Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Ιουνίου 24, 2020

Η ΘΗΛΥΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΙΤ





Άρθρο του Alain De Benoist, 
Μετάφραση-σχόλια Αναστασίου Γιαννά.


Το ανακάτεμα των ρόλων των δύο φύλων παρουσιαζόμενο ως "πρόοδος"

Ο παιδίατρος Aldo Naouri γράφει: «Η κοινωνία υιοθέτησε ολοκληρωτικά, χωρίς όρια και ισορροπία, θηλυκές αξίες.». 

Το μαρτυρούν η υπεροχή της οικονομίας έναντι της πολιτικής, η κατανάλωση έναντι της παραγωγής, η υποχώρηση της εξουσίας σε σχέση με το «διάλογο», αλλά και το άγχος για την προστασία του «μωρού» (υπερεκτιμώντας την λέξη).
• Οι διαφημίσεις των εσωρούχων και οι εξομολογήσεις στα τηλεοπτικά σόου, η μόδα του ανθρωπισμού και η ελεημοσύνη διαμέσου της τηλεόρασης.
• Η συνεχής έμφαση πάνω στα σεξουαλικά, αναπαραγωγικά και υγιεινιστικά προβλήματα, η εμμονή της εμφάνισης και η περιποίηση του εαυτού.

• Η θηλυκοποίηση ορισμένων επαγγελμάτων: καθηγήτριες, δικαστίνες, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί.
• Η σπουδαιότητα της εργασίας στα μέσα επικοινωνίας και στις υπηρεσίες, η εξάπλωση στρογγυλεμένων φορμών από την βιομηχανία, η μόδα της ιδεολογίας της θυματοποίησης,
• Ο πολλαπλασιασμός των οικογενειακών συμβούλων, η ανάπτυξη του εμπορίου των συγκινήσεων και της ευσπλαχνίας.
• Η νέα αντίληψη της δικαιοσύνης που την καθιστά όχι πια μέσο για μια δίκαιη κρίση, αλλά για να αποζημιώσει το πόνο των θυμάτων (ώστε να «επεξεργαστούν το πένθος» και να «ξαναφτιάξουν μια ζωή»).
• Η μόδα της οικολογίας και των «εναλλακτικών φαρμάκων», η γενίκευση των αξιών του εμπορίου.
• Η θεοποίηση του ζευγαριού και των προβλημάτων του.
• Το γούστο για την «διαφάνεια» και του να «αναμιγνύεσαι», χωρίς να ξεχνάμε και τα κινητά τηλέφωνα ως αναπλήρωση του ομφάλιου λώρου.
• Τέλος η ίδια η παγκοσμιοποίηση, που τείνει να καθιερώσει ένα κόσμο ροών και εισροών χωρίς σύνορα ούτε σταθερά σημεία αναφοράς, έναν υγρό και αμνιακό κόσμο.

Βέβαια, μετά την «άκαμπτη κουλτούρα» στυλ δεκαετίας του ’30, η θηλυκοποίηση που επήλθε δεν ήταν εξολοκλήρου κάτι αρνητικό. Όμως τώρα πια προκαλεί τα αντίθετα αποτελέσματα. Εκτός του ότι σημαίνει χάσιμο της αρρενωπότητας, οδηγεί στην συμβολική διαγραφή του ρόλου του πατέρα και στο να καταστήσει τους κοινωνικούς αρσενικούς ρόλους αδιάκριτους από τους θηλυκούς. Λίγο-λίγο, ο πατέρας περιορίστηκε στον ρόλο του οικονομικού διαχειριστή και μερικές φορές ούτε καν σε αυτόν. Μεταμορφώθηκε σε απλό συναισθηματικό στήριγμα, σε προμηθευτή καταναλωτικών αγαθών και εκτελεστή των μητρικών θελήσεων, μισός κοινωνικός λειτουργός και μισός βοηθός στην κουζίνα, αλλάζει πάνες στα μωρά και σπρώχνει το καρότσι με τα ψώνια. Αλλά ο πατέρας συμβολίζει το Νόμο, αντικείμενο αναφοράς πάνω από τις οικογενειακές υποκειμενικότητες. Ενώ η μητέρα εκράζει πρώτα απ΄όλα τον κόσμο των αισθημάτων και



Φρόϋντ, ουισκάκι, αυταρέσκεια και αποβλάκωση
των αναγκών, ο πατέρας έχει την αποστολή να κόψει τον δεσμό μεταξύ μητέρας και παιδιού• τρίτη φιγούρα,που βγάζει τον γιό από την παιδική και ναρκισιστική παντοδυναμία, επιτρεποντάς του την κοινωνικό-ιστορική ένταξη, θέτοντας τον σε έναν κόσμο και σε μία διάρκεια, διασφαλίζει την μετάδοση της καταγωγής, του ονόματος, της ταυτοτητας, της πολιτισμικής κληρονομιάς και της αποστολής που πρέπει να εκτελέσει» (Philippe Forget). 

Γέφυρα μεταξύ ιδιωτικής οικογενειακής ζωής και δημόσιας σφαίρας, περιορισμός της επιθυμίας εμπρός από το Νόμο, γίνεται απαραίτητος για την κατασκευή του Εαυτού. Αλλά σήμερα οι πατέρες τείνουν να γίνουν «οποιαδήποτε μητέρα». Χωρίς πατέρα όμως, ο γιός δυσκολεύεται να μεταβεί στον συμβολικό κόσμο. 

Ψάχνοντας μία άμεση ευημερία χωρίς να υπολογίζει τον νόμο, βρίσκει με φυσικότητα ένα τρόπο ύπαρξης μέσα στην εξάρτηση από το εμπόρευμα. Κατά παράδοξο τρόπο , η ιδιωτικοποίηση της οικογένειας συμβάδισε με την εισβολή της από τις «θεραπευτικές ομάδες» των τεχνικών και των ειδικών, συμβούλων και ψυχολόγων. Με την πρόφαση του εξορθολογισμού της καθημερινής ζωής, αυτός ο αποικισμός της προσωπικής ζωής ενίσχυσε την ιατρικοποίηση της ύπαρξης, την ανευθυνότητα των γονιών και την ικανότητα της επιτήρησης και του πειθαρχικού ελέγχου από το κράτος.

Σε μία κοινωνία που ολοένα και περισσότερο θεωρείται υπόχρεη έναντι των ατόμων, ταλαντευόμενη μεταξύ μνήμης και συμπόνιας, το Κράτος –Πρόνοια, αφιερωμένο στην αξιολύπητη διαχείριση των κοινωνικών αθλιοτήτων διαμέσου «ιερέων» της υγείας, μεταμορφώθηκε σε ένα κράτος μητρικό και μητριαρχικό, υγιεινιστικό, διανομέας «υποστηρικτών μηνυμάτων» σε μία κοινωνία καλλιεργημένη σε θερμοκήπιο. 

Η θηλυκοποίηση των ελίτ και η θέση που αποκτήθηκε από την γυναίκα στον κόσμο της εργασίας δεν την έκανε πιο συναισθηματική, ανεχτική, προσεκτική στον άλλον, αλλά μόνον πιο υποκρίτρια. Η σφαίρα της εξαρτημένης εργασίας υπακούει περισσότερο από ποτέ μόνον στους νόμους του εμπορίου, του οποίου ο σκοπός είναι το συνεχές κέρδος.



Το νέο μοντέλο του "άνδρα"

Είναι γνωστό, ο καπιταλισμός πάντα ενθάρρυνε τις γυναίκες να εργαστούν: για να μειωθούν οι μισθοί των ανδρών. 

Κάθε κοινωνία τείνει να εμφανίσει ψυχολογικές δυναμικές που παρατηρούνται και στο προσωπικό επίπεδο. Στο τέλος του 19ου αιώνα κυριαρχούσε συχνά η υστερία, στις αρχές του 20ου αιώνα η παράνοια. Σήμερα, στις δυτικές χώρες, η πιο κοινή παθολογία φαίνεται να είναι ένας διαδεδομένος ναρκισσισμός, που μεταφράζεται σε ανωριμότητα και ένα άγχος προσανατολισμένο προς την κατάθλιψη. Κάθε άτομο θεωρεί ότι είναι αντικείμενο και σκοπός των πάντων, η σχέση με το χρόνο περιορίζεται στο άμεσο. Ο ναρκισσισμός δημιουργεί ένα αυτό-αναπαραγόμενο φάντασμα, σε ένα κόσμο χωρίς αναμνήσεις ούτε υποσχέσεις, όπου παρελθόν και μέλλον είναι το ίδιο ισοπεδωμένα πάνω σε ένα διαρκή παρών, και όπου καθένας πιστεύει ότι είναι το αντικείμενο του πόθου και απαιτεί να ξεφύγει από τις συνέπειες των πράξεων του. Κοινωνία χωρίς «πατέρες», κοινωνία χωρίς «διόρθωση»!


Σχόλιο του μεταφραστή 



Το "θείο θηλυκό" ή Shekhinah

Όλα τα παραπάνω είναι παρατηρήσεις ειδικών στο χώρο της ιατρικής και της κοινωνιολογίας. Τώρα όμως θα κάνουμε μια σύντομη κατάβαση, σε εκείνους τους αβυσσαλέους χώρους που προετοιμάζουν και καθοδηγούν τα φαινόμενα που περιγράφηκαν, φαινόμενα που δεν είναι καθόλου τυχαία και αποτέλεσμα της «κοινωνικής εξέλιξης», όπως πολλοί επιστήμονες της μετανεωτερικότητας λανθασμένα πιστεύουν. 

Πράγματι ο Rene Guenon ήδη από το 1921 στο βιβλίο του : Le Théosophisme – Histoire d'une pseudo-religion (Θεοσοφία: Ιστορία μιας Ψευδο-θρησκείας) περιέγραφε τους τρόπους με τους οποίους αυτή η νέο-γνωστική οργάνωση προωθούσε τον ερχομό της εποχής του «Θείου θηλυκού», δηλαδή της «Σοφίας» των γνωστικών ή της Shekhinah(η θηλυκή θεότητα) των ιουδαίων. 

Μάλλον οι νέοι κοινωνιολόγοι δεν θυμούνται τις προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή της θηλυκοποίησης της κοινωνίας, που κατέβαλε η «Σχολή της Φρανκφούρτης», προπαγανδίζοντας τις θεωρίες του Johann Jakob Bachofen για την αρχαϊκή μητριαρχική κοινωνία και την μητριαρχική θρησκεία, αλλά και με την διαμόρφωση ψευδο-επιστημονικών όρων όπως η «αυταρχική προσωπικότητα» [=άτομα που: α) είναι πιστά στους παραδοσιακούς ρόλους της οικογένειας, β) είναι προκατειλημμένα απέναντι σε «μειονότητες», γ) είναι πιο συντηρητικά στα πολιτικά τους φρονήματα, δ) έχουν προβλήματα προσαρμογής σε ομάδες με δημοκρατικό ύφος ή με laissez-faire ύφος κλπ. Αυτά τα άτομα κατά την ιουδαϊκή Σχολή της Φρανκφούρτης είναι….άρρωστα.] 

Ποιός είναι ο απώτερος σκοπός όλων αυτών; Η δημιουργία κοινωνιών που θα μοιάζουν με μία ρευστοποιημένη μάζα, ένας υγρός, εύπλαστος κόσμος, που όλα θα τα επιτρέπει, στην αέναη μάχη ενάντια στον ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟ ΠΑΤΕΡΑ.


Λόγος εγκωμιαστικός εις το Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου (του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου του Στουδίτου)

ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ | ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣἈκόμα καὶ ἂν ὡμοίαζε ὁ λόγος μας μὲ ἐαρινὸν τραγούδι καλλικελάδου ἀηδόνος, πολὺ πτωχικὰ θὰ ἠδύνατο νὰ ὑμνήσῃ τὴν μεγάλην φωνὴν τῆς ἀληθείας ποὺ γεννᾶται σήμερον. Τώρα ὅμως ποὺ ἡ λαλιά μας εἶναι ἀσθενικὴ καὶ τὰ μάλα κακόφωνος, πῶς νὰ ὑμνήσῃ τὸν πιὸ δοξασμένον ἀπὸ ὅλους τοὺς προφήτας; Πῶς νὰ ψάλλῃ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα τῶν Ἀποστόλων; Πῶς νὰ δοξολογήσῃ αὐτὸν ποὺ ἔχει μίαν ξέχωρον τιμὴν ἀνάμεσα εἰς τοὺς μάρτυρας; Ἐκεῖνο δὲ ποὺ μοῦ φαίνεται ἀξιοπρόσεκτον εἶναι τὸ ὅτι ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἄλλους ἁγίους, πλέκει ὁ εἷς τοῦ ἄλλου τὸ ἐγκώμιον, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος τοῦ πιὸ ἀναγνωρισμένου καὶ ὁ λιγότερο γνωστός του ὀλιγώτερον φημισμένου. Αὐτὸν ὅμως ποὺ τώρα ἐμεῖς ἐξυμνοῦμεν τὸν ἐγκωμίασε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐγκωμιαστάς του, 
ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ Θεός, ἡ Ἀλήθεια, λέγοντας: «Δὲν ἔχει μέχρι σήμερον γεννηθεῖ μεγαλύτερος προφήτης ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν» (Ματθ. ια´ 11).
Ἀφοῦ λοιπὸν τόσον πλουσίως καὶ ἀνυπερβλύτως ἔχει ἐπαινεθεῖ καὶ ἔχει ἐγκωμιαστεῖ ὁ μέγας Πρόδρομος ἀπὸ τὸν Ὕψιστον Θεὸν Λόγον, ἔχει τάχα ἀνάγκη ἀπὸ τὰ φτωχικά μας λόγια, ἀγαπητοί μου ἀκροαταί; Ὄχι βεβαίως, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ πτωχικά μας λόγια ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἐμεῖς ὅμως ἀποτολμᾶμε νὰ ποῦμε δύο λόγια γι᾿ αὐτόν, γιατὶ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ τὸ πράξουμε ἀπὸ ὑπακοὴ εἰς τὸν πατέρα καὶ ἡγούμενό μας, ἐκτελώντας ὁπωσδήποτε τὴν ἐντολὴν ποὺ μᾶς ἔδωκε. Συγχρόνως ὅμως θὰ λάβωμεν ἁγιασμὸν καὶ χάριν καὶ μόνον ποὺ ὁ νοῦς μας θὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν Τίμιον Πρόδρομον.
Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς ἑορτάσωμεν τὴν ἡμέραν. Ἂς πανηγυρίσωμεν τὸ γεγονός της γεννήσεώς του, ὄχι μόνον ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὰ περίχωρα, ἀλλὰ καὶ ὅσοι περιτριγυρίζουν τὸν πνευματικὸν Ἰορδάνην. Ἂς εἰσέλθωμεν βαθιὰ εἰς τὸ νόημα αὐτοῦ του παραδόξου μυστηρίου. Ἂς γνωρίσωμεν αὐτὸ ποὺ τόσον ὑπερφυσικῶς γίνεται σήμερον. Ἂς ἐμβαθύνωμεν εἰς τὰ ὅσα ἔχουν συμβεῖ γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ Ζαχαρίου. Καὶ ἂς μὴν παραλείψωμεν νὰ ἀναφέρωμεν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ διαδραματίστηκαν εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Ἐλισάβετ. Πόσον μεγάλος ὑπῆρξε ὁ Πρόδρομος φαίνεται καὶ μόνον ἀπὸ τοὺς γονεῖς ποὺ εἶχε, γιατὶ οἱ γονεῖς του δὲν ὑπῆρξαν ἄσημοι ἀλλὰ πολὺ περιδοξοι καὶ ἐπιφανεῖς. Ὁ μὲν Ζαχαρίας ὡσὰν ἄλλος Ἀαρὼν καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ εἰς τὸ ἀξίωμα, ἐνδεδυμένος τὴν Ἱερατικὴν στολήν -δηλαδὴ τὸ περιστήθιον, τὴν ἐπωμίδα, τὸν χιτώνα ποὺ ἔφτανε μέχρι τους ἀστραγάλους καὶ τὸν χιτώνα τὸν κροσσωτόν, τὸν διακριτικὸν σκοῦφον τῆς ἱερωσύνης καὶ τὴν ζώνην, ποὺ ἦσαν ὅλα καταστόλιστα μὲ χρυσάφι καὶ πολυτίμους λίθους καὶ ὑάκινθον καὶ βύσσον- εἰσῆλθε εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ ἱερουργήσῃ ἐπειδὴ ἐφημέρευε. Ἡ δὲ Ἐλισάβετ ὑπῆρξε ἴδια εἰς τὴν δόξαν μὲ τὴν Σάρραν καὶ μᾶλλον πιὸ δοξασμένη ἀπ᾿ αὐτήν, ὡς συγγενὴς τῆς Θεομήτορος. Αὐτὴ λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ χαριτώθηκε, ἂν καὶ ἦταν στείρα, νὰ γεννήσει ὄχι τὸν Ἰσαάκ, ποὺ ὀνομάστηκε δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Γεν. ιδ´ 14 καὶ Δαν. γ´ 35), ἀλλὰ τὸν Ἰωάννην ποὺ ἔγινε γνήσιος φίλος τοῦ Χριστοῦ. Ὦ ἄγονος μήτρα, ποὺ ἐκράτησες μέσα σου τέτοιον τέκνον! Ὦ ἄκαρπος μήτρα, ὅπου ἐκράτησες μέσα σου τέτοιο καρπερὸν στάχυ! Διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ διστάσωμεν νὰ ἀναφωνήσωμεν καὶ πάλιν πρὸς αὐτήν, μὲ καινὸν τώρα νόημα τὰ λόγια του μεγαλοφωνοτάτου Ἡσαΐου. «Γέμισε τὴν καρδίαν σου στείρα, μὲ εὐφροσύνην ἐσὺ ποὺ δὲν ἀπόκτησες παιδιά. Φώναξε μὲ ὅλη σου τὴν δύναμη ἐσὺ ποὺ δὲν δοκίμασες ὠδίνες τοκετοῦ «(Ἡσ. νδ´ 1), διότι ἔκανες νὰ ἀνθίσει ἀπὸ τὴν ἔρημον μήτρα σου ὁ Ἰωάννης, τὸ κρίνον τῆς ἁγνότητος, τὸ ρόδον ποὺ εὐωδιάζει ἀπὸ τὸ ἅγιον πνεῦμα, τὸ λιβάδι τῆς ἐγκρατείας, ποὺ μᾶς γεμίζει μὲ ἀγαθά, ἡ φωτοδότρα πηγὴ ποὺ λάμπει κατὰ τὴν φανέρωσιν τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, ὁ Ἰωάννης, ὁ στρατιώτης τοῦ οὐρανίου βασιλέως, ποὺ ὁ ἴδιος τὸν ἐπέλεξε καὶ τὸν ὑπέδειξε εἰς τὸν λαόν του, ὁ ἄριστος νυμφαγωγὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν οὐράνιον Νυμφίον τῆς Χριστό, ὁ ἀκάματος κῆρυξ καὶ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ Ἀλήθεια, ὁ Ἰωάννης, ὁ φλογερὸς κῆρυξ τῆς μετανοίας, ὁ σαρκωθεῖς ἄγγελος τοῦ Κυρίου, αὐτὸς ποὺ φανέρωσε σὲ ὅλους τὸν ἀμνόν, ποὺ θὰ σήκωνε πάνω του ὅλου του κόσμου τὶς ἁμαρτίες.
Καὶ δὲν θὰ μπορέσω μὲ ὅ,τι καὶ νὰ εἴπω νὰ ἀναφέρω ὅλας τὰς ἀρετάς του, ἀκόμα καὶ ἐὰν ἀπαριθμήσω ὅλους τοὺς τίτλους ποὺ τοῦ ἔχουν δοθεῖ. Γιατὶ τοῦ ταιριάζουν πολλὰ ὀνόματα καὶ εἶναι κεκοσμημένος διὰ πολλῶν ἀρετῶν, μία καὶ αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴν πιὸ μεγάλην χάριν ἀπ᾿ ὅλους ἐκείνους ποὺ σφράγισε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τιμοῦμε βεβαίως καὶ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ προπάτορος Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖον συνέλαβε καὶ γέννησε στὰ γηρατειά της ἡ Σάρρα καὶ γιὰ τὸν ὁποῖον εἶπε: «Ποῖος θὰ φέρει τὸ χαρμόσυνον μήνυμα εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ θὰ τοῦ μηνύσει ὅτι ἡ Σάρρα θηλάζει βρέφος; (Γέν. κα´ 7), γεγονὸς ποὺ πανηγύρισε ὁ Ἀβραὰμ μὲ μεγάλο συμπόσιον τὴν ἡμέραν της ἀπογαλακτίσεώς του. Ἐπίσης τιμοῦμε καὶ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σαμψὼν ποὺ καὶ αὐτὸς χαρίστηκε στὸν Μανωὲ ἀπὸ στείρα μάνα, συμφώνως μὲ τὸ ξεχωριστὸν θέλημα καὶ τὴν ξεχωριστὴν χάριν τοῦ Θεοῦ (Ἰουδ. ιγ´ 14). Αὐτός, καθὼς λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν θὰ ἔπινε οἶνον καὶ οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ δὲν θὰ ἔτρωγε τίποτε ἀκάθαρτον. Θὰ ἀναδεικνυόταν ἀκόμα ἀρχηγὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιὰ νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους ἐχθρούς του. Τέλος, παραλείποντες καὶ ἄλλων ἁγίων σχετικὰς περιπτώσεις, θὰ ἀναφερθῶ εἰς τὸν προφήτην Σαμουήλ, τὸν ὁποῖον γέννησε ἡ πολυδοξασμένη Ἄννα μὲ τὸν Ἐλκανὰ καὶ τὸν ἀφιέρωσε ἀπὸ βρέφος εἰς τὸν Θεόν.
Ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ δὲν φτάνουν, ἀγαπητοί μοι, τὸ μεγαλεῖον τοῦ Ἰωάννου. Γιατὶ ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔζησαν πρὸ τῆς παραδόσεως τοῦ γραπτοῦ Νόμου καὶ ἄλλοι μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ὁ υἱὸς τοῦ ἱερέως Ζαχαρίου καὶ τῆς ἀξιοθαυμάστου Ἐλισάβετ, ἀνθὸς ποὺ ἐστόλισε τὴν εἴσοδον τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον, φύτρωσε καὶ ἄνθισε εἰς τὸ μεσοδιάστημα τοῦ Νόμου καὶ τῆς Χάριτος. Ἀνέτειλε ὁ νοητὸς ἀστήρ, προαναγγέλλων τὴν ἀνατολὴν τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Προέτρεξε ὁ στρατιώτης, κηρύσσων τὴν ἔλευσιν τοῦ βασιλέως ὁλοκλήρου της κτίσεως. Ἦλθε ὁ ὁδηγὸς τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διαλαλώντας τὴν ἐπικειμένην παρουσίαν τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι προφῆται προεφήτευσαν ἢ ἐθαυματούργησαν ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν γέννησίν τους, ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως πληρώθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀνεδείχθη θαυματουργὸς ἐνόσῳ ἀκόμα εὑρίσκετο εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του.
Θὰ κάνω λοιπὸν μίαν παρομοίωσιν διὰ νὰ δείξω τὴν μεγαλοπρέπειαν τῆς μορφῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὅπως ἕνας βασιλεύς, ποὺ ἐξέρχεται μετὰ πομπῆς καὶ βασιλικῆς μεγαλοπρεπείας ἀπὸ τὰ ἀνάκτορά του, ἔχει ῥαβδούχους καὶ ἄλλους ποὺ προπορεύονται μὲ σκῆπτρα, κατόπιν ὑπάτους, ὑπάρχους καὶ ταξιάρχους, τελευταίως δὲ ἔρχεται ἕνας ἀξιωματικὸς μὲ πολὺ μεγάλον βαθμὸν καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἀμέσως ἐμφανίζεται ὁ βασιλεύς, ἀστράφτων μέσα εἰς τὸν χρυσὸν καὶ τοὺς πολυτίμους λίθους, τὸ ἴδιον φανταστεῖτε ὅτι συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀληθινὸν καὶ μόνον βασιλέα ὁλοκλήρου της κτίσεως, τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μας. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἔλθη ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, ἐπροπορεύθησαν οἱ πατριάρχες, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ. Ἔπειτα ὁ Μωϋσῆς, ποὺ ἠξιώθη νὰ φανερώσει τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ Σαμουὴλ καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων προφητῶν. Τελευταῖος δὲ ἀπὸ ὅλους ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης καὶ ἀμέσως μετὰ ὁ Δεσπότης μας Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμένα, εἶναι ἀνώτερός μου, γιατὶ ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ μένα» (Ἰω. α´ 15). Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἂν καὶ τελευταῖος εἰς τὴν παράταξιν, πρῶτος εἰς τὴν ἀξίαν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμα τους Προφήτας καὶ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἁγίους σπουδαιότερος, σύμφωνα μὲ ὅσα κήρυξε ὁ ἀληθινὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Καὶ εἶναι περισσότερον τετιμημένος, γιατὶ ἦταν τελευταῖος ἀπὸ τοὺς προφήτας καὶ πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἁγίους της ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἀναπτύσσοντας λοιπὸν τὴν ἱστορία, ὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἂς ἀκούσωμεν τί ἦταν ἐκεῖνα ποὺ ὁ Γαβριὴλ εἶπε εἰς τὸν Ζαχαρία. «Φανερώθηκε σ᾿ αὐτόν», λέγει, «ἄγγελος Κυρίου καὶ παραστάθηκε δεξιὰ ἀπὸ τὴν Τράπεζαν ὅπου ἔκαιγαν τὸ θυμίαμα καὶ μόλις τὸν εἶδε ὁ Ζαχαρίας ταράχτηκε καὶ φοβήθηκε πολύ» (Λουκ. α´ 11-12). Γιατὶ ἦταν πολὺ σεβασμία καὶ ἱερὰ ἡ ὀπτασία καὶ φοβερὸς ὁ τόπος ὅπου συνέβη τὸ γεγονός. Γιατὶ λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πόσον φοβερὸς εἶναι αὐτὸς ὁ τόπος! Αὐτὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλον, παρὰ ἡ ἴδια κατοικία τοῦ Θεοῦ» (Γέν. κη´ 17). Καὶ δὲν εἶναι περίεργον τὸ ὅτι ὁ ἱερεύς, ἂν καὶ ἦταν δίκαιος, ἐταράχθη καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ φόβον, ἀφοῦ τὸ ἴδιον συνέβη καὶ μὲ τὸν Δανιὴλ τὸν «ἄνθρωπον τῶν ἐπιθυμιῶν» (Δαν. ι´ 8), ποὺ βλέποντας τὸν ἄγγελον θαμπώθηκε καὶ ἔμεινε ἄφωνος καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, ἀπό του ἀγγέλου τὴν ὑπέρμετρον καὶ ἀσύγκριτον λαμπρότητα. «Ἐφάνη» λέγει, «σ᾿ αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου».
Τί ἔχουν νὰ μᾶς εἴπουν γι᾿ αὐτὸ οἱ μισοχριστιανοὶ ποὺ δὲν ἱστοροῦν εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀγγέλων; Ἂν ποτὲ ἔχει φανερωθεῖ ἄγγελος σὲ ἄνθρωπο, τότε ἔχει καὶ ζωγραφιστεῖ ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐφανερώθη καὶ ὄχι μὲ μορφὴ διαφορετική. Καὶ ἐφανερώθη μὲ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς μορφὴν ποὺ παρουσιάστηκαν παλαιὰ εἰς τὸν Μωϋσῆν, εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ, τὰ Χερουβεὶμ ποὺ περιστοιχίζουν τὸ ἱλαστήριον τῆς κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὸ ποὺ οὔτε σῶμα οὔτε ὑλικὴ μορφὴ ἔχει δύναται νὰ περιγραφεῖ - συμφώνως μὲ τὴν μορφὴν ποὺ ἐφανερώθη - πῶς δὲν θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἱστορήσωμεν εἰκόνα γιὰ κάτι ποὺ καὶ σῶμα ἔχει καὶ ὑλικὴν μορφὴν καὶ προσλαμβάνει διάφορα χρώματα καὶ ψηλαφιέται ὡς τρισδιάστατον ἀντικείμενον, ὅπως εἶναι καὶ ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος μας, ὥστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ κάνουμε ὁλοφάνερον τὴν σάρκωσίν του, γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ μένει ἔξω ἀπὸ κάθε φαντασίαν; Ἂς μὴ νομίσουν λοιπὸν οἱ ἄφρονες ὅτι, ζωγραφίζοντας τὴν μορφὴν τοῦ Χριστοῦ, ἀπεικονίζουμε ταυτοχρόνως καὶ τὴν θεότητά του, ἡ ὁποία δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ, οὔτε νὰ κατανοηθεῖ ἢ νὰ περικλειστεῖ, οὔτε νὰ λάβει σχῆμα, οὔτε θέσιν, οὔτε ἔκτασιν, οὔτε μέγεθος, οὔτε κανένα ἄλλο γνώρισμα, ἀπ᾿ ὅσα εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφοῦν. Γιατὶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρος καὶ ἀκατάληπτος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἱστοροῦμε τὴν εἰκόνα του Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ νὰ περιγράφουμε τὴν μορφή του δὲν περιγράφουμε συγχρόνως καὶ τὴν ψυχήν του ποὺ εἶναι ἄϋλος καὶ ἄμορφος - αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον - ἀλλὰ ἀποδίδουμε χωριστὰ καὶ ξεκάθαρα εἰς τὸ ἄυλον καὶ εἰς τὸ ὑλικὸν αὐτὸ ποῦ τοῦ ἁρμόζει. Δηλαδὴ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν περιγράφεται, δὲν τὴν ἀπεικονίζουμε. Εἰκονίζουμε ὅμως τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δύναται νὰ περιγραφεῖ, συμφώνως μὲ ὅσα στοιχεῖα μᾶς δίδει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον.
Ἀλλὰ ἂς ἐπιστρέψωμεν εἰς τὸ θέμα μας. «Καὶ τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος: Μὴν φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν προσευχήν σου» (Λουκ. α´ 13). Ἀμέσως μὲ τὴν διαβεβαίωσιν αὐτὴ τοῦ ἐδίωξε τὸν φόβον, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ κάθε ἀγγελικὴν ὀπτασίαν. Μετὰ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν φόβον ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀγγέλου, ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἡ δειλία. Ἐνῶ γίνεται ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον ὅταν ἐμφανίζεται ὁ διάβολος. Δηλαδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν ὁ ἄνθρωπος ποῦ τὸν δέχεται εἶναι χαρούμενος καὶ θαρραλέος, μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο γεμίζει ταραχὴν καὶ φόβον. «Μὴν φοβᾶσαι», εἶπε, «Ζαχαρία, γιατὶ ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν προσευχήν σου καὶ ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θὰ φέρει εἰς τὸν κόσμον ἕναν υἱόν» (Λουκ. α´ 18). Ὢ ἀξιοεπιθύμητον καὶ θεόσδοτον παράγγελμα, σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τους! Ὢ ἀγγελοφερμένη ὑπόσχεσις, ποὺ εἶσαι καρπὸς τόσων ἐπιμόνων προσευχῶν! Κατάφερε ὁ Ζαχαρίας νὰ κερδίσει ἐκεῖνο ποὺ ἡ ψυχή του ἐπιθυμοῦσε! Ἐπέτυχε ἐκεῖνο διὰ τὸ ὁποῖον παρακαλοῦσε μὲ θέρμιν! Εὗρε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε. Εὗρε, ὄχι ἀπὸ φυσικὴν συνάφειαν ἀλλὰ ἀπὸ καρποφόρον προσευχὴν τὴν ἀνανέωσιν τῆς ἀγόνου μήτρας καὶ τὴν ἱκανοποίησιν τῆς λαχτάρας της νὰ τεκνοποιήσει. Διότι ἡ στείρωσίς της δὲν ἦταν βεβαίως ἐπιτίμιον καὶ ἄρα τοῦ Θεοῦ - μὴν πάει ἐκεῖ ὁ νοῦς σας - ἀλλὰ ἦταν προφητικὴ ἐξαγγελία μεγάλου μυστηρίου.
Ἔχω τὴν ἐντύπωσιν ὅτι, ἂν καὶ ὁ Ζαχαρίας εἶχε παραδοθεῖ εἰς ἔντονον προσευχὴν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ λύσει τὴν στείρωσιν τῆς Ἐλισάβετ, δὲν εἰσηκούσθη ἀμέσως ὑπό του Θεοῦ, διότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμα ὁ κατάλληλος καιρός. Δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμα ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ ἐσαρκοῦτο. Τότε μόνον νὰ ἐλπίζεις ὅτι θὰ ἀποκτήσεις τέκνον, Ζαχαρία, ὅταν ἔλθει εἰς τὴν γῆν Ἐκεῖνος ποὺ χρόνια προσδοκοῦν καὶ περιμένουν τὰ ἔθνη. Τότε νὰ περιμένεις πὼς ἡ Ἐλισάβετ θὰ πάψει νὰ εἶναι στείρα, ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἡ ἐλπὶς τῆς οἰκουμένης. Ἐπειδὴ ὅμως ἦλθε πλέον αὐτὴ ἡ ὥρα, δέξου μὲ τὴν προαγγελία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ τῆς καρδίας σου τὸ ποθούμενον. Ὡς ἄλλος ἀετὸς ξαναπάρε τὸ νεανικόν σου σφρίγος (Ψαλμ. ρβ´ 5). «Γνώρισε», εἶπε ὁ ἄγγελος, «τὴν σύζυγόν σου. Διότι ἔγινε δεκτὴ ἡ προσευχή σου καὶ ἡ γυνή σου Ἐλισάβετ, θὰ σοῦ γεννήσει ἕναν υἱὸν καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰωάννης». Φανέρωσε ἔτσι ὁ ἄγγελος καὶ τὸ ὄνομα ποὺ θὰ ἐλάμβανε τὸ παιδί, ὄνομα ποὺ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐτυμολογίαν του φανερώνει ὅτι τὸ παιδὶ θὰ ἦταν οὐρανόσταλτο.
Εἶπε δὲ ὁ Ζαχαρίας εἰς τὸν ἄγγελον - γιατὶ ὁμιλεῖ μὲ τὸν ἄγγελον μὲ θάρρος ὡς ἴσον πρὸς ἴσο . «Πῶς θὰ βεβαιωθῶ γι᾿ αὐτό, ἀφοῦ ἐγὼ εἶμαι γέρων καὶ ἡ γυνή μου προκεχωρημένη εἰς τὴν ἡλικίαν;». (Λουκ. α´ 18). Η ἀπόδειξις ποὺ χωρὶς ἰδιαιτέραν σκέψιν ζήτησε, γιὰ τὸν τρόπον ποὺ θὰ γινόταν πατέρας, τοῦ προσάπτει ὡς ἱερέα τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀπιστίας. Αὐτὴ ἡ ἐρώτησις ὅμως δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγκην ἐξακριβώσεως τῆς ἀληθείας. Ἔπαθε ἔτσι καὶ ὁ Ζαχαρίας τὸ ἴδιον μὲ τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν. Γιατὶ δὲν ἦταν δικαιολογημένον, προφήτης αὐτὸς καὶ γνώστης τῶν θείων πραγμάτων, νὰ ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀνακαινίσει τὴν φύσιν, νὰ ξανανιώσει τὰ γηρατειά, νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τὸν ἄνθρωπον, νὰ εὕρει λύσεις εἰς τὰ προβλήματα, ὅπως ἄλλωστε συνέβη μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν Σάρρα, μὲ τὴν Σωμανίτιδα καὶ μὲ τόσες ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις, ποὺ ἔδειξε τὴν θαυματουργικήν του δύναμιν. Ἀλλὰ ὅμως ἐπειδὴ οἱ χαρούμενες ἀγγελίες, ποὺ μηνύουν τὴν πραγματοποίησιν τῶν μεγάλων καὶ ἀσυνηθίστων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς, ὅταν ἀκουστοῦν ἀπροσδόκητα καὶ ξαφνικὰ φέρνουν συνήθως ταραχήν, γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ὁ Ζαχαρίας, ἐπειδὴ ἐταράχθη, τηρεῖ ἐπιφυλακτικὴν στάσιν. Καὶ αὐτὸ νομίζω ὅτι τὸ κάνει ἕνεκα ὄχι τῆς ἀπιστίας του, ἀλλὰ γιατὶ βιάζεται νὰ φτάσει εἰς τὴν ἀναμφισβήτητον καὶ ἀδιάσειστον βεβαιότητα. Καὶ ἀμέσως ὡς νὰ ἐκυριεύθη ἀπὸ ἀφόρητον χαράν, φωνάζει πρὸς τὸν ἄγγελον καὶ λέγει: «Πῶς θὰ βεβαιωθῶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ μοῦ λέγεις;» Μήπως παραλογίζεσαι; Μὴν καὶ δὲν βγοῦν ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ μοῦ ἀναγγέλεις; Δός μου ἐπίσημον διαβεβαίωσιν, δός μου χειροπιαστὴν ἀπόδειξιν, ὅπως παλαιότερον ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραὰμ τὸ σημεῖον της περιτομῆς, παρέχοντας εἰς αὐτὸν τὴν διαβεβαίωσιν ὅτι θὰ καταστεῖ πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν καὶ ὅτι θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ τὴν γενεὰν πολλοὶ βασιλεῖς. Καὶ ὅπως διαβεβαίωσε πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Νῶε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ οὐρανίου τόξου, ὅτι δηλαδὴ δὲν θὰ καταστρέψει μὲ κατακλυσμὸν τὴν γῆν. Ἀκόμα ὅπως ἔκανε τὴν ῥάβδον τοῦ Μωϋσῆ νὰ λάβει μορφὴν ὄφεως καὶ νὰ ξαναγίνει ἀμέσως καὶ πάλιν ράβδος, διὰ νὰ πιστεύσουν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι του ἐφανερώθη ὁ Θεός. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ τὸ σημεῖον ποὺ ζητᾶς· θὰ χάσεις τὴν λαλιάν σου καὶ δὲν θὰ μπορεῖς πλέον νὰ ἐκφέρεις λόγον, διότι δὲν πίστεψες εἰς τοὺς λόγους μου» - ἐννοεῖται βεβαίως γιατί δὲν πίστεψε ἁπλῶς καὶ ἀνεξετάστως - «ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅταν φτάσει ὁ κατάλληλος καιρός». Ἔλαβε λοιπὸν τὴν κατάλληλον διὰ τὴν περίστασιν ἀπόδειξιν, ποὺ ζητοῦσε ὁ Ζαχαρίας, δηλαδὴ τὴν σιγὴν τῆς φωνῆς του, μίας φωνῆς ποὺ κάποτε θὰ σταματοῦσε γιὰ πάντα μπροστὰ στὴν ζωντανὴ καὶ σαρκωμένη φωνή, τὸν Πρόδρομον ποὺ θὰ γεννιόταν ἀπ᾿ αὐτόν. Καὶ ἐνῶ ἔμεινε μὲ σφραγισμένο τὸ στόμα συνέχισε νὰ ὑμνεῖ, μὲ μυστικὴν πιὰ φωνὴν τὸν Δωρητὴν τοῦ παιδίου, ποὺ ἔμελλε νὰ γεννηθεῖ.
Ὅταν ἐξῆλθε, λέγει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, ἐκ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, «δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ ὁμιλήσει. Καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ κατάλαβαν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶχε δεῖ κάποιο ὅραμα εἰς τὸ ἱερόν, ἐνῶ ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει μὲ νοήματα καὶ παρέμενε βωβός» (Λουκ. α´ 22). Καὶ ἔμεινε κωφὸς καὶ ἄλαλος, τὸ πρῶτον διὰ νὰ μὴν δέχεται ἐρωτήσεις, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν πληροφορήσει τοὺς ἄλλους διὰ τὸ ὅραμα. Ἔπειτα δὲ ἐπειδὴ κατὰ κάποιον τρόπον εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις του καὶ καθὼς ἔμεινε κατάπληκτος καὶ ἐμβρόντητος ἀπὸ τὸ ὅραμα ποῦ ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸ ζεῖ τόσο βαθιὰ μέσα του, δὲν ἠμποροῦσε νὰ δώσει προσοχὴ στὰ κούφια λόγια τῶν ἄλλων. Ἡ σιωπὴ λοιπὸν δὲν εἶχε κανένα ἄλλον νόημα, παρὰ ἦταν μόνον μία προφητεία, ποὺ προεδήλωνε ὅτι θὰ γινόταν πατὴρ προφήτου. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἴσως καὶ σημεῖον τοῦ τέλους τῆς λατρείας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλὰ καὶ σημεῖον της ἀνατολῆς τῆς ἐποχῆς τῆς Χάριτος, ποὺ θὰ ἄρχιζε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννου.
Προσπερνώντας ὅμως τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ θέμα μας - γιατί δὲν εἶναι οὔτε τῆς ἡμέρας, οὔτε τῆς δυνατότητός μας - ἂς ἔλθουμε ἀμέσως σ᾿ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα. Καὶ συνέβη, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, τὸ ἑξῆς: «Μόλις ἤκουσε ἡ Ἐλισάβετ τὸν χαιρετισμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε ἀπὸ χαρὰ μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς τὸ βρέφος» (Λουκ. α´ 41). Ὦ Ἰωάννη, μακαριστὸν βρέφος, ἀκοίμητον ἔμβρυον! Ἐνῶ ἀκόμα βρισκόσουν εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός σου, πῶς ἔνοιωσες τί γίνεται εἰς τὸν κόσμον; Ἐνῶ ἀκόμα δὲν εἶχες τελειωθεῖ πῶς παρουσιάζεσαι ὑπερτέλειος; Πῶς ἕξι μόλις μηνῶν ἔμβρυον, ἐξεφράσθης ὡς σοφὸς γέρων; Πῶς χωρὶς ἀκόμα νὰ μπορεῖς νὰ διανοηθεῖς ἐφάνης τόσον συνετός; Πῶς ὁμίλησες μὲ τόσην εὐφράδειαν, ἐνῶ ἀκόμα δὲν μποροῦσες νὰ ἀρθρώσεις λέξιν; Λέγε μας, λοιπόν, πῶς ἐνῶ βρισκόσουν ἀκόμα εἰς τὴν σκοτεινὴν χώραν τῶν μητρικῶν σπλάγχνων, χωρὶς νὰ βλέπεις, χωρὶς νὰ ἀκοῦς, χωρὶς νὰ ἔχεις ἀρθρώσει ἀκόμα μίαν λέξιν, χωρὶς νὰ ἔχεις κάνει ἀκόμα οὔτε ἕνα βῆμα, χωρὶς νὰ ἔχει ἀκόμα διαφανεῖ τὸ πρῶτον χαριτωμένο παιδικὸν χαμόγελο, πῶς βλέπεις τόσον καθαρὰ ὅσα δὲν ἠμποροῦν νὰ ἴδουν οἱ ἄνθρωποι; Πῶς ἔχεις μίαν τόσο σοφὴν γνῶσιν; Πῶς θεολογεῖς; Πῶς σκιρτᾶς χαρούμενα; Γιατί χαίρεσαι τόσον πολύ; Ἀπάντησέ μας, ἀπάντησέ μας πανθαύμαστε! 
Μεγάλο, λέγει, τὸ μυστήριον ποὺ συντελεῖται καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει ἀνθρώπινος νοῦς αὐτὸ ποὺ διαδραματίζεται. Ἂν καὶ εἶμαι ἁπλοῦς ἄνθρωπος ἐπιτελῶ παράδοξα πράγματα, διὰ νὰ φανερώσω. Ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται ὡς θεάνθρωπος νὰ ὑπερβεῖ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως. Βλέπω παρότι εἶμαι ἀκόμα ἔμβρυον, γιατὶ αἰσθάνομαι κοντά μου νὰ κυοφορεῖται ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούω ἐπειδὴ γνωρίζω πολὺ καλὰ τὰ πάντα καὶ ἐπειδὴ γεννῶμαι γιὰ νὰ εἶμαι ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου του Θεοῦ. Κράζω μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν, γιατὶ νιώθω νὰ σαρκοῦται ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Πατρός. Σκιρτῶ, γιατὶ αἰσθάνομαι νὰ λαμβάνει ἀνθρωπίνην μορφὴν ὁ Ποιητὴς ἁπάσης τῆς κτίσεως. Χαίρομαι μὲ ὅλην μου τὴν ψυχήν, ἐπειδὴ σκέπτομαι ὅτι σαρκώνεται ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Σᾶς ἀναγγέλω τὴν ὥραν ποὺ ὁ Θεὸς ἔρχεται ὡς ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Τρέχω μπροστά, προτοῦ φτάσῃ Ἐκεῖνος ἀνάμεσά σας, ὡς κορυφαῖος του δοξολογικοῦ χοροῦ σας καὶ σὰν τὸν Δαυὶδ λοιπὸν σοῦ προαναγγέλω προφητικά: Ἀρχίστε τὸ τραγούδι, λάβετε καλόηχον τύμπανον, ψαλτήριον καὶ κιθάρα. Τραγουδήσατε, ψάλλατε γι᾿ Αὐτόν, ὑμνήσατε ὅλον του τὸ μεγαλεῖον ποὺ εὑρίσκεται εἰς ὅσα θαυμάσια ἐπιτελεῖ.
Ἄρα λοιπὸν Ἰωάννη, ἠγέρθης πάνω ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ ἠξιώθης νὰ ἀντικρύσεις τὰ οὐράνια; Ξεπέρασες καὶ αὐτὲς τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις ποὺ ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργίαν τοῦ ὁρατοῦ κόσμου; Πῶς λοιπὸν τιμήθηκες μὲ τὸ ἀξίωμα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ἐνῷ δὲν ἐπλάσθης ἄγγελος; Καὶ πῶς ἀγέννητος ἀκόμα, μᾶς ἐμήνυσες καὶ μᾶς προανήγγειλες μὲ ἄμεσον θεϊκὴν ἔμπνευσιν ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἀγγέλους ἀκόμα ἦταν ἄγνωστον καὶ ἀδίδακτον;
Δὲν προσπάθησα νὰ ἀνέβω σὲ φανταστικὰ ὕψη. Οὔτε περπάτησα ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα, οὔτε ξεπέρασα τοὺς οὐρανούς, οὔτε ἀνέβηκα ὑψηλότερον ἀπὸ τὰς τάξεις τῶν φλογερῶν καὶ ἀσωμάτων ἀγγέλων. Κανένας ἂς μὴν φανταστεῖ κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ μάθετε ὅτι Αὐτὸς ποὺ εὑρίσκεται ἐπανω ἀπ᾿ ὅλα καὶ μένει εἰς τοὺς Πατρικοὺς κόλπους μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, χωρὶς νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διέφυγε τὴν προσοχὴν - καὶ αὐτῶν ἀκόμα τῶν πυρίνων λειτουργῶν του - καὶ εἰσῆλθε εἰς τὴν μήτραν τῆς «ἀειπαρθένου» Μαρίας, σὰν σὲ ἄλλο οὐρανό. Αὐτὸς λοιπόν, μοῦ ἐφανερώθη καὶ μὲ ἐμύησε σὲ αὐτὰ τὰ θεϊκὰ μυστήρια. Εἶμαι λοιπὸν κῆρυξ τοῦ βρέφους. Διαλαλῶ ὅτι «γεννήθηκε παιδὶ γιὰ χάρη μας καὶ μᾶς ἐδόθη ὡς δῶρον Αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ προαιώνιος Θεός», ὅπως λέγει καὶ ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας (Ἡσ. θ´ 6) . Ἐγεννήθην ἀπὸ μήτρα στείρα, διότι πρόκειται νὰ γεννηθῇ παιδὶ ἀπὸ μάνα παρθένο.
Πόσον ὑπερφυσικὰ πράγματα, πόσον παράδοξα θαύματα εἶναι αὐτά, ποῦ χαρούμενά μας μηνύει σήμερον τὸ ἀγέννητον ἀκόμα βρέφος! Πόσον πρωτοφανῆ μηνύματα θεολογώντας μας προανήγγειλε ὁ υἱὸς τῆς Ἐλισάβετ; Σκίρτησε ἀπὸ χαρὰ λοιπὸν ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ψάλε καὶ ὕμνησε Ἐκκλησία, τὰ προεόρτια πανηγυρίζοντας, πρὶν ἀπὸ τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, τὰ γενέθλια τοῦ Ἰωάννου. Γέμισε ἀπὸ χαρὰν ὁλόκληρη ἡ κτίσις, καθὼς δέχεσαι τὸν κήρυκα τῆς Σαρκώσεως τοῦ βασιλέως τῶν πάντων. Μακαριστὲ Ἰωάννη, ποὺ εἶσαι μεγαλύτερος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ἐνδοξοτέρους προφήτας, ὁ ἐπιφανέστερος τῶν ἀποστόλων, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς μεγαλομάρτυρας, ὁ κεκοσμημένος μὲ θεῖα κάλλη ἀρχηγὸς τῶν ἐρημιτῶν, ὁ ἠγαπημένος φίλος τοῦ παγκάλου Νυμφίου, ὁ ἡτοιμασμένος λύχνος ὅπου λάμπει τὸ φῶς ἐκεῖνο, ποὺ μὲ λόγια δὲν ἠμπορεῖ νὰ περιγραφῇ, ὁ ἔμπιστος κῆρυξ τοῦ ἀμώμου Ἀμνοῦ, ὁ προσεκτικὸς ἀκροατὴς τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ φημισμένος Βαπτιστὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀτρόμητος ἔλεγχος τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἡρώδου, ὁ προάγγελος τῆς ζωῆς γιὰ ὅσους εὑρίσκοντο εἰς τὸν Ἅδην, ἡ σάλπιγξ ποὺ σημαίνει τὰ θεϊκὰ προστάγματα εἰς τὴν οἰκουμένην, μίλησέ μας καὶ τώρα ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ τὰς ἱερὰς πρεσβείας σου καὶ τὰς εὐχὰς τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ πατρός μου καὶ δεῖξον τὴν εὐμένειάν σου εἰς τὸν λαὸν καὶ εἰς τὸ μικρόν σου ποίμνιον ποὺ σὲ ὑμνεῖ, συγχωρῶν ταυτοχρόνως τὸ τολμηρὸν ἐγχείρημα ἑνὸς πτωχοῦ, ποὺ σοῦ τὸ προσφέρει ὄχι ὡς δῶρον, ἀλλ᾿ ὡς ταπεινὸν χρέος καὶ φόρον ποὺ ὀφείλεται ἀπὸ τιποτένιον δοῦλον, ποὺ προσφέρεται ὅμως μὲ πόθον ψυχῆς. Εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν πρέπει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, καθὼς καὶ εἰς τὸν Παντοκράτορα Πατέρα καὶ εἰς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


πηγή:  Εδώ
αντιγραφή από εδώ

Τετάρτη, Απριλίου 15, 2020

«Εκείνο το Δείπνο», Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Αποτέλεσμα εικόνας για λογοσ στο μυστικο δειπνο
Πρέπει να πιστέψετε ότι και τώρα, όταν τελούμε τη θεία Λειτουργία και κοινωνούμε, είναι εκείνο το δείπνο, ο Μυστικός Δείπνος, κατά τον οποίο ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς παρίστατο. Τίποτε μάλιστα δεν κάνει το σημερινό δείπνο υποδεέστερο εκείνου. Ούτε να σκεφτούμε ότι τάχα αυτό, το δικό μας 
σημερινό, το ετοιμάζει άνθρωπος, εκείνο δε ο Κύριος. Αλλά και εκείνο και αυτό ο ίδιος, ο Κύριος τα προσφέρει. 
Όταν λοιπόν δεις να σου προσφέρονται τα ιερά και τίμια δώρα, μη θεωρείσεις ότι αυτό το κάνει ο ιερέας, αλλά να βλέπεις, ότι του Θεού είναι το χέρι που προτείνεται…
Διότι εκείνος που έδωσε το μεγαλύτερο, δηλαδή που παρέδωσε τον εαυτό του για τη σωτηρία των ανθρώπων, πολύ περισσότερο δε θα απαξιώσει να σου μεταδώσει το Σώμα του. 
Ας ακούσουμε λοιπόν και ιερείς και πλήρωμα της Εκκλησίας, ποιά μεγάλη δωρεά αξιωθήκαμε. Να ακούσουμε και να τρομάξουμε. Μας έδωσε ο Κύριος να χορτάσουμε με τις αγίες σάρκες του, τον ίδιο τον εαυτό του μας έδωσε θυσιασμένο. Ποια θα είναι η απολογία μας, εάν, ενώ με τέτοια αγία τροφή τρεφόμαστε, σε τόσα πολλά και μεγάλα αμαρτάνουμε; Όταν, ενώ εσθίουμε (κοινωνούμε) Αμνό, γινόμαστε λύκοι; Όταν ενώ ενωνόμαστε με πρόβατο, και τους λέοντες ακόμη ξεπερνούμε;

πηγή:  https://www.orp.gr/?p=69

Δευτέρα, Απριλίου 13, 2020

ΟΡΘΡΟΣ Μ. ΤΡΙΤΗΣ


«Ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων σου, πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος; ἐὰν γὰρ τολμήσω συνεισελθεῖν εἰς τὸν νυμφῶνα, ὁ χιτών με ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου, καὶ δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπὸ τῶν Ἀγγέλων. Καθάρισον Κύριε, τὸν ῥύπον τῆς ψυχῆς μου, καὶ σῶσόν με ὡς φιλάνθρωπος».
(Μέσα στό φῶς τῆς λάμψης τῶν ἁγίων σου, πῶς θά εἰσέλθω ὁ ἀνάξιος; Γιατί ἄν τολμήσω νά μπῶ μαζί μ’ αὐτούς στόν νυμφώνα σου, Κύριε, τό ἔνδυμά μου μοῦ δημιουργεῖ ἔλεγχο, γιατί δέν εἶναι ἔνδυμα γάμου, ὁπότε σάν δέσμιος θά πεταχτῶ ἔξω ἀπό τούς ἀγγέλους. Καθάρισε, Κύριε, τόν ρύπο τῆς ψυχῆς μου καί σῶσε με σάν φιλάνθρωπος πού εἶσαι).
Ἀπό τούς αἴνους τοῦ ὄρθρου τῆς Μ. Τρίτης σέ ἦχο α΄ τό γνωστό τροπάριο, τό ὁποῖο ἔχει τή βάση καί τήν πηγή του σέ παραβολή τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος μίλησε γιά τή βασιλεία πού φέρνει, ἡ ὁποία ἐνῶ ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη δωρεά τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο: νά μπορεῖ αὐτός νά παρακάθεται μαζί μέ τόν Δημιουργό του καί τούς ἁγίους ἀγγέλους στό τραπέζι τοῦ γάμου, γιατί εἶναι ἐκλεκτός προσκεκλημένος – γι’ αὐτόν στήθηκε τό γαμήλιο τραπέζι - ταυτοχρόνως ἀπαιτεῖ καί τή δική του προετοιμασία· τήν καθαρότητα τοῦ ἐνδύματός του, τήν καθαρότητα δηλαδή ὅσον εἶναι δυνατόν ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί τοῦτο γιατί δέν μπορεῖ νά συνυπάρξει σχέση τοῦ ἀπολύτως καθαροῦ καί ἁγίου Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο πού ἐνσυνείδητα καί ἀμετανόητα ἁμαρτάνει. «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». «Ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, (τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου ἐννοεῖται), ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Ὁ Θεός μας θέλει τόν ἄνθρωπο συνεργό τῆς σωτηρίας του. Τόν καθάρισε ἀπό τήν ἁμαρτία του μέ τή σταυρική Του θυσία, ντύθηκε ὁ ἄνθρωπος τόν καθαρό χιτώνα μέ τό ἅγιο βάπτισμα, τόν ἴδιο δηλαδή τόν Χριστό, ἀλλά ἀπό κεῖ καί πέρα χρειάζεται καί ἡ δική του συμμετοχή. Καί τελικῶς τί ζητάει ὁ πανάγαθος Θεός μας, ξέροντας τήν ἀδυναμία καί τήν ἀσθένειά μας; Ἕνα «ἥμαρτον», βγαλμένο ὅμως ἀπό τήν καρδιά μας. Ἡ μετάνοιά μας ἔχει τή δύναμη νά ξεπλύνει μέ τά δάκρυά της τόν ὅποιο ρύπο στόν χιτώνα τῆς ψυχῆς μας, καί σ’ αὐτό μᾶς καλεῖ καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος. 
 «Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος, παρὰ πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς, πρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν τοῦ νυμφῶνός σου, τὴν δυσείμονά μου μορφήν, τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον, τῇ μεθέξει τῶν παθημάτων σου, καὶ στολὴν δόξης κοσμήσας, τῆς σῆς ὡραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρὸν ἀνάδειξον, τῆς Βασιλείας σου ὡς εὔσπλαγχνος».
(Νυμφίε Χριστέ, πού εἶσαι ὁ ὡραιότερος ὡς πρός τό πνευματικό κάλλος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους καί πού μᾶς μάζεψες γιά πνευματική ἑστίαση τοῦ νυμφῶνος Σου, βγάλε ἀπό πάνω μου τήν τερατώδη ἀπό τίς ἁμαρτίες μου μορφή, κάνοντάς με μέτοχο τῶν παθῶν Σου. Κι ἀφοῦ μέ στολίσεις μέ τή στολή τῆς δόξας τῆς ὡραιότητάς Σου, ἀνάδειξέ με χαρούμενο συνδαιτημόνα τῆς βασιλείας Σου, σάν εὔσπλαγχνος πού εἶσαι).
Στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ τό προηγούμενο κινεῖται καί τό ὑπέροχο τροπάριο τῶν ἀποστίχων τῶν αἴνων ἀπό τόν ὄρθρο τῆς Μ. Τρίτης, «ὁ νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος». Ὁ πιστός, τόν ὁποῖο ἐκπροσωπεῖ ὁ ὑμνογράφος ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας, βλέπει νά πρόκειται ἐνώπιόν του ὁ ἴδιος ὁ Χριστός – Αὐτός εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τόν Χριστό καλεῖται νά πλησιάσει, ὄχι μέ μία ἔννοια ἐξωτερική – τί νά κάναμε ἕναν τέτοιον ἀπόμακρο Θεό; - ἀλλά βαθιά ἐσωτερική καί ὁλοκάρδια. Γιατί ὁ Χριστός προσέλαβε τόν ἄνθρωπο καί τόν κατέστησε μέλος Του, δικό Του κομμάτι ὀργανικό καί ἀναντικατάστατο. Λοιπόν, ὁ Χριστός εἶναι γιά τόν πιστό ὅ,τι πιό κοντινό, ὁ ἴδιος του κυριολεκτικά ὁ ἑαυτός, χωρίς τόν Ὁποῖον δέν μπορεῖ πιά νά ζήσει. Ἡ ἐντολή Του μάλιστα «νά Τόν τρῶμε καί νά Τόν πίνουμε» μέσα στό πλαίσιο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, «γιατί διαφορετικά ζωή μέσα μας δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει» ἐπιβεβαιώνει τήν ἀλήθεια αὐτή. Τί γίνεται ὅμως; Ἡ καθημερινότητά μας φανερώνει τό πόσο ἀδύναμοι καί ὀλιγόπιστοι εἴμαστε, γιατί ξεχνᾶμε αὐτό πού εἶναι ἡ… ζωή μας! Καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν Χριστό καί ἁμαρτάνουμε καί χάνουμε ἔτσι τήν ὀμορφιά τῆς παρουσίας Του στήν ὕπαρξή μας, γινόμενοι κυριολεκτικά τέρατα! Εὐτυχῶς ὅμως ὑπάρχει ἡ μετάνοια! Μέ τή μετάνοια στρεφόμαστε πρός τήν πηγή τῆς ὀμορφιᾶς καί τῆς ὡραιότητας, τόν Κύριο, καί τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς καθαρίσει καί πάλι. Κι ἕνας τρόπος καθαρίζει τόν ἄνθρωπο στήν ψυχή: ἡ μετοχή στά πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μετοχή δηλαδή στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Σάν τόν ἄσωτο τότε πού ἐπιστρέφει στό σπίτι τοῦ Πατέρα, μπαίνουμε καί πάλι στήν πατρική ἀγκαλιά, μᾶς ντύνει Ἐκεῖνος μέ τήν πρώτη στολή, μᾶς κάνει ἄξιους συνδαιτημόνες τῆς βασιλείας Του.

Κυριακή, Απριλίου 12, 2020

ΟΡΘΡΟΣ Μ. ΔΕΥΤΕΡΑΣ


«Τῷ τὴν ἄβατον, κυμαινομένην θάλασσαν, θείῳ αὐτοῦ προστάγματι, ἀναξηράναντι, καὶ πεζεῦσαι δι' αὐτῆς, τὸν Ἰσραηλίτην λαὸν καθοδηγήσαντι, Κυρίῳ ᾄσωμεν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται».
Ἡ ἀπόρρητος, Λόγου Θεοῦ κατάβασις, ὅπερ Χριστὸς αὐτός ἐστι, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, τὸ Θεὸς οὐχ ἁρπαγμόν, εἶναι ἡγησάμενος, ἐν τῷ μορφοῦσθαι δοῦλον, δεικνύει τοῖς Μαθηταῖς· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται.
Διακονῆσαι, αὐτὸς ἐλήλυθα, οὗ τὴν μορφὴν ὁ Πλαστουργός, ἑκὼν περίκειμαι, τῷ πτωχεύσαντι Ἀδάμ, ὁ πλουτῶν Θεότητι, θεῖναι ἐμήν τε αὐτοῦ, ψυχὴν ἀντίλυτρον, ὁ ἀπαθὴς Θεότητι».
(Ἄς ὑμνολογήσουμε τόν Κύριο, γιατί εἶναι ὁ μεγαλοπρεπής δοξασμένος Θεός. Εἶναι Αὐτός πού μέ τό θεϊκό πρόσταγμά Του τήν ἀδιάβατη ταραγμένη ἀπό κύματα θάλασσα τήν ἔκανε ξηρά καί καθοδήγησε τόν Ἰσραηλιτικό λαό ὥστε νά τήν διαβεῖ.
Ἡ μυστική κάθοδος στόν κόσμο τοῦ Θεοῦ Λόγου, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, δείχνει στούς μαθητές Του ὅτι εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, ἐξηγώντας ὅτι ἡ θεότητά Του μέ τό νά γίνει πραγματικός ἄνθρωπος δέν εἶναι καρπός βίαιης ἁρπαγῆς.
Ἐγώ ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός, μέ τόν πλοῦτο τῆς θεότητός Μου, ἦλθα στόν κόσμο προκειμένου νά ὑπηρετήσω τόν Ἀδάμ πού πτώχευσε ἀπό τήν ἁμαρτία του καί τοῦ ὁποίου τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τή θέλησή Μου περιβλήθηκα· κι ἀκόμη νά θυσιάσω σά νά δίνω λύτρα γιά χάρη του, τή ζωή μου, ἐγώ πού εἶμαι ἀπαθής ὡς πρός τή θεότητά Μου).
Ἡ πρώτη ὠδή τοῦ τριωδίου κανόνα τοῦ ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας, ποίημα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ ὑμνογράφου, δοσμένο στόν γλυκύ καί ταπεινό δεύτερο ἦχο, ἀποτελεῖ ἐν σμικρῷ μία σύνοψη ὅλης τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γίνεται ἀληθινός καί πραγματικός ἄνθρωπος χωρίς νά σταματᾶ ποτέ βεβαίως νά εἶναι καί ὁ Παντοδύναμος Θεός. Κι αὐτό μέ σκοπό νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πτώση του στήν ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία εἶχε τραυματίσει τόσο τήν ἀνθρώπινη φύση, ὥστε δέν ἀρκοῦσε ἡ ἀποστολή τῶν προφητῶν - ἐκεῖνοι ἦρθαν γιά νά προετοιμάσουν ἁπλῶς τό ἔδαφος· ἀπαιτεῖτο ἡ κάθοδος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Καί πῶς μᾶς σώζει Αὐτός ὁ ἐν σαρκί Θεός; Μ’ ἕναν τρόπο πού οὐδέποτε μποροῦσε νά διανοηθεῖ ὁ ἄνθρωπος: καί γενόμενος τέλειος ἄνθρωπος ὡς πρός ὅλα, (πλήν φυσικά τῆς ἁμαρτίας ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖ κανονικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου), ἀλλά ἐπιλέγοντας ὅ,τι πιό «ἀναξιοπρεπές» γιά ἕναν Θεό· νά ὑπηρετήσει ὁ Δημιουργός τό ἁμαρτωλό δημιούργημά Του, κι ἀκόμη· νά πεθάνει μέ τόν πιό ἀτιμωτικό τρόπο, πάνω στόν Σταυρό, γιά χάρη του, παίρνοντας πάνω Του ὅλες τίς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἀλλά μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ ἄνθρωπος σώθηκε καί ἀναστήθηκε, δηλαδή πέρασε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κάτι πού προτυπώθηκε καί προεικονίστηκε ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη μέ τό γεγονός τῆς θαυμαστῆς διάβασης τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας ἀπό τούς Ἰσραηλίτες μέ ἡγέτη τόν Μωυσῆ. Δοξολογοῦμε τόν Θεό γιά τήν ἄπειρη συγκατάβαση καί ἀγάπη Του.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...