Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 09, 2017

Πῶς νὰ φερόμαστε σὲ δύσκολα παιδιὰ





(Ἐπιστολὴ γραμμένη ἀπὸ τὸν γέροντα Παΐσιο σὲ μιὰ οἰκογένεια ποὺ ἦταν πολὺ πιστή, μορφωμένη κοινωνικὰ καὶ πνευματικά, καὶ βρισκόταν σὲ ἀπόγνωση λόγω τῆς συμπεριφορᾶς τῆς κόρης τους).



Ἀγαπητέ μου ἀδελφὲ «Χαῖρε ἐν Κυρίῳ.

Σχετικὰ μὲ τὸ παιδί σας πού μοῦ γράφετε, ἔχω τὴ γνώμη ὅτι μία αὐστηρὴ στάση θὰ τὸ κάνη πολὺ χειρότερα. Νὰ τοῦ λέτε τὸ καλὸ μὲ καλὸν τρόπο καὶ νὰ μὴν τὸ πιέζετε μετά, ἀλλὰ νὰ δείχνετε ὅτι στενοχωρεῖσθε γιὰ τὸν δρόμο ποὺ τραβάει (πράγμα ποὺ θὰ φαίνεται μόνο του, γιατί οὔτε ἡ χαρὰ κρύβεται οὔτε καὶ ἡ στενοχώρια). Θὰ κάνετε ἐσεῖς τὸ καθῆκον σας μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ μετὰ νὰ τὸ ἐμπιστευθῆτε στὸν Θεό. Νομίζω ὅτι περισσότερα ἀποτελέσματα θὰ φέρη, ὅταν ὁ πόνος ἀξιοποιηθῆ στὴν προσευχή, παρὰ νὰ πονᾶτε γιὰ τὶς ἀταξίες τοῦ παιδιοῦ ἐπιμένοντας, γιατί τὸ παιδὶ τώρα εἶναι ἀναστατωμένο ἀπὸ τὴν σάρκα καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ πονηροῦ, γιατί τοῦ ἔδωσε δικαιώματα.

Μπόρα εἶναι καὶ θὰ περάση. Μὴν στενοχωρεῖσθε, θὰ συνέλθη ἀργότερα. Οὔτε καὶ νὰ τὸ πάρετε κατάκαρδα, ποὺ θὰ χάση τὴν ἁγνότητά του καὶ τί θὰ γίνη μετά, γιατί οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἄλλο τυπικό, τὴν ἁμαρτία τὴν ἔκαναν μόδα. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήση. Κοιτάξετε ὅσο μπορεῖτε νὰ μὴν τὸ ἀποπαίρνετε, ὅπως ἀνέφερα, γιὰ νὰ μὴν κόψη τὸ σκοινὶ καὶ φύγη ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, γιατί θὰ συνέλθη μετὰ καὶ δὲν θὰ θέλη νὰ πλησίαση ἀπὸ ἐγωισμό, ὁπότε θὰ χαθῆ τελείως…

…Νὰ κάνετε ἕνα μικρὸ διάστημα ὑπομονή, νὰ παραβλέπετε τὶς ἀταξίες της, νὰ σᾶς πλησίαση λίγο περισσότερο καὶ τότε νὰ βρῆτε καμιὰ ἀφορμὴ μὲ τρόπο νὰ τὴν συμβουλέψετε… Πάντως μὴ στενοχωρεῖσθε, δὲν θὰ ἀφήση ὁ Θεός, οὔτε καὶ τὶς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν τῆς ἐποχῆς μας (τώρα) θὰ τὶς κρίνη τὸ ἴδιο μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν τῆς δικῆς μας (τότε, παλιότερης) ἐποχῆς.

Εὔχεσθε, καὶ ἐγὼ θὰ εὔχομαι, καὶ ὁ καλὸς Θεὸς νὰ βοηθήση καὶ τὸ παιδί σας καὶ ὅλα τὰ παιδιά σας καὶ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου.

Μὲ ἀγάπη Χριστοῦ
πηγη

Ὁ νοῦς χωρὶς τὴ νήψη βλέπει φαντάσματα




Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ὅπως ἔδειξαν σὲ κάποιες περιπτώσεις κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τρίχρονης σχέσεώς τους μαζί του, δὲν διέθεταν πάντοτε τὴν ἀναγκαία νήψη, προκειμένου νὰ ἀντιληφθοῦν κάποια σημαντικὰ γεγονότα ἢ νὰ κατανοήσουν ὀρθῶς κάποιους λόγους του ἢ ἐνέργειές του! Αὐτὸ συνέβη καὶ ὅταν τὸν εἶδαν κάποτε νὰ περιπατεῖ στὴν φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Μετὰ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, ὁ Κύριος ἀνάγκασε, εὐθὺς ἀμέσως, τοὺς μαθητές του νὰ ἀνεβοῦν στὸ πλοῖο, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος, νὰ τὸν περιμένουν ἐκεῖ, μέχρις ὅτου ἀπολύσει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ νὰ ἐπιστρέψουν στὰ σπίτια τους. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ πολλοὶ αὐτοὶ ἄνθρωποι, ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.

Ἀλλά, ὅταν πλέον εἶχε ἀρχίσει νὰ νυκτώνει, τὸ πλοῖο μὲ τοὺς μαθητὲς βρέθηκε ξαφνικὰ στὸ μέσον τῆς θαλάσσης, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων, λόγω τοῦ σφοδροῦ θαλάσσιου ἀνέμου. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Κύριος εἶδε τὴν ταλαιπωρία αὐτὴ τῶν μαθητῶν του, πλησίασε κατὰ τὰ χαράματα, πρὶν ἀκόμα τὸ φῶς τῆς ἡμέρας φωτίσει τὰ πάντα, περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης.

Ποιὰ ἦταν ἡ πρώτη ἀντίδραση τῶν μαθητῶν σ' αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου τους στὴν καρδιὰ τῆς θαλασσοταραχῆς ποὺ τοὺς ταλαιπωροῦσε; Ἐχάρησαν καὶ ἠρέμησαν; Ὄχι βέβαια! Ἀντίθετα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ποτὲ νὰ φαντασθοῦν ὅτι ὁ Κύριός τους, ἀκόμη καὶ χωρὶς θαλάσσιο μέσον, θὰ μποροῦσε νὰ σπεύσει στὴν βοήθειά τους, μέσα μάλιστα σὲ μία ἀσταμάτητη θαλασσοταραχή, ἰδόντες αὐτὸν ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν, λέγοντες - μεταξύ τους - ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν!

Δὲν φαντάζονταν ὅτι μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ Κύριος ἐκείνη ἡ μισοσκότεινη ἀνθρώπινη φιγούρα ποὺ εἶδαν κάποια στιγμὴ μέσα στὰ ἄγρια κύματα. Ἔτσι, μὲ θολωμένο τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ταραχή, ἐνόμισαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν!

Τί ἔκραξαν ἄραγε; ποιὸ ἦταν τὸ αἴτημα τῆς κραυγῆς τους; Τὸ εὐαγγελικὸ κείμενο δὲν ἀφήνει περιθώρια ἐντοπισμοῦ κάποιου αἰτήματος. Πιθανῶς ἡ κραυγή τους νὰ εἶχε τὸ νόημα μιᾶς ἐκρήξεως ἀπελπισίας θανάτου. Μιᾶς ὁριστικῆς, τελεσίδικης ἀπελπισίας. Χαθήκαμε.

Ὁ Κύριος, λοιπόν, ἐφάνηκε στοὺς μαθητές του ὡς φάντασμα. Ὁ νοῦς τῶν μαθητῶν δὲν βρισκόταν, ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ, ΣΕ ΝΗΨΗ. Ἦταν ἑπομένως τυφλός. Μόνο ὁ νηπτικός, ὁ νήφων νοῦς μπορεῖ νὰ ἰδεῖ τὸν Κύριον σ' ὁποιαδήποτε κατάσταση. Ἀλλὰ δὲν ἦταν ἡ μοναδικὴ αὐτὴ περίπτωση ποὺ ὁ νοῦς τῶν μαθητῶν ἦταν σκοτισμένος καὶ δὲν ἀνεγνώρισε τὸν Διδάσκαλο.

Ἀργότερα, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάστασή του, ὅταν ξαφνικά, ἐνῶ τὸν θεωροῦσαν νεκρό, θὰ ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν τους, καὶ τότε θὰ τὸν ἐκλάβουν, θὰ τὸν θεωρήσουν ὡς πνεῦμα, ὡς φάντασμα. πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν! Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατὶ διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; (Λουκ. 24, 37-38).

Καὶ στὴν πρώτη περίπτωση τοῦ πλοίου καὶ στὴν δεύτερη αὐτὴ περίπτωση, οἱ μαθητές, ἰδόντες τὸν Κύριον, ἐταράχθησαν (Ματθ. 14,26).

Ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως προσφέρει χῶρο στὴν ταραχή, ἡ ὁποία προκαλεῖ ποικίλους διαλογισμούς! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶναι νηφάλιος, δὲν φιλοξενεῖ στὸ νοῦ καὶ στὸ πνεῦμα του τὴν ἀρετὴ τῆς νήψεως, εἶναι ἀποδιοργανωμένος ψυχικῶς καὶ πνευματικῶς. Βρίσκεται σὲ σύγχυση καὶ θαλασσοδέρνεται, ἀπὸ τὴν ταραχή, ἡ ὁποία μὲ τὴν παρουσία της ἀποκαλύπτει τὸ ξεσήκωμα ψυχικῶν κινήσεων καὶ διαλογισμῶν, οἱ ὁποῖοι θολώνουν τὸν ὀφθαλμὸ τοῦ νοῦ καὶ συσκοτίζουν τὸν φακὸ τῆς νήψεως.

Ἡ τελευταία διαπίστωση δείχνει ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως τελικὰ συσκοτίζει καὶ διαταράσσει τὴν ἀξιολογικὴ λειτουργία τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Ἰησοῦ! Ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὴν ψυχικὴ κατάσταση τοῦ "μαθητοῦ" τοῦ Ἰησοῦ, ἡ εἰκόνα τοῦ προσώπου του φωτοσκιάζεται ἢ συσκοτίζεται καὶ τότε ὁ προβληματισμένος συνειδητὸς πιστὸς βλέπει τὸ Χριστὸ ὡς φάντασμα ἢ πνεῦμα, ἁπλῶς σὰν ἕνα ἐνδιαφέροντα συνοδοιπόρο τῆς ζωῆς. Ὅπως στὴν περίπτωση τῶν δύο μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι, ἀμέσως μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁδοιποροῦν μαζὶ του πρὸς Ἐμμαοὺς καὶ δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν! Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ "καρδία" αὐτῶν ἦτο καιομένη κατὰ τὴν συνοδοιπορία αὐτή, ὁ νοῦς τους δὲν διέθετε τὴν νήψη, ἡ ὁποία θὰ ἔριχνε φῶς στὸ πρόσωπο τοῦ ἄγνωστου συνοδοιπόρου!

Ναί! Ἡ ἀπουσία τῆς νήψεως σοῦ στερεῖ τὴν θέα τοῦ πραγματικοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ! 

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ Anthony Bloom





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Θὰ ἤθελα νὰ ἀρχίσω μ’ ἕνα μικρὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης, κεφάλαια 21 καὶ 22: «Καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῶ ἀνδρὶ αὐτῆς. καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· Ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ’ αὐτῶν καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ΄ αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ’αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος, οὔτε κραυγὴ, οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον. Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. Καὶ λέγει μοι· γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοὶ εἰσι. Καὶ εἶπέ μοι· γέγονεν. ἐγὼ τῷ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. ἐγὼ τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν. Λέγει ὁ μαρτυρῶν ταῦτα· ναὶ ἔρχομαι ταχύ. ἀμήν, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετά πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν».

Αὐτὴ εἶναι σπουδαία προσδοκία, ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο προσδοκία. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ πρόκειται νὰ ἔλθει, ἦλθε μέ δύναμη. Ἦλθε σὲ μέρη πολλά, σὲ πολλές καρδιὲς, σὲ πολλές οἰκογένειες, μ’ ἔναν σχεδὸν ἀνεπαίσθητο τρόπο, μυστικὰ ὅπως ἔρχεται ὁ κλέφτης στὰ μέσα τῆς νύχτας. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔφτασε μὲ δύναμη, βρίσκεται στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀφοῦ ἀποκατέστησε ξανὰ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο μέσα ἀπὸ μιὰ νέα διάσταση ἀγάπης, τὴν θυσιαστικὴ ἀγάπη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐντὸς μας καὶ ἀνάμεσα μας. Τὰ πάντα βρίσκουν τὸ δρόμο τους στὶς καρδιὲς, στὸ νοῦ, στὴ ζωή, στὴ θέληση μας, κατακτώντας τὰ πάντα μέσα μας. Ἔτσι ὁ σαρκωμένος Θεὸς ἐργάζεται. Kατακτᾶ, καὶ θὰ κατακτᾶ.

Ἀλλὰ ἄν εἴμαστε λαός Του, ἄν εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, καλούμαστε ὄχι μόνο δεκτικοὶ τῆς χάριτος, ὄχι μόνο νὰ μᾶς κατακτήσει, ἀλλὰ ἔχουμε τὸ προνόμιο νὰ εἴμαστε οἱ ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέλεξε, γιὰ νὰ ὑπηρετήσουμε τὸ σκοπό Του. Εἴμαστε ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ μπορεῖ Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἐμπιστευτεῖ, ἐπειδὴ Τὸν γνωρίζουμε, ἐπειδὴ Τὸν λατρεύουμε μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη, καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς πεῖ «Πήγαινετε»· «θυσιαστεῖτε» καὶ νὰ πεθάνουμε· «Ζῆστε» καὶ νὰ ζήσουμε.

Καὶ στὴν καρδιὰ αὐτῆς τῆς ἀποστολῆς μας, ὑπάρχουν λόγια ποὺ ἀκούσαμε δυό φορές στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας σὲ δύο ἀκολουθίες: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Καὶ ὅταν αὐτὸ γίνεται στὸ πλαίσιο τῶν ἱερῶν μας Λειτουργιῶν, μέσα στὸ κομμάτιασμα τῆς ἱστορικῆς Χριστιανοσύνης, μὲ ὀδύνη συνειδητοποιοῦμε τὸν χωρισμὸ, ἐνῶ γνωρίζαμε τὴν συγγένεια μας. Ὑπάρχει ἕνα σημεῖο ὅπου μὲ αὐτοὺς τοὺς ἀληθινοὺς λόγους, «Ποιεῖτε τοῦτο εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν», μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἀκόμα πιὸ κοντὰ ἀπ΄ ὅσο φανταζόμαστε, ἀκόμα κι ἄν δὲν μποροῦμε νὰ κόψουμε τὸν ἄρτο, οὔτε νὰ μοιραστοῦμε τὸ ἴδιο ποτήριο; Tολμῶ νὰ πῶ πὼς εἴμαστε πολὺ πιὸ κοντὰ.

Ὅταν λέμε αὐτὰ τὰ λόγια τὴν ὥρα τῆς κλάσης τοῦ ἄρτου, σκεφτόμαστε μὲ ὅρους λειτουργικοὺς· ξεχνᾶμε ὅτι στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο αὐτὰ τὰ λόγια καὶ αὐτὴ ἡ κίνηση ἀντιπροσώπευε κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕναν τύπο. Ὁ τεμαχισμένος ἄρτος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Τὸ κοινὸ ποτήριο ἦταν εἰκόνα τοῦ αἵματός Του ποὺ χύθηκε γιὰ νὰ ἔχει ὁ κόσμος ζωή. Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμαΤου, ἀντιπροσωπεύουν τὴ θεϊκὴ ἀγάπη ποὺ πῆρε σάρκα μὲ σκοπὸ νὰ μετέχει στὴν τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη τέλειας καὶ σταυρωμένης ἀδελφοσύνης γιὰ νὰ σωθεῖ ἴσως ἡ ἀνθρωπότητα. Κι αὐτὸ ἀφορᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ξεκινώντας ἀπὸ τοὺς πιστοὺς, καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. 

Πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς λειτουργικῆς πράξης, ὑπάρχει τὸ ὑπαρξιακό στοιχεῖο, ὅλα ὅσα ἀντιπροσωπεύει ἡ κλάση τοῦ ἅρτου καὶ ἡ συμμετοχή στὸ κοινὸ ποτήριο. Καὶ ἀντιπροσωπεύει τὸ γεγονὸς τῆς Ἐνσάρκωσης, ὅπου ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν πραγματικότητα μὲ ὅλον τὸν κόσμο, παίρνοντας στοὺς ὥμους Του τὸ πεπρωμένο τῆς ἀνθρωπότητας, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό Του ὄχι μόνο μὲ τὸ δημιούργημα Του, ἀλλὰ μὲ τὸ ἐκπεσμένο πλάσμα Του καὶ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες καταστάσεις, ὄχι μόνο σὲ σχέση μὲ τὴ ζωή, μὲσα ἀπὸ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν διακονία, ὄχι σέ σχέση μὲ τὸ φυσικό θανάτο, ἀλλὰ μέχρι τοῦ σημείου νὰ μοιραστεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους τὴ μόνη βασική τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας: τὴν ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ - «Θεέ μου, Θεὲ μου, γιατὶ μ’ ἐγκατέλειψες;» - αὐτὴ ἡ ἀπώλεια τοῦ Θεοῦ ποὺ σκοτώνει καὶ ποὺ σκοτώνεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπινή Του φύση. Ἀντιπροσωπεύει αὐτὴν τὴν ἀλληλεγγύη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς ποὺ ἐκφράζεται στὴν ἀγωνία στὸν Κῆπο τῆς Γεσθημανῆ, ὅπου ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ τὸν θάνατο - ἕναν θάνατο ποὺ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μ’ Ἐκεῖνον. Ἐπειδὴ Ἐκεῖνος ἦταν ἡ ζωή, ὁ θάνατος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει δύναμη ἐπάνω Του, ἐπειδὴ λέει ὅτι ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲν θὰ βρεῖ τίποτα σ’ Ἐκεῖνον ποὺ νὰ τοῦ ἀνῆκει. Ὁ θάνατος ποὺ ἦταν δῶρο στὴν ζωή Του, ποὺ τὸν ἀποδέκτηκε καὶ τὸν μοιράστηκε, Ἐκεῖνος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ πεθάνει. Ἀντιπροσωπεύει τὴ Σταύρωση, τὴ φυσικὴ ἐμπειρία τοῦ ἀθάνατου ποὺ μοιράζεται τὸν θάνατο τοῦ πλάσματος Του, Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀδελφοσύνης, χάνοντας τὴν ἔννοια τῆς ἑνότητάς Του μὲ τὸν Πατέρα καὶ πεθαίνοντας χάριν τῆς ἑνότητας. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ κλάση τοῦ ἄρτου καὶ ἡ μετοχή στὸ κοινὸ ποτήριο.

Αὐτὸ πράγματι μποροῦμε νὰ κάνουμε εἰς ἀνάμνησίν Του, δίχως κανένα κομμάτιασμα στὸ ἱστορικὸ Χριστιανικὸ σῶμα. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ κάνουμε· μποροῦμε νὰ πάρουμε τὴν εὐθύνη αὐτοῦ τοῦ τραγικοῦ κόσμου καὶ νὰ σηκώσουμε στοὺς ὥμους μας σταυρικὰ τὶς ἁμαρτίες του. Μποροῦμε νὰ ταυτιστοῦμε μὲ τὸν θάνατο αὐτοῦ ποὺ πεθαίνει καὶ τὴν ὀδύνη τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου, ὅπως ὁ Χριστὸς στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἀντιμέτωπος μ’ ἕναν θάνατο ξένο πρὸς Αὐτὸν, μὲ μιὰ πράξη συμπόνοιας, μὲ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία τῆς λέξης, τῆς ἑνότητας ποὺ φτάνει μέχρι τοῦ σημείου νὰ ταυτιστεῖ καὶ νὰ μπεῖ στὴ θέση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Μποροῦμε ν΄ ἀντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα τὴ ζωή καὶ τὸ θάνατο – νὰ πεθάνουμε φυσικὰ, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ πεθάνουμε χάριν τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς ἀπάρνησης τῶν δικαιωμάτων μας χάριν τοῦ ἄλλου. 

Καὶ ἀκοῦμε τὸν λόγο ποὺ ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς: «Ποιεῖτε τοῦτο εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Ἀκόμα κι ἄν λειτουργικὰ δὲν μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο, μποροῦμε νὰ μοιραστοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου αὐτὸ ποὺ ἀντιπροσωπεύει καὶ νὰ εἴμαστε ἄρρηκτα δεμένοι στὸ μυστήριο τῆς πίστης. Τὸ Ἀρνίο τοῦ Θεοῦ μερίζεται καὶ μοιράζεται, ἄν καὶ πάντα μερίζεται, δὲν διαιρεῖται, ἀκοῦμε στὴν ὀρθόδοξη λειτουργία. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ ἐπιτύχουμε πέρα ἀπὸ κάθε χωρισμό, μέσα ἀπὸ μιὰν τέτοια ἕνωση μὲ τὸν Χριστό σ’ ἕνα σῶμα ποὺ θυσιάζεται, στὸ αἷμα ποὺ χύνεται γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. 

Πόσο ὑπέροχο νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε αὐτό! Καὶ εἶναι πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ μιὰ λειτουργικὴ πράξη, διότι τὸ ἔργο τοῦ ἱερέα ἀποκτᾶ νόημα μέσα ἀπὸ τὴν προσφορὰ του καὶ ἡ παγκόσμια ἱερωσύνη σημαίνει προσφορὰ σὲ ψυχὴ καὶ σῶμα πρὸς αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε - νὰ γίνουμε πράξη ποὺ νὰ συγκρίνεται καὶ ν’ ἀναγνωρίζεται μὲ τὴν πράξη τῆς θεϊκῆς ζωῆς, τῆς θεϊκῆς θυσίας. Θυσία σημαίνει χύνω τὸ αἷμα μου καὶ ἀνήκω ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό, σημαίνει νὰ μοιραζόμαστε τὴ ζωή Του ἐπειδὴ θὰ ἔχουμε μοιραστεῖ τὸν θάνατό Του στὴν καρδιὰ καὶ τὸ σῶμα μας.

Ἔτσι ἄς θρηνήσουμε γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἑνότητά μας δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ πλήρως, ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε ἀκόμα ὥριμοι ν’ ἀγαπήσουμε, δὲν εἴμαστε ὥριμοι νὰ καταλάβουμε. Ἀλλὰ ἄς χαροῦμε καὶ ἄς εὐχαριστήσουμε τὸν Θεὸ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ χωριστοῦμε εἴτε ἀπὸ Αὐτὸν, εἴτε ἀπὸ κανέναν ἄλλον στὸ μυστήριο ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἅγια τραγικὲς καὶ νικηφόρες νικητήριες λέξεις, «Ποιεῖτε τοῦτο, εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν».

Ἄς προσευχηθοῦμε. Χριστέ, ποὺ ἕνωσες τοὺς Ἀποστόλους σὲ δεσμὰ ἀγάπης, μᾶς ἕνωσες κι ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ πιστούς δούλους Σου, καὶ μᾶς ἕνωσες γιὰ πάντα μ’ Ἐσένα καὶ τὸν ἕνα μὲ τὸν ἄλλο. Δῶσε μας δύναμη καὶ ὑπομονὴ νὰ ἐκπληρώσουμε τὶς ἐντολὲς Σου καὶ ν’ ἀγαπᾶμε ἀληθινὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὦ Χριστέ, Θεὲ μας, μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνας Θεὸς, ποὺ ζεῖ καὶ βασιλεύει σ’ ἕναν κόσμο δίχως τέλος. Ἀμήν.


Ἀπόδοση στὰ Νεοελληνικά: www.agiazoni.gr


Η Πίστη...

Φωτογραφία της Μαρία Σούρμπα.

Είπε Γέρων : "Όταν η πίστη δεν είναι εσωτερικός μας καρπός -καρπός πάλης με την αμφιβολία, με τον πόνο, με την λογική- τότε καταντά η πίστη καθήκον... Βιώνεται στα όρια της παράδοσης, του εθίμου και όχι της σχέσης με τον Θεό.
... Η πίστη δεν είναι ρούχο που το παίρνεις και το φοράς (και ανα πάσα ώρα και στιγμή το πετάς). Η Πίστη κατοικεί μέσα σε καρδιές, μέσα σε δάκρυα, μέσα στο αίμα που χύνεται στις σιωπηλές μας στιγμές.
Η Πίστη δεν «κληρονομείται».
Η Πίστη είναι ο πιο μεγάλος πόνος.
Πόνος μιας γέννας που σε φέρνει στην Αλήθεια, στο Φως, στον Αιώνιο.
Και αυτός ο πόνος είναι δώρο.
Δώρο που σου δόθηκε όχι γιατί το άξιζες αλλά γιατί το ζήτησες, το θέλησες…

Σάββατο, Ιανουαρίου 07, 2017

Ποιοι είναι Αιρετικοί και ποιοι όχι. (Μοναχός Μακάριος Κουτλουμουσιανός)


Φωτογραφία του χρήστη Μοναχός Μακαριος Κουτλουμουσιανος.

Ποιοι είναι Αιρετικοί και ποιοι όχι.
 Μετά λύπης μας παρατηρούμε ότι στις ημέρες μας διδάσκεται, όπως ποτέ άλλοτε, η Μεταπατερική θολολογία! Διάφοροι Οικουμενιστές θεολόγοι-θολολόγοι, διδάσκουν ότι θέλουν, και όπως θέλουν, με κίνδυνο να ξεχάσουμε και αυτά τα ολίγα που ξέρουμε. Μπροστά σε αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός, εμείς θα επικαλεστούμε τους Αληθινούς Θεολόγους και Απλανείς Οικουμενικούς Πατέρες μας, κάνοντας ορισμένες απλές διευκρινήσεις.
α) Ερώτηση :
Που είναι η Εκκλησία, ποιοι είναι μέσα και ενσωματωμένοι με Αυτήν, και ποιοι είναι έξω και αποκομμένοι από Αυτήν;
β) Ερώτηση :
Ποιοι είναι και λέγονται Χριστιανοί, ποιοι είναι και λέγονται Αιρετικοί;
α) Απάντηση :
Σύμφωνα πάντοτε με την Ιερά διδασκαλία των Απλανών Αλάθητων, και Θεοδίδακτων Οικουμενικών Διδασκάλων μας, Εκκλησία είναι εκεί που είναι και οι λόγοι των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Εκεί που είναι οι αποφάσεις των εγκεκριμένων Οικουμενικών και Τοπικών Οικουμενικού κύρους Συνόδων, και οι Ιεροί Κανόνες αυτών. 

Μέσα στην Εκκλησία και ενσωματωμένοι με Αυτήν είναι όσοι αποδέχονται, και πιστεύουν, με λόγο,με έργο και με γράμμα, τους λόγους των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, όλες τις αποφάσεις των εγκεκριμένων Οικουμενικών και Τοπικών Οικουμενικού κύρους Συνόδων, και Ιερών Κανόνων αυτών. Αυτοί είναι και λέγονται Χριστιανοί. Έξω από την Εκκλησία και αποκομμένοι από Αυτήν είναι όσοι δεν αποδέχονται, και δεν πιστεύουν, με λόγο με έργο και με γράμμα, τους λόγους των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, όλες τις αποφάσεις των εγκεκριμένων Οικουμενικών και Τοπικών Οικουμενικού  κύρους Συνόδων, και Ιερών Κανόνων αυτών. Αυτοί είναι και λέγονται Αιρετικοί. Ο τρόπος εισόδου και ενσωματώσεως με την Εκκλησία,  και ο τρόπος εξόδου και αποκοπής από την Εκκλησία, δεν είναι διαφορετικός για τους Επισκόπους και τον Κλήρο, διαφορετικός για τους Μοναχούς και  τους λαϊκούς, και διαφορετικός για τους αιρετικούς, τους άπιστους, τους άθεους κλπ, αλλά είναι ο ίδιος τρόπος, για όλους τους ανθρώπους είς όλους τους Αιώνας.
β) Απάντηση : 
Σύμφωνα πάντοτε με την Ιερά διδασκαλία των Θεόπνευστων Οικουμενικών Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι Χριστιανοί είναι και λέγονται Χριστιανοί, και δεν είναι και δεν λέγονται Αιρετικοί,οι Αιρετικοί είναι και λέγονται Αιρετικοί, και δεν είναι και δεν λέγονται Χριστιανοί. Χριστιανοί είναι και λέγονται, όσοι είναι βαπτισμένοι με την Ορθόδοξη Πίστη της Εκκλησίας, και συγχρόνως διαφυλάττουν ακέραια και απαράλλαχτη εις την ζωή τους την Πίστη αυτήν. Αιρετικοί είναι και λέγονται, όσοι δεν είναι βαπτισμένοι με την Ορθόδοξη Πίστη της Εκκλησίας, ή όσοι είναι βαπτισμένοι με την Ορθόδοξη Πίστη της Εκκλησίας, αλλά συγχρόνως δεν διαφυλάττουν ακέραια και απαράλλαχτη  εις την ζωή τους την Πίστη αυτή.
Στο Ορθόδοξο Δόγμα, οι Όροι Ορθόδοξος-Χριστιανός ταυτίζονται. Δεν υπάρχει, και δεν μπορεί να υπάρχει, Αιρετικός-Χριστιανός,διότι οι παμπάλαιοι Αιρετικοί είναι αβάπτιστοι λαϊκοί, και δεν είναι και λέγονται Χριστιανοί. Οι δε τωρινοί βαπτισμένοι Χριστιανοί, που έχουν την Αιρετική Οικουμενιστική Πίστη,είναι ομοίως Αιρετικοί, και δεν είναι και λέγονται Χριστιανοί.
Μοναχός  Μακάριος Κουτλουμουσιανός
Κάθισμα  Αγίου Νικολάου
το είδαμε εδώ

Ο αείμνηστος Καθ. Σπυρίδων Κοντογιάννης για το ζήτημα της αυτοκτονίας

με αφορμή την αιφνίδια απώλεια του Ομ. Καθ.της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επαναδημοσιεύουμε τη μελέτη του για το ζήτημα της αυτοκτονίας.
1. Ορισμός της αυτοκτονίας.
Αυτοκτονία ονομάζεται η ανθρώπινη εκείνη πράξη, κατά την οποία ο ίδιος ο άνθρωπος τερματίζει την ζωή του. Κατά κυριολεξία αυτοκτονία είναι η ολοκληρωμένη εκείνη ανθρώπινη πράξη, η οποία έχει ως επισφράγισμα τον θάνατο του αυτόχειρα. Και αυτό σε σχέση πάντοτε με την λεγόμενη απόπειρα αυτοκτονίας, που είναι πράξη ανολοκλήρωτη, δεν έχει δηλαδή ως αποτέλεσμα τον θάνατο αυτού ο όποιος αποπειράται να αυτοκτονήσει. Διάκριση επίσης γίνεται μεταξύ αυτοκτονίας και της τάσης προς αυτοκτονία, μιας ενέργειας δηλαδή που μόλις έχει εκδηλωθεί ή και της ιδέας της αυτοκτονίας που είναι μια απλή νοητική αφετηρία, μια επιθυμία για να πεθάνει κανείς, άλλοτε έντονη και άλλοτε όχι.
Η αυτοκτονία είναι «φόνος», και είναι «εκ προαιρέσεως αφαίρεσις υφ’ ημών της ιδίας ημών ζωής» γι’ αυτό και διαφέρει από τον κοινό φόνο, την αφαίρεση δηλαδή της ζωής του άλλου από κάποιον. Και ακόμη, η αυτοκτονία διακρίνεται σε άμεση και έμμεση. ’μεση αυτοκτονία καλείται η εκ προαιρέσεως βίαιη, με φονικό όργανο η κίνηση, αφαίρεση της ίδιας μας της ζωής, ενώ έμμεση είναι η αυτοκτονία που πραγματοποιείται εν γνώσει μας μεν, αλλά και εκ προθέσεως βαθμιαία, σιγά-σιγά, αφαίρεση της ζωής μας (π.χ. η άρνηση τροφής, η λήψη ναρκωτικών ουσιών ενώ γνωρίζουμε το τέλος της πράξεως αυτής, η ευθανασία, η εκ προθέσεως δηλαδή διακοπή της ζωής του ασθενούς όταν αυτή ζητηθεί από τον ίδιο τον ασθενή ή τον ιατρό ή από τους συγγενείς του, η συνειδητή και χωρίς κανένα λόγο έκθεση της ζωής μας σε κίνδυνο, όπως η παράλογη ταχύτητα με μηχανές ή αυτοκίνητο κ. α.).
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί τι εννοούμε όταν λέμε προαίρεση για την αυτοκτονία. Αναλύοντες τον όρο προαίρεση πρέπει να πούμε πως αυτός δηλώνει την πηγή και το κριτήριο των πράξεων του ανθρώπου, τη γενική κατεύθυνση της σκέψης, και του θυμικού (= το σύνολο των συναισθημάτων και των διαθέσεων) του ανθρώπου, βάσει της οποίας ο ίδιος ο άνθρωπος κρίνει τις πράξεις του αλλά και τις πράξεις των άλλων από ηθικής απόψεως. Πρόκειται δηλαδή, για το σύνολο των εσωτερικών κινήσεων του ανθρώπου ή καλύτερα για το σύνολο των βουλητικών του προδιαθέσεων, οι οποίες του υπαγορεύουν το τι πρέπει να κάνει σε κάθε περίπτωση, χωρίς όμως πολλή και μακρά σκέψη και έρευνα.
2. Στην αρχαία Ελλάδα
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε νόμος σύμφωνα με τον όποιο οι αυτόχειρες δεν τύχαιναν της ίδιας ταφής όπως οι άλλοι, των όποιων η ζωή τελείωνε φυσιολογικά, αλλά εθάπτονταν εκτός του κοινού νεκροταφείου και μάλιστα χωρίς το χέρι τους, το όποιο κράτησε το φονικό όργανο και επέφερε τα βίαια και θανάσιμα κτυπήματα και τελικά τον θάνατο τους, που εθάπτετο χωριστά από το άλλο σώμα. Και ακόμη, ο αυτόχειρας εθεωρείτο και ανάξιος να έχει σήμα (= ταφόπλακα) που να αναγράφει το όνομα του, ώστε κανένας να μη γνωρίζει ποιος κείται στον συγκεκριμένο τάφο. Και τούτο γιατί οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν μέγα παράπτωμα την αυτοκτονία και για λόγους θρησκευτικούς και για λόγους πολιτικούς (Πυθαγόρειοι, Πλάτων, Αριστοτέλης κ. α.). Ανάλογη.ταν η στάση προς τους αυτοκτονούντες και των άλλων λαών της αρχαιότητας. Όταν όμως αμβλύνθηκαν οι ηθικές και οι πολιτικές ιδέες στην αρχαιότητα, οι Κυνικοί και αργότερα οι Στωικοί φιλόσοφοι άρχισαν να διδάσκουν πως « ἴδιον τοῦ σοφοῦ εἶναι ἡ πρός τήν ζωήν ἀδιαφορία, ὁ δέ θάνατος, ὅστις εἶναι ἁπλοῦς χωρισμός, εἶναι τό μέσον πρός σωτηρίαν τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς ψνχῆς« (Κ. Ι. Δυοβουνιώτου, «Αυτοκτονία – [ ΘΡΗΣΚΕΥΤ.]» Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Στ’, σελ. 274). Η στωική αυτή διδασκαλία και θεώρηση της αυτοκτονίας, διαδόθηκε, ευρύτατα μάλιστα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Σενέκας) και οι αυτοκτονίες κατά την εποχή εκείνη πολλών επισήμων ανδρών υπό την πίεση της ρωμαϊκής δεσποτείας ήταν συχνές, όπως μας πληροφορούν ο Τάκιτος και ο Πλίνιος. Οι αντιλήψεις αυτές των αρχαίων σοφών, με διάφορες τροποποιήσεις έγιναν αποδεκτές και από μεταγενέστερους φιλοσόφους και εμφανίσθηκαν στη φιλοσοφική σκέψη των νεωτέρων χρόνων.
3. Οι άλλες θρησκείες
Την αυτοκτονία την καταδικάζουν ανέκαθεν όλες οι θρησκείες ως έγκλημα βαρύτατο. Έτσι η Ιουδαϊκή θρησκεία θεωρεί την αυτοκτονία ως δειλία και ασέβεια προς τον Θεό όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ιώσηπος : « Ἡ αὐτοχειρία καί τῆς κοινῆς τῶν πάντων φύσεως ἀλλότριον καί πρός τόν κτίσαντα Θεόν ἐστιν ἀσέβεια… Ὅσων καθ’ ἑαυτῶν ἐμάνησαν αἱ χεῖρες, τούτων ὁ μέν Ἁδης δέχεται τάς ψνχάς σκοτιώτερος, ὁ δέ τούτων πατήρ Θεός εἰς ἐκγόνου τιμωρεῖται τούς τῶν πατέρων ὑβριστής » ( Ἰουδαϊκός Πόλεμος, Γ, 8. 5). Ενώ η Παλαιά Διαθήκη εντάσσει την αυτοκτονία στην εντολή του Θεού « οὐ φονεύσεις» (» Εξοδος κ’, 15) και την καταδικάζει.
Και το Ισλάμ καταδικάζει την αυτοκτονία αφού σύμφωνα με την διδασκαλία του ως ύψιστη αρετή θεωρείται η απόλυτη υποταγή του ανθρώπου στη θεία βούληση, προς την όποια η αυτοκτονία ως εκούσια (θεληματική) καταστροφή της ζωής είναι παντελώς ασυμβίβαστη. Το ίδιο καταδικάζουν την αυτοκτονία και τα ιερά βουδδιστικά κείμενα.
 spyrkontogiannisautoktonia
4. Η Ορθόδοξη Εκκλησία
Η χριστιανική διδασκαλία θεωρεί την αυτοκτονία ως ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα, η δε Ορθόδοξη Εκκλησία στηριζόμενη στην ‘Αγια Γραφή και στην Ιερά Παράδοση θεωρεί την αυτοκτονία ως έγκλημα εναντίον της ιερότητας της ανθρώπινης ζωής και ως κλονισμό και απώλεια της πίστεως και της ελπίδας του αυτόχειρα προς τον Θεό. Κατά την Καινή Διαθήκη ο άνθρωπος τη ζωή δεν την έχει από τον εαυτό του, αλλά την έλαβε ως δώρο από τον Θεό και ως δώρο του Θεού οφείλει να την εκτιμά και ανάλογα με τον σκοπό της πρέπει να την μεταχειρίζεται. «Οὐδείς γάρ ἡμῶν ἑαντῷ ζῇ καί οὐδείς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει. Ἐάν τε γάρ ζῶμεν, τῷ Κυρίω ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῶ Κνρίω ἀποθνήσκωμεν. Ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν » Ρωμ. ιδ’, 7 – 8).
Δηλαδή «κανείς από μας δεν ζει για τον εαυτό του και κανείς δεν πεθαίνει για τον εαυτό τον, διότι, εάν ζούμε, ζούμε για τον Κύριο, και εάν πεθαίνομε, πεθαίνομε για τον Κύριο. Είτε λοιπόν ζούμε είτε πεθαίνουμε ανήκουμε στον Κύριο, στον όποιο ανήκει η ζωή μας» και μόνος Εκείνος έχει απόλυτη κυριότητα επάνω σε αυτή, αφού Αυτός μας εξαγόρασε εκ της κατάρας του Νόμου και μάλιστα με το μεγάλο τίμημα της ίδιας της ζωής Του: «οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν, ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς » (Α’ Κορινθ. στ’, 19). Κάθε ένας δε, ο οποίος οικειοθελώς καταστρέφει την ζωή του γιατί ακρίτως κρίνει ότι τη βρίσκει αφόρητη, οικειοποιείται δικαιώματα του Θεού και τα παραβιάζει μάλιστα κατάφορα, και ασεβεί προς τον Θεό, γι’ αυτό και θεωρείται ασυγχώρητος.
Η ζωή, ως δώρο του Θεού, έχει συγκεκριμένο και υψηλό μάλιστα σκοπό, αφού ο Θεός τίποτε δεν έκαμε και δεν κάνει χωρίς σκοπό. Και είναι ο σκοπός της ζωής του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, σύμφωνα προς τη χριστιανική διδασκαλία, η πνευματική τελείωση του ανθρώπου, δηλαδή, η αγιότητα, η όποια θα έχει ως τελική επιβράβευση τη Βασιλεία των Ουρανών. Η ορθή πίστη, η συνειδητή συμμετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας και η τήρηση των εντολών του Θεού οδηγούν τον άνθρωπο στην απαλλαγή από τα πάθη και εν συνεχεία στην ένωση με τον Θεό, στην κατά χάρη δηλαδή, θέωσή του, δια της μετοχής στις άκτιστες ενέργειες του Τριαδικού Θεού. Και αυτόν τον σκοπό ο άνθρωπος, ως παιδί του Θεού και « υἱός τῆς Βασιλείας Αὐτοῦ » ( Ματθ. η’, 12), οφείλει να υπηρετεί « περιπατῶν ἀξίως τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθη» ( Έφεσ. δ’, 1) πάντοτε ( Γαλάτ. δ’, 19), σκοπό, τον οποίο παραβι «ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστός ἐν αὐτῷ» άζει κατάφορα και ματαιώνει η πρόωρη και με βίαιο τρόπο έξοδος από αυτή τη ζωή, δηλαδή η αυτοκτονία η αυτοχειρία.
Ο όλος άνθρωπος, ο όποιος αποτελείται από σώμα και ψυχή, έχει για τον Θεό μεγάλη αξία, διότι είναι ναός του ίδιου του Θεού «ὑμεῖς γάρ ναός Θεοῦ ἐστε ζῶντος» (Β’ Κορινθ. στ’, 16) και εφ ‘ όσον είμαστε ναός του Θεού, είμαστε και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος «ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν » (Α’ Κορινθ. γ’, 17). Γι’ αυτό και από αυτή τη σκοπιά της χριστιανικής πίστεως και διδασκαλίας η Εκκλησία καταδικάζει διπλά την αυτοκτονία, από τη μια μεριά ως ασέβεια και επανάσταση κατά του Θεού και από την άλλη ως φθορά και καταστροφή του ναού του Θεού, και την χαρακτηρίζει και την κολάζει ως θανάσιμο αμάρτημα, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Απόστολος Παύλος: « εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τούτον ὁ Θεός- ὁ γάρ ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς » (Α’ Κορινθ. γ’, 17).

5. Αυστηρές πνευματικές ποινές – επιτίμια
Η συνείδηση της Εκκλησίας κατέταξε την αυτοκτονία στα θανάσιμα και φοβερά πνευματικά παραπτώματα και γι’ αυτό καθιέρωσε και αυστηρές πνευματικές ποινές – επιτίμια για τους αυτοκτονούντας, για να τονίσει έτσι την ανάγκη σεβασμού της ιερότητας και της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Επομένως, ο χριστιανός άνθρωπος και ιδιαίτερα ο Ορθόδοξος, δεν μπορεί να διαθέτει κατ’ αρεσκείαν το σώμα του. Γνωρίζοντας μάλιστα τον αληθινό σκοπό της ζωής του, όπως σημειώθηκε παραπάνω είναι η κατά χάρη θέωσή του, κανένα πάθημα ή πλημμέλημα δεν μπορεί να τον οδηγήσει στην απόγνωση και την απελπισία. Ο χριστιανός άνθρωπος γνωρίζει και πιστεύει ότι οφείλει να υπομείνει αγόγγυστα τις δυσκολίες και τις πικρές καταστάσεις αυτής της ζωής, ως επιτρεπόμενες από τον Θεό, για το πνευματικό μας συμφέρον. Και ακόμη, ο χριστιανός άνθρωπος γνωρίζει πως κανένα αμάρτημα δεν είναι τέτοιο και τόσο βαρύ (πλην της αυτοκτονίας, η οποία γίνεται εν συνειδήσει και εν επιγνώσει ), το όποιο να μη συγχωρεί ο Θεός (π.χ. το παράδειγμα του προδότη Ιούδα).
Η Εκκλησία απορρίπτει την άνευ θελήσεως του Θεού διακοπή της ζωής γι’ αυτό και απαγορεύει οποιαδήποτε εκκλησιαστική Ακολουθία και Τελετή (Κηδεία, Ταφή σε Κοιμητήριο πιστών, Μνημόσυνο, Τρισάγιο, Θεία Λειτουργία) για αυτούς που αυτοκτονούν, γιατί με την πράξη τους αυτή, σύμφωνα με τα όσα αναφέραμε πιο πάνω, πρόσβαλαν τη θεία δωρεά της ζωής και αποκόπηκαν από το σώμα της Εκκλησίας. Αιτία δηλαδή της απαγορεύσεως της εκκλησιαστικής κηδεύσεως είναι το μέγεθος του αμαρτήματος, το όποιο διαπράττεται από τον αυτόχειρα που αποστερεί έτσι τον εαυτό του από τη ζωή, το θείο αυτό δώρο, και καταδικάζει τον εαυτό του στον δι ‘ αυτοχειρίας θάνατο, πράξη την οποία ούτε οργή, ούτε φτώχεια, ούτε θλίψη, ούτε διάψευση ελπίδων, ούτε δειλία, ούτε οποιαδήποτε άλλη αποκαρτέρηση μπορεί να δικαιολογήσει. «Οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλονσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι.. τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ; θλίψις ἡ στενοχώρια ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα.. ἀλλ ‘ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς – πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῷ ἡμῶν » ( Ρώμ ­. η’, 18 – 39). Μόνο όσοι δεν πιστεύουν στον Θεό μπορεί να επιδοκι­μάζουν την αυτοκτονία ως ηρωική πράξη και πιθανόν να επαινούν τη βίαιη έξοδο από αυτή τη ζωή, όταν κρίνουν πως κανένα καλό δεν τους δίνει η ζωή τους. Όμως, οι Χριστιανοί πιστεύοντες στο Θεό και στην αθανασία της ψυχής σε καμμιά τραγική περίπτωση οικονομική, κοινωνική, ηθική κ.λπ. και σέ καμμία αδυσώπητη κατάσταση δεν θα οπλίσουν το χέρι τους για να θέσουν βίαιο τέλος στη ζωή τους για δήθεν απελευθέρωση, γιατί αυτό είναι δειλία. Στην πραγματικότητα, η αυτοκτονία είναι η έσχατη έκφραση άκρατου εγωισμού και αμετανοησίας. Ο πιστός χριστιανός δεν απελπίζεται, δεν χάνει την πίστη του στο έλεος και τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Θεού. Γνωρίζει να υπομένει. Η αυστηρότητα αυτή της Εκκλησίας, η οποία επιθυμεί την πρόληψη των αυτοκτονιών, δεν είναι άσχετη και προς τον σκοπό της διδασκαλίας των επιζώντων (συγγενών, φίλων, γνωστών κ.λπ. του αυτόχειρα) για την ιερότητα του θείου αγαθού της ζωής, αλλά και τη βαρύτητα του αμαρτήματος της αυτοκτονίας, γι’ αυτό και τονίζει ότι οι Κανονικές κυρώσεις – επιτίμια που επιβάλλει στους αυτόχειρες προϋποθέτουν ότι αυτός όταν έλαβε την απόφαση να αυτοκτονήσει είχε σώες τις φρένες και η πράξη αυτή έγινε με ελεύθερη βούληση τουΜε άλλα λόγια, ο αυτόχειρας « είχεν εαυτόν » και δεν βρισκόταν σε κατάσταση ψυχοπάθειας.
6. Ευθανασία = φόνος + αυτοκτονία
Στη σελ. 7 της εργασίας αυτής σημειώθηκε από τον γράφοντα ότι στην «έμμεση» αυτοκτονία που πραγματοποιείται εν γνώσει μας μεν, αλλά και εκ προθέσεως βαθμιαία, σιγά – σιγά, αφαίρεση της ζωής μας, κατατάσσεται και η «ευθανασία», η εκ προθέσεως δηλαδή διακοπή της ζωής του ανθρώπου όταν αυτό ζητηθεί από τον ίδιο τον ασθενή ή από τον ιατρό ή από τους συγγενείς του ασθενούς για να μην «ταλαιπωρείται ο άρρωστος».
Η «ευθανασία» είναι μία σύγχρονη κοινωνική αντίληψη για «αξιοπρεπή θάνατο», η δε νομική της κατοχύρωση στηρίζεται στο «δικαίωμα θανάτου» που έχει κάθε άνθρωπος σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η όποια πηγάζει από τις ιδεολογίες της ευδαιμονίας που, στον προηγούμενο (20ο) αιώνα τουλάχιστον, προκάλεσαν γενοκτονίες και αναρίθμητες σφαγές.
Μέχρι τώρα καμία Χώρα δεν είχε προβεί σε νομιμοποίηση της «ευθανασίας» γιατί εθεωρείτο από όλες τις κυβερνήσεις των Κρατών ως συνδυασμός «φόνου και αυτοκτονίας». Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητος το «κοινωνικό φρούτο της ευθανασίας» θεσμοθετήθηκε από τη Βουλή της «Ολλανδίας στις 28 Νοεμβρίου 2000 και νομιμοποιήθηκε με τις ψήφους (104 υπέρ, έναντι 40 κατά) των βουλευτών του Ολλανδικού Κοινοβουλίου! Με την ψήφιση του Νόμου αυτού η Ολλανδία έγινε το πρώτο Κράτος της Ευρώπης που, παρά τους Νόμους του που καταδικάζουν τον φόνο και την αυτοκτονία, νομιμοποιεί το δίδυμο του θανάτου, την ευθανασία δηλαδή που όπως και ανωτέρω σημειώθηκε είναι συνδυασμός φόνου και αυτοκτονίας!
Με αφορμή την ψήφιση του Νόμου αυτού από την Κυβέρνηση της Ολλανδίας και λόγω της σοβαρότητος του θέματος, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις 14 Δεκεμβρίου 2000, με ανακοινωθέν της ενημερώνει τους Ορθοδόξους Έλληνες για το τι είναι «ευθανασία» αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ποιες είναι οι θέσεις της Εκκλησίας επί του θέματος αυτού.
Πηγή:  Σπυρίδωνος Κοντογιάννη, Η αυτοκτονία και η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Αθήνα 2001, σελ. 9-15

Κυριακή μετά τα Φώτα Η αγάπη του Θεού προς τους αμαρτωλούς και η σωτηρία τους

Κυριακή μετά τα Φώτα
Ομιλία του Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Ευξείνου Πόντου, περί μετανοίας
(απόσπασμα)

[...] Ο Θεός εγνώριζε την ασθένεια των ανθρώπων. Εγνώριζε ότι και μετά το Βάπτισμα θα πίπτουν σε παραπτώματα και αμαρτίες. Γι’ αυτόν τον λόγο και εθέσπισε στην Εκκλησία του το Μυστήριον της Μετανοίας, δια της οποίας καθαρίζονται οι αμαρτίες που διεπράχθησαν μετά το Βάπτισμα.
Η μετάνοια πρέπει να συμβαδίζη με την πίστη στον Χριστό, και να προηγείται από το εις Χριστόν Βάπτισμα. Μετά δε το Βάπτισμα βοηθεί εκείνον που επίστευσε στον Χριστόν και εβαπτίσθη σ’ αυτόν, να διορθώση τις παραβάσεις των υποχρεώσεών του.

Όταν πολλοί από τα Ιεροσόλυμα και όλην την Ιουδαία κατέβαιναν στον Ιορδάνη για να βαπτισθούν από τον Ιωάννη, τον κήρυκα της μετανοίας, εξωμολογούντο σ’ αυτόν τις αμαρτίες των, όχι επειδή ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε ανάγκη να γνωρίζη τις αμαρτίες των προσερχομένων σ’ αυτόν, όπως παρατηρεί κάποιος ιερός συγγραφεύς, αλλά διότι ήταν ανάγκη, χάριν της σταθερότητος της μετανοίας τους, μαζί με την λύπη τους για την διάπραξη αμαρτημάτων, να συνενώσουν και την εξομολόγηση των αμαρτιών τους.
 
Η ψυχή που γνωρίζει ότι πρέπει να εξομολογηθή τις αμαρτίες της, λέγει ο ίδιος άγιος, συγκρατείται με αυτήν την ιδία την σκέψη ωσάν με χαλινόν, να μην επαναλάβη τις προηγούμενες αμαρτίες. Αντιθέτως, οι αμαρτίες που δεν έγιναν αντικείμενον εξομολογήσεως, επαναλαμβάνονται με άνεση, ωσάν να διεπράχθησαν στο σκότος.
Με την εξομολόγηση των αμαρτιών καταλύεται η φιλική μας σχέσις προς αυτές. Το μίσος προς τις αμαρτίες είναι σημάδι αληθινής μετανοίας, και αποφασιστικότητος του εξομολογουμένου να ζήση ζωήν ενάρετον.

Αν απέκτησες την έξη
 [=συνήθεια] προς αμαρτωλές πράξεις, τότε να τις εξομολογήσαι συχνά, και σύντομα θα ελευθερωθής από την αιχμαλωσία σου σ’ αυτές, και έτσι με ευκολία και χαρά θα ακολουθής τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστό.
Αν κάποιος καταδίδει συνεχώς τους φίλους του, οι φίλοι του γίνονται εχθροί του και απομακρύνονται σαν από καταδότη, που επιδιώκει στην πραγματικότητα την καταστροφή τους. Αν κάποιος εξομολογήται τα αμαρτήματά του, αυτά υποχωρούν και τον εγκαταλείπουν, διότι οι αμαρτίες θεμελιώνονται και στηρίζονται επάνω στην υπερηφάνεια της πεπτωκυίας φύσεως, και δεν αντέχουν την αποκάλυψή τους και τον ονειδισμό.

Όποιος με την ελπίδα να μετανοήση, αμαρτάνει εκ προαιρέσεως και με την πρόθεσή του, αυτός συμπεριφέρεται ύπουλα έναντι του Θεού. Και όποιος, ελπίζοντας ότι θα μετανοήση, αμαρτάνει αυτοπροαιρέτως και με πρόθεση να ενεργήση έτσι, αυτός πλήττεται απροσδοκήτως από τον θάνατο, και δεν του παρέχεται ο καιρός τον οποίον σκοπεύει να αφιερώση στην αρετή.
 

Με το μυστήριον της εξομολογήσεως καθαρίζονται και εκπλύνονται τελείως όλες οι αμαρτίες που έχουν διαπραχθή εν λόγω ή έργω ή διανοία. Για να εξαλειφθούν από την καρδία οι αμαρτωλές συνήθειες που με την πάροδο των ετών έχουν ριζώσει μέσα της, χρειάζεται να εμμένη κανείς συνεχώς και σταθερά στην μετάνοια.
 
Η συνεχής και σταθερά μετάνοια βιώνεται ως συνεχής συντριβή του πνεύματος, και συνίσταται στην πάλη με τους λογισμούς και τις επιθυμίες, με τα οποία εκδηλώνεται το κρυμμένο στην καρδίαν αμαρτωλόν πάθος, στην χαλιναγώγηση των σωματικών αισθήσεων και της κοιλίας, στην ταπεινή προσευχή και στην συχνή εξομολόγηση.

Αδελφοί, με την εκουσία αμαρτία έχουμε χάσει την αγίαν αγνότητα, την καθαρότητα και αθωότητα, που παραβιάζεται όχι μόνον από την αμαρτωλή πράξη, αλλά ακόμη και από την γνώση του κακού. Έχουμε χάσει την καθαρότητα και αθωότητα, μέσα στην πνευματικήν αίγλη και ακτινοβολία της οποίας μας έφεραν στο είναι, κατά την γένεση, τα χέρια του Δημιουργού.
 
Έχουμε χάσει ακόμη και την καθαρότητα που ελάβαμε κατά την ανάπλασή μας με το άγιον Βάπτισμα. Στον δρόμο της ζωής έχουμε κηλιδώσει με ποικίλες αμαρτίες τον χιτώνα μας, τον οποίον ο Λυτρωτής μας είχε καθαρίσει και λευκάνει προς χάριν μας.
Το μόνο που μας έχει απομείνει είναι το ύδωρ, το ύδωρ της μετανοίας. Τι θα απογίνωμε εάν αμελήσωμε και καταφρονήσωμε και αυτό το λουτρόν του καθαρισμού; Θα αναγκασθούμε να παρουσιασθούμε ενώπιον του Θεού με ψυχήν παραμορφωμένην από την αμαρτία, και Εκείνος θα εμβλέψη φοβερός σε μια τοιαύτη μολυσμένην ψυχή, και θα την καταδικάση στο πυρ της γεένης.

«Λούσασθε». λέγει Κύριος ο Θεός στους αμαρτωλούς, «και καθαροί γίνεσθε, αφέλετε τας πονηρίας από των ψυχών υμών, απέναντι των οφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών… και δεύτε διαλεχθώμεν».
 
Και πώς τελειώνει η δικαία αυτή κρίσις του Θεού, η κρίσις του για την μετάνοια, στην οποία συνεχώς καλεί τον αμαρτωλόν κατά τον καιρόν της επιγείου ζωής του; Όταν ο άνθρωπος ομολογήση τις αμαρτίες του, και αποφασίση να μετανοήση ειλικρινώς και να διορθωθή, τότε ο Θεός λύει την κρίση που υπήρχε μαζί του με την ακόλουθον απόφαση: «Και εάν ώσιν αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν, ως χιόνα λευκανώ, εάν δε ώσιν ως κόκκινον, ως έριον λευκανώ».
Αν όμως ο χριστιανός καταφρονήση αυτήν την τελευταία, την πολυεύσπλαχνο κρίση του Θεού, τότε του ανακοινώνεται από τον Θεόν η οριστική του καταδίκη στο αιώνιον πυρ.

«Το χρηστόν του Θεού», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «εις μετάνοιαν σε άγει». Ο Θεός βλέπει τα αμαρτήματά σου, παρατηρεί με μακροθυμία τις αμαρτίες που διαπράττεις κάτω από το βλέμμα του, την αλυσίδα των αμαρτιών που διεμόρφωσαν όλον σου τον βίο. Αναμένει την μετάνοιά σου, και συνάμα αναθέτει στην ελευθέρα προαιρεσή σου την επιλογήν της σωτηρίας σου ή της καταδίκης σου στο αιώνιον πυρ. Συ όμως καταχράσαι την αγαθότητα και την μακροθυμία του Θεού! Ουδεμία διόρθωσις και βελτίωσις μέσα σου! Η αδιαφορία σου αντιθέτως αυξάνει! Αυξάνει μέσα σου η αμέλεια και η περιφρόνησίς σου προς τον Θεόν αλλά και προς την ιδική σου, την αιώνια τύχη σου. Ενδιαφέρεσαι, μόνο για το πώς θα πληθύνης τις αμαρτίες σου, και στις προηγούμενες αμαρτίες σου προσθέτεις νέες και χειρότερες!
 
«Κατά την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού, oς αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού. Τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι, ζωήν αιώνιον, τοις δε εξ εριθείας (από φιλόνεικο διάθεση δηλαδή), και απειθούσι μεν τη αληθεία, πειθομένοις δε τη αδικία, θυμός και οργή. Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν».
Αμήν.

Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 647 και εξής.
 
Επιμέλεια κειμένου, Δημήτρης Δημουλάς.
Αναβάσειςorp.gr 

Οι παροιμίες αγαπούν τον Γιάννη - Χρόνια πολλά στο Γιάννη και την Ιωάννα

Οι παροιμίες αγαπούν τον Γιάννη - Χρόνια πολλά στο Γιάννη και την Ιωάννα Τα γνωμικά και οι παροιμίες του λαού για ένα από τα πιο δημοφιλή ονόματα
 
Τα γνωμικά -ακόμη και με διαχρόνική ισχύ- και οι παροιμίες του λαού για ένα από τα πιο δημοφιλή ονόματα, τον Γιάννη, είναι πολλά. Χωρίς αυτόν προκοπή δεν κάνουμε, συνήθως θα τον βρούμε να σπέρνει κουκιά κι ενίοτε τον καίμε και τον αλείφουμε με λάδι. Ποιος είναι;
Φυσικά ο Γιάννης. Όλοι έχουμε έναν Γιάννη κι όλοι έχουμε πει κάποια στιγμή μια παροιμία που αναφέρεται σε αυτόν. Ο αγαπημένος των ελληνικών παροιμιών, Γιάννης έχει την τιμητική του κι εμείς τον τιμάμε συγκεντρώνοντας τις παροιμίες που ακούνε στο όνομά του.
Διαβάστε μερικές από τις πάρα πολλές που έχει γράψει για αυτούς ο ελληνικός λαός παρακάτω:
1. Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν ποτέ μου θα χηρέψω, πάλι…
Γιάννη θα γυρέψω!
2. Ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον βαπτίσαμε!!!
3. Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δε κάνει.
4. Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι να γιάνει
5. Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι
6. Κόψε κέδρο, φτιάξε Αντώνη και από πλάτανο Θανάση,
εάν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ‘ναι κάνει
7. Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω
8. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη
9. Όχι Γιάννης…Γιαννάκης
10. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα..
11. Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει
12. Πότε ο Γιαννης δεν μπορει , ποτε ο κώλος του πονεί
13. Σαραπέντε Γιάννηδες ενος κοκκόρου γνώση
14. Τα καλά του Γιάννη τα θέμε, και τον Γιάννη δεν τον θέμε
15. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη
16. Αν είχαν οι Γιάννηδες γνώση, να μας δάνειζαν καμπόση.
17. Τρέξε Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει.
18. Άλλη καμιά δε γέννησε μόνο η Μαριώ το Γιάννη
19. Κάνε Γιάννο μ’ τη δουλειά σου, κι ύστερα και πάλι θεια σου.
Είναι απορίας άξιο, γιατί υπάρχουν τόσες παροιμίες για το Γιάννη.
«Οι Γιάννηδες είναι ο αγαπημένος στόχος λοιπόν αυτών των παροιμιακών φράσεων. Γιατί; Ίσως επειδή το όνομα Γιάννης είναι κοινότατο, κατά πάσα πιθανότητα το πιο κοινό όνομα στα ελληνικά, επόμενο είναι να γίνεται στόχος, όλων των άλλων που δεν λέγονται Γιάννηδες.
Έτσι, γιαννάκης λέγεται ο αγαθούλης, ο άπειρος, τόσο στην πολιτική ζωή όσο και στο στρατό όπου οι νεοσύλλεκτοι λέγονται γιαννάκια, στραβόγιαννοι, γιάννηδες. Όπως κατέθεσε ο φίλος Τιπούκειτος σε σχετικό νήμα για τη στρατιωτική γλώσσα, (σχόλιο 46) πρόσφατα άκουσε να χρησιμοποιείται στο κυπριακό ραδιόφωνο το «Γιαννής» σαν συνώνυμο του χαζού.
Ας δούμε μαζεμένες τις παροιμίες και φράσεις με Γιάννηδες. Είμαι τυχερός γιατί ο Γιάννης βρίσκεται στο εκδομένο τμήμα των παροιμιών του Ν. Πολίτη, οπότε μπορώ να παραθέσω και τα σχόλιά του.
Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση. Η συνηθέστερη παροιμία απ’ όσες διασύρουν τους Γιάννηδες, λέει ο Πολίτης, που αναφέρει και έναν μύθο κεφαλονίτικο για 45 Γιάννηδες που πνίγηκαν προσπαθώντας να ξεριζώσουν ένα δέντρο. Ωστόσο, ο Πολίτης δεν λέει ότι η έκφραση προέρχεται από τον μύθο, μάλλον το αντίστροφο θα συμβαίνει. Δίνει μάλιστα ο Πολίτης και γαλλικό ανάλογο (Deux Jean et un Pierre font un âne entier, Δυο Γιάννηδες κι ένας Πέτρος κάνουν ολάκερο γάιδαρο) καθώς και ισπανικό ίδιο με το γαλλικό.
Όχι Γιάννης, Γιαννάκης. Τη λέμε όταν κάποιος προσπαθεί να παραστήσει ως διαφορετικά μεταξύ τους δυο πράγματα ομοιότατα ή όταν κάποιος λεπτολογεί και επιχειρεί να επιφέρει μεταβολές ασήμαντες, λέει ο Πολίτης. Κατά τον Κ. Κάσση, στη Μάνη συνηθιζόταν να υπάρχουν αδέρφια με τ’ όνομα Γιάννης ο ένας και Γιαννάκης ο άλλος, οπότε όταν ένας Γιαννάκης παρουσιάστηκε στο στρατό και τον είπαν Γιάννη, απάντησε έτσι. Όμως η έκφραση είναι πανελλήνια και πιθανότατα πριν από το νεοελληνικό κράτος.
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω. Για αυτούς που απαντούν άλλα αντ’ άλλων, σαν υπόδειγμα ασυνάρτητης συζήτησης. Μερικοί το συνεχίζουν: Κι η συντέκνισσά σου; Εφτά μετρήματα χωρεί. Η παροιμία υπάρχει στον Βάρνερ, άρα είναι από τον 17ο αιώνα.
Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει. Για όσους στα λόγια φροντίζουν για το κοινό καλό ενώ στην πραγματικότητα κοιτάζουν το δικό τους συμφέρον. Η παροιμία χρησιμοποιήθηκε πολύ στην εθνοσυνέλευση του 1829 από τους αντικαποδιστριακούς, επειδή οι αντιπρόσωποι ευπειθώς ψήφιζαν ό,τι τους έστελνε ο Καποδίστριας, αλλά είναι παλιότερη. Μάλιστα, ο Πολίτης δίνει και βουλγάρικο αντίστοιχο, με το όνομα Γκάνι στη θέση του Γιάννη.
Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα. Για κάποιον που παραμένει στην ίδια (κακή ή μέτρια) κατάσταση. Και για τους αδιόρθωτους. Και για τη μη αλλαγή της κατάστασης παρά την αλλαγή της κυβέρνησης. Την έχει ο Βάρνερ (Τι έχεις Γιάννη; Τα έχω πάντα).
Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε. Για όσους προαναγγέλλουν και προεξοφλούν μελλοντικά σχέδια βασισμένοι σε αβέβαιες προσδοκίες. Κάποιοι λένε ότι το είπε ο Κολοκοτρώνης όταν τον κάλεσαν να βαφτίσει παιδί πριν ακόμα γεννηθεί, αλλά η παροιμία είναι παλιότερη, αφού την αναφέρει ο Βάρνερ, οπότε ο Κολοκοτρώνης απλώς επανέλαβε υπάρχουσα παροιμία. Εδώ κατά τον Πολίτη υπάρχει μύθος, με την αφελή κοπέλα που της έφεραν προξενητή και άρχισε να συλλογιέται πως θα παντρευτεί, θα κάνει γιο, θα τον βγάλει Γιάννη, θα της αρρωστήσει και θα της πεθάνει, οπότε έβαλε τα κλάματα. Παρεμφερής παροιμία υπάρχει και σε άλλες γλώσσες. Για την έκφραση αυτή έγραψε πρόσφατα ο ηλληνιστεύκων Νίκος Νικολάου.
Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί. Για τους φιλάσθενους ή για όσους προφασίζονται ασθένεια.
Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι (ή λάδι· προσθέτουν μερικοί: να γιάνει). Τη λέμε σε κάποιον που μας παρηγορεί ή προσπαθεί να μας περιθάλψει ενώ ο ίδιος έχει προκαλέσει το κακό που πάθαμε.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη. Σε μια αντιπαράθεση όπου ο φόβος είναι αμοιβαίος· λέγεται συχνά σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, όταν καμιά ομάδα δεν ανοίγεται.
Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει. Απάντηση στον… αντιγιαννισμό άλλων εκφράσεων. Ο Πολίτης έχει κι άλλες «φιλογιαννικές» παροιμίες, που δεν είναι τόσο γνωστές, όπως όπου Γιάννης και του Θεού η χάρη.
Τα καλά του Γιάννη τα θέμε, τον Γιάννη δεν τον θέμε.
Υπάρχουν κι άλλες παροιμίες με Γιάννη, όχι και τόσο γνωστές, τις παραλείπω γιατί δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Αν ξέρετε άλλη «γιαννική» παροιμία-φράση-έκφραση, ευχαρίστως να την προσθέσετε στα σχόλια. Ή μάλλον θα προσθέσω μία ακόμα έκφραση με τον Γιάννη, αλλά και με άλλα ονόματα.
Κόψε ξύλο κάμε Αντώνη
κι από πλάτανο Μανώλη
κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη,
ό,τι ξύλο κόψεις κάνει.
Χρόνια πολλά στους Γιάννηδες και στις Ιωάννες!!!!

Ὁδηγὸς καὶ Λυτρωτὴς





«Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29)

Χθὲς, ἀγαπητοί μου,τελείωσε τὸ Δωδεκαήμερο, ποὺ διαρκεῖ ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα μέχρι τὰ Φῶτα, ἐξαιρουμένης τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων. Μετὰ τὸ Δωδεκαήμερο πρώτη ἑορτὴ ποὺ ἀκολουθεῖ εἶνε ἡ σύναξις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, σήμερα.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπινα ἐγκώμια· τὸν ἐγκωμίασε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ὅταν εἶπε, ὅτι μέσ᾿ στὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων ποὺ γεννήθηκαν ὣς τότε ἀνώτερος ἀπ᾿ ὅλους εἶνε αὐτός (βλ. Ματθ. 11,11). Εἶνε ὑπεράνω τοῦ Νῶε, τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰακώβ, τῶν πατριαρχῶν, ὑπεράνω ὅλων τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. Γεννήθηκε διὰ θαύματος ἀπὸ γέροντες γονεῖς, τὸν Ζαχαρία καὶ τὴν Ἐλισάβετ ποὺ ἦταν καὶ στείρα. Ὅσο μπορεῖ ἀπὸ μιὰ πέτρα ν᾿ ἀνθίσῃ λουλούδι, ἄλλο τόσο ἦταν δυνατὸν κι ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς Ἐλισάβετ νὰ γεννηθῇ παιδί.

Ἔμβρυο ἀκόμη, σκίρτησε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του ὅταν ἐκείνη ὑποδεχόταν τὴν ἐπίσης ἔγκυο ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἀπὸ τότε ἦταν ἁγιασμένος. Ὅπως μερικοὶ εἶνε Ἰοῦδες, τέκνα κατάρας ἐκ κοιλίας μητρός, ἔτσι κάποιοι ἄλλοι εἶνε εὐλογημένοι ἀπὸ τὰ σπάργανά τους.

Ὅταν μεγάλωσε, δὲν ἔμεινε στὸν κόσμο· βγῆκε ἔξω,πῆγε στὴν ἔρημο, στὸ σχολεῖο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν. Ἐκεῖ ἔζησε μιὰ ζωὴ – ἔλεγχο τῆς σημερινῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας ποὺ σύνθημά της ἔχει «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13. Α΄ Κορ. 15,32). Ὦ σεῖς ποὺ ζῆτε μέσ᾿ στὸν παραλογισμό, ἐλᾶτε νὰ καθρεφτιστῆτε στὸν καθρέφτη αὐτόν. Πῶς ἔζησε ὁ ἅγιος Ἰωάννης; Τὸ φαγητό του ἦταν «ἀκρίδες» (Ματθ. 3,4), τὰ γνωστὰ ἔντομα τῶν ἀγρῶν, ποὺ καὶ μέχρι σήμερα λιτοδίαιτοι Ἄραβες τὰ ξηραίνουν καὶ τὰ τρῶνε. Ποτό του ἦταν τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνου. Ροῦχο του εἶχε μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλας. Κρεβάτι του ἦταν ἡ ἄμμος δίπλα στὸ ποτάμι. Στέγη του τὰ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ. Σύντροφοί του τὰ θηρία τῆς ἐρήμου, ποὺ στέκονταν μπροστά του σὰν ἀρνάκια. Ἡ ἁγιότης, βλέπετε, ὅλα τὰ τιθασεύει. Καὶ ἐνῷ λιοντάρια καὶ τίγρεις τὸν σεβάστηκαν, τὸν κατεσπάραξε μιὰ γυναίκα, ἡ Ἡρῳδιάς. Ἐκεῖ λοιπὸν ἔμεινε, στὸ πανεπιστήμιο τῆς σιωπῆς, ὅπου ἀνδρώνονται οἱ μεγάλες φυσιογνωμίες. Σὲ ὥριμη πλέον ἡλικία ἔλαβε ἐντολὴ ἄνωθεν, νὰ πάῃ στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου κ᾿ ἐκεῖ νὰ στήσῃ τὸν ἄμβωνά του. Τὸ κήρυγμά του θερμοκαυτήρας, ἔλεγχος δριμύς. Ἄστραφτε καὶ βροντοῦσε. Καλοῦσε ὅλους σὲ ἐπιστροφὴ στὸ Θεό. Καὶ χιλιάδες ἀπ᾿ ὅλα τὰ κοινωνικὰ στρώματα ἔτρεχαν. Ἦταν μαγνήτης ποὺ εἵλκυε ὅλους. Συνιστοῦσε μετάνοια καὶ τοὺς βάπτιζε στὸν Ἰορδάνη.

Μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἦρθε καὶ ἕνας ποὺ ξεχώριζε. Μήπως φοροῦσε στέμμα, εἶχε σπαθί, τὸν ἔφερε ἅμαξα; Ὄχι. Ἁπλὸς ἄνθρωπος ἦταν. Ἀλλὰ ὄνομά του ἦταν «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2,9). Ὅλα τὰ ὀνόματα θὰ σβήσουν, τὸ δικό του θὰ μείνῃ· Ἰησοῦς Χριστός!

Μποροῦσε νὰ φανταστῇ ὁ Ἰωάννης, ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα ἑνὸς φτωχοῦ Ναζωραίου κρύβεται τὸ μεγαλεῖο τῆς θεότητος; Καὶ ὅμως τὸν ἀνεγνώρισε. Τοῦ λέει ὁ Χριστός• —Βάπτισέ με. —Αὐτὸ δὲν γίνεται· ἐγὼ εἶμαι ἕνα μηδὲν μπροστά σου, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ σὲ βαπτίσω. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐπέμενε, καὶ τέλος βαπτίσθηκε. Ὄχι διότι εἶχε ἁμαρτίες —εἶνε ἀναμάρτητος―, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθῇ τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος. Καὶ φανερώθηκε. Κατὰ τοῦτο ἐμεῖς διαφέρουμε ἀπὸ τ᾿ ἄλλα θρησκεύματα, καὶ τὰ μονοθεϊστικά· αὐτοὶ ἔχουν τὸν Ἀλλὰχ ἢ κάποιον ἄλλο, ἐμεῖς λέμε· Ἕνας Θεός, τρία πρόσωπα, Πατὴρ Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα· ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον σου.

Πῶς φανερώθηκε τὸ μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος; Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦταν μέσ᾿ στὰ νερά, σχίστηκε ὁ οὐρανός —ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε—, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο σὰν περιστέρι ἦρθε καὶ κάθισε ἐπάνω στὴν κεφαλή του. Συγχρόνως ἀκούστηκε φωνὴ – διάγγελμα τοῦ οὐρανίου Πατρός.

Ὄχι σὰν τὰ διαγγέλματα τῆς πρωτοχρονιᾶς, πού ᾿νε γεμᾶτα ψευτιές. Διάγγελμα οὐράνιο καὶ αἰώνιο πρὸς ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα• «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ.3,17). Τὰ ἴδια λόγια ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα ἀκούστηκαν καὶ ὅταν ἔκλεινε ἡ ἐπίγειος παρουσία τοῦ Χριστοῦ, συμπληρωμένα ὅμως μὲ τὴ σύστασι «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Μάρκ. 9,8. Λουκ. 9,35).

Ἀπὸ τότε πλέον, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀνθρωπότης ἔχει ὁδηγό. Ὁδηγός της εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ὅποιος τὸν ἀκολουθεῖ σῴζεται, ὅποιος φεύγει ἀπὸ αὐτὸν χάνεται. Αὐτὸς εἶνε ὁ τέλειος ὁδηγός, ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ἡ ἐνσάρκωσι τῆς ἀρετῆς. Οἱ ἄλλοι, ὁποιοιδήποτε κι ἂν εἶνε, εἶνε κλάσματα, δὲν φτάνουν τὴν ἀκεραία μονάδα, τὸν Ἕνα. «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ Θ. Λειτ.).

«Αὐτοῦ ἀκούετε», συνιστᾷ ὁ οὐράνιος Πατήρ. Ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι κλείνουν τ᾿ αὐτιά τους καὶ δὲν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀνοίγουν τ᾿ αὐτιά τους – σὲ ποιόν; στὸν διάβολο καὶ στὰ ὄργανά του. Δὲν ἐκκλησιάζονται γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου· κάθονται τὴ νύχτα στὴν τηλεόρασι γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου. «Ὅποιος δὲν ἀκούει τὸ Χριστό, θ᾿ ἀκούσῃ τὸν διάβολο», λέει ὁ Ῥῶσος Ντοστογιέφσκυ.

Ὅταν ὁ Χριστὸς ἦρθε στὴν ἔρημο, ὁ Ἰωάννης τὸν ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλό του, ὅπως λέει τὸ ὡραῖο δοξαστικὸ τῶν ὡρῶν· «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου, μεθ᾿ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτὸν ἡμῖν καθυπέδειξας, ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν…» (θ΄ ὥρα Θεοφ.). Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἦταν ὁ τελευταῖος ποὺ εἶπε ὁ Παπαδιαμάντης —ποὺ ἦταν καὶ σπουδαῖος ψάλτης—, ὅταν γέρος πλέον στὸ νησάκι του, φτωχὸς καὶ περιφρονημένος, ἔφευγε ἀπ᾿τὴ ζωή. Σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ κρεβάτι καὶ τὸ ἔψαλε. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πέθανε. Μὲ «τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ἔκλειναν τὰ μάτια τους τότε· τώρα…

Ὁ Ἰωάννης λοιπὸν ἔδειξε τὸ Χριστὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶπε· «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου»· νά, λέει, αὐτὸς εἶνε τὸ ἀρνὶ τοῦ Θεοῦ ποὺ σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου (Ἰω. 1,29). Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε αὐτό, πρέπει νὰ θυμηθοῦμε, ὅτι οἱ Ἑβραῖοι, γιὰ νὰ ἔχουν μιὰ ἀνακούφισι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους, ἔπαιρναν ἕνα ἀρνί, τὸ πήγαιναν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος καὶ τὸ προσέφεραν θυσία.

Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς θὰ τὸ ἔσφαζε, ἅπλωναν τὰ χέρια ἐπάνω του, γιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ πάνω τους οἱ ἁμαρτίες καὶ νὰ πᾶνε στὸ ἀρνί. Αὐτὸ ἦταν ἕνας τύπος, μία σκιὰ τῆς μεγάλης θυσίας ποὺ θὰ ἐρχόταν νὰ προσφέρῃ ὁ Χριστός. Ἑκατομμύρια ἀρνιὰ σφάχτηκαν, ἀλλὰ τὸ αἷμα τῶν ζῴων δὲν ἔχει τὴν δύναμιν «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Ματθ. 9,6). Μόνο τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ», σβήνει τὶς ἁμαρτίες. Να γιατί ὁ Χριστὸς λέγεται «ἀμνός» διότι ὅπως τὸ ἀρνὶ δὲν ἔκανε κανένα κακό, ἔτσι κι ὁ Χριστός· ὅπως τὸ ἀρνὶ ὁδηγεῖται στὴ σφαγὴ καὶ δὲν ἀντιδρᾷ, ἔτσι κι ὁ Χριστός· κι ὅπως στὶς θυσίες «φόρτωναν» τὶς ἁμαρτίες στὸ σφάγιο, ἔτσι κι ὁ Χριστὸς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες ὅλων μας. Τὸ νιώσαμε αὐτό; Ἂν δὲν τὸ νιώσαμε, δὲν εἴμαστε Χριστιανοί. Δὲ μᾶς σῴζουν οὔτε κεριὰ καὶ λαμπάδες, οὔτε εἰκόνες καὶ προσκυνήματα, οὔτε μετάνοιες καὶ ἀσκήσεις· ὅλα αὐτὰ δὲν συγχωροῦν οὔτε μία ἁμαρτία. Τὶς ἁμαρτίες συγχωρεῖ μόνο «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», ὅπως εἶπε ὁ Ἰωάννης. Ἂν δὲν πιστέψῃς ὅτι τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐχύθη στὸ Γολγοθᾶ λυτρώνει, δὲ σῴζεσαι.

Τελειώνω μὲ μιὰ εἰκόνα. Ἕνας Βιεννέζος ζωγράφος ζωγράφισε ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔπιασαν οἱ ἐχθροί του καὶ τοῦ φόρτωσαν ἕνα βαρὺ φορτίο. Τὸ ἔδεσαν στὴ ῥάχη του τόσο σφιχτά, ὥστε δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀπαλλαγῇ ἀπ᾿ αὐτό. Ἦταν σὰν τὸν Προμηθέα στὸν Καύκασο. Παρακαλοῦσε ἄλλους νὰ τὸν λύσουν, μὰ κανείς δὲ μποροῦσε. Τότε κάποιος τοῦ εἶπε· Ἂν θέλῃς νὰ ἐλευθερωθῇς, ἀνέβα σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βουνό. Ἐκεῖ θὰ δῇς ἕνα σταυρὸ μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο· ἂν τὸν παρακαλέσῃς μὲ πίστι, θὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινε· ἀμέσως τὸ φορτίο τοῦ ἔπεσε, κύλισε στὴν ἄβυσσο, κι αὐτὸς δόξασε τὸ Χριστό. Καθένας ἀπὸ μᾶς, ἀδελφοί μου, σηκώνει ἕνα βάρος μεγαλύτερο ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο. Μόνο μὲ τὴν πίστι στὸ Χριστὸ θ᾿ ἀπαλλαγοῦμε. Ἂς πιστέψουμε σ᾿ αὐτόν. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Σᾶς τὸ λέω ἐγώ. Πενήντα χρόνια κηρύττω· ἂν δὲν πίστευα, θὰ πήγαινα νὰ κάνω ὁ,τιδήποτε ἄλλο παρὰ νὰ κοροϊδεύω τοὺς ἀνθρώπους. Πιστεύω στὸ Θεό, πιστεύω στὴ θεία χάρι, πιστεύω στὰ μυστήρια, πιστεύω στὶς ἱερὲς παραδόσεις. Μπορεῖ κι ὁ ἥλιος νά ᾿νε ψέμα, καὶ τὰ ἄστρα νά ᾿νε ψέμα, κ᾿ ἐμεῖς νά ᾿μεθα ψέμα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος τὴν Παρασκευὴ 7-1-1983 μὲ ἄλλο τίτλο.)

''Ηδονή θαίνης''

Αποτέλεσμα εικόνας για Предтечи и Крестителя Господня Иоанна
...Στο άκουσμα του αιτήματος αυτού ο Ηρώδης τα έχασε γιατί ήταν κάτι που ποτέ δεν το περίμενε. Για τούτο τη στιγμή εκείνη δεν ήξερε πραγματικά τι να κάνει. Επειδή όμως όλοι οι συνδαιτημόνες είχαν ακούσει τους όρκους του και περίμεναν να ιδούν εάν θα τους εφήρμοζε, υποχώρησε για άλλη μια φορά στις αξιώσεις της Ηρωδιάδας, παρότι του ζητούσε το πιο μεγάλο και άδικο έγκλημα.
  Για το σκοπό αυτό έστειλε παρευθύς ένα σπεκουλάτορα (=δήμιο) στο υπόγειο του παλατιού του, προστάζοντας αυτόν να του φέρει την κεφαλήν του Αγίου. Και αυτό έγινε. 
Ο δήμιος, δηλαδή, αποκεφάλισε τότε τον αγιότερο των ανθρώπων όλων των εποχών και έφερε αμέσως την κεφαλή στον Ηρώδη, που την παρέδωσε στη Σαλώμη κι εκείνη με τη σειρά της στην Ηρωδιάδα, που ένιωσε, κατά τον Μ. Γαλανό«ηδονή θαίνης» (Οι βίοι των Αγίων τ.Η, Αθήναι 1988, 93),δηλαδή την πιο άγρια και σατανική χαρά.
 Τόσο μεγάλο μάλιστα ήταν το μένος της Ηρωδιάδας τη στιγμή εκείνη, ώστε, κατά την παράδοση, να φτύνει για ώρες την τίμια εκείνη κεφαλή, περιλούζοντας ταυτόχρονα και με ακατανόμαστες ύβρεις. Όταν δε κουράστηκε, έθαψε την κεφαλή του Αγίου σε κάποιο μέρος της αυλής, όπου κάθε μέρα μετέβαινε για να εκσπάσει τους κρουνούς της λυσσώδους οργής της, βρίζοντας χυδαία και καταπατώντας το χώμα που σκέπαζε το ιερότατο εκείνο λείψανο.
«Μα πάλι ανάπαυση δεν έβρισκε, γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής Βερίτης, στης αμαρτίας της το μεθύσι: νεκρή σου η κεφαλή κι’ εφώναζεν ουκ έξεστί σοι!

Κλῖμαξ, Λόγος 22, περὶ Ὑπερηφανείας





(Διὰ τὴν «ἀκέφαλον» ὑπερηφάνειαν)

Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἄρνησις τοῦ Θεοῦ, ἐφεύρεσις τῶν δαιμόνων, ἐξουδένωσις τῶν ἀνθρώπων, μητέρα τῆς κατακρίσεως, ἀπόγονος τῶν ἐπαίνων, ἀπόδειξις ἀκαρπίας, φυγαδευτήριο τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ, πρόδρομος τῆς παραφροσύνης, πρόξενος πτώσεων, αἰτία τῆς ἐπιληψίας, πηγὴ τοῦ θυμοῦ, θύρα τῆς ὑποκρίσεως, στήριγμα τῶν δαιμόνων, φύλαξ τῶν ἁμαρτημάτων, δημιουργὸς τῆς ἀσπλαχνίας, ἄγνοια τῆς συμπαθείας, πικρὸς κριτής, ἀπάνθρωπος δικαστής, ἀντίπαλος τοῦ Θεοῦ, ρίζα τῆς βλασφημίας.

2. Ἀρχὴ τῆς ὑπερηφανείας εἶναι τὸ τέλος τῆς κενοδοξίας. Μέσον, ἡ ἐξουδένωσις τοῦ πλησίον, ἡ ἀναιδὴς φανέρωσις τῶν κόπων μας, ὁ ἐσωτερικὸς αὐτοέπαινος, τὸ μίσος τῶν ἐλέγχων. Καὶ τέλος, ἡ ἄρνησις τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐξύψωσις τῆς ἰδικῆς μας ἱκανότητος, ἡ δαιμονικὴ συμπεριφορά.

3. Ἂς τὸ ἀκούσωμε ὅλοι ὅσοι θέλομε νὰ διαφύγωμε αὐτὸν τὸν βαθὺ λάκκο. Πολλὲς φορὲς τὸ πάθος αὐτὸ ἀγαπᾶ νὰ τρέφεται ἀπὸ τὶς εὐχαριστίες ποὺ ἐκφράζομε στὸν Θεόν. Διότι δὲν παρουσιάζεται τόσο ἀναιδής, ὥστε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ μᾶς προτρέπη νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν Θεόν.

4. Εἶδα ἄνθρωπο νὰ εὐχαριστῆ τὸν Θεὸν μὲ τὸ στόμα καὶ νὰ κομπάζη μὲ τὸ ἐσωτερικὸ φρόνημα. Περὶ αὐτοῦ εἶναι ἀψευδὴς μάρτυς ἐκεῖνος ὁ Φαρισαῖος ποὺ ἔλεγε στὸν Θεὸν μὲ ἀπρεπῆ καύχησι: «Ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι»! (Λουκ. ιη´ 11).

5. Ὅπου συνέβη πτῶσις, ἐκεῖ κατασκήνωσε προηγουμένως ἡ ὑπερηφάνεια. Διότι τὸ δεύτερο εἶναι τὸ προμήνυμα τοῦ πρώτου.

6. Ἄκουσα κάποιον ἀξιοσέβαστο ἄνδρα νὰ λέγη: «Ὑπόθεσε ὅτι εἶναι δώδεκα τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Ἐὰν ἕνα ἀπὸ αὐτά, τὴν οἴησι, τὴν ἀγαπήσης ὁλόψυχα, αὐτὴ θὰ ἀναπληρώση τὸν τόπο καὶ τῶν ὑπολοίπων ἕνδεκα».

7. Ὁ ὑψηλόφρων μοναχὸς ἀντιλέγει μὲ σφοδρότητα, ἐνῷ ὁ ταπεινόφρων δὲν γνωρίζει οὔτε νὰ βλέπη τὸν ἄλλον ἀντιπρόσωπα. Δὲν σκύβει τὸ κυπαρίσσι νὰ βαδίση στὴν γῆ, οὔτε ὁ ὑψηλοκάριος μοναχὸς νὰ ἀποκτήση ὑπακοή.

8. Ὁ ὑψηλοκάρδιος ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ νὰ ἄρχη. Καὶ δὲν μπορεῖ ἢ μᾶλλον δὲν θέλει νὰ ὁδηγηθῆ στὴν τελικὴ ἀπώλεια μὲ κάποιον ἄλλον τυχόντα τρόπο.

9. «Ὑπερηφάνοις Κύριος ἀντιτάσσεται» (Α´ Πέτρ. ε´ 5), καὶ ποιὸς μπορεῖ ἔπειτα νὰ τοὺς ἐλεήση; «Ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ιε´ 5), καὶ ποιὸς θὰ κατορθώση ἔπειτα νὰ καθαρίση ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο;

10. Παίδευσις τῶν ὑπερηφάνων εἶναι ἡ πτῶσις. Σκόλοψ αὐτῶν εἶναι ὁ δαίμων. Ἐγκατάλειψίς τους ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῶν φρενῶν. Καὶ τὰ δυὸ πρῶτα πολλὲς φορὲς ἐθεραπεύθηκαν ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸ τελευταῖο ἀνθρωπίνως εἶναι ἀνίατο.

11. Ὅποιος ἀποκρούει τοὺς ἐλέγχους, ἐφανέρωσε ὅτι τὸ ἔχει τοῦτο τὸ πάθος, ἐνῷ ὅποιος τοὺς δέχεται, ἔχει ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὰ δεσμά του.

12. Ἂν ὄχι ἐξ αἰτίας ἄλλου πάθους, ἀλλὰ ἀπ᾿ αὐτὸ καὶ μόνο ἔπεσε κάποιος ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, πρέπει νὰ ἐξετάσωμε μήπως καὶ χωρὶς καμμία ἄλλη ἀρετή, ἀλλὰ μὲ τὴν ταπείνωσι μόνο μποροῦμε νὰ ἀνεβοῦμε στοὺς οὐρανούς.

13. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἀπώλεια τοῦ πλούτου καὶ τῶν ἱδρώτων τῶν πνευματικῶν. «Ἐκέκραξαν, καὶ οὐκ ἣν ὁ σῴζων», ἐπειδὴ ἀσφαλῶς θὰ ἔκραξαν μὲ ὑπερηφάνεια· «Πρὸς Κύριον, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν» (Ψαλμ. ιζ´ 42), ἐπειδὴ ἀσφαλῶς δὲν ἀπέκοπταν τὶς αἰτίες τῶν ἁμαρτιῶν κατὰ τῶν ὁποίων προσεύχονταν.

14. Ἕνας πολὺ γνωστικὸς γέρων ἐσυμβούλευσε πνευματικὰ κάποιον ὑπερήφανο ἀδελφό. Καὶ αὐτὸς τυφλωμένος τοῦ λέγει: «Συγχώρησέ με, πάτερ. Δὲν εἶμαι ὑπερήφανος». Καὶ ὁ πάνσοφος γέρων τοῦ ἀποκρίνεται: «Καὶ ποιὰ καλύτερη ἀπόδειξι θὰ μᾶς ἔδινες τοῦ πάθους σου, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶπες, τὸ «δὲν εἶμαι ὑπερήφανος»; Σὲ τέτοιους ὑπερηφάνους ἀνθρώπους προξενεῖ μεγάλη ὠφέλεια ἡ ὑποταγή, ἡ σκληρότερη καὶ ἀτιμωτικότερη διαγωγή, καθὼς καὶ ἡ ἀνάγνωσις τῶν ὑπερφυσικῶν κατορθωμάτων τῶν Πατέρων. Ἴσως ἔτσι νὰ ὑπάρξη σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀσθενεῖς κάποια μικρὴ ἐλπίδα σωτηρίας.

15. Εἶναι ἐντροπὴ νὰ καμαρώνη κάποιος γιὰ τὸν ξένο στολισμό. Ὁμοίως εἶναι ἐσχάτη ἀνοησία νὰ ὑπερηφανεύεται κανεὶς γιὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ. Ὅσα κατορθώματα ἐπέτυχες πρὶν γεννηθῆς, γι᾿ αὐτὰ μόνο νὰ ὑπερηφανεύεσαι, διότι τὰ μετὰ τὴν γέννησί σου τὰ ἐχάρισε ὁ Θεός, καθὼς ἐπίσης καὶ αὐτὴ τὴν γέννησι.

16. Ὅσες ἀρετὲς κατώρθωσες χωρὶς τὸν νοῦ καὶ τὴν λογική, αὐτὲς καὶ μόνο εἶναι ἰδικές σου, ἐφ᾿ ὅσον τὸν νοῦ καὶ τὴν λογικὴ σοῦ τὰ ἐδώρησε ὁ Θεός. Ὅσες νίκες ἐπέτυχες χωρὶς τὸ σῶμα σου, αὐτὲς καὶ μόνο ὀφείλονται στὴν ἰδική σου προσπάθεια, ἐφ᾿ ὅσον τὸ σῶμα δὲν εἶναι ἰδικό σου δημιούργημα, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ.

17. Μὴ ξεθαρρεύσης, παρὰ μόνον ὅταν δεχθῆς τὴν τελικὴ ἀπόφασι τοῦ Κριτοῦ. Καὶ νὰ παρατηρῇς ἐκεῖνο τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνάκλισί του στὸ τραπέζι τοῦ γάμου ἐδέθηκε χειροπόδαρα καὶ ὡδηγήθηκε στὸ σκότος τὸ ἐξώτερον.

18. Μὴ ἀνυψώνης τὸν αὐχένα σου, ἐνῷ εἶσαι πλασμένος ἀπὸ γῆ. Διότι πολλοὶ ἐρρίφθηκαν ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ἂν καὶ ἦσαν ἅγιοι καὶ ἄϋλοι.

19. Ὅταν ὁ δαίμων καταλάβη ἔδαφος στὴν ψυχὴ τῶν ὀπαδῶν του, τότε τοὺς παρουσιάζεται, ὅταν κοιμῶνται ἢ ὅταν εἶναι ξύπνιοι, ὑπὸ τὴν μορφὴν ἁγίου Ἀγγέλου ἢ Μάρτυρος καὶ τοὺς δίδει πνευματικὰ χαρίσματα ἢ τοὺς ἀποκαλύπτει διάφορα μυστήρια· μὲ τὸν σκοπὸ νὰ ἐξαπατηθοῦν οἱ ταλαίπωροι καὶ νὰ χάσουν τελείως τὰ λογικά τους.

20. Καὶ ἂν ἀκόμη εἴχαμε ὑποστῆ μυρίους θανάτους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ἔτσι θὰ ἐξεπληρώναμε τὸ χρέος μας. Διότι ἄλλο εἶναι τὸ αἷμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄλλο τὸ αἷμα τῶν δούλων, ὄχι βέβαια ὡς πρὸς τὴν οὐσία, ἀλλὰ ὡς πρὸς τὴν ἀξία.

21. Ἂς μὴ παύσωμε ποτὲ νὰ συζητοῦμε γιὰ τοὺς πρὸ ἡμῶν Πατέρας καὶ φωστήρας, συγκρίνοντας τοὺς ἑαυτούς μας μαζί τους. Τότε θὰ διαπιστώσωμε ὅτι δὲν ἐπατήσαμε κἂν τὸ πόδι μας στὸν δρόμο τῆς πραγματικῆς μοναχικῆς ζωῆς, καὶ ὅτι δὲν ἐφυλάξαμε ὁσίως τὶς ὑποσχέσεις μας, ἀλλ᾿ ὅτι εὑρισκόμαστε ἀκόμη στὴν κατάστασι τῶν κοσμικῶν.

22. Μοναχὸς κατ᾿ ἐξοχὴν σημαίνει ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς ἀμετεώριστος καὶ σωματικὲς αἰσθήσεις ἀκινητοποιημένες. Μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προκαλεῖ ἐναντίον του τοὺς δαίμονας σὰν ἄγρια θηρία, καὶ ποὺ ἀναγκάζοντάς τους νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ κοντά του, τοὺς παροξύνει. Μοναχὸς σημαίνει ἀδιάκοπη ἔκστασις τοῦ νοῦ καὶ ἀκατάπαυστη λύπη γιὰ τὴν παροῦσα ζωή. Μοναχὸς σημαίνει ἄνθρωπος ποὺ ἔγινε ἕνα μὲ τὶς ἀρετές, ὅπως ἕνας ἄλλος ἔγινε ἕνα μὲ τὶς ἡδονές. Μοναχὸς σημαίνει ἄσβεστο φῶς στὸν ὀφθαλμὸ τῆς καρδίας. Μοναχὸς σημαίνει ἄβυσσος ταπεινώσεως ποὺ ἐγκρέμισε καὶ ἔπνιξε μέσα της κάθε πονηρὸ πνεῦμα.

23. Τὴν λήθη τῶν ἁμαρτημάτων τὴν προκαλεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, διότι ἡ ἐνθύμησίς των προξενεῖ ταπεινοφροσύνη.

24. Ὑπερηφάνεια σημαίνει, ἐσχάτη πτωχεία μιᾶς ψυχῆς ποὺ παρουσιάζεται κατὰ φαντασίαν ὡς πλουσία, καὶ ποὺ νομίζει ὅτι ζῆ στὸ φῶς, ἐνῷ εὑρίσκεται μέσα στὸ σκοτάδι. Ὄχι μόνο δὲν ἀφίνει τούτη ἡ μιαρὰ νὰ προοδεύη κάποιος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὑψηλὰ τὸν ρίχνει κάτω.

25. Ὑπερήφανος σημαίνει ρόδι σαπισμένο ἐσωτερικῶς, ποὺ ἐξωτερικῶς γυαλίζει τὸ χρῶμα του. Ὁ ὑπερήφανος μοναχὸς δὲν χρειάζεται δαίμονα, διότι γίνεται πλέον ὁ ἴδιος δαίμων καὶ ἐχθρός του ἑαυτοῦ του.

26. Ξένο εἶναι τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς. Ὁμοίως ξένος εἶναι ὁ ὑπερήφανος ἀπὸ κάθε ἀρετή. Στὶς καρδιὲς τῶν ὑπερηφάνων θὰ γεννηθοῦν λογισμοὶ βλασφημίας, ἐνῷ στὶς ψυχὲς τῶν ταπεινῶν οὐράνιες θεωρίες. Ὁ κλέπτης ἀπεχθάνεται τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ ὁ ὑπερήφανος ἐξουδενώνει τοὺς πρᾴους ἀνθρώπους.

27. Πολλοὶ ὑπερήφανοι, δὲν γνωρίζω πῶς, αὐταπατήθηκαν κι ἐνόμισαν ὅτι ἔφθασαν στὸ ὕψος τῆς ἀπαθείας. Ἀλλὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου εἶδαν τὴν πτωχεία τους. Ὅποιος συνελήφθη ἀπὸ αὐτήν, δηλαδὴ τὴν ὑπερηφάνεια, μόνο στὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου μπορεῖ νὰ ἐλπίζη, διότι γι᾿ αὐτὸν εἶναι μάταιο νὰ περιμένη σωτηρία ἀπὸ ἀνθρώπους.

28. Συνέλαβα κάποτε τούτη τὴν ἀκέφαλο πλάνη νὰ πλησιάζη πρὸς τὴν καρδιά μου, ἀνεβασμένη ἐπάνω στοὺς ὤμους τῆς μητέρας της.

Τὶς ἔδεσα καὶ τὶς δυό μὲ τὰ δεσμὰ τῆς ὑπακοῆς, τὶς ἐμαστίγωσα μὲ τὸ μαστίγιο τῆς εὐτελείας καὶ ἔτσι τὶς ἀνέκρινα μὲ ποιὸν τρόπο εἰσέρχονται μέσα μου. Καὶ αὐτές, καθὼς ἐμαστιγώνονταν, μοῦ ἔλεγαν:

«Ἐμεῖς δὲν ἔχομε οὔτε ἀρχὴ οὔτε γέννησι, διότι εἴμαστε ἀρχηγοὶ καὶ γεννήτορες ὅλων τῶν παθῶν. Ἐμᾶς μᾶς πολεμεῖ ὑπερβολικὰ ἡ συντριβὴ τῆς καρδίας ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ὑποταγή. Ἐμεῖς δὲν ἀνεχόμεθα κανένα νὰ μᾶς ἐξουσιάζη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἐλάβαμε ἐξουσία στοὺς οὐρανούς, ἀπεστατήσαμε ἀπὸ ἐκεῖ.

» Ἐμεῖς μὲ ἕνα λόγο γεννοῦμε ὅλα τὰ πάθη ποὺ ἀντιστρατεύονται στὴν ταπεινοφροσύνη, διότι ὅλα ὅσα τὴν εὐνοοῦν εἶναι ἀντιμέτωπά μας. Ἀλλὰ ἀφοῦ καὶ στὸν οὐρανὸ ἐσημειώσαμε νίκη, πῶς μπορεῖς ἐσὺ νὰ μᾶς ξεφύγης;

» Ἐμεῖς συνηθίζουμε πολλὲς φορὲς νὰ ἐμφανιζώμεθα μετὰ ἀπὸ ἀτιμίες, ἀπὸ τὴν ὑπακοή, ἀπὸ τὴν ἀοργησία, ἀπὸ τὴν ἀμνησικακία, ἀπὸ τὴν πρόθυμη διακονία.

» Τέκνα ἰδικά μας εἶναι οἱ πτώσεις τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ἡ ὀργή, ἡ καταλαλιά, ἡ πικρία, ὁ θυμός, ἡ κραυγή, ἡ βλασφημία, ἡ ὑποκρισία, τὸ μίσος, ὁ φθόνος, ἡ ἀντιλογία, ἡ ἰδιορρυθμία, ἡ ἀπείθεια.

» Ἕνα μόνο ὑπάρχει ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ νικήσωμε, καὶ σοῦ τὸ φανερώνουμε, ἐπειδὴ μᾶς μαστιγώνεις:

» Ἐὰν κατηγορῆς διαρκῶς τὸν ἑαυτόν σου ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὲ εἰλικρίνεια, θὰ μᾶς θεωρῆς ὡσὰν ἀράχνη. Ἵππος ἐπάνω στὸν ὁποῖο εἶμαι ἀνεβασμένη, ἐγὼ ἡ ὑπερηφάνεια, εἶναι, ὅπως βλέπεις, ἡ κενοδοξία. Ἡ ὁσία ὅμως ταπείνωσις καὶ ἡ αὐτομεμψία θὰ περιπαίξουν τὸν ἵππο καὶ τὸν ἀναβάτη του, ψάλλοντας μελωδικὰ τὴν ᾠδὴ τῆς νίκης: «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν» (Ἐξοδ. ιε´ 1) καὶ εἰς ἄβυσσον ταπεινώσεως».

Βαθμὶς εἰκοστὴ δευτέρα! Ὅποιος τὴν ἀνέβηκε, ἐνίκησε· ἐὰν βεβαίως κατώρθωσε νὰ τὴν ἀνεβῆ.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...