Η αγία και οικουμενική πρώτη σύνοδος των 318 θεοφόρων πατέρων. Τοιχογραφία από την Μονή της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο.
(Επιλεγμένα αποσπάσματα για την Α´ Οικουμενική Σύνοδο, από το βιβλίο του Αγίου Νεκταρίου «Αι οικουμενικαί σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας, εκδοθέν το πρώτον το 1892)
Ο Αρειος
Ο Αρειος εγεννήθη εν Λιβύη περί τα μέσα της γ´ μ.Χ. εκατονταετηρίδος, εσπούδασε δε εν Αλεξανδρεία και εγένετο οπαδός του Ωριγένους, του Μελετίου και του προϊσταμένου της Αντιοχειανής Σχολής Λουκιανού του πρεσβυτέρου. Η ευρεία αυτού παιδεία, η φιλοσοφική αυτού μόρφωσις, και η περί την επιστήμην των θείων Γραφών δεινότης, κατέστησαν αυτόν γνωστότατον, το δε εμβριθές αυτού σχήμα, οι οπωσούν αγέρωχοι τρόποι, το μεγαλοπρεπές ανάστημα, και η ευειδής αυτού όψις, ενέπνεον πάσι τον σεβασμόν και συμπάθειαν. Και κατ αρχάς μέν καταλιπών τον Μελέτιον προεχειρίσθη διάκονος της Εκκλησίας Αλεξανδρείας υπό του Επισκόπου αυτής Πέτρου. Από της εποχής δ αυτής παρουσιάζεται η του χαρακτήρος αυτού ισχύς και η εμμονή εις τάς πεποιθήσεις του. Είτα δέ, όταν ο Πέτρος Αλεξανδρείας απεκήρυξε τους συμμετόχους του Μελετίου, και δεν απεδέχετο το βάπτισμα αυτών, ο Αρειος εξανέστη το πρώτον, μεμφόμενος τα γενόμενα και διεμαρτύρετο κατά του μέτρου τούτου του Επισκόπου του. Και κατ ακολουθίαν τούτου απεπέμφθη από της Αλεξανδρείας. Ότε δε μετά ταύτα τον Πέτρον αποβιώσαντα διεδέξατο ο πραΰς τους τρόπους Αχιλλάς, ο Αρειος αιτήσας συγγνώμην εγένετο δεκτός εν τη Εκκλησία και τώ 312ω εχειροτονήθη Πρεσβύτερος. Το περί τριαδικού Θεού δόγμα του Χριστιανισμού, όπερ από της αυτού εμφανίσεως εσκανδάλισεν Ιουδαίους και Έλληνας, από δε των μέσων του β´ αιώνος παρουσίασε την αίρεσιν των Μοναρχιανών και προεκάλεσε πολλάς έριδας, παρέσυρε και το ακάθεκτον πνεύμα του Αρείου, το οποίον δυσφόρως έχον προς τον ανυπέρβλητον του δόγματος φραγμόν, και ζητούν την του πνεύματος φίλην ελευθερίαν την υπερπηδώσαν τα πάντα και τα πάντα υποτάσσουσαν τη ιδία εξουσία, διέσπασε του δόγματος τα δεσμά, ίνα εν τη ελευθερία αυτού εισδύση εις τα βασίλεια των μυστηρίων και ερευνήση αυτά καί, ει δυνατόν, ψηλαφήση και υπαγάγη αυτά υπό την ιδίαν αντίληψιν. Ο Αρειος μελετήσας καλώς τάς θεωρίας της Αλεξανδρινής και της Αντιοχειανής Σχολής προσέλαβεν εξ αυτών τα προσφυή ταίς αρχαίς αυτού και διεμόρφωσεν ιδίαν θεωρίαν, λαβών παρά μέν του Ωριγένους την υπόταξιν του λόγου, παρά δε του Λουκιανού την άρνησιν της Ομοουσιότητος. Προς διάδοσιν δε της διδασκαλίας αυτού και επικράτησιν συνέταξε διάφορα άσματα και ποιήματα και διεμοίρασεν αυτά εις τον λαόν. Και η διδασκαλία αυτού εύρε πολλούς οπαδούς παρά τε τώ Κλήρω και τώ λαώ, εξ ών οι μέν ησπάζοντο αυτήν ως ορθήν, οι δε εθεώρουν αυτήν ως ακίνδυνον.
Ο Αθανάσιος
Μεταξύ των περί τον Αλεξανδρείας Επίσκοπον Κληρικών ηύξανε και εκραταιούτο νέος τις Διάκονος, μικρός μέν το δέμας και ευτελής το ανάστημα, αλλά περιλαμβάνων εντός σώματος μικρού και ασθενούς ψυχήν φλογεράν, αι λαμπηδόνες της οποίας εξήστραπτον από των ομμάτων αυτού. Ο εικοσιετής ούτος νέος ο μέλλων να πληρώση την Χριστιανικήν Οικουμένην διά των αρετών αυτού των σπανίων ήν ο Αθανάσιος. Νους βαθύς, λογική ισχυρά, επιστήμη ευρεία, ανθηρόν ύφος λόγου, και τέχνη ρητορική απαράμιλλος περιεκόσμουν αυτόν και κατέστησαν κρατερόν μαχητήν κατά την προκειμένην σπουδαίαν έριν. Ο Αθανάσιος κεκτημένος οξύνειαν θαυμαστήν πρακτικώτατον πνεύμα, ευφράδειαν αξιόζηλον, και τόλμην ακάθεκτον, εκ πρώτης αρχής ενόησε περί τίνος επρόκειτο και ευθύς κατενόησε το βάραθρον, εις ο διεκινδύνευεν η Πίστις ημών να πέση. Ο Αθανάσιος βλέπων το ασταθές του χαρακτήρος του αντιπάλου του, το ευμετάβολον και παλίμβουλον, επείσθη ότι ο Αρειος είτε μή τολμών να εξηγήση σαφώς, είτε μή έχων την συνείδησιν του τελικού συμπεράσματος των συλλογισμών αυτού, έτεινεν όμως εις το ν αρνηθή την θείαν του Σωτήρος φύσιν και καταβιβάση το κήρυγμά του εις την τάξιν ανθρωπίνου δόγματος, παραδίδων αυτό απογεγυμνωμένον της πανοπλίας της θείας αποκαλύψεως εις τάς προσβολάς του φιλοσοφικού πνεύματος. Διό ώρμησεν επί τον αγώνα μετά πολλής πεποιθήσεως και εξήλθεν απ αυτού επί τέλους νικητής εν θριάμβω, αφιερώσας ολόκληρον την ζωήν αυτού και όλας αυτού τάς πνευματικάς και σωματικάς δυνάμεις εις την άμυναν του ενσαρκωθέντος Λόγου μετά τοιούτου ατρομήτου θάρρους, ώστε δικαίως επεκλήθη κατόπιν «Μέγας, στύλος και υποστηρικτής της του Χριστού Εκκλησίας».
Ο Μέγας Κωνσταντίνος
Η Θεία Πρόνοια εν τη μερίμνη αυτής υπέρ της του Χριστού Εκκλησίας είχεν εμπιστευθή τα σκήπτρα του αχανούς τότε Ρωμαικού Κράτους εις τον αληθώς Μέγαν και Ισαπόστολον Κωνσταντίνον όπως σώση από του σάλου το κλυδωνιζόμενον σκάφος της Εκκλησίας. Ούτος δυσφορών επί τώ επαπειλουμένω τη Εκκλησία σχίσματι απέστειλεν εις Αλεξάνδρειαν πρώτον επιστολήν πρός τε Αλέξανδρον τον Επίσκοπον και προς τον Αρειον παραινών αυτούς να καταθέσωσι τα όπλα της συζητήσεως και συνδιαλλαγέντες να επανορθώσωσι την ειρήνην της Εκκλησίας. Αλλ η φωνή της συνέσεως και της μετριοπαθείας του Βασιλέως επέπρωτο να μή εισακουσθή. Διότι ο κομιστής της ειρηνοποιού ταύτης επιστολής Επίσκοπος Κορδούβης άμα ελθών εις Αλεξάνδρειαν, συνετάχθη μετά του Επισκόπου Αλεξάνδρου και κατεδίκασε τον Αρειον. Ο δε Αρειος έγραψε προς τον Βασιλέα επιστολήν οπωσούν αυθάδη, παραπονούμενος ότι του επεβλήθη υπό των ειρημένων αργία (Ευσεβ. βίον Κωντ. 2, 64.-καί Σωκρ. 1, 5.). Ο Κωνσταντίνος ως προς την ουσίαν του ζητήματος δεν είχε σχηματίσει ιδίαν γνώμην και πεποίθησιν κατ αρχάς δε μάλιστα επεδείξατο αδιαφορίαν τινά σχεδόν θίγουσαν τα όρια της περιφρονήσεως, ως εξάγεται εκ της ειρημένης επιστολής αυτού. Εκ τούτου δε ευλόγως δυναταί τις να συμπεράνη ότι ο Κωνσταντίνος διδούς μάλλον ευήκοον ούς εις τάς περί των δοξασιών του Αρείου πληροφορίας του Παμφίλου Ευσεβίου, όστις ην πιστός αυτού φίλος και φίλα φρονών τώ Αρείω, θεωρών την αίρεσιν του τελευταίου ασήμαντον, δεν εννόησεν εξ αρχής τον κίνδυνον, ον διέτρεχεν η Πίστις εκ των επιβούλων δοξασιών του Αρείου. Της απάτης όμως αυτής ταχέως εξήλθεν ο Κωνσταντίνος ευθύς, αφού επανήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν εξ Αλεξανδρείας ο Όσιος Κορδούβης άπρακτος και συγχρόνως, αφού έμαθεν ότι εν Αλεξανδρεία συνέβαινον ταραχαί, καθ ας οι όχλoι ουδέ τάς εικόνας αυτού εσεβάσθησαν. Οργισθείς λοιπόν επί τούτοις ιδίως κατά των περί τον Αρειον εξαπέστειλε νέους επιτρόπους εις Αλεξάνδρειαν κομίζοντας επιστολήν προς τους αιρετικούς αυτούς απειλητικωτάτην, δι ής προσεκάλει τον Αρειον να προσέλθη και να εξηγήση ενώπιον αυτού όπερ επρέσβευε δόγμα. Ο Αρειος παρέστη αληθώς προ του Βασιλέως, αλλ εν τη συζητήσει, ην επεχείρησε, τοσούτον περιέπλεξε το πνεύμα του Κωνσταντίνου το περί τάς τοιαύτας λεπτολογίας ανεπιτήδειον, ώστε ενέβαλε τον ηγεμόνα εις πλείστας όσας αμφιβολίας. Και εν τούτοις εξηκολούθει η διχόνοια και η ταραχή των πνευμάτων, ουδέ εφαίνετο τρόπος θεραπείας, έως ο Βασιλεύς εν τη συνήθει αυτού μεγαλοφυία επενόησε το πρακτέον κατά την προκειμένην δυσχέρειαν και συνεκάλεσεν εν Νικαία της Βιθυνίας τους πανταχού Ιεράρχας της Χριστιανοσύνης εις Οικουμενικήν Σύνοδον, όπως εξετάσασα την του Αρείου διδασκαλίαν λύση οριστικώς την μεγάλην ταύτην διαφοράν και αποδώση τη Εκκλησία την ποθουμένην ειρήνην.
Η Α’ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος
Και αληθώς η ρύθμισις και εξασφάλισις του Χριστιανικού δόγματος ήν ζήτημα ζωής και θανάτου διά τον τότε κόσμον, από δε της διαρρυθμίσεως ταύτης εξηρτάτο η γενική του κόσμου ηθική ανακαίνισις. Διό προσκληθέντες συνήλθον εν Νικαία 318 Πατέρες της Εκκλησίας περί τα μέσα Ιουνίου του 325 μ.Χ. και συνεκρότησαν την Α’ εκκλησιαστικήν Οικουμενικήν Σύνοδον. Τούτων δε προΐστανo Αλέξανδρος o Κωνσταντινουπόλεως, ο γηραιός Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας υπό του νεαρού αυτού Συμβούλου και Διακόνου δορυφορούμενος, του Μ. Αθανασίου. Τον δε Πάπαν Ρώμης Σίλβεστρον και τον διάδοχον αυτού Ιούλιον αντεπροσώπευσαν οι παρ αυτού αποσταλέντες πληρεξούσιοι, ο Όσιος Κορδούβης Επίσκοπος της Ισπανίας και δύω πρεσβύτεροι, οι Βικέντιος και Βίτων. Παρ αυτοίς δε παρέστησαν οι Παφνούτιος, Σπυρίδων, Νικόλαος, Ιάκωβος, Μάξιμος και άλλοι κεκοσμημένοι πάντες δι αποστολικών χαρισμάτων. Ουχ ήτον προς τούτοις παρίστατο και πλήθος άλλο Κληρικών, Πρεσβυτέρων και Διακόνων. Κατά την πρώτην αυτών επίσημον συνεδρίαν την γενομένην την 5ην ή 6ην Ιουλίου ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος εξεφώνησε τον εναρκτήριον λόγον εν τη λατινική γλώσση μεθερμηνευόμενον αυτοστιγμεί εις την ελληνικήν, δι ού έλεγεν ότι ο της ιεράς ταύτης θρησκείας νόμος εκ των κόλπων της Ανατολής προέκυψεν, αποκαλών τους λειτουργούς αυτής αρχηγούς της των εθνών σωτηρίας. Είτα δε κατά σειράν και εν τάξει εξετέθησαν υπό του Αρείου και των αυτού οπαδών αι γνώμαι και δοξασίαι, αλλά γενναίως και λογικώς επολεμήθησαν αύται υπό των Πατέρων της Εκκλησίας.
Σπουδαιότης της Α’ Οικουμενικής Συνόδου
Ίνα κατανοηθή δε η σπουδαιότης αυτής της Συνόδου, πρέπει να εκτεθή ενταύθα διά βραχέων ο φιλοσοφικός οργασμός των πνευμάτων της εποχής εκείνης, όστις έτεινε να καθυποτάξη το δόγμα εις την γνώσιν, ήτις εζήτει τρόπον τινά να άψηται τη χειρί καί, ει δυνατόν ψηλαφήση πάν ό,τι ο Χριστιανισμός παρέδιδεν ως μυστήριον και ως δόγμα πίστεως. Τον Χριστιανισμόν αναφανέντα σκάνδαλον μέν τοίς Ιουδαίοις, μωρίαν δε τοίς Έλλησιν, εζήτουν αμφότεροι, Ιουδαίοί τε και Έλληνες, διά των φιλοσοφικών χωνευτηρίων να αναδείξωσιν από θρησκείαν εξ αποκαλύψεως, σύστημά τι φιλοσοφικόν μάλλον ικανοποιούν τάς απαιτήσεις της υπερηφάνου του ανθρώπου φιλοσοφίας, ή επαναπαύον το θρησκευτικόν αίσθημα του ανθρώπου. Οι φιλόσoφοι περιφρoνήσαντες τάς απαιτήσεις της καρδίας της τερπομένης εν τώ μυστηρίω της θρησκείας εζήτουν να ικανοποιήσωσι τον νούν δι απολύτου τρόπoυ, υποτάσσοντες αυτώ πάσαν αλήθειαν. Αλλ ηγνόουν ότι υπάρχουσι και αλήθειαι, ανώτεραι, της νοητικής ημών αντιλήψεως, μή γινόμεναι καταληπταί υπό του πεπερασμένου νοός του ανθρώπου, ήτις λαμβάνει γνώσιν αυτών, πείθεται δε περί της πραγματικότητος αυτών, και μαρτυρεί περί της υπερφυσικής υπάρξεως αυτών. Ηγνόουν ότι ο άνθρωπος δεν εγεννήθη, ίνα αποβή μόνον φιλόσοφος, αλλά και ον θρησκευτικόν. Καίτοι φιλοσοφούντες εδείκνυντο το αφιλοσόφως προς τον άνθρωπον έχοντες, διότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνον νούς, αλλά και καρδία, αι δυνάμεις των δύο τούτων κέντρων αμοιβαίως βοηθούμεναι αναδεικνύουσι τον άνθρωπον τέλειον και διδάσκουσιν αυτώ όσα ουδέποτε διά μέσου του νοός να διδαχθή ηδύνατο. Εάν ο νους είναι ο διδάσκαλος του φυσικού κόσμου, η καρδία είναι διδάσκαλος του υπερφυσικού κόσμου, του οποίου ίσως καθ ομοίωσιν εγένετο ο αισθητός κόσμος, ούτινος τότε μανθάνομεν τα καθ έκαστα ακριβώς, όταν διά της καρδίας διδαχθώμεν τα του υπερφυσικού κόσμου, φιλόσοφος άνευ καρδίας, ήτοι άνευ θρησκευτικού αισθήματος, είναι αφιλοσόφητος διότι δεν είδε το καθ όλου, αλλά το κατά μέρος. Ενόσω δε δεν αναχθή εις το καθ όλου, ήτοι εις την καθ όλου περί του κόσμου έννοιαν, εν ή περιέχεται ο τέ αισθητός και ο υπέρ αίσθησιν κόσμος (διότι ο κατ αίσθησιν κόσμος είναι το κατά μέρος), ουδέποτε θέλει φθάσει εις το καθ όλου άνευ θρησκευτικού αισθήματος διδάσκοντος την εν τώ υπερφυσικώ κόσμω ύπαρξιν του καθ όλου. Υπό την μίαν ταύτην όψιν εξήτασεν ανέκαθεν τον χριστιανισμόν ο τέ Ιουδαϊσμός και η Ελληνική φιλοσοφία. Ο Ιουδαϊσμός και η Ελληνική φιλοσοφία συναντηθέντα εν Αιγύπτω εν κοινώ σταδίω και επωφεληθέντα αλλήλα εμόρφωσαν διαφόρους θεωρίας και φιλοσοφικά συστήματα. Η Αλεξάνδρεια εν μεταιχμίω τριών Ηπείρων, Ευρώπης, Ασιάς και Αφρικής κτισθείσα εν τώ κέντρω ούτως ειπείν του αρχαίου κόσμου, υπήρξεν η εστία ζώσης των ιδεών επικοινωνίας και το γόνιμον έδαφος νέων συστημάτων. Η Πυθαγόρειος φιλοσοφία, η προ ικανών χρόνων εν ταίς δε τοίς των εκλιπόντων φιλοσοφικών συστημάτων εγγραφείσα, ανεφάνη μετά τάς αρχάς της τελευταίας προ Χριστού εκατονταετηρίδος υπό την μορφήν της Νεοπυθαγορείου φιλοσοφίας. Οι εν Αλεξανδρεία Ιουδαίοι φρονούντες ότι διά της μελέτης της Ελληνικής φιλοσοφίας ενεβάθυνον πλειότερον εις την μυστηριώδη του Μωυσέως σοφίαν, επεδόθησαν εις αυτήν, παρήγαγε δε η επίδοσις αύτη τοιαύτην τινά πνευματικήν κίνησιν, ην συνήθως Αλεξανδρινήν θεοσοφίαν καλούσι, και ής ο χαρακτήρ συνίστατο εις σύγκρασίν τινα Μωσαϊκής θεολογίας και Ελληνικής φιλοσοφίας, ιδία δε Πλατωνικών και Στωικών ιδεών τούτο δείκνυται, προδήλως εν τώ ωριμωτάτω της Αλεξανδρινής θεοσοφίας προϊόντι, τώ του Φίλωνος συγγράμματι, εις ού την μόρφωσιν συνετέλεσεν εξ ίσου η τε Μωσαϊκή θεολογία και η Ελληνική φιλοσοφία. Τα φιλοσοφικά συστήματα του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, και το της Στοάς, ευρόντα εν Αλεξανδρεία διαπύρους θιασώτας, εμβριθώς ηρευνώντο το φιλοσοφικόν πνεύμα μή δυνάμενον να αναπαυθή εν τη αποδοχή της διδασκαλίας του Μονοθεϊσμού, του απολύτως υπερβατικώς προς τον κόσμον ευρισκομένου και εν ουδεμιά σχέσει προς τον κόσμον ερχομένου, μηδ εν τη Πανθεϊστική θεωρία, καθ ην το θείον απόλλυται εν τη φύσει, και τείνον μεσαίαν τινά να ανακαλύψη αρχήν συμβιβάζουσαν εκατέρωθεν την αλήθειαν, ευρίσκετο εν ζωηρώ φιλοσοφικώ οργασμώ. Εν τώ χρόνω τούτω ενεφανίσθη ο χριστιανισμός επαγγελλόμενος την πλήρη των απαιτήσεων ικανοποίησιν. Οι οπαδοί των διαφόρων συστημάτων ευρόντες εν αυτώ τον σύνδεσμον των μονομερών αληθειών των έν τε τώ Ιουδαϊσμώ και Εθνισμώ ευρισκομένων προσωκειώθησαν αυτόν. Επειδή όμως ο χριστιανισμός είναι σοφία εξ αποκαλύψεως, δεν αποβαίνει δε καταληπτή καθ όλου τοίς μέτρω φιλοσοφικώς μετρούσιν αυτήν, διά τούτο δεν εγίνετο ασπαστός καθ όλου, αλλά κατά μέρος. Επειδή όμως το μέρος δεν ηδύνατο να ικανοποιήση τάς απαιτήσεις του φιλοσοφικού νοός, ούτος εμόρφου ίδιον σύστημα, εν ω εφρόνει ότι ευρίσκετο η όλη αλήθεια. Το σύστημα τούτο υπό της Εκκλησίας αποδοκιμαζόμενον εκαλείτο αίρεσις τοιούτω τρόπω εμoρφώθησαν αι διάφοροι αιρέσεις, αίτινες ουδέν άλλο ήσαν η φιλοσοφικά συστήματα φέροντα αντί του φιλοσoφικoύ τρίβωνος την χριστιανικήν αλουργίδα. Ο χριστιανικός αυτών χαρακτήρ ήν απλώς η εξωτερική αυτών χροιά ουσιαστικώς όμως ήσαν καθαρά προϊόντα της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Η ανάπτυξις της διδασκαλίας του Αρείου ικανώς απέδειξε τον φιλοσοφικόν χαρακτήρα της διδασκαλίας των. Η χριστιανική άρα διδασκαλία, φανείσα εν εποχή πλήρει φιλοσοφικής ζωής και πνευματικού οργασμού και υφ απάντων πολεμουμένη, εξ άπαντος τελείως θα διεστρέφετo και θα ηλλοιούτο, εάν μή ευθύς εξ αρχής θείαι και ιεραί συνεκροτούντο Σύνοδοι και τάς ετεροδιδασκαλίας αποτελεσματικώς μή απέκλειον της ορθοδόξου διδασκαλίας της Εκκλησίας, και Σύμβολα, και Δόγματα, και Κανόνας, και Διατάξεις μή συνέταττον προς φρούρησιν και διατήρησιν της καθαρότητος και αγιότητος αυτής.
Η διδασκαλία του Αρείου
Ο Αρειος δογματίσας, ως ανωτέρω ερρήθη, ότι ο υιός και λόγος του Θεού είναι μέν προ παντός χρόνου, αλλ ουχί και υπάρχων, «ήν ότε ουκ ήν» και ότι δεν εγεννήθη εκ του πατρός, αλλά θελήματι του πατρός εκ του μηδενός εκτίσθη και επομένως ήτο κτίσμα εξ ουκ όντων ότι ο Θεός δεν ήτο πάντοτε πατήρ, ουδ ο υιός υπήρχε πριν γεννηθή, δηλ. κτισθή, αλλ ουδέ εκ της ουσίας του πατρός αλλά ξένος αυτού κατ ουσίαν, και επομένως ουδέ Θεός αληθινός, αλλά μετοχή θεοποιηθείς, ανέπτυξε το φιλοσοφικόν του σύστημα, ήτοι την αίρεσίν του, δι ού φρονεί ότι συμβιβάζει την Μοναρχίαν και Μονοθείΐαν προς την περί Τριαδικού Θεού του Χριστιανισμού διδασκαλίαν.
Κρίσεις επί της αιρέσεως του Αρείου
Ο κατά του Αρειανισμού αγών εν τη Εκκλησία εγένετο λίαν σφοδρός διότι η περί Θεού έννoια αυτού δεν είχεν απλώς Ιουδαϊκόν χαρακτήρα, αλλ ήτο ανάμιξις Ιουδαϊκών και Εθνικών στοιχείων, και κατά τούτο ο Αρειανισμός απέβαινε λίαν επικίνδυνος. Αντί της υψηλοτέρας ενότητος, ήτις συνάπτει εν εαυτή το εν ταίς προ Χριστού θρησκείαις περιεχόμενον αληθές, ο Αρειανισμός έθετο φαινομένην τινά ενότητα συνάπτουσαν το εν τώ Ιουδαϊσμώ και Εθνισμώ ψευδές και αποκλείουσαν το εν αυταίς αληθές. Το μέν εν τώ Ιουδαϊσμώ αληθές είναι η μεταξύ Θεού και κόσμου διαφoρά το δε εν τώ Εθνισμώ αληθές είναι η εσωτερική ενότης μεταξύ θεότητος και ανθρωπότητος. Τάς αληθείας ταύτας αμφοτέρας περιέχει η ορθόδοξος χριστιανική Πίστις. Το εν τώ Ιουδαϊσμώ ψευδές είναι ο χωρισμός μεταξύ θεού και κόσμου, το δε εν τώ Εθνισμώ η ανάμιξις θεότητος και ανθρωπότητος. Ο Αρειανισμός αποκλείσας το εν αμφοτέροις αληθές απεδέξατο μόνον το εν αμφοτέροις ψευδές διότι αποδεχόμενος παρά του Εθνισμού την ανάμιξιν θεότητος και ανθρωπότητος αποδίδει εις την κτίσιν, εις ην κατατάσσει και τον Υιόν, ον θεωρεί ως κτίσμα, θείαν ιδιότητα και καθιστά δημιουργόν του κόσμου και αντικείμενον θείας προσκυνήσεως, παρά δε του Ιουδαϊσμού αποδεχόμενος τον χωρισμόν μεταξύ Θεού και κόσμου, ήτοι τον Δυϊσμόν, θεωρεί την γέννησιν του κόσμου ως όλως τυχαίαν και ούτω η μεταξύ θεού και κόσμου σχέσις στηρίζεται επί αυθαιρέτου λόγου.
Διδασκαλία του Αθανασίου και των επισήμων Πατέρων της Εκκλησίας
Τοιαύτη ήν η διδασκαλία του Αρείου, ην ώφειλoν να καταπολεμήσουν οι οπαδοί της Ορθοδόξου Πίστεως, και τοιούτος ο λόγος της συγκροτήσεως της πρώτης Οικουμενικής Συνόδου. Οποία δε η διδασκαλία των Πατέρων και πόσον σοφώς συνδυάζει τάς δύο αληθείας τάς έν τε τώ Ιουδαϊσμώ και τώ Εθνισμώ ταύτην εκθέτομεν εν τοίς εφεξής. Εις την ανάμιξιν των εκ του Ιουδαϊσμού και του Εθνισμού ειλημμένων στοιχείων του ψεύδους, ην παριστά ο Αρειανισμός, έπρεπε να αντιταχθή η γνησία περί Θεού χριστιανική έννοια, ήτις είναι η αληθής υψηλοτέρα ενότης των εν τώ Ιουδαϊσμώ και τώ Εθνισμώ περιεχομένων στοιχείων της αληθείας. Την γνησίαν ταύτην περί Θεού έννοιαν της Χριστιανικής θρησκείας ανέπτυξε κατά του Αρειανισμού πρώτος ο Αθανάσιος, έπειτα δε και άλλοι επίσημοι Πατέρες, ιδίως ο Ναζιανζηνός Γρηγόριος. Οι Πατέρες της Εκκλησίας υπερενίκησαν την πανθεϊστικήν και διϊστικήν αρχήν αναχθέντες εις εσωτερικάς εν τώ Θεώ διακρίσεις. Ο Αθανάσιος ορμάται εκ της αρχής ότι ο Θεός, ως Θεός ζών, θέλει να αποκαλύπτη εαυτόν εν όλη τη δόξη αυτού. Ο δε άνθρωπος χρήζει του Θεού και είναι επιδεκτικός αυτού ο ανθρώπινος λόγος έχει πόθον προς τον αρχέτυπον λόγον, προς κοινωνίαν μετά του Θεού και προς γνώσιν της ουσίας αυτού, δυνάμεθα δε να έχωμεν άμεσον κοινωνίαν προς αυτόν, εάν ο Θεός θέλη να έχη κοινωνίαν προς ημάς. Εν τώ Χριστώ και Αγίω Πνεύματι περιέχεται η πλήρης αποκάλυψις της αληθείας και η πλήρης αυτομετάδοσις του Θεού ίνα δε ο Χριστός είναι πλήρης αποκαλύψεως της αληθείας, ανάγκη να είναι ο εν τώ Χριστώ ενανθρωπήσας Λόγος της αυτής ουσίας προς τον Θεόν επίσης τέλειος ως ο Πατήρ διότι άλλως δεν ήθελεν είναι αποκεκαλυμμένη η πλήρης αλήθεια, καθ όσον ο αποκαλύπτων δεν ήθελε περιέχει όλην την αλήθειαν το δε Άγιον Πνεύμα δεν ήθελε προσάγει ημάς προς τον Θεόν, αν δεν ήτο Θεός, διότι ουχί μετά τινος κτίσματος ή περιωρισμένου όντος πρέπει να συναφθώμεν, αλλ αμέσως μετ αυτού του Θεού. Ο Αθανάσιος και οι μετ αυτόν επίσημοι Πατέρες της τετάρτης 100ρίδος αποδέχονται ότι ο Θεός πρέπει αναγκαίως να είναι εν εαυτώ ζών, όπως δυνηθή να προέλθη εξ αυτού οκόσμος. Όθεν κατ αυτούς ψευδής είναι εκείνη η περί Θεού έννοια, καθ ην ούτος είναι υπερβατικόν μόνον όν, διότι κατ αυτούς ο Θεός είναι αΐδιος ζωή και κίνησις. Αλλ ίνα είναι ο Θεός αΐδιος ζωή και κίνησις, πρέπει να έχη εσωτερικάς διακρίσεις εν εαυτώ άνευ δε εσωτερικών διακρίσεων ο Θεός, κατά τον Άγιον Αθανάσιον δεν ήθελε δύνασθαι ουδ εξ εαυτού έχει ύπαρξιν. Κατ αυτόν η θεία πηγή ουδέποτε είναι ξηρά, εις δε το φώς αυτού ουδέποτε ελλείπει η λάμψις αυτού, ο δε Θεός δεν είναι άγονος και άνευ παραγωγής εν εαυτώ, διότι άλλως έπρεπεν εξ ανάγκης να είναι και ανενέργητος, και ουδέν ήθελε δυνηθή να δημιουργήση. Επειδή δε ο Θεός εν εαυτώ είναι παραγωγική ζωή, είναι και δημιουργικός εκτός εαυτού, κατά πρώτον δε παράγει αϊδίως εαυτόν διότι ο Θεός είναι αΐδιος αιτιότης εαυτού, καθ όσον είναι αίτιον και αιτιατόν συγχρόνως δέ, καθ όσον ο Θεός είναι εν εαυτώ η αΐδιος κίνησις και ζωή, δύναται να παραγάγη τον κόσμον. Ταύτην την εν τώ Θεώ αιτιότητα εαυτού, ής ένεκα αυτός είναι αίτιον και αιτιατόν, εφαρμόζει ο Άγιος Αθανάσιος εις τάς εν τώ Θεώ υποστατικάς διακρίσεις. Το μέν εν τη Θεότητι αίτιον η Εκκλησία ονομάζει Πατέρα, το δε αιτιατόν εν αυτή η Εκκλησία ονομάζει Υιόν, αμφότερα δε είναι της αυτής Ουσίας. Και κατά τον Ναζιανζηνόν Γρηγόριον ο Θεός δεν είναι απλή μονάς διότι αύτη εν τη μονότητι εαυτής ήθελεν είναι εναντία εαυτής, έπρεπεν εξ ανάγκης να εκπέση εαυτής, ίνα είναι κίνησις και ζωή. Εν τώ Θεώ δεν υπάρχει ακάθεκτός τις φυσική πλησμονή η δε Μονάς κινηθείσα εξ αρχής εις Δυάδα έστη εν Τριάδι. Ούτω διά της χριστιανικής περί θεού εννοίας των Πατέρων της τετάρτης 100ρίδος ήρθη η αφηρημένη και άνευ κινήσεως απλότης της θείας ουσίας. Κατά τον άγιον Αθανάσιον και τον Ιλάριον ο Θεός έχει την αυτοσυνείδησιν εαυτού, καθ όσον αυτός ο Θεός ο γεννήσας, ή ως Πατήρ ως αίτιον, ορά εαυτόν εν τώ αιτιατώ εν Εικόνι και χαίρει επί ταύτη τη Εικόνι. Όθεν αι διακρινόμεναι εν τώ Θεώ υποστάσεις μετέχουσι και της θείας αυτογνωσίας κατά τον άγιον Αθανάσιον. Ένεκα της εν αυτώ διακρίσεως ο Θεός δεν συγχέεται προς τον κόσμον εν τη προς αυτόν κοινωνία και μεταδόσει, αλλά διατηρεί το ύψος και την υπερβατικότητα εαυτού διότι πάσα αυτομετάδοσις του Θεού προϋποτίθησι την αυτοσυντήρησιν εαυτού, διά των εσωτερικών δε εν τώ Θεώ διακρίσεων ο Θεός εν τη αυτομεταδόσει συντηρεί εαυτόν και εν τη αυτοσυντηρήσει μεταδίδει εαυτόν διά της αγάπης εις τον κόσμον. Αφού οι Πατέρες της Εκκλησίας ημών εις τον προς τους Αρειανούς αγώνα έδειξαν ότι η Μονάς ίνα νοηθή ως κίνησις και ζωή, δέον να θεωρηθή προβαίνουσα εις Δυάδα διότι άλλως ο Θεός δεν ηδύνατο να νοηθή, ως ο Θεός ζών, ευκόλως ηδύνατο να δειχθή ότι, επειδή διά της δυάδος δεν πρέπει να αρθή η ενότης του Θεού, η νόησις αιτεί και τρίτον τι, όπερ την δυάδα ανάγει εις την ενότητα. Τούτο εδείχθη εν τώ αγώνι των Πατέρων της Εκκλησίας περί του Αγίου Πνεύματος, όπερ ο Αρειανός Μακεδόνιος εθεώρει ως κτίσμα ανώτερον μετά τον Υιόν.
Το Ιερόν Σύμβολον της Ορθοδόξου Πίστεως
Επί είκοσι περίπου ημέρας [(1) κατ άλλους η Σύνοδος αύτη διήρκεσε 3½ έτη, κατά δε τον Γελάσιον παρά Φωτίω 6½ έτη αποτελουμένη εκ 256 Πατέρων] ενασχοληθείσα η Α’ εν Νικαία Ιερά Οικουμενική Σύνοδος εις τα σπουδαιότατα θρησκευτικά ζητήματα έλυσεν εντός του βραχυτάτου τούτου χρονικού διαστήματος πλην άλλων δευτερευόντων το δυσχερέστατον ζήτημα, όπερ προ μικρού είχε διαταράξη την Εκκλησίαν, καθιερώσασα την αρχήν του ομοουσίου του Πατρός και του Υιού, ην παρεδέξατο έκτοτε η Ορθόδοξος Πίστις διά του τοίς πάσι γνωστού θείου και ιερού Συμβόλου, εν ω τον Υιόν του Θεού και Λόγον Θεόν αληθινόν ανεκήρυξεν ομοούσιον τώ Πατρί, ήτοι της αυτής, και ουχί ομοίας, φύσεως και ουσίας τώ Πατρί, επομένως την αυτήν δόξαν και εξουσίαν και κυριότητα και αϊδιότητα και πάντα τα λοιπά θεοπρεπή της θείας φύσεως ιδιώματα έχει δε επιλέξει ούτω· «Πιστεύομεν εις ένα Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα, πάντων ορατών και αοράτων Ποιητήν. Και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού τον γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός, Θεόν εκ Θεού, φώς εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τώ Πατρί, δι ού τα πάντα εγένετο τα εν τώ Ουρανώ και τα εν τη Γή, τον δι ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, και σταυρωθέντα και ενανθρωπήσαντα, παθόντα, και αναστάντα τη τρίτη ημέρα και ανελθόντα εις τους Ουρανούς, και καθεζόμενον εν δεξιά του Πατρός και πάλιν ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς και εις το Πνεύμα το Άγιον τους δε λέγοντας ότι ήν πότε, ότε ουκ ήν, και πριν γεννηθήναι ουκ ήν, και ότι εξ ουκ όντων εγένετο η εξ ετέρας υποστάσεως η ουσίας φάσκοντας είναι, ή τρεπτόν ή αλλοιωτόν τον Υιόν του Θεού, τούτους αναθεματίζει η Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Τούτο το Σύμβολον ο μέν Ιεροσολύμων Θεόδωρος πίστεως ορθήν ομολογίαν ωνόμασεν, ο δε Ρώμης Δάμασος τείχος υπεναντίον των όπλων του διαβόλου και απλώς παρά πάσης της Εκκλησίας καλείται η χαρακτηριστική σημαία των Ορθοδόξων, η διακρίνουσα αυτούς των ψευδαδέλφων και κακοδόξων. H λέξις Σύμβολον ελήφθη κατά μεταφοράν εκ των στρατιωτικών όρων διότι σύμβολον παρ αυτοίς καλείται το μυστικόν σύνθημα το διακρίνον τους στρατιώτας των παρεμβολών των εχθρικών στρατευμάτων. Η Σύνοδος αύτη επελήφθη και του ζητήματος περί του διορισμού της ημέρας και του χρόνου της εορτής του Πάσχα, τον οποίον σήμερον κρατεί απαράλλακτον η Ανατολική Εκκλησία (Αποστλ. Κν. Ζ´, και τον Α´ της εν Αντιοχεία και Συνγτμ. Ράλλη και Ποτλή Τόμ. 2ος Σελ, 10), συνέταξε δε και 20 Ιερούς Κανόνας. Τα πρακτικά όμως της Ιεράς ταύτης Συνόδου δεν σώζονται ούτε Ελληνιστί ούτε Λατινιστί. Τα σήμερον σωζόμενα είναι εκείνα, άτινα συνέγραψεν ο Παμφίλου Ευσέβιος, Σωκράτης ο Σωζόμενος, ο Θεοδώρητος, ο Ιερώνυμος, και οι άλλοι, ιδίως δε όσα ο Γελάσιος ο Κυζικηνός ο ύστερον και Επίσκοπος Καισαρείας και Παλαιστίνης γενόμενος συνέγραψεν επί Ζήνωνος τώ 476. Την του Γελασίου συγγραφήν ο μέν Νικήτας ο Χωνιάτης ονομάζει πρακτικά, ο δε Φώτιος Ιστορικόν μάλλον ή πρακτικόν της Συγγραφής του Γελασίου μνημονεύει και ο Ιωάννης ο Κυπαρισσιώτης (Δοσιθέου δωδεκάβιβλ. Σελ. 108).
Το αποτέλεσμα της A´ Οικουμενικής Συνόδου
Διά της οριστικής λοιπόν λύσεως του ακανθωδεστάτου και σπουδαιοτάτoυ θρησκευτικού προβλήματος, του από πολλού ήδη διχοτομήσαντος την Εκκλησίαν εις δύω αντίπαλα στρατόπεδα και την Πολιτείαν εκ τούτου διαταράξαντος, η μέν Ορθοδοξία εδέξατο το Ιερόν Σύμβολον της εν Νικαία Α΄ αγίας Οικoυμενικής Συνόδου, οι δε αντιδοξούντες αvεθεματίσθησαν και ο αιρεσιάρχης Αρειος μετά των πεισματωδεστέρων ομοφρόνων αυτού εξωρίσθησαν εις Γαλατίαν της Μικράς Ασίας. Οι δύω Ευσέβιοι επί μικρόν διστάσαντες να υπογράψωσι την ομολογίαν της Πίστεως ενέδωκαν τέλος εις την μεγάλην πλειονοψηφίαν, καθόσον μάλιστα ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος απέδειξεν ότι έχει αμετάθετον την απόφασιν να υποστηρίξη μέχρις εσχάτων τα υπό της Ιεράς Συνόδου θεσπισθέντα και διά της βασιλικής αυτού χειρός επικυρωθέντα, εκδούς συγχρόνως και ίδιον κατά των αντιδοξούντων Βασιλ. διάταγμα, εν ω ρητώς ωνόμαζε τον Αρειον μαθητήν του Πορφυρίου, ενός των οπαδών της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, διέτασσε να καώσι τα συγγράμματα του Αρείου και επέβαλε ποινήν θανάτου κατά παντός, όστις έμελλε να φωραθή ότι κρύπτει τι τούτων των αιρετικών συγγραμμάτων. Ούτω δε απεδόθη δικαίως δόξα τώ εν Υψίστοις θεώ και επί γής ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία.
Η εκ της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ωφέλεια
Η πρώτη εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος αποκηρύξασα την διδακαλίαν του Αρείου έσωσε τον Χριστιανισμόν από προφανεστάτης διαστροφής. Εάν δε η Οικ. αύτη Σύνοδος δεν απεκήρυττε τον Αρειον ως κακόδοξον και αιρετικόν, η διδασκαλία αυτού, ως κατά το φαινόμενον ορθολογιστική, ήθελεν αποβή ταχέως διδασκαλία της Εκκλησίας, όπερ ολίγου δείν και μετά ταύτα εγένετο επί της βασιλείας του Αρειανού Ουάλεντος, εάν μή η Οικουμενική Α’ Σύνοδος ίστατο ως προπύργιον διά των αποφάνσεων της κατά των Αρειανικών προσβολών και μή περιεχάραττε τον χώρον της αληθείας της εν Χριστώ Πίστεως. Εάν δε εις τον Σωτήρα Χριστόν οφείλωμεν την αληθή γνώσιν του Θεού, εις την Αγίαν Α’ Οικουμενικήν Σύνοδον οφείλομεν την υποστήριξιν αυτής διότι, εάν αύτη μή συνεκροτείτο, τολμώ να είπω ότι η αληθής Ορθόδοξος Πίστις θα εξηφανίζετο, το δε έργον της Σωτηρίας θα έμενεν ημιτελές. Η συγκρότησις λοιπόν της Α’ Οικουμ. Συνόδου ήτο κατά νεύσιν της Θείας Βουλής, ίνα το έργον της Σωτηρίας διαφυλάξη τέλειον, και ως ασφαλής θεματοφύλαξ παραδώση αυτό ταίς κατόπιν γενεαίς. Πάντως εκ θείου Πνεύματος εκινήθησαν οι θείοι Πατέρες οι αναλαβόντες τον αγώνα κατά του Αρείου, ο δε Μέγας Αυτοκράτωρ άγιος Κωνσταντίνος κατά θείαν έμπνευσιν προέβη εις την συγκρότησιν της Αγίας Οικουμ. Συνόδου το Πνεύμα το θείον ήτο το δίδον τοίς Αγίοις Πατράσι στόμα και σοφίαν, ή ουκ ηδυνήθησαν αντιστήναι, ουδ αντειπείν πάντες οι αντικείμενοι αυτής. Αυτό εδίδαξεν αυτούς αποφθέγγεσθαι περί του Ενανθρωπήσαντος Θεού και σέβειν Θεόν εν Τριάδι την αληθή και σωτήριον φιλοσοφίαν.
Η προς την Α’ εν Νικαία Οικουμενικήν Σύνοδον οφειλομένη ευγνωμοσύνη των Χριστιανών και ιδία των Ελλήνων
Προ της Ιεράς μνήμης της Ιεράς ταύτης Οικουμ. Συνόδου οφείλομεν οι την Πίστιν αυτής ομολογούντες να αποκαλυπτώμεθα και μετά σεβασμού το όνομα αυτής να εορτάζωμεν ετησίως, όπως έργω εκδηλώμεν ό,τι λόγω παραδεχόμεθα να εκχέωμεν δε τάς καρδίας ημών προς τον Θεόν εξ αισθήματος ευγνωμοσύνης και να δοξάζωμεν τους Αγίους Πατέρας, τους αηττήτους προμάχους της ορθοδόξου Πίστεως ψάλλοντες εναρμονίως όσα αυτοί καλώς εδογμάτισαν και εμελώδησαν. Και μεταξύ μέν των θεσπεσίων ανδρών, οίτινες διέλαμψαν κατά την μεγάλην εκείνην εποχήν της κρίσεως και της ακμής της θρησκείας, εν τη οφειλομένη ευγνωμοσύνη ημών πρέπει πάντως να κατέχη την εξαιρετικήν θέσιν ο πρώτος απάντων και καθηγούμενος Μέγας Αθανάσιος διότι ούτος θεσπίσας ότι «Πίστις καθολική αύτη εστίν ίνα ένα Θεόν εν Τριάδι και Τριάδα εν Μονάδι σεβώμεθα, μήτε συγχέοντες τάς υποστάσεις, μήτε την ουσίαν μερίζοντες», απεσκυβάλισεν εις τους απίστους πάντα, όστις δεν απεδέχετο ολόκληρον την σειράν των αρρήτων τούτων αληθειών, διήνοιξεν ανυπέρβλητον χάσμα μεταξύ Αρείου και Εκκλησίας οχυρώσας την Χριστιανικήν ενότητα διά πανοπλίας, ήτις επήρκεσεν αυτή επί πεντεκαίδεκα όλους αιώνας, και διά της ασφαλείας, δι ής περιέβαλε την Πίστιν, εμφυσήσας θάρρος και πειθώ ακαταγώνιστον εις άπαντας τους Κήρυκας του θείου Λόγου από των χρόνων αυτού μέχρι σήμερον. Αλλά και οι μετά του Αγίου Αθανασίου ευθαρσώς και γενναίως συναγωνισάμενοι 318 Θεοφόροι Πατέρες παρά πάντων μέν των Χριστιανών δέον να ώσι σεβαστοί, κατ εξοχήν όμως παρά των Ελλήνων διότι ούτοι πλην του θρησκευτικού λόγου, δι ον οφείλουσιν ευγνωμοσύνην προς αυτήν, έχουσι και λόγους πολιτικούς, λόγους εθνικούς, δι ους οφείλουσι να τιμώσι και γεραίρωσι την μνήμην αυτής. Και τώ όντι εν τη Ιερά ταύτη Συνόδω ο διασπαρείς Ελληνισμός από του Μεγάλου Αλεξάνδρου του προπαρασκευάσαντος την οδόν του Χριστιανισμού υπό Αυτοκράτορα τον Μέγαν Κωνσταντίνον, Ρωμαίον μέν το γένος και την αρχήν, αλλ Έλληνα την διάθεσιν διά την επίδρασιν της θρησκείας της Ελληνικώς αναπτυχθείσης, συναθροίζεται από των περάτων του Ρωμαικού κράτους εν Νικαία, ίνα κανονίση την πίστιν των Ρωμαίων υπηκόων αυτού, αυθεντικώς αποφανθή κατά της παλαιάς πλάνης, και ανακηρύξη την ορθήν διδασκαλίαν, ην ώφειλεν η Οικουμένη άπασα να ασπασθή, ως τον κανόνα και οδηγόν της αληθείας της κανονιζούσης τα ευγενέστερα του ανθρώπου αισθήματα. Εν ταύτη ο Ελληνισμός ενίκησεν ουχί μόνον την αίρεσιν, αλλά και την εθνικήν πλάνην της παλαιάς λατρείας και την Ρωμαϊκήν εξουσίαν· εν ταύτη εξεδηλώθη η ισχύς του Ελληνικού στοιχείου, αύτη δε υπήρξεν ο πρώτος σπινθήρ του αναλάμψαντος μετά ταύτα Ελληνισμού, αύτη ήτο η πρώτη ζύμη η συγκεντρώσασα περί εαυτήν και ζυμώσασα όλον τον Ρωμαϊσμόν, ον εντός ολίγου ανέδειξεν Ελληνισμόν, και αύτη ήν το χωνευτήριον το καθαρίσαντα στοιχεία του κράτους και αναχωνεύσαν το Βυζαντινόν Ελληνικόν βασίλειον. H Ελληνική φιλοσοφία εν αυτή διέλαμψεν, ο δε Πλάτων και ο Αριστοτέλης ήσαν οι επίκουροι της αληθείας πρόμαχοι. Πάντως λοιπόν η θεία Πρόνοια παρουσίασεν αυτούς προ του Χριστιανισμού, όπως βοηθήσωσιν αυτόν εν τη πάλη κατά του ψεύδους. Εν τη Συνόδω ταύτη έστη το τρόπαιον του Ελληνισμού εν ταύτη ο Ελληνισμός, ως άλλη Αθηνά ανέθορεν εκ της κεφαλής του Ρωμαϊκού κράτους, όπως διευθύνη διά της σοφίας αυτής τάς συνειδήσεις των ανθρώπων και συμβουλεύση τα άριστα. H Νίκαια, η Ελληνικωτάτη αύτη πόλις, ήτο ο θρίαμβος των Αθηνών κατά της Ρώμης, ήτο η πτώσις αυτής και η ανόρθωσις της Κωνσταντινουπόλεως, της νέας πρωτευούσης του Ελληνισμoύ εν ταύτη ανεφάνη η ισχύς αυτού, ανεδείχθη το κράτος αυτού και διέλαμψεν η περιφάνεια του πνεύματος αυτού. Ιδού εν αυτή τα πάντα Ελληνικά, τα Μέλη της Συνόδου, η Γλώσσα, αι συζητήσεις, τα Πρακτικά, τα Βουλεύματα και εν γένει πάντα τα χαρακτηρίζοντα Ελληνικήν Βουλήν. H Σύνοδος αύτη είναι τιμητικόν παράσημον, το οποίον ετίμησε, τιμά και θα τιμά το στήθος παντός Έλληνος εν αυτή εδείχθη ότι ο Ελληνισμός δεν θνήσκει, αλλ ότι πίπτων εγείρεται ισχυρότερος, ότι έχει το μυστήριον να κατακτά πνευματικώς τους κατακτώντας τάς χώρας του, και ότι προώρισται να ζή, όπως ζωογονή. Η Α’ Οικουμενική αύτη Σύνοδος δέον να διδάξη τα έθνη και τους λαούς ότι οφείλουσι να σέβωνται και τιμώσι τον Ελληνισμόν διά τε τάς μεγάλας εκδουλεύσεις, ας παρέσχε τη ανθρωπότητι εν γένει, και διά τα ιδιάζοντα πλεονεκτήματα αυτού, δι ών δύναται να φαίνηται αείποτε ωφέλιμος τη ανθρωπότητι. Τοιαύτη η πρώτη Αγία Οικουμενική Σύνοδος, και τοιαύται αι αρεταί και αι υπηρεσίαι αυτής πρός τε την ανθρωπότητα και ιδίως προς τον Ελληνισμόν διό πάντες μέν οφείλουσι να τιμώσιν αυτήν, ιδίως όμως ο Ελληνισμός διότι αύτη υπήρξε δι αυτόν ναύς περισώσασα και αναδείξασα θρησκείαν και εθνικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά