ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Μαρίας της Αιγύπτιας).
(Μάρκου κεφ. ι’ στίχοι 32-45)
Του Κληρικού- Εκπαιδευτικού Πρωτ. Γεωργίου Σούλου.
«Τω καιρώ εκείνω παραλαβών ο Ιησούς πάλιν τους δώδεκα μαθητάς αυτού, ήρξατο αυτοίς λέγειν τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν, ότι ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και τοις γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσι, και έμπαίξουσιν αυτώ και μαστιγώσουσιν αυτόν και εμπτύσουσιν αυτώ και αποκτενούσιν αυτόν, Και τη τρίτη ήμερα αναστήσεται. Και προσπορεύονται αυτώ Ιάκωβος και Ιωάννης οι υιοί Ζεβεδαίου λέγοντες. Διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ο εάν αιτήσωμεν ποίησης ημίν. ο δε είπεν αυτοίς· τί θέλετε ποιήσαί με υμίν; οι δε είπον αυτώ· δός ημίν ίνα είς εκ δεξιών και εις εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τη δόξη σου. ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· ουκ οίδατε τι αιτείσθε. Δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ πίνω, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; οι δε είπον αυτώ· δυνάμεθα. ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· το μεν ποτήριον ό εγώ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων ουκ εστίν εμόν δούναι, αλλ’ οίς ητοίμασται. Και ακούσαντες οι δέκα ήρξαντο αγανακτείν περί Ιακώβου και Ιωάννου. ο δε Ιησούς προσκαλεσάμενος αυτούς λέγει αυτοίς. Οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών· ούχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ’ ός εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ός εάν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος·
και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού  λύτρον αντί πολλών».
Προσεγγίζουμε το τέλος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και το Ευαγγέλιο της σημερινής Κυριακής της Ε΄ των Νηστειών, αναφέρεται στα επελθόντα Πάθη του Κυρίου μας, σύμφωνα με τους λόγους του προς τους μαθητές Του, ότι «ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσιν και γραμματεύσι, και κατακρινούσιν Αυτόν θανάτω». Και ενώ εκείνος ομιλεί για το Θείο Πάθος,  δυο μαθητές ζητούσαν από τον Χριστό, να τους δώσει δόξα μέσα από τα ανθρώπινα πάθη. Ο Χριστός όμως τους επισημαίνει την ανθρώπινη αδυναμία τους και τους διδάσκει την άφθαστη οντολογική και αιώνια δόξα, η οποία κατακτάται μέσα από το «ποτήριον» του Σταυρού και της θυσίας. Και ότι για να λάβουν τη δόξα που επιζητούν θα πρέπει, όπως Εκείνος δοξάστηκε διά του Σταυρού, έτσι και εκείνοι να δοξαστούν δια του δικού τους σταυρού.
Ο λόγος του Κυρίου είναι αναμφίβολα μια προφητεία του Πάθους του Υιού του Θεού, που πλησιάζει. «Ήρξατο αυτοίς λέγειν τα μέλλοντα αυτώ συμβαίνειν». Αναφερόμενος στο «ποτήριον ο εγώ πίνω», ασφαλώς εννοούσε τα πάθη Του με αποκορύφωμα τον Σταυρό, που υπόμεινε για την απολύτρωση του αδαμιαίου γένους, δεχόμενος εκούσια τον Σταυρό και τον θάνατο, δια την εξάλειψη του προπατορικού αμαρτήματος.  Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διδάσκει, ότι το προπατορικό αμάρτημα συνίσταται στην αμαρτία της προαίρεσης και στην αμαρτία της φύσεως, όπου το πάθημα της ανθρώπινης φύσεως, είναι η οδύνη του θανάτου. Γι’ αυτό ο Κύριος με την ενανθρώπισή Του προσέλαβε την προ της πτώσεως φύση, η οποία ήταν καθαρή και αμόλυντη, άσπιλη και αναμάρτητη.
Προσέρχεται, λοιπόν, ο Κύριος εκουσίως στον θάνατο και στην οδύνη, «ως πρόβατον επί σφαγήν και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν αφώνως…», όπου, «εν τη ταπεινώση αυτού   η κρίσις ήρθη» (Ης. νγʼ 7). Αυτό το «εκουσίως» και το «αφώνως» προσέφερε την ίαση της ανθρώπινης φύσης, από την αμαρτία. Και τελικά, το πικρό «ποτήριον» του Χριστού, έγινε για μας εύγευστο ρόφημα. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ο Χριστός «επειράσθη ίνα νικήσωμεν, ητιμάσθη ίνα δοξασθή, απέθανεν ίνα σώση».
Αυτό το «ποτήριον» του Κυρίου παρέλαβε, ως παρακαταθήκη η Αποστολική Εκκλησία, η οποία αποτελεί το μυστικό Σώμα του Χριστού. «Το πάθος του Χριστού καθίσταται πλέον και πάθος της Εκκλησίας, καθώς και η ανάστασή Του είναι συνανάσταση όλου του πληρώματος των πιστών». Δηλαδή η Εκκλησία είναι εσταυρωμένη και ως εκ τούτου είναι αναστημένη. Αυτό είναι το κριτήριο της αυθεντικότητάς της και της αγιότητάς της, επειδή συνδέεται με τον Εσταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό.
Αυτό που παρέλαβε και ισχύει για την Εκκλησία, ισχύει και για τα πραγματικά μέλη της, που είμαστε όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, με κλίμακα μέτρησης  αυθεντικότητας της εκκλησιαστικής μας συνείδησης τη βίωση του Μυστηρίου του Σταυρού και τη συμμετοχή μας στη ζωή της Εκκλησίας. Έτσι οι Χριστιανοί συνδέονται με το «ποτήριον». «Ποτήριον» ή «Σταυρός» δεν σημαίνουν απλά τις δυσκολίες  της ζωής, που αντιμετωπίζουμε. Όντως είναι και αυτό ένα είδος σταυρού. Πραγματικός, όμως, «Σταυρός» και «Ποτήριον» είναι ο διαρκής αγώνας για την απαλλαγή μας από την εσωτερική τυραννία των παθών, για τη μετάπλαση και ανάπλαση του είναι μας, ώστε όλες μας οι δυνάμεις και όλες μας οι αισθήσεις, να υπακούουν στο θέλημα του Θεού. Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος διδάσκει ότι, η οδός του Θεού είναι σταυρική. «Ουδείς γαρ τω Ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως». Σταυρός είναι επίσης, η αγάπη προς τον πλησίον, διότι η αγάπη από μόνη της είναι η αυθυπέρβαση του «εγώ» και του εγωκεντρισμού μας.
Σταυρός ακόμα είναι η συνεχής μαρτυρία μας, υπέρ της Πίστεως. Οι άγιοι και ιδιαίτερα οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας, επειδή βίωσαν την πίστη και γνώρισαν την αξία της δέχθηκαν τον εκούσιο θάνατο παρά την βεβήλωσή της ή την άρνησή της.
Αυτό το «ποτήριον» εννοούσε ο Χριστός μιλώντας στους μαθητές του, οι οποίοι ακόμα δεν είχαν δεχτεί τον Φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος και συνεπώς δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν ακόμα τους λόγους του Θεανθρώπου Διδασκάλου τους. Γι’ αυτό και φιλονικούσαν για τις πρωτοκαθεδρίες και «ήρξαντο αγανακτείν» τόσον, που ο Χριστός τους είπε: «Ουκ οίδατε τι αιτείσθαι. Ος εάν θέλει υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων διάκονος». Αυτό  αποτελεί πια το νέο ήθος και το νέο φρόνημα της Εκκλησίας, η οποία πρέπει να ακολουθεί το παράδειγμα του Κυρίου, ο οποίος διακήρυξε ότι, «ουκ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι».
Ο καθηγητής Γεώργιος Πατρώνος(*) σε αντίστοιχο κήρυγμα γράφει μεταξύ άλλων: «Ο λόγος αυτός περί του Υιού του Ανθρώπου ήταν αναπάντεχος για τους μαθητές και ακροατές του Ιησού. Ποτέ στην παράδοσή τους δεν ανέμεναν ένα ανίσχυρο και αδύναμο Μεσσία. Έναν Μεσσία που δεν ασκεί εξουσία, αλλά θα συντριβεί από τις δυνάμεις του κόσμου τούτου. Για την παράδοσή τους τη θρησκευτική, που εξέφραζε ελπίδες και πόθους ιστορικούς και εθνικούς αιώνων, ο Μεσσίας θα είναι δαβίδειος ή ααρωνικός, που θα ασκήσει εξουσία βασιλική και ιερατική κατά ένα τρόπο δυναμικό και απόλυτο και θα συντρίψει τις αντίθεες και αντιεξουσιαστικές δυνάμεις του κακού. Σ’ αυτή την ιουδαϊκή παράδοση μεσσιανολογίας δεν μπορεί να υπάρξει αντίλογος. Κάθε άλλη αντίληψη και κίνηση πρέπει να συντριβεί. Μέσα στα πλαίσια αυτά μπορούμε να αντιληφθούμε και να ερμηνεύσουμε την κίνηση δύο από των μαθητών του Κυρίου, του Ιακώβου και του Ιωάννου, οι οποίοι είτε απευθείας οι ίδιοι είτε με την παρέμβαση της μητέρας τους, κατά την παράδοση του Ευαγγελιστή Ματθαίου, ζητούν από τον Διδάσκαλό τους, όταν ανέβει στην εξουσία να τους μνησθεί και να τους τοποθετήσει «εκ δεξιών και εξ ευωνύμων» του θρόνου του. Νόμισαν ότι πορευόμενοι προς τα Ιεροσόλυμα ουσιαστικά ανεβαίνουν στο θρόνο του Δαβίδ. Το βαθύτερο και ουσιωδέστερο μεσσιανολογικό μήνυμα του λόγου του Ιησού χάθηκε, αφού δεν εξέφραζε τις δίκες τους επιθυμίες, τις αντιλήψεις και τις προσδοκίες τους.»
Και καταλήγει ο Ελλογιμώτατος καθηγητής κ. Γεώργιος Πατρώνος: «Το μήνυμα, όμως, του Ιησού ευτυχώς σώθηκε. Έγινε έργο ευαγγελισμού για την ανθρωπότητα μέχρι και σήμερα. Κατά συνέπεια, θα λέγαμε, πως η διακονία πλέον πρέπει να θεωρείται δομικό στοιχείο της εκκλησιαστικής εξουσίας. Η Εκκλησία δεν ασκεί εξουσία. Διακονεί το λαό και τον κόσμο σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις μορφές της ζωής. Ο διάκονος και η διακονία δεν αποτελούν απλά τον πρώτο βαθμό ιερωσύνης. Συνιστά την ουσία όλης της Ιεραρχικής κλίμακας. Ιερουργώ σημαίνει διακονώ ταπεινά το λαό και καθαγιάζω τον κόσμο. Σημαίνει, πάνω από όλα, θυσιάζομαι στο βωμό του Θεού, προς χάριν των ανθρώπων.
Πρακτικά αυτό σημαίνει, πως δεν διεκδικώ μια θέση εκ δεξιών και εξ ευωνύμων σε κάποια εξουσία, αλλά συντάσσομαι με τη θυσιαστική πορεία του Κυρίου και γίνομαι μιμητής των παθών του. Αυτό το νόημα έχει και η επιλογή της ευαγγελικής αυτής περικοπής προ της Εβδομάδας των Παθών. Ο Υιός του Ανθρώπου «ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι». Αυτό δεν μπορεί να είναι θεολογικό και φιλολογικό ρεφρέν του λόγου μας και των κηρυγμάτων μας. Ανάγκη να γίνει αξίωμα ζωής και αξίωμα εκκλησιαστικής διακονίας.
Ακόμη δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, ότι η διακονία του Ιησού Χριστού διασφαλίζει και κατοχυρώνει την εκκλησιαστική εξουσία. Αντίθετα, θα λέγαμε, πως κάθε εκκλησιαστικό λειτούργημα το γυμνώνει από την οποιαδήποτε έννοια εξουσίας και το παρωθεί προς την απλή και ταπεινή διακονία. Είμαστε λοιπόν, όλοι διάκονοι και ως διάκονοι πρέπει να λειτουργούμε και να ενεργούμε. Η διακονία θα είναι το μόνο κριτήριο ποιότητας των έργων μας και των δραστηριοτήτων μας. Μια διακονία, μάλιστα, που πολλές φορές μπορεί να φτάσει και στα έσχατα όρια «δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών».
Προσεγγίζοντας το Πάθος Του Κυρίου μας, για άλλη μια φορά, ας ετοιμαστούμε κατάλληλα για να συνοδοιπορήσουμε μαζί Του και να Τον ακολουθήσουμε στη σταυρική του θυσία. Μια συνοδοιπορία που θα μας καταξιώσει να Τον συναντήσουμε Αναστημένο. Σ΄ αυτή την πορεία προβάλλει, ως φωτεινό παράδειγμα, εκτός από τον Χριστό και η ζωή της σήμερον τιμωμένης Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, η οποία με τη μετάνοια και την επιστροφή της στο Θεό, αποτελεί οδοδείκτη και για τον προσωπικό μας επίγειο βίο και την προσωπική μας μεταστροφή στη μετάνοια.