου»
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. ∆ιονυσίου Τάτση
Ο ΑΓΙΟΣ Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης ἐντυπωσίαζε τούς πολλούς ἐπισκέπτες του, ὅταν πηγαινοερχόταν στό ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι, γιά νά τούς προσφέρει λουκούµι καί νερό. Ἕνας ἐνάρετος καί γνωστός γέροντας δέν εἶχε ἕνα ὑποτακτικό νά τόν βοηθάει!
Ὅλα τά ἔκανε µόνος του. Καί ὅταν τελείωνε τό κέρασµα, καθόταν καί αὐτός στό πεζούλι ἤ σ᾿ ἕνα κούτσουρο, γιά νά ἀκούσει τούς ἐπισκέπτες του καί νά ἀπαντήσει στίς ἐρωτήσεις τους. Γρήγορα ὅµως σηκωνόταν, γιατί ἔξω στό σύρµα εἶχαν ἔλθει καί ἄλλοι. Ἄνοιγε, χαιρετοῦσε, κερνοῦσε καί συνέχιζε τήν ἐπικοινωνία.
Σ᾿ ἐκείνους πού τόν ρωτοῦσαν γιατί δέν ἔχει κάποιον ὑποτακτικό, ὁ γέροντας ἀπαντοῦσε: «∆έν ἔχω ὑποτακτικό, γιατί εἶµαι ὑποτακτικός ὅλου τοῦ κόσµου». Πράγµατι ὁ ἅγιος ἦταν ὑποτακτικός ὅλου τοῦ κόσµου. Οἱ δεκάδες καί ἑκατοντάδες καθηµερινοί ἐπισκέπτες ἤθελαν νά ἐπικοινωνήσουν µαζί του καί αὐτός πάντα ἔκανε ὑπακοή. ∆έν ἀρνοῦνταν νά τούς ἀκούσει καί νά συνοµιλήσει. Αὐτό ἀπαιτοῦσε πνεῦµα ὑπακοῆς καί ἀγάπης. Ὑπακοῆς ἔµπονης καί ἀγάπης κουραστικῆς.
Μερικοί ἐπισκέπτες εἶχαν ψυχολογικά προβλήµατα καί τόν ἀπασχολοῦσαν ὧρες, γεγονός πού τόν ἐξαντλοῦσε, χωρίς ὅµως νά τό δείχνει. ∆έν ἤθελε νά σχηµατίσουν τήν ἐντύπωση ὅτι δέν ἤθελε νά τούς ἀκούσει, γι᾿ αὐτό δέν τούς διέκοπτε. Ἄκουγε µέ ὑπακοή τήν πολύωρη ἐξιστόρηση τῶν πασχόντων ἀδελφῶν!
Θά µπορούσαµε νά ἐξηγήσουµε τό λόγο τοῦ ἁγίου γέροντος µέ πέντε φράσεις. Ἔκανε ὑπακοή στόν καθένα πού τόν ἐπισκεπτόταν. Θεράπευε τούς λογισµούς τῶν ἀνθρώπων. Τούς ἀνέπαυε µέ τίς συµβουλές του. Ἄκουγε τά προβλήµατά τους. Προσευχόταν γι᾿ αὐτούς.
Ἡ ὑπακοή τοῦ ἁγίου Παϊσίου ἔφτανε τά ὅρια τῆς θυσίας. Ἡ ἐπικοινωνία του µέ τούς ἀνθρώπους δέν ἦταν ἁπλή, µέ χαµόγελα καί κατά συνθήκην λόγια. Ἦταν συµµετοχή στή ζωή τους. ∆ιόρθωνε τίς σκέψεις τους. Μιλοῦσε γιά τούς καλούς λογισµούς. Ἔδινε κατευθύνσεις πῶς θά τούς ἀποκτοῦν καί τί πρέπει νά ἀποφεύγουν. Τούς ἔβγαζε ἀπό τά ἀδιέξοδα καί τούς προβληµατισµούς. Σήκωνε ἀπό τή ζωή τῶν ἀνθρώπων τά ἐµπόδια, ἄλλοτε ὑπαρκτά καί ἄλλοτε φανταστικά. Καί ἀφοῦ γινόταν κοινωνός τῶν προβληµάτων τους προσευχόταν γι᾿ αὐτούς. Εἶχε πολλές ὑποθέσεις, πού ἔπρεπε καθηµερινά νά διεκπεραιώνει. ∆έν ἦταν ποτέ ἄνεργος. Ἡ ὑπακοή του στόν κόσµο καί ἡ προσευχή του γιά τόν κόσµο ἦταν τό µεγάλο πνευµατικό του ἔργο, γιά τό ὁποῖο ὁ Θεός τόν ἔκανε δικό του. Ἀλλά καί ὁ λαός τόν εἶχε ὡς ἅγιο στή συνείδησή του, κάτι πού πρόσφατα ἐπισηµοποιήθηκε µέ τήν πράξη ἁγιοκατάταξης τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος εἶναι πηγή φωτός. Τό παράδειγµά του ἄς γίνει ὁδηγός στή ζωή µας, γιά νά διακονοῦµε τούς ἀδελφούς καί ἰδιαίτερα τούς πονεµένους καί τούς ἐν ἀγνοίᾳ εὑρισκόµενους.

Ορθόδοξος Τύπος, 1/4/2016

Η υπερηφάνεια είναι ένα ορθάνοιχτο παράθυρο, μέσα από το οποίο όλες οι αρετές εξανεμίζονται - Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς


Τί άραγε υπάρχει στις τέσσερις γωνιές της γης, θνητέ άνθρωπε, το οποίο μπορεί να μας κάνει περήφανους, παρεκτός ανοησίες και δαιμονικές ψευδαισθήσεις; Μήπως δεν ήρθαμε στον κόσμο γυμνοί κι ανήμποροι; Και με τον ίδιο τρόπο δεν θα αναχωρήσουμε απ’ τον κόσμο; Ό,τι έχουμε, δεν το έχουμε δανειστεί; Με το θάνατό μας δεν θα επιστρέψουμε όλα τα δανεικά; Ω, πόσες φορές έχει ειπωθεί αυτό και αγνοηθεί;

Ο σοφός απόστολος λέει: «Γιατί τίποτε δε φέραμε μαζί μας όταν ήρθαμε στο κόσμο κι είναι φανερό πως ούτε μπορούμε να βγάλουμε τίποτα φεύγοντας» (Α’ Τιμόθεον 6:7). Όταν προσφέρουμε τη θυσία μας στο Θεό, το κοινό ψωμί και το κρασί, λέμε: Τα Σα εκ των Σων Σοι προσφέρομεν. Διότι τίποτε απ’ όσα έχουμε εδώ στον κόσμο δεν είναι δικά μας, ούτε καν ένα ψίχουλο ψωμί ή μια σταγόνα κρασί· στ’ αλήθεια δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι του Θεού. Πραγματικά η υπερηφάνεια είναι θυγατέρα της ανοησίας, η θυγατέρα ενός σκοτισμένου νου, γεννημένη από φαύλους δεσμούς με τους δαίμονες.

Η υπερηφάνεια είναι ένα ορθάνοιχτο παράθυρο, μέσα από το οποίο όλες οι αρετές -και τα καλά έργα ακόμη- εξανεμίζονται. Τίποτε δεν μας κάνει τόσο κενούς ενώπιον των ανθρώπων και τόσο ανάξιους ενώπιον του Θεού, όσο η υπερηφάνεια. Αν ο Κύριος δεν είναι υπερήφανος, γιατί να είμαστε εμείς; Ποιός να έχει περισσότερο δίκαιο να είναι υπερήφανος από τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος δημιούργησε τον κόσμο και ο οποίος τον συντηρεί με τη δύναμή Του; Δείτε! Εκείνος ταπεινώνει τον Εαυτό Του σαν δούλος και υπήκοος, ο οποίος διακονεί όλο τον κόσμο· υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού!

Ω, ταπεινέ Κύριε, κάψε μέσα στις καρδιές μας με τη φωτιά του Άγιου Σου Πνεύματος το σπόρο της υπερηφάνειας, που σπέρνει ο διάβολος και φύτεψε μέσα της τον ευγενικό σπόρο της ταπείνωσης και της πραότητας.

Γιατί Σε σένα ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες.

Αμήν.


Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδας», εκδ. Άθως

πηγή

Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν. (Μάρκ. η 34-θ 1) - Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς


 


«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι» (Μάρκ. η΄ 34).

Αἴροντες τόν σταυρό, εὐαρεστοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, Τόν ἀκολουθοῦμε. Ἄν ἀκολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον. Ὅποιος δέν ἀπαρνηθῇ τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά Μέ ἀκολουθήσῃ (Ματθ. ι΄ 38).

Ἄν ἀκολουθήσῃς τόν δικό σου νοῦ καί ὄχι τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἄν ἀκολουθήσῃς τό θέλημά σου καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἡ ψυχή σου δέν εἶναι καθαρή, δέν εἶναι ἁγιασμένη, εἶναι χαμένη στήν ζούγκλα τῶν ψυχοφθόρων καί φρικτῶν πλανῶν. Διότι ἡ ἁμαρτία, τό κακό, κατόρθωσε νά χτίσῃ μέσα μας, δίπλα σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή πού ἐλάβαμε ἀπό τόν Θεό, τήν δική της ψυχή. Ἄν ἡ ἁμαρτία μᾶς γίνῃ ἕξις, δημιουργεῖ μέσα μας τήν δική της ψυχή. Ἄν πράττομε τήν ἁμαρτία, ἐκείνη σταδιακά μορφώνεται στήν ψυχή μας. Κοντά σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε, ἐσύ φέρνεις ἕναν ξένο, ὁ ὁποῖος σέ αἰχμαλωτίζει. Αὐτός διαφεντεύει, ἐνῶ ὅ,τι θεϊκό εἶναι μέσα σου εἶναι σάν κοιμισμένο, σάν μουδιασμένο. Τό ἀπέρριψες, καί ἐκεῖνο δέν ζῆ μέσα σου, πεθαίνει.

Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ μέσα μας δικό της κόσμο, δημιουργεῖ μέσα μας δική της φιλοσοφία, δική της ἀντίληψι γιά τόν κόσμο. Ἡ ἁμαρτία ἐπιδιώκει νά καταλάβῃ τήν θέσι τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου, τήν θέσι τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θέλει νά κάνῃ ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία στήν πραγματικότητα θέλει νά στερήσῃ τόν ἄνθρωπο ἀπό ἐκεῖνες τίς θεϊκές ὡραιότητες πού ἔχει στήν ψυχή του. Ναί, αὐτός ὁ διάβολος ἀγωνίζεται διά μέσου τῆς ἁμαρτίας νά δημιουργήσῃ μέσα σου καί μέσα μου τήν δική του εἰκόνα. Διότι ἡ ἁμαρτία πάντοτε ὁμοιάζει στόν διάβολο. Πάντοτε, ὅταν τήν ἐναγκαλιζώμαστε, τυπώνει σιγά-σιγά στήν ψυχή μας τήν δική του σκοτισμένη μορφή. Ἔτσι, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τήν ἕξι στήν ἁμαρτία, μορφώνεται μέσα μας ἕνα ἄλλο ἐγώ, μία ἄλλη ψυχή, ἕνας ἄλλος ἑαυτός, ἐκεῖνος ὁ ἑαυτός, τόν ὁποῖο ζητεῖ ὁ Κύριος νά ἀπαρνηθοῦμε: «οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19). Τό κακό τό δημιουργήσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἐνῶ τό καλό εἶναι ἀπό τόν Θεό, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. δ΄ 4). Ἐγώ θέλω νά ζῶ σωστά, ἀλλά τήν δύναμι νά τό κάνω δέν τήν ἔχω. Δέν βρίσκω τήν δύναμι γι’ αὐτό, δέν βρίσκω τήν δύναμι μέσα μου.

Νά, τό σημερινό Εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει τόν τρόπο, γιά νά πραγματοποιήσουμε στήν ζωή μας τό καλό πού ἐπιθυμοῦμε. Αὐτός εἶναι ἡ ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ σου, τῆς ἁμαρτίας σου, αὐτῆς τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς πού δημιουργήθηκε, χτίστηκε, μορφώθηκε μέσα σου. Μέ τήν νηστεία στήν πραγματικότητα ἀπωθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα πού εἶναι μέσα μας. Ἀντικαθιστοῦμε σταδιακά τόν ἑαυτό μας μέ τόν Χριστό, μέχρις ὅτου φθάσουμε στήν τελειότητα πού ἔφθασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγῶ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄ 20). Νά τί σημαίνει «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»: Σημαίνει νά ἀπαλείψουμε ὅλες τίς (κακές) μας ἐπιθυμίες, κάθετι ἀνθρώπινο, ἐφάμαρτο, καί νά τά ἀντικαταστήσουμε μέ τόν Χριστό. Νά ἀλλάξουν, νά γίνουν ὅλα Χριστός!

«Ὅς γάρ ἐάν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾽ ἄν ἀπολέσει τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, σώσει αὐτήν» (Μάρκ. η΄ 35). Ἐάν, βεβαίως, ἀπαρνηθοῦμε κάθε ἁμαρτία μας, κάθε πάθος μας· καί ἄν ξέρουμε, ἄν αἰσθανόμαστε καί ἄν θέλουμε νά γίνῃ ὁ Χριστός ψυχή μέσα στήν ψυχή μας, καρδιά μέσα στήν καρδιά μας, νά ἀντικαταστήσῃ τόν ἑαυτό μας, τό ἐγώ μας μέ τόν Ἑαυτό Του. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά νά φυλάξουμε ἐγώ καί ἐσύ καί κάθε ἄνθρωπος τήν ψυχή μας ἀπό τήν κόλαση, ἀπό τήν καταστροφή, ἀπό τόν διάβολο, ἀπό κάθε κακό, ἀπό τά αἰώνια βάσανα, νά βροῦμε μέσα μας ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, ἐκείνη τήν θεϊκή ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε.

Θεοειδής ψυχή! –Ποῦ εἶναι ἄραγε; –Στόν Χριστό. Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς εἰπῇ: Νά, ἔτσι πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, ἔδειξε στόν ἑαυτό Του τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς εἴμαστε πλασμένοι κατ’ Εἰκόνα Θεοῦ. Ὀφείλουμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ αὐτήν. Τί εἶναι ὁ νοῦς μας; Εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ δική μας ὑποχρέωσις εἶναι νά κάνουμε τόν νοῦ μας ὅμοιο μέ τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή νά χριστοποιήσουμε ὅλο τόν νοῦ μας καί νά μποροῦμε νά ποῦμε μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α΄ Κορ. β΄ 16). Ἀλλά μέχρι νά ταυτίσουμε τό θέλημά μας μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ, τό δικό μας θέλημα πάντα περιπλανιέται, εἶναι πάντα ἀδύνατο, πάντα σκοντάφτει καί βυθίζεται στήν ἁμαρτία. Ἐάν ἔχουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς τό αἰώνιο πρότυπό μας, τό αἰώνιο ὅραμά μας, τότε ταυτίζουμε τόν ἑαυτό μας μέ τό δικό Του θέλημα. Τότε λέμε: δέν θέλω νά γίνῃ τό θέλημά μου, ἀλλά τό δικό Σου (Κύριε). Πάτερ ἡμῶν, γενηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς.

Ὅταν ἐμεῖς, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, θέλουμε νά θεραπεύσουμε τό θέλημά μας ἀπό ὅλες τίς ἀδυναμίες, ἀπό ὅλες τίς ἀρρώστειες του, ἀπό ὅλο τόν θάνατό του, στήν πραγματικότητα θεραπεύουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἐξορίζουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας κάθε τι ἐφάμαρτο. Ναί! Ὅσο ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ἐπιποθεῖ τόν Θεό, ὅσο στ’ ἀλήθεια ἀγωνίζεται νά ἀπαρνηθῇ τόν ἑαυτό του καί νά ἀκολουθῇ τόν Χριστό, νά σηκώνῃ τόν Σταυρό, νά σηκώνῃ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀληθινά λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό τήν θεία δύναμι. Διότι, ὅπως ἔχει λεχθῆ, ὁ Σταυρός «ἡμῖν τοῖς σῳζομένοις δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α΄ Κορ. α΄ 18). Ἡμῖν, γιά μένα καί γιά σένα καί γιά κάθε ἄνθρωπο. Ὅταν ἀποφασίσῃς νά βιάσῃς τόν ἑαυτό σου νά σηκώσῃς τόν σταυρό σου, νά! ἐσύ τήν ἴδια στιγμή λαμβάνεις θεία δύναμι. Αὐτή τήν δύναμι τήν δίνει ὁ Κύριος, γιά νά μπορέσῃς νά νικήσῃς κάθε ἁμαρτία μέσα σου, νά μπορέσῃς νά νικήσῃς κάθε κακό, κάθε κακή συνήθεια, νά μπορέσῃς νά παιδαγωγήσῃς τήν γλῶσσα σου νά μή λέγῃ ἄπρεπα λόγια, νά παιδαγωγήσῃς τό μάτι σου νά μή βλέπῃ ἐκεῖνα πού δέν πρέπει νά βλέπῃ. Ὅλη ἡ ζωή σου νά γίνῃ χριστοειδής. Χάριν τίνος; Χάριν τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά ἐγκατοικίσῃς τόν Χριστό μέσα σου! Νά, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας, αὐτό εἶναι τό ὅραμά μας, αὐτό εἶναι ἡ ἀνάπαυσις καί ἡ εἰρήνη καί ὁ αἰώνιος παράδεισος τῆς ψυχῆς μας, κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Χωρίς τόν Χριστό ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δέν εἰρηνεύει...

Ἡ δική μας ὁδός, ἡ ὁδός τῶν Ἁγίων καί τῆς νηστείας, εἶναι βία στόν ἑαυτό μας νά πράττωμε κάθε ἀγαθό, διηνεκής βία τοῦ ἑαυτοῦ μας πρός κάθε καλό. Διότι ἡ φύσις μας δέν θέλει τό καλό. Ἐκείνη κλίνει στό κακό. Ἐσύ ὅμως βίασε τόν ἑαυτό σου νά πνίγῃς κάθε κακό πού ὑπάρχει μέσα σου. Ὁ Κύριος θά σοῦ δώσῃ τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, γιά νά κάνῃς πραγματικά κάθε καλό. Νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας, νά χριστοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά προσέχουμε ὅτι νηστεία δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό νά ἀντικαταστήσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τόν Χριστό, τόν Θεό μας. Μέσῳ κάθε ἀρετῆς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀντικαθιστᾷ τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Διότι, «θεός ἡ ἀρετή», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Καί αὐτή ἡ θεία δύναμις εἶναι πιό δυνατή ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, αὐτή ἡ δύναμις μᾶς χαρίσθηκε γιά νά ὑπερνικοῦμε κάθε κακό, νά ὑπερνικοῦμε κάθε ἁμαρτία, κάθε διαβολική δύναμι. Βίασε τόν ἑαυτό σου σέ κάθε καλό καί ὁ Ἀγαθός Κύριος θά σοῦ δώσῃ τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, ὥστε νά πορεύσεσαι ἀπό τήν μεγαλύτερη θλίψι στήν μικρότερη καί ἀπό τήν μικρότερη χαρά στήν μεγαλύτερη χαρά. Νά βαδίζουμε ὅλοι πρός τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἕως ὅτου μπορέσουμε νά ποῦμε μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέν ζῶ πλέον ἐγώ· ἐσύ ζῆς μέσα μου διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Σέ Ἐσένα ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ εὐχαριστία, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν

Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως




Ἀπὸ τὰ παμπάλαια χρόνια, τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου τῆς τρίτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ σταυρὸς μεταφέρεται στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀκόλουθη ἑβδομάδα εἶναι γνωστὴ ὡς ἑβδομάδα τοῦ Σταυροῦ. Ξέρουμε πὼς ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀποτελεῖ μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε ποὺ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη της τὸν πόνο, τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ σταυρό. Ἡ προβολὴ τοῦ σταυροῦ στὴ μέση τῆς Σαρακοστῆς, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ σκοπὸ τῆς βαθύτερης καὶ ἐντατικότερης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς. Ἔτσι εἶναι ὁ κατάλληλος τόπος ἐδῶ, γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸ ρόλο τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σημαντικότατου καὶ χαρακτηριστικότατου ὅλων τῶν Χριστιανικῶν συμβόλων.

Τὸ σύμβολο αὐτὸ ἔχει δύο στενὰ ἀλληλένδετες σημασίες. Ἀφενὸς εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ ἀποφασιστικὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο ὁλοκληρώθηκε ἡ ἐπίγεια ζωὴ καὶ διακονία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς φοβεροῦ καὶ τρομακτικοῦ μίσους ἐνάντια σ’ Αὐτὸν ποὺ ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία Του ἐπικεντρώθηκε στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, καὶ ποὺ ὁλόκληρο τὸ κύρυγμά Του ἦταν μία κλήση σὲ αὐτοθυσία στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης. Ὁ Πιλάτος, ὁ Ρωμαῖος κυβερνήτης στὸν ὁποῖο μεταφέρθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ Τὸν συνέλαβαν, Τὸν ἐκτύπησαν καὶ Τὸν ἔφτυσαν, λέει, «ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω» (Ἰωάν. 19, 4). Αὐτὸ ὅμως προκάλεσε ἕνα ἰσχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν!» φωνάζει τὸ πλῆθος.

Ἔτσι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ θέτει ἕνα αἰώνιο πρόβλημα, ποὺ σκοπεύει στὸ βάθος τῆς συνειδήσεως: γιατί ἡ καλωσύνη ξεσήκωσε ὄχι μόνο ἀντίθεση, ἀλλὰ καὶ μίσος; Γιατί ἡ καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο;

Συνήθως ἀποφεύγουμε νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη σὲ κάποιον ἄλλο: ἂν ἤμασταν ἐκεῖ, ἂν ἤμουν ἐκεῖ ἐκείνη τὴν τρομερὴ νύχτα, δὲ θὰ εἶχα συμπεριφερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι. Ἀλλοίμονο ὅμως, κάπου βαθιὰ στὴ συνείδησή μας γνωρίζουμε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια. Ξέρουμε πὼς οἱ ἄνθρωποι ποὺ βασάνισαν, σταύρωσαν καὶ μίσησαν τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν κάποιου εἴδους τέρατα, κατεχόμενα ἀπὸ κάποιο ἰδιαίτερο καὶ μοναδικὸ κακό. Ὄχι, ἦταν «ὅπως ὅλοι μας». Ὁ Πιλάτος προσπάθησε ἀκόμη καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν Ἰησοῦ, νὰ μεταπείσει τὸ πλῆθος, προσφέρθηκε ἀκόμη καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ Χριστὸ ὡς κίνηση καλῆς θελήσεως, χάριν τῆς ἑορτῆς, ὅταν κι αὐτὸ ἀπέτυχε, στάθηκε μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἔνιψε τὰ χέρια του, δείχνοντας τὴ διαφωνία του σ’ αὐτὸ τὸ φόνο.

Μὲ λίγες πινελιὲς τὸ εὐαγγέλιο σχεδιάζει τὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ παθητικοῦ Πιλάτου, τοῦ τρόμου του, τῆς γραφειοκρατικῆς του συνειδήσεως, τῆς δειλῆς του ἀρνήσεως νὰ ἀκολουθήσει τὴ συνείδησή του.

Δὲ συμβαίνει ὅμως ἀκριβῶς τὸ ἴδιο στὴ δική μας ζωὴ καὶ στὴ ζωὴ γύρω μας; Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πιὸ κοινότυπη, ἡ πιὸ τυπικὴ ἱστορία; Δὲν εἶναι παρὼν συνεχῶς μέσα μας κάποιος Πιλάτος;

Δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅταν ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ ποῦμε ἕνα ἀποφασιστικό, ἀμετάκλητο ὄχι στὸ ψεῦδος, στὴν ἀδικία, στὸ κακὸ καὶ στὸ μίσος, ἐνδίδουμε στὸν πειρασμὸ νὰ «νίψουμε τὰς χεῖρας μας»;

Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο ἦταν οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὑπερασπιζόμενοι τὸν ἑαυτό τους θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν: ἐκτελέσαμε ἁπλῶς διαταγές, μᾶς εἶπαν νὰ «ἐξουδετερώσουμε» κάποιον ταραχοποιὸ ποὺ προκαλοῦσε ἀναστάτωση καὶ ἀταξία, γιὰ ποιὸ πράγμα μιλᾶτε λοιπόν; Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο, πίσω ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἦταν τὸ πλῆθος, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ ἕξι μέρες πρὶν φώναζαν «Ὡσαννά», καθὼς ὑποδέχονταν θριαμβευτικὰ τὸ Χριστό, κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἱερουσαλήμ, μόνο ποὺ τώρα ἡ κραυγὴ τους ἦταν «Σταύρωσον αὐτόν!» Ἔχουν ὅμως καὶ γι’ αὐτὸ μία ἐξήγηση. Δὲν εἶναι οἱ ἡγέτες τους, οἱ διδάσκαλοί τους καὶ οἱ κυβερνῆτες τους αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔλεγαν πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγκληματίας, ποὺ κατέλυσε τοὺς νόμους καὶ τὶς συνήθειες, καὶ γι’ αὐτό, βάσει τοῦ νόμου, «πάντοτε βάσει τοῦ νόμου, πάντοτε σύμφωνα μὲ τὸ ὑπάρχον καταστατικό», πρέπει νὰ πεθάνει…; Ἔτσι κάθε συμπαίκτης σ’ αὐτὸ τὸ τρομακτικὸ γεγονὸς εἶχε δίκαιο «ἀπὸ τὴν πλευρά του», ὅλοι δικαιώθηκαν. Ὅλοι μαζὶ ὅμως δολοφόνησαν ἕναν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖον «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον». Ἡ πρώτη σημασία τοῦ σταυροῦ συνεπῶς εἶναι ἡ κρίση τοῦ κακοῦ, ἡ μᾶλλον τῆς ψευδοκαλωσύνης αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μέσα στὸν ὁποῖο πανηγυρίζει αἰώνια τὸ κακό, καὶ ὁ ὁποῖος προωθεῖ τὸν τρομακτικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ πάνω στὴ γῆ.

Αὐτὸ μᾶς μεταφέρει στὴ δεύτερη σημασία τοῦ σταυροῦ. Μετὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθεῖ ὁ δικός μας σταυρός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι,… ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ’ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Λουκ. 9, 23). Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἐπιλογὴ ποὺ εἶχε νὰ κάνει ὁ καθένας ἐκείνη τὴ νύχτα –ὁ Πιλάτος, οἱ στρατιῶτες, οἱ ἀρχηγοί, τὸ πλῆθος κι ὁ καθένας μέσα στὸ πλῆθος – εἶναι μία ἐπιλογὴ ποὺ τίθεται συνεχῶς καὶ σὲ καθημερινὴ βάση μπροστά μας. Ἐξωτερικά, ἡ ἐπιλογὴ ἔχει νὰ κάνει μὲ κάτι φαινομενικὰ ἀσήμαντο γιά μᾶς, ἤ δευτερεῦον. Γιὰ τὴ συνείδηση ὅμως τίποτε δὲν εἶναι πρῶτο ἤ δεύτερο, ἀλλὰ τὸ καθετὶ μετρᾶται ἂν εἶναι ἀληθινὸ ἤ ψεύτικο, καλὸ ἤ κακό. Τὸ νὰ σηκώνεις λοιπὸν τὸ σταυρό σου καθημερινὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ νὰ ἀντέχεις τὰ φορτία καὶ τὶς μέριμνες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τὸ νὰ ζεῖς ἁρμονικὰ μὲ τὴ συνείδησή σου, τὸ νὰ ζεῖς μέσα στὸ φῶς τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως.

Ἀκόμη καὶ σήμερα, μὲ ὅλο τὸν κόσμο νὰ κοιτάζει, ἕνας ἄνθρωπος στὸν ὁποῖο «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον» μπορεῖ νὰ συλλαμβάνεται, νὰ βασανίζεται, νὰ κτυπιέται, νὰ φυλακίζεται ἤ νὰ ἐξορίζεται. Ὅλα αὐτὰ δὲ «ἐπὶ τὴ βάσει τοῦ νόμου», χάριν τῆς ὑπακοῆς καὶ πειθαρχίας, ὅλα στὸ ὄνομα τῆς τάξεως, γιὰ τὸ καλὸ ὅλων. Πόσοι Πιλάτοι δὲ νίπτουν τὰ χέρια τους, πόσοι στρατιῶτες δὲ σπεύδουν νὰ ἐκτελέσουν τὶς διαταγὲς τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας, πόσοι ἄνθρωποι ὑπάκουα, δουλόπρεπα δὲν τοὺς χειροκροτοῦν, ἤ τουλάχιστον δὲν κοιτάζουν σιωπηλὰ τὸ κακὸ ποὺ θριαμβεύει; Καθὼς μεταφέρουμε τὸ σταυρό, καθὼς τὸν προσκυνοῦμε, καθὼς τὸν ἀσπαζόμαστε, ἂς σκεφτοῦμε τὴ σημασία του. Τί μᾶς λέει, σὲ τί μᾶς καλεῖ; Ἂς θυμηθοῦμε τὸ σταυρὸ ὡς ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ὁποία κρέμονται τὰ πάντα στὸν κόσμο, καὶ ποὺ χωρὶς αὐτὸν ὅλα στὸν κόσμο γίνονται θρίαμβος τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ σκότους. Ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον» (Ἰωάν. 9, 39). Σ’ αὐτὴ τὴν κρίση, μπροστὰ στὸ δικαστήριο τῆς σταυρωμένης ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς καλωσύνης, δικάζεται ὁ καθένας μας.

Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως Anthony Bloom


Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἰοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Καθώς προχωρᾶμε τίς ἑβδομάδες τῆς Μ. Σαρακοστῆς, μποροῦμε να ποῦμε μὲ αὐξανόμενη αἴσθηση εὐγνωμοσύνης καὶ χαρᾶς, με μιά αἴσθηση γαλήνης καὶ χαρᾶς τά λόγια τοῦ Ψαλμοῦ «Ἡ ψυχή μου θα ζήσει, και μ’ εὐγνωμοσύνη θα δοξάζει τὸν Κύριο».

Τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἴδαμε τήν ὑπόσχεση τῆς σωτηρίας δοσμένη ἀπό τὴν Π. Διαθήκη νὰ ἐκπληρώνεται: ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, ἡ σωτηρία ἔρχεται κι ὅσα ἐλπίζουμε εἶναι δυνατά. Μετά τὴν δεύτερη ἑβδομάδα ἔχουμε τὴν διακήρυξη ἀπό ὅλους τούς Ἁγίους τῆς Χριστιανοσύνης ὅτι ὁ Θεός ὄχι μόνο κατοίκησε ἀνάμεσα μας. ἀλλά καί (ἐξεχύθη πάνω μας) μᾶς πλημμύρισε ἡ χάρις Του, μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλά καὶ σέ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή ἕτοιμη να δεχθεῖ Ἐκεῖνον, τὴν παρουσία Του, τὸ μεταμορφωμένο σέ Ἅγιο Πνεῦμα δῶρο, πού μᾶς κάνει νὰ κοινωνοῦμε ὅλο και πιό βαθιά (οὐσιαστικά) μὲ τόν ζώντα Θεό, μέχρι να γίνουμε μιά μέρα μέτοχοι τῆς θείας φύσης.

Καὶ σήμερα, ἄν ἀναρωτηθοῦμε «ἀλλά πῶς; Πῶς θα συγχωρηθοῦμε, πῶς τὸ κακό θὰ ἀναιρεθεῖ;» - ἕνα βῆμα μᾶς φέρνει βαθύτερα στήν εὐγνωμοσύνη, βαθύτερα στὴν χαρά, βαθύτερα στὴν σιγουριά, ὅταν σκεφτόμαστε, ὅταν ἀτενίζουμε τον Σταυρό.

Ἐδῶ ἔχουμε ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου ὁ Χριστός μιλᾶ γιά τὴν σωτηρία καί τὶς προϋποθέσεις, ὁ Πέτρος τοῦ λέει: «Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ σωθεῖ;» -καὶ ὁ Χριστός τοῦ ἀπαντᾶ: «Τά ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατά ἐστί παρά τῷ Θεῷ». Κι Ἐκεῖνος ἦρθε, ἡ πληρότητα τοῦ Θεοῦ κατοίκησε τὴν ἀνθρώπινη φύση, κι Ἐκεῖνος ἔχει τήν δύναμη να συγχωρεῖ γιατί Ἐκείνος εἶναι θύμα ὅλης τῆς κακίας, ὅλης τῆς σκληρότητας, τῆς καταστροφικότητας στήν ἀνθρώπινη ἱστορία. Γιατί βέβαια κανείς ἄλλος ἐκτός ἀπό τὸ θύμα δεν μπορεῖ να συγχωρεῖ αὐτόν πού ἔφερε την κακία, τὴν ἀθλιότητα, τήν μιζέρια, τήν φθορά και τόν θάνατο στήν ζωή μας. Καὶ ὁ Χριστός δὲν συγχωρεῖ μόνο τούς φονιάδες Του, ὅταν λέει; «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι», ἀλλά πῆγε και πέρα ἀπ’ αὐτό γιατί εἶπε: Ὅ δ’ ἄν ποιήσετε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» «Ὅ τι κάνει κανείς στόν πιὸ μικρό ἀδελφό ἤ ἀδελφή μου, (εἶναι σὰν ) το κάνει σε μένα»)- ὄχι μόνο τὸ καλό ἀλλά και τὸ χειρότερο - γιατί στήν συμπόνια, τήν ἀλληλεγγύη βρίσκεται Ἐκεῖνος, σὲ καθένα πού ὑποφέρει: στόν θάνατο, τὸν πόνο, τήν ἀγωνία τοῦ καθενός πού ὑποφέρει, εἶναι Αὐτός. Καί ἀκόμα, ὅταν προσεύχεται «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς! Δέν ξέρουν τί κάνουν, τὶ πᾶνε να κάνουν», Ἐκεῖνος προσεύχεται γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς, ὄχι μόνο στό δικό Του ὄνομα, ἀλλά καί στό ὄνομα (για λογαριασμό) ὅλων αὐτῶν στοὺς ὁποίους ἔχει ἐπιτεθεῖ τὸ κακό, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας.

Ἀλλά δέν εἶναι μόνο ὁ Χριστός πού συγχωρεῖ· καθένας πού ἔχει πονέσει στὴν ψυχή, τὸ σῶμα, τὸ πνεῦμα – ὁ καθένας καλεῖται νά δώσει χάρη σ’ αὐτόν πού τόν ἔκανε νὰ ὑποφέρει.

Κι ἀκόμα, μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸν Χριστό νά λέει «Συγχώρησε ὅπως συγχωρήθηκες» γιατί καὶ τὸ θύμα καὶ ὁ θύτης (ἔνοχος) δένονται μ’ ἕνα δεσμό ἀλληλεγγύης και ἀμοιβαίας ὑπευθυνότητας. Μόνο το θύμα εἶναι πού μπορεῖ νά πεῖ: «Κύριε συγχώρησέ τον, συγχώρησέ την» καί ὁ Κύριος μπορεῖ νά πεῖ «ναί, θα το κάνω!».

Ἀλλά συνειδητοποιοῦμε ποιά εὐθύνη βάζει στόν καθένα μας, ἀπέναντι στον ἄλλο; Ἀλλά ἐπίσης το βάθος, τὸ θαυμάσιο πλάτος ἐλπίδας πού ἀνοίγεται μπροστά μας ὅταν ἀντικρύζουμε τὸν Σταυρό και βλέπουμε ὅτι μέ τὴν συμπόνια ἀπέναντι σ’ ὅλο το ἀνθρώπινο εἶδος ὁ Χριστός παίρνει ἐπάνω Του ὅλο τὸν πόνο τοῦ κόσμου, δέχεται νά πεθάνει ἕναν ἀπίστευτο θάνατο λέγοντας ἐκ μέρους ὅλων ὅσων ὑποφέρουν «Ναί- σᾶς συγχωρῶ..!»

Αὐτό εἶναι ἄλλο ἕνα βῆμα πρός τήν ἐλευθερία, ἕνα ἀκόμα βῆμα πρός τὴν στιγμή πού θα ἀντικρύσουμε τόν ἀναστημένο Χριστό, τὴν ἀνάσταση, πού θα περιλάβει κι ὅλους ἐμᾶς, γιατί ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί χάρισε σ’ ὅλους ἐμᾶς τήν πληρότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Καί μποροῦμε νὰ ποῦμε ξανά καί ξανά, ὅτι ἡ Σαρακοστή εἶναι μιά πηγή νέας ζωῆς, ἑνός νέου χρόνου, χρόνου ἀνανέωσης, ὄχι μόνο μὲ τήν μετάνοια, ἀλλά νὰ πιαστοῦμε ἀπό τὸν ἴδιο τόν Χριστό, πού σάν βοσκός ἅρπαξε τὸ χαμένο πρόβατο, καθώς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός σήκωσε τον Σταυρό Του, τὀν ἔβαλε στήν θέση τοῦ θανάτου, και ἀναίρεσε τόν θάνατο, ἀναίρεσε τὸ κακό (τήν ἁμαρτία) μὲ τὴν συγχώρεση και δίνοντας τήν ζωή Του. Γι’ ἄλλη μιά φορά ἐρχόμαστε ἄλλο ἕνα βῆμα πρός τήν ἐλευθερία και τήν ἀνανέωση. Ἄς μποῦμε βαθύτερα στό μυστήριο, στὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας και εὐφραινόμενοι παρά Θεῷ, καί χαιρόμενοι βῆμα με βῆμα, ὅλο και πιό πολύ, ἄς ἐκφράζουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας γι’ αὐτήν τὴν ἀνακαίνιση τῆς ζωῆς μας. Ἀμήν.

Tὸ Ζωοποιὸν Ξύλον



 

 
«Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ τρίτῃ τῶν Νηστειῶν, τὴν προσκύνησιν ἐορτάζομεν τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταύρου» (1)

Βρισκόμαστε στὸ «στάδιο τῶν ἀρετῶν»,(2) τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σαρακοστή. Οἱ «βουλόμενοι ἀθλῆσαι» ὡς Ὀρθόδοξοι, ἀγωνίζονται «τὸν καλόν της νηστείας ἀγώνα», ὥστε ν' ἀξιωθοῦν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ «κατιδεῖν τὸ πάνσεπτον Πάθος Χρίστου τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ Ἅγιον Πάσχα πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι ».(3)

Ἀγωνίζονται ἀπέχοντες ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ διάφορα φαγητὰ (κρέας, ψάρι, γάλα, αὐγὰ κ.λπ.), ἄλλα προπάντων ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν προτροπὴ ἑνὸς τροπαρίου: «...ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκα καθάρωμεν νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος...»,(4) διότι, ἀληθὴς νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καὶ ἐπιορκίας»,(5) ὅπως ὑπογραμμίζει ἡ ὑμνολογία τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας.

Ὁ ἀγώνας εἶναι σκληρός, τραχὺς καὶ δύσκολος. Τὰ βραβεῖα, ὅμως, ποὺ προορίζονται γιὰ ὅσους θ' ἀγωνισθοῦν καλῶς μέχρι τὸ τέλος, εἶναι μεγάλα καὶ σπουδαῖα:

- Ἄνετο ἀνέβασμα στοὺς οὐρανούς, ὅπου οἱ χορεῖες τῶν Ἀγγέλων μὲ ἀσίγητες φωνὲς τὴν ἀδιαίρετη ὑμνοῦν Τριάδα, «καθορῶσαι τὸ ἀμήχανον κάλλος καὶ δεσποτικόν».(6)

- Ἀπόλαυση «ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης»(7). Σωτηρία, Παράδεισος, Βασιλεία Θεοῦ δηλαδή! Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἀντίδικος τῶν Χριστιανῶν, ὁ «ὄφις ὁ ἀρχαῖος» (Ἀποκ. 12: 9), μὲ ζηλοφθονία καὶ λύσσα ἐπιχειρεῖ νὰ κάμψει, ν' ἀποθαρρύνει καὶ ν' ἀπογοητεύσει τοὺς ἀγωνιστές, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγώνα καὶ νὰ τοὺς κερδίσει αὐτὸς μέσω τῆς ἀμέλειας, τῆς ἀκράτειας, τῆς καλοπέρασης καὶ τῶν ἡδονικῶν ἀπολαύσεων!

Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ ἀγωνιστὲς Χριστιανοί! Γι' αὐτὸ τὸν σκοπό, μετὰ τὴ συμπλήρωση τριῶν ἑβδομάδων νηστείας, κατὰ τὴν τρίτη δηλαδὴ Κυριακή της Σαρακοστῆς, ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία προβάλλει σὲ προσκύνηση τὸν Τίμιο καὶ Ζωοποιὸ Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἀπευθύνει σὲ ὅλους: «Τὸν Σταυρὸν ἡ γῆ σύμπασα προσκυνησάτω, δι' οὗπερ ἔγνωκε Σὲ προσκυνεῖν, Λόγε».

Ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἔχει ἰδιαίτερη φυσιογνωμία. Τὸν προσφωνοῦμε καὶ τὸν ἐπικαλούμαστε ὡς πρόσωπο. «Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ, σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει Σου», τὸν παρακαλοῦμε, ἐνῶ ἐπίσης τοῦ ἀπευθύνουμε καὶ χαιρετισμούς: «Χαίροις ὁ τοῦ Κυρίου Σταυρός», «Χαῖρε, Ξὺλον μακάριον» κ.λπ. Τὸν θεωροῦμε σύμβολο χαρᾶς. Ὄχι λύπης! Δι' αὐτοῦ «τῶν δακρύων ἐξηφανίσθη κατήφεια, καὶ τοῦ θανάτου τῶν παγίδων ἐρρύσθημεν, καὶ πρὸς ἄληκτον εὐφροσύνην μετήλθομεν».(8) Εἶναι «τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὡραῖος Παράδεισος»,(9) τὸ «ξύλον τῆς ἀφθαρσίας, τὸ ἑξανθῆσαν ἡμῖν αἰωνίου δόξης τὴν ἀπόλαυσιν».(10) Εἶναι ἡ θύρα τὸ Παραδείσου, ὁ στηριγμὸς τῶν πιστῶν, τῆς Ἐκκλησίας τὸ περιτείχισμα! Μὲ τὴ δύναμή του ἐκδιώκονται οἱ φάλαγγες τῶν πονηρῶν δαιμόνων. Διὰ τοῦ Σταυροῦ ἐξαφανίσθηκε ἡ κατάρα καὶ καταργήθηκε καὶ καταπόθηκε ἡ δύναμη τοῦ θανάτου καὶ ὑψωθήκαμε ἀπ' τὴ γῆ στὰ οὐράνια, ὅπως διακηρύσσουν οἱ γλυκύτατοι ὕμνοι τῆς ἡμέρας. Τὸν θεωροῦμε σύμβολο ἀναστάσεως καὶ ἀφθαρσίας. Ὄχι θανάτου! Γι' αὐτὸ τὸν τοποθετοῦμε στοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων μας, σὲ ἔνδειξη καὶ βεβαίωση τῆς ἀναμενόμενης ἀναστάσεώς τους!

Καθὼς προσκυνοῦν τὸ «Ζωοποιὸν Ξύλον» οἱ πιστοί, ἀναλογίζονται τὰ σωτήρια Πάθη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὑπέστη πάνω στὸν Σταυρό. Τοὺς φρικτοὺς πόνους, τοὺς ὀνειδισμούς, τὴ δίψα, τὸν καύσωνα, τὶς ὕβρεις, τὶς βλασφημίες, τὸν ποτισμὸ μὲ ξύδι καὶ χολή, καί, τέλος, τὸν θάνατο, τὸν ὁποῖο θεληματικὰ ὑπέμεινε πρὸς χάριν μας! Ἔτσι παρηγοροῦνται γιὰ τὴ μικροταλαιπωρία ποὺ γίνεται στὸ σῶμα ἀπὸ τὴ νηστεία, παίρνουν δύναμη γιὰ νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα τους καὶ φιλοτιμοῦνται νὰ ἐντείνουν τὴν προσπάθειά τους γιὰ νὰ νικήσουν τὸν «βύθιο δράκοντα»,(11) τὸν ἐχθρό τῆς σωτηρίας μας. Ἀκόμη, μαθαίνουν πὼς γιὰ νὰ δικαιοῦνται νὰ πάρουν μέρος στὴ χαρὰ τῆς Ζωῆς, πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ πάρουν μέρος καὶ στὴ θλίψη τοῦ Σταυροῦ, μὲ θεληματικὴ κακοπάθεια καὶ ὑπομονή!

Ἡ ἑορτὴ τῆς προσκυνήσεως τοῦ «Μακαρίου Ξύλου» -κατὰ τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας- εἶναι γιὰ τοὺς πιστούς, ὅ,τι ἕνα σκιερὸ δένδρο στὴ μέση του δρόμου γι' αὐτοὺς ποὺ διανύουν μακρὺ καὶ τραχὺ δρόμο σὲ καιρὸ καύσωνος! Μὲ τὴν προβολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴ μέση της πικρῆς γιὰ τὸ σῶμα περιόδου τῆς νηστείας, παίρνουμε γλυκασμό, ὅπως τὸ πικρὸ νερὸ τῆς πηγῆς Μερρᾶ, μέσα στὸ ὁποῖο ὁ Μωυσῆς ἔβαλε τὸ ξύλο (προεικόνισμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ!) καὶ τὸ μετέτρεψε σὲ γλυκύ, καὶ παρηγορούμαστε ὥσπου νὰ φτάσουμε στὴ νοητὴ Ἱερουσαλὴμ διὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ἀνάμεσα στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση ὑπάρχει στενός, ἄρρηκτος δεσμός. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, τὸ Μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τὸ κατανοοῦμε μέσα στὸ φῶς τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἀναστάσεως• καὶ τὸ Μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως μέσα στὴν ὀδυνηρὴ ἐμπειρία τῆς καμίνου τοῦ Σταυροῦ! Τὸ Πάσχα μας εἶναι «Σταυροαναστάσιμο»! Αὐτὸ τὸ φανερώνει καὶ ὁ ὕμνος ποὺ ψάλλεται σήμερα, ἕναν ὁλόκληρο μήνα πρὶν ἀπὸ τὸ Πάσχα, στὴ θέση τοῦ Τρισάγιου Ὕμνου: «Τὸν Σταυρόν Σου προσκυνοῦμεν. Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».

Καθὼς σκύβουν, λοιπόν, καὶ προσκυνοῦν τὸν Τίμιο Σταυρὸ σήμερα, στὴ μέση σχεδὸν τῆς Σαρακοστῆς, ὅσοι μὲ σύντονη ἄσκηση καὶ ἐπιμελῆ ἐργασία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ διαρκὴ ὑπαρξιακὴ μετάνοια σταυρώνονται μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, λαμβάνουν καὶ σίγουρη τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως, τοῦ φωτὸς τῆς ὁποίας εἴθε κανένας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς νὰ μὴ στερηθεῖ!


 
------------------------------------------------------------------------------


1. Συναξαριακὸ ὑπόμνημα Τριωδίου τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.

2. Δεύτερο Ἰδιόμελον τῶν Αἴνων τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς.

3. Τρίτο Κεκραγάριον τοῦ Κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς της Τυρινῆς.

4. ὅπ. παρ. Μετ.: «...νὰ ἐξαγνίσουμε τὴν ψυχή μας. νὰ καθαρίσουμε τὴ σάρκα μας νὰ νηστέψουμε, ὅπως ἀπὸ τὰ φαγητά, ἔτσι κι ἀπὸ κάθε πάθος, εὐχαριστούμενοι μὲ τὶς πνευματικὲς ἀρετές.

5. Ἰδιόμελο τῶν Ἀποστίχων τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας.

6. Μετ.: Ἀντικρύζοντας τὴν πανώρια ὀμορφιὰ τοῦ Κυρίου

7. Καταβασία τῆς Θ΄ Ὠδῆς τοῦ Ὄρθρου τῆς Μέγ.Πέμπτης. Μετ.: Ἀπόλαυση τῆς φιλοξενίας καὶ τοῦ αἰωνίου δείπνου τοῦ Κυρίου.

8. Α' Κεκραγάριον Ἑσπερινοῦ Σταυροπροσκυνήσεως. Μετ.: «[Δία τοῦ Σταυροῦ] ἐξαφανίσθηκε ἡ κατσουφιὰ τῶν δακρύων κι ἐμεῖς γλυτώσαμε ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ θανάτου καὶ μεταβήκαμε στὴν ἀτέλειωτη εὐτυχία [τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ]».

9. Παράδεισος (περσικὴ λέξη) = κῆπος.

10. Β' Κεκραγάριον Ἑσπερινοῦ Σταυροπροσκυνήσεως. Μετ.: «τὸ δένδρο τῆς ἀφθαρσίας, ποὺ ἄνθησε γιὰ μᾶς τῆς αἰώνιας ζωῆς τὴν ἀπόλαυση». Ξύλο = δένδρο.

11. Βύθιος δράκων = τὸ φίδι ποὺ ξεπροβάλλει ἀπὸ πολὺ βαθειά. δηλ. ὁ διάβολος.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...