Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 31, 2012

Συναξαριστής 31 Μαρτίου


Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ἐπίσκοπος Γαγγρῶν

 


Ὁ Ὑπάτιος ἦταν μορφὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δόξασαν τὴν Ἐκκλησία στοὺς πρώτους αἰῶνες της καὶ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὸ θρίαμβο τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἦταν ἐπίσκοπος Γαγγρῶν στὰ χρόνια του Μεγ. Κων/νου καὶ συμμετεῖχε στὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια, κατὰ τῆς πλάνης τοῦ Ἀρείου. Στὸ ποιμαντικό του ἔργο, ἐξακολούθησε νὰ διδάσκει καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ κυρίως ἀντιμαχόταν τὶς αἱρέσεις, καὶ ἰδιαίτερα τὴν αἵρεση τῶν Ναυτιανῶν.

Ἡ ἐπιτυχία μὲ τὴν ὁποία καταπολεμοῦσε τοὺς Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τὰ ἄγρια πάθη τους καὶ ζητοῦσαν τὴν ἐξόντωσή του. Τότε, οἱ προβατόσχημοι αὐτοὶ λύκοι μὲ δόλιο τρόπο, ἀφοῦ χρησιμοποίησαν σὰν ὄργανα ἀχρείους εἰδωλολάτρες, στὴν κατάλληλη εὐκαιρία, σὲ μία κρημνώδη περιοχή, μὲ ρόπαλα, μαχαίρια καὶ ξύλα, χτύπησαν τὸν Ὕπάτιο μέχρι θανάτου.

Ἔτσι, ἀποδήμησε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀποδήμησαν οἱ περισσότεροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον». Δηλαδή, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίμασαν πολλοὺς πειρασμούς, πέθαναν μὲ θάνατο ἀπὸ μαχαῖρι. Ἀλλὰ σημασία ἔχει ὅτι στὸ τέλος τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ περίτρανη νίκη τους.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῶ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε, Ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἷον ὠμολώγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ὑπάτιε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Ὁμολογητής, ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς

Ἔζησε τὸν πέμπτο αἰῶνα μ.Χ. περίπου τὸ 431. Διακρινόταν πολὺ γιὰ τὶς ἀρετές του, τὴν παιδεία του καὶ τὸν ὀρθόδοξο ζῆλο του. Ὅταν τάραξε τὴν Ἐκκλησία ἡ αἵρεση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ὁ Ἀκάκιος διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπιμελημένη καὶ συστηματικὴ ἐργασία του, γιὰ τὴν προφύλαξη τοῦ ποιμνίου του ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν αἱρετικὴ πλάνη.

Ἐπιθυμώντας μάλιστα νὰ προσβάλει αὐτὴ εὐρύτερα καὶ νὰ συντελέσει στὴ γενικὴ ἀπόκρουσή της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔγραψε κατὰ τοῦ Νεστορίου. Ὁ Ἀκάκιος ἦταν καὶ ἰκανότατος ὁμιλητὴς καὶ διδάσκαλος τοῦ λαοῦ. Σῴζεται δὲ μία ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη στὴν Ἔφεσο.

Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης, ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπῆρξε καὶ Ἀκάκιος Β´ ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς καὶ τοποθετεῖ τὴν γιορτή του στὶς 18 Ἀπριλίου.


 

 
Οἱ Ἅγιοι Αὐδᾶς ἐπίσκοπος, οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν Ἐννέα Μάρτυρες καὶ ἄλλοι πολλοὶ Ἅγιοι, ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία

Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Αὐδᾶς, ὁ ἐπίσκοπός της Περσίας καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ἑορταζόμενοι Ἅγιοι Μάρτυρες ἦταν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ τῶν Ῥωμαίων Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450) καὶ Ἰσδιγέρδου τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν (399-420). Τὸ ἔτος 412 ὁ Ἰσδιγέρδης κίνησε σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὴν ἑξῆς ἀφορμή.

Ὁ Αὐδᾶς, ποὺ ἦταν στολισμένος μὲ πολλὰ εἴδη ἀρετῶν, ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, γκρέμισε τὸν ναό, στὸν ὁποῖο οἱ Πέρσες λάτρευαν τὴν φωτιά. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τοὺς μάγους, ἔστειλε καὶ ἔφεραν μπροστά του τὸν Αὐδᾶ. Στὴν ἀρχὴ κατηγόρησε μὲ ἠπιότητα τὴν πράξη του καὶ τὸν πρόσταξε νὰ ξανακτίσει τὸν ναό. Ὁ Αὐδᾶς ἀρνήθηκε. Τότε ὁ Ἰσδιγέρδης γκρέμισε ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῶν χριστιανῶν καὶ θανάτωσε τὸν Αὐδᾶ μαζὶ μὲ ἄλλους ἐννιὰ προκρίτους χριστιανούς.

Μετὰ 30 χρόνια, κινήθηκε νέος διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὅπου πολλοὶ Ἅγιοι θυσιάστηκαν στὸ βωμὸ τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ὅπως λ.χ. ὁ εὐγενικῆς καταγωγῆς Ὀρμίσδης, ὁ διάκονος Βενιαμὶν ὁ μεγαλομάρτυρας κ.ἄ.

Ὅλων αὐτῶν, ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν κατὰ τὸν διωγμὸ αὐτό, ὅρισε μνήμη τιμητικὴ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τοῦ Ἐπισκόπου Αὐδᾶ, γιὰ νὰ δείξει, ὅτι γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι στοὺς ἀνθρώπους ἥρωες τῆς πίστης, ἔχουν κοινὴ τιμὴ στὸν οὐρανὸ καὶ κοινὰ θὰ ἀπολαύσουν τὰ στεφάνια τῶν μεγάλων ἀγώνων καὶ τῆς ἀθάνατης δόξας τους.

(Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Αὐδᾶ ἐπαναλαμβάνεται - σὰν Ἀβδαῖος - καὶ τὴν 5η Σεπτεμβρίου).


 

 
Ὁ Ἅγιος Μένανδρος

Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔσυραν γυμνό, πάνω σὲ αἰχμηρὲς πέτρες. [Στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα 170 ἡ μνήμη του φέρεται κοινὴ μετὰ τοῦ Ἁγίου Σαβίνου (βλ. 16 Μαρτίου) τὴν 28η Μαρτίου].


 

 
Ὁ Ὅσιος Βλάσιος

Γεννήθηκε στὴν πόλη τοῦ Ἀμορίου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


 

 
Οἱ Ἅγιοι τριάντα ὀκτὼ (38) Μάρτυρες

Ἦταν ὅλοι συγγενεῖς μεταξύ τους καὶ μαρτύρησαν διὰ ξίφους.


 

 
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργός

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁρισμένα Μηνολόγια, τοποθετοῦν τὴν μνήμη του καὶ τὴν 28η Δεκεμβρίου).


 

 
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ποὺ μαρτύρησε στὴν Κρήτη

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Τὴ μνήμη του βρίσκουμε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1575 καὶ στοὺς Λαυριωτικοὺς Η 76, Δ 25 καὶ Δ 45, ὅπου ὑπάρχει καὶ πλήρης ἀκολουθία του.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς Μητροπολίτης πασῶν τῶν Ῥωσιῶν

 


Γνωστὸς στὴ ῥωσικὴ Ἐκκλησία, ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Εἶναι γιὰ τοὺς Ῥώσους ὅ,τι εἶναι γιὰ μᾶς ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς (1375-1461). Τὴν ἀκολουθία του συνέταξε ὁ Ἱεροδιάκονος Θεόφιλος Πασχαλίδης καὶ τὴν ἐξέδωσε στὴν Πετρούπολη τὸ 1897.


 

 
Ὁ Ὅσιος Ἰννοκέντιος Βενιαμίνωφ Μητροπολίτης, Μέγας Ἱεραπόστολος Ἀλάσκας

 


Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος γεννήθηκε στὶς 26 Αὐγούστου 1797 στὸ χωριὸ Ἀνζίσκογιε τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ἰρκούτσκ, ἀπὸ πτωχοὺς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Εὐσέβειο καὶ τὴ Θέκλα Ποπλώφ. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ († 2 Σεπτεμβρίου).

Στὴν συνέχεια σπουδάζει στὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ.

Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μὲ τὴν οἰκογένεια στὴν Μόσχα τὸ 1838 καὶ τοποθετεῖται στὸν καθεδρικὸ ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸ Κρεμλίνο. Ὅμως, στὶς 25 Νοεμβρίου 1835 ἀνήμερα στὴν ἑορτή της, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη πεθαίνει. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν συμβολὴ τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου, κείρεται μοναχὸς στὶς 27 Νοεμβρίου 1840 καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰννοκέντιος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ

Τὸ ἔργο του στὴν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σὲ ἕνα ἀφάνταστα δύσκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τὶς παγωμένες ἐκτάσεις καὶ κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αὐτό, τὸ 1845, στὸν Μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα νὰ διδάξω ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ Ἀλλεουτιανοὶ μὲ ἀγαποῦν, τὸ κάνουν μόνο γιατί τοὺς ἔχω διδάξει».

Τὴν ἴδια περίοδο, μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ Ἐπισκοπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στοὺς κόλπους της ὅλη τὴ Γιακουτία καὶ ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπὸ τὴν πόλη Σίτκα στὸ Γιακοὺτσκ τῆς Σιβηρίας. Ἐκεῖ ἀκολουθοῦν νέοι ἱεραποστολικοὶ ἀγῶνες.

Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καὶ ἔχει χάσει τὶς σωματικές του δυνάμεις, ὑποφέροντας πολὺ ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του εἶναι νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ κάποιο μοναστήρι. Ὅμως ὁ Θεός, ποὺ κηδεμονεύει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τὰ πράγματα. Στὶς 25 Μαΐου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Καὶ ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο, τὸ Μέγα Σάββατο, στὶς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «ΑΛΑΣΚΑ-Ὀρθόδοξο Συναξάρι» τοῦ Γεωργίου Ε. Πιπεράκη, τῶν ἐκδόσεων «ΠΑΡΟΥΣΙΑ».


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ πρίγκιπας 

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Ντανίλοβιτς), ὁ ἀποκαλούμενος Καλιτά, ἦταν υἱὸς τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, πρίγκιπα τῆς Μόσχας († 4 Μαρτίου) καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1290. Τὸ ὄνομά του ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ λειτουργικὰ Μηναῖα τοῦ Νόβγκοροντ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1296 – 1297, ὅπου διαβάζουμε, πὼς ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως αὐτῆς κάλεσαν τὸν πρίγκιπα Δανιὴλ τῆς Μόσχας νὰ καταλάβει τὸν θρόνο της, αὐτὸς τοὺς ἔστειλε τὸν υἱό του Ἰωάννη. Πιθανόν, ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1299, ὁ Ἰωάννης ἐγκαταλείπει τὸ Νόβγκοροντ καὶ ἐπιστρέφει στὴ Μόσχα.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, κατὰ τὸ ἔτος 1303, ὁ Ἰωάννης ὑποχρεώθηκε ἀρχικὰ νὰ στηρίξει τὸν ἀδελφό του Γεώργιο, τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε ἀργότερα ὡς πρίγκιπας τῆς Μόσχας, στὴν διαμάχη τῆς μελλοντικῆς πρωτεύουσας μὲ τὴν ἀνταγωνίστρια πόλη Τβέρ. Τὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα τῆς διαμάχης, ἀποδιδόμενο στὴν πολιτικὴ ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἰωάννου, θὰ καθορίσει τὴν ὁριστικὴ ἐπικράτηση τῆς Μόσχας.

Μὲ μὶα πρώτη νίκη ἐναντίων τῶν στρατευμάτων τῆς Τβέρ, ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν πόλη τοῦ Περεγιασλάβλ, ὁ Ἰωάννης τὴν ἀνακαταλαμβάνει τὸ ἔτος 1304/1305. Κατὰ τὰ ἔτη 1320 – 1326, μὲ ἀφορμὴ τοὺς γάμους τῶν θυγατέρων τῶν ἡγεμόνων, συνάπτει συμμαχίες μὲ τοὺς πρίγκιπες τοῦ Ροστώβ, Μπελοζὲρκ καὶ Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους ἐναντίων τῆς Τβέρ.

Στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1327, στὴν Τβέρ, σκοτώνεται σὲ μία λαϊκὴ ἐξέγερση, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸν Ἅγιο πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ χάνη Οὐζμπὲκ Κόλχαν. Ὁ Ἀλέξανδρος καταφεύγει στὸ Πσκὼφ καὶ ἡ πόλη τῆς Τβὲρ καταλαμβάνεται καὶ ἀνατίθεται στὸν Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, σύζυγο μιᾶς ἀνεψιᾶς τοῦ Ἰωάννου. Τὸ 1329 ὁ Ἰωάννης ἀποστέλλει τὸν στρατό του ἐναντίον τοῦ Πσκώφ, ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος ἀναθεματίζει τοὺς κατοίκους της, ἐπειδὴ ἔδωσαν ἄσυλο στὸν πρίγκιπα Ἀλέξανδρο, καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Μιχαήλοβιτς ἐξαναγκάζεται νὰ ἐγκατασταθεῖ ἀρχικὰ στὴ Λιβονία καὶ ἀργότερα στὴ Λιθουανία.

Τὸ ἔτος 1331 ὁ Ἰωάννης ἀποκτᾶ ἀπὸ τὸ χάνη τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου πρίγκιπα. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν θὰ ἡσύχαζαν. Τὸ ἔτος 1338 ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Τβὲρ πέτυχε τὴν συγγνώμη τοῦ χάνη Οὐζμπὲκ καὶ ἐπανῆλθε στὸν θρόνο. Τὸ 1339 ὁ Ἰωάννης πηγαίνει στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ κατηγορεῖ τὸν Ἀλέξανδρο πὼς σκευωρεῖ ἐναντίον τοῦ Χάνη. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ὁ υἱός του Θεόδωρος ἔρχονται κατηγορούμενοι στὴν Χρυσὴ Ὀρδὴ καὶ δικάζονται. Γιὰ νὰ ταπεινώσει τὴν Τβέρ, ὁ Ἰωάννης ἀφαιρεῖ τὶς καμπάνες ἀπὸ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Σωτῆρος καὶ τὶς μεταφέρει στὴν Μόσχα.

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ἰωάννου ἐκδίδεται ἕνα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστὸ ὡς Sijskoe Evangelie, στὸ ὁποῖο ἔχει γραφεῖ ἕνας πανηγυρικὸς λόγος γιὰ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰρήνη στὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται ἡ οἰκοδόμηση μὲ πέτρα ὁλόκληρου τοῦ ἀρχιτεκτονήματος τοῦ Κρεμλίνου. Στὶς 4 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1326, ἀκολουθώντας τὴν συμβουλὴ τοῦ ἡλικιωμένου Μητροπολίτου Πέτρου, ὁ Ἰωάννης θὰ ἀποτολμήσει τὴν κατασκευὴ τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Μόσχα θὰ συνεχίσει τὴν παράδοση τῆς προηγούμενης πρωτεύουσας, Βλαντιμήρ, ὅπου ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶχε ἰδιαίτερα καλλιεργηθεῖ.

Ὁ Ἰωάννης θὰ διατηρήσει στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν Μητροπολίτη Πέτρο καὶ ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατό του θὰ κινήσει τὴν διαδικασία τῆς ἁγιοποιήσεώς του, ἀποστέλλοντας στὴ Σύνοδο τοῦ Βλαντιμίρ, τὸ ἔτος 1327, μία ἐπιστολή, ποὺ κατέγραφε τὰ πραγματοποιηθέντα θαύματα ἐπάνω στὸν τάφο τοῦ Μητροπολίτου Πέτρου.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Μαρτίου 1340 ἢ 1341, ἀφοῦ ἤδη εἶχε γίνει μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Ἀνανίας. Τὸ ἱερὸ σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Κρεμλίνο.
Ἤδη κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βίου του εἶχε ἀναπτυχθεῖ θρησκευτικὴ εὐλάβεια γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζεται ὡς ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς ἕνας κυβερνήτης δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος. Τὸ Πατερικὸν τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Βολοκολάμκ, τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ., μεταφέρει τὴν ἀφήγηση τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μπορόφκ, κατὰ τὸν ὁποῖο μία μοναχὴ εἶδε σὲ ὅραμα τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου μέσα στὴν δόξα τοῦ Παραδείσου, νὰ βγάζει ἀπὸ τὴν τσάντα του (καλιτά) θησαυροὺς καὶ νὰ τοὺς μοιράζει στοὺς πτωχούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...