Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Παύλος Δημητρακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Παύλος Δημητρακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιουλίου 05, 2013

Ο «Κολοφών των κακών» - Περί ομοφυλοφιλίας



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Εν Πειραιεί τη 5η Ιουλίου 2013
Ο «Κολοφών των κακών» (Ιερός Χρυσόστομος)
 Με πολλή ανησυχία και θλίψη παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό μια καταιγιστική επέλαση του πάθους της ομοφυλοφιλίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Διαπιστώνουμε μια απρόσμενη συμπάθεια προς αυτή, από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και μια προκλητική αποδοχή από τις κυβερνήσεις των κρατών, επιχειρώντας να την νομιμοποιήσουν και να την καθιερώσουν, όχι μόνο ως νόμιμη, αλλά και ως φυσική επιλογή. 
Για να «χρυσώσουν το χάπι» έπαψαν πλέον να την χαρακτηρίζουν ως σεξουαλική διαστροφή και την ονομάζουν «διαφορετικότητα»! Σε πολλές χώρες, όπως στη Γαλλία, έχουν αναγάγει τη σχέση μεταξύ των ομοφύλων ατόμων σε νομική σχέση «γάμου» με όλα τα δικαιώματα του γάμου μεταξύ των ετεροφυλικών ατόμων. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, δίνονται περισσότερα δικαιώματα στους «γάμους» των ομοφυλοφίλων. Αναφέρουμε για παράδειγμα πρόσφατη απόφαση του Πολεμικού Ναυτικού των Η.Π.Α. η οποία δίνει σκανδαλώδεις διευκολύνσεις και προνόμια σε ζευγάρια ομοφυλοφίλων στρατιωτικών, σε σχέση με τα ετερόφυλα ζευγάρια! Στην Αγγλία η κατάσταση είναι ακόμη πιό τραγική. Η χώρα αυτή διαλύεται κυριολεκτικά από ηθική και πνευματική σήψη και μπορούμε να πούμε, ότι εδώ βρίσκει απόλυτη εφαρμογή το πασίγνωστο λεχθέν υπό του Ντοστογιέφσκι «χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται». Ο λαός της ήδη γεύεται τους πικρούς καρπούς της εδώ και δεκαετίες εφαρμοζομένης σεξουαλικής αγωγής, στην οποία κεντρική θέση κατέχει η διδασκαλία της ομοφυλοφιλίας από την ηλικία των 5 ετών στα σχολικά εκπαιδευτικά τους προγράμματα. Η χώρα καταρρέει θριαμβευτικά χωρίς μεταφυσική ελπίδα, χωρίς νόημα ζωής, προσπαθώντας να μπαζώσει τα υπαρξιακά της κενά, επιδιδόμενη στα λασπόλουτρα των ναρκωτικών, του άκρατου ηδονισμού και της εγληματικότητος. Αλλά πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν σ’ αυτή την χώρα χειροτονούνται επίσκοποι της δήθεν «Αγγλικανικής Εκκλησίας» ομοφυλόφιλοι και λεσβίες και νομιμοποιούνται έτσι οι ανθρώπινες διαστροφές; Και έρχονται σήμερα οι ημέτεροι θιασώτες του άκρατου προοδευτισμού με πρωτοπόρους τα κόμματα της αριστεράς και τους δημάρχους Αθηνών και Θεσσαλονίκης κυρίους  Καμίνη και Μπουτάρη, να μας παρουσιάσουν τα αγγλικά βοθρολύματα ως αξιομίμητα παραδείγματα προς μίμησιν, διοργανώνοντας Gay Pride, φεστιβάλ και παρελάσεις ομοφυλοφίλων. Ω της διαστροφής! Σε ποιό κατάντημα έφθασε η πατρίδα μας! Πως δεν έπεσε ακόμη φωτιά να μας κάψει, όπως κάποτε στα Σόδομα και τα Γόμορα; Τι να επισημάνει κανείς πρώτον και τι δεύτερον; Το γεγονός ότι οι παρά πάνω πρωτοπόροι έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το Ελληνικό Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 21, παράγραφος 1 προβλέπει ότι: «η οικογένεια είναι το θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους», καθ’ ότι «γάμος» μεταξύ προσώπων του αυτού φύλου και «συντήρησις» του Έθνους, είναι έννοιες αντιφατικές μεταξύ τους; Ή να θρηνήσει το γεγονός ότι η διοικούσα Εκκλησία, η πλειονότης των ιεραρχών μας, παρακολουθεί άφωνη και ουσιαστικά αδιάφορη τα γεγονότα, λες και έχουν παραλύσει τα ηθικά και πνευματικά αντανακλαστικά της, βλέποντας να διαπράττονται μπροστά στα μάτια της όλα αυτά τα αίσχη των φεστιβάλ και των παρελάσεων, ενώ θα έπρεπε να προχωρήσει σε δυναμικές κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια, αλλά και σε κάθε άλλο επιβαλλόμενο ποιμαντικό μέτρο;
Δεν έχουμε σκοπό, με το πόνημά μας αυτό, να στιγματίσουμε τα ανθρώπινα πρόσωπα, που έπεσαν στο πάθος της ομοφυλοφιλίας, ούτε να τους «ρίξουμε σε καμιά πυρά», όπως επιχειρούν κάποιοι να παρουσιάσουν την αντίθεση της Εκκλησίας μας στο φοβερό αυτό πάθος, όπως βέβαια και σε όλα τα πάθη, τα οποία απομακρύνουν τον άνθρωπο από τον Θεό και μπορούν να του στερήσουν την σωτηρία. Άλλωστε ο Ίδιος ο Θεός σέβεται απόλυτα την ανθρώπινη ελευθερία και τις όποιες επιλογές του ανθρωπίνου προσώπου. Σκοπός μας είναι να γνωστοποιήσουμε με πολλή συντομία στον πιστό λαό του Θεού την διδασκαλία της Εκκλησίας μας σχετικά με το πάθος αυτό και να επισημάνουμε στους αδελφούς μας, που έχουν αιχμαλωτιστεί από αυτό, τις ολέθριες συνέπειες που έχει στην πνευματική τους πορεία, και εν τέλει στην ίδια την σωτηρία τους. Να κάνουμε δε πατρική έκκληση σ’ αυτούς, να πάρουν την γενναία απόφαση, να αγωνιστούν με όλες τις δυνάμεις τους, με τα πνευματικά όπλα που τους προσφέρει η Εκκλησία, να αποτινάξουν το πάθος αυτό από πάνω τους. Βέβαια δεν είναι εύκολο, να ξεριζωθεί ένα πάθος. Απαιτεί σκληρό, και μερικές φορές αιματηρό αγώνα, μέχρι θανάτου. Για να είμαστε ακριβέστεροι, είναι αδύνατον ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις να ξεριζώσει πάθος. Αυτό είναι έργο μόνον της Θείας Χάριτος. Ωστόσο η Χάρις δεν ενεργεί, παρά μόνον υπό την προϋπόθεση, ότι και ο άνθρωπος θα αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις.
***
Όπως είναι γνωστό από την βιβλική διήγηση της Γενέσεως οι συζυγικές σχέσεις ανδρός και γυναικός αποτελούν μεταπτωτικό φαινόμενο. Ο «Αδάμ έγνω Εύαν την γυναίκα αυτού» (Γεν.4,1) αφού πλέον παρέβη την εντολή του Θεού  και εξεβλήθη του παραδείσου. Υιοθετούνται δε από τον Θεό οι σχέσεις αυτές ως οι μόνες κατά φύσιν ανθρώπινες σχέσεις, μέσα στους όρους της οικονομίας του Θεού και ως αντίδοτο τρόπον τινα του βιολογικού θανάτου, που ήταν αποτέλεσμα του πνευματικού θανάτου εξ αιτίας της αμαρτίας. Είναι λοιπόν προφανές, ότι συζυγικές σχέσεις ανδρός με άλλον άνδρα, ή γυναικός με άλλην γυναίκα αποτελούν μία παρά φύσιν κατάσταση, ένα είδος σεξουαλικής διαστροφής, ξένο και άγνωστο όχι μόνο στο αρχικό σχέδιο της δημιουργίας του ανθρώπου, αλλά και στο σχέδιο της οικονομίας του, μετά δηλαδή την πτώση των πρωτοπλάστων, αφού ήταν αδύνατον να υπάρξει μιά τέτοιου είδους σχέση στο πρώτο ανθρώπινο ζεύγος. Τούτο μαρτυρεί πέραν των άλλων η ίδια η οντολογία της κατασκευής του ανθρώπου. Η κατασκευή δηλαδή υπό του Θεού των γεννητικών οργάνων ανδρός και γυναικός αποτελούν τρόπον τινά ένα οδοδείκτη, που μας δείχνει ποιά είναι η κατά φύσιν σχέσις και ποιά η παρά φύσιν. Πέραν τούτου πουθενά στο ζωϊκό βασίλειο δεν συναντούμε μιά τέτοιου είδους παρά φύσιν σχέση, πράγμα το οποίον μαρτυρεί ξεκάθαρα, ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί θλιβερό «προνόμιο» μόνο των ανθρώπων, ως αποτέλεσμα αποκλειστικά μιάς διεστραμένης επιλογής και όχι ως οργανική πάθηση! Όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τα ζώα «ουκ οίδε τούτον τον έρωτα, αλλ’ έστηκεν είσω των της φύσεως όρων. Καν μυριάκις κοχλάζει, τους της φύσεως ουκ ανατρέπει νόμους».[1]
Την τελεία αποστροφή αλλά και την οργή του Θεού απέναντι στο πάθος αυτό εκδηλώνει ο Θεός για πρώτη φορά στους κατοίκους των Σοδόμων και Γομόρων, που είχαν γίνει διαβόητοι για τις πολλές αμαρτίες των, κυρίως όμως για το αμάρτημα της ομοφυλοφιλίας, σύμφωνα με την διήγηση της Γενέσεως (κεφ.19). Ο Θεός εξολοθρεύει τους κατοίκους των πόλεων αυτών, ρίχνοντας πύρ και θείον από τον ουρανό. Αργότερα, στη Μωσαϊκή Νομοθεσία, το πάθος αυτό χαρακτηρίζεται από τον Θεό ως βδέλυγμα: «Ος εάν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι. Θανάτω θανατούσθωσαν, ένοχοι εισίν» (Λευϊτ.20,13). Στην Καινή Διαθήκη ο απόστολος Παύλος στιγματίζει με τα μελανώτερα χρώματα στις επιστολές του την σεξουαλική αυτή διαστροφή: «αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως δε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες… οι τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν» (Ρωμ.1,26-32). Στην Α΄ προς Κορινθίους  επιστολή προσθέτει: «μη πλανάσθε· ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι, ούτε μοιχοί, ούτε μαλακοί, ούτε αρσενοκοίται, ούτε πλεονέκται, ούτε κλέπται, ούτε μέθυσοι, ου λοίδοροι, ουχ άρπαγες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι.  Και ταύτα τινές ήτε· αλλά απελούσασθε, αλλά ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών» (Α΄Κορ.6,9-11).
Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, ακολουθούντες την διδασκαλία της Αγίας Γραφής, στηλιτεύουν και αυτοί κατά παρόμοιο τρόπο το πάθος και υποδεικνύουν τον τρόπο της θεραπείας του. Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένους εξ’ αυτών: Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ονομάζει το πάθος αυτό «κολοφώνα των κακών».[2] Στην ερμηνεία της προς Ρωμαίους επιστολής το θεωρεί ασυγκρίτως χειρότερο από όλα τα άλλα πάθη: «Πάντα μεν ουν άτιμα τα πάθη, μάλιστα δε η κατά των αρρένων μανία, ότι την κατά φύσιν ατιμάσαντες επί την παρά φύσιν έδραμον. Δυσκολώτερα δε τα παρά φύσιν και αηδέστερα. Εσχάτης εστίν απωλείας δείγμα…Τούτους εγώ και ανδροφόνων χείρους είναι φημί…Και όπερ αν είποις αμάρτημα, ουδέν ίσον ερείς της παρανομίας ταύτης…Τοσούτον πορνείας χείρον εστίν, όσον ουδέ έστιν ειπείν ».[3] Παρά κάτω προσδιορίζει την αιτία του κακού: «Πόθεν η επίτασις της επιθυμίας ταύτης; Από της του Θεού εγκαταλείψεως. Η δε εγκατάλειψις του Θεού πόθεν; Από της των αφέντων αυτών ανομίας…Και γαρ το πλέον της αυτών ραθυμίας εστίν, ή και την επιθυμίαν ανήψε».[4] Κατά παρόμοιον τρόπον ομιλεί περί του πάθους αυτού και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας: «Ουδενός γαρ χρησίμου χάριν την φύσιν μετατιθέντες, ή ασελγείας ένεκεν, την θεόπλαστον και ανδροπρεπή μορφήν διαφθείρουσιν, εκουσίως πολλάκις, ή υπό άλλων υπομένειν αναγκαζόμενοι τούτο, ως λοιμοί της φύσεως και του γένους πολέμιοι και σπίλοι πολιτείας, και ζωής εφύβριστοι γίνονται…Ουδέν γαρ αληθώς μυσαρώτερον ή ακαθαρτώτερον των ούτω πορνευομένων τε και πορνευόντων».[5] Ο Μέγας Βασίλειος στον Ζ΄ Κανόνα του συγκαταριθμεί τους ομοφυλοφίλους με τους κτηνοβάτες, τους φονείς, τους φαρμακούς, τους μοιχούς και τους ειδωλολάτρες: «Αρρενοφθόροι και ζωοφθόροι και φονείς και μοιχοί και ειδωλολάτραι της αυτής καταδίκης εισίν ηξιωμένοι, ώστε όν έχεις επί των άλλων τύπον και επί τούτων φύλαξον».[6] Παρά κάτω στον ΞΒ΄ Κανόνα του ορίζει τον τρόπον της θεραπείας του πάθους με αποχή 15 χρόνων από την θεία κοινωνία: «Ο την ασχημοσύνην εν τοις άρρεσιν επιδεικνύμενος, τω χρόνω του εν τη μοιχεία παρανομούντος οικονομηθήσεται».[7] Τέλος ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, σχολιάζοντας τον παρά πάνω Ζ΄ Κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, λέγει ότι: «Τόσον δε φοβερόν πράγμα είναι η αρσενοκοιτία, καθώς στοχάζεται ένας διδάσκαλος, ώστε οπού ο ίδιος ο Θεός ηθέλησε να καταβή προσωπικώς διά να ιδή αν τη αληθεία ενεργήται τοιαύτη αμαρτία, ωσάν να μην επίστευε καλά αν ήτο δυνατόν να ευρεθή επάνω εις την γήν μία τοιαύτη τερατώδης κακία».[8]
Προβάλλουν κάποιοι τον ισχυρισμό πως η προσωπική ζωή του καθενός είναι απαραβίαστη και κατά συνέπεια το σώμα του καθενός του ανήκει και μπορεί να το χρησιμοποιήσει όπως θέλει. Ωστόσο τέτοιου είδους ισχυρισμούς μπορούν να προβάλλουν μόνον άθεοι και άπιστοι, ή οπαδοί άλλων θρησκευμάτων, που δεν είναι βαπτισμένοι και δεν αποτελούν μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Σ’ όλους αυτούς ο Θεός σέβεται την ελευθερία της βουλήσεώς των και τις όποιες επιλογές των και τους αφήνει να ζήσουν σύμφωνα με τις επιθυμίες και τα θελήματά των. Σε όσους όμως είναι βαπτισμένοι δεν ισχύει το ίδιο, διότι σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας μας το ανθρώπινο σώμα ως δημιούργημα του Θεού, ως ναός του Αγίου Πνεύματος (Β΄Κορ.6,16), αλλά και ως μέλος του σώματος του Χριστού (Α΄Κορ.6,15), δεν ανήκει στους εαυτούς μας αλλά στον Χριστό: «Ουκ εστέ εαυτών, ηγοράσθητε γαρ τιμής» (Α΄Κορ.6,19-20). Και επομένως δεν μπορούμε, να το χρησιμοποιούμε όπως θέλουμε και να το παραδίνουμε στην ακολασία και στην φθορά της αμαρτίας. Διαφορετικά «ει τις τον ναόν του Θεού φθείρει φθερεί  τούτον ο Θεός, ο γαρ ναός του Θεού άγιος εστίν, οίτινες εστέ υμείς» (Α΄Κορ.3,18). Μόνον μέσα στον ευλογημένο από τον Θεόν γάμο, ως ερωτική σχέση άρρενος και θήλεος, ή στην ευλογημένη από τον Θεό κατάσταση της Παρθενίας, στην οποία όμως υπάρχει άλλου είδους, πνευματικός γάμος, ο γάμος με τον επουράνιο νυμφίο Χριστό, βρίσκει ο άνθρωπος την εν Χριστώ ολοκλήρωση και θέωσή του και εν τέλει την σωτηρία του. Είναι ευνόητο ότι για την Εκκλησία μας και όχι μόνο γι’ Αυτήν, «τρίτο φύλο», transexual, εκτός του άνδρα και της γυναίκας, δεν υπάρχει. Αν κάποιοι πιστεύουν το αντίθετο, αυτό για την Εκκλησία μας αποτελεί φυσική διαστροφή. Και εφ’ όσον δεν υπάρχει «τρίτο φύλο», δεν υπάρχει, (δεν πρέπει να υπάρχει), ερωτική σχέση εκτός αυτής του άρρενος και του θήλεος.
Κατακλείοντες κάνουμε έκκληση προς τους αρμοδίους πολιτικούς φορείς και πάσης φύσεως κυβερνητικούς παράγοντες και τους καλούμε να αναλογισθούν αφ’ ενός μεν την αντισυνταγματικότητα μιάς ενδεχομένης διά νόμου αποδοχής και καθιερώσεως «γάμου» μεταξύ ομοφυλοφίλων και αφ’ ετέρου τις καταστρεπτικές συνέπειες για την κοινωνία και το έθνος μας, που αναπόφευκτα θα έχουν οι ομόφυλες σχέσεις, είτε άτυπες, είτε νόμιμες, με τον «γάμο» των ομοφύλων, ο οποίος καθιερώνεται ήδη σε πολλά κράτη και προφανώς οσονούπω και στη χώρα μας. Κάνουμε επίσης έκκληση και προς τους κυρίους Δημάρχους Αθηνών και Θεσσαλονίκης και τους παρακαλούμε να πάψουν να ενθαρρύνουν τους ομοφυλοφίλους αδελφούς μας, εις το να θεωρούν το πάθος τους ως μιά φυσιολογική «διαφορετικότητα», αποδεκτή κοινωνικά και πολύ περισσότερο να τους ενθαρρύνουν να καυχώνται γι’ αυτή την «διαφορετικότητά» τους με διοργανώσεις φεστιβάλ και παρελάσεων. Τέλος παρακαλούμε την Ιεραρχία μας, να αναλογισθή και αυτή της ιδικές της βαρύτατες ευθύνες από μιά ενδεχομένη ολιγωρία και να προχωρήσει στις αναγκαίες κινητοποιήσεις και στα δέοντα ποιμαντικά μέτρα.

Εκ του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών.

Ο υπεύθυνος

Αρχ. Παύλος Δημητρακόπουλος.

Ο Γραμματέας

κ. Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος.



[1] Προς τους πολεμούντας τον μοναχικόν βίον, Γ΄, PG 47,362.
[2] Προς τους πολεμούντας…ο.π., PG 47,360.
[3] Προς Ρωμαίους Ε΄, PG 60,416-420.
[4] Προς Ρωμαίους Ε΄, PG 60,417-418.
[5] Λόγος στηλιτευτικός κατά ευνούχων ΙΘ΄, PG 77,1108-1109.
[6] Μεγ. Βασιλείου, Κανών Ζ΄, Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, Εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ.593.
[7] Μεγ. Βασιλείου, Κανών ΞΒ΄, Νικοδήμου Αγιορείτου…ο.π. σελ.622.

[8] Νικοδήμου Αγιορείτου…ο.π. σελ.594.

Σάββατο, Ιουνίου 22, 2013

Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, Ο «άλλος Παράκλητος».





Ο «άλλος Παράκλητος».
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου. Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.
Ολίγον πρό του Πάθους, κατά την διάρκεια του τελευταίου πασχαλίου δείπνου παρέδωσε ως γνωστόν ο Κύριος προς τους μαθητάς του το μέγα μυστήριο, την Θεία Ευχαριστία. Στη συνέχεια δε απηύθυνε προς αυτούς μακρά αποχαιρετιστήρια ομιλία, λόγους πλήρεις Χάριτος, στοργής και αγάπης ,με νουθεσίες, προτροπές και υποσχέσεις,τους οποίους διασώζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στα κεφάλαια 13-17.
Η ομιλία αυτή στο σύνολό της μαζί με την παράδοση των αχράντων μυστηρίων αποτελούν την Καινή Διαθήκη, την οποίαν συνάπτει ο Κύριος με τους μαθητές και δι’ αυτών με όλη την Εκκλησία. Αναπόσπαστο δε μέρος αυτής της Διαθήκης αποτελούν όσα ο Κύριος απεκάλυψε προς αυτούς περί του Παρακλήτου. Σε πολλά σημεία αυτής της υπέροχης ομιλίας (14,16-17.14,25-26. 15,26. 16,8-15) αναφέρεται ο Κύριος στο Άγιο Πνεύμα, όπου αποκαλύπτει σ’ αυτούς, την αναγκαιότητα της ελεύσεώς του, προκειμένου να καταστούν ικανοί, να φέρουν εις πέρας την αποστολή, στην οποία τους έχει προορίσει. Τους αποκαλύπτει επίσης το έργο, το οποίο θα επιτελέσει δια μέσου αυτών στις ψυχές των ανθρώπων και τέλος την σχέση Του με τά άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Οι γραμμές που ακολουθούν αποτελούν ένα σύντομο ερμηνευτικό σχολιασμό των λόγων αυτών του Κυρίου περί του Παρακλήτου λόγω της μεγίστης σπουδαιότητός των.

Για πρώτη φορά τους ομιλεί περί του Παρακλήτου στο στίχο 14,16: «και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα».Με την παρά πάνω φράση υπόσχεται ο Κύριος, ότι θα παρακαλέσει τον Πατέρα, δηλαδή θα μεσιτεύσει προς Αυτόν ως άνθρωπος, αφού θα έχει πλέον πραγματοποιήσει την απολυτρωτική του θυσία, να αποστείλει σ’ αυτούς το Άγιον Πνεύμα, το οποίον εδώ ονομάζει «άλλον Παράκλητον». Ο ένας Παράκλητος, ο οποίος διακρίνεται από τον «άλλον», είναι αυτός ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος καθ’ όλη την διάρκεια της επί γης παρουσίας του, εστήριζε, παρηγορούσε και ενίσχυε τους μαθητές του. Τώρα λοιπόν που αυτός θα αποχωριστή από αυτούς και δεν θα τον έχουν σωματικώς παρόντα, θα τους στείλει τον  «άλλον Παράκλητο», το Άγιο Πνεύμα. Το έργο του Παρακλήτου θα είναι συνέχεια του έργου του Υιού. Θα είναι έργο παρακλήσεως, δηλαδή έργο παρηγοριάς  και ενισχύσεως και θάρρους και ανδρείας στις θλίψεις και δοκιμασίες των μαθητών, που θα συναντήσουν κατά την διάρκεια της αποστολής των. Στη φράση αυτή σαφώς ο Κύριος διακρίνει την ετερότητα των τριών προσώπων της αγίας Τριάδος: Ο Υιός είναι ο παρακαλών, ο Πατήρ ο παρακαλούμενος, ο δέ Παράκλητος το Άγιον Πνεύμα.
Στη συνέχεια στον επόμενο στίχο (14,17) αποδίδει σ’ Αυτό άλλο χαρακτηρισμό και επί πλέον προσδιορίζει την σχέση του με τον κόσμο: «το Πνεύμα της αληθείας, ό ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό, υμείς δε γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει και εν υμίν έσται». Ο Παράκλητος χαρακτηρίζεται ως «Πνεύμα της αληθείας», διότι Αυτό οδηγεί τον κάθε πιστό εις πάσαν την αλήθειαν. Αποκαλύπτει την αλήθεια περί του αληθινού Θεού, περί του κόσμου και περί του ανθρώπου. Περί των παρόντων, των εσχάτων και του αιωνίου προορισμού του ανθρώπου. Εμπνέει προς την αλήθεια και αποστρέφεται και τιμωρεί το ψεύδος. Πείθει τους ανθρώπους να πιστεύσουν στο Χριστό, που είναι η οδός και αλήθεια και η ζωή, αλλά και στην διδασκαλία του. Αυτό το Πνεύμα, ο κόσμος της αμαρτίας, οι άνθρωποι εκείνοι που δεν θα πιστεύσουν στον Χριστό, είναι αδύνατο να το λάβουν. Είναι αδύνατον επίσης να το δούν και να το γνωρίσουν, διότι δεν πρόκειται να σαρκωθή, όπως ο Χριστός και να συναναστραφή με τους ανθρώπους, ώστε να γίνει αντιληπτό  με τους σωματικούς οφθαλμούς. Το Πνεύμα οράται και γνωρίζεται μόνον με τους πνευματικούς οφθαλμούς της πίστεως, οι οποίοι όμως παραμένουν κλειστοί στους απίστους. Εν αντιθέσει μ’ αυτούς οι μαθητές έχουν μιά κάποια (μερική έστω) γνώση του αγίου Πνεύματος, διότι μπορούσαν να βλέπουν μέσα στις θαυματουργικές ενέργειες του Υιού τις ενέργειες του αγίου Πνεύματος. Όπως δηλαδή μέσα στην γνώση του Υιού είχαν την γνώση του Πατέρα («ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα»), έτσι πάλι διά μέσου του Υιού μπορούσαν οι μαθητές να έχουν γνώση του αγίου Πνεύματος. Αυτό το άγιο Πνεύμα, τώρα μεν μένει κοντά τους, διότι κατοικεί ολόκληρο μέσα στο Χριστό, μετά από λίγο όμως, την ημέρα της Πεντηκοστής θα έλθη να κατοικήση στις ψυχές τους για πάντα.
Παρά κάτω στους στίχους 25-26 επανέρχεται πάλι στην έλευση του Παρακλήτου, για να προσδιορίσησαφέστερα το έργο Του μέσα στις ψυχές των μαθητών: «Ο δε παράκλητος το Πνεύμα το Άγιον, ό πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπονυμίν». Τον Παράκλητο θα αποστείλει ο Πατέρας, όπως έστειλε και τον Υιό, «εν τω ονόματί» Του, δηλαδή επί τη βάσει του απολυτρωτικού Του έργου, προκειμένου να κάνει κτήμα των ανθρώπων την σωτηρία, που προσέφερε ο Υιός στον κόσμο διά της σταυρικής του θυσίας. Εκείνος λοιπόν θα επιτελέσει ένα διπλό έργο. Πρώτον θα διδάξη τους αποστόλους τις αλήθειες εκείνες, τις οποίες ο Κύριος δεν τους είχε διδάξει, διότι δεν ήσαν εις θέσιν προς το παρόν να τις βαστάσουν, σύμφωνα με όσα επισημαίνει παρά κάτω :«πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι» (16,12). Και δεύτερον θα υπενθυμίσει σ’ αυτούς και θα τους διασαφίσει όλα όσα κατά καιρούς τους εδίδαξε ο Κύριος κατά την διάρκεια της τριετούς δράσεώς του, τα οποία όμως εν τω μεταξύ τα ελησμόνησαν οι μαθητές, ή δεν τα κατάλαβαν σωστά.
Στο επόμενο κεφάλαιο πάλι επανέρχεται στην έλευση του Παρακλήτου. Και τούτο διότι είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές αυτό το μεγάλο γεγονός, που επρόκειτο να πραγματοποιηθή ολίγο μετά την ανάληψή του. Γεγονός τόσο σπουδαίο, όσο και η σάρκωση του Θεού Λόγου: «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, όν εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρίσει περί εμού» (15,26). Στην παρά πάνω φράση ο Κύριος αποκαλύπτει στους μαθητές την εσωτερική σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Ότι δηλαδή το Πνεύμα αϊδίως μεν και αχρόνως εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα, εν χρόνω δε αποστέλλεται στον κόσμο από τον Υιό. Αυτή η αλήθεια αποτελεί βασικό και θεμελιώδες δόγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από το οποίο διαφοροποιούνται ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός, που αποδέχονται την εκπόρευση του αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού» (filioque). Αυτός δε ο Παράκλητος όταν θα έρθη στον κόσμο, θα δώσει διά μέσου των μαθητών μαρτυρία περί του Χριστού. Ότι δηλαδή αυτός είναι ο Υιός του Θεού και ότι αδίκως τον εμίσησαν και τον κατεδίωξαν οι εχθροί του. Θα δώσει δε αυτή την μαρτυρία, αφ’ ενός μεν με την εσωτερική μυστική πληροφορία και βεβαιότητα στις ψυχές των πιστευόντων και αφ’ ετέρου με μιά πληθώρα θαυμάτων, τα οποία θα ενεργήσει διά μέσου των αποστόλων, επισφραγίζοντας το κήρυγμά τους.
Στο επόμενο 16ο κεφάλαιο, στίχοι 8-11, προσδιορίζει αναλυτικότερα το έργο του Παρακλήτου σε σχέση με τον κόσμο: «Και ελθών εκείνος ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως. Περί αμαρτίας μεν ότι ου πιστεύουσιν εις εμέ, περί δικαιοσύνης δε ότι προς τον Πατέρα μου υπάγω και ουκέτι θεωρείτε με. Περί δε κρίσεως, ότι ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται». Το έργο του Παρακλήτου δεν θα είναι μόνον μιά μαρτυρία περί του Χριστού, αλλά θα έχει επί πλέον και ελεγκτικό χαρακτήρα. Θα ελέγξει τον κόσμο για τρία πράγματα. Πρώτον για το μεγάλο αμάρτημα της απιστίας, το οποίο διέπραξε απορρίπτοντας τον Χριστό. Και τούτο διότι ενώ υπήρχαν οι αποδείξεις τόσων πολλών και μεγάλων θαυμάτων Του, αυτοί τελικά δεν επίστευσαν. Διότι ακόμη ενώ είχαν ενώπιόν τους την μαρτυρία του Προδρόμου για τον Ιησού και τις μαρτυρίες των προφητών από τις Γραφές, πάλι δεν επείσθησαν. Ο έλεγχος δε αυτός δεν θα είναι μόνον ένας απλός έλεγχος της συνειδήσεώς των, αλλά θα έχει δραστικότερο χαρακτήρα. Θα γίνεται ολοφάνερος εξωτερικά με ένα πλήθος θαυμάτων, τα οποία θα κάνουν οι απόστολοι, επικαλούμενοι το όνομα του Ιησού.
 Το δεύτερο έργο του Παρακλήτου θα είναι, ότι θα ελέγξει όλους εκείνους, οι οποίοι τον κατεδίκασαν σε θάνατο και τον εσταύρωσαν. Δηλαδή πρωτίστως τους αρχιερείς και άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι αδίκως τον εσυκοφάντησαν στο λαό ως λαοπλάνο και ξένο προς τον Θεόν. Θα αποδείξει πόσο φοβερό έγκλημα διέπραξαν κατά της δικαιοσύνης όταν εκραύγαζαν «άρον άρον σταύρωσον αυτόν», καθ’ όν χρόνον Αυτός ήταν ο μόνος άγιος και αναμάρτητος και δίκαιος. Ένα δε επί πλέον πολύ ισχυρό τεκμήριο της ιδικής Του αναμαρτησίας και της ιδικής των κατάφορης αδικίας, αποτελεί  μετάβασίς Του στον Πατέρα. Το γεγονός δηλαδή ότι μετά την ταφή του δεν παρέμεινε η ψυχή του αιχμάλωτη στον άδη, όπως συμβαίνει με όλους τους αμαρτωλούς, αλλά αφού ανέστη, ανελήφθη εν δόξη και εκάθισε στα δεξιά του Πατρός.
Το τρίτο έργο του Παρακλήτου θα είναι, ότι θα φανερώσει στον κόσμο, ότι ο άρχων του κόσμου τούτου, ο διάβολος, έχει κατακριθή υπό της Θείας Δικαιοσύνης και κατανικηθή ολοσχερώς από τον Χριστό, ο οποίος με την  σταυρική Του θυσία, αφήρεσε από αυτόν όλη την εξουσία, την οποία ασκούσε μέχρι τώρα πάνω στους ανθρώπους. Πράγμα που δεν θα μπορούσε να επιτύχει αν ήταν αμαρτωλός. Πράγματι πώς θα ήταν δυνατόν οι απόστολοι και όσοι πίστευαν στον Χριστό, να καταπατούν τον διάβολο και τις μεθοδείες του, επικαλούμενοι το όνομα του Χριστού και τυπώνοντες το σημείο του σταυρού, αν ο Χριστός δεν τον είχε προηγουμένως νικήσει; Επίσης πως θα μπορούσαν να εκδιώκουν τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους με την δύναμη του Χριστού;
Συνεχίζοντας ο Κύριος τον λόγον του σχετικά με το έργο του Παρακλήτου προχωρεί σε περισσότερες διασαφίσεις: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν. Ού γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγελείυμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελείυμίν. Πάντα όσα έχει ο Πατήρ εμά εστίν, διά τούτο είπον, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν» (στίχοι 13-16). Ο Παράκλητος ως πνεύμα της αληθείας, θα οδηγήσει τους αποστόλους, και δι’ αυτών όλη την Εκκλησία, εις πάσαν την αλήθειαν. Δηλαδή θα τους διδάξει όλες εκείνες τις αλήθειες, τις οποίες τώρα δεν είναι ειςθέσιν να εννοήσουν οι μαθητές, ώστε να κηρύττουν αλανθάστως και απλανώς την σώζουσα ευαγγελική διδασκαλία. Θα τους λύσει τις απορείες και τα ερωτηματικά, που τώρα μπορεί να έχουν. Θα τους κατευθύνει και εμπνέει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ορθά να διοικήσουν τα σκάφος της Εκκλησίας και να δώσουν ορθές λύσεις στα εκάστοτε αναφυόμενα προβλήματα. Άλλωστε το Πνεύμα δεν θα τους διδάξει κάτι διαφορετικό από όσα τους εδίδαξε ο Χριστός, ώστε να τους προκαλέσει σύγχυση. Θα τους διδάξει απαράλλακτη την διδασκαλία του Χριστού, διότι δεν θα πή τίποτε δικό του, αλλά όσα θα ακούσει από τον Πατέρα. Και ο ίδιος όμως ο Χριστός, σύμφωνα με όσα είπε προηγουμένως (15,15) όλα όσα άκουσε από τον Πατέρα Του, αυτά εδίδαξε στους μαθητές του. Επομένως οι δύο αυτές διδασκαλίες ταυτίζονται. Επειδή δε όλος αυτός οθησαυρός της γνώσεως και της αληθείας, που θα αποκαλυφθή στους ανθρώπους είναι κοινό κτήμα και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, γι’ αυτό προσθέτει παρά κάτω, ότι όλα όσα έχει ο Πατήρ είναι ταυτόχρονα και του Υιού. Και επομένως όσα λάβει το Πνεύμα από τον Πατέρα είναι σαν να τα παίρνει ταυτόχρονα και από τον Υιό. 
Από την παρά πάνω σύντομη ανάλυση συμπεραίνουμε, ότι δεσπόζουσα θέση στην μακρά αυτή ομιλία του Κυρίαου, που όπως ελέχθη αποτελεί στο σύνολό της την Καινή Του Διαθήκη, κατέχουν οι υποσχέσεις του περί της ελεύσεως του Παρακλήτου, όπως ακριβώς στην Παλαιά Διαθήκη, στη Μωσαϊκή Νομοθεσία, κυρίαρχη και δεσπόζουσα θέση είχαν οι υποσχέσεις, τις οποίες έδωσε ο Θεός στον εκλεκτό λαό του τον Ισραήλ, να κληρονομήσει την γή της επαγγελίας.

Κατ’ ανάλογο τρόπο εξ’ ίσου σημαντική θέση στην Καινή Του Διαθήκη κατέχει η καινή ενολή της αγάπης: «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμας» (13,34), (στην οποία επανέρχεται πολλές φορές), ως η κατ’ εξοχήν εντολή, η οποία αποτελεί την συμπερίληψη και την ανακεφαλαίωση όλων των ευαγγελικών εντολών, αλλά και όλων των εντολών της Μωσαϊκής νομοθεσίας.

Τετάρτη, Ιουνίου 12, 2013

Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος,«Ἀνελήφθης ἐν δόξη ὅ τά σύμπαντα πληρῶν…»


«Ἀνελήφθης ἐν δόξη ὅ τά σύμπαντα πληρῶν…»
Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιεροῦ Ναοῦ Τιμίου Σταυροῦ Πειραιῶς
Ἡ ἐν δόξη ἀνάληψις τοῦ Κυρίου καὶ ἡ ἐν δεξιά τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καθέδρα εἶναι τὸ τελευταῖο γεγονὸς στὴν ἐπὶ γῆς ζωὴ καὶ δράση του, εἶναι τὸ τέρμα τῆς συγκαταβάσεώς Του καὶ τῆς ἐνσάρκου Του θείας οἰκονομίας. Ἀποτελεῖ ὅμως ταυτόχρονα καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀνυψώσεώς Του, τῆς ἀνυψώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του σὲ θεία ἐξουσία καὶ δόξα καὶ βασιλεία. Ἐὰν ἡ ἐξ’ οὐρανοῦ κατάβασίς Του ἦταν κένωσις καὶ πτώχευσις καὶ ἄκρα ταπείνωσις, ἡ ἀνάληψίς Του στοὺς οὐρανοὺς ἐσήμανε τὴν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καθέδρα καὶ σ’ αὐτὴν βρίσκουν τὴν πλήρη πραγματοποίησή τους οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους εἶπε κατὰ τὴν ἀρχιερατική Του προσευχὴ ὀλίγον πρὸ τοῦ πάθους: «Καὶ νῦν δόξασόν με Σὺ Πάτερ παρὰ σεαυτῶ τὴ δόξη ἢ εἶχον προτοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοῖ» (Ἰω. 17,5).
Τὴν ἔνδοξη αὐτὴ ἄνοδο τοῦ Κυρίου προφητικῶς προανήγγειλε ὁ προφήτης Δαυὶδ στοὺς ψαλμούς του: «Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῶ, Κύριος ἐν φωνὴ σάλπιγγος» (46,6). Ὁ Κύριος, μετὰ τὴν ἔνδοξη νίκη του κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου ἀνέβη στοὺς οὐρανοὺς ἐν μέσω ἀλαλαγμῶν χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ἐκ μέρους τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, ὑμνούμενος καὶ δοξαζόμενος ὑπ’ αὐτῶν. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχολιάζοντας τὸν παρὰ πάνω στίχο, παρατηρεῖ, ὅτι «οὐκ εἶπεν ἀνεβιβάσθη, ἀλλ’ ἀνέβη, δεικνύς, ὅτι οὒχ ἑτέρου τινὸς χειραγωγοῦντος ἀνέβη, ἀλλ’ αὐτὸς ταύτην ὁδεύων τὴν ὁδόν». Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀνέβη στοὺς οὐρανοὺς χειραγωγούμενος ἀπὸ κάποιον ἄλλον, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδικὴ τοῦ θεϊκὴ δύναμη καὶ ἐξουσία, ἀποδεικνύοντας ἔτσι, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὑπῆρξε ὁ αὐτουργὸς τῆς ἀναβάσεως. Τὴν χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων ἐπὶ τῇ ἐνδόξω ἀναλήψει τοῦ Κυρίου ἐκφράζει ὁ Δαυΐδ σὲ ἄλλο ψαλμὸ σαφέστερα: «Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. Τὶς ἐστὶν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δοξης; Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατὸς Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμω» (26,7,8). Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, οἱ ἐπὶ γῆς ἄγγελοι, διακονοῦντες τὸν Κύριον, προτρέπουν τὶς ἀνώτερες ἀγγελικὲς δυνάμεις, ποὺ βρίσκονται στοὺς οὐρανούς, καθὼς Αὐτὸς ἀναλαμβάνεται, νὰ ἀνοίξουν τὶς ἐπουράνιες πύλες γιὰ νὰ εἰσέλθη ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης. Στὴ συνέχεια ἐρωτοῦν αἱ ἄνω δυνάμεις, «τὸ παράδοξόν της οἰκονομίας ἐκπληττόμεναι», ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης; Καὶ ἀπαντοῦν οἱ ἐπὶ γῆς ἄγγελοι: Δὲν εἶναι κάποιος συνηθισμένος ἄρχων, ἀλλὰ ὁ παντοδύναμος καὶ πανίσχυρος Θεός, ὁποῖος ἐπέτυχε ἔνδοξη νίκη στὸν πόλεμόν του πρὸς τοὺς ἐχθρούς του, δηλαδὴ πρὸς τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο. Περὶ αὐτῆς τῆς ἀνόδου ὁμιλῶν καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθὼς ἑρμηνεύει τὸν ψαλμικὸ στίχο «ἀνέβης εἰς ὕψος ἠχμαλώτευσας αἰχμαλωσίαν» (67,19), στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολήν του, λέγει: «ἀναβὰς εἰς ὕψος ἠχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις» (4,8). Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη μὲ τὴν ἀνάληψίν του στοὺς οὐρανούς, ἔδεσε αἰχμαλώτους τους ἐχθρούς του, δηλαδὴ τὸν σατανᾶ καὶ τὸν θάνατο καὶ ἔδωσε χαρίσματα στοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὡς Θεὸς ὁ Κύριός μας, ὡς ἄναρχος Λόγος καὶ Υἱὸς Μονογενὴς καὶ ὁμοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα, ἦταν πάντοτε συνθρόνος καὶ ὁμότιμος πρὸς αὐτὸν καὶ προτοῦ νὰ σαρκωθῆ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐσαρκώθη καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, οὐδέποτε ἐχωρίσθη ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὅπως λέγει ὁ ὑμνογράφος, «ὅλος ἣν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπὴν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος». Καὶ τοῦτο διότι «συγκατάβασις γέγονε θεϊκὴ καὶ οὐ μετάβασις τοπική». Ἀνελήφθη καὶ ἐκάθισε στὰ δεξιά του Θεοῦ καὶ Πατρὸς ὡς αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μεσίτης πάντων ἠμῶν, σύμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ Παύλου στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ του «τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιά του θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (8,1). Καὶ ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἰσήρχοντο στὰ ἅγια των ἁγίων τοῦ ναοῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ μὲ αἷμα τράγων καὶ μόσχων, ἔτσι καὶ ὁ ἀληθινὸς καὶ μέγας ἀρχιερεὺς μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός, «ὁ ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν», ὅπως τὸν ὀνομάζει ὁ Παῦλος, εἰσῆλθε στὰ ἀληθινὰ ἅγια των ἁγίων, δηλαδὴ στὸν οὐρανό, μιὰ φορὰ γιὰ πάντα, ὄχι πλέον μὲ αἷμα τράγων καὶ μόσχων, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐξαλείψουν ἁμαρτίες, ἀλλὰ μὲ τὸ ἰδικὸ Του πολύτιμο καὶ πανάγιο αἷμα, τὸ ὁποῖον ἔχυσε πάνω στὸ σταυρό. Διότι ὅπως λέγει ὁ Παῦλος στὴν ἴδια ἐπιστολὴ του «οὐ γὰρ εἰς χειροποίητα ἅγια εἰσῆλθεν ὁ Χριστὸς ἀντίτυπα τῶν ἀληθινῶν, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν οὐρανὸν νῦν ἐμφανισθῆναι τῷ προσώπω τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ ἠμῶν» (9,24). Ὁ Χριστὸς δὲν εἰσῆλθε σὲ χειροποίητα ἅγια ἁγίων, ποὺ εἶναι ἀπομίμηση καὶ εἰκόνα τῶν ἀληθινῶν ἁγίων, ἀλλὰ σ’ αὐτὸν τὸν οὐρανόν, γιὰ νὰ παρουσιασθῆ τώρα εἰς τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ ἠμῶν.
Ἡ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ὅμως ἄνοδος τοῦ Κυρίου δὲν ἦταν μόνον δόξα τῆς ἰδικῆς Του ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδικῆς μας. Διότι ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴν του, «συνήγειρε καὶ συνεκάθισε ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (2,6), δηλαδὴ ὅλους ἐμάς, ποὺ πιστεύομε σ’ αὐτὸν καὶ διὰ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος γίναμε μέλη τοῦ σώματός Του, συνανέστησε ἀπὸ τὰ μνήματα τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν ἀνάστασή Του καὶ μᾶς ἔβαλε, νὰ καθίσουμε μαζί του στὰ ἐπουράνια μὲ τὴν ἀνάληψή Του. Καὶ τοῦτο εἶναι πολὺ φυσικό, διότι ἐφ’ ὅσον ἀνυψώθη αὐτός, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἑπόμενο εἶναι, νὰ ἀνυψωθῆ καὶ τὸ σῶμα. Ἐφ’ ὅσον ἐδοξάσθη ἡ κεφαλή, θὰ δοξασθῆ καὶ τὸ σῶμα. Τοῦτο δὲ θὰ πραγματοποιηθῆ κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία Του, ὁπότε σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Παύλου, ὅλοι ἐμεῖς «ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίω ἐσόμεθα» (Α΄Θεσ.4,17). Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος σ’ ἕνα τροπάριο: «Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῶ, Κύριος ἐν φωνὴ σάλπιγγος, τοῦ ἀνυψῶσαι τὴν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ». Ἀλλοῦ δὲ πάλιν λέγει, «κατελθῶν οὐρανόθεν εἰς τὰ ἐπίγεια καὶ τὴν κάτω κειμένην ἐν τῇ τοῦ ἅδου φρουρὰ συναναστήσας ὡς Θεὸς ἀδαμιαίαν μορφὴν τῆ ἀναλήψει σου Χριστὲ εἰς οὐρανοὺς ἀναγαγὼν τῷ θρόνω τῷ πατρικῶ σου συγκάθεδρον ἀπειργάσω ὡς ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος».
Ἡ ἀνάληψις τοῦ Κυρίου ἦταν καὶ μία ἀναγκαιότης. Ἦταν ἡ ἀναγκαία προϋπόθεσις, γιὰ νὰ ἔρθη ὁ Παράκλητος στὴν Ἐκκλησία. Τὸ ἐτόνισε ὁ Κύριος ὀλίγον πρὸ τοῦ Πάθους Του πρὸς τοὺς μαθητές του: «Συμφέρει ὑμὶν ἴνα ἐγὼ ἀπέλθω, ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς. Ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς» (Ἰω.16,7). Ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ προηγηθῆ ἡ ἄνοδός Του πρὸς τὸν Πατέρα, προκειμένου νὰ μεσιτεύση ὑπὲρ ἠμῶν, ὥστε νὰ στείλη τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ οἱ μαθητὲς ἐλυποῦντο, διότι θὰ ἐστεροῦντο τὸν ἀγαπημένο τοὺς διδάσκαλο, μόλις ἔμαθαν, ὅτι θὰ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ αὐτούς, ἔρχεται τώρα ὁ Κύριος, νὰ τοὺς παρηγορήσει μὲ τὴν ὑπόσχεση τῆς ἐλεύσεως τοῦ Παρακλήτου, στὴν παρουσία τοῦ ὁποίου θὰ αἰσθάνονται μέσα τους τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Κατανοοῦντες λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὸ μέγεθος τῆς συγκαταβάσεως καὶ τὸν πλοῦτον τῆς φιλανθρωπίας τοῦ ὑπὲρ ἠμῶν παθόντος καὶ ταφέντος καὶ ἀναστάντος καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀναληφθέντος Κυρίου μας, ἃς ἀνυψώσωμεν τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν μας πρὸς τὰ ἄνω, ἐκεῖ ὅπου τώρα βρίσκεται ὁ Χριστός, καθήμενος στὰ δεξιά του Πατρός. «Τὰ τῆς γῆς ἐπὶ τῆς γῆς καταλιπόντες, τὰ τῆς τέφρας τῷ χοΐ παραχωροῦντες δεῦτε ἀνανήψωμεν καὶ εἰς ὕψος ἐπάρωμεν ὄμματα καὶ νοήματα», ἔτσι ὥστε ἡ ἑορτὴ αὐτὴ νὰ γίνει ἀφορμὴ πνευματικῆς ἀνανεώσεως καὶ ἀνανήψεως, ἀφορμὴ ἀπαγγιστρώσεώς μας ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ προσκόλληση στὰ μάταια καὶ πρόσκαιρα καὶ φθαρτὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἀδιάληπτης εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Κύριον. Ἀμήν.

Σάββατο, Μαΐου 11, 2013

Aρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».



«Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Ἀρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου. Πρ. Ἱεροῦ Ναοῦ Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιῶς.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ κυρίαρχο, τὸ κεντρικότερο, τὸ κατ’ ἐξοχὴν γεγονὸς τῆς ἐνσάρκου Θείας Οἰκονομίας. Εἶναι τὸ γεγονός, πάνω στὸ ὁποῖο θεμελιώνεται καὶ στηρίζεται ὅλο το οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. «Εἰδὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἠμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν…Εἰδὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαῖα ἡ πίστις ὑμῶν» (Α΄ Κορ.15,14,17), βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε δὲν ἔχει πλέον κανένα νόημα καὶ περιεχόμενο τὸ κήρυγμά μας, ἀλλ’ ἐπίσης εἶναι ματαῖα καὶ κούφια ἀπὸ κάθε οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ ἡ πίστις σας. Καὶ τοῦτο διότι ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν λύτρωσή του  ἀπὸ τὸ πτῶματοῦ θανάτου, ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Σημαίνει τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸν θάνατον στὴν ζωή, στὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή.
Χωρὶς τὴν ἀνάσταση ὅλο το χριστιανικὸ οἰκοδόμημα καταρρέει καὶ μεταβάλλεται σὲ μιὰ ἰδεολογία, σὲ ἕνα ἀνθρώπινο φιλοσοφικὸ κατασκεύασμα, ἀνίκανο νὰ σώσει, νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν θάνατον, ὁ ὁποῖος εἶναι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς «ἡ μόνη πικρία τῆς ζωῆς, ἡ μόνη πικρία τῆς ὑπάρξεως. Ἐξ αὐτοῦ προέρχεται καὶ ὅλη ἡ τραγικότητα τῆς ζωῆς». Ἐπειδὴ δὲ ἀκριβῶς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ θεμελιακὸ γεγονὸς τῆς πίστεως, ἔπρεπε τὸ γεγονὸς αὐτὸ, νὰ βεβαιωθῆ ὡς ἀδιάψευστη ἱστορικὴ πραγματικότητα ἀπὸ πολλοὺς αὐτόπτες μάρτυρες.

Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασή του ἐμφανίστηκε πολλὲς φορὲς ἐπὶ σαράντα ἥμερες, σὲ διάφορα πρόσωπα καὶ σὲ διάφορους τόπους. Μία ἀπὸ αὐτές, ἡ πιὸ σημαντική, ὑπῆρξε ἡ δεύτερη ἐφάνισή του στοὺς μαθητές, ὀκτὼ ἡμέρες μετὰτ ὴν πρώτη, παρόντος καὶτοῦ Θωμά. Εἶναιδὲ ἡ πιὸ σημαντική, διότι ἐδῶ ἔχουμε ὄχι μόνον τὴν θέα τοῦ ἀναστάντος, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ψηλάφιση τοῦ ἀναστημένου σώματος, ὁπότε ἡ ἀνάσταση ἐπιβεβαιώνεται καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ διὰ τῆς ἁφῆς καὶ διὰ τῆς ἀκοῆς. Ἐπὶ πλέον διακηρύττεται ἀπὸ τὸν μέχρι πρὸς τινὸς ἀπιστοῦντα μαθητῆ, ὅτι ὁ ἀναστάς Κύριος εἶναι ὁ πρὸ αἰώνων Θεός, ὁ σαρκωθεῖς Θεὸς Λόγος.
Ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, ὅταν ὁ Θωμὰς ἐπέστρεψε στὸ ὑπερῶον καὶ τοῦ ἀνήγγειλαν γεμάτοι χαρὰ οἱ ἄλλοι μαθητές, ὅτι εἶδαν τὸν ἀναστημένο Κύριο, αὐτὸς ἐδήλωσε ἀπερίφραστα: «Ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶνἥλων καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλω τὴν χείρα μου  εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ οὐ μὴ πιστεύσω» (Ἰω.20,25). Κοφτὴ καὶ κατηγορηματικὴ ἡ ἀπαίτηση τοῦ Θωμά, ποὺ θὰ ἱκανοποιοῦσε καὶ τὸν πιὸ ἀπαιτητικὸ καὶ ἀντικειμενικὸ ἐρευνητὴ καὶ ἀνακριτὴ τῆς ἀναστάσεως. Δὲν ἱκανοποιεῖται νὰ δὴ μὲτὰ μάτια τοῦ τὸν Ἐσταυρωμένο ζωντανό. Θέλει νὰ ἀγγίξει καὶ μὲτὰ χέρια του τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου. Ἀκόμη περισσότερο! Νὰ ψηλαφήση μὲ τὰ δάκτυλά του τὶς πληγές, ποὺ προκάλεσαν τὰ καρφιὰ στὰ ἄχραντα χέρια του καὶ μὲ τὴν παλάμη του τὴν λογχευμένη του πλευρά. Μὲ ὅλες του τὶς αἰσθήσεις, ὅραση, ἀκοή, ἁφή, ζητεῖ νὰ λάβη πείραν τοῦ γεγονότος.
«Τὴν διὰ τῆς αἰσθήσεως τῆς παχυτάτης ἐζήτει πίστιν καὶ οὐδὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐπίστευεν. Οὗ γὰρ εἶπεν ἂν μὴ ἴδω, ἀλλ’ ἐὰν μὴ ψηλαφήσω…μήπως φαντασία τὸ ὀρώμενον ἤ», παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσὸστομος. Δηλαδὴ ὁ Θωμὰς ζητοῦσε τὴν πίστη ἐκείνη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ἁφῆς, καὶ δὲν ἐπίστευε μόνο σ’ ὅσα τὸν πληροφοροῦσαν οἱ ὀφθαλμοί του. Διότι δὲν εἶπεν ἐὰν δὲν δῶ, ἀλλὰ ἐὰν δὲν ψηλαφήσω, μήπως εἶναι φαντασία τὸ ὀρώμενον.
Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη γιὰ τὸ πλάσμα τοῦ ὑπέμεινε τὴν ἐσχάτη ταπείνωση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου, συγκαταβαίνει στὴν ἀπαίτηση τοῦ μαθητοῦ του. Ὑποχωρεῖ καὶ καταδέχεται νὰ ψηλαφηθῆ, γιὰ νὰ προσθέση ἔτσι μία ἀκόμη ἰσχυρὴ ἀπόδειξη τῆς ἀναστάσεώς του.
 «Οἶμαι δέ…οἰκονομικώτατα σφόδρα τὴν τοῦ μαθητοῦ γεγονέναι πρὸς καιρὸν ὀλιγοπιστίαν, ἴνα διὰ τῆς αὐτοῦ πληροφορίας καὶ ἠμεῖς οἱ μετ’ αὐτὸν ἀνενδοιάστως πιστεύομεν, ὅτι τὴν σάρκα τὴν ἐπὶ τοῦ ξύλου κρεμαμένην καὶ παθοῦσαν τὸν θάνατονἐζωοποίησεν ὁ Πατὴρ δὶ’ Υἱοῦ», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος. Δηλαδὴ ἡ πρόσκαιρη ἀπιστία τοῦ μαθητοῦ ὑπῆρξε θεία οἰκονομία, ἔτσι ὥστε ἡ ἰδικὴ τοῦ μαρτυρία καὶ βεβαίωσις νὰ γίνη καὶ σὲ μᾶς τοὺς μεταγενεστέρους ἀφορμὴ ἀνεπιφύλακτης πίστεως, ὅτι δηλαδὴ τὸ σῶμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἐκρεμάσθηκε πάνω στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ καὶ ὑπέστη τὸν θάνατον, ἐζωοποίησε ὁ Πατέρας διὰ τοῦ Υἱοῦ. Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρας λοιπὸν ἐμφανίζεται καὶ πάλι στοὺς μαθητὲς παρόντος καὶ τοῦ Θωμά. Πρὸς αὐτὸν ἰδιαιτέρως τώρα ἀπευθύνεται ὁ Κύριος καὶ τὸν προσκαλεῖ νὰ τὸν ψηλαφήσει, ὅπως τὸ ἐζήτησε: «Φέρε τὸν δὰκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χείρας μου καὶ φέρε τὴν χείρα σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευρά μου καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστὸς» (Ἰω.20,26-27). Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: Θωμὰ ὅσα ἐδήλωσες πρὶν ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες τὰ ἄκουσα ὡς Θεός, διότι ἤμουν ἀοράτως παρών. Ἰδοὺ λοιπὸν βρίσκομαι ἐνώπιόν σου, μὴ διστάσης νὰ μὲ ψηλαφήσης. Ὅπως σημειώνει σύγχρονος ἑρμηνευτής, ἐκεῖνο τὸ «φέρε καὶ ἴδε» καὶ ἐκεῖνο τὸ «φέρε καὶ βάλε» τοῦ Ἰησοῦ ἠχεῖ μέσα μας μυσταγωγικὰ σὰν ἕνα ἄλλο «λάβετε φάγετε», «πίετε ἐξαὐτοῦ πάντες». Ὁ Ἰησοῦς προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ μιὰ κοινωνία τοῦ πάθους καὶ τῆς ἀναστάσεώς του. Ἀγγίζοντας ὁ μαθητὴς μὲ τὸ δάκτυλό του τὶς πληγὲς τοῦ Χριστοῦ, πιάνει τὸν θάνατό του καὶ ἀκουμπώντας τὸ χέρι στὶς οὐλές του, κρατᾶ τὴν ἀνάστασή του.
Ὁ Θωμὰς μένει κατάπληκτος, συγκλονισμένος μὲ ὅσα βλέπει καὶ ἀκούει. Ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες πάλευε μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπιστίας. Τὰ κύματα τῆς λύπης καὶ τῆς ἀπελπισίας χτυποῦσαν ἐπικίνδυνα το σκάφος τῆς ψυχῆς του καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ τὸ καταποντίσουν στὴν ἀπώλεια. Καὶ νὰ τώρα ξαφνικὰ καὶ ἀποσδόκητα βλέπει μπροστὰ του ὁλοζώντανο τὸν Κύριο. Τὸν βλέπει νὰ εἰσέρχεται κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Τὸ ἕνα θαῦμα διαδέχεται τὸ ἄλλο. Σὲ ποιὰ ἄραγε κατάσταση δόξης βρίσκεται τὸ ἀναστημένο ἐκεῖνο σῶμα, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ εἰσέρχεται κεκλεισμένων τῶν θυρῶν; Τὸν ἀκούει νὰ τὸν προσκαλεῖ, γιὰ νὰ τὸν ψηλαφίση. Ἄρα ἐγνώριζε τὶς ἀντιρρήσεις του.
Πλησιάζει ὁ Θωμάς, ἁπλώνειτὸ χέρι του, μὲ τὰ δάχτυλά του ψηλαφᾶ τὶς πληγές, μὲ τὴν παλάμη τὴν πλευρά του. Ὄντως αὐτὸς εἶναι ὁ διδάσκαλός του. Τὸ σῶμα του, ἀληθινὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ.
Εἶναι αὐτὸ τὸ σῶμα, ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο εἶχε καρφωθῆ πάνω στὸ σταυρὸ καὶ ὄχι κάποιο ἄλλο. Καὶ ἰδοὺ οἱ πληγές του, ποὺ ἀποδεικνύουν τὸν θάνατόν του. Ὢ τῆς συγκαταβάσεως καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Δεσπότου!
Καταδέχεται νὰ ψηλαφηθῆ καὶ νὰ ἐρευνηθῆ, γιὰ νὰ στηρίξη στὴν πίστη τὸν κλονισμένο μαθητή, ἀλλὰ παράλληλα νὰ βεβαιώσει τὴν ἀνάστασή του, κατὰ τρόπον ἀδιαμφισβήτητον καὶ ἀναντίρρητον, σὲ ὅλες τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων ἀνὰ τοὺς αἰώνας. Ὡραιότατα διατυπώνει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ ἕνα τροπάριο τοῦ Κανόνος τῆς ζ΄ ὠδῆς τῆς Κυριακῆς του Θωμά: «Οὐ μάτην διστάσας ὁ Θωμὰς τὴ ἐγέρσει σου οὐ κατέθετο, ἀλλ’ ἀναμφίλεκτον ἔσπευδεν ἀποδεῖξαι ταύτην Χριστὲ τοῖς πάσιν ἔθνεσιν. Ὅθεν δι’ ἀπιστίας πιστωσάμενος πάντας, ἐδίδαξε  λέγειν. Σὺ εἰ Κύριος…». Δηλαδὴ ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμὰ δὲν ἔγινε ματαίως καὶ χωρὶς λόγο, χωρὶς νὰ προκύψη ὠφέλεια πνευματική. Διότι μὲ τὴν ἀπιστία του ἔσπευδε, νὰ ἀποδείξη τὴν ἀνάσταση ἀναντίρρητη καὶ βεβαία σ’ ὅλους τούς λαούς.
Ἔτσι μᾶς ἐδίδαξε νὰ ὁμολογοῦμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ αὐτός, ὅτι ὁ ἀναστᾶς εἶναι ὁ Κύριος καὶ Θεός μας. Μετὰ ἀπὸ τὴν συγκλονιστικὴ αὐτὴ ἐμπειρία, θριαμβευτικὴ ἐπακολουθεῖ ἡ ὁμολογία τοῦ Θωμά: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ὁμολογία ὄχι μόνον τῆς ἀναστάσεως ἀλλὰ καὶ τῆς Θεότητος τοῦ ἀναστάντος. Δηλαδὴ ἐσύ, ποὺ νίκησες τὸν θάνατο δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶσαι ὁ πλάστης καὶ δημιουργός μου, διότι ἡ ἀνάσταση, ἡ νίκη τοῦ θανάτου, δὲν εἶναι ἔργο ἀνθρωπίνης, ἀλλὰ θείας δυνάμεως.
Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Θωμά, ἀγαπητὲ φίλε ἀναγνώστα, «καὶ μὴ γίνου ἄπιστος ἀλλὰ πιστὸς» δείχνει, ὅτι ὑπῆρχε ἐνδεχόμενο ὁ Θωμὰς καὶ μετὰ τὴν ψηλάφιση τοῦ ἀναστημένου σώματος, νὰ μὴν θελήση, νὰ πιστεύση καὶ νὰ παραμείνη ἀμετανόητος στὴν ἀπιστία. Ἀπὸ ἕνα τέτοιο ὅμως ἐνδεχόμενο κινδυνεύομε ὅλοι μας. Διότι ἡ ἀνάσταση ὑπάρχει καὶ λάμπει ἡλίου φαεινότερον σ’ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καὶ σ’ ὅλους τους αἰῶνες. Οἱ ἀποδείξεις πολλές, πειστικὲς καὶ ἀτράνταχτες, ἀποκλείουν καὶ τὸ παραμικρὸ ἐνδεχόμενο ἀμφιβολίας.
 Ὅσοι ἑξακολουθοῦν νὰ ἀπιστοῦν δὲν ἔχουν ἐπιχειρήματα καὶ χάνονται στὸ σκοτάδι τῆς ἀπιστίας καὶ ἐν τέλει στὴν ἀπώλεια. Ἡ αἰτία τῆς ἀπιστίας βρίσκεται μέσα τους. Στὸ ὅτι δηλαδὴ κατὰ βάθος ἀγαποῦν τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀσωτεία καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀλλάξουν ζωή. «Αὕτη ἐστὶν ἡ κρίσις» λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος, ἢ τὸ φῶς.  Ἣν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα» (Ἰω.3,19).

Κυριακή, Απριλίου 21, 2013

Σύντομη απάντηση του Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου σε σχόλιο του κ. Παναγιώτη Σημάτη


Σύντομη απάντηση του Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου σε σχόλιο του κ. Παναγιώτη Σημάτη 

Αγαπητέ μας κ. Σημάτη, την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 2011 γνωστοποιήσατε με δήλωσή σας, την οποία μάλιστα δημοσιεύσατε σε σχετικό έντυπο, την αποτείχισή σας από τους αιρετίζοντες επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Στην αποτείχιση αυτή προχωρήσατε, όπως ισχυρίζεσθε στη δήλωσή σας, στηριζόμενοι και εφαρμόζοντες τον 15ο Κανόνα της ΑΒ΄ Συνόδου.
Απαντώντας σε σχόλιο του κ. Π. Σημάτη με αφορμή την δημοσίευση προσφάτου άρθρου μας με τίτλο «Δεν συγκλονίζεται λοιπόν η Ιεραρχία μας;», το οποίο ανήρτησε κάτωθεν του ως άνω άρθρου, σημειώνουμε με πολλή συντομία τα εξής:
Έχουμε την ταπεινή γνώμη, ότι δεν μελετήσατε όσο θα έπρεπε τον εν λόγω Κανόνα καθώς και τις ερμηνείες σ’ αυτόν τόσον του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, όσο και άλλων κανονολόγων, πρίν να προχωρήσετε σε μιά τόσο μεγάλης σημασίας ενέργεια, όπως είναι η αποτείχιση.

Το λέμε αυτό, γιατί πιστεύουμε, ότι σας διαφεύγει κάτι πολύ βασικό και ουσιώδες σχετικά με την ερμηνεία του, όπως θα εξηγήσουμε παρά κάτω. Θα σας συνιστούσαμε να κάνετε τον κόπο, έστω και τώρα, να μελετήσετε εν προσευχή και νηστεία, θα έλεγα, να συλλαβίσετε λέξη προς λέξη για άλλη μιά φορά τον έν λόγω Κανόνα.
Να δώσετε δε ιδιαίτερη προσοχή στην στενή νοηματική συνάφεια (που ούτως ή άλλως υπάρχει), μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου μέρους του Κανόνος, αφού και τα δύο μέρη ανήκουν στον ίδιο Κανόνα. Η στενή εξάρτηση των δύο μερών οφείλεται, στο ότι και στα δύο μέρη γίνεται λόγος για διακοπή μνημονεύσεως του οικείου Επισκόπου, ή Μητροπολίτου, ή Πατριάρχου.
Η διαφορά έγκειται στην αιτία της διακοπής της μνημονεύσεως. Στο πρώτο μέρος η αιτία είναι ηθικής φύσεως παραπτώματα κληρικών, ενώ στο δεύτερο θέματα αιρέσεων.
Ο Κανόνας λοιπόν αναφέρεται στην διακοπή μνημονεύσεως  κληρικών και όχι λαϊκών! μελών της Εκκλησίας, αφού αυτοί, και μόνον αυτοί, είναι εντεταλμένοι να μνημονεύουν το όνομα του οικείου Επισκόπου, ή Μητροπολίτου, ή Πατριάρχου, αναλόγως με το εκκλησιαστικό αξίωμα που έχουν, κατά την πρόθεση και κατά τις ιερές ακο- λουθίες, μάλιστα δε κατά την Θεία Λειτουργία.
Μόνον εμμέσως μπορεί να νοηθή αποτείχισις λαϊκών από αιρετίζοντα επίσκοπο. Μόνον δηλαδή υπό την έννοια, ότι τα αποτειχιζόμενα λαϊκά μέλη ακολουθούν τον ποιμένα τους, ο οποίος, κληρικός ών, έχει διακόψει την μνημόνευση του ονόματος του αιρετίζοντος επισκόπου. Θα έπρεπε λοιπόν στην δήλωση της αποτειχίσεώς σας να αναφέρεται υποχρεωτικά και ονομαστικά τουλάχιστον ένας κληρικός, ο οποίος, προχωρώντας στην εφαρμογή του εν λόγω Κανόνος, διακόπτει την μνημόνευση του προϊσταμένου του Επισκόπου, του εμπεσόντος στην αίρεση.

Επειδή δε την δήλωση της αποτειχίσεώς σας δεν υπογράφει κανένας κληρικός ονομαστικά παρά μόνον τρείς λαϊκοί, οι κ. Σημάτης Παναγιώτης, και Γεωργίτσης Κωνσταντίνος και η κ. Ξανθά Νάκου Χριστίνα, είναι πλέον φανερόν, ότι δεν είναι δυνατόν να επικαλείστε τον 15ον Κανόνα της ΑΒ΄ Συνόδου, για να στηρίξετε την αποτείχισή σας.
Απορώ κ. Σημάτη, πώς δεν μπορέσατε ακόμη, να καταλάβετε αυτή την τόσο σημαντική αλήθεια και προχωρήσατε με τόση επιπολαιότητα σε μιά ενέργεια, που δεν μπορεί να έχει κανένα έρεισμα στον εν λόγω Κανόνα, συμπα- ρασύροντας και άλλους, με πολύ σοβαρές πνευματικές συνέπειες και για σας και γι’ αυτούς που σας ακολουθούν.
Με βάση λοιπόν τα προαναφερθέντα, όλα όσα γράφετε στο σχόλιό σας, βρίσκονται σε λανθασμένη βάση.
πηγή : Αναβάσεις 

ΣΧΟΛΙΟ : ΕΣΥ ΠΑΠΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΙΧΙΖΕΣΑΙ; Σού λείπουν τά στοιχεία; Προχθές ο Βαρθολομαίος σέ παγκόσμια λήψη ομολόγησε πώς ο σκοπός τών διαλόγων είναι τό κοινό ποτήριο. Γιά δεκαετίες ο Βαρθολομαίος διέδιδε ότι ο Μέγας Φώτιος ήταν δαιμονισμένος. Εσύ πού ήσουν;;; Αγίαζες τούς πιστούς;;;
Αφού αγαπάς τόν Κύριο καί τόν πλησίον, γιατί δέν προσεύχεσαι εσύ γι αυτόν παπά; 
Η διακονία σου σέ τί συνίσταται; Είσαι αντιπρόσωπος τών πιστών, τού λαού τού Κυρίου, ή είσαι αντιπρόσωπος τού Θεού, παπά;;; !!! 
Τό ξέχασες τό σημερινό ευαγγέλιο παπά; Σήμερα παπά τό ράσσο δέν φανερώνει πίστη, κρύβει πολλά προβλήματα. Κρύβει παρα πολλά προβλήματα.  

 Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Κεφάλαια πρακτικά καί θεολογικά, Μερος 1ον. Ζαγοραίου, σελ 533.

Αμέθυστος

Τρίτη, Απριλίου 09, 2013

Δεν συγκλονίζεται λοιπόν η Ιεραρχία μας; Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.


Δεν συγκλονίζεται λοιπόν η Ιεραρχία μας;



Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου., Πρ. Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς.


Με πόνο και οδύνη γράφονται οι γραμμές, που ακολουθούν.Δεν έχουμε την πρόθεση να ασκήσουμε κριτική και έλεγχο προς τους Ιεράρχες μας στο σύντομο αυτό σχόλιό μας, ποιοί άλλωστε είμαστε εμείς; Μόνο μια έκκληση προς την Ιεραρχία μας ας θεωρηθούν, όσα επακολουθούν, μιά κραυγή πόνου και αγωνίας ενός τελευταίου και αναξίου κληρικού της πολύπαθης πατρίδος μας.
Ένα πολύ σημαντικό ερώτημα έθεσε ο Κύριος προς τους μαθητάς του και ιδιαίτερα σήμερα προς όλους μας: «Πλήν ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γής;» (Λουκ.18,8). Όταν ο Υιός του ανθρώπου έλθει κατά την Δευτέρα του Παρουσία, για να κρίνη τον κόσμο θα εύρη άραγε επί της γής ανθρώπους, που θα κρατούν και θα ομολογούν την Ορθόδοξη πίστη ανόθευτη και απαραχάρακτη από κάθε αίρεση και πλάνη; Και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος σ’ ένα λόγο του στην Δευτέρα Παρουσία, προσθέτει: «Ουαί τοις μιαίνουσι την αγίαν πίστιν ή τοις αιρετικοίς συγκαταβαίνουσιν».[1]

Αλλοίμονο σ’ εκείνους που μολύνουν την αγία πίστη με αιρέσεις, ή συγκαταβαίνουν στους αιρετικούς. Το παρά πάνω ερώτημα του Κυρίου καθώς και τον λόγο του οσίουΕφραίμ νομίζω, ότι συνεχώς θα πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών εμείς οι κληρικοί, ιδιαιτέρως όμως οι Ιεράρχες μας, που είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την καταπολέμηση και εξουδετέρωση των αιρέσεων. Θα πρέπει να αποτελούν αφορμή αυτοκριτικής, ένα καθρέφτη, μέσα στον οποίον θα καθρεφτίζουμε συνεχώς την πορεία της ποιμαντικής μας διακονίας, εάν και κατά πόσον μιμούμεθα και ακολουθούμε την ζωή και την διαγωγή των αγίων και θεο- φόρων Πατέρων μας, στους αγώνες και τις θυσίες που εκείνοι έκαναν, για να καταπολεμήσουν τις αιρέσεις της εποχής των και να διαφυλάξουν ανόθευτη την Ορθόδοξη πίστη. Την πίστη δηλαδή αυτή, την οποία με καύχηση,φορώντας τα επίσημα άμφιά μας μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, ομολογήσαμε πριν από λίγες ημέρες την Κυριακή της Ορθοδοξίας: «Οι Προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η Χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύ- δος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρρύσωμεν…». Εκείνοι για να διαφυλάξουν αυτή την πίστη θυσίασαν θέσεις και εκκλησιαστικά αξιώματα, μητροπολιτικούς και πατριαρχικούς θρόνους, υπέστησαν εξορίες, διωγμούς, φυλακίσεις,βασανιστήρια, ή ακόμη θυσίασαν και την ίδια την ζωή τους.
Εκείνοι τότε έπραξαν το χρέος τους. Εμείς άραγε σήμερα πράττουμε το χρέος μας; Μιμούμεθα το παράδειγμά τους απέναντι στη σύγχρονη παναίρεση του Οικουμενισμού, την φοβερότερη εκκλησιολογική αίρεση όλων των εποχών, την φοβερή αυτή θύελλα, που έχει σαρώσει τα πάντα, μη υπαρχόντων ικανών αντιστάσεων και απειλεί να κατεδαφίσει τα πάντα; Ή μήπως καθ’ όν χρόνον το σκάφος της Εκκλησί ας κλυδωνίζεται επικίνδυνα, καθ’ ον χρόνον η θύελλα μαίνεται, καθ’ όν χρόνον η αίρεση επεκτείνεται καλπάζοντας, εμείς κοιμώμαστε αμέριμνοι, (εκτός βέβαια ελαχίστων εξαιρέσεων), μεριμνούμε και τυρβάζουμε περί πολλά επουσιώδη και δευ- τερεύοντα και παραθεωρούμε το πρώτο και αναγκαιότερο «ου εστί χρεία», δηλαδή την αποτελεσματική καταπολέμηση και εξουδετέρωση της αιρέσεως με την επίσημη συνοδική καταδίκη της,αλλά και εκείνων που την προωθούν;Δεν θα σχολιάσωτα πλείστα όσααντορθόδοξα και βλάσφημα, σωρηδόν και επί καθη- μερινής βάσεως λέγονται και πράττονται επισήμως και γυμνή τη κεφαλή από την πλευρά των Οικουμενιστών, για τα οποία θα ήταν αρκετό και ένα μόνον από αυτά να προκαλέση την οργή και την αγανάκτηση των αγίων Πατέρων μας, αν ζούσαν σήμερα στην εποχή μας!Ναί, ας μην αμφιβάλουμε,Σεβασμιώτατοι αρχιερείς, ότι αν ζούσαν σήμερα οι άγιοι Πατέρες μας, προ πολλού θα είχαν συγκροτήσει, όχι μία και δύο, αλλά πολλές Συνόδους, στις οποίες θα είχαν καταδικάσει την παναίρεση αυτή και τα παρακλάδια της, καθώς και εκείνους που την εκφράζουν. Εγώ θα επισημάνω μια άλλη πλευρά του θέματος, εξ’ίσου σημαντική και αξία,νομίζω, πολλής προσοχής. Το γεγονός δηλαδή, ότι ο πιστός λαός του Θεού και ικανός αριθμός ακαδημαϊκών διδασκάλων της Θεολογίας καθώς και μοναστικών αδελφοτήτων, έχουν ήδη αφυπνισθή και κινητοποιηθή εδώ και δεκαετίες και αγωνί-ζονται με όλες τις δυνάμεις των κατά της αιρέσεως. Θα παραθέσω ελάχιστα μόνον γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας, γεγονότα ιστορικής σημασίας, τα οποία μαρτυρούν την αγωνία του πιστού λαού του Θεού. Γεγονότα, τα οποία θα έπρεπε να αφυπνίσουν και να κινητοποιήσουν έστω και τώρα, να συγκλονίσουν κυριολεκτικά την Ιεραρχία μας και να την θέσουν πρό των ευθυνών της.
Τον Σεπτέμβριο του 2004 διοργάνωσε το τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και η «Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών» μεγάλο (πενταήμερο) Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο στην αίθουσα τελετών του Α.Π.Θ. με τίτλο: «Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις». Οι 57 εισηγήσεις των εκλεκτών ομιλητών του Συνεδρίου, μάς έδωσαν μιάπανο- ραμική εικόνα της αιρέσεως με όλες τις πλευρές και τις πτυχές της και με όλα τα διαδοχικά στάδια εξελίξεώς της, από την γένεσή της μέχρι των ημερών μας. Τα πολύτιμα συμπεράσματα και πορίσματα καθώς και τα Πρακτικά του Συνεδρίου έχουν εκδοθή σε ένα μεγάλο δίτομο έργο (1030 σελίδων) από τις εκδόσεις «Θεο- δρομία» το 2008. Ωστόσο το ιστορικό αυτό γεγονός, το οποίο έχει ήδη καταγραφή στην νεότερη εκκλησιαστική μας ιστορία, δυστυχώς δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα στην Ιεραρχία μας. Διότι ενώ θα έπρεπε κυριολεκτικά να συγκλονίση τους Ιεράρχες μας, να τους προβληματίση και να τους πείση να ασχοληθούν επί τέλους συνοδικά και να πάρουν θέση απέναντι στην αίρεση, αυτοί το προσπέρασαν αδιάφοροι. Όπως με λύπη και απογοήτευση σημειώνει ο Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. πρωτ. π. Θεόδωρος Ζήσης στα προλεγόμενα των Πρακτικών: «Λυπούμαστε, γιατί η δυνατή φωνή του Συνεδρίου, που ακούστηκε τον Σεπτέμβριο του 2004 στην Θεσσαλονίκη, ενώ έφθασε στα αυτιά των εκκλησιαστι- κών ηγετών, δεν επέδρασε θετικά στο νου και στις καρδιές τους, ώστε να αλλάξουν την καταστροφική οικουμενιστική τους πορεία. Εξακολουθούν προκλητικά να συγχρωτίζονται και να συμπροσεύχονται με τους αιρετικούς, να τους εγκωμιάζουν και να τους ευλογούν μέσα σε Ορθόδοξους ναούς, να συνθέτουν ακόμη και εκκλησιαστικούς ύμνους, για να τους τιμήσουν, με θεολογικά δε κείμενα και δηλώ- σεις, αλλά και με την συγκρητιστική ασεβή συμπεριφορά τους, να αθετούν και να προσβάλλουν τα δόγματα και τους Ιερούς Κανόνες, τους οποίους όμως μετά ζήλου και αυστηρότητος επικαλούνται και εφαρμόζουν, για να στηρίξουν θρόνους και δικαιοδοσίες, ή για να τιμωρήσουν ζηλωτάς και ομολογητάς κληρικούς, μοναχούς και λαϊκους»[2].
Ένα άλλο σημαντικότατο γεγονός, που αποτελεί εξ’ ίσου μεγάλο σταθμό στην ιστορία του αντιαιρετικού αγώνοςκατά του Οικουμενισμού, αποτελεί η έκδοση και κυκλοφόρηση του κειμένου «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού», που συνέταξε η «Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών» το 2009. Το κείμενοαυ- το δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο», σε διάφορες ιστοσελίδες του διαδικτύου και στην «Θεοδρομία», μεταφράσθηκε στην Αγγλική,Σερβική και Ρουμανική, τυπώθηκε σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και μοιράσθηκε δωρεάν στον ελληνικό λαό, ο οποίος έσπευσε όχι απλώς πρόθυμα, αλλά με ενθουσιασμό και με αισθήματα ανακουφίσεως να προσυπογράψη το περιεχόμενό της. Κυριολεκτικά το Ορθόδοξο πλήρωμα αγκάλιασε το ομολογητικό αυτό κείμενο, όπως αγκάλιασε στο γνωστό θαύμα η Αγία Ευφημία τον τόμο των Ορθοδόξων Πατέρων της Δ´ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και πέταξε στα πόδια της τον τόμο των Μονοφυσιτών. «Λίαν ηύφρανε τους Ορθοδόξους και κατήσχυνε τους κακοδόξους».Δεν ευφράνθηκανόμως οι του Φαναρίου και οι οικουμενιστικοί κύκλοι της ελλαδικής Εκκλη- σίαςαπό την «Ομολογία», αλλά ενοχλήθηκαν, εστενοχωρήθηκαν, καταισχύνθηκαν. Την «Ομολογία» υπέγραψαν περίπου 25.000 κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, πολλοί ηγούμενοι αγιορειτικών Μονών, πολλοί αρχιμανδρίτεςηγούμενοι Ιερών Μονών, πρωτοπρεσβύτεροι, ιερομόναχοι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, μοναχοί, μοναχές, θεολόγοι κ.ά. Δυστυχώς από τους επισκόπους της ελλαδικής Εκκλησίας μόνον τρεις μαχητές και ομολογητές Ιεράρχες,μπροστάρηδες στον αντιαιρετικό αγώνα υπέ- γραψαν,οι Σεβασμιώτατοι Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Αιτωλοακαρνανίας κ. Κοσμάς και Κυθήρων κ. Σεραφείμ. Με την υπογραφή τους οι παρά πάνω Ιεράρχες ταυτόχρονα επεσήμαναν την ανάγκη Συνοδικής καταδίκης του Οικουμενισμού. Δυστυχώς και πάλι η Ιεραρχία μας εκώφευσε στην κραυγή αγωνίας του κλήρου και του πιστού λαού του Θεού. Και ενώ τόσος θόρυβος έγινε και συνεχίζει να γίνεται γύρω από την αίρεση,τόσα άρθρα εγράφησαν, ημερίδες διοργανώθηκαν, βιβλία εκδόθηκαν κ.λ.π.,η Ιεραρχία μας αρνείται πεισματικά να ασχοληθή Συνοδικά και να καταδικάση την αίρεση.Μόνο ένα σύντομο ανακοινωθέν περιορίσθηκε να εκδώση στην πέμπτη τακτική Συνεδρία της στις 16 Οκτωβρίου 2009, στην οποία συζήτησε το θέμα του Διάλογου με τους Παπικούς (για πρώτη φορά μετά 30 σχεδόν χρόνια Διαλόγου) και την «Ομολογία Πίστεως», πιεζόμενη από τα γεγονότα και ιδίως από επιστολή, που απέστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο, στην οποία ο Πατριάρχης μέμφεται με πολύ σοβαρές εκφράσεις την προσυπογραφή της Ομολογίας από πολλούς Αρχιερείς, ηγουμένους, κληρικούς και λαϊκούς της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μεταξύ άλλων ο Πατριάρχης «συνοδική διαγνώμη» εκφράζει «τον έντονονπροβληματισμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου» και καταγγέλλει την «Ομολογία Πίστεως» ότι «παραπλανά μέρος του πιστού λαού», οδηγεί σε «σχίσμα» όχι μόνο τους πιστούς, αλλά και την ίδια την Ιεραρχία και επιπλέον δημιουργεί προβλήματα στη επικοινωνία της Εκκλησίας της Ελλάδος με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες! Ο Οικουμενικός κατακλύει την επι- στολή του με την πρόσκληση στην Ιεραρχία «το ταχύτερον δυνατόν λάβη επισήμως θέσιν» και να καταδικάσει την «Ομολογία» και τους κληρικούς, που την υπέγραψαν «αναλογιζομένη τον κίνδυνον, τον οποίο εγκυμονεί διά την ενότητα της Εκκλησίας η επιδεικνυμένη ανοχή ή, ως αποδείκνυται, και υπό τινων εκ των επισκόπων αυτής ενθάρρυνσις, τοιούτων διχαστικών ενεργειών».Στην ανακοίνωσή της η Ιεραρχία έσπευσε να καθησυχάση τον λαό,(ουσιαστικά έκλεισε το θέμα), ότι «οι Ιεράρχες είναι φύλακες της Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως ομολόγησαν κατά την εις επί- σκοπον χειροτονία τους» το δε κείμενο «Ομολογία Πίστεως» εχαρακτήρισε«ως εκ περισσού».
Θα κλείσω (παραλείποντας πολλά άλλα για να μην μακρύνω τον λόγο), με ένα τρίτο πολύ θλιβερό και εξ’ ίσου συγκλονιστικό γεγονός. Γεγονός, το οποίο θα έπρε- πε τουλάχιστον αυτή τη φορά να αφυπνίση και να προβληματίση επί τέλους την Ιεραρχία μας. Πρόκειται για την αποτείχιση ικανού αριθμού, λαϊκών κυρίως, πι- στών, οι οποίοι με δήλωσή τους εγνωστοποίησαν την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 2011 την αποτείχισή τους «από τους αιρετίζοντες επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εξ’ αιτίας και πάλιν του Οικουμενισμού. Όπως γράφουν στην δήλωσή τους: «Η παναίρεση (κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς) του Οικουμενισμού είναι μια κατάσταση υπαρκτή, που οι επίσκοποί μας αρνούνται να εξετάσουν και να καταδικάσουν συνοδικά. Είναι πρωτοφανές γεγονός στην δισχιλιετή ζωή της Εκκλησίας, η Ιεραρχία να σιωπά εν καιρώ αιρέσεωςκαι να συμπορεύεται δεκαετίες με την αίρεση.Ως φυσική συνέπεια έρχεται η ραγδαία επικράτηση του Οικουμενισμού, η οποία αλλοιώνει τα Ορθόδοξα αισθητήρια του λαού, διαγράφοντας από τις συνει- δήσεις των χριστιανών-διά καθημερινών λόγων και πράξεών της-την Ορθόδοξη πα- ράδοση και εισάγοντας «νέα» δήθεν «οδό σωτηρίας», διάφορη από εκείνη των αγίων…Γνωστοποιούμε λοιπόν την απόφασήμας, να αποτειχιστούμε από τους κατά τόπους αιρετίζοντες επισκόπους και να μην έχουμε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, έως ότου καταδικάσουν Συνοδικά με λόγια και με έργα την αίρεση του Οικουμενισμού και τους αιρετικούς,που την υπηρετούν και την προωθούν».[3]Δεν πονά λοιπόν και δεν οδύρεται η Ιεραρχία μας πρό αυτού του τραγικού φαινομένου, δεν σπαράσσεται να βλέπη τα λογικά της πρόβατα να αποσχίζονται και να αποχωρίζονται από την μάνδρα της, σκανδαλιζόμενα από την στάση της; Πως προσπερνά το οδυνηρό και συγκλονιστικό αυτό γεγονός, σφυρίζοντας αδιάφορα;Πωςαμελεί να πράξη το καθήκον της, το οποίον ας σημειωθή, προβλέπεται από τους ίδιους τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας; Συγκεκριμένα ο 37ος Αποστολικός Κανών λέγει τα εξής: «Δεύτερον τοῦ ἔτους Σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀνακρινέτω σαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν…».[4] Δηλαδή δύο φορές τον χρόνο να συγ- κροτείται Σύνοδος σε επίπεδο τοπικών Εκκλησιών,και να γίνεται λεπτομερής ανάκρισις και εξέτασις μεταξύ των επισκόπων, των δογμάτων της πίστεως, έτσι ώστε να διαλύονται οι μεταξύ αυτών τυχόν παρουσιαζόμενες εκκλησιαστικές αντιλογίες, προκειμένου να διαφυλάσσεται η ειρήνη και η ενότητα της πίστεως. Εάν λοιπόν για απλές εκκλησιαστικές αντιλογίες προβλέπει ο Κανόνας Σύνοδο, σκεφθείτε τι θα προέβλεπαν οι συντάκτες του Κανόνος αυτού προκειμένου περί της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, η οποία χρονίζει εδώ και πολλές δεκαετίες. Η εν ΚΠόλειΣύνοδος του 1836 επί των αειμνήστων Πατριαρχών ΚΠόλεως Γρηγορίου ΣΤ΄ και Ιεροσολύμων Αθανασίου με συνοδική της απόφαση ορίζει τα εξής σχετικά με το θέμα αυτό: «Ταύτα εισίν [τα αντιαιρετικά μέτρα], άπερ εντόνως διορίζομεν εις τους αρχιερείς, τους υπό τω καθ’ ημάς αγιωτάτω, πατριαρχικώ, αποστολικώ, και οικουμενικώ θρόνω υποκειμένους, εντελλόμενοι εκκλησιαστικώς, ίνα επιμελώς και αγρύπνωςεκτελεσθώσι, θεωρούντες ως έγκλημα καθοσιώσεως πάσαν περί τα τοιαύτα αμέλειαν ή αδιαφορίαν.Πολλώ δή μάλλον ο τοιούτος αρχιερεύς δεν θέλει αποφύγει την οργήν του Θεού και της Εκκλησίας, ως αμελών των ουσιωδεστέρων χρεών της ποιμαντορίας και γινόμενος εκουσίως και αναπολογήτως ένοχος της φθοράς της Ορθοδοξίας και του έθνους και της απωλείας του ποιμνίου του».[5]Ο δε Μέγας Αθανάσιος προσθέτει: «…οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. Χρὴ γὰρ πρώτον πάσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι».[6]Δηλαδή εδώ ο άγιος θεωρεί τα θέματα της πίστεως ως θέματα πρώτης προτεραιότητος, των οποίων η εξέτασις και επίλυσις θα πρέπει απαραιτήτως, να προηγείται οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.
Κατόπιν των ανωτέρω αμείλικτο τίθεται το ερώτημα: Ποιά άραγε απολογία θα δώσουμε,Σεβασμιώτατοι αρχιερείς, την ημέρα της κρίσεως προ του φοβερού βήματος του Χριστού για την αμέλειά μας αυτή; Τι έχουμε να φοβηθούμε; Μήπως μας καθαιρέσουν κάποια εκκλησιαστικά ρετιρέ; Τιμή και καύχημά μας, γιατί έτσι αξιωνόμαστε, να μιμηθούμε έστω και στο ελάχιστο τους αγίους Πατέρες μας. Ανά- δειξε Κύριε στους εσχάτους καιρούς,που μας επεφύλαξες να ζήσουμε, αξίους και αγίους και ομολογητές Ιεράρχες προς καταισχύνην της πλάνης και δόξαν της αγίας Σου Εκκλησίας, «ην περιεποιήσω διά του ιδίου Σου αίματος». Αμήν.

[1] Αγίου Εφραίμ του Σύρου, Λόγος εις την ΔευτέρανΠαρουσίαντου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εν: Οσίου Εφραίμ του Σύρου Έργα, τομ Δ΄, Εκδ. «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1992,σελ.26.
[2]Πρωτ. π. Θεοδώρου Ζήση, Εισαγωγικά προλεγόμενα, εν: «Οικουμενισμός, Γένεση, προσδοκίες διαψεύσεις», Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Εκδ. «Θεοδρομία», τομ΄. Α΄, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 12.
[3]«Η αποτείχιση Ορθοδόξων πιστών από τους αιρετίζοντες επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δήλωση αποτειχίσεως», Μάρτιος 2011, σελ.5,9.
[4]Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πηδάλιον,Εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ.41.
[5]Της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1836 εγκύκλιος κατά των Διαμαρτυρομένων Ιεραποστόλων & 8 εν: Ιω. Ρωμανίδου, «Ορθόδοξος και Βατικάνειος Συμφωνία περί Ουνίας, Balamand, Λίβανος 1993», σελ. 525.
[6] ΕΠΕ 9,284

Σάββατο, Μαρτίου 23, 2013

Αρχιμ. Παύλος Δημητρακοπούλος, Η Κυριακή της Ορθοδοξίας και η σύγχρονη αίρεση του Οικουμενισμού.



Η Κυριακή της Ορθοδοξίας και η σύγχρονη αίρεση του Οικουμενισμού.
Αρχιμ. Παύλου ΔημητρακοπούλουΠρ. Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς.              
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας, είναι μια ιδιαίτερα χαρμόσυνη και πανηγυρική ημέρα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το συναξάριο της ημέρας, η αγία μας Εκκλησία εορτάζει την «αναστήλωσιν των αγίων και σεπτών εικόνων, γενομένην παρά των αειμνήστων Αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαήλ και της μητρός αυτού Θεοδώρας, επί πατριαρχείας του αγίου και ομολογητού Μεθοδίου». Γενικότερα όμως ως ημέρα αφιερωμένη στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, εορτάζομε την νίκη και τον θρίαμβό της απέναντι σε κάθε αίρεση διά μέσου των αιώνων, όπως αυτή κατά τρόπο θριαμβευτικό και πανηγυρικό καταγράφεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας: «Οι Προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η Χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρρύσωμεν…». Γι’ αυτό και οι περισσότεροι ύμνοι στην ασματική ακολουθία του Τριωδίου της Κυριακής αυτής, αν προσέξουμε, έχουν πανηγυρικό και πασχάλιο χαρακτήρα: «Ουκέτι των ασεβών αιρετικών η οφρύς αίρεται, η γαρ Θεού δύναμις την Ορθοδοξίαν εκράτυνεν». Αλλά και η λιτάνευση των αγίων εικόνων, που γίνεται την ημέρα αυτή γύρω από τους ιερούς ναούς και τα μοναστήρια, όπως επίσης και τα αναθέματα, τα οποία αναγινώσκονται, όχι μόνον εναντίον των εικονομάχων αιρετικών, αλλά και κάθε αιρετικού, αισθητοποιεί ακριβώς ακόμη περισσότερο αυτή την νίκη της Ορθοδοξίας.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι η Εκκλησία ετοποθέτησε την εορτή αυτή μέσα στη νηστεία της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και μάλιστα στην πρώτη Κυριακή αυτής. Το έκαμε αυτό για να μας διδάξη, ότι σε τίποτε δεν ωφελεί τον Χριστιανό ο αγώνας τον οποίο διεξάγει, για να νεκρώσει τα πάθη και να κάμει κτήμα του τις αρετές, αν δεν πιστεύει ορθά, αν δεν ανήκει δηλαδή στην Ορθοδόξη Εκκλησία. Έξω της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία, έστω και αν ο άνθρωπος κατωρθώσει με νηστείες και ασκητικούς αγώνες όλες τις αρετές. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει σ’ ένα λόγο του: «Μένε εις την Εκκλησίαν και ού προδίδοσαι από της Εκκλησίας. Εάν δε φύγης από Εκκλησίας ουκ αιτία η Εκκλησία. Εάν μεν γαρ ής έσω, ο λύκος ουκ εισέρχεται, εάν δε εξέλθης έξω, θηριάλωτος γίνη. Αλλ’ ου παρά την μάνδραν τούτο, αλλά παρά την σην μικροψυχίαν. Εκκλησίας γαρ ουδέν ίσον».[1] Μη φύγης, λέγει ο άγιος, από την Εκκλησία και δεν πρόκειται να προδοθής ποτέ από αυτήν. Εάν όμως φύγης, η αιτία δεν οφείλεται στην Εκκλησία. Εάν μείνης μέσα σ’ αυτήν, ο λύκος της αιρέσεως δεν τολμά να σε βλάψη, εάν δε εξέλθης, θα σε κατασπαράξη και αυτό θα οφείλεται στην ιδική σου μικροψυχία. Τίποτε δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Στο Γεροντικό αναφέρεται ένα πολύ χαριτωμένο περιστατικό, που υπογραμμίζει ακριβώς αυτή την αλήθεια: Κάποτε επισκέφθηκαν μερικοί ασκητές τον αβά Αγάθωνα, που ήταν ξακουστός για την μεγάλη διάκριση που είχε. Θέλοντας λοιπόν να τον δοκιμάσουν αν οργίζεται τον ρώτησαν: "Εσύ είσαι ο Αγάθων, που λένε πως είσαι πόρνος και υπερήφανος;»- «Ναι αδελφοί μου εγώ είμαι», απήντησε ο Γέροντας. Τον ρωτούν και πάλι: –«Εσύ είσαι ο Αγάθων ο φλύαρος και κατάλαλος;»- «Ναι αδελφοί μου εγώ είμαι», είπε πάλι ο Γέροντας. Τον ρωτούν για τρίτη φορά: - «Εσύ είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;» Τότε ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Όχι δεν είμαι αιρετικός». Οι ασκητές τον ρώτησαν να τους πεί, γιατί όσα του έλεγαν πρώτα τα παρεδέχετο για τον εαυτό του, ενώ τον λόγον αυτόν με την κατηγορία του αιρετικού δεν τον δέχθηκε. Και ο άγιος εκείνος γέροντας τους απήντησε: «τα πρώτα εμαυτώ επιγράφω. Όφελος γαρ εστί τη ψυχή μου. Το δε αιρετικός, χωρισμός εστί από του Θεού, και ου θέλω χωρισθήναι από Θεού». Τα πρώτα τα παραδέχομαι, διότι φέρνουν ωφέλεια στην ψυχή μου, το να δεχθώ όμως, ότι είμαι αιρετικός είναι χωρισμός από τον Θεό και εγώ δεν θέλω να χωριστώ από τον Θεό. Οι ασκητές τότε θαύμασαν την πνευματική σοφία και διάκριση του γέροντα και έφυγαν πνευματικά οικοδομημένοι.
Οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι αγωνίστηκαν εναντίον των αιρέσεων, έκαναν μεγάλους αγώνες για να διαφυλάξουν ανόθευτη την αλήθεια της πίστεως, όπως ο Κύριος την απεκάλυψε, όπως οι απόστολοι την εδίδαξαν και όπως η Εκκλησία την παρέλαβε. Αν ρίξουμε μια ματιά στην εκκλησιαστική μας ιστορία, θα διαπιστώσουμε, ότι πολλοί από αυτούς εφυλακίστηκαν, άλλοι καθαιρέθηκαν, άλλοι εδιώχθηκαν, υβρίστηκαν και συκοφαντήθηκαν, υπέμειναν βασανιστήρια και μερικοί από αυτούς εθυσίασαν την ζωή τους. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο αλλά δείχνει ακριβώς πόσο μεγάλη ευασθησία είχαν και πόση σημασία έδιναν στις δογματικές αλήθειες της πίστεως. Η επιμονή τους αυτή οφείλεται στο ότι είχαν συνειδητοποιήσει, ότι έκπτωση από την αλήθεια της πίστεως, σημαίνει μετάπτωση στην κατάσταση της αιρέσεως, σημαίνει θάνατο πνευματικό και απώλεια της σωτηρίας. Είχαν ακόμη επισημάνει με τον πλούσιο φωτισμό της Χάριτος του αγίου Πνεύματος, που είχαν μέσα τους, ότι ακόμη και ελάχιστη απόκλιση από το ορθό δόγμα έχει καταστρεπτικές συνέπειες, σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου «ός εάν ουν λύση μίαν των εντολών τούτων των ελαχίστων και διδάξη ούτω τους ανθρώπους, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ.5,19). Επίσης και ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του υπογραμμίζει την ίδια αλήθεια, όταν λέγει «αλλά και αν ημείς ή άγγελος εξ’ ουρανού ευαγγελίζηται υμιν παρ’ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (1,8). Επομένως το συμπέρασμα είναι ότι στα θέματα της πίστεως δεν χωράει συγκατάβασις, δεν χωράει οικονομία και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προσθέσει ή να αφαιρέσει ούτε το ελάχιστο από το περιεχόμενο της πίστεως, από την μόνην σώζουσαν αλήθεια της Ορθοδοξίας. Οι αλήθειες της πίστεως δεν είναι απλές δογματικές προτάσεις, που διατυπώθηκαν στις Οικουμενικές συνόδους, αλλά όροι ζωής, που παραπέμπουν στο ήθος και στην ίδια την ζωή της Εκκλησίας. Το δόγμα είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένο με το ήθος, έτσι ώστε αλλοίωση του ενός να επιφέρει αναπόφευκτα αλλοίωση και καταστροφή και του άλλου: «Ώσπερ δόγματα πονηρά βίον ακάθαρτον εισάγειν είωθεν, ούτω και διεφθαρμένος βίος πονηρίαν δογματων πολλάκις έτεκεν»,[2]παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Το Πνεύμα το άγιον είναι Πνεύμα της αληθείας, το οποίο από την ημέρα της Πεντηκοστής εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, επειδή ακριβώς μόνον Αυτή διετήρησε αναλοίωτο και αμετάβλητο τον θησαυρό της πίστεως, την καθιστά «στύλο και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄Τιμ3,15), καθοδηγεί Αυτήν «εις πάσαν την αλήθειαν» (Ιω.15,26), ενεργεί διά των μυστηρίων και απεργάζεται την σωτηρίαν και τον αγιασμό των πιστών μόνο μέσα στους κόλπους της.
Ωστόσο οι άγιοι Πατέρες δεν αγωνίστηκαν μόνο για την διατύπωση και διαφύλαξη των δογμάτων, των αληθειών της πίστεως. Υπήρξαν εκείνοι που πριν απ’ όλα εβίωσαν τις αλήθειες της πίστεως. Δεν είχαν μόνο την Ορθοδοξία, είχαν και την Ορθοπραξία. Ετήρησαν με ακρίβεια τις δεσποτικές εντολές και ευρήκαν μέσα σ’ αυτές τον Χριστό, την μόνη αλήθεια, σαν ανεκτίμητο θησαυρό, όπως ακριβώς τον ευρήκε ο Φίλιππος, για τον οποίο κάνει λόγο το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας αυτής. Ο Φίλιππος από την μικρή εμπειρία που είχε αποκομίσει από την συναναστροφή του με τον Χριστό, είχε βεβαιωθεί βαθειά μέσα στην ψυχή του, ότι Αυτός είναι Εκείνος για τον οποίο ομίλησαν οι προφήτες, Αυτός είναι Εκείνος, τον οποίον επερίμεναν, ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού. Γι’ αυτό και έτρεξε αμέσως στον φίλο του τον Ναθαναήλ, για να τον καταστήση συγκοινωνό και συμμέτοχο αυτής της χαράς, αυτού του θησαυρού και του είπε: «ον έγραψε Μωϋσής εν τω Νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ» (Ιω.1,44). Αλλ’ ο Ναθαναήλ απορεί, έχει επιφυλάξεις: «Εκ Ναζαρέτ δύναταί τι αγαθόν είναι;». Από την Ναζαρέτ, μία κακόφημη πόλη, μπορεί να βγή τίποτε καλό; Και του απαντά ο Φίλιππος: «Έρχου και ίδε». Έλα και δες μόνος σου. Έλα να βεβαιωθείς εκ πείρας. Ο Φίλιππος δεν προσπαθεί να τον πείσει με επιχειρήματα και περιγραφές, διότι δεν θα φέρουν κανένα αποτέλεσμα. Μόνο με την πείρα θα βεβαιωθεί. Και όταν στη συνέχεια συναντήθηκε με τον Χριστό και βεβαιώθηκε εκ πείρας, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας αμέσως τον ομολόγησε: «Ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ». Αυτήν ακριβώς την εμπειρία της προσωπικής παρουσίας του Χριστού μέσα στις ψυχές των είχαν και οι άγιοι Πατέρες και προς αυτήν καλούσαν κάθε καλοπροαίρετον άνθρωπον. Εδίδασκαν έργω και λόγω, ότι η χριστιανική ζωή στο εσώτατο είναι της δεν είναι φιλοσοφίες και θεωρίες, δεν είναι ένα σύστημα ιδεών. Είναι εμπειρία Χριστού, είναι εμπειρία Θείας Χάριτος, εμπειρία θεώσεως.
Σήμερα που η Εκκλησία μας ευφραίνεται και πανηγυρίζει τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας και καθώς φέρνει στη μνήμη μας τους αγώνες και τις θυσίες, που έκαναν οι άγιοι Πατέρες μας, για να επιτευχθεί αυτός ο θρίαμβος, αυτή η νίκη, υπαγορεύει και υποδεικνύει παράλληλα σ’ όλους μας ένα διπλό  χρέος. Το πρώτο χρέος μας είναι να ανακαινίσουμε με την μετάνοια και την άσκηση την εικόνα του Θεού, που φέρουμε μέσα μας, η οποία έχει καταφθαρεί και εξαχρειωθεί από τα πάθη και τις επιθυμίες του παλαιού ανθρώπου. Πολύ εύστοχα παρατηρεί κάποιος εκκλησιαστικός συγγραφέας των τελευταίων αιώνων: «Πόση λογιάζετε να είναι η κατάκρισή μας και η κόλασή μας, όπου ασχημίζομεν την εικόνα του Θεού; Οπού φθείρομεν τον έσω άνθρωπον, με τες επιθυμίες της απάτης; Δεν είναι επιθυμίες απάτης οι αδικίες, όπου κάμνομεν και αι παρανομίες, η υπερηφάνεια, η κενοδοξία και αι άλλες ακαταστασίες; Τι δεν βλέπουσι τα ομμάτια άτοπον, τι δεν ακούομεν κακόν; Εως πότε να υποφέρει ο Θεός τόσην μας ακαταστασίαν, τόσον κακόν, τόσην αμαρτίαν; Πότε ελπίζεις να βαλθείς εις την στράταν της δικαιοσύνης; Κάμε τούτην την Χάριν της Ορθοδοξίας, όπου έμαθες, όπου εορτάζεις. Στολίσου πράξεις αγαθές, κάμε την αρετήν βάσιν της θεωρίας. Ανάβηθι εις την επίγνωσιν του Θεού, κατάβηθι εις το βάθος της ταπεινώσεως του Χριστού μέχρι θανάτου. Μη φθείρωμεν λοιπόν με τες κακές μας πράξεις την εικόνα του Θεού, μήπως και όταν έλθη ο καιρός του μυστικού γάμου, κρούοντες και ημείς την θύραν, μας αποκριθεί ο νυμφίος  ‘ουκ οίδα υμάς’, δεν σας γνωρίζω, επειδή αλλοιωμένην έχετε την εικόνα μου με τα κακά σας έργα. Αλλά ας στρέψωμεν εις μετάνοιαν δι’ εξομολογήσεως. Ας καθαρίσωμεν τους ρύπους από τες ψυχές μας, διά να μας γνωρίσει πρωτότυπον και αρχέτυπόν μας και να μας προσκαλέσει ως γνησίας εικόνας του, εις την αιώνιον βασιλείαν του».
Το δεύτερο χρέος μας είναι να διαφυλάξωμε τον θησαυρό της Ορθοδόξου πίστεως ως κόρην οφθαλμού, ανόθευτο και αναλλοίωτο από κάθε αιρετική διδασκαλία και πλάνη. Το καθήκον αυτό είναι σήμερα περισσότερο αναγκαίο και επιτακτικό από κάθε άλλη φορά, διότι και σήμερα η Εκκλησία μας βάλλεται και πολεμείται από πολλές σύγχρονες αιρέσεις, μιά από τις οποίες, η πιό επικίνδυνη, είναι η παναίρεση του Οικουμενισμού, όπως την χαρακτήρισε μια μεγάλη οσιακή μορφή του περασμένου αιώνος, ο Σέρβος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του πανεπιστημίου του Βελιγραδίου άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Η φοβερή αυτή αίρεση, προϊόν των συγχρόνων συγκρητιστικών τάσεων θρησκευτικής ενοποιήσεως της ανθρωπότητος, ανέπτυξε μέσα στους κόλπους της διάφορες αιρετικές θεωρίες, όπως η θεωρία των κλάδων, η θεωρία της βαπτισματικής ενότητος, η θεωρία των αδελφών Εκκλησιών, η θεωρία των δύο πνευμόνων, η θεωρία της μεταπατερικής θεολογίας κ.α., οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας  και με την διαχρονική πίστη της ότι μόνον αυτή αποτελεί την Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλησία, όπως άλλωστε ομολογούμε στο σύμβολο της Πίστεως. Πέραν τούτου, μέσω μιάς άλλης θεωρίας, αυτής του δογμα-τικού μινιμαλισμού, η ακρίβεια των δογματικών αληθειών της πίστεως, για τις οποίες, όπως αναφέραμε προηγουμένως, πολλούς αγώνες και θυσίες έκαναν οι άγιοι Πατέρες μας, σμικρύνεται, σχετικοποιείται και υποβιβάζεται. Η επιστροφή των αιρετικών ομολογιών του Παπισμού και Προτεσταντισμού στην Ορθόδοξη πίστη και αποστολική Παράδοση, δεν θεωρείται πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για την ένωση των Εκκλη- σιών. Οι αγώνες των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, μεγάλου Φωτίου, αγίου Μάρκου του Ευγενικού και άλλων, που αγωνίστηκαν εναντίον του Παπισμού, ακυρώνονται και αποδοκιμάζονται στην πράξη, τα αντιαιρετικά τους συγγράμματα με τα οποία κατέδειξαν τις πλάνες του Παπισμού, παραμερίζονται και υιοθετείται η καινοφανής αντίληψη, ότι οι δογματικές μας διαφορές προς αυτούς αποτελούν ποικιλλία διαφόρων παραδόσεων, ώστε να παύσουν να αποτελούν φραγμό προς την ένωση. Επιχειρείται έτσι μία  επιφανειακή επικοινωνιακού χαρακτήρος ενότητα, παρά τις τεράστιες δογματικές διαφορές, ώστε τελικά οι Παπικοί και οι Προτεστάντες να παρουσιάζονται ως αδελφές Εκκλησίες με Ορθόδοξη πίστη και έγκυρα μυστήρια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως η πλάνη της αιρέσεως γίνεται σεβαστή, τοποθετείται δίπλα στην αλήθεια ως ισότιμη και ισόκυρη με αυτήν και τελικά αναμιγνύεται μ’ αυτήν σε μια άμικτη μίξη. Ποιά κοινωνία όμως μπορεί να υπάρξει μεταξύ αληθείας, που είναι φώς και ψεύδους, που είναι σκότος; «Τις κοινωνία φωτί προς σκότος;», επιβεβαιώνει ο απ. Παύλος (Β΄Κορ.6,14).
Προβάλλουν ως επιχείρημα οι Οικουμενιστές την αγάπη προς τους αιρετικούς και την εξ’ αυτής απορρέουσαν ανάγκη της μαρτυρίας της Ορθοδοξίας και της μεταδόσεως του θησαυρού της πίστεώς της προς αυτούς. Η αγάπη όμως ποτέ δεν χωρίζεται από την αλήθεια, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να στραφεί εναντίον της. Όταν ο διάλογος της αγάπης δεν συνυπάρχει με τον διάλογο της αληθείας είναι επικίνδυνη παγίδα, που οδηγεί σε συγκρητιστική αδιαφορία και απομακρύνει από την σωτηρία. Όπως λέγει ο άγιος Ιω. ο Χρυσόστομος «ει που την ευσέβειαν  παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου…την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς».[3] Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από την στέρηση της σωτηρίας και μόνο ως έργο αγάπης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο αείμνηστος καθηγητής κ. Στέργιος Σάκκος[4]: «Δεν χωρίζεται η αγάπη από την αλήθεια. Ο διαχωρισμός τους, επί ζημία βεβαίως και των δύο, είναι των ημερών μας επίτευγμα. Είναι το κατόρθωμα του συγχρόνου διαχριστιανικού συγκρητισμού! Ποτέ άλλοτε η αγάπη δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο πρόχειρα ανεύθυνα και ύπουλα εις βάρος της αλήθειας. Ποτέ στην ιστορία της Εκκλησίας δεν χρησιμοποιήθηκαν στις σχέσεις με τους αιρετικούς οι ανταλλαγές επισκέψεων και δώρων, οι εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, οι εναγκαλισμοί και οι ασπασμοί με πλήρη, ή έστω, μερική παραθεώρηση της αλήθειας…Ποτέ η αγάπη δεν κατήργησε, ούτε υποβίβασε το δόγμα. Ποτέ δεν παραμερίσθηκε η αλήθεια χάριν μιάς κατ’ επίφασιν ειρήνης. ‘Αν η ειρήνη περιορίζεται μόνο στα λόγια είναι καταγέλαστη’, γράφει ο Μ. Βασίλειος[5], ενώ ο ευαίσθητος και πραότατος Θεολόγος Γρηγόριος διαγγέλλει: «Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού. Και διά τούτο τον πραύν μαχητήν οπλίζει το πνεύμα, ως καλώς πολεμείν δυνάμενον’»[6].
Το επιχείρημα λοιπόν της αγάπης, που κατά κόρον προβλήθηκε και διατυμπανίστηκε από τους Οικουμενιστές αποδείχθηκε πλάνη και θανάσιμη παγίδα. Τούτο φάνηκε και από το ίδιο το αποτέλεσμα των μέχρι τώρα γενομένων διαλόγων. Οι μέχρι τώρα γενόμενοι διάλογοι όχι μόνον δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, αλλά αντιθέτως οδήγησαν αναπόφευκτα σε προϊούσα φθορά και διάβρωση του Ορθοδόξου φρονήματος, σε συμβιβασμούς και ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις στο δόγμα και στην Εκκλησιαστική μας αυτοσυνειδησία. Με πολύ επιπολαιότητα οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι στους Διαχριστιανικούς Διαλόγους, ανώριμοι όντες πνευματικά και μη έχοντες αγιοπνευματικές εμπειρείες, άπλωναν γέφυρες, μικρές και ανεπαρκείς, για να γεφυρώσουν τεράστια χάσματα και να εκμηδενίσουν αποστάσεις και διαφορές, πολύ σημαντικές στο δόγμα και στο ήθος των Εκκλησιών. Παραθεώρησαν το γεγονός, ότι η αλήθεια με την αίρεση δεν έχουν ποσοτική διαφορά. Η αίρεση δεν έχει απλώς λιγότερη αλήθεια, ώστε με κάποια προσθήκη να γίνει κι αυτή Ορθοδοξία. Η αίρεση όσο μικρή και αν φαίνεται, είναι πλάνη, είναι σκοτάδι και αμαρτία και θάνατος. Ο πνευματικός θάνατος που προξενεί η αίρεση, δεν παίρνει βελτίωση να γίνει λιγότερο θάνατος και κατόπιν ζωή. Έτσι φθάσαμε στο τραγικό φαινόμενο να διατυπώνονται από Ορθοδόξους εκπροσώπους και πατριάρχες, αντορθόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις και να υπογράφονται κοινά κείμενα με τους αιρετικούς, ξένα προς την παράδοση και την δογματική διδα- σκαλία της Εκκλησίας μας. Ο αρχικός ενθουσιασμός για την δήθεν μαρτυρία της Ορθοδοξίας προς τους ετεροδόξους δυστυχώς κατέληξε στο θλιβερό φαινόμενο, μετά από 64 χρόνια διαλόγου με τους Προτεστάντες και 32 με τους Παπικούς, να συμμαρτυρούμε με την πλάνη και να αναγνωρίζουμε τους ετεροδόξους ως αδελφές Εκκλησίες, με έγκυρα μυστήρια αι αποστολική διαδοχή. Δηλαδή, αντί εμείς να τους οδηγήσουμε στην Ορθοδοξία, μας παρέσσυραν αυτοί στην αίρεση και την πλάνη.
Ο γέρων Παΐσιος ο αγιορείτης, μεγάλη οσιακή μορφή των ημερών μας, του οποίου η αγιότης μαρτυρείται από όλους πανορθοδόξως, φωτισμένος από την Χάρη του αγίου Πνεύματος, που είχε πλούσια μέσα του, διέκρινε την ολέθρια αυτή αίρεση του Οικουμενισμού και την καταπολέμησε με όλες του τις δυνάμεις, όπως μαρτυρεί ο βιογράφος του Γέρων Ιερομ. Ισαάκ. Κάποτε σε μια σύναξη μοναζουσών έλεγε τα εξής: «Οικουμενισμός και Κοινή Αγορά, ένα κράτος μεγάλο, μια θρησκεία στα μέτρα τους. Αυτά είναι σχέδια διαβόλων».[7] Σε μια άλλη περίπτωση έλεγε: «Μου έκανε εντύπωση αυτό, που μου είπε ένας επίσκοπος από το Πατριαρχείο. Του είχα πεί: Μα τι κατάσταση είναι αυτή; Από τη μια ο Οικουμενισμός, από την άλλη ο Σιωνισμός, ο Σατανισμός…Σε λίγο θα προσκυνούμε τον διάβολο με τα δύο κέρατα αντί για τον δικέφαλο αετό. Σήμερα, μου λέγει, δύσκολα βρίσκεις επισκόπους σαν τον επίσκοπο Καισαρείας Παΐσιο τον Β΄. Ο Παΐσιος ο Β΄ τι έκανε; Πήγαινε στον Σουλτάνο για τα αιτήματά του με ένα σχοινί δεμένο στη μέση, αποφασισμένος δηλαδή να τον κρεμάσουν οι Τούρκοι. Σαν να έλεγε στον Σουλτάνο: Μην ψάχνεις σχοινί και χασομεράς, άμα θέλεις να με κρεμάσεις, έτοιμο το έχω το σχοινί».[8] Η παρά πάνω μαρτυρία εμφανίζει τον Γέροντα να διαμαρτύρεται σε κάποιον πατριαρχικό επίσκοπο κατά της αιρέσεως του Οικουμενισμού και να παρουσιάζει τον Οικουμενισμό και τον Σιωνισμό ως τα δύο κέρατα του διαβόλου.
Το γεγονός ότι η φοβερή αυτή αίρεση εξακολουθεί όχι μόνον να υφίσταται, παρ’ όλο που πέρασαν 100 περίπου χρόνια από της εμφανίσεώς της, αλλά και να εξαπλούται επικίνδυνα όλο και περισσότερο, υπογραμμίζει το χρέος όλων μας, κλήρου και λαού, για την αποτελεσματική καταπολέμησή της. Όπως και άλλοτε έχουμε επισημάνει, είναι ανάγκη ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού να επαγρυπνεί και να διακρίνει τα «σημεία των καιρών» (Ματθ.16,3). Να μείνει ανυποχώρητος και ασυμβίβαστος στην υπεράσπιση της αληθείας, ανεπηρεάστος από το πνεύμα της χαλαρότητος, του εφησυχασμού και του ενδοτισμού, το οποίον κυριαρχεί σήμερα, ιδίως μεταξύ των εκκλησιαστικών μας ηγετών, εκτός από ελάχιστες επαινετές εξαιρέσεις. Να συνειδητοποιήσει και να ευαισθητοποιηθεί απέναντι στο σύγχρονο πολυκέφαλο θηρίο, την παναίρεση του Οικουμενισμού, που προετοιμάζει τον ερχομό της Νέας Παγκόσμιας Θρησκείας του σατανά, και που με ύπουλο τρόπο έχει διεισδύσει στα σπλάγχνα της Ορθοδοξίας και την απειλεί θανάσιμα. Είναι ανάγκη πρό παντός, να ενεργοποιηθεί σ’ ένα δυναμικότερο αντιαιρετικό αγώνα και να απαιτήσει από την Ιεραρχία μας να ασχοληθή με την φοβερή αυτή αίρεση και να την καταδικάση Συνοδικά, να επισημάνει τους φορείς της και να τους καλέση σε μετάνοια. Σε περίπτωση δε αμετανοησίας να τους καθαιρέση. Τέλος να διακόψη τους μέχρι τώρα γενομένους ακάρπους και επιβλαβείς διαλόγους με τους ετεροδόξους.
Καλή Σαρακοστή και καλόν αγώνα πνευματικόν.


[1] Εις Ευτρόπιον Β΄, PG 51,397.
[2] Εις το «Ου θέλω υμάς αγνοείν αδελφοί…», PG 51,252.
[3] PG 60,611.
[4] Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», 3 Ιουνίου 2011.
[5] Πατροφίλω επισκόπω της εν Αιγεαίς Εκκλησίας, Επιστολή ΣΝ, PG 32,932Α
[6] Λόγος Β΄ Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής 82, PG 35,488C.
[7] Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τομ. Β΄, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 176
[8] Γέροντος Παϊσίου…,ο.π. σελ. 230-232

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...