Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 28, 2017

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου


Ἀδελφοί καί Πατέρες Θά ἔπρεπε βέβαια νά μήν τολμῶ καθόλου νά ὁμιλῶ καί νά κρατῶ τή θέση τοῦ διδασκάλου καί καθοδηγητῆ ἐνώπιον τῆς ἀγάπης σας. Ἀλλά καί σεῖς γνωρίζετε ὅτι τό μουσικό ὄργανο, πού κατασκευάστηκε ἀπό τόν τεχνίτη, ἀποδίδει τόν ἦχο καί γεμίζει τά αὐτιά ὅλων μας μέ γλυκύτατη μελωδία, ὄχι ὅταν ἐκεῖνο θέλει, ἀλλά ὅταν γεμίσουν οἱ σωλῆνες του μέ ἀέρα καί τό κρούσουν ρυθμικά τά δάκτυλα τοῦ ὀργανοπαίκτη. Ἔτσι ἀκριβῶς πρέπει νά καταλάβετε ὅτι συμβαίνει καί μέ μένα.
Γι’ αὐτό νά μή σᾶς κάνει ἡ μηδαμινότητα καί ἡ εὐτέλεια τοῦ ὀργάνου νά κρατήσετε ἀρνητική στάση σέ ὅσα πρόκειται νά σᾶς πῶ. Ἀλλά νά ἔχετε στραμμένη τήν προσοχή σας πρός τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐμπνέει ἄνωθεν καί γεμίζει τίς ψυχές τῶν πιστῶν· καί πρός τόν ἴδιο τό δάκτυλο τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 11, 20), πού κρούει τίς χορδές τοῦ νοῦ καί μᾶς προτρέπει νά σᾶς ἀπευθύνουμε τό λόγο. Καί σάν νά ἠχεῖ ἡ δεσποτική σάλπιγγα ἤ, γιά νά τό πῶ πιό σωστά, νά μᾶς ὁμιλεῖ μέσω κάποιου ὀργάνου ὁ Βασιλέας τῶν ὅλων, μέ σύνεση καί πολλή προσήλωση, ἀκούσατε ὅσα ἔχω νά σᾶς πῶ: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουμε νά ἐξετάζουμε καί νά προτρέπουμε τούς ἑαυτούς μας -καί οἱ πιστοί καί οἱ ἄπιστοι καί οἱ μικροί καί οἱ μεγάλοι- ἔτσι ὥστε οἱ μέν ἄπιστοι νά φθάσουμε στήν ἐπίγνωση καί νά πιστέψουμε στόν Θεό πού μᾶς δημιούργησε, καί οἱ πιστοί μέ τήν ἐνάρετη βιοτή καί τά ἔργα μας νά Τόν εὐαρεστήσουμε.
Οἱ μικροί νά ὑποταχθοῦμε στούς μεγάλους χάριν τοῦ Κυρίου καί οἱ μεγάλοι νά συμπεριφερθοῦμε στούς μικρούς καί ἀσήμαντους σάν σέ γνήσια τέκνα μας, ὅπως τό ζητάει καί ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου πού λέει: «Καθετί πού κάνατε σέ ὁποιονδήποτε ἀπ’ αὐτούς τούς φτωχούς καί ἀσήμαντους ἀδελφούς μου, σέ μένα τό κάνατε» (Ματθ. 25, 40). Αὐτό τό λόγο δέν τόν εἶπε ὁ Κύριος μόνο γιά τούς φτωχούς, ὅπως νομίζουν μερικοί, καί γιά ὅσους στεροῦνται τά ὑλικά ἀγαθά, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς ἄλλους ἀδελφούς μας πού χάνονται, ὄχι γιατί στεροῦνται τό ψωμί καί τό νερό, ἀλλά ἀπό τή μεγάλη καί βαριά πείνα πού δημιουργεῖ ἡ ἀνυπακοή καί ἡ περιφρόνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου (πρβλ. Ἀμώς 8, 11). Διότι ὅσο εἶναι ἡ ψυχή ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα, τόσο εἶναι καί ἡ πνευματική τροφή ἀνώτερη ἀπό τή σωματική. Καί νομίζω ὅτι γι’ αὐτήν τήν τροφή λέει ὁ Κύριος «πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάγω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ νερό» (Λουκ. 12, 23), παρά γιά τή φθαρτή ὑλική τροφή.
Πράγματι, πεινᾶ ὁ Χριστός καί διψᾶ τή σωτηρία τοῦ καθενός μας. Καί ἡ σωτηρία μας εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία. Εἶναι ὅμως ἀδύνατον νά ἐπιτύχουμε τήν ἀποχή ἀπό κάθε ἁμαρτία χωρίς τήν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καί τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση ὅλων τῶν ἐντολῶν. Δηλαδή μέ τήν ἐφαρμογή καί ἐκπλήρωση τῶν ἐντολῶν τρέφεται ἀπό μᾶς ὁ Δεσπότης μας Θεός καί Κύριος τοῦ παντός! Διότι οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε ὅτι ὅπως ἀκριβῶς οἱ δαίμονες τρέφονται ἀπό τίς πονηρές μας πράξεις καί παίρνουν δύναμη ἐναντίον μας -ὅταν ὅμως ἐμεῖς ἀπέχουμε ἀπό τήν ἁμαρτία ὑποφέρουν ἀπό ἀσιτία καί χάνουν τή δύναμή τους- ἔτσι σκέπτομαι ὅτι τρέφεται ἀπό μᾶς, ἤ καί τό ἀντίθετο, παραμελεῖται καί πεινᾶ καί Ἐκεῖνος πού «ἐπτώχευσε» (Β’ Κορ. 8, 9) γιά τή σωτηρία μας.
Αὐτό μποροῦμε νά τό μάθουμε καί νά τό ψηλαφήσουμε καί στή ζωή τῶν Ἁγίων μας. Ἀλλά ἐπειδή ὁ ἀριθμός τους εἶναι μεγάλος καί ὑπερβαίνει τούς κόκκους τῆς ἄμμου, θά προσπεράσω ὅλους τούς ἄλλους καί θά σταθῶ στό βίο ἑνός Ἁγίου ἤ μιᾶς Ἁγίας γιά νά πληροφορήσω τήν ἀγάπη σας γιά τό θέμα αὐτό. Ξέρω ὅτι ἀκοῦτε τό βίο τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας πού δέν τόν διηγεῖται κανένας ἄλλος, ἀλλά ἐκείνη ἡ ἴδια ἡ ἰσάγγελος, ἡ ὁποία μᾶς κάνει γνωστή, σάν νά ἐξομολογεῖται, τή φτώχεια της μέ τά ἑξῆς λόγια: «Πολλές φορές δέν ἔπαιρνα μισθό ἀπό τούς ἐραστές μου, παρά μόνο τό μισθό τῆς ἁμαρτίας. Καί αὐτό δέν τό ἔκανα γιατί ἤμουν πλούσια, ἀφοῦ ἔγνεθα λινάρι γιά νά ζήσω, ἀλλά γιά νά μπορῶ νά ἔχω πιό πολλούς ἐραστές καί νά ἱκανοποιῶ σέ μεγαλύτερο βαθμό τό πάθος μου» (P.G. 87, 3709D, 3712A καί B). Ὅταν δέ πήγαινε στά Ἱεροσόλυμα καί πῆγε νά ἐπιβιβασθεῖ στό πλοῖο ἦταν τόσο φτωχή πού δέν εἶχε οὔτε τά ναῦλα, οὔτε τά ἔξοδα γιά τό ταξίδι. Μετά ὅμως τήν ἀφιέρωσή της στήν Πανάμωμο Θεοτόκο, ἀναχώρησε γιά τήν ἔρημο. Καί μέ δυό νομίσματα πού τῆς ἔδωσε κάποιος ἀγόρασε ψωμί καί μέ αὐτά τά ἐφόδια πέρασε τόν Ἰορδάνη, ἔζησε μέ καρτερία στήν ἔρημο μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της, χωρίς νά δεῖ πρόσωπο ἀνθρώπου, παρά μόνο τόν ἅγιο Ζωσιμᾶ, καί χωρίς βέβαια νά θρέψει κάποιο πεινασμένο φτωχό ἤ χωρίς νά ξεδιψάσει κάποιο διψασμένο ἤ νά ντύσει κάποιο γυμνό ἤ νά ἐπισκεφθεῖ τούς φυλακισμένους ἤ νά φιλοξενήσει ξένους (Ματθ. 25, 35-38).
 Τό ἀντίθετο μάλιστα, καί παρέσυρε πολλούς στό βάραθρο τῆς ἀπώλειας μέ τό νά τούς δέχεται στό καταγώγιο τῆς ἁμαρτίας. Πές μου λοιπόν πῶς θά σωθεῖ καί πῶς θά εἰσέλθει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν μαζί μέ τούς ἐλεήμονες αὐτή πού οὔτε πλούτη ἐγκατέλειψε, οὔτε περιουσία μοίρασε στούς φτωχούς (Ματθ. 19, 21), οὔτε ἔκανε ποτέ ἔστω κάποια ἐλεημοσύνη, ἀλλά μᾶλλον σέ μύριους ἀνθρώπους ἔγινε αἰτία καταστροφῆς; Ἀντιλαμβάνεσαι πώς ἄν ποῦμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται μόνο μέ χρήματα καί ὑλικά ἀγαθά καί πώς ὁ Χριστός τρέφεται ἀπό μᾶς μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἐλεημοσύνη καί πώς σώζονται μόνο ἐκεῖνοι πού Τόν τρέφουν, Τόν ποτίζουν καί γενικά Τόν ὑπηρετοῦν μέ αὐτό τόν τρόπο, ἐνῶ αὐτοί πού δέν τό κάνουν χάνονται, εἶναι πολύ παράδοξο. Διότι τότε θά διωχθοῦν ἀπό τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πολλοί Ἅγιοι! Ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό. Ὄχι, δέν εἶναι. Τά πράγματα καί καθετί πού ὑπάρχει στόν κόσμο εἶναι κοινά σέ ὅλους, ὅπως εἶναι δηλαδή τό φῶς καί ὁ ἀέρας πού ἀναπνέουμε, τό χορτάρι καί ἡ βοσκή πού ὑπάρχει στίς πεδιάδες καί στά βουνά γιά τά ἄλογα ζῶα.
Τά πάντα εἶναι κοινά γιά ὅλους, μποροῦν ὅλοι νά τά χρησιμοποιοῦν καί νά τά ἀπολαμβάνουν, ἀλλά δέν μποροῦν νά τά ἐξουσιάζουν. Ἡ πλεονεξία ὅμως μέ τούς δούλους καί τούς ὑπηρέτες της, σάν ἕνας τύραννος, μπῆκε στή ζωή μας καί μοίρασε ἐδῶ καί ἐκεῖ αὐτά πού δόθηκαν ἀπό κοινοῦ σέ ὅλους ἀπό τόν Δεσπότη Χριστό. Τά περιόρισε καί τά ἀσφάλισε μέ φράκτες καί πύργους, μέ κλειδαριές καί πόρτες καί ἔτσι στέρησε ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους τήν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς χάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας μάλιστα ἡ ἀδιάντροπη πώς ὅλα αὐτά ἀνήκουν στήν ἐξουσία της καί ὑποστηρίζοντας μέ πάθος πώς δέν ἀδικεῖ ἀπολύτως κανέναν! Οἱ ἀκόλουθοι ὅμως καί οἱ δοῦλοι τῆς τυράννου αὐτῆς πού λέγεται πλεονεξία, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἄλλου, δέν ἔγιναν μόνο κυρίαρχοι τῶν κοινῶν ὑπαρχόντων, ἀλλά καί πονηροί δοῦλοι καί κακοί φύλακες.
Πῶς λοιπόν αὐτοί, ἔστω καί ἄν ἀπό φόβο γιά τήν ἀπειλή τῶν κολάσεων ἤ ἀπό τήν ἐλπίδα πώς θά λάβουν ἑκατονταπλάσια ἤ ἐπειδή, τέλος πάντων, κάμφθηκαν ἀπό τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων τους, ἄν δώσουν λίγα ἀπ’ αὐτά τά ἀγαθά, ἤ καί ὅλα, σέ ἐκείνους πού μέχρι τότε ἦταν παραμελημένοι μέσα στή φτώχεια καί στή στέρηση, θά θεωρηθοῦν ἐλεήμονες, διότι ἔθρεψαν τόν Χριστό ἤ ἔκαναν μιά πράξη γιά τήν ὁποία πρέπει νά ἀμειφθοῦν; Ὄχι, δέν εἶναι δυνατόν, ἀλλά, ὅπως εἶπα, ἔχουν χρέος καί νά μετανοοῦν μέχρι τό τέλος τῆ ζωῆς τους γιά ὅλα ὅσα ἐπί χρόνια εἶχαν στήν κατοχή τους καί στέρησαν τούς ἀδελφούς τους ἀπό τήν ἀπόλαυσή τους. Πῶς ὅμως ἐμεῖς πού ἔχουμε διαλέξει τή ζωή τῆς πτωχείας -ὅπως ὁ Χριστός «ἐπτώχευσε» γιά χάρη μας ἐνῶ ἦταν πλούσιος- μέ τό νά ἐλεοῦμε τούς ἑαυτούς μας θεωροῦμε ὅτι ἐλεοῦμε Αὐτόν πού ἔγινε ὅμοιος μέ μᾶς; Σκέψου καλά αὐτό πού σοῦ λέω: Ἔγινε γιά σένα ὁ Θεός ἄνθρωπος φτωχός! Ὀφείλεις λοιπόν καί σύ πού πιστεύεις σ’ Αὐτόν νά γίνεις ὅμοιος μέ Ἑκεῖνον, φτωχός. Ἐκεῖνος «ἐπτώχευσε», ἔγινε φτωχός κατά τήν ἀνθρωπότητα καί σύ εἶσαι φτωχός κατά τή θεότητα. Σκέψου λοιπόν πῶς θά Τόν θρέψεις, ἐξέτασε μέ ἀκρίβεια. «Ἐπτώχευσε Ἐκεῖνος γιά νά πλουτίσεις ἐσύ» (Β’ Κορ. 8, 9), «γιά νά σοῦ μεταδώσει τόν πλοῦτο τῆς Χάριτός Του» Ἐφεσ.1, 7. 2, 7).
Γι’ αὐτό τό λόγο προσέλαβε σάρκα. Ἀκριβῶς γιά νά μπορεῖς ἐσύ νά γίνεις μέτοχος στή θεότητά Του. Ὅταν λοιπόν ἑτοιμάσεις τόν ἑαυτό σου γιά τήν ὑποδοχή Ἐκείνου, τότε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι Τόν ὑποδέχεσαι. Ὅταν δηλαδή πεινᾶς καί διψᾶς γιά Ἐκεῖνον, αὐτό λογίζεται τροφή καί ποτό γι‹ Αὐτόν. Πῶς; Ἐπειδή μέ τήν πτωχεία καί τά παρόμοια ἔργα καί τίς πράξεις σου καθαρίζεις τήν ψυχή σου καί ἀπαλλάσσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τή φθορά καί τό μολυσμό τῶν παθῶν. Καί ὁ Χριστός πού σέ προσέλαβε στόν ἑαυτό Του καί ἔτσι ἔκανε δικά Του ὅλα τά δικά σου καί ἐπιθυμεῖ διακαῶς νά σέ κάνει θεό “κατά χάριν”, ὅπως Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, αὐτά πού κάνεις ἐσύ στόν ἑαυτό σου τά θεωρεῖ παθήματα δικά Του καί λέει: «Ὅ,τι ἔκανες στήν ταπεινή ψυχή σου, σέ μένα τό ἔκανες» (πρβλ. Ματθ. 25, 40). Διότι, πράγματι, μέ ποιά ἄλλα ἔργα εὐαρέστησαν τόν Θεό ἐκεῖνοι πού ἔζησαν στά σπήλαια καί στά ὄρη; Ὁπωσδήποτε μέ τίποτε ἄλλο παρά μέ τή μετάνοια, τήν ἀγάπη καί τήν πίστη, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν ὅλο τόν κόσμο καί ἀκολούθησαν Αὐτόν μόνο.
Μέ τή μετάνοια καί τά δάκρυα Τόν ὑποδέχτηκαν καί Τόν φιλοξένησαν, ἀλλά καί Τόν ἔθρεψαν καί τόν ξεδίψασαν. Ἄλλωστε ἔτσι δέν ζοῦν ὅλοι ὅσοι γίνονται μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα υἱοί τοῦ Θεοῦ, πού γιά τόν κόσμο ὅμως εἶναι ἀσήμαντοι καί φτωχοί; Ἐκεῖνοι πού ἔνιωσαν μέσα στήν ψυχή τους καί συνειδητοποίησαν ὅτι ἔγιναν υἱοί Θεοῦ, δέν ἀνέχονται νά καλλωπίζονται μέ φθαρτά στολίδια, διότι ἔχουν ἐνδυθεῖ τόν Χριστό (Γαλ. 3, 27). Ἀλήθεια, ποιός ἄνθρωπος στολισμένος μέ βασιλική πορφύρα θά καταδεχθεῖ ποτέ νά βάλει πάνω ἀπ’ αὐτή ἕνα λερωμένο καί σχισμένο χιτώνα; Ὅσοι λοιπόν δέν ἔχουν κάνει αὐτή τή συνειδητοποίηση καί εἶναι γυμνοί ἀπό τό βασιλικό ἔνδυμα, ἀγωνίζονται ὅμως μέ τή μετάνοια καί μέ τίς ἄλλες, ὅπως εἴπαμε, ἀγαθοεργίες τους νά ἐνδυθοῦν τόν Χριστό, αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι πού “ἐνδύουν τόν Χριστό”. Διότι εἶναι καί αὐτοί Χριστοί, ἐφόσον ἔγιναν υἱοί Θεοῦ μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἄν τώρα δέν τό κάνουν αὐτό, ἀλλά ντύνουν ὅλους τούς γυμνούς τοῦ κόσμου, ἐγκαταλείπουν ὅμως τούς ἑαυτούς τους γυμνούς, ποιό εἶναι τό ὄφελός τους; Ἔπειτα ἕνα ἄλλο: Ὀνομαζόμαστε ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ ὅσοι βαπτιστήκαμε «εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19). Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἐπιπλέον εἴμαστε καί μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Σάν ἀδελφός λοιπόν καί μέλος τοῦ Χριστοῦ, ἄν τιμήσεις, φιλοξενήσεις, ὑπηρετήσεις ὅλους τούς ἄλλους, παραβλέψεις ὅμως τόν ἑαυτό σου καί δέν ἀγωνισθεῖς μέ ὅλη σου τή δύναμη νά φτάσεις στήν τελειότητα τῆς κατά Θεό πολιτείας καί τιμῆς, ἄν δηλαδή λόγω τῆς γαστριμαργίας καί τῆς φιληδονίας ἐγκαταλείψεις στό λιμό τῆς ὀκνηρίας ἤ στή δίψα τῆς ραθυμίας ἤ στήν ἀσφυκτική φυλακή τοῦ ρυπαροῦ σώματος τήν ψυχή σου ἀκάθαρτη, ἄθλια, πεσμένη σέ βαθύτατο σκοτάδι, σάν νεκρή, τότε δέν καταφρόνησες τόν ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ; Δέν τόν ἐγκατέλειψες στήν πείνα καί στή δίψα Του; Τόν ἐπισκέφθηκες ὅταν ἦταν στή φυλακή; (Ματθ. 25, 42-43).
Γι’ αὐτό τό λόγο λοιπόν θά ἀκούσεις: «Ἐπειδή δέν ἐλέησες τόν ἑαυτό σου, δέν θά ἐλεηθεῖς καί σύ». Ἄν τώρα κάποιος φέρει τό ἑξῆς ἐπιχείρημα: Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι τά πράγματα καί δέν θά λάβουμε μισθό γιά ὅσα πράγματα δίνουμε, τότε ποιός ὁ λόγος νά ἐλεοῦμε τούς φτωχούς; Ἄς ἀκούσει Αὐτόν πού πρόκειται νά τόν κρίνει καί νά ἀποδώσει στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του (Ρωμ. 14, 10), νά τοῦ λέει κατά κάποιο τρόπο τά ἑξῆς: Ἀνόητε καί ἀπερίσκεπτε, τί ἔφερες ἐσύ στόν κόσμο ἤ τί δημιούργησες ἀπό ὅσα βλέπεις σέ τούτη τή κτίση; Δέν βγῆκες ἀπό τήν κοιλιά τῆς Μάννας σου γυμνός καί δέν θά φύγεις ἀπό τή ζωή καί πάλι γυμνός καί δέν θά παρουσιαστεῖς μπροστά στό κριτήριό μου ἀπογυμνωμένος ἀπό τίς ἀρετές; (Ρωμ. 14, 10).
Γιά ποιά πράγματα ἀπαιτεῖς μισθούς καί ἀμοιβές; Καί μέ ποιά δικά σου ἀγαθά, λές ὅτι ἐλεεῖς τούς ἀδελφούς σου καί μέσω τῶν ἀδελφῶν σου, Ἐμένα, ὁ Ὁποῖος τά παρέθεσα ὅλα αὐτά κοινά, ὄχι μόνο σέ σένα, ἀλλά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους; Ἤ μήπως νομίζεις ὅτι ἔχω ἀνάγκη ἀπό κάτι καί φαντάζεσαι ὅτι θά μέ δωροδοκήσεις κι Ἐμένα ὅπως δωροδοκεῖς τούς φιλάργυρους δικαστές τῶν ἀνθρώπων; Διότι εἶναι δυνατόν νά περάσει κάτι τέτοιο ἀπό τό ἀνόητο μυαλό σου. Καθόλου λοιπόν δέν τά νομοθετῶ αὐτά, ἐπειδή ἐπιθυμῶ κάποια ἀγαθά, ἀλλά γιά νά σᾶς ἐλεήσω. Οὔτε τό κάνω ἐπειδή ἔχω τήν ἐπιθυμία νά οἰκειοποιηθῶ τά δικά σας (Β’ Κορ. 12, 14), ἀλλά ἐπειδή θέλω νά σᾶς ἀπαλλάξω ἀπό τίς διαβρωτικές παρενέργειες ὅλων αὐτῶν.
Γι’ αὐτό καί γιά κανέναν ἄλλο λόγο. Ἀλλά μή νομίζεις, ἀδελφέ, ὅτι ὁ Θεός στερεῖται καί δέν μπορεῖ νά θρέψει τούς φτωχούς καί γι’ αὐτό μᾶς προτρέπει νά ἐλεοῦμε τούς ἀδελφούς μας καί νά θεωροῦμε σημαντική αὐτή τήν ἐντολή. Μή γένοιτο! Ἀλλά αὐτό πού ἐπινόησε ὁ διάβολος μέ τήν πλεονεξία γιά νά μᾶς καταστρέψει, αὐτό ὁ Χριστός τό οἰκονόμησε καί τό ἔστρεψε μέ τήν ἐλεημοσύνη, ὥστε νά γίνεται αἰτία τῆς σωτηρίας μας. Τί θέλω νά πῶ; Μᾶς ὑπέβαλε τήν ἐπιθυμία ὁ διάβολος νά οἰκειοποιηθοῦμε καί νά ἀποθησαυρίσουμε ὅλα ἐκεῖνα πού δημιούργησε ὁ Θεός γιά κοινή χρήση. Καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά μᾶς προσάψει μέ τήν πλεονεξία δύο κατηγορίες καί νά μᾶς καταστήσει ὑπόδικους γιά τήν αἰώνια κόλαση καί καταδίκη. Ἡ μία εἶναι ὅτι εἴμαστε ἀνελεήμονες καί ἡ ἄλλη ὅτι ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας στά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά καί ὄχι στό Θεό. Διότι αὐτός πού ἔχει ἀποθησαυρισμένα πολλά χρήματα, δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν ἐλπίδα του στόν Θεό. Καί αὐτό εἶναι φανερό ἀπό ὅσα μᾶς εἶπε ὁ Χριστός καί Θεός: «Ὅπου», λέει «εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι προσκολλημένη καί ἡ καρδιά σας» (Λουκ. 12, 34). Ἐκεῖνος λοιπόν πού διαμοιράζει ἀπό τά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά του σέ ὅλους, δέν τοῦ ὀφείλει κανένας μισθό γι’ αὐτά. Ἀντίθετα μάλιστα, εἶναι καί ἔνοχος γιατί μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα τά στέρησε ἄδικα ἀπό τούς ἄλλους.
Ἐπιπλέον εἶναι καί ὑπεύθυνος γιά ὅλους αὐτούς πού κατά καιρούς ἔχασαν τή ζωή τους ἀπό τήν πείνα καί τή δίψα. Αὐτούς, ἐνῶ μποροῦσε νά τούς θρέψει, δέν τούς ἔθρεψε, ἀλλά καταχώνιασε τό μερίδιό τους καί τούς ἄφησε νά πεθάνουν βάναυσα ἀπό τό κρύο καί τήν πείνα. Καί ἔτσι ἀποδείχτηκε φονιάς τόσων ἀνθρώπων, ὅσων μποροῦσε νά θρέψει γιά νά ζήσουν καί νά μήν πεθάνουν. Ὁ ἀγαθός λοιπόν καί εὔσπλαγχνος Δεσπότης μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν εὐθύνη καί τήν καταδίκη γιά ὅλες αὐτές τίς κατηγορίες, δέν θεωρεῖ ὅτι κατέχουμε ξένα ἀγαθά, ἀλλά δικά μας, καί ὑπόσχεται σέ ὅσους ἀπό μᾶς διαμοιράζουμε στούς ἀδελφούς μας, μέ χαρά καί ἱλαρότητα τά ἀγαθά αὐτά (Μάρκ. 10, 30), νά χαρίσει ὄχι μόνο δεκαπλάσια, ἀλλά ἑκατονταπλάσια.
Καί ὅταν λέει «μέ ἱλαρότητα» (Ρωμ. 12, 8) ἐννοεῖ νά μή θεωρεῖ κανείς δικά του αὐτά τά ἀγαθά, ἀλλά ὅτι τοῦ τά ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀδελφῶν του, πού εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί αὐτός, καί νά τά σκορπίζει καί νά τά διαδίδει μέ ἀφθονία, μέ χαρά καί μεγαλοψυχία καί ὄχι μέ λύπη καί ἐξαναγκασμό (Β’ Κορ.9, 7). Δηλαδή ἱλαρότητα εἶναι τό νά παραδώσουμε τά ἀποθησαυρισμένα ἀγαθά μας μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀληθινῆς ὑποσχέσεως πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, ὅτι θά μᾶς δώσει μισθό γι’ αὐτό ἑκατονταπλάσιο. Καί τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός ἐπειδή γνώριζε ὅτι ὅλοι κυριευόμαστε καί αἰχμαλωτιζόμαστε ἐντελῶς ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς περιουσίας καί τή μανία τοῦ πλούτου καί δύσκολα μᾶς ξεκολλάει κανείς ἀπ’ αὐτά καί ὅτι αὐτοί τελικά πού τά ἀποστεροῦνται χάνουν καί τό ἐνδιαφέρον καί τήν ἐπιθυμία γιά τήν ἴδια τους τή ζωή (Ἰωνᾶ 4, 8). Γι‹ αὐτό μεταχειρίστηκε τό κατάλληλο φάρμακο. Μᾶς ὑποσχέθηκε δηλαδή ὅτι θά μᾶς δώσει ἑκατονταπλάσια ἀμοιβή. Καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει πρῶτα ἀπό τήν καταδίκη τῆς πλεονεξίας γι‹ αὐτά, ἔπειτα νά παύσουμε νά ἔχουμε σέ αὐτά τήν πεποίθηση καί τήν ἐλπίδα μας, ὥστε νά ἐλευθερωθοῦν οἱ καρδιές μας ἀπό τά δεσμά αὐτά. Καί ἔτσι ἐλεύθεροι πιά νά κάνουμε πράξη τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί νά Τόν ὑπηρετήσουμε μέ φόβο καί τρόμο (Ψαλμ. 2, 11), ὄχι μέ τό βίωμα ὅτι κάνουμε κάτι γιά χάρη Του, ἀλλά ὅτι ἐμεῖς εὐεργετούμαστε μέ τήν ὑποταγή στίς ἐντολές Του. Διαφορετικά δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε. Παράδειγμα.
Τούς πλούσιους τούς προέτρεψε νά ἐγκαταλείψουν τά πλούτη τους, ἐπειδή εἶναι φορτίο καί ἐμπόδιο γιά τήν κατά Θεό ζωή, καί ἔπειτα νά σηκώσουν τό σταυρό στούς ὤμους τους καί νά ἀκολουθήσουν τά ἴχνη τοῦ Δεσπότου (Ματθ. 10, 38). Διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νά κάνουν καί τά δύο αὐτά πράγματα μαζί. Αὐτοί βέβαια πού δέν εἶναι πλούσιοι καί ζοῦν μέ ὀλιγάρκεια ἤ περνοῦν τή ζωή τους μέσα στήν ἐγκράτεια καί στή στέρηση, δέν ἔχουν τίποτε νά τούς ἐμποδίσει, ἄν θέλουν νά βαδίσουν τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό (Ματθ. 7, 14). Οἱ πρῶτοι, οἱ πλούσιοι, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό καλή προαίρεση γιά νά τό ἐπιτύχουν, ἐνῶ οἱ δεύτεροι, ὅσοι ζοῦν μέ ἐγκράτεια, περπατοῦν ἤδη σέ αὐτή τήν ὁδό. Γιά τό λόγο αὐτό ὀφείλουν νά περνοῦν τή ζωή τους μέ ὑπομονή καί δοξολογία. Καί ὁ Θεός πού εἶναι δίκαιος, σέ αὐτούς πού πορεύονται μέ αὐτό τόν τρόπο πρός τήν αἰώνια ζωή καί ἀπόλαυση, θά τούς ἑτοιμάσει ἐκεῖ τόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς τους.
Τό νά δώσει ὅμως κανείς ὅλη τήν περιουσία καί τά ἀγαθά του, καί νά μήν ἀγωνίζεται μέ ἀνδρεία στούς πειρασμούς καί στίς θλίψεις, αὐτό εἶναι, νομίζω, χαρακτηριστικό ἀμελοῦς ψυχῆς πού δέν γνωρίζει ποῦ στοχεύει ὁ ἀγώνας αὐτός. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ὁ χρυσός, ὅταν σκουριάσει σέ βάθος, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά καθαριστεῖ καλά καί νά ἐπανέλθει στή λαμπρότητά του, παρά μόνο ἄν ξαναλιώσει στή φωτιά καί σφυροκοπηθεῖ πολλές φορές, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού διαβρώθηκε ἀπό τόν ἰό τῆς ἁμαρτίας καί ἐξαχρειώθηκε μέχρι τά μύχια της, δέν μπορεῖ μέ ἄλλο τρόπο νά καθαριστεῖ καί νά ἐπανέλθει στό ἀρχαῖο κάλλος της, παρά μόνο ἄν πέσει σέ πολλούς πειρασμούς καί μπεῖ μέσα στό χωνευτήρι τῶν θλίψεων (Σοφ. Σολ. 3, 6). Ἄλλωστε αὐτό δηλώνει καί ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πού λέει: «Πούλησε τά ὑπάρχοντά σου, δός τα στούς φτωχούς» (Ματθ. 19, 21) «σήκωσε τό σταυρό σου καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21. 16, 24), ἐννοώντας μέ τό σταυρό, τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις. Τίποτε λοιπόν δέν θά κερδίσουν μόνο ἀπό τήν περιφρόνηση καί ἀπόταξη τῶν χρημάτων καί τῆς περιουσίας τους ὅσοι τά ἐγκαταλείπουν αὐτά καί στρέφονται πρός τή μοναστική ζωή, ἄν δέν ὑπομείνουν μέχρι τέλους τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις καί τούς “κατά Θεόν” κόπους καί στερήσεις (Β’ Κορ. 7, 10). Διότι ὁ Χριστός δέν εἶπε «μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς περιουσίας σας θά κερδίσετε τήν ψυχή σας, ἀλλά μέ τήν ὑπομονή σας» (Λουκ. 21, 19).
Βέβαια εἶναι φανερό ὅτι εἶναι καλή καί ὠφέλιμη ἡ διανομή τῶν χρημάτων καί τῶν ὑπαρχόντων καί ἡ φυγή ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά δέν μπορεῖ αὐτή καθεαυτή ἀπό μόνη της ἡ φυγή καί ἡ ἀπόταξη νά συστήσει τόν “κατά Θεόν” τέλειο ἄνθρωπο, χωρίς τήν ὑπομονή στούς πειρασμούς. Γιά νά βεβαιωθεῖς ὅτι ἔχουν ἔτσι τά πράγματα καί ὅτι αὐτό ἀρέσει στό Θεό, ἄκουσε τόν Ἴδιο πού λέει: «Ἄν θέλεις», λέει, «νά εἶσαι τέλειος,πούλησε τά ὑπάρχοντά σου μοίρασέ τα στούς φτωχούς, σήκωσε τό σταυρό σου καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21. 16, 14), ὑπονοώντας, ὅπως εἴπαμε, μέ τό σταυρό, τούς πειρασμούς, τήν ὑπομονή καί τή θλίψη. Ἐπειδή, πράγματι, ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν “κερδίζεται μέ βία καί οἱ βιαστές τήν ἁρπάζουν” (Ματθ. 11, 12), καί δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος γιά τούς πιστούς νά εἰσέλθουν σέ αὐτή, παρά μόνο διά τῆς στενῆς πύλης τῶν πειρασμῶν καί τῶν θλίψεων. Δικαίως ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς παραγγέλλει: «Ἀγωνίζεσθε», λέει, «νά εἰσέλθετε διά τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. 13, 24). Καί ἀκόμη: «Πρέπει νά περάσουμε πολλές θλίψεις γιά νά εἰσέλθουμε στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Πράξ. 14, 22). Ἐκεῖνος λοιπόν πού διαμοιράζει τά ὑπάρχοντά του στούς φτωχούς καί ἀναχωρεῖ ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό τά πράγματα τοῦ κόσμου μέ τήν ἐλπίδα πώς θά λάβει μισθό, αὐτός αἰσθάνεται πολύ ἥσυχη τή συνείδησή του, ἀλλά καμμιά φορά ἀπό τήν κενοδοξία χάνει τό μισθό καί τήν ἀμοιβή. Αὐτός ὅμως πού, μετά τή διανομή τῶν ὑπαρχόντων του στούς φτωχούς, ὑπομένει τίς θλίψεις μέ εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία καί ἀντέχει στίς συμφορές, αἰσθάνεται βέβαια ἔντονα ὀδυνηρούς πόνους στήν καρδιά του, ἀλλά διατηρεῖ τό λογισμό του καθαρό, καί στό μέλλον θά ἔχει μεγάλο μισθό, διότι μιμήθηκε τά πάθη τοῦ Χριστοῦ καί ὑπέμεινε μέ καρτερία τούς διάφορους πειρασμούς καί τίς θλίψεις.
Γι’ αὐτό σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, ἄς φροντίσουμε, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἀπαρνηθήκαμε τόν κόσμο, νά εἰσέλθουμε διά τῆς στενῆς πύλης πού εἶναι ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί ἡ ἀποφυγή τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. Διότι χωρίς νά νεκρώσουμε τή σάρκα καί τίς ἐπιθυμίες της δέν εἶναι δυνατόν νά φτάσουμε στήν ἄνεση καί στήν ἀπαλλαγή ἀπό τά κακά καί στήν ἐλευθερία πού γεννᾶται σέ μᾶς ἀπό τήν παράκληση καί τήν παρηγορία πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί χωρίς τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς δέν θά δεῖ τόν Θεό οὔτε σ’ αὐτό τόν αἰώνα, οὔτε στό μέλλοντα. Ὅτι βέβαια ἔκανες πολύ καλό ἔργο, πού σκόρπισες ὅλα σου τά ὑπάρχοντα στούς φτωχούς, χωρίς νά ἀφήσεις τίποτε γιά τόν ἑαυτό σου ὅπως ὁ Ἀνανίας (Πράξ. 5, 1-5), καί ἐπιπλέον ἀπαρνήθηκες τόν κόσμο (Α’ Ἰωάν. 2, 15) καί τά τοῦ κόσμου καί ἐγκατέλειψες τό βίο καί τίς μέριμνές του καί ἔσπευσες στό λιμάνι τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί φόρεσες τό ἔνδυμα τοῦ μοναχοῦ, συμφωνῶ καί ἐγώ καί σέ ἐπαινῶ γιά τό ἔργο σου αὐτό. Πρέπει ὅμως νά ξεντυθεῖς καί τό φρόνημα τῆς σαρκός (Ρωμ. 8, 67), ὅπως ξεντύθηκες τά ἐνδύματα, καί νά ἀποκτήσεις τέτοιο ἦθος καί τέτοιο φρόνημα, ἀνάλογο μέ τή στολή πού ἐνδύθηκες. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί τό φωτεινό χιτώνα νά φορέσεις διά τῆς μετανοίας πού εἶναι Αὐτό τό Ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό δέν θά τό ἐπιτύχεις μέ ἄλλο τρόπο, παρά μόνο μέ τήν ἐπίμονη ἐργασία τῶν ἀρετῶν καί τήν ὑπομονή στίς θλίψεις. Διότι ὅταν θλίβεται ἡ ψυχή, μέ τήν πίεση τῶν πειρασμῶν, χύνει δάκρυα καί τά δάκρυα καθαρίζουν τήν καρδιά καί τήν καθιστοῦν ναό καί κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δέν εἶναι λοιπόν ἀρκετό γιά τή σωτηρία μας μόνο ἡ περιβολή τοῦ σχήματος καί ὁ ἐξωτερικός στολισμός τοῦ σώματος. Ἀλλά ἔχουμε χρέος ὅπως ἀκριβῶς τόν ἐξωτερικό ἔτσι καί τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο νά τόν στολίσουμε μέ τόν στολισμό τοῦ Πνεύματος καί νά θυσιάσουμε ὁλοκληρωτικά τούς ἑαυτούς μας στόν Θεό, “ψυχῇ τε καί σώματι”. Πρέπει μέ τή σωματική ἄσκηση νά ἀσκοῦμε τό σῶμα στούς κόπους τῆς ἀρετῆς, ἔτσι ὥστε νά συνηθίζει στά “κατά Θεόν” λυπηρά. Νά σηκώνει δηλαδή γενναῖα τή θλίψη τῆς νηστείας, τή βία τῆς ἐγκράτειας, τήν ἔνταση τῆς ἀγρυπνίας καί ὅλη τή σωματική κακοπάθεια. Μέ τήν «εὐσέβεια» δέ πού ἐμπνέει τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά παιδαγωγοῦμε τήν ψυχή ὥστε νά φρονεῖ αὐτά πού πρέπει. Νά φρονεῖ καί νά μελετᾶ πάντοτε τήν αἰώνια ζωή. Νά εἶναι ταπεινή, πραεῖα, κατανυκτική. Νά πενθεῖ καθημερινά, νά μετέχει μέ τήν προσευχή στό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλα αὐτά συνήθως ἔρχονται στήν ψυχή μέ τή θερμή καί ὁλοκληρωτική μετάνοια. Ὅταν αὐτή καθαρίζεται μέ πολλά δάκρυα, χωρίς τά ὁποῖα δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀποκτήσει λαμπρό χιτώνα οὔτε νά ἀναχθεῖ σέ ὕψος πνευματικῆς θεωρίας. Ὅπως δηλαδή ἕνα ροῦχο, πού ἔχει καταλερωθεῖ ἀπό λάσπη καί ἀκαθαρσία, δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά καθαριστεῖ, παρά μόνο ἄν τοῦ ρίξουμε πολύ νερό καί τό χτυπήσουμε δυνατά, ἔτσι καί ὁ χιτώνας τῆς ψυχῆς πού μολύνθηκε ἀπό τό βοῦρκο καί τήν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν.
Δέν μπορεῖ αὐτός νά καθαριστεῖ ἀπό τό ρύπο τῆς ἁμαρτίας, παρά μόνο μέ πολλά δάκρυα καί ὑπομονή στούς πειρασμούς καί στίς θλίψεις. Διότι δύο εἶναι σέ μᾶς οἱ ρεύσεις τοῦ σώματος. Ἡ μιά εἶναι ἄνωθεν, τά δάκρυα πού τρέχουν ἀπό τά μάτια, καί ἡ ἄλλη προέρχεται ἀπό τίς γεννητικές δυνάμεις. Ἡ ρεύση τῶν γεννητικῶν δυνάμεων μολύνει τήν ψυχή ὅταν ἐκρέει παρά φύση καί παρανόμως. Τά δάκρυα ὅμως καθαρίζουν τήν ψυχή ὅταν βέβαια προέρχονται ἀπό τή μετάνοια. Πρέπει λοιπόν ὅσοι ἔχουν μολύνει τήν ψυχή τους μέ ἐφάμαρτες πράξεις ἤ ὅσοι ἀπό τήν ἐμπαθή κίνηση τῆς καρδιᾶς χάραξαν μέσα στό νοῦ τους ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες, νά καθαριστοῦν μέ πολλά δάκρυα γιά νά καταστήσουν τό χιτώνα τῆς ψυχῆς τους καθάριο καί λαμπερό. Διότι εἶναι ἀδύνατον νά δοῦν τόν Θεό, τό Φῶς Αὐτό πού φωτίζει τήν καρδιά κάθε ἀνθρώπου, τό Ὁποῖο ἔρχεται στόν ἄνθρωπο μέ τή μετάνοια, ἀφοῦ τόν Θεό ἀξιώνονται νά τόν δοῦν μόνο αὐτοί πού ἔχουν καθαρή τήν καρδιά.
Ἄς φροντίσουμε λοιπόν, πατέρες μου, ἀδελφοί καί τέκνα, νά ἔχουμε καθαρή τήν καρδιά, μέ τό προσεκτικό ἦθος καί τή συνεχή ἐξομολόγηση τῶν κρυφῶν μας λογισμῶν. Διότι ἡ συνεχής καί καθημερινή ἐξομολόγηση, ἐπειδή προέρχεται ἀπό καρδιά συντετριμένη, ὁδηγεῖ στή μετάνοια γιά ὅσα ἔχουμε πράξει ἤ ἁπλῶς λογιστήκαμε. Ἡ μετάνοια μέ τή σειρά της κινεῖ τά δάκρυα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς καί αὐτά καθαρίζουν τήν καρδιά καί ἐξαλείφουν μεγάλες ἁμαρτίες. Καί ὅταν ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες μέ τά δάκρυα, τότε ἡ ψυχή αἰσθάνεται μεγάλη παρηγορία ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε διαποτίζεται συνέχεια μέ δάκρυα γλυκύτατης κατάνυξης, ἀπό τά ὁποῖα τρέφεται νοητῶς κάθε ἡμέρα καί καλλιεργεῖ τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Καί στόν κατάλληλο καιρό, σάν πολύσπορο σιτάρι, παραδίδει τούς καρπούς αὐτούς γιά τροφή ἀτελεύτητη τῆς ψυχῆς, γιά ζωή αἰώνια καί ἄφθαρτη.
Ὅταν φθάσει λοιπόν σ’ αὐτή τήν κατάσταση μέ σπουδή καί προσοχή ἡ ψυχή, εἶναι πιά οἰκεία στόν Θεό καί γίνεται κατοικητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀξιώνεται νά βλέπει καθαρά τόν Ποιητή της καί Θεό (μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς Θείας Χάριτος) καί νά συνομιλεῖ μαζί Του καθημερινά. Τότε ἐξέρχεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα καί ἀνέρχεται στούς οὐρανούς τῶν οὐρανῶν (Ψαλμ. 148, 4), καί, ἀνάλαφρη ἀπό τίς ἀρετές καί τίς πτέρυγες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καταπαύει “μετά πάντων τῶν Ἁγίων”. Ἐλεύθερη ἀπό τούς κόπους εἰσέρχεται μέσα στό ἄπειρο καί Θεῖο Φῶς, ὅπου συγχορεύουν καί συνδοξολογοῦν τά τάγματα τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καί ὅλων τῶν ἀγγελικῶν Δυνάμεων. Σ’ αὐτή τήν κατάσταση ἄς ἔλθουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί ἐν Χριστῷ, γιά νά μήν ὑστερήσουμε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας, ἀλλά μέ τόν ζῆλο γιά τό καλό καί τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, νά φθάσουμε σέ μέτρα πνευματικῆς ὡριμότητας, «εἰς ἄνδρα τέλειον» (Ἐφεσ. 4, 13). Δέν ὑπάρχει κανένα ἐμπόδιο, ἀρκεῖ μόνο νά θελήσουμε. Ἔτσι καί τόν Θεό θά δοξάσουμε μέσα στήν καρδιά μας καί ὁ Θεός θά εὐφρανθεῖ ἀπό μᾶς.
Ἔτσι θά Τόν βροῦμε τήν ὥρα τῆς ἀναχώρησής μας ἀπό τήν παροῦσα ζωή, νά μᾶς ὑποδέχεται σάν μέγας κόλπος τοῦ Ἀβραάμ καί νά μᾶς περιθάλπει στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτή τή Βασιλεία εἴθε νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τήν Χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Ἀναστεναγμοὶ τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς ...Ἅγιος Τύχων Ζαγκόρσκ


«Ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου τοῦ ἐξομολογήσασθαι τῷ ὀνόματί σου».
Ἰησοῦ Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με.
 Ἔλξε με γιά νά σὲ πλησιάσω. 
Εἶμαι κρατούμενος στή φυλακή,
Κύριε, καὶ μὲ περιβάλλει τὸ σκοτάδι. 
Εἶμαι δεμένος μὲ πολλὰ δεσμὰ σιδερένια καὶ δέν ἔχω ἀνακούφιση. 
Λύσε τὰ δεσμά μου, γιά νά ἐλευθερωθῶ. 
Διῶξε τὸ σκοτάδι, γιά νά δῶ τὸ Φῶς σου.
Ἐξάγαγε μὲ ἀπὸ τή φυλακή γιά νά σὲ πλησιάσω. 
Δῶσε μου τὰ ὦτα νά σὲ ἀκούω.
 Δῶσε μου τοὺς ὀφθαλμοὺς νά σὲ βλέπω. 
 Δῶσε μου τή γεύση νά σὲ γευτῶ.  
Δῶσε μου τὴν ὄσφρηση νά σὲ ὀσφραίνομαι. 
Δῶσε μου τὰ πόδια νά ἔρθω σ’ Ἐσένα. 
Δῶσε μου τὰ χείλη νά μιλάω γιά Σένα.
 Δῶσε μου τὴν καρδιά νά σὲ φοβᾶμαι καὶ νά σὲ ἀγαπῶ.
«Ὁδήγησόν με, Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου καὶ πορεύσομαι ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου».
 Ἐπειδὴ εἶσαι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή.
 Πάρε ἀπὸ μένα τὸ δικό μου καὶ δῶσε μου τὸ θέλημά σου, νά ποιῶ τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθό. 
Πάρε ἀπὸ μένα τὸ παλαιὸ καὶ δῶσε μου τὸ καινούργιο. 
Πάρε ἀπὸ μένα τὴν καρδιά τὴν πέτρινη καὶ δῶσε μου τὴν καρδιά τὴν σαρκίνη, πού θὰ σὲ ἀγαπάει, θὰ σὲ τιμάει, θὰ σὲ ἀκολουθεῖ.
Δῶσε μου ὀφθαλμὸ νά δῶ τὴν ταπείνωσή σου,γιά νά τὴν ἀκολουθήσω. 
Δῶσε  μου ὀφθαλμὸ νά δῶ τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπομονή σου, γιά νά τὶς ἀκολουθήσω. 
Πές λόγο καὶ θὰ γίνουν τά πάντα.
 Ἐπειδὴ ὁ λόγος σου  εἶναι  πράξη.

H ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων

Ἰωάννη Φουντούλη
Mποροῦμε νά ὀνομάσουμε χωρίς ὑπερβολή τή Λειτουργία αὐτή, μαζί μέ τά λειτουργικά χειρόγραφα, «Λειτουργία τῆς Μεγάλης Τεσσαρα-κοστῆς», γιατί πραγματικά ἀποτελεῖ τήν πιό χαρακτηριστική ἀκολουθία τῆς ἱερᾶς αὐτῆς περιόδου. Εἶναι δυστυχῶς ἀλήθεια ὅτι πολλοί ἀπό τούς χριστιανούς ἀγνοοῦν τελείως τήν ὕπαρξί της, ἤ τήν ξεύρουν μόνο ἀπό τό ὄνομα, ἤ καί ἐλάχιστες φορές τήν ἔχουν παρακολουθήσει. Δέν πρόκειται νά τούς μεμφθοῦμε γι᾿ αὐτό.
Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων τελεῖται σήμερα στούς ναούς μας τό πρωί τῶν καθημερινῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἡμερῶν δηλαδή ἐργασίμων, καί γι᾿ αὐτό λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού δέν δεσμεύονται κατά τίς ὧρες αὐτές ἀπό τά ἐπαγγέλματα ἤ τήν ὑπηρεσία των. Τά τελευταῖα χρόνια γίνεται μιά πολύ ἐπαινετή προσπάθεια ἀξιοποιήσεώς της. Σέ πολλούς ναούς τελεῖται κάθε Τετάρτη ἀπόγευμα, σέ ὧρες πού πολλοί, ἄν ὄχι ὅλοι οἱ πιστοί, ἔχουν τή δυνατότητα νά παρευρεθοῦν στήν τέλεσί της.
Τό ὄνομά της ἡ Λειτουργία αὐτή τό πῆρε ἀπό τήν ἴδια τή φύση της. Εἶναι στήν κυριολεξία Λειτουργία «προηγιασμένων δώρων». Δέν εἶναι δηλαδή λειτουργία ὅπως οἱ ἄλλες γνωστές λειτουργίες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, στίς ὁποῖες ἔχομε προσφορά καί καθαγιασμό Τιμίων Δώρων. Τά Δῶρα εἶναι καθαγιασμένα, προηγιασμένα, ἀπό ἄλλη Λειτουργία, πού ἐτελέσθη σέ ἄλλη ἡμέρα. Τά προηγιασμένα δῶρα προτίθενται κατά τήν λειτουργία τῶν Προηγιασμένων γιά νά κοινωνήσουν ἀπ᾿ αὐτά καί νά ἁγιασθοῦν οἱ πιστοί. Μέ ἄλλα λόγια ἡ λειτουργία τῶν προηγιασμένων εἶναι μετάληψις, κοινωνία.
Γιά νά κατανοήσουμε τήν γενεσιουργό αἰτία τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων πρέπει νά ἀνατρέξωμε στήν ἱστορία της. Οἱ ρίζες της βρίσκονται στήν ἀρχαιοτάτη πράξη τῆς ‘Εκκλησίας μας. Σήμερα ἔχομε τή συνήθεια νά κοινωνοῦμε κατά ἀραιά χρονικά διαστήματα. Στούς πρώτους ὅμως αἰῶνες τῆς ζωῆς τῆς ‘Εκκλησίας οἱ πιστοί κοινωνοῦσαν σέ κάθε Λειτουργία, καί μόνον ἐκεῖνοι πού εἶχαν ὑποπέσει σέ διάφορα σοβαρά ἁμαρτήματα ἀπεκλείοντο γιά ἕνα ὡρισμένο χρονικό διάστημα ἀπό τήν μετάληψη τῶν ἁγίων Μυστηρίων. Κοινωνοῦσαν δηλαδή οἱ πιστοί ἀπαραιτήτως κάθε Κυριακή καί κάθε Σάββατο καί ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος ὅσες φορές ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία, τακτικῶς ἤ ἐκτάκτως στίς ἑορτές πού ἐτύχαινε νά συμπέσουν ἐντός τῆς ἑβδομάδος. Ὁ Μέγας Βασίλειος μαρτυρεῖ ὅτι οἱ χριστιανοί τῆς ἐποχῆς του κοινωνοῦσαν τακτικῶς τέσσερες φορές τήν ἑβδομάδα, δηλαδή τήν Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο καί Κυριακή (ἐπιστολή 93). Ἄν πάλι δέν ἦτο δυνατόν νά τελεσθῇ ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος ἡ Θεία Λειτουργία, τότε οἰ πιστοί κρατοῦσαν μερίδες ἀπό τήν θεία κοινωνία τῆς Κυριακῆς καί κοινωνοῦσαν μόνοι τους ἐνδιαμέσως τῆς ἑβδομάδος. Τό ἔθιμο αὐτό τό ἐπιδοκιμάζει καί ὁ Μέγας Βασίλειος.
Στά Μοναστήρια καί ἰδιαίτερα στά ἐρημικά μέρη, ὅπου οἱ μοναχοί δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά παρευρεθοῦν σέ ἄλλες λειτουργίες ἐκτός τῆς Κυριακῆς, ἔκαμαν ὅ,τι καί οἱ κοσμικοί. Κρατοῦσαν δηλαδή ἁγιασμένες μερίδες ἀπό τήν Κυριακή ἤ τό Σάββατο καί κοινωνοῦσαν κατ᾿ ἰδίαν. Οἱ μοναχοί ὅμως ἀποτελοῦσαν μικρές ἤ μεγάλες ὁμάδες καί ὅλοι ἔπρεπε νά προσέλθουν καί νά κοινωνήσουν κατά τίς ἰδιωτικές αὐτές κοινωνίες. Ἔτσι ἀρχίζει νά διαμορφώνεται μία μικρά ἀκολουθία. Ὅλοι μαζί προσηύχοντο πρό τῆς κοινωνίας καί ὅλοι μαζί εὐχαριστοῦσαν τόν Θεό, πού τούς ἀξίωσε νά κοινωνήσουν. Ἄν ὑπῆρχε καί ἱερεύς, αὐτός τούς προσέφερε τήν θεία κοινωνία. Αὐτό ἐγίνετο μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ ἤ τῆς Θ’ ὥρας (3 μ.μ.), γιατί οἱ μοναχοί ἔτρωγαν συνήθως μιά φορά τήν ἡμέρα, μετά τόν ἑσπερινό. Σιγά -σιγά θέλησαν νά ἐντάξουν τήν κοινωνία τους αὐτή στά πλαίσια μιᾶς ἀκολουθίας, πού νά ὑπενθυμίζει τήν θεία λειτουργία.
Κατά τόν τρόπο αὐτόν διεμορφώθη ἡ ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν (δηλαδή κατά τόν τύπον τῆς Θείας Λειτουργίας), πρός τό τέλος τῆς ὁποίας κοινωνοῦσαν. Αὐτή εἶναι ἡ μητρική μορφή τῆς Προηγιασμένης.
Ἄς ἔλθωμε τώρα στήν Τεσσαρακοστή. Ἡ Θεία Λειτουργία κατά τήν περίοδο αὐτή ἐτελεῖτο μόνον κατά τά Σάββατα καί τίς Κυριακές. Παλαιό ἔθιμο ἐπικυρωμένο ἀπό ἐκκλησιαστικούς κανόνες ἀπηγόρευε τήν τέλεσι τῆς θείας λειτουργίας κατά τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, γιατί αὐτές ἦσαν ἡμέρες νηστείας καί πένθους. Ἡ τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας ἦταν κάτι τό ἀσυμβίβαστο πρός τόν χαρακτῆρα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν. Ἡ Λειτουργία εἶναι πασχάλιο μυστήριο, πού ἔχει ἔντονο τόν πανηγυρικό, τόν χαρμόσυνο, τόν ἐπινίκο χαρακτῆρα. Αὐτό ὅμως γεννοῦσε ἕνα πρόβλημα. Οἱ χριστιανοί ἔπρεπε νά κοινωνήσουν δύο φορές τοὐλάχιστον ἀκόμη κατά τήν ἑβδομάδα, τό ὀλιγώτερο δηλαδή κατά τίς ἐνδιάμεσες ἡμέρες, τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, πού μνημονεύει καί ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἡ λύσις ἤδη ὑπῆρχε: Οἱ πιστοί θά κοινωνοῦσαν ἀπό Προηγιασμένα Ἅγια. Οἱ ἡμέρες αὐτές ἦσαν ἡμέρες νηστείας. Νηστεία τήν ἐποχή ἐκείνη ἐσήμαινε πλήρη ἀποχή τροφῆς μέχρι τήν δύσι τοῦ ἡλίου. Ἡ κοινωνία λοιπόν θά ἔπρεπε νά κατακλείσῃ τήν νηστεία, νά γίνῃ δηλαδή μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ.
Στό σημεῖο αὐτό συνδέεται ἡ ἱστορία μέ τήν σημερινή πρᾶξι. Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι σήμερα ἀκολουθία ἑσπερινοῦ, στήν ὁποία προστίθεται ἡ παράθεσις τῶν δώρων, οἱ προπαρασκευαστικές εὐχές, ἡ θεία κοινωνία καί ἡ εὐχαριστία ὕστερα ἀπό αὐτήν. Ἡ διαμόρφωσίς της μέσα στό ὅλο πλαίσιο τῆς Τεσσαρακοστῆς τῆς ἔδωσε ἕνα ἔντονο «πενθηρό»,, κατά τόν Θεόδωρο Στουδίτη, χαρακτῆρα (Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων). Μέ τόν ἑσπερινό συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οἱ ἱερεῖς φέρουν πένθιμα ἄμφια, ἡ ἁγία τράπεζα καί τά τίμια δῶρα εἶναι σκεπασμένα μέ μαῦρα καλύμματα, οἱ εὐχές εἶναι γεμᾶτες ταπείνωσι καί συντριβή. «Μυστικώτερα εἰς πᾶν ἡ τελετή γίνεται», κατά τόν ἴδιο Πατέρα.
Καιρός νά ρίξουμε μιά ματιά σ᾿ αὐτήν τήν ἴδια τήν Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, στή μορφή πού ὕστερα ἀπό μακρά ἐξέλιξη ἀποκρυσταλώθηκε καί κατά τήν ὁποία τελεῖται σήμερα στούς ναούς μας. Ἤδη ἐπισημάναμε τά δύο λειτουργικά στοιχεῖα πού τήν συνθέτουν: τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τήν Θεία Κοινωνία. Τό πρῶτο μέρος της ἀποτελεῖ ὁ συνήθης ἑσπερινός τῆς Τεσσαρακοστῆς μέ μικρές μόνο τροποποιήσεις.
 Ὁ ἱερεύς κατά τήν ψαλμωδία τῆς Θ’ ὥρας ἐνδύεται τήν ἱερατική του στολή καί θυμιᾷ. Ἡ ἔναρξις γίνεται μέ τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» κατά τόν τύπο τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀναγινώσκεται ὁ προοιμιακός, ὁ 103ος δηλαδή ψαλμός, πού περιγράφει τό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ· «Eὐλόγει, ἡ ψυχή μου τόν Κύριον Κύριε ὁ Θεός μου ἐμεγαλύνθης σφόδρα…». Εἶναι τό προοίμιο τοῦ ἑσπερινοῦ, ἀλλά καί ὅλης τῆς ἀκολουθίας τοῦ νυχθημέρου, πού ἀρχίζει, ὡς γνωστό, κατά τόν ἑβραϊκό τρόπο, ἀπό τήν ἑσπέρα· πρῶτο μέρος τοῦ εἰκοσιτετραώρου θεωρεῖται ἡ νύκτα. Ὕστερα ὁ διάκονος, ἤ ἐν ἀπουσίᾳ του ὁ ἱερεύς, θέτει στό στόμα τῶν πιστῶν τά αἰτήματα τῆς προσευχῆς· «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»,, τά εἰρηνικά. Ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάγνωσις τοῦ ΙΗ’ καθίσματος τοῦ Ψαλτηρίου· «Πρός Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καί εἰσήκουσέ μου…» (Ψαλμοί 119-133). Εἶναι τό τμῆμα τοῦ Ψαλτηρίου πού ἔχει καθορισθῇ νά ἀναγινώσκεται κατά τούς ἑσπερινούς τῆς Τεσσαρακοστῆς.
 Ὁ ἱερεύς ἐν τῷ μεταξύ ἑτοιμάζει στήν Πρόθεσι τά Προηγιασμένα -ἀπό τήν Λειτουργία τοῦ προηγουμένου Σαββάτου ἤ τῆς Κυριακῆς- Τίμια Δῶρα. Ἀποθέτει τόν Ἅγιο Ἄρτο στό Δισκάριο, κάμνει τήν ἕνωσι τοῦ οἴνου καί τοῦ ὕδατος στό Ἅγιο Ποτήριο καί τά καλύπτει. Ὁ ἑσπερινός συνεχίζεται μέ τήν ψαλμῳδία τῶν ψαλμῶν τοῦ λυχνικοῦ καί τῶν κατανυκτικῶν τροπαρίων τῶν ἑκάστοτε ἡμερῶν, πού περιλαμβάνονται στούς τελευταίους στίχους τῶν ψαλμῶν αὐτῶν καί γίνεται ἡ εἴσοδος. Διαβάζονται δύο ἀναγνώσματα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ἕνα ἀπό τήν Γένεσι καί ἕνα ἀπό τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Θά σταθοῦμε γιά λίγο στήν κατανυκτική ψαλμῳδία τοῦ «Κατευθυνθήτω», τοῦ δευτέρου στίχου τοῦ 140οῦ ψαλμοῦ. Ψάλλεται μετά ἀπό τά ἀναγνώσματα ἕξ φορές, ἀπό τόν ἱερέα καί τούς χορούς, ἐνῶ ὁ ἱερεύς θυμιᾷ τήν Ἁγία Τράπεζα.
«Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου·
ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή»..
Κατόπιν γίνεται ἡ ἐκτενής δέησις ὑπέρ τῶν τάξεων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Κατηχουμένων, τῶν ἑτοιμαζομένων διά τό ἅγιον Βάπτισμα, «τῶν πρός τό φώτισμα εὐτρεπιζομένων»,, καί τῶν πιστῶν. Καί μετά τήν ἀπόλυσι τῶν Κατηχουμένων ἔρχεται τό δεύτερο μέρος, ἡ κοινωνία τῶν μυστηρίων.
Τήν μεταφορά τῶν Προηγιασμένων Δώρων ἀπό τήν Πρόθεσι στό Θυσιαστήριο, πού γίνεται μέ ἄκρα κατάνυξι, ἐνῷ οἱ πιστοί προσπίπτουν «μέχρις ἐδάφους» συνοδεύει ἡ ψαλμῳδία τοῦ ἀρχαίου ὕμνου «Νῦν αἱ δυνάμεις»:
«Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν
σύν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν·
ἰδού γάρ εἰσπορεύεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης.
Ἰδού θυσία μυστική τετελειωμένη δορυφορεῖται.
Πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν,
ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενόμεθα.
Ἀλληλούϊα».
Ἡ προπαρασκευή γιά τήν Θεία Κοινωνία περιλαμβάνει κυρίως τήν Κυριακή προσευχή (Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς… τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον…», ἀκολουθεῖ ἡ Κοινωνία καί μετ᾿ αὐτήν ἡ εὐχαριστία. Καί ἡ Λειτουργία κλείνει μέ τήν κατανυκτική ὀπισθάμβωνο εὐχή. Εἶναι δέησις πού συνδέει τήν τέλεσι τῆς κατανυκτικῆς αὐτῆς Λειτουργίας πρός τήν περίοδο τῶν Νηστειῶν. Ὁ πνευματικός ἀγών τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι σκληρός, ἀλλά καί ἡ νίκη κατἀ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν εἶναι βεβαία γιά τούς ἀγωνιζομένους τόν καλόν ἀγῶνα. Ἡ Ἀνάστασις δέν εἶναι μακράν. Ἄς τήν διαβάσωμε προσεκτικά. Εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα ἐκκλησιαστικά κείμενα:
«Δέσποτα παντοκράτορ, ὁ πᾶσαν τήν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας, ὁ διά τήν ἄφατόν σου πρόνοιαν καί πολλήν ἀγαθότητα ἀγαγών ἡμᾶς εἰς τά πανσέπτους ἡμέρας ταύτας, πρός καθαρισμόν ψυχῶν καί σωμάτων, πρός ἐγκράτειαν παθῶν, πρός ἐλπίδα ἀναστάσεως· ὁ διά τεσσαράκοντα ἡμερῶν πλάκας χειρίσας τά θεοχάρακτα γράμματα τῷ θεράποντί σου Μωσεῖ, παράσχου καί ἡμῖν, ἀγαθέ, τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἀγωνίσασθαι, τόν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, τήν πίστιν ἀδιαίρετον τηρῆσαι, τάς κεφαλάς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλάσαι, νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι καί ἀκατακρίτως φθάσαι προσκυνῆσαι καί τήν ἁγίαν ἀνάστασιν».
Ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων εἶναι μία ἀπό τίς ὡραιότερες καί κατανυκτικότερες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά συγχρόνως καί μία διαρκής πρόσκλησις γιά τήν συχνή κοινωνία τῶν θείων μυστηρίων. Μιά φωνή ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων, ἀπό τήν ἀρχαία ζωντανή παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Φωνή πού λέγει ὅτι ὁ πιστός δέν μπορεῖ νά ζῇ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἄν δέν ἀνανεώνῃ διαρκῶς τήν ἕνωσί του μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου. Διότι ὁ Χριστός εἶναι «ἡ ζωή ἡμῶν» (Κολοσ. 3, 4).
Ἀπό τό βιβλίο,
ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, ἐκδ. Ἀ. Δ.

Στὴν Κυριακή της Ὀρθοδοξίας Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος «Αὔτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν»(Α΄ Ἰω. 5, 5)


                                                              «Αὔτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν»(Α΄ Ἰω. 5, 5)


pantocrator[1] Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος
…Ἡ κύρια νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία σήμερα προβάλλει μπροστὰ μας εἶναι ἡ νίκη κατὰ τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ διαμάχες γιὰ τὶς εἰκόνες κράτησαν πάνω ἀπὸ διακόσια χρόνια.
Οἱ εἰκονομάχοι ἦταν οἱ ἐσωτερικοὶ ἐχθροί της Ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι ἦταν πάντοτε καὶ οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν στὰ χέρια τοὺς δύναμη κοσμικὴ ἢ ἐξουσία ἐκκλησιαστική.
Πολλοὶ ἦταν βασιλεῖς ἢ πρίγκιπες, πολλοὶ αὐλικοὶ εὐνοῦχοι, δεινοὶ δολοπλόκοι καὶ σύμβουλοι αὐτοκρατορικοί. Οἱ τάξεις τους ἐνισχύθηκαν ἰδιαίτερα ἀπὸ πολλοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ἀκόμα καὶ αἱμοβόρους ἐπισκόπους καὶ ἐπιβαλλόμενους πατριάρχες.
Ἂς εἶναι εὐλογημένη τούτη ἡ μέρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιατί μᾶς ὑπενθυμίζει τὶς πολυάριθμες νίκες τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Εὐλογημένοι ἂς εἶναι ἐκεῖνες οἱ ἅγιες ψυχὲς ποὺ ἐθέσπισαν τούτη τὴ μέρα γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τὶς πολυάριθμες νίκες τῆς πίστης μας. Ἔτσι ἔγινε γιὰ τὸ δικό μας καλό. Ἐπειδή, ἐνθυμούμενοι τὶς νίκες, παίρνουμε θάρρος στοὺς ἀγῶνες ποὺ διεξάγουμε καὶ σὲ ͗κείνους ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν.
Ἀποτελεῖ ἀρχαία συνήθεια τῶν στρατηγῶν, πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη νὰ ἀπευθύνουν λόγο στοὺς μαχητὲς γιὰ τὶς πρότερες νίκες καὶ ἔτσι νὰ τοὺς ἐνθαρρύνουν καὶ ἐνθουσιάζουν γιὰ τὴ νέα μάχη. Οἱ Ἅγιοι εἶναι οἱ πνευματικοί μας στρατηγοί.
Οἱ Ἅγιοι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ καθόρισαν τὴ σημερινὴ ἑορτὴ γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει καὶ νὰ μὴν ξεχνοῦμε, γιὰ νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει καὶ νὰ μὴν λυγίζουμε, γιὰ νὰ μᾶς θερμαίνει καὶ νὰ μὴν γινόμαστε ψυχροί, γιὰ νὰ ἀνοίξει τὴν πνευματική μας ὅραση καὶ νὰ μὴν τυφλωθοῦμε καὶ μέσα στὴ τύφλωση ἐκείνη παραδοθοῦμε στὸν ἐχθρό.
Πραγματικά, ἡ ἐπίδραση τούτης τῆς ἁγίας ἡμέρας σὲ ὅλες τὶς λογικὲς χριστιανικὲς ψυχὲς εἶναι τεράστια. Τούτη ἡ μέρα μᾶς φανερώνεται σὰν τὸν ἀγγελιοφόρο ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης, ἀπὸ πολλὰ πεδία μαχῶν, κομίζοντάς μας τὴ χαρούμενη εἴδηση τῆς νίκης.
Στὸ ἄκουσμα τῆς εἴδησης αὐτῆς, σηκώνουμε τὴν καρδιά μας στὰ ὕψη μονολογώντας στὸν ἑαυτό μας: ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας! Καὶ μὲ μία νέα δύναμη ξεσηκωνόμαστε ἐνάντια σὲ κάθε κακό, ἐσωτερικὸ καὶ ἐξωτερικό, τὸ ὁποῖο περισφίγγει τὴ ψυχή μας καὶ ἀπειλεῖ νὰ τὴ πνίξει.
Ἀκούγοντας γιὰ τοὺς φοβεροὺς ἀγῶνες καὶ τὶς νίκες τῶν ὁμωνύμων μας χριστιανῶν, ὅσων δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς ὀνομαζόταν Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ περιζωνόμαστε μὲ νέα δύναμη καὶ νέα ἐλπίδα.
Ἔτσι, ἡ ὀμιχλώδης πνευματική μας ὅραση γίνεται καθαρότερη καὶ εὐκρινέστερη καὶ βλέπουμε καλύτερα τὴ θέση καὶ τὴ κατάστασή μας. Ὅλα τὰ ἐμπόδια, οἱ δυσκολίες καὶ οἱ στενοχώριες ποὺ στὴν ὀμιχλώδη καὶ κοντόφθαλμη ὅρασή μας ἔμοιαζαν μὲ ἀτσάλινο δίχτυ, μπροστὰ στὸ καθαρό μας βλέμμα καὶ τὴ θαρραλέα καρδιὰ μοιάζουν μὲ ἱστὸ ἀράχνης.
Ἔτσι, ἔχοντας νέους καὶ πολλοὺς συμμάχους ἀνάμεσα στοὺς νικητὲς τοῦ παλαιοῦ καιροῦ καὶ θεωρώντας τὸ παράδειγμά τους στὴ μάχη καὶ τὴ λαμπρή τους νίκη, προχωροῦμε ἐμπρὸς στὸ καθῆκον καὶ τὴ θυσία μας μὲ μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη καὶ φωτεινότερη ἐλπίδα.
Μὰ καὶ οἱ ὑπόλοιπες μέρες στὸ ἡμερολόγιό μας δὲν μᾶς ὑπενθυμίζουν νίκες καὶ νικητές; θὰ μὲ ρωτήσετε. Εὔλογη ἡ ἀπορία σας ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Πραγματικά, ὅλες οἱ μέρες τοῦ χρόνου μᾶς ὑπενθυμίζουν νίκες καὶ νικητὲς χριστιανούς. Στὸ ἡμερολόγιο ἔχουν καταχωρηθεῖ μονάχα τὰ ὀνόματα τῶν νικητῶν.
Κάποιες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς δικαίους, τοὺς νικητὲς τῆς ἀδικίας καὶ τοῦ ψεύδους στὴ Π. Διαθήκη. Ἄλλες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς Ἀποστόλους – νικητὲς τῶν λαῶν καὶ τῶν φυλῶν τῆς εἰδωλολατρίας.
Ἄλλες μέρες πάλι, μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς μάρτυρες, τοὺς νικητὲς τοῦ πυρός, τοῦ ξίφους, τῶν ἀγρίων θηρίων καὶ ὅλης της ἀνθρωπίνης κακίας. Κάποιες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς μεγάλους πνευματικοὺς καὶ νηστευτὲς – νικητὲς τῶν σωματικῶν παθῶν καὶ τῆς πλεκτάνης τοῦ διαβόλου.
Ἄλλες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς θεοφόρους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποιμένες καὶ διδασκάλους τῆς οἰκουμένης – νικητὲς ὅλων τῶν ἀτάκτων στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, νικητὲς τῆς ἀγνοίας καὶ τῆς πλάνης τῶν ἀνθρώπων.
Ἄλλες μέρες πάλι μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴν Ἁγία Θεομήτορα, τὴν ἐκλεκτὴ στρατηγό, τὴν κεχαριτωμένη νικηφόρο ὅλων ἐκείνων τὰ ὁποία ἐνίκησαν τὴν Εὕα μέσα στὸ Παράδεισο.
Κάποιες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τοὺς εὐλαβεῖς βασιλεῖς μὲ τὶς βασίλισσες – νικητὲς τῆς ματαιότητας καὶ τῆς παρανοϊκῆς φιλαυτίας, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν ὅλη τὴν αἴγλη καὶ τὴν ἐξουσία τους στὴν ὑπηρεσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλες πάλι μᾶς ὑπενθυμίζουν τὰ θαύματα τοῦ Τιμίου Σταύρου τοῦ Χριστοῦ, τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Του, τῶν ἐνδυμάτων καὶ εἰκόνων τῶν Ὀρθοδόξων Τροπαιοφόρων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τοῦ Χριστοῦ.
Κάποιες μέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν τὶς οὐράνιες ἀσώματες δυνάμεις, τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων νικητῶν ὅλων τῶν ἀντιπάλων του Ζῶντος καὶ Μόνου Θεοῦ. Μήπως εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀπαριθμήσω καὶ τὶς ἡμέρες τῶν δικαίων τοῦ Χριστοῦ; Μήπως δὲν εἶναι ὅλες οἱ μέρες δικές Του; Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ παραπάνω νικητές, δικοί Του στρατιῶτες – τὸ δικό Του νικηφόρο βασιλικὸ στράτευμα;
Ἔτσι λοιπόν, ὅλες οἱ μέρες τοῦ ἔτους μᾶς ὑπενθυμίζουν τὶς νίκες, τοὺς ἥρωες, τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς κόπους, τοὺς νικητές. Καμία μέρα τοῦ ἡμερολογίου μας δὲν ἔχει σπιλωθεῖ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰούδα, τοῦ Καϊάφα, τοῦ Πιλάτου ἢ τοῦ Ἡρώδου.
Οἱ ἡττημένοι ἀπὸ τὸ Σατανᾶ δὲν ἐγγράφονται στὴ βίβλο τῶν ζώντων μὰ στὸ βιβλίο τοῦ αἰωνίου θανάτου. Σὰν ξημερώνει κάποια μέρα τοῦ Θεοῦ, ὁποιαδήποτε μέρα τοῦ ἔτους, μᾶς ὑπενθυμίζει κάποιον νικητὴ τοῦ Χριστοῦ ἢ αὐτὸν τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, τὸν Νικητὴ τῶν νικητῶν καὶ Βασιλέα τῶν βασιλευόντων.
Τούτη ἡ μέρα ὅμως, τούτη ἡ Κυριακή της Ὀρθοδοξίας, μᾶς ὑπενθυμίζει, ὄχι μία νίκη ἢ ἕναν νικητὴ ἀλλὰ τὴ μακρὰ ἁλυσίδα ἀπὸ νίκες καὶ ὁλόκληρο στράτευμα ἀπὸ νικητές. Πρόκειται γιὰ τὶς νίκες τῆς Ἐκκλησίας σὰν ὁλότητα. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐκεῖνος ὁ νικητὴς ποὺ σήμερα θυμόμαστε καὶ τιμοῦμε
Ἡ κύρια νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία σήμερα προβάλλει μπροστὰ μας εἶναι ἡ νίκη κατὰ τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ διαμάχες γιὰ τὶς εἰκόνες κράτησαν πάνω ἀπὸ διακόσια χρόνια.
Οἱ εἰκονομάχοι ἦταν οἱ ἐσωτερικοὶ ἐχθροί της Ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι ἦταν πάντοτε καὶ οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι ἐπειδὴ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶχαν στὰ χέρια τοὺς δύναμη κοσμικὴ ἢ ἐξουσία ἐκκλησιαστική.
Πολλοὶ ἦταν βασιλεῖς ἢ πρίγκιπες, πολλοὶ αὐλικοὶ εὐνοῦχοι, δεινοὶ δολοπλόκοι καὶ σύμβουλοι αὐτοκρατορικοί. Οἱ τάξεις τοὺς ἐνισχύθηκαν ἰδιαίτερα ἀπὸ πολλοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ἀκόμα καὶ αἱμοβόρους ἐπισκόπους καὶ ἐπιβαλλόμενους πατριάρχες.
Σύμφωνα μὲ τὸν διεστραμμένο νοῦ καὶ τὴν ἀπολιθωμένη τους καρδιά, ἀνακήρυξαν τὶς εἰκόνες σὲ εἴδωλα καὶ τὴν εἰκονολατρεία ὡς εἰδωλολατρία. Μέσα στὴν ἔπαρση καὶ τὸ μένος τοὺς πέταξαν τὶς εἰκόνες ἔξω ἀπὸ τοὺς ναούς, τὶς ἔριχναν στὴ θάλασσα, τὶς ἔσπαζαν καὶ τὶς ἔκαιγαν.
Τὸ ἴδιο ἔπρατταν καὶ μὲ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Ἀποστόλων. Στὸ τέλος, δὲ δίστασαν νὰ πετάξουν ἀπὸ τοὺς ναοὺς καὶ τὰ λάβαρα μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὸ σπουδαιότερο νικηφόρο σημεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀπὸ τὸν χριστιανικὸ ναὸ ἔφτιαξαν μία κενὴ καὶ ἔρημη αἴθουσα ὅπου δὲν ἔβλεπες τίποτε πέρα ἀπὸ γυμνοὺς ἀσβεστωμένους τοίχους.
Ἀπὸ ὅλα τὰ κοσμητικὰ στοιχεῖα καὶ ἀντικείμενα στὸ ναὸ τὰ ὁποία παριστοῦν συμβολικὰ τὸ μεγαλειῶδες δράμα τῆς ἐξαγορᾶς μας δὲν ἄφησαν τίποτε – τίποτε πέρα ἀπὸ ἀσβέστη καὶ ἀνθρώπινη φωνή.
Ἡ ἐκκλησία ἔμοιαζε μὲ κενοτάφιο ὅπου ἡ ταλαίπωρη ἀνθρώπινη ψυχὴ ἔνοιωθε μόνη καὶ ἀβοήθητη, ἀγωνιζόμενη μόνη της, δίχως κάποια κλίμακα καὶ ὑποστήριξη, νὰ ἀνυψωθεῖ ἀπὸ τὴ σκόνη τῆς γῆς στὰ ἀτελεύτητα ὕψη τοῦ Θεϊκοῦ θρόνου τῶν οὐρανῶν, στὴ κορφὴ τοῦ βασιλείου τῆς αἰωνιότητος.
Ἐνάντια σὲ μία τέτοια ἀσύνετη ἐρήμωση καὶ πτώχευση τῶν χριστιανικῶν ναῶν ἐξανέστησαν ὅλοι οἱ μεγάλοι καὶ ἐμπνευσμένοι πνευματικοὶ μέσα στὴν ἀχανῆ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία καὶ κατόπιν καὶ σὲ ἄλλα ὀρθόδοξα βασίλεια.
Στὸ πλευρὸ τους στεκόταν καὶ ὁλόκληρος ὁ ὀρθόδοξος λαὸς ὁ ὁποῖος ἔνοιωθε, μὲ τὴ καρδιά του, μολονότι δὲν ἤξερε νὰ ἐκφράσει τὸ συναίσθημα μὲ λόγια, πὼς οἱ εἰκόνες ἀποτελοῦν ἕνα ἐξαιρετικὸ βοηθητικὸ μέσον γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν προσευχομένων. Σὰν ἄλλο σκαλοπάτι τὸ ὁποῖο ὑψώνει τὴν ψυχὴ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατέρχεται ἡ ἀρωγή, ἡ παρηγορία καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὶς ψυχές.
Εἶμαι βέβαιος, ἀδελφοί μου, ὅτι καὶ οἱ δικές σας καρδιὲς νοιώθουν τὸ ἴδιο. Ὅταν προσκυνεῖτε τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων, δὲν ὑποκλίνεστε στὸ ξύλο καὶ τὸ χρῶμα τοῦ ξύλου ἀλλὰ σὲ ζῶντες Ἁγίους οἱ ὁποῖοι λάμπουν ὡς ὁ ἥλιος στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Μτ. 13, 43).
Ὅταν ἀσπάζεστε τὶς εἰκόνες τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ, ἀσπάζεστε τὶς πληγὲς καὶ τὰ παθήματά τους γιὰ χάρη τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ.
Ὅταν ἀγγίζετε μὲ τὸ χέρι σας τὶς εἰκόνες τῶν ὁσίων ἀσκητῶν καὶ ἐγκρατευτῶν, δὲν ἀγγίζεται τὸ σανίδι ἀλλὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς ἀρετές τους.
Ὅταν κλαίετε ἐνώπιον τῆς εἰκόνας τῆς Ἁγίας Θεοτόκου, δὲν θρηνεῖται μπροστὰ σὲ ἕνα νεκρὸ κομμάτι ξύλου ἢ πανιοῦ ἀλλὰ κλαίετε ἐνώπιον τῆς ζωντανῆς καὶ σπλαχνικῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία βλέπει ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Υἱοῦ της τὰ δάκρυά σας καὶ σπεύδει σὲ βοήθεια.
Ὅταν συστέλλεσθε μπροστὰ στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, δὲν τὸ κάνετε μπροστὰ σὲ νεκρὰ ἀντικείμενα ἀλλὰ μπροστὰ στὰ πνεύματα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ φωτός, στοὺς ἀσωμάτους καὶ ἰσχυροὺς στρατιῶτες καὶ ὑπηρέτες τοῦ Ζῶντος Θεοῦ.
Ὅταν ἀσπάζεστε τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, δὲν τὸ κάνετε σὰν νὰ εἶναι ἕνα ἀντικείμενο ἀλλὰ ἀσπάζεστε τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία φανερώθηκε στὰ παθήματά Του γιὰ σᾶς ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἀσπάζεστε τὴν ὥρα ἐκείνη, τὸ ἰσχυρότερο σύμβολο νίκης ἀπὸ τὸ ὁποῖο οἱ δαίμονες τρέμουν καὶ φεύγουν, αὐτὸ ποὺ δίνει θάρρος στὴ πληγωμένη καρδιὰ καὶ παρηγορία στὴ ταλαίπωρη ψυχή.
Τὸ σῶμα σας ὑποκλίνεται στὶς εἰκόνες ἐνῶ ἡ ψυχὴ σὲ αὐτοὺς ποὺ εἰκονίζονται σὲ αὐτές. Τὸ στόμα σας τὶς ἀσπάζεται μὰ ἡ ψυχὴ ἀσπάζεται τὶς ψυχὲς τῶν δοξασμένων ἁγίων στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Τὰ μάτια σας βλέπουν τὸ ξύλο καὶ τὸ χρῶμα ἀλλὰ τὰ πνευματικά σας μάτια ἀτενίζουν ζωντανὰ πρόσωπα στὸ βασίλειο τῶν πνευμάτων.
Γιὰ τοὺς εἰκονομάχους, οἱ εἰκόνες ἀποτελοῦσαν πραγματικὰ εἴδωλα, ἀφοῦ ἔβλεπαν ἐπάνω τους μονάχα τὸ ξύλο καὶ τὸ χρῶμα ἀδυνατώντας νὰ ἀνυψωθοῦν σὲ πνευματικὴ ἐνατένιση τῶν ζωντανῶν ὑπάρξεων, τῶν ἀθανάτων πνευμάτων ποὺ εἰκονίζουν οἱ εἰκόνες. Ὅποιος μονάχα μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς κοιτᾶ, αὐτὸς καὶ βλέπει σωματικά.
Γι’ αὐτό, γιὰ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο, διαφεύγει ἡ πνευματικὴ σημασία τῆς εἰκόνος, τοῦ μοιάζει ἀνόητο καὶ ἀκατανόητο ἐπειδὴ μόνο πνευματικὰ μπορεῖ νὰ ἰδωθεῖ κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Α΄ Κορ. 2).
Μὰ ἀντὶ νὰ ντρέπονται γιὰ τὴν ἀδυναμία κατανόησης οἱ εἰκονομάχοι ἐξανέστησαν ὑπεροπτικὰ γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἔλλειψη κατανόησής τους σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἐπιβεβαιώνουμε τὴν πραγματικότητα τῶν Ἁγίων τὰ ζωντανὰ πρόσωπα. Ὅ,τι δὲν εἶναι ἀληθινό, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ εἰκονίζεται οὔτε καὶ νὰ φωτογραφίζεται. Εἶναι γνωστὸ πὼς στὴν Ἰνδία οἱ φακίρηδες σαγηνεύουν τοὺς ἀνθρώπους δείχνοντάς τους διάφορα σημεῖα καὶ ἀπάτες.
Αὐτὰ ὅμως εἶναι μονάχα φαινόμενα καὶ ἀπάτες δίχως τὴν ἀντικειμενικὴ ὕπαρξη ὄντων. Οἱ φωτογράφοι προσπάθησαν νὰ φωτογραφήσουν αὐτὰ τὰ φαινόμενα ἀλλὰ οἱ φωτογραφικές τους πλάκες δὲν μπόρεσαν νὰ συλλάβουν καὶ νὰ δείξουν τίποτε. Οἱ πλάκες παρέμειναν κενὲς καὶ γυμνές, ὅπως κενὰ καὶ γυμνὰ εἶναι καὶ τὰ γητεύματα τῶν φακίρηδων.
Οἱ δικοί μας Ἅγιοι ὅμως εἶναι πραγματικὲς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις ποὺ ἔζησαν μὲ τὴ παρότρυνση καὶ ἐνθάρρυνση νὰ βαδίσουμε καὶ ἐμεῖς τὸν δικό τους δρόμο, νὰ ἔχουμε τὴ σταθερότητα τῆς πίστης τους, νὰ καλλιεργοῦμε ἐντὸς μας τὶς ἀρετές τους, νὰ ξεδιψοῦμε μὲ τὴν ἀφοβία τοὺς μπροστὰ στὰ παθήματα καὶ τὶς θλίψεις καὶ νὰ θυσιαζόμαστε ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο.
Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν θὰ γεμίσει μὲ φαντασίες καὶ ὁράματα ἀλλὰ μὲ ζωντανοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι κατέστησαν ἀντάξιοί της. Εἴμαστε καὶ ἐμεῖς ὅλοι καλεσμένοι στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ ὅλοι μας ποθοῦμε νὰ κερδίσουμε αὐτὴ τὴ βασιλεία τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτός, ὅσο τίποτε ἄλλο στὸ κόσμο.
Μὲ τέτοια ἐπιθυμία ὑψίστη ἀτενίζουμε τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων καὶ διδασκόμαστε τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴ Βασιλεία ἐκείνη. Στὰ πρόσωπα ὅλων τῶν Ἁγίων διαβάζουμε τὴν ταπείνωση, τὴν ἀξιοπρέπεια, τὸ βάθος τῆς σκέψεως, τὴν σοβαρότητα, τὴν εἰρήνη, τὴν γλυκύτητα, τὴν ἁγνότητα, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴ καθαρότητα τῆς ψυχῆς.
Ἀτενίζοντάς τους, διδασκόμαστε γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ εἴμαστε καὶ οἱ ἴδιοι. Εἶναι οἱ πνευματικοί μας γεννήτορες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφές μας. Ὅταν λοιπόν, θεωροῦμε ὠφέλιμο νὰ στολίζουμε τὰ σπίτια μας ἀπὸ ἀγάπη καὶ σεβασμό, μὲ φωτογραφίες τῶν σαρκικῶν μας γονέων καὶ ἀδελφῶν γιατί δὲν θὰ ἦταν ὠφέλιμο τὸ νὰ κοσμοῦμε τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς εἰκόνες τῶν τέκνων Του, τῶν ἐκλεκτῶν Του παιδιῶν, τῶν συγγενῶν του Θεοῦ κατὰ τὸ κάλλος τῆς ψυχῆς τους ἀλλὰ καὶ δικῶν μας συγγενῶν κατὰ τὰ σωματικὰ παθήματα, κατὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα;
Ἰδιαίτερα ἐμεῖς, οἱ ἀγροτικοὶ λαοὶ τῶν Βαλκανίων, ἔχουμε περισσότερους λόγους νὰ εὐχαριστοῦμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Ὑπόδουλοι τῶν Τούρκων γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες, οἱ λαοί μας δὲν εἶχαν σχολεῖα καὶ μόρφωση.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, μόλις ποὺ κάποιος γνώριζε νὰ διαβάζει τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ νὰ διδαχτεῖ τὴ διδασκαλία τῆς σωτηρίας. Εὐτυχῶς ὅμως, ἡ ἀνάγνωση ἀντικαταστάθη ἀπὸ τὴν ἐνατένιση.
Ἔβλεπαν οἱ ἄνθρωποι τὴν Ἁγία Γραφὴ ἁγιογραφημένη στὶς εἰκόνες καὶ τοὺς ναούς. Ἔβλεπαν τὴν ἱστορία τοῦ Σωτῆρος μας, τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, τῶν ἡρώων του Χριστοῦ. Περισσότερο μὲ τὰ μάτια παρὰ μὲ τὰ αὐτιὰ γνώριζαν ἐκεῖνοι τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς καὶ τὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας.
Κράτησαν ἔτσι τὴν πίστη τους καὶ ἔσωσαν τὶς ψυχές τους. Γι’ αὐτὸ ἂς προσκυνήσουμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ ἂς εὐχαριστήσουμε τὴν ἀγαθὴ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία πέρα ἀπὸ τὸν λοιπὸ πνευματικὸ πλοῦτο ποὺ χάρισε στὴν Ὀρθοδοξία, ἐκόσμησε τὴν Ἐκκλησία μας μὲ τὶς εἰκόνες.
Ὁ Ἴδιος ὁ Ὕψιστος Θεὸς τεκμηρίωσε τὴ διατήρηση τῶν εἰκόνων στοὺς ναοὺς καὶ τοὺς οἴκους μὲ τὴ θαυμαστή Του δύναμη, τὴν ὁποία συχνὰ ἐπέδειξε καὶ σήμερα ἐπιδεικνύει μέσω αὐτῶν, μέσω δηλαδὴ τῶν εἰκόνων τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ του Μονογενοῦς, τῆς Ἁγίας Θεομήτορος καὶ τῶν ἀναρίθμητων Ἁγίων καὶ ἀγγέλων Του.
Ὅσοι ἐναντιώθηκαν στὶς εἰκόνες, στὴν οὐσία ἐναντιώθηκαν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Στὸ τέλος ἔπεσαν καὶ χάθηκαν στὴ θύελλα τῆς εἰκονομαχίας ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν προκαλέσει. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὅμως ἐμπλουτίστηκε μὲ μίαν ἀκόμα νίκη τὴν ὁποία ἐμεῖς σήμερα τιμοῦμε καὶ γιὰ τὴν ὁποία εὐχαριστοῦμε εἰλικρινὰ τὸν Θεό.
Εἴθε ἡ σημερινὴ φωτεινὴ μέρα νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει καὶ ὅλες τὶς ἄλλες ἀναρίθμητες νίκες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Πρῶτοι οἱ Ἑβραῖοι ξεσηκώθηκαν ἐναντίον αὐτῆς τῆς πίστης. Ὁ ἀγώνας κράτησε μερικὲς δεκάδες χρόνια. Διασκορπίστηκαν σὰν τὸ ἄχυρο σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὁ οἶκος τοὺς ἀφέθη ἔρημος καθὼς τοὺς τὸ εἶχε προφητεύσει ὁ Σωτήρας λέγοντας. «ἰδού, ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» (Μτ. 23, 38). Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ νίκη στὰ χέρια τῆς ἀντιστάθηκε σὲ ἄλλους ἐχθρούς.
Αὐτοὶ οἱ ἐχθροὶ ἦταν οἱ μανιασμένοι Ρωμαῖοι. Ὁ πόλεμος τῶν ρωμαίων αὐτοκρατόρων ἐναντίον τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ, κράτησε κάποιες ἑκατοντάδες χρόνια. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁλόκληρη βουτηγμένη στὸ αἷμα τῶν μαρτύρων. Μὰ στὸ τέλος, ὁ πόλεμος ἔληξε μὲ τὴν καταστροφὴ τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους καὶ τὴ νίκη τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Μὲ τὴ νέα της νίκη στὰ χέρια, στάθηκε ἡ Ἐκκλησία ἐνάντια στὸν νέο της ἐχθρό, στοὺς Ἄραβες μουσουλμάνους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες Πέρσες, Ἀρμενίους, Σαρματούς, Εὐρωπαίους καὶ Ἀφρικανούς. Καὶ πάλι, ὁ ἀγώνας κράτησε μερικοὺς αἰῶνες, μαζὶ καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ πάθη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ.
Κέρδισε ἡ Ἐκκλησία μας τὴ νίκη καὶ μ’ αὐτὴν στὰ χέρια στάθηκε ἡρωικὰ ἀπέναντι στοὺς νέους ἐχθρούς.
Αὐτοὶ ἦταν οἱ Τοῦρκοι στὴν Ἀσία, Ἀφρικὴ καὶ στὰ Βαλκάνια καθὼς οἱ Μογγόλοι στὴν ὀρθόδοξη Ρωσία. Καὶ πάλι μαρτύρια καὶ θλίψεις – τώρα γιὰ πολλὲς ἑκατοντάδες χρόνια. Μὰ καὶ πάλι ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία κατάφερε τὴν νίκη. Οἱ ἐχθροί της σὰν ἄλλη μακρόχρονη πλημμύρα ἐξηράνθησαν καὶ ἐκείνη, σὰν ἄλλη Κιβωτὸς τοῦ Νῶε, σώθηκε καὶ ἔφτασε στὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἐλευθερία.
Στοὺς καιροὺς τῶν πολλῶν καὶ συχνῶν κατακτήσεων, ἡ Ὀρθοδοξία ὑπέφερε ἀπὸ ἐχθροὺς ἐξωτερικοὺς ἐνῶ στὸ καιρὸ τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ ἐχθροὺς ἐσωτερικούς. Ἀπὸ αὐτοὺς ἀναφέραμε τοὺς εἰκονομάχους μὰ ὑπῆρξαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν αἱρετικὴ καὶ ἐγωιστικὴ διδαχή τους, ἔφεραν σύγχυση μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ κατέτρωγαν ἐκ τῶν ἔσω τὰ σπλάχνα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ.
Κάποιοι αἱρετικοὶ ἀρνοῦνταν τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐνῶ ἄλλοι τὴν Θεϊκή. Κάποιοι ἀρνοῦνταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἄλλοι τὴν Ἁγία Θεοτόκο. Ὅλοι τους ἀρνοῦνταν καὶ μία ἀλήθεια τῆς ὑποστηρίζοντας κάποιο ψεῦδος.
Εἶναι τὸ κοινό τους χαρακτηριστικό. Κάποιοι, ἀπὸ φιλοδοξία ἀγωνιζόταν γιὰ τὰ πρωτεῖα καὶ ἄλλοι πάλι ἀπὸ φιλαυτία, προκαλοῦσαν μεγάλες ταραχὲς καὶ σχίσματα γιὰ ἀσήμαντα ζητήματα.
Ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νὰ ἀμυνθεῖ νὰ πολεμήσει καὶ νὰ πάθει. Δὲν ὑπάρχει ἀδελφοί μου μεγαλύτερος μάρτυρας στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μὰ οὔτε καὶ μεγαλύτερος καὶ ἐνδοξότερος νικητής. Νίκησε ὅλους τους αἱρετικούς, ξερίζωσε ὅλες τὶς αἱρέσεις, διατήρησε τὴν καθαρότητα τῆς διδαχῆς τοῦ Χριστοῦ, διεφύλαξε τὴν ἱερότητα τῆς ἀποκάλυψης καὶ τῆς παράδοσης. Ἔτσι, σὰν ἁγνὴ καὶ ἁγία νύμφη τοῦ Χριστοῦ, ἔφτασε μέχρι ἐμᾶς βαδίζοντας τὸν ἀκανθώδη ἀλλὰ ὀρθὸ καὶ νικηφόρο δρόμο της.
Ἀλήθεια, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ συγκεκριμένη μέρα καθορίστηκε κάθε χρόνο γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει ἀκριβῶς τὸ νὰ μὴν λησμονοῦμε, νὰ μᾶς ἐνθαρρύνει γιὰ νὰ μὴν γινόμαστε μαλθακοί, νὰ μᾶς θερμαίνει μὲ τὴν ἐλπίδα γιὰ νὰ μὴν ψυχραθοῦμε, νὰ καθαρίσει τὴν πνευματική μας ὅραση γιὰ νὰ βλέπουμε καθαρὰ καὶ νὰ κοιτᾶμε Ἐκεῖνον ποὺ ἀοράτως μάχεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του καὶ τὴν στεφανώνει μὲ τόσες νίκες.
Μακάριος ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καθαρὴ τὴν πνευματική του ὅραση καὶ μπορεῖ νὰ δεῖ ὅλο ἐκεῖνο τὸ νικηφόρο στράτευμα στοὺς οὐρανούς, τὸ ὁποῖο ἡ σημερινὴ ἡμέρα ἀποκαλύπτει καὶ δείχνει στοὺς πιστούς.
Εἶναι οἱ υἱοὶ καὶ οἱ θυγατέρες τοῦ Θεοῦ τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς συναγωνίζεται ἐκεῖνο τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἡ λάμψη τοὺς ὑπερβαίνει τὴν λάμψη τῶν ἀστέρων. Μᾶς φανερώνονται σήμερα ἐκεῖνοι σὰν ἄλλη οὐράνια χαρμόσυνη παράταξη.
Ἡγεμόνες καὶ δοῦλοι, πλούσιοι καὶ ἐνδεεῖς, γέροι καὶ νέοι, μορφωμένοι καὶ ἀγράμματοι, μητέρες καὶ βρέφη, τίμιες χῆρες καὶ σωφρονισμένες κόρες, ἱερεῖς καὶ στρατιῶτες, στρατηλάτες καὶ μοναχοί, ἁλιεῖς καὶ μεγιστάνες, γεωργοὶ καὶ ἐργάτες – ὅλοι τους στὴν ἀνέκφραστη δόξα τῶν οὐρανῶν.
Σὲ δόξα, κάλλος καὶ λάμψη τὴν ὁποία οὔτε κατὰ διάνοιαν δὲν φαντάστηκαν ὅλοι οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος τοῦ κόσμου.
Ὅλοι αὐτοὶ ἤσαν στὴ γῆ ἀγωνιστὲς καὶ πάσχοντες γιὰ τὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ μὰ κανείς τους δὲν περίμενε τὴ νίκη τῆς πίστεως ἐδῶ στὴ γῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν βασιλεία τῆς αἰωνίου ζωῆς ἔχουν ἀμοιφθεῖ μὲ ὅσα «ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄ Κορ. 2, 9).
Ὅλοι τους – τὰ πάντα ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐκεῖνοι ποὺ συνετρίβησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες σὰν τὴν λάσπη, αὐτοὶ ποὺ στραγγαλίστηκαν σιωπηλὰ στὶς φυλακές, ἐκεῖνοι ποὺ δίχως μάρτυρες καταποντίστηκαν στὴ θάλασσα, ὅσοι ἀποκεφαλίστηκαν μὲ ξίφος γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅσοι καμμιὰν ἀπόλαυση δὲ δοκίμασαν ἐπάνω στὴ γῆ ἀλλὰ μᾶλλον ὅλες τὶς πίκρες, ὅλοι τους εἶναι ἐνταγμένοι στὶς γραμμὲς τῶν νικητῶν. Ὅλοι τους ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ πάντα καθὼς τὸ ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος. «ὁ νικῶν, ἔσται αὐτῷ ταῦτα καὶ ἔσομαι αὐτῷ Θεὸς καὶ αὐτὸς ἔσται μοὶ υἱὸς» (Ἀποκ. 21, 7).
Ὅταν κοιτάξετε μὲ καθαρὸ πνευματικὸ βλέμμα αὐτοὺς τοὺς νικητές, θὰ δεῖτε στὸν καθένα ἀπὸ αὐτοὺς τὴν σφραγίδα τοῦ Ἀρνίου τοῦ Θεοῦ. Καθένας τοὺς μοιάζει στὸν Βασιλέα Χριστὸ καὶ ὁ Χριστὸς λάμπει μέσα ἀπὸ τὸν καθένα τους, μέσα ἀπὸ γέρους καὶ νέους, ἀπὸ ἡγεμόνες καθὼς καὶ ἀπὸ δούλους, ἀπὸ τοὺς ἄνδρες καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς γυναῖκες.
Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ κύριος Νικητὴς ὁ ὁποῖος νικᾶ μέσω αὐτῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Κυριακὴ ἔχει ὁριστεῖ ἀκριβῶς γιὰ νὰ εἶναι ἡμέρα μνήμης τῆς νίκης αὐτῆς τῆς πίστεώς μας.
Ἐπειδὴ τὴν Κυριακὴ ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καὶ μὲ τὴν ἀνάσταση ἐνίκησε τὸ θάνατο, τὸν φοβερότερο καὶ ἔσχατο ἐχθρό. Γι’ αὐτὸν ποὺ ἐνίκησε τὸ θάνατο ἦταν πολὺ εὔκολο νὰ νικήσει τὸν κόσμο ὅλο. Γι’ αὐτὸ καὶ Ἐκεῖνος ἐνθάρρυνε τοὺς μαθητὲς Του λέγοντας. «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16, 33).
Ὢ ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμο. Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν Σατανᾶ. Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὴν ἁμαρτία. Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν θάνατο.
Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἐνίκησε ὡς τώρα ὅλους τους ἐσωτερικοὺς καὶ ἐξωτερικοὺς ἐχθρούς.
Τί θὰ μποροῦσε περισσότερο νὰ σᾶς ἐνθαρρύνει, νὰ σᾶς ἐνισχύσει καὶ παρηγορήσει ἀπὸ αὐτὴ τὴ νικηφόρα πίστη; Καὶ τί θὰ μποροῦσε νὰ σᾶς φοβίσει καὶ νὰ σᾶς ἑξασθενίσει ἂν κρατήσετε στὴ καρδιὰ αὐτὴ τὴν ἀνίκητη πίστη; Μήπως τὰ σκάνδαλα τῆς ἐλευθερίας στὴν ὁποία τώρα ζῆτε; Μήπως ἡ ἀδύναμη κραυγὴ τῆς εἰδωλολατρίας; Μήπως τὰ πονηρὰ λόγια τῶν αἱρετικῶν; Μήπως ἡ ἀνηθικότητα τῶν ἀνηθίκων ἡ ὁποία μέσα ἀπὸ τὶς ξένες ἀπολαύσεις ὁδηγεῖ στὴν ἀπογοήτευση καὶ ἀπὸ τὴ μοιρολατρία στὴν αὐτοκτονία;
Τίποτε ἀπ’ ὅσα βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανό, τίποτα στὸ φλοιὸ καὶ κάτω ἀπὸ τὸ φλοιὸ τῆς γῆς, τίποτε μὴν σᾶς φοβίσει. Ἀκόμα καὶ τοῦτο ποὺ συμβαίνει τώρα στὴν ὀρθόδοξη Ρωσία μὴν σᾶς φοβίσει καὶ σᾶς κλονίσει, αὐτὴ ἡ βίαιη φίμωση καὶ ὁ στραγγαλισμὸς τῆς πίστεως καὶ τῶν ἱερῶν του Χριστοῦ!
Μάθετε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ τέλος μὰ ἡ εἰσαγωγή, ἡ εἴσοδος στὴ μεγαλειώδη νίκη τῆς πίστεώς μας. Μάθετε πὼς ἡ στρατηγικὴ καὶ ἡ τακτική του Θεοῦ εἶναι διάφορη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη.
Αὐτὸ ποὺ οἱ ἄνθρωποι βλέπουν σὰν συντριβή, ὁ Θεὸς τὸ λαμβάνει ὡς νίκη καὶ κεῖνο ποὺ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶναι νίκη γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι τὸ σούρουπο τῆς καταστροφῆς. Ἐπειδή, γιὰ τὴ στρατηγικὴ καὶ τὴ τακτική τοῦ Θεοῦ ἔχει γραφεῖ ὅτι τὸ «μωρόν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι καὶ τὸ ἀσθενές τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστὶ» (Α΄ Κόρ. 1, 25).
Ἔτσι, ἂν κάποιος πεῖ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μωρία, μὴν θυμώσετε ἀλλὰ ἀπαντήσατε. εἶναι μωρία ἀλλὰ μωρία Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι σωφότερη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπ’ ὅλους τούς καιροὺς καὶ ἀπ’ ὅλες τὶς μὴ χριστιανικὲς γενεές.
Καὶ ἂν κάποιος πεῖ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀδυναμία, μὴν θυμώσετε ἀλλὰ ἀπαντήσατε. Εἶναι ἀδυναμία ἀλλὰ ἀδυναμία Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς δαίμονες καὶ τὸν θάνατο. Χιλιάδες φορὲς στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν, νόμισαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι τὸ σκάφος τῆς Ὀρθοδοξίας θὰ βουλιάξει. Μὰ οὔτε βούλιαξε οὔτε καὶ θὰ βουλιάξει. Εἶναι τέτοιο τὸ σκαρὶ καὶ τέτοιος ὁ Τιμονιέρης ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ βουλιάξει.
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δίχως πλοῦτο, δίχως ἐξωτερικὴ ὑποστήριξη, δίχως στρατὸ καὶ ὄπλα, δίχως δουλικὴ ὀργάνωση καὶ πολιτικοὺς ἑλιγμούς, διήνυσε μὲ ἐπιτυχία ἕνα μακρὺ καὶ φοβερὸ δρόμο 19 αἰώνων.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμὴ κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς μέλος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μήτε καὶ ὑπάρχει ἀσφαλέστερος δρόμος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἐκείνη βαδίζει καὶ ὁδηγεῖ τοὺς πιστούς της.
Ὑπάρχουν δρόμοι εὔκολοι μὰ ὀλισθηροὶ καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. Ὑπάρχουν σκάφη πιὸ φανταχτερά, μεγαλύτερα καὶ πιὸ ἄνετα ἀλλὰ ἔχουν πολὺ πιὸ ἀδύναμο σκαρί.
Δοξάσατε ἀδελφοὶ τὸν Θεὸ ὁ Ὁποῖος ἐδόξασε τὴν πίστη μας μὲ νίκες πολλές. Δοξάσατε τοὺς Ἁγίους του Θεοῦ οἱ ὁποῖοι ἑκούσια μὲ τὸ αἷμα τους καὶ τὰ δάκρυα πλήρωσαν αὐτὲς τὶς νίκες. Ἂς σᾶς θυμίζει ἡ ἡμέρα τούτη πὼς ἡ πίστη μας εἶναι ἡ πίστη ἡ νικήσασα τὸν κόσμο.
Ἂς σᾶς θυμίζει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία στὴ γῆ κρατιέται ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία τῶν οὐρανῶν ποὺ σημαίνει πὼς ἕνα λαμπρὸ καὶ ἀνίκητο στράτευμα ἀπὸ τὸν ἀόρατο κόσμο, στράτευμα πολυάριθμο σὰν τοὺς ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ, στέκει δίπλα καὶ γύρω μας καὶ μᾶς βοηθᾶ. Μπροστὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ στράτευμα τῶν ἀμέτρητων νικητῶν ἵσταται ὁ Νικητὴς τῶν νικητῶν, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων! Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ ἡ εὐχαριστία
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ

Ο δρόμος της νηστείας


νηστείας


Ας έρθει, λοιπόν, ανάμεσά μας ο μαθητής του Χριστού. Ας μας διδάξει τον τρόπο της νηστείας. Ας τον ακούσουμε που λέει: ‹‹Νηστεία καθαρή και αμόλυντη ενώπιον του Θεού και Πατέρα είναι αυτή: να επισκέπτεται κανείς ορφανά και χήρες στη θλίψη τους και να τηρεί τον εαυτό του αμόλυντο από τον κόσμο››.
Πως όμως και με ποιο τρόπο θα επιτύχουμε αυτά που ελέχθησαν, είναι εύκολο να ανεύρουμε. Διότι αρκεί, νομίζω, γι᾿ αυτούς που σκέπτονται σωστά και αυτός ο φυσικός νόμος, που αφ᾿ ενός μας διδάσκει να μισούμε όσα φαίνεται να είναι αντίθετα στις θείες εντολές και αφ᾿ ετέρου μας παρακινεί να κρατούμε μέσα μας το θέλημα του Νομοθέτου.
Αν τώρα κάποιος νομίζει ότι γι᾿ αυτό χρειαζόμαστε ακόμη πιο σαφή παραγγέλματα, ας ακούσει τον Παύλο που λέει: ‹‹Νεκρώσατε ο,τι γήινο είναι μέσα σας, δηλαδή την πορνεία, την ακαθαρσία, το πάθος, την κακή επιθυμία››. Διότι, βέβαια, δεν θα επιτύχουμε τη χάρη που παρέχει η αληθής νηστεία απλώς με την ασιτία και με την απόρριψη μόνο των τροφών. Ούτε πάλι, έχοντας απόσχει από αυτά και μόνο, θα γίνουμε εξάπαντος καθαροί και άγιοι, αλλά αποδιώκοντας από τη διάνοιά μας εκείνα, για τα οποία βρέθηκε και το φάρμακο της νηστείας».
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...