ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ
ΠΟΣΟ γρήγορα, ἀγαπητοί μου, φεύγει ὁ χρόνος! Πότε ἦταν Χριστούγεννα; πότε πρωτοχρονιά; πότε Θεοφάνεια; Εὐτυχεῖς ἐκεῖνοι ποὺ ἐκμεταλλεύονται καὶ τὸ τελευταῖο λεπτὸ καὶ ἐργάζονται τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ. Πλησιάζει τώρα ν’ ἀνοίξῃ τὸ Τριῴδιο, ἡ πιὸ κατανυκτικὴ περίοδος τοῦ ἔτους.
* * *
Σήμερα, ΙΕ΄ Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ, ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει ἕνα ἔξοχο παράδειγμα μετανοίας. Εἶνε ὁ Ζακχαῖος. Τὸ ἐπάγγελμά του τελώνης. Ὄχι ἁπλῶς τελώνης, «ἀρχιτελώνης» (Λουκ. 19,2)· προϊστάμενος δηλαδὴ μιᾶς φορολογικῆς ὑπηρεσίας, ἢ μᾶλλον ἀρχηγὸς μιᾶς σπείρας λωποδυτῶν ποὺ κατέκλεβε τὸ λαό. Κλέφτες ὄχι ὅπως αὐτοὶ πού ’νε στὰ βουνά, ἀλλὰ κλέφτες ποὺ δροῦν νομίμως μέσα στὴν κοινωνία. Διότι ὑπάρχει λῃστεία ποὺ γίνεται παρὰ τὸ νόμο, καὶ λῃστεία μὲ τὸ νόμο καὶ τὴ σφραγῖδα τοῦ κράτους. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν μιὰ ἀράχνη ποὺ ἅπλωνε τὰ δίχτυα της καὶ ἀπομυζοῦσε τὸ αἷμα τοῦ λαοῦ. Ἅρπαγας, πλεονέκτης, μισητὸς ἀπὸ ὅλους, λύκος.
Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί! Εἶνε δυνατόν; Καὶ ὅμως. Ἦταν ἕνα θαῦμα ἠθικό, ὄχι φυσικό, ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Ἡ μεταβολὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ πλεονέκτη σὲ ἐλεήμονα καὶ δίκαιο εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα.
Πῶς ἔγινε; Πίστεψε στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, μετανόησε, κι ἀπὸ τότε ἀκολούθησε τὰ ἴχνη του. Εἶνε ὑπόδειγμα μετανοίας. Μακάρι, ἀγαπητοί μου, νὰ ἔχουμε κ’ ἐμεῖς τὴ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου. Διότι κι ἂν δὲν εἴμεθα ἔνοχοι γιὰ ἁμαρτήματα σὰν αὐτὰ ποὺ ἔκανε αὐτός, εἴμεθα ὅμως ἔνοχοι σὲ ἄλλα· συνεπῶς εἴμεθα κ’ ἐμεῖς ἁμαρτωλοί. Ἂς ἀκολουθήσουμε λοιπὸν τὸ παράδειγμά του.
Θὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή μας σὲ τρία σημεῖα τῆς μετανοίας τοῦ Ζακχαίου.
1. Τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ τὸν μιμηθοῦμε γιὰ νὰ ἔχουμε πραγματικὴ μετάνοια, εἶνε τοῦτο· ὁ Ζακχαῖος εἶχε ἐπιθυμία «ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν» (ἔ.ἀ. 19,3), ἐπιθυμία νὰ γνωρίσῃ τὸ Χριστό. Κλεισμένος στὸ τελωνεῖο, ἐκεῖ ποὺ μετροῦσε τὰ τριάκοντα ἀργύρια, μὲ τὰ βιβλία καὶ τὰ κατάστιχα, ἄκουσε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ὅτι παρουσιάστηκε ἕνας πάμπτωχος διδάσκαλος ἀνώτερος ὅμως ἀπ’ ὅλους, ὅτι τὸν ἀκολουθοῦν παιδιά, γυναῖκες, ἀγρότες, ψαρᾶδες, ὅτι ὁ λόγος του ἑλκύει σὰν μαγνήτης, ὅτι κάνει θαύματα καὶ μόνο ἀγγίζοντας τοὺς ἀρρώστους. Ἄκουγε ὅλ’ αὐτά, καὶ ἀποροῦσε· Πῶς αὐτὸς ὁ Ναζωραῖος χωρὶς δραχμὴ στὴν τσέπη κατορθώνει νὰ εἶνε τόσο ἰσχυρός; πῶς ὁ ἀπένταρος καὶ ἀκτήμων ἔχει στὰ χέρια του τέτοια ἐξουσία; Θαύμαζε κ’ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν δῇ.
Ἐμεῖς, ἐρωτῶ, ἔχουμε τέτοια ἐπιθυμία; Πρέπει νὰ ἔχουμε. Καὶ ὁ μὲν Ζακχαῖος τὸν γνώρισε προσωπικῶς, ἐμεῖς μποροῦμε ἆραγε νὰ τὸν γνωρίσουμε; Μποροῦμε. Διότι ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ἁγία Γραφή· ἐκεῖ θὰ βλέπῃς τὸ γλυκύτατο πρόσωπό του καὶ θὰ δημιουργῇς πνευματικὴ σχέσι μαζί του.
2. Τὸ ἕνα λοιπόν, νὰ ἔχουμε ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦν. Τὸ δεύτερο σημεῖο· ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἄκουσε ὅτι περνάει ὁ Χριστός, ἀμέσως ἔκλεισε τὰ κατάστιχα καὶ τοὺς λογαριασμούς, καὶ πετάχτηκε ἔξω. Στοὺς δρόμους γινόταν συλλαλητήριο αὐθόρμητο, πλημμύρα. Αὐτός, κοντὸς στὸ ἀνάστημα, χανόταν μέσα στὸ πλῆθος· πῶς νὰ δῇ τὸ Χριστό; Ἀλλὰ τί κάνει ὁ πόθος! Προϊστάμενος τόσων ὑπαλλήλων, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἀξιοπρέπειά του. Εἶδε στὸ δρόμο μιὰ συκομουριά, καὶ σὰν γατὶ σκαρφάλωσε στὸ δέντρο. Τὸ ἔκανε σκοπιὰ καὶ παρατηρητήριο, κι ἀπὸ ’κεῖ, μέσ’ ἀπ’ τὰ φυλλώματα, παρατηροῦσε μὲ λαχτάρα νὰ δῇ τὸ Χριστό.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος, ἔτσι κ’ ἐμεῖς ν’ ἀνεβοῦμε στὸ δέντρο. Παραβολικῶς ὁμιλῶ. Ποιό εἶνε τὸ δέντρο, ποὺ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει σ’ αὐτὸ δὲν πατάει πλέον τὴ γῆ ἀλλὰ ὑψώνεται μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ γίνεται χερουβὶμ καὶ ἄγγελος; Πνευματικὸ δένδρο εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ὅποιος μπαίνει στὴν ἐκκλησία μὲ φόβο καὶ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἰδιαιτέρως ἐν ὥρᾳ θείας λειτουργίας, αἰσθάνεται τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τὸν βλέπει καὶ συνομιλεῖ μαζί του.
3. Τὸ πρῶτο λοιπόν, νὰ γνωρίσουμε τὸν Ἰησοῦν· τὸ δεύτερο, νὰ ἐκκλησιαζώμεθα συχνὰ καὶ νὰ ἁγιαζώμεθα. Καὶ τὸ τρίτο, τὸ σπουδαιότερο, ποιό εἶνε; Ὁ Ζακχαῖος δὲν ἀρκέσθηκε μόνο σ’ αὐτά. Ἔκανε κάτι ἄλλο, ἕνα δύσκολο ἔργο· ἄνοιξε τὸ βαλάντιό του. Ὁ Χριστὸς τὸν εἶδε καὶ τοῦ λέει· «Ζακχαῖε…» (ἔ.ἀ. 19,5). Πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπε, καὶ τὸν φώναξε μὲ τὸ ὄνομά του. (Ὁ Χριστὸς γνωρίζει τὰ ὀνόματά μας. Ὅσο ταπεινὸς καὶ ἄσημος κι ἂν εἶσαι, τὸ ὄνομά σου εἶνε γνωστὸ στὸ Θεό). Ζακχαῖε παιδί μου, λέει, «κατέβα κάτω». Ἐκεῖνος ἀμέσως κατέβηκε καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε νὰ πᾶνε στὸ σπίτι του. Θὰ πήγαινε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ; δὲν ὑπῆρχαν ἄλλα σπίτια, ἱερέων καὶ φαρισαίων; Ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ πάῃ στὸ σπίτι αὐτό, τὸ πιὸ ἁμαρτωλὸ σπίτι! Ὁ Ζακχαῖος, ἔμεινε ἔκπληκτος. Καθὼς πλησίαζαν στὸ σπίτι, συναισθανόταν ὅτι δὲν εἶνε ἄξιος νὰ φιλοξενήσῃ τὸ Χριστό. Θὰ ἄνοιγαν οἱ πόρτες ἑνὸς σπιτιοῦ ποὺ κάθε πέτρα του ἔσταζε αἷμα, νὰ περάσῃ μέσα ὁ Χριστός; (Ἂν κατέβαινε κ’ ἐδῶ ἕνας ἄγγελος κ’ ἔπαιρνε τὰ σπίτια ὅλα, πολυκατοικίες καὶ μέγαρα, καὶ τὰ ἔσφιγγε, θὰ ἔσταζαν αἷμα! Λίγα σπίτια ἔχουν χτιστῆ μὲ τὸν τίμιο ἱδρῶτα. Τὰ μεγάλα σπίτια δὲν χτίζονται μὲ τὸ Εὐαγγέλιο· μὲ τὸ διάβολο χτίζονται, μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, μὲ κλοπές, κομπίνες, ἀπάτες καὶ πλαστογραφίες).
Τὴν ὥρα ἐκείνη λοιπὸν ὁ Ζακχαῖος εἶδε τὸ σπίτι του διαφορετικά, μὲ ἄλλα μάτια. Εἶδε, ὅτι τὸ σπίτι αὐτὸ τό ’χτισαν ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἀδικία, καὶ τί ἔκανε; Στάθηκε στὴν πόρτα. «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, στάσου μιὰ στιγμή», εἶπε. Καὶ προτοῦ νὰ μπῇ μέσα ὁ Χριστός, πῆρε δυὸ μεγάλες ἀποφάσεις, ποὺ δείχνουν ὅτι ἡ μετάνοιά του ἦταν εἰλικρινής. Ἐὰν ἔπαιρναν ὅλοι τέτοιες ἀποφάσεις, ὁ κόσμος θὰ ἦταν πολὺ διαφορετικός. Ἡ μία ἀπόφασις· «Τὰ μισά», λέει, «ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίνω στοὺς φτωχούς». Δὲν ἔδωσε ὅμως μόνο τὰ μισά· ὅλη τὴν περιουσία του τὴν ἔδωσε. Γιατὶ κατόπιν, μὲ τὴν ἄλλη ἀπόφασι ποὺ πῆρε, εἶπε· «Καὶ ἂν κάποιον τὸν ἀδίκησα σὲ κάτι, εἶμαι πρόθυμος νὰ τοῦ δώσω τετραπλάσια». Ἕνα ἔκλεψα; τέσσερα θὰ δώσω. Δέκα ἔκλεψα; σαράντα θὰ δώσω. Ἑκατὸ ἔκλεψα; τετρακόσια θὰ δώσω. Ἕνα ἀρνὶ ἔκλεψα; τέσσερα ἀρνιὰ θὰ δώσω. Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγάλη ἀπόφασι. Τί τοῦ ἔμεινε ὕστερα ἀπὸ αὐτά; Τίποτα. Ἔμεινε κι αὐτὸς ὁ Ζακχαῖος φτωχὸς ὅπως ὁ Ναζωραῖος.
Συγκλονιστικὴ ἡ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου. Τὴν χαρακτηρίζουν τὰ δύο μεγάλα αἰτήματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως· πρῶτον ἡ δικαιοσύνη («Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς» Ἠσ. 26,9), καὶ δεύτερον τὸ ἔλεος. Πρῶτα δικαιοσύνη καὶ ἔπειτα ἔλεος. Ἀποζημίωσε ὅσους ἀδίκησε. Δὲν πῆρε τὰ κλεμμένα νὰ κάνῃ μ’ αὐτὰ ἐλεημοσύνη, ὅπως κάνουν τώρα μερικοὶ ἐφοπλισταί, ποὺ πήκτωσαν τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια τους – εἶνε βέβαια αὐτὸ μία ἀπόδειξις τῆς δραστηριότητος καὶ τῆς εὐφυΐας τους, ὄχι ὅμως καὶ τῆς χριστιανοσύνης τους. Αὐτοί, ἀπὸ τὰ μεγάλα κέρδη ποὺ πραγματοποιοῦν, κάνουν καὶ μερικὲς ἐλεημοσύνες.
Δικαιοσύνη καὶ ἔλεος. Καὶ δίκαιος καὶ ἐλεήμων ἀπεδείχθη ὁ Ζακχαῖος. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ὕψωσε τὰ χέρια καὶ εἶπε· «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (Λουκ. 19,9). Τὸ σπίτι αὐτὸ ἦταν ἕτοιμο νὰ καταστραφῇ· δὲν εἶχε σωτηρία. Διότι οἱ ἀδικίες εἶνε δυναμίτης. Ὅποιος δημιουργεῖ περιουσίες ἀπὸ χρήματα ἄδικα, τινάζει στὸν ἀέρα τὴν οἰκογένειά του.
Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ λύκος ἔγινε ἀρνί! Εἶνε δυνατόν; Καὶ ὅμως. Ἦταν ἕνα θαῦμα ἠθικό, ὄχι φυσικό, ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο. Ἡ μεταβολὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ πλεονέκτη σὲ ἐλεήμονα καὶ δίκαιο εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα.
Πῶς ἔγινε; Πίστεψε στὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, μετανόησε, κι ἀπὸ τότε ἀκολούθησε τὰ ἴχνη του. Εἶνε ὑπόδειγμα μετανοίας. Μακάρι, ἀγαπητοί μου, νὰ ἔχουμε κ’ ἐμεῖς τὴ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου. Διότι κι ἂν δὲν εἴμεθα ἔνοχοι γιὰ ἁμαρτήματα σὰν αὐτὰ ποὺ ἔκανε αὐτός, εἴμεθα ὅμως ἔνοχοι σὲ ἄλλα· συνεπῶς εἴμεθα κ’ ἐμεῖς ἁμαρτωλοί. Ἂς ἀκολουθήσουμε λοιπὸν τὸ παράδειγμά του.
Θὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή μας σὲ τρία σημεῖα τῆς μετανοίας τοῦ Ζακχαίου.
1. Τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ τὸν μιμηθοῦμε γιὰ νὰ ἔχουμε πραγματικὴ μετάνοια, εἶνε τοῦτο· ὁ Ζακχαῖος εἶχε ἐπιθυμία «ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν» (ἔ.ἀ. 19,3), ἐπιθυμία νὰ γνωρίσῃ τὸ Χριστό. Κλεισμένος στὸ τελωνεῖο, ἐκεῖ ποὺ μετροῦσε τὰ τριάκοντα ἀργύρια, μὲ τὰ βιβλία καὶ τὰ κατάστιχα, ἄκουσε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ὅτι παρουσιάστηκε ἕνας πάμπτωχος διδάσκαλος ἀνώτερος ὅμως ἀπ’ ὅλους, ὅτι τὸν ἀκολουθοῦν παιδιά, γυναῖκες, ἀγρότες, ψαρᾶδες, ὅτι ὁ λόγος του ἑλκύει σὰν μαγνήτης, ὅτι κάνει θαύματα καὶ μόνο ἀγγίζοντας τοὺς ἀρρώστους. Ἄκουγε ὅλ’ αὐτά, καὶ ἀποροῦσε· Πῶς αὐτὸς ὁ Ναζωραῖος χωρὶς δραχμὴ στὴν τσέπη κατορθώνει νὰ εἶνε τόσο ἰσχυρός; πῶς ὁ ἀπένταρος καὶ ἀκτήμων ἔχει στὰ χέρια του τέτοια ἐξουσία; Θαύμαζε κ’ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν δῇ.
Ἐμεῖς, ἐρωτῶ, ἔχουμε τέτοια ἐπιθυμία; Πρέπει νὰ ἔχουμε. Καὶ ὁ μὲν Ζακχαῖος τὸν γνώρισε προσωπικῶς, ἐμεῖς μποροῦμε ἆραγε νὰ τὸν γνωρίσουμε; Μποροῦμε. Διότι ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ἁγία Γραφή· ἐκεῖ θὰ βλέπῃς τὸ γλυκύτατο πρόσωπό του καὶ θὰ δημιουργῇς πνευματικὴ σχέσι μαζί του.
2. Τὸ ἕνα λοιπόν, νὰ ἔχουμε ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦν. Τὸ δεύτερο σημεῖο· ὅταν ὁ Ζακχαῖος ἄκουσε ὅτι περνάει ὁ Χριστός, ἀμέσως ἔκλεισε τὰ κατάστιχα καὶ τοὺς λογαριασμούς, καὶ πετάχτηκε ἔξω. Στοὺς δρόμους γινόταν συλλαλητήριο αὐθόρμητο, πλημμύρα. Αὐτός, κοντὸς στὸ ἀνάστημα, χανόταν μέσα στὸ πλῆθος· πῶς νὰ δῇ τὸ Χριστό; Ἀλλὰ τί κάνει ὁ πόθος! Προϊστάμενος τόσων ὑπαλλήλων, ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴν ἀξιοπρέπειά του. Εἶδε στὸ δρόμο μιὰ συκομουριά, καὶ σὰν γατὶ σκαρφάλωσε στὸ δέντρο. Τὸ ἔκανε σκοπιὰ καὶ παρατηρητήριο, κι ἀπὸ ’κεῖ, μέσ’ ἀπ’ τὰ φυλλώματα, παρατηροῦσε μὲ λαχτάρα νὰ δῇ τὸ Χριστό.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος, ἔτσι κ’ ἐμεῖς ν’ ἀνεβοῦμε στὸ δέντρο. Παραβολικῶς ὁμιλῶ. Ποιό εἶνε τὸ δέντρο, ποὺ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει σ’ αὐτὸ δὲν πατάει πλέον τὴ γῆ ἀλλὰ ὑψώνεται μέχρι τὸν οὐρανὸ καὶ γίνεται χερουβὶμ καὶ ἄγγελος; Πνευματικὸ δένδρο εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία. Ὅποιος μπαίνει στὴν ἐκκλησία μὲ φόβο καὶ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, ἰδιαιτέρως ἐν ὥρᾳ θείας λειτουργίας, αἰσθάνεται τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τὸν βλέπει καὶ συνομιλεῖ μαζί του.
3. Τὸ πρῶτο λοιπόν, νὰ γνωρίσουμε τὸν Ἰησοῦν· τὸ δεύτερο, νὰ ἐκκλησιαζώμεθα συχνὰ καὶ νὰ ἁγιαζώμεθα. Καὶ τὸ τρίτο, τὸ σπουδαιότερο, ποιό εἶνε; Ὁ Ζακχαῖος δὲν ἀρκέσθηκε μόνο σ’ αὐτά. Ἔκανε κάτι ἄλλο, ἕνα δύσκολο ἔργο· ἄνοιξε τὸ βαλάντιό του. Ὁ Χριστὸς τὸν εἶδε καὶ τοῦ λέει· «Ζακχαῖε…» (ἔ.ἀ. 19,5). Πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπε, καὶ τὸν φώναξε μὲ τὸ ὄνομά του. (Ὁ Χριστὸς γνωρίζει τὰ ὀνόματά μας. Ὅσο ταπεινὸς καὶ ἄσημος κι ἂν εἶσαι, τὸ ὄνομά σου εἶνε γνωστὸ στὸ Θεό). Ζακχαῖε παιδί μου, λέει, «κατέβα κάτω». Ἐκεῖνος ἀμέσως κατέβηκε καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε νὰ πᾶνε στὸ σπίτι του. Θὰ πήγαινε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὸ σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ; δὲν ὑπῆρχαν ἄλλα σπίτια, ἱερέων καὶ φαρισαίων; Ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ πάῃ στὸ σπίτι αὐτό, τὸ πιὸ ἁμαρτωλὸ σπίτι! Ὁ Ζακχαῖος, ἔμεινε ἔκπληκτος. Καθὼς πλησίαζαν στὸ σπίτι, συναισθανόταν ὅτι δὲν εἶνε ἄξιος νὰ φιλοξενήσῃ τὸ Χριστό. Θὰ ἄνοιγαν οἱ πόρτες ἑνὸς σπιτιοῦ ποὺ κάθε πέτρα του ἔσταζε αἷμα, νὰ περάσῃ μέσα ὁ Χριστός; (Ἂν κατέβαινε κ’ ἐδῶ ἕνας ἄγγελος κ’ ἔπαιρνε τὰ σπίτια ὅλα, πολυκατοικίες καὶ μέγαρα, καὶ τὰ ἔσφιγγε, θὰ ἔσταζαν αἷμα! Λίγα σπίτια ἔχουν χτιστῆ μὲ τὸν τίμιο ἱδρῶτα. Τὰ μεγάλα σπίτια δὲν χτίζονται μὲ τὸ Εὐαγγέλιο· μὲ τὸ διάβολο χτίζονται, μὲ τὰ τριάκοντα ἀργύρια, μὲ κλοπές, κομπίνες, ἀπάτες καὶ πλαστογραφίες).
Τὴν ὥρα ἐκείνη λοιπὸν ὁ Ζακχαῖος εἶδε τὸ σπίτι του διαφορετικά, μὲ ἄλλα μάτια. Εἶδε, ὅτι τὸ σπίτι αὐτὸ τό ’χτισαν ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἀδικία, καὶ τί ἔκανε; Στάθηκε στὴν πόρτα. «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, στάσου μιὰ στιγμή», εἶπε. Καὶ προτοῦ νὰ μπῇ μέσα ὁ Χριστός, πῆρε δυὸ μεγάλες ἀποφάσεις, ποὺ δείχνουν ὅτι ἡ μετάνοιά του ἦταν εἰλικρινής. Ἐὰν ἔπαιρναν ὅλοι τέτοιες ἀποφάσεις, ὁ κόσμος θὰ ἦταν πολὺ διαφορετικός. Ἡ μία ἀπόφασις· «Τὰ μισά», λέει, «ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίνω στοὺς φτωχούς». Δὲν ἔδωσε ὅμως μόνο τὰ μισά· ὅλη τὴν περιουσία του τὴν ἔδωσε. Γιατὶ κατόπιν, μὲ τὴν ἄλλη ἀπόφασι ποὺ πῆρε, εἶπε· «Καὶ ἂν κάποιον τὸν ἀδίκησα σὲ κάτι, εἶμαι πρόθυμος νὰ τοῦ δώσω τετραπλάσια». Ἕνα ἔκλεψα; τέσσερα θὰ δώσω. Δέκα ἔκλεψα; σαράντα θὰ δώσω. Ἑκατὸ ἔκλεψα; τετρακόσια θὰ δώσω. Ἕνα ἀρνὶ ἔκλεψα; τέσσερα ἀρνιὰ θὰ δώσω. Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγάλη ἀπόφασι. Τί τοῦ ἔμεινε ὕστερα ἀπὸ αὐτά; Τίποτα. Ἔμεινε κι αὐτὸς ὁ Ζακχαῖος φτωχὸς ὅπως ὁ Ναζωραῖος.
Συγκλονιστικὴ ἡ μετάνοια τοῦ Ζακχαίου. Τὴν χαρακτηρίζουν τὰ δύο μεγάλα αἰτήματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως· πρῶτον ἡ δικαιοσύνη («Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς» Ἠσ. 26,9), καὶ δεύτερον τὸ ἔλεος. Πρῶτα δικαιοσύνη καὶ ἔπειτα ἔλεος. Ἀποζημίωσε ὅσους ἀδίκησε. Δὲν πῆρε τὰ κλεμμένα νὰ κάνῃ μ’ αὐτὰ ἐλεημοσύνη, ὅπως κάνουν τώρα μερικοὶ ἐφοπλισταί, ποὺ πήκτωσαν τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια τους – εἶνε βέβαια αὐτὸ μία ἀπόδειξις τῆς δραστηριότητος καὶ τῆς εὐφυΐας τους, ὄχι ὅμως καὶ τῆς χριστιανοσύνης τους. Αὐτοί, ἀπὸ τὰ μεγάλα κέρδη ποὺ πραγματοποιοῦν, κάνουν καὶ μερικὲς ἐλεημοσύνες.
Δικαιοσύνη καὶ ἔλεος. Καὶ δίκαιος καὶ ἐλεήμων ἀπεδείχθη ὁ Ζακχαῖος. Καὶ τότε ὁ Χριστὸς ὕψωσε τὰ χέρια καὶ εἶπε· «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο» (Λουκ. 19,9). Τὸ σπίτι αὐτὸ ἦταν ἕτοιμο νὰ καταστραφῇ· δὲν εἶχε σωτηρία. Διότι οἱ ἀδικίες εἶνε δυναμίτης. Ὅποιος δημιουργεῖ περιουσίες ἀπὸ χρήματα ἄδικα, τινάζει στὸν ἀέρα τὴν οἰκογένειά του.
* * *
Τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι ἔχετε τὸ φαγητό σας. Σκεφθῆτε, ἀδέρφια μου, ὅτι ἑκατομμύρια ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶνε καὶ πεθαίνουν σὰν τὶς μῦγες ἀπὸ τὴν πεῖνα.
Μπρός, Ζακχαῖοι τῶν ὀρέων καὶ τῶν πόλεων, Ζακχαῖοι μικροὶ καὶ μεγάλοι! Δύο τὰ αἰτήματα· δικαιοσύνη καὶ ἔλεος. Ὅταν τὰ δύο αὐτὰ πραγματοποιηθοῦν, τότε ὁ Χριστός, ὅπως στὸ Ζακχαῖο εἶπε «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ», τὰ ἴδια λόγια θὰ ἐπαναλάβῃ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Πάνω ἀπ’ τὸ σταυρὸ θὰ ὑψώσῃ τὰ ἄχραντά του χέρια σ’ ἀνατολὴ καὶ δύσι, βορᾶ καὶ νότο, καὶ θὰ πῇ· «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ».
Ὁ Ζακχαῖος εἶνε ὑπόδειγμα μετανοίας. Ὅπως τὸν ἔχουμε μιμηθῆ στὸν βίο τῆς ἁμαρτίας, νὰ τὸν μιμηθοῦμε καὶ στὸν βίο τῆς μετανοίας. Μία γνωριμία ἀξίζει· νὰ γνωρίσουμε τὸ Χριστό. Ἂς ἀνεβαίνουμε στὸ δέντρο τῆς ἁγίας του Ἐκκλησίας. Ἂς μετέχουμε στὴν θεία λειτουργία. Ἂς ἐκκλησιαζώμεθα τακτικά, ἂς ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας, ἂς τὴν κάνουμε σαλόνι ὅπου θὰ ὑποδεχώμεθα τὸ Χριστό. Καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ εὐλογήσῃ ἐμᾶς, τὰ ἔργα μας, τὶς οἰκογένειές μας, τὰ παιδιά μας, τὴ μαρτυρική μας πατρίδα, καὶ θὰ πῇ· «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ γέγονε», διότι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου «ἦλθε ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (ἔ.ἀ. 19,10).
Μπρός, Ζακχαῖοι τῶν ὀρέων καὶ τῶν πόλεων, Ζακχαῖοι μικροὶ καὶ μεγάλοι! Δύο τὰ αἰτήματα· δικαιοσύνη καὶ ἔλεος. Ὅταν τὰ δύο αὐτὰ πραγματοποιηθοῦν, τότε ὁ Χριστός, ὅπως στὸ Ζακχαῖο εἶπε «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ», τὰ ἴδια λόγια θὰ ἐπαναλάβῃ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Πάνω ἀπ’ τὸ σταυρὸ θὰ ὑψώσῃ τὰ ἄχραντά του χέρια σ’ ἀνατολὴ καὶ δύσι, βορᾶ καὶ νότο, καὶ θὰ πῇ· «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ».
Ὁ Ζακχαῖος εἶνε ὑπόδειγμα μετανοίας. Ὅπως τὸν ἔχουμε μιμηθῆ στὸν βίο τῆς ἁμαρτίας, νὰ τὸν μιμηθοῦμε καὶ στὸν βίο τῆς μετανοίας. Μία γνωριμία ἀξίζει· νὰ γνωρίσουμε τὸ Χριστό. Ἂς ἀνεβαίνουμε στὸ δέντρο τῆς ἁγίας του Ἐκκλησίας. Ἂς μετέχουμε στὴν θεία λειτουργία. Ἂς ἐκκλησιαζώμεθα τακτικά, ἂς ἀνοίγουμε τὴν καρδιά μας, ἂς τὴν κάνουμε σαλόνι ὅπου θὰ ὑποδεχώμεθα τὸ Χριστό. Καὶ τότε Ἐκεῖνος θὰ εὐλογήσῃ ἐμᾶς, τὰ ἔργα μας, τὶς οἰκογένειές μας, τὰ παιδιά μας, τὴ μαρτυρική μας πατρίδα, καὶ θὰ πῇ· «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ γέγονε», διότι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου «ἦλθε ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (ἔ.ἀ. 19,10).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό ναὸ του Ἁγίου Ἀθανασίου Ἄνω Κυψέλης – Ἀθηνῶν 23-1-1977)
___________________________
ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ
___________________________
EVANGHELIA DIN DUMINICA A 32-A DUPĂ RUSALII (LUCA 19: 1-10)
- 1. Şi intrând, trecea prin Ierihon.
- 2. Şi iată un bărbat, cu numele Zaheu, şi acesta era mai-marele vameşilor şi era bogat.
- 3. Şi căuta să vadă cine este Iisus, dar nu putea de mulţime, pentru că era mic de statură.
- 4. Şi alergând el înainte, s-a suit într-un sicomor, ca să-L vadă, căci pe acolo avea să treacă.
- 5. Şi când a sosit la locul acela, Iisus, privind în sus, a zis către el: Zahee, coboară-te degrabă, căci astăzi în casa ta trebuie să rămân.
- 6. Şi a coborât degrabă şi L-a primit, bucurându-se.
- 7. Şi văzând, toţi murmurau, zicând că a intrat să găzduiască la un om păcătos.
- 8. Iar Zaheu, stând, a zis către Domnul: Iată, jumătate din averea mea, Doamne, o dau săracilor şi, dacă am năpăstuit pe cineva cu ceva, întorc împătrit.
- 9. Şi a zis către el Iisus: Astăzi s-a făcut mântuire casei acesteia, căci şi acesta este fiu al lui Avraam.
- 10. Căci Fiul Omului a venit să caute şi să mântuiască pe cel pierdut.
PREDICA MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA
LA DUMINICA A 32-A DUPĂ RUSALII
- Luca 19, 1-10 –
SOARTĂ?
„Şi când a sosit la locul acela, Iisus, ridicându-şi ochii, l-a văzut” (Luca 19, 5)
[...]
Un om, care nu are nicio idee despre cuvântul lui Dumnezeu şi judecă lucrurile lumeşte, când aude că Hristos S-a oprit pe cale, Şi-a înălţat ochii şi l-a văzut pe Zaheu în copac, va spune că aşa a fost sortit. Dar oare acest fapt a fost sortit? Şi, în genere, se pune întrebarea: Există soartă?
***
Strămoşii noştri antici, care adorau idolii, aveau printre alte zeităţi şi pe zeiţa Τihi sau Soarta. Confecţionau statui, care o prezentau pe Tihi (Soarta), ca pe o femeie care deţine comori şi le împrăştie unde vrea. Toate le atribuiau Sorţii; şi cele plăcute şi cele neplăcute. – Aşa a vrut soarta, destinul!…
Hristos a nimicit idolii. Şi totuşi există oameni, care pe de o parte se numesc creştini, însă gândesc şi vorbesc ca nişte închinători la idoli. – Soarta, zic. A fost sortit!… Unul e norocos, altul e ghinionist… Şi este atât de înrădăcinată în inimile lor ideea de soartă, încât aceşti oameni L-au anulat pe Dumnezeu; toate le subordonează sorţii. Dar mai există şi unele femei, care profită de ignoranţa oamenilor şi zic – chipurile, că din câteva semne prevăd viitorul. – Să-ţi spun soarta!… Şi şterpelesc portofelele celor neghiobi.
Dar soartă şi destin nu există. Acestea sunt fantezii. Să luam de pildă ceea ce s-a întâmplat în Ierihon. Întrebăm: Întâmplarea aceasta a fost sortită? Nu. Pentru că înainte ca Hristos să privească, a premers un şir de acţiuni.
Zaheu era mai-marele vameşilor. Dar când a auzit că a venit Hristos în cetate, i s-a născut dorinţa de a-L cunoaşte pe Hristos. A ieşit în drum, dar pentru că era mic de statură, nu putea să-L vadă. De aceea, a alergat înainte ca un copilaş, s-a căţărat într-un copac şi de acolo aştepta să treacă Hristos, ca să-L vadă. Această dorinţă puternică a lui Zaheu a văzut-o Hristos, Care cunoaşte inimile oamenilor, şi a hotărât să-i îndeplinească dorinţa puternică şi să-i răsplătească bunăvoinţa. Dacă Zaheu n-ar fi avut această râvnă, Hristos nu Şi-ar fi ridicat privirea spre el. Aşadar, evenimentul n-a fost sortit. Zaheu a meritat interesul lui Hristos. Atâţi alţi oameni, care erau în jurul Lui, nu s-au învrednicit de onoarea de care a fost învrednicit Zaheu.
Dar la fel ca în cazul lui Zaheu, aşa şi în alte episoade şi întâmplări din viaţă nu există soartă. Fiecare om este creatorul sorţii lui. Pentru că Dumnezeu a dat omului şi minte şi inimă şi conştiinţă şi libertate, ca să se gândească, să judece şi să ia hotărâri care să fie spre folosul lui şi spre propăşirea lui. Îşi foloseşte bine darurile dumnezeieşti? Va avea o soartă bună, va trăi fericit. Foloseşte rău aceste daruri? Va avea o soartă rea, va trăi mizerabil. Cine e de vină?
Unul se duce şi doarme pe gura unei fântâni. Noaptea, în timp ce doarme, se întoarce pe-o parte, cade în fântână şi se îneacă. Întrebăm: Cauza este inexistenta soartă? Sau el însuşi, care ar fi trebuit să se gândească la asta înainte de a se întâmpla? Din nefericire, acelaşi lucru îl fac mulţi, iar după aceea îşi blesteamă soarta. Vreţi şi alte exemple? Unul se îmbată. În pofida sfatului medicului, în pofida îndemnurilor şi lacrimilor femeii şi copiilor lui, prietenilor şi rudelor lui, acesta continuă să bea. Se îmbolnăveşte. Devine alcoolic. Cele dinăuntru ale lui ard. Moare. Cine e de vină? Soarta inexistentă sau patima băuturii? Altul este jucător la cărţi şi joacă tot timpul. În sfârşit, falimentează şi ajunge la închisoare. Cine e de vină? Soarta sau patima lui? Bine zice poporul: „Cum îţi aşterni aşa vei dormi”. Astfel, prin aceste exemple se demonstrează că omul este creatorul viitorului său, al sorţii lui.
Dar trebuie să mărturisim că există şi lucruri care nu depind de acţiunile omului. Astfel de lucruri sunt de pildă cutremurul, inundaţia, neplouarea, seceta, epidemiile şi alte rele care se întâmplă în viaţa umană. [...]
***
Concluzia noastră este că nu există soartă. Omul prin faptele lui bune sau rele este creatorul viitorului său. Dar deasupra tuturor stă Dumnezeu, Care, fără să anuleze voinţa omului, se îngrijeşte cu nesfârşită dragoste de întreaga Lui creaţie, iar mai înainte de toate de om. Aşadar, nu sorţii, nu destinului şi norocului, ci „Pe noi înşine şi unii pe alţii şi toată viaţa noastră lui Hristos Dumnezeu să o dăm” (Dumnezeiasca Liturghie).
(traducere: Frăţia Ortodoxă Misionară „Sfinţii Trei Noi Ierarhi”)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά