Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2018

Έγγαμοι και άγαμοι κληρικοί στην Ενορία




Η Εκκλησία από τους αποστολικούς χρόνους τάχθηκε υπέρ της ελεύθερης εκλογής του γάμου. Οι άγαμοι Απόστολοι και οι μετέπειτα άγαμοι Κληρικοί δεν συνδέονται με το Μοναχισμό, εφόσον αυτός εμφανίσθηκε στα τέλη του γ΄ και αρχές του δ΄ αιώνα.
Ακριβώς σ’ αυτή τη θέση υπάρχει μια νόθευση και σύγχυση, όταν οι άγαμοι Κληρικοί θεωρούνται συλλήβδην ως μοναχοί και ονομάζονται Ιερομόναχοι.
Με το θέμα αυτό της θέσεως μέσα στον κόσμο των αγάμων και εγγάμων Κληρικών ασχολήθηκαν πολλές σπουδαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, των οποίων τις γνώμες θα αναφέρουμε και οι οποίες επεσήμαναν τα λάθη και τη σύγχυση.
Στην ιστορία της Εκκλησίας, υπήρξαν και υπάρχουν τρεις τάξεις Κληρικών: α) οι άγαμοι κοσμικοί (δηλ. αυτοί που διαμένουν στην κόσμο), β) οι έγγαμοι κληρικοί και γ) οι Μοναχοί Κληρικοί.
Τη διάκριση αυτή δέχεται και ο αοίδιμος διακεκριμένος κληρικός Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, στη μελέτη του «Μοναχικός και Άγαμος Κοσμικός Κλήρος».
Οι Μοναχοί Κληρικοί είναι αυτοί που διαμένουν στα Μοναστήρια και έχουν τον τίτλο του Ιερομόναχου. Ο τίτλος του ιερομόναχου είναι αποκλειστικώς των Μοναχών Κληρικών.
Η διάκριση αυτή μαρτυρείται και από το γεγονός, ότι η Εκκλησία εξαρχής είχε έγγαμους και άγαμους Επισκόπους, οι οποίοι δεν προέρχονταν από τον μοναχικό κόσμο. Οι άγιοι Τιμόθεος, Ιγνάτιος, Πολύκαρπος και τόσοι άλλοι ήσαν άγαμοι και δεν ανήκαν στην μοναχική τάξη, όπως και από το άλλο μέρος υπήρχαν και έγγαμοι Επίσκοποι.
Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός που έζησε κατά την εμφάνιση του μοναχισμού, ομιλεί για άγαμους Κληρικούς μέσα στον κόσμο, που ζούσαν «εν αγγελική πολιτεία», δηλ. εν παρθενία. Στους πρώτους μάλιστα αιώνες του μοναχισμού δεν επιτρεπόταν οι μοναχοί να γίνουν Κληρικοί.
Οι μοναχοί εκκλησιάζονταν στους ναούς των κοντινών χριστιανικών κοινοτήτων ή πήγαιναν ιερείς στα Μοναστήρια. (Βλέπε Β. Στεφανίδου, Εκκλησ. Ιστορία εκδ. α΄, εν Αθήναις 1948, σελ. 142). Παρόμοια γράφει και ο Νικόδημος Μίλας: «όπως δε μη παρακωλύονται οι μοναχοί από του ασκητικού αυτών βίου, δεν επετρέπετο το κατ’ αρχάς αυτοίς η ιερωσύνη, αλλά μάλλον ώφειλον να προσέρχωνται εις τας εν τω εγγυτέρω κειμένω ναώ υπό του εφημεριακού κλήρου τελούμενος ιεροτελεστίας». (Εκκλ. Δίκαιον, κατά μετάφραση Μελ. Αποστολόπουλου, εν Αθήναις 1906, σελ. 932).
Και ο ιερός Παφνούτιος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο συμβούλευσε: «Κατά δε την αρχαίαν της Εκκλησίας παράδοσιν τους μεν αγάμους του ιερατικού τάγματος κοινωνήσαντας, μηκέτι γαμείν τους δε μετά γάμου (κοινωνήσαντας του ιερατικού τάγματος), ων έχουσι γαμετών μη χωρίζεσθαι». (Σωζομένου, Εκκλησ. Ιστορία, Γ κγ΄, Migne 67, 925).
Οι άγαμοι κληρικοί, για τους οποίους ομιλεί ο Παφνούτιος, δεν ήταν δυνατό να ήσαν μοναχοί, γιατί στους μοναχούς ο γάμος είναι κατά το αδιανό¬ητο τόσο προ της χειροτονίας, όσο και μετά από αυτήν.
Τον ιβ΄ αιώνα, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μάρκος υπέβαλε προς τον Πατριάρχη Αντιοχείας και σοφό κανονολόγο Θεόδωρο το Βαλσάμωνα την εξής ερώτηση: «Υποδιάκονος και Διάκονος δύνανται νομίμως συναφθήναι γυναικί ή ου;». Από την ερώτηση συνάγεται το συμπέρασμα ότι πρόκειται περί κληρικών απλώς αγάμων και όχι περί μοναχών.
Ο κανονολόγος Μελέτιος Σακελλαρόπουλος (Μητροπολίτης Μεσ¬σηνίας) γράφει: «Η ημετέρα Εκκλησία, συνωδά τη διδασκαλία της Αγ. Γραφής, αψήκεν έκαστον ελεύθερον, ποθούντα το ιερατικόν αξίωμα, να εξέταση εαυτόν και να αποφασίση τουλάχιστον προ του 30ου ή και 25ου έτους της ηλικίας, ωρίμου ούσης, εάν θέλη να ιερωθή έγγαμος ή άγαμος. Άγαμος εννοείται ουχί ο μοναχός, όστις κείρεται και προ της ηλικίας ταύτης και υποχρεούται να διαμένη εν τω Μοναστηρίω δια βίου». (Εκκλησ. Δίκαιον, εν Αθήναις 1898, σελ. 160). Σαφής λοιπόν διάκριση του άγαμου κληρικού από το Μοναχό.
Ο Αρχιμανδρίτης. Απόστολος Χριοτοδούλου, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, στο βιβλίο του «Δοκίμιον Εκκλησιαστικού Δικαίου», εν Κων/λει 1896, σελ. 262-63, γράφει: «Αφ’ ετέρου δε ούτε ο γάμος και ο οικογενειακός βίος εθεωρήθησαν ποτέ ως αναγκαία συνθήκη και υποχρέωσις δια το εν τη Εκκλησία λειτούργημα… Εντεύθεν δείκνυται, ότι οι άγαμοι, σημείωσαν ουχί οι μοναχοί, ηδύναντο ου μόνον να γένωνται κληρικοί, αλλά και να μένωσιν εν τω κλήρω, ανυψούμε¬νοι εις τους ανωτάτους βαθμούς… Ώστε και ο έγγαμος και ο άγαμος βίος αφέθησαν υπό των κανόνων εις την ελεύθερον εκλογήν και επιθυμίαν εκάστου Κληρικού. Έκαστος εστίν ελεύθερος, ίνα εκλέξη την κατάστασιν εκείνην, ήτις ανταποκρίνε¬ται μάλλον εις τας εσωτερικός αυτού διαθέσεις».
Ο Καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου Αναστάσιος. Χριστοφιλόπουλος γρά¬φει: «Οι χειροτονούμενοι άγαμοι δεν είναι ανάγκη να έχουν προηγουμένως καρή μοναχοί, καίτοι το τελευταίον τούτο είναι το συνήθως εν τη πράξει συμβαίνον». (Ελληνικόν Εκκλησ. Δίκαιον, τεύχ. Β΄, εν Αθήναις 1954, σελ. 52). Αυτό το «συνήθως εν τη πράξει συμβαίνον» προήλθε από έλλειψη Κληρικών στις Ενορίες και ακόμη για άλλους λόγους σκοπιμότητος. Έτσι πολλοί λαμβάνουν τυπικώς τη μοναχική κούρα, χειροτονούνται Ιερομόναχοι και προσεταιρίζονται ακαίρως και αντικανονικώς τον τίτλο του Αρχιμανδρίτη και με μια τυπική εγγραφή σε κάποιο μοναστήρι βρίσκονται μέσα στον κόσμο και στις κοσμικές Ενορίες.
Πώς όμως είναι δυνατό και νόμιμο, ο θεωρούμενος Ιερομόναχος και ο οποίος έδωσε υπόσχεση ενώπιον του Θεού τέλειας αφιερώσεως και ολοκληρωτικής προσφοράς για τη Μονή του, να διαμένει μέσα στον κόσμο; Ο υποψήφιος μοναχός ερωτάται κατά την Ακολουθία του Σχήματος, εάν «εκούσια αυτού γνώμη» προσέρχεται ή μήπως «εκ τίνος ανάγκης ή βίας». Ακόμη ερωτάται: «παραμένεις τω Μοναστηρίω και τη ασκήσει έως εσχάτης σου αναπνοής;». Απαντά ο υποψήφιος: «Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε πάτερ». Και οι κανόνες ορίζουν τριετή δοκιμασία των υποψηφίων μοναχών και σε εξαιρετικές περιπτώσεις τουλάχιστο εξάμηνη και είναι αυστηροί για κείνους που εγκαταλείπουν το Μοναστήρι τους. (Βλέπε Δ΄ και Ε΄ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου). Όταν λοιπόν βλέπουμε τους Ιερομόναχους μέσα στον κόσμο, μήπως κατά την Ακολουθία του Σχήματος έπαιξαν κωμωδία;
Ο όρος Αρχιμανδρίτης είναι ταυτόσημος του Ηγουμένου. (Νεαροί Ιουστινιανού, Corpus juris Civilis, ΡΚΓ΄, λδ΄, Berolini 1928, επιμ. R.Schol – G.Kroll). Παλαιότερα και η ηγουμένη εκαλείτο αρχιμανδρίτις (παρά J. Pargoire εν Dictionnaire d’ Archeologie Chetienne et de Liturgie, τ.I.c. 2746-2751). Ο Ηγούμενος αναλαμβάνων τα καθήκοντα αυτού ονομάζεται Αρχιμανδρίτης. (Ιωακείμ Γ υπ’ αρ. 8042 της 14-12-1905 προς την Ι. Κοινότητα Αγ. Όρους). Μάλιστα η απονομή του οφφικίου του Αρχιμανδρίτη θεωρούνταν προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχου. (Βλέπε Παν. Παναγιωτάκου, Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου κατά την εν Ελλάδι ισχύν αυτού, τόμ. 4, εν Αθήναις 1957, σελ. 345, παρ. 3, 346-47, 367).
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Κων/νος Ρωμανός στο βιβλίο του «Μελέτη δια τον Αρχιμανδρίτην εν γένει», (εν Αθήναις 1930, σελ. 11) αναφέρει, ότι το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη παρέχει μεν τιμή στην ιερατική μοναχική τάξη, δεν συγκαταριθμείται όμως στα οφφίκια του εφημεριακού ενοριακού κλήρου. Ο ίδιος αναφέρει και έτσι είναι, ότι στις Σλαβικές Ορθόδοξες Εκκλησίες οι Αρχιμανδρίτες υπάρχουν μόνο στα Μοναστήρια ή ως Καθηγητές Εκκλησιαστικών Σχολών. Στη Ρουμανία το αξίω¬μα του Αρχιμανδρίτη απονέμεται με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου. Γενικά οι Ιερομόναχοι και οι Αρχιμανδρίτες αποκλείονται των Ενοριών.
Συνεπώς η απονομή ευκαίρως – ακαίρως του οφφικίου του Αρχιμανδρίτη σε μοναχούς που ψευδώς ορκίσθηκαν να μείνουν ισοβίως στο Μοναστήρι, αποτελεί νόθευση και κατάχρηση της εκκλησιαστικής πράξεως και των ιερών κανόνων. Το τραγικό δε και αυτόχρημα εγκληματικό είναι, ότι νεανίσκοι 20 και 22 ετών (πολλοί απορρίπτουν αργότερα το ράσο) ανεμίζονται μετά των επιρριπταρίων μέσα στις κοινωνίες των Ενοριών με θλιβερά επακόλουθα. Και αυτοί παρουσιάζονται ως Ιερομόναχοι! Η κατάσταση αυτή είναι όντως καταχρηστική. Οι άγαμοι Κληρικοί κατά κανόνα γίνονται οι ευνοούμενοι των Επισκόπων, αναλαμβάνουν τις Πρωτοσυγκελλίες και Γραμματείες και πολλάκις γίνονται οι δυνάστες και οι διώκτες τιμίων οικογενειαρχών Εφημερίων, όταν μάλιστα τολμήσουν να αναπτύξουν ενοριακή δρά¬ση με σύγχρονες προδιαγραφές. Σε πολλούς υπερπλεονάζει η ημιμάθεια.
Ο αοίδιμος Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος θεωρεί αυτή την κατάσταση ως φο¬βερή σύγχυση και εκφράζει τη βαθεία θλίψη του. Τέτοια σύγχυση υπήρχε και παλαιότερα, γι’ αυτό η τότε Ιερά Σύνοδος απέστειλε Εγκύκλιο, στην οποία διαλαμ¬βάνει: «Παρεισέφρυσεν η κακή συνήθεια του χειροτονείν και αγάμους Ιερείς εν τω κοσμώ, όπως χρησιμεύωσιν ως τακτικοί κοινοτήτων εφημέριοι.
Την τοιαύτην αντικανονικήν συνήθειαν μη ανεχομένη του λοιπού η Σύνοδος, προσκαλεί την Υμετέραν Σεβασμιότητα, ίνα μηδέποτε εις το εξής χειροτονήσητε ή προτείνετε τοιούτους ως απαραδέκτους». (Εν Αθήναις, 7 Φεβρουαρίου 1872, Σ. Γιαννόπουλου, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου, εν Αθήναις 1901, σελ. 332-33).
Δυστυχώς η Ιερά Σύνοδος ανακάλεσε δια της υπ’ αρ. 914/26-9-57 την παραπάνω Εγκύκλιο, για να συνεχίζεται η σύγχυση και η αντικανονικότητα. Υπάρχει πάντως η υπ’ αρ. 2921/3-12-36 Εγκύκλιος, η οποία ορίζει το προβάδισμα των Αρχιερατικών Επιτρόπων, εγγάμων κατά κανόνα, των Αρχιμανδριτών κατά τις επίσημες τελετές.
Αποδεικνύεται λοιπόν εκ της πράξεως της Εκκλησίας πάγια θέση, ότι ο μοναχός ανήκει στο μοναχικό κόσμο και μένει ισοβίως στο Μοναστήρι του. Οι άγαμοι Κληρικοί που θα υπάρχουν μέσα στις Ενορίες, δεν μπορεί να θεωρούνται Ιερομό¬ναχοι και να λαμβάνουν το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη.
Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος παρατηρεί: «Καλή και αγία η αγαμία, αλλά διατί εις αδρανής, οκνηρός, ημιμαθής κ.λ.π. άγαμος θα τιμάται υπέρ ένα ζηλωτήν, δραστήριον, σοφόν και πλήρη πνευματικότητος έγγαμον; Εάν είχομεν σήμερον εν μέσω ημών τον έγγαμον Πρεσβύτερον Άγιον Γρηγόριον (τον είτα Επίσκοπον Νύσσης), δεν θα ήτο λίαν άτοπον να προτάσσωμεν αυτού νεανίσκους τινας Ιερείς, μη έχοντας άλλο προσόν πλην της αγαμίας: Τα αυτά θα ηδυνάμην να είπω ου μόνον δια παλαιούς, αλλά και δια νεωτέρους εγγάμους Πρεσβυτέρους, οίους ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος κ.ά.».Προτείνει ο επιφανής αυτός άγαμος Κληρικός, οι άγαμοι Κληρικοί, μη όντες
μοναχοί και παραμένοντες στις Ενορίες, να ακολουθούν την τάξη των οφφικίων
των εγγάμων Πρεσβυτέρων και την αρχαιότητα των πρεσβειών της ιερωσύνης. Προσθέτει δε: «Οι άγαμοι πρέπει να στρατολογούνται εκ των εχόντων και ηλικίαν
ώριμον και μόρφωσιν αρίστην και ευλάβειαν άκραν και ήθος απαστράπτον και χαρακτήρα αδαμάντινον και ψυχικήν συγκρότησιν αρτίαν, κτηθείσαν εν κόποις και
μόχθοις, εν προσευχαίς και μελέταις, εν νηστείαις και αγρυπνίαις, εν εκούσια πενία και κακοπαθία και ποικίλαις οτερήσεσιν» .Η πρόταση του π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου έρχεται σε συμφωνία με την τάξη του Μ. Τυπικού της Εκκλησίας που στην κατάσταση των οφφικίων των κοσμικών ιερέων ουδόλως αναφέρεται το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη, γιατί δεν είναι οφφίκιο των κοσμικών ιερέων, αλλά των μοναχών.
Ο Θεολόγος Καθηγητής κ. Δημ. Κωλέσης παρατηρεί: «Το φαινόμενο της παρουσίας Αρχιμανδριτών μέσα στις Ενορίες και το προβάδισμα αυτών αποτελεί παρέκκλιση της γενικώς κρατούσης κοινωνικής αντιλήψεως μιας δημοκρατικής κοινωνίας και αντιβαίνει στην έννοια του Δικαίου όχι μόνο ηθικά, αλλά και νομικά, γιατί πουθενά αλλού η αρχαιότητα και τα προσόντα δεν αντιστέλλονται ή καταργούνται».
Ας μη λησμονούμε δε, όπως γράφει ο αοίδιμος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Μελέτιος (Εκκλησ. Δίκαιον, σελ. 210), ότι τα εκκλησιαστικά οφφίκια είναι απομίμηση και τύπος «της πομπώδους αυλής των αυτοκρατόρων». Η Ενορία προηγείται της Μο¬νής, εφόσον ο μοναχικός βίος αναφάνηκε πολύ αργότερα στην Εκκλησία. Ιστορικά προηγείται η Ενορία της Μονής και επομένως και οι ενοριακοί Κληρικοί των Ιερο¬μόναχων. Δεν είναι δε δυνατό οι νόμοι και οι κανόνες των Μονών να ισχύουν στις Ενορίες, των οποίων στάδιο δράσεως είναι η χριστιανική κοινωνία.
Ο Νικόδημος Μίλας στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο (σελ. 572) λέει: «Το σπουδαιότερον έρεισμα του μονίμου επαρχιακού οργανισμού (Μητροπόλεως) και της κανονικής αναπτύξεως του εκκλησιαστικού βίου καθόλου αποτελεί ο εφημεριακός κλήρος. Ούτος εστιν ο σπουδαιότερος βοηθός και επίτροπος του επισκόπου εν τη διδασκαλία, εν τη εξασκήσει του αξιώματος αυτού ως αρχιερέως, εν τινι δε μετρώ και εν τη επιτελέσει των της αρχιποιμαντικής αυτού διακονίας». Και ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γράφει»: «Η πραγματική δύναμις της Εκκλησίας είναι ο εφημεριακός κλήρος» (Ιερός Σύνδεσμος, αρ. 11, 20 Οκτωβρίου 1927).
Ευχόμεθα να προσεχθούν όσα ετόνισαν και διατύπωσαν επιφανείς Κληρικοί από τη σημερινή εκκλησιαστική ηγεσία και μάλιστα από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Όπως λειτουργεί σήμερα η εκκλησιαστική διοίκηση μόνο οι Ιεράρχες έχουν τη μοναδική ευθύνη της διορθώσεως των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Εμείς επισημαίνουμε, ότι η τάξη πάντοτε φανερώνει το βαθύτατο χαρακτήρα της εκκλησιαστικής ζωής. Και το πνεύμα της ανανεώσεως στους λειτουργικούς και τελετουργικούς τύπους θα αγκαλιάσει και τις προϋποθέσεις της ποιμαντικής διακονίας. Και αυτή η διακονία είναι το μήνυμα της παρουσίας της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο.
Πρωτοπρεσβύτερος ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΚΟΡΔΑΣ
τ. Λυκειάρχης

ΕΓΚΩΜΙΟ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟ


Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου


Στρέψτε τὰ αὐτιὰ σας σ’ ἐμένα, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί· θὰ σᾶς διηγηθῶ μιὰ ὡραιότατη διήγηση. Διότι εἶναι σωστὸ νὰ κρύβει κανεὶς τὶς ἀποφάσεις τῶν βασιλέων, εἶναι ὅμως καλὸ νὰ ἀποκαλύπτει τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μὲ ἀφορμή τούς πιστοὺς δούλους του στηρίζει τοὺς ἀδύναμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρῶτος εἶμαι ἐγώ. Ὑπάρχει λοιπὸν σ’ ἐμένα ὁ πόθος νὰ ἀγγίξω γεγονότα πού ἔχουν συμβεῖ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ταλαίπωρης ψυχῆς μου. Θέλω νὰ βάλω σήμερα στὸν ἀργαλειὸ στημόνι ἀπὸ τὸ ὡραῖο μαλλὶ τοῦ λογικοῦ προβάτου.
Ποθῶ νὰ ὑφάνω κεντημένο χιτώνα ἀπὸ τὸ μαλλὶ τῆς λογικῆς καὶ προσευχητικῆς γλώσσας. Διότι εἶδα κάποτε ἕνα κριάρι πού εἶχε ὡραία ἐμφάνιση καὶ πνευματικὰ κέρατα, τὰ ὁποῖα ἠχοῦσαν μὲ λόγια τοῦ Θεοῦ· καὶ ἀφοῦ τὸ πλησίασα μὲ μεγάλη ἀγωνία, ἀφαίρεσα ἀπ’ αὐτό ἀθόρυβα μιὰ μικρὴ τούφα.
Μὲ κυρίευσε ὅμως ἕνας ἀβάσταχτος φόβος, διότι ἀποτόλμησα τέτοιες φοβερὲς πράξεις, ἐπειδὴ δὲν ἤμουν συνετός.
Θέλετε λοιπὸν νὰ φανερώσω ποιὸ ἦταν αὐτό τὸ κριάρι πού ἦταν στολισμένο μὲ τόσο ὡραῖα χρώματα; Αὐτό τὸ κριάρι ἦταν ὁ σοφὸς καὶ πιστὸς Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἐπισκόπευσε στὴ χώρα τῶν Καππαδοκῶν καὶ κήρυξε στὴν πόλη τῶν Καισαρέων σωτήριες διδασκαλίες γιὰ ὅλη τὴν οἰκουμένη.
Ὁ Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀληθινὰ ἡ βάση τῶν ἀρετῶν, τὸ βιβλίο τῶν ἐπαίνων, ὁ βίος τῶν θαυμάτων· αὐτός πού βαδίζει μὲ τὴ σάρκα καὶ προχωρεῖ μὲ τὸ πνεῦμα· αὐτός πού ζεῖ μὲ τὰ γήινα καὶ ἔχει τὸ βλέμμα του στραμμένο στὰ οὐράνια· αὐτός πού εἶναι τὸ βηρύλλιο πλῆκτρο τῆς μυστικῆς κιθάρας, αὐτό πού ἔτερψε τὴ χορεία τῶν ἁγίων Ἀγγέλων· αὐτός πού εἶναι τὸ σταθερὸ ἀρνί τῆς μάνδρας τῆς ζωῆς, πού καταβρόχθισε τὸ χορτάρι τοῦ ἱεροῦ Πνεύματος· αὐτός πού εἶναι τὸ ἀρνί πού πήδησε ἀπὸ τὸν πόθο καὶ ἅρπαξε τὸ ἄνθος ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ τιμίου Σταυροῦ· αὐτός πού εἶναι τὸ παχνὶ τῶν δογμάτων, ἡ γλώσσα τῶν λόγων, τὸ βραβεῖο τῶν ὀρθῶν καὶ ὠφέλιμων νοημάτων· αὐτός πού βύθισε τὸν ἑαυτό του στὸ βυθὸ τῶν Γραφῶν καὶ ἀνέσυρε τὸ λαμπρὸ μαργαριτάρι· αὐτός πού εἶναι τὸ ὥριμο σταφύλι τῆς θεϊκῆς κληματαριᾶς, πού ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πῆρε τὴ θεία γλυκύτητα· αὐτός πού εἶναι ἡ ὡραία μεμβράνη τῆς ἱερῆς σοφίας, στὴν ὁποία γράφηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὰ θεία χαράγματα· αὐτός πού εἶναι τὸ εὔφορο χωράφι τῆς οὐράνιας βασιλείας, τὸ ὁποῖο καρποφόρησε γιὰ τὸν Θεὸ καρποὺς δικαιοσύνης· αὐτός πού εἶναι βουνὸ στολισμένο μὲ τὰ ἄνθη τῆς μυστικῆς τριανταφυλλιᾶς, πού ἡ εὐωδιὰ του ἔφθασε στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό· αὐτός πού ἔψαλε ἐπάνω στὴ γῆ ἄσματα ἀρεστά στὸν Θεὸ καὶ πῆρε ἀπ’ τοὺς οὐρανούς στεφάνια εὐπρόσδεκτα· αὐτός πού ἀντιλήφθηκε τὴ χάρη καὶ διακήρυξε, ὅπως ὁ Ἰώβ, τὴν ὁμολογία του στὸν Σωτήρα τῶν ὅλων, λέγοντας: «Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού μὲ δημιούργησε, καὶ ἡ ἔμπνευση τοῦ Παντοκράτορος εἶναι αὐτή πού μὲ διδάσκει»· βεβαιώνοντας ὅτι μὲ τὴν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κήρυττε σὲ ὅλους τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ποθῶ ἀκόμη νὰ προσθέσω καὶ ἄλλη ὕφανση στὸ λόγο γιὰ τὰ ἐγκώμια, ὥστε μὲ τὴν ἀπόλαυση καὶ μὲ τὴν ἀνάμνηση τοῦ δίκαιου ἄνδρα νὰ βροῦμε στὶς προσευχὲς μας γνώση καὶ κατάνυξη. Πρέπει λοιπὸν νὰ πάρουμε στὰ χέρια μας τὴ σαΐτα τοῦ Πνεύματος καὶ νὰ τακτοποιοῦμε τὸ νῆμα τῶν νοημάτων μας. Ἔπειτα πρέπει νὰ ἑτοιμαζόμαστε γι’ αὐτή τὴν ἐργασία ἔτσι., ὥστε νὰ κλείνουμε μέσα στὸ στημόνι καὶ τὸ ὑφάδι. Ἂν λοιπὸν κάποιος κλώσει αὐτό τὸ μαλλὶ μὲ προσοχή, θὰ προσφέρει στολὴ ἀθανασίας σ’ ἐκείνους πού ποθοῦν αὐτὴ τὴ στολή.
Τέτοιες εἶναι οἱ ἀπαρχές τοῦ μυστικοῦ θρέμματος· τέτοιες εἶναι οἱ σοδειὲς τοῦ ἅγιου κτήματος. Ἔτσι ἄφθονος ἦταν στὴ διδασκαλία, ὥστε νὰ ντύνει ὅσους τύχαινε νὰ εἶναι παρόντες. Ἦταν πνευματοφόρο κριάρι τοῦ κοπαδιοῦ τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο ἀνθοῦσε μέσα στὸ ἔλεος τῆς λαμπρῆς Ἐκκλησίας· ἀπὸ τὴ μιὰ προσφέροντας ζεστασιὰ στοὺς φτωχοὺς μὲ τὸ μαλλί του, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁδηγώντας σὲ κατάνυξη τοὺς πλούσιους μὲ τὰ χτυπήματα τῶν κεράτων του. Καθὼς παρέμενε νύχτα καὶ μέρα στὰ ἴδια ἄδυτα, δέχθηκε τὴ Χάρη ἀπὸ τὸν οὐρανό. Γι’ αὐτό καὶ κάθε μέρα βγάζοντας ἄφθονα ἄνθη ὡς πρὸς τὸ λόγο, ἀνανέωνε γιὰ τὶς ψυχὲς τὸν ἀναλλοίωτο στολισμό. Καὶ παρόλο πού μοίραζε τὸν ἑαυτό του στὸν καθένα χωριστά, δὲν ἀλαζονεύονταν γιὰ τὴν ποικιλία του.
Ἐπειδὴ λοιπὸν πλήθαινε στὰ ἄφθαρτα ἄνθη, ἐπειδὴ τρεφόταν μὲ τοὺς ἅγιους κάλυκες, ἐπειδὴ ἔβρισκε ἀνάπαυση πάντοτε μέσα στὶς Γραφὲς καὶ ἀπὸ αὐτές ἔβοσκε ἄφθονο τὸ θεϊκὸ χορτάρι, καί ἀπολάμβανε τὴ χλόη στὰ βοσκοτόπια τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας, καὶ εὐφραινόταν μέσα στὶς ἱερατικὲς αὐλὲς, γι’ αὐτό καὶ ὁ λόγος του κυλοῦσε σὰν ποταμός, καὶ ἡ ἀρετὴ του προχωροῦσε σὰν τὰ κύματα τῆς θάλασσας. Ἐκεῖ τρεφόταν μὲ θεία νοήματα, καὶ ἐδῶ κήρυττε μὲ δυνατὴ φωνὴ ἀθάνατα λόγια· ἐκεῖ ἔτρωγε ἐνάρετα φαγητά, καὶ ἐδῶ διακήρυττε εὐπρόσδεκτα λόγια. Δὲν ἦταν δηλαδὴ ἡ τροφὴ του στρύχνος καὶ βάτος, ἀλλά ἦταν ρόδο καὶ κρίνο, κρόκος καὶ κιννάμωμο. Ἀκολουθοῦσε δηλαδὴ πίσω ἀπὸ τέτοιο χορτάρι, ἀρωματίζοντας τὴν τροφή του μὲ μυστικὰ βλαστάρια. Γι’ αὐτό καὶ τὸ μαλλὶ του γίνονταν λαμπρό, καὶ ἦταν κατάλληλο γιὰ τὴν ὕφανση τῶν θείων διδαγμάτων.
Καὶ γιὰ ποιὸ λόγο πρέπει νὰ λέω πολλὰ γι’ αὐτό τὸ κριάρι, ὅπου ὁλόκληρο ἔγινε σκεῦος ἕτοιμο, ὄχι σκεῦος τυχαῖο, ἀλλά τέτοιο πού εἶδε ὁ Πέτρος νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, πιασμένο ἀπὸ τὶς τέσσερες ἄκρες; Ἀλλά ἐκεῖνο κατεβαίνοντας στὴ γῆ, ἔδειξε ὅτι εἶχε πτηνὰ καὶ τετράποδα· ὁ Βασίλειος ὅμως πού βρῆκε τὴν ἄνοδο στὸν οὐρανό, παρουσίασε σ’ ἐμᾶς λόγια ἔνδοξα καὶ παράδοξα. Καὶ ἐκεῖνο βέβαια τὸ σκεῦος φάνηκε γιὰ λίγο, καὶ ἀνασύρθηκε ἡ ἐμφάνισή του, ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε μόνο σὲ ἕναν· αὐτὸς ὅμως ἀνυψωμένος πολλὰ χρόνια, χορήγησε σὲ πολλοὺς τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος. Γιὰ ἐκεῖνο τὸ σκεῦος ὁ Πέτρος ἄκουσε ἀπὸ τὸν οὐρανό, «Ἀπὸ ἐκεῖνα πού ἐγώ καθάρισα, φάγε»· καὶ γι’ αὐτὸν εἰπώθηκε σὲ ὅλους· «Αὐτόν πού ἐγώ ἁγίασα, καὶ σεῖς νὰ τὸν τιμήσετε».
Ποιὸς λοιπὸν δὲν θὰ ἐπαινοῦσε ἐκεῖνον πού δόξασε ὁ Πατέρας; ἤ ποιὸς δὲν θὰ τιμοῦσε ἐκεῖνον πού ἁγίασε ὁ Υἱός; Καὶ ποιὸς δὲν θὰ μακάριζε ἐκεῖνον πού μακάρισε τὸ σοφὸ καὶ νοερὸ καὶ σεβάσμιο Πνεῦμα;
Πωπώ, πῶς εὐδόκησε ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ νὰ κατοικήσει μέσα του καὶ νὰ περπατήσει μέσα του! «Βρίσκω ἀνάπαυση, εἶπε ὁ Θεός, στὸν ταπεινὸ καὶ ἥσυχο, καὶ σ’ αὐτόν πού φοβᾶται τὰ λόγια μου». Ἔτσι ἡ Χάρη τοῦ πλημμύρισε τὸ νοῦ, μὲ ἐκεῖνα τὰ σεμνὰ καὶ ἀστείρευτα ρεύματα, ὥστε νὰ παρουσιάσει κόσμιους καὶ αὐτούς πού μολύνθηκαν μέσα στὰ ἁμαρτήματά τους, ὅπως καὶ αὐτούς πού βαπτίσθηκαν.
Γιὰ νὰ δείξει λοιπὸν ὁ Κύριος τὴν εὐσπλαχνία του καὶ σ’ ἐμένα, ὅταν μοῦ δόθηκε ἀφορμή γιά νά προσφέρω ἐλεημοσύνη σὲ κάποια πόλη, ἄκουσα ὅταν βρέθηκα ἐκεῖ φωνὴ νὰ μοῦ λέει: «Σήκω, Ἐφραίμ, καὶ φάγε νοήματα». Καὶ ἀφοῦ ἀπάντησα, εἶπα μὲ πολλὴ ἀγωνία: «Ἀπὸ ποῦ, Κύριε, νὰ φάω;». Καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Νά, στὸν οἶκο μου, τὸ βασιλικό σκεῦος θά σοῦ προσφέρει τὸ φαγητό». Καὶ ἀφοῦ θαύμασα πολὺ γιὰ τὰ λεγόμενα, σηκώθηκα καὶ πῆγα στὸ ναὸ τοῦ Ὕψιστου, καὶ ἀφοῦ προχώρησα ἀθόρυβα στὸ προαύλιο καὶ ἔσκυψα ἀπὸ τὸν πόθο στὰ πρόθυρα, εἶδα στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς νὰ εἶναι ἁπλωμένο λαμπρὰ μπροστὰ στὸ ποίμνιο, νὰ εἶναι ὁλόκληρο στολισμένο μὲ θεοπρεπῆ λόγια, καὶ τὰ μάτια ὅλων νὰ εἶναι στραμμένα σ’ αὐτόν. Εἶδα τὸ λαὸ νὰ τρέφεται ἀπὸ αὐτόν μὲ πνεῦμα, καὶ τὴ χήρα καὶ τὸ ὀρφανὸ νὰ ἐλεεῖται πάρα πολύ. Εἶδα ἐκεῖ νὰ κυλοῦν πρὸς αὐτόν τὰ δάκρυα σὰν ποτάμι, καὶ τὸ μαλλὶ τῆς ζωῆς νὰ λάμπει σὲ ὅλους σὰν χρυσάφι, καὶ τὸν ἴδιο τὸν ποιμένα νὰ στέλνει ψηλὰ μὲ τὰ φτερὰ τοῦ Πνεύματος δεήσεις καὶ νὰ κατεβάζει ἀπαντήσεις. Εἶδα τὴν ‘Ἐκκλησία νὰ καλλωπίζεται ἀπὸ αὐτόν, καὶ τὴν ἀγαπημένη νὰ στολίζεται μὲ πολλὰ στολίδια. Εἶδα τὰ δόγματα τοῦ Παύλου, τὰ διδάγματα τῶν Προφητῶν, τὸ νόμο τῶν Εὐαγγελίων, τὸ φόβο τῶν μυστηρίων. Εἶδα ἐκεῖ τὸν ὠφέλιμο καὶ σωτήριο λόγο νὰ ὑψώνεται πιστὰ στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό, καὶ γενικὰ ὅλη ἐκείνη τὴ Σύναξη νὰ λάμπει ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τῆς Χάρης. Ἐπειδὴ λοιπὸν ὅλοι αὐτοί τόσο πολὺ προόδευαν στὴν εὐσέβεια, καθὼς ἀντλοῦσαν ἀπὸ τὸ ἐκλεκτό σκεῦος τῆς βασιλείας, ἀνύμνησα τὸν σοφὸ καὶ ἀγαθό Κύριο, ὁ Ὁποῖος τόσο πολὺ δοξάζει ἐκείνους πού τὸν δοξάζουν.
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τὸ κήρυγμα, δόθηκε στὸν ἄνδρα πληροφορία γιὰ μένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ἀφοῦ ἔστειλε καὶ κάλεσε ἐμένα τὸν τιποτένιο, ἀπευθύνθηκε σέ μένα διὰ μέσου τοῦ διερμηνέα, καί μέ ρώτησε: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἔσκυψες τέλεια τὸν τράχηλό σου καὶ σήκωσες τὸ ζυγὸ τοῦ σωτήριου λόγου;». Καὶ ἀφοῦ ἀπάντησα καί εἶπα, «ἐγώ εἶμαι ὁ Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος ἄφησα τὸν ἑαυτό μου πίσω ἀπὸ τὸν οὐράνιο δρόμο». Καὶ ἀφοῦ μὲ πλησίασε ὁ θεόπνευστος αὐτός ἄνδρας, πρόσφερε σ’ ἐμένα τὸ ἅγιο φίλημά του καὶ ἀφοῦ ἔστρωσε τραπέζι μὲ τὰ φαγητὰ τῆς σοφῆς καὶ ἅγιας καὶ πιστῆς ψυχῆς του, ὄχι τραπέζι καρυκευμένο μὲ φθαρτὰ φαγητά, ἀλλά γεμάτο μὲ ἄφθαρτα νοήματα, ἔλεγε μὲ ποιὲς δηλαδὴ καλὲς πράξεις μποροῦμε νὰ δείξουμε τήν τέλεια μετάνοιά μας στὸν Κύριο  πῶς θὰ ἐμποδίσουμε τὶς ἐπιθέσεις τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ πῶς θὰ κλείσουμε τὶς εἰσόδους τῶν παθημάτων· πῶς θὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἀποστολικὴ ἀρετή, καὶ πῶς θὰ κάμψουμε τὸν ἀδωροδόκητο Κριτή. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψα, κραύγασα καὶ εἶπα: «Ἐσύ, πάτερ, φρούρησε ἐμένα τὸν πλαδαρὸ καὶ ράθυμο· ἐσύ ὁδήγησέ με στὸν ἴσιο δρόμο· ἐσύ φέρε σὲ κατάνυξη τὴ σκληρὴ σὰν πέτρα καρδιά μου· διότι σ’ ἐσένα μὲ ἀνέθεσε ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων, γιὰ νὰ θεραπεύσεις τὴν ψυχή μου. Ἐσύ προσόρμισε τὸ σκάφος τῆς ψυχῆς μου στὸ ἥσυχο λιμάνι».
Καὶ πρόσεξε τὴ φροντίδα τοῦ καλοῦ διδασκάλου, ἀπὸ ποῦ δηλαδὴ ἄδραξε τὸ παράδειγμα τῆς ἀρετῆς μου. Κράτησε σφιχτά, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τὸ ραβδὶ τοῦ σώματος, καὶ ἀφοῦ μάδησε τὴ συνήθεια τῶν ἀνόητων παθῶν, ἀφαίρεσε τὰ λέπια μου, δηλαδὴ τὴν ἀδυναμία τῶν ματιῶν μου· καὶ ἀφοῦ ἐλάττωσε τὴν ὠχρότητα καὶ ἀνωριμότητα τοῦ λόγου, μὲ πῆρε μὲ τὸ ζῆλο καὶ μὲ βύθισε στὰ βάθη τῶν διδαγμάτων του. Τότε τὰ σπλάχνα μου πόθησαν πολὺ νὰ συνθέσουν τὸν ἔπαινο τῶν Σαράντα Μαρτύρων· διότι ὁ ἐκλεκτός πληροφόρησε τὰ αὐτιά μου γιὰ κάθε πράξη τῆς καρτερίας τους· πῶς δηλαδὴ προτίμησαν νὰ πεθάνουν γιὰ τὸν Χριστό, καὶ πόσους κινδύνους περιφρόνησαν, γιὰ νὰ Τὸν κερδίσουν, καὶ πόσοι ἦταν οἱ ἅγιοι ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό· καὶ ἐξιστοροῦσε τὰ ὑπόλοιπα κατορθώματα τῆς εὐσέβειάς τους.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ πιστὸς ἀρχιερέας μᾶς ἔκανε ἄξιους γιὰ μιὰ τέτοια λαμπρὴ ἐργασία, ἀφοῦ ἀφήσουμε τοὺς ἐπαίνους αὐτῶν τῶν τροπαιούχων καλλινίκων ἀνδρῶν γιὰ ἄλλη διήγηση, ἂς μακαρίσουμε αὐτόν, τὸν ὅσιο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἄνδρα πού εἶχε τὸν ἴδιο ζῆλο καὶ τὴν ἴδια τιμὴ μ’ αὐτούς. Διότι, ὅπως οἱ Ἅγιοι ἀντιστάθηκαν μὲ ἀνδρεία στὸν τύραννο Λικίνιο καὶ στὸν ἄρχοντα Δούκα, ἔτσι καὶ ὁ Ὅσιος ἀντιπαρατάχθηκε στὸν Οὐάλη καὶ στὸν Ἄρειο καὶ στὸν ἀλαζονικὸ ἔπαρχο. Ἐκεῖνοι οἱ Ἅγιοι ξερίζωσαν τὰ ἀγκάθια τῆς πλάνης, καὶ αὐτὸς ξερίζωσε τὰ τριβόλια τῆς αἱρετικῆς μανίας. Ἐκεῖνοι διέλυσαν τὰ ἀγωνίσματα τοῦ Λικίνιου, καὶ αὐτός κατάργησε τὰ προστάγματα τοῦ Οὐάλη. Ἐκεῖνοι κατάργησαν τὶς προσταγὲς τοῦ Δούκα, καὶ αὐτός καταντρόπιασε τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἄρειου. Ἐκεῖνοι διέλυσαν τὴν ἀλαζονεία τοῦ ἄρχοντα, καὶ αὐτός τσάκισε τὴ μανία τοῦ ἔπαρχου Μόδεστου.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁπλίσθηκε ἀπὸ τὴν ἄθλησή τους μὲ κεντρί, ὅπως ὁ Φινεές, τρύπησε τὶς γλῶσσες πού ἔφυγαν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτό καὶ ποθοῦσε πολὺ ἔντονα νὰ πιεῖ τὸ ποτήρι τοῦ μαρτυρίου καὶ βιαζόνταν νὰ στήσει τρόπαιο μὲ τὸ μαρτύριό του. Οἱ Μάρτυρες, χάρη στὴν πίστη τους στὸν Χριστό, σήκωσαν ἐπάνω τους ὅλη μαζὶ τὴ θλίψη καὶ τὴν ὑπέ-μειναν μὲ γενναιότητα· ὁ Βασίλειος ἐπίσης, χάρη στὴν ἐλπίδα του στὸν Χριστό, ὑπέφερε μὲ ἀνδρεία τὴ χιονοθύελλα τῶν πειρασμῶν. Ἐκεῖνοι πέταξαν τοὺς χιτῶνες τους καὶ πρόσφεραν τὰ μέλη τους στὰ βασανιστήρια· καὶ αὐτός βιάζονταν νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω του ἀκόμη καὶ τὸ κουρέλι πού εἶχε γύρω ἀπὸ τὸν τράχηλό του καὶ τὸ σῶμα. Ἐκεῖνοι στὴ λίμνη τράβηξαν πρὸς τὸν ἑαυτὸ τους αὐτόν πού πλανιόταν στὴν ἀσέβεια καὶ τὸν ἔκαναν ἄξιο γιὰ τὴ δόξα· αὐτός ἐπίσης βαφτίζοντας τοὺς ἄπιστους στὴν κολυμβήθρα, ἔγινε γι’ αὐτοὺς πρόξενος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖνοι μέσα στὰ νερά, φλεγόμενοι ἀπὸ τὸν πόθο, εἶδαν τὸ φῶς μαζὶ μὲ τὰ στεφάνια πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τους· καὶ αὐτός πυρπολούμενος ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδας, πῆρε τὰ βραβεῖα γιὰ τὸν ἀγώνα του ἐνάντιον τῶν κακοδόξων.
Πόσες πανουργίες μεταχειρίσθηκε ὁ πονηρὸς Βελίαρ γιὰ νὰ χωρίσει τὸν Βασίλειο ἀπὸ τὴν οὐράνια βασιλεία! Ἐξόργισε βασιλιάδες, ἄρχοντες καὶ ὄχλους, ἀλλά ὁ Βασίλειος ἔγινε βάση τῶν πιστῶν. Ἐξαγρίωσε ὅλες τὶς καταιγίδες του, ἀλλά δὲν τάραξε διόλου τὸν σοφὸ ἔμπορο. Προκάλεσε θύελλα μὲ τοὺς βοηθούς του, δηλαδὴ μὲ τὶς αἱρέσεις, ἀλλά ἡ τέχνη τοῦ κυβερνήτη ἀποδεικνύονταν περισσότερο. Ξεσήκωσε τρικυμίες ἐνάντιον τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά δὲν μπόρεσε νὰ βυθίσει τὸ πλοῖο τῆς πίστης τοῦ Βασιλείου. Τὸν πολέμησε μὲ αἱρετικὰ λόγια, ἀλλά ἀμέσως τραυματίζονταν ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς θεολογίας. Ἐξόπλισε ἐναντίον του τὸν Ἄρειο, ὅπως τὸν Γολιάθ, ἀλλά χτυπιόταν ἀπ’ αὐτόν, σὰν μὲ σφενδόνη, μὲ τὰ τρία λιθάρια τῆς πίστης. Ἐπιτέθηκε μὲ ὁρμή στὸν πύργο του μὲ τοὺς ἀνέμους τῆς κακοδοξίας —ἄνεμοι δηλαδὴ ἦταν οἱ λόγοι τῶν ἀσεβῶν— ἀλλά δὲν τὸν ἔπεισαν, διότι εἶχε ὀχυρωθεῖ μὲ τὰ τρία ἀπόρθητα τείχη τῆς ἄχραντης Τριάδας. Ἐκτόξευσε τὰ βέλη τῆς πολυθεΐας, ἀλλά ἀμέσως τράπηκε σὲ φυγὴ ἀπὸ τὴ μονοθεΐα. Ἔρχονταν στρατεύματα σκυλιῶν πού γαύγιζαν, ἀλλά μὲ τὴ ράβδο τοῦ σταυροῦ τὰ τραυμάτιζε. Οἱ λύκοι φοροῦσαν πάλι τὸ δέρμα τῶν προβάτων, ἀλλά ἀμέσως ἔλεγχε τὴν ὑποκρισία τους. Βιαζόταν ἡ ἀδικία νὰ τὸν ταράξει, ἀλλά ἀμέσως νικιόταν ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη τοῦ ἀνδρός. Φιλονεικοῦσαν οἱ ἄπιστοι νὰ μιμηθοῦν τὴν πίστη καὶ τὴ διδασκαλία του, ἀλλά ἀμέσως διακηρυσσόταν ἡ κακόπιστη καὶ ἀσεβής γνώμη τους. Μεταχειρίζονταν κολακεῖες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν παρρησία του, ἀλλά ἀμέσως ἀποκαλυπτόταν ἡ ἀφροσύνη τους.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ γνωρίζουν καὶ οἱ ἔχθροι νὰ σέβονται καὶ νὰ τιμοῦν τὴν ἀρετή καὶ τὴν ἀνδρεία, ὅταν τὸ παιδὶ τοῦ τυράννου βασανιζόταν ἀπὸ φοβερὴ ἀρρώστια, παρακαλοῦσαν τὸν ἄνδρα νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτό ·ἐκεῖνος ὅμως πρότεινε, λέγοντας: «θὰ προσευχηθῶ, ἂν μοῦ τὸ δώσεις νὰ τὸ ὁδηγήσω στὴν ἀψεγάδιαστη πίστη καὶ νὰ τὸ ἀπαλλάξω ἀπὸ κάθε δυσσέβεια τῶν μαθημάτων τοῦ Ἀρείου»· καὶ ὅταν ὁ πατέρας συμφώνησε, ἀμέσως ὁ Βασίλειος ἔγινε μεσολαβητὴς γιὰ τὸν ἐπίγειο βασιλιὰ πρὸς τὸν οὐράνιο· προσκόμιζε τὴν ὑπόσχεση τοῦ ἄνδρα, καὶ ἔφερνε σ’ αὐτόν τὴ θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του.
Μόλις λοιπὸν εἶδαν τὰ φίδια νὰ ἔχει σωθεῖ τὸ παιδί, ξανὰ ἔβλαψαν ὕπουλα τὴ θέληση τοῦ ἀνόητου βασιλιᾶ, καὶ ἀφοῦ πῆραν τὸ γιό του, τὸν βάφτισαν μὲ νερό, ὄχι ὅμως μὲ Πνεῦμα. Δίδασκαν νὰ ἀρνηθεῖ τόνΥἱό τοῦ Θεοῦ. Ἐξωτερικά ντύνοντας καὶ ἐσωτερικὰ ξεντύνοντας· ἐξωτερικὰ ντύνει τὸν Χριστὸ καὶ ἐσωτερικὰ τὸν ξεσχίζει. Γι’ αὐτό καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀφαίρεσε τὸ πνεῦμα τοῦ δύστυχου παιδιοῦ, κηρύττοντας τὴν ἀχαριστία τους.
Αὐτά δὲν εἶναι δευτερότερα ἀπὸ τὰ καταπληκτικὰ ἔργα τοῦ Ἠλία, καὶ δὲν εἶναι κατώτερα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Ἐλισσαίου. Ὅπως ἐκεῖνοι ἐπανέφεραν στὴ ζωὴ τοὺς νεκρούς, ἔτσι καὶ ὁ πιστὸς Βασίλειος μὲ τὴν προσευχὴ του ἅρπαξε ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ παιδὶ πού ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει. Καὶ ὅπως ἐπίσης ὁ Πέτρος τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα, πού ἔκλεψαν, τοὺς θανάτωσε, ἔτσι καὶ ὁ Βασίλειος, κατέχοντας τὴ θέση τοῦ Πέτρου, καὶ συγχρόνως μετέχοντας στὴν παρρησία ἐκείνου, ἔλεγξε τὸν Οὐάλη, πού ἀθέτησε τὴν ὑπόσχεσή του, καὶ θανάτωσε τὸ γιό του. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό κυρίευσε πολλὴ λύπη καὶ ἀμηχανία τοὺς ἐλεεινοὺς καὶ ἐκεῖνο τὸν ἄπιστο βασιλιά.
Καὶ ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ διηγηθεῖ ἀντάξια τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων, πού παρουσίασε ὁ μακάριος καὶ πιστὸς Βασίλειος, μέσα στὰ ἴδια τὰ γεγονότα; Ἐπειδὴ λοιπὸν εἴμαστε ἀδύνατοι νὰ ἐξηγήσουμε τὰ τόσα πολλὰ κατορθώματα τοῦ ἄνδρα, παραλείποντας ὅλα, καὶ ἀναφέροντας ἕνα, ἂς δείξουμε πῶς καὶ τὰ ἀναίσθητα συμμαχοῦσαν μὲ τὸν ἄνδρα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὰ γεννήματα τῆς ὀχιᾶς μεταχειρίζονταν κάθε τρόπο νὰ φονεύσουν τὸν δίκαιο, διότι συνεχῶς πολεμοῦνταν μὲ τὰ λόγια ἐκείνου καὶ συγχρόνως μὲ τὰ θαύματά του, σὰν μὲ βέλη, προσῆλθαν στὸ βασιλιὰ ζητώντας νὰ τὸν ἁρπάξει καὶ νὰ τὸν ἐξορίσει: «Εἶναι ἀνυπόφορος, εἶπαν, ἀκόμη καὶ νὰ τὸν βλέπουμε· διότι ἐναντιώνεται πάρα πολὺ σ’ ἐμᾶς μὲ τὰ λόγια του· γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο, βασιλιά, νὰ προοδεύσει ἡ δική μας πίστη, ὅσο αὐτός εἶναι παρών».
Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ βασιλιὰς παρασύρθηκε ἀπὸ τὰ λόγια τους, ἀποφάσισε νὰ ἐξορισθεῖ αὐτός· ἡ γραφίδα ὅμως ἀμέσως, ἐπειδὴ δὲν ἄντεξε νὰ ὑπηρετήσει τὴν παράνομη ἀπόφαση, συντρίφθηκε ἀπὸ μόνη της, διδάσκοντας στὸν ἀνόητο πόσο μεγάλη ἀσέβεια θέλει νὰ διαπράξει στὸ δοῦλο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κήρυττε μία θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀποδείκνυε ἐντελῶς μὲ σοφία ὅτι εἶναι σκυλιὰ λυσσασμένα ἐκεῖνοι πού φρονοῦσαν ἡ ὁμολογοῦσαν τὴ διαίρεση. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἀντιλαμβάνονταν ὁ ἀναισθητότερος ἀπὸ τὴν ἄψυχη γραφίδα, ὁ ὁποῖος ἦταν γιὸς τῆς πλάνης, πῆρε καὶ δεύτερη γραφίδα γιὰ νὰ ὑπογράψει καὶ νὰ ἀποτελειώσει τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία του. Εἶδε ὅμως καὶ αὐτή τὴ γραφίδα νὰ θραύεται καὶ νὰ μὴ δέχεται νὰ συμμετάσχει στὸ κακὸ πού ἔσπευδε νὰ διαπράξει. «Γιατί σπεύδεις, βασιλιά, νὰ ἐξορίσεις σὲ ξένη χώρα αὐτόν πού ἔχει ἔνοικο μέσα του Ἐκεῖνον πού γεμίζει τὰ πάντα; Γιατί θέλεις νὰ ἐξοντώσεις αὐτόν πού εἶναι σέ ὅλα ἀδιάβλητος; Γιατί διώχνεις ἀπὸ τὴν πόλη τὸν οὐρανοπολίτη; Ἂν μάλιστα πάρεις καὶ τρίτη γραφίδα, θὰ τὴν δεῖς νὰ κομματιάζεται καὶ νὰ μὴ δέχεται κι αὐτή νὰ συνεργεῖ», πράγμα πού τελικά ἔγινε.
Τότε διακηρύχθηκε φανερὰ σὲ ὅλους ἡ νίκη καὶ τὸ λαμπρὸ τρόπαιο τοῦ ἀκατανίκητου ἄνδρα. Οἱ τρεῖς γραφίδες ἔγιναν ὑπερασπιστὲς αὐτοῦ πού κήρυττε τὴν ὁμοούσια Τριάδα. Τὸ χέρι ἔσπευδε νὰ βγάλει τὴν ἀπόφαση, οἱ γραφίδες ἀποδείκνυαν ὅτι αὐτή εἶναι ἄδικη. Τὸ χέρι βιαζόταν νὰ δώσει πονηρὴ ψῆφο, οἱ γραφίδες ἐμπόδιζαν τὴν ἀνωφελῆ βιασύνη. Καὶ ὅπως τὸ ραβδὶ τοῦ Μωυσῆ ντρόπιαζε ὅλους τούς γητευτὲς καὶ τοὺς ὑπόλοιπους μάγους τῆς Αἰγύπτου, ἔτσι καὶ οἱ γραφίδες κατάργησαν ἀμέσως τὴν ἀπόφαση τῶν ἀσεβῶν καὶ τῶν παιδιῶν τοῦ σκότους.
Πῶς νὰ σὲ μακαρίσουμε, πάτερ Βασίλειε, ἐσένα πού μὲ τὸ κεντρὶ τῆς ἀλήθειας κεντρίζεις καὶ διώχνεις τὴν πλάνη· ἐσένα πού ἀναχωρεῖς συνετὰ μαζὶ μὲ τὶς μέλισσες καὶ κατασκηνώνεις στὸ λιβάδι τῶν θεόπνευστων Γραφῶν, καὶ ἀπὸ κεῖ ἀνθολογεῖς γιὰ μᾶς ἄνθη προφητικά, δροσιὰ ἀποστολική, ζωὴ εὐαγγελική· ἐσένα πού διαρκῶς κάθεσαι στὶς κυψέλες τῶν ἀρετῶν, καὶ ἀπ’ αὐτές κατασκευάζεις γιὰ μᾶς τὴ θεία πρόπολη· ἐσένα πού παρήγαγες σοφά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ μέλι τῆς θείας καὶ ἀψεγάδιαστης πίστης· ἐσένα πού μᾶς διδάσκεις νὰ καταφρονοῦμε τὶς πονηρὲς σφῆκες καὶ νὰ κατευθύνουμε τὸ πέταγμα στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό· ἐσένα πού κραύγασες ὅπως ὁ Δαβίδ, «εἶναι γλυκὰ τὰ λόγια σου στὸ λάρυγγά μου, εἶναι γλυκύτερα ἀπὸ τὸ μέλι στὸ στόμα μου»!
Πιστὲ Βασίλειε, ἔγινες δεκτὸς ὅπως ὁ Ἄβελ, μεταφέρθηκες στὸν οὐρανό ὅπως ὁ Ἐνώχ, σώθηκες ὅπως ὁ Νῶε, ὀνομάσθηκες φίλος τοῦ Θεοῦ ὅπως ὁ Ἀβραάμ, προσφέρθηκες θυσία στὸν Θεὸ ὅπως ὁ
Ἰσαάκ, ὑπέφερες πειρασμοὺς μὲ γενναιότητα ὅπως ὁ Ἰακώβ, καὶ δοξάσθηκες πολὺ ὅπως ὁ Ἰωσήφ. Βύθισες μὲ τὴ ράβδο τοῦ σταυροῦ τὸν δεύτερο Φαραώ, ὅπως ὁ Μωυσῆς, κόβοντας τὴ θάλασσα τῶν παθῶν, ἀναδείχθηκες ἀρχιερέας τοῦ Κυρίου ὅπως ὁ Ἀαρών, ἔτρεψες σὲ φυγὴ τοὺς ἐχθρούς ὅπως ὁ Ἰησοῦς ὁ γιὸς τοῦ Ναυῆ, ἀξιώθηκες νά δεχθεῖς τὴ Χάρη, ἐπειδὴ ἔδειξες ζῆλο ὅπως ὁ Φινεές, ὑψώθηκες ὅπως ὁ Σαμουήλ, διαφυλάχθηκες ὅπως ὁ Δαβίδ, ἁρπάχθηκες στὸν οὐρανό ὅπως ὁ Ἠλίας, ἀξιώθηκες διπλὴ χάρη ὅπως ὁ Ἐλισσαῖος. Καθαρίσθηκες μὲ τὴ νοητὴ φωτιὰ ὅπως ὁ Ἠσαΐας καὶ ἁγιάσθηκες ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς μητέρας σου ὅπως ὁ Ἱερεμίας. Εἶδες, ὅπως ὁ Ἰεζεκιήλ, Ἐκεῖνον πού κάθεται ἐπάνω στὰ Χερουβείμ, φίμωσες, ὅπως ὁ Δανιήλ, τὰ στόματα τῶν λιονταριῶν, καὶ ὅπως οἱ Τρεῖς Παῖδες καταπάτησες ἐντελῶς τὴ φλόγα τῶν ἐχθρῶν. Κήρυξες ὅπως ὁ Πέτρος, δίδαξες ὅπως ὁ Παῦλος, ὁμολόγησες ὅπως ὁ Θωμᾶς ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Θεός, Αὐτός πού ἔπαθε γιά μᾶς. Ἐσύ θεολόγησες ὅπως ὁ Ματθαῖος, ὁ Μάρκος, ὁ Λουκᾶς καὶ ὁ Ἰωάννης· καὶ ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, δίδαξες τοὺς ἄνομους, ἐπέστρεψες τοὺς ἀσεβεῖς, εὐαρέστησες στὸν Θεό.
Μεσίτευε γιὰ μένα τὸν πολὺ ἐλεεινό, καὶ ἐπανάφερέ με στήν εὐθεία ὁδό μὲ τὶς πρεσβεῖες σου, πάτερ· ἐσύ ὁ ἀνδρεῖος ἐμένα τὸν χαῦνο, ὁ ἀγωνιστής τὸν ὀκνηρό, ὁ πρόθυμος τὸν ράθυμο, ὁ σοφὸς τὸν ἀνόητο· ἐσύ πού θησαύρισες γιὰ τὸν ἑαυτό σου τὸ θησαυρὸ τῶν ἀρετῶν, ἐμένα τὸν στερημένο ἀπὸ κάθε καλό· διότι ἐσένα δόξασε ὁ Πατέρας τῆς εὐσπλαχνίας, καὶ ἐσένα μακάρισε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ· ἐσένα σὲ καθιέρωσε ναὸ ἅγιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· στὸ Ὁποῖο πρέπει ἡ δόξα, ἡ ἐξουσία, ἡ μεγαλοπρέπεια, στοὺς αἰῶνες. ‘Ἀμήν.







Αρχή του νέου έτους Ή αξία του χρόνου

Συντάκτης επίσκοπος Αυγουστίνος Ν. Καντιώτης

Αρχή του νέου έτους

Ή αξία του χρόνου
(ό αριθμός 8.760)


ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ της 31 ης Δεκεμβρίου, όταν το ρολόι χτυπά 12 ακριβώς, ένα έτος —με τις πίκρες και τις χαρές του— σβήνει, και ένα νέο έτος ανατέλλει. Το παλαιό ανήκει πλέον στην Ιστορία. Οι 365 ήμερες του έχουν περάσει!

Το σκεφθήκατε, αγαπητοί μου, αυτό; Τι πράξαμε κατά το διάστημα των 365 ήμερων; Είμεθα χρεωμένοι γι' αυτές. Για να δώσω μια ιδέα της ευθύνης πού έχουμε για το χρόνο πού περνάει, θα φέρω μια εικόνα, ένα παράδειγμα θα μιλήσω παραβολικούς.

Ένας βασιλιάς είχε πολλούς υπηκόους. Επειδή τους αγαπούσε, μια μέρα έκανε σε όλους από ένα δώρο. Τους έδωσε ως μποναμά από ένα πουγκί γεμάτο χρυσά νομίσματα. Το πήραν οι άνθρωποι, το άνοιξαν, κι άρχισαν να μετράνε τα νομίσματα. Μετρούσαν, μετρούσαν... Όλοι βρήκαν το ίδιο μέσα στο πουγκί του καθενός υπήρχαν 8.760 χρυσά νομίσματα, 8.760 λίρες! Μεγάλο το ποσό. Το έδωσε ό βασιλιάς από καλοσύνη, για να το χρησιμοποιήσουν για το καλό το δικό τους και των άλλων. Άλλ' αυτοί Τι έκαναν μπορείτε να φαντασθείτε; Αντί με τα χρήματα αυτά να βοηθήσουν το σπίτι τους και την κοινωνία, πήραν το πουγκί, πήγαν κοντά στο ποτάμι, το άνοιξαν και άρχισαν να πετάνε μία - μία τις λίρες μέσα στο νερό. Όλες τις λίρες τις πέταξαν στο ποτάμι! "Αν ήταν κάποιος εκεί και τους έβλεπε, Τι θα 'λεγε; Ότι αυτοί τρελλάθηκαν.

Αύτη είναι ή παραβολή, αγαπητοί μου. Ποιος είναι ό βασιλιάς αυτός; είναι ό Θεός. Ποιοι είναι οΐ άμυαλοι υπήκοοι; Εμείς. Και ποιος είναι αυτός ό αριθμός 8.760; Πιάστε μολύβι, κάντε ένα πολλαπλασιασμό και θα το βρείτε. Κάθε ημερονύκτιο πού περνάει έχει 24 ώρες, και όλος ό χρόνος έχει 365 ήμερες. Οι 365 ήμερες επί24 ώρες μας κάνουν 8.760 ώρες τόσες ώρες έχει· όλο το έτος. Από την 1η Ιανουαρίου του παλαιού έτους μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου πέρασαν, αγαπητοί μου, 8.760 ώρες. Μέσα στο διάστημα αυτό Τι κάναμε; Τις αξιοποιήσαμε; Η μοιάζουμε μ' αυτούς πού πέταξαν στο ποτάμι όλες τις λίρες τους; Κάντε μια έρευνα στον εαυτό σας, έναν υπολογισμό.

8.760 ώρες! Μεταξύ των ωρών αυτών υπάρχουν ώρες πού αφιερώσατε σε ακρόαση του θείου λόγου και σε μελέτη της αγίας Γραφής; Υπήρξαν ώρες πού τρέξατε ν' ακούσετε το θείο κήρυγμα και ώρες πού ανοίξατε το Ευαγγέλιο; Αν υπάρχουν, είστε μακάριοι. Έτσι αρχίζει το Ψαλτήρι «Μακάριος», λέει, καλότυχος κ' ευτυχισμένος ποιος είναι; αυτός πού έχει λεφτά, πολυκατοικίες και επιχειρήσεις λιμουζίνες, διασκεδάσεις; «Μακάριος», λέει, ό άνθρωπος, «ός ουκ έπορεύθη εν βουλή άσεβων. .. άλλ' ή εν τω νόμο Κυρίου το θέλημα αυτού, και εν τω νόμο αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2). Μακάριος όποιος παίρνει στα χέρια του τη Γραφή και τη διαβάζει. Σάς ερωτώ λοιπόν τον περασμένο χρόνο ό άγγελος σας, σας είδε να κρατάτε στα χέρια το Ευαγγέλιο να διαβάζετε; ό Χριστός ό ίδιος λέει «Μακάριοι οι άκούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. 11,28).

Πέρασαν 8.760 ώρες. Σάς ερωτώ· Μέσα σ' αυτές υπήρχε καμιά ώρα πού αφιερώσατε σε προσευχή;

Στα παλαιά τα χρόνια οι Χριστιανοί διέθεταν ώρες ολόκληρες για προσευχή. Τώρα; Υπάρχει ώρα πού ό άγγελος σας βλέπει γονατισμένους να προσεύχεστε στο Θεό; "Ω αν ξέραμε Τι δύναμις είναι ή προσευχή και Τι χάνουμε πού δεν προσευχόμεθα! Πόσα άλυτα προβλήματα (προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά κ.ά.) θα είχαμε λύσει αν χρησιμοποιούσαμε το κλειδί αυτό πού μας σας δίνει ό Θεός! Πόση παρηγοριά έχει ή ώρα πού

λες- Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, δια πρεσβειών της Θεοτόκου και των αγίων ελέησον με! Πέρασαν 8.760 ώρες. Μέσα σ' αυτές είχες κάποια ώρα και ήμερα νηστείας; Ορισμένες ήμερες, όπως ή Τετάρτη, ή Παρασκευή, ή Μεγάλη Παρασκευή, ό άνθρωπος πρέπει να νηστεύει. Ένας πολιτικός μας έκανε περιοδεία σε χωριά, κι όταν επέστρεψε στην έδρα του εκαυχάτο —Δεκαπέντε μέρες περιόδευσα δεκαπέντε χωριά· και κάθε μέρα είχα σφαχτό κρέας... Και ένας χωριάτης, τσοπάνος, τον ρωτά.

—Καλά, υψηλότατε, μέσα σε δεκαπέντε μέρες δεν υπήρχε καμία Τετάρτη, καμία Παρασκευή;

Όλες Πάσχα ήτανε;.
..

Έτσι μερικοί σβήσανε τις ήμερες της νηστείας· και τη Μεγάλη Παρασκευή ακόμη καταλύουν. Ό διάβολος πήρε γομολάστιχα και τα 'σβησε όλα αυτά.

Πέρασαν 8.760 ώρες! Σάς ερωτώ μέσα σ' αυτές υπάρχει μια ώρα μετανοίας και εξομολογήσεως; είναι ώρα ευλογημένη, ώρα πού βάζεις τον διάβολο κάτω και τον πατάς. είναι ώρα πού επάνω στον ουρανό παιανίζει ή μουσική των αγγέλων. είναι ή ώρα πού γονατίζεις μπροστά στον πνευματικό και ανοίγεις το στόμα σου όχι να κατηγορήσεις και να κατακρίνεις άλλον, άλλα για να πεις· Ήμαρτον, Θεέ μου, συχώρεσε με!... Και έχεις να πεις πολλά αμαρτήματα. Εξοικονόμησες μια ώρα να πάς στον εξομολόγο ν' ανοίξεις την καρδιά σου, να κλάψεις και να πεις «Ό Θεός, ίλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» και «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ.18,13123,42); Το έκανες αυτό τον περασμένο χρόνο;

Πέρασαν 8.760 ώρες. Μήπως λησμόνησες μια άλλη ώρα, ώρα χρυσή; είναι ή ώρα της ελεημοσύνης. Άνοιξες το χέρι σου και έδωσες κρυφά, μυστικά, με την καρδιά σου, κάτι από τον κόπο και τον ιδρώτα σου σε ένα δυστυχισμένο άνθρωπο; Χέρι πού σκορπάει το καλό, είναι χέρι Θεού, είναι χέρι Χριστού.

Πέρασαν 8.760 ώρες. Μέσα σ' αυτές υπήρχε άραγε και ή κορυφαία ώρα, ή ώρα της θείας κοινωνίας; είναι ή ώρα πού μετανοημένος, εξομολογημένος, καθαρισμένος, αφού έχεις αγαπηθεί με τον εχθρό σου και με το δάκρυ του ληστού στα μάτια σου έρχεσαι εμπρός στην ωραία πύλη και κοινωνείς των αχράντων μυστηρίων. «Λάβετε φάγετε...» (Ματθ. 26,26). Ή ώρα αυτή δεν συγκρίνεται· δεν πωλείται, δεν αγοράζεται. είναι υπεράνω όλων των ωρών.

Υπάρχουν λοιπόν τέτοιες ώρες; Σάς ερωτώ αδέρφια μου, ερωτώ πρώτο τον εαυτό μου. Δεν έχουμε δυστυχώς τέτοιες ώρες. Οι ώρες μας είναι ώρες αμαρτίας, ώρες διαβόλου- μόνο ώρες Θεού δεν είναι. Σπαταλούμαι το χρόνο, σαν αυτούς πού πέταξαν τις λίρες στο ποτάμι.

Είμαστε αδικαιολόγητοι. Το Ευαγγέλιο λέει, ότι οί κάτοικοι των Ιεροσολύμων στην εποχή του Χριστού είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Όταν άκουσαν, ότι παρουσιάστηκε κήρυκας και έξομολόγος, ό Ιωάννης ό Πρόδρομος, έκλεισαν τα μαγαζιά τους, πήραν τα παιδιά τους, βάδισαν χιλιόμετρα, πέρασαν τον Ιορδάνη, κ' έφθασαν στην έρημο, για ν' ακούσουν το κήρυγμα και να εξομολογηθούν τα αμαρτήματα τους. και εξομολογούντο όλοι «εν τω Ιορδάνη ποταμω» (Μαρκ. 1,5). Σήμερα πολλοί λεγόμενοι Χριστιανοί αδιαφορούν. Ακούνε την καμπάνα και δεν τρέχουν στην εκκλησία. Άλλοτε, όταν δεν είχαν έξομολόγο στο μέρος τους, πήγαιναν στο Αγιον Όρος, εύρισκαν πνευματικό και εξομολογούντο. Ποιος πάει τώρα στο Αγιον Όρος να εξομολογηθεί;

8.760 ώρες έχει το έτος και 68 ώρες έχει ή εβδομάδα. Χριστιανέ μου, αφιέρωσε στο Θεό μία ώρα την εβδομάδα και έλα στην εκκλησία! Ώρες ολόκληρες διαθέτεις άλλου· για το Θεό τίποτα; Τον ξεχάσαμε. Είμαστε γενεά μοιχαλίς, δέντρα άκαρπα κατάλληλα μόνο για τη φωτιά. Το λέει ό Ιωάννης ό Βαπτιστής· «Πάν δένδρο μη ποιούν καρπό καλόν εκκόπτεται και εις το πυρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19).

Τι πρέπει να κάνουμε; Έμενα ρωτάτε; Ρωτήστε τον Ιωάννη. Τι λέει ό Ιωάννης; Μια λέξη, ένα κλειδί μας δίνει· «Μετανοείτε» (Ματθ. 3,2), δηλαδή αλλάξτε μυαλό, αλλάξτε δρομολόγιο, γιατί όπως πάτε θα βρεθείτε στο γκρεμό, στην κόλαση. Αλλάξτε πρόγραμμα, αξιοποιήστε το χρόνο πού χαρίζει ό Θεός, μη τον σπαταλάτε.

"Αν μπορούσαμε, αγαπητοί μου, ν' ακούσουμε Τι ζητούν οί κολασμένοι στον αδη, ξέρετε Τι θέλουν; Μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, να ξαναγύριζαν στη ζωή, για να πουν «Ήμαρτον» και «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 15,18,21· 23,42). Γι' αυτό εμείς μη χάνουμε καιρό. Ας συναισθανθούμε Τι χάσαμε, ας μετανοήσουμε, ας κλάψουμε. Και στο έξης να προσπαθήσουμε όλες οί ώρες ν' αξιοποιηθούν. Να δώσουμε υπόσχεση στο Θεό, εφέτος να μην κερδίσει ό διάβολος ούτε μία ώρα. Όλες οί ώρες, όλες οί μέρες, όλες οί βδομάδες, όλη ή ζωή μας νά είναι κοντά στο Θεό, κοντά στους αγγέλους, κοντά στην Παναγιά, για να 'χουμε την ευλογία του Χριστού εις αιώνας αιώνων αμήν.


Επίσκοπος Αυγουστίνος

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον Ιερό. ναό Άγιας Μαρκέλλας Βοτανικού - Αθηνών την 31-12-1961
Καταγραφή και σύντμησης 1-1-2005

Στοχασμοί στο νέο έτος

Πέρασε και πάλι ένας ολόκληρος χρόνος και έφυγε μέσα στα βάθη των αιώνων. Και προστέθηκε στη ζωή και την ηλικία μας ένας ακόμη χρόνος. Και βαδίζουμε οι άνθρωποι όλοι και ο κόσμος όλος, κινούμενοι και διακινούμενοι μέσα σ’ αυτήν την αδιάκοπη κίνηση και εναλλαγή του χρόνου. Πού πηγαίνει αυτή η κίνηση; Πού οδηγεί τον άνθρωπο; Ερωτήματα, που ο καθένας τα απαντά κατά βούληση.
Προβληματισμένοι οι άνθρωποι κινούνται μέσα στο χρόνο και οδηγούνται μέσα στην κίνηση, κατά βούληση βεβαίως και απόφαση πρωτίστως προσωπική, αλλά παράλληλα και κατά βούληση των μεγάλων «υπευθύνων», των διαφόρων καθεστώτων της κοσμικής εξουσίας, των οικονομικών κεφαλαίων και των συμφερόντων αυτών, της κοσμικής απληστίας του πλουτισμού και του ηδονισμού, της ηδονιστικής και αισθησιακής απολαύσεως της ζωής, ακόμη μέσα σ’ έναν κόσμο άπονο και αφιλάνθρωπο, που έχει καταδικάσει ένα μέρος του στη φτώχεια, την εξαθλίωση, τη γύμνωση και την στέρηση και αυτών ακόμη των αναγκαίων για τη συντήρησή του.
Και διακινείται ακόμη και επί πλέον μέσα στην παραπληροφόρηση, στη σύγχυση, στην πλάνη, στην αίρεση, τα οποία όλα «εκφράζουν μία ψευδεπίγραφη πρόταση ζωής, η οποία επιχειρεί να αποσπάσει τον άνθρωπο από το φυσικό χώρο της κατά Χριστόν θεραπείας του και δοξασμού του, που είναι το Σώμα του Χριστού, αυτή η μία Εκκλησία», όπως σημειώνει ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, σε μήνυμά του, σε ένα αντιαιρετικό Συνέδριο.
Και ο άνθρωπος, ευρισκόμενος υπό την επιρροή αυτών των καταστάσεων, υφίσταται τη σύγχυση και πολλάκις τον κλονισμό στην προσωπική του πορεία.
Η Αγία Γραφή θέτει το ερώτημα: «Πόθεν έρχομαι και πού πηγαίνω;». Και ο Ιησούς Χριστός απαντά: «Εκ του Θεού εξήλθον και εις τον Θεόν πορεύομαι». Όμως ποιος ή ποιοι εννοούν και βιώνουν την απάντηση αυτή του Κυρίου; Οι χριστιανοί; Οι περισσότεροι παρερμηνεύουν την αποκεκαλυμμένη αλήθεια, και βρίσκονται, ως εκ τούτου, στην πλάνη και την αίρεση. Οι άλλοι χριστιανοί ταλανίζονται μέσα στην ασυνέπεια της ζωής τους, μεταξύ πίστεως και ζωής, μεταξύ θεωρίας και πράξεως. Και λίγοι εντείνουν την προσπάθειά τους να εισέλθουν μέσα στα βιώματα των Μυστηρίων του Θεού, που ιερουργεί η Εκκλησία, «εἰς ἀναγέννησιν βροτῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον».
Ο υπόλοιπος κόσμος βρίσκεται ακόμη και διακινείται μέσα στην ειδωλολατρία, στην πλάνη, και δε θέλει, δεν επιδιώκει καν τη γνωριμία του, πολλώ μάλλον την ένταξή του στο «Ευαγγέλιο της σωτηρίας». Άλλος κόσμος βρίσκεται και διακινείται μέσα στην πλάνη της αλλοίωσης του θρησκευτικού συναισθήματος, και με φανατισμό εμμένει στην πλάνη και με φανατισμό εχθρεύεται εναντίον των άλλων. Άλλος κόσμος έχει καταδικασθεί στην ανέχεια και την εξαθλίωση, και βρίσκεται θύμα στην εκμετάλλευση από μέρους πολλών άλλων.
Και ομολογουμένως, παντού επικρατεί η σύγχυση και η αβεβαιότητα. Και οι νέοι, ως επί το πλείστον, γίνονται θύματα μέσα σε αυτή την κίνηση και την αναπαραγωγή της σύγχυσης και της αβεβαιότητας. Και ο τεχνικός πολιτισμός προχωρεί ραγδαίως, και ανεξελέγκτως εξελίσσεται. Προπορεύεται και αυτού του ανθρώπου, και μεταξύ των πολλών και αγαθών, που παράγει και προσφέρει, συγχρόνως και δημιουργεί νέα προβλήματα και άλλη σύγχυση και άλλη αβεβαιότητα. Και τείνει να καταντήσει τον ίδιο τον άνθρωπο από εφευρέτη, ως ένα εξάρτημα της μηχανής.
Πού πηγαίνει λοιπόν ο άνθρωπος μέσα στο χρόνο; Ποιο είναι το μέλλον του κόσμου; Και ποιον κόσμο ετοιμάζει αυτό το κοσμικό καθεστώς του «διαίρει και βασίλευε», και του άλλου «φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»; Πού είναι η πνευματικότητα του σημερινού ανθρώπου; Σε ποιο σημείο ετοιμότητας βρίσκονται τα ηθικά αισθητήριά του; Γιατί τόση εκμετάλλευση των δυνατών εναντίον των αδυνάτων; Γιατί τόση εμπάθεια και απρέπεια των εχόντων εναντίον των μη εχόντων; Γιατί τόση διαστρέβλωση της αλήθειας και τόση επιβολή του ψεύδους και της πλάνης; Γιατί τόση κατασυκοφάντηση εναντίον της αληθούς Πίστεως και Ευσεβείας;  Γιατί τόση υποκρισία εναντίον της τάξεως και της ευπρέπειας; Γιατί τόση παραπληροφόρηση από τα μέσα επικοινωνίας των ανθρώπων και τόση εμπάθεια για την επικράτηση των ίδιων και των συμφερόντων τους, αυτών των διακινούντων την ψευδολογία και την αλλοτρίωση; Παντού διαίρεση, παντού υπονόμευση, παντού παραχάραξη της αληθείας, παντού παρανομία, παντού διαφθορά, παντού διαπλοκή. Φτάνουμε στο σημείο, για να πούμε: «ο σώζων  εαυτόν σωθήτω».
Πού είναι η ενότητα των ανθρώπων; Πού είναι η ενότητα των χριστιανών; Πού είναι η ενότητα της Εκκλησίας, για την οποία προσευχήθηκε ο ίδιος ο Κύριος; Πού είναι η Εκκλησία; Την συκοφαντούν οι άπιστοι. Την αμφισβητούν πολλοί χριστιανοί. Την προδίδουν πολλοί κληρικοί. Πού είναι ο Χριστός; Φάντασμα τον ονόμασαν πολλοί Ευρωπαίοι. Αρνήθηκε την χριστιανική της καταγωγή η Ευρώπη. Αποκαθήλωσαν το Σταυρό από τα Σχολεία και τα δημόσια Κτήρια.
Και καταπατήθηκαν θεσμοί και αξίες, και ισοπεδώθηκαν ήθη και έθιμα του Γένους, και αμφισβητήθηκε και αυτός ο ιερός θεσμός της Οικογένειας, και νομιμοποιήθηκαν ηθικές παρεκτροπές και διαστροφές, και κακοποιήθηκε η Ελληνική Γλώσσα, και διαστρεβλώθηκε η Ελληνική Ιστορία, και βάλλεται συνεχώς η ηθική τάξη και η ευπρέπεια.
Και καθηλώθηκαν όλοι γύρω από τη λεγόμενη «οικονομική κρίση», και όλοι μιλούν, πώς θα αναταχθεί αυτή η οικονομική κρίση, και κανείς δε μιλάει για την πνευματική και ηθική κρίση, η οποία μαστίζει το σύγχρονο άνθρωπο του σαρκικού φρονήματος, από την οποία προέρχεται, συν τοις άλλοις, και η οικονομική κρίση.
«Σκληρός ἐστιν ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» (πρβλ. Ιω. ς’ 60), επαναλαμβάνουν οι άνθρωποι σήμερα. Όμως ο Κύριος απαντά: «Τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν. ἀλλ’ εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν» (Ιω. ς’ 63).
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει στο Ευαγγέλιό του, ότι «ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον» (Ιω. α’ 9-11). Και οι χριστιανοί που φέρουν το όνομά του, παραγνώρισαν και τον Χριστό και το λόγο του. Έσκισαν το Χιτώνα της Εκκλησίας και διέσυραν το λόγο της και τον μεταποίησαν σε αιρέσεις και σε ψευδοδιδασκαλίες και επέφεραν σύγχυση και διαίρεση.
Και παραμένει η Εκκλησία, «η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία», υπό τον Ουρανό, βαστάζουσα το Σταυρό του Κυρίου και οδοιπορούσα στην έρημο αυτή την ιστορίας της ανθρωπότητας, ως η μόνη παρήγορη ελπίδα του κόσμου, επαναλαμβάνοντας το λόγο του Κυρίου: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μαρκ. η’ 34). Γι’ αυτό πρέπει να γνωρίζουν οι άνθρωποι και οι χριστιανοί, ότι η Εκκλησία, «η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία» του Συμβόλου της Πίστεως, «ουδέποτε γερνά, ουδέποτε εκπίπτει». Διότι ο Κύριος την θεμελίωσε, και εν παρρησία ελάλησε, ότι «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. ις’ 18). Και ακόμη πρέπει να γνωρίζουν οι πάντες, ότι οι διωγμοί της Εκκλησίας αποτελούν την απόδειξη περί της αλήθειας της, κατά τον ιερόν Χρυσόστομο. Και ας ακούν οι ασεβείς και οι διώκτες το λόγο του Κυρίου: «Σκληρόν σοι πρός κέντρα λακτίζειν» (Πρ. κς’ 14).
Αδελφοί μου! Η Εκκλησία σήμερα, κατά την πρώτη του νέου έτους, μας θέτει όλους αυτούς τους προβληματισμούς, επί της καταστάσεως του κόσμου, επί της καταστάσεως της Εκκλησίας, επί της καταστάσεως της κοινωνίας, επί της καταστάσεως των ανθρώπων, κατ’ άτομο και κατά οικογένεια και κατά αξιώματα και επαγγέλματα, και μας παρακαλεί να συνειδητοποιήσουμε αυτούς, ως τη σκληρή πραγματικότητα σήμερα της ζωής του κόσμου, και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, έναντι του Θεού, έναντι του κόσμου και των ανθρώπων, έναντι της οικογενείας και του εαυτού μας, δίνοντας τη δική μας προσωπική συμβολή. Και να κάνουμε αίτημα προσευχής την ανάταξη της ζωής στην τάξη και την ευπρέπεια.
Με αυτές τις σκέψεις και τους προβληματισμούς, οι οποίοι επιτακτικά καλούν να μας κινητοποιήσουν όλους, ευχόμαστε σε όλους Καλή Χρονιά και επικαλούμαστε επί πάντας πλούσια την Ευλογία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την κραταιά Προστασία της Κυρίας ημών Θεοτόκου.
Μεταγραφή από την Ποιμαντορική Εγκύκλιο για το νέο έτος 2010 του Σεβ. Μητροπολίτη Ιερισσού κ. Νικοδήμου

Περί της Περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού

Αγίου Ανδρέου, Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου
Άγιος Ανδρέας Κρήτης «Και όταν συμπληρώθηκαν οι οκτώ μέρες για να γίνει η περιτομή του παιδιού, ονομάστηκε Ιησούς, όπως είχε ήδη ονομαστεί από τους αγγέλους πριν ακόμη συλληφθεί στην κοιλιά της μητέρας του» (Λουκάς 2:21).
«Χριστού περιτμηθέντος, ετμήθη νόμος. Και του νόμου τμηθέντος, εισήχθη χάρις»
1. Προοίμιο: Η 1η Ιανουαρίου είναι η Δεσποτική Γιορτή της Περιτομής του Χριστού πού γιορτάζει ένα γεγονός που έγινε οκτώ μέρες μετά την κατά σάρκα γέννησή του και κατά το οποίο πήρε το όνομά του Ιησούς (=Σωτήρας). Η Γιορτή αυτή συνδέει την Δεσποτική Γιορτή των Χριστουγέννων δηλ. των Γενεθλίων του Χριστού (25 Δεκεμβρίου) με την Δεσποτική Γιορτή των Θεοφανείων ή Φώτων δηλ. της Βαπτίσεως του Χριστού (6 Ιανουαρίου), και αποτελεί μαζί τους την λεγόμενη εορταστική περίοδο του Δωδεκαημέρου.
Αρχικά οι τρεις αυτές Δεσποτικές Γιορτές του Δωδεκαημέρου συμπεριλαμβάνονταν σε μία και αρχαία γιορτή, την Γιορτή των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου), της οποίας κεντρικό θέμα ήταν η αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η επιλογή της ημερομηνίας 6 Ιανουαρίου για την Γιορτή αυτή φαίνεται ότι οφειλόταν στο ότι ήταν ήδη ημέρα γιορτής στο παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου (ίσης ημέρας και νύχτας) από την οποία άρχιζε να μεγαλώνει η ημέρα και να μικραίνει η νύχτα.
Οι ρωμαίοι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τα γενέθλια του αήττητου ορατού ήλιου ως του θεού του φωτός πού στηρίζει την φυσική ζωή στον κόσμο. Οι Χριστιανοί αντιμετώπισαν αυτήν την πρόσκληση γιορτάζοντας τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο και προβάλλοντας τον Χριστό σαν τον ήλιο της δικαιοσύνης που μεταδίδει το άκτιστο θείο Φως του ενός Θεού «εν Τριάδι» και φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Αργότερα επικράτησε η 25η Δεκεμβρίου ως η ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου και της γιορτής των γενεθλίων του ορατού ήλιου.
Η απάντηση των χριστιανών στη νέα αυτή ειδωλολατρική πρόκληση ήταν η μεταφορά της Γιορτής της Γεννήσεως του Χριστού στην ημερομηνία αυτή,[1] ενώ η 6η Ιανουαρίου παρέμεινε πλέον ως η Γιορτή της Βαπτίσεως του Χριστού. Η Γιορτή της Περιτομής του Χριστού ακολούθησε λογικά την Γιορτή των Χριστουγέννων οκτώ μέρες μετά.
Ο Λόγος περί της Περιτομής του Χριστού του μεγάλου πατρός της Εκκλησίας αγίου Ανδρέου Κρήτης (660-740), γνωστού από το υμνολογικό και κηρυγματικό έργο του, που ακολουθεί, μας εξηγεί την ιδιαίτερη σημασία της Δεσποτικής αυτής Γιορτής, η οποία εντάσσεται μέσα στο όλο έργο της αποκάλυψης του Θεού και της σωτηρίας μας που επιτέλεσε ο ενσαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριος και Λυτρωτής μας Ιησούς Χριστός. Επειδή ο Λόγος αυτός είναι εννοιολογικά πάρα πολύ πυκνός, τον παρουσιάζουμε αναλυτικότερα και επεξηγηματικά στην παρούσα μεταγλώττιση.
2. Οι Δεσποτικές Γιορτές και τα Γεγονότα του Βίου του Χριστού: Αρχίζει ο άγιος Ανδρέας με την επισήμανση ότι «είναι καλό και θεάρεστο να δοξάζουμε τον Θεό και να γιορτάζουμε για όλα όσα έκανε ο Σωτήρας μας Χριστός γιατί τα έκανε σαν Θεάνθρωπος και όχι σαν απλός άνθρωπος». Όλα όσα έκανε ο Χριστός, λέει ο άγιος, «αποτελούν εκπληκτικά θαύματα, γιατί έχουν θεανθρωπική βάση και θεανθρωπικό χαρακτήρα.
Γι αυτό είναι και μοναδικά και σωτήρια. Και δεν θα μπορούσαν τα γεγονότα αυτά να ήσαν διαφορετικά! Γιατί ο Χριστός είναι Θεός αληθινός που έγινε και άνθρωπος αληθινός». Τα έκανε αυτά γιατί ήθελε «να φανερωθεί στους ανθρώπους που είχαν αποξενωθεί από αυτόν και τον αγνοούσαν, και να υπομείνει σαν άνθρωπος αληθινός όλα τα ανθρώπινα ώστε να εκτελέσει όλα τα παραγγέλματα του θείου νόμου που είχαν δοθεί από τον Θεό στον άνθρωπο, με απώτερο σκοπό να δώσει αντί για αυτά άλλα καλλίτερα και τελειότερα (αντιδώσειεν)».
Το ρήμα «αντιδίδω» που χρησιμοποιείται εδώ από τον άγιο Ανδρέα Κρήτης, χαρακτηρίζει όλο το έργο (την κατά σάρκα οικονομία) του Χριστού που είναι μια σωτήρια αντίδοση. Με την ενανθρώπησή του πήρε ο Θεός όλα όσα έχουμε και τα αντάλλαξε όλα με άλλα δικά του που είναι γεμάτα με χάρη και αλήθεια.
Το ήθελε και το έκανε αυτό από φιλανθρωπία, γιατί έτσι μόνο θα αποκαθιστούσε τον άνθρωπο στην πραγματική και φυσική του κατάσταση, όπως τον είχε αρχικά πλάσσει ο ίδιος ως Θεός αληθινός.
Η ενανθρώπιση του Θεού ήταν το αντίδοτο του Θεού στην αποστασία του ανθρώπου που τον έκανε τον άνθρωπο να χάσει το δρόμο του και αποξενωθεί από τη θεία χάρη. Έγινε άνθρωπος ο Θεός για να θεοποιήσει τους ανθρώπους με την θεανθρώπινη υπόσταση του.
3. Η Δεσποτική Γιορτή της Περιτομής του Χριστού: Η περιτομή που υπέστη ο Χριστός οκτώ μέρες μετά την κατά σάρκα γέννηση του και την άσπορη προέλευσή του από την Παρθένο Μαρία φανερώνει αυτήν την αντίδοση που οδηγεί στη θέωση του ανθρώπου. Το γιορτάζουμε αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη γιορτή επειδή αποτελεί πραγματικά, όπως λέει ο Άγιος Ανδρέας, «μέγιστο θαύμα».
Γιατί; Γιατί με αυτό ο Θεάνθρωπος Χριστός «όχι μόνον εκπλήρωσε τον νόμο, αλλά και φανέρωσε ταυτόχρονα και την υπέρβασή του, αποκαλύπτοντας τις πραγματικές διαστάσεις της σωτηρίας μας».
Στον Λόγο του αυτό, μας δίνει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης με ένα τρόπο συνοπτικό αυτές τις διαστάσεις της σωτηρίας που μας προσφέρει ο ενσαρκωμένος Θεός.
4. Τι Σημαίνει η Περιτομή του Χριστού: Άνθρωπος Αληθινός αν και Θεός Αληθινός. Με το να υποστεί την περιτομή και να πάρει ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο όνομα, σύμφωνα με το ιουδαϊκό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε, απόδειξε ο Χριστός ότι ήταν πραγματικός άνθρωπος, αν και προϋπήρχε ως αληθινός Θεός, άπειρος και ασύγκριτος όπως ήταν πάντοτε.
Έγινε άνθρωπος μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο-χρονικό και θρησκευτικό ανθρωπολογικό πλαίσιο και ακολούθησε την πορεία και τις προδιαγραφές της ανθρώπινης φύσης και της σχέσης της με τον Δημιουργό της Θεό. Η περιτομή του, λέει ο άγιος Ανδρέας, «φανερώνει ότι δεν είναι πλέον μόνον Υιός Θεού αλλά και Υιός της Παρθένου.
Είναι και παραμένει Υιός Θεού κατά κυριολεξία, όπως και ο Πατήρ είναι Πατήρ κατά κυριολεξία επειδή γεννάει τον Υιό, και το Πνεύμα το Άγιο είναι Πνεύμα κατά κυριολεξία επειδή εκπορεύεται από τον Πατέρα, και έτσι τα τρία αυτά θεία πρόσωπα, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, είναι ένας Θεός και υπάρχει σ’ αυτά η (μία) θεότητα». Ο Χριστός όμως «είναι και Υιός της Παρθένου και ακριβώς για αυτό το λόγο είναι και καταληπτός και προσιτός σε μας τους ανθρώπους».
Η ενανθρώπησής του δεν σημαίνει ότι έπαψε να είναι Θεός. Σημαίνει μάλλον ότι «έγινε και άνθρωπός μας, αυθεντικός, αληθινός, τέλειος άνθρωπος, τον οποίον μπορούμε τώρα να πλησιάζουμε με θάρρος όχι μόνον σαν Δεσπότη και Κτίστη αλλά και Σωτήρα μας γιατί είναι ένα μαζί μας. Πήρε την φύση μας, ακολούθησε την αληθινή πορεία της και την οδήγησε στην τελείωσή της.
Και τώρα μας την προσφέρει σαν ανταλλαγή και αντίδοτο για να γίνουμε και εμείς άνθρωποι αληθινοί, αυθεντικοί και τέλειοι όπως είναι εκείνος». Έτσι ακριβώς τον παρουσιάζει ο Λουκάς στην ευαγγελική αφήγησή του, την οποία αναφέρει ρητά ο άγιος Ανδρέας Κρήτης γιατί θέλει να δείξει αυτό το θεανθρώπινο θαύμα που παρουσιάζει ο Χριστός, δηλ. την ενανθρώπηση του Θεού και την θεοποίηση του ανθρώπου εν Χριστώ.
5. Η Γέννηση και η Περιτομή του Χριστού στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο: «Και συνέβη, αμέσως μετά την αναχώρηση των αγγέλων στους ουρανούς, να πουν οι άνθρωποι, δηλ. οι ποιμένες, μεταξύ τους, ας πάμε μέχρι την Βηθλεέμ για να δούμε τι είναι αυτό το γεγονός για το οποίο ακούσαμε, και το οποίο μας γνωστοποίησε ο Κύριος. Έσπευσαν λοιπόν και ήρθαν, και βρήκαν την Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το βρέφος που βρισκόταν μέσα στην φάτνη.
Βλέποντάς το λοιπόν, κατάλαβαν τη σημασία που είχαν τα λόγια πού τους ειπώθηκαν σχετικά με το παιδί αυτό. Αλλά και όλοι οι άλλοι που άκουσαν έμειναν έκθαμβοι από όσα τους ανακοίνωσαν οι ποιμένες. Η Μαριάμ όμως συγκρατούσε τα λόγια αυτά μέσα της γιατί τα είχε βάλλει βαθιά στην καρδιά της. Γύρισαν λοιπόν οι ποιμένες στον τόπο τους δοξάζοντας και υμνολογώντας τον Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν, όπως τους είχε ειπωθεί από πριν. Και όταν συμπληρώθηκαν οι ο κ τ ώ μ έ ρ ε ς για να γίνει η π ε ρ ι τ ο μ ή του παιδιού, ο ν ο μ ά σ τ η κ ε Ι η σ ο ύ ς, όπως είχε ήδη ονομαστεί από τους αγγέλους πριν ακόμη συλληφθεί στην κοιλιά της μητέρας του»![2]
6. Η Μεγάλη Σημασία της Ευαγγελικής Αφήγησης του Λουκά: «Είναι μεγάλος ο Λουκάς», λέει ο άγιος πατήρ, «γιατί μας εξηγεί τα μεγάλα και θαυμαστά μυστήρια που συνδέονται με το πρόσωπο, την ζωή και το έργο του Χριστού»! Σε τελευταία ανάλυση βέβαια, ο άγιος Ανδρέας λέει, με βάση την αρχαία εκκλησιαστική και πατερική παράδοση, ότι «το Ευαγγέλιό του Λουκά προέρχεται από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος μιλάει με καύχηση γι αυτό όταν γράφει «κατά το Ευαγγέλιό μου» στις επιστολές του».[3]
«Αν δεν είχαμε αυτό το Ευαγγέλιο», λέει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, «τότε δεν θα γνωρίζαμε ότι η Παρθένος ευαγγελίστηκε», δηλαδή έμαθε τα εκπληκτικά νέα για την πραγματική ταυτότητα του υιού της•[4] «ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο μεγαλύτερος των προφητών, γεννήθηκε λίγο πριν από τον Χριστό για να γίνει πρόδρομος του Χριστού» σύμφωνα με το θείο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου•[5]
«ότι ο Σωτήρας μας Χριστός πολιτογραφήθηκε σαν άνθρωπος» μαζί με την μητέρα του και τον Ιωσήφ που πιστοποίησαν την γέννησή του•[6] «ότι ο Χριστός γεννήθηκε σε σπήλαιο της Βηθλεέμ»•[7] «ότι οι ποιμένες που βρίσκονταν στην συγκεκριμένη εκείνη περιοχή επίσης ευαγγελίστηκαν, δηλ. πληροφορήθηκαν για το θαύμα της ενανθρώπησης» και έγιναν οι πρώτοι αυτόπτες μάρτυρες του•[8]
«ότι ο ύμνος», που αποδίδει το κύριο γνώρισμα των Χριστουγέννων, «το Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη πρωτο-ειπώθηκε από τους αγγέλους»•[9] «ότι η ειρήνη αυτή διαδηλώθηκε με την απογραφή που έγινε κατά διαταγή του Αυγούστου»•[10]
«ότι ο αρχιερέας Συμεών διακήρυξε το ευαγγέλιο της έλευσης του Χριστού και ότι η προφήτιδα Άννα το ομολόγησε και επιβεβαίωσε την σημασία του (ανθωμολογήσατο)»•[11]
«ότι ο Χριστός ως άνθρωπος συγκεκριμένος έλκυε την καταγωγή του μέσω του Ιωσήφ, του μνήστωρος της παρθένου Μαρίας, λόγω συγγένειας εξ αγχιστείας, από τον Δαυίδ και τελικά από τον Αδάμ και από τον ίδιο τον Θεό»•[12]
Αλλά το ίδιο ισχύει και με «τα περισσότερα γεγονότα μέχρι και εκείνα του πάθους, εκείνα που αναφέρονται στον Ηρώδη και στον Πιλάτο, στους δύο ληστές, και τα άλλα που δεν αναφέρονται στους άλλους Ευαγγελιστές».
7. Η Περιτομή του Χριστού και το Όνομα που έλαβε τότε: Η περιτομή του νεογέννητου Χριστού δεν δηλώνει μόνο την αληθινή ανθρωπότητά του αλλά και το θεανθρώπινο πρόσωπό του. Αυτό φανερώνει ιδιαίτερα το Ό ν ο μ α που δόθηκε τότε στον νεογέννητο Χριστό και ήταν προκαθορισμένο από τον Θεό.
«Ποιο όνομα», ρωτάει ο άγιος Ανδρέας, εννοεί ο Λουκάς όταν λέει ότι «ονομάστηκε από τον άγγελο πριν συλληφθεί στην κοιλιά της μητέρας του»;[13]   «Ο ίδιος ο ευαγγελιστής», λέει ο άγιος πατήρ, το εξηγεί αυτό παρουσιάζοντας τον άγγελο να λέει στην Μαρία: «Θα γεννήσεις υιό και θα του δώσεις το όνομα Ι η σ ο ύ ς. Αυτός θα είναι μέγας, και θα αποκληθεί Υιός του Υψίστου».[14]
Το ίδιο λέει και ο Ματθαίος στο σημείο που αναφέρει για την απιστία του Ιωσήφ και για το πως πείστηκε με το αγγελικό όραμα που είδε στον ύπνο του: «Γιατί αφού μνηστεύτηκε η μητέρα του Μαρία με τον Ιωσήφ, και πριν συνέλθουν, βρέθηκε έγκυος από το Πνεύμα το Άγιο. Ο Ιωσήφ όμως, ο άνδρας της, που ήταν δίκαιος, και δεν ήθελε να την εκθέσει, θέλησε να την διώξει στα κρυφά.
Αλλά καθώς διαλογιζόταν αυτό, ένας άγγελος του Κυρίου του παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του είπε: Ιωσήφ, υιέ του Δαυίδ, μη διστάσεις να παραλάβεις την Μαριάμ την γυναίκα σου, γιατί το νεογνό που θα γεννήσει είναι από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει υιό, και θα του δώσεις το όνομα Ι η σ ο ύ ς, γιατί αυτός θα σώσει τον λαό του από τις αμαρτίες του».[15]
Καί αμέσως μετά προσθέτει το εξής: «Και όλο αυτό έγινε για να εκπληρωθεί ο λόγος του προφήτου (Ησαία) που έλεγε, Ιδού η Παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει υιό, και θα τον αποκαλέσουν Ε μ μ α ν ο υ ή λ, που σημαίνει ο Θεός μεθ’ ημών».[16]
«Βλέπεις», λέει ο άγιος, «πώς συμφωνούν τα λόγια του προφήτη και του ευαγγελιστή; Γιατί η ερμηνεία του «Μεθ’ ημών ο Θεός» σημαίνει τη σωτηρία του λαού –ότι δηλαδή ο Δεσπότης έρχεται να συνοικήσει με τους δούλους; Το ίδιο με την αγγελική ρήση λέει και το όνομα Ι η σ ο ύ ς. Διότι Ι η σ ο ύ ς σημαίνει αυτόν που από συμπάθεια εργάζεται τα πάντα για να σώσει σύμφωνα με την οικονομία».
8. Το Όνομα Ιησούς ως το κύριο μήνυμα της Γιορτής της Περιτομής του Χριστού: Αυτό λοιπόν που μας προσφέρει πρωταρχικά η παρούσα Γιορτή είναι η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Χριστού. Όπως λέει ο άγιος Ανδρέας, μας δίνει την βαθύτερη σημασία της γιατί μας δείχνει πως «η μια χάρη (της ενσάρκωσης) μας παρουσιάζει μιαν άλλη (της οικονομίας της σωτηρίας), και τις ενώνει με τη γνώση (του Σωτήρα) φωτίζοντάς μας με την ιδιαίτερη λαμπρότητα και δόξα του προσώπου του».
«Ήδη», λέει ο άγιος πατήρ, «γιορτάσαμε το γεγονός της γέννησης του, και αντιληφθήκαμε ότι ήταν απόρρητη, και αναγνωρίσαμε ότι η παρθένος μητέρα γέννησε τον υιό της με άσπορο τρόπο. Τώρα όμως καλούμαστε να στραφούμε στον Υιό που γεννήθηκε χωρίς δισταγμό και δειλία. Η σημερινή Γιορτή μας καλεί να τον κατανοήσουμε από το ό ν ο μ ά που πήρε για χάρη μας».
Πρόκειται για το όνομα Ι η σ ο ύ ς που σημαίνει Σωτήρας, Εμμανουήλ, ο Θεός μεθ’ ημών, δηλαδή Εκείνος που ήρθε να συμφιλιώσει, να εξοικειώσει και να εξομοιώσει εμάς τους ανθρώπους με τον Θεό χαρίζοντάς μας αιώνια σωτηρία.
«Αυτό ακριβώς», λέει ο άγιος, «κατανόησαν και οι ποιμένες που πλησίασαν το νεογέννητο της Βηθλεέμ γιατί παρακινήθηκαν από τα όσα τους αποκάλυψαν οι άγγελοι. Στην αρχή φοβήθηκαν αν και τους καθησύχασε ο άγγελος λέγοντάς τους, Μη φοβάστε».[17]
Εκείνοι όμως φοβήθηκαν, γιατί με την παρουσία του αγγέλου, «δόξα Κυρίου έλαμψε γύρω τους», και, όπως γράφει ο Λουκάς, «τους κατέλαβε μεγάλος φόβος».[18] Τότε όμως ο άγγελος τους φανέρωσε την ταυτότητα του νεογέννητου βρέφους και διέλυσε τον φόβο τους. «Σας φέρνω καλά νέα μεγάλης χαράς που θα λάβει όλος ο λαός, γιατί σήμερα στην πόλη του Δαυίδ γεννήθηκε ο Σωτήρας σας, ο οποίος ονομάζεται Χριστός Κύριος».[19]
9. Η δύναμη που έχει το Όνομα Ιησούς: Την δύναμη του Ονόματος Ιησούς που πήρε ο Χριστός στην περιτομή του τονίζει ο άγιος Ανδρέας με ένα διάλογο τον οποίον κάνει με τον άγγελο του Ευαγγελίου! «Τι λες άγγελε; Έχει τέτοια δύναμη το Όνομα Ιησούς; Ναι (λέει αυτός). Διότι το Όνομα Ιησούς σημαίνει τον Σωτήρα, που είναι ο Χριστός Κύριος, Θεός και άνθρωπος, εξουσιαστής και ελεήμων.
Γι αυτό και παράγγειλα στους ποιμένες να έχουν θάρρος, και στον Ιωσήφ να του δώσει το Όνομα την Όγδοη Ημέρα, και έτσι τον έκανα να φαίνεται προσιτός σε όλους τους ανθρώπους. Πήρα από το νεογέννητο την εντολή να το παρουσιάσω με τα κατάλληλα λόγια. Ούτε και ο Ιωσήφ θα συμπαραστεκόταν άφοβα και με λαχτάρα στην μητέρα του βρέφους αν δεν του έδινα την εντολή να προσέξει σαν άνδρας την γυναίκα του. Παρόμοια έκανα και στην περίπτωση των ποιμένων.
Τους έκανα να τρέξουν σε εκείνον σαν σε Δεσπότη και Ευεργέτη και Κύριο, και τους έπεισα να τον δοξάσουν και να τον πλησιάσουν σαν τον Ιησού που υπέστη περιτομή την Όγδοη Ημέρα και ευαρεστήθηκε να λάβει τούτο τ ο Ό ν ο μ α. Έτσι λοιπόν, βλέποντάς τον να έχει συνταυτισθεί μαζί σας φυσικά και ουσιαστικά πρέπει να τολμήστε να τον πλησιάσετε ανενδοίαστα.
Και επειδή αντιλαμβανόσαστε το μέγεθος της συγκατάβασής του προς εσάς, οφείλετε να τον δοξολογήσετε για την χάρη αυτής της ημέρας. Είναι σημαντικό ότι στον διάλογο αυτό το Όνομα Ιησούς συνδέεται με την Όγδοη Ημέρα της οποίας την βαθύτερη σωτηριολογική σημασία εξηγεί συνοπτικά αλλά περιεκτικά ο άγιος πατήρ στην τελευταία και πάρα πολύ πυκνή νοηματικά παράγραφο του.
10. Η Όγδοη Ημέρα δηλώνει μετάβαση από την βρεφική ηλικία στην προσωπική τελειότητα, διότι την ημέρα αυτή, σύμφωνα με τις ιουδαϊκές θρησκευτικές προδιαγραφές, το βρέφος γίνεται παιδί, ενηλικιώνεται, αποκτά συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ο άγιος πατήρ διαχωρίζει τις 7 πρώτες ημέρες από τη γέννηση ενός βρέφους από την 8η, λέγοντας ότι «η ογδοάδα είναι συμπλήρωση της εβδομάδας και αρχή του μέλλοντος». Γιατί; Διότι σύμφωνα με το ιουδαϊκό θρησκευτικό πλαίσιο η όγδοη μέρα αποτελεί σπουδαίο ορόσημο για κάθε νεογέννητη ανθρώπινη ύπαρξη εφόσον συμπληρώνει την βρεφική ηλικία ωριμότητας που οδηγεί στην ολοκλήρωση της (τελειότητα).
Λέει το εξής: «Η εβδομάδα συμπληρώνει το βρέφος και η ογδοάδα το τελειοποιεί και το συμπεριλαμβάνει μεταξύ των τελείων». Και πως γίνεται αυτό; «Γίνεται», όπως λέει ο άγιος πατήρ, «μέσω του ο ν ό μ α τ ο ς που του δίνεται την όγδοη μέρα».
Η ονοματοδοσία, δηλαδή, προσφέρει στο βρέφος μια συγκεκριμένη προσωπική ταυτότητα, το κάνει από ανώνυμο νήπιο, επώνυμο άνθρωπο. Του αναγνωρίζει με λειτουργική ιεροπρέπεια το φυσικό δικαίωμα του να είναι μια συγκεκριμένη ονομαστική (προσωπική) οντότητα, ένας ολοκληρωμένος, τέλειος, δηλ. τέλεια σχηματισμένος άνθρωπος ανάμεσα σε άλλους συγκεκριμένους ανθρώπους. Κατά την διατύπωση του αγίου Ανδρέα, «Η ογδοάδα είναι η αρχή της ενηλικίωσης, γιατί το βρέφος που καταρτίστηκε κατά τον εβδομαδιαίο χρόνο (της δημιουργίας του), εγγράφεται (με το δικό του προσωπικό όνομα) στον κατάλογο των παιδιών που θα παρακολουθήσουν μαθήματα» και θα μορφωθούν σαν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα.
«Η ογδοάδα, λοιπόν, είναι πάρα πολύ σημαντική γιατί αλλάζει όλα όσα είναι νηπιώδη. Η εβδομάδα εισάγει την (φυσική) νηπιώδη αύξηση. Η ογδοάδα, όμως, εισάγει την προοπτική της (προσωπικής) τελειότητας». Είναι σαφές ότι η τελειότητα αναφέρεται εδώ στην προσωπική ταυτότητα την οποία αποκτά κάθε βρέφος που ονοματίζεται. Γιατί όμως γίνεται αυτό με την περιτομή, την όγδοη ημέρα;
11. Η περιτομή της όγδοης ημέρας δηλώνει μετάβαση από την σαρκική στην πνευματική κατάσταση. Η τελετουργική (μυστηριακή) περιτομή (αποκοπή) ενός σωματικού μορίου συνεπάγεται την απόρριψη μιας σαρκικής κατάστασης στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος με την γέννησή του, ενώ η αντικατάστασή της από την ονοματοδοσία συνεπιφέρει την είσοδο του ανθρώπου σε μια άλλη πνευματική κατάσταση η οποία τον οδηγεί στην τελείωσή του. Ο άγιος Ανδρέας αναφέρει τον Αβραάμ και τον πατέρα του τον Θάρα για να διευκρινίσει τις δύο αυτές καταστάσεις.
Ο Θάρα αντιπροσωπεύει την σαρκική κατάσταση της ειδωλολατρίας που θεωρεί τον υλικό σαρκικό κόσμο μέσα στον οποίο γεννιέται ο άνθρωπος ως το κύριο σημείο αναφοράς για τη ζωή του, γι αυτό και τον κάνει θεό του. Η άλλη είναι η πνευματική κατάσταση που θεωρεί τον Κτίστη του κόσμου ως το κύριο και καίριο σημείο αναφοράς για την ζωή του ανθρώπου που καθιστά τον άνθρωπο μέλος του λαού του Θεού και τον προετοιμάζει για την τελική ολοκλήρωση και τελείωσή του.
Λέει λοιπόν ο άγιος πατήρ: «Επειδή επρόκειτο η φύση να ζυμωθεί με είδωλα από τον Θάρα τον πατέρα του Αβραάμ, έπρεπε να ξεχωριστεί με κάποια σφραγίδα ένας λαός από τον Αβραάμ για τον Κτίστη, μέχρι την παρουσία του, την οποία χρειαζόταν ο άνθρωπος για να ανακαινισθεί. Η περιτομή αποβάλλει ένα υπόλειμμα της σάρκας και δίνει την σφραγίδα της ογδοάδας που αναφέρεται στα μέλλοντα.»
12. Η αντικατάσταση της ογδοήμερης περιτομής με το ιερό βάπτισμα και την αιώνια ζωή που χάρισε στον άνθρωπο η οκταήμερη ανάσταση του Χριστού. Είναι ξεκάθαρο ότι η ογδοάδα και τα μέλλοντα αναφέρονται στην έλευση (ενσάρκωση) του Κτίστη που σηματοδοτεί και την τελική φάση της αποκατάστασης και σωτηρίας του ανθρώπου σύμφωνα με το θέλημα του, δηλ. τον ερχομό του Χριστού. Όπως λέει ο άγιος πατήρ, «Η περιτομή δηλώνει ότι η Παρουσία του Χριστού θα παραγκωνίσει και θα αντικαταστήσει την περιτομή της σαρκός με την αναγέννηση που χορηγείται υπό του Αγίου Πνεύματος (δια του Βαπτίσματος).
  Η σφραγίδα της περιτομής δόθηκε για να προσδιορίσει ένα λαό του Θεού (τον Ισραηλιτικό) εξ αιτίας της ειδωλολατρίας και για την κατάλυση των ειδώλων. Μετά όμως από την κατάργηση των ειδώλων καταργείται και η περιτομή».
Αυτό ακριβώς έκανε ο Χριστός, όπως εξηγεί περαιτέρω ο άγιος πατήρ: μας χάρισε την όγδοη ημέρα (της αναστάσεως) και την αιώνια διαθήκη (νομοθεσία) του Θεού στον άνθρωπο αντικαθιστώντας τις προηγούμενες 7 διαθήκες του οι οποίες ήσαν προπαρασκευαστικά σύμβολα. Όπως το λέει ρητά, «Τα παλαιά ήσαν σύμβολα των νέων». Και ποια είναι αυτά «τα παλαιά»; Είναι 7 νομοθεσίες (δηλ. διαθήκες) που συνδέονται με τους εξής νομοθέτες: 1) τον Αδάμ, 2) τον Νώε, 3) τον Αβραάμ, 4) τον Μωυσή, 5) τον Δαυίδ, 6) τον Έσδρα, και 7) τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.
«Ο Χριστός είναι ο όγδοος νομοθέτης μετά τον Αδάμ» που σηματοδοτεί την τελευταία μετάθεση του ανθρώπου από τις κατά καιρούς νομοθεσίες στην τελευταία και τέλεια που οδηγεί στην τελείωση του ανθρώπου στην απόλαυση της αιώνιας ζωής. Ιδού τα λόγια του αγίου πατρός: «Ο Αδάμ ήταν πρώτος που δέχτηκε ένα νόμο. Ο Νώε ήταν ο δεύτερος, και ο Αβραάμ ο τρίτος. Ο Μωυσής ήταν τέταρτος, και ο Δαυίδ πέμπτος γιατί έγινε νομοθέτης στις δοξολογίες για τους βασιλείς και τις σκηνοπηγίες.
Ο Έσδρας ήταν έκτος γιατί δευτέρωσε τον νόμο και παράδωσε ορισμένα έθιμα. Έπειτα φανερώθηκε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ως έβδομος, γιατί κήρυξε το βάπτισμα της μετάνοιας στον λαό και την κάθαρση των αμαρτιών μέσω του ύδατος.
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο όγδοος, τελευταίος και μέγιστος νομοθέτης, όπως λέει ο Μωυσής: «Κύριος ο Θεός θα αναστήσει ανάμεσά σας ένα Προφήτη από τους αδελφούς σας σαν εμένα, και σ’ Αυτόν θα υπακούσετε, γιατί όποια ψυχή δεν υπακούσει σ’ εκείνον τον Προφήτη θα εξολοθρευτεί».[20]
«Μόνον αυτός είναι δυνατός να εκπληρώσει όσα νομοθετήθηκαν μέσω εμού γιατί προήλθαν από αυτόν, και αυτός θα είναι πλήρως χρισμένος με το Άγιο Πνεύμα και θα νομοθετήσει όσα είναι θεία και πνευματικά (νοερά) σαν Κύριος και Δημιουργός αν και προέρχεται από εσάς (κατά σάρκα)».
Ο Χριστός σαν Θεός και άνθρωπος έχει «σαββατίσει» (εκπληρώσει και καταργήσει) όλα όσα λέει ο αρχαίος νόμος με την σάρκα του. Με την όγδοη ημέρα της Αναστάσεώς του έγινε νομοθέτης όλου του κόσμου, όχι μόνον των Ιουδαίων αλλά και όλων των εθνών, προσφέρει σε όλους χωρίς διάκριση το χρίσμα και την τελείωση του Άγίου Πνεύματος και τους αποκαλεί με το δικό του όνομα, χριστούς (χριστιανούς). Αντικατάστησε την σαρκική περιτομή με την απόρριψη όλων των σαρκικών και εμπαθών φρονημάτων, και την αναζωπύρωση κάθε έργου αγαθού και πράξης αγαθής που οδηγούν στην αιώνια βασιλεία των ουρανών.
Αυτός είναι αληθινά «ο Άγγελος της Μεγάλης Βουλής του Πατρός, Θεός ισχυρός, Εξουσιαστής, Άρχων της ειρήνης, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» τον οποίον δοξολογούμε και λατρεύουμε στην Δεσποτική Γιορτή της Περιτομής του Χριστού.[21]
-----------------
[1] Σύμφωνα με τον αείμνηστο λειτουργιολόγο καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη η Γιορτή των Χριστουγέννων εισήχθηκε πρώτα στη Ρώμη το 330 και έπειτα στην Ανατολή το 376. Ο ιερός Χρυσόστομος στον «Λόγον του είς την γενέθλιον ημέραν του Σωτήρος» της 25ης Δεκεμβρίου του 386, αναφέρει ότι μόλις 10 χρόνια πριν είχε εισαχθεί η Γιορτή αυτή στο εορτολόγιο της Εκκλησίας.
[2] Λουκ. 2: 15-21
[3] Ρωμ. 2:16, 16:25, Α Κορ. 15:1, Γαλ. 1:11, Β Τιμ. 2:8., κτ.λ.
[4] πρβλ. Λουκ. 1:26-38.
[5] Λουκ. 1:57-80.
[6] Λουκ. 2:1συν
[7] Λουκ. 2:7,12,16.
[8] Λουκ. 2:8-18.
[9] Λουκ. 2:13
[10] Λουκ. 1:79
[11] Λουκ. 2:25-36, 37-38
[12] Πρβλ. «του Θεού», Λουκ. 3:38 αλλά και την γενεαλογία του Χριστού στο 3:23-38.
[13] Λουκ. 2:21
[14] Λουκ. 1:31-32
[15] Ματθ. 1:18-22
[16] Ησ. 7:14, Ματθ. 1:22-23
[17] Λουκ 2:10
[18] Λουκ. 2:9
[19] Λουκ. 2:11
[20] Δευτ. 18:15,19
[21] Ησ. 9:6

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ


"Τό Εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾽ ἐμοῦ οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον...ἀλλά δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ"  (Γαλ. 1, 11.12)

 Τήν ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κατά τήν ὁποία γνώρισε τόν Θεό ἐν Χριστῷ προσωπικά καί ἄμεσα, καλούμαστε νά ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς. ῾Η πίστη μας ἔχει ἐμπειρικό καί ὄχι νοησιαρχικό χαρακτήρα, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μας φανερώνεται σέ ὅλους, ἀρκεῖ νά Τόν ἀναζητοῦμε γνήσια καί ἀληθινά. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας – σημείωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος - ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽. Καθένας πού ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια ἀκούει τή φωνή τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, δέν περιμένει κανείς τήν ἔνταση καί τό βάθος τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου – αὐτό εἶναι μία ἐξαιρετική εὐλογία χάρης πού ἐξαρτᾶται ἀπολύτως μόνο ἀπό τόν Θεό - ἀλλά στόν καθένα δωρίζεται ὁ Θεός κατά τό μέτρο τῆς μετανοίας του, δηλαδή κατά τό μέτρο τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ. Τότε τό εὐαγγέλιο γίνεται κατάσταση τῆς καρδιᾶς, δηλαδή γίνεται τραγούδι πού ὁδηγεῖ σέ ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ταυτοχρόνως ὅμως πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη ὅτι αὐτή ἡ δωρεά τοῦ εὐαγγελίου στή ζωή μας συνιστᾶ καί ἀνάθεση ἀπό τόν Θεό κάποιας διακονίας. Τήν ὥρα δηλαδή πού ὁ Θεός μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ἀποκαλύπτεται, τήν ἴδια ὥρα μᾶς θέτει σέ τροχιά διακονίας ἐν ἀγάπῃ τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: ῾ὅτε εὐδόκησεν ὁ Θεός...ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν...᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνεται ὄχι γιά νά ἐπαναπαυτεῖ σέ μᾶς ἀλλά γιά νά ἀντιδωρηθεῖ ἐν ταπεινώσει καί ἀγάπῃ στόν συνάνθρωπό μας. Μᾶς δίνεται γιά νά μοιραστεῖ. Καί μοιραζόμενη πλουτίζει καί αὐξάνει.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...