Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Λεμοντζής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Λεμοντζής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουνίου 29, 2013

Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ «FILIOQUE» Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή


Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ «FILIOQUE»
Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή

    Μέσα στο σύμβολο πίστεως της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (325/381), εκφράζεται η ομολογία της Εκκλησίας ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός. «Και εις το Πνεύμα το Άγιον…το εκ του Πατρός εκπορευόμενον». Η φράση αυτή του συμβόλου έχει αγιογραφι­κή θεμελίωση καθώς ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός μας αποκάλυψε ότι «Όταν έλθη ο Παράκλητος ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείαςο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυ­ρήσει περί εμού». (Ιωάν. 15,26). Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός δίδαξε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και αποστέλλεται στους πιστούς από τον ίδιο. Ο όρος «εκπόρευση» πρέπει ν' αντιδιαστέλλεται από τον όρο «πέμψις».Ο πρώτος όρος σημαίνει ότι ο Πατέρας είναι η υπαρκτική αιτία και αρχή της ύπαρξης του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα δεν δημιουργήθηκε, αλλά εκπορεύεται από τον Πατέρα.Ο δεύ­τερος όρος σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα, αποστέλλεται, δίδεται ως δωρεά από τον Υιό του Θεού στους πιστούς. Ο Υιός του Θεού δεν είναι η υπαρκτική αιτία του Αγίου Πνεύ­ματος, διότιμία είναι η αρχή στην θεότητα και αυτός είναι ο Πατήρ.
Κανένας Πατέρας της Εκκλησίας, της Ανατολικής και δυτικής δεν εξέφρασε την άποψη ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται επίσης και«εκ του Υιού».Οι μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες, οι Αλεξανδρινοί και Αντιοχειανοί θεολόγοι, αλλά και τα μεγάλα πνευματικά αναστήματα της Δυτικής Χριστιανοσύνης, όπως ο Ειρηναίος Λυώνος, ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, και άλλοι, δεν μας παρέδωσαν τέτοιου είδους ομολογία πίστεως, αλλά έμειναν πιστοί στην αποστολική διδασκαλία.
Με το Τριαδικό δόγμα έχουμε την απόλυτη κατάφαση στοΠαράδο­ξοπου δημιουργεί η αναγνώριση της ταυτόχρονης ενότητας και διακρί­σεως των προσώπων στην κοινωνία. Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι η θεολογική παράδοση του δυτικού χριστιανικού κόσμου είχε ήδη από τους πρώτους αιώνες την τάση να παρουσιάζει την ενότητα της Αγίας Τριάδοςμε τρόπο, που καθιστούσε προβληματική τη διατήρηση της ιδιαιτερότητας των προσώπων. Σε αντίθεση με την ορθόδοξη θεολογία, πουπαρουσίαζε την ενότητα της Αγίας Τριάδος σε επίπεδο κοινωνίας προσώπων, η δυτική θεολογία τοποθετούσε την ενότητα αυτήσε επί­πεδο ουσίας. Από εδώ γεννήθηκε και το Filioque, που συνεπάγεται σε τελική ανάλυση, τημείωση του προσώπου του Αγίου Πνεύματος και την υπαγωγή του στην υπηρεσία του συνδέσμου των δύο άλλων προ­σώπων171.
Μερικούς αιώνες μετά την διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως, κάποιες δυτικές εκκλησίες προχώρησαν σε μία αυθαίρετη εισαγωγή του όρου «Filioque» στο Σύμβολο. Η πράξη αυτή ήταν σαφώς ενάντια στη γνώμη και τη θέληση των Πατέρων που συμμετείχαν στηνδεύτερη ΟικουμενικήΣύνοδο.
Η προέλευση της διδασκαλίας περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος όχι μόνο «εκ του Πατρός», αλλά και «εκ του Υιού» (Filioque) συνδεόταν αναμφιβόλως με τιςβησιγοτθικές αρειανικές ρίζες της θεολογίας των Φράγκων. Τον Αρειανισμό είχαν δεχθεί οι Βησιγότθοι, οι οποίοι πιεζόμενοι από την Ανατολή κατέφυγαν τελικώς στην Ισπανία, κατ' επέκταση δε και όλα σχεδόν τα άλλα γερμανικά φύλα (Οστρογότθοι, Βάνδαλοι, Σουηβοί, κ.α.), τα οποία τελικώς απορ­ροφήθηκαν από το φραγκικό κράτος. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ήδη ησύνοδος του Τολέδο(589) εισήγαγε τελικώς το Filioque και στο σύμ­βολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Η κατά τον όγδοο αιώνα εισαγω­γή της καινοτομίας αυτής στο φραγκικό κράτος ήτανσυνέπεια της αφομοιώσεως από το κράτος του Καρλομάγνου όλων των αρειανικών γερμανικών φύλων τα οποία επηρέασαν τη γέννηση της φραγκικής θεο­λογίαςκαι συνετέλεσαν στη σταδιακή απομάκρυνση από την αρχαία κοινή παράδοση της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας. Υπό το πνεύ­μα αυτό η προσθήκη του Filioque, έγινε επίσημα δεκτή από τησύνοδο της Φραγκφούρτης(796) και από τησύνοδο του Ακυϊσγράνου(809)172.
Οπάπας Λέοντας Γ'(795-816),αποδοκίμασε την εισαγωγή τουFilioqueστο σύμβολο της Πίστεως. Η αποδοκιμασία όμως αυτή αποτελούσε μία ασθενική κραυγή στην αχανή φραγκική Δύση, ο αντίλαλος της οποίας δεν ήταν δυνατόν να διαπεράσει τα όρια της Ιταλίας. Η δύναμη των Φράγκων βασιλέων και η παράλληλη ανάπτυξη της κοσμι­κής εξουσίας του παπισμού επιτάχυναν την προϊούσα αποσύνδεση της δυτικής Εκκλησίας από τις πηγές της κοινής παράδοσης των πρώτων αιώνων, έτσι ώστε οιΚαρολίνειοι βίβλοινα θεωρούν ως εσφαλμένη αντίληψη την Ορθόδοξη άποψη, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνον από τον Πατέρα173.
Ο Πατριάρχης ΚωνσταντινουπόλεωςΦώτιος, πριν ακόμα η Εκκλη­σία της Ρώμης επικυρώσει επίσημα το δόγμα του Filioque, και καθώς η ίδια επιχειρούσε την πνευματική και πολιτική άλωση της Βουλγα­ρίας, παράλληλα με τις άλλες διαφορές, τόνισε τη θεολογική σημασία της αίρεσης του Filioque. Στη μνημειώδη «Εγκύκλιον επιστολήν προς τους της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους», επισημαίνει με προσεγμέ­να θεολογικά επιχειρήματα ότι τοFilioqueδιασαλεύει τη μοναρχία της Αγίας Τριάδος, καθιερώνει δύο αρχές, μέσα στη θεότητα(Πατήρ-Υιός) και κατά συνέπεια τη δυνατότητα να υποθέσει κανείς πως και το ίδιο το Άγιο Πνεύμα θα μπορούσε να έχει παρόμοιες εκπορεύσεις, οπότε κανείςκαταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Αγία Τριάδα αποτελεί­ται από άπειρες υποστάσεις, κάτι το οποίο βέβαια είναι άτοπο.
Τα ίδια επιχειρήματα, όμως με περισσότερο θεολογικό βάθος, ανα­πτύσσει και στο έργο του «Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγω­γίας». Στο συγκεκριμένο έργο επισημαίνει επίσης κατηγορηματικά το γεγονός ότι η διδασκαλία αυτή δεν μπορεί να θεμελιωθεί από καμία σύνοδο174.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν αποδέχτηκε την αυθαίρετη εισα­γωγή του Filioque στο σύμβολο της Πίστεως, αν και κατά το πέρασμα των αιώνων ασκήθηκαν έντονες πιέσεις από την πλευρά της Ρωμαιο­καθολικής Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της συνόδουΦερράρας-Φλωρεντίας, και ενώ η ρωμαιοκαθολική πλευρά επέμενε στην ορθότητα της εισαγωγής του Filioque στο σύμβολο, οΆγιος Μάρκος ο Ευγενικόςτόνισε την εμμονή στα διδάγματα των Πατέρων και στους όρους των Οικουμενικών συνόδων.Κανένας, σύμφωνα με τον Άγιο Μάρκο, δεν έχει το δικαίωμα να προσθέτει ή να αφαιρεί όρους και λέξεις από το σύμ­βολο σύμβολο της Πίστεως.Ο Καρδινάλιος Ιουλιανός Καισαρίνι υπο­στήριξε ότι το Filioque είναι μία επουσιώδη προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, η οποία έγινε για την διευκρίνιση της περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος διδασκαλίας της δυτικής Εκκλησίας. Αντιθέτως, ο Μάρκος ο Ευγενικός ενέμεινε στη σοβαρότητα της γενομένης προσθή­κης και αντιστρέφοντας το επιχείρημα του Καρδιναλίου απορούσε γιατί, αν ήταν τόσο επουσιώδης η προσθήκη, οι λατίνοι επέμειναν αμε­τακίνητοι σε αυτήν και παρακώλυαν για επουσιώδες ζήτημα την απο­κατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας. Τελικώς, αν και επιχειρήθηκεμία ψευδο-ένωσημεταξύ ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας, η αίρεση του Filioque δεν έγινε αποδεκτή από το πλήρωμα της Ορθοδόξου Ανα­τολικής Εκκλησίας175.
Ημείωσητης σημασίας του Αγίου Πνεύματος συγκρινόμενης με εκείνη του Υιού,μείωση που μπορεί ν' αναζητηθεί στο Filioque και η σχεδόνσμίκρυνση του Αγίου Πνεύματος αναφορικά με τον Υιόμαζί αποτελούν ένα λόγο, γιατίστη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν γίνεται συχνά μνεία για την παρουσία και δραστηριότητα του Αγίου Πνεύμα­τος.Το Άγιο Πνεύμα δεν θεωρείται ως αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ πιστών και Χριστού καθώς ο Χριστός, έχοντας μεταβιβάσει την εξου­σία του στον πάπα, έχει απομακρυνθεί από το ιστορικό παρών, εξου­σιοδοτώντας τον πάπα να είναι αντιπρόσωπος του επί της γης176.
Το άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται από τον Πατέρα και όχι από τον Πατέρα και από τον Υιό (Filioque),συγκροτεί τους πιστούς σε κοινω­νία προσώπων κατ' εικόνα του τριαδικού Θεού. To Filioque, που καθιε­ρώθηκε στη δυτική θεολογία, είναι μία βασικήδογματική πλάνη, που αναφέρεται στον πυρήνα της πίστεως, στο Τριαδικό δόγμα, και που έχει ευρύτερες εκκλησιολογικές και ανθρωπολογικές συνέπειες.Είναι το πρώτο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της αποσπάσεως της θεολογίας από τη ζωή και την εμπειρία της Εκκλησίας.Ενώ δηλαδή η εκκλησια­στική θεολογία θεμελιώνεται στην εμπειρία της παρουσίας του Θεού μέσα στην ιστορία, με το Filioque εισάγεται ένα άλλο είδος θεολογίας. Η θεολογία αυτή, ξεκινώντας αρχικά από μία υπερορθόδοξη πολεμική διάθεση και προσπαθώντας να θεμελιώσει σε μεταφυσική βάση την ισοτιμία του Υιού προς τον Πατέρα,παραμερίζει ουσιαστικά το πρό­σωπο και την προσωπική εμπειρίακαι εξελίσσεται σταδιακά σειδεολογοποιημένη θεολογία. Βέβαια τέτοια δεν είναι μόνο η θεολογία που συνδέεται με το Filioque. Εκείνο που επισημαίνεται εδώ για τη διδα­σκαλία του Filioque είναι ότι αυτή αποτελεί τηνπρώτη χαρακτηριστι­κή περίπτωση ιδεολογοποιήσεως της θεολογίας, που καθιερώθηκε επί­σημα σε μία μεγάλη περιοχή του χριστιανικού κόσμου. Η καθιέρωση της θεολογικής αυτής θέσεως, πουυποτάσσει το πρόσωπο στην απρό­σωπη αρχή της ουσίας, φανέρωσε εξελικτικά και τις ευρύτερες εκκλησιολογικές και ανθρωπολογικές συνέπειές της μετην υποταγή του προ­σώπου και της κοινωνίας στο θεσμό και τη θεοποιημένη αυθεντία177.
Μετά τοπαπικό πρωτείοκαι τοαλάθητοτου προκαθημένου της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας που θεσπίστηκε επίσημα στηνΑ' σύνοδο του Βατικανού το 1870, το δόγμα του Filioque, δηλαδή η διδασκαλία ότι και ο Υιός ως δεύτερη αρχή εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, αποτελεί μία σοβαρή δογματική διαφορά της Ρωμαιοκαθολικής προς την Ορθό­δοξη Εκκλησία. Η διδασκαλία αυτή μάλιστα υιοθετήθηκε επίσημα από τον Προτεσταντισμόκαι συγκεκριμένα από τον Λουθηρανισμό στα επίσημα συμβολικά του κείμενα όπου καταρχήν δέχεται τα τρία αρχαία οικουμενικά σύμβολα178.
Οι Πατέρες μας που συμμετείχαν στηνΑ'καιΒ' Οικουμενικήσύνο­δο, συνέταξαν το σύμβολο της πίστεως το οποίο έμελλε να είναι ο αιώ­νιος φωτεινός οδηγός της Εκκλησίας. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από το «γράμμα» και το «πνεύμα» του συμβόλου αποτελεί παρέκκλιση από την αλήθεια, κάτι άλλωστε που ρητά απαγορεύουν οι οικουμενικές σύνοδοι.
Στον 7οκανόνα τηςΓ' Οικουμενικής συνόδου, διαβάζουμε τα εξής: «...ώρισεν η αγία σύνοδος, ετέραν πίστιν μηδενί εξείναι προφέρειν ή γούν συγγράφειν ή συντιθέναι, παρά την ορισθείσαν παρά των αγίων πατέρων των εν τη Νικαέων συναχθέντων πόλει σύν τω Αγίω Πνεύματι»179. Η προσθήκη αυτή δεν αντιτίθεται λοιπόν, μόνο στην διδασκαλία του Κυρίου μας, αλλά και στη διδασκαλία των Αγίων και Οικουμενικών συνόδων. Οι αποφάσεις των Αγίων και Οικουμενικών συνόδων, πρέπει να είναι σεβαστές πάντοτε. Έχουν δε αιώνια αξία.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
171. Γ. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 152.
172. Β. Φειδά, ο.π., σελ. 96 εξ.
173. Β. Φειδά, ο.π., σελ. 139 εξ.
174. Φωτίου Πατριάρχου, Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας PG 102,284 Α-285ΑΒ «ει μεν ο Υιός της πατρικής υπέρ λόγον απλότητος ουκ εξίσταται, το δε Πνεύμα εις διπλούν αίτιον αναφέρεται και εκ διπλής προβολής υφίσταται, πώς ούκ επακολουθήσει το σύνθετον;» 288Β: «Αλλά γάρ εκπορεύεται το Πνεύ­μα του Υιού. Τι δήποτε προσλαμβάνον, όπερ ούκ έσχεν εκπορευόμενον, του Πατρός
175. Η σύνοδος της Φερράρας-Φλωρεντίας συγκλήθηκε το 1438-1439, με σκοπό την αποκατάσταση του σχίσματος μεταξύ ανατολικής και δυτικής Εκκλησίας.Δεν συγκλήθηκε σύμφωνα με τα αρχαία κριτήρια σύγκλησης των συνόδων, αλλά αποτέλεσε το βήμα προβολής της ρωμαιοκαθολικής θεολογίαςσε μία εποχή όπου το Βυζάντιο κατέρρεε και προσπαθούσε να βρει συμμάχους εναντίον των Τούρκων, στη Δύση.Ο πάπας και οι δυτικοί κατανοούσαν την εμπερίστατη θέση της Κωνσταντινουπόλεως και θεώρησαν ότι η χρονική συγκυρία ήταν η λαμπρή ευκαιρία για επιβολή της δυτικής θεολογίας στην Ανατολή. Κάτω από το βάρος των προκλήσεων των Τούρκων και για να σωθεί η χιλιόχρονη και πλέον ιστορία του Βυζαντίου, οι ανατολικοί αναγκάστηκαν να δεχθούν την ένωση με τους δυτικούς καιη οποία όμως ποτέ δεν ίσχυσε.Ο Ορθόδοξος λαός του Βυζαντίου αλλά και γενικότερα ο ορθόδοξος κόσμος ποτέ δεν την αποδέ­χτηκε. Περισσότερα για την ιστορία, το έργο και τη θεολογία της συνόδου βλ σγ. Β. Φειδά. Εκκλησιαστική Ιστορία Β', Αθήνα 1994, σελ. 603-626.
176. Δ. Στανιλοάε, ο.π., σελ. 102.
177. Γ. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη πνευματική ζωή, Θεσσαλονίκη 1986. σελ. 21-22.
178. Ν. Ματσούκα, ο.π., σελ. 128 εξ.
179. Γ. Μαρτζέλου, Γένεση και πηγές του Όρου της Χαλκηδόνας, Θεσσαλονίκη 1986. σελ. 27.


πηγή

Πέμπτη, Ιουνίου 06, 2013

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Β΄)

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
(Β΄)
Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Λεμοντζής, Δρ.Θ. 


 
  Οάνθρωπος που στηρίζεται σε υλικά πλεονεκτή­ματα ξεχνά την κρίση του Θεού, την παρουσία του που εγγίζει διότι όπως λέγει και ο Μέγας Αντώνιος «εκείνοι που για κάποιους λόγους ή δύσκολες πε­ριστάσεις αναγκάζονται να κολυμπήσουν και στα μεγαλύτερα ποτάμια, αν είναι προσεκτικοί σώζονται, γιατί κι αν τα ρεύματα τυχαίνει να είναι ορμητικά και μπορούν να τους καταπιούν, πιάνονται άπ’ οτιδήποτε φυτρώνει στην όχθη και σώζονται. Όσοι όμως βρέθηκαν μεθυσμένοι (όταν παρουσιάστηκε η ανάγκη να πέσουν στο ποτάμι), ακόμη κι αν έχουν σπουδάσει άπειρες φορές στην εντέλεια το κολύμπι, βουλιάζουν κάτω από το ρεύμα και βγαίνουν από τον κύκλο των ζωντανών. Έτσι και η ψυχή όταν πέσει μέσα στον παρασυρμό και τον παραδαρμό των ρευμάτων του βίου, αν δεν ξεζαλιστεί από την κακία των υλικών πραγμάτων και δε σκεφτεί καλά ότι ενώ είναι θεϊκή και αθάνατη συνδέθηκε με το λιγόχρονο και πολυπαθές και θνητό σώμα για να δοκιμαστεί, τραβιέται προς τα κάτω από τις σω­ματικές ηδονές στην απώλεια. Και περιφρονώντας τον εαυτό της και μεθυσμένη από την άγνοια του Θεού και μη έχοντας συναίσθηση του εαυτού της, χάνεται και βγαίνει από τον κύκλο εκείνων που σώζονται. Γιατί το σώμα πολλές φορές σαν ποτάμι μας συμπαρασύρει σε άτοπες ηδονές»286.
Η φθαρτότητα του κόσμου, η βραχύτητα της ζωής, και η εγγύτητα του θανάτου φανερώνουν την ματαιότητα στην οποία οδηγεί η προσκόλληση στην αμεσότητα. Η συναίσθηση της ματαιότητας αυτής ελευθερώνει τον άνθρωπο από τη δουλεία της αμεσότητας και τον παραπέμπει στην αλήθεια της Βασιλείας του Θεού287. Η διατήρηση πλούτου ή ιδιοκτησίας δεν εκφράζει το πνεύμα της Βασιλείας του Θεού, που πρέπει να κατευθύνει τους πιστούς στη ζωή τους. «Όπως οι πλοίαρχοι και οι αμαξηλάτες με την προσοχή και την επιμέλεια πετυχαίνουν το σκοπό τους, έτσι πρέπει και όσοι φροντίζουν να ζουν τη σωστή και ενάρετη ζωή, να μελετούν και να φροντίζουν πως να ζουν όπως πρέπει και αρέσει στο Θεό. Εκείνος που θέλει να ζήσει έτσι και έχει καταλάβει ότι μπορεί, με την πίστη προχωρεί προς την αφθαρσία»288.
Στην τρέχουσα οικονομική κρίση η θεολογία της Εκκλησίας οφείλει προφητικά και ευχαριστιακά να αντιτάξει στον ασύδοτο ανταγωνισμό της παγκόσμιας κυριαρχίας την αλληλεγγύη και την κοινωνική δικαι­οσύνη, στην αυτονομημένη οικονομία των ανθρώπων και στον αμοραλισμό της, την οικονομία του Θεού για την υπέρβαση της φθοράς και του θανάτου, την αποκατάσταση της ενότητας των ανθρώπων, την ευθύνη και την μέριμνα για τον άλλο289. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, στην Εκκλησία των Πατέρων, ιδεώδης κοινωνικός τύπος δεν είναι ο homo economicus, δεν είναι ο έμπορος, δεν είναι ο επαγγελματίας, δεν είναι ο πλούσιος, ο καλοντυμένος, ο καλοπερασάκιας, ο υλιστής, ο homo economicus των ακραίων συστημά­των, των ατομοκρατικών είτε καπιταλιστικών είτε σοσιαλιστικών, αλλά ιδεώδης τύπος στον χριστιανι­σμό είναι ο ασκητής, ο άγιος, ο οποίος περνάει λιτά τη ζωή του290. Με την ασκητική χρήση του κόσμου ο άνθρωπος παραιτείται έμπρακτα από τον εγωκεντρισμό του και την απαίτηση να υποτάσσει τα πάντα στο ατομικό του συμφέρον291. Αντίθετα, ο δυτικός πολιτισμός, που κυριαρχεί παγκοσμίως στην εποχή μας, βασίζεται σε τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις στόχων και σκοπιμοτήτων από το εσχατολογικό όρα­μα και την ευχαριστιακή πράξη της Εκκλησίας. Ενώ στόχος της Εκκλησίας είναι το κατά αλήθειαν ζην, η νοηματοδότηση της ζωής πέρα από τη φθορά και το θάνατο, ο ηθικός προβληματισμός όμως της Δύσης συνδέει το ήθος με τη βελτίωση των αντικειμενικών συνθηκών του ανθρωπίνου βίου, την αλήθεια με τη χρηστική αποτελεσματικότητά της292.
  Καιρός για μετάνοια. «Πρέπει να ομολογήσουμε όλοι, ότι ενεπλάκημεν στα πλοκάμια της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας, ότι παραμερίσαμε τον Θεό και τις ευαγγελικές διδαχές Του, ότι εμπιστευθήκαμε τους εαυτούς μας ανεπιφύλακτα σε όλους τους διαχειριστές των καρπών και των μόχθων του ελληνικού λαού και οι οποίοι επειδή είχαν τις δικές τους υστεροβουλίες δεν απεδείχθησαν δίκαιοι και ειλικρινείς»293. Η λύση στο πρόβλημα της οικονομικής κρίσεως είναι μονάχα μία: Η ένταξη στο χώρο της ζωής, του πραγματικού είναι, της αιωνιότητας. Η ένταξη στη Βασιλεία του Θεού, στο νέο κόσμο του Θεού που εγκαινίασε ο Ιησούς Χριστός. Μέσα στην εσχατολογική προοπτική της Βασιλείας του Θεού τα διάφορα προβλήματα σχετικοποιούνται και θεωρούνται στις συμβατικές τους διαστάσεις. Η σχετικοποίηση αυτή αποτελεί και την καλύτερη προϋπόθεση για τη σωστή αντιμετώπιση και επίλυσή τους. Κι εδώ πρέπει να θυμηθούμε πως η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μία προσφορά νέων πραγμάτων από το Θεό στον άνθρωπο. Δεν δίνει ο Θεός νέα προγράμματα για τη λύση των προβλημάτων του ανθρώπου ούτε προσθέτει κάτι σ’ όσα του έχει δώσει. Η Βασιλεία του Θεού δεν σημαίνει υλική αφθονία, όπως πίστευαν οι Ισραηλίτες, ούτε λύση των προβλημάτων τους με την τεχνολογική πρόοδο ή τη ριζική κοινωνική αλλαγή, όπως θα θέλαμε εμείς. Η Βασιλεία του Θεού είναι η εμφάνιση ενός νέου προσώπου, του Ιησού Χριστού, η ενσάρκωση του Θεού του ίδιου, ώστε ο άνθρωπος να ανακαλύψει την αυθεντική του φύση, δηλαδή το κατ’ εικόνα. Η Βασιλεία του Θεού είναι ένα νέο ξε­κίνημα, μία ανατοποθέτηση του ίδιου του ανθρώπου από τον πλανεμένο δρόμο του «έχειν» στο σωτήριο δρόμο του «Είναι». Μ’ αυτήν την έννοια ο Χριστός λέει στους μαθητές του να ζητούν πρώτα και να επιδιώκουν την ένταξή τους στη Βασιλεία του Θεού (Ματθ. 6,33). Ουσιαστικά ζητεί να τον ακολουθήσουν στην πορεία του, να γίνουν όμοιοι μ’ αυτόν, να βρουν τη ζωή και την αιωνιότητα κοντά του294. Πρέ­πει να υιοθετήσουμε έναν νέο τρόπο συμπεριφοράς που εκφράζει η πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού. «Η υπέρβαση των εγωισμών μας, η αποδοχή του συνανθρώπου μας, η προσφορά μας προς αυτόν, ο σεβασμός μας προς την ιδιοπροσωπία του, η καταλλαγή και η συμβίωση όλων μαζί, ση­ματοδοτούν το νέο μοντέλο κοινωνίας, το οποίο ο Χριστός ευαγγελίζεται και η Εκκλησία προβάλλει, μέσα στη σκληρή σημερινή και απάνθρωπη κοσμική πραγματικότητα. Ας μην ξεχνάμε τον αγιογραφικό λόγο “αλλήλων τα βάρη βαστάζετε”» (Γαλ. 6,2)295
Εάν ο άνθρωπος αποδεχθεί τη Βασιλεία του Θεού, αυτόν το καινούριο τρόπο ζωής και συμπεριφοράς θα μπορέσει να υπερβεί τον εαυτό του και τη φιλαυτία του. Με αυτόν τον τρόπο θα επιλυθεί το ζήτημα της οικονομικής κρίσεως. Είναι ακριβώς η μετάβαση από το «έχειν» στο «Είναι», μετάβαση από το Εγώ στο Εσύ, από τη φιλαυτία στην ανιδιοτελή αγάπη, από το φόβο του θανάτου στο φως της ζωής.
Επειδή πολιτικοί, οικονομολόγοι και οι πάσης φύσεως ειδήμονες εδώ και τρία χρόνια προσπαθούν να βρουν λύση στο πρόβλημα της οικονομικής κρίσεως και δεν τα έχουν καταφέρει εμείς θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε το σοφό λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, σύμφωνα με τον οποίο: «Αν έπαιρνε καθένας ό,τι του χρειαζόταν για την ικανοποίηση της ανάγκης του και άφηνε σ’ όποιον είχε ανάγκη ό,τι ήταν γι’ αυτόν περισσό, κανένας δεν θα ήταν πλούσιος, κανένας δεν θα ήταν φτωχός....»296. Αυτό αποτελεί και τη λύση στο πρόβλημα της οικονομικής κρίσεως!

Από το 3οκεφάλαιο του βιβλίου:
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗΚΑΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΗΘΟΣ
Αναθέτοντας την ελπίδα μας στον Θεό
ISBN:978-960-93-4966-6
ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΗΘΟΣ Αναθέτοντας την ελπίδα μας στον Θεό
κάντε κλικ για μεγέθυνση

Για παραγγελίες:
Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Λεμοντζής, Δρ.Θ.
Τηλ. 6977510787, 2310525220

πηγή

Πέμπτη, Μαΐου 30, 2013

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (Α΄) - Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Λεμοντζής

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
ΚΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
(Α΄)
Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Λεμοντζής, Δρ.Θ. 

Από εκείνους που διανυκτερεύουν στα πανδοχεία, μερικοί βρίσκουν κρεβάτια, άλλοι δεν έχουν κρεβάτι κοιμούνται στο πάτωμα και εντούτοις ροχαλίζουν όπως κι εκείνοι που κοιμούνται σε κρεβάτι. Κι όταν περάσει η νύχτα, πρωί- πρωί αφήνουν το κρεβάτι τους και το πανδοχείο και φεύγουν όλοι μαζί, έχοντας μόνο τα πράγματά τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι όσοι γεννιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο, και οι φτωχοί και οι πλούσιοι και επίσημοι, βγαίνουν από την ζωή σαν από πανδοχείο, χωρίς να παίρνουν μαζί τους τίποτε από τις απολαύσεις του βίου και από τα πλούτη τους, παρά μόνον τα έργα τους, καλά ή κακά, όσα έκαναν στη ζωή τους».
(Μέγας Αντώνιος)
   Ανώνυμος χριστιανός των πρώτων χριστιανικών χρόνων σε επιστολή του προς κάποιον Διόγνητο, με­ταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής: «οι Χριστιανοί δεν διαφέρουν από τους άλλους ανθρώπους, ούτε ως προς τον τόπο που κατοικούν, ούτε ως προς τη γλώσσα, ούτε ως προς τον τρόπο ζωής. Γιατί δεν κατοικούν σε ξεχωριστές πόλεις, ούτε χρησιμοποιούν κάποια παραλλαγμένη διάλεκτο. Φέρουν σάρκα, αλλά δεν ζουν κατά τις επιθυμίες της σαρκός. Στη γη μένουν, αλλά είναι πολιτογραφημένοι στον ουρανό. Υπακούουν στους καθορισμένους νόμους και με τον δικό τους τρόπο υπερβαίνουν τους νόμους. Όλους τους αγαπούν, αλλά απ’ όλους διώκονται...με λίγα λόγια, ό,τι είναι η ψυχή για το σώμα, αυτό είναι και οι χριστιανοί για τον κόσμο». Το συγκεκριμένο κείμενο εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τη θέση των χριστιανών μέσα στον κόσμο. Οι χριστιανοί ζώντας μέσα στον κόσμο, νιώθουν ότι βρίσκονται στον οίκο του Πατρός τους διότι ο κόσμος έχει δημιουργηθεί από το Θεό. Ταυτόχρονα νιώθουν ότι είναι πάροικοι και παρεπίδημοι (Α' Πετρ. 2,11), διότι από τη μία ο τελικός προορισμός τους είναι η Βασιλεία του Θεού, και από την άλλη ο κόσμος έχει λησμονήσει τον προ­ορισμό του.
Το ενδιαφέρον των χριστιανών δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο των ιστορικών εξελίξεων, αλλά επεκτείνεται πέρα από αυτόν: «Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13,14). Η μέλλουσα αυτή πόλη που ταυτίζεται με την Βασιλεία του Θεού, δεν είναι μακριά από τους πιστούς, αλλά βρίσκεται μέσα στην καρδιά τους (Λουκ. 17,21). Μπροστά στη Βασιλεία του Θεού ο κόσμος και τα πράγματα του κόσμου σχετικοποιούνται. Μαζί με αυτά σχετικοποιείται και ο χρόνος (Α' Κορ. 7,29-31). Οι πιστοί δεν θεωρούν αυτήν εδώ τη γη ως μόνιμο κατοικία. Γι’ αυτό οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης δεν απέβλεπαν σ’ αυτή τη γη, αλλά πρόσμεναν ουράνια πατρίδα, (Εβρ.11,15-16 και Εβρ. 13,14) όπου οι πιστοί γίνονται συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού (Εφ. 2,19).
   ΗΕκκλησία δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου», ζει όμως εν τω κόσμω, για τη σωτηρία του κόσμου. Ο λόγος της, ο συνεκτικός και διαλεκτικός ορθόδοξος λόγος, βρίσκεται σε ρήξη με το φρόνημα του κόσμου, η αποστολή της όμως είναι ο άνθρωπος μέσα στον κόσμο. «Η Εκκλησία ενώ δεν προέρχεται από τον κόσμο, εργάζεται στον κόσμο· ενώ είναι πνευματική, δρα στην ιστορία· νοηματοδοτεί την ζωή των ανθρώπων και αντιμετωπίζει τα βιολογικά προβλήματά τους, αφού ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό ον. Όμως η Εκκλησία εργάζεται στην κοινωνία, χωρίς να κάνη πολιτική. Ελέγχει και κρίνει την αμαρτία, αλλά αγαπά τον αμαρτωλό άνθρωπο. Επειδή η κρίση είναι πολυποίκιλη, οι πολιτικοί εξετάζουν τα πολιτικά αίτια που την προκάλεσαν, η Εκκλησία όμως βλέπει τα θεολογικά αίτια και προσπαθεί να θεραπεύσει τα συμπτώματα. Οι οικονομολόγοι ελέγχουν τους νόμους της αγοράς, ώστε να λειτουργούν με δικαι­οσύνη, αλλά η Εκκλησία περιγράφει τα θεολογικά πλαίσια μέσα στα οποία θα κινείται ο άνθρωπος, θέτει πνευματικούς στόχους, αλλά και απαλύνει τις πληγές των ανθρώπων, χρησιμοποιώντας κρασί και λάδι, υλικά που πράγματι καθαρίζουν και θερα­πεύουν τις πληγές, όπως δείχνει η παραβολή του καλού Σαμαρείτου. Είναι φυσικό ότι η Εκκλησία έχει τον δικό της θεολογικό-πνευματικό λόγο και την δική της θεραπευτική πράξη», επισημαίνει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος278.
   Ηπροοπτική της Εκκλησίας δεν είναι εξωκοσμική ή υπερκοσμική αλλά είναι εσχατολογική· και επειδή είναι προφητική και εσχατολογική, είναι και δυναμική και ιστορική. Οι χριστιανοί δεν είναι έξω από τα δει­νά του κόσμου και τις θλίψεις των ανθρώπων. Είναι μάρτυρες και θεατές του θεάτρου του δαιμονικού και του παραλόγου, με το κακό να λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις, όντας πρόκληση για την αποστολή τους. Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο καθορίζει την κοινωνική αδικία. Η αλλαγή στις ανθρώπινες σχέσεις επιβάλλεται. Η Εκκλησία δεν έχει κομματικό λόγο διότι από τη φύση της ενώνει και δεν κομματιάζει, έχει όμως κοινωνικό λόγο και επικρίνει την κοινω­νική αδικία, την εκμετάλλευση του συνανθρώπου. Όταν τοποθετούμε την Εκκλησία στο περιθώριο της πορείας του κόσμου τότε αρνούμαστε την αποστολή της. Στην Εκκλησία δεν είμαστε απλοί θεατές του κοινωνικού κακού, αλλά υπεύθυνοι για την ιστορία του ανθρώπου, με όλο το βάρος μίας χαρισματικής παρουσίας. Όπως ο Υιός του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και την θεράπευσε, την θέωσε, έτσι και η Εκκλησία προσλαμβάνει τον κόσμο και τον θεραπεύει, τον οδηγεί στη σωτηρία, τον αποκαθιστά στην αρχική του ωραιότητα, τον λαμπρύνει και τον εξαγιάζει. Η αυθεντική ορθόδοξη στάση δεν εκφράζεται στην άρνηση του κόσμου, αλλά στην άρνηση της κυριαρχίας του σατανά πάνω σ’ αυτόν, δηλαδή στην πάλη του ανθρώπου με τις δαιμονικές δυνά­μεις. Η Εκκλησία καλείται να μεταμορφώσει τον κόσμο, να τον ανακαινίσει, να τον ζωοποιήσει. «Η Εκκλησία του Χριστού έχει λόγο για την σημερινή κρίσιμη κατάσταση, διότι δεν έπαψε να αποτελεί σάρκα του κόσμου, μέρος της Ιστορίας. Δεν μπορεί να ανέχεται κανενός είδους αδικία, αλλά οφείλει να δείχνει ετοιμότητα για μαρτυρία και μαρτύριο. Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι δίπλα μας πεινούν, βρίσκονται σε ένδεια, ασφυκτιούν οικονομικά, ενώ η απελπισία πολλές φορές κυριεύει την καρδιά τους. Το γνωρίζουμε γιατί πρώτος σταθμός τους στην αναζήτηση ελπίδας είναι ο Ναός της περιοχής τους, η ενορία τους. Στόχος και αγώνας μας είναι η κάθε ενορία να γίνει το κέντρο απ’ όπου όλη η ποιμαντική δραστηριότητα της τοπικής Εκκλησίας θα αγκαλιάσει όλη την τοπική κοινωνία», επισημαίνει η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος279.
   Ηεσχατολογική προοπτική της Εκκλησίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως προοπτική εξόδου. Ο κόσμος θεωρείται πρόσκαιρος και παροδικός τόπος για τη διαμονή των πιστών. Ο Χριστιανισμός καλεί τον άν­θρωπο να ελευθερωθεί από την απάτη και τη μέρι­μνα για τα υλικά αγαθά και να δοθεί με απόλυτη εμπιστοσύνη στην Θεία Πρόνοια. «Άνθρωπος είναι εκείνος που εννόησε τι είναι το σώμα, ότι δηλαδή είναι φθαρτό και λιγόχρονο. Ένας τέτοιος άνθρωπος εννοεί και την ψυχή ότι έχει θεϊκή καταγωγή, ότι είναι αθάνατη και πνοή του Θεού και ότι για δοκι­μασία και θέωση συνδέθηκε με το σώμα. Εκείνος που εννόησε τι είναι η ψυχή, ζει με σωστό και θεά­ρεστο τρόπο και δεν υπακούει στο σώμα του, αλλά βλέποντας νοερά το Θεό σκέφτεται και τα αιώνια αγαθά που χαρίζει ο Θεός στη ψυχή», αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος280. Όταν κανείς έχει την αίσθηση ότι ξενοδοχείται στον κόσμο αυτόν και ότι η πραγματι­κή του πατρίδα βρίσκεται στη Βασιλεία του Θεού, είναι επόμενο να φροντίζει πριν απ’ όλα γι' αυτήν. Ο Μέγας Αντώνιος παρομοιάζει τον παρόντα κόσμο με ένα πανδοχείο όπου διανυκτερεύουν οι άνθρωποι. Κοινή μοίρα όλων αυτών που διανυκτερεύουν στο πανδοχείο, είτε έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν είτε δεν έχουν, είτε έχουν υλικά αγαθά είτε δεν έχουν, είναι ότι την επόμενη μέρα το πρωί, όλοι ανεξαιρέτως θα φύγουν από αυτό το πανδοχείο. Αυτή είναι η κοινή μοίρα όλων των ανθρώπων. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από εκείνους που διανυκτερεύουν στα πανδοχεία, μερικοί βρίσκουν κρεβάτια, άλλοι δεν έχουν κρε­βάτι, κοιμούνται στο πάτωμα και εντούτοις ροχα­λίζουν όπως κι εκείνοι που κοιμούνται σε κρεβάτι. Κι όταν περάσει η νύχτα, πρωί- πρωί αφήνουν το κρεβάτι τους και το πανδοχείο και φεύγουν όλοι μαζί, έχοντας μόνο τα πράγματά τους. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι όσοι γεννιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο, και οι φτωχοί και οι πλούσιοι και επίσημοι, βγαίνουν από την ζωή σαν από πανδοχείο, χωρίς να παίρνουν μαζί τους τίποτε από τις απολαύσεις του βίου και από τα πλούτη τους, παρά μόνον τα έργα τους, καλά ή κακά, όσα έκαναν στη ζωή τους»281.
Η περιουσία και ο πλούτος είναι πράγματα παροδικά που παραπλανούν τον άνθρωπο και εμποδίζουν την είσοδό του στη Βασιλεία του Θεού (Ματθ. 6,19-20). Η κατοχή του πλούτου αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο και τον εμποδίζει να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού ενώ η συναίσθηση της Βασιλείας του Θεού οδηγεί στην απαλλαγή από το βάρος του υλικού πλούτου και την απόθεση κάθε φροντίδας και μέριμνας στο Θεό. Η αίσθηση της προσκαιρότητας του κόσμου και η αναγκαιότητα της καθολικής αναφοράς προς το Θεό αποτελούν ουσιώδη γνωρίσματα της χριστιανικής ζωής. Γι' αυτό οι πνευματικοί μας Πατέρες λέγουν: «Δεν είναι δυνατόν να περάσουμε με ευλάβεια την σημερινή ημέρα, εάν δεν την λογαριάσουμε σαν την τελευταία της ζωής μας. Και είναι αξιοθαύμαστο, ότι κάτι παρόμοιο εξέφρασαν και οι Έλληνες φι­λόσοφοι, οι οποίοι εχαρακτήρισαν την φιλοσοφία “μελέτη θανάτου”»282. «Εκείνος που άκουσε την καταδικαστική απόφαση του θανάτου του, δεν θα ενδιαφερθή πλέον για προγραμματισμούς θεατρικών παραστάσεων. Και εκείνος που πενθεί πραγματικά, δεν θα σκεφθή ποτέ την τρυφή ή την δόξα ή τον θυμό και την έξαψι της οργής», σημειώνει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης283. Ο καιρός, σημειώνει ο Απόστολος Παύλος, είναι «συνεσταλμένος», «ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες, και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι, παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α' Κορ. 7,29-31)284. Ο κόσμος είναι πεπερασμένος, υποκείμενος στη χρονική ρευστότητα. Ο κόσμος παρέρχεται και μαζί του όλα όσα επιθυμούν οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτόν, ενώ όποιος επιτελεί το θέλημα του Θεού θα ζήσει αιώνια. «Και ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού, ο δε ποιών το Θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Α' Ιωάν. 2,17). Οι Χριστιανοί καλούνται να μην συσχηματίζονται με το κοσμικό φρόνημα, καλούνται να μην υιοθετούν τους τρόπους, την ηθική, και τις συμπεριφορές του κόσμου. Ο πιστός καλείται να ζει με νήψη και εγρήγορση. «Οι καπετά­νιοι κατευθύνουν με προσοχή το πλοίο για να μην προσκρούσει πάνω σε σκόπελο ή ύφαλο. Έτσι κι εκείνοι που επιθυμούν να ζήσουν την ενάρετη ζωή, ας εξετάζουν με επιμέλεια ποια πρέπει να κάνουν και ποια πρέπει να αποφεύγουν και να πιστεύουν ότι οι αληθινοί και θείοι νόμοι τους συμφέρουν, κόβοντας τις πονηρές ενθυμήσεις και επιθυμίες από την ψυχή τους», αναφέρει ο Μέγας Αντώνιος285.


Από το 3οκεφάλαιο του βιβλίου:
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗΚΑΙΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΗΘΟΣ
Αναθέτοντας την ελπίδα μας στον Θεό
ISBN:978-960-93-4966-6
ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΗ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΗΘΟΣ Αναθέτοντας την ελπίδα μας στον Θεό
κάντε κλικ για μεγέθυνση

Για παραγγελίες:
Αρχιμανδρίτης Θεόφιλος Λεμοντζής, Δρ.Θ.
Τηλ. 6977510787, 2310525220


πηγή

Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2013

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΔΕΝ ΤΙΜΩΡΕΙ Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή



 Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή,
Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας
Η Εκκλησία ως «ιατρείο ψυχής» μπορεί να προσεγγίσει και να θεραπεύσει τους πλανεμένους αδελφούς. Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος, ο μακαριστός αυτός υπερασπιστής της πίστεως, διέκρινε ότι πολ­λές φορές η επέμβαση του εκκλησιαστικού και οικείου περιβάλλοντος των θυμάτων αποτελεί συνισταμένη πανικού, απόρριψης, αποκλεισμού, λανθασμένης διάγνωσης και το βασικότερο, παντελούς άγνοιας του σεναρίου και της σκηνοθεσίας που μεθοδεύουν οι αιρέσεις με σκοπό να δελεάσουν και να εξασφαλίσει οπαδούς[4]. 

Η εκ των προτέρων κατ’ αρχάς αποδοχή του άλλου ως έχει, δηλαδή με τα ελαττώματά του, τις αδυναμίες του, την τυχόν εξωτερική του εμφάνιση κ.λ.π. είναι ένα σωστός τρόπος προσέγγισής του. Αγάπη, προς το απολωλός ή τον αδιάφορο θα πρέπει να εκδηλώνεται χωρίς υστεροβουλία. Αυτό που χρειάζεται είναι η περίθαλψη και η απεριόρι­στη αγάπη και κατανόηση. Πολύ σωστά η Εκκλησία μας έχει χαρακτηρισθεί ως ένα μεγάλο Νοσοκομείο όπου όλοι όσο βαριά άρρωστοι και εάν είναι μπορούν ν’ αποθεραπευτούν. Η Εκκλησία οικοδομείται με τη μετάδοση της άκτιστης και θεοποιού Χάριτος[5].

Ο αείμνηστος π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος μας επισημαίνει ξανά και ξανά ότι ο άξιος ποιμένας δεν τρέχει να αναζητήσει το χαμένο πρόβα­το με σκοπό να το δείρει. Κανένας σωστός ποιμένας δεν είναι τόσο σκληρός, ώστε να μη δείχνει έλεος. Γι’ αυτό χρειάζεται σύνεση, κατα­νόηση, αγάπη. Πρόκειται για σοβαρά ασθενείς, που δεν έχουν συναί­σθηση ότι πάσχουν, θεωρούν τον εαυτό τους γιατρό, ικανό να δώσει στον καθένα μας συνταγές θεραπείας[6].

Ο άνθρωπος αναζητεί αγάπη και ζεστασιά. Εάν δεν βιώνει αυτή του τη ανάγκη μέσα στα πλαίσια της εκκλησιαστικής ζωής σίγουρα θ’ ανα­ζητήσει να την γεμίσει κάπου αλλού.

Πολλοί συνάνθρωποί μας, λόγω προσωπικών, ψυχολογικών, οικογε­νειακών περιπετειών έχουν βιώσει στη ζωή τους το μαρτύριο της έλλει­ψης ζεστασιάς και αγάπης. Δεν έχουν κάποιο άνθρωπο δίπλα τους για να τους συμπαρασταθεί και να σταθεί δίπλα τους, για να καλύψει το κενό που πρέπει να πληρωθεί με αγάπη, φροντίδα, ζεστασιά και ενδια­φέρον.

Η επίγεια ζωή του ανθρώπου δεν είναι χαρές και γέλια αλλά κυρίως λύπες και πίκρες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από το Θεό. (Γεν. 2.8,15-17,3.1-0). Ο άνθρωπος βιώνει τις συνέπειες της πτώ­σης του, της παρακοής στο θέλημα του Θεού. (Γεν. 3,7-13). Πολλές φορές η ζωή εκδιπλώνεται ενώπιον μας με τραγικό και δραματικό τρόπο. Προσωπικές αποτυχίες, οικογενειακές και κοινωνικές συγκρού­σεις, προσωπικά δράματα, ψυχολογικός κλονισμός, έρχονται να ταρά­ξουν την ύπαρξή μας. Ειδικά, ο θάνατος προσφιλών προσώπων κλονί­ζει τα θεμέλια του ψυχολογικού μας κόσμου, συγκλονίζει συθέμελα το ανθρώπινο είναι. Τα γεγονότα αυτά μας θέτουν ενώπιον των οριακών καταστάσεων που μπορεί να φτάσει η ύπαρξή μας. Βιώνοντας αυτές τις οριακές καταστάσεις, βιώνουμε τον προσωπικό μας Άδη, εκείνη την κατάσταση της απόλυτης μοναξιάς, βρισκόμαστε σε τραγικό αδιέξοδο. Σε αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ζεστασιά, συντροφιά, αγάπη, κατανόηση, ένα λόγο παρηγοριάς. Σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση ο άνθρωπος είναι ανοιχτός σε κάθε είδους πράξη αγάπης και φροντίδας και γίνεται ευάλωτος σε «επιθέσεις αγάπης» πολλών αιρετικών. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά την κατάστα­ση απώλειας προσφιλών προσώπων ο άνθρωπος παρουσιάζει ανησυ­χίες, αγωνίζεται να μάθει την τύχη των αποθανόντων πλέον προσφι­λών του προσώπων, και ενδιαφέρεται να μάθει για τη θρησκευτική και μεταφυσική διάσταση της ανθρώπινης ζωής. Σε αυτή τη στιγμή μπορεί να παρουσιαστούν αιρετικοί, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι οποί­οι θα προθυμοποιηθούν να καλύψουν αυτό το μεταφυσικό κενό του υποψηφίου και βασανισμένου από τα χτυπήματα της ζωής προσήλυτου παρουσιάζοντας τις αφελείς τους διδασκαλίες περί ανάστασης των νεκρών και τη διδασκαλία τους περί της δευτέρας Παρουσίας του Κυρί­ου μας. Παράλληλα, με συνεχείς επισκέψεις αποκτούν μια προσωπική οικειότητα με το υποψήφιο θύμα και του δίδουν ζεστασιά και αγάπη, προσπαθώντας ν’ αναπληρώσουν το δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή του. Ο υποψήφιος προσήλυτος τους εμπιστεύεται και η παρουσία του σε μια και περισσότερες συναθροίσεις των αιρετικών αυτών αποτελεί πια θέμα χρόνου.

Ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος μας παρουσιάζει ένα όπλο των αιρέ­σεων και ειδικά των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και αυτό είναι ο λεγόμενος «βομβαρδισμός αγάπης». Η αγάπη όμως αυτή ερμηνευομένη από τους σκοπούς που υπηρετεί είναι υποκριτική, επίπλαστη χωρίς βάθος και έννοια. Είναι η «αγάπη» ενός προβατόσχημου λύκου απέναντι σε αγνό αμνό, το δέλεαρ της οργάνωσης για να προσελκύσει τους ανυποψία­στους ανθρώπους στις «φυλακές» της αίρεσης[4].

Η «αγάπη» των αιρετικών μοιάζει με την «αγάπη» που δείχνει ο κυνηγός προς το θήραμά του. Πλησιάζει το θήραμά του με «καλοσύνη», προσπαθεί να γίνει φίλος του, το πλησιάζει σιγά-σιγά, ώστε να μην καταλάβει τις εχθρικές του διαθέσεις, χρησιμοποιεί κινήσεις των χεριών του για να δείξει στο θήραμά του ότι το αγαπά και θέλει μόνο να το ταΐσει και όταν έρχεται σε μια ικανή απόσταση βολής, τότε εκτο­ξεύει τα βέλη του ή χρησιμοποιεί το μαχαίρι του για να το σφάξει και να επιφέρει το θάνατό του.

Αυτού του είδους «αγάπη» είναι «αγάπη των αδελφών στις συνα­θροίσεις» των αιρετικών. Αυτού του είδους η «αγάπη» εφαρμόζεται από τους περισσότερους αιρετικούς οι οποίοι πίσω από αυτή την επί­πλαστη και ουσιαστικά ανύπαρκτη αγάπη καλύπτουν τις πραγματικές διαθέσεις τους.

Ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Είναι ένωση πνευματικού και υλι­κού στοιχείου. Στην ύπαρξή του ενώνεται ο πνευματικός και ο υλικός κόσμος. Είναι ένα όν μοναδικό και αξιοθαύμαστο. Ο Απόστολος Παύ­λος στην προς Εβραίους επιστολή μας παρουσιάζει με έντονο τρόπο αυτό το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης όταν τον συγκρίνει με το νοητό κόσμο. (Εβρ. 2,7).

Ο Απόστολος Παύλος στο 13ο κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολή, μας παρουσιάζει την αληθινή έννοια της αγάπης. Η αγάπη είναι η υπέρτατη αρετή, το υπέρτατο πνευματικό απόκτημα, το χάρι­σμα μπροστά στο οποίο φανερώνεται όλος ο πλούτος της εν Χριστώ ζωής. (Α' Κορ. 13,1) Η αληθινή αγάπη έχει μακροθυμία, δεν κυριαρ­χείται από ζηλοφθονία, ανέχεται τα πάντα και υποχωρεί στα πάντα. (Α' Κορ. 13,4). Η αληθινή αγάπη δεν κρύπτει ιδιοτέλεια όπως των αιρετικών αλλά ανιδιοτέλεια. Πρέπει ν’ αγαπούμε «εν αγάπη ανυποκρίτω» (Β' Κορ. 6,6) διότι ο ίδιος ο Θεός «αγάπη εστίν» (Α' Ιωανν. 4,8)

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή: «Τίς σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι» (Α' Κορ. 11,29), συμμετέ­χοντας στα υπαρξιακά προβλήματα των Κορινθίων. Η κατανόηση του ανθρώπινου προβληματισμού βοηθά αυτόν που ασχολείται με την σωτηρία των ανθρώπων να συμμετάσχει ουσιαστικά στα προσωπικά προβλήματα του ποιμενόμενου. Η δική μας προσωπική συμμετοχή στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου και η κοινωνία αγάπης που θα πρέπει να δημιουργήσουμε θα μας δώσει την δυνατότητα να οικοδομή­σουμε και να εντάξουμε ουσιαστικά τους ανθρώπους στην ποίμνη του Χριστού.

Η Εκκλησία αγαπά τον άνθρωπο όχι διότι επιθυμεί να το κάνει πειθήνιο όργανό της αλλά διότι έτσι εκφράζει τη φύση και την απο­στολή της, αγαπά τον άνθρωπο όχι διότι επιθυμεί να τον εξουσιάζει αλλά διότι ακολουθεί πιστά το λόγο του Κυρίου (Ιωάν), η Εκκλησία δεν αγαπά μόνο όσους ανήκουν σε αυτήν αλλά ολόκληρο τον κόσμο, αυτούς που την αγαπούν και αυτούς που την υπηρετούν και αυτούς που την εχθρεύονται. Είναι η ολοκληρωτική έκφραση της αγάπης.



[4] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου. ο.π.. σελ. 13.


[5] Αρχ. Χριστόφορου Τσιάκα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έναντι των αιρέσεων και της παρα&ρησκείας. Μια σύγχρονη απειλή για την Ορθόδοξη πίστη και τον πολιτι­σμό μας. Λεμεσός 1993. σελ. 29.


[6] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, ο.ττ., σελ. 242.


[4] π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, ο.π., σελ. 14.




Απόσπασμα από το εκπληκτικό βιβλίο:

«ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ»

Έκθεση της Ορθοδόξου Πίστεως

σε αντιπαράθεση με την αιρετική διδασκαλία.

(Δείτε τα περιεχόμενά του εδώ)

Σάββατο, Νοεμβρίου 10, 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ (Λουκ. Γ’ 25-37) Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή



ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ (Λουκ. Γ’ 25-37)
"Το υπόδειγμα της αγάπης"
Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή
Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας 

    Κάποιος άνθρωπος, μας λέγει ο Κύριος στην παραβολή που μας παρουσιάζει ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς, κατέβαινε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν κι αφού τον λήστεψαν τον άφησαν μισοπεθαμένο. Έτυχε να κατεβαίνει από τον ίδιο δρόμο και κάποιος ιερέας, ο οποίος παρόλο που τον είδε, τον προσπέρασε, αφήνοντας τον μισοπεθαμένο. Το ίδιο έκανε και ένας λευίτης, που πέρασε από εκεί λίγο αργότερα. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαγχνίσθηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί, τον περιποιήθηκε, προσφέροντάς του τις πρώτες βοήθειες. Έπειτα τον ανέβασε στο ζώο του, με το οποίο ταξίδευε, και τον οδήγησε σε ένα πανδοχείο. Εκεί έμεινε ένα βράδυ και την άλλη μέρα φεύγοντας έδωσε στον πανδοχέα χρήματα για την φροντίδα του πάσχοντος Ιουδαίου. Μάλιστα δε, υποσχέθηκε ότι θα ξαναπεράσει από το πανδοχείο για να πληρώσει ξανά, ό,τι θα χρειαζόταν για τη φροντίδα εκείνου.
Η παραβολή αυτή του καλού Σαμαρείτη είναι μία από τις ωραιότερες και διδακτικότερες παραβολές, καθότι μας δείχνει ότι η αγάπη για τον συνάνθρωπο δεν έχει όριο. Μολονότι οι Σαμαρείτες θεωρούνταν εχθροί από τους Ιουδαίους, εκείνος ο Σαμαρείτης ξεχνώντας έχθρες και μίση, αναγνώρισε, μέσα στην απόσταση που απομακρύνει, τον πλησίον και την αγάπη που ενώνει. Η χριστιανική πίστη πραγματικά ενώνει τους ανθρώπους, σπάζει τα συρματοπλέγματα που χωρίζουν και απομονώνουν καρδιές, καταργεί τις ανισότητες, αγκαλιάζει τον κάθε άνθρωπο, διότι κάθε άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού. Γι' αυτό και είναι η μόνη, η αληθινή, η αιώνια θρησκεία, η κατάλληλη για την ανθρωπότητα. Ο καλός εκείνος Σαμαρείτης φροντίζει προσωπικά τον ταλαίπωρο εκείνο Ιουδαίο και του περιποιείται τις πληγές. Η αγάπη του δεν σταματάει στη διάκριση, στη διαφορετικότητα. Ο ορίζοντας της καρδιάς του είναι ανοιχτός, πανανθρώπινος, οικουμενικός. Αντίθετα ο ιερέας και ο λευίτης, ενώ είχαν την υποχρέωση να ενδιαφερθούν για τον ομοεθνή τους, τον εγκαταλείπουν, χωρίς να του δώσουν σημασία. Η αγάπη του Σαμαρείτη προχωράει ακόμη περισσότερο. Δεν σκέφτεται τα έξοδα, την ταλαιπωρία, το χάσιμο του πολύτιμου χρόνου, δε φείδεται χρημάτων, ούτε σταματάει στο πανδοχείο και φεύγοντας δεν ξεχνάει τον Ιουδαίο, αλλά συνεχίζει να ενδιαφέρεται γι αυτόν και υπόσχεται να επανέλθει, για να πληρώσει τα επιπλέον έξοδα.
"Η αγάπη ου ζητεί τα εαυτής" μας διδάσκει ο Απόστολος Παύλος στην πολύ όμορφη επιστολή του προς τους κατοίκους της Κορίνθου. Ο Σαμαρείτης εκείνος δεν περίμενε να πάρει πίσω τα χρήματα του. Ούτε σπλαγχνίστηκε τον Ιουδαίο από φόβο μήπως τυχόν βρεθεί κι αυτός κάποτε σε παρόμοια κατάσταση. Η αγάπη του ήταν ανιδιοτελής, γι' αυτό και ήταν αληθινή.
"Πλησίον" δεν είναι αυτός μόνον που μας ανταποδίδει την αγάπη του. Δεν είναι μόνον ο φίλος, ο συγγενής. "Πλησίον" είναι ο κάθε άνθρωπος που ζει σε τούτο τον πλανήτη. Είναι ο αλλοδαπός, ο αλλοεθνής, ο αλλόθρησκος, ο διαφορετικός από εμάς, αυτός που μας θεωρεί εχθρούς, αυτός που μας υβρίζει, που μας πολεμάει, μας καταδιώκει, όχι μόνο αυτός που μας εκδηλώνει την αγάπη του, αλλά και ο συγχωριανός, ο συμπολίτης μας, ο ομοεθνής μας αλλά και ο εχθρός μας.
Πολλές φορές βρισκόμαστε στη θέση να εκδηλώσουμε το ενδιαφέρον μας για κάποιους συνανθρώπους μας που υποφέρουν. Όμως δυστυχώς προϋπολογίζουμε το κόστος της αγάπης που πρέπει να δείξουμε. Κάνουμε το καλό περιμένοντας να μας κάνουν καλό. Ενδιαφερόμαστε για τον πλησίον, μόνον όταν έχουμε κάποιο κέρδος, κάποιο συμφέρον. Μιλούμε για αγάπη και μένουμε στα λόγια. Προχωρούμε στα έργα, όταν ξέρουμε από πριν τι θα κερδίσουμε. Βάζουμε στη ζυγαριά από την μια μεριά την αγάπη και από την άλλη το χρήμα. Δυσανασχετούμε, όταν η ζυγαριά γέρνει προς την μεριά της αγάπης και περιμένουμε το χρήμα να φέρει τα ζύγια σε ισορροπία.
Αλήθεια, αδελφοί μου! Εμείς τι ανταποδίδουμε στον Θεό για την αγάπη του; Πόσα άραγε του οφείλουμε για τις καθημερινές του δωρεές; Μήπως είμαστε ιδιοτελείς στην αγάπη προς τον πλησίον και ταυτόχρονα ανιδιοτελείς προς την αγάπη που μας δείχνουν; Μήπως χρησιμοποιούμε δύο μέτρα και δύο σταθμά; Μήπως θέλουμε οι άλλοι να γίνονται οι καλοί Σαμαρείτες στις ανάγκες μας, χωρίς εμείς να γινόμαστε οι καλοί Σαμαρείτες στις ανάγκες των άλλων; Μήπως περιμένουμε ανταπόδοση της καλοσύνης μας, χωρίς να ανταποδίδουμε την καλοσύνη που μας κάνουν οι άλλοι;
"Πορεύεου και σε ποίει ομοίως" μας προτάσσει ο Ιησούς. Οφείλουμε λοιπόν, αδελφοί μου, να πορευθούμε και να ομοιάσουμε τον καλό και μακαριστό εκείνο Σαμαρείτη, χωρίς να περιμένουμε από τους άλλους να κάνουν το πρώτο βήμα και να μας αγαπήσουν πρώτα αυτοί. Αμήν.


Από το εξαιρετικό βιβλίο "ΕΓΩ ΔΕ ΛΕΓΩ ΥΜΙΝ" ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟ-ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟ-ΟΜΙΛΙΕΣ
Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή
http://www.egolpion.com/samareitis_lemontzis.el.aspx

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2012

Γιατί υπάρχει πόνος και θλίψεις;

πηγή


    Γιατί όμως υπάρχει ο πόνος στη ζωή των ανθρώπων; Ποια είναι η θεο­λογία του πόνου;

Σύμφωνα με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας η αμαρτία δεν ταυτίζεται με τη φύση τού ανθρώπου αλλά ούτε και περιορίζεται απλώς σε ηθικό επίπεδο. Εξαιτίας της πτώσης τού ανθρώπου επήλθε μία οντολογική αλλαγή στην ανθρώπινη ύπαρξη. Τα συμπτώματα της παράβασης στην ανθρώπινη φύση που εμφανίστηκαν αρχικά στους πρωτόπλαστους, δηλαδή η φθορά και ο θάνατος, κληρονομήθηκαν στη συνέχεια σε όλο το ανθρώπινο γένος. Ο Κύριλλος αναφέρει χαρακτηριστικά: « Νενόσηκεν ούν η φύσις την αμαρτίαν δια της παρακοής τον ενός, τουτέστιν Αδάμ, ούτως αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ούχ ως τω Αδάμ συμπαραβεβηκότες, ου γαρ ήσαν πώποτε, άλλως της εκείνου φύσεως όντες της υπό νόμον πεσούσης τον της αμαρτίας...ηρρώστησεν η ανθρωπινή φύσις εν Αδάμ, δια της παρακοής την φθοράν, εισέδυτε ούτως αυτήν τα πάθη»447. Αυτή η νόσος βαραίνει όλο το ανθρώπινο γένος όπως ακριβώς εάν το φυτό πάθει κάποια ζημία στη ρίζα αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ξεραθεί όλο, κατά τον ίδιο τρόπο η παρακοή και η απομάκρυνση τού προπάτορα Αδάμ από το Θεό επέφερε μία οντολο­γική αλλοίωση στη φύση τού ανθρώπου, τη φθορά και την ασθένεια. Ο αμαρτωλός είναι ασθενής και η ασθένεια δεν τιμωρείται αλλά θεραπεύεται448. Αυτή τη θεραπεία την πρόσφερε ο Χριστός στον κόσμο.

Ο Μέγας Βασίλειος αναφερόμενος στο θέμα αυτό λέγει: «Η ασθένεια δεν είναι δημιούργημα τού Θεού. Ο άνθρωπος και όλα τα ζώα πλάσθηκαν με την πρέπουσα κατασκευή, κατά φύσιν, και ο Θεός τα έφερε στην ζωή πλήρη και αρτιμελή. Όταν όμως παρεκτράπηκαν από την φυσική τους κατάσταση, αρρώστησαν». Το ίδιο συμπεραίνει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Οι αρρώστιες προέρχονται από την προγονική αμαρτία. Εξαι­τίας της ενδυθήκαμε αυτό το ασθενές και θνητό και πολύπαθο σώμα. Η αρρώστια είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας ανώμαλος και απότομος δρόμος, στον οποίο η αμαρτία εισήγαγε το ανθρώπινο γένος, και τού οποίου ο τελευταίος σταθμός είναι ο θάνατος». Η προπατορική αμαρτία έφερε στον κόσμο την φθορά, τις σωματικές ασθένειες και τον ίδιο τον θάνατο. Το γεγο­νός ότι οι άνθρωποι είμαστε ευάλωτοι στην φθορά, στον πόνο και στις αρρώστιες, οφείλεται στην αμαρτία των πρωτοπλάστων. Στην συνέχεια η αμαρτία πλήθυνε και οι ασθένειες πολλαπλασιάσθηκαν449. Ο θάνατος θέτει τέρμα στο κακό, που αλλιώς θα ήταν αθάνατο επί της γης450.

Ο πόνος και η ασθένεια ως παιδαγωγία

  Οι δοκιμασίες, οι πειρασμοί, οι πόνοι των ασθενειών δεν είναι αποτέλε­σμα ενός τιμωρού Θεού, που τέτοιος δεν υπάρχει, αλλά παιδαγωγικές επι­σκέψεις μυστικής και μεγαλειώδους αγάπης, που αποτελούν καταπληκτικές ευκαιρίες καλλιέργειας, ωρίμανσης, ευαισθητοποιήσεως και μετανοίας και σωτήριες αφορμές εξαγιασμού451.

Ο πόνος είναι παιδαγωγία. Σύμφωνα με τον αρχιμανδρίτη Σωφρό­νιο: Ο Κύριος ενίοτε εγκαταλείπει την ψυχήν ίνα δοκιμάση αυτήν ίνα δείξη η ψυχή την σύνεσιν και την προαίρεσιν αυτής εάν όμως ο άνθρωπος δεν βιάζη εαυτόν εις το έργον της ασκήσεως τότε η χάρις εγκαταλείπει αυτόν εάν όμως δεικνύη προαίρεσιν η χάρις θα αγαπήση αυτόν και πλέον δεν θα εγκαταλείπη αυτόν»452. Αναφέρει ο Ιερός Χρυσόστομος : «Επεί και ο μακά­ριος Ιώβ έπαθε μεν άπερ έπαθε συγχωρήσαντος τού Θεού, έφερε δε αυτώ τους στεφάνους ου το παθείν μόνον, αλλά και το γενναίως προς άπαντα στήναι τα δεινά και θαυμάζομεν αυτόν άπαντες, ουκ επειδή πάντων αυτόν απεστέρησεν ο διάβολος. Αλλ’ επειδή εν πάσι τούτοις ούν ήμαρτεν, ουδέ εν τοις χείλεσιν αυτού»453.

«Το βάθος των παθημάτων τού Χριστού είναι ανεξιχνίαστον. Καθιστά­μενοι κοινωνοί των παθημάτων Αυτού λαμβάνομεν την δυνατότητα της γνώσεως τού ύψους τού περί ημών Θείου σχεδίου και της αποκτήσεως της τελείας αγάπης. Μετά τον θάνατον ημών τα παθήματα παύουν να είναι θανατηφόρα, ως τούτο συμβαίνει εις την επίγειον ημών «σύστασιν»: Δεν θα δυνηθούν πλέον ταύτα να προξενήσουν απώλειαν της νέας ζωής, ήτις αφθόνως εδωρήθη εις ημάς ως αναφαίρετος κληρονομιά. Το πνεύμα τού ανθρώπου κατέχει την ικανότητα να συλλυπήται μετά πάντων των εστερημένων της δόξης τού Θεού -αληθώς συμπάσχη-, αλλά τούτο θα είναι μόνον ως πολυμερής εκδήλωσις της τα πάντα περιπτυσσομένης αγάπης: Ο θάνατος δεν κυριεύει των εν Χριστώ σεσωσμένων. Ενταύθα επί της γης, οι πνευμα­τικοί άνδρες οδηγούν ημάς μέχρι των πρόθυρων τού θανάτου- συχνάκις όμως ως απάντησις εις την προσευχήν κατέρχεται εφ ημάς η δύναμις της χάριτος και επανορθοί τα ει κατεστραμμένα. Ενίοτε μάλιστα πληθύνει αυτή την εν ημίν ενέργειαν ζωής. Εάν ήμεθα ικανοί, έστω και εις μικρόν βαθμόν, να διεισδύσωμεν εις την άμετρον θλίψιν454 της Θεομήτορος παρά τω σταυρώ, θα εγίνετο εις ημάς εμφανές ότι άνευ της Άνωθεν συνεργίας θα ήτο αδύνατον δια το γήϊνον σώμα να υπομείνη τοιαύτην θλίψιν. Η αγάπη όμως τού Πνεύματος τού Αγίου, διαμένουσα εν Αυτή από της ημέρας τού Ευαγ­γελισμού, υπερενίκησε τον θανάσιμον πόνον Αυτής: Παρέμεινε ζώσα, είδε τον Αναστάντα Υιόν Αυτής αναλαμβανόμενον εις τον ουρανόν και το Πνεύμα το Άγιον το αποσταλέν παρά τού Πατρός εις την δια τού Αίματος Αυτού γεννηθείσαν Εκκλησίαν» αναφέρει ο γέροντας Σωφρόνιος455.

Ο Θεός είναι αγάπη, και οι τρόποι της παιδαγωγίας Του προς τον άνθρωπο είναι θαυμαστοί και ανεξερεύνητοι. Ο γέροντας Παΐσιος έδωσε μία παραστατική εικόνα, όταν τον ρώτησαν, γιατί ο Θεός σε μερικούς ανθρώπους δίνει πολλές δοκιμασίες, ενώ σε άλλους δεν δίνει: «Τι λέγει η Αγία Γραφή; Ον αγαπά Κύριος παιδεύει, (δηλαδή, εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί με θλίψεις). Ένας πατέρας έχει λ.χ. οκτώ παιδιά. Τα πέντε μένουν στο σπίτι, κοντά στον πατέρα τους, και τα τρία φεύγουν μακριά του και δεν τον σκέφτονται. Σ' αυτά που μένουν κοντά του, αν κάνουν καμμιά αταξία, τους τραβάει το αυτί, τους δίνει κανένα σκαμπιλάκι ή αν είναι φρόνιμα τα χαϊδεύει, τους δίνει και καμμιά σοκολάτα. Ενώ αυτά που είναι μακριά, ούτε χάδι ούτε σκαμπίλι έχουν. Έτσι κάνει και ο Θεός. Τους ανθρώπους που είναι κοντά Του και έχουν καλή διάθεση, αν σφάλουν λίγο, τους δίνει ένα σκαμπιλάκι και εξοφλούν ή, αν τους δώση περισσότερα σκαμπίλια, αποταμιεύουν. Σ' εκείνους πάλι που είναι μακριά τους δίνει χρόνια για να μετανοήσουν»456.

Η πνευματική λογική μας διδάσκει, πως οι αρρώστιες και γενικά οι θλί­ψεις, που μας στέλνει ο Θεός, είναι μέσα έκφρασης τού ελέους Του και της ευσπλαχνίας Του για μας. Όπως τα πικρά φάρμακα τους αρρώστους τους ωφελούν πιό πολύ από τα γλυκίσματα, έτσι και αυτές βοηθούν εκείνους που τις υπομένουν στη σωτηρία και στην αιώνια ευτυχία πιο πολύ από τα θαύ­ματα! Συχνά, πολύ συχνά, μια ασθένεια είναι πιο μεγάλη ευεργεσία από ένα θαύμα! Η αρρώστια είναι τόσο ουσιώδης ευεργεσία, ώστε η απαλλαγή μας από αυτή (έστω και με θαύμα!) να μας βλάπτει, αφού αφαιρεί ένα πιο μεγά­λο αγαθό, ένα αγαθό που με κανένα τρόπο δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρόσκαιρο αγαθό, που μας προσφέρει με θαύμα η θεραπεία μας από κάποια αρρώστια457. Αναφέρει ο γέροντας Σωφρόνιος: «Εάν αι ρίζαι δεν εισέδυον εις τα σκοτεινά έγκατα της γης -ίσως τοσούτον βαθέως, όσον υψούται και η κορυφή-, εάν ο όγκος των ριζών και η ισχύς αυτών δεν ανταπεκρίνοντο εις τον όγκον και το βάρος τού ορατού τμήματος τού δένδρου, τότε δεν θα ηδύναντο αύται ούτε να τρέφουν, ούτε να στηρίζουν το δένδρο- και ασθενής τις άνεμος θα ανέτρεπεν αυτό. ...Η κίνησις προς τα κάτω, προς το σκότος τα εξώτερον, είναι απαραίτητος εις πάντας ημάς, ίνα παραμείνωμεν σταθεροί εν τω πνεύματι της αυθεντικής χριστιανικής ζωής. Τούτο εκφράζεται εν τη συνεχεί μνήμη της εξ αρχής μηδαμινότητος ημών δια της πλέον αυστηράς αυτομεμψίας εις πάντα. Και όσον βαθύτερον ταπεινούται ο άνθρωπος δια της αυτοκαταδίκης, τοσούτον μάλλον υψούται υπό τού Θεού»458.

Σε ερώτηση μιας μοναχής γιατί ο κόσμος υποφέρει σήμερα τόσο πολύ, ο γέροντας Παΐσιος ανέφερε τα εξής : «Από την αγάπη τού Θεού! Εσύ σαν μοναχή σηκώνεσαι το πρωί, κάνεις τον κανόνα σου, κάνεις κομποσχοίνια, μετάνοιες κ.λπ. Για τους κοσμικούς οι δυσκολίες που περνούν είναι ο κανό­νας τους, οπότε εξαγνίζονται μ' αυτές. Τους κάνουν μεγαλύτερο καλό από την κοσμική καλοπέραση, η οποία δεν τους βοηθάει ούτε να πλησιάσουν στον Θεό, ούτε να αποταμιεύσουν μισθό ουράνιο. Γι’ αυτό πρέπει να τις δέχονται ως δώρα από τον Θεό. Ο Καλός Θεός με τις δοκιμασίες παιδαγωγεί σαν καλός Πατέρας τα παιδιά Του, από αγάπη, από θεία καλωσύνη, και όχι από κακότητα ούτε από κοσμική, νομική, δικαιοσύνη, γιατί θέλει να επιστρέψουν κοντά Του. Επειδή δηλαδή θέλει να σώσει τα πλάσματα Του και να κληρονομήσουν την ουράνια Βασιλεία Του, επιτρέπει τις δοκιμασίες, για να παλέψει ο άνθρωπος, να αγωνισθεί και να δώσει εξετάσεις στην υπομονή στους πόνους, ώστε να μην μπορεί να Τού πει ο διάβολος: «Πως τον ανταμείβεις αυτόν ή πως τον σώζεις, αφού δεν κοπίασε;». Τον Θεό δεν Τον ενδιαφέρει αυτή η ζωή, αλλά η άλλη. Πρώτα μας φροντίζει για την άλλη ζωή και ύστερα γι αυτήν»459.

Ο πτωχός Λάζαρος, για τον οποίο μιλάει το Ευαγγέλιο, δεν θεραπεύθη­κε ποτέ από την βαριά αρρώστια του, ούτε απηλλάγη από τη φτώχεια του. Πέθανε στην ταλαίπωρη εκείνη κατάσταση, στην οποία βασανιζόταν τόσα χρόνια. Όμως, λόγω της υπομονής του, οι άγγελοι τον επήραν και τον επή­γαν στην αγκαλιά του Αβραάμ. Η αγία Γραφή μας λέγει ολοκάθαρα, πως ο Θεός σε κείνους που αγαπάει στέλνει πολλές πίκρες, και κυρίως αρρώστιες σωματικές. Σε κάθε της σελίδα η αγία Γραφή μας λέγει, ότι όλοι ανεξαιρέ­τως οι άγιοι πέρασαν την επί γης ζωή τους βαδίζοντες την οδό την στενή και τεθλιμμένη, που είναι γεμάτη θλίψεις, πίκρες, στερήσεις460.

Συμβουλεύει ο μακαριστός γέροντας Παΐσιος: «Όταν έχουμε κάποια αναπηρία, αν κάνουμε υπομονή και δεν γκρινιάζουμε, τότε έχουμε μεγαλύ­τερο μισθό. Γιατί όλοι οι ανάπηροι αποταμιεύουν. Ένας κουφός από το αυτί, ένας τυφλός από το τυφλό μάτι, ένας κουτσός από το κουτσό πόδι. Είναι μεγάλη υπόθεση! Αν κάνουν και λίγο αγώνα κατά των ψυχικών παθών, θα έχουν να λάβουν και στεφάνια από τον Θεό. Βλέπεις, οι ανάπη­ροι πολέμου παίρνουν σύνταξη, παίρνουν και παράσημα. Όποιος έχει ομορφιά, λεβεντιά, υγεία, και δεν αγωνίζεται να κόψη τα ελαττώματά του, θα τού πει ο Θεός: «Απήλαυσες στην ζωή σου τα αγαθά σου, την λεβεντιά σου! Τι σου χρωστώ τώρα; Τίποτε». Ενώ όποιος έχει μία αναπηρία -είτε έτσι γεννήθηκε, είτε την κληρονόμησε από τους γονείς του, είτε την απέ­κτησε αργότερα-, πρέπει να χαίρεται, γιατί έχει να λάβει στην άλλη ζωή. Όταν μάλιστα δεν έχει φταίξει, θα έχει καθαρό ουράνιο μισθό, χωρίς κρα­τήσεις. Δεν είναι μικρό πράγμα μία ολόκληρη ζωή να μην μπορεί κάποιος λ.χ. να απλώσει το πόδι του, να μην μπορεί να καθήσει, να μην μπορεί να κάνη μετάνοιες κ.λπ. Στην άλλη ζωή ο Θεός θα τού πη: «Έλα, παιδί μου, κάθησε πια αιώνια άνετα σ’ αυτήν την πολυθρόνα». Γι’ αυτό λέω, χίλιες φορές να είχα γεννηθεί καθυστερημένος διανοητικά, τυφλός, κουφός, γιατί θα είχα να λάβω τότε από τον Θεό. Οι ανάπηροι, εάν δεν γογγύζουν, αλλά δοξολογούν ταπεινά τον Θεό και ζουν κοντά Του, θα έχουν την καλύτερη θέση στον Παράδεισο. Ο Θεός θα τους κατατάξει με τους Ομολογητές και τους Μάρτυρες, που έδωσαν για την αγάπη τού Χριστού τα χέρια και τα πόδια τους, και τώρα στον Παράδεισο φιλούν με ευλάβεια συνέχεια τα πόδια και τα χέρια τού Χριστού»461.

Ο γέροντας Σωφρόνιος αναφέρει τα εξής: «Μερικές φορές οι δοκιμασίες και οι δυσκολίες που μας συμβαίνουν μας βάζουν στη θέση ενός ταξιδιώτη που ξαφνικά βρίσκει τον εαυτό του στο χείλος της αβύσσου, από το οποίο είναι αδύνατο να επιστρέψει. Η άβυσσος είναι το σκότος της άγνοιας και ο φόβος της αιχμαλωσίας από το θάνατο. Μόνο η ενέργεια της αγιασμένης απελπισίας θα μας κάνει ικανούς να τα υπερπηδήσουμε. Αφού πεισθούμε από κάποια μυστηριώδη δύναμη, ριχνόμαστε στο άγνωστο επικαλούμενοι το όνομα τού Κυρίου. Και τι συμβαίνει; Αντί να σπάσουμε το κεφάλι μας στους βράχους, αισθανόμαστε ένα αόρατο χέρι να μας οδηγεί ευγενικά και να σωζόμαστε. Το να ρίχτουμε στο άγνωστο σημαίνει εμπιστοσύνη στο Θεό. Απελπισμένοι από τους ισχυρούς της γης, αρχίζουμε να ερευνούμε για μία νέα ζωή, στην οποία η πρώτη θέση δίνεται στο Χριστό»461.

Ο Ιερός Χρυσόστομος μας βοήθα να τοποθετηθούμε σωστά απέναντι στην δοκιμασία της ασθενείας, στην ιατρική αυτή τού Θεού: «Ας μην δυσα­νασχετούμε, ούτε να δειλιάζουμε όταν μας συμβεί κάτι απροσδόκητο, αλλά ας αφήνουμε Αυτόν που τα γνωρίζει καλά αυτά, να δοκιμάζει στην φωτιά την ψυχή μας, όσο καιρό θέλει. Διότι αυτό το κάνει για το συμφέρον και την ωφέλεια των δοκιμαζόμενων. Ένας γιατρός είναι γιατρός όχι μόνον όταν λούζει και τρέφει τον άρρωστο αλλά και όταν καυτηριάζει και κόβει. Γνω­ρίζοντας λοιπόν ότι ο Θεός είναι περισσότερο φιλόστοργος από όλους τους γιατρούς, μην εξετάζεις με περιέργεια, ούτε να ζητάς από Αυτόν λόγο για την θεραπεία»463.

Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε άρρωστο φίλο του: «Να φιλοσοφείς την αρρώστια... και να την θεωρείς παιδαγωγία για το συμφέρον σου... Άφησε το σώμα να πάσχει τα δικά του, αφού οπωσδήποτε, ή τώρα ή αργότερα, θα διαλυθεί σύμφωνα με τον φυσικό νόμο. Την ψυχή όμως κράτα την ψηλά, και με τους λογισμούς να βρίσκεσαι μαζί με τον Θεό». Ο ίδιος Άγιος, αναφερόμενος στην δική του περίπτωση, γράφει: «Πονώ στην αρρώ­στια μου, αλλά χαίρομαι». Η χαρά αυτή είναι η χαρά τού Χριστού που γεμί­ζει την ψυχή τού δοκιμαζόμενου πιστού γι' αυτό είναι ανεξήγητη για τον άνθρωπο που δεν πιστεύει στον Χριστό464.

Όταν ο πιστός βλέπει την ασθένειά του με καλό λογισμό, παίρνει πνευ­ματική δύναμη. Βλέπει π.χ. σε πόσο χειρότερη θέση βρίσκονται άλλοι ασθε­νείς, και νοιώθει να αλαφρώνει το βάρος της δικής του ασθενείας. Βλέπει με πόση καρτερία αντιμετωπίζουν άλλοι την ασθένεια τους και παραδειγματίζεται. Φέρνει στον νου του τα πάθη τού Χριστού και το μέγεθος της θείας αγάπης, και συντρίβεται. Χαρακτηριστική είναι η ευχή τού γέροντος Παϊσίου σε ασθενή: «Καλή υπομονή. Εύχομαι ο Χριστός να σου αυξάνει την αγάπη Του, για να ξεχνιέται ο πόνος σου». Για την αντιμετώπιση των ασθενειών έλεγε επιγραμματικά: «Ο πνευματικά υγιής γλεντά την αρρώ­στια του. Ο άρρωστος (πνευματικά), υποφέρει»!465

Οι Άγιοι όχι μόνο χαίρονται στην αρρώστια τους, αλλά, επειδή γνωρί­ζουν την ωφέλεια που προξενείτε από αυτήν, ανησυχούν όταν μένουν πολύ καιρό υγιείς! Διαβάζουμε στο Γεροντικό: Ήταν ένας Γέροντας που συνεχώς κακοπαθούσε και αρρώσταινε. Κάποτε λοιπόν πέρασε έναν ολόκληρο χρόνο χωρίς να πάθει κακό, και γι' αυτό στενοχωριόταν υπερβολικά και έκλαιγε, λέγοντας: «Μ' εγκατέλειψε ο Θεός και δεν μ’ επισκέφθηκε!»466



447. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους επιστολή, Ρ. 74, 788-789. Το αίτημα για μετάνοια αποτελεί διαχρονικό εξαιτίας της συνεχιζόμενης παρουσίας της αμαρτίας στον κόσμο. Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος αναφέρει: «εν τω παραδείσω ο άνθρωπος μεμεθυσμένος εκ της θανατηφόρου ηδονής της εωσφορικής αυτοθεώσεως, εγένετο παράφρων και δέσμιος του άδου. Εστραμμένος προς εαυτόν ως προς κέντρον, θάττον ή βράδιον θα πρόσκρουση εις το καταθληπτικόν κενόν, εκ τού οποίου εκάλεσεν ημάς ο Δημιουργός εις την ζωήν. Όταν δε ο άνθρωπος στραφή προς τα έξω εις αναζήτησιν αντισταθμίσματος τινός εν τω περιβάλλοντι αυτόν κόσμω, υπόκειται εις παντός είδους διαστροφήν και δύναται ν' αποβή ικανός δι' οιονδήποτε έγκλημα...εκτός Χριστού, άνευ τού Χριστού, δεν υπάρχει λύσις εις την τραγωδίαν της επιγείου ιστορίας της ανθρωπότητος. Η γήϊνη ατμόσφαιρα αποπνέει οσμήν αίματος. Η οικουμένη τρέφεται καθ' εκάστην δι' ειδήσεων περί φόνων ή βασανισμών των ηττηθέντων εις αδελφοκτόνους συγκρούσεις. Τα μέλανα νέφη τού μίσους καλύπτουν από των οφθαλμών ημών το Ουράνιον Φως. Οι άνθρωποι μόνοι δημιουργούν δι' εαυτούς την κόλασιν αυτών. Άνευ της ολοκληρωτικής αλλαγής ημών δια της μετανοίας, δεν θα επέλθη η λύτρωσις τού κόσμου». Βλ. Οψόμεθα τον Θεόν,σ.47.

448. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις την προς Ρωμαίους, PG 74,785: «Επιτρέχοντος τού θανάτου καθ' ομοιότητα την Αδάμ το εξ αυτού παν γένος, ώσπερ φυτού παθόντος βλάβος εις ρίζαν, πάσα πως ανάγκη τους εξ αυτού γεγονότος μαραίνεσθαι κλώνας».

449 Ιερομόναχου π. Γρηγορίου, Οι ασθένειες και ο πιστός, στο www.alopsis.gr.

450 Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ο πόνος στη ζωή μας, στο ΈΚΦΡΑΣΗ τ. 94, (www.alopsis.gr).

451 Μοναχού Μωυσέως, Ο Άγιος πόνος, σ.40.

452 Αρχ.Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σ.312.

453. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Προς Σταγείριον, PG 47,463.

454. Αρχιμ.Σωφρονίου, Περί Προσευχής,σ.227.

455. Αρχ.Σωφρονίου, Η ζωή του ζωή μου, σ.36.

456. Ι ερομόναχου π. Γρηγορίου, Οι ασθένειες και ο πιστός, στο www. alopsis.gr.

457. Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Θαύματα και Σημεία, σ. 15-21.

458. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Αναφορά στη θεολογία τού γέροντα Σωφρονίου, σ. 121.

459. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτον, Λόγοι, τ. Δ', Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή.

460. Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, Θαύματα και Σημεία. 15-21.

461. Γέροντος Παϊσίου  Αγιορείτου, Λόγοι, τ.Δ', Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή

462. Αρχ.Σωφρονίου, Η ζωή τού ζωή μου, σ.82.

--------------------------------


ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΛΙΨΕΙΣ;

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΚΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΣΤΗ ΖΩΗ

ΑΡΧΙΜ. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΛΕΜΟΝΤΖΗ ΔΡ.Θ

Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας  

Sourse: http

Πέμπτη, Αυγούστου 02, 2012

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ.Θ



Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή Δρ.Θ
Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας

«Υπάρχει ένας νοητός πόλεμος που γίνεται μέσα μας, που είναι πιο φοβερός από τον αισθητό πόλεμο» (Όσιος Φιλόθεος ο Σιναΐτης)266.
«Η ψυχή έχει περιτειχιστεί και περιφραχτεί και δεθεί με τις αλυσίδες του σκότους από τα πνεύματα της πονηρίας» (Όσιος Φιλόθεος ο Σιναΐτης)267.
«Θα πρέπει να θεωρείς πως καθετί που συναντάς στην πορεία σου, μικρό ή μεγάλο, το στέλνει ο Θεός για να σε βοηθήσει στον αγώνα σου. Μονάχα αυτός γνωρίζει ότι σου είναι ωφέλιμο και ότι χρειάζεσαι σε κάθε περίσταση: επιτυχίες, αναποδιές, πειρασμούς, πτώσεις. Τίποτε δε συμβαίνει τυχαία και χωρίς να αποτελεί πολύτιμη ευκαιρία να διδαχτείς από αυτό. Πρέπει να το αποσαφηνίσεις καλά μέσα σου αυτό, γιατί έτσι μεγαλώνει η εμπιστοσύνη σου στον Κύ­ριο που αποφάσισες να ακολουθήσεις» (Tito Colliander)268.
Όπως φανερώνει και το όνομα τού διαβόλου, κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι δια-βάλλει, χωρίζει, κομ­ματιάζει αντί να ενώσει, καταστρέφει τα πάντα, αντί να δημιουργήσει. Στα ελληνικά οι λέξεις «σύμβολο» και «διάβολος» προέρχονται από την ίδια ρίζα, αλλά εκφράζουν αντίθετες πραγματικότητες. Ο διάβολος (διά-βάλλω) είναι εκείνος που διαιρεί, που χωρίζει, κό­βει κάθε επικοινωνία και κατεβάζει το ον στην εσχάτη μοναξιά. Αντίθετα, το σύμβολον (συν-βάλλω) συνδέει, κατασκευάζει μια γέφυρα, αποκαθιστά την επικοινω­νία. Ο διάβολος χωρίστηκε από το Θεό και χωρίζει τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής του το Θεό. Χωρίζει μέσω της αμαρτίας γιατί ο διάβολος είναι ο εφευρέτης της αμαρτίας, ο πρώτος που αμάρτησε υπερηφανευόμενος ότι θα ξεπεράσει το Θεό, εμπιστευόμενος τον εαυτό του, όπως λέγει ο προφήτης Ησαΐας: «αναβήσομαι επάνω των νεφών, έσομαι όμοιος τω Υψίστω» (Ης. 14,14). Η ανταρσία του Εωσφόρου έναντι του Θεού είναι η πρώτη φορά που η ελευθερία ενός λο­γικού δημιουργήματος έδωσε αρνητική απάντηση στη Θεία κλήση για αγιασμό και στράφηκε προς το κακό. Εφόσον ο διάβολος ή αλλιώς ο Εωσφόρος είναι κτι­στό ον, δημιούργημα τού Θεού κατά συνέπεια δεν έχει δική του πηγή ζωής, το παν το δανείζεται από το Θεό αλλά το εκφυλίζει, το παραμορφώνει.
«Απ’ αρχής ο διάβολος αμαρτάνει» (Α’ Ιωάν. 3,8) και παρασύρει όλη την ανθρωπότητα στην αμαρτία (Β’ Κορ. 11,3). Ο διάβολος είναι ο αρχέγονος εχθρός του ανθρώπου, ο οποίος με τη δική του θέληση καταπολε­μεί τα έργα του Θεού δείχνοντας τη μισόθεη διάθεσή του. Ο σατανάς είναι ο αντίπαλος τού έργου τού Χριστού  (Ρωμ. 16,20) είναι αυτός που εκμεταλλεύεται την αμαρτωλή διάθεση τού ανθρώπου και τον εξουσιάζει (Α’ Κορ. 5,5) που μετασχηματίζεται σε άγγελο τού φωτός για να παραπλανήσει τους ανθρώπους (Β’ Κορ. 11,14). Καταστρέφει και κενώνει τα πάντα, μπαίνει με την ύβρη, την οίηση και την πλάνη στην ιστορία, ως ανθρωποκτόνος και θεοκτόνος, ως η απάτη και το ψέμα τού μηδενός, ως το παράσιτο που παρωδεί και περιπαίζει τη δημιουργία και τον άνθρωπο271.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ  ΒΙΒΛΙΟ
«ΑΜΑΡΤΙΑ: ΕΝΟΧΗ Ή ΠΕΝΘΟΣ;»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...