Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 30, 2016

Εις το Άγιον Πάσχα - Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου


Ἀναστάσεως ἡμέρα, καὶ ἡ ἀρχὴ δεξιὰ, καὶ λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει, καὶ ἀλλήλους περιπτυξώμεθα·
εἴπωμεν, ἀδελφοὶ, καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς,
μὴ ὅτι τοῖς δι' ἀγάπην τι πεποιηκόσιν, ἢ πεπονθόσι·
συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει·
δῶμεν συγγνώμην ἀλλήλοις,
ἐγώ τε ὁ τυραννηθεὶς τὴν καλὴν τυραννίδα,
τοῦτο γὰρ νῦν προστίθημι,
καὶ ὑμεῖς οἱ καλῶς τυραννήσαντες,
εἴ τί μοι μέμφοισθε τῆς βραδυτῆτος,
ὡς τάχα γε κρείττων αὕτη καὶ τιμιωτέρα Θεῷ τῆς ἑτέρων ταχυτῆτος·
ἀγαθὸν γὰρ καὶ ὑποχωρῆσαι Θεῷ τι μικρὸν,
ὡς Μωϋσῆς ἐκεῖνος τὸ παλαιὸν, καὶ Ἱερεμίας ὕστερον,
καὶ προσδραμεῖν ἑτοίμως καλοῦντι, ὡς Ἀαρών τε καὶ Ἡσαΐας, μόνον εὐσεβῶς ἀμφότερα, τὸ μὲν διὰ τὴν οἰκείαν ἀσθένειαν, τὸ δὲ διὰ τὴν τοῦ καλοῦντος δύναμιν.
Μυστήριον ἔχρισέ με, μυστηρίῳ μικρὸν ὑπεχώρησα,
ὅσον ἐμαυτὸν ἐπισκέψασθαι·
μυστηρίῳ καὶ συνεισέρχομαι,
καλὴν ἐπαγόμενος τῆς ἐμῆς δειλίας καὶ ἀσθενείας ἐπίκουρον τὴν ἡμέραν,
ἵν' ὁ σήμερον ἐκ νεκρῶν ἀναστὰς κἀμὲ καινοποιήσῃ τῷ πνεύματι, καὶ τὸν καινὸν ἐνδύσας ἄνθρωπον,
δῷ τῇ καινῇ κτίσει, τοῖς κατὰ Θεὸν γεννωμένοις,
πλάστην ἀγαθὸν καὶ διδάσκαλον Χριστῷ καὶ συννεκρούμενον προθύμως καὶ συνανιστάμενον.
Χθὲς ὁ ἀμνὸς ἐσφάζετο, καὶ ἐχρίοντο αἱ φλιαὶ,
καὶ ἐθρήνησεν Αἴγυπτος τὰ πρωτότοκα,
καὶ ἡμᾶς παρῆλθεν ὁ ὀλοθρεύων,
καὶ ἡ σφραγὶς φοβερὰ καὶ αἰδέσιμος,
καὶ τῷ τιμίῳ αἵματι ἐτειχίσθημεν·
σήμερον καθαρῶς ἐφύγομεν Αἴγυπτον,
καὶ Φαραὼ τὸν πικρὸν δεσπότην,
καὶ τοὺς βαρεῖς ἐπιστάτας,
καὶ τοῦ πηλοῦ καὶ τῆς πλινθείας ἠλευθερώθημεν·
καὶ οὐδεὶς ὁ κωλύσων ἡμᾶς ἑορτάζειν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν ἑορτὴν τὴν ἐξόδιον, καὶ ἑορτάζειν,
οὐκ ἐν ζύμῃ παλαιᾷ κακίας καὶ πονηρίας,
ἀλλ' ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας,
μηδὲν ἐπιφερομένους Αἰγυπτιακοῦ καὶ ἀθέου φυράματος.
Χθὲς συνεσταυρούμην Χριστῷ, σήμερον συνδοξάζομαι·
χθὲς συνενεκρούμην, συζωοποιοῦμαι σήμερον·
χθὲς συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι.
Ἀλλὰ καρποφορήσωμεν τῷ ὑπὲρ ἡμῶν παθόντι καὶ ἀναστάντι.
Χρυσόν με ἴσως οἴεσθε λέγειν, ἢ ἄργυρον, ἢ ὑφάσματα, ἢ λίθους τῶν διαφανῶν καὶ τιμίων, γῆς ῥέουσαν ὕλην,
καὶ κάτω μένουσαν, ἧς ἀεὶ τὸ πλεῖον ἔχουσιν οἱ κακοὶ καὶ δοῦλοι τῶν κάτω καὶ τοῦ κοσμοκράτορος.
Καρποφορήσωμεν ἡμᾶς αὐτοὺς,
τὸ τιμιώτατον Θεῷ κτῆμα καὶ οἰκειότατον·
ἀποδῶμεν τῇ εἰκόνι τὸ κατ' εἰκόνα,
γνωρίσωμεν ἡμῶν τὸ ἀξίωμα,
τιμήσωμεν τὸ ἀρχέτυπον,
γνῶμεν τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν,
καὶ ὑπὲρ τίνος Χριστὸς ἀπέθανε.
Γενώμεθα ὡς Χριστὸς, ἐπεὶ καὶ Χριστὸς ὡς ἡμεῖς·
γενώμεθα θεοὶ δι' αὐτὸν,
ἐπειδὴ κἀκεῖνος δι' ἡμᾶς ἄνθρωπος.
Προσέλαβε τὸ χεῖρον, ἵνα δῷ τὸ βέλτιον·
ἐπτώχευσεν, ἵν' ἡμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσωμεν·
δούλου μορφὴν ἔλαβεν,
ἵνα τὴν ἐλευθερίαν ἡμεῖς ἀπολάβωμεν·
κατῆλθεν, ἵν' ὑψωθῶμεν·
ἐπειράσθη, ἵνα νικήσωμεν·
ἠτιμάσθη, ἵνα δοξάσῃ·
ἀπέθανεν, ἵνα σώσῃ·
ἀνῆλθεν, ἵν' ἑλκύσῃ πρὸς ἑαυτὸν κάτω κειμένους ἐν τῷ τῆς ἁμαρτίας πτώματι.
Πάντα διδότω τις, πάντα καρποφορείτω τῷ δόντι ἑαυτὸν λυτρὸν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀντάλλαγμα·
δώσει δὲ οὐδὲν τοιοῦτον οἷον ἑαυτὸν τοῦ μυστηρίου συνιέντα, καὶ δι' ἐκεῖνον πάντα ὅσα ἐκεῖνος δι' ἡμᾶς γενόμενον.
Καρποφορεῖ μὲν ὑμῖν, ὡς ὁρᾶτε, ποιμένα·
τοῦτο γὰρ ἐλπίζει καὶ εὔχεται, καὶ παρ' ὑμῶν αἰτεῖ τῶν ὑπὸ χεῖρα ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς, ὁ τιθεὶς τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων·
καὶ διπλοῦν ἀνθ' ἁπλοῦ δίδωσιν ὑμῖν ἑαυτόν·
καὶ ποιεῖται τὴν βακτηρίαν τοῦ γήρως βακτηρίαν τοῦ πνεύματος·
καὶ προστίθησι τῷ ἀψύχῳ ναῷ τὸν ἔμψυχον, τῷ περικαλλεῖ, τῷ δὲ καὶ οὐρανίῳ, τὸν ὁποιονοῦν καὶ ἡλίκον,
ἀλλ' οὖν τὸν ἑαυτῷ τιμιώτατον,
καὶ αὐτὸν ἱδρῶσι πολλοῖς συντελεσθέντα,
καὶ πόνοις, εἴη δὲ εἰπεῖν, ὅτι καὶ τῶν πόνων ἄξιον·
καὶ πάντα προστίθησιν ὑμῖν τὰ ἑαυτοῦ.
Ὢ τῆς μεγαλοψυχίας, ἢ, τό γε ἀληθέστερον εἰπεῖν,
τῆς φιλοτεκνίας·
τὴν πολιὰν, τὴν νεότητα, τὸν ναὸν, τὸν ἀρχιερέα, τὸν κληροδότην, τὸν κληρονόμον, τοὺς λόγους, οὓς ἐποθεῖτε·
καὶ τούτων οὐ τοὺς εἰκῆ, καὶ εἰς ἀέρα ῥέοντας,
καὶ μέχρι τῆς ἀκοῆς ἱσταμένους,
ἀλλ' οὓς γράφει τὸ πνεῦμα,
καὶ πλαξὶν ἐντυποῖ λιθίναις,
εἴτουν σαρκίναις, οὐκ ἐξ ἐπιπολῆς χαρασσομένους,
οὐδὲ ῥᾳδίως ἀπαλειφομένους,
ἀλλ' εἰς βάθος ἐνσημαινομένους, οὐ μέλανι, ἀλλὰ χάριτι.
Ταῦτα μὲν οὖν ὑμῖν ὁ σεμνὸς Ἀβραὰμ οὗτος, ὁ πατριάρχης,
ἡ τιμία κεφαλὴ καὶ αἰδέσιμος,
τὸ πάντων τῶν καλῶν καταγώγιον,
ὁ τῆς ἀρετῆς κανὼν, ἡ τῆς ἱερωσύνης τελείωσις,
ὁ τὴν ἑκούσιον θυσίαν προσάγων τῷ Κυρίῳ σήμερον,
τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τῆς ἐπαγγελίας.
Ὑμεῖς δὲ καρποφορεῖτε καὶ Θεῷ καὶ ἡμῖν τὸ καλῶς ποιμαίνεσθαι, εἰς τόπον χλόης κατασκηνούμενοι,
καὶ ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ἐκτρεφόμενοι,
γινώσκοντες καλῶς τὸν ποιμένα, καὶ γινωσκόμενοι,
καὶ ἑπόμενοι καλοῦντι ποιμενικῶς
καὶ ἐλευθερίως διὰ τῆς θύρας·
ἀλλοτρίῳ δὲ μὴ ἀκολουθοῦντες ὑπερβαίνοντι διὰ τῆς αὐλῆς, λῃστρικῶς τε καὶ ἐπιβούλως, μηδὲ ξένης φωνῆς ἀκούοντες, ὑποκλεπτούσης καὶ διασπειρούσης ἀπὸ τῆς ἀληθείας εἰς ὄρη, καὶ ἐρημίας, καὶ βάραθρα, καὶ τόπους, οὓς οὐκ ἐπισκοπεῖ Κύριος, καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ὑγιοῦς πίστεως ἀπαγούσης,
τῆς εἰς Πατέρα, καὶ Υἱὸν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα,
τὴν μίαν θεότητά τε καὶ δύναμιν, ἧς ἤκουσεν ἀεὶ φωνῆς,
καὶ ἀκούοι τὰ ἐμὰ πρόβατα, λόγοις δὲ κιβδήλοις καὶ κατεφθαρμένοις συλαγωγούσης καὶ διασπώσης ἀπὸ τοῦ ἀληθινοῦ καὶ πρώτου ποιμένος·
ὧν εἴη πάντας ἡμᾶς, καὶ ποιμένας καὶ ποίμνιον,
ὡς νοσερᾶς πόας καὶ θανασίμου πόῤῥω,
καὶ νεμομένους καὶ νέμοντας, ἓν εἶναι πάντας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ νῦν τε καὶ εἰς τὴν ἐκεῖθεν ἀνάπαυσιν·
ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

Χριστός Ανέστη!

Χριστός Ανέστη!

Ατράνταχτα τεκμήρια

“Ηγέρθη ο Κύριος όντως”! Ανέστη! Και το θριαμβευτικό αυτό μήνυμα αντηχεί μέσα στους αιώνες και πλημμυρίζει τους πιστούς με αγαλλίαση. Μ’ αυτό το μήνυμα ξεκινά ο άγιος ευαγγελιστής Λουκάς τις “Πράξεις των Αποστόλων”. Και λέει ότι το πρώτο του βιβλίο, το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, το έγραψε για να εξιστορήσει όλα τα εκπληκτικά θαύματα που έκανε ο Ιησούς και τις θαυμαστές διδασκαλίες, που κήρυξε μέχρι την ημέρα που αναλήφθηκε στους ουρανούς. Πριν όμως από την Ανάληψή του ο Κύριος μετά τη Σταύρωσή του και το θάνατό του εμφανίστηκε αναστημένος στους Αποστόλους του. Και τους έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες και εντολές. “Παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις”. Με πολλά και αδιαμφισβήτητα τεκμήρια τους βεβαίωσε ότι ήταν πραγματικά ζωντανός. Γι’ αυτό και πολλές φορές μάλιστα έτρωγε μαζί τους. Και επί σαράντα ημέρες εμφανιζόταν σ’ αυτούς και τους εξηγούσε τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Και τους παρήγγειλε να μην απομακρυνθούν από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την πραγματοποίηση της υποσχέσεως που τους έδωσε: ότι ο Θεός Πατήρ θα τους έστελνε το Άγιο Πνεύμα, που θα τους ενίσχυε στο έργο τους και στη ζωή τους.
Γιατί όμως ο ιερός Ευαγγελιστής τονίζει τόσο πολύ τα τεκμήρια της Αναστάσεως του Κυρίου; Διότι οι μαθητές, που άρχισαν να δυσπιστούν, έπρεπε να πεισθούν στην Ανάσταση με αποδείξεις μεγάλες και πολλές, για να μην τους μείνει καμία αμφιβολία. Αργότερα έπρεπε να διαβεβαιώνουν οι ίδιοι το μέγιστο θαύμα της Αναστάσεως μέσα από την προσωπική τους εμπειρία. Να διαβεβαιώνουν ότι δεν απατήθηκαν, ότι δεν πιστεύουν σ’ ένα μύθο. Γι’ αυτό και ο Κύριος ενώ θα μπορούσε αμέσως μετά την Ανάστασή του να αναληφθεί στους ουρανούς, παρέμεινε σαράντα ολόκληρες μέρες κοντά τους, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία τους. Για να τους δώσει τεκμήρια ότι πραγματικά αναστήθηκε· τεκμήρια που θα τους έπειθαν με τις αισθήσεις τους. Τους έδειξε τις ουλές από τα καρφιά στα χέρια του, στα πόδια του και στην αγία πλευρά του. Γι’ αυτό και έφαγε μαζί τους. Κι έτσι οι μαθητές βεβαιωμένοι απόλυτα στην Ανάσταση του Χριστού έτρεξαν στα πέρατα του κόσμου κι έγιναν μάρτυρες της Αναστάσεως. Κήρυξαν με απόλυτη πεποίθηση το συγκλονιστικότερο μήνυμα, ότι ο Χριστός νίκησε το θάνατο. Άνοιξε πλέον το δρόμο για την αιωνιότητα. Με τη δική του Ανάσταση έγινε ο πρόδρομος της δικής μας Αναστάσεως. Και μας καλεί σε νέα αναστημένη ζωή.

Βασιλεία του Ισραήλ

Στη συνέχεια ο ιερός ευαγγελιστής μας περιγράφει κάτι παράδοξο. Ενώ, λέει, ο Κύριος έδινε αδιάσειστα τεκμήρια στους μαθητές του για το συνταρακτικό γεγονός της Αναστάσεως, αυτοί περίμεναν μία άλλη Ανάσταση, επίγεια και πολύ κατώτερη. Περίμεναν την ανάσταση του έθνους τους. Γι’ αυτό και κάποια στιγμή όλοι μαζί πλησίασαν τον αναστημένο Κύριο και Τον ρωτούσαν: Κύριε, πες μας, έφθασε άραγε η ημέρα να αποκαταστήσεις τη βασιλεία του Ισραήλ; Ο Κύριος όμως τους απάντησε: Δεν είναι δικό σας δικαίωμα να μάθε αυτό που κρατά ο Πατήρ στην αποκλειστική του εξουσία. Εσείς θα πλημμυρίσετε με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Και θα γίνετε μάρτυρες της ζωής μου και της διδασκαλίας μου “έως εσχάτου της γης”.
Μας προκαλεί ασφαλώς εντύπωση η εσφαλμένη αυτή ιδέα που είχαν οι μαθητές ακόμη και μετά την Ανάσταση για τη βασιλεία του Ισραήλ. Νόμιζαν ότι ο Κύριος σε λίγο θα εγκαθίδρυε μία εγκόσμια βασιλεία. Μια βασιλεία που θα απελευθέρωνε το έθνος τους απ’ τη ρωμαϊκή κυριαρχία και θα το αποκαθιστούσε στην παλιά του δόξα. Τρία χρόνια ζούσαν μαζί με τον Κύριο και δεν είχαν καταλάβει ακόμη ότι η Βασιλεία του δεν ήταν “εκ του κόσμου τούτου”. Αλλά και τώρα; Βλέπουν τον Κύριο αναστημένο! Αυτόν που νίκησε το θάνατο. Αυτόν που τους καλεί σε μία Βασιλεία ασυγκρίτως ανώτερη. Κι αυτοί περιμένουν ακόμα βασιλεία εγκόσμια. Γι’ αυτό ο Κύριος τους διορθώνει και τους προσανατολίζει από τα επίγεια στα ουράνια. Και τους καλεί να δώσουν τη μαρτυρία τους όχι για μια βασιλεία ιουδαϊκή, αλλά για μια Βασιλεία παγκόσμια, πνευματική και αιώνια. Βέβαια οι μαθητές πριν από την Πεντηκοστή δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τις ασύλληπτες διαστάσεις της Βασιλείας του Θεού. Μετά όμως οπλισμένοι με τον φωτισμό και την ακατανίκητη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, όργωσαν τα πέρατα του κόσμου για να κηρύξουν το θριαμβευτικό μήνυμα της Βασιλείας αυτής· να κηρύξουν ότι ο Κύριος είναι ο αναστημένος βασιλιάς όχι μόνο του Ισραήλ αλλά όλης της κτίσεως. Και γι’ αυτό τους το κήρυγμα έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους οι άγιοι Απόστολοι και εκατομμύρια μαρτύρων, κηρύττοντας την Ανάσταση του Χριστού και προσμένοντας την Ανάσταση όλων των νεκρών. Και η μαρτυρία τους θριαμβευτικά αντηχεί ακόμη σ’ όλη την κτίση. Ανέστη ο Κύριος. Διότι “εξήλθε νικών και ίνα νικήση”.

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος - Λόγος εἰς τὸ Ἅγιον Πάσχα

αʹ. Εὔκαιρον σήμερον ἅπαντας ἡμᾶς ἀναβοῆσαι τὸ παρὰ τοῦ μακαρίου Δαυῒδ εἰρημένον· Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ; Ἰδοὺ γὰρ ἡμῖν παραγέγονεν ἡ ποθεινὴ καὶ σωτήριος ἑορτὴ, ἡ ἀναστάσιμος ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ τῆς εἰρήνης ὑπόθεσις, ἡ τῆς καταλλαγῆς ἀφορμὴ, ἡ τῶν πολέμων ἀναίρεσις, ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις, ἡ τοῦ διαβόλου ἧττα. Σήμερον ἄνθρωποι τοῖς ἀγγέλοις ἀνεμίγησαν, καὶ οἱ σῶμα περικείμενοι μετὰ τῶν ἀσωμάτων δυνάμεων λοιπὸν τὰς ὑμνῳδίας ἀναφέρουσι. Σήμερον καταλύεται τοῦ διαβόλου ἡ τυραννίς· σήμερον τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου ἐλύθη, τοῦ ᾅδου τὸ νῖκος ἠφάνισται· σήμερον εὔκαιρον πάλιν εἰπεῖν τὴν προφητικὴν ἐκείνην φωνήν· Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; Σήμερον τὰς χαλκᾶς πύλας συνέθλασεν ὁ Δεσπότης ἡμῶν Χριστὸς, καὶ αὐτὸ τοῦ θανάτου τὸ πρόσωπον ἠφάνισε.Τί δὲ λέγω τὸ πρόσωπον; Αὐτοῦ τὴν προσηγορίαν μετέβαλεν· οὐκ ἔτι γὰρ θάνατος λέγεται, ἀλλὰ κοίμησις καὶ ὕπνος· πρὸ μὲν γὰρ τῆς Χριστοῦ παρουσίας, καὶ τῆς τοῦ σταυροῦ οἰκονομίας, καὶ αὐτὸ τοῦ θανάτου τὸ ὄνομα φοβερὸν ἐτύγχανε. Καὶ γὰρ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος γενόμενος ἀντὶ μεγάλου ἐπιτιμίου τοῦτο κατεδικάζετο ἀκούων· Ἧι δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φαγῇ, θανάτῳ ἀποθανῇ. Καὶ ὁ μακάριος δὲ Ἰὼβ τούτῳ τῷ ὀνόματι αὐτὸν προσηγόρευσε, λέγων· Θάνατος ἀνδρὶ ἀνάπαυσις. Καὶ ὁ προφήτης Δαυῒδ ἔλεγε· Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός. Οὐ μόνον δὲ θάνατος ἐκαλεῖτο ἡ διάλυσις τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ᾅδης. Ἄκουε γὰρ τοῦ μὲν πατριάρχου Ἰακὼβ λέγοντος· Κατάξετε τὸ γῆράς μου μετὰ λύπης εἰς ᾅδου· τοῦ δὲ προφήτου πάλιν· Ἔχανεν ὁ ᾅδης τὸ στόμα αὐτοῦ· καὶ πάλιν ἑτέρου προφήτου λέγοντος· Ῥύσεταί με ἐξ ᾅδου κατωτάτου· καὶ πολλαχοῦ εὑρήσεις ἐπὶ τῆς Παλαιᾶς θάνατον καὶ ᾅδην καλουμένην τὴν ἐντεῦθεν μετάστασιν. Ἐπειδὴ δὲ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν θυσία προσηνέχθη, καὶ τὰ τῆς ἀναστάσεως προεχώρησε, περιῆρε δὲ τὰς προσηγορίας αὐτὰς ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, καὶ καινὴν καὶ ξένην πολιτείαν εἰς τὸν βίον εἰσήγαγε τὸν ἡμέτερον· ἀντὶ γὰρ θανάτου λοιπὸν κοίμησις καὶ ὕπνος λέγεται ἡ ἐντεῦθεν μετάστασις.
Καὶ πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἄκουε αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ λέγοντος· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται, ἀλλὰ πορεύομαι ἐξυπνίσαι αὐτόν. Ὥσπερ γὰρ ἡμῖν εὔκολον τὸν καθεύδοντα διυπνίσαι καὶ διεγεῖραι, οὕτω καὶ τῷ κοινῷ πάντων ἡμῶν Δεσπότῃ τὸ ἀναστῆσαι. Καὶ ἐπειδὴ καινὸν ἦν καὶ ξένον τὸ παρ᾿ αὐτοῦ εἰρημένον, οὐδὲ οἱ μαθηταὶ συνῆκαν τὸ λεχθὲν, μέχρις ὅτου συγκαταβαίνων αὐτῶν τῇ ἀσθενείᾳ, φανερώτερον αὐτὸ εἴρηκε. Καὶ ὁ τῆς οἰκουμένης δὲ διδάσκαλος ὁ μακάριος Παῦλος, γράφων Θεσσαλονικεῦσί φησιν· Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ· Ἄρα οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ, ἀπώλοντο. Καὶ πάλιν· Ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας. Καὶ ἑτέρωθι πάλιν· Εἰ γὰρ πιστεύομεν, ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε, καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας ἄξει σὺν αὐτῷ.
βʹ. Εἶδες πανταχοῦ λοιπὸν κοίμησιν καὶ ὕπνον τὸν θάνατον καλούμενον; καὶ τὸν πρὸ τούτου φοβερὸν ἔχοντα τὸ πρόσωπον, νῦν εὐκαταφρόνητον μετὰ τὴν ἀνάστασιν γινόμενον; Εἶδες λαμπρὸν τῆς ἀναστάσεως τὸ τρόπαιον; Διὰ ταύτην ἡμῖν τὰ μυρία ἀγαθὰ εἰσενήνεκται· διὰ ταύτην ἡ τῶν δαιμόνων ἀπάτη κατελύθη· διὰ ταύτην καταγελῶμεν θανάτου· διὰ ταύτην ὑπερορῶμεν τῆς παρούσης ζωῆς· διὰ ταύτην πρὸς τὴν τῶν μελλόντων ἐπιθυμίαν ἐπειγόμεθα· διὰ ταύτην, σῶμα περικείμενοι, οὑδὲν ἔλαττον τῶν ἀσωμάτων ἔχομεν, ἐὰν βουλώμεθα. Σήμερον ἡμῶν τὰ λαμπρὰ νικητήρια γέγονε· σήμερον ἡμῶν ὁ Δεσπότης τὸ κατὰ τοῦ θανάτου τρόπαιον στήσας, καὶ τοῦ διαβόλου τὴν τυραννίδα καταλύσας, τὴν διὰ τῆς ἀναστάσεως ὁδὸν εἰς σωτηρίαν ἐχαρίσατο. Πάντες τοίνυν χαίρωμεν, σκιρτῶμεν, ἀγαλλώμεθα. Εἰ γὰρ καὶ ὁ Δεσπότης ἡμῶν ἐνίκησε καὶ τὸ τρόπαιον ἔστησεν, ἀλλὰ κοινὴ καὶ ἡμῶν ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά. Διὰ γὰρ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν πάντα εἰργάσατο· καὶ δι᾿ ὧν ἡμᾶς κατεπάλαισεν ὁ διάβολος, διὰ τούτων αὐτοῦ περιεγένετο ὁ Χριστός.
Αὐτὰ τὰ ὅπλα ἔλαβε, καὶ τούτοις αὐτὸν κατηγωνίσατο· καὶ πῶς, ἄκουε. Παρθένος καὶ ξύλον καὶ θάνατος τῆς ἡμετέρας ἥττης γέγονε τὰ σύμβολα. Καὶ γὰρ παρθένος ἦν ἡ Εὔα· οὐδέπω γὰρ ἄνδρα ἐγίνωσκεν, ὅτε τὴν ἀγάπην ὑπέμεινε· ξύλον ἦν τὸ δένδρον· θάνατος τὸ ἐπιτίμιον τὸ κατὰ τοῦ Ἀδάμ. Εἶδες πῶς παρθένος καὶ ξύλον καὶ θάνατος γέγονεν ἡμῖν τῆς ἥττης τὰ σύμβολα; Ὅρα τοίνυν πῶς καὶ τῆς νίκης αὐτὰ πάλιν γέγονε παραίτια. Ἀντὶ τῆς Εὔας ἡ Μαρία· ἀντὶ τοῦ ξύλου τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ, τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ· ἀντὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδὰμ, ὁ Δεσποτικὸς θάνατος. Εἶδες δι᾿ ὧν ἐνίκησε, διὰ τούτων αὐτὸν ἡττώμενον; Περὶ τὸ δένδρον κατηγωνίσατο τὸν Ἀδὰμ ὁ διάβολος· περὶ τὸν σταυρὸν κατεπάλαισε τὸν διάβολον ὁ Χριστός. Κἀκεῖνο μὲν τὸ ξύλον εἰς ᾅδην ἔπεμπε, τοῦτο δὲ τὸ ξύλον, τὸ τοῦ σταυροῦ, καὶ τοὺς ἀπελθόντας ἐκ τοῦ ᾅδου πάλιν ἀνεκαλεῖτο· κἀκεῖνο μὲν καθάπερ αἰχμάλωτον καὶ γυμνὸν ἔκρυπτε τὸν ἡττηθέντα, τοῦτο δὲ τὸν νικητὴν γυμνὸν προσηλωμένον ἐφ᾿ ὑψηλοῦ πᾶσιν ἐδείκνυ. Καὶ θάνατος ὁ μὲν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτὸν κατέκρινεν· ὁ δὲ καὶ τοὺς πρὸ αὐτοῦ ἀνέστησεν ἀληθῶς. Τίς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστὰς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ; Ἀπὸ θανάτου γεγόναμεν ἀθάνατοι, ἀπὸ πτώσεως ἀνέστημεν, ἀπὸ ἡττήματος κατέστημεν νικηταί.
γʹ. Ταῦτα τοῦ σταυροῦ τὰ κατορθώματα, ταῦτα τῆς ἀναστάσεως μεγίστη ἀπόδειξις. Σήμερον ἅγγελοι σκιρτῶσι, καὶ πᾶσαι αἱ οὐράνιαι δυνάμεις ἀγάλλονται, συνηδόμεναι ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τοῦ κοινοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Εἰ γὰρ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι χαρὰ γίνεται ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ τῇ σωτηρίᾳ τῆς οἰκουμένης. Σήμερον τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν, τῆς τοῦ διαβόλου τυραννίδος ἐλευθερώσας, πρὸς τὴν προτέραν εὐγένειαν ἐπανήγαγεν. Ὅταν γὰρ ἴδω τὴν ἀπαρχὴν τὴν ἐμὴν οὕτω τοῦ θανάτου περιγεγενημένην, οὐκ ἔτι δέδοικα, οὐκ ἔτι φρίττω τὸν πόλεμον· οὐδὲ πρὸς τὴν ἀσθένειαν ὁρῶ τὴν ἐμαυτοῦ, ἀλλ᾿ ἐννοῶ τοῦ μέλλοντός μοι συμμαχεῖν τὴν ἄφατον δύναμιν. Ὁ γὰρ τῆς τοῦ θανάτου τυραννίδος περιγενόμενος, καὶ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν ἰσχὺν ἀφελόμενος, τί λοιπὸν οὐκ ἐργάσεται περὶ τὸ ὁμογενὲς, καὶ οὗ τὴν μορφὴν ἀναλαβεῖν διὰ πολλὴν φιλανθρωπίαν κατηξίωσε, καὶ διὰ ταύτης τὴν πρὸς τὸν διάβολον πάλην ποιήσασθαι; Σήμερον χαρὰ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης καὶ εὐφροσύνη πνευματική. Σήμερον καὶ τῶν ἀγγέλων ὁ δῆμος καὶ πασῶν τῶν ἄνω δυνάμεων ὁ χορὸς διὰ τὴν τῶν ἀνθρώπων σωτηρίαν ἀγάλλονται.
Ἐννόησον τοίνυν, ἀγαπητὲ, χαρᾶς μέγεθος, ὅτι καὶ αἱ ἄνω δυνάμεις ἡμῖν συνεορτάζουσι· συγχαίρουσι γὰρ τοῖς ἡμετέροις ἀγαθοῖς. Καὶ γὰρ εἰ καὶ ἡμετέρα ἡ χάρις ἡ παρὰ τοῦ Δεσπότου, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ἡ ἡδονή. Διὰ τοῦτο οὐκ ἐπαισχύνονται ἡμῖν συνεορτάσαι. Καὶ τί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοι ἡμῖν οὐκ ἐπαισχύνονται συνεορτάσαι; Αὐτὸς ὁ Δεσπότης αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν οὐκ ἐπαισχύνεται ἡμῖν συνεορτάσαι. Τί δὲ εἶπον, οὐκ ἐπαισχύνεται; Καὶ ἐπιθυμεῖ συνεορτάσαι ἡμῖν. Πόθεν τοῦτο δῆλον; Ἄκουε αὐτοῦ λέγοντος· Ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ Πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν· εἰ δὲ τὸ Πάσχα ἐπεθύμησε φαγεῖν, καὶ συνεορτάσαι δηλονότι. Ὅταν οὖν ἴδῃς μὴ μόνον ἀγγέλους καὶ πάντων τῶν οὐρανίων δυνάμεων τὸν δῆμον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν Δεσπότην τῶν ἀγγέλων ἡμῖν συνεορτάζοντα, τί σοι λείπεται λοιπὸν εἰς εὐφροσύνης λόγον; Μηδεὶς τοίνυν ἔστω κατηφὴς σήμερον διὰ τὴν πενίαν· ἑορτὴ γάρ ἐστι πνευματική.
Μηδεὶς πλούσιος ἐπαιρέσθω διὰ τὸν πλοῦτον· οὐδὲ γὰρ ἀπὸ τῶν χρημάτων εἰσενεγκεῖν εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην δύναται. Ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ἔξωθεν ἑορτῶν, τῶν βιωτικῶν λέγω, ἔνθα πολλὴ ἡ φαντασία καὶ τῆς ἔξωθεν περιβολῆς, καὶ τῆς ἐν τῇ τραπέζῃ πολυτελείας, εἰκότως ἐκεῖ ὁ μὲν πένης ἐν ἀθυμίᾳ καὶ κατηφείᾳ ἔσται, ὁ δὲ πλούσιος ἐν ἡδονῇ καὶ φαιδρότητι. Τί δήποτε; Ὅτι ὁ μὲν λαμπρὰν ἐσθῆτα περιβάλλεται, καὶ πλουσιωτέραν παρατίθεται τὴν τράπεζαν· ὁ δὲ πένης ὑπὸ τῆς πενίας κωλύεται τὴν αὐτὴν φιλοτιμίαν ἐπιδείξασθαι. Ἐνταῦθα δὲ οὐδὲν τοιοῦτον, ἀλλὰ πᾶσα αὕτη ἡ ἀνωμαλία ἐκποδὼν, μία δὲ τράπεζα καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι, καὶ δούλῳ καὶ ἐλευθέρῳ. Κἂν πλούσιος ᾖς, οὐδὲν πλεονάζεις τοῦ πένητος· κἂν πένης ᾖς, οὐδὲν ἔλαττον ἕξεις τοῦ πλουσίου, οὐδὲ διὰ τὴν πενίαν ἐλαττοῦταί σου τὰ τῆς εὐωχίας τῆς πνευματικῆς· θεία γάρ ἐστιν ἡ χάρις, καὶ οὐκ εἶδε προσώπων διαφοράν. Καὶ τί λέγω, πλουσίῳ καὶ πένητι ἡ αὐτὴ τράπεζα πρόκειται; Καὶ αὐτῷ τῷ τὸ διάδημα περικειμένῳ, καὶ τὴν ἁλουργίδα ἔχοντι, τῷ τὴν ἐξουσίαν τῆς οἰκουμένης ἀνῃρημένῳ, καὶ τῷ πτωχῷ τῷ πρὸς τὴν ἐλεημοσύνην καθημένῳ, μία τράπεζα πρόκειται.
Τοιαῦτα γὰρ τὰ δῶρα τὰ πνευματικά· οὐ τοῖς ἀξιώμασι διαιρεῖ τὴν κοινωνίαν, ἀλλὰ τῇ προαιρέσει καὶ τῇ γνώμῃ. Μετὰ τῆς αὐτῆς παῤῥησίας καὶ τιμῆς καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ πτωχὸς πρὸς τὴν ἀπόλαυσιν καὶ κοινωνίαν τῶν θείων τούτων μυστηρίων ὁρμῶσι. Καὶ τί λέγω, μετὰ τῆς αὐτῆς τιμῆς; Πολλάκις ὁ πένης μετὰ πλείονος τῆς παῤῥησίας. Τί δήποτε; Ὅτι ὁ μὲν βασιλεὺς κυκλούμενος πραγμάτων φροντίσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν περιστάσεων περιστοιχιζόμενος, ὥσπερ ἐν πελάγει τυγχάνων, οὕτω πανταχόθεν ὑπὸ τῶν ἐπαλλήλων κυμάτων περιῤῥαντίζεται, καὶ πολλὰ προστρίβεται τὰ ἁμαρτήματα· ὁ δὲ πένης, πάντων τούτων ἀπηλλαγμένος, καὶ ὑπὲρ τῆς ἀναγκαίας μόνης φροντίζων τροφῆς, καὶ τὸν ἀπράγμονα καὶ ἡσύχιον βίον μετιὼν, ὥσπερ ἐν λιμένι καὶ γαλήνῃ καθήμενος, μετὰ πολλῆς τῆς εὐλαβείας τῇ τραπέζῃ πρόσεισι.
δʹ. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἑτέρων πολλῶν ἀθυμίαι διάφοροι τίκτονται τοῖς περὶ τὰς βιωτικὰς ἑορτὰς ἠσχολημένοις. Πάλιν γὰρ ἐκεῖ μὲν πένης ἐν κατηφείᾳ, ὁ δὲ πλούσιος ἐν φαιδρότητι, οὐ διὰ τὴν τράπεζαν μόνην, καὶ τὴν πολυτέλειαν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ ἱμάτια τὰ φαιδρὰ, καὶ τῆς ἐσθῆτος τὴν φαντασίαν. Ὅπερ γοῦν ἐπὶ τῆς τραπέζης πάσχουσι, τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἱματίων ὑπομένουσιν. Ὅταν οὖν ἴδῃ τὸν πλούσιον ὁ πένης πολυτελεστέραν περιβεβλημένον στολὴν, ἐπλήγη τῇ ὀδύνῃ, ἐταλάνισεν ἑαυτόν, μυρία ἐπηράσατο. Ἐνταῦθα δὲ καὶ αὐτὴ ἡ ἀθυμία ἀνῄρηται· ἓν γὰρ ἅπασίν ἐστιν ἱμάτιον τὸ ἔνδυμα τὸ σωτήριον· καὶ βοᾷ Παῦλος λέγων· Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.
Μὴ τοίνυν καταισχύνωμεν τὴν τοιαύτην ἑορτὴν, παρακαλῶ, ἀλλὰ ἄξιον φρόνημα τῶν δεδωρημένων ἡμῖν παρὰ τῆς τοῦ Χριστοῦ χάριτος ἀναλάβωμεν. Μὴ μέθῃ καὶ ἀδηφαγίᾳ ἑαυτοὺς ἐκδώσωμεν, ἀλλ᾿ ἐννοήσαντες τοῦ ἡμετέρου Δεσπότου τὴν φιλοτιμίαν, καὶ ὅτι καὶ πλουσίους καὶ πένητας ὁμοίως ἐτίμησε καὶ δούλους καὶ ἐλευθέρους, καὶ εἰς πάντας κοινὴν τὴν δωρεὰν ἐξέχεεν, ἀμειψώμεθα τὸν εὐεργέτην τῆς περὶ ἡμᾶς εὐνοίας· ἀμοιβὴ δὲ ἀρκοῦσα πολιτεία ἀρέσκουσα, καὶ ψυχὴ νήφουσα καὶ διεγηγερμένη. Αὕτη ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρις οὐ χρημάτων δεῖται, οὐ δαπάνης, ἀλλὰ προαιρέσεως μόνης καὶ διανοίας καθαρᾶς. Οὐδὲν σωματικόν ἐστιν ἐντεῦθεν ὠνήσασθαι, ἀλλὰ πάντα πνευματικά· ἀκρόασιν θείων λογίων, εὐχὰς Πατέρων, εὐλογίας ἱερέων, τῶν θείων καὶ ἀποῤῥήτων μυστηρίων τὴν κοινωνίαν, εἰρήνην καὶ ὁμόνοιαν, καὶ πνευματικὰ δῶρα καὶ ἄξια τῆς τοῦ δωρουμένου φιλοτιμίας.
Ἑορτάσωμεν τοίνυν τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐν ᾗ ἀνέστη ὁ Κύριος. Ἀνέστη γὰρ, καὶ τὴν οἰκουμένην ἑαυτῷ συνανέστησε. Καὶ αὐτὸς μὲν ἀνέστη, τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου διαῤῥήξας· ἡμᾶς δὲ ἀνέστησε, τὰς σειρὰς τῶν ἡμετέρων ἁμαρτιῶν διαλύσας. Ἥμαρτεν ὁ Ἀδὰμ, καὶ ἀπέθανεν· οὐχ ἥμαρτεν ὁ Χριστὸς, καὶ ἀπέθανε. Καινὸν καὶ παράδοξον· ἐκεῖνος ἥμαρτε, καὶ ἀπέθανεν· οὗτος οὐχ ἥμαρτε, καὶ ἀπέθανε. Τίνος ἕνεκεν, καὶ διὰ τί; Ἵνα ὁ ἁμαρτὼν καὶ ἀποθανὼν, διὰ τοῦ μὴ ἁμαρτόντος καὶ ἀποθανόντος δυνηθῇ τῶν θανάτου δεσμῶν ἐλευθερωθῆναι. Οὕτω πολλάκις καὶ ἐπὶ τῶν τὰ χρήματα ὀφειλόντων γίνεται· ὀφείλει τίς τινι ἀργύριον, καὶ οὐκ ἔχει καταβαλεῖν, καὶ διὰ τοῦτο κατέχεται· ἄλλος οὐκ ὀφείλων, δυνάμενος δὲ καταβαλεῖν, καταθεὶς ἀπέλυσε τὸν ὑπεύθυνον. Οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ Ἀδὰμ γέγονε, καὶ ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὤφειλεν ὁ Ἀδὰμ τὸν θάνατον, καὶ κατείχετο ὑπὸ τοῦ διαβόλου· οὐκ ὤφειλεν ὁ Χριστὸς, οὐδὲ κατείχετο· ἦλθε δὲ καὶ κατέβαλε τὸν θάνατον ὑπὲρ τοῦ κατεχομένου, ἵνα ἐκεῖνον ἀπολύσῃ τῶν τοῦ θανάτου δεσμῶν. Εἶδες τῆς ἀναστάσεως τὰ κατορθώματα; εἶδες τοῦ Δεσπότου τὴν φιλανθρωπίαν; εἶδες μέγεθος κηδεμονίας;
Μὴ τοίνυν ἀγνώμονες γινώμεθα περὶ τὸν οὕτως εὐεργέτην, μηδὲ ἐπειδὴ ἡ νηστεία παρῆλθε, ῥᾳθυμότεροι καταστῶμεν· ἀλλὰ νῦν μᾶλλον ἢ πρότερον πλείονα τῆς ψυχῆς ποιώμεθα τὴν ἐπιμέλειαν, ἵνα μὴ τῆς σαρκὸς πιαινομένης, αὕτη ἀσθενεστέρα γένηται, ἵνα μὴ τῆς δούλης φροντίζοντες, τῆς δεσποίνης καταμελῶμεν. Τί γὰρ ὄφελος, εἰπέ μοι, ὑπὲρ τὴν χρείαν διαῤῥήγνυσθαι, καὶ τὴν συμμετρίαν ὑπερβαίνειν; Τοῦτο καὶ τὸ σῶμα λυμαίνεται, καὶ τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν προδίδωσιν. Ἀλλὰ τῆς αὐταρκείας καὶ τῆς χρείας γενώμεθα, ἵνα καὶ ψυχῇ καὶ σώματι τὸ προσῆκον ἀποπληρώσωμεν, ἵνα μὴ τὰ ἀπὸ τῆς νηστείας συλλεγέντα ἀθρόον ἅπαντα ἐκχέωμεν. Μὴ γὰρ κωλύω ἀπολαύειν τροφῆς καὶ ἀνίεσθαι; Οὐ κωλύω τοῦτο, ἀλλὰ παραινῶ τῆς χρείας γίνεσθαι, καὶ τὴν πολλὴν τρυφὴν ἐκκόπτειν, καὶ μὴ τὸ μέτρον ὑπερβαίνοντας, λυμαίνεσθαι τῆς ψυχῆς τὴν ὑγείαν. Οὐδὲ γὰρ ἡδονῆς λοιπὸν ἀπολαύσεται ὁ τοιοῦτος ὑπερβὰς τῆς χρείας τοὺς ὅρους· καὶ τοῦτο μάλιστα ἴσασιν ἀκριβῶς οἱ διὰ τῆς πείρας αὐτῆς ἐλθόντες· καὶ μυρία ἐντεῦθεν ἑαυτοῖς τεκόντες νοσημάτων εἴδη, καὶ πολλὴν τὴν ἀηδίαν ὑπομείναντες. Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν πεισθήσεσθε ταῖς ἡμετέραις παραινέσεσιν οὐκ ἀμφιβάλλω· οἶδα γὰρ ὑμῶν τὸ πειθήνιον.
εʹ. Καὶ διὰ τοῦτο ἐνταῦθα τὴν περὶ τούτου στήσας παραίνεσιν, πρὸς τοὺς κατὰ τὴν νύκτα τὴν φωτοφόρον ταύτην καταξιωθέντας τῆς τοῦ θείου βαπτίσματος δωρεᾶς τρέψαι βούλομαι τὸν λόγον, τὰ καλὰ ταῦτα τῆς Ἐκκλησίας φυτὰ, τὰ ἄνθη τὰ πνευματικὰ, τοὺς νέους τοῦ Χριστοῦ στρατιώτας. Πρὸ τῆς χθὲς ὁ Δεσπότης ἐν σταυρῷ ἐτύγχανεν, ἀλλ᾿ ἀνέστη νῦν· οὕτω καὶ οὗτοι, πρὸ τῆς χθὲς ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας κατείχοντο, ἀλλὰ νῦν συνανέστησαν τῷ Χριστῷ· ἐκεῖνος σώματι ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὗτοι ἁμαρτίᾳ ἦσαν τεθνηκότες, καὶ ἀπὸ ἁμαρτίας ἀνέστησαν. Ἡ μὲν οὖν γῆ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον τοῦ ἔαρος ῥόδα καὶ ἴα καὶ ἄλλα ἡμῖν ἐκδίδωσιν ἄνθη· τὰ μέντοι ὕδατα σήμερον τῆς γῆς τερπνότερον ἡμῖν λειμῶνα ἀνέδειξε.
Καὶ μὴ θαυμάσῃς, ἀγαπητὲ, εἰ ἀπὸ τῶν ὑδάτων λειμῶνες ἀνθῶν ἀνεδείχθησαν· οὐδὲ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἡ γῆ κατὰ τὴν οἰκείαν φύσιν τὴν βλάστην ἐξέδωκε τῶν βοτανῶν, ἀλλὰ τῷ ἐπιτάγματι εἴκουσα τοῦ Δεσπότου, Καὶ τὰ ὕδατα δὲ τότε ζῶα ἐξέδωκε κινούμενα, ἐπειδὴ ἤκουσεν· Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν· καὶ τὸ ἐπίταγμα ἔργον ἐγένετο· ἡ ἄψυχος οὐσία ἔμψυχα ζῶα ἐξέβαλεν. Οὕτω καὶ νῦν τὸ αὐτὸ ἐπίταγμα πάντα εἰργάσατο. Τότε εἶπεν· Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν· νῦν δὲ οὐχὶ ἑρπετὰ, ἀλλὰ πνευματικὰ χαρίσματα ἀνέδωκε. Τότε ἰχθύας ἀλόγους ἐξήγαγε τὰ ὕδατα· νῦν δὲ ἰχθύας λογικοὺς καὶ πνευματικοὺς ἡμῖν ἀπέτεκεν ὑπὸ τῶν ἀποστόλων ἁλιευθέντας. Δεῦτε γὰρ, φησὶν, ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. Καινὸς ὄντως τῆς ἁλείας ταύτης ὁ τρόπος. Οἱ γὰρ ἁλιεύοντες ἐκ τῶν ὑδάτων ἐκβάλλουσι τοὺς ἰχθύας, καὶ νεκροῦσι τὰ ἁλιευόμενα· ἡμεῖς δὲ εἰς τὰ ὕδατα ἐμβάλλομεν, καὶ ζωογονοῦνται οἱ ἁλιευόμενοι.
Ἦν μέν ποτε καὶ ἐπὶ τῶν Ἰουδαίων κολυμβήθρα ὕδατος· ἀλλὰ μάθε τί ἴσχυσεν, ἵνα γνῷς ἀκριβῶς τὴν πτωχείαν τὴν Ἰουδαϊκὴν, καὶ εἰδέναι ἔχῃς τὸν πλοῦτον τὸν ἡμέτερον. Κατήρχετο ἐκεῖ, φησὶν, ἄγγελος, καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ, καὶ ὁ πρῶτος καταβαίνων μετὰ τὴν ταραχὴν ἀπήλαυε τῆς θεραπείας. Κατῆλθεν ὁ τῶν ἀγγέλων Δεσπότης εἰς τὰ Ἰορδάνεια ῥεῖθρα, καὶ ἁγιάσας τῶν ὑδάτων τὴν φύσιν πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐθεράπευσε. Διὰ τοῦτο ἐκεῖ μὲν μετὰ τὸν πρῶτον ὁ καταβὰς οὐκ ἔτι ἐθεραπεύετο· Ἰουδαίοις γὰρ ἐδίδοτο ἡ χάρις τοῖς ἀσθενοῦσι, τοῖς χαμαὶ συρομένοις· ἐνταῦθα δὲ μετὰ τὸν πρῶτον ὁ δεύτερος κάτεισι, μετὰ τὸν δεύτερον ὁ τρίτος καὶ τέταρτος· κἂν μυρίους εἴπῃς, κἂν τὴν οἰκουμένην ἅπασαν ἐμβάλῃς εἰς τὰ νάματα ταῦτα τὰ πνευματικὰ, οὐκ ἀναλίσκεται ἡ χάρις, οὐ δαπανᾶται ἡ δωρεὰ, οὐ ῥυποῦται τὰ νάματα, οὐκ ἐλαττοῦται ἡ φιλοτιμία.
Εἶδες μέγεθος δωρεᾶς; Ἀκούετε οἱ σήμερον καὶ κατὰ τὴν νύκτα ταύτην εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ πολιτογραφηθέντες, καὶ ἀξίαν τοῦ μεγέθους τῶν δωρεῶν τὴν φυλακὴν ἐπιδείξασθε, ἵνα καὶ δαψιλεστέραν τὴν χάριν ἐπισπάσησθε· ἡ γὰρ ἐπὶ τοῖς ἤδη ὑπηργμένοις εὐγνωμοσύνη τὴν φιλοτιμίαν ἐκκαλεῖται τοῦ Δεσπότου. Οὐκ ἔξεστί σοι, ἀγαπητὲ, λοιπὸν ἀδιαφόρως ζῆν· ἀλλὰ θὲς σαυτῷ νόμους καὶ κανόνας, ὥστε μετὰ ἀκριβείας ἅπαντα διαπράττεσθαι, καὶ πολλὴν τὴν φυλακὴν καὶ περὶ τὰ ἀδιάφορα νομιζόμενα εἶναι ἐπιδείκνυσθαι. Ἀγὼν γάρ ἐστι καὶ πάλη πᾶς ὁ παρὼν βίος, καὶ τοὺς ἐν τῷ σταδίῳ τούτῳ τῆς ἀρετῆς ἅπαξ εἰσελθόντας προσήκει πάντα ἐγκρατεύεσθαι· Πᾶς γὰρ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται. Οὐχ ὁρᾷς ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν ὅπως πολλὴν ποιοῦνται τὴν ἑαυτῶν ἐπιμέλειαν οἱ πρὸς ἀνθρώπους τὴν πάλην ἀναδεχόμενοι, καὶ μετὰ πόσης ἐγκρατείας τὴν τοῦ σώματος ἄσκησιν ἐπιδείκνυνται; Οὕτω δὴ ἐνταῦθα. Ἐπειδὴ οὐ πρὸς ἀνθρώπους ἡμῖν ἐστιν ἡ πάλη, ἀλλὰ πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας, καὶ ἡ ἄσκησις ἡμῶν καὶ ἡ ἐγκράτεια πνευματικὴ ἔστω· ἐπειδὴ καὶ τὰ ὅπλα ἡμῶν, ἅπερ ἡμᾶς ἐνέδυσεν ὁ Δεσπότης, πνευματικὰ τυγχάνει.
Ἐχέτω τοίνυν καὶ ὀφθαλμὸς ὅρους καὶ κανόνας, ὥστε μὴ ἁπλῶς ἐπιπηδᾷν πᾶσι τοῖς προσπίπτουσι· καὶ ἡ γλῶσσα τειχίον ἐχέτω, ὥστε μὴ προτρέχειν τῆς διανοίας. Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ οἱ ὀδόντες καὶ τὰ χείλη πρὸς τὴν τῆς γλώττης ἀσφάλειαν δεδημιούργηται, ἵνα μηδέποτε ἁπλῶς ἀναπετάσασα τὰς θύρας ἡ γλῶσσα ἐξίῃ, ἀλλ᾿ ἐπειδὰν καλῶς τὰ καθ᾿ ἑαυτὴν διαθῇ, τότε μετὰ πάσης εὐκοσμίας προΐῃ, καὶ τοιαῦτα προφέρῃ ῥήματα, ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι, κἀκεῖνα φθέγγηται, ἃ πρὸς οἰκοδομὴν συντείνει τῶν ἀκουόντων. Καὶ τὸν ἄτακτον δὲ γέλωτα πάντη ἐκκλίνειν δεῖ, καὶ τὸ βάδισμα ἤρεμον ἔχειν καὶ ἡσύχιον, καὶ τὴν στολὴν κατεσταλμένην, καὶ διὰ πάντων ἁπαξαπλῶς ῥυθμίζεσθαι προσήκει τὸν ἀπογραψάμενον εἰς τὸ τῆς ἀρετῆς στάδιον· ἡ γὰρ τῶν μελῶν τῶν ἔξωθεν εὐταξία εἰκών τίς ἐστι τῆς ἐν τῇ ψυχῇ καταστάσεως.
Ϛʹ. Ἐὰν εἰς τοιαύτην συνήθειαν ἐκ προοιμίων ἑαυτοὺς καταστήσωμεν, ὁδῷ βαδίζοντες λοιπὸν μετ᾿ εὐκολίας, τὴν ἀρετὴν ἅπασαν διανύσομεν, καὶ οὐδὲ πολλοῦ πόνου δεησόμεθα, καὶ πολλὴν ἐπισπασόμεθα τὴν ἄνωθεν ῥοπήν. Οὕτω γὰρ δυνησόμεθα καὶ τὰ κύματα τοῦ παρόντος βίου μετὰ ἀσφαλείας διαδραμεῖν, καὶ τῶν τοῦ διαβόλου παγίδων ἀνώτεροι καταστάντες, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐπιτυχεῖν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ᾿ οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμὴ, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
1. Εἶναι κατάλληλη στιγμὴ σήμερα ν᾿ ἀναφωνήσουμε ὅλοι ἐμεῖς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ μακάριος Δαυΐδ· «Ποιός μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;» (Ψαλμ. 105, 2). Νὰ λοιπόν ἔφθασε ἡ ποθητὴ γιὰ μᾶς καὶ σωτήρια ἑορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμὴ τῆς συμφιλίωσης, ἡ ἐξαφάνιση τῶν πολέμων, ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου, ἡ ἥττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχθηκαν μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν σῶμα προσφέρουν τὴ δοξολογία τους μαζὶ μὲ τὶς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταργεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ διαβόλου, σήμερα λύθηκαν τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐξαφανίσθηκε ἡ νίκη τοῦ ἅδη. Σήμερα εἶναι εὐκαιρία νὰ ποῦμε τὰ προφητικὰ ἐκεῖνα λόγια· «Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ κεντρί σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, ἡ νίκη σου;» (Α´ Κορ. 15, 55). Σήμερα ὁ Κύριός μας ὁ Χριστὸς συνέτριψε τὶς χάλκινες πύλες καὶ ἐξαφάνισε τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.Καὶ γιατί λέγω τὸν ἴδιο τὸ θάνατο; Ἄλλαξε τὸ ὄνομά του, γιατὶ δὲ λέγεται πιὰ θάνατος, ἀλλὰ κοίμηση καὶ ὕπνος. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ φροντίδα του γιὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ σταύρωσή Του, ἦταν φοβερὸ καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα τοῦ θανάτου. Γιατὶ ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ἀφοῦ δημιουργήθηκε, καταδικαζόταν ν᾿ ἀκούει αὐτό, σὰν μιὰ κάποια μεγάλη τιμωρία· «Τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φάγεις, θὰ πεθάνεις ὁπωσδήποτε» (Γεν. 2, 17). Καὶ ὁ μακάριος Ἰὼβ μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸν ὀνόμασε, λέγοντας· «Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση στὸν ἄνθρωπο» (Ἰὼβ 3, 23). Καὶ ὁ προφήτης Δαυῒδ ἔλεγε· «Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι κακός» (Ψαλμ. 33, 22). Καὶ ὀνομαζόταν ὄχι μόνο θάνατος ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ ἅδης. Ἄκουσε λοιπόν τὸν πατριάρχη Ἰακὼβ ποὺ λέγει· «Θὰ κατεβάσετε τὰ γηρατειὰ μου μὲ λύπη στὸν ἅδη» (Γεν. 42, 38). Ἄκουσε πάλι τὸν προφήτη· «Ἄνοιξε πολὺ τὸ στόμα του ὁ ἅδης» (Ἠσ. 5, 14). Καὶ ἄκουσε πάλι ἄλλον προφήτη ποὺ λέγει· «Θὰ μὲ σώσει ἀπὸ τὸν κατώτατο ἅδη» (Ψαλμ. 85 13). Καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θὰ βρεῖς νὰ ὀνομάζεται θάνατος καὶ ἅδης ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή. Ἀφ᾿ ὅτου ὅμως ὁ Χριστός, ὁ Θεός μας, προσφέρθηκε θυσία καὶ ἀναστήθηκε, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση καὶ αὐτές τὶς ὀνομασίες ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ ἔφερε καινούρια καὶ παράξενη συμπεριφορὰ στὴ ζωή μας. Γιατὶ ἀντὶ γιὰ θάνατος λέγεται στὸ ἑξῆς κοίμηση καὶ ὕπνος ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὴν παρούσα ζωή.
Καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἄκουσε τὸν ἴδιο τὸ Χριστὸ ποὺ λέγει· «Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ, ὅμως πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω» (Ἰω. 11, 11). Ὅπως λοιπόν εἶναι εὔκολο σ᾿ ἐμᾶς νὰ ξυπνήσουμε καὶ νὰ σηκώσουμε ἐπάνω ἐκεῖνον ποὺ κοιμᾶται, ἔτσι καὶ στὸν Κύριο ὅλων μας εἶναι εὔκολο τὸ νὰ ἀναστήσει νεκρό. Καὶ ἐπειδὴ ἦταν καινούρια καὶ παράξενα τὰ λόγια του, οὔτε οἱ μαθητές τὰ κατάλαβαν, ὥσπου συγκαταβαίνοντας στὴν ἀδυναμία τους τὰ εἶπε πιὸ καθαρά. Καὶ ὁ διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὁ μακάριος Παῦλος, γράφοντας στοὺς Θεσσαλονικεῖς, λέγει· «Δὲ θέλω νὰ ἔχετε ἄγνοια γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιὰ νὰ μὴ λυπᾶστε, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 13). Καὶ ἀλλοῦ πάλι· «Συνεπῶς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κοιμήθηκαν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστό, χάθηκαν» (Α´ Κορ. 15, 18). Καὶ πάλι· «Ἐμεῖς οἱ ζωντανοί, ποὺ ἀπομείναμε στὴ ζωή, δὲ θὰ προφθάσουμε ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 15). Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει· «Γιατὶ ἂν πιστεύουμε καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ φέρει μαζί του ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν» (Α´ Θεσ. 4, 14).
2. Εἶδες ὅτι παντοῦ ἀπὸ τότε ὁ θάνατος ὀνομάζεται κοίμηση καὶ ὕπνος; καὶ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πρὶν εἶχε φοβερὸ ὄνομα, τώρα γίνεται εὐκαταφρόνητος μετὰ τὴν ἀνάσταση; Εἶδες ὅτι εἶναι λαμπρὸ τὸ τρόπαιο τῆς ἀνάστασης; Μὲ αὐτὴν ἔχουν ἔρθει σ᾿ ἐμᾶς τὰ ἄπειρα ἀγαθά, μὲ αὐτὴν διαλύθηκε ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων, μὲ αὐτὴν περιγελοῦμε τὸ θάνατο. Μὲ τὴν ἀνάσταση περιφρονοῦμε τὴν παρούσα ζωή, μὲ αὐτὴν ἐπιθυμοῦμε σφοδρὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά. Μὲ αὐτήν, ἐνῶ ἔχουμε σῶμα, δὲν ἔχουμε τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ἐάν θέλουμε.* Σήμερα ἔγινε ἡ λαμπρή μας νίκη. Σήμερα ὁ Κύριός μας, ἀφοῦ ἔστησε τὸ τρόπαιο τῆς νίκης του ἐναντίον τοῦ θανάτου καὶ διέλυσε τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, μᾶς χάρισε μὲ τὴν ἀνάστασή του τὸ δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ἂς χαιρόμαστε λοιπόν ὅλοι, ἂς χορεύουμε, ἂς εὐφραινόμαστε. Γιατί, ἂν καὶ ὁ Κύριός μας νίκησε καὶ ἔστησε τὸ τρόπαιο, εἶναι δική μας ὅμως ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά. Γιατὶ ὅλα τὰ ἔκαμε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ μέσα ποὺ μᾶς πολέμησε ὁ διάβολος, μὲ τὰ ἴδια τὸν νίκησε ὁ Χριστός.
Τὰ ἴδια τὰ ὅπλα πῆρε ὁ Χριστός, καὶ μὲ αὐτὰ τὸν νίκησε. Καὶ ἄκουσε μὲ ποιὸ τρόπο. Ἡ παρθένος καὶ τὸ ξύλο καὶ ὁ θάνατος ἦταν τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας. Καὶ πράγματι ἡ Εὔα ἦταν παρθένος, ἀφοῦ δὲ γνώριζε ἀκόμη ἄνδρα, ὅταν ἐξαπατήθηκε. Ξύλο ἦταν τὸ δένδρο, θάνατος ἡ τιμωρία στὸν Ἀδάμ. Εἶδες πῶς τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας ἦταν παρθένος καὶ ξύλο καὶ θάνατος; Πρόσεχε λοιπόν πῶς αὐτὰ ἔγιναν πάλι τὰ σύνεργα τῆς νίκης μας. Στὴ θέση τῆς Εὔας εἶναι ἡ Μαρία. Στὴ θέση τοῦ ξύλου γιὰ τὴ γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, εἶναι τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ. Στὴ θέση τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες ὅτι μ᾿ αὐτὰ ποὺ μας νίκησε, μὲ τὰ ἴδια νικήθηκε; Κοντὰ στὸ δένδρο νίκησε τὸν Ἀδάμ ὁ διάβολος. Κοντὰ στὸ σταυρὸ νίκησε τὸ διάβολο ὁ Χριστός. Καὶ τὸ ξύλο ἐκεῖνο ἔστελνε στὸν ἅδη, τὸ ξύλο ὅμως αὐτό, δηλαδὴ τὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, ξανάφερε πάλι ἀπὸ τὸν ἅδη καὶ αὐτοὺς ποὺ πέθαναν. Καὶ ἐκεῖνο ἔκρυβε τὸν νικημένο σὰν αἰχμάλωτο καὶ γυμνό, αὐτὸ ὅμως ἔδειχνε σ᾿ ὅλους τὸν νικητὴ γυμνό, καρφωμένο στὰ ψηλά. Καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ἀδάμ καταδίκαζε καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν ὕστερα ἀπὸ αὐτόν, ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀνάστησε πραγματικὰ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ αὐτόν. «Ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθεῖ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου, νὰ ἐξυμνήσει ὅλες τὶς δόξες του;». Ἀπὸ θνητοὶ ἔχουμε γίνει ἀθάνατοι, ἀπὸ νεκροὶ ἀναστηθήκαμε, ἀπὸ νικημένοι γίναμε νικητές.
3. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀνάστασης. Σήμερα χορεύουν οἱ ἄγγελοι καὶ ἀγάλλονται ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἐπειδὴ χαίρονται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Γιατί, ἂν γίνεται χαρὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, ὅταν μετανοεῖ ἕνας ἁμαρτωλός, πολὺ περισσότερο θὰ γίνεται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλης τῆς οἰκουμένης. Σήμερα ἀφοῦ ἐλευθέρωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τὸ ξανάφερε στὴν προηγούμενη τιμητική του θέση. Ὅταν λοιπόν δῶ ὅτι ἡ ἐκλεκτὴ προσφορὰ μας νίκησε τόσο πολὺ τὸ θάνατο, δὲ φοβοῦμαι πιά, δὲν τρέμω πιὰ τὸν πόλεμο. Οὔτε βλέπω στὴν ἀδυναμία μου, ἀλλὰ προσέχω στὴν ἀνέκφραστη δύναμη ἐκείνου ποὺ πρόκειται νὰ γίνει σύμμαχός μου. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ νίκησε τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἀφαίρεσε ὅλη του τὴ δύναμη, τί δὲ θὰ κάμνει στὸ ἑξῆς γιὰ τὸ γένος ποὺ εἶναι ὅμοιό του, τὴ μορφὴ τοῦ ὁποίου ἀπὸ τὴ μεγάλη του φιλανθρωπία θεώρησε ἄξιο νὰ πάρει, καὶ μ᾿ αὐτὴν νὰ παλέψει μὲ τὸ διάβολο; Σήμερα παντοῦ στὴν οἰκουμένη ἐπικρατεῖ χαρὰ καὶ πνευματικὴ εὐφροσύνη. Σήμερα ὅλοι οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἀγάλλονται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Σκέψου λοιπόν, ἀγαπητὲ μου, πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χαρά, ἀφοῦ καὶ οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἑορτάζουν μαζί μας, γιατὶ χαίρονται μαζί μας γιὰ τὰ δικά μας ἀγαθά. Γιατὶ ἂν καὶ εἶναι δική μας ἡ χάρη ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι ὅμως καὶ δική τους ἡ εὐχαρίστηση. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ντρέπονται νὰ ἑορτάσουν μαζί μας. Καὶ γιατί λέγω, ὅτι οἱ σύνδουλοί μας δὲν ντρέπονται νὰ ἑορτάσουν μαζί μας; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι δικός τους καὶ δικός μας, δὲν ντρέπεται νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Καὶ γιατὶ εἶπα, δὲν ντρέπεται; Αὐτὸς μάλιστα ἐπιθυμεῖ νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ αὐτό; Ἄκουσε τὸν ἴδιο ποὺ λέγει· «Ἐπιθύμησα πολὺ νὰ φάγω αὐτὸ τὸ Πάσχα μαζί σας» (Λουκ. 22, 15). Ἐάν ὅμως ἐπιθύμησε νὰ φάγει τὸ Πάσχα, εἶναι φανερὸ ὅτι ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἑορτάσει μαζί μας. Ὅταν λοιπόν βλέπεις ὅτι ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων ἑορτάζει μαζί μας, τὶ σοῦ λείπει πιὰ γιὰ νὰ χαίρεσαι πολύ; Κανένας λοιπόν ἂς μὴν εἶναι θλιμμένος σήμερα ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας του, γιατὶ σήμερα εἶναι ἑορτὴ πνευματική.
Ἂς μὴν ὑπερηφανεύεται κανένας πλούσιος γιὰ τὸν πλοῦτο του, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει τίποτε στὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἀπὸ τὰ χρήματά του. Στὶς ἑορτὲς βέβαια ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐννοῶ τὶς κοσμικές, ὅπου γίνεται μεγάλη ἐπίδειξη καὶ τῆς ἐξωτερικῆς περιβολῆς καὶ τῆς πολυτέλειας στὰ τραπέζια, δικαιολογημένα ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ φτωχὸς στενοχωρημένος καὶ θλιμμένος, καὶ ὁ πλούσιος χαρούμενος καὶ εὐχαριστημένος. Γιατί ὅμως; Γιατὶ ὁ πλούσιος φορᾶ λαμπρὰ ροῦχα καὶ προσφέρει πλουσιότερο τραπέζι, ὁ φτωχὸς ὅμως ἐμποδίζεται ἀπὸ τὴ φτώχεια του νὰ δείξει τὴν ἴδια γενναιοδωρία. Ἐδῶ ὅμως δὲ συμβαίνει τίποτε τέτοιο, ἀλλὰ λείπει κάθε τέτοια διάκριση καὶ ὑπάρχει ἕνα τραπέζι καὶ γιὰ τὸν πλούσιο καὶ γιὰ τὸ φτωχό, καὶ γιὰ τὸ δοῦλο καὶ γιὰ τὸν ἐλεύθερο. Καὶ ἂν εἶσαι πλούσιος, δὲν ἔχεις τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ φτωχό. Καὶ ἂν εἶσαι φτωχός, δὲν ἔχεις τίποτε λιγότερο ἀπὸ τὸν πλούσιο, οὔτε θὰ ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματική σου εὐωχία ἐξ αἰτίας τῆς φτώχειας σου. Γιατὶ ἡ χάρη εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ξεχωρίζει τὰ πρόσωπα. Καὶ γιατί λέγω, ὅτι τὸ ἴδιο τραπέζι βρίσκεται μπροστὰ στὸν πλούσιο καὶ στὸ φτωχό; Καὶ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔχει τὸ βασιλικὸ στέμμα καὶ φορᾶ τὴ βασιλικὴ πορφύρα, ποὺ ἔχει ἀναλάβει τὴν ἐξουσία τῆς οἰκουμένης, καὶ στὸ φτωχὸ ποὺ κάθεται γιὰ ἐλεημοσύνη, ὑπάρχει τὸ ἴδιο τραπέζι.
Τέτοια λοιπὸν εἶναι τὰ πνευματικὰ δῶρα. Δὲ διαιροῦν τὴν κοινωνία ἀνάλογα μὲ τὴ διάθεση καὶ τὶς σκέψεις τοῦ καθενός. Μὲ τὸ ἴδιο θάρρος καὶ τὴν ἴδια τιμὴ ὁρμοῦν καὶ ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ φτωχὸς γιὰ ν᾿ ἀπολαύσουν καὶ νὰ κοινωνήσουν τὰ θεῖα αὐτὰ μυστήρια. Καὶ γιατί λέγω, μὲ τὴν ἴδια τιμή; Πολλές φορές ὁ φτωχὸς ἔρχεται μὲ περισσότερο θάρρος. Γιατί λοιπόν γίνεται αὐτό; Γιατὶ τὸ βασιλιά, ποὺ εἶναι κυκλωμένος ἀπὸ φροντίδες καὶ περιστοιχισμένος ἀπὸ πολλὰ ζητήματα, σὰν νὰ εἶναι μέσα σὲ πέλαγος, ἔτσι ἀπὸ παντοῦ τὸν κτυποῦν τὰ κύματα συνεχῶς καὶ τὸν καταστρέφουν τὰ πολλὰ ἁμαρτήματα. Ὁ φτωχὸς ὅμως, ἀπαλλαγμένος ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καὶ φροντίζοντας μόνο γιὰ τὴν ἀπαραίτητη τροφή του, καὶ κάμνοντας μιὰ ἀμέριμνη καὶ ἥσυχη ζωή, σὰν νὰ κάθεται σὲ λιμάνι καὶ γαλήνη, πλησιάζει μὲ πολλὴ εὐλάβεια τὸ τραπέζι.
4. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα προέρχονται διάφορες στενοχώριες σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς κοσμικές ἑορτές. Γιατὶ ἐκεῖ πάλι ὁ φτωχὸς εἶναι στενοχωρημένος καὶ ὁ πλούσιος χαρούμενος, ὄχι μόνο γιὰ τὸ τραπέζι καὶ τὴν πολυτέλεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ πολυτελὴ ροῦχα καὶ τὴ φανταστικὴ ἐμφάνισή τους. Ἐκεῖνο λοιπόν ποὺ παθαίνουν στὸ τραπέζι, αὐτὸ παθαίνουν καὶ στὰ ροῦχα. Ὅταν λοιπόν δεῖ τὸν πλούσιο ὁ φτωχὸς νὰ φορᾶ πολυτελέστερη στολή, τὸν κυριεύει μεγάλη λύπη, θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του δυστυχισμένο, ξεστομίζει πολλές κατάρες. Ἐδῶ ὅμως καὶ αὐτὴ ἡ στενοχώρια ἐξαφανίζεται, γιατὶ ἕνα εἶναι τὸ ἔνδυμα τῆς σωτηρίας γιὰ ὅλους. Καὶ φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας: «Ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τὸ Χριστό» (Γαλ. 3, 27).
Ἂς μὴν προσβάλλουμε λοιπόν αὐτὴν τὴν ἑορτή, σᾶς παρακαλῶ, ἀλλὰ ἂς ἀποκτήσουμε φρόνημα ἄξιο ἐκείνων ποὺ μᾶς δώρησε ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἂς μὴν παραδοθοῦμε στὴ μέθη καὶ στὴν πολυφαγία, ἀλλ᾿ ἀφοῦ κατανοήσουμε τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου μας, καὶ ὅτι τίμησε τὸ ἴδιο καὶ τοὺς πλούσιους καὶ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς δούλους καὶ τοὺς ἐλεύθερους, καὶ ἔστειλε σ᾿ ὅλους τὴν ἴδια χάρη, ἂς ἀμείψουμε τὸν εὐεργέτη γιὰ τὴν ἀγάπη του ποὺ δείχνει σ᾿ ἐμᾶς. Καὶ ἀμοιβὴ ἱκανοποιητικὴ εἶναι συμπεριφορὰ ποὺ ἀρέσει σ᾿ Αὐτὸν καὶ ψυχὴ νηφάλια καὶ ἄγρυπνη. Αὐτὴ ἡ ἑορτὴ καὶ πανήγυρη δὲ χρειάζεται χρήματα, οὔτε ἔξοδα, ἀλλὰ διάθεση μόνο καὶ καθαρὴ σκέψη. Τίποτε τὸ ὑλικὸ δὲν μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε ἐδῶ, ἀλλ᾿ ὅλα τὰ πνευματικά, τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τὶς εὐχές τῶν πατέρων, τὶς εὐλογίες τῶν ἱερέων, τὴν κοινωνία τῶν θείων καὶ ἀπόρρητων μυστηρίων, τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια, καὶ δῶρα πνευματικὰ καὶ ἄξια τῆς γενναιοδωρίας ἐκείνου ποὺ τὰ δωρίζει.
Ἂς ἑορτάσουμε λοιπόν τὴν ἑορτὴ αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Γιατὶ ἀναστήθηκε καὶ ἀνέστησε μαζί του τὴν οἰκουμένη. Καὶ αὐτὸς βέβαια ἀναστήθηκε, ἀφοῦ ἔσπασε τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἐμᾶς ὅμως μᾶς ἀνέστησε ἀφοῦ διέλυσε τοὺς σωροὺς τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καὶ πέθανε, δὲν ἁμάρτησε ὁ Χριστὸς καὶ πέθανε. Καινούριο καὶ παράδοξο πράγμα. Ἐκεῖνος ἁμάρτησε καὶ πέθανε, αὐτὸς δὲν ἁμάρτησε καὶ πέθανε. Γιὰ ποιὸ λόγο καὶ γιὰ ποιὸ σκοπό; Γιὰ νὰ μπορέσει ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε καὶ πέθανε νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου μὲ τὴ βοήθεια ἐκείνου ποὺ δὲν ἁμάρτησε καὶ πέθανε. Ἔτσι γίνεται πολλές φορές καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος χρήματα σὲ κάποιον καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιστρέψει, καὶ γι᾿ αὐτὸ φυλακίζεται. Κάποιος ἄλλος ποὺ δὲν ὀφείλει, ἀλλὰ ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιστρέψει, ἀφοῦ τὰ δώσει ἐλευθερώνει τὸν ὑπεύθυνο. Ἔτσι ἔγινε καὶ στὸν Ἀδάμ καὶ στὸ Χριστό. Χρεωστοῦσε ὁ Ἀδὰμ τὸ θάνατο, καὶ τὸν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ διάβολος. Δὲ χρεωστοῦσε ὁ Χριστός, οὔτε τὸν κρατοῦσε ὁ διάβολος. Ἦρθε καὶ κατέθεσε τὸ θάνατό του γιὰ χάρη τοῦ φυλακισμένου, μὲ σκοπὸ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Εἶδες τὰ κατορθώματα τῆς ἀνάστασης; εἶδες τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; εἶδες τὸ μέγεθος τῆς φροντίδας του;
Ἂς μὴ γινόμαστε λοιπόν ἀχάριστοι πρὸς αὐτὸν τὸν τόσο μεγάλο εὐεργέτη, οὔτε ἐπειδὴ πέρασε ἡ νηστεία νὰ γίνουμε πιὸ ἀδιάφοροι. Ἀλλὰ τώρα ἂς φροντίζουμε τὴν ψυχή μας περισσότερο ἀπὸ προηγουμένως, γιὰ νὰ μὴ γίνει πιὸ ἀδύνατη, ἐπειδὴ παχαίνει τὸ σῶμα μας, γιὰ νὰ μὴ παραμελοῦμε τὴν οἰκοδέσποινα φροντίζοντας τὴ δούλη. Γιατὶ ποιὸ εἶναι τὸ ὄφειλος, πές μου, νὰ σκάνουμε ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ νὰ ξεπερνᾶμε τὸ μέτρο; Αὐτὸ καὶ τὸ σῶμα καταστρέφει καὶ τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς ζημιώνουμε. Ἀλλὰ ἂς μᾶς ἱκανοποιοῦν τὰ λίγα καὶ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ ξεπληρώσουμε ἐκεῖνο ποὺ πρέπει καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὴ σκορπίσουμε ἀμέσως ἐκεῖνα ποὺ συγκεντρώσαμε ἀπὸ τὴ νηστεία. Μήπως λοιπὸν σᾶς ἐμποδίζω νὰ ἀπολαμβάνετε τὰ φαγητὰ καὶ νὰ διασκεδάζετε; Δέν ἐμποδίζω αὐτά, ἀλλὰ συμβουλεύω νὰ γίνονται τὰ ἀπαραίτητα, καὶ νὰ σταματήσουμε τὴν πολλὴ διασκέδαση καὶ νὰ μὴ καταστρέφουμε τὴν ὑγεία τῆς ψυχῆς μας ξεπερνώντας τὸ μέτρο. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἀνάγκης δὲ θὰ ἀπολαύσει καμιὰ εὐχαρίστηση, καὶ τὸ γνωρίζουν αὐτὸ πολὺ καλὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ δοκίμασαν, ἀφοῦ προξενοῦν ἀπὸ αὐτὸ πολλές ἀρρώστιες στὸν ἑαυτό τους καὶ ὑποφέρουν πολλές στενοχώριες. Ἀλλὰ τὸ ὅτι θὰ ὑπακούσετε στὶς παραινέσεις μου, δὲν ἀμφιβάλλω, γιατὶ γνωρίζω πόσο ὑπάκουοι εἶστε.
5. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀφοῦ σταματήσω ἐδῶ τὶς παραινέσεις γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό, θέλω νὰ μεταφέρω τὸ λόγο πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἀξιώθηκαν τὴ λαμπρὴ αὐτὴ νύχτα νὰ πάρουν τὴ χάρη τοῦ θείου βαπτίσματος, τὰ καλὰ αὐτὰ φυτὰ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ πνευματικὰ ἄνθη, τοὺς νέους στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Προχθές ὁ Κύριος βρισκόταν στὸ σταυρό, ἀλλὰ ἀναστήθηκε τώρα. Ἔτσι καὶ αὐτοί, προχθές τοὺς κρατοῦσε δούλους ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ τώρα ἀναστήθηκαν μαζὶ μὲ τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος μὲ τὸ σῶμα του πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, αὐτοὶ ἦταν μὲ τὶς ἁμαρτίες τους νεκροί, καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀναστήθηκαν. Ἡ γῆ λοιπὸν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τῆς ἄνοιξης μᾶς προσφέρει τριαντάφυλλα καὶ μενεξέδες καὶ ἄλλα λουλούδια. Τὰ νερὰ ὅμως μᾶς παρουσίασαν σήμερα λιβάδι πιὸ ὄμορφο ἀπὸ τὸ τῆς γῆς.
Καὶ μὴν ἀπορήσεις, ἀγαπητέ μου, ἂν βγῆκαν ἀπὸ τὰ νερὰ λιβάδια μὲ λουλούδια. Γιατὶ οὔτε ἡ γῆ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔβγαλε τὰ εἴδη τῶν φυτῶν γιατὶ τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ φύση της, ἀλλὰ γιατὶ ὑπάκουσε στὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου. Καὶ τὰ νερὰ ὅμως τότε ἔβγαλαν ζῶα μὲ ζωή, ἐπειδὴ ἄκουσαν· «Ἂς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ ζωντανά» (Γεν. 1, 20). Καὶ ἡ προσταγὴ πραγματοποιήθηκε, ἡ ἄψυχη οὐσία ἔβγαλε ζωντανὰ ζῶα. Ἔτσι καὶ τώρα ἡ ἴδια προσταγὴ ἔκαμε τὰ πάντα. Τότε εἶπε· «Ἂς βγάλουν τὰ νερὰ ἑρπετὰ ζωντανά», τώρα ὅμως δὲ ἔβγαλαν ἑρπετά, ἀλλὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Τότε τὰ νερὰ ἔβγαλαν ψάρια χωρίς λογικό, τώρα ὅμως μᾶς γέννησαν ψάρια λογικὰ καὶ πνευματικὰ ποὺ τὰ ψάρεψαν οἱ ἀπόστολοι. Γιατὶ λέγει· «Ἀκολουθῆστε με καὶ θὰ σᾶς κάνω ἱκανοὺς νὰ ψαρεύετε ἀνθρώπους» (Ματθ. 4, 19). Εἶναι ἀλήθεια καινούριος αὐτὸς ὁ τρόπος ψαρέματος. Γιατὶ αὐτοὶ ποὺ ψαρεύουν βγάζουν ἀπὸ τὰ νερὰ τὰ ψάρια, καὶ ὅσα ψαρέψουν τὰ νεκρώνουν. Ἐμεῖς ἀντίθετα τοὺς ρίχνουμε μέσα στὰ νερὰ καὶ παίρνουν ζωὴ ἐκεῖνοι ποὺ ψαρεύονται.
Ὑπῆρχε κάποτε καὶ στοὺς Ἰουδαίους κολυμβήθρα μὲ νερό. Ἀλλὰ μάθε ποιὰ δύναμη εἶχε, γιὰ νὰ γνωρίσεις καλὰ τὴ φτώχεια τῶν Ἰουδαίων καὶ νὰ μπορέσεις νὰ ἀντιληφθεῖς τὸ δικό μας πλοῦτο. «Κατέβαινε ἐκεῖ», λέγει, «ἕνας ἄγγελος καὶ τάραζε τὸ νερό, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἔμπαινε πρῶτος ὕστερα ἀπὸ τὸ κούνημα τοῦ νεροῦ, θεραπευόταν» (Ἰω. 5, 4). Κατέβηκε ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη, καὶ ἀφοῦ ἁγίασε τὰ νερὰ θεράπευσε ὅλη τὴν οἰκουμένη. Γι᾿ αὐτὸ ἐκεῖ ἐκεῖνος ποὺ κατέβαινε ὕστερα ἀπὸ τὸν πρῶτο δὲ θεραπευόταν πιά, γιατὶ στοὺς Ἰουδαίους ἡ χάρη δινόταν στοὺς ἄρρωστους, σ᾿ ἐκείνους ποὺ σύρονταν στὸ ἔδαφος. Ἐδῶ ὅμως ὕστερα ἀπὸ τὸν πρῶτο μπαίνει ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπὸ τὸ δεύτερο ὁ τρίτος καὶ ὁ τέταρτος. Καὶ ἂν ἀκόμη πεῖς πάρα πολλούς, καὶ ἂν ἀκόμη ὅλη τὴν οἰκουμένη βάλεις μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ νερά, δὲν ξοδεύεται ἡ χάρη, δὲν τελειώνει ἡ δωρεά, δὲ μολύνονται τὰ νερά, δὲν ἐλαττώνεται ἡ γενναιοδωρία του.
Εἶδες πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δωρεά; Ἀκοῦτε αὐτὰ ἐσεῖς ποὺ σήμερα καὶ αὐτὴ τὴ νύχτα γίνατε πολίτες στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ φυλάξτε τα ὅπως ἀξίζει στὶς πολλές δωρεές, γιὰ ν᾿ ἀποσπάσετε πιὸ ἄφθονη τὴ χάρη. Γιατὶ ἡ εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔδωσε ἤδη προσκαλεῖ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Κυρίου. Δέν ἐπιτρέπεται, ἀγαπητέ, νὰ ζεῖς ἀδιάφορα στὸ ἑξῆς, ἀλλὰ ὅρισε στὸν ἑαυτό σου νόμους καὶ κανόνες, ὥστε νὰ κάνεις τὰ πάντα στὴν ἐντέλεια καὶ νὰ φυλάγεσαι πολὺ καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ὅτι εἶναι κακά. Γιατὶ ὅλη ἡ παρούσα ζωὴ εἶναι ἀγώνας καὶ πάλη, καὶ πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ μπαίνουν μιὰ γιὰ πάντα στὸ στάδιο αὐτὸ τῆς ἀρετῆς νὰ εἶναι ἐγκρατεῖς σ᾿ ὅλα. «Γιατὶ καθένας ποὺ ἀγωνίζεται, εἶναι ἐγκρατὴς σ᾿ ὅλα» (Α´ Κορ. 9, 25). Δὲ βλέπεις στοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνες πῶς φροντίζουν πολὺ γιὰ τὸν ἑαυτό τους ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται νὰ παλέψουν μὲ ἀνθρώπους, καὶ μὲ πόση ἐγκράτεια κάνουν τὴν ἄσκηση τοῦ σώματός τους; Ἔτσι βέβαια καὶ ἐδῶ πρέπει νὰ γίνεται. Ἐπειδὴ ἡ πάλη μας δὲν εἶναι μὲ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἐγκράτειά μας ἂς εἶναι πνευματική, ἀφοῦ καὶ τὰ ὅπλα μας, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, εἶναι πνευματικά.
Ἂς ἔχουν λοιπόν καὶ τὰ μάτια περιορισμοὺς καὶ κανόνες, ὥστε νὰ μὴν πέφτουν χωρίς σκέψη σ᾿ ὅλα ποὺ συναντοῦν. Καὶ ἡ γλώσσα ἂς ἔχει φράχτη, ὥστε νὰ μὴ τρέχει πρὶν ἀπὸ τὸ νοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν καὶ τὰ δόντια καὶ τὰ χείλη δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν προφύλαξη τῆς γλώσσας, γιὰ νὰ μὴ βγεῖ ποτὲ χωρίς σκέψη ἀφοῦ ἀνοίξει τὶς πόρτες, ἀλλ᾿ ὅταν τακτοποιήσει καλὰ τὰ δικά της, τότε μὲ κάθε σεμνότητα νὰ προχωρήσει καὶ νὰ προφέρει τέτοια λόγια, γιὰ νὰ ὠφελεῖ ἐκείνους ποὺ ἀκούουν καὶ νὰ λέγει ἐκεῖνα ποὺ συντελοῦν στὴν οἰκοδομὴ τῶν ἀκροατῶν. Καὶ πρέπει νὰ ἀποφεύγει ἐντελῶς τὰ ἄπρεπα γέλια, νὰ ἔχει ἤρεμο καὶ ἥσυχο βάδισμα νὰ ἔχει σεμνὸ ντύσιμο, καὶ γενικὰ πρέπει νὰ ρυθμίζει τὰ πάντα ἐκεῖνος ποὺ διάλεξε τὸ στάδιο τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ἡ καλὴ διαγωγὴ τῶν ἐξωτερικῶν μας μελῶν εἶναι εἰκόνα τῆς κατάστασης ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν ψυχή μας.
6. Ἑάν φέρουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοὺς ἑαυτούς μας σὲ τέτοια συνήθεια, βαδίζοντας στὸ ἑξῆς μὲ εὐκολία τὸ δρόμο μας, θὰ κατορθώσουμε ὅλη τὴν ἀρετή, καὶ δὲ θὰ χρειασθοῦμε πολὺ κόπο καὶ θὰ προσελκύσουμε μεγάλη βοήθεια ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔτσι λοιπόν θὰ μπορέσουμε καὶ τὰ κύματα τῆς παρούσας ζωῆς νὰ περάσουμε μὲ ἀσφάλεια καί, ἀφοῦ ἐξουδετερώσουμε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, νὰ ἐπιτύχουμε τὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ συγχρόνως στὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ δύναμη, ἡ τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἐναλλακτικὴ ἀπόδοση μέσου τμήματος

(...) Σήμερον ἑορτάζομε τὴν λαμπρὰν νίκην μας. Σήμερον ὁ Κύριος ἡμῶν ἔστησε τὸ τρόπαιον κατὰ τοῦ θανάτου, κατέλυσε τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας διὰ τῆς ἀναστάσεως. Ὅλοι χαίρομεν, σκιρτῶμεν, ἀγαλλόμεθα. Ἂν καὶ ὁ Κύριός μας Χριστὸς ἐνίκησε καὶ ἔστησε τὸ τρόπαιον, ἐν τούτοις κοινὴ εἶναι ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ χαρά μας.
Ὅλα τοῦτα τὰ ἔκαμε διὰ τὴν ἰδικήν μας σωτηρίαν καὶ μὲ τὰ ἴδια μέσα ποὺ μᾶς κατεπάλαισεν ὁ διάβολος, ἀκριβῶς μὲ τὰ ἴδια τὸν ἐνίκησεν ὁ Χριστός. Ἔλαβε τὰ ἴδια ὅπλα καὶ τὸν κατεπολέμησε μὲ αὐτά. Πῶς, ἄκουσέ το. Ἡ Παρθένος, τὸ Ξύλον καὶ ὁ Θάνατος ἦσαν τὰ σύμβολα τῆς ἰδικῆς μας ἥττας. Παρθένος εἶναι ἡ Εὔα. Οὐδέποτε εἶχε γνωρίσει ἄνδρα, ὅταν ὑπέστη τὴν ἀπάτη. Ξύλον εἶναι τὸ δένδρον καὶ Θάνατος τὸ ἐπιτίμιον ἐναντίον τοῦ Ἀδάμ. Εἶδες πῶς ἡ παρθένος, τὸ ξύλον καὶ ὁ θάνατος ἔγιναν τὰ σύμβολα τῆς ἥττας μας;
Κοίταξε τώρα πῶς ἔγιναν αἴτια τῆς νίκης. Ἀντὶ τῆς Εὔας ἡ Μαρία, ἀντὶ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ πονηροῦ, τὸ ξύλον τοῦ σταυροῦ, ἀντὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἀδάμ, ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου. Εἶδες μὲ ποιὰ μέσα ἐνίκησεν, ἐνῶ μὲ τὰ ἴδια ἡττᾶται;
Γύρω ἀπὸ τὸ δένδρον ἐπάλαισε καὶ ἐνίκησε τὸν Ἀδὰμ ὁ διάβολος; Γύρω ἀπὸ τὸν σταυρὸν ἐνίκησε τὸν διάβολο ὁ Χριστός. Καὶ τὸ μὲν ξύλον ἐκεῖνο, τὸ δένδρον ἔστελνε εἰς τὸν ᾍδην, ἐνῶ τοῦτο, τὸ τοῦ σταυροῦ, ἀνεκάλει καὶ ὅσους εἶχον ὑπάγει εἰς τὸν ᾍδην. Τὸ πρῶτον ἔκρυπτε τὸν ἡττημένον, ὅπως τὸν αἰχμάλωτον καὶ τὸν γυμνόν, ἐνῶ τὸ δεύτερον, ἐδείκνυεν εἰς ὅλους τὸν νικητήν, προσηλωμένον γυμνὸν ἐφ᾿ ὑψηλοῦ σημείου. Καὶ ὁ μὲν θάνατος εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν συμπαρέσυρε καὶ τοὺς μετὰ τὸν Ἀδάμ, ἐνῶ ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀνέστησεν ἀληθῶς καὶ τοὺς πρὸ αὐτοῦ θανόντας. «Ποίος θὰ περιγράψει τὰς δυνάμεις τοῦ Κυρίου καὶ θὰ κάνει νὰ εἰσακουσθοῦν ὅλαι αἱ αἰνέσεις του;». Διὰ τοῦ θανάτου ἐγίναμεν ἀθάνατοι, ἀνέστημεν ἀπὸ τὴν πτῶσιν καὶ ἀπὸ νικημένοι κατέστημεν νικηταί.
Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τοῦ σταυροῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ μεγίστη ἀπόδειξις τῆς ἀναστάσεως. Σήμερον σκιρτοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ ὅλαι αἱ δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ ἀγάλλονται εὐχαριστούμενοι διὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἂν διὰ τὴν μετάνοιαν καὶ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ γίνεται χαρὰ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, πολὺ περισσότερον συμβαίνει τοῦτο διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς οἰκουμένης.
Σήμερον ὁ Χριστὸς ἠλευθέρωσε τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου καὶ τὴν ἐπανέφερεν εἰς τὴν προηγουμένην της εὐγένειαν. Ὅταν λοιπὸν ἴδω τὴν ἀρχικήν μου καταβολὴν οὕτω νὰ νικᾶ τὸν θάνατον, δὲν φοβοῦμαι πλέον, δὲν ἀπεχθάνομαι τὸν πόλεμον, οὔτε κάμπτομαι διὰ τὴν ἀδυναμίαν μου, ἀλλὰ αἰσθάνομαι τὴν θείαν δύναμιν σύμμαχόν μου εἰς τὸ μέλλον. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κατανικήσει τὴν τυραννίαν τοῦ θανάτου καὶ θὰ μπορέσει νὰ ἀχρηστεύσει τὴν δύναμήν του, τί νομίζετε, δὲν θὰ κάνει τὸ πᾶν διὰ τοὺς συνανθρώπους του, τῶν ὁποίων τὴν μορφὴν ἐδέχθη ὁ Χριστὸς νὰ λάβει λόγω τῆς μεγάλης του φιλανθρωπίας καὶ νὰ πολεμήσει ὑπὸ τὴν ἀνθρωπίνην μορφὴν τὸν διάβολον;
Σήμερον ἡ σύναξις τῶν ἀγγέλων καὶ ὁ χορὸς ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων ἀγάλλονται διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Σκέψου, λοιπόν, ἀγαπητέ, τὸ μέγεθος τῆς χαρᾶς, ἀφοῦ καὶ αἱ οὐράνιαι δυνάμεις συνεορτάζουν μὲ ἡμᾶς καὶ χαίρουν ἐπίσης διὰ τὰ ἰδικά μας ἀγαθά. Ἂν καὶ εἶναι ἰδική μας ἡ χάρις ποὺ μᾶς παρεχώρησεν ὁ Χριστός, ἐν τούτοις εἶναι καὶ ἰδική των ἡ εὐχαρίστησις. Διὰ τοῦτο δὲν ἐντρέπονται νὰ συνεορτάζουν μαζί μας.
Ἀλλὰ τί λέγω, ὅτι μόνον οἱ σύνδουλοί μας δὲν ἐντρέπονται νὰ συνεορτάζουν; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ ἡμῶν, δὲν ἐντρέπεται νὰ συνεορτάζει μαζί μας. Ἀλλὰ διατὶ εἶπον δὲν ἐντρέπεται; Ὄχι μόνον δὲν ἐντρέπεται, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐπιθυμεῖ. Ἀπὸ ποῦ τεκμαίρεται αὐτό; Ἄκουσέ τον τί λέγει: «Ἐπεθύμησα σφοδρῶς νὰ φάγω μαζί σας τοῦτο τὸ Πάσχα». Δηλαδὴ ἀφοῦ ἐπεθύμησε νὰ φάγει, αὐτὸ σημαίνει καὶ νὰ συνεορτάσει.
Ὅταν δεῖς ὄχι μόνον τοὺς ἀγγέλους καὶ τὴν σύναξιν ὅλων τῶν οὐρανίων δυνάμεων, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν Κύριον τῶν ἀγγέλων νὰ συνεορτάζει μαζί μας, τί σοῦ ἀπομένει διὰ νὰ εὐφρανθεῖς; Λοιπόν, ἂς μὴ εἶναι κανεὶς κατηφὴς σήμερον λόγω πενίας. Ἡ ἑορτὴ εἶναι πνευματική....
Ἂς ἑορτάσωμεν, λοιπόν, τὴν ἑορτὴν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἀνέστη καὶ μαζί του συνανέστησε τὴν οἰκουμένην. Καὶ αὐτὸς μὲν ἀνέστη θραύσας τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἡμᾶς δὲ ἀνέστησε συντρίψας τὰς ἁλυσίδας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὁ Ἀδὰμ ἠμάρτησε καὶ ἀπέθανεν. Ὁ Χριστὸς δὲν ἠμάρτησε καὶ ἀπέθανεν. Καινοφανὲς καὶ παράδοξον. Ὁ πρῶτος ἠμάρτησε καὶ ἀπέθανεν. Ὁ δεύτερος δὲν ἠμάρτησε, ἀλλὰ ἀπέθανεν. Διὰ ποῖον λόγον καὶ διατί; Διὰ νὰ μπορέσει ὁ ἁμαρτήσας καὶ ἀποθανῶν νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου μέσῳ τοῦ μὴ ἁμαρτήσαντος καὶ ἀποθανόντος.
Ἔτσι πολλάκις γίνεται καὶ εἰς τὰς περιπτώσεις ὅσων ὀφείλουν χρήματα. Ὀφείλει κάποιος εἰς κάποιον ἀργύρια, δὲν ἔχει νὰ τὰ καταβάλει καὶ ἕνεκα τούτου φυλακίζεται. Ἕνας ἄλλος ποὺ δὲν ὀφείλει καὶ ποὺ ἠμπορεῖ νὰ τὰ καταβάλει, τὰ καταθέτει καὶ ἀπολύεται ὁ ὑπόλογος.
Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὤφειλεν ὁ Ἀδὰμ τὸν θάνατον καὶ ἐκρατεῖτο ὑπὸ τοῦ διαβόλου. Ὁ Χριστὸς οὔτε ὤφειλεν, οὔτε ἐκρατεῖτο. Ἦλθεν ὅμως καὶ κατέβαλε τὸν θάνατον ὑπὲρ τοῦ κρατουμένου, προκειμένου νὰ τὸν ἀπολύσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου.
Εἶδες τὸ κατόρθωμα τῆς Ἀναστάσεως; Εἶδες τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου; Εἶδες μέγεθος φροντίδος; Λοιπόν, ἂς μὴ γινώμεθα ἀγνώμονες δι᾿ αὐτὸν τὸν οὕτως εὐεργετήσαντα ἡμᾶς, μήτε, ἐπειδὴ ἐπέρασεν ἡ νηστεία, νὰ καταστῶμεν ἀμελέστεροι. Ἀντιθέτως, τώρα παρὰ ποτέ, ἂς ἐπιμελούμεθα περισσότερον τὴν ψυχήν μας, διὰ νὰ μὴ γίνεται ἀσθενεστέρα, ὅταν εὐχαριστῶμεν τὴν σάρκα μας, πράγμα ποὺ ὁμοιάζει μὲ τὸ νὰ περιποιούμεθα τὴν δούλην καὶ νὰ παραμελῶμεν τὴν δέσποιναν.

Ἡ πασχάλια χαρά




Τό Πάσχα, ἡ γιορτή τῆς Ἀνάστασης τοῦ Σωτῆρος, εἶναι, πάνω ἀπ’ ὅλα μιὰ γιορτή μεγάλης χαρᾶς. Ὅταν ὁ ἀναστημένος Χριστός συναντᾶ τίς μυροφόρες καθώς φεύγουν ἀπό τό μνῆμα, τό πρῶτο πράγμα πού τούς λέει εἶναι ἡ λέξη «Χαίρετε». Ὅσον ἀφορᾶ σ’ αὐτή τήν πασχάλια χαρά, τρία σημεῖα ἔχουν ἰδιαίτερη ἀξία: εἶναι χαρά προσωπική, εἶναι χαρά συμπαντική καί εἶναι χαρά εὐχαριστιακή.

Τό Πάσχα εἶναι μιὰ χαρά προσωπική. Ἔτσι καταπῶς τό βεβαιώνουμε στόν πασχάλιο κανόνα τῆς ἀναστάσιμης ἀκολουθίας: «Χθές συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι». Ὁ θάνατος τοῦ Σωτῆρος, ἡ Ταφή καί ἡ Τριήμερος Ἀνάστασή Του, δέν ὑπάρχουν γιά νά τά ἀτενίζουμε ἁπλά ὡς συμβάντα τοῦ ἀπώτερου παρελθόντος, ἀλλά γιά νά τά βιώνει ὁ καθένας μας ὡς τεκταινόμενα μέσα στήν ἴδια του τή ζωή. Ὑπάρχουν γιά νά εἶναι ἄμεσα καί προσωπικά. Ἐγώ σταυρώνομαι μέ τό Χριστό, ἐγώ θάβομαι μαζί Του καί εἶμαι ἐγώ πού ἀνασταίνομαι ἐκ νεκρῶν μαζί μέ Ἐκεῖνον. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ ἀνακαίνιση ἡ δική μου, ἡ ἐπαναδημιουργία μου. Εἶναι εὐλογημένοι ὅσοι τό αἰσθάνονται αὐτό στήν καρδιά τους τή νύχτα τῆς Ἀναστάσεως!

Τό Πάσχα εἶναι μιὰ χαρά συμπαντική. Οἱ ἀκτίνες τοῦ ἀναστάσιμου φωτός διεισδύουν σ’ ὁλόκληρη τήν κτίση. Μέσα ἀπό ἐμᾶς, τούς ἀνθρώπους, ἡ πασχάλια χαρά κοινωνεῖται στό κόσμο τῆς φύσης – στά ζῶα, στόν ἀέρα, στό νερό, σέ καθετί πού ἔρχεται στή ζωή τήν ἄνοιξη. Καί πάλι, ὁ ἀναστάσιμος κανόνας τονίζει ἐμφατικά αὐτό τό στοιχεῖο• «Οὐρανοί μέν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δέ ἀγαλλιάσθω, ἑορταζέτω δέ κόσμος, ὁρατός τε ἅπας καί ἀόρατος• Χριστός γάρ ἐγήγερται». Στήν Ὀρθόδοξη Ρωσία, ὑπῆρχε κάποτε τό ἔθιμο -μπορεῖ καί νά ἐπιβιώνει μέχρι σήμερα σέ κάποιες περιοχές- νά σταματᾶνε οἱ ἀγρότες, γυρίζοντας ἀπό τήν ἀναστάσιμη ἀκολουθία καί κρατώντας τό ἅγιο φῶς, στούς στάβλους τῶν ζώων, καί νά ψέλνουν τόν ἀναστάσιμο ὕμνο στά ἄλογα καί τά κοπάδια – «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…». Δέν ὑπῆρχε τίποτα τό γλυκερό σ’ αὐτό• ἦταν μία ἀναγνώριση τῆς ζωντανῆς ἀλήθειας. Οἱ ἄνθρωποι δέν σώζονται ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά μαζί μέ τόν κόσμο. Εὐλογημένοι εἶναι αὐτοί πού κατά τή διάρκεια τῆς ἀναστάσιμης νύχτας εἰσέρχονται σέ ἕνα μεταμορφωμένο κόσμο!


 



Τό Πάσχα εἶναι ἐπίσης μιὰ χαρά εὐχαριστιακή. Ὁ Κύριος δέν ἀποσύρθηκε ἀπό ἀνάμεσά μας κατά τήν Ἀνάληψη, ἀλλά μᾶς ἄφησε τή Θεία Εὐχαριστία ὡς ἕνα διαρκῆ δεσμό. Τρώγοντας τόν οὐράνιο Ἄρτο καί πίνοντας ἀπό τό Ποτήριο τῆς ζωῆς, ἑνωνόμαστε, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, μέ τόν ἀναστημένο καί δοξασμένο Χριστό. Γιά νά παραπέμψουμε γιά μία ἀκόμη φορὰ στόν ἀναστάσιμο: «ὦ Πάσχα τό μέγα, καί ἱερώτατον Χριστέ, ὦ σοφία καί Λόγε, τοῦ Θεοῦ καί δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ Ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου ». Ἡ πασχάλια χαρά σχετίζεται ἄμεσα μέ τή χαρά τῆς Κοινωνίας. Δεχόμενοι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ στήν Εὐχαριστία, συμμετέχουμε ἀπό τώρα στό Μεσσιανικό Δεῖπνο, πού θά γευτοῦμε «ἐκτυπώτερον» κατά τήν «ἀνέσπερη ἡμέρα» τῆς οὐράνιας Βασιλείας.

Τό Πάσχα εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀφετηρία, ὁ διαφανής καί ἀμετάθετος ἐγκαινιασμός αὐτῆς τῆς «ἀνέσπερης ἡμέρας». Κι εἶναι πραγματικά εὐλογημένοι ἐκεῖνοι πού, καθώς λαμβάνουν τή Θεία Κοινωνία τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως, βιώνουν τήν παρουσία τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας!



Πραγματική κι ὅμως παράδοξη!

Τό Πάσχα, ἡ νίκη τοῦ Σωτήρα καταπάνω στό θάνατο, εἶναι τό κέντρο ὅλης μας τῆς λατρείας, τό θεμέλιο ὅλης τῆς ἐλπίδας καί τῆς χαρᾶς μας. Ἄν ὁ Ἰησοῦς δέν ἀναστήθηκε πραγματικά ἀπό τούς νεκρούς, τότε, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅλη μας ἡ πίστη εἶναι «ματαία» (Α’ Κόρ. 15,17) κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων» (Α’ Κόρ. 15,19). Χωρίς τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ζωντανή Χριστιανοσύνη.

Οἱ εὐαγγελικές ἀναφορές στήν Ἀνάσταση ἐπιμένουν ἰδιαίτερα σέ δύο σημεῖα. Καταρχάς, τονίζουν ἐμφατικά τήν πραγματικότητά της. Μετά τήν Ἀνάστασή Του, ὁ Χριστός δέν ἐμφανίστηκε ἁπλά, σάν σέ ὅραμα, στούς μαθητές Του, ἀλλά τούς κατέστησε ὁλότελα σαφές ὅτι ἦταν παρών γιά μία ἀκόμη φορὰ μέ τό πραγματικό -φυσικό Του σῶμα – τό ἴδιο σῶμα πού προσηλώθηκε καί πέθανε πάνω στό Σταυρό. Ἐκεῖνο τό δειλινό τῆς πασχάλιας ἡμέρας, τό πρῶτο πράγμα πού κάνει, ἀφοῦ τούς ἀπευθύνει τόν χαιρετισμό Του, εἶναι νά τούς δείξει τίς πληγές στά χέρια καί τήν πλευρά Του. Μιὰ ἑβδομάδα μετά, ξαναεμφανίζεται καί λέει στό Θωμᾶ: «φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός» (Ἰωάν. 20,27). Οἱ μαθητές καλοῦνται νά μήν ἔχουν τήν παραμικρή ἀμφιβολία πώς τό σῶμα τοῦ Πάθους στό Γολγοθᾶ καί τό σῶμα τῆς Ἀνάστασης, πού τώρα ἀντικρίζουν μπροστά τους, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό. Ὁ ἀναστημένος Σωτήρας δέν εἶναι ἄσαρκο πνεῦμα• «ψηλαφήσατέ με καί ἴδετε», τούς λέει, «ὅτι πνεῦμα, σάρκα καί ὀστέα οὐκ ἔχει καθώς ἐμέ θεωρεῖτε ἔχοντα… καί λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγε» (Λουκ. 24, 39-43). Τά Εὐαγγέλια δέν ἀφήνουν χῶρο γιά καμιά ἀμφισημία: ἡ Ἀνάσταση εἶναι πραγματική.

Ὅμως τήν ἴδια στιγμή, ὑπάρχει μιὰ παραδοξότητα, ἕνα μυστήριο γύρω ἀπό τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Περνᾶ μέσα ἀπό κλειστές θύρες (Ἰωάν. 20,19). Μετά τήν Ἀνάσταση, οἱ μαθητές δέν ἀναγνωρίζουν ἀμέσως τόν Ἰησοῦ στή λίμνη τῆς Τιβεριάδας (Ἰωάν. 21,4)• οὔτε ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας στό δρόμο πρός Ἐμμαούς (Λουκ. 24,16). Ἔχει τό ἴδιο σῶμα πού εἶχε καί πρίν, κι ὡστόσο εἶναι διαφορετικό, διότι τώρα εἶναι «σῶμα πνευματικόν» (Α’ Κόρ. 15,44),

Αὐτό δέν σημαίνει πώς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν Ἀνάσταση εἶναι, ὑπό μία ἔννοια, μή πραγματικό ἤ ἐξαϋλωμένο. Ὄχι: παραμένει ἕνα ὁλότελα φυσικό σῶμα, ἀποτελούμενο ἀπό ὕλη. Ὅμως ἡ ὑλικότητά του ἔχει πλέον μεταμορφωθεῖ ἀπό τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, καί ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια, ἔχει ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τούς περιορισμούς πού ὑφίστανται συνήθως τά σώματά μας. Διαθέτει ἐλαφράδα, ἄνωση καί ἐλευθερία – ἰδιότητες πού τά σώματα τῶν δικαίων θά ἀποκτήσουν κατά τή γενική ἀνάσταση τῶν ἐσχάτων, ἀλλά πού ἐμεῖς πρός τό παρόν δυσκολευόμαστε νά φανταστοῦμε. Ὅμως, παρότι θαυμαστά μεταμορφωμένο, παραμένει τό ἴδιο μέ πρίν, ἕνα φυσικό σῶμα.

Ἄς μήν χάνουμε τήν εὐκαιρία, σέ κάθε πασχάλια γιορτή, νά ἐκδηλώνουμε τήν πίστη μας στήν πραγματικότητα τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασης τοῦ Σωτῆρος, νά ἀνοίγουμε κάθε φορὰ τά μάτια μας ἐκστατικά ἐνώπιον τοῦ ἀναστημένου σώματός Του, καί νά κοιτᾶμε μπροστά προσδοκώντας τή δική μας μελλοντική ἀνάσταση τῶν ἐσχάτων.

 
Τρία δῶρα καί μία ἀποστολή

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας, εἰσέρχεται μετά τήν Ἀνάσταση, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καί ἐμφανίζεται, «οὔσης ὀψίας», στούς μαθητές Του. Κομίζει στούς Ἀποστόλους τρία δῶρα, καί σέ ἀνταπόδοση τούς δίνει τήν ἐντολή ἤ τούς παραγγέλλει νά φέρουν εἰς πέρας μία ἀποστολή. Ποιά εἶναι αὐτά τά τρία ἀναστάσιμα δῶρα καί ποιά ἡ ἀποστολή ποὺ τά συνοδεύει;

Τό πρῶτο δῶρο εἶναι τό δῶρο τῆς Εἰρήνης; «Ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς• εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. 20,19). Ἡ εἰρήνη σημαίνει μία αἴσθηση κατεύθυνσης: Ὄχι τήν ἀπουσία πειρασμῶν καί ἀγώνα -αὐτά συνεχίζονται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας- ἀλλά τήν ἀπουσία ἐκείνης τῆς σύγχυσης, τῆς παραζάλης καί τῆς ἀβεβαιότητας, πού κάνουν τόν ἄνθρωπο νά παραλύει. Τέτοια ἦταν ἡ κατάσταση τῶν μαθητῶν. Ὅταν εἶδαν τόν Κύριό τους νά πεθαίνει στό Σταυρό, ἀπογοητεύτηκαν βαθιά καί τράπηκαν σέ φυγή, ὅπως τά πρόβατα χωρίς ποιμένα. Δέν εἶχαν ἰδέα τί θά ἔπρατταν στή συνέχεια. Ὅμως τώρα πού συνάντησαν τόν ἀναστημένο Σωτήρα, ἔχουν πλέον μέσα τούς εἰρήνη. Ἔχουν μία αἴσθηση προσανατολισμοῦ καί ξέρουν πού πηγαίνουν.

Τό δεύτερο δῶρο εἶναι τό δῶρο τῆς Χαρᾶς: «ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ἰωάν. 20,20). Ἡ ἀπόγνωση πού ἔνιωσαν οἱ μαθητές ὅταν εἶδαν τόν Χριστό σταυρωμένο μετατράπηκε τώρα σέ ἀγαλλίαση. Συντετριμμένοι προηγουμένως, ζαρωμένοι ἀπό τό φόβο πίσω ἀπό κλειδωμένες πόρτες, μεταμορφώνονται ἔξαφνα ἀπό μία μεγάλη χαρά.

Τό τρίτο δῶρο εἶναι τό σημαντικότερο ὅλων, εἶναι ἡ δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Ἐνεφύσησε καί λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» (Ἰωάν. 20,22). Προεξοφλώντας τήν πληρέστερη ἀποκάλυψη κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ ἀναστημένος Χριστός καθιστᾶ τοὺς Ἀποστόλους «πνευματοφόρους». Αὐτό, ἀπό μία ἄποψη, μπορεῖ κανείς νά τό δεῖ ὡς τό πλήρωμα τοῦ σκοποῦ τῆς Ἐνσάρκωσης: ὅπως βεβαιώνουν οἱ Πατέρες, «ὁ Λόγος ἐνσαρκώθηκε γιά νά μπορέσουμε ἐμεῖς νά ἀξιωθοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα». Ὅπως λέει καί ὁ Βλαδίμηρος Λόσκυ: «Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας -προσωπική καί ἀναφαίρετη στόν καθένα μας- εἶναι τό θεμέλιο ὅλης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς».

Αὐτό εἶναι τό τριπλό δῶρο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ: Εἰρήνη, Χαρά καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅμως τά δῶρα ὑπάρχουν πάντα γιά νά μοιράζονται μέ τούς ἄλλους καί νά γίνονται χρήσιμα γιά τό καλό τῶν ἄλλων γι’ αὐτό καί τό τριπλό δῶρο κουβαλᾶ μαζί του καί μία πρόσκληση ἀποστολῆς. «Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωαν. 20, 21): ἡ Εἰρήνη, ἡ Χαρά καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συνεπάγονται τό στάλσιμο τῶν Ἀποστόλων σέ μία ἀποστολή. Πρέπει νά προεκτείνουν τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στό χρόνο καί τό χῶρο, φέρνοντας τό δικό Του μήνυμα συγχωρήσεως στούς ἀπεγνωσμένους καί ἐξουθενωμένους. Ἐνδυναμώθηκαν διά τοῦ Πνεύματος γιά νά κομίσουν μαρτυρία: «ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48).

Κι ὡστόσο, ὁ Κύριος, καθώς προσφέρει τά τρία δῶρα Του καί ἐμπιστεύεται στούς Ἀποστόλους ἕνα ἔργο, κάνει καί κάτι ἄλλο: «Ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας καί τήν πλευράν» (Ἰωάν, 20,20). Γιατί; Δέν χωρᾶ καμία ἀμφιβολία πώς νά τούς διαβεβαιώσει πώς αὐτός πού στέκεται μπροστά τους εἶναι πράγματι Ἐκεῖνος ὁ Ἴδιος, ἀναστημένος ἀπό τούς νεκρούς μέ τό ἴδιο φυσικό σῶμα πού ὑπέφερε πάνω στό Σταυρό. Ὅμως ὑπάρχει σίγουρα κι ἕνας βαθύτερος λόγος. Ἄν ὁ Σωτήρας τούς δείχνει τά πέντε στίγματα τῶν πληγῶν τοῦ Πάθους, νωπά ἀκόμα στή σάρκα Του, εἶναι γιά νά τούς καταστήσει σαφές πώς μόνο ἕνας τρόπος ὑπάρχει νά ἐκπληρώσουν μέ ἐπιτυχία τήν ἀποστολή πού τούς παρέδωσε. Κι αὐτός ὁ τρόπος εἶναι νά Τόν ἀκολουθήσουν στό δρόμο τοῦ Σταυροῦ, νά μοιραστοῦν μαζί Του τήν οὐσιαστική αὐτοπροσφορά Του, νά βαστάξουν «ἐν τῷ σώματι, τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Γαλ. 6,17). «Ὑμεῖς ἐστε μάρτυρες τούτων» (Λουκ. 24,48): ὅσο ὁ καθένας μας γίνεται μάρτυρας, δηλαδή σύν-πάσχει καί σύν-μαρτυρεῖ μαζί μέ τό Χριστό, ὅσο εἴμαστε ἐκτεθειμένοι, ἀνοιχτοί στό πόνο τῶν διπλανῶν μας, τόσο θά μποροῦμε κι ἐμεῖς νά εἴμαστε ἀληθινοί ἀπόστολοι.

Στίς βιτρίνες τῶν γραφείων κηδειῶν ὑπάρχει κάποιες φορές ἡ ἐπιγραφή «Δεχόμαστε παραγγελίες στεφάνων ἤ σταυρῶν». Ὅμως στή πραγματικότητα δέν ὑπάρχει δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξύ τῶν δύο: δέν μποροῦμε νά φορέσουμε τό στεφάνι τῆς ἀναστάσιμης νίκης, ἄν δέν σηκώσουμε μαζί μέ τό Χριστό τό Σταυρό. Κατά τό Μεσαίωνα, τά «πασχάλια μνήματα», οἱ κατασκευές δηλαδή ἐκεῖνες πού ἑτοιμάζονταν γιά νά στολίσουν κάθε Πάσχα τούς ἀγγλικούς ναούς, ἔφεραν πάνω τους τήν ἐπιγραφή «Vincit qui patitur» – «Αὐτός πού πάσχει νικᾶ». Αὐτό συνέβη μέ τό Σωτήρα μας καί αὐτό πρέπει νά συμβεῖ καί μέ μᾶς. Ἄς βαστάξουμε λοιπόν στό σῶμα μας τά στίγματα τοῦ σταυρωθέντα Ἰησοῦ, καί στή συνέχεια, μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά μοιραστοῦμε μαζί μέ τούς ἄλλους τήν Εἰρήνη καί τή Χαρά τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ!

Ο Μητροπολίτης των Αφορισμῶν και της κατάρας!


''Να σαπίσει το χέρι του Φίλη αν υπογράψει 

τέτοιο διάταγμα! ...

Να γίνει δηλητήριο το

 κρέας και να τους τρυπήσει τοστομάχι των άθεων"!!!

 kalabriton.filis-1
     Αὐτὰ ἐκστόμισε ὁ Μητροπολίτης τῶν Ἀφορισμῶν

καὶ τῆς κατάρας! Ὁ μητροπολίτης ποὺ συνήργησε

στὶς πρωτοβουλίες τοῦ Ἀρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου

 νὰ πρωτοέρθει ὁ Πάπας Παῦλος-Ἰωάννης στὴν Ἑλλάδα!

 αὶ κάλυψε τὸ ψέμα τοῦ Χριστόδουλου ὅτι τὸν

Πάπα τὸν προσκάλεσε ὁ Πρόεδρος Στεφανόπουλος).

 Ὁ μητροπολίτης ποὺ τόλμησε νὰ ἐναντιωθεῖ στοὺς

ἑκατοντάδες Ἁγίους καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση

καὶ νὰ πεῖ: "Ὁ Παπισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση!

 Ποτέ δὲν θὰ σᾶς διδάξω ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση"!!!
   Τί εἶναι χειρότερο; Οἱ ὅποιες ἀπαράδεκτες ἐνέργειες

κάποιων κοσμικῶν ἀνθρώπων, ἢ οἱ βλάσφημες καὶ

κακόδοξες πράξεις τῶν τάχα Ὀρθόδοξων

Ἐπισκόπων ποὺ σκανδαλίζουν συνεχῶς μὲ τὴν

ἀμετροέπειά τους καὶ τὴν δίψα τους νὰ ἀσχολοῦνται

μαζί τους τὰ Μ.Μ.Ε.;

Καὶ δὲν φοβᾶται ὁ κ. Ἀμβρόσιος Λενῆς,

ὅταν ἐκφέρει αὐτὲς τὶς κατάρες γιὰ τοὺς ἄλλους;


Καλαβρύτων: ''Να σαπίσει το χέρι του Φίλη αν υπογράψει τέτοιο διάταγμα''     



Γράφει η Πέπη Σπηλιωτοπούλου

Η καθιερωμένη ομιλία του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας 
κ. Αμβροσίου στην πλατεία Αγίας Λαύρας κατά τη συνάντηση των
 επιταφίων του κέντρου του Αιγίου σίγουρα θα μείνει αξέχαστη στο 
κοινό που την παρακολούθησε, καθώς το περιεχόμενό
της μόνο σε ...Άγιες μέρες δεν παρέπεμπε.
Με φωνή στεντόρεια και αρκούντως αυστηρή, ο ίδιος λοιδωρώντας 
τον Υπουργό Παιδείας κ. Νίκο Φίλη για την επερχόμενη απόφασή του 
να καταργηθεί το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία και να
 αντικατασταθεί με το μάθημα της Θρησκειολογίας, του ευχήθηκε 
να...σαπίσει το χέρι του (!) αν τολμήσει να υπογράψει τέτοιο διάταγμα.
Όσον αφορά σε ομάδα αθέων που μέσω facebook καλούσαν απόψε
 σε δείπνο με κρεοφαγία σε διάφορες πόλεις της χώρας, τους ευχήθηκε 
να ...τρυπήσει το στομάχι τους, όχι γιατί θα φάνε κρέας αλλά 
γιατί προκαλούν το θρησκευτικό αίσθημα.
"Ενώπιόν σας, παρακαλώ τον Εσταυρωμένο Χριστό να 
σαπίσει το χέρι του Φίλη αν υπογράψει τέτοια διατάγματα
 αθεΐας όπως η κατάργηση. Όσον αφορά στο κρέας που 
θα φάνε απόψε οι άθεοι που θα κάνουν τραπέζι, 
να γίνει δηλητήριο και να τους τρυπήσει το στομάχι. 
Να γίνει πέτρα και να μην το χωνέψουν! 
Ας τρώει ο καθένας ό,τι θέλει και να λατρεύει το
 Θεό που θέλει αλλά να μην προκαλεί το αίσθημα
 του θρησκευτικού κόσμου" σημείωσε ο Σεβασμιώτατος.
Όπως είναι φυσικό, οι πιστοί άκουγαν άναυδοι τις 'κατάρες' του 
Μητροπολίτη, ενώ σε μια προσπάθεια να απαλύνει το βαρύ 
κλίμα, ο δήμαρχος Αιγιαλείας κ. Θανάσης Παναγόπουλος πήρε
 το λόγο και ευχήθηκε Καλό Πάσχα.
"Μπορεί να έχουν γίνει λάθη και τούτες τις Άγιες Μέρες θα
 πρέπει να είμαστε όλοι ενωμένοι και αγαπημένοι, με ειρήνη 
και ομόνοια. Αυτό είναι για μένα το μήνυμα της Αναστάσεως" 
ανέφερε μεταξύ άλλων.

Λόγος εἰς τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Ἀνάστασιν Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου


 



Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ὁ τριήμερος ἀνέτειλε σήμερα κι᾽ ὁλόκληρη ἐφώτισε τήν πλάση. Ὁ τριήμερος καί προαιώνιος Χριστός, τό τσαμπί τοῦ σταφυλιοῦ, βλάστησε καί τόν κόσμο πλημμύρισε ἀπό χαρά. Τήν ἀβασίλευτην αὐγή ἄς δοῦμε. Πρίν ἔρθη ἡ αὐγή, ἄς τή δοῦμε σήμερα καί ἀπ᾽ τή φωτοπλημμύρα ἄς γεμίσουμε ἀπό χαρά. Τίς πόρτες τοῦ Ἅδη ἀνοίγει ὁ Χριστός καί οἱ νεκροί σηκώθηκαν σά νά κοιμοῦνταν. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού ἀνασταίνει τούς πεσμένους καί ἀνάστησε μαζί Του τόν Ἀδάμ. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, Αὐτός πού ἀνασταίνει ὅλους καί ἐλευθέρωσε τήν Εὔα ἀπ᾽ τήν κατάρα. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός πού Αὐτός μόνος ἀνασταίνει καί χαροποίησε τόν ἀκατάστατο πρῶτα κόσμο, σέ ὅλα τό ρυθμό καί τήν τάξη ἐγκαθιστῶντας. Σηκώθηκε ὁ Κύριος, ὅπως αὐτός πού κοιμᾶται, καί τούς ἐχθρούς Του ὅλους τούς χτύπησε καί τούς ντρόπιασε. Ἀναστήθηκε κι᾽ εἶναι ἡ χαρά τό δῶρο Του σ᾽ ὅλη τήν χτίση. Ἀναστήθηκε κι᾽ ἄνοιξε τοῦ Ἅδη ἡ φυλακή. Ἀναστήθηκε καί τή φθορά τῆς φύσης σέ ἀφθαρσία τή μετάλλαξε. Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, κι᾽ ἀποκατάστησε τόν Ἀδάμ στήν παλιά δόξα τῆς ἀθανασίας.

Ἡ νέα χτίση, πού φέρνει ὁ Χριστός, μέ τήν Ἀνάστασή Του ἀνανεώνεται. Μέ τή νέα ὀμορφιά τοῦ Χριστοῦ ἄς στολισθοῦμε· ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ καινούργιος οὐρανός γίνεται σήμερα, ἕνας οὐρανός πιό λαμπρός ἀπό τόν οὐρανό πού ἀντικρύζομε. Γιατί δέν περιμένει τόν ἥλιο πού κάθε μέρα βασιλεύει, ἀλλά τόν Ἥλιο πού ὑψωμένο στό Σταυρό τόν ντράπηκε τοῦτος ὁ δοῦλος ἥλιος καί χάθηκε. Ἔχει τόν ἥλιο, πού γι᾽ αὐτόν εἶπε ὁ προφήτης· θ᾽ ἀνατείλῃ γιά τούς φοβισμένους τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Ἰησοῦ, Ἥλιο πού τήν Ἐκκλησία καταυγάζει φωτεινός καί αἰώνιος. Γι᾽ αὐτόν λέει ἡ Γραφή· Ἥλιος βγῆκε στή γῆ καί Λωτός φύτρωσε, γιά νά ὑποτυπώσῃ τό νόμο, μπῆκε στή Σιγώρ, πού σημαίνει μικρότητα. Αὐτός ὁ Ἥλιος κάνει σοφούς τούς ἀσόφους καί αὐτός ὁ Ἥλιος στήν ἀκλόνητη πέτρα μαζί μέ τήν πίστι μας ἔχει ρίξει θεμέλιο. Γι᾽ αὐτόν τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τό Χριστό, ἔχει γίνει οὐρανός ἡ Ἐκκλησία καί δέν ἔχει φεγγάρι πού μεγαλώνει καί μικραίνει παρά τή χάρη πού λάμπει πάντα. Δέν ἀνατέλλει κάποια ἀστέρια πλανητικά ἀλλά ἀστέρια νεοφώτιστα μέσα ἀπό τήν κολυμβήθρα. Δέ βγάζει σύννεφα πού προκαλοῦν τή βροχή· ἔχει ἡ Ἐκκλησία θεολόγους δασκάλους. Δέν κρέμεται πάνω σέ θολά νερά, ἀλλά ἔχει θεμελιωθῆ πάνω στά ἱερά δόγματα. Δέν φέρνει χειμωνιάτικη βροχή καί συγκινεῖ τούς ἀνθρώπους ὄχι μέ κρωγμούς ἀγριοπουλιῶν ἀλλά μέ τίς ὁμιλίες τῶν δασκάλων.

Αὐτή εἶναι ἡμέρα, πού βγῆκε ἀπ᾽ τά χέρια τοῦ Κυρίου. Ἄς νιώσωμε τήν πνευματική της ἀναγαλλιὰ καί τή θεϊκή εὐφροσύνη της. Αὐτή εἶναι γιά μᾶς ἡ πιό γιορτινή ἀπ᾽ ὅλες τίς ἑορτές. Αὐτή εἶναι ἡ ἑορτή, γιά τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς προτρέπει καί μᾶς λέει: Ἑτοιμάσετε ἑορτή μέ πυκνόφυλλα, χαρούμενα κλαδιά ὥς τίς ἄκρες τοῦ θυσιαστηρίου· αὐτή εἶναι ὅλου τοῦ κόσμου ἡ ἑορτή, πού τόν ἀνακαινίζει καί τόν σώζει. Αὐτή ἡ ἑορτή εἶναι ὅλων τῶν ἑορτῶν ἡ κορυφή καί ἡ ἀκρόπολη· αὐτή εἶναι ἡμέρα πού τήν εὐλόγησε ὁ Θεός καί τήν ἁγίασε, γιατί αὐτή τή μέρα σταμάτησε ἀπό ὅλα τά ἔργα Του, ὁλοκληρώνοντας τή σωτηρία τῶν ζωντανῶν μαζί καί τῶν νεκρῶν. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τῶν μολυσμένων εἰδωλολατρῶν τίς τελετές καί τούς χορούς. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τή δύναμη ὅλων τῶν ἀνηθίκων. Τή μέρα αὐτή σταμάτησε τήν κνίσσα καί τίς θυσίες τῶν εἰδωλικῶν αἱμάτων· αὐτή τή μέρα σταμάτησε τή δύναμη τοῦ τυράννου καί τό κεντρί πού κέντρωνε τούς ἀνθρώπους. Σ᾽ αὐτή σταμάτησε τίς Ἰουδαϊκές θυσίες καί τίς πρωτομηνιές· σ᾽ αὐτή ἔβαλε καινούργιους νόμους καί κανόνες στή χτίση· σ᾽ αὐτή σταμάτησε τό Πάσχα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καί τῶν Ἰουδαίων· σ᾽ αὐτήν ὁλοκλήρωσε κάθε τύπο, σκιά καί προφητεία.

Κατά τό Πάσχα μας, τό Πάσχα τό ἀληθινό, θυσιάστηκε ὁ Χριστός καί ἰδού ἡ καινούργια χτίση τοῦ Χριστοῦ, ἡ καινούργια πίστη τοῦ Χριστοῦ, οἱ καινούργιοι νόμοι, ὁ καινούργιος λαός τοῦ Θεοῦ. Καινούργιος, ὄχι παλιός Ἰσραήλ καί νέο Πάσχα, νέα καί πνευματική περιτομή· νέα καί ἀναίμακτη θυσία· νέα καί θεϊκή διαθήκη. Σήμερα ἀνανεωθῆτε καί ἴσιο φρόνημα, νέο ἐγκαταστῆστε στίς καρδιές σας καί γιά νά δεχθῆτε τῆς νέας κι ἀληθινῆς ἑορτῆς τά μυστικά καί νά δοκιμάσετε σήμερα τρυφήν οὐράνια, πραγματική καί νά φύγετε φωτισμένοι στά μυστικά τοῦ νέου Πάσχα καί πού δέν παλιώνουν, καί πῆραν τή θέση τῶν ἀντίστοιχων μυστικῶν τοῦ παλιοῦ, γιά νά ἀντιληφθῆτε πόση εἶναι ἡ ἀπόσταση καί ἡ διαφορά τῶν δικῶν μας ἀπό τά Ἰουδαϊκά καί ποιά σύγκριση μπορεῖ νά σταθῆ τῶν ἄδειων τύπων μέ τήν ἀλήθεια. Ἄς ἀρχίσουμε τό λόγο γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἐμφάνισή Του ἀπ᾽ αὐτό τό σημεῖο.

Ἔστειλε κάποτε ὁ Θεός ἀπό ψηλό βουνό γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ τό νομοθέτη Μωυσῆ, γιά νά φέρη τόν τύπο τοῦ νόμου. Στάλθηκε κι ὁ νομοθέτης Κύριος, Θεός ἀπό Θεό, ὄρος ἀπό ὄρος τῆς οὐράνιας ὀροσειρᾶς γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ μας, πού εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀλλά ὁ Μωυσῆς ἔδωσε ἐλευθερία ἀπό τόν Φαραώ καί τούς Αἰγυπτίους, ἐνῶ ὁ Χριστός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τό διάβολο καί τούς δαίμονες. Ὁ Μωυσῆς ἐσκότωσε κι ἔθαψε στήν ἄμμο ἐκεῖνον πού ἐνίκησε τόν Ἰουδαῖο. Ἔδωσε κι ὁ Χριστός τόν θάνατο στό διάβολο, στήν ἄβυσσο ἐξαποστέλλοντάς τον. Συμφιλίωσε ὁ Μωυσῆς τούς δύο ἀδελφούς του πού φιλονικοῦσαν· συμφιλίωσε κι ὁ Χριστός τούς δύο λαούς Του, ἑνώνοντας τά οὐράνια μέ τά γήϊνα. Ἐκεῖ ἡ κόρη τοῦ Φαραώ ἦρθε νά λουστῆ καί βρῆκε τό Μωυσῆ καί ἡ Ἐκκλησία, κόρη τοῦ Χριστοῦ, μέ τό Βάπτισμα παίρνει τό Χριστό, ὄχι τριῶν μηνῶν ἀπό τό κοφίνι, ὅπως τό Μωυσῆ, ἀλλά τριῶν ἡμερῶν ἀπό τόν τάφο ἀντί τοῦ Μωυσῆ. Ἐκεῖ τυπικά καί σέ νυχτερινό σκοτάδι ἔκαμε ὁ Ἰσραήλ τό Πάσχα του, ἐδῶ φωτεινά καί μέσα στήν ἡμέρα τό Πάσχα ἑορτάζομε. Ἐκεῖ στῆς ἡμέρας τό βράδιασμα· ἐδῶ στό βράδιασμα τοῦ χρόνου καί τῶν καιρῶν. Ἐκεῖ τά πορτόφυλλα σημαδεύτηκαν μέ τό αἷμα· ἐδῶ τῶν πιστῶν οἱ καρδιές σφραγίζονται μέ τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἦταν θυσία νυχτερινή καί σέ ὥρα νύχτας ἔγινε τῆς Ἐρυθρᾶς τό πέρασμα· ἐδῶ εἶναι σωτηρία καί φωτερή ἡ Ἐρυθρά θάλασσα τοῦ Βαπτίσματος καί μέ τή φωτιά τοῦ Πνεύματος φωτίζει, ἐδῶ ἀληθινά Πνεῦμα Θεοῦ πνέει καί φανερώνεται πάνω στό ἴδιο νερό καί συντρίβει τήν κεφαλή τοῦ δράκοντα ἄρχοντα τῶν δρακόντων, τῶν δαιμονικῶν λαῶν τοῦ διαβόλου. Ἐκεῖ ὁ Μωυσῆς σώζει τούς Ἰσραηλῖτες μέ νυχτερινό βάπτισμα· ἐκεῖ τό σύννεφο γίνεται σκέπη τοῦ λαοῦ· στό λαό τοῦ Χριστοῦ ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου ρίχνει τόν εὐεργετικό ἴσκιο της. Ἐκεῖ γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ χόρεψε ἡ Μαρία, τοῦ Μωυσῆ ἡ ἀδελφή: ἐδῶ πού γίνεται ἡ σωτηρία τῶν Ἐθνικῶν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στό σύνολό της γιορτάζει. Ἐκεῖ στήν πέτρα τή φυσική καταφεύγει ὁ Μωυσῆς· ἐδῶ στήν πέτρα τῆς πίστεως καταφεύγει ὁ λαός. Ἐκεῖ οἱ πλάκες τοῦ νόμου συντρίβονται καί μηνᾶνε συνάμα τό πέρασμα τοῦ νόμου καί τό πάλιωμα, ἐδῶ ἀρράγιστοι οἱ θεϊκοί νόμοι σώζονται. Ἐκεῖ τό μοσχάρι καιγόταν στή φωτιά γιά τιμωρία τοῦ λαοῦ· ἐδῶ θυσιάζεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ γιά τοῦ λαοῦ τή σωτηρία. Ἐκεῖ μέ τό ραβδί ἡ πέτρα δέχεται κτύπημα· ἐδῶ ἡ Πέτρα, ὁ Χριστός δέχεται τρύπημα στήν πλευρά. Ἐκεῖ βγαίνει ἀπ᾽ τήν πέτρα νερό· ἐδῶ Αἷμα καί νερό πηγάζει ἀπ᾽ τή ζωοποιό πλευρά. Ἐκεῖνοι δέχτηκαν ἀπ᾽ τόν οὐρανό τό κρέας τῶν ὀρτυκιῶν· ἐμεῖς ἀπ᾽ τά ὕψη δεχόμαστε τό περιστέρι τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνοι ἐφήμερο μάννα ἔφαγαν καί πέθαναν· ἐμεῖς τόν Ἄρτο τρῶμε γιά νά ζοῦμε στόν αἰῶνα.

Μά ἐκεῖνα, παλιά πράγματα καί ἴσκιοι ψεύτικοι πάλιωσαν καί τελείωσαν· τοῦ δικοῦ μας λαοῦ ἡ πίστη αὐξάνει καί θάλλει καί μένει παντοτεινά. Αὐτή εἶναι ἡ προτύπωση τοῦ δικοῦ μας Πάσχα· τό σκιερό πέρασμα τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Ἔτσι πρέπει νά κοιτάξης τήν ἑορτή καί ἔτσι νά ἐξετάσης τά ὅσα ὁ Μωυσῆς καί οἱ Προφῆτες λένε γιά τήν ἡμέρα καί ἡ Ἀνάσταση θά σέ πείση, γιατί ὅλους τούς ἔχει ἡ ἀπιστία τυλίξει. Εἶναι πολλοί οἱ τύποι τῆς ἑορτῆς καί ἀπερίγραπτοι γιά τήν Ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς καί τή συνέχιση τῆς ζωῆς. Μάρτυράς της, πού ἀξίζει νά τόν πιστέψης, εἶναι ἡ σφαγή τοῦ Ἰσαάκ· τύπος της ὁ λάκκος τοῦ Ἰωσήφ, ὅπου τόν ἔρριξαν τ᾽ ἀδέλφια του καί ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ἀθάνατος· τύπος της ὁ λάκκος τοῦ Ἱερεμία, ὅπου μιά φορά ἀπό τή φθορά καί τό βόρβορο βγῆκε. Τοῦ Χριστοῦ τήν Ἀνάσταση ὑποτυπώνει τό κῆτος τοῦ Ἰωνᾶ, ἀπό ὅπου βγῆκε σέ τρεῖς μέρες. Ἔχεις στή διάθεσή σου κι ἄλλο σημάδι γιά τό δεσμωτήριο τοῦ Ἅδη, τό δεσμωτήριο τοῦ Ἰωσήφ, ὅπου τόν κατασφάλισε ἡ παράνομη συναγωγή κι ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ἀπείρακτος ἔπειτα ἀπό τρία χρόνια, ὅπως βγῆκε ὁ Χριστός σέ τρεῖς μέρες ἀπό τούς νεκρούς. Μαζί μ᾽ αὐτούς κι ὁ Δανιήλ μέ τό λάκκο τῶν λεόντων προτυπώνει τόν τάφο τοῦ Σωτήρα, ἀπ᾽ ὅπου βγῆκε ὁ Ἰησοῦς καί σώθηκε ἀπό τόν Ἅδη καί τό θάνατο, ὅπως ἀπό λεοντάρια. Μέ αὐτά νά ἐλέγξης τούς Ἰουδαίους καί νά τούς ἐπιτιμήσης. Ἔτσι ν᾽ ἀπολογηθῆς γιά τό πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά τά ὅπλα σύμμαχος σοῦ χαρίζει ο λόγος· αὐτά τά μυστήρια σοῦ διδάσκει ἡ ἑορτή.

Καί ἔπειτα τί ἄλλο ἐκτός ἀπό αὐτά; Ἐμεῖς γιορτάζομε μόνο ἤ θά φροντίσωμε καί γιά τόν ἀδελφό μας; Ἐμεῖς θά πανηγυρίσωμε ἤ θά μιλήσωμε καί γιά τούς ἄλλους; Εἶναι ἀνάγκη μέσα στή δική μας ἑορτή ν᾽ ἀκουσθῆ ἕνας θεάρεστος καί καλόδεκτος, κοινός στεναγμός τῆς Ἐκκλησίας πρός τό Θεό κι ἄς θυμηθοῦμε τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σ᾽ ἀνάγκες, τούς δικούς μας πού βασανίζονται ἀπό τίς στερήσεις στίς ἐρημιές.

Ἄς μποῦμε στά δεσμά τῶν δεσμωτῶν, ἄς ἀναδεχτοῦμε τόν πόνον ὅσων πονοῦν· γιατί ἄν ὑποφέρη ἕνα μέλος, ὑποφέρουν μαζί ὅλα τά μέλη. Ἄς συμμεριστοῦμε λοιπόν τό πάθος τῶν ἀδελφῶν μας, τῶν ἴδιων τῶν μελῶν μας· ἄλλοι μέ χρήματα, ἄλλοι μέ λόγους, ἄλλοι μέ εὐεργεσίες, ὅλοι μέ τήν ἱκεσία μας γι᾽ αὐτούς στό Θεό. Ἄς γίνωμε πρεσβευταί, παρακαλῶ, ὅλοι ἀπό κοινοῦ σήμερα πρός τό Θεό, γιατί κοινή εἶναι ἡ αἰχαμαλωσία μας. Κοινή παρακαλῶ ἄς εἶναι ἡ δέησή μας, ἀφοῦ κοινή εἶναι καί ἡ τιμωρία. Ἄς ἀκούσωμε αὐτόν πού λέει: προσευχηθῆτε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά σωθῆτε. Ἄς ἀκούσωμε τό Χριστό πού λέει· ἄν δύο ἤ τρεῖς συμφωνήσουν στήν προσευχή, κάθε αἴτημα πού θά ζητήσουν, θά τούς δοθῆ. Μεγάλο ὅπλο, ἀδελφοί, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας· μεγάλο τεῖχος ἀδελφοί, ἡ σύμφωνη προσευχή ὅλων πρός τόν Θεό καί μάλιστα τοῦ λαοῦ πού στήν αἰχμαλωσία του ἔμεινε πιστός. Κανείς ἄς μήν τολμήση νά πῆ ὅτι ὁ Θεός δέν ἀκούει τούς ἁμαρτωλούς. Περισσότερο δέχεται τή δέηση τῶν ταπεινῶν καί μάλιστα ἐκείνων πού καταπονοῦνται γιά τό ὄνομά Του, πού μαστιγώνονται, πού φυλακίζονται, πού θλίβονται, πού τούς κατηγοροῦν οἱ ἐχθροί τους κι ὅμως δέν ἀρνήθηκαν τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀπ᾽ αὐτούς ὑπάρχουν πολλοί καί πολλές μέσα στίς τάξεις μας κι ἔγιναν τοῦ Χριστοῦ ὁμολογηταί, καί πού Ἐκεῖνος ἀμέσως τούς ἀκούει. Μεγάλο ὅπλο, ἀγαπητοί, ἡ εὐχή ἐκείνων· ὅλους αὐτούς τούς λογαριάζει ὁ Χριστός γιά τούς κινδύνους πού καθημερινά διατρέχουν.

Γι᾽ αὐτό καί θαρραλέοι ἐμεῖς ἀπό τίς προσευχές τους καί βλέποντας τό θάρρος πού ἔχουν μπροστά στό Θεό αὐτοί, ἀπό κοινοῦ, μ᾽ ἐπιμονή ἄς προσευχηθοῦμε γιά τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σέ ἀνάγκες. Γιατί πολλές φορές ἡ βασιλική φιλανθρωπία κατά τίς ἑορτές σέ πολλούς καταδίκους χαρίζει τήν ἄφεση καί τήν ἀπελευθέρωση. Μεγάλη, τό ξαναλέω, ἀδελφοί, ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἡ πίστη πού δέν χάνεται κατά τήν αἰχμαλωσία. Γιατί κι ὁ βασιλιάς πολλές φορές λογαριάζει τήν παράκληση τοῦ λαοῦ καί χαρίζει τούς καταδίκους στόν ὄχλο πού παρακαλεῖ. Γι᾽ αὐτό παρακαλοῦμε τήν ἀγάπη ὅλων σας μ᾽ ἐπιμονή νά θυμᾶστε (στίς προσευχές σας) τούς ἀδελφούς μας πού βρίσκονται σ᾽ ἀνάγκη· ἀκόμα καί ἐκείνη τήν ὥρα τήν φρικτή, πού τόν ἀτίμητο μαργαρίτη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ θά δεχτοῦμε στά χέρια μας.

Ἔτσι μ᾽ ἐπιμονή γιά τούς ἀδελφούς μας ἄς προσευχηθοῦμε καί ἄς ποῦμε στό Χριστό: «Σύ ὁ μόνος καί τότε καί τώρα ἀγαθός Θεός καί φιλάνθρωπος κυρίαρχος, πού μέ τό Πάσχα τούς Ἰσραηλῖτες ἀπό τή σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου ἔσωσες καί μέ τό αἷμα τοῦ ἀμνοῦ τούς χάρισες τήν ἐλευθερία, Σύ καί τήν ὥρα τούτη μέ τό ἄχραντο Σῶμα Σου καί τό ἀκριβό Σου Αἷμα δώρησε στόν κόσμο Σου ἐλευθερία ἀπό τήν πικρή σκλαβιά. Σύ πού δέχτηκες τά κλάματα τῆς ἁμαρτωλῆς πόρνης, δέξου σήμερα καί τῆς Ἐκκλησίας Σου τό στεναγμό τῆς αἰχμαλωσίας της. Σύ πού δέχτηκες τοῦ πιστοῦ ληστῆ τήν παράκληση, δέξου καί τοῦ πιστοῦ λαοῦ Σου τήν δέηση. Σύ πού δέχτηκες τή μετάνοια καί τούς στεναγμούς τοῦ Πέτρου, δέξου καί μᾶς τῶν φτωχῶν τό κλάμα, Σύ πού δέν ἔστρεψες τό πρόσωπο στά δάκρυα τῆς Χαναναίας, δέξου καί τή μικρή Ἐκκλησία νά πρεσβεύη γιά μεγάλη αἰχμαλωσία καί κραυγάζοντας σέ Σένα τό Θεό σήμερα νά λέη· Θεέ μου, πού σέ τρεῖς μέρες ἀναστήθηκες ἀπό τούς νεκρούς, σήκωσε τόν πεσμένο ἀπ᾽ τῶν ἐχθρῶν τά χτυπήματα πιστό λαό Σου. Σύ πού τόν Ἀδάμ ἀπ᾽ τούς νεκρούς ἀνάστησες, τόνωσε τό φρόνημα τῶν Χριστιανῶν, Σύ ὁ τότε καί τώρα Θεός, πού πῆρες τή μορφή τοῦ δούλου Σου, λύτρωσε ἀπ᾽ τούς ἄλλους τόν ταπεινό λαό Σου. Σύ πού ἔκρινες ἄξιο νά γίνης παιδί γιά μᾶς, σῶσε ἀπό τό μαχαίρι τό πλῆθος τῶν παιδιῶν μας.

Σύ ὁ τότε Θεός, πού ξενιτεύθηκες μέ τή μητέρα Σου στήν Αἴγυπτο, φέρε πίσω ἀπό τήν ξενιτειά τίς μάννες καί τά παιδιά τους. Σύ πού θεληματικά πουλήθηκες γιά τήν σωτηρία τῶν πολλῶν σταμάτησε τήν ἀγοραπωλησία τοῦ λαοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν. Σύ πού δέχτηκες στήν πλάτη γιά μᾶς τό μαστίγωμα, τοῦ Πιλάτου τίς φοβέρες, Σύ πού κοπίασες γιά μᾶς μέ ὁδοιπορίες, παῦσε τά βάσανα τοῦ λαοῦ Σου καί τίς ταλαιπωρίες. Σύ πού φώναξες στό Σταυρό ‘Διψῶ’ δρόσισε ψυχές πού διψοῦν καί πεινοῦν φοβερά, Σύ πού μαζί μέ τούς ἀνόμους ἀπό ἀνόμους καταδικάστηκες σῶσε καί ἐμᾶς ἀπ᾽ τό συνέδριο τῶν ἀνόμων. Σύ πού γυμνώθηκες ἀπό τούς ἀνόμους σάν κακοῦργος, Σύ ὁ Ἴδιος Κύριε, πού φυλακίστηκες ἀπό τούς ἀνόμους ἐλευθέρωσε τούς ριγμένους στῆς φυλακῆς τά δεσμά. Σύ πού ἔδωσες παράκληση στή μητέρα Σου ἀπό τό θρῆνο καί τό κλᾶμα τοῦ Σταυροῦ, Σύ πού τότε κραύγασες στίς Μυροφόρες τό ΄Χαίρετε΄ Σύ φώναξε καί τώρα ‘Χαίρετε’ στίς Ἐκκλησίες Σου. Σύ πού καρφώθηκες μέ τά τίμια καρφιά στά πόδια καί τά χέρια, ἐλευθέρωσε χέρια καί πόδια λαῶν σιδηροδεμένων. Ναί, Κύριε, φιλάνθρωπε, πού εἶπες ‘περίλυπη εἶναι ἡ ψυχή μου ὡς τό θάνατο’, λύτρωσε τό λαό Σου ἀπό τή λύπη καί τό θάνατο. Σύ πού ἡ λόγχη τρύπησε τήν πλευρά Σου, σπάσε τή λόγχη τῶν ἐχθρῶν Σου μέ τό χέρι Σου τό δυνατό καί θυμήσου, Κύριε, ὅπως τόν πιστό ληστή καί τό λαό Σου. Σύ πού ἔχυσες τό ἄχραντο Αἷμα Σου γιά μᾶς, σταμάτησε τό ἄφθονο χύσιμο τοῦ αἵματός μας. Σῶσε τό λαό Σου Δέσποτα, λυπήσου τούς κληρονόμους Σου. Σηκώσου, γιατί, Κύριε, ἔχεις παραδοθῆ στόν ὕπνο; Γιατί δείχνεις μακροθυμία στούς ἐχθρούς; Γιατί παίρνεις ἀπό μᾶς τό πρόσωπό Σου; Σηκώσου, μή μᾶς κρατᾶς σ᾽ ἀπόσταση ὡς τό τέλος· μή μᾶς παραβλέπης ὁλότελα. Θυμήσου τό Σταυρό Σου, θυμήσου τό λαό Σου, θυμήσου τήν εὐσπλαγχνία Σου. Σύ, Κύριε, πού βάσταξες γιά χάρι μας σαράντα ἡμέρες τόν πειρασμό, θυμήσου τούς λαούς Σου πού πειράζονται στήν ἀπάτη καί ξηρή ἐρημία. Αὐτούς θυμήσου μαζί μέ μᾶς, Κύριε, καί πρίν ἀπό μᾶς, φιλάνθρωπε. Σ᾽ αὐτούς δῶσε πρίν ἀπό μᾶς τή βοήθειά Σου· ἐκείνους τέλος νά ἐπισκεφθῆς. Ἐκείνους τούς πιό ἀξιολύπητους ἀπ᾽ ὅλους, πού εἶναι ἀπ᾽ ὅλους πιό ταπεινοί πάνω στῆ γῆ· ἐκείνους πού στήν ἔρημο ξεχάστηκαν ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους· πού ἀπό τό χέρι Σου διώχτηκαν μακρυά πρίν ἀπό τό θάνατό τους. Αὐτούς πού βαριά τούς παίδεψε ὁ θυμός Σου κι ἡ ὀργή Σου τούς ἤλεγξε· ἐκεῖνοι πού σάν νεκροί ἀπό τούς ἀνθρώπους λησμονήθηκαν, πού καταδικάστηκαν καί ζοῦν μέ τ᾽ ἄγρια θηρία. Αὐτοί πού τή στένεψή τους κανείς δέν παρατηρεῖ παρά μόνο τ᾽ ἀκοίμητό Σου μάτι· πού τήν ἀνάγκη τους, Σύ, Κύριε, γνωρίζεις καί κανείς ἄλλος δέν ἄκουσε, ἀφοῦ χωρισμένοι ἀπό τούς δικούς τους, μακρυά ἀπό τούς ἀνθρώπους, ζοῦνε ἔχοντας ξεχάσει τίς ἐκκλησίες καί μή ξαίροντας τίς μέρες τῶν ἑορτῶν.

Λίγη καλοσύνη σ᾽ αὐτούς δεῖξε, Κύριε· δέ γυρεύω πολλή. Ἔλα σ᾽ ἐκείνους, Θεέ μου, πού τούς ἐπαίδεψες· ἔλα στά ἄλλοτε παιδιά Σου, γιατί κι αὐτοί κάποτε ἦσαν κοντά Σου, ἦσαν κι αὐτοί Χριστιανοί, κι αὐτοί κοπάδια Σου κι αὐτοί μέλη τοῦ Σώματός Σου κι αὐτοί κοινωνοῦσαν τό ἄχραντο Σῶμα Σου καί τώρα κοινωνοῦν τό Σῶμα ἀλόγων ζώων. Γι᾽ αὐτό, Κύριε, ρίξε σ᾽ αὐτούς τό βλέμμα Σου γεμᾶτο ἔλεος καί εὐσπλαγχνία. Κοίταξε αὐτῶν τῶν ἀθλίων τή στένεψη καί δεῖξε τους τή σωτηρία· κοίταξε τή βαθειά ἐρημιά τους καί κάμε τήν εὐσπλαγχνία Σου. Ἄν καί δίκαια τούς παίδεψες, σῶσε τους ὅμως. Ἄν καί τούς παρέδωσες στόν ἐχθρό ἄξια, ὅμως μάζεψέ τους. Τούς ἐχτύπησες, παρηγόρησέ τους· τούς παρέδωσες, λύτρωσέ τους. Ἄν πολλές φορές ἁμαρτήσαμε, ὅμως ξαναθυμήσου μας πάλι, καί πάλι σκῦψε στή δέησή μας καί πιό πολύ ἄκουσε ὅσους βρίσκονται στίς ἐρημιές, στά σπήλαια καί τά βαθουλώματα τῆς γῆς, σ᾽ ἀπάτητους τόπους, ἀδελφούς μας χριστιανούς καί λαό δικό Σου. Γιατί ἄν ἐμεῖς εἴμαστε στίς Ἐκκλησίες μαζί μέ τούς πιστούς, ἐκεῖνοι ζοῦν στήν ἐρημιά μαζί μέ τούς ἐχθρούς· ἄν ἐμεῖς χαιρώμαστε τίς ἑορτές, ἐκεῖνοι βρίσκονται σέ μέγα σκότος. Ὑπέρμετρη εἶναι ἡ δυστυχία τους, μεγάλος ὁ φόβος τους, τό τραῦμα τους φοβερό, πικρή ἡ συμφορά τους, ἀνεκδιήγητη ἡ καταστροφή τους, μεγάλο τό ἀγκάθι, πολλή ἡ τραγωδία τους, Κύριε.

Μή μᾶς ἀφήσης γιά πάντα ἔξω, ἀλλά μαζί μέ τήν παιδεία δεῖξε μας καί τή φιλανθρωπία Σου, γιά νά μή μείνη ἡ τελευταία καύχηση στούς Ἰουδαίους, γιά νά μήν ποῦν γιά μᾶς οἱ εἰδωλολάτρες: ποῦ εἶναι ὁ Θεός τους, δέν εἶναι ὁ Χριστός τους, δέν εἶναι ὁ Σταυρός τους; Ποῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα τους; Ποῦ ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν; Γιά νά μήν τά ποῦνε αὐτά, γρήγορα ἄς δοῦν τά ἐλέη Σου σ᾽ ἐμᾶς. Ἄς μᾶς προφτάση γρήγορα ἡ εὐσπλαγχνία Σου Κύριε, Κύριε, γιατί εἴμαστε πολύ φτωχοί, γιατί εἴμαστε πολύ ταπεινοί, γιατί λιγοστέψαμε πολύ. Ἄς φτάση λοιπόν ὡς Ἐσένα ὁ στεναγμός τῶν δεομένων· θά Σέ μαλακώσουν τά δάκρυα τῶν ἄκακων νηπίων, πού τά κατασφάζουν, θά Σέ συγκινήση ὁ θρῆνος τῶν μητέρων πού χάνουν τά παιδιά τους.

Εἶναι παρακλήσεις τά ὅσα λέμε, Κύριε, κι ὄχι ἀντιλογίες. Σέ παρακαλοῦμε, δέν ἀντιδικοῦμε μέ Σένα. Παρακαλοῦμε, γιατί οἱ ἄνομοι μᾶς βρίζουν καί οἱ Ἕλληνες μᾶς καταπονοῦν. Δέ φιλονικοῦμε, ἐξομολογούμαστε, κλαῖμε γιατί καί οἱ ἄλλοι εἶναι σέ κίνδυνο. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά εἴμαστε καί Χριστιανοί. Εἴμαστε τιποτένιοι ἀλλά ὁπαδοί τῆς δικῆς Σου πίστεως. Δέν ἀξίζομε τή φιλανθρωπία Σου ἀλλά εἴμαστε πρόβατα τῆς Ἐκκλησίας Σου στήν ἴδια μάντρα μαζεμένοι. Αὐτήν τήν ἱκεσία σέ Σένα οἱ φτωχοί γιά τόν ἀμέτρητο λαό τῆς αἰχμαλωσίας προσφέρομε στήν τριήμερη Ἀνάστασή Σου, κλῆρος καί λαός, νέοι καί νέες, γέροντες μέ νεώτερους, τά παιδιά μέ τίς μητέρες τους, κάθε ψυχή ὅσων πιστεύουν σέ Σένα. Αὐτούς ὅλους λύτρωσέ τους ἀπό τή φοβέρα πού σιμώνει, καί κάνε τους, ἄξιους τῆς Βασιλείας Σου μέ τή Χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ καί κυριάρχου Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζί μέ τό Πανάγιο καί ζωοποιό Του Πνεῦμα. Τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, Ἀμήν.»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...