«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…»
(δοξ. ἀποστ. αἴν. Μ. Τετάρτης)
ΑΠΟΨΕ, εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα, σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ορθοδοξίας μας ψάλλεται τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Ὅλοι τρέχουν στοὺς ναοὺς νὰ τ᾽ ἀκούσουν καὶ θαυμάζουν τὸν ψάλτη ποὺ θὰ τὸ παρατείνῃ περισσότερο. Ἀλλ᾽ ἐὰν τοὺς ρωτήσῃς, τί κατάλαβαν ἀπ᾽ αὐτό, οἱ περισσότεροι δὲν ξέρουν ν᾿ ἀπαντήσουν. Σὰ νὰ εἶνε κινέζικα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ λίγα λόγια γιὰ τὸ τροπάριο.
Στὰ παλιὰ εὐλογημένα χρόνια, τὸν 9ο μ.Χ. αἰῶνα, στὴν Κωσταντινούπολι, ποὺ εἶνε ἡ πόλις τῶν ὀνείρων μας, βασιλεὺς τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας στέφεται ὁ νεαρὸς Θεόφιλος (829-842).
Ἦταν ἄγαμος. Ἡ καλὴ μητρυιά του, ἡ Εὐφροσύνη, θέλοντας νὰ τὸνπαντρέψῃ, κάλεσε ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τοῦ ἀπεράντου κράτους, σὰν μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ λουλούδια τῆς νεότητος, ἐκλεκτὲς κοπέλλες, γιὰ νὰ διαλέξῃ ἀπ᾽ αὐτὲς τὴν σύζυγό του. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ἡ Εὐφροσύνη τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ μῆλο, γιὰ νὰ τὸ προσφέρῃ σ᾿ αὐτὴν ποὺ θὰ διάλεγε. Ὁ Θεόφιλος στάθηκε μπροστὰ στὴν Κασσιανὴ κ᾽ ἦταν ἕτοιμος νὰ τῆς τὸ προσφέρῃ, ἀλλὰ τῆς εἶπε κάτι, ποὺ ἡ Κασσιανὴ τὸ θεώρησε προσβλητικὸ γιὰ τὶς γυναῖκες· «Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα», ἀπ᾽ τὴ γυναῖκα ἀπέρρευσαν τὰ κακά· ἐννοοῦσε τὴν Εὔα. Ἐκείνη, εὐφυὴς καθὼς ἦταν, τοῦ ἀπήντησε· «Ναί, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ γυναῖκα προέρχονται καὶ ὅλα τὰ καλά», καὶ ἐννοοῦσε τὴν Παναγία. Γυναῖκες, ἀκοῦτε; Ἔχετε τεραστία δύναμι. Ἢ Εὖες θὰ γίνετε, ἢ Παναγίες. Ἢ θ᾿ ἀνεβάσετε τοὺς ἄντρες σας στὸν οὐρανό, ἢ θὰ τοὺς ῥίξετε στὸν ᾅδη· διαλέξτε καὶ πάρτε. Πόσα ἀκούω ἀπὸ ἄντρες! Ἄχ, λένε, δὲν εἶσαι παντρεμένος, νὰ δῇς τί τραβᾶμε. Ἂν ἤσουν στὴ θέσι μας, θὰ προτιμοῦσες νὰ πεθάνῃς παρὰ νά ’χῃς κοντά σου μιὰ κακιὰ γυναῖκα… Ἡ ἀπάντησι τῆς Κασσιανῆς δὲν ἄρεσε στὸν Θεόφιλο. Ἡ εὐφυΐα της ἔθιξε τὸν ἐγωισμό του (ὑπάρχουν γυναῖκες εὐφυέστερες τῶν ἀνδρῶν). Τὴν ἀπέρριψε λοιπὸν καὶ ἔδωσε τὸ μῆλο στὴν Θεόδωρα, ποὺ ἦταν βέβαια καλλονή, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσιανῆς. Ἡ Κασσιανὴ ἔχασε τὸ θρόνο ἀπὸ μία ἀπάντησι! Ἔχασε θρόνο ἐπίγειο, ἀλλὰ κέρδισε τὸν οὐράνιο βασιλέα, τὸν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Κάθε ψυχὴ εἶνε νύφη καὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ὡραῖος Νυμφίος. Τὸ κάλλος του εἶνε ἄφθαρτο, αἰώνιο, ἀληθινό. Δυστυχῶς σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐκτιμοῦν τὸ Νυμφίο Χριστό. Ὅποιος ὅμως, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, λάβει ἰδέα τῆς ὡραιότητός του, δὲ συγκινεῖται πιὰ ἀπὸ κανένα ἄλλο φθαρτὸ ἀνθρώπινο κάλλος. Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ ἔχῃ σωματικὴ ὀμορφιὰ καὶ νά ’νε ἕνα τέρας στὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἄλλη νά ’νε ἄσχημη ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ἐσωτερικὸ μεγαλεῖο, ἠθικὸ κάλλος, νά ’νε ἕνας ἄγγελος, κι ὁ ἄντρας της νὰ τὴ θαυμάζῃ καὶ νὰ τὴν ἀγαπᾷ. Τί νὰ τὸ κάνῃς τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος, ἂν δὲν ὑπάρχῃ ἐσωτερικὴ ὀμορφιά; Ἦρθε κάποιος στὸ γραφεῖο καὶ ζητοῦσε διαζύγιο. —Πῶς τὴν παντρεύτηκες, λέω, καὶ τώρα θέλεις νὰ τὴ χωρίσῃς; —Μὲ γέλασε ἡ ὀμορφιά της· τὴν πέρασα γιὰ ἄγγελο, καὶ τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα νὰ κάνω μ᾿ ἕνα διάβολο… ᾿Αλλὰ τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ δὲν συγκρίνεται μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τῶν ἀνθρώπων. Πόσο μάταιος εἶνε ὁ κόσμος, ποὺ γίνεται ἐραστὴς τοῦ ταπεινοῦ κάλλους! Μιὰ νέα ἀγαποῦσε κάποιον ἔξοχο ἐπιστήμονα καὶ τὸν ρώτησε· —Τί ἰδέα ἔχεις γιὰ μένα; —Σ᾿ ἀγαπῶ, σ᾿ ἐκτιμῶ, σὲ θαυμάζω· ἀλλ᾿ ἂν σὲ συγκρίνω μὲ τὸ Χριστό, σὲ βλέπω σὰν ἕνα μηδενικό, σὰν μιὰ σκιά… Εὐτυχεῖς αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸ Χριστό, δυστυχεῖς ὅσοι δὲν τὸν ἀγαποῦν. Ἡ Κασσιανὴ τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή της. Ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἔχτισε μοναστήρι. ᾿Εκεῖ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της. Ἔγραψε ὑπέροχα ποιήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε τὸ τροπάριο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα, «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…». Ἡ Κασσιανὴ βέβαια δὲν ἦταν πόρνη· ἦταν ἕνα ἁγνὸ λουλούδι. Γιὰ ποιόν τὸ γράφει λοιπὸν αὐτό; Ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στὸ 7ο κεφάλαιο, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε μιὰ γυναῖκα πόρνη, ποὺ πλησίασε τὸ Χριστό. Αὐτὴν εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν ἡ Βυζαντινὴ ποιήτριά μας. Λένε μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸν ψευτοευγενῆ· Γλῶσσα εἶν᾽ αὐτὴ τοῦ δεσπότη, νὰ λέῃ τὴ λέξι «πόρνη»;… Ὑποκριταί! δὲ σᾶς πειράζει τὸ πρᾶγμα, ἡ λέξι σᾶς ἐνοχλεῖ. Μετρῆστε στὴ σημερινὴ ἀκολουθία· ἑκατὸ φορὲς λέγεται ἡ λέξι πόρνη. ᾿Αλλὰ σεῖς αὐτὲς τὶς γυναῖκες, ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὶς ὀνομάζετε «φιλενάδες». Κόσμε ψεύτη! ὀνομάζεις τὸ φαρμάκι σιρόπι. ᾿Εμεῖς θὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια· τὰ σῦκα σῦκα, τὴ σκάφη σκάφη· τὸ φῶς φῶς καὶ τὸ σκότος σκότος. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ πόρνη, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μετανόησε. Ἔγινε σεισμὸς μέσα της καὶ μὲ μιᾶς κατέρρευσε ὅλο τὸ ἁμαρτωλὸ οἰκοδόμημα. Μπῆκε ἀπαρατήρητη στὸ σπίτι τοῦ φαρισαίου. Πλησίασε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ Χριστό. Ἔσκυψε καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια του μὲ μύρα ποὺ εἶχε ἀγοράσει, ξέπλεξε τὰ πλούσια μαλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέττα καὶ τὰ σκούπισε μ᾽ αὐτά. Καὶ ἔκλαιγε συνεχῶς. Σκάνδαλο νὰ πλένῃ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μιὰ πόρνη! σκέφτηκε ὁ φαρισαῖος. Σκάνδαλο; Ὅπως ὁ ἥλιος δὲν μολύνεται, ὅταν οἱ ἀκτῖνες του ἀγγίζουν τὰ κόπρια τῆς γῆς, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν μολύνθηκε. Εἶδε τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀφοσίωσι τῆς γυναίκας καὶ εἶπε· «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47). ῾Η πόρνη ἀγάπησε μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά της τὸ Χριστό, ἐνῷ ὁ ᾿Ιούδας ὁ μαθητής του τὸν πρόδωσε καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι τὸν σταύρωσαν. Μέσα ἀπὸ τὰ κόπρια βγῆκε ἕνα διαμάντι. Καὶ μέσα στὶς καρδιὲς αὐτῶν τῶν γυναικῶν, ὅταν ἔρθῃ ἡ θεία χάρις, μπορεῖ νὰ κατοικήσῃ ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Αὐτὴν εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν της ἡ Κασσιανὴ καὶ τὴν ἔκανε τραγούδι. Εἶχε ὅμως ὑπ᾽ ὄψιν καὶ τὸν ἑαυτό της. Ἦταν παρθένος, ἁγνή· ἀλλ᾽ ἐγνώριζε, ὅτι δὲν εἶνε καὶ ἀναμάρτητη. Μπορεῖ μιὰ νέα νὰ μὴ τὴν ἔχῃ ἀγγίξει ἄνθρωπος, νὰ εἶνε παρθένος σωματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ ἠθικῶς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε· «Μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐκοιμήθην, καὶ παρθένος οὐκ εἰμί». Μιὰ σκέψι πονηρὴ νὰ περάσῃ ἀπ᾽ τὸ μυαλό μας, ἁμαρτάνουμε. Καὶ μόνο μιὰ τέτοια σκέψι κάνουμε; Γι᾿ αὐτὸ τὸ τραγούδι τοῦτο ταιριάζει σ᾿ ὅλους μας. Εἶνε δικό μας. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλάβουμε, δὲ θὰ νιώσουμε τί θὰ πῇ «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή». Ὅταν σκέπτωμαι τ᾿ ἁμαρτήματά μου, ντρέπομαι νὰ κοιτάξω τὸν Κύριο· ὅπως ἡ Εὔα ποὺ κρύφτηκε στοὺς θάμνους, ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ κάνει ἀταξία καὶ φοβᾶται νὰ δῇ τὸν πατέρα του, ὅπως ἡ μοιχαλίδα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ κοιτάξῃ στὰ μάτια τὸν ἄντρα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τρέμει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τὴν δικαία, ποὺ ἔρχεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Λέει ἡ Ἀποκάλυψι· θὰ ἔρθῃ ὥρα —κ᾽ ἦρθε ἡ ὥρα—, ποὺ θὰ ποῦμε· Ἀνοῖξτε, βουνά, νὰ μᾶς κρύψετε ἀπ᾽ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 6,15-17). Χριστέ μου, ποὺ μ᾽ ἀνέβασες στὸν οὐρανὸ κ᾽ ἐγὼ κατέβηκα στὸν ᾅδη, ντρέπομαι νὰ σ᾽ ἀντικρύσω διότι ζῶ ἔτσι. Δός μου δάκρυα μετανοίας, συχώρεσέ με· καὶ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι ἀπὸ δῶ κ᾽ ἐμπρὸς θὰ ζῶ κατὰ τὸ θέλημά σου.
Ἦταν ἄγαμος. Ἡ καλὴ μητρυιά του, ἡ Εὐφροσύνη, θέλοντας νὰ τὸνπαντρέψῃ, κάλεσε ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη τοῦ ἀπεράντου κράτους, σὰν μιὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ λουλούδια τῆς νεότητος, ἐκλεκτὲς κοπέλλες, γιὰ νὰ διαλέξῃ ἀπ᾽ αὐτὲς τὴν σύζυγό του. Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα ἡ Εὐφροσύνη τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ μῆλο, γιὰ νὰ τὸ προσφέρῃ σ᾿ αὐτὴν ποὺ θὰ διάλεγε. Ὁ Θεόφιλος στάθηκε μπροστὰ στὴν Κασσιανὴ κ᾽ ἦταν ἕτοιμος νὰ τῆς τὸ προσφέρῃ, ἀλλὰ τῆς εἶπε κάτι, ποὺ ἡ Κασσιανὴ τὸ θεώρησε προσβλητικὸ γιὰ τὶς γυναῖκες· «Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα», ἀπ᾽ τὴ γυναῖκα ἀπέρρευσαν τὰ κακά· ἐννοοῦσε τὴν Εὔα. Ἐκείνη, εὐφυὴς καθὼς ἦταν, τοῦ ἀπήντησε· «Ναί, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὴ γυναῖκα προέρχονται καὶ ὅλα τὰ καλά», καὶ ἐννοοῦσε τὴν Παναγία. Γυναῖκες, ἀκοῦτε; Ἔχετε τεραστία δύναμι. Ἢ Εὖες θὰ γίνετε, ἢ Παναγίες. Ἢ θ᾿ ἀνεβάσετε τοὺς ἄντρες σας στὸν οὐρανό, ἢ θὰ τοὺς ῥίξετε στὸν ᾅδη· διαλέξτε καὶ πάρτε. Πόσα ἀκούω ἀπὸ ἄντρες! Ἄχ, λένε, δὲν εἶσαι παντρεμένος, νὰ δῇς τί τραβᾶμε. Ἂν ἤσουν στὴ θέσι μας, θὰ προτιμοῦσες νὰ πεθάνῃς παρὰ νά ’χῃς κοντά σου μιὰ κακιὰ γυναῖκα… Ἡ ἀπάντησι τῆς Κασσιανῆς δὲν ἄρεσε στὸν Θεόφιλο. Ἡ εὐφυΐα της ἔθιξε τὸν ἐγωισμό του (ὑπάρχουν γυναῖκες εὐφυέστερες τῶν ἀνδρῶν). Τὴν ἀπέρριψε λοιπὸν καὶ ἔδωσε τὸ μῆλο στὴν Θεόδωρα, ποὺ ἦταν βέβαια καλλονή, ἀλλὰ δὲν εἶχε τὸ σπινθηροβόλο πνεῦμα τῆς Κασσιανῆς. Ἡ Κασσιανὴ ἔχασε τὸ θρόνο ἀπὸ μία ἀπάντησι! Ἔχασε θρόνο ἐπίγειο, ἀλλὰ κέρδισε τὸν οὐράνιο βασιλέα, τὸν Κύριο ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Κάθε ψυχὴ εἶνε νύφη καὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ὡραῖος Νυμφίος. Τὸ κάλλος του εἶνε ἄφθαρτο, αἰώνιο, ἀληθινό. Δυστυχῶς σήμερα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐκτιμοῦν τὸ Νυμφίο Χριστό. Ὅποιος ὅμως, εἴτε ἄντρας εἴτε γυναίκα, λάβει ἰδέα τῆς ὡραιότητός του, δὲ συγκινεῖται πιὰ ἀπὸ κανένα ἄλλο φθαρτὸ ἀνθρώπινο κάλλος. Μπορεῖ μιὰ γυναίκα νὰ ἔχῃ σωματικὴ ὀμορφιὰ καὶ νά ’νε ἕνα τέρας στὴν ψυχή, καὶ μιὰ ἄλλη νά ’νε ἄσχημη ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ἐσωτερικὸ μεγαλεῖο, ἠθικὸ κάλλος, νά ’νε ἕνας ἄγγελος, κι ὁ ἄντρας της νὰ τὴ θαυμάζῃ καὶ νὰ τὴν ἀγαπᾷ. Τί νὰ τὸ κάνῃς τὸ ἐξωτερικὸ κάλλος, ἂν δὲν ὑπάρχῃ ἐσωτερικὴ ὀμορφιά; Ἦρθε κάποιος στὸ γραφεῖο καὶ ζητοῦσε διαζύγιο. —Πῶς τὴν παντρεύτηκες, λέω, καὶ τώρα θέλεις νὰ τὴ χωρίσῃς; —Μὲ γέλασε ἡ ὀμορφιά της· τὴν πέρασα γιὰ ἄγγελο, καὶ τώρα κατάλαβα ὅτι εἶχα νὰ κάνω μ᾿ ἕνα διάβολο… ᾿Αλλὰ τὸ κάλλος τοῦ Χριστοῦ δὲν συγκρίνεται μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη τῶν ἀνθρώπων. Πόσο μάταιος εἶνε ὁ κόσμος, ποὺ γίνεται ἐραστὴς τοῦ ταπεινοῦ κάλλους! Μιὰ νέα ἀγαποῦσε κάποιον ἔξοχο ἐπιστήμονα καὶ τὸν ρώτησε· —Τί ἰδέα ἔχεις γιὰ μένα; —Σ᾿ ἀγαπῶ, σ᾿ ἐκτιμῶ, σὲ θαυμάζω· ἀλλ᾿ ἂν σὲ συγκρίνω μὲ τὸ Χριστό, σὲ βλέπω σὰν ἕνα μηδενικό, σὰν μιὰ σκιά… Εὐτυχεῖς αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὸ Χριστό, δυστυχεῖς ὅσοι δὲν τὸν ἀγαποῦν. Ἡ Κασσιανὴ τὸν ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ψυχή της. Ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἔχτισε μοναστήρι. ᾿Εκεῖ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της. Ἔγραψε ὑπέροχα ποιήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶνε τὸ τροπάριο ποὺ ἀκοῦμε σήμερα, «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή…». Ἡ Κασσιανὴ βέβαια δὲν ἦταν πόρνη· ἦταν ἕνα ἁγνὸ λουλούδι. Γιὰ ποιόν τὸ γράφει λοιπὸν αὐτό; Ἀνοῖξτε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στὸ 7ο κεφάλαιο, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῆτε μιὰ γυναῖκα πόρνη, ποὺ πλησίασε τὸ Χριστό. Αὐτὴν εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν ἡ Βυζαντινὴ ποιήτριά μας. Λένε μερικοὶ ποὺ κάνουν τὸν ψευτοευγενῆ· Γλῶσσα εἶν᾽ αὐτὴ τοῦ δεσπότη, νὰ λέῃ τὴ λέξι «πόρνη»;… Ὑποκριταί! δὲ σᾶς πειράζει τὸ πρᾶγμα, ἡ λέξι σᾶς ἐνοχλεῖ. Μετρῆστε στὴ σημερινὴ ἀκολουθία· ἑκατὸ φορὲς λέγεται ἡ λέξι πόρνη. ᾿Αλλὰ σεῖς αὐτὲς τὶς γυναῖκες, ποὺ πουλᾶνε τὸ κορμί τους γιὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὶς ὀνομάζετε «φιλενάδες». Κόσμε ψεύτη! ὀνομάζεις τὸ φαρμάκι σιρόπι. ᾿Εμεῖς θὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια· τὰ σῦκα σῦκα, τὴ σκάφη σκάφη· τὸ φῶς φῶς καὶ τὸ σκότος σκότος. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ πόρνη, ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μετανόησε. Ἔγινε σεισμὸς μέσα της καὶ μὲ μιᾶς κατέρρευσε ὅλο τὸ ἁμαρτωλὸ οἰκοδόμημα. Μπῆκε ἀπαρατήρητη στὸ σπίτι τοῦ φαρισαίου. Πλησίασε μὲ εὐγνωμοσύνη τὸ Χριστό. Ἔσκυψε καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια του μὲ μύρα ποὺ εἶχε ἀγοράσει, ξέπλεξε τὰ πλούσια μαλλιά της, τὰ ἔκανε πετσέττα καὶ τὰ σκούπισε μ᾽ αὐτά. Καὶ ἔκλαιγε συνεχῶς. Σκάνδαλο νὰ πλένῃ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ μιὰ πόρνη! σκέφτηκε ὁ φαρισαῖος. Σκάνδαλο; Ὅπως ὁ ἥλιος δὲν μολύνεται, ὅταν οἱ ἀκτῖνες του ἀγγίζουν τὰ κόπρια τῆς γῆς, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν μολύνθηκε. Εἶδε τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀφοσίωσι τῆς γυναίκας καὶ εἶπε· «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47). ῾Η πόρνη ἀγάπησε μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά της τὸ Χριστό, ἐνῷ ὁ ᾿Ιούδας ὁ μαθητής του τὸν πρόδωσε καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι τὸν σταύρωσαν. Μέσα ἀπὸ τὰ κόπρια βγῆκε ἕνα διαμάντι. Καὶ μέσα στὶς καρδιὲς αὐτῶν τῶν γυναικῶν, ὅταν ἔρθῃ ἡ θεία χάρις, μπορεῖ νὰ κατοικήσῃ ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Αὐτὴν εἶχε ὑπ᾽ ὄψιν της ἡ Κασσιανὴ καὶ τὴν ἔκανε τραγούδι. Εἶχε ὅμως ὑπ᾽ ὄψιν καὶ τὸν ἑαυτό της. Ἦταν παρθένος, ἁγνή· ἀλλ᾽ ἐγνώριζε, ὅτι δὲν εἶνε καὶ ἀναμάρτητη. Μπορεῖ μιὰ νέα νὰ μὴ τὴν ἔχῃ ἀγγίξει ἄνθρωπος, νὰ εἶνε παρθένος σωματικῶς, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ ἠθικῶς. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔλεγε· «Μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐκοιμήθην, καὶ παρθένος οὐκ εἰμί». Μιὰ σκέψι πονηρὴ νὰ περάσῃ ἀπ᾽ τὸ μυαλό μας, ἁμαρτάνουμε. Καὶ μόνο μιὰ τέτοια σκέψι κάνουμε; Γι᾿ αὐτὸ τὸ τραγούδι τοῦτο ταιριάζει σ᾿ ὅλους μας. Εἶνε δικό μας. Ἂν αὐτὸ δὲν τὸ καταλάβουμε, δὲ θὰ νιώσουμε τί θὰ πῇ «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή». Ὅταν σκέπτωμαι τ᾿ ἁμαρτήματά μου, ντρέπομαι νὰ κοιτάξω τὸν Κύριο· ὅπως ἡ Εὔα ποὺ κρύφτηκε στοὺς θάμνους, ὅπως τὸ παιδὶ ποὺ κάνει ἀταξία καὶ φοβᾶται νὰ δῇ τὸν πατέρα του, ὅπως ἡ μοιχαλίδα ποὺ δὲ μπορεῖ νὰ κοιτάξῃ στὰ μάτια τὸν ἄντρα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τρέμει τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τὴν δικαία, ποὺ ἔρχεται γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Λέει ἡ Ἀποκάλυψι· θὰ ἔρθῃ ὥρα —κ᾽ ἦρθε ἡ ὥρα—, ποὺ θὰ ποῦμε· Ἀνοῖξτε, βουνά, νὰ μᾶς κρύψετε ἀπ᾽ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἀπ. 6,15-17). Χριστέ μου, ποὺ μ᾽ ἀνέβασες στὸν οὐρανὸ κ᾽ ἐγὼ κατέβηκα στὸν ᾅδη, ντρέπομαι νὰ σ᾽ ἀντικρύσω διότι ζῶ ἔτσι. Δός μου δάκρυα μετανοίας, συχώρεσέ με· καὶ σοῦ ὑπόσχομαι, ὅτι ἀπὸ δῶ κ᾽ ἐμπρὸς θὰ ζῶ κατὰ τὸ θέλημά σου.
᾿Αδελφοί μου, δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο. Καὶ Μέγας ᾿Αντώνιος καὶ Μέγας Βασίλειος καὶ ἀσκητὴς νὰ γίνῃς, θ᾿ ἁμαρτάνῃς. Εἴμαστε ναυαγοὶ μέσα στὴ θάλασσα, στὸν ὠκεανό, καὶ κινδυνεύουμε. Παλεύουμε μὲ τὰ κύματα. Ἂς ἁρπάξουμε τὰ σωσίβια, ποὺ μᾶς ρίχνει ὁ Θεός. Σωσίβια εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τέτοια δάκρυα ἔχυνε ἡ Κασσιανὴ στὸ μοναστήρι, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία στὴν ἔρημο. Τέτοια δάκρυα νὰ χύσουμε κ᾿ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Μέσα σὲ χιλιάδες Χριστιανοὺς ἀμφιβάλλω ἂν ἕνας ἔχυσε τέτοια δάκρυα μετανοίας. Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶνε ἡ μετάνοια. Κάποτε μετανοοῦσε ἕνας στοὺς 10, ἔπειτα ἔγινε ἕνας στοὺς 100, ἔπειτα ἕνας στοὺς 1.000. Τώρα εἶνε ζήτημα ἂν ἕνας στοὺς 10.000 μετανοῇ. Ἂν περνοῦσε πρὶν διακόσα χρόνια ἀπὸ μᾶς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅλοι θὰ ἐξωμολογοῦνταν· τώρα ―ὦ Θεέ μου, σὲ τί χρόνια βρισκόμαστε!― ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ μέχρι σήμερα δὲν ἔρριξαν ἕνα δάκρυ, δὲν εἶπαν τὸ «ἥμαρτον», δὲν ἐξωμολογήθηκαν. «Γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη» (Ματθ. 17,17). Νὰ μετανοήσουμε, ἀδελφοί μου, νὰ πλησιάσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ λῃστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου η οποία έγινε στον ἱερό ναὸ του Ἁγίου Νικολάου Ἀμυνταίου, την Μ. Τρίτη βράδυ 20-4-1976)
Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 3-4-2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά