Κάθε φορά που -εδώ κι 190 χρόνια- πλησιάζει η επέτειος της εθνικής μας επανάστασης του 1821 τρέχουμε να ξεσκονίσουμε τη μνήμη μας, να θυμηθούμε εκείνα που συνέβησαν τότε για να αλλάξει ο ρους της ιστορίας μας.
Φοράμε την φορεσιά της αγάπης στην πατρίδα, κρεμάμε πάνω στο στήθος μας τα στολίδια της συγκίνησης, ασκούμε το μυαλό και το λόγο μας σε λόγους εθνικής περηφάνιας και στεκόμαστε δίπλα σε κείνους που πολέμησαν για να μας χαρίσουν τη λευτεριά μετρώντας το μπόι μας δίπλα στο δικό τους σαν τα παιδιά που κοιτάζουν πόσο μεγάλωσαν μετρώντας το ύψος τους με μέτρο το μπαμπά τους.
Έπειτα, βάζουμε ξανά τις φορεσιές της ψυχής μας στη ντουλάπα της λήθης και βιαστικά ξαναχωνόμαστε στα ρούχα της καθημερινότητας με την ίδια συστολή και ενοχή με την οποία θα εμφανιζόμασταν σε μια τράπεζα με φουστανέλα για να διαπραγματευτούμε το δάνειό μας.
Μεγάλοι λόγοι, μικρά ή καθόλου έργα. Ιδανικά που ξέμεινα απελπιστικά άδειες λέξεις, ήρωες που μοιάζουν να μιλούν μια ακαταλαβίστικη διάλεκτο, ιδέες που μοιάζουν να μας είναι τόσο χρήσιμες στην καθημερινότητά μας όσο και οι μαγικές ικανότητες των ηρώων των παραμυθιών. Ίσως γι αυτό στις μέρες μας βαλθήκαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας πως οι πατεράδες μας, οι άνθρωποι που γέννησαν, που πραγμάτωσαν το 21 δεν ήταν στ’ αλήθεια τίποτε διαφορετικό από το κακομοίρικο παρόν μας. Συστηματικά πληθαίνουν οι φωνές που επιμένουν στανικώς να μας πείσουν πως ήταν γεμάτοι ελαττώματα, πως άλλο δεν έκαναν παρά να τρώγονται μεταξύ τους όπως καληώρα εμείς, πως πάνω απ’ όλα βάζαν το μικροσυμφέρον τους σα γνήσιοι δικοί μας πρόγονοι, πως δανείζονταν ξεδιάντροπα απ’ τους ξένους κι ύστερα τρώγανε τα δανεικά σε μισθούς και σε λαδώματα. Από την άλλη πάλι υψώνονται φωνές που επιμένουν πως κείνοι που μεγαλούργησαν το 21 ήταν καθ’ όλα άμεμπτοι όντα υπερκόσμια, χωρίς ελαττώματα, με μόνο σκοπό τους το κοινό καλό. Πώς στην ευχή τα παιδιά και τα εγγόνια τους, όλοι μείς, πήραμε το στραβό το δρόμο; και κυρίως πώς εξηγούνται όσα λάθη εκείνοι αποδεδειγμένα έκαναν; Πού είναι λοιπόν η αλήθεια;
Νομίζω πως σαν έθνος περνάμε στην εφηβεία μας. Από την παιδική μας βεβαιότητα πως οι πατεράδες μας ήταν τέλειοι και υπέροχοι, περάσαμε στο άλλο άκρο, στην απόλυτη αμφισβήτησή τους, στην απομυθοποίηση και στον έλεγχό τους μέχρι υπερβολής.
Καιρός είναι να σκεφτούμε ως ώριμοι. Να κατανοήσουμε ότι οι ήρωες, αλλά και οι καθημερινοί άνθρωποι της επαναστάσεως του 1821 ήταν όπως όλοι οι ήρωες όλης της ανθρωπότητας. Είχαν τις αδυναμίες και τα ελαττώματά τους, είχαν τις διχόνοιες και τις έριδές τους, είχαν τα συμφέροντα και τις υστεροβουλίες τους. Ως εδώ μας έμοιαζαν και θα μας μοιάζουν, όπως μοιάζουν και σε κάθε άνθρωπο, όπου κι αν γεννήθηκε πάνω σε τούτον τον πλανήτη. Ωστόσο είχαν μια θεμελιώδη διαφορά απ’ όλους όσοι παραμένουν απλοί καθημερινοί άνθρωποι μακριά από το ηρωικό πνεύμα. Είχαν μια διαφορά που ναι μεν δεν εξαφανίζει τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες τους τις υπερβαίνει ωστόσο σε βαθμό που στην πράξη να τις καθιστά ασήμαντες. Ποια είναι αυτή η διαφορά;
Ότι την κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή της αλήθειας, τη μεγάλη ώρα κατά τον ποιητή, βάζουν στην άκρη όλα αυτά τα πάθη, όλες τις αδυναμίες, όλες τις ευτέλειες και προτάσσουν το κοινό καλό, το μείζον έναντι του ελάσσονος, τη λευτεριά αντί της ζωής.
Αυτή η υπέρβαση έστω και στιγμιαία, έστω και περιοδική τους δίνει επάξια το στεφάνι του ήρωα, τους καταξιώνει ως όντα υπέροχα και εξαιρετικά, ως άξιους τιμής και σεβασμού στους αιώνες. Να λοιπόν ποιοι ήταν οι ήρωές μας του 21. Άνθρωποι σαν κι εμάς μα άνθρωποι που κάποια στιγμή έβαλαν πρώτους εμάς και μετά τους εαυτούς τους. Σκέφτηκαν τις γενιές που θα ρθουν όχι τη δική τους τη βολή.
Κι εδώ τίθεται το δεύτερο ερώτημα: Ποια ιστορία λοιπόν θα διδάξουμε στα παιδιά μας; Στους μαθητές μας; Μια ιστορία ωραιοποιημένη όπου όλα θα εμφανίζονται τέλεια και υπέροχα; Ή μια ιστορία «απομυθοποιημένη» όπου ο Κολοκοτρώνης κι ο Καραϊσκάκης θα προβάλλουν με τα ελαττώματά τους σε πρώτο πλάνο;
Νομίζω πως χρειάζεται να διδάξουμε μια ιστορία που να τα έχει και τα δυο και μάλιστα στη σωστή αναλογία. Και κυρίως μια ιστορία που θα πρέπει να εμπεριέχει οπωσδήποτε ένα «γιατί». Εξηγούμαι:
Η ιστορία των μαθητών μας δεν πρέπει να είναι ωραιοποιημένη. Τι θα μας βοηθήσει καλύτερα να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος από την επισήμανση και την αναλογία προς τη σημερινή κατάσταση; Τι θα μας επιτρέψει καλύτερα να προβλέψουμε το μέλλον μας από τη μελέτη των επιπτώσεων των ενεργειών των προγόνων μας;
Από την άλλη πλευρά αν μείνουμε αποκλειστικά στα λάθη και στα ελαττώματα αν κοντύνουμε τους ήρωές μας τόσο που στανικώς να τους φτάσουμε κεφάλι με κεφάλι ποιος θα μας οδηγήσει και ποιος θα μας εμπνεύσει; Ποιος θα μας δείξει το δρόμο για ένα καλύτερο αύριο; Τους χρειαζόμαστε ψηλά τους ήρωες όχι τόσο γι αυτό που ήταν όσο για αυτό που τελικά πέτυχαν. Τους χρειαζόμαστε για να μας δείχνουν τι μπορούμε κι εμείς να πετύχουμε.
Έρχομαι τέλος στο «γιατί». Κείνο που χρειάζεται να διδάξουμε στα παιδιά μας είναι η ερμηνεία της αιτίας που οδήγησε τους προγόνους μας να γίνουν ήρωες. Μια αιτία βαθιά παγιωμένη μέσα στον πολιτισμό τους. Είναι η νοηματοδότηση της ζωής μέσα από μια βεβαιότητα ύπαρξης του επέκεινα. Είναι η νοηματοδότηση που κατανοεί -και μάλιστα με τρόπο όχι εγκεφαλικό αλλά βαθειά βιωματικό- πως ο θάνατος μπορεί να υπηρετεί την όντως ζωή με τρόπο πολύ ανώτερο από την υποταγή στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Δεν είναι ιδεολόγοι οι έλληνες του 21 που βροντοφωνάζουν Ελευθερία ή Θάνατος. Κι αυτό γιατί καμιά ιδεολογία δεν μπορεί να αντισταθεί σε ένα υπαρξιακό τέλος. Είναι αντίθετα απόλυτα πραγματιστές, με έναν πραγματισμό που τους επιτρέπει να θυσιάζουν τα βλεπόμενα, τα αισθητά προς χάριν των μη βλεπομένων αλλά προσωπικά και κοινωνικά βιωμένων έστω κι αν αυτά βρίσκονται στο χώρο της πίστεως. Θα αναρωτηθεί κανείς πού αντλούν αυτή τη βεβαιότητα. Θεωρώ πως με μια βιωμένη αποφατικότητα οδηγούνται στη σιγουριά της επιλογής τους μέσα από την κατανόηση της παρανοϊκότητας ενός τέλους του θαυμαστού ταξιδιού της ύπαρξης στο χείλος ενός τάφου. Η ζωή είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και εξαιρετικά υπέροχη για να τελειώνει τόσο άδοξα.
Η μεταφυσική βεβαιότητα της όντως ζωής οδηγεί έναν πολιτισμό στο ύψος του Ελευθερία ή Θάνατος. Κι αν δεν οδηγηθούμε ξανά στη βεβαιότητα αυτή -τόσο ως πρόσωπα όσο και ως κοινωνία- μάταια θα αναζητούμε ξανά ήρωες. Κι ας τους χρειαζόμαστε τόσο απεγνωσμένα. Όχι για να επιζήσουμε αλλά για να μη ζήσουμε μάταια.
Γ.Δ. Μαρκάκης
Σας ευχαριστώ για την αναδημοσίευση του κειμένου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό θα ήταν να γραφεί ότι η πηγή είναι το ιστολόγιο «Αναστάσιος»
Καλή δύναμη και καλή συνέχεια…..