Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιανουαρίου 26, 2014

Να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ποιός είσαι. ( Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής )


  Και γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα χρειάζεται το «γνώθι σαυτόν». Δηλαδή να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ποιος είσαι. Ποιός είσαι στ’ αλήθεια, όχι ποιός νομίζεις εσύ ότι είσαι. Με τη γνώση αυτή γίνεσαι ο σοφότερος των ανθρώπων.
Με τέτοια επίγνωση έρχεσαι σε ταπείνωση και παίρνεις χάρη από τον Κύριο. Διαφορετικά αν δεν αποκτήσεις αυτογνωσία, αλλ’ υπολογίζεις μόνο τον κόπο σου, γνώριζε ότι πάντοτε θα βρίσκεσαι μακριά από το δρόμο. Διότι δεν λέει ο Προφήτης· «ίδε, Κύριε, τον κόπον μου», αλλά «ίδε, λέγει, την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου». Ο κόπος είναι για το σώμα, η ταπείνωση για τη ψυχή και πάλι τα δύο μαζί, κόπος και ταπείνωση, για όλον τον άνθρωπο.



 Ποιός νίκησε το διάβολο; Αυτός που γνώρισε την ασθένειά του, τα πάθη και τα ελαττώματα, που έχει. Ο φοβούμενος να γνωρίσει τον εαυτό του, αυτός βρίσκεται μακριά από τη γνώση· άλλο τίποτε δεν αγαπά παρά να βλέπει μόνο λάθη στους άλλους και να τους κρίνει. 
Αυτός δεν βλέπει στους άλλους χαρίσματα, αλλά μόνον ελαττώματα- δεν βλέπει στον εαυτό του ελαττώματα, παρά μόνο χαρίσματα. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό ελάττωμα των ανθρώπων του καιρού μας που δεν αναγνωρίζουμε ο ένας το χάρισμα του άλλου.

Ο ένας στερείται πολλά, μα οι πολλοί τα έχουν όλα. Αυτό που έχει ο ένας δεν το έχει ο άλλος. Και, αν αυτό το αναγνωρίζουμε, υπάρχει πολλή ταπείνωση. Γιατί έτσι τιμάται και δοξάζεται ο Θεός, ο οποίος με πολλούς τρόπους στόλισε τους ανθρώπους και έκανε όλα τα δημιουργήματά του άνισα, δηλ. διαφορετικά. Όχι όπως προσπαθούν οι ασεβείς να φέρουν ισότητα ανατρέποντας την θεία Δημιουργία.

Ο Θεός «τα πάντα εν σοφία εποίησεν». 

Γι’ αυτό, παιδί μου, τώρα που είναι αρχή φρόντισε να γνωρίσεις καλά τον εαυτό σου, για να βάλεις θεμέλιο στερεό την ταπείνωση. Φρόντισε να μάθεις την υπακοή, να αποκτήσεις την ευχή. Γι’ αυτό πρώτα γνώριζε, παιδί μου, ότι κάθε αγαθό από το Θεό έχει την αρχή. Δεν γίνεται αγαθός λογισμός που να μην έχει αιτία το Θεό, ούτε πονηρός που να μην έχει αιτία το Διάβολο. Ό,τι καλό λοιπόν διανοηθείς, πεις, κάνεις, όλα είναι της δωρεάς του Θεού. «Παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον». Όλα είναι της δωρεάς του Θεού· δικό μας δεν έχουμε τίποτε. 

Καθένας λοιπόν που επιθυμεί και ζητεί να λάβει τη χάρη, να του δώσει δωρεάν ο Θεός, πρέπει πρώτον να γνωρίσει καλά την ύπαρξή του, το «γνώθι σαυτόν». Και αυτή είναι η όντως αλήθεια. Γιατί κάθε πράγμα έχει αρχή. Και αν δεν αρχίσεις καλά δεν θα έχεις τέλος καλό. 

Και αρχή λοιπόν και αλήθεια είναι να γνωρίσει κανείς ότι είναι μηδέν – 0 – και εκ του μηδενός δημιουργήθηκαν τα πάντα. «Είπε και εγεννήθησαν ενετείλατο και εκτίσθησαν». Είπε και έγινε γη. Και αφού πήρε πηλό έπλασε άνθρωπο. Άψυχο, άνουν ένα πήλινο άνθρωπο. Αυτή η ιδία σου ύπαρξη. Αυτό είμαστε όλοι μας. Χώμα και λάσπη. 
Αυτό είναι το πρώτο μάθημα σ’ εκείνον που θέλει να λάβει, αλλά και να μένει διαπαντός η χάρη κοντά του. Απ’ αυτό αποκτά την επίγνωση και απ’ αυτό γεννιέται ταπείνωση. Όχι με λόγια μόνο, να ταπεινολογεί, αλλά στηριζόμενος στην πραγματικότητα λέει την αλήθεια: Είμαι χώμα, είμαι πηλός, είμαι λάσπη. Αυτή είναι η πρώτη μητέρα μας. Λοιπόν το χώμα πατιέται, και συ ως χώμα οφείλεις να πατηθείς. Είσαι λάσπη, δεν έχεις καμίαν αξία.

Σε πετούν εδώ και εκεί, σε κτίζουν από ένα σημείο σε άλλο σε χρησιμοποιούν ως άχρηστη ύλη. 

Και λοιπόν σου «ενεφύσησεν» ο Δημιουργός και σου έδωσε πνεύμα ζωής. Και να, αμέσως έγινες ένας άνθρωπος λογικός. Ομιλείς, εργάζεσαι, γράφεις, διδάσκεις· έγινες ένα μηχάνημα του Θεού. Όμως μη λησμονείς ότι η ρίζα σου είναι το χώμα. Και αν λάβει το πνεύμα αυτός που σου το έδωσε, εσύ πάλι θα κτίζεσαι στα ντουβάρια. 

Γι’ αυτό «μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμαρτήσης εις τον αιώνα». 

Αυτή είναι η πρώτη αίτια, που όχι μόνον ελκύει τη χάρη, αλλά την πληθύνει και τη συγκρατεί. Αυτή ανεβάζει το νου στην πρώτη θεωρία της φύσεως. Και έξω απ’ αυτή την αρχή βρίσκει μεν κάτι λίγο, αλλά μετά από καιρό θα το χάσει. Γιατί δεν κτίζει σε έδαφος στερεό, αλλά προσπαθεί με τρόπους και τέχνη. 

Λες λόγου χάριν είμαι αμαρτωλός! Αλλά εσωτερικά πιστεύεις ότι είσαι δίκαιος. Δεν μπορείς να αποφύγεις την πλάνη. Η χάρη θέλει να μείνει, αλλ’ επειδή ακόμη πρακτικά δεν έχεις βρει την αλήθεια, κατ’ ανάγκη πρέπει να φύγει. Γιατί αναμφίβολα θα πιστέψεις στο λογισμό σου ότι είσαι αυτό το οποίο δεν είσαι, και χωρίς άλλο θα πλανηθείς. Ως εκ τούτου δεν παραμένει η χάρη. Επειδή έχουμε τον αντίπαλο, που είναι τεχνίτης ισχυρός, είναι εφευρέτης κακών, και της κάθε πλάνης δημιουργός. Που αγρυπνεί πλάι μας. Που από φως έγινε σκότος και όλα τα γνωρίζει. Που είναι εχθρός του Θεού και ζητεί όλους να μας κάνει εχθρούς Του. Και εν τέλει είναι πνεύμα πονηρό και εύκολα αναμειγνύεται με το πνεύμα, που μας χάρισε ο Θεός, και παίρνει τη μηχανούλα μας και την κινεί όπως θέλει αυτός. Κοιτάζει, πού ρέπει η όρεξη της ψυχής, και με ποιό τρόπο τη βοηθά ο Θεός, και αμέσως σκέφτεται και εκείνος τα ίδια. 

(«Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος -αποσπάσματα σε νεοελληνική απόδοση.) 



Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής 

πηγή  / αντιγραφή

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 17, 2013

Φοβερό όραμα τού Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού περί των «ζηλωτών».


Όταν άλλαξε το ημερολόγιον και η Εκκλησία ακολούθησε το νέον ημερολόγιον, το Άγιον Όρος, ένεκα της παραδόσεως διετήρησε την χρήσιν του παλαιού ημερολογίου, χωρίς όμως να διακόψη καί την επικοινωνίαν και εξάρτησίν του από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως.
Μερικοί αγιορείτες μοναχοί, αυτοτιτλοφορούμενοι ''ζηλωτές'', εξ αιτίας της αλλαγής του ημερολογίου διέκοψαν την πνευματικήν επικοινωνίαν τους με το Πατριαρχείον και το υπόλοιπο Άγιο Όρος. Δεν συμμετείχον εις τα Λειτουργίας, τας πανηγύρεις, ούτε και επικοινωνούσαν με τους υπόλοιπους πατέρας.

Ο Γέροντας Ιωσήφ ελυπείτο πολύ δι’ αυτήν την κατάστασιν. 
Με πολύ πόνον έκρουε την θύραν του θείου ελέους και ο Πανάγαθος Θεός δεν παρέβλεψε την ταπεινήν δέησίν του.

Εις την έντονην αυτήν προσευχήν, διηγείται ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ, με επήρε ο ύπνος. 

"Τότε βρέθηκα ξαφνικά μόνος μου, επάνω εις ένα μικρό κομμάτι βράχου του Αγίου Όρους, μέσα εις την θάλασσαν, που ταλαντευόταν από στιγμή σε στιγμή να βυθισθεί καί νά μέ πνίξει...

Τρόμαξα και σκέφτηκα, ότι αφού αυτό αποκόπηκε από το σύνολον και ταλαντεύεται, σε λίγο θα βυθισθή και εγώ θα χαθώ. 

Τότε με ένα δυνατόν πήδημα βρέθηκα εις το σταθερόν μέρος του βουνού. 

Πράγματι, το μικρόν κομμάτι του βράχου που ευρισκόμουν, το κατέπιε η θάλασσα και εγώ εδόξασα τον Άγιον Θεόν, που με έσωσεν από τον όλεθρον!
Αμέσως συνέδεσα το όνειρον με το θέμα που με απασχολούσε και παρακαλούσα Τον Κύριον, ώστε να μη με αφήσει να πλανηθώ εις την κρίσιν μου''. 

Τότε, άκουσα μία Θεία φωνή να μού λέγει:

''Η Εκκλησία ευρίσκεται εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως''.

Αυτό συνετέλεσε στήν επιστροφή τού Γέροντος Ιωσήφ μαζί μέ τους άλλους  Αγιορείτες Πατέρες, αφήνοντας τούς ακραίους ζηλωτές...

Αλλά καί ό γνωστός Αγιορείτης πνευματικός  παπα Εφραίμ ο Κατουνακιώτης διηγείτο, ότι έβλεπε πάντοτε την θείαν Χάριν εις την Θείαν Λειτουργίαν να καθαγιάζει τα Τίμια Δώρα, σε Σώμα και Αίμα του Χριστού. 

Όμως, όσον διάστημα ήταν με τους ζηλωτές έβλεπε κάτι σάν κάλυμμα μπροστά του, το οποίον τον εμπόδιζε να βλέπει ευκρινώς την θείαν Χάριν. Το κάλυμμα αυτό έφυγε, όταν ό ίδιος επανήλθεν εις την ζώσαν Εκκλησίαν τού Αγιορείτικου Παλαιού Ημερολογίου, απομακρυνόμενος οριστικά από τούς ζηλωτές....

  (Πνευματικαί εμπειρίαι Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού – ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ)

Έκδοσις ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ'' 2005. (σελ. 200).
πηγή

Πέμπτη, Αυγούστου 29, 2013

Οι τρεις τάξεις της χάριτος - Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστού


    Οι τρεις τάξεις

      της χάριτος

          (Γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστού)


Σε τρεις τάξεις διαιρείται η χάρις: Καθαρτική, φωτιστική, τελειωτική. 

Σε τρεις και η ζωή μας: Κατά φύσιν, υπέρ φύσιν, παρά φύσιν. 

Σε αυτές τις τρεις τάξεις ανέρχεται και κατέρχεται. 

Τρία είναι και τα μεγάλα χαρίσματα, που λαμβάνει:Θεωρία, αγάπη, απάθεια. 

 


Λοιπόν στην “πράξιν” συνεργεί χάρις καθαρτική, η οποία βοηθά στην κάθαρση. Και κάθε ένας, που μετανόησε, η χάρις είναι που τον προτρέπει στη μετάνοια. Και όσα κάνει της χάριτος είναι, αν και δεν το γνωρίζει αυτός που την έχει, όμως αυτή τον τροφοδοτεί και τον οδηγεί. Και ανάλογα με την προκοπή του, ανέρχεται ή κατέρχεται ή μένει στην ιδία κατάσταση.

Εάν έχει ζήλο και αυταπάρνηση ανεβαίνει σε θεωρία, την οποία διαδέχεται φωτισμός θείας γνώσεως και λίγη απάθεια. Εάν ψυχρανθεί ο ζήλος, η προθυμία, τότε συστέλλεται και η ενέργεια της χάριτος. 


Γι’ αυτόν που λες ότι γνωρίζει 
να προσεύχεται, είναι εκείνος που γνωρίζει τι εύχεται και τι ζητά από τον Θεό.
Αυτός που γνωρίζει να προσεύχεται δεν βαττολογεί, δεν ζητά περιττά· αλλά γνωρίζει τον τόπο, τον τρόπο και τον καιρό και ζητά τα αρμόδια και ωφέλιμα της ψυχής του. Επικοινωνεί νοερά με το Χριστόν. Τον πιάνει και τον κατέχει και “δεν θα σε αφήσω, λέγει, εις τον αιώνα”. 

Εκείνος που προσεύχεται ζητά την άφεσξη των αμαρτιών, ζητά το έλεος του Κυρίου. Εάν ζητά και μεγάλα, όχι στον κατάλληλο καιρό, δεν του τα δίδει ο Κύριος. Διότι ο Θεός τα δίνει με τάξη. Και, αν εσύ τον κουράζεις ζητώντας, αφήνει το πνεύμα της πλάνης και προσποιείται τη χάρη και σε πλανά, δείχνοντάς σου άλλα αντί άλλων. Γι’ αυτό δεν είναι ωφέλιμο να ζητά κανείς τα υπέρμετρα. Αλλά, και αν εισακουσθεί προ του καθαρισμού, όταν δεν είναι στην τάξη, γίνονται φίδια και βλάπτουν. Συ έχε μετάνοια καθαρή, κάνε σε όλους υπακοή, και μόνη της η χάρη θα έλθει χωρίς εσύ να το ζητάς.

Ο άνθρωπος σαν βρέφος που ψελλίζει ζητά από τον Θεό το θέλημά του το άγιο. Ο Θεός, σαν Πατέρας υπεράγαθος, του δίδει τη χάρη, αλλά του δίδει και πειρασμούς, Εάν υπομένει αγόγγυστα τους πειρασμούς λαμβάνει προσθήκη της χάριτος. Όση περισσότερη χάρη λαμβάνει, τόσο αυξάνονται και οι πειρασμοί.

Οι δαίμονες, όταν πλησιάζουν, για να σε πολεμήσουν, δεν πηγαίνουν εκεί που εσύ εύκολα θα τους νικήσεις, αλλά δοκιμάζουν, πού έχεις αδυναμία.


Εκεί που εσύ δεν τους περιμένεις, εκεί πολιορκούν το κάστρο. Και, όταν βρουν ψυχή ασθενική και μέρος αδύνατο, πάντα εκεί νικούν και τον κάνουν υπεύθυνο για την ήττα του.

Ζητάς χάρη από τον Θεό; Αντί χάριτος σου αφήνει πειρασμό. Δεν αντέχεις τον πόλεμο, πέφτεις; Δεν σου δίνεται προσθήκη της χάριτος. Πάλι ζητάς; Πάλι ο πειρασμός. Πάλι ήττα; Πάλι στέρηση εφ’ όρου ζωής. Πρέπει λοιπόν να βγεις νικητής. Άντεξε τον πειρασμό μέχρι θανάτου. Πέσε πτώμα στη μάχη, φωνάζοντας κάτω παράλυτος:


Δεν θα σε αφήσω, γλυκύτατε Ιησού! Ούτε θα σε εγκαταλείψω! Αχώριστος θα μείνω στον αιώνα, και για την αγάπην Σου ξεψυχώ στη μάχη”. 




Και ξαφνικά εμφανίζεται στη μάχη και φωνάζει δυνατά: “Εδώ είμαι! Μάζεψε όλες τις δυνάμεις σου και ακολούθησέ με ! 

Συ δε γεμίζεις όλος φως και χαρά: Αλλοίμονο σε μένα τον δυστυχή! Αλλοίμονο σε μένα τον πονηρό και αχρείο! Προηγουμένως άκουα για σένα, τώρα δε σε είδαν οι οφθαλμοί μου· γι’ αυτό και κατηγόρησα τον εαυτόν μου, τον θεώρησα δε χώμα και στάχτη”.

Τότε γεμίζεις από θεία αγάπη. Και φλέγεται η ψυχή σου σαν του Κλεόπα. Και σε καιρό πειρασμού δεν καταλείπεις πλέον τη μάχη, αλλά υπομένεις τις θλίψεις σκεπτόμενος- ότι όπως πέρασε ο ένας πειρασμός και ο άλλος, έτσι θα περάσει και αυτός.

Όταν όμως δειλιάζεις και γογγύζεις και δεν υπομένεις τους πειρασμούς, τότε, αντί να νικάς πρέπει διαρκώς να μετανοείς· για τα σφάλματα της ημέρας, για την αμέλεια της νύκτας. Και, αντί να αυξάνεται η χάρις, μεγαλώνεις τις θλίψεις σου.

Γι’ αυτό μη δειλιάζεις μη φοβάσαι τους πειρασμούς. Και αν πέσεις πολλές φορές, σήκω. Μη χάνεις τη ψυχραιμία σου. Μην απογοητεύεσαι. Σύννεφα είναι και θα περάσουν. 


Και όταν, με τη βοήθεια της χάριτος που σε καθαρίζει από όλα τα πάθη, περάσεις όλα αυτά που λέγονται “πράξις”, τότε γεύεται ο νους φωτισμό και κινείται σε θεωρία.

Και πρώτη θεωρία είναι των όντων: 

Πως όλα τα δημιούργησε για τον άνθρωπον ο Θεός, και αυτούς ακόμη τους Αγγέλους για να τον υπηρετούν. Πόσην αξία, πόσο μεγαλείο, τί μεγάλο προορισμό έχει ο άνθρωπος – αυτή η πνοή του Θεού! Όχι για να ζήσει εδώ τις λίγες ημέρες της εξορίας του, αλλά να ζήσει αιώνια με τον Πλάστη του. Να βλέπει τους θείους Αγγέλους. Να ακούει την άρρητη μελωδία τους. Τί χαρά! Τί μεγαλείο! Μόλις τελειώνει αυτή η ζωή μας και κλείνουν τα μάτια, αμέσως ανοίγουν τα άλλα και αρχίζει η νέα ζωή. Η αληθινή χαρά, που πλέον τέλος δεν έχει.

Αυτά σκεπτόμενος βυθίζεται ο νους σε μία ειρήνη και γαλήνη, που απλώνεται σε όλο το σώμα, και ξεχνά τελείως ότι υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή.

Τέτοιες θεωρίες διαδέχονται η μία την άλλη. Όχι να πλάθει φαντασίες με το νου του, αλλά η κατάσταση είναι τέτοια – ενέργεια χάριτος, που φέρνει νοήματα και ασχολείται ο νους στη θεωρία. Δεν τα πλάθει ο άνθρωπος· μόνα τους έρχονται και αρπάζουν το νου στη θεωρία. Και τότε απλώνεται ο νους και γίνεται διαφορετικός. Φωτίζεται. Είναι όλα ανοικτά σ’ αυτόν. Γεμίζει σοφία, και σαν υιός κατέχει τα του Πατρός του. Ξέρει ότι είναι μηδέν, πηλός, αλλά και υιός Βασιλέως. Δεν έχει τίποτε, άλλα όλα τα έχει. Γεμίζει θεολογία. 


Φωνάζει αχόρταστα, με πλήρη επίγνωση, ομολογώντας ότι η ύπαρξή του είναι μηδέν. Η καταγωγή του είναι ο πηλός· η δε ζωτική δύναμή του, η πνοή τού Θεού – ή ψυχή του. Αμέσως πετά η ψυχή στον ουρανό! – Είμαι το εμφύσημα, η πνοή του Θεού! Όλα διεσώθησαν, έμειναν στη γη, απ’ όπου και ελήφθησαν! Είμαι Βασιλέως αιωνίου υιός! Είμαι θεός κατά χάρη! Είμαι αθάνατος και αιώνιος! Είμαι, μετά μία στιγμή, κοντά στον ουράνιο Πατέρα μου!

Αυτός είναι ο αληθινός προορισμός του ανθρώπου· γι’ αυτό πλάσθηκε, και οφείλει να έλθει απ’ όπου ήλθε. Τέτοιου είδους είναι οι θεωρίες, με τις οποίες ασχολείται ο πνευματικός άνθρωπος. Και περιμένει την ώρα που θα αφήσει το χώμα και θα πετάξει η ψυχή στα ουράνια.

Έχε θάρρος λοιπόν, παιδί μου, και με αυτή την ελπίδα υπόμενε κάθε πόνο και θλίψη. Αφού μετά από λίγο θα αξιωθούμε να απολαύσουμε αυτά. Για όλους μας είναι τα ίδια. Όλοι είμαστε παιδιά του Θεού. Αυτόν φωνάζουμε ημέρα και νύκτα και την γλυκειά μας Μανούλα, τη Δέσποινα του Παντός, την οποίαν όποιος παρακαλεί, δεν τον αφήνει ποτέ.



(Γέροντος Ιωσήφ, «Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», επιστ. Ι΄, εκδ. Ι.Μ.Φιλοθέου, σ. 84-88. – απόσπασμα σε νεοελληνική απόδοση.)

πηγή

Σάββατο, Αυγούστου 17, 2013

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής και η αλλαγή του ημερολογίου


Όταν άλλαξε το ημερολόγιον και η Εκκλησία ακολούθησε το νέον ημερολόγιον, το Άγιον Όρος, ένεκα της παραδόσεως διετήρησε την χρήσιν του παλαιού ημερολογίου, χωρίς να διακόψη την επικοινωνίαν και εξάρτησίν του από το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως.

Μερικοί αγιορείτες μοναχοί, αυτοτιτλοφορούμενοι «ζηλωτές», εξ αιτίας της αλλαγής του ημερολογίου διέκοψαν την πνευματικήν επικοινωνίαν τους με το Πατριαρχείον και το υπόλοιπο Άγιο Όρος. Δεν συμμετείχον εις τα Λειτουργίας, τας πανηγύρεις, ούτε και επικοινωνούσαν με τους υπόλοιπους πατέρας.

Ο Γέροντας Ιωσήφ ελυπείτο πολύ δι' αυτήν την κατάστασιν. Προσπίπτει με δάκρυα και πόνον ψυχής και ικετεύει τον Άγιον Θεόν λέγοντας:

«Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν ενώπιόν Σου και προδίδομεν το πανάγιόν Σου θέλημα και δικαίως μας παρέβλεψες ίνα ακαταστατούμεν και να πλανώμεθα του φωτός της αληθείας Σου. Ηγνοήσαμεν το στερέωμα της αληθείας, την ακράδαντον και αταλάντευτόν Σου Εκκλησίαν, το πανάγιον Σώμα, όπου μεθ' ημών ίδρυσας τη ιδία Σου παρουσία και παρεδόθημεν εις συμπεράσματα ανθρωπίνων σκέψεων και διαλογισμών. Μνήσθητι, Πανάγαθε, των οικτιρμών Σου και τα ελέη Σου, ότι από του αιώνος και έως του αιώνος εισίν».

Με πολύ πόνον έκρουε την θύραν του θείου ελέους και ο Πανάγαθος Θεός δεν παρέβλεψε την ταπεινήν δέησίν του.

Εις την έντονην αυτήν προσευχήν, διηγείται ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ, με επήρε ο ύπνος. Τότε βρέθηκα ξαφνικά μόνος μου επάνω εις ένα μικρό κομμάτι του Αγίου Όρους, μέσα εις την θάλασσαν, που ταλαντευόταν από στιγμή σε στιγμή να βυθισθή.

Τρόμαξα και σκέφτηκα, ότι αφού αυτό αποκόπηκε από το σύνολον και ταλαντεύεται, σε λίγο θα βυθισθή και εγώ θα χαθώ. Τότε με ένα δυνατόν πήδημα βρέθηκα εις το σταθερόν μέρος του βουνού. Πράγματι, το μικρόν κομμάτι του βράχου που ευρισκόμουν, το κατέπιε η θάλασσα και εγώ εδόξασα τον Άγιον Θεόν, που με έσωσεν από τον όλεθρον!

Αμέσως συνέδεσα το όνειρον με το θέμα που με απασχολούσε και παρακαλούσα Τον Κύριον, ώστε να μη με αφήσει να πλανηθώ εις την κρίσιν μου''. Τότε άκουσε θεία φωνή να του λέγη: «Η Εκκλησία ευρίσκεται εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως».

Όταν επέστρεψαν με τους υπολοίπους Αγιορείτες Πατέρες, με την υπόδειξιν του Γέροντος Ιωσήφ και άφησαν τους ζηλωτάς, τότε εγνώρισαν έμπρακτα την δύναμιν της θείας Χάριτος εις τα Μυστήρια που ετελούσαν.

Ο παπα Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έβλεπε πάντοτε την θείαν Χάριν εις την Θείαν Λειτουργίαν να καθαγιάζει τα Τίμια Δώρα, σε Σώμα και Αίμα του Χριστού. Όσον διάστημα ήταν με τους ζηλωτές έβλεπε κάτι ως κάλυμμα μπροστά του, το οποίον τον εμπόδιζε να βλέπει ευκρινώς την θείαν Χάριν. Το κάλυμμα αυτό, απομακρύνθηκε όταν επανήλθεν εις την ζώσαν Εκκλησίαν.


(Πνευματικαί εμπειρίαι Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού –

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ)

Έκδοσις ''ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ'' 2005. (σελ. 200). 
 πηγή

Τρίτη, Αυγούστου 06, 2013

Ἡ Παναγία Μητέρα μας..Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής



Η Παναγία μητέρα μας
Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός 
Όλα τα κτίσματα έχουν προσφέρει, το κάθε ένα με τη σειρά του, τον τρόπο της εξυπηρετήσεως τους στο -θέμα της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Εκείνο δε πού προσφέραμε εμείς, η ανθρώπινη φύση, ως αντιπροσφορά για το μέγιστο δώρο της θείας κενώσεως του Ιησού μας, το κατ’ εξοχήν τελειότατον των δώρων, είναι η Παναγία μητέρα Του και μητέρα όλων μας.






Έτσι εδώ έγινε κάτι το απερίγραπτο. Πώς ευρέθη η ικανότητα σε αυτήν την Κόρη, ούτως ώστε να μπορέσει να εξυπηρέτηση έναν τέτοιο σκοπό, όπου όλα τα υπόλοιπα κτίσματα δεν ήσαν πλέον ικανά να προσφέρουν αυτό πού έλειπε; Εάν ο άνθρωπος δεν είχε την δυνατότητα να προσφέρη την Παναγία ως δώρο, τότε θα μπορούσε να πή κανείς ότι εματαιώνετο το θέμα της θείας οικονομίας, έτσι η σωτηρία του ανθρώπου, η επιστροφή και επαναφορά των κτισμάτων στην θέση τους και η αποκατάσταση στην ισορροπία της διεφθαρμένης κτίσεως, δεν θα εγίνετο.


Αυτό το επίτευγμα πού η ανθρώπινη φύση κατόρθωσε, είναι το μεγαλύτερο πού έγινε και δεν πρόκειται ποτέ να επαναληφθή. Διεθέσαμε αυτό το μεγάλο δώρο στο να κολακεύσωμε, τρόπον τινά, την θείαν αγάπη για να μας πλησίαση.

Άπαξ δοθείσα η χαριτωμένη αυτή Κόρη, η οποία τώρα είναι Θεοτόκος, μένει πλέον στο διηνεκές να έχη ιδιαιτέραν θέση έναντι στον Θεό και σε μας. Μέσω της δικής της μεσολαβήσεως ο Υιός του Θεού απέκτησε την ανθρωπινή φύση και έγινε ταυτοχρόνως Θεάνθρωπος. Ότι είχε, αυτή του το έδωσε όλο, αφού του πρόσφερε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση της. Έτσι και Αυτός με την σειρά Του της μετέδωσε την θέωση, όσο μπορεί βέβαια να χωρέση η ανθρώπινη φύση. Διότι να την μεταβολή σε κατά φύσιν Θεόν ήταν αδύνατο. Κατά Χάριν όμως την εθέωσε στο σημείο εκείνο πού, κατά τους θεολόγους της Εκκλησίας, να μην της λείπη τίποτα.

Με την προσφορά μας αυτή κατορθώσαμε και ανεβήκαμε και εμείς και πλησιάσαμε τον Θεό. Διότι έχομε από την δική μας φύση πλέον, τέτοιας μορφής συγγένεια, μέσω αυτής της Κόρης, πού απεκτήσαμε τον θεανθρωπισμό σε τέτοιο αναφαίρετο και πλούσιο σημείο, ώστε να είμεθα όντως «κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Υιού Αυτού».

Γι΄ αυτό και η Εκκλησία μας μετά τα Χριστούγεννα, πού εορτάζει την εξ αυτής άσπορο Γέννηση του Θεού Λόγου, εορτάζει την Σύναξή της. Την παρουσιάζει στην θέση της μητρότητας πλέον και τιμά την προσφορά της, πού συνήργησε σαν κανένας άλλος στο υπέρτατον αυτό μυστήριο.

Κοιτάξετε με ποια σοφία η Θεία Πρόνοια αναμόρφωσε την «παλαιωθείσαν» εικόνα! Ο διάβολος κατόρθωσε να πλανέση το ένα εκ των δύο όντων πού εδημιούργησε ο Θεός. Επλάνεσε την γυναίκα και την έκανε όργανο απάτης και αφορμή καταστροφής. Η Θεία Πρόνοια οικονόμησε να συγκεντρωθή σ’ αυτή την αγνή Κόρη ολόκληρη η αρετή της ανθρώπινης τελειότητας, ούτως ώστε το όργανο της απώλειας και της απάτης να γίνη τώρα όργανο σωτηρίας και επιστροφής. Και όχι μόνο να γίνη, αλλά να παραμείνη στον αιώνα.

Στην θέση πού ευρίσκεται τώρα η Δέσποινα μας Θεοτόκος, θεωθείσα πλέον, απέκτησε και ολόκληρη την μητρότητα, διότι είναι η πηγή της πραγματικής και αδιάφθορου μητρότητος. Η πρώτη Εύα, σαν πρώτη μητέρα, απώλεσε την αξία της μητρότητος, εφ’ όσον μαζί με μας γέννησε και τον θάνατο και μαζί του την έχθρα, το μίσος, την φθορά, την καταστροφή. Δεν είχε πλέον προσωπικότητα μητρότητος. Η Δέσποινα μας Θεοτόκος με το αδιάφθορον της αγνότητας της, ολοκλήρωσε την μητρότητα στην εντέλεια. Όπως στον Θεό Πατέρα ευρίσκεται ολόκληρος η πατρική στοργή, ώστε «ουδέ του ιδίου Υιού να φεισθή», αλλά «υπέρ πάντων ημών» να παραδώση Αυτόν, έτσι και τώρα στα σπλάχνα της Δέσποινας μας Θεοτόκου, της Θεωθείσης αυτής Κόρης, ευρίσκεται ολόκληρος η προσωπικότης, ολόκληρος η θέση της τελείας μητρότητος.

Και τώρα μετά παρρησίας προσερχόμεθα σ’ αυτόν τον θρόνον της Χάριτος της μητρότητος και σαν υιοί προς την μανούλα μας την ικετεύαμε και είναι αδύνατο να μην μας ακούση. Είναι αδύνατον διότι πώς γίνεται στην τελειότητα της μητρότητος να κλείσουν τα σπλάχνα, όταν φωνάζουν και ζητούν τα παιδιά;

Δεν είναι δύσκολο να δανεισθούμε από την οικογενειακή μας πείρα, ζωντανά παραδείγματα της μητρικής ιδιότητος. Αντικρίσαμε κάποτε να μεταβάλλεται η στοργή και η αγάπη της μητέρας εξ αιτίας της αταξίας και σκληρότητας του παιδιού, ώστε να πάρη την θέση της αγάπης η απειλή. Όταν όμως το παιδί πόνεσε, ταπεινώθηκε και έκλαψε, μεταβλήθη αμέσως η οργή της μητέρας σε συμπάθεια και φίλτρο και όλο το δυσάρεστο το αντικατέστησε η μητρική αγκάλη. Εάν αυτά υπάρχουν μέσα στην ευτελή, την ατελή, την διαβεβλημένη, την ασθενή ανθρώπινη φύση, σε πόση έκταση ευρίσκονται αυτά μέσα στην τελειότητα της πνευματικής, της θεοπρεπούς μητρότητος;

Έχοντες αυτήν την μητέρα σαν εχέγγυο και ισταμένην μεταξύ ημών και του Θεού, έχομε την τελεία ελπίδα ότι καμμιά προσδοκία μας, καμμιά επιθυμία μας εν Θεώ, κανένα αίτημα μας, αλλά και καμμιά ανάγκη τωρινή και μέλλουσα είναι δυνατόν να μην ικανοποιηθούν. Διότι, όταν τρέχωμε στην μητρικήν της αγάπη, δεν μπορεί να αρνηθή, δεν θέλει να το κάνη. Αρκεί φυσικά από μέρους μας να γίνεται ή ελαχίστη προσπάθεια, να στεκώμεθα σαν λογικά όντα πάνω στην βάση του προορισμού μας. Και έτσι, έχοντας την Δέσποινα μας Θεοτόκο σαν εγγύηση, καθ’ ότι έγινε αφορμή της σωτηρίας μας, λύνομε κάθε πρόβλημα μας και στο παρόν και στο μέλλον.

Άρα λοιπόν τί απόκειται σε μας; Να ερευνήσωμε βαθύτερα την υίική μας πλέον κατάσταση απέναντι της, να την αγαπήσωμε ειλικρινέστερα, πιστότερα, υπολογίζοντες την πραγματική της θέση και να είμεθα βέβαιοι ότι το θέμα όλων μας των προβλημάτων είναι ήδη λελυμένο διότι, είναι μεσίτης μεταξύ ημών και του Υιού της, διότι, πλέον γι΄ αυτήν ο Θεός, ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός, δεν είναι Κύριος και Θεός μόνον, αλλά είναι και ο κατά φύσιν Υιός της. Και δεν είναι δυνατόν, όπως έχομε πείρα, να πλησίαση η ιδανική μητέρα τον ιδανικόν υιόν ζητώντας του κάποια χάρη και αυτός να της αρνηθή. Αυτό δεν γίνεται.

Εκείνο το όποιο απομένει σε μας είναι να ερεθίσωμε μέσα μας ο,τιδήποτε υπάρχει έναντι της μητρικής της αγάπης και ο,τιδήποτε άφορα αυτό, στην υμνολογία της, στην ευχαριστία της, στην δοξολογία της, στην παράκληση της, στην επίκληση της, ακόμα και σε κάθε άλλο το όποιον ευρίσκεται και αρμόζει στον θεοπρεπή χαρακτήρα της.

Αυτή είναι κατάφορτη με όλες τις αρετές. Ιδιαίτερα όμως περισσεύει η ταπεινοφροσύνη και η αγνότης, γι’ αυτό λέγεται Αειπάρθενος. Δεν είναι μόνο Αειπάρθενος στο ότι πράγματι ήταν Παρθένος και δεν εγνώρισε ούτε καν την έννοια του ανδρός, αλλά και μέσα στην αγνότατη της ύπαρξη δεν συνελήφθη η αμαρτία ούτε κατά διάνοιαν. Ούτε στον αγνό ψυχικό της κόσμο εισήλθε η φθορά και η αμαρτία. Και έτσι ακριβώς είναι και μένει Παναγία και Αειπάρθενος.

Στους νέους, στους αγάμους, στους μοναχούς, πού το κέντρο της ιδιότητος τους είναι η παρθενία απευθύνομαι. Όποιος θέλει να την τίμηση, ας κάνη περισσότερη προσφορά κρατώντας την αγνότητα του. Να πώς δοξάζεται αυτή.

Το δεύτερο στοιχείο πού την χαρακτηρίζει – αν και είναι πλήρης από αρετές – είναι ειδικά η ταπεινοφροσύνη. Όταν ήλθε ο Αρχάγγελος και της είπε καθαρά: «Χαίρε, Μαρία, ευρήκες χάριν από τον Θεό και συ θα γίνης μητέρα του Θεού», δεν υπερηφανεύθη και να σκεφθή, «ώστε λοιπόν, εγώ θα είμαι πλέον μητέρα του Θεού;» Άλλα απάντησε ταπεινά. «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου». Αρπάζει την πρακτική ταπείνωση, ονομάζοντας τον εαυτό της «δούλην Κυρίου» και προσφέρει την απόλυτη υποταγή, «γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου». «Αμέσως τώρα, τί προστάζεις, Κύριε μου; Έτοιμη είμαι».

Βλέπετε με ποιο χειρισμό; Με δυο άπλες λέξεις, με δυο άπλες κινήσεις αυτό το τρυφερό κοριτσάκι, όπως ήτο τότε, προσέφερε όλη την δύναμη της τελειότητας της αρετής. Ταπείνωση και υποταγή. Αυτές οι αρετές είναι και για μας οι βάσεις. Διότι αυτές συγκροτούν το κεφάλαιο της ιδιότητος μας της πρακτικής – για μας τουλάχιστον τους μοναχούς – μέσω του οποίου και προσωπικά θα κρατήσωμε την μοναχική μας ιδιότητα, αλλά και στους συνανθρώπους μας και στην Εκκλησία θα φανούμε ποίοι είμεθα και θα δώσωμε το παράδειγμα και την γραμμή πλεύσεως στο υπόλοιπο χριστεπώνυμο πλήρωμα.

Όποιος λοιπόν θέλει να τίμηση την Πανάχραντο μας Δέσποινα και να την προκαλέση να σκορπίση πάνω του την μητρική της στοργή, θα καλλιεργήση αυτές τις αρετές, την ταπείνωση και την υποταγή. Όσο για την αγνότητα, δεν θα μιλήσω, διότι αλοίμονο αν δεν υπάρχη στον μοναχό αγνότης! Τότε χάθηκαν όλα τα κεφάλαια!

Και σεις λοιπόν, εκεί πού ευρίσκεσθε, μπορείτε να πήτε έναν δικό της ύμνο. Ψάλλετε ένα τροπάριο δικό της. Φέρτε στα χείλη σας την ευωδιά του ονόματος της.

Είδατε τί είπε μόνη της; Μόλις επλήσθη Πνεύματος Αγίου, άρχισε να προφητεύη για τον εαυτό της, ότι: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί».

Αυτό της το φανέρωσε η Χάρις του Αγίου Πνεύματος πού κατοίκησε μέσα της μόνιμα. Την ανάγκασε να το πη. Εδανείσθη τα χείλη της η ενοικούσα σε αυτήν Χάρις του Αγίου Πνεύματος, σαν ένας μουσουργός πού κινεί τις χορδές για να παραγάγη μέλος. Και άρχισε να λέη μέσα της ταπεινά: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί, ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός».

Βέβαια μεγαλεία! Εφ’ όσον κατοίκησε μέσα της ολόκληρο το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς, τί άλλο μπορούσε να γίνη; Μία ακτίνα Χάριτος, μία μόνον ακτίνα εάν επιλάμψη σε ολόκληρη την κτίση, είναι ικανή αυτή και μόνη να την μεταφέρη σε θέση θεότητος, κατά Χάριν. Εδώ όμως, σ’ αυτήν δεν πήγε απλώς ακτίνα Χάριτος. Κατοίκησε μέσα της ολόκληρο το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς.

Αυτά ήθελα να ενθυμίσω σήμερα στην αγάπη σας και να σας κάνω θερμούς και φλογερούς απέναντι της δικής της αγάπης. Διότι έχομε και ένα ζωντανό παράδειγμα, του αειμνήστου μας Γέροντα, πού τόσο πολύ τον αγαπούσε, γιατί και αυτός την αγάπησε. Ήταν αδύνατον, αν ήταν εδώ ο αείμνηστος και άκουγε αυτά, να μην χύση άφθονα δάκρυα. Μόνο πού άκουγε το όνομα της, σκιρτούσε σαν μωρό! Άλλα του έδειξε τόσες φορές την αγάπη της αισθητά και τον αξίωσε να φυγή την ήμερα πού και αυτή έφυγε οπό τον κόσμον αυτόν.

Η Χάρις της και οι πρεσβείες της και πάντων των αγίων να ενισχύουν και μας. Αμήν.
ΠΗΓΗ

Πέμπτη, Αυγούστου 01, 2013

Ἡ Παναγία Μητέρα μας - Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής




[Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος ᾿Ιωσὴφ τοῦ ῾Ησυχαστοῦ, γραμμένης ἀπὸ τὰ σπήλαια τῆς Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸ ἔτος 1947 πρὸς Μοναχική Αδελφότητα στὸ ὁποῖο μὲ εκπληκτική χάρη καὶ τόλμη εἰσδύει στὰ βάθη καὶ πετᾶ στὰ ὕψη τῆς γνωστῆς εἰς αὐτὸν πνευματικῆς πραγματικότητος, γιὰ νὰ μᾶς μυήση στὰ «μυστήρια τοῦ Θεοῦ» καὶ μάλιστα στὸν τρόπο «συγγενείας» μας μὲ τὴν Παναγία Μητέρα μας.]


«... Ἀκούσατέ μου, λοιπόν, ἐνωτίσασθέ μου τούς λόγους, ὅτι μέλλω εἰπεῖν εἰς ὑμᾶς ὄντως φοβερόν καὶ ἀπόκρυφον καί τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ τό μέγα Μυστήριον. Οὐ φθονῶ τήν ὠφέλειαν, οὐ κρύπτω ὅ οἶδα ὡς ὁ κρύψας τό τάλαντον, οὐ δειλιῶ τάς ἀπειλὰς τῶν δαιμόνων ὅπου ὠρύονται κατ' ἐμοῦ ἐμφανίζοντος τοιαῦτα μυστήρια, ἀλλ' ἐλπίζω εἰς τάς εὐχάς σας.

Ἐλᾶτε λοιπόν πᾶσαι ὅμου κατά τάξιν καθάρατε στόματα δι’ ἀληθείας, ἁγνίσατε σώματα διά νηστείας καί ἁγιάσατε πνεύματα διά προσευχῆς- γίνετε νήπια σώματα καὶ ἡγεμονικά πνεύματα- πτεροφυήσατε καὶ ἀπό σκώληκες γίνετε πεταλοῦδες- μηδέν γήινον ἀφήσετε εἰς τόν νοῦν σας- πετάσθητε πλησίον μου, κἀγὼ ὑμῶν προπορεύομαι- μέλλει γάρ νά διέλθωμεν τόν αἰθέρα! Μή φοβῆσθε ποσῶς, κἀγὼ πολλάκις ἀνῆλθον καὶ γινώσκω τόν δρόμον. Ἀκολουθῆτε λοιπόν δορκάδες τοῦ Ἰησοῦ μοῦ κατόπιν ἡ μία τήν ἄλλην- ἀφήσατε τόν νοῦν σας ἐλεύθερον νά φαντασθῆ τά οὐράνια καί ἰδού μᾶς ἀνοίγεται ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου!...

Ἔνθεν κἀκεῖθεν οἱ Ἄγγελοι παραστέκονται, Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ- Ἑξαπτέρυγα περιΐπτανται δεξιά καὶ ἀριστερά- ἀδαμάντινα τείχη- μυρίπνοα ἄνθη χρυσοφαῆ εὐωδιάζουν τά πέριξ, ἔνθα στρουθία διάφορα μυριόχρωμα μελιρίζουν διάφορα τερερίσματα καί τόν νοῦν μας ἀπό θεωρίας εἰς θεωρίαν ἀνάγουν-τό ἔδαφος ὡσεὶ χιὼν λευκόν καί μέσον αὐτοῦ τῆς Ἀνάσσης ἡμῶν καί Πανάχραντου Μητρός τό μέγα Παλάτιον....

Τρεχάτε, λοιπόν, διότι ἐμᾶς περιμένει ἡ γλυκειά μας Μανούλα! Μή προσέχετε εἰς τούς Ἀγγέλους, διότι γέγραπται μήτε οἱ Ἄγγελοι νά μᾶς χωρίσουν ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ...

Καὶ ἰδού, ὁ καλός θυρωρός μᾶς ἀνοίγει, ὁ πυρίμορφος Ἄγγελος καὶ ἡ γλυκειά μας Μανούλα, ὡσεὶ χιὼν λευκή, ἐγείρεται καὶ μᾶς κάμνει ὑποδοχήν!...

Ὦ γλυκειά μας Μανούλα, ὦ φῶς τῆς ψυχῆς μας, ὦ ἀγάπη ἀνόθευτος, ὦ ζωή τῆς ψυχῆς μας! Μέ τό ὄνομά Σου στό στόμα νά ξεψυχίσωμε, μέ ἕνα γλυκύτατον φίλημα νά μᾶς παραλάβης καί εἰς τούς κόλπους Σου νά ὑποδεχθῆς! Ὦ μάννα, μέλι καὶ νέκταρ γλυκύτατον, ὦ εὐωδία καὶ μυρίπνοον ἄρωμα!...

Πέσατε, λοιπόν, χάμω καί ἀσπασθῆτε τήν γλυκειά μας Μανούλα -πόδας, χείρα καὶ στόμα- καὶ λάβετε εὐωδίαν ἄρρητον ἀπό Ἁγίαν Παρθένον! Μή διστάζετε, ὅτι Αὐτὴ μόνη τόν τρόπον μοί ἐδίδαξε καὶ τήν παρρησίαν καὶ ἄγαπην μοὶ ἔδειξε καὶ μοῦ ἔδωσε!...

Φράσον εἰς ἡμᾶς, γλυκειά μας Μανούλα, τό μυστήριον τῆς ἀπορρήτου οἰκονομίας Σου καί τῆς μετά Σοῦ καὶ ἡμῶν συγγενείας. Ἐσύ, Μανούλα γλυκυτάτη, ὅπου βαστάζεις διά παντός τό γλυκύτατον Βρέφος στήν ἀγκαλιά Σου -Ἐκεῖνο ὅπου βαστάζει τά πάντα διά τοῦ νεύματος, τό Μικρουλάκι δι’ ἡμᾶς ἐν χρόνῳ καὶ Ἄχρονον καὶ Παλαιόν Ἡμερῶν- εἶπε εἰς ἡμᾶς μέ τό μυρίπνοον στοματάκι Σου αὐτά, ὅπου οὐ δύνανται Ἄγγελοι παρακύψαι, τά ὁποῖα ἡμεῖς ἠξιώθημεν!...

Καὶ ἀκούσατε, ἀδελφές μου ἠγαπημένες, καὶ πάλιν: ὁπόταν τελῆται ἡ Θεία Μυσταγωγία, δίδει ἡ γλυκειά μας Μανούλα τό Βρέφος, καί θύεται δι’ ἡμᾶς καὶ ὁπόταν ἡμεῖς κοινωνοῦμεν ἀξίως διά προηγησαμένης νηστείας, διά προαιρετικῆς ἀγρυπνίας, διά κατανυκτικῆς προσευχῆς, ἐσθίομεν τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί τό Αἷμα αὐτό ποὺ ἔλαβεν ἀπό τό Πανάχραντον Αἷμα τῆς Παναγίας. Ἐπίσης, τό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἐσθίοντες, θηλάζομεν συνεχῶς τό γάλα τῆς Παναγίας, ὁπότε τί γίνεται εἰς ἡμᾶς; Γινόμεθα γνήσια τέκνα τῆς Παναγίας καί ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ καί κατά χάριν υἱοὶ καί τέκνα Θεοῦ. Καί ὁπόταν ἡμεῖς τόν Χριστόν περιέχομεν ἀπορρήτως εἰς τήν ψυχήν καὶ εἰς τό σῶμα, ἀνουσίως (ὄχι κατ' οὐσίαν, ἀλλὰ κατά χάριν) - ἐπειδή εἶναι σύν Πατρὶ ἀδιαίρετος - καί τόν Πατέρα συνέχομεν ὁμοῦ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα!

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπερφυεστάτη συγγένεια ὅπου ἀπό τήν Παναγία καί γλυκειά μας Μανούλα ἐλάβομεν!

Βλέπετε ὁποίας δωρεὰς μᾶς ἠξίωσε ἡ γλυκειά μας Μανούλα; Βλέπετε πόσον χρεωστοῦμεν νά ἀγαπῶμεν Αὐτήν; Δι’ αὐτό πρέπει ἀδιαλείπτως ὡς βρέφη νά προσεγγίξωμεν καί συχνά τόν θεῖον μαστόν Της νά λαμβάνωμεν νά θηλάζωμεν ὡς ἄκακα τέκνα της. Εἰς κάθε φορὰν ὅπου μέλλει νά κοινωνήσωμεν, νοερῶς νά λαμβάνωμεν τόν μαστόν νά θηλάζωμεν καί ὁ γλυκύς Ἰησοῦς ὁ μικρούλης εἰς τήν ἀγκάλήν Της, ὑποχωρεῖ καί μᾶς δίδει τήν ἄδειαν- δέν ζηλοτυπεῖ εἰς τήν ἄφθονον διανομήν τῆς Μανούλας Του, ἀλλὰ χαίρεται καὶ μᾶς προσκαλεῖ: Τυλιχθῆτε ὡς βρέφη εἰς τό φόρεμα τῆς Μανούλας μας καί πληρωθῆτε ἁγνείας ἀπό θεῖον σῶμα παρθενικόν- εὐωδιάσατε ἀπ' Αὐτήν! Δέν εἶδα ἐγὼ ἄλλον τι ὅπου τόσον νά ἀρέση ἡ Παναγία ὡς τήν ἁγνείαν, καὶ ὅποιος θέλει νά ἀπόκτηση τήν πολλήν Της ἀγάπην, ἄς φροντίζη νά καθαρεύη καί διαρκῶς θά τόν περιθάλπη στούς κόλπους Της καί κάθε οὐράνιον θά τοῦ δίδη...».

πηγή

 

Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2013

Ἄν θέλεις νά βρεῖς τόν Θεό διά τῆς «εὐχῆς» δέν θά σταματᾶς ποτέ αὐτήν τήν ἐργασία




«Η πράξη της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτόν σου να λέγεις συνεχώς την ευχή με το στόμα αδιαλείπτως.
Στην αρχή γρήγορα, να μην προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμό μετεωρισμού.
Να προσέχεις μόνο στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»...

Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέγει και γλυκαίνεσαι ωσάν να έχεις μέλι στο στόμα σου και θέλεις να το λέγεις.
Αν το αφήσεις στενοχωρείσαι πολύ.
Όταν το συνηθίσει ο νους και χορτάσει -το μάθει καλά- τότε το στέλνει στην καρδιά.
 
 
Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και μεταφέρει στην καρδιά οτιδήποτε φαντασθεί.
Όταν ο ευχόμενος κρατεί τον νου του να μη φαντάζεται τίποτε, αλλά να προσέχει μόνο τα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του τον κατεβάζει στην καρδιά, και τον κρατεί μέσα και λέγει με ρυθμό την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» ...;
Αν θέλεις να βρεις τον Θεό δια της «ευχής» δεν θα σταματάς ποτέ αυτήν την εργασία. Όρθιος, καθήμενος, βαδίζοντας δεν θα μένεις χωρίς την ευχή.
Να μη βγαίνει πνοή χωρίς την ευχή για να εφαρμόζεται ο λόγος του Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε».
Εάν μπορέσεις να λέγεις την «ευχή» εκφώνως και συνέχεια, σε δύο-τρεις μήνες πιστεύω την συνηθίζεις και μετά πλησιάζει η Θεία Χάρις και σε ξεκουράζει.
Αρκεί να μη σταματήσεις να την λέγεις με το στόμα, χωρίς διακοπή.
Όταν την παραλάβει ο νους τότε θα ξεκουρασθείς με την γλώσσα να την λέγεις.
Όλη η βία είναι στην αρχή, έως ότου γίνει συνήθεια.
Κατόπιν θα την έχεις σ' όλα τα χρόνια της ζωής σου.
Μόνο κτύπα ευθέως την θύρα του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός μας θα σου ανοίξει, εάν επιμένεις».
(Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής)

Παρασκευή, Μαρτίου 01, 2013

Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Το ιστολόγιο μας, συνεχίζει το αφιέρωμα τιμής στους κληρικούς που ποτέ δεν εμφανίστηκαν με την αλαζονεία της αρετής αλλά απόμειναν μέσα στην ταπείνωση της αμαρτολότητας που όλοι μας σέρνουμε πίσω μας. Και στάθηκαν δίπλα στο Λαό του Θεού και σε κάθε πονεμένο άνθρωπο. Το αφιέρωμα μας σήμερα είναι στον Γέρων Ιωσήφ τον Ησυχαστή.


                                   elderjosephhesychast
Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής (Αρχιμ. Εφραίμ Καθηγουμένου Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου)

Όταν κανείς θεωρητικά για κάποιο διάστημα της ζωής του ευτυχεί δεν έχει καιρό να θέτει ερωτήματα που αφορούν την ύπαρξή του. Απολαμβάνει για λίγο την ηδονή που προκύπτει από ευτυχή γεγονότα και ακόμη περισσότερο φαντάζεται ότι έχει την δυνατότητα να επεκτείνεται ευτυχώντας έως ότου να πετύχει την ύψιστη ανάπαυση και χαρά του. Αυτό συνήθως συμβαίνει στις πιο μικρές ηλικίες, όταν άλλοι έχουν τις πραγματικές ευθύνες για τη ζωή του -και μάλιστα στην σύγχρονη εποχή για αρκετό χρονικό διάστημα- εφόσον τελειώνει κανείς τις σπουδές του σε ώριμη ηλικία.

Όταν σιγά-σιγά συναντούμε τις πρώτες δυσκολίες της ζωής, που δεν αποκλείεται να συμβεί και σε μικρή ηλικία, τότε αρχίζει ο προβληματισμός. Προβάλλονται και εντελώς φυσικά στο νου του ανθρώπου, ερωτήματα: Γιατί υπάρχω; Ποιό το νόημα σε αυτήν την ζωή; Ποιά είναι η αλήθεια όσον αφορά το πρόσωπό μου και τον κόσμο που ζω; Όταν απαντηθεί το ερώτημα ποιά είναι η αλήθεια, τότε μπορεί να δώσει ουσιαστική λύση σε κάθε άλλο ερώτημα. Κάποτε αυτό το ερώτημα είχε τεθεί στον Χριστό από τον Πιλάτο «Τι εστίν αλήθεια;» (Ιω. 18,38) και φυσικά δεν περίμενε απάντηση. Το ερώτημα αυτό κουράζει, απογοητεύει· σκέπτεται κανείς ότι δεν υπάρχει απάντηση.
Σίγουρα κάθε τι που δημιουργεί χαρά η ηδονή δεν είναι ταυτόχρονα και ευτυχία. Αυτό καθορίζει μια λεπτομερή παρατήρηση, που προέρχεται από την γνώση των ενεργειών που προσδίδονται στον ψυχικό μας κόσμο όταν αποφασίσουμε να υλοποιήσουμε την μία η την άλλη σκέψη.
Υπάρχουν παράλογες ηδονές που ξεγελούν τον άνθρωπο. Παρουσιάζονται σαν ευτυχίες και αλήθεια και ενεργούμενες δημιουργούν την γνώση της πικρίας και απογοητεύσεως. Αυτό φαίνεται καθημερινά σε όλους τους τομείς της ζωής, η στα απεριόριστα πλούτη, η στην κατάργηση της προσωπικότητος του άλλου φύλου τρυγώντας μόνο στην σωματική ηδονή με ψεύτικα αισθήματα.
Η αλήθεια όμως είναι πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό αποκαλύφθηκε «Εγώ ειμί η αλήθεια» (Ιω. 14,6). Ταυτόχρονα αυτός είναι και η αγάπη διότι «ο Θεός αγάπη εστίν» (Α Ἰω. 4,8). Η πνευματική αγάπη δεν απομονώνεται στον εαυτό της αλλά ζει την ευτυχία της μέσα στο άλλο πρόσωπο.
Η παρουσία του προσώπου Χριστού-Θεού στην γη ήταν μια προσφορά πρακτικής θυσίας-αγάπης και η αγάπη αυτή προερχόταν από την εσωτερική ενέργεια του φωτός της Θεότητος, που έκρυβε μέσα του και άφησε να φανεί εξωτερικά στο όρος Θαβώρ, στην Μεταμόρφωσή Του. Η προσωπική Του ζωή είναι η αλήθεια για κάθε άνθρωπο, η αλήθεια όμως εφαρμοσμένη σαν θυσία αγάπης, ανιδιοτελούς προς τον συνάνθρωπο. Όλες οι εντολές του οδηγούν στην αλήθεια, στην αγάπη, στο φως, στην απομίμηση των αρετών του θεϊκού Του προσώπου.
Μόνο όποιος αποφασίσει να περάσει σε ένα “στάδιο” αυτοθυσίας μπορεί να κατανοήσει ότι μέσα από τους κόπους για την απόκτηση της αγάπης προς όλους, ακόμη και προς τους εχθρούς, πηγάζει μέσα στην καρδιά του η ενέργεια του φωτός εκείνου που ανακαινίζει, μεταμορφώνει τελείως τον εσωτερικό άνθρωπο και τον ανεβάζει στην ύψιστη επιτυχία και σκοπό της ζωής, την θέωση της ανθρώπινης φύσεως, την υιοθεσία, την νίκη κατά του θανάτου, την αιώνια ανάστασή του.
Μέσα στην ορθόδοξη παράδοση άπειροι ήταν οι μάρτυρες αυτής της οδού και ιδίως στον ελληνικό χώρο.
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έζησε στο Άγιον Όρος από το 1921 έως το 1959.
Η κατά κόσμον καταγωγή του μακαρίου αυτού Γέροντος ήταν από την νήσο Πάρο. Στα χρόνια που γεννήθηκε οι αξίες που χαρακτηρίζουν την ευγένεια του ανθρώπου έναντι των άλλων δημιουργημάτων ήταν ακόμη πολύ ισχυρές, όπως και στην δική του φτωχή κατά τα άλλα οικογένεια· γεγονός που του δώρισε άριστες αρχές και ενάρετο χαρακτήρα. Πολύ σύντομα έμεινε ορφανός από πατέρα και αυτό του στέρησε την δυνατότητα να έχει ιδιαίτερες σπουδές. Τελείωσε την Β Δημοτικοῦ, ώστε μόλις είχε τη δυνατότητα απλώς να διαβάζει και να γράφει χωρίς σωστό συντακτικό και με πολλά ορθογραφικά λάθη. Εργαζόταν στον τόπο της γεννήσεώς του, τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό και σε ηλικία περίπου 23 ετών βρισκόταν στην Αθήνα σαν μικροπωλητής.
Όνειρο - αποκάλυψη
Στην απλότητα των χρόνων εκείνων, σε ένα περιβάλλον πολύ κοσμικό, όπως ήταν τότε η Αθήνα, μία ευγενική ύπαρξη γεμάτη αυτοθυσία και αγάπη όπως ήταν ο Φραγκίσκος, αυτό ήταν το όνομά του πριν γίνει μοναχός, ζούσε μία ζωή έντιμη και προσεγμένη έως ότου κάποιες συγκυρίες του άλλαξαν τελείως την ζωή. Ενώ μελετούσε βιβλία παλαιών ασκητών της Εκκλησίας, ένα αποκαλυπτικό όνειρο του έδωσε μεγάλη ώθηση προς τον μοναχισμό. Βρέθηκε μπροστά σε μεγαλειώδεις ανακτορικούς χώρους και συνοδευόμενος από τους φύλακες του χώρου αυτού, φοβήθηκε, διότι δεν γνώριζε πως βρέθηκε εκεί, χωρίς να το αξίξει, όμως εκείνοι χαμογέλασαν με καλοσύνη και του είπαν ότι το να ανεβεί εκεί είναι επιθυμία και θέληση του Βασιλέως. Για την εποχή βέβαια εκείνη, αυτό ήταν ύψιστη τιμή. Εδώ όμως δεν συνάντησε ο Φραγκίσκος κάτι το επίγειο, αλλά περνώντας μέσα από ασύλληπτους για την γήϊνη διάνοια χώρους, σε μια ξένη για τους κοινούς θνητούς διάσταση, τον υποδέχτηκαν και του έδωσαν ενδυμασία πολύτιμη που έμοιαζε κατασκευασμένη από ολόλευκο φως, ενώ ταυτόχρονα του είπαν «από εδώ και στο εξής θα υπηρετείς εδώ».
Παρόμοιες “πληροφορίες” είχε συναντήσει ο Φραγκίσκος στην μελέτη των βίων των Γερόντων και ασκητών της ερήμου. Αυτό το όνειρο - αποκάλυψη συνοδευόταν και από μία υπερκόσμια θεϊκή ενέργεια. Αυτή η ενέργεια γέμισε τον εσωτερικό κόσμο του Φραγκίσκου με τον πόθο να γνωρίσει τον Δημιουργό του, να απομακρυνθεί από κάθε τι γήϊνο, να μιμείται -πριν γίνει ακόμη μοναχός- την προσευχή, την νηστεία και την αγρυπνία των ασκητών, στην Πεντέλη και σε άλλους χώρους κοντά στην Αθήνα, που ήταν σχεδόν στην εποχή του, ακατοίκητη.
Μία «τυχαία» γνωριμία του με ένα Αγιορείτη μοναχό, τον οδήγησε στο Άγιον Όρος και μάλιστα στα ερημικώτερα και ασκητικώτερα μέρη του, στα Κατουνάκια. Ο Φραγκίσκος δεν ήταν ακόμη έμπειρος ασκητής, είχε όμως ενημερωθεί από την μελέτη των βιβλίων των διαφόρων παλαιών ασκητών και την φυσική του συνείδηση, ότι για να ονομάζεται κανείς άνθρωπος πρέπει να έχει νικήσει μέσα του όλα τα πάθη που προσδίδουν στον ανθρώπινο χαρακτήρα, τον θηριώδη και άλογο τρόπο ζωής. Αυτός ο άλογος τρόπος ζωής, όπως έμπειρος αργότερα ασκητής, γράφει στα πνευματικά παιδιά που καθοδηγούσε, χαρακτηρίζεται από την υπερηφάνεια η τον εγωϊσμό, την φιλαυτία η την υπερβολική αγάπη του εαυτού μας και την πλεονεξία που ξεγελά τον άνθρωπο και τον κάνει να μαζεύει συνεχώς χρήματα. Σαν συνέχεια της αλυσίδας αυτών των κακών είναι ο θυμός και η ταραχή, το μίσος και γενικώτερα ο,τι αντιστρατεύεται την αγάπη.
Για να ξεκινήσει τον μοναχικό του αγώνα, σύμφωνα με όσα είχε διαβάσει, έπρεπε να συναντήσει άλλους έμπειρους γέροντες, ώστε με την δική τους καθοδήγηση να περπατήσει τον δρόμο προς την θέωση, να πολεμήσει με παράλογες επιθυμίες, να βρει συμπαράσταση από την θεία Χάρη, να νικήσει με την θεία ενέργεια κάθε μορφή κακίας, που είτε είχε κατακτήσει κάποιο μέρος της καρδιάς του τον καιρό που δεν εργαζόταν τις ευαγγελικές αρετές, είτε επρόκειτο να τον προσβάλλει για να του ανακόψει τον δρόμο. Στην προσπάθεια αυτή δυσκολεύθηκε· και ενώ έμενε προσωρινά στην πλέον ερημική περιοχή του Αγίου Όρους, την Βίγλα, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του Όρους, και προσπαθούσε, όπως είχε διαβάσει στους βίους των οσίων, να προσεύχεται, να νηστεύει, να αγρυπνεί και να αναζητεί καθοδήγηση, κουράστηκε υπερβολικά, και με πόνο, αγωνία και δάκρυα παρακαλούσε τον Χριστό και την Κυρία Θεοτόκο για βοήθεια και συμπαράσταση. Από την ερημική Βίγλα κοίταζε προς την κορυφή του Άθωνα, στο εκκλησάκι της Παναγίας και γεμάτος ταπείνωση προσευχόταν, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε κάποιο σκίρτημα χαράς στην καρδιά του και ταυτόχρονα είδε αισθητά ένα φως, το οποίο προερχόταν από το εκκλησάκι της Παναγίας, ακούμπησε πάνω του και του μετέδωσε υπερφυσικές ιδιότητες. Έχασε την αίσθηση του χώρου, χρόνου, της ύλης ακόμη και του σώματός του· η χαρά ήταν ανεπανάληπτη, το φως εκείνο ήταν ενωμένο με την ύπαρξή του και έξω από αυτόν, ενώ ταυτόχρονα η πονεμένη προσευχή του άλλαξε. Μέσα στην καρδιά του ακουγόταν ξεκάθαρα, ρυθμικά, με αίσθηση υπερφυσικής ειρήνης χωρίς πλέον δική του προσπάθεια το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», η σύντομη προσευχή που χρησιμοποιούν οι Αγιορείτες Πατέρες για να έχουν αδιάλειπτη την μνήμη του Θεού και των εντολών του, και επίσης να εκπληρώνουν, με αυτόν τον τρόπο, την εντολή του αποστόλου Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α Θεσ. 5,17). Αυτή ήταν η πρώτη του εμπειρία, πραγματική αίσθηση, και πνευματική γνώση της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας δόθηκε κατά το άγιο βάπτισμα στα παιδικά μας χρόνια.
Από την ημέρα εκείνη απομακρύνθηκε περισσότερο από τους κατοικημένους χώρους, ζούσε με υπερβολική λιτότητα, το φαγητό του ήταν λίγο παξιμάδι κατά τις απογευματινές ώρες της ημέρας και αυτό το έπαιρνε από τις Μονές, για τις οποίες έφτιαχνε σκούπες από θάμνους, ενώ είχε ως αυστηρό πρόγραμμα την καλλιέργεια της προσευχής μέσα στην καρδιά του όπως τον δίδαξε η θεία Χάρις, η οποία μετά την αποκάλυψη εκείνη είχε συσταλεί και τώρα χρειαζόταν ο αγώνας της εργασίας του προγραμματισμού και της αναζητήσεως.
Οι υπερφυσικοί αγώνες και η νίκη
Στην κορυφή του Άθωνα την ημέρα της εορτής της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, συνάντησε τον μετέπειτα συνασκητή του π. Αρσένιο, και αφού συμφώνησαν να αγωνιστούν μαζί, ζήτησαν την συμβουλή ενός πολύ εναρέτου και σοφού Γέροντος, του Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτη, που να μείνουν και πως να αγωνίζωνται. Και αυτός πολύ σοφά τους σύστησε να υποταχθούν σε κάποιο γέροντα ενάρετο, ακόμη και αν είναι πολύ απλός, να πάρουν την ευχή του και μετά την κοίμησή του να αγωνιστούν όπως τους αρέσει. Πράγματι παρέμειναν στα Κατουνάκια και έζησαν κοντά στους Γέροντες Εφραίμ και Ιωσήφ.
Η ασκητική ζωή εξωτερικά είναι μία μονοτονία όμως μέσα στο πρόγραμμα αυτό, στην λιτή ζωή και στην ησυχία ο άνθρωπος ενδοσκοπεί, παρακολουθεί τον εσωτερικό του κόσμο, με την δύναμη του φωτός της προσευχής ελέγχει όλες τις σκέψεις και τις ενέργειες που αυτές μεταφέρουν. Με την δύναμη της Χάριτος του Θεού διώχνει κάθε πονηρή σκέψη που υποβάλλει κυρίως, φαντασιώσεις υπερηφάνειας, οιήσεως και εγωισμού, σαρκικές αναπαύσεις, ηδονές και απολαύσεις “υπέρ το μέτρον”, συναισθήματα μίσους, ζήλειας και φθόνου, η ακόμη την προσκόλληση στα υλικά πράγματα, ώστε να κινδυνεύει κανείς να θυμώνει όταν του τα στερούν η να ανταποδίδει κακόν αντί κακού. Και αντί όλων αυτών με την θεία ενέργεια, με την παράλληλη προσοχή και απόφασή του να μοιάσει στον Θεό, ο ασκητής αποκτά επίγνωση της αδυναμίας του ανθρώπου. Χωρίς την δύναμη του Θεού και την συνεργασία με την θεία Χάρη δεν μπορεί να κάνει τίποτε αγαθό. Η θεία Χάρις τον βοηθά να μην «οίεται», δηλαδή να νομίζει ότι είναι σπουδαίος, και γνωρίζει έτσι την πατρική προστασία του Δημιουργού του. Εισέρχεται στον πρώτο ευαγγελικό μακαρισμό «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι»(Ματ. 5,3) που είναι η ταπείνωση, ο χαρακτήρας του Χριστού «μάθετε απ ἐμοῦ, ότι πράός ειμι και ταπεινός τη καρδία» (Ματ. 11,29).
Ο αντίθετος της ταπεινώσεως δρόμος τους μεν μοναχούς τους κάνει παράλογους, τους δε λαϊκούς τους στέλνει στο ψυχιατρείο.
Αποδιώκοντας, με την θεία ενέργεια, το μίσος, το θυμό, την ζήλεια, τον φθόνο και με την προσοχή και την σταθερή απόφασή του να εχθρεύεται όχι τους ανθρώπους αλλά την κακία, αποκτά ο ασκητής την αγάπη, την κορυφή όλων των αρετών, που τον κάνει όμοιο με το Θεό «ότι ο Θεός αγάπη εστί» (Α Ἰω. 4,8). Για την απόκτηση βέβαια όλων αυτών βοηθεί υπερβολικά το ότι ο νους δεν προσκολλάται σε τίποτε γήϊνο ούτε έχει επιθυμία προς κάτι υλικό, καθώς και η ακτημοσύνη.
Όταν η θεία Χάρις θέλει να αναδείξει κάποιον στο πνευματικό αξίωμα του διδασκάλου και του Πατέρα, τον περνά μέσα από διάφορες δοκιμασίες. Για την απόκτηση των παραπάνω χαρισμάτων χρειάζεται υπομονή, επιμονή, κόπος, θλίψη και έντονος αγώνας. Ο αγώνας αυτός στην ζωή των ασκητών αλλά και των συνειδητών χριστιανών ονομάζεται και είναι σταυρός, δηλαδή σαν την εσταυρωμένη ζωή του Κυρίου.
Εν τω μεταξύ αγωνιζόμενοι στα Κατουνάκια πέθανε ο ένας από τους Γέροντες, ο Ιωσήφ, ενώ στο όνομά του είχε ήδη καρεί μοναχός ο μακαριστός μας Γέροντας, ο πρώην Φραγκίσκος και τώρα πλέον Ιωσήφ.
Μεγάλες δοκιμασίες από το εργόχειρο και κάποιες συνήθειες των περιοίκων μοναχών ανάγκασαν τον Γέροντα Εφραίμ και τους δύο υποτακτικούς Ιωσήφ και Αρσένιο να ανεβούν ψηλότερα στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου. Οι δυσκολίες λόγω της ακτημοσύνης ήταν απερίγραπτες· εκεί αναγκάστηκαν να φτιάξουν ένα μικρό καλυβάκι διαμονής με απερίγραπτους κόπους. Εκεί αργότερα σε βαθειά γεράματα πέθανε και ο Γέροντας Εφραίμ, ενώ για τον Γέροντα Ιωσήφ ξεκίνησαν οι μεγάλοι πνευματικοί αγώνες.
Όποιος μοναχός έχει την διάθεση να ανεβεί πολύ ψηλά, να ξεπεράσει όχι μόνο την κακία αλλά και αυτή την φυσική κίνηση της σαρκικής ηδονής, θα του δοθεί η υπερφυσική νίκη, αλλά με υπερφυσικούς αγώνες και υπερφυσική συμπαράσταση της Χάριτος του Θεού. Αυτοί οι αόρατοι δρόμοι που ακολουθήθηκαν παλαιά από τους αγίους Πατέρες και ήταν γνωστοί ακόμη και στους απλούς χριστιανούς στον κόσμο, στους γονείς μας και τους παππούδες μας, σήμερα λόγω της διεισδύσεως ξένων τρόπων ζωής είναι ελάχιστα γνωστοί, καλλιεργούνται όμως και σήμερα στο Άγιον Όρος και στην Εκκλησία γενικώτερα.
Το όραμα του δοξασμένου στρατηγού
Ο μακαριστός Γέροντας πριν ξεκινήσει τον ασκητικό του αγώνα είχε πόθο να ζήσει μία πολύ πνευματική ζωή, και δεν υπολόγιζε κόπους σωματικούς, νηστείες και θλίψεις, υπομονή στην προσευχή και ο,τι άλλο χρειαζόταν για να πετύχει τον σκοπό του. Έτσι προσευχόμενος στο μικρό καλύβι του στον Άγιο Βασίλειο μέσα στην ησυχία της ερημιάς και της νύκτας, το άκτιστο φως της θείας Χάριτος αυξήθηκε υπερβολικά μέσα του με άπειρη γλυκύτητα και ξαφνικά εμφανίστηκαν μπροστά του ένα τάγμα μοναχών σαν παράταξη και απέναντί τους πάλι σαν είδος στρατού πολλοί μαύροι εξαγριωμένοι με άσχημη όψη και διάθεση. Τον πλησίασε ένας δοξασμένος από θεϊκό φως στρατηγός και του είπε: «Επιθυμείς να πολεμήσεις στην πρώτη γραμμή;» και ενώ ο μακαριστός Γέροντας του απάντησε ναι, χαρούμενα και με γενναιότητα, οδηγήθηκε τελείως μπροστά όπου ήταν ένας η δύο μοναχοί ενώ ταυτόχρονα του μίλησε ο οδηγός του και του είπε ότι: «όποιος θέλει να πολεμήσει ανδρεία με αυτούς τους σκοτεινούς δεν τον εμποδίζω αλλά τον βοηθώ».
Οκτώ χρόνια ακόμη αγωνίστηκε σκληρά εναντίον κάθε δαίμονος και κυρίως αυτού που προκαλεί την ανηθικότητα και την πορνεία. Στο διάστημα αυτό ο αγώνας ήταν εξαντλητικός, κοιμόταν λίγο σε ένα είδος καρέκλας και δεν ξάπλωνε· νήστευε και προσευχόταν αδιάλειπτα, όταν έφθανε σε υπερβολική κόπωση και θλίψη τον παρηγορούσε η Χάρις του Θεού. Ο ίδιος στηρίζοντας αργότερα τα πνευματικά του παιδιά τους διηγόταν πολλές από αυτές τις θεϊκές παρηγοριές.
Στο διάστημα αυτό γνώρισε ένα πολύ ενάτερο ασκητή τον Γέροντα Δανιήλ που έμενε στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου μετά από την ερημική και πανέμορφη περιοχή των Κρύων Νερών.
Ο ίδιος διηγείται: «Η τάξις μου ήτο να εσθίω άπαξ της ημέρας ολίγον· με μέτρον, ψωμί και φαΐ. Και καν Πάσχα η Απόκρηες ένα ήτον εις ημάς φαγητόν. Άπαξ. Και εις όλον το έτος ολονύκτιος αγρυπνία. Την τάξιν αυτήν παρελάβαμε με τον Γέρο-Αρσένιον από ένα νηπτικόν και άγιον Γέροντα, τον Παπα-Δανιήλ. Είχε και άλλους ετότε αγίους πολλούς. Αυτός ήτον ο ένας. Και ιερεύς και ησυχαστής άκρον. Δεν εδέχετο εις την λειτουργίαν κανένα. Βαστούσε η λειτουργία του τρισήμισυ και τέσσαρες ώρες. Από τα δάκρυα δεν ημπορούσε να δώση τας εκφωνήσεις. Εγένετο λάσπη το έδαφος. Δι αὐτό και αργούσε πολύ. Αυτός ήτον πενήντα και πλέον ετών ιερουργός. Μίαν ημέραν δεν εννοούσε να αφήση την θείαν λειτουργίαν. Και την Σαρακοστήν όλες τες ημέρες έκαμε Προηγιασμένες. Και μέχρι τέλους χωρίς ασθένειαν εκοιμήθη… Αυτός δεν εδέχετο κανένα ως είπομεν· αλλ’ εγώ επειδή ήμην πολύ επιτήδειος να ερευνώ δια να μάθω - δι αὐτό, η και οικονομία Θεού, όπου θερμώς τον εζητούσα - εσυγκατέβη και με εδέχετο. Και εις κάθε φοράν με έλεγεν ολίγα πλήρη χάριτος λόγια. Και εβάδιζα όλην τη νύκτα δια να πάω εκεί μόνος, να ιδώ την όντως θείαν εκείνην παράστασιν, και να ακούσω ένα - δύο λογάκια… Ήσαν και άλλοι πολλοί, έχοντες έκαστος ίδιον χάρισμα και πάντες ηγιασμένοι, ευωδιάζοντες ως κρίνα την έρημον».
Στον Άγιο Βασίλειο έγινε γνωστός πλέον ο Γέροντας και πολλοί τον επισκέπτονταν για συμβουλές, έτσι ενοχλούμενος στην ησυχία του αναζητούσε άλλο χώρο ησυχαστικό και δύσβατο, κρυμμένο από τους πολλούς. Δεν άργησε να ανακαλύψει τις σπηλιές στη Μικρά Αγία Άννα. Ήταν τόπος στενός και δύσβατος. Ο χώρος για να κτιστεί ένα μικρό πήλινο καλυβάκι, όπως συνήθιζαν, ήταν σχεδόν ακατάλληλος.
Όλη τους η περιουσία ήταν λίγα βιβλία και τα ρούχα που φορούσαν. Μετακόμισαν εκεί τον Ιανουάριο του 1938. Οι κόποι, οι παρατεταμένες νηστείες και αγρυπνίες κατέβαλαν πλέον το σώμα του Γέροντος. Αναγκάστηκαν και έκτισαν μία μικρή πόρτα στους βράχους που ήταν η μοναδική φυσική είσοδος, λίγο μετά έκτισαν κάτω από τη σπηλιά ένα μεγαλύτερο καλύβι με ξύλα, βέργες και πηλό, το οποίο διαίρεσαν σε τρία πολύ μικρά δωμάτια. Ήταν δε τόσο μικρό που με κόπο μπορούσε να εξυπηρετηθεί άνθρωπος περιορισμένων απαιτήσεων, και αντί πόρτας χρησιμοποιούσαν το παράθυρο.
Για εννέα χρόνια στην συνοδία τους στη Μικρά Αγία Άννα ήταν μόνο οι δύο τους ο Γέροντας Ιωσήφ, ο π. Αρσένιος και ο εφημέριος που έμενε μαζί τους μία η δύο φορές την εβδομάδα για την θεία Λειτουργία. Ο εφημέριος αυτός, ενάρετος ιερομόναχος, ήταν ο μετέπειτα πολύ γνωστός στο Άγιον Όρος παπα Εφραίμ Κατουνακιώτης.
Η επιθυμία να μην έχουν απολύτως τίποτε εκτός από τα πιο αναγκαία ξεκινούσε από τον πόθο της αγάπης του Θεού ώστε τίποτε να μην ενοχλεί την γαλήνια και καθαρή προσευχή τους, τίποτε να μη διασπά την προσοχή τους. Ο νους ανάλαφρος να αντιμετωπίζει τις εχθρικές προσβολές, να ζει μέσα σε απερίγραπτη εσωτερική και εξωτερική ησυχία, να ενώνεται ακατάληπτα σε θείους έρωτες με το Πνεύμα το Άγιο του Θεού.
Ο άνθρωπος καταπατά το νόμο της συνειδήσεως και των εντολών του Θεού, πιστεύοντας ότι θα ευτυχήσει και θα είναι έμπλεος ηδονής αν ενεργήσει παρά τους δύο αυτούς νόμους. Και πράγματι καταπατώντας την ηθική αξία της εντιμότητας στις συναλλαγές κερδίζει κανείς σε ύλη, καταστρέφοντας την πνευματική του υπόσταση και νοιώθοντας μία ηδονή η οποία στην γλώσσα του Ευαγγελίου αποτελεί αμαρτία, το ίδιο συμβαίνει και στην πορνεία, στην μοιχεία, στο ψεύδος κ.λ.π.
Η αιτία που ο άνθρωπος θεωρεί την αμαρτία ως αγαθό είναι η ηδονή. Μέσα στην ασκητική ζωή της Ορθοδοξίας, οι ασκητές δεν ήταν άνθρωποι οι οποίοι μισούσαν το σώμα τους, αλλά με την νηστεία και τον κόπο νικούσαν τα πάθη που προκαλούν οι ηδονές του σώματος, ενώ με την σιωπή και την ταπείνωση νικούσαν τον εγωισμό και την υψηλοφροσύνη, με την συνεργασία πάντοτε της θείας Χάριτος. Έτσι επιδίδονταν σε αγώνες φιλοπονίας, ησυχίας, σιωπής και προσευχής με σκοπό να φθάσουν στην ένωση με τον Θεό και την τέλεια αγάπη.
Η συνάντηση με τον Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό
Το 1947 και ενώ ο Γέροντας Ιωσήφ συνεχίζει την σκληρή και αυστηρή ασκητική του ζωή, δέχτηκε στην συνοδία του μετά από προσευχή, τον Γέροντα Ιωσήφ που σήμερα είναι σχεδόν 80 ετών και ζει στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Όταν προσέγγισε τον Γέροντα Ιωσήφ, εκείνος δεν τον δέχτηκε σαν μαθητή του· όμως παρακαλώντας τον επίμονα απέσπασε στο τέλος την υπόσχεση ότι θα προσευχόταν ο Γέροντας και θα του απαντούσε τελικά μετά από θεϊκό φωτισμό και πληροφορία. Ο ίδιος Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός στον εκτενή βίο που έχει συγγράψει για τον Γέροντά του αναφέρει: «Όταν την επομένη μέρα, μετά εναγώνια αναμονή, άκουσα την συγκατάθεση του Γέροντα ότι με δέχεται, άνοιγε για την ευτέλειά μου η νέα σελίδα της ταπεινής μου ζωής. Μόνον από τότε δεν είχα αμφιβολίες η απορίες, αλλά με όλο το πλήρωμα της πληροφορίας και πίστεως ευρήκα αυτό που νοσταλγούσα και προγραμμάτιζα, που ήταν και το μακρινό μου όνειρο. Έμενα πια μόνιμα μαζί τους, όταν ο Γέροντας εγκατέλειψε το κελλάκι του όπου έμενε και πήγε μακρύτερα, διακόσια περίπου μέτρα, σε άλλο κελλί που του είχα ετοιμάσει και έμενε εκεί μόνος του. Μετά την αγρυπνία μας μέχρι τα μεσάνυχτα, πηγαίναμε στον Γέροντα, διότι ενωρίτερα δεν δεχόταν ποτέ. Ένα μεσημέρι μετά το γεύμα, όταν του έβαλα μετάνοια για να φύγω στο κελλί μου όπως πάντα, μου έσφιξε το χέρι και μειδιών μου είπε· “απόψε θα σου στείλω ένα δεματάκι και πρόσεξε να μη το χάσης”. Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε ούτε το σχολίασα καθόλου μέσα μου και έφυγα. Μετά την ανάπαυση, όπως πάντοτε, αρχίσαμε την αγρυπνία μας και ετοιμάσθηκα, καθώς μου είχε δείξει, να αρχίσω την προσευχή μου κρατώντας όσο μπορούσα τον νου μου και τα για το δεματάκι τα ξέχασα τελείως. Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησα, αλλά ξέρω καλά ότι μόλις άρχισα δεν πρόλαβα να προφέρω πολλές φορές το όνομα του Χριστού μας και γέμισε η καρδιά μου αγάπη προς τον Θεόν. Έξαφνα πολλαπλασιάσθηκε τόσο πολύ, που δεν προσευχόμουν πλέον, αλλά θαύμαζα με έκπληξιν το ξεχείλισμα αυτό της αγάπης. Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπασθώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά, που ένοιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας, που αισθανόμουν ότι ήταν παρών, αλλά δεν μπορούσα να τον ιδώ, για να προσπέσω στους αχράντους πόδας Του και να τον ρωτήσω, πως πυρπολεί τόσο τις καρδιές και μένει κρυμμένος και άγνωστος; Είχα, τότε, μίαν λεπτήν πληροφορία ότι αυτή είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και αυτή είναι η βασιλεία των ουρανών, που ο Κύριός μας λέγει ότι ευρίσκεται εντός ημών· και έλεγα· “ας μείνω; Κύριέ μου, έτσι και δεν χρειάζομαι άλλο τίποτε”. Αυτό κράτησε αρκετήν ώρα και σιγά-σιγά επανήλθα στην πρώτη μου κατάσταση πάλι και περίμενα με αγωνία, ανυπόμονα, να έλθη η κατάλληλη ώρα να πάω στον Γέροντα να τον ρωτήσω τι ήταν αυτό το πράγμα και πως έγινε. Ήταν περίπου 20 Αυγούστου και η σελήνη ολόφωτη, όταν πήγα τρέχοντας και τον ευρήκα έξω από το κελλί του να περπατάη στο μικρό του προαύλιο. Μόλις με είδε, άρχισε να μειδιά και, πριν του βάλω μετάνοια, μου είπε: “Είδες τι γλυκύς που είναι ο Χριστός μας; Κατάλαβες πρακτικά τι είναι αυτό που επίμονα ρωτούσες; Τώρα βιάζου να κάμης κτήμα σου αυτή τη Χάρι και να μη σου την κλέψη η αμέλεια”».
Η κοίμηση του Γέροντος
Οι σκληροί αγώνες στην νεανική ζωή του Γέροντα, οι στερήσεις, οι αδιάκοποι κόποι, οι απόκρημνοι και δύσβατοι χώροι όπου ασκήτευε τον κατέβαλαν σωματικά ώστε να φαίνεται υπέργηρος. Της Σαρακοστής το πρόγραμμα για φαγητό ήταν 75 γραμμάρια αλεύρι κοινό για τον καθένα, βρασμένο με λίγο νερό σε κονσερβοκούτι με λίγο αλάτι, κατά την ενάτη βυζαντινή ώρα, περίπου τρεις ώρες πριν την δύση του ηλίου.
Όταν αργότερα στον χώρο αυτό προσήλθαν ακόμη δύο αδελφοί, ο νυν Προηγούμενος Γέροντας Εφραίμ της Ιεράς Μονής Φιλοθέου και ο Προηγούμενος Γέροντας Χαράλαμπος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, οι δυσκολίες διαμονής έγιναν αξεπέραστες, η κατασκευή νέων χώρων διαμονής σχεδόν αδύνατη. Τέλος με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατασκεύασαν ένα χώρο πιο βαθειά στον οποίο απεσύρθη ο Γέροντας Ιωσήφ για ησυχία, ενώ στο αρχικό πήλινο σπιτάκι παρέμειναν οι τρεις νέοι υποτακτικοί.
Πολύ σύντομα όμως οι δυσκολίες δημιούργησαν έντονα προβλήματα υγείας σε όλους και ακόμη περισσότερο στους νεώτερους. Έτσι αποφασίστηκε να κατεβούν πιο χαμηλά όπου υπήρχαν ευνοϊκότεροι χώροι διαμονής και προτιμήθηκε η Νέα Σκήτη κατόπιν προτροπής του πατρός Θεοφυλάκτου που έμενε στην καλύβη των Αγίων Αναργύρων της Σκήτεως και ήταν πολύ αγαπητός στον Γέροντα Ιωσήφ. Αυτό έγινε το 1951.
Για μία ακόμη φορά προσπάθησαν να δημιουργήσουν χώρους διαμονής στα ψηλότερα και ασκητικότερα μέρη της Νέας Σκήτης, οι δυσκολίες και πάλι απερίγραπτες εφόσον σαν ακτήμονες δεν είχαν ούτε τα απαραίτητα εργαλεία, αλλά ούτε και την οικονομική δυνατότητα.
Η συνήθεια όμως στις στερήσεις έκανε και την δοκιμασία αυτή υποφερτή και σε σύντομο χρονικό διάστημα είχαν ετοιμάσει καταλύματα και συνέχιζαν το πνευματικό τους πρόγραμμα. Όμως ο Γέροντας είχε ήδη καταβληθεί, η υγεία του πήγαινε προς το χειρότερο, δύο σοβαρές ασθένειες, η μία μετά την άλλη επέφεραν το τέλος της επίγειας ζωής του την 15η Αυγούστου 1959.
Ο βιογράφος του αναφέρει: «Οι τελευταίες μέρες του ήσαν πολύ οδυνηρές, γιατί η προχωρημένη πλέον ανεπάρκεια του εμπόδιζε την αναπνοή και κοπίαζε πολύ. Αυτό όμως για μας ήταν μάθημα και αφορμή πρακτικής υπομονής. Αισθανόμενοι τον αγώνα του και ενώ προσπαθούσαμε να τον ανακουφίσωμε, αυτός μας παρηγορούσε καταλλήλως με πρακτικά παραδείγματα αναφερόμενος ιδίως στην ματαιότητα του κόσμου. Μας έλεγε· “κοντεύει η μέρα μου να φύγω. Όπως έγινα, δεν είμαι τώρα για τίποτα, ούτε μπορώ ν ἀγωνισθῶ άλλο”. Ο αείμνηστος δεν ξεχνούσε διόλου τον σκοπό του και με διάφορες επίνοιες, σε κάθε πρόφασι της ζωής, εύρισκε μέσον αγώνος και καρποφορίας. Μη δυνάμενος να κινηθή ούτε και να ξαπλώση, για την ασθένειά του, καθόταν σε μια πρόχειρη πολυθρόνα από αυτές τις πτυσσόμενες και έκλαιε συνεχώς την ματαιότητα του βίου.Ανέμενε την απόλυσί του από αυτή τη ζωή σαν τον ευτυχέστερο κλήρο και ψιθύριζε τροπάρια των κεκοιμημένων, όταν δεν τον πίεζε η δύσπνοια. “Αρσένιε, έλεγε χαριεντιζόμενος, πότε φεύγομε; Δεν εύχεσαι, φαίνεται, και αργούμε”. Επί σαράντα σχεδόν ημέρες, τις τελευταίες του, δεν έτρωγε τίποτε· μόνο κοινωνούσε κάθε μέρα και έπαιρνε λίγο καρπούζι. Ο Γέροντας είχε τόση φροντίδα και μέριμνα για την έξοδό του, που νόμιζε κανείς ότι όντως πρόκειται να ταξιδέψη αυτήν την ώρα και περίμενε το μέσο της μεταφοράς. Εμείς απεγνωσμένα προσπαθούσαμε με ο,τι μέσο μπορούσαμε, επιστημονικό η πρακτικό, τουλάχιστον να τον ανακουφίσωμε, γιατί κατά διαστήματα η δύσπνοια τον δυσκόλευε πολύ. Εκείνος όμως μας έλεγε· “μη κοπιάζετε, παιδιά, δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσο καιρό περιμένω αυτή την ώρα! Μόνον εύχεσθε να μην εμποδίση τίποτα την ελπίδα μου. Έως ότου ζη ο άνθρωπος, δεν μπορεί ν ἀμεριμνήση”. Κατά την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και υπολογίζοντας την επομένη, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως, ανυπομονούσε· κάτι περίμενε. Συνάμα και η κατάστασί του είχε επιδυνωθή. Πέρασαν προηγουμένως φίλοι του λαϊκοί και τον χαιρέτησαν και, όταν του ευχήθηκαν ανάρρωσιν, τους είπε· “όχι, όχι· φεύγω σύντομα, όταν θ ἀκούσετε μετά τρεις ημέρες τις καμπάνες, να ξέρετε ότι έφυγεν ο φίλος σας· υπολογίζω της Παναγίας μας”. Την άλλη μέρα, στη μνήμη της Κυρίας μας Θεοτόκου, παρευρέθη στην Λειτουργία, μετά κόπου είπε το τρισάγιο και μετέλαβε για τελευταία φορά πλέον λέγοντας “εις εφόδιον ζωής αιωνίου”. Κοίταζε με επιμονή την εικόνα της Κυρίας μας, που τόσο την αγαπούσε, και σαν να της ζητούσε κάτι. Κάτι, που το γνώριζε ακριβώς αυτή. Τα ήρεμα δάκρυά του μαρτυρούσαν την προς αυτήν ενδόμυχη αίτησι της ψυχής του· αυτήν, που τόσες φορές τον παρηγόρησε και του συνέστησε να τρέφη βεβαίαν ελπίδα προς την ευσπλαγχνία της… Η Δέσποινά μας εξεπλήρωσε πληρέστατα την υπόσχεσί της προς τον αείμνηστο, να έχη την ελπίδα του σε Αυτήν, με την τελευταία δωρεά της, να παραλάβη την ψυχή του την ημέρα της αγίας Κοιμήσεώς της. Καθήμενος στην καρέκλα του και παλαίων με την συνεχιζόμενη δύσπνοια, κράτησε κοντά του τον πατέρα Αρσένιο, όπως πάντοτε, αφού έδωσε στους πάντας την ευχή του. Όταν ο πατήρ Αρσένιος θέλησε για μια στιγμή να του τρίψη λίγο τα πόδια του για μικρήν ανακούφισι, δεν τον άφησε και του είπε· “Παύσε, πάτερ Αρσένιε, μη κάνης τίποτε. Τέλειωσαν όλα. Φεύγω”. Έπιασε το χέρι του αχώριστου συνασκητού του, σαν να τον χαιρετούσε για τελευταία φορά, κοίταξε λίγο επάνω και παρέδωσε ήσυχα την μακαρίαν του ψυχή. Όταν μαζευτήκαμε όλοι γύρω του, αυτός δεν ήταν πλέον μαζί μας. Αφού πανηγύρισε μαζί μας την θεία μετάστασι της Κυρίας μας Θεοτόκου, έφυγε για να εορτάση και στους ουρανούς αυτήν την χαρμόσυνη ημέρα. Ήταν ημέρα Παρασκευή και ώρα πρωϊνή μετά την ανατολή του ηλίου. Την επομένη, που έγινε η κηδεία του -κατά την απαίτησί του, εκεί στον τόπο που ετελειώθη- ήλθαν όλοι οι Πατέρες της Σκήτης. Αγαπούσε όλους και ανταγαπάτο από όλους».
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...