Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Απριλίου 07, 2015

Μεγάλη Τρίτη βράδυ. Το Τραγούδι που ταιριάζει σ΄ όλους μας


«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…»
(δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετάρτης)
 

ΑΠΟΨΕ, εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα, σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας ψάλλεται τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Ὅλοι τρέχουν στοὺς ναοὺς νὰ τ᾽ ἀκούσουν καὶ θαυμάζουν τὸν ψάλτη ποὺ θὰ τὸ παρατείνῃ πε­ρισσότερο. Ἀλλ᾽ ἐὰν τοὺς ρωτήσῃς, τί κατάλαβαν ἀπ᾽ αὐτό, οἱ περισσότεροι δὲν ξέ­ρουν ν᾿ ἀπαντή­σουν. Σὰ νὰ εἶνε κινέζικα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐ­πιτρέψετε νὰ πῶ λίγα λόγια γιὰ τὸ τροπάριο.
Στὰ παλιὰ εὐλογη­μένα χρόνια, τὸν 9ο μ.Χ. αἰῶνα, στὴν Κωσταντινούπολι, ποὺ εἶνε ἡ πό­λις τῶν ὀνείρων μας, βασιλεὺς τῆς Βυ­ζαντι­νῆς αὐ­τοκρατο­ρίας στέφεται ὁ νεαρὸς Θεό­φιλος (829-842).
Ἦταν ἄ­γαμος. Ἡ καλὴ μητρυιά του, ἡ Εὐφροσύνη, θέλοντας νὰ τὸνπαν­τρέ­ψῃ, κάλεσε ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τοῦ ἀπεράντου κράτους, σὰν μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ λουλούδια τῆς νεότητος, ἐκλεκτὲς κοπέλλες, γιὰ νὰ δια­λέξῃ ἀπ᾽ αὐτὲς τὴν σύζυγό του. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ἡ Εὐφροσύνη τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ μῆ­λο, γιὰ νὰ τὸ προσ­φέρῃ σ᾿ αὐτὴν ποὺ θὰ διά­λεγε. Ὁ Θεόφιλος στάθηκε μπροστὰ στὴν Κασ­σιανὴ κ᾽ ἦταν ἕ­τοιμος νὰ τῆς τὸ προσ­φέ­ρῃ, ἀλλὰ τῆς εἶπε κά­τι, ποὺ ἡ Κασσιανὴ τὸ θεώ­ρησε προσβλητικὸ γιὰ τὶς γυναῖκες· «Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα», ἀπ᾽ τὴ γυναῖκα ἀ­πέρρευσαν τὰ κακά· ἐννοοῦσε τὴν Εὔα. Ἐκείνη, εὐφυὴς καθὼς ἦταν, τοῦ ἀπήν­τησε· «Ναί, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ γυναῖκα προέρχονται καὶ ὅλα τὰ καλά», καὶ ἐννοοῦσε τὴν Παναγία. Γυναῖκες, ἀκοῦτε; Ἔχετε τεραστία δύναμι. Ἢ Εὖες θὰ γίνετε, ἢ Παναγίες. Ἢ θ᾿ ἀνεβά­σετε τοὺς ἄντρες σας στὸν οὐρανό, ἢ θὰ τοὺς ῥίξετε στὸν ᾅδη· διαλέξτε καὶ πάρτε. Πόσα ἀκούω ἀπὸ ἄντρες! Ἄχ, λένε, δὲν εἶ­σαι παν­τρεμένος, νὰ δῇς τί τρα­βᾶμε. Ἂν ἤ­σουν στὴ θέσι μας, θὰ προτιμοῦσες νὰ πεθά­νῃς παρὰ νά ’χῃς κοντά σου μιὰ κακιὰ γυναῖκα… Ἡ ἀπάντησι τῆς Κασσιανῆς δὲν ἄρεσε στὸν Θεόφιλο. Ἡ εὐφυΐα της ἔθιξε τὸν ἐγωισμό του (ὑπάρχουν γυναῖκες εὐφυέστερες τῶν ἀν­δρῶν). Τὴν ἀπέρριψε λοιπὸν καὶ ἔδωσε τὸ μῆ­­λο στὴν Θεόδωρα, ποὺ ἦταν βέβαια καλλο­νή, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσι­ανῆς. Ἡ Κασσιανὴ ἔχασε τὸ θρόνο ἀπὸ μία ἀ­πάντησι! Ἔχασε θρόνο ἐπίγειο, ἀλλὰ κέρδισε τὸν οὐ­­ράνιο βασιλέα, τὸν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Κάθε ψυχὴ εἶνε νύφη καὶ ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ ὡραῖος Νυμφίος. Τὸ κάλλος του εἶνε ἄφθαρτο, αἰώνιο, ἀληθινό. Δυστυχῶς σήμερα οἱ ἄν­θρωποι δὲν ἐκτιμοῦν τὸ Νυμφίο Χριστό. Ὅ­ποιος ὅμως, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, λά­βει ἰδέα τῆς ὡραιότητός του, δὲ συγ­­κινεῖται πιὰ ἀπὸ κανένα ἄλλο φθαρτὸ ἀν­θρώπινο κάλλος. Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ ἔχῃ σωματικὴ ὀ­μορ­φιὰ καὶ νά ’νε ἕνα τέρας στὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἄλλη νά ’νε ἄσχημη ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ἐσωτε­ρικὸ μεγαλεῖο, ἠθικὸ κάλλος, νά ’νε ἕ­νας ἄγγελος, κι ὁ ἄντρας της νὰ τὴ θαυ­μάζῃ καὶ νὰ τὴν ἀγα­πᾷ. Τί νὰ τὸ κάνῃς τὸ ἐξωτερι­κὸ κάλλος, ἂν δὲν ὑπάρχῃ ἐσωτερι­κὴ ὀμορφιά; Ἦρθε κά­ποιος στὸ γραφεῖο καὶ ζητοῦσε διαζύγιο. —Πῶς τὴν παν­τρεύ­τη­κες, λέω, καὶ τώρα θέλεις νὰ τὴ χω­ρίσῃς; —Μὲ γέλασε ἡ ὀμορφιά της· τὴν πέ­ρασα γιὰ ἄγγελο, καὶ τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα νὰ κάνω μ᾿ ἕνα διάβολο… ᾿Αλλὰ τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ δὲν συγ­κρί­νεται μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τῶν ἀνθρώπων. Πόσο μάταιος εἶνε ὁ κόσμος, ποὺ γίνεται ἐραστὴς τοῦ ταπεινοῦ κάλλους! Μιὰ νέα ἀγαποῦσε κά­ποιον ἔξοχο ἐπιστήμονα καὶ τὸν ρώτησε· —Τί ἰ­δέα ἔχεις γιὰ μέ­να; —Σ᾿ ἀγαπῶ, σ᾿ ἐκτιμῶ, σὲ θαυμάζω· ἀλλ᾿ ἂν σὲ συγκρίνω μὲ τὸ Χριστό, σὲ βλέπω σὰν ἕνα μηδενικό, σὰν μιὰ σκιά… Εὐτυχεῖς αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸ Χριστό, δυσ­τυχεῖς ὅσοι δὲν τὸν ἀγαποῦν. Ἡ Κασσια­νὴ τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή της. Ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἔχτισε μοναστήρι. ᾿Εκεῖ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της. Ἔγραψε ὑ­πέροχα ποιήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε τὸ τρο­πά­ριο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα, «Κύριε, ἡ ἐν πολ­λαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…». Ἡ Κασσιανὴ βέβαια δὲν ἦ­ταν πόρνη· ἦταν ἕνα ἁγνὸ λουλού­δι. Γιὰ ποιόν τὸ γράφει λοιπὸν αὐτό; Ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στὸ 7ο κεφάλαιο, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε μιὰ γυ­ναῖκα πόρνη, ποὺ πλη­σίασε τὸ Χριστό. Αὐτὴν εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν ἡ Βυ­ζαντινὴ ποιή­τριά μας. Λένε μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸν ψευτοευγε­νῆ· Γλῶσσα εἶν᾽ αὐτὴ τοῦ δεσπότη, νὰ λέῃ τὴ λέξι «πόρνη»;… Ὑποκριταί! δὲ σᾶς πειρά­ζει τὸ πρᾶγμα, ἡ λέξι σᾶς ἐνοχλεῖ. Μετρῆστε στὴ σημερινὴ ἀκολουθία· ἑκατὸ φορὲς λέγεται ἡ λέξι πόρνη. ᾿Αλλὰ σεῖς αὐτὲς τὶς γυναῖκες, ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὶς ὀνομάζετε «φιλενάδες». Κόσμε ψεύτη! ὀνομάζεις τὸ φαρμάκι σιρόπι. ᾿Εμεῖς θὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια· τὰ σῦκα σῦκα, τὴ σκά­φη σκάφη· τὸ φῶς φῶς καὶ τὸ σκότος σκότος. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ πόρνη, ὅταν ἄκουσε τὰ λό­για τοῦ Χρι­στοῦ μετανόησε. Ἔγινε σεισμὸς μέσα της καὶ μὲ μιᾶς κατέρρευσε ὅλο τὸ ἁ­μαρτωλὸ οἰκοδόμημα. Μπῆκε ἀπαρατήρητη στὸ σπίτι τοῦ φαρισαίου. Πλησίασε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ Χριστό. Ἔσκυψε καὶ ἔπλυνε τὰ πό­δια του μὲ μύρα ποὺ εἶχε ἀγοράσει, ξέπλεξε τὰ πλούσια μαλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέττα καὶ τὰ σκούπισε μ᾽ αὐτά. Καὶ ἔκλαιγε συνεχῶς. Σκάνδαλο νὰ πλένῃ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μιὰ πόρνη! σκέφτηκε ὁ φαρισαῖος. Σκάνδαλο; Ὅπως ὁ ἥλιος δὲν μολύνεται, ὅταν οἱ ἀ­κτῖνες του ἀγγίζουν τὰ κόπρια τῆς γῆς, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν μο­λύνθηκε. Εἶδε τὴ μετά­νοια καὶ τὴν ἀφο­σί­ωσι τῆς γυναίκας καὶ εἶπε· «Ἀφέων­ται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47). ῾Η πόρνη ἀγάπησε μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά της τὸ Χριστό, ἐνῷ ὁ ᾿Ιούδας ὁ μαθη­τής του τὸν πρόδωσε καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ φα­ρισαῖοι τὸν σταύρωσαν. Μέσα ἀπὸ τὰ κόπρια βγῆκε ἕνα διαμάντι. Καὶ μέσα στὶς καρδιὲς αὐτῶν τῶν γυναικῶν, ὅταν ἔρθῃ ἡ θεία χάρις, μπορεῖ νὰ κατοικήσῃ ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Αὐτὴν εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν της ἡ Κασσιανὴ καὶ τὴν ἔκανε τραγούδι. Εἶχε ὅμως ὑπ᾽ ὄψιν καὶ τὸν ἑ­αυτό της. Ἦ­ταν παρθένος, ἁγνή· ἀλλ᾽ ἐγνώριζε, ὅτι δὲν εἶ­νε καὶ ἀναμάρτητη. Μπορεῖ μιὰ νέα νὰ μὴ τὴν ἔχῃ ἀγγίξει ἄνθρωπος, νὰ εἶνε παρθένος σωματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ ἠθικῶς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε· «Μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐ­κοιμήθην, καὶ παρθένος οὐκ εἰμί». Μιὰ σκέ­ψι πονηρὴ νὰ περάσῃ ἀπ᾽ τὸ μυαλό μας, ἁ­μαρ­τάνουμε. Καὶ μόνο μιὰ τέτοια σκέψι κάνουμε; Γι᾿ αὐτὸ τὸ τραγούδι τοῦτο ταιριάζει σ᾿ ὅλους μας. Εἶνε δικό μας. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλά­βουμε, δὲ θὰ νιώσουμε τί θὰ πῇ «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή». Ὅταν σκέπτωμαι τ᾿ ἁμαρτήματά μου, ντρέ­πομαι νὰ κοιτάξω τὸν Κύριο· ὅπως ἡ Εὔα ποὺ κρύφτηκε στοὺς θάμ­νους, ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ κάνει ἀταξία καὶ φοβᾶται νὰ δῇ τὸν πατέρα του, ὅπως ἡ μοιχαλίδα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ κοι­τάξῃ στὰ μάτια τὸν ἄντρα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀνθρώπου τρέμει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τὴν δικαία, ποὺ ἔρχεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Λέει ἡ Ἀποκάλυψι· θὰ ἔρθῃ ὥρα —κ᾽ ἦρθε ἡ ὥ­ρα—, ποὺ θὰ ποῦμε· Ἀνοῖξτε, βουνά, νὰ μᾶς κρύψετε ἀπ᾽ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 6,15-17). Χριστέ μου, ποὺ μ᾽ ἀνέβασες στὸν οὐ­ρανὸ κ᾽ ἐγὼ κατέβηκα στὸν ᾅδη, ντρέπομαι νὰ σ᾽ ἀν­τι­κρύσω διότι ζῶ ἔτσι. Δός μου δάκρυα μετανοίας, συχώρεσέ με· καὶ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι ἀπὸ δῶ κ᾽ ἐμπρὸς θὰ ζῶ κατὰ τὸ θέλημά σου.
᾿Αδελφοί μου, δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο. Καὶ Μέγας ᾿Αντώνιος καὶ Μέγας Βασίλειος καὶ ἀσκη­τὴς νὰ γίνῃς, θ᾿ ἁμαρτάνῃς. Εἴμαστε ναυαγοὶ μέσα στὴ θάλασσα, στὸν ὠκεανό, καὶ κινδυνεύουμε. Παλεύουμε μὲ τὰ κύματα. Ἂς ἁρπάξουμε τὰ σωσίβια, ποὺ μᾶς ρίχνει ὁ Θε­ός. Σωσίβια εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τέτοια δάκρυα ἔχυνε ἡ Κασσιανὴ στὸ μοναστήρι, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία στὴν ἔρημο. Τέτοια δάκρυα νὰ χύσουμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀ­δελ­φοί μου, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Μέσα σὲ χιλιάδες Χριστιανοὺς ἀμφιβάλλω ἂν ἕνας ἔχυσε τέτοια δάκρυα μετανοίας. Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶνε ἡ μετάνοια. Κάποτε μετανοοῦσε ἕνας στοὺς 10, ἔπειτα ἔγινε ἕ­νας στοὺς 100, ἔπειτα ἕνας στοὺς 1.000. Τώρα εἶνε ζήτημα ἂν ἕνας στοὺς 10.000 μετανοῇ. Ἂν περνοῦσε πρὶν διακόσα χρόνια ἀ­πὸ μᾶς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅλοι θὰ ἐξ­ωμολογοῦνταν· τώρα ―ὦ Θεέ μου, σὲ τί χρό­νια βρισκόμαστε!― ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἔρριξαν ἕνα δά­κρυ, δὲν εἶ­παν τὸ «ἥμαρτον», δὲν ἐξωμολογήθηκαν. «Γε­νεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17). Νὰ μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, νὰ πλησι­άσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλ­θῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.


(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου η οποία έγινε στον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Νικολάου Ἀμυνταίου, την Μ. Τρίτη βράδυ 20-4-1976)
 Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 3-4-2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...