Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιουλίου 28, 2011

Παιδικὰ χρόνια

Σπαθάρης Σωτήρης
 


Ὅταν ἤμουνα πολὺ μικρὸ παιδάκι, τεσσάρων ὡς πέντε χρονῶ, συνηθίζαμε νὰ κοιμόμαστε κάθε μεσημέρι τὸ καλοκαίρι στρωματσάδα στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ μας, ποὺ βρισκόταν ὁδὸς Πελοποννήσου.

Ἕνα μεσημέρι τὸ λοιπόν, ὅταν ὁ ὕπνος πῆρε τὸν πατέρα μου καὶ τὴ μητέρα μου, ἐγὼ βγῆκα στὸ δρόμο. Ἐκεῖ ποὺ ’παιζα, σταμάτησε ἄξαφνα μπροστά μου μιά καρότσα. Μέσα ἦταν ἕνας κύριος καὶ μιά κυρία. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ περιμένω μὲ ἅρπαξε ὁ κύριος καὶ μ’ ἔβαλε μὲς τὴν καρότσα, ποὺ ξεκίνησε τρέχοντας.

Ὅσο ἔτρεχε ἡ καρότσα τόσο ἐγὼ φώναζα δυνατὰ τὸν πατέρα μου νὰ μὲ σώσει. Κι ὁ κύριος κι ἡ κυρία προσπαθούσανε νὰ μὲ σωπάσουνε δίνοντάς μου παιχνίδια καὶ γλυκά. Μόλις ἔστριψε τὸ πρῶτο στενὸ ἡ καρότσα βλέπω τὸν πατέρα μου νὰ τηνὲ σταματάει καὶ νὰ φωνάζει: «Γιὰ θὰ μοῦ δώσετε τὸ παιδί, γιὰ θὰ κάνω τούμπα τὴν καρότσα». Ἡ κυρία, σὰν εἶδε τὴν καρότσα νὰ σηκώνεται ἀπὸ τὴ μιὰ μπάντα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πατέρα μου, φώναξε: «Μή, γιὰ τὸ Θεό, καὶ πάρε τὸ παιδί».

Ὁ πατέρας μου ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δυνατοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶχε τότες ἡ Ἀθήνα. Κι ἐγὼ τὸ κακότυχο γιόμισα ἀπὸ χαρὰ γιατί γύρισα στοὺς γονιούς μου.

Ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο ἀλλάξαμε σπίτι, πήγαμε στὴν ὁδὸ Ἄστρους, πίσω ἀπὸ τὸ μηχανουργεῖο Βλαχάνη, ὅπου τώρα εἶναι ἡ «BIO», γιατί θὰ πλερώναμε πιὸ λίγο νοίκι. Αὐτὸ ἤτανε τὸ σπίτι τοῦ Γιώργη Ματζούρη. Σ’ αὐτὸ τὸ γρουσούζικο σπίτι μία μέρα μᾶς εἴπανε πὼς τὸν πατέρα μου, ποὺ δούλευε ἐργάτης στὴν Ἀκρόπολη, τὸν πλάκωσαν τὰ χώματα καὶ ἡ Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρεία τὸν πῆγε στὸ νοσοκομεῖο.

Ἀπὸ τότες ἀρχίσαμε νὰ πεινᾶμε πιὸ πολὺ ἀπὸ πρῶτα. Σὲ κάνα δύο μῆνες ἦρθε στὸ σπίτι ὁ πατέρας, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ δουλεύει πιά, γιατί τὸ χτύπημα τοῦ ’σπασε τὸ πόδι καὶ τὸ χέρι καὶ τοῦ ’ρθε μιὰ κοκκινάδα στὰ μάτια ποὺ μόλις ἔβλεπε. Κι ἀπὸ τότε ἀρχίνησε καὶ τὸ δικό μου δράμα. Γιατί σὲ μένα ἔπεσε ὁ κλῆρος νὰ πλερώσω τὰ σπασμένα. Ἐγὼ τὸ ἄτυχο καὶ συφοριασμένο. Γιατί ἂν εἶχα λιγάκι τύχη τότες ποὺ ἦρθε αὐτὴ μὲ τὴν καρότσα, δὲν θὰ ἔμπηζα τὶς φωνὲς καὶ ποιὸς ξέρει σὲ τί πλούτη θὰ ἤμουνα τώρα. Ἀλλὰ πάλι καλύτερα ποὺ φώναξα, γιατί ἂν πήγαινα στὰ πλούτη δὲν θὰ γνώριζα τὸν ἀγαπημένο μου Καραγκιόζη.

Ἔπειτα ἀπὸ τὸ δυστύχημα τοῦ πατέρα μου ὅλο τὸ βάρος τοῦ σπιτιοῦ ἔπεσε στὴν ἀθώα καὶ ἀγαθὴ μητέρα μου. Ἐπλένε, πότε στὰ ξένα σπίτια, πότε στὸ δικό μας, καὶ ποτές μου δὲν τὴν θυμᾶμαι νὰ μὴν ἤτανε βρεμένη ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω. Πολλὲς φορὲς μάλιστα ὅταν κοιμότανε κουνοῦσε τὰ χέρια της σάμπως νὰ ’πλενε. Στὰ σπίτια ποὺ πήγαινε καὶ τῆς δίνανε φαΐ γιὰ νὰ φάει, τὸ ’φερνε γιὰ νὰ φᾶμε κι ἐμεῖς. Κάθε βράδυ τὴν περίμενα στὴν ἐξώπορτα, κι ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ ’ρχεται, ἔτρεχα γιὰ νὰ πάρω ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴ βρεμένη ποδιὰ της ὅ,τι ἀποφάγια τῆς δίνανε. Πολλὲς φορὲς ἡ ποδιὰ της εἶχε καὶ φροῦτα, μῆλα, πορτοκάλια. Ὅ,τι πιὸ σάπιο ἤτανε γιὰ πέταμα τῆς τὸ δίνανε, γιὰ νὰ ταΐσει τὰ παιδιά της, αὐτὲς οἱ τόσο μεγάλες καὶ καλὲς κυρίες.

Τότες κι ἐγὼ τὸ ἀρρωστιάρικο, τὸ πεινασμένο καὶ τὸ ξυπόλητο, πῆρα ἀπὸ τὸ χέρι τὸν πατέρα μου καὶ βγήκαμε στὴ ζήτεια. Γυρίζαμε κάθε μέρα καὶ μία γειτονιὰ τῆς Ἀθήνας. Κάπου κάπου ἐκάναμε καὶ τουρνέ, γυρίζαμε καὶ στὰ χωριά. Γι’ αὐτὸ ἐγώ, τὸ μικρὸ Σωτηράκι, ἔγινα πολύξερος, γιατί ἤξερα νὰ πάω σὲ ὅλα τὰ σοκάκια τῆς Ἀθήνας.

Μία φορά, τὴν παραμονὴ τῆς Παναγίας, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ ποὺ σκοτεινίασε ἐζητάγαμε μὲ τὸν πατέρα σὲ ὅλο τὸ Χαλάντρι. Ὅταν πιὰ βραδίασε καλὰ καλά, πέσαμε νὰ κοιμηθοῦμε κάτω ἀπὸ κάτι κυπαρίσσια. Ὁ πατέρας μου μοῦ ζήτησε μία πέτρα, νὰ τὴ βάλει προσκεφάλι. Ἐγώ, μὲ μισόκλειστα τὰ μάτια ἀπὸ τὴ νύστα καὶ τὴν κούραση, παίρνω ἕνα ἄσπρο πράμα ποὺ φαινότανε σὰν πέτρα καὶ τὸ βάζω ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ πανὶ ποὺ εἶχε γιὰ μαξιλάρι.

Ὅταν ξυπνήσαμε τὸ πρωί, κι ἐγὼ πῆγα πιὸ πέρα πρὸς νεροῦ μου, ἀκούω τὸν πατέρα μου νὰ βλαστημάει καὶ νὰ μὲ φωνάζει. Τοῦ λέω: «Τί ἔχεις πατέρα ποὺ φωνάζεις;» καὶ μοῦ λέει θυμωμένα ἐνῶ κρατοῦσε στὰ χέρια του μιὰ νεκροκεφαλή: «Βρὲ παλιάνθρωπε, ἐγώ σοῦ εἶπα νὰ μοῦ βάλεις μιὰ πέτρα γιὰ μαξιλάρι καὶ σύ μοῦ ’βαλες τὸ κεφάλι τοῦ πεθαμένου;»

Ἐγώ, ἐνῶ ἔκλαιγα ἀπὸ τὴν τρομάρα μου, σὰν εἶδα τὴ νεκροκεφαλή, μὲ πήρανε τὰ γέλια. Ὁ πατέρας μου μ’ ἔπιασε γερὰ στὰ χέρια του κι ἀρχίνησε νὰ μὲ χτυπάει. Μοῦ ’λεγε: «Νὰ γιὰ νὰ μάθεις νὰ μὲ φέρνεις νὰ κοιμᾶμαι μέσα στὰ νεκροταφεῖα».

Ἕνας Μαρουσιώτης, ποὺ πέρναγε ἀπὸ κεῖ τοῦ λέει: «Στάσου, ρὲ μπάρμπα, μὴν τὸ χτυπᾶς τὸ παιδί. Ἐδῶ ποὺ εἶναι τὰ κυπαρίσσια εἶναι καὶ ἐκκλησιά. Ἐκεῖ κάτω εἶναι δύο τάφοι μαρμάρινοι ὅπου τὸ χωριὸ θάβει τοὺς παπάδες του. Ἐχτὲς πλύνανε τὰ κόκαλα καὶ ποιὸς ξέρει πῶς βρέθηκε ἐδῶ τὸ κεφάλι. Τὸ βρῆκε τὸ παιδὶ καὶ σ’ τὸ ’βαλε γιὰ μαξιλάρι. Γέρο, μὴ δέρνεις τὸ παιδὶ χρονιάρα μέρα. Παραπάνω εἶναι τὸ Μαρούσι. Ἐκεῖ σήμερα καὶ αὔριο γίνεται πανηγύρι καὶ πήγαινε μὲ τὸ παιδὶ νὰ πάρεις καμιὰ πεντάρα».

Αὐτὸ τὸ μέρος ποὺ κοιμηθήκαμε, ὁ πατέρας τὸ ’βλεπε στὸν ὕπνο του πολλὰ χρόνια, γιατί φοβότανε πολὺ τὰ νεκροταφεῖα. Ἐγὼ κάθομαι τριάντα χρόνια τώρα στὴν Κηφισιὰ καὶ τὸ μέρος αὐτὸ τὸ βλέπω τὸ λιγότερο τρεῖς φορὲς τὴ βδομάδα ὅταν ἀνεβοκατεβαίνω στὴν Ἀθήνα. Εἶναι ἡ στάση Παράδεισος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...