Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Αυγούστου 27, 2016

ΩΣ ΤΕΚΝΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΤΑ ΝΟΥΘΕΤΩ


          Ο σύγχρονος άνθρωπος, επιθυμώντας την ελευθερία του, μεταξύ των άλλων ιδιοτήτων που έχει απεμπολήσει είναι και αυτή του παιδιού. Το παιδί δεν είναι αυτόνομο. Είναι εξαρτημένο από την αγάπη των γονέων του και κρεμασμένο από την αγκαλιά τους. Το παιδί δεν αποφασίζει για τον εαυτό του, αλλά ζητά  τη γνώμη των γονέων του. Το παιδί, ακόμη κι αν έχει διαφορετική άποψη για πράγματα και καταστάσεις της ζωής του, οφείλει να συζητά και να βρίσκει από κοινού λύσεις με τους γονείς του. Συχνά οι γονείς έχουν από το παιδί τους την απαίτηση της απόλυτης υπακοής. Φοβούνται την ελευθερία του παιδιού και δεν του τη δίνουν από καρδιάς, όταν εκείνο τη ζητεί ή δεν του τη δίνουν καθόλου. Ο σύγχρονος άνθρωπος λοιπόν, θέλοντας να είναι ελεύθερος, απορρίπτει την ιδιότητα του παιδιού και ό,τι του την θυμίζει, όχι μόνο τη γονεϊκή στάση έναντί του, αλλά και οποιαδήποτε αυθεντία μοιάζει να του περιορίζει την ελευθερία, τον Θεό, το κράτος, τους δασκάλους, τη διανόηση. Απόλυτο κριτήριο το  «εγώ» του. Και το υπερτροφικό εγώ δείχνει μία ύπαρξη η οποία θέλει να αποφασίζει για τα πάντα με γνώμονα τα δικά της κριτήρια και την ίδια στιγμή να αδιαφορεί ή και να απορρίπτει όλους τους λόγους για τους οποίους κάποιος άλλος θα μπορούσε να την νουθετήσει. Ακόμη και την αγάπη.
       Παραδομένος σε μία ψυχολογικοποιημένη  ερμηνεία των σχέσεων ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται ότι η όποια παράδοσή του στην ιδιότητα του παιδιού του στερεί την προσωπικότητά του. Το παράδοξο είναι ότι έχει μεταφέρει αυτή τη λογική και στη σχέση με τα δικά του παιδιά. Προσπαθώντας να μην περιορίσει την ελευθερία του «εγώ» τους, δε βάζει κανένα όριο στη συμπεριφορά τους, στα δεδομένα τους, στις προοπτικές τους, με αποτέλεσμα και εκείνα να μην αισθάνονται παιδιά, αλλά να ζητούν και να θέλουν ως ανεξάρτητοι άνθρωποι, κάτι όμως που υπερβαίνει τη φυσικότητα του χρόνου. Από τη φύση μας είμαστε προορισμένοι να είμαστε παιδιά, πριν μεγαλώσουμε. Να έχουμε την ανάγκη των μεγάλων. Και η ανάγκη δεν είναι μόνο ο δρόμος της επιβίωσης. Είναι συναισθηματική. Είναι σχεσιακή. Είναι διδακτική. Είναι κυρίως η ανάγκη της αγάπης. Και ο άνθρωπος δεν πρέπει να μεγαλώνει πρόωρα. Να χάνει την παιδικότητά του όταν δεν είναι καιρός. Γιατί κάτι τέτοιο μαρτυρεί μία βίαιη απόπειρα ωρίμασης, η οποία όμως αν δε γίνει στην ώρα που ταιριάζει στον καθένα, επιφέρει μεγάλες δυσκολίες.
         Βέβαια το σύστημα της εποχής μας, κυρίως το πολιτιστικό και το ιδεοληπτικό, επευλογεί την απεμπόληση της παιδικότητας. Ζητά  ελεύθερους ανθρώπους και επικροτεί την ισοπέδωση των αξιών η οποία συνοδεύει την αποκαθήλωση του πατρικού και γονεϊκού προτύπου. Δεν υπάρχουν αυθεντίες για το σύστημα της εποχής. Και κάθε φορά που οι νέοι αλλά και γενικότερα οι άνθρωποι χτυπούνε τους θεσμούς, θεωρούνται δυναμικοί και απελευθερωμένοι. Ιδίως όταν απορρίπτουν τη θρησκεία και τον Θεό, βρίσκουν ευήκοα ώτα στο σύστημα. Η ιδιότητα του Θεού ως Πατέρα ενοχλεί περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα. Διότι ο Θεός ως Πατέρας αγαπά. Και προτείνει, δια του Ευαγγελίου, ό,τι μπορεί να δώσει νόημα και προσανατολισμό στη ζωή των παιδιών Του, αλλά έτσι αυτά αισθάνονται ότι είναι υποχρεωμένα να ακολουθήσουν τον δρόμο αυτό και αυτό αντίκειται στο δικό τους θέλω.
          Όμως ο Θεός δεν παύει να είναι Πατέρας. Δεν είναι μόνο ότι μας  δημιούργησε. Είναι και ότι μας αναγέννησε στο πρόσωπο του Υιού Του. Και η εκ νέου γέννησή μας περιλαμβάνει το Βάπτισμα, τον Σταυρό και την Ανάσταση. Το Βάπτισμα δεν είναι μόνο το μυστήριο της κολυμβήθρας. Είναι το βάπτισμα της μετανοίας, δηλαδή του αναπροσανατολισμού της ζωής μας. Είναι το βάπτισμα  στο αίμα της θυσίας, που έχει να κάνει με τον αγώνα για παραίτηση από ό,τι δικαιούμαστε, από ό,τι μας ευχαριστεί αλλά διαλύει τη σχέση μας με τους άλλους, από ό,τι δεν μας επιτρέπει να ζούμε με ελεύθερη από πάθη καρδιά. Ο Σταυρός είναι θάνατος. Θάνατος του θελήματός μας. Θάνατος της επιθυμίας να ζούμε χωρίς Θεό. Θάνατος της αίσθησης ότι το να είσαι παιδί σημαίνει ανωριμότητα και καθήλωση και επιλογή της ζωής της υιότητας που πηγάζει από την αγάπη. Γιατί στη σχέση μας με τον Χριστό το να είσαι παιδί Του σημαίνει όχι να μην εργάζεσαι για τίποτε, αλλά να μη σε καταβάλλει το άγχος. Σημαίνει όχι το να μην έχεις άποψη, αλλά να θέλεις η άποψή σου να στηρίζεται στο Ευαγγέλιο Του  και να Τον εμπιστεύεσαι στη χαρά και τη λύπη. Έχοντας σχέση υιότητας με τον Χριστό αφήνουμε κάθε φόβο μας να πεθάνει. Ακόμη και τον φόβο του θανάτου.  Η Ανάσταση είναι η χαρά της υιοθεσίας. Η Ανάσταση είναι η βεβαιότητα της καινής κτίσης, η οποία μας συμπεριλαμβάνει. Είναι η δοξολογία και η ευχαριστία ακόμη και για τα δύσκολα. Είναι η αφιέρωση στο να μοιραστούμε με τους άλλους την εμπιστοσύνη στο θέλημά Του και την ίδια στιγμή η έξοδος από την αίσθηση ότι μόνο αν δικαιωθούμε έχει νόημα η ζωή μας. Ανάσταση είναι η εκ της καρδίας συγχώρεση. Όχι με την αυταρέσκεια της δικαίωσης, αλλά με την χάρη της αγάπης και της ταπείνωσης. Βάπτισμα, Σταυρός και Ανάσταση είναι η αληθινή ελευθερία!
       Στην Εκκλησία βρίσκουμε τη ζωή της υιότητας. Στην Εκκλησία ο Θεός είναι Πατέρας. Και οι νουθεσίες που ακούμε από αυτούς που θέλουν να είναι γνήσιοι πνευματικοί πατέρες, αποτελούν στοιχείο της υιϊκής ζωής. Γιατί αποσκοπούν στην ελευθερία μας. Ο πνευματικός πατέρας είναι αυθεντικός αναγεννητής εν Χριστώ του ανθρώπου, όταν μιλά και διδάσκει με τη δική του ζωή το Βάπτισμα, τον Σταυρό, την Ανάσταση. Την οδό της Εκκλησίας δηλαδή. Όταν δεν αποσκοπεί στη θεραπεία των δικών του αναγκών ούτε στην οπαδοποίηση, αλλά διδάσκει Χριστό. Και ακόμη κι αν δε βρίσκει ανταπόκριση ο δρόμος και ο τρόπος του, εκείνος δεν παύει να νουθετεί, να προσεύχεται, να προχωρεί κατά Θεόν. Και είναι μοναδική αυτή η σχέση, διότι ο πατέρας μία φορά γεννά τα παιδιά του. Είναι ο τρόπος του αποστόλου Παύλου, που γράφει στους Κορινθίους: «ως τέκνα μου αγαπητά νουθετώ. Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας . εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα» (Α’ Κορ. 4, 14-15). «Σας συμβουλεύω όπως ο πατέρας τα αγαπημένα του παιδιά. Γιατί κι αν ακόμη έχετε χιλιάδες δασκάλους στη ζωή σας με τον Χριστό, δεν έχετε πολλούς πατέρες αλλά μόνο έναν. Στη σωτήριο οικονομία του Ιησού Χριστού, εγώ σαν πατέρας σας γέννησα με το κήρυγμα του Ευαγγελίου».   
Και αυτή είναι η πραγματική ελευθερία. Όχι το να κάνεις το θέλημά σου, αλλά να αγαπάς και να προχωρείς πιο πέρα από αυτό. Να εμπιστεύεσαι τον Θεό, τη διδαχή και τη σχέση που οδηγεί στην αναγέννηση της καρδιάς, δηλαδή να βλέπεις τον Θεό ως Πατέρα σου και την ίδια στιγμή εκείνους που βοηθούν στην πορεία της υιότητας  ως συνεργούς στο έργο Του. Όχι ως αυθεντίες που θέλουν γκρέμισμα γιατί σου στερούν την ελευθερία. Αλλά ως ευλογημένες παρουσίες που δια της πατρικής φροντίδας αποσκοπούν στο να σε βοηθήσουν στην ελευθερία της αγιότητας. Κι εδώ υπάρχει η αγάπη. Η αυθεντική και διαρκής. Που οδηγεί σε μία ωρίμαση όχι βίαιη και συντριπτική της αληθινής ανάγκης για ελευθερία, αλλά ως συνοδοιπορία προς αυτήν.
Αυτός ο δρόμος δεν περιορίζεται μόνο στη θρησκευτική ζωή, αλλά έχει νόημα και στη σχέση των γονέων και των παιδιών, των θεσμών με τους πολίτες, των δασκάλων με τους μαθητές. Βάπτισμα, σταυρός και ανάσταση από την μία και πνεύμα υιότητας από την άλλη, αποτελούν τις προϋποθέσεις για γνήσια ελευθερία. Ας εξετάσουμε και ας σπουδάσουμε αυτήν την μοναδική οδό!

Κέρκυρα, 28 Αυγούστου 2016 

Κήρυγμα εις την Αποτομή του Προδρόμου (29 Αυγούστου)

Εορτάζει σήμερα η αγία μας Εκκλησία το μαρτυρικό θάνατο του Ιωάννου του Προδρόμου, εκείνου δηλαδή που όχι μόνο βάπτισε στα νερά του Ιορδάνη τον Κύριο Ιησού Χριστό, αλλά και προετοίμασε τον δρόμο του ερχομού Του, κηρύσσοντας μετάνοια στον κόσμο και δίνοντας το παράδειγμα της ασκητικής ζωής του. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος, από τον οποίο προέρχεται η σημερινή περικοπή, περιγράφει ότι ο Ηρώδης, ο ηγεμόνας της Ιουδαίας, είχε φυλακίσει τον Ιωάννη επειδή εκείνος τον έλεγχε για τον παράνομο γάμο που είχε κάνει με την γυναίκα του αδερφού του. Ωστόσο, αναγνώριζε ότι ο Ιωάννης ήταν άνδρας άγιος και δίκαιος, και γι αυτό δεν αποφάσιζε να τον τιμωρήσει, και μάλιστα με ευχαρίστηση άκουγε τα λόγια του. Ήρθαν και τα γενέθλια του Ηρώδη, και στη μεγάλη γιορτή που ετοίμασε χόρεψε η κόρη της γυναίκας του, στην οποία έταξε να της δώσει ό,τι κι αν του ζητήσει, μέχρι ακόμα και το μισό του βασίλειο. Τότε η κοπέλα ρώτησε τη μητέρα της, και η Ηρωδιάδα τη συμβούλεψε να ζητήσει το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή. Στεναχωρημένος ο Ηρώδης, που δεν ήθελε να παραβεί τον όρκο του, έστειλε ένα δήμιο και εκτέλεσε την επιθυμία. Κι εκείνος, αφού αποκεφάλισε στη φυλακή τον Πρόδρομο, έφερε σε δίσκο το κεφάλι του και το έδωσε στο κορίτσι, κι εκείνη το πήγε στη μητέρα της. Τέλος, όταν οι μαθητές του Ιωάννη έμαθαν για το θάνατο του δασκάλου τους, πήγαν στη φυλακή, παρέλαβαν το άψυχο σώμα του και το ενταφίασαν.
Όπως ο Χριστός αργότερα, έτσι και ο Πρόδρομος θανατώθηκε από μίσος και φθόνο. Οι γραμματείς και οι φαρισαίοι προφασίστηκαν ότι συμφέρει να πεθάνει ένας για το καλό του λαού, και η παράνομη σύζυγος θεώρησε συμφερότερο γι αυτήν το θάνατο του ανθρώπου που την έλεγχε, παρά το μισό βασίλειο του άντρα της. Κι αυτό γιατί ο λόγος της Αληθείας δεν είναι πάντοτε ευχάριστος, μιας που οριοθετεί το σωστό από το λάθος και συνεπώς καλεί τον κάθε άνθρωπο να εξετάσει και να αναθεωρήσει την πορεία του. Η Μετάνοια όμως δεν είναι εύκολο αγώνισμα, και δεν είναι λίγοι εκείνοι που προτιμούν, σαν την Ηρωδιάδα, να φιμώσουν οριστικά το στόμα που λέει αλήθειες, παρά να αποδεχτούν τα σφάλματά τους.
Αλλά και όταν ακόμα ο λόγος της Αληθείας ακούγεται ευχάριστα, όταν δηλαδή συμφωνούμε και δεχόμαστε ως σωστά αυτά που ακούμε, πάλι υπάρχει απόσταση μέχρι την εφαρμογή τους. Το βλέπουμε αυτό στο παράδειγμα του Ηρώδη, ο οποίος άκουγε μεν με ευχαρίστηση τα λόγια του Βαπτιστή, όμως αυτό δεν τον απέτρεψε να γίνει εγκληματίας για χάρη μιας ανόητης υπόσχεσης. Άλλωστε, η υπόσχεσή του αφορούσε κάποιο δώρο, και όχι εγκληματική πράξη. Αλλά προτίμησε και ο ίδιος να φανεί αρεστός ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες του, παρά στον ίδιο το Θεό.
Η ανθρώπινη Ιστορία, και ακόμη περισσότερο η ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης αλλά και της Εκκλησίας μέχρι τις μέρες μας, έχει να μας παρουσιάσει αναρίθμητα ίσως παραδείγματα ανθρώπων που διώχθηκαν, βασανίστηκαν ή και θανατώθηκαν επειδή υπερασπίζονταν την Αλήθεια, δηλαδή το λόγο του Θεού. Ο προφήτης Ηλίας, οι άγιοι Μακκαβαίοι, οι Τρεις Παίδες, ο Πρωτομάρτυς Στέφανος, οι Μάρτυρες και Ομολογητές, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, είναι ενδεικτικά μερικοί από αυτούς. Το παράδειγμά τους επαινείται και εκθειάζεται, και προβάλλεται σε όλους εμάς ως ορόσημο και ως πρότυπο ζωής, ώστε να μη δειλιάζουμε αλλά να υπερασπιζόμαστε την αλήθεια της πίστεώς μας με κάθε τίμημα.
Στην εποχή μας βέβαια, περισσότερο από ότι στο παρελθόν, παρατηρούμε μια απομάκρυνση της κοινωνίας από τις αξίες του Ευαγγελίου και μια μανιώδη προσκόλληση στο κυνήγι της ευημερίας, του χρήματος, του συμφέροντος, των υλικών αγαθών. “Τί θα οφελήσει, όμως, τον άνθρωπο, εάν κερδίσει όλο τον κόσμο, αλλά ζημιωθεί την ψυχή του;” μας λέει ο ίδιος ο Χριστός. Γιατί μεγαλύτερη αξία ακόμη και από όλα τα πλούτη του κόσμου έχει μία και μόνη ανθρώπινη ψυχή. Και αυτό, ασυναίσθητα και με τραγικό τρόπο, το επιβεβαίωσε σήμερα η Ηρωδιάδα, η οποία προτίμησε το θάνατο ενός ανθρώπου παρά τα πλούτη και τις εξουσίες.
Αυτό επομένως που όλοι μας οφείλουμε να κρατήσουμε, με την ευκαιρία της σημερινής εορτής, είναι πρώτα από όλα ο επανακαθορισμός των αξιών που θέτουμε στη ζωή μας, η ιεράρχηση της σπουδαιότητας των αναζητήσεών μας και η στροφή μας προς τα πνευματικά, σε πείσμα του κόσμου που καλλιεργεί τον υλιστικό και καταναλωτικό τρόπο ζωής. Έπειτα, ότι δεν αρκεί μόνο να είμαστε ευχάριστοι ακροατές του λόγου του Θεού, δεν αρκεί να τον ακούμε μόνο, αλλά και να αγωνιζόμαστε, ώστε να τον εφαρμόζουμε στη ζωή μας. Και τέλος, ότι δεν πρέπει να διστάζουμε, όταν χρειαστεί να πούμε την Αλήθεια, αλλά να την ομολογούμε με θάρρος και παρρησία, άσχετα αν κάποιο ενοχληθούν και κυρίως παρά τις όποιες συνέπειες ενδεχομένως θα έχει αυτή μας η ομολογία. Και τούτο διότι η μόνη Αλήθεια και η όντως Ζωή είναι ο ίδιος ο Χριστός, και χωρίς Αυτόν δεν υπάρχει ούτε ζωή ούτε Ανάσταση.
πηγή: εδώ

Κυριακή Ιʼ Ματθαίου: Η δύναμη της πίστης (Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς)

(Ματθ. ιζ 14-23) Από τη δημιουργία του κόσμου και του χρόνου όλοι οι λαοί της γης πίστευαν πως υπάρχει πνευματικός κόσμος, αόρατα πνεύματα. Πολ­λοί άνθρωποι όμως απομακρύνθηκαν από τη θεωρία αυτή κι αποδίδουν μεγαλύτερη δύναμη στα πονηρά πνεύματα, παρά στα αγαθά. Με την πάροδο του χρό­νου θεοποίησαν τα πονηρά πνεύματα, έχτισαν ναούς προς τιμή τους, προσέφεραν θυσίες και προσευχές και κατέφευγαν σ’ αυτά για κάθε πρόβλημά τους. Όσο περνούσαν τα χρόνια πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν τελείως την πίστη τους στα αγαθά πνεύματα κι αφέ­θηκαν να πιστεύουν μόνο στα πονηρά, στους «κακούς θεούς», όπως τα ονόμαζαν. Ο κόσμος αυτός έμοιαζε πια με στάδιο, όπου άνθρωποι και πονηρά πνεύματα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τα πονηρά πνεύματα βασάνιζαν τους ανθρώπους όλο και περισσότερο, τους τύφλωναν πνευματικά, μόνο και μόνο για να σβήσουν από τη μνήμη τους την ιδέα του καλού Θεού και της μέγιστης και θεόσδοτης δύναμης των αγαθών πνευ­μάτων. Στις μέρες μας όλοι οι λαοί της γης πιστεύουν στα πνεύματα. Η πίστη αυτή από μόνη της είναι ορθή. Εκείνοι που απορρίπτουν τον πνευματικό κόσμο, το κάνουν επειδή η όρασή τους είναι μόνο σωματική κι έτσι δεν μπορούν να τον δουν. Ο πνευματικός κό­σμος όμως δε θα ήταν πνευματικός, αν ήταν ορατός στα σωματικά μάτια. Ο άνθρωπος που ο νους του δεν έχει τυφλωθεί και την καρδιά του δεν την έχει κάνει αναίσθητη η αμαρτία, μπορεί κάθε μέρα και κάθε ώρα να νιώσει με όλη του την ύπαρξη, πως στον κόσμο αυτόν δεν είμαστε μόνοι μας. Συντροφιά μας δεν είναι μόνο η βουβή και άλαλη φύση, οι βράχοι, τα φυτά, τα ζώα και τ’ άλλα πλάσματα, στοιχεία και φαινόμενα. Οι ψυχές μας βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τον αόρατο κόσμο, με αόρατες υπάρξεις. Εκείνοι που από τη μια απορρίπτουν τα αγαθά πνεύματα κι από την άλλη θεοποιούν και προσκυνούν τα πονηρά, είναι πλανεμένοι.
Όταν ο Κύριος Ιησούς εμφανίστηκε στον κόσμο, όλοι σχεδόν οι λαοί πίστευαν πως τα πονηρά πνεύ­ματα ήταν δυνατά και τα αγαθά πνεύματα ανίσχυρα. Οι πονηρές δυνάμεις κυριαρχούσαν πραγματικά στον κόσμο, γι’ αυτό και ο Χριστός ονόμασε τον αρχηγό τους άρχοντα αυτού του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο που κι οι άρχοντες των Ιουδαίων απέδιδαν όλη τη θεϊκή δύναμη του Χριστού στο διάβολο και τους αγγέλους
Ο Κύριος Ιησούς ήρθε στον κόσμο για να ξεριζώσει την πίστη των ανθρώπων στο πονηρό και να σπείρει στις ψυχές τους την πίστη στο αγαθό, στην παντοδυ­ναμία τού καλού και την ακατανίκητη δύναμή του. Ο Χριστός δεν κατήργησε, αλλ’ επιβεβαίωσε την αρχαία και παγκόσμια πίστη στα πνεύματα.Αποκάλυψε όμως τον πνευματικό κόσμο όπως πραγματικά είναι κι όχι όπως φαινόταν στους ανθρώπους με τη φθοροποιό επιρροή των δαιμόνων. Ο ένας, αγαθός, σοφός και πα­ντοδύναμος Θεός, είναι ο Κύριος τόσο του πνευματικού όσο και του φυσικού κόσμου, ορατού και αοράτου. Τα αγαθά πνεύματα είναι οι άγγελοι κι ο αριθμός τους είναι αμέτρητος. Τα αγαθά πνεύματα, οι άγγελοι, είναι απείρως πιο δυνατά από τα πονηρά πνεύματα, που στην πραγματικότητα δεν έχουν εξουσία να κάνουν τίποτα, αν ο παντεπόπτης Θεός δεν το επιτρέψει.
Τα πονηρά πνεύματα είναι πολυάριθμα. Σ’ ένα μόνο δαιμονισμένο στα Γάδαρα, που τον θεράπευσε ο Κύριος, κατοικούσε ολόκληρη λεγεώνα, δηλαδή μερικές χιλιάδες δαίμονες. Τα πονηρά αυτά πνεύματα πλα­νούσαν τους ανθρώπους, λαούς ολόκληρους, εκείνο τον καιρό, όπως και σήμερα πλανούν πολλούς αμαρτωλούς, προσπαθούν να τους πείσουν πως είναι παντοδύναμα· πως είναι στην ουσία οι μόνοι θεοί, πως εκτός απ’ αυτούς δεν υπάρχουν άλλοι θεοί, αγαθά πνεύματα δεν υπάρχουν. Όπου κι αν εμφανίστηκε ο Κύριος Ιησούς όμως, εκείνα έφευγαν μακριά έντρομα. Αναγνώριζαν πως ο Κύριος είχε εξουσία και δύναμη, πως μπορούσε να τους διώξει απ’ αυτόν τον κόσμο και να τους στείλει στην άβυσσο της κόλασης. Προκαλούσαν αναταραχή σ’ αυτόν τον κόσμο μόνο με την παραχώρηση του Θεού. Πολεμούσαν το ανθρώπινο γένος με τόση ορμή, όπως τα όρνια πέφτουν στα θνησιμαΐα. Τον κόσμο αυτόν τον λογάριαζαν καταφύγιο, κρησφύγετό τους.
Ξαφνικά ο φορέας του αγαθού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εμφανίστηκε μπροστά τους. Τρέμοντας από φόβο εκείνοι έκραξαν: «Τί ημίν και σοι, Ιησού υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» (Ματθ. η’ 29). Κανένας δε φοβάται τόσο πολύ, όσο εκείνος που βασανίζει τους άλλους. Τα πονηρά πνεύ­ματα βασάνιζαν τους ανθρώπους για χιλιάδες χρόνια, έβρισκαν ικανοποίηση στα βασανιστήρια αυτά. Όταν όμως είδαν το Χριστό, τρόμαξαν μπροστά στο μέγι­στο Κριτή τους. Ήταν έτοιμα να εγκαταλείψουν τον άνθρωπο και να μπουν στα γουρούνια ή και σε άλλα πλάσματα, φτάνει να μην τα εξόριζε ο Χριστός απ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Χριστός όμως δεν είχε τέτοια πρόθεση. Ο κόσμος αυτός είναι γεμάτος με ανάμικτες δυνάμεις. Είναι ένα πεδίο μάχης, όπου οι άνθρωποι έχουν να διαλέξουν εντελώς συνειδητά και ελεύθερα: Ή θ’ ακολουθήσουν το Νικητή Χριστό, ή θα πάνε μαζί με τ’ ακάθαρτα και νικημένα πνεύματα. Ο Χριστός ήρθε στους ανθρώπους ως Αγάπη, για να δείξει τη δύ­ναμη του καλού πάνω στο κακό και να στερεώσει την πίστη των ανθρώπων στο αγαθό – μόνο στο αγαθό.
***
Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα μόνο περιστατικό από αναρίθμητα άλλα ανάλογα. Μας λέει πώς ο Κύριος, με την αγάπη Του για τους ανθρώπους, έδειξε για μια ακόμα φορά τη δύναμη του καλού πάνω στο κακό και πώςπροσπά­θησε να στερεώσει την πίστη στο παντοδύναμο και νικηφόρο αγαθό.
«Και ελθόντων αυτών προς τον όχλον προσήλθεν αυτώ άνθρωπος γονυπετών αυτόν και λέγων· Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει· πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ και πολλάκις εις το ύδωρ» (Ματθ. ιζ’ 14-15). Το περιστατικό αυτό το αναφέρουν κι άλλοι δυο ευαγγελιστές: ο Μάρκος (θ’ 9-17) κι ο Λουκάς (θ’ 37-42). Κι οι δυό τους αναφέρουν κάποιες λεπτομέρειες για την αρρώστια τού παιδιού. Ήταν ο μοναδικός γιος τού πατέρα και τον κατείχε πνεύμα άλαλο. Όταν το ακάθαρτο πνεύμα έμπαινε μέσα του,«εξαίφνης κράζει και σπαράσσει αυτόν μετά αφρού, και μόλις αποχωρεί απ’ αυτού συντρίβων αυτόν» (Λουκ. θ’ 39). Το πονηρό πνεύμα κυριεύει το παιδί κι αυτό έξαφνα κραυγάζει, συγκλο­νίζεται με σπασμούς όλο του το σώμα, συντρίβεται και βγάζει αφρούς από το στόμα. Πολύ δύσκολα φεύγει από μέσα του.
Τα βέλη τού πονηρού στόχευαν ταυτόχρονα τρεις στόχους: τον άνθρωπο, την κτίση του Θεού και τον ίδιο το Θεό. Το παιδί «σεληνιαζόταν».Πώς θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί η σελήνη για την αρρώστια κάποιου ανθρώπου; Αν η σελήνη έχει τη δύναμη να προκαλέσει σ’ έναν άνθρωπο αλαλία ή παραφροσύνη, γιατί δεν το κάνει σε όλους; Το κακό δε βρίσκεται στη σελήνη αλλά στο πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα που πλανά τον άνθρωπο, ενώ το ίδιο κρύβεται. Ενοχοποιεί τη σελήνη, ώστε οι άνθρωποι να μη κατηγορήσουν το ίδιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο θέλει να οδηγήσει τον άνθρωπο στη σκέψη πως όλη η κτίση του Θεού είναι κακή, πως το κακό έρχεται στον άνθρωπο από τη φύση κι όχι από τα πονηρά πνεύματα που εξέπεσαν από το Θεό. Τα θύματά τους ενεργοποιούνται στις αλλαγές φάσης της σελήνης, ώστε οι άνθρωποι να σκεφτούν: «Ορίστε, το κακό αυτό προέρχεται από τη σελήνη!» Κι αφού τη σελήνη τη δημιούργησε ο Θεός, σημαίνει πως το κακό προέρχεται από το Θεό. Έτσι πλανιούνται οι άνθρωποι από τ’ άγρια και πανούργα αυτά θηρία.
Όλα όσα έκανε ο Θεός είναι καλά λίαν. Αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό. Όλη η κτίση έγινε για να υπηρετήσει τον άνθρωπο, να τον βοηθήσει, όχι να τον βλάψει. Αν και υπάρχουν πράγματα που εμποδίζουν τη φυσική ικανοποίηση του ανθρώπου, ακόμα κι αυτά λειτουργούν για το καλό της ψυχής του, να την χαρο­ποιούν και να την εμπλουτίζουν. «Σοί εισιν οι ουρανοί και σή εστιν η γη· την οικουμένην και το πλήρωμα αυτής συ εθεμελίωσας» (Ψαλμ. πη’ 12), αναφωνεί ο ιερός Ψαλμωδός. Κι ο ίδιος ο Θεός μάς λέει με το στόμα του προφήτη Ησαΐα: «πάντα γάρ ταύτα εποίησεν η χειρ μου» (ξστ’ 2).
Οτιδήποτε λοιπόν είναι του Θεού, είναι καλό. Η πηγή βγάζει μόνο ό,τι περιέχει, όχι ό,τι θέλει. Δεν υπάρχει κακό στο Θεό. Πώς λοιπόν μπορεί να προκύ­ψει κακό από Εκείνον, τη μοναδική πηγή του καλού; Πολλοί αδαείς κι απερίσκεπτοι άνθρωποι ονομάζουν μεγάλο κακό την αρρώστια. Είναι αλήθεια όμως πως δεν είναι κακή κάθε αρρώστια. Μερικές αρρώστιες είναι έργο του πονηρού κι άλλες είναι θεραπεία του κακού. Κακό είναι το πονηρό πνεύμα που ενεργεί σ’ έναν παράφρονα ή παρανοϊκό άνθρωπο.
Οι αρρώστιες κι οι δυστυχίες που βρήκαν πολλούς από τους βασιλιάδες του Ισραήλ, επειδή έπραξαν το κακό ενώπιον του Κυρίου (βλ. Α7 Βασ. 25, 30), ήταν συνέπεια της αμαρτίας τους. Οι αρρώστιες κι οι δυστυχίες όμως που επιτρέπει ο Κύριος να επισκεφτούν τους δίκαιους, δεν είναι έργο του πονηρού αλλά φάρμακο, τόσο για τους ίδιους τους δίκαιους όσο και για τους δικούς τους, που κατανοούν πως τα βάσανα τα στέλνει ο Θεός για το καλό τους. Τα βάσανα που έρχονται από τις επιθέσεις των πονηρών πνευμάτων στον άνθρωπο ή είναι συνέπεια της αμαρτίας, είναι κακά. Εκείνα τα βάσανα που επιτρέπει ο Θεός, για να καθαρίσει τελείως τον άνθρωπο από την αμαρτία, να τον ελευθερώσει από την τυραννία του πονηρού και να τον φέρει κοντά Του, είναι καθαρκτικά. Αυτά δεν προέρχονται από το διάβολο ούτε και είναι από μόνα τους κακά. Προέρχονται από το Θεό και λειτουργούν για το καλό τού ανθρώπου. «Αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου» (Ψαλμ. ριη’ 71), λέει ο προφητάνακτας Δαβίδ.
Ο πονηρός είναι κακός. Δρόμος του πονηρού είναι η αμαρτία. Εκτός από τον πονηρό και την αμαρτία, δεν υπάρχει κανένα κακό. Το πονηρό πνεύμα είναι ένοχο για τα βάσανα του παιδιού αυτού, όχι η σελήνη. Αν ο Θεός με την αγάπη Του για τον άνθρωπο δεν περι­όριζε τα πονηρά πνεύματα και δεν προστάτευε τον άνθρωπο απ’ αυτά, είτε άμεσα είτε έμμεσα με τους αγγέλους Του, τα πονηρά πνεύματα θα εξολόθρευαν όλους τους ανθρώπους αστραπιαία, σωματικά και ψυχικά, όπως εξολοθρεύουν οι ακρίδες τους σπόρους στους αγρούς.
«Και προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς σου και ουκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι» (Ματθ. ιζ’ 16), είπε στον Κύριο ο πατέρας του άρρωστου παιδιού. Εκείνη τη στιγμή έλειπαν τρεις από τους μαθητές του Κυρίου: ο Πέτρος, ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, που είχαν ακολουθήσει τον Κύριο στο όρος Θαβώρ, τότε που μεταμορφώθηκε μπροστά τους. Όταν κατέβηκαν από το όρος μαζί με τον Κύριο, βρήκαν εκεί το πλήθος συγκεντρωμένο γύρω από τους άλλους αποστόλους, καθώς και το άρρωστο παιδί. Αφού δε βρήκε το Χρι­στό, ο δύστυχος πατέρας έφερε το παιδί στους μαθητές Του, εκείνοι όμως δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν. Δεν είχαν τη δύναμη να το κάνουν αυτό για τρεις λόγους: πρώτο, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν αρκετή πίστη· δεύτερο, επειδή κι ο πατέρας του παιδιού δεν είχε πίστη· και τρίτο, επειδή η πίστη έλειπε κι από τους γραμματείς που παρευρίσκονταν εκεί και συζητούσαν με τους μα­θητές, όπως αναφέρει ο Μάρκος (θ’ 16). Η απιστία του πατέρα τού παιδιού είναι φανερή από τα λόγια που είπε στο Χριστό. Δε μίλησε όπως ο λεπρός, που είπε: «Κύριε, εάν θέλης δύνασαί με καθαρίσαι» (Ματθ. η’ 2). Τότε μίλησε ένας άνθρωπος που είχε δυνατή πίστη. Δε μίλησε όπως ο Ιάειρος, όταν κάλεσε το Χριστό για ν’ αναστήσει την κόρη του: «ελθών επίθες επ’ αυτήν την χείρά σου και ζήσεται» (Ματθ. θ’ 18). Κι εδώ μίλησε ένας άνθρωπος με δυνατή πίστη. Πολύ λιγότερο μίλησε όπως ο εκατόνταρχος στην Καπερναούμ, που ήταν άρρωστος ο δούλος του: «μόνον ειπέ λόγω και ιαθήσεται ο παις μου» (Ματθ. η’ 8). Εδώ μίλησε η πολύ μεγάλη πίστη. Εκείνη που είχε τη μεγαλύτερη πίστη όμως, η αιμορροούσα γυναίκα, δεν είπε τίποτα. Σύρθηκε στα πόδια τού Χριστού και άγγιξε το ιμάτιό Του.
Ο πατέρας του παιδιού δε μίλησε σαν κι αυτούς. Αυτός είπε στο Χριστό: «εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν» (Μάρκ. θ’ 22). Εί τι δύνασαι! Αν μπορείς, κάνε κάτι. Ταλαίπωρος άνθρωπος! Θα πρέπει να είχε μάθει πολύ λίγα για το Χριστό και τη δύναμή Του για να μιλάει έτσι σ’ Εκείνον, που μπορεί να κάνει τα πάντα. Κι η αδύναμη πίστη του εξασθένησε ακόμα περισσότερο τη δύναμη των αποστόλων να τον βοηθή­σουν. Έτσι οι σκόπιμες συκοφαντίες των γραμματέων εναντίον του Χριστού και των μαθητών Του, βοήθησαν για να διατυπώσει με τόση αμφιβολία ο πατέρας του παιδιού την ερώτηση: εί τι δύνασαι. Η ερώτηση αυτή προδίδει μόνο μια αμυδρή ακτίνα πίστης, πολύ πολύ μικρής, έτοιμης να σβήσει.
«Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν· ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;» (Ματθ. ιζ’ 17). Ο Κύριος απευ­θύνθηκε επιτιμητικά σ’ όλους γενικά: στους άπιστους και τους ολιγόπιστους του Ισραήλ, καθώς και σ’ όλους εκείνους που ήταν μπροστά Του: στον πατέρα του άρρωστου παιδιού, στους μαθητές Του και κυρίως στους γραμματείς. Ω, γενεά άπιστος! Γενεά που έχεις υποταχθεί στον πονηρό, στο διάβολο, που πιστεύ­ει σταθερά στη δύναμη του πονηρού, που υπηρετεί δουλικά τον πονηρό και αρνείται το καλό, που αντι­τίθεται στο Θεό· γενεά που έχει λίγη ή και καθόλου πίστη στο καλό, που επαναστατεί στο καλό! Γι’ αυτό και πρόσθεσε τη λέξη διεστραμμένη ο Κύριος. Ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να δείξει από πού προέρχεται η απιστία: από τη διαστροφή, τη διαφθορά ή -ακόμα πιο καθαρά- από την αμαρτία. Η απιστία είναι συνέπεια. Αιτία είναι η διαφθορά. Η απιστία είναι κοινωνία με το διάβολο. Η αμαρτία -διαφθορά- είναι ο δρόμος που οδηγεί στην κοινωνία αυτή. Διαφθορά είναι η κατάσταση αποστασίας από το Θεό. Απιστία είναι το σκοτάδι, η αδυναμία κι ο τρόμος όπου βυθίζεται ο άνθρωπος όταν απομακρύνεται από το Θεό.
Αξίζει να επισημάνουμε πόσο προσεχτικές εκφρά­σεις χρησιμοποιεί ο Κύριος.Μιλάει γενικά, δεν κατο­νομάζει κανέναν. Δεν τον ενδιαφέρει να κάνει κριτική στους ανθρώπους, αλλά να τους ευαισθητοποιήσει. Δε θέλει να τους προσβάλει ή να τους ταπεινώσει, αλλά να ξυπνήσει τη συνείδησή τους, να τους βοηθήσει να ξεπε­ράσουν τον εαυτό τους. Πόσο υπέροχη είναι η διδαχή Του για την εποχή μας, για τη γενιά μας, που είναι τόσο πρόθυμη στα λόγια, τόσο γρήγορη να προσβάλει! Αν οι άνθρωποι μπορούσαν σήμερα να περιορίσουν τη γλώσσα τους και να μετρήσουν τα λόγια τους, να σταματήσουν να προσβάλουν ο ένας τον άλλο, τότε το μισό κακό στον κόσμο θα εξαφανιζόταν, τα μισά πονηρά πνεύματα θα εγκατέλειπαν τους ανθρώπους. Ο απόστολος Ιάκωβος, που διδάχτηκε το καλό από το παράδειγμα του Διδασκάλου Του, λέει: «Πολλά γαρ πταίομεν άπαντες. εί τις εν λόγω ου πταίει, ούτος τέλειος ανήρ, δυνατός χαλιναγωγήσαι και όλον το σώμα. ίδε των ίππων τους χαλινούς εις τα στόματα βάλλομεν προς το πείθεσθαι αυτούς ημίν, και όλον το σώμα αυτών μετάγομεν» (Ιάκ. γ’ 2-3).
Τί σημαίνουν τα λόγια τού Χριστού, έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών; Φαντα­στείτε έναν ευγενή και φωτισμένο άνθρωπο, να τον έχουν αναγκάσει να ζήσει ανάμεσα σε αγρίους. Ή ένα βασιλιά που αφήνει το θρόνο του και κατεβαίνει στους αγύρτες κι απατεώνες, όχι μόνο για να ζήσει μαζί τους και να μάθει τον τρόπο ζωής τους, αλλά να τους διδάξει πώς να σκέφτονται, να εργάζονται και να νιώθουν σαν βασιλιάδες, με ευγένεια και μεγαλοκαρδία. Όταν περνούσαν τρεις μέρες, ακόμα κι ένας Βασιλιάς θα φώναζε: «Πόσο καιρό μπορώ να μείνω μαζί σας;». Θα μπούχτιζε από την υπερβολική αγρι­ότητα, την ανοησία, την ακαθαρσία και τη δυσωδία αυτών των τριών ημερών. Ο Κύριος Ιησούς όμως, ο «Βασιλεύς των βασιλέων», εβγάλε τέτοια φωνή μετά από τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια που ζούσε ανά­μεσα σε ανθρώπους, που απείχαν από την αρχοντιά Του πολύ περισσότερο απ’ όσο απέχουν οι αγριότεροι των ανθρώπων από τον ευγενέστερο ανάμεσά τους, απ’ όσο διαφέρει ο πιο βρώμικος αγύρτης από τον μέγιστο των επίγειων βασιλιάδων.
Σίγουρα ο Κύριος δε θα μετρούσε το χρόνο σε μέρες και έτη, αλλά με τα έργα και τα θαύματα που είχε κάνει μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους, με τη δι­δασκαλία Του που είχε διαδοθεί σε πολλές χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές.Μετά από τόσα έργα και θαύματα, μετά από τόσες διδαχές και άπειρα θαυμαστά πε­ριστατικά που θα μπορούσαν να καλύψουν χιλιάδες χρόνια,ξαφνικά είδε πως οι μαθητές Του δεν μπο­ρούσαν να θεραπεύσουν έναν επιληπτικό νέο και να βγάλουν ένα δαιμόνιο από τον άνθρωπο, μ’ όλο που τους είχε διδάξει με λόγια και με το παράδειγμά Του πώς να εκβάλουν λεγεώνες δαιμόνων. Κι άκουσε έναν αμαρτωλό με πολύ αδύναμη πίστη να του λέει: εί τι δύνασαι, βοήθησον ημίν.
Αφού ο Κύριος επιτίμησε εκείνους που ήταν μπρο­στά για την απιστία τους, μετά τους έδωσε εντολή να φέρουν το άρρωστο παιδί μπροστά Του: φέρετέ μοι αυτόν ώδε. Τότε επιτίμησε το δαιμόνιο κι εκείνο βγήκε αμέσως από το σώμα του παιδιού. Την ίδια στιγμή το παιδί έγινε καλά. Αυτά αναφέρει ο Ματθαίος. Οι άλλοι δύο ευαγγελιστές δίνουν λεπτομέρειες για όσα έγιναν πριν από την πραγματική θεραπεία του παιδιού. Οι τρεις αυτές λεπτομέρειες είναι οι εξής: πρώτη, πως ο Χριστός ρώτησε τον πατέρα από πότε είναι άρρωστο το παιδί· δεύτερη, πως έδωσε έμφαση στην πίστη, ως προϋπόθεση της θεραπείας· και τρίτη, πως την ώρα που οδηγούσαν το παιδί μπροστά στο Χριστό, τρομοκρατη­μένος ο διάβολος εγκατέλειψε το παιδί κι έφυγε.
«Πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ;», ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του άρρωστου παιδιού (Μάρκ. θ’ 21). Και βέβαια δεν έκανε την ερώτηση αυτή για τον εαυτό Του, αλλά για να την ακούσουν οι συγκε­ντρωμένοι άνθρωποι. Ο ίδιος το ήξερε καλά, γνώριζε πως η αρρώστια του παιδιού ήταν μακροχρόνια. Ο πατέρας απάντησε: «παιδιόθεν». Ας αναλογιστεί ο καθένας πόσα τρομερά βάσανα προκαλούνται από τα πονηρά πνεύματα και πόσο μεγάλη είναι η προστασία τού Θεού. Χωρίς την προστασία Του, τα πονηρά πνεύ­ματα σίγουρα θα είχαν κυριολεκτικά αφανίσει τόσο το σώμα όσο και την ψυχή τού παιδιού. Και τελικά ας σκεφτούμε πόσο μεγάλη είναι η δύναμη του Υιού τού Θεού πάνω στα πονηρά πνεύματα. Βοήθησον ημίν, είπε στο Χριστό ο πατέρας τού παιδιού. Δεν ανέφερε μόνο το παιδί, γιατί τα βάσανα του παιδιού ήταν και του πατέρα του βάσανα, όπως και όλης της οικογέ­νειας. Αν το παιδί θεραπευόταν, θα ελευθερώνονταν από το βάρος πολλές ανθρώπινες ψυχές. Κι ο Χριστός τού απάντησε: «ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. θ’ 23).
Όπως συνήθιζε να ενεργεί ο Κύριος, ήθελε να κάνει κι εδώ το μέγιστο δυνατό καλό με μια πράξη. Ένα καλό ήταν ν’ αποκαταστήσει την υγεία του παιδιού. Αλλά γιατί να μην ωφελήσει και τους άλλους; Γιατί να μην ενισχύσει και νασταθεροποιήσει την πίστη του πατέρα; Γιατί να μην κάνει ταυτόχρονα κι ένατρίτο καλό, να δείξει δηλαδή τη δύναμή Του όσο πιο καθαρά γινόταν, ώστε να τον πιστέψουν οι άνθρω­ποι; Και γιατί να μην κάνει κι ένα τέταρτο καλό, να καταγγείλει την απιστία και τη διαφθορά, καθώς και τη χαμερπή τάση των ανθρώπων προς το κακό, προς τα πονηρά πνεύματα και την αμαρτία; Και γιατί να μην επιτύχει κι έναν πέμπτο καλό, κι ένα έκτο κι ένα έβδομο κι όλα τα καλά που μπορούν να προκύψουν από μια καλή πράξη; Μια καλή πράξη συνήθως σέρνει μαζί της πολλές άλλες, όπως το τρένο σέρνει πολλά βαγόνια.
Προσέξτε επίσης πως ο Κύριος συνδυάζει με πολλή σοφία την ακρίβεια με τη λεπτότητα. Όταν κατάγ­γειλε αυστηρά την απιστία, μίλησε γενικά, για να διεγείρει όλων την πίστη, χωρίς να ταπεινώσει κα­νέναν προσωπικά. Μετά, όταν στράφηκε σ’ εκείνον που τον ικέτευε, δε μίλησε αυστηρά, αλλά με μεγάλη προσοχή και ευγένεια: ει δύνασαι πιστεύσαι… Αυτή η προσεχτική διατύπωση κι η ευγένεια του Χριστού έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο πατέρας έκραξε με δάκρυα στα μάτια: «πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία»(Μάρκ. θ’ 24).
Δεν υπάρχει τίποτα που να λιώνει ευκολότερα τον πάγο της απιστίας όσο τα δάκρυα. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αυτός έκλαψε μπροστά στον Κύριο και μετανόησε για την προηγούμενη ζωή του, από μέσα του ξεπήδησε η πίστη όπως το νερό από την πηγή. Και τότε είπε τα λόγια πουέμειναν ως ένα δυνατό μήνυμα σε όλες τις γενιές των ανθρώπων:πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία.
Τα λόγια αυτά δείχνουν πως ο άνθρωπος δεν μπο­ρεί ούτε να πιστέψει χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Από μόνος του μπορεί να φτάσει σε μια υποψία πίστης, να πιστεύει δηλαδή στο καλό και στο κακό ή, με άλλα λόγια, ν’ αμφιβάλλει για το καλό και το κακό. Ο δρόμος όμως από τη μερική πίστη στην αληθινή είναι πραγματικά μακρύς. Χωρίς το καθοδηγητικό χέρι του Θεού κανένας άνθρωπος δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει το δρόμο αυτό. Το νόημα των λόγων του πατέρα του παιδιού,πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τη απιστία, είναι: «Βοήθησέ με, Κύριε, να πιστέψω σε Σένα! Βοήθησε με να μην πιστέψω στο κακό! Βοήθησε με ν’ απαλλαγώ εντελώς από τον πονηρό και να ενωθώ μαζί Σου!»
«Έτι δε προσερχομένου αυτού έρρηξεν αυτόν το δαιμόνιον και συνεσπάραξεν» (Λουκ. θ’ 42). Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που επέτρεψε ο Θεός στο δαίμονα. Κι αυτό ώστε να δουν όλοι οι άνθρωποι το φόβο και τον τρόμο που μπορεί να προκαλέσει ο διάβολος στον άνθρωπο. Να καταλάβουν πόσο ανε­παρκής είναι η δύναμη των ανθρώπων, ακόμα και των καλλίτερων γιατρών του κόσμου, για να γλιτώσουν από το φόβο και τον τρόμο τη ζωή έστω και ενός μόνο άνθρωπου. Έτσι όταν οι άνθρωποι δουν τη δύναμη του διαβόλου και συνειδητοποιήσουν τη δική τους αδυ­ναμία, θα κατανοήσουν πόσο μεγαλειώδης και θεϊκή είναι η δύναμη του Χριστού. Ο ευαγγελιστής Μάρκος καταγράφει τα λόγια που είπε ο Κύριος στο πονηρό πνεύμα: «Το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν» (Μάρκ. θ’ 25). Σοι επιτάσσω, είπε ο Κύριος. Είναι η πηγή της δύναμης και της εξουσίας. Δεν τη δανείζεται από κάποιον άλλο. «Πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι» (Ιωάν. ιστ’ 15), είχε πει σε άλλη περίπτωση ο Κύριος Ιησούς. Και τώρα βλέπουμε πως το επιβεβαιώνει αυτό στην πράξη. «Σου μιλάω Εγώ· σε διατάζω με την εξουσία που έχω και σε διώχνω από το παιδί με τη δύναμή μου». Ας το καταλάβουν καλά οι άνθρωποι πως ο Χριστός δεν είναι ένας από τους προφήτες, που έκαναν κάποια θαυμαστά πράγ­ματα με τη βοήθεια του Θεού, αλλά είναι ο Υιός του Θεού, Εκείνος που προανήγγειλαν οι προφήτες και ανέμενε ο κόσμος.
Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα και το δεύτερο σκέλος τής εντολής τού Χριστού προς το διάβολο: και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. Ο Κύριος του έδωσε την εντολή όχι μόνο να φύγει, μα και να μην ξαναγυρίσει στον άνθρωπο που είχε τόσο πολύ ταλαιπωρήσει. Αυτό σημαίνει πως ακόμα κι όταν καθαριστεί και θεραπευ­τεί ο άνθρωπος, μπορεί να προσβληθεί ξανά από τ’ ακάθαρτα πνεύματα. Ο διάβολος μπορεί να ξανάρθει στον άνθρωπο από τον οποίο διώχτηκε. Αυτό γίνεται όταν ο αμαρτωλός που μετάνιωσε και συχωρέθηκε από το Θεό, ξαναγυρίσει στην παλιά αμαρτία του. Τότε ο διάβολος βρίσκει ανοιχτή την είσοδο και ξαναμπαίνει στον άνθρωπο.
Ο Κύριος εδώ διατάζει το διάβολο όχι μόνο να ελευθερώσει το παιδί, μα και να μην ξαναγυρίσει ποτέ.
Κι αυτό για δυο λόγους: πρώτο, ώστε το θεϊκό δώρο που του έδωσε να είναι ολοκληρωμένο και τέλειο· και δεύτερο, για να διδαχτούμε πως, αφού λάβουμε την άφεση από το Θεό, δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην αμαρτία, «ώσπερ κύων επί το ίδιον εξέραμα» (Β’ Πέτρ. β’ 22), για να μην εκτεθούμε στον κίνδυνο κι ανοίξουμε πάλι την πόρτα στο πονηρό πνεύμα για να μπει μέσα μας και να μας κυριεύσει.
Μετά το μεγάλο αυτό θαύμα τού Χριστού, «εξεπλήσσοντο πάντες επί τη μεγαλειότητι του Θεού», γράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς (θ’ 43). Πόσο καλό θα ήταν να έμενε ο θαυμασμός αυτός διαρκής κι ανεξά-λειπτος από τις ψυχές τών ανθρώπων! Να μην έσβηνε τόσο γρήγορα όσο οι σαπουνόφουσκες στο νερό! Ο Θεός όμως δε σπέρνει μάταια. Αν ο σπόρος που πέ­φτει στο δρόμο, στην πέτρα ή ανάμεσα στα ζιζάνια χάνεται, εκείνος που πέφτει σε καλή γη μένει ζωντανός και αποδίδει καρπούς εκατονταπλάσιους.
Αργότερα που ο Χριστός έμεινε μόνος με τους μα­θητές Του, εκείνοι τον ρώτησαν: «Τότε προσελθόντες οι μαθηταί τω Ιησού κατ’ ιδίαν είπον· διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό; ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· δια την απιστίαν υμών. αμήν γαρ λέγω υμίν, εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατίσει υμίν» (Ματθ. ιζ’ 19-20). Η ρίζα της αδυναμίας των αποστόλων επομένως ήταν η απιστία. Όσο μεγαλύτερη είναι η πίστη, τόσο μεγαλύτερη κι η δύναμη. Λιγότερη πίστη, λιγότερη δύναμη. Νωρίτερα ο Κύριος είχε δώσει στους αποστόλους «εξουσίαν πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε εκβάλλειν αυτά και θεραπεύειν πάσαν νόσον και μαλακίαν» (Ματθ. ι’ 1). Οι μαθητές έκαναν για κάποιο διάστημα καλή χρήση αυτής της εξουσίας. Στο μέτρο όμως που εξασθένησε η πίστη τους, είτε από το φόβο των ανθρώπων είτε από υπερηφάνεια, εξασθένησε και η δύναμη που τους έδωσε. Στον Αδάμ είχε δοθεί εξουσία πάνω σ’ όλα τα πλάσματα. Με την παρακοή, την απληστία και την υπερηφάνειά του όμως, έχασε την εξουσία αυτή. Οι απόστολοι τώρα, από κάποιο δικό τους σφάλμα, είχαν χάσει τη δύναμη και την εξουσία που τους είχε δώσει ο Κύριος. Η χαμένη αυτή δύναμη τώρα μπορεί ν’ ανακτηθεί μόνο με πίστη, πίστη και περισσότερη πίστη.
Σ’ αυτήν την περίπτωση ο Κύριος έδωσε μεγάλη έμφαση στο θέμα της πίστης. Η πίστη μπορεί να με­τακινήσει και όρη. Δεν αδυνατεί τίποτα μπροστά της. Ο κόκκος του σιναπιού είναι πολύ μικρός, το άρωμά του όμως μπορεί να διαπεράσει ένα μπωλ ολόκληρο με φαγητό. Γράφει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στην Κατήχησή του αρ. 5: «Όπως ο κόκκος του σιναπιού, που είναι μικρός σε μέγεθος αλλά μεγάλος σε ενέργεια, όταν σπαρεί σ’ έναν τόπο βγάζει πολλούς κλάδους, ώστε σ’ αυτούς να κάθονται και πουλιά, έτσι είναι κι η πίστη. Σύντομα κάνει έργα μεγάλα. Γι’ αυτό έχετε πίστη σ’ Εκείνον, για να σας δώσει πίστη δυνατή, που ενεργεί πέρα από την ανθρώπινη δύναμη». Αν έχετε πίστη έστω όσο ο κόκκος του σιναπιού, τα βουνά θα υποχωρήσουν μπροστά σας και θα μετακινηθούν από το ένα μέρος σε άλλο.
Γιατί ο ίδιος ο Κύριος δε μετακίνησε βουνά; Επειδή δεν του ήταν απαραίτητο να το κάνει. Έκανε εκείνα μόνο τα θαύματα, που χρειάζονταν για να ωφελήσουν τους ανθρώπους, για τη σωτηρία τους. Είναι όμως μεγαλύτερο θαύμα να μετακινήσεις ένα βουνό ή να με­τατρέψεις το νερό σε κρασί, να πολλαπλασιάσεις τους άρτους, να εκβάλεις πονηρά πνεύματα, να θεραπεύσεις όλων των λογιών τις αρρώστιες, να περπατήσεις πάνω στο νερό ή να γαληνέψεις μ’ ένα λόγο – ή και μία σκέψη – τις καταιγίδες και τους ανέμους; Δεν απο­κλείεται πιστοί του Χριστού, που είχαν πολύ μεγάλη πίστη και σε ειδικές περιπτώσεις, νά ‘καναν και το θαύμα αυτό, να μετακίνησαν δηλαδή όρη. Είναι όμως τα ψηλά βουνά πιο φοβερά φορτία για τον άνθρωπο από τις εγκόσμιες μέριμνες, τους εγκόσμιους δεσμούς και τις αλυσίδες των παθών; Εκείνος που μπορεί να σηκώσει τα βάρη αυτά από την ψυχή του ανθρώπου και να τα ρίξει στη θάλασσα, σίγουρα έχει μετακινήσει το μεγαλύτερο βουνό του κόσμου.
«Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» (Ματθ. ιζ’ 21). Η νηστεία κι η προσευχή είναι οι δύο πυλώνες της πίστης, δυο δυ­νατές φλόγες που κατακαίουν τα πονηρά πνεύματα. Με τη νηστεία καταπραΰνονται και νεκρώνονται όλα τα σωματικά πάθη, κυρίως τα σαρκικά. Με την προ­σευχή πολεμούνται κι αφανίζονται όλα τ’ άλλα πάθη της ψυχής, της καρδιάς και του νου, όπως πονηρές επιθυμίες, κακές πράξεις, φθόνος, εκδίκηση, μίσος, κα­κία, υπερηφάνεια, κενοδοξία και άλλα. Με τη νηστεία καθαρίζονται τα δοχεία τού σώματος και της ψυχής από το ακάθαρτο περιεχόμενο των εγκόσμιων παθών και της κακίας τους. Με την προσευχή έλκεται το Αγιο Πνεύμα στο άδειο και καθαρό δοχείο κιεγκαθίσταται στον άνθρωπο η πληρότητα της πίστης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει από χρόνια αμνημό­νευτα τονίσει τη δοκιμασμένη συνταγή της νηστεί­ας για όλα τα σωματικά πάθη και σαν ένα δυνατό όπλο εναντίον των πονηρών πνευμάτων. Εκείνοι που υποβαθμίζουν ή απορρίπτουν τη νηστεία, στην ουσία υποβαθμίζουν κι απορρίπτουν μια θεμελιακή εντολή του Κυρίου Ιησού, που αφορά στη σωτηρία του ανθρώ­που. Η προσευχή ενισχύεται με τη νηστεία, η πίστη εδραιώνεται κι από τη μια (την προσευχή) κι από την άλλη (τη νηστεία). Κι η πίστη μετακινεί όρη, εκβάλλει δαιμόνια και κάνει δυνατά τα αδύνατα.
Τα τελευταία λόγια του Χριστού στο σημερινό ευαγ­γέλιο δε φαίνεται να έχουν σχέση με το περιστατικό που προηγήθηκε. Μετά το μεγάλο θαύμα της θερα­πείας του δαιμονισμένου παιδιού κι ενώ οι άνθρω­ποι θαύμαζαν το γεγονός, ο Κύριος άρχισε να μιλάει στους μαθητές για το Πάθος Του. «Μέλλει ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοσθαι εις χείρας ανθρώπων, και αποκτενούσιν αυτόν, και τη τρίτη ημέρα εγερθήσεται. και ελυπήθησαν σφόδρα» (Ματθ. ιζ’ 22, 23). Γιατί μετά το θαύμα, όπως και μετά από κάποια άλλα από τα θαύματά Του, ο Κύριος μιλούσε στους μαθητές για το Πάθος Του; Το έκανε αυτό ώστε, όταν ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου, να μην αποκαρδιωθούν, να μην ολιγοπιστήσουν. Τά ‘λεγε αυτά στους μαθητές μετά από τα μεγάλα θαύματα Του, ώστε οι προρρήσεις αυτές, κοντά στα μεγάλα γεγονότα, τη δόξα και τα εγκώμια με τα οποία τον υποδέχονταν, να χαραχτούν καλύτερα στο νου τους. Τά ‘λεγε όμως και για να διδάξει, όχι μόνο τους αποστόλους αλλά και μας. Να κατανοήσουμε πως μετά από τόσο μεγάλα έργα δεν πρέπει να ζητούμε και να περιμένουμε ανταμοιβή από τους ανθρώπους, αλλά να είμαστε έτοιμοι για το χειρότερο, για τα σκληρότερα χτυπήματα και τις ταπεινώσεις, ακόμα κι απ’ αυτούς που βοηθήσαμε κι ευεργετήσαμε πολύ.
***
Ο Κύριος δεν προείπε μόνο το πάθος και το θά­νατό Του, αλλά και την ένδοξη Ανάστασή Του. Στο τέλος όλων υπάρχει η Ανάσταση, η νίκη κι η αιώνια δόξα. Ο Κύριος προείπε στους μαθητές Του κάτι που φαινόταν αδύνατο. Ήθελε να τονώσει την πίστη τους, για ν’ αντιμετωπίσουν όσα θ’ ακο­λουθούσαν, να τους διδάξει πως πρέπει να πιστέψουν όσα τους είπε. Πίστη όση ο κόκκος του σιναπιού ή ακόμα λιγότερη, πρέπει νά ‘χει κάθε άνθρωπος για νά ‘ναι προετοιμασμένος και να περιμένει κάθε είδος βασάνων σ’ αυτόν τον κόσμο. Νά ‘ναι σίγουρος όμως πως στο τέλος υπάρχει η ανάσταση.Κάθε επίγεια δόξα και κάθε έπαινο πρέπει να τα λογαριάζουμε σαν μηδέν. Μετά απ’ όλους τους θριάμβους που μπορεί να προσφέρει ο κόσμος, πρέπει ν’ αναμένουμε τον πειρασμό. Όλα όσα μας στέλνει ο ουράνιος Πατέρας μας, πρέπει να τα δεχόμαστε με ταπείνωση και υπα­κοή. Δεν πρέπει ν’ απαριθμούμε τα καλά που έχουμε κάνει για το λαό, την πόλη ή το χωριό, για το έθνος ή για την πατρίδα μας. Δεν πρέπει να επαναστατούμε όταν μας πιέζουν προβλήματα. Αν κάναμε κάτι για τους πλησίον μας, αυτό έγινε με τη βοήθεια του Θεού. Έτσι είναι. Κάθε καλό γίνεται από το Θεό, εμείς είμαστε απλά όργανά Του. Επομένως δεν πρέπει να γογγύζουμε όταν μας στείλει ο Θεός βάσανα μετά την εγκόσμια δόξα, ταπείνωση μετά από επαίνους, φτώχεια μετά τον πλούτο, περιφρόνηση μετά από ματαιοδοξία, αρρώστια μετά την υγεία, μόνωση και εγκατάλειψη μετά από την απόλαυση πολλών φίλων.
Ο Θεός γνωρίζει γιατί μας τα στέλνει όλ’ αυτά. Γνωρίζει πως όλα είναι για το καλό μας. Πρώτο, για να μάθουμε να εκτιμούμε τις αιώνιες κι άφθαρτες άξι­ες και να μην οδηγηθούμε στο θάνατο παρασυρμένοι από την ψεύτικη και παροδική λαμπρότητα αυτού του κόσμου. Δεύτερο, πως δεν πρέπει να λάβουμε αντα­πόδοση από τους ανθρώπους για τα καλά που κάναμε σ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί έτσι δε θα μείνει τίποτα να περιμένουμε για να λάβουμε στη μέλλουσα ζωή. Όταν φτάσουμε στην πύλη της ουράνιας βασιλείας, εύχομαι να μήν ακούσουμε: «Πορεύεσθε απ’ εμού, ότι ήδη απέχετε τον μισθόν υμών».
Ελπίζω να μη συμβεί αυτό σε μας. Για να μη χα­θούμε αιώνια όταν έρθει το σίγουρο τέλος αυτού του κόσμου, απ’ όπου λάβαμε δόξα και τιμή, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο μοναδικός μας Φίλος, μας διδάσκει πως μετά τη μέγιστη δόξα, τον έπαινο και την τιμή που μπορεί να μας προσφέρει αυτός ο κόσμος,πρέπει να προετοιμαστούμε για ν’ αναλάβουμε το σταυρό μας. Γι’ αυτό πρέπει δόξα και ύμνος στον Κύριο Ιησού Χρι­στό, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το Πανάγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες Δ’ – Κυριακοδρόμιο, Εκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)
Συνιστούμε ανεπιφύλακτα στους επισκέπτες της ιστοσελίδος μας το εξαιρετικό βιβλίο με τις ομιλίες του Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς:
http://www.perizitito.gr/images/P/b174196.jpg

ΚΥΡΙΑΚΗ Ιʹ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 17, 14-23) «Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν;»

ΚΥΡΙΑΚΗ  Ιʹ  ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ματθ. 17, 14-23)
«Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν;»
Συχνά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, προσευχόμαστε οἱ ἄνθρωποι στόν Θεό. Τόν παρακαλοῦμε γιά κάτι, πού τελικά ὅμως δέν πραγματοποιεῖται. Τό αἴτημά μας δέν ἐκπληρώνεται. Ἡ ἰκεσία μας δέν βρίσκει ἀνταπόκριση.
Καί αὐτό πού ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό δέν εἶναι κάτι τό παράλογο ἤ ἀθέμιτο. Διότι ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι δέν δικαιούμαστε, δέν εἶναι κάν ἐπιτρεπτό νά παρακαλοῦμε τόν Θεό γιά πράγματα πού εἶναι ἀντίθετα πρός τό Εὐαγγέλιό Του˙ γιά πράγματα τῶν ὁποίων ἡ ἐκπλήρωση ἱκανοποιοῦν τόν ἐγωϊσμό καί τήν ἀρρωστημένη φαντασία μας.
Ζητοῦμε, λοιπόν, πράγματα λογικά καί θεμιτά˙ παρακαλοῦμε γιά κάτι πού δέν ἀντιτίθεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο ἀπάντηση δέν παίρνουμε, τό αἴτημά μας δέν ἰκανοποιεῖται. Καί πολύ φυσικά τότε ἀναρωτιόμαστε: Γιατί; Γιατί δέν ἀπαντᾶ στήν προσευχή μας ὁ Θεός;
Στό ἐρώτημα αὐτό, πού ἀκοῦμε νά διατυπώνουν συχνά πολλοί ἀδελφοί μας χριστιανοί, ἔρχεται νά δώσει ἀπάντηση ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή.
Κάποτε ἦρθε στό Χριστό ἕνας δυστυχισμένος πατέρας. Ὁ γιός του ἦταν ἄρρωστος˙ σεληνιαζόταν καί ὑπέφερε φρικτά. «Πολλάκις γαρ πίπτει, εἰς τό πῦρ καί πολλάκις εἰς τό ὕδωρ» ἀνέφερε στόν Ἰησοῦ μέ πόνο ὁ πατέρας. Ἀρχικά τόν εἶχε ὁδηγήσει στούς μαθητές τοῦ Κυρίου, ἀλλά ἐκεῖνοι δέν μπόρεσαν νά τόν κάνουν καλά. Ὁ Κύριος ἐπιπλήττει τό ἀκάθαρτο πνεῦμα καί τό δυστυχισμένο μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα παιδί ἐλευθερώνεται ἀπό τή δαιμονική ἐνέργεια.
Οἱ μαθητές τότε πλησίασαν ἰδιαιτέρως τόν Χριστό καί τόν ρώτησαν: «Διατί ἡμεῖς, οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;». Δηλαδή, «γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό δαιμόνιο;» Καί ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν». Αἰτία τῆς ἀδυναμίας τους ἦταν ἡ ἀδύναμη πίστη εἴτε ἡ δική τους εἴτε, ἴσως, τοῦ πατέρα καί ὅσων παρευρίσκονταν.
Ἡ ἴδια αἰτία βρίσκεται πίσω ἀπό τή σιωπή τοῦ Θεοῦ καί στή δική μας προσευχή˙ στά διάφορα αἰτήματα πού τοῦ ἀπευθύνουμε. Ὁ Θεός σιωπᾶ στήν προσευχή μας, γιατί προσευχόμαστε χωρίς βαθιά καί ζωντανή πίστη. Τά ὅσα τοῦ ζητοῦμε μένουν ἀνεκπλήρωτα καί ἀναπάντητα, διότι δέν τόν πλησιάζουμε μέ ἐμπιστοσύνη καί δέν τόν παρακαλοῦμε μέ θερμή ἀγάπη καί καθαρή καρδιά. Γιατί ἡ πίστη, ἡ ἐμπιστοσύνη δηλαδή, καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀνοίγει τό δρόμο καί τῆς ἀληθινῆς ἐπικοινωνίας μαζί Του.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔχει διδάξει: «Αἰτεῖται καί δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καί εὐρήσετε, κρούετε καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν˙» (Ματθ. 7,7). Καί ὅπως πάλι ὁ ἴδιος ὑπογραμμίζει στό σημερινό Εὐαγγέλιο «ἄν ἔχετε πίστη ἔστω καί σάν κόκκο σιναπιοῦ, θά λέτε σ’ αὐτό τό βουνό «πήγαινε ἀπό δῶ ἐκεῖ» καί θά πηγαίνει˙ καί κανένα πράγμα δέν θά εἶναι ἀδύνατο γιά σᾶς».
Ὁ Ἰησοῦς ὅμως προσθέτει καί κάτι ἄλλο πού φωτίζει τό ἐρώτημα τῶν μαθητῶν Του:«Τοῦτο δέ τό γεγονός οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Δηλαδή, αὐτό τό εἶδος τῶν δαιμονίων δέν βγαίνει ἀπό τόν ἄνθρωπο πού ἔχει καταληφθεῖ ἀπό αὐτό, παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία. Ἡ χριστιανική μας ὑπόσταση δέν ὁρίζεται μόνο ἀπό τήν πίστη, μιά πίστη θεωρητική καί πολλές φορές ἄκαρπη. Ἡ πίστη πρέπει νά συνδιάζεται μέ τήν πράξη, τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Καί ἀπό τίς βασικές ἐκδηλώσεις μιᾶς γνήσιας χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία.
Γιά νά μᾶς ἀκούσει ὁ Θεός ὀφείλουμε νά προσευχόμαστε. Νά προσευχόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη καί θερμή διάθεση, μέ ἐπιμονή καί ἀφοσίωση. Στήν Ἐκκλησία μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μας, στό σπίτι μας, στήν ἐργασία, τήν ἡμέρα καί τή νύχτα.
Ὁ Κύριος δίπλα στήν προσευχή τοποθετεῖ καί τή νηστεία. Μέ τήν προσευχή ἐπιδιώκουμε νά συναντήσουμε τό Θεό καί νά συνομιλήσουμε μαζί Του. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει τήν ἐλευθερία ἀπό τά πάθη μας. Στήν προσπάθεια αὐτή βοηθᾶ ἡ νηστεία. Δυστυχῶς ἡ ὑλιστική νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας δέν ἐπιτρέπει σέ πολλούς ἀνθρώπους νά καταλάβουν τήν ἀξία τῆς νηστείας καί γενικότερα τῆς σωματικῆς ἄσκησης γιά λόγους πνευματικούς. Ὡστόσο θά πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι προσευχή χωρίς ἄσκηση δέν ὑπάρχει. Προσευχή χωρίς ἀγώνα πνευματικό δέν πετυχαίνεται. Προσευχή χωρίς νά ὑπερνικήσουμε τό σαρκικό φρόνημα εἶναι ἀδύνατο νά κατορθώσουμε.
Αὐτό φαίνεται καθαρά στή ζωή τῶν Ἁγίων. Τήν προσπάθειά τους γιά προσευχή συνόδευε καί ἡ ἄσκηση τοῦ σώματος. Ἡ προσευχή τους ἐνίσχυε τόν ἀγώνα τους. Καί ὁ ἀγώνας τους ἐνδυνάμωνε τήν προσευχή τους. Ἡ νηστεία κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων ἀποτελεῖ ἕνα πνευματικό ἀγώνισμα. Διώχνει τούς δαίμονες καί ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κυριαρχία τῶν παθῶν. Νεκρώνει τίς σαρκικές ἐπιθυμίες, δυναμώνει τήν προσευχή.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Χρειαζόμαστε μιά ζωντανή καί σταθερή πίστη. Καί ὅταν μαζί μέ τήν πίστη συμπορεύεται ἡ θερμή προσευχή καί τό ἀγώνισμα τῆς νηστείας, τότε καί μόνο τότε ὁ Θεός ἀκούει αὐτά γιά τά ὁποῖα τόν παρακαλοῦμε. Ἀμήν.                      
                                                                             
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Οἱ Ἀπόστολοι πρότυπα ἀγωνιστῶν γιὰ χριστιανοὺς



«Ἀδελφοί, μοῦ φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς σ' ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἔδωσε τὴν ἐλεεινότερη θέση, σὰν νὰ εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε στὴν ἀρένα. Γιατί γίναμε θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους. Ἐμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σοφοὶ χάρη στὸ Χριστό· ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε δυνατοί· ἐμεῖς εἴμαστε περιφρονημένοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε τιμημένοι! Ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα πεινᾶμε, διψᾶμε, γυρνᾶμε μὲ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, ἀπὸ τόπο σὲ τόπο χωρὶς σπίτι, καὶ μοχθοῦμε νὰ ζήσουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Στοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμοὺς μὲ ὑπομονή, στὶς συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σὰν τὰ σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα θεωρούμαστε τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας.

Δὲ σᾶς τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς κάνω νὰ ντραπεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς συμβουλέψω ὅπως ὁ πατέρας τ' ἀγαπημένα τοῦ παιδιά. Γιατί κι ἂν ἀκόμα ἔχετε χιλιάδες δασκάλους στὴ ζωή σας μὲ τὸν Χριστό, δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες ἀλλὰ μόνον ἕνα. Στὴ σωτήρια οἰκονομία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ σὰν πατέρας σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Σᾶς ζητῶ λοιπὸν νὰ μοῦ μοιάσετε» (Α΄ Κορ.4,9-16).

Μὲ ἔντονες ἀντιθέσεις, ποὺ ἐγγίζουν πολλὲς φορὲς τὰ ὅρια τῆς εἰρωνείας, περιγράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπῆ τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του τὸ δύσκολο καὶ ἐπίπονο διακόνημα τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου μέσα στὸν κόσμο. Ἐνῶ οἱ καυχώμενοι γιὰ τὴ «σοφία» τοὺς Κορίνθιοι, ἢ μᾶλλον μερικοὶ ἐξ αὐτῶν, εἶναι ἔνδοξοι καὶ ἰσχυροί, οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατὰ κόσμον ἄσημοι, ἀνίσχυροι, καταδιωκόμενοι καὶ ἀντιμετωπίζουν συνεχῶς τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὴν κόπωση καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατο.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ μεγάλος Ἀπόστολος μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὶς δύο ἀκόλουθες σκέψεις:

1. Πρῶτα-πρῶτα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἔργο τοῦ θεοῦ. Ὅ,τι ἐπιτυγχάνει τὸ ἐπιτυγχάνει μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴ δύναμη τῶν ἡγετῶν της. Τὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐνδοανθρώπινα στηρίγματα καὶ ἀπὸ κρατικὲς ἐξουσίες, οὔτε ἀπὸ δόξες καὶ τιμές. Ὁ Θεὸς διαλέγει ἄσημους ἀλλὰ ἁγνοὺς ἐργάτεςγια νὰ καταισχύνει τοὺς κατὰ κόσμον «σοφούς». Ὁ Ἀπ. Παῦλος ποὺ μετέφερε τὴ φλόγα τοῦ Εὐαγγελίου μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο γράφει μὲ συντριβὴ στὴν ἴδια ἐπιστολή: «Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινα αὐτὸ ποὺ ἔγινα· κι αὐτὴ ἡ χάρη πρὸς ἐμένα δὲν ὑπῆρξε ἄκαρπη: ἐργάστηκα περισσότερο ἀπ' ὅλους τοὺς ἀποστόλους, ὄχι βέβαια ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ συνοδεύει» (Α΄ Κορ 15,10).

Πολλὲς φορὲς ὑπερτονίζουμε τὴ θέση μας καὶ τὴν ἀξία μας, εἴτε ὡς ἁπλὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ὡς ἡγετικὰ στελέχη, μικρὰ ἢ μεγάλα, καὶ ξεχνοῦμε τὸν χορηγό τῆς δυνάμεώς μας, ποὺ ἐνδιαφέρεται περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὴ λύτρωση τῶν αἰχμαλωτισμένων στὰ δίκτυα τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς συνανθρώπους μας.

2. Καὶ ἡ δεύτερη σκέψη μας εἶναι ὅτι ἡ περικοπὴ τῆς Α΄πρὸς Κορινθίους ποὺ παραθέσαμε παραπάνω δὲν ἀποτελεῖ τόσο ἐγκώμιο τῶν ἀποστόλων ὅσο ὑπόμνηση πρὸς τοὺς χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο τότε μόνο βρίσκεται στὴ φυσιολογική της κατάσταση, ὅταν διώκεται καὶ ἀγωνίζεται, ὅταν στρατεύεται κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀποσυνθέσεως, γιὰ νὰ μεταδώσει τὸ ζωντανὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν κίνδυνο νὰ διωχθοῦν οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ χάσουν τὴ θέση τους, νὰ γίνουν «θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους».

Βέβαια αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τοὺς ἀφιερωμένους στὸ εὐαγγελιστικὸ ἔργο κήρυκες ἀλλὰ κατ’ ἐπέκταση καὶ γιὰ τὸν κάθε χριστιανό, προϋποθέτουν δὲ τὴ νέκρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνάστασή του σὲ μία νέα ζωή, ζωὴ τῆς χάριτος. Νέκρωση ὡς πρὸς τὶς νόμιμες προσωπικὲς φιλοδοξίες γιὰ κοινωνικὴ ἄνοδο, γιὰ οἰκονομικὴ τακτοποίηση, γιὰ ἐπικράτηση. Καὶ ἀνάσταση σὲ μία καινούργια κατάσταση ζωῆς, στὴν ὁποία δεσπόζει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό, ἡ ἐλπίδα τῆς μεταμορφώσεως τοῦ φθαρμένου κόσμου σὲ «καινὴ κτίση».

Οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἔφεραν τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου μέσα στὴν οἰκουμένη καὶ ποὺ τὸ ἔργο τους τόσο ζωντανὰ περιγράφει ὁ Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπή, δὲν εἶναι μόνο ἱστορικὲς μορφὲς ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος ἀλλὰ φωτεινοὶ καθοδηγητὲς τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς, πρότυπα ἀγωνιστῶν, ποὺ καλοῦν τοὺς χριστιανοὺς σὲ μία ἀφύπνιση καὶ δραστηριοποίηση, ὥστε νὰ γίνει πιὸ αἰσθητὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ ἡ παρουσία τους μέσα στὸν κόσμο.

Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος:ΚΥΡΙΑΚΗ Ι ΜΑΤΘΑΙΟΥ ( Ευαγγέλιον Ματθ. Ιζ' 14-23 ) «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ»

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι ΜΑΤΘΑΙΟΥ
( Ευαγγέλιον Ματθ. Ιζ' 14-23 )
«Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ»
Μολονότι φαίνεται παράξενον, εν τούτοις μέγας ευεργέτης του ανθρώπου είναι η θλίψις και ο πόνος. Ο πόνος κάμνει τον άνθρωπον να αισθανθή την αδυναμίαν του, να ταπεινωθή, να μετανοήση, να καταφύγει εις τον Θεόν τον ελεήμονα, να ζητήση με πόθον και να εύρη την θείαν βοήθειαν και προστασίαν. Καθαρά το βλέπομεν αυτό εις τον δυστυχή πατέρα του δαιμονισμένου παιδιού του σημερινού ευαγγελίου.

Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος: Κήρυγμα Ι Κυριακής Ματθαίου

Πράγματι ο πατέρας αυτός είναι δυστυχής και ο πόνος καθημερινώς σπαράσσει την πατρικήν του καρδίαν. Φαίνεται από χρόνια πολλά να τον μαστίζη η θλίψις. Αλλά τώρα το κακόν έχει κορυφωθή. Δι'αυτό ταπεινωμένος έρχεται προς τον Χριστόν, γονατίζει εμπρός του και με πόνον εκφράζει την βαθείαν του θλίψιν. Του λέγει «Κύριε, ελέησόν μου τον υιόν, ότι σεληνιάζεται και κακώς πάσχει πολλάκις γαρ πίπτει εις το πυρ, και πολλάκις εις το ύδωρ». Το ταλαίπωρο παιδί! Κυριευμένο από πνεύμα πονηρόν περνά φοβερές κρίσεις. Με του πονηρού την επενέργειαν τυραννείται, βασανίζεται, υποφέρει πολύ. Και το πλέον επικίνδυνον είναι ότι το δαιμόνιον τον ρίχνει συχνά εις την φωτιάν ή εις το νερόν δια να τον θανατώση.
Συμφορά μεγάλη και δι 'αυτό, κυρίως όμως δια τον πατέρα. Ακριβώς δε η συμφορά αυτή τον οδηγεί προς τον Χριστόν. –Προηγουμένως είχε προσφύγει ο πατέρας αυτός εις τους μαθητάς του Κυρίου. Αυτοί όμως δεν μπόρεσαν να το θεραπεύσουν. Το αναφέρει τώρα και ζητεί του Χριστού την επέμβασιν προς θεραπείαν του παιδιού του. Ο Κύριος ελέγχει τότε την απιστίαν της γενεάς εκείνης, που έστεκε εμπόδιον δια να θαυματουργή εις πολλούς ο Χριστός και να τους θεραπεύη. Έπειτα, δίνει εντολήν να φέρουν το παιδί εμπρός του, «φερετέ μοι αυτόν ώδε». Μόλις του παρουσίασαν τον νεαρόν δαιμονισμένον, «επετίμησεν αυτώ ο Ιησούς, και εξήλθεν απ' αυτού το δαιμόνιον, και ιάθη ο παίς από της ώρας εκείνης». Έτσι, κοντά εις τον Χριστόν και με την χάριν του Χριστού, εσώθη το δαιμονισμένο παιδί και ξαναβρήκε ο δυστυχής πατέρας την χαράν και την ειρήνην του σπιτιού του.

Άλλ 'εκείνο, που είπεν ο Χριστός εις τον πατέρα αυτόν, το λέγει και εις όλους τους Χριστιανούς γονείς, που υποφέρουν εξ αιτίας της κακής ζωής των παιδιών των. «Φέρετέ μοι αυτά ώδε». Φέρετε εις εμέ τα παιδιά σας. Φέρετέ τα εις τον ναόν μου, εις το Κατηχητικόν μου, εις την εξομολόγησιν και την θείαν Κοινωνίαν. Εκεί θα διδαχθούν την αλήθειαν και θα λάβουν την σωτήριον χάριν μου. Εκεί θα φωτισθούν, θα αλλάξουν, θα αγιασθούν. Κακά παιδιά, θυμώδη, πεισματάρικα, ανυπάκουα, με ψεύδη και λόγια πικρά εις το στόμα είναι τώρα. Άλλ ' όταν τα φέρετε εις εμέ και δεχθούν την χάριν μου, τα κακά θα γίνουν καλά, ενάρετα, τίμια, σωφρονισμένα, άγια παιδιά. Με την ιδικήν μου χάριν θα εξαγιασθή και η ψυχή και η ζωή των. Δεν θα βασανίζεσθε τότε, δεν θα εντρέπεσθε, διότι έχετε τέτοια παιδιά. Θα τα χαίρεσθε και θα τα καμαρώνετε, θα τα ζηλεύη δε όλη η γειτονιά και όλη η κοινωνία διότι αυτά θα είναι το στήριγμα και η χαρά του σπιτιού σας και το καύχημα της Πατρίδος. Λοιπόν, γονείς, λέγει ο Χριστός, μη στέκεσθε ψυχροί και αδιάφοροι και μην αφίνετε τα παιδιά σας να τα παρασύρει ο πονηρός εις τον δρόμον τον κακόν και να τα βασανίζουν οι κακίες των. Φέρετέ τα εις εμέ, δια να σωθήτε και σεις και εκείνα.

Αλλά, δια να γίνη αυτό, δηλαδή η προσαγωγή των παιδιών εις τον Χριστόν και η ψυχική των θεραπεία, χρειάζεται εις τους γονείς πρωτίστως πίστις μεγάλη και θερμή. Είπαμε προτήτερα, ότι οι μαθηταί δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιον και να θεραπεύσουν τον νεανίαν. Όταν το έβγαλεν ο Κύριος, οι μαθηταί ερωτούν τον Διδάσκαλον των: «Διατί ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτώ;» Ο Κύριος τους απαντά: «Διά την απιστίαν υμών». Δεν είχατε και σεις και ο πατέρας του παιδιού όσην εχρειάζετο πίστιν. Δι' αυτό και δεν έγινεν από σας το θαύμα. Και τους επρόσθεσεν ο Σωτήρ, εάν έχετε πίστιν ζωντανήν, θερμήν, καίουσαν πίστιν, που να υπενθυμίζη την θερμότητα, την οποίαν έχει ο σπόρος του σιναπιού, αν δηλαδή έχετε φλόγα πίστεως εις την ψυχήν σας, θα λέγετε εις το βουνό αυτό –έδειξε το βουνό που ήτο εκεί επάνω –πήγαινε από εδώ εκεί και θα γίνεται, και εις σας δεν θα είναι τίποτε αδύνατον. Δηλαδή, και τα αδύνατα θα γίνωνται δυνατά, εύκολα, κατορθωτά.

Και πράγματι. Η ιστορία της πίστεως είναι ιστορία θαυμάτων. Και η ιστορία των θαυμάτων είναι ιστορία της πίστεως. Πίστις και θαύμα, είναι αιτία και αποτέλεσμα, ρίζα και καρπός, Θεού και ανθρώπου πλήρης συμμαχία, δια να γίνωνται τα αδύνατα δυνατά και ο μικρός και αδύνατος άνθρωπος να απολαμβάνη του Θεού τα μεγάλα και υπερθαυμαστά έργα. Δια τον Χριστιανόν, όχι τον ολιγόπιστον και χλιαρόν, αλλά τον πιστόν που αισθάνεται εις την ψυχήν του τον Χριστόν, είναι όλα δυνατά. Πίστευε, Χριστιανε. Πίστευε ακλονήτως. Πίστευε με όλην σου την ψυχήν. Και εις τας μεγαλυτέρας συμφοράς της ζωής σου, εις τους τρομερωτέρους σου πειρασμούς, μένε ακλόνητος, σταθερός, με πλήρη εμπιστοσύνην εις τον Χριστόν και την βοήθειάν του. Και τότε μεγάλα θαύματα, θαύματα αληθινά θα δής εις την ζωήν σου, που θα τα κάμνει ο Θεός προς σωτηρίαν ιδικήν σου.
Αρχιμ. Σπυρίδων Πετεινάτος
Ιεροκήρυξ Ιεράς Μητροπόλεως Κεφαλληνίας

Κυριακή Ι Ματθαίου

Μπροστά σε ένα ανθρώπινο δράμα βρίσκεται ο Κύριός μας, αδελφοί μου Χριστιανοί, όπως διηγείται το σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Ένας τραγικός πατέρας πλησιάζει και Τον παρακαλεί να θεραπεύσει το παιδί του, το οποίο υποφέρει, ευρισκόμενο υπό την επήρεια δαιμονικών δυνάμεων. Ο άνθρωπος αυτός εκφράζει το παράπονό του για το γεγονός ότι οδήγησε το παιδί του και ενώπιον των Μαθητών, οι οποίοι, όμως, δε μπόρεσαν να το λυτρώσουν από την δύναμη του σατανά. Ο Κύριος ήλεγξε την ελλειμματική πίστη τόσο του πατέρα, όσο και των Μαθητών και αφού επετίμησε το δαιμονικό πνεύμα ελευθέρωσε το παιδί και το παρέδωσε υγιές στην οικογένειά του. Οι Μαθητές εξέφρασαν την απορία τους για την αδυναμία τους να θεραπεύσουν το δαιμονισμένο παιδί και ο Κύριος την απέδωσε στην προβληματική τους πίστη, ενώ επεσήμανε πως η αληθινή και απόλυτη πίστη είναι ικανή να επιτελέσει σημεία θαυμαστά και υπέρλογα.

Ο προβληματικός χαρακτήρας της πίστης των Μαθητών μάς δίδει την ευκαιρία να προσεγγίσουμε το γεγονός της πίστης και να το εξετάσουμε υπό το πρίσμα της σημερινής πραγματικότητας, να το
φέρουμε στα μέτρα της δικής μας πίστης, ως Ορθοδόξων Χριστιανών, μελών της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, «Πιστεύω» σημαίνει εμπιστεύομαι, αποδέχομαι, συναινώ. Αποδέχομαι ότι ο Θεάνθρωπος Ιησούς είναι η εγγύηση της προσωπικής μου καταξίωσης, δικαίωσης και λύτρωσης. Εμπιστεύομαι σ’ Εκείνον τη ζωή μου όλη, με τις χαρές και τις λύπες της, με τα πάθη και τα προβλήματά της και αγωνίζομαι, με τη δική Του βοήθεια, με το δικό Του λόγο, να βρω την ελπίδα και να κατακτήσω την σωτηρία.

Η πίστη, στη γλώσσα του Αποστόλου Παύλου, ξεπερνά την έννοια της πιστότητας στο Θεό και της εμπιστοσύνης στο θέλημά Του. Αναλαμβάνει την έννοια της αξιοπιστίας εκείνου που δηλώνει άνθρωπος
του Θεού, έναντι των άλλων κι έναντι του Θεού. Η αξιοπιστία είναι αγαθό δυσεύρετο σήμερα, ενώ, συχνά, απουσιάζει και από τη ζωή και τους λόγους και των ανθρώπων της Εκκλησίας. Πόσο δύσκολο είναι να
βρεθεί σήμερα άνθρωπος που ο λόγος του να είναι συμβόλαιο, να ταυτίζεται και με τις προθέσεις του αλλά και με τις πράξεις του, να μη λειτουργεί ως επικάλυμμα υποκρισίας και κακότητας; Η αξιοπιστία είναι
ίδιον των ταπεινών ανθρώπων εκείνων που όντως έγιναν φορείς του Πνεύματος του Θεού, όντας ειλικρινείς διάκονοί του και όχι αδίστακτοι υπηρέτες του άκρατου εγωισμού, της φιλαυτίας και της κενότητάς τους,
στο βωμό των οποίων είναι ικανοί να θυσιάσουν σχέσεις αγάπης και αλληλεγγύης, αλλά και να προδώσουν δεσμούς πνευματικούς.

Άραγε, αγαπητοί μου, πιστεύουμε στην εποχή μας; Είμαστε αξιόπιστοι έναντι Θεού και ανθρώπων, εμείς που δηλώνουμε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που εκκλησιαζόμαστε και τηρούμε με ευλάβεια τα θρησκευτικά σχήματα και τις συμβατικές προς την Εκκλησία μας υποχρεώσεις; Πιστεύουμε πραγματικά και πώς εκφράζουμε την πίστη μας αυτή;

Προ ετών,. δημοσιεύθηκε μια πρωτότυπη δημοσκόπηση, με γενικό τίτλο «Σε ποιόν Θεό πιστεύουμε;»1. Τα προϊόντα της έρευνας αποκαλύπτουν την αληθινή εικόνα της Ελληνικής κοινωνίας, όσον αφορά στον τρόπο και στην έκφραση της θρησκευτικής πίστης. Το συντριπτικό ποσοστό των ερωτηθέντων, για την ακρίβεια το 91,6%, δήλωσε ότι πιστεύει στο Θεό. Την ίδια στιγμή το 57,8% αποδέχεται την ύπαρξη των ψυχών και το 57% την ύπαρξη του σατανά. Στην μετά θάνατον ζωή πιστεύει το 46,7% και ακόμη μικρότερο, 45,5%, στην Δευτέρα Παρουσία και στη μέλλουσα κρίση. Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό πιστεύει, τέλος, στην μετεμψύχωση, στα φαντάσματα, στην αστρολογία και στα μέντιουμ.

Τα αποτελέσματα της έρευνας αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, ότι οι νεοέλληνες χαρακτηριζόμαστε από βαθιά και ανησυχητική σύγχυση όσον αφορά στο τί και πώς πιστεύουμε. Παρατηρείται το φαινόμενο ν’
αποδεχόμαστε είτε αυτά που μπορούν να δικαιολογηθούν και να ερμηνευτούν από την κρησάρα της λογικής μας, είτε αυτά που μπορεί να αντέξει η ασθενής και αδύναμη φύση μας. Αντί να προσαρμόζουμε τη
ζωή μας στο θέλημα του Θεού, προσαρμόζουμε τον Θεό στα μέτρα της δικής μας αδυναμίας, φτιάχνοντας, τελικά, τόσους Θεούς όσοι είμαστε κι εμείς. Αυτό, όμως, δε συνιστά γνήσια και αυθεντική πίστη, αλλά έναν
ιδιότυπο και επικίνδυνο πολυθεϊσμό.

Εύλογα αναρωτιέται κανείς: να πιστεύουμε τα πάντα χωρίς έλεγχο; Την απάντηση δίδει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας: «Τί χρηστότερο από τις εντολές ή τί αληθέστερο από τις αλήθειες που νομοθέτης τους ήταν ο
ίδιος ο Θεός; Αυτός και καθοδηγητής, αφού Αυτός μόνος είναι η αλήθεια, Αυτός ο μόνος αγαθός»2.

Η γνήσια και αυθεντική πίστη, αδελφοί μου, είναι αυτή που πραγματώνεται χωρίς όρους και προϋποθέσεις, χωρίς τους κανόνες που υπαγορεύει η ατελής ανθρώπινη λογική που απαιτεί να δει για να πιστέψει. Μια πίστη που, όταν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχει ως αμοιβή να δει, τελικά, αυτό που προσδοκά.

ΑΜΗΝ!

Αρχιμ. Ε.Ο.
1 Ταχυδρόμος, 19/3/2005
2 «Περί της εν Χριστώ ζωής», σελ. 219


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...