Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 31, 2013

ΓΙΑ ΤΟ «ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» Ἤγουν, περί παιδείας ἐμπεριστάτου σχόλιον στηλιτευτικόν. Μπερκουτάκης Μιχαήλ

ΓΙΑ ΤΟ «ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»
Ἤγουν, περί παιδείας ἐμπεριστάτου
σχόλιον στηλιτευτικόν.
Μπερκουτάκης Μιχαήλ
Θεολόγος – Ἐκπαιδευτικός

 ἱ­στο­ρί­α, ὡς γνω­στόν, εἶ­ναι ἡ με­λέ­τη καί ἡ γνώ­ση τοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Ἡ γνώ­ση, ὅ­μως, αὐ­τή ἀ­πο­κτᾶ νό­η­μα καί ἀ­ξί­α μό­νον ὅ­ταν λει­τουρ­γεῖ ὡς ἀ­σφα­λής ὁ­δη­γός τῶν σύγ­χρο­νων λα­ῶν καί ἀν­θρώ­πων. Ὅ­ταν, δη­λα­δή, λει­τουρ­γεῖ ὡς φά­ρος πνευ­μα­τι­κός, πού μᾶς ὁ­δη­γεῖ μέ ἀ­σφά­λεια στή μί­μη­ση τῶν ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων τῶν προ­γό­νων μας ἤ, κα­τά ἀν­τί­στρο­φη ἔν­νοι­α, στήν ἀ­πο­φυ­γή τῶν ὅ­ποι­ων ἑ­κού­σι­ων καί ἀ­κού­σι­ων σφαλ­μά­των τους.Μί­α ἱ­στο­ρί­α πού δέν λει­τουρ­γεῖ ὡς ἀ­σφα­λής ὁ­δη­γός τοῦ ἀν­θρώ­που στήν πο­ρεί­α του ἀ­πό τό πα­ρόν πρός τό μέλ­λον δέν εἶ­ναι μό­νο μί­α νε­κρή καί ἄ­χρη­στη ἱ­στο­ρί­α, ἀλ­λά, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, εἶ­ναι μί­α ἀ­νό­η­τη καί ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἱ­στο­ρί­α, μί­α ἱ­στο­ρί­α πού μπο­ρεῖ, νά ὁ­δη­γή­σει λα­ούς καί ἀν­θρώ­πους στό γκρε­μό καί τήν τέ­λεια κα­τα­στρο­φή.Συ­νε­πῶς, ἡ ὀρ­θή κα­τα­γρα­φή, γνώ­ση καί ἑρ­μη­νεί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση κά­θε μορφῆς προ­ό­δου καί σέ συλ­λο­γι­κό καί σέ προ­σω­πι­κό ἐ­πί­πε­δο.
Μ
έ βά­ση, λοι­πόν, τή θε­με­λι­ώ­δη αὐ­τή ἀν­τί­λη­ψη γιά τήν ἱ­στο­ρί­α καί τό ρό­λο της μέ­σα στό σύγ­χρο­νο κό­σμο, θά προ­σπα­θή­σου­με, τό κα­τά δύ­να­μιν, νά προ­σεγ­γί­σου­με τό ἐ­πί­και­ρο θέ­μα τῆς παι­δεί­ας τοῦ ὑ­πό­δου­λου ἑλ­λη­νι­σμοῦ στά χρό­νια της τουρ­κο­κρα­τί­ας. Χα­ρα­κτη­ρί­ζου­με, μά­λι­στα, τό θέ­μα μας ὡς ἐ­πί­και­ρο, για­τί σχε­τί­ζε­ται ἄ­με­σα τό­σο μέ τήν ἐ­θνι­κή ἑ­ορ­τή τῆς 25ης Μαρ­τί­ου ὅ­σο καί μέ τό ζή­τη­μα τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τῶν νέ­ων σχο­λι­κῶν βι­βλί­ων τοῦ μα­θή­μα­τος τῆς ἱ­στο­ρί­ας (καί, κυ­ρί­ως, αὐ­τοῦ τῆς ΣΤ΄ τά­ξης τοῦ δη­μο­τι­κοῦ). Γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε οἱ κα­θ’ ὕ­λην ἁρ­μό­διοι, νά ἀ­πο­φαν­θοῦ­με γιά ἕ­να τό­σο ση­μαν­τι­κό ζή­τη­μα καί ὅ­τι οἱ ἀ­πό­ψεις μας δέν εἶ­ναι οὔ­τε οἱ μο­να­δι­κές πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν οὔ­τε, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, οἱ κα­λύ­τε­ρες ἤ οἱ ὀρ­θό­τε­ρες. Πα­ρά ταῦ­τα, δέν θά δι­στά­σου­με, νά τίς δι­α­τυ­πώ­σου­με ἀ­φή­νον­τας τήν ἀ­πο­τί­μη­σή τους στήν κρί­ση τοῦ λα­οῦ μας, τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με καί, ἐκ τῶν προ­τέ­ρων, ἀ­πο­δε­χό­με­θα.
Τ
ό 1453 ἡ Κων­σταν­τι­νού­πο­λη –ἡ Βα­σι­λεύ­ου­σα Πό­λις τῆς Ρω­μαϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας– ἔ­πε­σε στά χέ­ρια τῶν Ὀ­θω­μα­νῶν. Ἡ ἅ­λω­σή της ὑ­πῆρ­ξε ἕ­να τρο­με­ρό ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός, πού σφρά­γι­σε ἀ­νε­ξί­τη­λα τήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τῆς Ρω­μι­ο­σύ­νης. Ὁ ἀ­πα­ρά­κλη­τος θρῆ­νος τοῦ γέ­νους μας γιά τήν κα­τα­στρο­φή τῆς ἔν­δο­ξης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας του, πού με­γα­λούρ­γη­σε πο­λι­τι­κά καί πο­λι­τι­στι­κά γιά πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό 15 αἰ­ῶ­νες, κα­τα­γρά­φη­κε στή δη­μο­τι­κή ποί­η­ση τῆς ἐ­πο­χῆς: «­.­..Ἡ Ρω­μα­νί­α ἐ­πε­σεν, ἡ Ρω­μα­νί­α πάρ­θεν.­.­.­». Μα­ζί, ὅ­μως, μέ τό θρῆ­νο τῆς κα­τα­στρο­φῆς κα­τα­γρά­φη­κε στή δη­μο­τι­κή μας ποί­η­ση καί ἡ ἐλ­πί­δα τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ γέ­νους μας, ἡ ἐλ­πί­δα πού ἄ­να­ψε στίς καρ­δι­ές τῶν ὑ­πό­δου­λων Ρω­μι­ῶν μέ­σα ἀ­πό τίς στά­χτες τῆς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῆς τους κα­τα­στρο­φῆς:«.­..Σώ­πα­σε Κυ­ρά-Δέ­σποι­να, καί μήν πο­λυ­δα­κρύ­ζεις, πά­λι μέ χρό­νια μέ και­ρούς, πά­λι δι­κά μας θά ΄ναί.­..».
Τ
ά «χρό­νια», ὅ­μως, καί οἱ «και­ροί» ἀρ­γοῦ­σαν νά ἔρ­θουν. Μέ­χρι τό­τε τό γέ­νος μας ἔ­πρε­πε νά ἐ­πι­βι­ώ­σει μέ­σα σέ ἱ­στο­ρι­κά δύ­σκο­λες συν­θῆ­κες. Ἀ­πό τή μί­α με­ριά κιν­δύ­νευ­ε νά ἀ­φο­μοι­ω­θεῖ ἐ­θνι­κά, θρη­σκευ­τι­κά, καί πο­λι­τι­στι­κά ἀ­πό τόν κα­τα­κτη­τή του, ἐ­νῶ, ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά ἔ­πρε­πε νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τόν κίν­δυ­νο τοῦ ἀ­ναλ­φα­βη­τι­σμοῦ, πού ἀ­πό μό­νος του ἦ­ταν ἱ­κα­νός νά τό ὁ­δη­γή­σει σέ τέ­λει­ο ἀ­φα­νι­σμό. Στά δύ­σκο­λα αὐ­τά, ἀ­πό κά­θε ἄ­πο­ψη, χρό­νια ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἡ μό­νη δύ­να­μη πού μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­λά­βει τό βα­ρύ χρέ­ος τῆς ἐ­θνι­κῆς, θρη­σκευ­τι­κῆς καί πο­λι­τι­στι­κῆς ἐ­πι­βί­ω­σης τοῦ γέ­νους μας. Ἡ πρό­νοι­α, μά­λι­στα, τοῦ Θε­οῦ φρόν­τι­σε ὥ­στε νά πα­ρα­χω­ρή­σει ἡ ἴ­δια ἡ Ὀ­θω­μα­νι­κή ἐ­ξου­σί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α τή δι­οί­κη­ση τοῦ ὑ­πό­δου­λου γέ­νους τῶν Ρω­μι­ῶν, ὀρ­γα­νώ­νον­τας τό λα­ό μας ὡς ἕ­να ἀ­νε­ξάρ­τη­το καί ἐ­πί­ση­μα ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νο «θρησκευτικό ἔ­θνος» (μιλιέτ), πού θά ζοῦ­σε εἰ­ρη­νι­κά μέ­σα στήν ἐ­πι­κρά­τεια τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας μέ ἀρ­χη­γό του τόν ἑ­κά­στο­τε Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη, στόν ὁ­ποῖ­ο οἱ Ὀ­θω­μα­νοί πα­ρα­χώ­ρη­σαν τόν τί­τλο τοῦ «Μι­λι­έτ Μπα­σί» (= ἡ κε­φα­λή τοῦ ἔ­θνους), τοῦ ἀρ­χη­γοῦ, δη­λα­δή, τοῦ γέ­νους τῶν Ρω­μι­ῶν. Αὐ­τό τό σύ­στη­μα αὐ­το­δι­οί­κη­σης τῶν ὑ­πό­δου­λων Ρω­μι­ῶν, πού, γε­νι­κά, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «Ἐ­θναρ­χί­α», σέ συν­δυα­σμό μέ τήν πο­λι­τι­κή τους ὀρ­γά­νω­ση σέ ἀ­νε­ξάρ­τη­τες καί αὐ­το­δι­οι­κού­με­νες «κοι­νό­τη­τες», ἀ­πο­τέ­λε­σε τό θε­μέ­λιο λίθο, πά­νω στόν ὁ­ποῖ­ο οἰ­κο­δο­μή­θη­κε ἡ ἐ­θνι­κή, θρη­σκευ­τι­κή καί πο­λι­τι­στι­κή ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας. Μέ­σα στό εὐ­ρύ­τε­ρο πλαί­σιο αὐ­τοῦ τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ ὁ­ρί­ζον­τα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­νέ­λα­βε καί τό ἔρ­γο τῆς παι­δεί­ας τῶν ὑ­πό­δου­λων χρι­στια­νῶν.
Τ
όν πρῶ­το μό­λις χρό­νο με­τά ἀ­πό τήν ἅ­λω­ση τῆς Πό­λης ὁ πα­τριά­ρχης Γεν­νά­διος Σχο­λά­ριος ἵ­δρυ­σε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη τήν «Πα­τρι­αρ­χι­κή Ἀ­κα­δη­μί­α», πού ἔ­γι­νε εὐ­ρύ­τε­ρα γνω­στή μέ τό ὄ­νο­μα «Ἡ Με­γά­λη τοῦ Γέ­νους Σχο­λή», καί ὑ­πῆρ­ξε ἡ μο­να­δι­κή ἀ­νώ­τα­τη ἑλ­λη­νι­κή σχο­λή τῶν χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­φοί­τη­σε πλῆ­θος Ἑλ­λή­νων λο­γί­ων καί ἐ­πι­στη­μό­νων, κα­θώς καί οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι δι­δά­σκα­λοι πού στε­λέ­χω­σαν τά ἑλ­λη­νι­κά σχο­λεῖ­α τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κή, ἐ­πί­σης, σέ ἐ­πί­πε­δο κεν­τρι­κῆς δι­οί­κη­σης ὑ­πῆρ­ξε καί ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ πρώ­του ἑλ­λη­νι­κοῦ τυ­πο­γρα­φεί­ου ἀ­πό τόν πα­τριά­ρχη Κύ­ριλ­λο Λού­κα­ρη, πού λει­τούρ­γη­σε στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἀ­πό τό 1624. Πα­ράλ­λη­λα, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α –μέ τή βο­ή­θεια, φυ­σι­κά, καί τήν οἰ­κο­νο­μι­κή ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῶν «κοι­νο­τή­των»– κα­τά­φε­ρε νά ἐ­ξα­σφα­λί­σει τήν ἄ­δεια τοῦ Ὀ­θω­μα­νι­κοῦ κρά­τους γιά τήν ἵ­δρυ­ση ὀρ­γα­νω­μέ­νων, αὐ­το­δι­οι­κού­με­νων καί αὐ­το­χρη­μα­το­δο­τού­με­νων ἑλ­λη­νι­κῶν σχο­λεί­ων στίς με­γα­λύ­τε­ρες, του­λά­χι­στον, πό­λεις τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.
ξι­ο­ση­μεί­ω­τη στό θέ­μα τῆς ἵ­δρυ­σης σχο­λεί­ων ὑ­πῆρ­ξε καί ἡ τε­ρά­στια προ­σφο­ρά τοῦ Ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ (1714-1779), ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­κι­νοῦ­σε συ­νε­χῶς τούς ὑ­πό­δου­λους χρι­στια­νούς, νά ἱ­δρύ­ουν σχο­λεῖ­α σέ κά­θε πό­λη καί χω­ριό. Ρωτοῦσε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς: «­.­..Ἔ­χε­τε σχο­λεῖ­ον ἐ­δῶ εἰς τήν χώ­ραν σας, νά δι­α­βά­ζουν τά παι­διά; - Δέν ἔ­χο­μεν, Ἅ­γι­ε τοῦ Θε­οῦ. Νά μα­ζευ­θῆ­τε ὅ­λοι, νά κά­με­τε ἕ­να σχο­λεῖ­ον κα­λόν, νά βά­λε­τε καί ἐ­πι­τρό­πους, νά τό κυ­βερ­νοῦν, νά βά­νουν δι­δά­σκα­λον, νά μαν­θά­νουν ὅ­λα τά παι­διά γράμ­μα­τα, πλού­σια καί πτω­χά. Δι­ό­τι ἀ­πό τό σχο­λεῖ­ον μαν­θά­νω­μεν τί εἶ­ναι Θε­ός, τί εἶ­ναι Ἁ­γί­α Τριάς, τί εἶ­ναι πα­ρά­δει­σος, κό­λα­σις, ἀ­ρε­τή, κα­κί­α. Ἄν δέν ἦ­το σχο­λεῖ­ον, ποῦ ἤ­θε­λα μά­θει ἐ­γώ νά σᾶς δι­δά­σκω;­.­.. Κα­λύ­τε­ρον, ἀ­δελ­φέ μου, νά ἔ­χης σχο­λεῖ­ον ἑλ­λη­νι­κόν εἰς τήν χώ­ραν σου, πα­ρά νά ἔ­χης βρύ­σες καί πο­τά­μια, καί ὡ­σάν τό παι­δί σου μά­θη γράμ­μα­τα, τό­τε λέ­γε­ται ἄν­θρω­πος.­.­.­». Μέ τό κη­ρυ­κτι­κό του ἔρ­γο ὁ Πα­τρο­κο­σμᾶς ἵ­δρυ­σε ἑ­κα­τον­τά­δες ἑλ­λη­νι­κά σχο­λεῖ­α καί συ­νέ­βα­λε κα­θο­ρι­στι­κά στή δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς μας αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, πλη­ρώ­νον­τας, τε­λι­κά, τήν προ­σφο­ρά του μέ τήν ἴ­δια του τή ζω­ή, ὅ­πως καί ὁ ἴ­διος εἶ­χε προ­φη­τι­κά ἀ­ναγ­γεί­λει, λέ­γον­τας: «­.­..Ἐ­γώ, μέ τήν χά­ριν τοῦ Θε­οῦ, μή­τε σα­κού­λα ἔ­χω, μή­τε κα­σέ­λα, μή­τε σπί­τι, μή­τε ρά­σο ἄλ­λο ἀ­πό αὐ­τό πού φο­ρά­ω. Καί τό σκα­μνί ὅ­που ἔ­χω δέν εἶ­ναι ἐ­δι­κόν μου, διά λό­γου σας τό ἔ­χω. Ἄλ­λοι τό λέ­γουν σκα­μνί καί ἄλ­λοι θρό­νον. Δέν εἶ­ναι κα­θώς τό λέ­γε­τε. Ἀ­μή θέ­λε­τε νά μά­θε­τε τί εἶ­ναι; Εἶ­ναι ὁ τά­φος μου, καί ἐ­γώ εἶ­μαι μέ­σα ὁ νε­κρός ὅ­που σας ὁ­μι­λῶ. Ἐ­τοῦ­τος ὁ τά­φος ἔ­χει τήν ἐ­ξου­σί­αν νά δι­δά­σκει βα­σι­λεῖς καί πα­τριά­ρχας, ἀρ­χι­ε­ρεῖς καί ἱ­ε­ρεῖς, ἄν­δρας καί γυ­ναί­κας, παι­διά καί κο­ρί­τσια, νέ­ους καί γέ­ρον­τας, καί ὅ­λον τόν κό­σμον.­.­.­».
νῶ, ὅ­μως, στίς με­γά­λες πό­λεις ὑ­πῆρ­χε –ἔ­στω καί ὑ­πό ἀν­τί­ξο­ες συν­θή­κες– ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἵ­δρυ­σης, ὀρ­γά­νω­σης καί χρη­μα­το­δό­τη­σης ἑλ­λη­νι­κῶν σχο­λεί­ων, ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ὄγ­κος τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πλη­θυ­σμοῦ, πού κα­τοι­κοῦ­σε σέ ὀ­ρει­νές, ἄ­γο­νες, φτω­χές καί ἀ­πο­μο­νω­μέ­νες πε­ρι­ο­χές, κιν­δύ­νευ­ε νά βυ­θι­στεῖ στό σκο­τά­δι τοῦ ἀ­ναλ­φα­βη­τι­σμοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τό προ­οί­μιο τῆς γλωσ­σι­κῆς του ἀ­φο­μοί­ω­σης ἀ­πό τούς Ὀ­θω­μα­νούς καί ὁ­δη­γοῦ­σε μέ μα­θη­μα­τι­κή ἀ­κρί­βεια στήν ἐ­θνι­κή, θρησκευ­τι­κή καί πο­λι­τι­στι­κή του ἀ­φο­μοί­ω­ση. Ἐ­πει­δή, λοι­πόν, στίς πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τές ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τη ἡ ἐ­ξοι­κο­νό­μη­ση τῶν ἀ­ναγ­καί­ων χρη­μα­τι­κῶν πό­ρων γιά τήν ἵ­δρυ­ση καί λει­τουρ­γί­α ὀρ­γα­νω­μέ­νων σχο­λεί­ων, ἡ στοι­χει­ώ­δης παι­δεί­α τῶν ὑ­πό­δου­λων Ρω­μι­ῶν ἀ­να­τέ­θη­κε στούς ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τους ἱ­ε­ρεῖς καί μο­να­χούς τῶν πε­ρι­ο­χῶν αὐ­τῶν. Ἔ­τσι, οἱ τα­πει­νοί καί, κα­τά κα­νό­να, ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τοι πα­πά­δες καί κα­λό­γε­ροι ὀρ­γά­νω­ναν στά ὀ­ρει­νά καί ἀ­πο­μο­νω­μέ­να ἑλ­λη­νι­κά χω­ριά ἀ­νε­πί­ση­μα σχο­λεῖ­α, πού ἀ­να­λάμ­βα­ναν τήν εὐ­θύ­νη νά δι­δά­ξουν στά παι­διά τῶν ὑ­πό­δου­λων χρι­στια­νῶν τή στοι­χει­ώ­δη γρα­φή καί ἀ­νά­γνω­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς γλώσ­σας, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ὡς γλωσ­σι­κά ἐγ­χει­ρί­δια τά λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ αὐ­τά ἦ­ταν τά μο­να­δι­κά βι­βλί­α πού ὑ­πῆρ­χαν σέ αὐ­τές τίς ὀ­ρει­νές καί ἀ­πο­μο­νω­μέ­νες πε­ρι­ο­χές. Ἡ στοι­χει­ώ­δης αὐ­τή δι­δα­σκα­λί­α τῶν ὑ­πό­δου­λων χρι­στια­νῶν γι­νό­ταν, συ­νή­θως, τό ἀ­πό­γευ­μα καί τό βρά­δυ, ἀ­φοῦ τίς πρω­ι­νές ὧ­ρες τά παι­διά ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­να νά ἐρ­γά­ζον­ται στίς κτη­νο­τρο­φι­κές καί γε­ωρ­γι­κές ἐρ­γα­σί­ες τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς τους καί ὄ­χι για­τί οἱ Ὀ­θω­μα­νοί ἀ­γνο­οῦ­σαν ἤ ἀ­πα­γό­ρευ­αν τή λει­τουρ­γί­α τῶν ἀ­νε­πί­ση­μων αὐ­τῶν σχο­λεί­ων, ὅ­πως λαν­θα­σμέ­να ὑ­πο­στη­ρί­χθη­κε πα­λαι­ό­τε­ρα. Ἐ­πει­δή τά σχο­λεῖ­α αὐ­τά ἦ­ταν ἀ­νε­πί­ση­μα, δέν χρει­α­ζό­ταν ἡ ἔκ­δο­ση εἰ­δι­κῆς ἄ­δειας τοῦ Ὀ­θω­μα­νι­κοῦ κρά­τους γιά τήν ἵ­δρυ­ση καί τή λει­τουρ­γί­α τους. Πα­ράλ­λη­λα, οἱ ἱ­ε­ρεῖς καί οἱ μο­να­χοί πού δί­δα­σκαν σέ αὐ­τά δέν χο­ρη­γοῦ­σαν στούς μα­θη­τές τούς ἐ­πί­ση­μα ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­να σχο­λι­κά ἀ­πο­λυ­τή­ρια, ἀ­φοῦ ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α τοῦ ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ τους ἔρ­γου ἦ­ταν δε­δο­μέ­νη, ἄν τά παι­διά μά­θαι­ναν τά γράμ­μα­τα τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ ἀλ­φά­βη­του, κα­θώς καί τή στοι­χει­ώ­δη ἑλ­λη­νι­κή γρα­φή καί ἀ­νά­γνω­ση. Ἐ­ξ’ αἰ­τί­ας, μά­λι­στα, τοῦ ἀ­νε­πί­ση­μου χα­ρα­κτή­ρα τους τά σχο­λεῖ­α αὐ­τά μνη­μο­νεύ­ον­ται, πράγ­μα­τι, ἐ­λά­χι­στα στίς ἱ­στο­ρι­κές πη­γές καί τά ὅ­σα γνω­ρί­ζου­με γιά αὐ­τά προ­έρ­χον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τούς θρύ­λους καί τίς λα­ϊ­κές δο­ξα­σί­ες τοῦ λα­οῦ μας καί λι­γό­τε­ρο ἀ­πό τίς μαρ­τυ­ρί­ες τῆς ἐ­πί­ση­μης ἱ­στο­ρι­κῆς ἔ­ρευ­νας. Τά ἀ­νε­πί­ση­μα αὐ­τά σχο­λεῖ­α, πού ἔ­σω­σαν ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος τοῦ ὑ­πό­δου­λου ἑλ­λη­νι­κοῦ πλη­θυ­σμοῦ ἀ­πό τόν ἐ­ξισ­λα­μι­σμό, καί συ­νέ­βα­λαν κα­θο­ρι­στι­κά στήν ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ στά χρό­νια της τουρ­κο­κρα­τί­ας, ἔ­μει­ναν γνω­στά στήν πα­ρά­δο­σή μας μέ τό ὄ­νο­μα «τό κρυ­φό σχο­λει­ό». Φυ­σι­κά, μέ τό χα­ρα­κτη­ρι­σμό αὐ­τό, κα­τά τή γνώ­μη μας, δη­λώ­νε­ται ὁ ἀ­νε­πί­ση­μος χα­ρα­κτή­ρας τῶν σχο­λεί­ων αὐ­τῶν καί ὄ­χι ὁ μυ­στι­κός τρό­πος τῆς λει­τουρ­γί­ας τους. Ὁ ὄρος, δηλαδή, «το κρυ­φό σχο­λει­ό» δηλώνει τό τα­πει­νό, τό ἀ­νε­πί­ση­μο σχο­λει­ό και ὄ­χι τό μυ­στι­κό ἤ τό ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο σχο­λει­ό.
Π
ράγ­μα­τι, ἐ­λά­χι­στα μνη­μο­νεύ­ε­ται ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ «κρυ­φοῦ σχο­λει­οῦ» στίς ἐ­πί­ση­μες ἱ­στο­ρι­κές πη­γές τῶν χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας. Αὐ­τό, ὅ­μως, δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι τό «κρυ­φό σχο­λει­ό», ὅ­πως τό πε­ρι­γρά­ψα­με προ­η­γου­μέ­νως, δέν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ. Οἱ ἥ­ρω­ες τοῦ «κρυ­φοῦ σχο­λει­οῦ» δέν ἦ­ταν ἐ­πώ­νυ­μοι ἡ­γέ­τες, ἀλ­λά ἀ­νώ­νυ­μοι, ἁ­πλοί καί τα­πει­νοί ἄν­θρω­ποι, πού πέ­ρα­σαν ὁ­λό­κλη­ρη τή ζω­ή τους μέ­σα στήν ἀ­φά­νεια καί τόν κα­θη­με­ρι­νό μό­χθο τῆς ἐ­πι­βί­ω­σης. Ἦ­ταν ἁ­πλοί ἄν­θρω­ποι, πού δέν κα­τεῖ­χαν θέ­σεις ἐ­ξου­σί­ας, δέν δι­α­μόρ­φω­σαν μέ τίς πρά­ξεις καί τίς ἀ­πο­φά­σεις τους τήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τῆς ἐ­πο­χῆς τους, δέν ἄ­φη­σαν που­θε­νά κα­νέ­να ἐ­πί­ση­μο γρα­πτό κεί­με­νό τους, δέν κα­τέ­γρα­ψαν οὔ­τε τό μι­κρό ὄ­νο­μά τους. Γι’ αὐ­τό, καί οἱ ἱ­στο­ρι­κές πη­γές δέν εἶ­χαν κα­νέ­να λό­γο νά ἀ­σχο­λη­θοῦν μα­ζί τους, ὅ­πως, ἄλ­λω­στε, δέν ἀ­σχο­λή­θη­καν πο­τέ μέ τήν κα­τα­γρα­φή τῶν ἔρ­γων καί τῶν ὀ­νο­μά­των ὅ­λων ἐ­κεί­νων τῶν ἀ­νώ­νυ­μων ἀ­γω­νι­στῶν πού πλή­ρω­σαν μέ τή ζω­ή ἤ μέ τή σω­μα­τι­κή τους ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα τόν ἀ­γώ­να τῆς ἀ­πο­τί­να­ξης τοῦ τουρ­κι­κοῦ ζυ­γοῦ.Τό ἔρ­γο, ὅ­μως, τῶν ἄ­γνω­στων ἀ­γω­νι­στῶν τοῦ «κρυ­φοῦ σχο­λει­οῦ» μνη­μο­νεύ­ε­ται μέ­σα στούς θρύ­λους καί τίς δο­ξα­σί­ες τοῦ λα­οῦ μας, στούς ὁ­ποί­ους δι­α­σώ­ζε­ται ἡ αὐ­θεν­τι­κό­τε­ρη, ἴ­σως, ἔκ­φρα­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μνή­μης, τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μνή­μης πού δέν ὑ­πό­κει­ται σέ ἰ­δε­ο­λο­γι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις καί ἰ­δι­ο­τε­λεῖς σκο­πι­μό­τη­τες, τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μνή­μης πού εἶ­ναι πάν­τα ἀ­λη­θι­νή, για­τί ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἱ­στο­ρι­κή ἔκ­φρα­ση τῆς λα­ϊ­κῆς μας συ­νεί­δη­σης.Ναί, σέ αὐ­τή τήν αὐ­θεν­τι­κή λα­ϊ­κή ἱ­στο­ρι­κή μνή­μη μαρ­τυ­ρεῖ­ται τό ἔρ­γο τῶν τα­πει­νῶν καί ὀ­λι­γο­γράμ­μα­των ἀ­γω­νι­στῶν τοῦ «κρυ­φοῦ σχο­λει­οῦ», τά ὀ­νό­μα­τα τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι ἄ­γνω­στα στούς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά γνω­στά στό Θε­ό, τά ὀ­νό­μα­τα τῶν ὁ­ποί­ων δέν εἶ­ναι γραμ­μέ­να στά βι­βλί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἀλ­λά στό βι­βλί­ο τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ζω­ῆς, μα­ζί μέ τά ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ὀ­νό­μα­τα τῶν ἄ­γνω­στων μαρ­τύ­ρων καί ὁ­σί­ων τῆς πίστης μας, μα­ζί μέ τά ὀ­νό­μα­τα ὅ­λων αὐ­τῶν, πού θυ­σι­ά­στη­καν, γιά νά εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς σή­με­ρα ἐ­λεύ­θε­ροι.
λο­κλη­ρώ­νον­τας τό λό­γο μας, θά ἔ­πρε­πε, ἴ­σως, νά ἀ­να­φερ­θοῦ­με –ἔ­στω καί συ­νο­πτι­κά– στόν κοι­νω­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς παι­δεί­ας κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας. Εἴ­δα­με, γιά πα­ρά­δειγ­μα, προ­η­γου­μέ­νως στίς δι­δα­χές τοῦ Ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ νά το­νί­ζε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα ὅ­τι τά ἑλ­λη­νι­κά σχο­λεῖ­α πρέ­πει νά ἱ­δρύ­ον­ται καί νά συν­τη­ροῦν­ται ἀ­πό τήν κοι­νό­τη­τα, ὥ­στε νά προ­σφέ­ρουν τά ἀ­γα­θά τῆς παι­δεί­ας σέ ὅ­λους ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τούς ἀν­θρώ­πους, καί, ἔ­τσι, «­.­..νά μαν­θά­νουν ὅ­λα τά παι­διά γράμ­μα­τα, πλού­σια καί πτω­χά.­.­.­». Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι ἡ πα­ρά­δο­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τήν παι­δεί­α ὡς ἕ­να κοι­νω­νι­κό ἀ­γα­θό, τή δι­α­χεί­ρι­ση τοῦ ὁ­ποί­ου πρέ­πει, νά ἔ­χει ἡ κοι­νό­τη­τα καί ὄ­χι κά­ποι­α ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἤ ἀ­πο­κομ­μέ­να ἀ­πό τό συλ­λο­γι­κό σῶ­μα τῆς κοι­νό­τη­τας πρό­σω­πα. Συ­νε­πῶς, τό πρω­τεῦ­ον στήν ὀρ­γά­νω­ση καί τή λει­τουρ­γί­α τῆς παι­δεί­ας, σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρά­δο­σή μας, πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ ἐ­ξα­σφά­λι­ση τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ της χα­ρα­κτή­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐγ­γυᾶ­ται τήν ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας τοῦ ἀν­θρώ­που καί τήν προ­σφο­ρά ἴ­σων εὐ­και­ρι­ῶν σέ ὅ­λους.
Μ
ί­α παι­δεί­α πού δέν ἐ­λέγ­χε­ται ἀ­πό τήν κοι­νό­τη­τα, ἀλ­λά ἀ­πό κάποια οἰ­κο­νο­μι­κή καί κοι­νω­νι­κή ὀ­λι­γαρ­χί­α, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή παι­δεί­α. Μί­α παι­δεί­α πού δέν πα­ρέ­χε­ται ἐ­ξί­σου σέ ὅ­λα τά μέ­λη τῆς κοι­νό­τη­τας, ἀλ­λά προ­ο­ρί­ζε­ται μό­νο γιά τούς πλού­σιους ἤ γιά τούς δι­α­νο­η­τι­κά ἰ­σχυ­ρούς, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή παι­δεί­α. Μί­α παι­δεί­α πού δέν ὑ­πη­ρε­τεῖ τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τήν ἄ­γνοι­α καί τή συγ­κρό­τη­σή του σέ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σω­πι­κό­τη­τα, ἀλ­λά τή δη­μι­ουρ­γί­α τυ­πο­ποι­η­μέ­νων ἀν­θρώ­πων, πού εἶ­ναι σχε­δι­α­σμέ­νοι, γιά νά λει­τουρ­γοῦν ὡς ἔμ­ψυ­χα γρα­νά­ζια μι­ᾶς μη­χα­νῆς, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή παι­δεί­α.Σέ τε­λι­κή ἀ­νά­λυ­ση, ἡ παι­δεί­α πού δέν σέ­βε­ται καί δέν ἀ­να­δει­κνύ­ει τήν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ στόν ἄν­θρω­πο, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κή παι­δεί­α.
ς ἐλ­πί­σου­με, ὅ­τι τό γέ­νος μας δέν θά λη­σμο­νή­σει πο­τέ τήν τε­ρά­στια προ­σφο­ρά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στή δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς καί πο­λι­τι­στι­κῆς μας ταυ­τό­τη­τας στά δύσκολα καί σκοτεινά χρό­νια τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας.


Μπερκουτάκης Μιχαήλ
Θεολόγος – Ἐκπαιδευτικός
Πύργος Ἠλείας 10/03/2007

Τό κείμενο αὐτό δημοσιεύθηκε στήν τοπική ἐφημερίδα τοῦ Πύργου «Πατρίς» στίς 15/03/2007 (σελ. 12) καί ἐκφωνήθηκε ὡς πανηγυρικός λόγος στήν Καλλιθέα Ὀλυμπίας  κατά τόν ἑορτασμό τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς τῆς 25ης Μαρτίου  στις 25/03/2007.



πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...