Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Παύλος Δημητρακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Παύλος Δημητρακόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαΐου 22, 2014

Στα χνάρια των αγίων Πατέρων, ή στα χνάρια του κ. Αθηναγόρα;

Εν Πειραιεί τη 21η  Μαΐου 2014.
Στα χνάρια των αγίων Πατέρων, ή στα χνάρια του κ. Αθηναγόρα;
Σχόλιο με αφορμή την προσεχή συνάντηση του Πάπα Φραγκίσκου του Α΄ και του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου του Α΄ στα Ιεροσόλυμα.
Πρ. Ιερού Ναού Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Συμπληρώνονται φέτος 50 χρόνια από την συνάντηση στα Ιεροσόλυμα (1964-2014) του πρώην Οικουμενικού Πατριάρχου κυρού Αθηναγόρου με τον τότε Πάπα Παύλο τον Στ΄. Ήταν μια συνάντηση, η οποία σηματοδότησε μια καινούργια πορεία στις σχέσεις μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου. 
Η συνάντηση αυτή θεωρήθηκε από πολλούς αρχιερείς, κληρικούς και θεολόγους ως ιστορικός σταθμός, διότι αποτέλεσε την αφετηρία των μετέπειτα ραγδαίων και ριζικών εξελίξεων στις διαχριστιανικές σχέσεις της Ορθοδοξίας με τον Παπισμό. Εις ανάμνησιν δε αυτού του γεγονότος, όπως είναι γνωστό, διοργάνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο από κοινού με το Βατικανό νέα συνάντηση, (24-26 Μαΐου), στον ίδιο τόπο, τα Ιεροσόλυμα, του νύν Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου του Α΄. Με την συνάντησή τους αυτή, η οποία θα προβληθεί βεβαίως διεθνώς και θα τύχει ευρείας δημοσιότητος από την εκκλησιαστική και πολιτική επικαιρότητα, οι δύο εκκλησιαστικοί ηγέτες δεν στοχεύουν απλώς να τιμήσουν τους προκατόχους των, αλλά προφανώς να διαδηλώσουν επί πλέον και την  σταθερή και αταλάντευτη πρόθεσή τους να βαδίσουν πάνω στα χνάρια τους και να συνεχίσουν με πιστότητα και συνέπεια την οικουμενιστική γραμμή που εκείνοι εχάραξαν. Και τις οίδε, (μόνον ο Θεός γνωρίζει), αν οι δύο αυτοί ηγέτες στο προσεχές μέλλον προχωρήσουν σε ακόμη τολμηρότερα βήματα, στην…αγιοκατάταξή των! Δεν έχουμε την πρόθεση με τον σύντομο αυτό σχολιασμό μας να ασχοληθούμε με τον εκλιπλόντα Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄, διότι όπως λέγει και μέγας Παύλος «τι γαρ μοι και τους έξω κρίνειν;» (Α΄Κορ.5,12). Ποιά αρμοδιότητα έχουμε να κρίνουμε τους «έξω» της Εκκλησίας; Καμία. Αφού όπως λέγει παρά κάτω«τους δε έξω ο Θεός κρίνει» (Α΄Κορ.5,13). Τους εκτός της Εκκλησίας, τους κατακεκριμένους ως αιρετικούς, τους έχει κρίνει ήδη ο Θεός. Με τον «έσω» όμως της Εκκλησίας κυρό Αθηναγόρα και μη εισέτι κατακριθέντα επισήμως και συνοδικώς για τις αντορθόδοξες θέσεις και διακηρύξεις του και για την οικουμενιστική γραμμή και πορεία, (μια πορεία ξένη προς την Ορθόδοξη Παράδοση και τους αγίους Πατέρες μας), την οποίαν ακολούθησε, έχουμε χρέος να ασχοληθούμε. Και τούτο διότι ο θησαυρός της πίστεως είναι κοινό κτήμα όλων, κλήρου και λαού. Και όλοι μας έχουμε χρέος να τον διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, ακέραιον και απαραχάρακτον από κάθε νοθεία και αίρεση.
Έχουν διατυπωθεί πολλά εγκωμιαστικά σχόλια σχετικά με τον πρώην Πατριάρχη από διάφορα πρόσωπα, κυρίως προερχόμενα από τον χώρο του Οικουμενισμού. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο εκδημήσας Πατριάρχης υπήρξε κατά κοινή ομολογία ως το πρόσωπο εκείνο, που κατ’ εξοχήν προώθησε την φοβερή αυτή αίρεση μέσα στα σπλάγχνα της Ορθοδοξίας. Ιδιαιτέρως προβλήθηκε από τους υμνητές του η υπ’ αυτού προβολή της Ορθοδοξίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε παγκόσμια κλίμακα, οι διπλωματικές του ικανότητες, η παγκόσμια πολιτική και κοινωνική του καταξίωση, η διεθνής ακτινοβολία και αναγνώρισή του και άλλα παρόμοια. Ήδη αμέσως μετά την κοίμησή του το επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία» έγραφε: «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, θα γραφή εις τας δέλτους της ιστορίας ως Μέγας…».[1]Ο τότε Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄, επιστήθιος και αγαπητός φίλος του κοιμηθέντος Πατριάρχου, εχαρακτήρισε αυτόν ως «μέγαν άνδρα  μιάς εκκλησίας σεβασμίας, αλλ’ όχι ακόμη τελείως ηνωμένης μετά της Καθολικής Εκκλησίας ημών…».[2] Το παραλήρημα του λιβανωτού των εγκωμίων έφθασε στο αποκορύφωμά του, όταν κάποιοι οικουμενιστικοί κύκλοι της εποχής εκείνης επεχείρησαν, να συντάξουν προσευχή προς αυτόν, η οποία κατέληγε ως εξής: «Μη κατολιγωρήσης ημών, αλλ’ επίβλεψονλαμπρώ και ιλέωόμματι, ως εν ζωή ών έπραττες, και κράτυνον το της Ορθοδοξίας ποίμνιον, χειραγωγών αυτό προς το καλόν της αγίας του Χριστού Εκκλησίας, υποδεικνύων αυτώ την ευθείαν οδόν, την φέρουσαν απλανώς προς τον Θεόν…».[3]
Ήταν όμως πράγματι μέγας; Εάν κανείς αξιολογήσει το πρόσωπό του με κοσμικά κριτήρια, δηλαδή την διεθνή του ακτινοβολία και αναγνώριση, την κοινωνική και πολιτική του καταξίωση, την διπλωματική του ευστροφία, την πρόσδοση κύρους και προβολής στο Φανάρι και άλλα ανάλογα, τότε μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς ως μέγα. Αν όμως αξιολογηθή με πνευματικά κριτήρια, δηλαδή με γνώμονα την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση, την Αγία Γραφή, το ιερό Πηδάλιο και τους Αγίους Πατέρες, τότε όχι μόνον μέγας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αλλ’ ως μία αξιοθρήνητη προσωπικότητα, ως τον πρωτοπόρο στον ολισθηρό κατήφορο του Οικουμενισμού, ως το πρόσωπο εκείνο που κατ’ εξοχήν προώθησε την φοβερή αυτή αίρεση, πράγμα το οποίο ισοδυναμεί με προδοσία της πίστεως. Την δε Πατριαρχείαν του ως κατ’ εξοχήν καταστρεπτική. Τον χαρακτηρισμό «μέγας» έδωσε η Εκκλησία στους αγίους και θεοφόρους Πατέρες, όχι απλώς μόνον διότι ανέβηκαν την κλίμακα των αρετών και έφθασαν στην θέωση, αλλά και διότι έκαμαν μεγάλους αγώνες και υπέφεραν πολλές θλίψεις για να καταπολεμήσουν τις αιρέσεις και να παραδώσουν τον θησαυρό της πίστεως ανόθευτο και απαραχάρακτο σεόλες τις επερχόμενες γενεές.Επομένως  είναι μεγάλο εκκλησιολογικό λάθος, να σπεύδουμε με πολλή προχειρότητα και επιπολαιότητα να αποδώσουμε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, τον οποίον μόνον η Εκκλησία μπορεί να αποδώσει αλάνθαστα, βασιζομένη στην άνωθεν μαρτυρία του αγίου Πνεύματος, στην μαρτυρία δηλαδή που δίδει ο ίδιος ο Θεός για το πρόσωπο αυτό, με θαύματα, που ενεργεί διά μέσου αυτού, είτε εν ζωή είτε μετά θάνατον (διά του αγίου λειψάνου του).
Η χριστιανική ενότης.
Κατά κόρον επίσης προβλήθηκε από τους υμνητές του ο διακαής πόθος του και η επιθυμία του για την  προώθηση της παγχριστιανικήςενότητος. Πράγματι ο κ. Αθηναγόρας από της ημέρας της αναδείξεώς του στον Πατριαρχικό θρόνο μέχρι της κοιμήσεώς του θα έχει πλέον το βλέμμα της ψυχής του διαρκώς εστραμμένο προς την Δύση, η δε τραγωδία της διασπάσεως της Χριστιανοσύνης θα αποτελέση το κέντρο του ενδιαφέροντος του, την συνισταμένη όλων των ενεργειών του, την κατευθυντήρια γραμμή της εκκλησιαστικής του πολιτικής, σε συνδυασμό πάντοτε βέβαια με την πρόσδοση κύρους και διεθνούς ακτινοβολίας στον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μέσα στα πλαίσια αυτής της εκκλησιαστικής του πολιτικής εντάσσονται η μέριμνά του για την σύγκληση Πανορθοδόξων Διασκέψεων, οι συντονισμένες ενέργειές του για την άρση των αναθεμάτων, η καλλιέργεια σχέσεων αγάπης και φιλίας με το Βατικανό, η επιδίωξή του να συναντηθεί με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα και να έχει τις πρώτες μυστικές επαφές μαζί του και η καθιέρωση του λεγομένου «Διαλόγου της Αγάπης».
Ωστόσο την χριστιανική ενότητα την κατανοούσε και την οραματιζόταν ο κοιμηθείς Πατριάρχης με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο, σε σχέση με τον τρόπο που την κατανοούσε ανέκαθεν η Εκκλησία, με ένα τρόπο δηλαδή τελείως ξένο προς την διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας. Στη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους αιρετικούς δεν είναι δυνατόν να υπάρξη, παρά μόνον με την  μετάνοια και την επάνοδο των αιρετικών στην αλήθεια της Ορθοδοξίας, στην πίστη και στα δόγματα της Εκκλησίας. Επομένως και στην προκειμένη περίπτωση των αιρέσεων του Παπισμού και του Προτεσταντισμού δεν είναι δυνατόν να δεχθεί η Εκκλησία άλλη μορφή ενότητος. Η προσπάθεια του εκλιπόντος πατριάρχου ήταν να επιτύχει μια ενότητα συγκρητιστικού τύπου, μια ενότητα παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές με τους παπικούς και τους προτεστάντες, χωρίς δηλαδή αυτοί να έχουν αποβάλει τις πεπλανημένες αιρετικές διδασκαλίες τους, μιά ενότητα που θα μπορούσε να επιτευχθεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς.Σε θέματα όμως πίστεως δεν χωράει καμία συγκατάβασις και οικονομία. Την αλήθεια αυτή επιβεβαιώνουν οι μεγάλοι αγώνες των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας κατά των αιρέσεων, η συγκρότησις υπ’ αυτών Οικουμενικών Συνόδων κ.λ.π. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει σε κάποια ομιλία του σχετικά με το θέμα αυτό   «Ει που την ευσέβειανπαραβλαπτομένηνίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ’ ίστασο γενναίως έως θανάτου…τηναλήθειαν μηδαμού προδιδούς».[4]
 
Άρσις των αναθεμάτων.
 
Μετά την συνάντηση των δύο εκκλησιαστικών ηγετών στα Ιεροσόλυμα, που αποτέλεσε μια πρώτη προσέγγιση μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για να επακολουθήσει το δεύτερο μεγάλο βήμα προσεγγίσεως, δηλαδή η λεγόμενη άρση των αναθεμάτων, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1965. Όπως είναι γνωστό από του σχίσματος του 1054 και εντεύθεν έπαυσε να υπάρχει πλέον εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ του Παπισμού και της Ορθοδόξου Εκκλησίας λόγω των ποικίλων αιρετικών διδασκαλιών, που εν τω μεταξύ ανεπτύχθησαν μέσα στους κόλπους του Παπισμού. Αυτή η διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας επισφραγίσθηκε με τα «αναθέματα», τα οποία επεβλήθηκαν εκατέρωθεν από την Ρώμη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο παπικὸςαπεσταλμένος Καρδινάλιος Ουμβέρτος, στις 16 Ιουλίου του 1054, αναθεμάτισε με έγγραφο αναθεματισμό, τον οποίο άφησε πάνω στην αγία τράπεζα του Ιερού Ναού της αγίας Σοφίας κατά την διάρκεια εσπερινής ακολουθίας, τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Μιχαὴλ τον Κηρουλάριο και όλους όσους  δεν αποδέχονταν τοFilioque και τις άλλες παπικές καινοτομίες. Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μιχαὴλ συγκάλεσε  στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιουλίου του 1054 ενδημούσα Σύνοδο και υπέβαλε σε «ανάθεμα» το έγγραφο, τους συντάκτες του, αυτούς που το επέδωσαν και όσους συνήργησαν σ’ αυτό. Στη συνοδική απόφαση αναιρούντο επί τη βάσει της Ιεράς Παραδόσεως οι κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας διατυπωθείσες κατηγορίες, ιδίως αυτές που αφορούσαν την αιρετική διδασκαλία του Filioque, ενώ παράλληλα διεγράφη το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχα του Οικουμενικού θρόνου. Οι συνοδικές αποφάσεις κοινοποιήθηκαν με συνοδικές επιστολές στα άλλα Πατριαρχεία της Ανατολής. 
Επομένως οιεκατέρωθεν αναθεματισμοὶ του 1054 δεν προήλθαν από προσωπικούς ανταγωνισμούς, αλλ᾿ από την σύγκρουση της Ορθοδόξου πίστεως προς τις αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Δεν ευσταθεί λοιπόν τοεπίσημοανακοινωθὲν τουΟικουμενικου Πατριαρχείου, κατὰ τοοποίο«τααναθέματα εκατέρωθεν περιωρίσθησαν εις ταπρωταγωνιστήσαντα πρόσωπα και δεν ανεφέροντο εις τας δύο Εκκλησίας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, αιοποίαι καιμετὰ ταύτα δεν διέκοψαν την εκκλησιαστικὴνκοινωνίαν, ουδὲυπήρξαν τα γεγονότα ταύτα ηοριστικὴεπισφράγισις τουμεταξὺΑνατολής και Δύσεως Σχίσματος». Επί πλέον η πράξις αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι αντικανονική και παράνομη, διότι επεχειρίθηχωρίς να προηγηθεί Πανορθόδοξη Σύνοδος, η οποία είναι και η μόνη αρμοδία, για να αποφασίσει ένα τέτοιο μεγάλο εκκλησιαστικό γεγονός. Επίσης απὸΟρθοδόξου θεολογικής πλευράς, είναι αδύνατο ναεννοήσωμεάρση τουκατὰ της Ρώμης «αναθέματος» χωρίς την ταυτόχρονο άρση όλων των αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού. Όπως ήταν επόμενο η αντικανονική αυτή ενέργεια του Οικουμενικού Θρόνου προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών από τον τότε αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο Β΄ και την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία σε δήλωσή της «με πολλήνδυσμένειανεπληροφορήθη την πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα. Ουδείς έχει το δικαίωμα να προβαίνη εις παρομοίας πράξεις. Το δικαίωμα έχει μόνον ολόκληρος η Ορθοδοξία».[5]Σε άλλη δήλωσή του, που έχει καταχωρηθή στα «Πεπραγμένα» του (τομ. Β΄, Αθήναι 1967, σελ. 197), αναφερόμενος στον κ. Αθηναγόρα λέγει: «Ο Αθηναγόρας  Α΄ ουδέν πρεσβεύει, εις ουδέν πιστεύει, ει μη μόνον εαυτώ δουλεύει και την απαθανάτισιν του ονόματός του επιδιώκει, έστω κατά Ηρόστρατον, διά της καταστροφής της Εκκλησίας»[6].Καθολική σχεδόν υπήρξε επίσης η αποδοκιμασία των αγιορειτών Πατέρων απέναντι στον εκδημήσαντα Πατριάρχη. Μετά την δημιουργία υπ’ αυτού διπλωματικών σχέσεων με το Βατικανό και ιδίως μετά την άρση των αναθεμάτων, σάλος μέγας δημιουργήθηκε μέσα στο Άγιον Όρος. Όλοι σχεδόν οι αγιορείτες μοναχοί, τόσο από τις Ιερές Μονές, όσο και από τις Σκήτες και τα Κελιά, εξέφρασαν την πικρία, την λύπη και την απογοήτευσή τους, όταν πληροφορήθηκαν τις παρά πάνω ενέργειές του. Ορισμένες μάλιστα εκ των Ιερών Μονών, οκτώ τον αριθμόν, όχι απλώς αποδοκίμασαν τον κ. Αθηναγόρα, αλλά απεφάσισαν να διακόψουν την μνημόνευση του ονόματός του, η οποία συνεχίστηκε και επί Πατριαρχείας του διαδόχου του κ. Δημητρίου, κατά την τριετία από το 1970 έως το 1973. Μία από αυτές τις Μονές, η Ιερά Μονή Καρακάλλου, σε επιστολή της προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους έγραφε σχετικά με το θέμα αυτό μεταξύ άλλων τα εξής: «Επιθυμούμεν να επαναλάβωμεν την εν πεποιθήσει και αμετάθετοναπόφασιν ημών περί συνεχίσεως της διακοπής του πατριαρχικού μνημοσύνου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, εφ’ όσον ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Δημήτριος ο Α΄ θα συνεχίση την τηρουμένην υπό της Ιεράς Συνόδου γραμμήν, την οποίαν είχε χαράξει ο Αθηναγόρας…Θαπειθώμεθα εις τον νέον Πατριάρχην, όταν διαπιστώσωμεν, ότι ούτος θα αναθεωρήσει τας αιρετικάς ομολογίας του προκατόχου του και δεν θα συνεχίση την φιλοπαπικήνγραμμήν».[7] Ας σημειωθεί επίσης ότι μεταξύ αυτών που διέκοψαν το μνημόσυνο του Πατριάρχου ήταν και ο Γέροντας Παΐσιος.
 
«Διάλογος της Αγάπης».
 
Το επόμενο μεγάλο βήμα προσεγγίσεως μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού πρέπει να θεωρηθεί η καθιέρωση του λεγομένου «Διαλόγου της Αγάπης»,του οποίουο μεγαλύτερος προπαγανδιστής και ένθερμος θιασώτης υπήρξε ο εκδημήσας Πατριάρχης. Πρόκειται για μιά μακρά περίοδο από το 1965 έως το 1980, εγκαρδίων σχέσεων φιλίας και αγάπης μεταξύ Βατικανού και Φαναρίου,που θεωρήθηκε σαν ένα απαραίτητο προκαταρκτικό στάδιο πρίν από τον επακολουθήσαντα Θεολογικό διάλογομεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών, ο οποίος αποσκοπούσε στην κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία εκατέρωθεν. Μέσα στα πλαίσια  της προετοιμασίας αυτής καθιερώνονται οι αμοιβαίες επισκέψεις εκπροσώπων του Πάπα και του Πατριάρχου στο Φανάρι και στη Ρώμη αντίστοιχα, η υιοθέτηση του όρου «αδελφές Εκκλησίες» προτού ακόμη αρθούν οι δογματικές διαφορές, οι ανταλλαγές δώρων, οι φιλοφρονήσεις, οι εναγκαλισμοί, οι κοινές δηλώσεις, οι συμπροσευχές και οι επιστροφές αγίων  λειψάνων από τους παπικούς προς τους Ορθοδόξους. Μέσα στην ατμόσφαιρα των καλών σχέσεων κατά κόρον προβλήθηκε η αγάπη με πλήρη ή μερική παραθεώρηση της αλήθειας. Πρώτη φορά στην εποχή εκείνη ακούστηκαν από κορυφαίους εκπροσώπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας οι λόγοι: «η θεολογία διαιρεί ενώ η αγάπη ενώνει», ή ότι «τα δόγματα πρέπει να τεθούν στο θησαυροφυλάκιο της Εκκλησίας». Τα αίτια του σχίσματος αποδόθηκαν σε πολιτικούς λόγους και σε έλλειψη αγάπης. Σύμφωνα με δήλωση του Πατριάρχη Αθηναγόρα: «Μέχρι το 1054 είχαμε πολλές διαφορές…αλλάηγαπώμεθα. Και όταν αγαπώνται οι άνθρωποι, διαφοραί δεν υπάρχουν. Αλλά το 1054, που επαύσαμεν να αγαπώμεθα, ήλθαν όλες οι διαφορές».[8]Η αγάπη προς τους αιρετικούς ανάγεται σε πανδόγμα, σε νέα κυρίαρχη θεολογική αντίληψη, ενώ καταβάλλεται προσπάθεια  με δηλώσεις και διακηρύξεις των εκκλησιαστικών μας ηγετών να αμβλυνθούν, ακόμη και να εκμηδενιστούν οι δογματικές μας διαφορές προς τους Παπικούς, οι  οποίες αποδίδονται σε προκαταλήψεις και κατάλοιπα του παρελθόντος, που έχουν τώρα πλέον ξεπεραστεί και εκλείψει. Η Ορθόδοξη Θεολογία και οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας παύουν να αποτελούν κριτήριο λόγων και πράξεων και παραχωρούν τη θέση τους  στη διπλωματία και την πολιτική. Όσοι δεν ακολουθούν αυτή τη γραμμή θεωρούνται ακραίοι, φανατικοί, φονταμενταλιστές και παραμερίζονται στο περιθώριο της εκκλησιαστικής ζωής.
Ωστόσο η αληθινή εν Χριστώ αγάπη ποτέ δεν χωρίζεται από την αλήθεια, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να στραφεί εναντίον της. Όταν ο διάλογος της αγάπης δεν συνυπάρχει με τον διάλογο της αλήθειας, είναι επικίνδυνη παγίδα, που οδηγεί σε συγκρητιστική αδιαφορία και απομακρύνει από τη σωτηρία. Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από την στέρηση της σωτηρίας και μόνο ως έργο αγάπης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Εάν, όπως ισχυρίζεται ο κ. Αθηναγόρας, οι δογματικές διαφορές οφείλονται σε έλλειψη αγάπης, τότε έπεσαν έξω και πλανήθηκαν οι άγιοι Πατέρες, όπως ο Μέγας Φώτιος, άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κ.α., που επεσήμαναν τις πλάνες του Παπισμού, διότι αγωνίστηκαν για ανύπαρκτες διαφορές. Έπεσε έξω ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, όταν μετά τη Σύνοδο Φεράρας–Φλωρεντίαςεδήλωσε ότι «ημείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων αλλ’ ή, ότι εισίν ου μόνον σχισματικοί αλλά και αιρετικοί. Δι’ ό  ουδέ πρέπει όλως ενωθήναιαυτοίς».[9] Και όχι μόνον έπεσαν έξω οι άγιοι Πατέρες, αλλά και εστερούντο αγάπης, ως ακραίοι και φανατικοί. Είναι φανερό, ότι οι παρά πάνω λόγοι του Πατριάρχου δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική και φανερώνουν άγνοια, ή διαστρέβλωση της ιστορίας.
 
Μαρτυρίες αγιασμένων και καταξιωμένων ανδρών της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του κοιμηθέντος Πατριάρχου.
 
Ο εσχάτως ανακηρυχθείς ως άγιος από την Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία,άγιος Ιουστίνος ο Πόποβιτςσε υπόμνημά του προς την Ιερά Σύνοδο της Σερβικής Εκκλησίας αναφέρει τα εξής συγκλονιστικά και συγχρόνως αποκαλυπτικά σχετικά με τον κ. Αθηναγόρα: «Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως; Αυτός με την νεοπαπιστικήνσυμπεριφοράν του εις τους λόγους και εις τας πράξεις σκανδαλίζει επί μίαν ήδη δεκαετίαν τας Ορθοδόξους συνειδήσεις, αρνούμενος την μοναδικήν και πανσωστικήνΑλήθειαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας και πίστεως, αναγνωρίζων τας Ρωμαϊκάς και άλλας αιρέσεις ως ισοτίμους με την αλήθειαν, αναγνωρίζων τον Ρωμαίον Άκρον Ποντίφηκα με όλην την δαιμονικήναντιεκκλησιαστικήνυπερηφάνειάν του. Και προετοιμάζει με αυτοκτονική ταχύτητα και επιπολαιότητα, κατά το παράδειγμα του Βατικανού, αυτήν την ιδικήν του λεγομένην ‘ΜεγάληνΠανορθόδοξονΣύνοδον’ όχι όμως με το βασικόνευαγγελικόν και αγιοπαραδοσιακόν θέμα της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου, αλλά με καθαρώς σχολαστικο-προτεσταντικήνθεματολογίαν. Την προετοιμάζει μάλιστα εις τον πύργον της Βαβέλ του συγχρόνου αναρχικού και μηδενιστικού κόσμου  άνευ της συμμετοχής των πραγματικών Ορθοδόξων ομολογητών, φορέων της Ορθοδόξου πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως και Εκκλησιαστικότητος. Τον τελευταίον καιρόν  αυτός έχει γίνει πηγή αναρχισμού και μηδενισμού εις τον Ορθόδοξονκόσμον. Οι Αγιορείται δικαίως τον ονομάζουν αιρετικόν και αποστάτην εις τας επιστολάς των, τας απευθυνομένας προς αυτόν ανοικτώς διά του τύπου…».[10]
Επίσης ο μεγάλος χαρισματούχος Γέροντας Παΐσιος, του οποίου η αγιότης μαρτυρείται από όλους πανορθοδόξως, σύγχρονος του κοιμηθέντος Πατριάρχου, παρακολουθούσε με πολύ πόνο τα επικίνδυνα οικουμενιστικά ανοίγματά του, την ακατάσχετη κοσμικού τύπου αγαπολογία του, ιδίως δε την παράτολμη και παράνομη από νομοκανονικής απόψεως ενέργειά του να επιχειρήση μονομερώς και χωρίς την σύμφωνη γνώμη των άλλων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, άρση των αναθεμάτων, πράγμα που προκάλεσε μεγάλο σάλο και σκάνδαλο μέσα στην Εκκλησία. Σκέφθηκε λοιπόν να στείλει μιά επιστολή στις 23 Ιανουαρίου 1969, στον π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ιδρυτή της Π.Ο.Ε. και της μαχητικής εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος», που αφορούσε τον κ. Αθηναγόρα. Σ’ αυτή μεταξύ άλλων γράφει τα εξής: «…Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενά μου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήναγάπην δυστυχώς του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος μητέρα μας δεν του κάμνει καμίαν εντύπωση, επειδή είναι πολύ σεμνή…Το αποτέλεσμα ήταν, να αναπαύση μεν όλα τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμο, να κατασκανδαλίση όμως όλους εμάς, τα πιστά τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα, που έχουν φόβο Θεού». [11]
Κατά παρόμοιο τρόπο αποδοκιμάζεται ο πρώην Πατριάρχης και από μιά άλλη μεγάλη εκκλησιαστική φυσιογνωμία των ημερών εκείνων, από τον αρχ. π. ΕπιφάνιοΘεοδωρόπουλο. Σε επιστολή του προς αυτόν γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Παναγιώτατε:Προυχωρήσατε ήδη πολύ. Οι πόδες Υμών ψαύουσι πλέον τα ρείθρα τουΡουβίκωνος. Η υπομονή χιλιάδων ευσεβών ψυχών, Κληρικών καί λαϊκών, συνεχώς εξαντλείται. Διά την αγάπην του Κυρίου, οπισθοχωρήσατε! Μη θέλετε ναδημιουργήσητε εν τη Εκκλησία σχίσματα και διαιρέσεις. Πειράσθε να ενώσητε τα διεστώτα και το μόνον όπερ θα κατορθώσητε, θα είναι να διασπάσητε τα ηνωμένα και ναδημιουργήσητε ρήγματα εις εδάφη έως σήμερον στερεά και συμπαγή. Σύνετεκαί συνέλθετε!...».[12]
 
Κακόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις του.
 
Θα κλείσουμε τον μικρό αυτό σχολιασμό μας με ορισμένες ακόμη κακόδοξες και βλάσφημες δηλώσεις του, τις οποίες διετύπωσε δημοσίως σε λόγους, ομιλίες, ή συνεντεύξεις  του κατά την διάρκεια της Πατριαρχείας του:«Απατώμεθα και αμαρτάνωμεν (έλεγε), εάν νομίζομεν, ότι η Ορθόδοξος πίστιςκατήλθεν εξ’ ουρανού και ότι τα άλλα δόγματα είναι ανάξια. Τριακόσια εκατομμύρια ανθρώπων εξέλεξαν τον Μουσουλμανισμόν διά να φθάσουν εις τον Θεόν των και άλλαι εκατοντάδες εκατομμυρίων είναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας είναι να βελτιώσει τον άνθρωπον».[13]«Εις την κίνησιν προς την ένωσιν, δεν πρόκειται η μία Εκκλησία να βαδίσει προς την άλλην, αλλ’ όλαι ομού να επανιδρύσωμεν την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν, και ΑποστολικήνΕκκλησίαν, εν συνυπάρξει εις την Ανατολήν και την Δύσιν, όπως εζώμεν μέχρι του 1054, παρά και τας τότε υφισταμένας θεολογικάς διαφοράς».[14] «Ο αιών του δόγματος παρήλθε».[15]«Καλούμεθα ν’ απαλλαγώμεν του πλέγματος της πολεμικής και της αντιρρήσεως εν τη Θεολογία και να εφοδιάσωμεν αυτήν διά του πνεύματος της ζητήσεως και της διατυπώσεως της αληθείας εν τη αγάπη και τη υπομονή. Ο Χριστιανισμός έχει ανάγκη σήμερον μιάς Θεολογίας της καταλλαγής».[16]
Τα παρά πάνω ελάχιστα στοιχεία, τα οποία παραθέσαμε είναι ικανά,πιστεύουμε, να μας δώσουν μια εικόνα περί του ποιός ήταν ο κ. Αθηναγόρας, τον οποίον θα σπεύσουν να εγκωμιάσουν και να εξυψώσουν μέχρι τρίτου ουρανού εντός των προσεχών ημερών οι ομόφρονές του οικουμενιστές. Στο δε ερώτημα που θέσαμε ως τίτλο του άρθρου μας, καλούμεθα όλοι μας (ο κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού) να απαντήσωμε. Είμαστε αποφασισμένοι να βαδίσουμε στα χνάρια των αγίων Πατέρων μας, ή στα χνάρια του κ. Αθηναγόρα; Ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του.

[1]Περιοδ. «Εκκλησία», 15 Αυγούστου 1972, σελ. 451.
[2]Περιοδ. «Επίσκεψις», 12 Ιουλίου 1975, σελ. 3.
[3]Περιοδ. «Εκκλησία», 15 Αυγούστου 1972, σελ.408-409.
[4]PG. 60, 611
[5]Αρχ. Ιωάσαφ Μακρή, Ιεράς Μονής Μεγάλου Μετεώρου, Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20 ο αιώνα, εν: «Εν Συνειδήσει», Οικουμενισμός Ιστορική και κριτική προσέγγιση, Εκδ. Ιεράς Μονής Μεγ. Μετεώρου, Ιούνιος 2009, σελ. 55. Βλ. και δήλωση του αρχ. Αθηνών Χρυσοστόμου στον «Ορθόδοξο Τύπο», Νοέμβριος 1965.
[6]Αρχ. Μάρκου Μανώλη, Αιρετικός ο Αθηναγόρας, Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», 30 Μαρτίου 2012, σελ. 1,7. Βλ. και άρθρο της εφ. «Εκκλησιαστικός αγών», αδελφότητος «Ο Σταυρός», Μάϊος 1970, φ. 48, σελ. 3,4, με τίτλο «Ομιλεί ο Αθηναγόρας. Αι κατά καιρούς δηλώσεις. Τα μηνύματα και αι ενέργειαι αυτού»
[7]Ευθυμίου Τρικαμηνά, Η διαχρονική συμφωνία των Αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί διακοπής μνημονεύσεως Επισκόπου κηρύσσοντος επ’ Εκκλησίας αίρεσιν,Εκδ. Degiorgio, Τρίκαλα 2012, σελ. 263.
[8]Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Ομότιμου Καθ. Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείο, Διαδικτυακός τόπος Ορθόδοξος Λόγος, www.orthodox.net.gr, σελ. 2-3.
[9]Mansi 31A, 885DE. Bλ. και «Πρακτικά της αγίας και Οικουμενικής εν Φλωρεντία Συνόδου»,εκδ. GillPontificumInstitutumOrientaliumStudiorum,Roma 1953, VolVfascII, σελ. 400 (25-53).
Μ. Εφέσου, Επιστολή τοις απανταχού της γης(…) Χριστιανοίς, CFDS, Ser. A΄, Τομ.Χ, fasc II, σελ.144(29-33).
[10]Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, «Περί την μελετωμένην ‘Μεγάλην Σύνοδον’ της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υπόμνημα προς την Σύνοδον της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», Αθήναι 1977, σελ. 14-17.
[11]Απόσπασμα επιστολής, που στάλθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1969 στον αρχ. π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο και δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο».
[12]Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Άρθρα-Μελέται, Επιστολαί, τ. Α΄, Αθήναι 1981, σσ. 152-153.
[13]Βλ. «Ορθόδοξος Τύπος», φ. 94, Δεκέμβριος 1968.
[14]Εκ του μηνύματός του επί της εορτή των Χριστουγέννων του 1967, ίδ.«Από την πορείαν της αγάπης», σελ. 87.
[15]Βλ. εφ. «Ακρόπολις», 29 Ιουνίου 1963.
[16]Εξ’ ομιλίας του εις την Θεολογική Σχολήν Βελιγραδίου την 12η  Ιουλίου 1967, Βλ. «Έθνος», 13 Οκτωβρίου 1967.

Πέμπτη, Ιανουαρίου 09, 2014

Η Ι.Μ.ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ ΕΠΙ ΤΗ ΘΡΟΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 26ῃ Δεκεμβρίου 2013

Η προσφώνηση του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου προς την αντιπροσωπεία των Παπικών επί τη Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου (30 Νοεμβρίου 2013).

      Με αισθήματα πικρίας αναγνώσαμε και την φετινή προσφώνηση της Σεπτής κορυφής της υπ’ ουρανόν Ορθοδοξίας, του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου προς τον  επικεφαλής της παπικής αντιπροσωπίας καρδινάλιο Kurt Koch, κατά τη «θρονική εορτή» του Φαναρίου (30 Νοεμβρίου ε.ε.). Για πολλοστή ήδη φορά και στη  προσφώνησή του αυτή ο Παναγιώτατος χρησιμοποιεί οικουμενιστική ιδεολογία και γλώσσα, όπως άλλως τε συνηθίζει να το πράττει κάθε φορά, που απευθύνεται προς ετεροδόξους αιρετικούς Παπικούς, Προτεστάντες, ή Μονοφυσίτες, προφανώς για να επιβεβαιώσει για μία ακόμη φορά στον κλήρο και στον πιστό λαό του Θεού την αμετακίνητη προσήλωση του και την αταλάντευτη πεποίθησή του στις θέσεις και θεωρίες του. Κατόπιν αυτών η παλαιότερη διακήρυξή του προς τον Πατριάρχη Βουλγαρίας κ. Νεόφυτο κατά την επίσκεψη του τελευταίου στο Φανάρι τον περασμένο Σεπτέμβριο ε.ε. ότι δήθεν «…δεν προδίδομεν την Ορθοδοξίαν, ως κατηγορούμεθα, ούτε υποστηρίζομεν οικουμενιστικάς αντιλήψεις, αλλά κηρύσσομεν πρός τούς ετεροδόξους και προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν», ήταν λόγος προσχηματικός. Στην παρούσα προσφώνησή του ο Παναγιώτατος φανερώνει τις πραγματικές του διαθέσεις για τον αιρετικό παπισμό και τα πραγματικά του σχέδια για το μέλλον των σχέσεων Ορθοδοξίας και  Παπισμού.
Προβληματιζόμαστε δε αν θα άξιζε τον κόπο να καταπιαστούμε και πάλι με ένα κείμενο, τις αιρετικές θέσεις, του οποίου ήδη, έχουμε ανατρέψει σε παλαιότερα άρθρα μας. Είναι υπερβέβαιο πλέον, ότι όσα άρθρα και αν γράψουμε και όσες παρακλήσεις και αν διατυπώσουμε προς τον Παναγιώτατο για αλλαγή πορείας πλεύσεως δεν πρόκειται να έχουν την παραμικρή απήχηση, ούτε πρόκειται να αγγίξουν τον νουν και την καρδιά του, ούτε βέβαια πρόκειται να λάβουμε κάποια απάντηση. Δεν υπάρχει δυστυχώς καμία διάθεση για διάλογο, όσο και αν προσπαθεί ο Παναγιώτατος να πείσει περί του αντιθέτου και στην παρούσα προσφώνησή του ότι δήθεν «το Οικουμενικόν Πατριαρχείον επιθυμεί και επιδιώκει τον διάλογον μετά πάντων, ομοδόξων και ετεροδόξων χριστιανών, ομοπίστων και αλλοπίστων συνανθρώπων…». Κατόπιν αυτών ο παρά κάτω σύντομος σχολιασμός μας δεν απευθύνεται προς Οικουμενιστάς, αμετανοήτως εμμένοντας στην αίρεση και την πλάνη των, αλλά προς τον πιστό λαό του Θεού, με σκοπό την ενημέρωσή του, τον επιστηριγμό του στην αλήθεια της Ορθοδοξίας και την προφύλαξή του από την αίρεση και από αυτούς που την εκφράζουν και την προωθούν.
     Αποκαλεί ο Παναγιώτατος τους Παπικούς «τίμια Αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης» και «τιμιώτατους εκπροσώπους της Αυτού Αγιότητος του αδελφού Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου».  Τον πάπα «πεφιλημένο αδελφό» και το Βατικανό «σεβασμία και προσφιλή Εκκλησία της Πρεσβυτέρας Ρώμης».Τους προσφωνεί, δηλαδή όπως θα προσφωνούσε την αντιπροσωπεία κάποιου Ορθοδόξου Πατριαρχείου, ωσάν ο Παπισμός να μην αποτελεί αίρεση, ωσὰν να ήσαν μέλη της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ουδόλως επισημαίνεται το γεγονός, ότι ευρίσκονται εν αιρέσει και πλάνη. Ουδεμία νύξις γίνεται πάνω στις χαώδεις δογματικὲς διαφορὲς πίστεως, οι οποίες μας χωρίζουν απὸ την  Παπικὴ παρασυναγωγή, η οποία επιμένει να ονομάζει εαυτὴν ως «Καθολικὴ Εκκλησία» και μάλιστα ως «αυθεντική», ενώ την Ορθόδοξη θεωρεί ως «ελλειμματική»! Και ουδεμία προσπάθεια να τους πείσει, να εγκαταλείψουν την πλάνη του Παπισμού και να προσέλθουν στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Το γεγονός δε ότι παρά κάτω κάνει λόγο «διά την από κοινού πορείαν των δύο Εκκλησιών» και ότι «η χάρις του πανοικτίρμονος Θεού», «κατέστησεν ημάς» «των Αγίων Αποστόλων διαδόχους», (αναγνωρίζει δηλαδή αποστολική διαδοχή στους Παπικούς), δεν αφήνει πλέον καμία αμφιβολία, ότι ο Παναγιώτατος δεν θεωρεί τον Παπισμό ως αίρεση αλλά ως πλήρη Ορθοδοξούσα Εκκλησία.
    Με δεδομένη την πεπλανημένη αυτή εκκλησιολογική αφετηρία προχωρεί στη συνέχεια και εκφράζει την χαρά και τον ενθουσιασμό του: «Εν τοιαύτῃ ατμοσφαίρα χαράς και ευγνωμοσύνης ευρισκόμενοι, αισθανόμεθα εντόνως την αδελφικήν αγάπην του αποστολέως Υμών, Σεβασμιώτατε, Αγιωτάτου πεφιλημένου αδελφού Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου, και ευχαριστούμεν υμίν όλως ιδιαιτέρως, διότι προσήλθετε ίνα συνεορτάσητε και συγχαρήτε μετά πάντων ημών». Τι άλλο όμως θα μπορούσε να χαροποιήσει έναν Ορθόδοξο επίσκοπο, παρά μόνον η ειλικρινής μετάνοια των αιρετικών, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου «χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενίαμαρτωλώμετανοούντι»; (Λουκ.15,8). Μετάνοια όμως δεν υπάρχει. Εφ’ όσον λοιπόν δεν υπάρχει μετάνοια επ’ ουδενί λόγω δικαιολογείται η χαρά, παρά μόνον η οδύνη και η λύπη. Και για να είμαστε ακόμη πιο σαφείς και συνεπείς με την ζοφερή πραγματικότητα, οι παπικοί ήρθαν στο Φανάρι όχι με διάθεση μετανοίας, αλλά με «τον αέρα» της «αληθινής Εκκλησίας», την οποία συγκροτεί ο «πρώτος» και «αλάθητος» Πάπας. Ήρθαν στη«θρονική εορτή» μιας «ελλειμματικής εκκλησίας», όπως θεωρούν την Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή δεν δέχεται να υποταχτεί στον «διάδοχο του πρίγκιπα του κολλεγίου των Αποστόλων Πέτρο». Δεν ήρθαν να «λαμπρύνουν» με την παρουσία τους την «θρονική εορτή» του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά να υπενθυμίσουν, ότι περιμένουν«τη μετάνοιά μας» και την ένταξή μας στον Παπισμό!
Στη συνέχεια του λόγου του ο Παναγιώτατος ξεδιπλώνει και αποκαλύπτει σαφέστερα τις οικουμενιστικές του προθέσεις. Ομιλεί «δια την από κοινού πορείαν των δύο Εκκλησιών προς τον κόσμον, ίνα αναλάβωμεν κοινωνικάς και ηθικάς πρωτοβουλίας, εις την ανακούφισιν του πάσχοντος υπό παντοειδών κρίσεων επί της παγκοσμίου σκηνής ανθρώπου». «Από κοινού πορεία» όμως μεταξύ Εκκλησίας και αιρέσεως ουδέποτε υπήρξε στην ιστορία και στην Παράδοση της Εκκλησίας μας, διότι άνευ της κοινής πίστεως δεν μπορεί να υπάρξει κοινή συμπόρευση και συνεργασία. «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄Κορ. 6,14)  φωνάζει ο απόστολος. Ποιά «κοινωνία»και συνεπώς ποιά μορφή συνεργασίας, είτε στον κοινωνικό, είτε στον φιλανθρωπικό είτε σε οποιοδήποτε άλλο τομέα, μπορεί να υπάρξει μεταξύ του «φωτός» της Εκκλησίας και του«σκότους» του Παπισμού; Καμία! Ένα τέτοιο ενδεχόμενο το αποκλείει όχι μόνον ο απόστολος, αλλά και ολόκληρη η πατερική και κανονική μας παράδοση. Οι άγιοι Πατέρες, αφ’ ής στιγμής αναθεμάτιζαν και απέκοπταν συνοδικώς τους αιρετικούς από την Εκκλησία, ουδέποτε διενοήθησαν οποιαδήποτε μορφή συνεργασίας με αυτούς. Αντίθετα συνιστούσαν στο λαό τελεία αποχή και απομάκρυνση από αυτούς, όπως φεύγει κανείς από όφεως. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύοντας τον λόγον του αποστόλου: «Πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε…» (Εβρ.13,17), αναφέρει: «Πως ουν Παύλος φησίπείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε; Ανωτέρω ειπών ‘ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν’, τότε είπε ‘πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε’. Τι ούνφησίν όταν πονηρός ή και μη πεισόμεθα; Πονηρός, πώς λέγεις; Ει μεν περί πίστεως ένεκεν, φεύγε αυτόν και παραίτησαι, μη μόνον αν άνθρωπος ή, αλλά καν άγγελος εξ’ ουρανού κατιών…»[1]Ο Μέγας Αθανάσιος σε επιστολή του προς μοναχούς μεταξύ των άλλων λέγει: «…ών το φρόνημα αποστρεφόμεθα, τούτους από της κοινωνίας προσήκει φεύγειν».[2]
  Στη συνέχεια εκφράζει την θλίψη του, διότι «δεν έχομεν κατορθώσει ακόμη να εσθίωμεν εκ του ενός Άρτου και να πίνωμεν εκ του ενός Αγίου Ποτηρίου» και συνεχίζει: «Ειλικρινώς βιούμεν οντολογικώς και υπαρξιακώς εντόνως την λύπην του πνευματικού τούτου χωρισμού, ως του πλέον επωδύνου παντός άλλου χωρισμού». Εφ’ όσον ο Παναγιώτατος πιστεύει ότι ὁ Παπισμὸς δεν είναι αίρεση αλλά αληθής Εκκλησία, με έγκυρα μυστήρια και αποστολικὴ διαδοχή, όπως τουλάχιστον απέδειξε με όσα διετύπωσε παρά πάνω, δεν υπάρχει λόγος να θλίβεται και να βιώνει «οντολογικώς και υπαρξιακώς εντόνως την λύπην του πνευματικού τούτου χωρισμού», διότι τίποτε δεν τον εμποδίζει να προχωρήσει κατά τρόπον επίσημον στο «κοινό Ποτήριο», στηνintercommunio. Και τούτο επειδή είναι ανακόλουθο και αντιφατικὸ η κοινὴ πίστις να μην συνοδεύεται από το συλλείτουργο στο «κοινὸ Ποτήριο». Ας προχωρήσει λοιπόν «μια ώρα γρηγορότερα» στο «κοινὸ Ποτήριο», για να καθορίσει και ο Ορθόδοξος κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού την στάση του απέναντί του.
   Στη  συνέχεια προχωρεί στο θέμα των διαλόγων: Για την υπέρβαση «των εν προκειμένω δυσχερειών και επίτευξιν της ποθητής ενότητος των πάντων εν Χριστώ, αφ’ ενός μεν προσευχόμεθα εκ βαθέων προς τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε διεξάγομεν εν αμοιβαία ειλικρινεία διάλογον αγάπης και αληθείας». Και παρά κάτω προσπαθεί με διάφορα επιχειρήματα να πείσει για την αναγκαιότητα των διαλόγων: «…ο διάλογος και αι επικοινωνίαι είναι απαραίτητοι διά την ανεύρεσιν και καθιέρωσιν των αποτελεσματικωτέρων κανόνων της υγιούς και ωφελίμου δι᾿ όλους ζωής». «…διά την βελτίωσιν των σχέσεων των χριστιανών μεταξύ των, ανάγκη είναι να διεξάγωνται διάλογοι». «Έχομεν επομένως καθήκον να συνεχίσωμεν τον διάλογον και την εις βάθος έρευναν, μέχρις ότου διαπιστώσωμεν και συμπέσωμεν επί της διδασκαλίας του Κυρίου και των Αποστόλων…».
   Όσο και αν ο Παναγιώτατος προσεύχεται για «την ποθητή ενότητα» ο Θεός δεν πρόκειται να εισακούσει τις προσευχές του, διότι ο Θεός δεν πρόκειται να γίνει συνεργός σε μια ουνιτικού τύπου ενότητα, που δεν θα είναι πραγματική ενότητα εν τη αληθεία της Ορθοδόξου πίστεως, αλλά μια συγκρητιστικού τύπου συγκόλληση και εναρμόνιση αληθείας και πλάνης, φωτός και σκότους.Εφ’ όσον δε εδώ θίγει το θέμα των διαλόγων, θα μπορούσε επ’ ευκαιρία της φετινής «θρονικής εορτής» να κάνει μια γενική ανασκόπηση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των μέχρι τώρα διεξαχθέντων διαλόγων.Με τον τρόπο αυτό θα έδιδε παράλληλα και στον πιστό λαό του Θεού μια τουλάχιστον στοιχειώδη ενημέρωση σχετικά με το πώς σχεδιάστηκε, πώς ξεκίνησε, πώς προχώρησε και σε πιό αδιέξοδο έφθασε σήμερα ο διάλογος. Θα μπορούσε λοιπόν να αναφέρει με πάσαν ειλικρίνειαν όλη την αλήθεια. Να αναφέρει ότι μετά 33 χρόνια διαλόγου ουδόλως συνεζητήθησαν οι πολλές και μεγάλες δογματικές μας διαφορές με τους Παπικούς, αλλ’  ότι αυτές απλούστατα παρεκάμφθησαν μέσω του προδοτικού κειμένου του Balamand, διά του οποίου ο Παπισμός αναγνωρίζεται ως πλήρης Ορθοδοξούσα Εκκλησία, με αποστολική διαδοχή και έγκυρα μυστήρια. Να αναφέρει, ότι ο διάλογος ξεκίνησε από τα «ενούντα» και κατέληξε στο θέμα του πρωτείου ωσάν αυτό να ήταν η μοναδική δογματική μας διαφορά με τους Παπικούς. Να αναφέρει ότι τα κοινά κείμενα τα οποία υπέγραψαν οι ημέτεροι αντιπρόσωποι της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής επί του Διαλόγου, ουδόλως συνεζητήθησαν συνοδικώς από τις κατά τόπους Ιεραρχίες των Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ούτε αξιολογήθηκαν εάν και κατά πόσον τα κείμενα αυτά εκφράζουν γνησίως την Ορθόδοξο θεολογία και Παράδοση, ή πάσχουν και χρήζουν διορθώσεων. Να αναφέρει, ότι ο διάλογος έφθασε σε αδιέξοδο το 2000 εξ αιτίας της αδιαλλαξίας των Παπικών στη συζήτηση του θέματος της Ουνίας. Να αναφέρει ότι ο διάλογος, παρά το αδιέξοδο στο θέμα της Ουνίας, συνεχίστηκε κατά παράβασιν της ρητής διακήρυξης της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως ότι «Ουνία και Διάλογος είναι ασυμβίβαστα ταυτοχρόνως».[3] Να αναφέρει ότι παρά την θεόπνευστη παραγγελία του αποστόλου«Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ.3,10), εμείς εξακολουθούμε πάση θυσία τον διάλογο. Στην προσπάθειά του να δικαιώσει τους διαλόγους ο Παναγιώτατος επικαλείται ως συνήγορο για μια ακόμη φορά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: «Εν τοις μεν κακοθελώς ημὶν μαχομένοις απίστοις, ή κακοπίστοις, μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα. Εν δε τοις την αλήθειαν μαθείν βουλομένοις, το καλὸν ποιούντες, έως αιώνος μη εκκακώμεν. Πλήν και προς στηριγμὸν ημών της καρδίας εν αμφοτέροις χρησώμεθα» (Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, Περὶ διακρίσεως, 2,11). Εδώ ο άγιος ουδόλως δογματίζει ατέρμονες διαλόγους με τους αιρετικούς. Απεναντίας, σαφέστατα διευκρινίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις του διαλόγου, ερχόμενος σε πλήρη συμφωνία με την παραγγελία του Αποστόλου Παύλου στην προς Τίτον επιστολὴ του (Τίτ.3,10). Όταν ευρισκόμεθα προ αιρετικών και αθέων («απίστοις ή κακοπίστοις»), οι οποίοι δεν έχουν την καλή διάθεση και θέληση («κακοθελώς»), να γνωρίσουν την αλήθεια της Ορθοδοξίας, αλλά αντίθετα μάλιστα εναντιώνονται με πείσμα(«μαχομένοις ημὶν») και επιμένουν στην πλάνη τους, τότε οφείλομε μετὰ απὸ μία πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν, νὰ σταματήσουμε τον διάλογο («μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα»). Μόνον όταν διαπιστώνουμε διάθεση μαθητείας («τοίς τὴν ἀλήθειαν μαθείν βουλομένοις»), ας είμαστε ακούραστοι στο να κάνουμε το καλό ακατάπαυστα («το καλὸν ποιούντες, έως αιώνος μὴ εκκακώμεν»). Μήπως λοιπόν οι Παπικοί έδειξαν μέχρι τώρα κάποια διάθεση μαθητείας και αποδοχής της αλήθειας της Ορθοδόξου πίστεως στους μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους; Καμία απολύτως!  Όχι μόνο σημάδια επιστροφής και προσεγγίσεως προς την Ορθοδοξία δεν διαπιστώθηκαν, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Με κάθε τρόπο και μέσον, θεμιτό ή αθέμιτο, με την διπλωματία, με τον προσηλυτισμό και την Ουνία, με το πρόσχημα της αγάπης (διάλογος της αγάπης), με την βία (σταυροφορίες, φραγκοκρατία, γενοκτονία των Σέρβων το 1941, βομβαρδισμοί στη Σερβία το 1999 κ.λ.π.), και με τους επὶ αιώνες μέχρι τώρα γενομένους θεολογικοὺς  διαλόγους, προσπάθησαν  να προσελκύσουν στις πλάνες τους τοὺς Ορθοδόξους με σκοπὸ να εξαφανίσουν, ή δυνατόν, την Ορθοδοξία. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι, ότι ο μέχρι τώρα διεξαχθείς διάλογος κάθε άλλο παρά διάλογος «αγάπης και αληθείας» υπήρξε. Άλλωστε ο νυν κατέχων αντικανονικώς τον θρόνον του πάλαι ποτέ Ορθοδόξου Πατριαρχείου της Δύσεως έχει κλείσει κάθε περιθώριο διαλόγου διακηρύσσων: «Ο δρόμος του Χριστού είναι η ενότητα στην διαφορετικότητά μας»!
  Ακολούθως ο Παναγιώτατος επαναλαμβάνει την θέση, ότι και οι Ορθόδοξοι, πέσαμε θύματα του διαβόλου και διασπαστήκαμε με τους κακοδόξους παπικούς: «κατά την διάρκειαν των προηγηθέντων αιώνων, φθόνῳ του διαβόλου οι χριστιανοί διεσπάσθημεν, και τινες εξ αυτών συνέπηξαν ομάδας τας οποίας απεκάλεσαν Εκκλησίας,  ανατρέποντες ούτω την διακεκηρυγμένην δια του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως πίστιν ημών εις την μίαν αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν του Χριστού»! Επαναλαμβάνει δηλαδή εδώ την γνωστή αιρετική θεωρία του Οικουμενισμού περί διηρημένων Εκκλησιών. Όπως ήδη έχουμε επισημάνει σε προηγούμενα άρθρα μας, η Εκκλησία είναι αδύνατον να είναι μία και ταυτόχρονα διηρημένη, διότι οι δύο αυτοί όροι «μία» και «διηρημένη», έρχονται σε τελεία αντίθεση μεταξύ τους, επειδή ο ένας αναιρεί τον άλλον. Επί πλέον εάν τόσον ο Παπισμός όσον και η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησίες με πλήρη εκκλησιολογική έννοια,τότε η Εκκλησία περιέχει στους κόλπους της αληθή και ψευδή δόγματα, αφού όπως γνωρίζουμε υπάρχουν ουσιώδεις δογματικές διαφορές μεταξύ αυτών. Τούτο όμως είναι αδύνατον, διότι όπως λέγει ο απόστολος η Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α΄Τιμ.3,15). Τις παρά πάνω κακόδοξες θέσεις περί διηρημένων Εκκλησιών συντρίβει κυριολεκτικά και κονιορτοποιεί ο μεγάλος σύγχρονος άγιος της Εκκλησίας μας όσιος Ιουστίνος ο Πόποβιτς στο μνημειώδες έργο του «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός»«Η ενότης της Εκκλησίας απορρέει αναγκαίως εκ της ενότητος του προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού. Η Εκκλησία ούσα καθολικώς είς και μοναδικός θεανθρώπινος οργανισμός εις όλους τους κόσμους, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθή. Κάθε διαίρεσις θα εσήμαινε τον θάνατόν της… Κατά την ενιαίαν στάσιν των Πατέρων και των Συνόδων η Εκκλησία είναι όχι μόνον μία, αλλά και μοναδική, διότι ο είς και μοναδικός Θεάνθρωπος, η κεφαλή της δεν δύναται να έχει πολλά σώματα. Η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, διότι είναι το σώμα του ενός και μοναδικού Χριστού. Είναι οντολογικώς αδύνατος ο χωρισμός της Εκκλησίας, διά τούτο ποτέ δεν υπήρχε διαίρεσις της Εκκλησίας αλλά μόνον χωρισμός από την Εκκλησία». Επομένως δεν είναι αληθές ότι οι Ορθόδοξοι«διεσπάσθημεν» από τους Παπικούς, αλλ’ ότι εκείνοι διεσπάσθησαν από την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία «ανατρέποντες ούτω την διακεκηρυγμένην διά του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως»δια της προσθέσεως εις αυτό της κακοδόξου διδασκαλίας του   φιλιόκβε.
Περαίνοντες, τονίζουμε ότι θα  πρέπει ο Ορθόδοξος κλήρος και ο πιστός λαός του Θεού να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση!  

Εκ του Γραφείου Αιρέσεων και Παραθρησκειών.
Ο υπεύθυνος
Αρχ. Παύλος Δημητρακόπουλος.
Ο Γραμματέας
κ. Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος.



[1] ΕΠΕ 25,370, PG. 63,231
[2] ΒΕΠΕΣ 33,182, ΕΠΕ 10,312
[3]Βλ. Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τομ. ΙΙ, Αθήναι 1965, σ 38.

 πηγλη

Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2013

28 Ὀκτωβρίου. Τῆς Ἁγίας Σκέπης. Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου

28  Ὀκτωβρίου. Τῆς Ἁγίας Σκέπης.

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 27ῃ Ὀκτωβρίου 2013

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς

Ἡ σημερινὴ ἡμέρα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ἡμέρα ἐθνικῆς χαρᾶς καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. 
Ἡμέρα χαρᾶς, διότι μὲ τὴν σκέπη τῆς Ὑπερμάχου Στραγητοῦ, τῆς κυρίας Θεοτόκου, ἡ μικρὴ Ἑλλάδα νίκησε τὸν πανίσχυρο ἄξονα Ἰταλίας-Γερμανίας. 
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μετέθεσε τὴν ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης ἀπὸ τὴν 1η Ὀκτωβρίου ποῦ ἦταν πρίν, στὴν 28η Ὀκτωβρίου. 
Πῶς ὅμως καθιερώθηκε ἡ θεομητορικὴ αὐτὴ ἑορτὴ στὴν ὁποία, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ὀνομασία της παρουσιάζεται ἡ Παναγία μας νὰ σκεπάζει τὸν πιστὸ λαό της;
Στὰ χρόνια του βασιλέως Λέοντα τοῦ Μεγάλου (457-474 μ.Χ.) στὸ Ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν γινόταν ἀγρυπνία. Ὁ Ναὸς αὐτὸς ἔχει ἕνα παρεκκλήσι, τὸ παρεκκλήσι τῆς ἁγίας Σοροῦ, ὅπου φυλάσσονταν ἡ τιμία ἐσθήτα τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ ὁ πέπλος της, καὶ μέρος τῆς τιμίας ζώνης της. 
Στὴν ἀγρυπνία λοιπὸν αὐτὴ πῆγε καὶ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὁ ὅσιος εἶδε κάποιο ὅραμα. 
Εἶδε τὴν Θεοτόκο Μαρία νὰ προχωρεῖ ἀπὸ τὴν κεντρικὴ πύλη πρὸς τὸ θυσιαστήριο. Φαινόταν πολὺ ψηλὴ καὶ εἶχε λαμπρὴ τιμητικὴ συνοδεία λευκοφόρων ἁγίων. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.
Ὅταν ἔφτασε ἡ Θεοτόκος στὸν σολέα, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε πολλὴ ὥρα μὲ θερμὰ δάκρυα ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν. 
Μετὰ τὴν δέηση μπῆκε στὸ θυσιαστήριο καὶ κατόπιν μὲ μιὰ χαριτωμένη καὶ σεμνὴ κίνηση ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἄχραντη κεφαλὴ της τὸ ἀστραφτερό της μαφόριο καὶ καθὼς ἦταν μεγάλο καὶ ἐπιβλητικό, τό ἅπλωσε μὲ τὰ πανάγια χέρια της σὰν σκέπη πάνω στὸ ἐκκλησίασμα. 
Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπε γιὰ πολλὴ ὥρα, νὰ ἐκπέμπει θεϊκὴ δόξα. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Κυρία Θεοτόκος, φαινόταν καὶ τὸ μαφόριο νὰ σκορπίζει τὴ χάρη της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἄρχισε καὶ ἡ θεία Σκέπη νὰ μικραίνει λίγο-λίγο καὶ νὰ χάνεται. 
Τὸ ἱερὸ αὐτὸ μαφόριο, ποῦ φυλασσόταν ἐκεῖ, συμβόλιζε τὴ χάρη, ποῦ παρέχει ἡ Θεοτόκος στοὺς πιστούς. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ ὅραμα, ποῦ εἶδαν ὁ ὅσιος Ἀνδρέας καὶ ὁ μαθητὴς του Ἐπιφάνιος, καθιερώθηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιὰ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει πῶς ἡ Παναγία, μᾶς σκεπάζει καὶ μᾶς προστατεύει μὲ τὶς παρακλήσεις της καὶ μὲ τὰ δάκρυά της.
Ἔτσι τὴν ἔβλεπαν καὶ  οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες τὸ 1940 πάνω στὰ χιονισμένα βουνὰ, νὰ τοὺς σκεπάζει καὶ νὰ τοὺς προστατεύει ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Δὲν χωράει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ ἔνδοξος νίκη τῶν Ἑλλήνων τὸ 1940 ἀποτελεῖ ἕνα θαῦμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. 
Στὰ κρίσιμα ἐκεῖνα χρόνια τοῦ πολέμου οἱ Ἕλληνες, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἐμπιστεύθηκαν τὸν ἀγώνα τους στὰ χέρια τῆς Παναγίας. Δὲν εἶχαν στὴ διάθεσή τους τὰ σύγχρονα πολεμικὰ ὅπλα, ποὺ διέθεταν οἱ Ἰταλοί. Εἶχαν ὅμως ὡς ἰσχυρὸ ἐφόδιο μέσα στὴν καρδιὰ τους τὴν τὴν θερμὴ πίστη πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία. 
Καθημερινὰ γέμιζαν οἱ ναοὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ ἔψαλλαν οἱ πιστοὶ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας καὶ ζητοῦσαν νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸ δίκαιό τους. Καὶ τὴν ἔβλεπαν τὰ παλληκάρια μας ζωντανή, νὰ τοὺς ἐμψυχώνει καὶ νὰ τοὺς σκεπάζει, ὅταν πολεμοῦσαν στὸ μέτωπο. 
Χάρη στὴ Σκέπη τῆς Παναγίας μας οἱ στρατιῶτες ἔπαιρναν θάρρος, περιφρονοῦσαν τὴ λογική των ἀριθμῶν καὶ ἀντιστέκονταν στὶς σιδερόφρακτες στρατιὲς τοῦ ἄξονα μὲ τέτοιο ἡρωισμὸ, ποῦ ὅλοι τούς κοίταζαν μὲ μεγάλο θαυμασμό. Θυσιάστηκαν γιὰ νὰ ζοῦμε ἐμεῖς σήμερα ἐλεύθεροι.
Ἀλλὰ καὶ σήμερα πρέπει νὰ προστρέξουμε στὴ Σκέπη τῆς  Παναγίας μας, μὲ προσευχὲς καὶ δάκρυα, γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ἀγαπημένη μας πατρίδα. Οἱ σημερινοὶ ἐπίδοξοι κατακτητές μας, οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις τῆς νέας τάξεως πραγμάτων, ποὺ προωθοῦν τὰ διεθνῆ Σιωνιστικὰ κέντρα τῆς Νέας Ἐποχῆς, ποὺ κρατοῦν στὰ χέρια τους τὸ διεθνὲς κεφάλαιο, δὲν ἦλθαν μὲ ὅπλα, μὲ ἅρματα καὶ μὲ ἀεροπλάνα, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδουλώσουν καὶ νὰ πάρουν τὴ γῆ μας. 
Σήμερα οἱ εἰσβολεῖς χρησιμοποιοῦν ἄλλα μέσα, γιὰ νὰ κατακτήσουν τὰ ἐδάφη μας. Χρησιμοποιοῦν τὸν οἰκονομικὸ ἀποκλεισμό, δημιουργοῦν ὑπέρογκα χρέη, βάζουν ἀβάστακτους φόρους, προσπαθοῦν νὰ διαλύσουν τὴν παιδεία μας, νὰ ξηλώσουν τὸ ἱερὸ θεσμὸ τῆς οἰκογενείας, νὰ γκρεμίσουν τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, τὶς παραδόσεις μας. 
Παράλληλα ἔχουν ἐξαπολύσει, φανερὰ πλέον καὶ ἀπροκάλυπτα, ἕναν ἀνελέητο διωγμὸ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο, νὰ ἀντιστρατευτοῦν στὸ ἔργο της, νὰ προβάλλουν ποικίλα ἐμπόδια, νὰ περιθωριοποιήσουν τὸν πνευματικὸ καὶ κοινωνικό της ρόλο. 
Μὲ μία σωρεία ἀντιχριστιανικῶν καὶ ἀντεθνικῶν νόμων, ἐπιδιώκουν νὰ ἀποχριστιανοποιήσουν τὸ λαό μας καὶ νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ἐθνική μας ἱστορία, προβάλλοντας στὰ κανάλια νέο τρόπο ζωῆς χωρὶς Χριστὸ καὶ Ἑλλάδα.

Ὡστόσο γιὰ τὸ κατάντημα αὐτό, στὸ ὁποῖο φθάσαμε, ἐμεῖς εὐθυνόμαστε πρωτίστως καὶ κυρίως. Οἱ σκοτεινὲς δυνάμεις τίποτε δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐπιτύχουν, ἂν ἐμεῖς δὲν προδίδαμε ἀπὸ μόνοι μας τὸν πολύτιμο θησαυρὸ  τῆς πίστεως καὶ τὰ τιμαλφῆ τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς μας Παραδόσεως. Οἱ ρίζες τοῦ κακοῦ βρίσκονται στὴν ἀποστασία καὶ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. 
Στὸ ὅτι περιφρονήσαμε αἰώνιες ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ποὺ συγκροτοῦν καὶ συνέχουν ὅλο το οἰκοδόμημα τοῦ ἐθνικοῦ καὶ κοινωνικοῦ μας βίου. Χλευάσαμε καὶ ὑβρίσαμε κάθε ἔννοια ἀρετῆς καὶ φιλοπατρίας. Ξεπουλήσαμε τὸν πολύτιμο θησαυρὸ τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας. 
Παραδοθήκαμε στὴν ἀσωτία, στὴν σπατάλη καὶ τὴν  πλεονεξία. Ἀνυψώσαμε ὡς ὑπέρτατη ἀξία στὴ ζωὴ μᾶς τὸ χρῆμα, ποὺ ἔγινε ὁ κύριος καὶ προσδιοριστικὸς παράγων κάθε ἐνέργειας στὴ ζωή μας. Στηρίξαμε τὶς ἐλπίδες μας ὄχι στὸν Θεὸ ἀλλὰ στὴν ἑνωμένη Εὐρώπη. 
Ὡστόσο τὸ εὐρωπαϊκὸ ὅραμα γιὰ μιὰ πανίσχυρη καὶ παγκόσμια οἰκονομικὴ δύναμη, μετατράπηκε σὲ ἐφιαλτικὸ ὄνειρο, σὲ χίμαιρα καὶ αὐταπάτη, ἀφοῦ καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ Εὐρώπη ἀρχίζει καὶ νιώθει αἰσθητὰ πλέον τοὺς κραδασμοὺς ἀπὸ ἐνδεχόμενη κατάρρευση τῆς Εὐρωζώνης. Οἱ ὑποσχέσεις τῶν πολιτικῶν ἀποδείχθηκαν φουσκωμένα λόγια, ἀνόητα ψέματα. 
Ὁ θεὸς τῆς δημοκρατίας, στὸν ὁποῖο ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἐπίστευσε καὶ ἐλάτρευσε, δὲν μπόρεσε δυστυχῶς νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν πνευματικὴ καὶ οἰκονομική μας ἐξαθλίωση. Φθάσαμε στὸ σημεῖο μετὰ ἀπὸ 39 χρόνια δημοκρατικοῦ βίου, (ἀπὸ τὴν μεταπολίτευση καὶ ἐντεῦθεν), ὁ ἑλληνικὸς λαὸς νὰ ἀπαξιώνει συλήβδην ὅλο το πολιτικὸ σύστημα. 
Ὁ λαός, πικραμένος καὶ ἀγανακτισμένος, δὲν ὑποφέρει πλέον νὰ βλέπει πολλοὺς πολιτικούς μας νὰ μεταβάλλονται σὲ πιόνια, σὲ πειθήνια ὄργανα ξένων συμφερόντων, σὲ ἀνθρωπάκια, ποὺ σκύβουν δουλοπρεπῶς τὸ κεφάλι καὶ ὑποτάσσονται στὶς ἐπιταγὲς τοῦ διεθνοῦς Σιωνιστικοῦ Συστήματος.
Ἐπειρεασμένοι καὶ διαποτισμένοι ἀπὸ τὴν κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς, ποὺ προβάλλεται κατὰ κόρον ἀπὸ τὰ ΜΜΕ, ὡς τὸ νέο ἐπιτυχημένο μοντέλο ζωῆς, ψηφίσαμε ἄθεα νομοθετήματα, διαλυτικά του θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας καὶ τῆς παιδείας, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. 
Ἡ παιδεία μας, ἡ ἐλπίδα τοῦ ἔθνους μας,  ἔχει ἐκφυλιστεῖ καὶ σχεδὸν ἀπονεκρωθῆ. Ἔχει ἀλλάξει τελείως ἰδεολογικὸ καὶ πνευματικὸ προσανατολισμό. Ἔπαυσε πρὸ πολλοῦ νὰ καλλιεργεῖ, νὰ ἐμπνέει, νὰ ἐξυψώνει, νὰ διαπλάθει ἐλεύθερες καὶ ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες, νέους μὲ ἀρετὴ καὶ ἦθος, μὲ ἁγνὴ φιλοπατρία καὶ ἠρωϊσμό, ἕτοιμους νὰ θυσιάσουν καὶ τὴν ζωὴ τοὺς ἀκόμη, ἂν χρειαστεῖ, γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητος τῆς Πατρίδος. 
Τὰ διαζύγια καὶ οἱ ἐκτρώσεις αὐξάνουν κατὰ γεωμετρικὴ πρόοδο. Ἑκατοντάδες χιλιάδες ἀθῶες ὑπάρξεις φονεύονται κάθε χρόνο, προτοῦ καν προλάβουν νὰ γνωρίσουν τὸ φῶς αὐτοῦ του κόσμου, μὲ πριμοδότηση τῆς πολιτείας. 
Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφθαναν ὅλα αὐτά, κατέφθασε ἄλλο μεγάλο καὶ φοβερὸ κακό, σὰν ἐπιστέγασμα ὅλων των κακῶν, τὸ αἰσχρὸ πάθος τῆς ὁμοφυλοφιλίας, μὲ διοργανώσεις Gay Pride, φεστιβὰλ καὶ παρελάσεις ὁμοφυλοφίλων. Ὢ τῆς διαστροφῆς! Σὲ ποιὸ κατάντημα ἔφθασε ἡ πατρίδα μας! Πὼς δὲν ἔπεσε ἀκόμη φωτιὰ νὰ μᾶς κάψει, ὅπως κάποτε στὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα!
Ἡ ἀνεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση ἀπειλεῖ, νὰ διασπάσει τὴν συνοχὴ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὑποσκάπτει τὰ θεμέλια της ἐθνικῆς μας ταυτότητος καὶ ἰδιοπροσωπίας καὶ ὁδηγεῖ σταδιακὰ στὴν πλήρη ἀλλοτρίωση τῆς Ἑλλάδος. Παραμένει μέχρι σήμερα, παρὰ τὶς ἐπισημάνσεις τῶν εἰδικῶν, ἕνα μεῖζον καὶ φλέγον ζήτημα, ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀποτελεσματικῆς ἀντιμετωπίσεως.
Ἡ Ἐκκλησία, ἐγκλωβισμένη στὰ δίχτυα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς Πανθρησκείας, στενάζει κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς φοβερῆς αὐτῆς αἱρέσεως καὶ ἀναζητεῖ τοὺς κατάλληλους ἐκείνους ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες, ποὺ θὰ τὴν ἀπελευθερώσουν. 
Ἡ Ἑλλάδα αἱμορραγεῖ καὶ ἀργοπεθαίνει. Τὸ σκάφος τῆς Πατρίδος μᾶς φαίνεται νὰ πλέει μέσα σὲ πυκνὸ σκοτάδι, ἐν μέσω τρικυμισμένης θαλάσσης, χωρὶς  ἱκανοὺς καὶ ἔμπειρους κυβερνῆτες, πραγματικοὺς ἡγέτες μὲ πίστη στὸ Θεό, μὲ θυσιαστικὴ ἀγάπη γιὰ τὴν Πατρίδα, μὲ ὑψηλοὺς ὁραματισμούς, μὲ τόλμη καὶ ἠρωϊσμό, μὲ πολιτικὴ εὐστροφία καὶ διπλωματικὲς ἱκανότητες, μὲ παλμὸ καὶ ζωή. «Ὁ πλοῦς ἐν νυκτί, πυρσὸς οὐδαμοῦ», σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Καὶ τὸ χειρότερο, ἐνῶ φθάσαμε σὲ βάθος κακῶν, ἐξακολουθοῦμε νὰ παραμένουμε σὲ κατάσταση ἀμετανοησίας καὶ ἀναισθησίας.

Ὅμως, παρὰ τὴν τραγικότητα τῆς καταστάσεως, δὲν πρέπει νὰ ἀπελπιστοῦμε. Καιρὸς νὰ ἀνανήψουμε ἔστω καὶ τώρα, τὴν ἑνδεκάτη ὥρα, χωρὶς ἀναβολή. Ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ὥρα ἠμᾶς ἤδη ἐξ’ ὕπνου ἐγερθῆναι» (Ρωμ.13,11) εἶναι ἰδιαίτερα ἐπίκαιρος στὴν παροῦσα περίσταση. Καιρὸς νὰ μετανοήσουμε. Τώρα, χωρὶς ἀναβολή. 
Ἀργότερα ἴσως εἶναι πλέον ἀργά. Νὰ ὁμολογήσουμε μὲ συντριβὴ τὴν ἀποστασία μας καὶ νὰ κάνουμε στροφὴ 180 μοιρῶν. Καιρὸς νὰ ἐπιστρέψουμε ὅπως ὁ ἄσωτος υἱὸς τῆς παραβολῆς στὸν Κύριο, νὰ ἐπιστρέψουμε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὡς πρόσωπα καὶ ὡς Ἔθνος. 
Μὲ ἐκτενεῖς δεήσεις καὶ προσευχές, μὲ ἀγρυπνίες καὶ λιτανεῖες. Νὰ παραδεχθοῦμε τὰ λάθη μας καὶ νὰ ἀρχίσουμε τὴν διόρθωση. Νὰ ἀναλάβουμε ὁ καθένας τὶς εὐθύνες του. Νὰ ἐπαναξιολογήσουμε καὶ νὰ ἐγκολπωθοῦμε τὸν πνευματικὸ καὶ ἐθνικό μας πλοῦτο, τὴν πνευματική μας κληρονομιά. Νὰ ἐμπνευσθοῦμε ἀπὸ τὴν ἔνδοξη ἐθνική μας ἱστορία, ἀπὸ τὰ ἠρωϊκὰ κατορθώματα τῶν προγόνων μας. Νὰ κλείσουμε τὰ αὐτιά μας στὴν στοχευμένη ἐθνομηδενιστικὴ ἰδεολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς, ποὺ προβάλλεται καὶ πλασσάρεται ἀπὸ τὰ ΜΜΕ. 
Καὶ τέλος καλούμαστε, νὰ παρακαλέσουμε ἐκτενῶς τὸν Κύριο, νὰ ἀναδείξει ἄρχοντες ἱκανούς, ἡγέτες μὲ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὴν Ἐκκλησία, μὲ νοῦν Χριστοῦ, ἀνθρώπους τῆς ἀρετῆς, ἀληθινοὺς πατριῶτες, μὲ ὑψηλοὺς ὁραματισμούς, πολιτικὴ σύνεση καὶ ἠρωϊκὴ βούληση. 
Μόνον τότε μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ ἀνάκαμψη καὶ ἀνάσταση τῆς Πατρίδος μας. Μόνον ἔτσι θὰ ξεπλύνει τὸν διεθνῆ διασυρμὸ καὶ χλευασμό, τὸν ὁποῖον τώρα ὑφίσταται. Μόνον ἔτσι θὰ μπορέσει καὶ πάλι νὰ μεγαλουργήσει καὶ νὰ γράψει νέες σελίδες δόξης. 

Σάββατο, Αυγούστου 10, 2013

Η Αγιοτητα της Ανυπαρξιας

                      Η Αγιοτητα της Ανυπαρξιας

 Οι άνθρωποι με την ζωή τους διαγράφουν μία πορεία. Άλλοι την φτάνουν μέχρι το τέλος επιτυχώς. Άλλοι μένουν στη μέση, για διάφορους λόγους. 
 

Πολλοί κουράζονται, αγωνίζονται, προχωρούν. Κάτι πετυχαίνουν. Κάπου φτάνουν. Τα θυσιάζουν όλα, εκτός από τη δόξα που κρατούν για τον εαυτό τους.
Πασχίζουν να ακουστεί το όνομά τους, ως ανταμοιβή των κόπων τους. Να πάρουν κάποια περίοπτη θέση, να αναγνωριστούν από τους άλλους ζώντες, είτε μετά θάνατον. 

 Και αυτή ακριβώς είναι η αρρώστια και η καταδίκη τους. 
 

Αυτοί που σταματούν στη σοφία τους είναι ανόητοι και ολιγαρκείς. Αυτοί που ηδονίζονται με την καλλιέπειά τους, προδίδουν την ποίηση. Αυτοί που ενθουσιάζονται με τα χαρίσματά τους και τα διαφημίζουν, είναι ρηχοί νερόλακκοι που ταλαιπωρούν τους αφελείς.

Μόνο ο Άνθρωπος, μόνο ο Άγιος μπορεί να τα υπερβεί όλα αυτά και να χαθεί μέσα στην απεραντοσύνη της Ανυπαρξίας του. Μέσα στην Χάρη της Τριάδος. Μέσα στην ανέσπερη Ημέρα… 


Ο άγιος δεν συγκινείτε από τα χαρίσματά του. Επειδή είναι ο ίδιος αληθινός, είναι αλλοιωμένος, είναι χαριτωμένος, τα σώζει με το να τα περιφρονεί, με το να δίδει χωρίς ιδιοτέλεια και πάθος, προβάλλοντας τον Δωρεοδότη και όχι το εγώ του. 

Ο άγιος καταδικάζει τα είδωλα της αγιότητας, τον εγωισμό και την σεμνοτυφία, ως δαιμονισμό. Διότι όταν λατρεύεις είδωλα ή το χειρότερο γίνεσαι αυτοείδωλο, βασανίζεις και βασανίζεσαι. Ζεις μέσα στις ψυχρολουσίες του φόβου και της ψευδαίσθησης, μέσα στην αβεβαιότητα της δήθεν βεβαιότητάς σου.
 

 Ο άγιος, ο τολμηρός, ο ερωτευμένος με τον Έναν, τα δίδει όλα χωρίς να κρατά τίποτα, και κρατά τα πάντα προσφέροντάς τα όλα σ’ Αυτόν. 
 

 « Θέλω να φύγω, να χαθώ, να μην υπάρχω» είναι τα λόγια ενός τολμηρού που πλέον ταυτίζει το είναι του με το μη είναι, ταυτίζει την απεραντοσύνη με την μηδαμινότητα, το κτιστό με το υπέρλογο, την ματαιότητα με την αιωνιότητα, την κατάρα με την ευλογία, τον θάνατο με την Ζωή.
 

Ο άγιος υπάρχει με το να μην υπάρχει, ο άγιος είναι αληθινός και ελεύθερος, είναι μεγάλος μέσα στην μικρότητά του, θεωρώντας τον θάνατό του όχι κάτι το μελλοντικό αλλά κάτι το πεπερασμένο, γι’ αυτό είναι ήρεμος, γι’ αυτό είναι γλυκύς, γι’ αυτό είναι πράος, σοφός, τολμηρός, γι’ αυτό είναι Ελεύθερος.
 

Όταν ζητάς το ανέφικτό, όταν ζητάς την Αλήθεια, όταν ζητάς Εκείνον, παίρνεις δρόμο επικίνδυνο, παίρνεις δρόμο αντίθετο προς τους πολλούς, αντίθετο προς τον εαυτό σου, αντίθετο προς την πραγματικότητά σου. Γι’ αυτό και όταν ξεκινάς έναν τέτοιον δρόμο, πρέπει να ξεκινάς με τέτοια ορμή και απαιτητικότητα που ή τα χάνεις όλα, με την φανερή ή αφανή ύβρη και οίηση που θα περιπέσεις ή τα κερδίζεις όλα, με την αληθινή τόλμη και ταπείνωση.
 

Ο ταπεινός….. δεν ενοχλεί κανέναν. Δεν ενοχλείται από κανέναν. Ο ταπεινός, ο άγιος, έχει το ήθος του κεκοιμημένου, έχει την ελευθερία και άνεση του ανύπαρκτου. Είναι αόρατος και άγνωστος. Κινείται ελεύθερα ανάμεσα στον ηθικισμό και παραλογισμό των «καθώς πρέπει», χάνεται ανάμεσα στους άσημους, ανάμεσα στους ελάχιστους, ανάμεσα στους μωρούς του κόσμου τούτου. Το παράξενο όμως είναι ότι τον ταπεινό τον αγαπούν όλοι, θέλουν να βρίσκονται κοντά του. Όσο αποφεύγει την δόξα, αυτή τον κυνηγά.
Δεν πληγώνει κανέναν, είναι ανίκανος να πληγώσει, «Αγαπά τους πάντας και οι πάντες αγαπώσιν αυτόν».
 

Η ταπείνωση είναι το τέλος, η κατάληξη, «…χωρίς ταύτης πάντα τα έργα ημών μάταια εστί και πάσαι αι αρεταί και πάσαι αι εργασίαι….»
Ο άγιος έφτασε στο ανέλπιστο και απίστευτο, στην πλησμονή της ζωής και ελευθερίας, της φυσικότητος της ζωής, της αγιότητος, της ταπεινώσεως, της μηδαμινότητος, της ανυπαρξίας… 

 

Έφτασε τον Άφθαστο. Απεκαλύφθη το μυστήριο, τελείωσαν οι απορίες και αρχίζουν καινούργιες πορείες, καινούργια μονοπάτια, σχεδόν απάτητα, στενά, μόνο για λίγους, μόνο για εκείνους που τόλμησαν και χάθηκαν, μόνο για εκείνους που βρέθηκαν εδώ λόγο της ανυπαρξίας τους, μόνο για εκείνους που υπάρχουν μόνο για Εκείνον.
 

Με την σιωπή τους μιλούν, με την παρουσία τους συγκλονίζουν, με την «ανυπαρξία» τους, όντως υπάρχουν. Υπάρχουν πέρα από την ιστορία, υπάρχουν πέρα από τον πολιτισμό, υπάρχουν πέρα από τις γνώσεις, τις επιστήμες...
 

Οι «Ανύπαρκτοι» υπάρχουν, σαν ανεπάντεχο καθεστώς, υπάρχουν πέρα, πάνω και έξω από κάθε εμπάθεια, πέρα από τα καθημερινά και πρόσκαιρα, μέσα στα υπόγεια περάσματα της ταπείνωσης και της άσκησης, μέσα στην αύρα της Χάριτος του Πνεύματος, μέσα στην ενδοχώρα της Βασιλείας Του. 

Κινούνται, πράττουν και ζουν στην Ζωή μετά την ζωή, γι’ αυτό φωνάζουν ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, χωρίς να δειλιούν « Θέλω να φύγω, να χαθώ, να μην υπάρχω…θέλω μόνο ότι θέλει Εκείνος, μου αρκεί που υπάρχει Εκείνος….».
 


Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος 
πηγή  /  αντιγραφή

Δευτέρα, Αυγούστου 05, 2013

Αρχιμ. Παύλος Δημητρακόπουλος, Η Θεοφάνεια στο όρος Θαβώρ

Η Θεοφάνεια στο όρος Θαβώρ
Του Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Η Μεταμόρφωση του Κυρίου αποτελεί κεντρικό γεγονός της ενσάρκου Θείας Οικονομίας, κατέχει δε εξέχουσα θέση στην επίγεια ζωή και δράση του Κυρίου, γι’ αυτό και περιγράφεται και από τους τρείς συνοπτικούς ευαγγελιστές ως γεγονός, που έλαβε χώρα ολίγον πρό του πάθους. Επίσης και ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας δίδει σαφή υπαινιγμό περί αυτού στο ευαγγέλιο του: «και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιω.1,14), όπου ομιλεί εκ πείρας ως αυτόπτης μάρτυς του θαύματος. Οι ευαγγελικές διηγήσεις, που περιγράφουν το γεγονός είναι βέβαια συντομώτατες, το πνευματικό όμως και θεολογικό βάθος των αληθειών,
που αναδύονται μέσα από αυτό είναι απροσμέτρητο και απρόσιτο σε ψυχές μη τεθεωμένες, σε νόες εσκοτισμένους από τα πάθη και σε κάθε έναν, που επιχειρεί να το προσεγγίσει με την δύναμη της λογικής. Μόνον ψυχές που έχουν ανέβει σε υψηλά πνευματικά μέτρα θεώσεως και έχουν την εμπειρία του θείου Φωτός, και αυτοί βέβαια είναι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, μόνον αυτοί μπορούν να μας χειραγωγήσουν με ασφάλεια και να μας αποκαλύψουν κατά το ανθρωπίνως εφικτόν με κτιστές λέξεις και νοήματα το βαθύτερο νόημα του μυστηρίου και τις σωτηριολογικές του προεκτάσεις.

Μέσα στο γεγονός της Μεταμορφώσεως έχουμε πρωτίστως και κυρίως την αποκάλυψη του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος. Το Φώς που έλαμψε πάνω στο όρος Θαβώρ είναι τριαδικό Φώς και η πανήγυρις της Μεταμορφώσεως τριαδική πανήγυρις, παρόμοια με την εορτή των Θεοφανείων, την οποία εορτάζουμε ακριβώς οκτώ μήνες νωρίτερα. Όπως δε στην εορτή των Θεοφανείων «η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις», έτσι και εδώ στην Μεταμόρφωση έχουμε πάλι τριαδική φανέρωση. Η φωνή του Πατρός ακούγεται από τον ουρανό να μαρτυρεί περί του Υιού, ο Υιός καταλάμπεται όλος από το άκτιστο τριαδικό Φως, το δε Πνεύμα εμφανίζεται όχι πλέον εν είδει περιστεράς, αλλ’ εν είδει φωτεινής νεφέλης. Η φωτεινή νεφέλη δεν είναι φυσικό ατμοσφαιρικό φως, αλλά άκτιστο Φως και αιώνιο. «Ο στύλος τω Μωϋσεί Χριστόν τον μεταμορφούμενον, η δε νεφέλη σαφώς την Χάριν του Πνεύματος την επισκιάσασαν εν τω Θαβωρίω παρεδήλου εμφανέστατα», παρατηρεί σ’ έναν από τους ύμνους της εορτής ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, λέγει σε μιά ομιλία του στη Μεταμόρφωση, ότι η νεφέλη της Μεταμορφώσεως, ήταν η ίδια η περιστερά, που φάνηκε στη βάπτιση του Χριστού, δηλαδή το Πνεύμα το άγιο: «Νεφέλη… φωτεινή…η επί τον Ιορδάνην μικρόν έμπροσθεν καταπτάσα περιστερά, το Πνεύμα το άγιον, το κατιόν άνωθεν εν είδει περιστεράς…».
Μέσα στο γεγονός της Μεταμορφώσεως έχουμε ακόμη την αποκάλυψη του μυστηρίου της Θεότητος του Χριστού, της κεκρυμμένης υπό το ένδυμα της ανθρωπίνης Του φύσεως. Η δόξα της Μεταμορφώσεως ενώ είναι τριαδική, είναι ταυτόχρονα και χριστολογική δόξα. Ο Χριστός, όπως διδάσκουν οι Πατέρες, κατά την Μεταμόρφωσή του απεκάλυψε την «πατρώα δόξα», δηλαδή την δόξα της Θεότητός του. Δίδει «σήμα θεοπρεπές» κατά την έκφρασιν ενός τροπαρίου, δηλαδή θεϊκό σημάδι της Θεότητός του. Αφήνει να φανεί «η δυναστεία του», η θεϊκή του δύναμη, καταυγάζοντας τους μαθητάς με το προαιώνιο και άκτιστο Φως, το οποίον έλαμψε υπέρ τον ήλιον, όχι μόνον από το πρόσωπο, αλλά και από όλο το σώμα του. Η αποκάλυψη δε αυτή δεν ήταν ολόκληρη, αλλά έγινε σε πολύ περιορισμένο βαθμό, κατά το μέτρο της δεκτικότητος και χωρητικότητος των μαθητών. Οι μαθητές είδαν την δόξα της Θεότητος «ως ηδύναντο», σύμφωνα με το απολυτίκιο και «ως εχώρουν» κατά το κοντάκιο της εορτής, διότι αποκάλυψις μεγαλύτερης δόξης θα εσήμαινε απώλεια της ζωής των κατά την έκφραση άλλου τροπαρίου: «το μεν πληροφορών αυτούς, το δε και φειδόμενος μήπως συν τη οράσει και το ζήν απολέσωσιν». Ο Χριστός, ο οποίος μετά την ανάστασή του «διήνοιξε τον νουν» των μαθητών «του σινιέναι τας γραφάς» διανοίγει τώρα τους ψυχικούς και σωματικούς των οφθαλμούς και τους καθιστά ικανούς να βλέπουν. Το σώμα Του αν και ακτινοβολεί ολόκληρο από το άϋλον Θείον Φως, παραμένει γνήσια ανθρώπινο. Η σάρκα του μεταμορφώνεται, εκλαμπρύνεται, αλλά δεν αναιρείται. Μεταμορφωμένος στο όρος Θαβώρ ο Χριστός παραμένει τόσο τέλεια άνθρωπος, όσο ήταν στην κάθε άλλη στιγμή της ζωής του. Μόνον για λίγο παραμερίζεται «της σαρκός το πρόσλημμα», η ανθρώπινη φύση, για να φανεί η δόξα της Θεότητος, που ήταν κρυμμένη κάτω από αυτήν, χωρίς πάντως να εξαλείφεται, ή να χάνεται μέσα στο θείον Φως. Επομένως η δόξα του θείου Φωτός δεν ήταν κάτι επίκτητο, κάτι που δόθηκε έξωθεν στην ανθρώπινη φύση Του, αλλά υπήρχε πάντοτε μέσα σ’ αυτήν από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ομιλία του στην Μεταμόρφωση παρατηρεί: «Μεταμορφούται τοίνυν ουχ ό ούκ ήν προσλαβόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τα όμματα».
Μέσα στο γεγονός της Μεταμορφώσεως έχομε τρίτον την αποκάλυψη του μυστηρίου της θεώσεως της ανθρωπίνης φύσεως. «Η αμαυρωθείσα» λόγω της πτώσεως φύσις του Αδάμ, εκλαμπρύνεται στο αρχέτυπον κάλλος της και στη θεία δόξα της στο πρόσωπο του νέου Αδάμ, του μεταμορφωθέντος Χριστού: «Σήμερον επ’ όρους Θαβώρ, μεταμορφωθείς επί των μαθητών, έδειξε το αρχέτυπον κάλλος της εικόνος, εν εαυτώ την ανθρωπίνην αναλάβών ουσίαν» (πρώτο απόστιχο του Εσπερινού). Η θέωση της ανθρωπίνης φύσεως ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνον στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά δυνάμει της απολυτρωτικής Του θυσίας, επεκτείνεται στην κάθε ανθρώπινη φύση. Στη δόξα της Μεταμορφώσεως ο κάθε πιστός βλέπει την δόξα της ιδικής του προσωπικής θεώσεως: «Εν τη θεία σήμερον Μεταμορφώσει η βροτεία άπασα φύσις προλάμπει θεϊκώς, εν ευφροσύνη κραυγάζουσα…», επισημαίνει ο υμνογράφος στο προεόρτιο κοντάκιο.

Η δόξα της Μεταμορφώσεως έχει και εσχατολογικό χαρακτήρα, διότι εικονίζει όχι μόνον την δόξα του Χριστού κατά την Δευτέρα του παρουσία, αλλά και των αγίων, όταν ο Χριστός θα φανερωθή ως Θεός εν μέσω θεών, όταν «οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ.13,43), κατά τον λόγον του Κυρίου, ή σύμφωνα με τον λόγον του Παύλου: «όταν ο Χριστός φανερωθή η ζωή ημών, τότε και υμείς φανερωθήσεσθε εν δόξη» (Κολ.3,4). Μ’ άλλα λόγια στην Μεταμόρφωση έχουμε όχι μόνον την επάνοδο της αμαυρωθείσης λόγω της πτώσεως ανθρωπίνης φύσεως στην προ της πτώσεως κατάσταση, αλλά πολύ περισσότερο την εσχατολογική ανύψωσή της στην δόξα της θεώσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. «Την των βροτών εναλλαγήν», λέγει ένα τροπάριο του όρθρου, «την μετά δόξης σου Σωτήρ, εν τη Δευτέρα και φρικτή της σης ελεύσεως δεικνύς, επί του όρους Θαβώρ μετεμορφώθης». Κατά τον Μέγα Βασίλειο οι μαθητές, ζούν «τα προοίμια της ενδόξου αυτού παρουσίας», βιώνουν την αιωνιότητα μέσα στον χρόνο.
Ατενίζοντες προς το Θαβώρ μ’ αυτή την εσχατολογική προοπτική και κατανοούντες το ύψος της θεώσεως, στο οποίο μας εκάλεσε ο Κύριος, συνειδητοποιούμε ταυτόχρονα το μέγεθος της αποστάσεως, που μας χωρίζει από τον τελικό μας προορισμό, καθώς και μετά το βάπτισμα, δυστυχώς, αμαυρώσαμε το κατ’ εικόνα με πλήθος προσωπικών αμαρτημάτων. Κατανοούμε ακόμη την αναγκαιότητα της μετανοίας και της καθάρσεως, που είναι η μόνη οδός προς επανάκτηση του αρχαίου κάλλους, η μόνη οδός, που οδηγεί στην προσωπική μας θέωση, στη μέθεξη και εμπειρική βίωση του θείου Φωτός της Μεταμορφώσεως. Με την μετάνοια και την ασκητική θεραπευτική αγωγή, που υποδεικνύει η Εκκλησία, η καρδία του κάθε πιστού μεταβάλλεται σταδιακά και προοδευτικά σε Θαβώρ, καταυγάζεται με το Φως της Θείας Χάριτος, προγεύεται από τώρα την Βασιλεία των Ουρανών.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...