Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευρώπη και Ορθοδοξία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευρώπη και Ορθοδοξία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Φεβρουαρίου 12, 2012

Η μέριμνα για την Ευρώπη του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου



 

Άρθρο του Μητροπολίτη Βρεσθένης Θεόκλητου 

Από την εποχή της νεότητός του ο Μακαριστός Χριστόδουλος ανησυχούσε για το μέλλον του Ελληνισμού στην Ευρώπη. Ως Μητροπολίτης Δημητριάδος ο Χριστόδουλος, δεν εκδήλωσε καμίαν αντίθεση για την ένταξη στην Ευρώπη. Σε πολλά κείμενά του όμως, διετύπωνε την ανάγκη η ένταξη να συνοδεύεται από αγώνα για την αυτοσυνειδησία των Ελλήνων.
Ήταν βέβαιος ότι η ένωση της Ευρώπης, αποτελεί πνευματική και ποιμαντική πρόκληση – όχι αυτονόητα αρνητική, αλλά που αναπότρεπτα θα καταλήξει αρνητική εάν συνεχισθεί η σιωπή και αδιαφορία της Εκκλησίας μας. Εκτιμούσε ότι είναι επικίνδυνο και κοντόφθαλμο να βλέπουμε την ένωση της Ευρώπης μόνο ως ένα ταμείο, ή ως υπόθεση μόνο της πολιτείας και των παραγωγικών τάξεων.
Θεωρούσε ότι η Εκκλησία πρέπει να ενδιαφερθεί επειγόντως και πολύ σοβαρά για το σε ποιό περιβάλλον, κοινωνικό και πολιτικό, οικονομικό και θεσμικό, κυρίως όμως ποιμαντικό και παιδευτικό, πρόκειται να ζήσουν οι νέοι μας. Πνευματικά, έβλεπε την ένωση της Ευρώπης ως μία μοναδική ευκαιρία να επανεξετασθεί η σχέση της Ορθοδοξίας και του ευρωπαϊκού κόσμου.

Τον προβληματισμό του τον έδειξε ακόμη μια φορά, με τον πιο επίσημο τρόπο, αμέσως μόλις εξελέγη Αρχιεπίσκοπος. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα περί Ευρώπης στον ενθρονιστήριο λόγο του το 1998:

«Καθώς είναι βέβαιο ότι κυοφορείται ένας νέος πολιτισμός που θα κρίνει την πορεία της Ευρώπης, η ευθύνη μας, ελληνικής Πολιτείας και ελληνικής Εκκλησίας, για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι πελώρια. Η Εκκλησία οφείλει να διαθέτει ευρεία αντίληψη του διεθνούς περίγυρου, κατανόηση των διαδικασιών της Ευρωπαϊκής ενοποίησης και να έχει θετική συμβολή για την υλοποίηση των στόχων της. Ως Εκκλησία στηρίζουμε τις προσπάθειες του λαού μας, της κυβέρνησής του και της ηγεσίας του για την πλήρη ένταξη της χώρας μας στην Ε.Ε. Όμως αυτό δεν σημαίνει απάρνηση της ταυτότητάς μας, της ελληνορθοδοξίας μας. Η ένωσή μας με την Ευρώπη δεν καταργεί την πολυμορφία. Αντιθέτως, η εμμονή και η προστασία της πνευματικής ταυτότητας κάθε ευρωπαϊκού λαού, αποτελεί το κύριο γνώρισμα του ευρωπαϊκού κόσμου. Γι’ αυτό –ναι- μένουμε στην Ευρώπη όχι όμως ως φτωχοί συγγενείς, μακρινοί Ανατολίτες, ξένοι προς το ευρωπαϊκό πνεύμα, αλλ’ ως οικείοι μέσα στο μεγάλο ευρωπαϊκό μας σπίτι».

Και πραγματικά, ο αείμνηστος γέροντάς μου, πολύ γρήγορα προχώρησε στη σύσταση Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως των Ευρωπαϊκών Θεμάτων. Καρπός αυτής της γόνιμης μέριμνας ήταν και  είναι και η δημιουργία ειδικού ιστοχώρου της Εκκλησίας μας, του αγγλόφωνου – και γι’ αυτό ίσως γνωστού κυρίως στην Ευρώπη – ιστοχώρου EuropeanSpirit.

Στη διάρκεια της Αρχιεπισκοπίας του εξεφώνησε περισσότερες από 30 ομιλίες για την Ένωση της Ευρώπης, επισκέφθηκε τις Βρυξέλλες και μίλησε με Ευρωβουλευτές εκεί, μίλησε σε ξένα Πανεπιστήμια, τιμήθηκε ως επίτιμος διδάκτωρ, και είχε ιδιαίτερες συναντήσεις με ευρωπαϊστές όπως ο Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο Ζακ Ντελόρ, ο Ζώρζ Σαντέρ, ο Πρόεδρος της Ευρωβουλής Χ. Γκ. Πέτερινγκ, και πολλούς Επιτρόπους.
Ο μακαριστός δεν έκρυβε την ανησυχία του: με ποια εφόδια ψυχής θα πάει ο Έλληνας στην Ευρώπη να εργασθεί, πως θα κρατήσει υψηλά την αυτοεκτίμησή του και την ιδιοπροσωπία του, όταν εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες διδάσκεται πως το ευρωπαϊκό είναι υψηλό και το ελληνικό είναι άξιο καταφρόνησης; Πως θα κρατήσει την πίστη του μέσα σε ένα περιβάλλον που κι όταν δεν είναι χριστιανοφοβικό πάντως αρνείται να δει την πίστη ως κάτι πέραν των απλών προσωπικών δεδομένων;
Μιλώντας στο Συνέδριο των Γάλλων Συμβολαιογράφων, έθεσε και σε αυτούς το πρόβλημα:
«Διερωτώμαι: θα μπορέσουμε άραγε οι Ευρωπαίοι να κρατήσουμε στη ζωή τα έθνη μας - όχι ως ρατσιστικό αλλά ως ταυτοτικό μας στοιχείο; Θα κρατήσουμε στη ζωή τις κοινωνίες μας - όχι ότι τις θεωρού ιδανικές αλλά επειδή μας δίνουν ακόμη ένα κοινό αξιακό πλαίσιο, επιτρέποντάς μας έτσι να συνειδητοποιήσουμε την παράβασή του ακόμη και χωρίς καθόλου νομικές γνώσεις; Θα κρατήσουμε ζωντανές τις ιστορίες μας, και κυρίως το πέρα από αυτές ζωτικό τοπίο, τις παραδόσεις μας; Θα διατηρήσουμε τις γλώσσες μας – όχι ως  απλή γνώση αλλά ως έκφραση της ψυχής μας; Θα συνεχίζουμε να διαβάζουμε στο πρωτότυπο την ποίησή μας, να εκφράζουμε μέσω αυτής τη ζωή, την ελπίδα, τις αγάπες μας και τον πόνο της απουσίας τους;»

Αυτή την αγωνία εξέφραζε και η σταθερή άρνησή του να δεχθεί την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη. Είναι πολύ μακράν της πραγματικότητος αυτοί που θεωρούσαν την άρνησή του ως πολιτική αιχμή κατά του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Ο Χριστόδουλος γνώριζε πολύ καλά τα ωφέλη που θα είχε το Πατριαρχείο από την ένταξη της Τουρκίας, ωφέλη που θα είχε όλη η Ορθοδοξία. Αλλά είχε πλήρη πεποίθηση ότι η Ευρώπη δεν θα έχει πράγματι τη δύναμη να εντάξει την Τουρκία, μια χώρα της τάξεως των 100 εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο κίνδυνος για τον Χριστόδουλο είναι άμεσος: η ένταξη της Τουρκίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα και αμέσως στην πλήρη αποσάθρωση του ίδιου του ευρωπαϊκού κόσμου, στην πλήρη εξαλλοίωση του πνευματικού του ιστού.
Όχι μόνο δεν ήταν αντιευρωπαϊστής ο Χριστόδουλος, όπως είπαν κάποιοι απρόσεκτοι, αλλά στάθηκε υπερασπιστής της ευρωπαϊκής ταυτότητος, υπέρμαχος της ευρωπαϊκής πνευματικής κληρονομιάς.

Οι εύκολοι αρνητές του Χριστόδουλου, ισχυρίσθηκαν πως δεν είναι καθήκον της Εκκλησίας η υπεράσπιση της ιδιοπροσωπίας του λαού μας, και μάλιστα συχνά χαρακτήρισαν αυτή τη μέριμνα ως εθνικιστικό ιδεολόγημα. Ο ίδιος απάντησε σε αυτό πολλές φορές. Εδώ, θα μου επιτραπεί να παραθέσω ένα απόσπασμα από ομιλία του που δεν πρόλαβε να εκφωνήσει:

«Επειδή η Εκκλησία είναι κοινωνία προσώπων, αυτονοήτως είναι κιβωτός και προστάτης των χαρισμάτων κάθε προσώπου και του ποιμνίου ως συνόλου, άρα και των προσωπικών, κοινωνικών και εθνικών παραδόσεών του· είναι κιβωτός και προστάτης της ιστορικής συνείδησής του, της πολιτιστικής κληρονομιάς του – με δυό λόγια, είναι ταμείο και φύλακας πού  συνιστά την ιδιομορφία κάθε προσώπου και του ποιμνίου που φέρει και αυξάνει την κληρονομιά».

Η παρακαταθήκη που άφησε σε όλους τους Έλληνες ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, είναι ξεκάθαρη και στο κεφάλαιο Ελλάδα/Ευρώπη. Μας ζήτησε να μείνουμε στην Ευρώπη εργαζόμενοι υπέρ του πολιτισμού της, και να έχουμε πάντοτε υπ’ όψιν μας ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι αδιανόητος χωρίς το Χριστό,  τη χριστιανική πίστη και την κλασσική παιδεία.
Ωστόσο όμως ο ίδιος, ατενίζοντας το δυσοίωνο μέλλον που τώρα ζούμε, τελματωμένοι μέσα σε μια ηθική, πνευματική και οικονομική κρίση, λοιδορούμενοι από τους άλλοτε ευρωπαίους  θύτες μας, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που έρχονται με σκοπό να πετύχουν την υλική και  πνευματική μας αφαίμαξη και την υποδούλωσή μας στα άνομα και άδικα συμφέροντά τους, μας προτρέπει  στον κύκνειο πρωτοχρονιάτικο λόγο του το 2008, χαρίζοντάς μας τη χαμένη μας δύναμη, την παρηγοριά και την ελπίδα : «Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά και μηχανικά. Χρειάζονται να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν Αντίσταση. Που παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και στους αγώνες μας. Οι αναθεωρητές πολύ κακή συγκυρία επέλεξαν για να γκρεμίσουν από τις καρδιές των Ελλήνων τα κάστρα των θυσιών.

ΣΤΑΘΗΤΕ ΟΛΟΙ ΟΡΘΙΟΙ στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ' επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ότι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει».
Αυτές τις ηθικές και πατρικές προτροπές ενστερνιζόμενοι, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις όποιες κρίσεις στην προσωπική αλλά και κοινωνικής μας ευρωπαϊκή ζωή διατηρώντας την αυτοσυνειδησία μας, την ελληνική μας  ταυτότητα.
Αυτή η ταπεινή αναφορά στις ιδέες και τα πιστεύω του για την Ευρώπη  και τη σχέση της Ελλάδας με αυτή, ας είναι τώρα, πού συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την εις Κύριον εκδημία του, ελάχιστος φόρος τιμής.

Ο ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ

Τετάρτη, Ιανουαρίου 11, 2012

Η ελληνική πρόταση για την παιδέια της Ευρώπης. Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός




Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού- Δρος Θ. - Dr. Phill

Μια ιθύνουσα μορφή τού πολιτικού μας κόσμου μού υπέβαλε μια μέρα το ερώτημα:«Πως είναι δυνατόν, τόσο παθητικά, εν είδει ταπεινής θεραπαινίδος, να συνεργασθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση με το NATO και την παγκόσμια Υπερδύναμη στη διάπραξη τού ειδεχθούς εγκλήματος στο Κόσσοβο; Πού είναι η "κουλτούρα" της και ο Χριστιανισμός της;»

Η απορία αυτη τού εκλεκτού συνομιλητού μου προϋποθέτει αυτό, που επανειλημμένα στα τε­λευταία δέκα χρόνια τονίζουμε: Η παρου­σία μας στην Ενωμένη Ευρώπη (και μέσω αυτής στη «Νέα Τάξη», που οργανώθηκε και διευθύνεται από την προέκταση της Ευ­ρώπης, τις Η.Π.Α.), δεν είναι πρωταρχικά πρόβλημα οικονομικό και πολιτικό, αλλά πολιτιστικό και πνευματικό. Στην Ε.Ε. κρίνεται ο πολιτισμός μας, η Ιστορική συνέ­χεια ή ασυνέχειά μας.
Η παλαιά κοραϊκή θέση για την ταύτιση τού πολιτισμού μας με τον δυτικοευρωπαϊκό, που την οικειοποιή­θηκαν και την προπαγανδίζουν οι ενσαρκωτές τού ιδίου πνεύματος, δεν αντέχει επιστη­μονικά και στην πιο καλόπιστη κριτική.

Ορθόδοξος και Ευρωπαϊκός πολιτισμός εί­ναι «μεγέθη αλληλοαποκλειόμενα» και όχι «αλληλοσυμπληρούμενα» (βλ. την ομότι­τλη μελέτη μου δημοσιευμένη το 1996 από την Ι. Μητρόπολη Ηλείας). Είναι δε γνω­στό, ότι καρδιά τού πολιτισμού είναι η παι­δεία, ως καλλιέργεια και διάπλαση - δια­μόρφωση τού όλου ανθρώπου, ο οποίος στη συλλογική πραγμάτωσή του παράγει τον πολιτισμό του, ως οργάνωση και διευθέτη­ση τού κοινωνικού χώρου, σύμφωνα με το περιεχόμενο της ψυχής του. Κατά τον γνω­στό διπλωμάτη και Ιστορικό των πολιτι­σμών ARNOLD ΤΟΥΝΒΕΕ «ψυχή τού πολιτισμού είναι ο πολιτισμός της ψυχής».

Από τα ευρωπαϊκά κείμενα, κυρίως τα αναφερόμενα σε θέματα παιδείας, φαίνεται ότι επιδιώκεται βαθμιαία καθολική ενιαιοποίηση, που είναι δυνατή με τη δημιουργία ενιαίας πολιτικής, πολιτιστικής και ιστορικής συνείδησης. Αυ­τά σημαίνουν: ενιαία πολιτική σύλληψη και δράση, ένταξη σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο -και αυτό είναι το δυτικοευρωπαϊκό (πρβλ. τα υποστηριζόμενα από τον καθηγητή SA­MUEL HANTINGTON) και νέα ανάγνω­ση και γραφή της ευρωπαϊκής Ιστορίας για την ενιαία κατανόησή της.
Γι' αυτό δεν γί­νεται ευχάριστα δεκτός ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός, που είναι ο πολιτισμός σύνολης της Ορθοδοξίας, διότι αναιρεί αυτόχρημα όλες τις ευρωπαϊκές πραγματώσεις από τον Καρλομάγνο και εξής. Η Χώρα μας δε, εκπροσωπεί και εκφράζει τον ορθόδοξο κόσμο αυτή τη στιγμή στην Ε.Ε. Παρά δε τις ατο­μικές ασυνέπειες και προσωπικές παρεκκλί­σεις, συλλογικά εκφράζουμε ακόμη τον πολιτισμό της ελληνορθόδοξης παράδοσης, ενσαρκώνοντας σε πολλά σημεία ένα άλλο τρόπο σκέψης, λόγου και πράξης. Και αυτό είναι ακριβώς, που δεν μπορούν να ανεχθούν οι αρχιτέκτονες τού συγχρόνου ευρωπαϊκού πολιτισμού και της νέας παγκόσμιας πρα­γματικότητας («παγκοσμιοποίηση»).

Θεμελιακά συστατικά τού ελληνορ­θόδοξου πολιτισμού είναι: α) Η ισορροπία των σχέσεων με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τον εαυτό μας, σε ένα τρισορθογώνιο σύστημα βιωματικής ανα­φοράς, που συνιστά την ακεραιότητα και ε­νότητα τού ανθρωπίνου προσώπου, όπως φαίνεται στην περίπτωση τού «Αγίου», που είναι το βιοκοινωνικό πρότυπο της Ορθοδοξίας.
Το ήθος αυτό διαμορφώνεται στη Θεία Λειτουργία, τη συνισταμένη τού πολιτισμού μας: Οι λειτουργι­κές φράσεις «Άνω σχώμεν τας καρδίας», «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα», «αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα...», είναι οι συντεταγμένες αυτής της συνείδησης, που οδηγεί σε ανάλογο ήθος.

β) Η υπέρβαση της θρησκείας και της θρησκειοποίησης της Πίστεως, ως τρό­που υπάρξεως. Παράλληλα, υπέρβαση και της (καντιανής) καθηκοντολογίας. Η πί­στη είναι η αναφορά όλου τού ελληνορθόδο­ξου πιστού στην Άκτιστη Θεία Χάρη και η συνεχής ζήτηση χάρης. Όχι με τη θρησκευ­τική έννοια της δοσοληψίας, που είναι ταυ­τόχρονα μαγική (DO, UT DES), αλλά ως βίωση και έκφραση της συνειδήσεως, ότι «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πράξ. 17,28) και ότι «χωρίς Αυτού ου δυ­νάμεθα ποιείν ουδέν» (Ιωάν. 15,5).

γ) Η προτεραιότητα της καρδιάς, όχι μόνο ως πηγή συναισθήματος και τρυφερών ανθρω­πίνων αισθημάτων, αλλά ως κέντρου της υ­πάρξεως, στο οποίο συντελείται η κοινωνία με τη θεϊκή Χάρη, που παράγει το Χριστοειδές Έθος (Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιο­ρείτης στο «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιόν» του περιγράφει την αγιοπνευματική λειτουργία της καρδίας). Η κάθαρση της καρ­δίας από τα πάθη δεν είναι μόνον η αφετηρία τού αγώνα τού Ρωμηού για τη θέωση, τον απόλυτο σκοπό της υπάρξεώς του, αλλά και για τη δυνατότητα κοινωνίας αγαπητικής με τους «άλλους», τους συνανθρώπους. Στο πανηγύρι ή το γλέντι του ο Ρωμηός εύχε­ται: «καλή καρδιά», που παραπέμπει στον αναστάσιμο ύμνο «εν καθαρά καρδία σε δοξάζειν». Χωρίς «καθαρή καρδιά» - «καλή» -φιλόθεη δηλαδή και φιλάνθρωπη καρδία δεν είναι δυνατόν να συμπηχθεί αυθεντική διανθρώπινη κοινωνία.

Ένα περίφημο χριστιανικό κείμενο τού β' αι., «Ο Ποιμήν τού Ερμά», λέγει ότι πρέπει να παύσου­με να είμεθα «λίθοι στρογγυλοί» και να γί­νουμε «λίθοι τετράγωνοι», για να μπορέ­σουμε να συμπήξουμε θεοκεντρικήν κοινωνίαν. Αυτό ακριβώς επιδιώκει - και προτεί­νει ως μοντέλο της εν Χριστώ κοινωνικής ύ­παρξης - ο Μοναχισμός μας.

Το μοναστικό κοινόβιο είναι το πρό­τυπο των Κοινοτήτων μας. Σ' αυτό η μαρξιστική αρχή «ο καθένας προσ­φέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του και απολαμβάνει ανάλογα με τις ανάγκες του» αποδεικνύεται χριστιανική-ορθόδοξη πράξη πολλούς αιώνες προ τού Μαρξ. Αυτό το πνεύμα της ανιδιοτέλειας εκφράζει η ελλη­νική παροιμία: «Κάμε το καλό και ρίξ' το στο γυαλό» - μοναδική μ' αυτή τη μορφή, που ανάγει τη σκέψη στον κυριακό λόγο «μακάριον εστί διδόναι μάλλον ή λαμβά­νειν» (Πράξ. 20, 35). Είναι η πνευματική μήτρα, που γεννά ανά τους αιώνες το ελλη­νικό ολοκαύτωμα, που είναι η εκούσια αυ­τοθυσία για τους άλλους. Θερμοπύλες, Α­λαμάνα, Μανιάκι, Κούγκι, Ζάλογγο, Αρ­κάδι είναι οριακές στιγμές τού ελληνικού ο­λοκαυτώματος. Το ελληνικό όμως ολοκαύ­τωμα περνά μέσα από τον αυτοβιασμό της φύσεως ως άσκηση (Ματθ. 11,12), για να καταρρεύσει «η αυτοκρατορία των ενστίκτων», και ο εγγενής στην ελληνικότητα α­τομισμός να μετατραπεί, όπως και συμβαί­νει, σε κοινωνιοκοατικό ατομισμό.

Αυτό φανερώνει η ρητορική ευχή τού Έλληνα: «Δεν με κάνουν μια μέρα πρωθυπουργό;» Το συμπλήρωμα της φράσης είναι: «για να λύσω τα προβλή­ματα τού Έθνους» και όχι: «για να κατασυλήσω το δημόσιο ταμείο...». Αυθεντικός Ελληνορθόδοξος άνθρωπος είναι ο Άγιος, ο εν Χριστώ «καλός κάγαθός» ελληνικός άνθρωπος, το αρχετυπικό πρότυπό μας, που μεταδώσαμε κάποτε και στην προκαρλομάγνεια Ευρώπη.

Αυτά ήσαν τα δομικά συστατικά και τού ευρωπαϊκού πολιτισμού ως την εκφράγκευσή του, που ολοκληρώθη­κε τον 11ο αιώνα. Η δυτική Ιστορική επι­στήμη, σεβόμενη τον εαυτό της, ελεύθερη εν πολλοίς και όχι εξαρτώμενη ή γραικυλίζου-σα, όπως η δική μας, λέγει τα πράγματα με το όνομά τους. Έστω και αν η θεώρηση της ιστορικής πορείας της Δύσεως περνά μέσα από το αναπόφευκτο δυτικό VORVER-STAENDNIS (εσωτερικό πρίσμα ερμη­νείας), η έκθεση των πληροφοριών των πη­γών γίνεται με καθαρότητα και σαφήνεια. Έτσι, και ένας ορθόδοξος ερευνητής, που έχει πατερικά κριτήρια, μπορεί να επανερμηνεύσει τις θέσεις της δυτικής ιστοριογρα­φίας, με τις δικές του προϋποθέσεις (κριτή­ρια) , που δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να διαθέτει ο δυτικός (παπικός ή προτεστάν­της) ερευνητής.

Μόνο οι δικοί μας, που ως δυτικόφρονες A PRIORI είναι ξένοι προς την ελληνορθόδοξη παράδοση και - το χειρότερον - την απορρίπτουν ασυζητη­τί (τελείως αντιεπιστημονικά), αποφεύ­γουν να ασχολούνται με τις δυτικές εξελίξεις στο χώρο της εκκλησιαστικής και θεολογι­κής αναπτύξεως, ίσως και διότι αδυνατούν να κατανοήσουν τα πράγματα. Ο δυτικός μεσαιωνολόγος όμως γνωρίζει, ότι χωρίς γνώση της Θεολογίας είναι αδύνατη η εν­ασχόληση με αυτή την κρίσιμη στην Ιστορία της Ευρώπης περίοδο. Ο έλληνας μεσαιωνολόγος - ακόμη και βυζαντινολόγος - σχε­δόν κατά κανόνα επιμένει να αγνοεί την θεολογία, και μάλιστα την πατερική, χά­νονται έτσι τη (μόνη) δυνατότητα κατανοήσεως και ερμηνείας τού χώρου του, που γι' αυτή την περίοδο (για μας ως το 1922) κινείται γύρω από τον άξονα της εκκλησια­στικής πραγματικότητας και θεολογίας. Τα λέγω αυτά, δια να δείξω ποιο είναι το αδύ­νατο σημείο της επιστήμης μας. Το 1994 εξεδόθη στην Οξφόρδη διδακτορική διατρι­βή τού JAMES RUSSEL με θέμα: «ΤΗΕ GERMANISATION (= εκφράγκευση) of Early Medieval Christianity».

   Τα κύρια στοιχεία της ελληνορθόδο­ξης αγωγής, που συνοπτικά εξεθέσαμε παραπάνω, εσώζοντο και εκηρύσσοντο σ' Ανατολή και Δύση μέσω των αυ­θεντικών χριστιανών, των Αγίων. Η Ανα­τολή, μάλιστα, επί πολλούς αιώνες, ήταν η πνευματική μητέρα και τροφοδότρια της δυ­τικής χριστιανικής κοινωνίας (EX ORIEΝΤΈ LUX). Υπήρχε ως το σχίσμα μία κενωτική διαδικασία με κίνηση από την Ανα­τολή προς τη Δύση και με φορείς μεγάλους ελληνορθόδοξους πατέρες και θεολόγους που επηρέασαν ευεργετικά τη Δύση όπως ο άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνου (Λυών) β' αι., Μ. Αθανάσιος (ο' αι.), ά­γιος Κασσιανός ο Ρωμαίος (ε' αι.), ως τους αγίους έλληνες αυταδέλφους Μεθόδιο και Κύριλλο (θ' αι.). Ακόμη και ο δυτικός την καταγωγή άγιος Ιερώνυμος (δ'-ε' αι.), ως ελληνοτραφής, μετείχε σ' αυτή την εκ­πολιτιστική διαδικασία. Ο μόνος πατέρας, που έμεινε έξω απ' αυτήν (ως πρώην μανιχαίος και νεοπλατωνιστής) ήταν ο ι. Αυ­γουστίνος (ε' αι.), που άθελά του έγινε το θεμέλιο της φραγκικής θεολογίας στο ζή­τημα τού FILIOQUE και τού «προορισμού» (PRAEDESTINATIO). Από τον Αυγουστίνο, που κήρυττε  το «CREDO, UT INTELLIGAM» (πιστεύω, για να καταλά­βω = μεταφορά της Θεολογήσεως στο χώρο της διανόησης), ως τον Καρτέσιο (+1650), πατέρα τού «COGITO, ERGO SUM» (διανοούμαι, άρα υπάρχω = ταύτιση της υπάρξεως με τη λογική λειτουργία και κίνηση προς την απολυτοποίησή της) διαμορφώνονται οι «πνευματικές» προϋπο­θέσει της Δυτικής Ευρώπης και συγχρόνως τα θεμέλια της ευρωπαϊκής παιδευτικής λειτουργίας. Η κορύφωση, δηλ. η θεοποί­ηση, της RATIO/RAISON θα λάβει χώρα σε μια συμβολική τελετουργική πράξη τού τέκτονος Ροβεσπιέρρου (1793), που θα τι­μηθεί ως θεότητα η «Θεά Λογική» (RAISON) στο πρόσωπο μιας γυμνής πόρνης, πάνω στην «αγία τράπεζα» της Παναγίας των Παρισίων. Είναι ίσως η μόνη φορά στην ιστορία, που ταυτίζονται σημειολογικά σημαίνον και σημαινόμενον...

Έτσι φθάσαμε στον ανθρωπισμό (HUMANISMUS) της PAX ΑMERICANA και τού NATO, ως και στην «ανθρωπιστική βοήθεια» των κ.κ. CLARKE και SEY. Είναι ο δρόμος, που πέρασε από τον Καρλομάγνο, την Ι. Εξέ­ταση, τους Σταυροφόρους, τον Ναπολέον­τα, τον Χίτλερ, τον Στάλιν. Είναι όμως, ταυτόχρονα, και το παράγωγο μιας παι­δείας, που έχασε την αγιοπνευματική λει­τουργία της καρδιάς και έδωσε μοναδική προτεραιότητα στον «ορθό λόγο» (RAISON), που θεολογεί και διανοείται ή μυεί­ται στην τέχνη, αλλά ταυτόχρονα διατάζει και την εξόντωση αθώων, όπως συνέβαινε με τους χιτλερικούς στρατιωτικούς - καλ­λιτέχνες και όπως συνέβη πρόσφατα στο γειτονικό μας Κόσσοβο. Αυτή την απάντη­ση έδωσα στον εκλεκτό συνομιλητή μου!

Η διαμόρφωση της Δύσεως συνετελέσθη με τη θρησκειοποίηση της Πίστεως, αφού χάθηκε ο αγιοπνευματικός ρόλος της καρδιάς. Η Πίστη παύει να λειτουργεί θεραπευτικά και καταντά «θρησκεία», όπως την περιγράψα­με παραπάνω. Βέβαια, αυτό συνέβη εν πολ­λοίς και στην δική μας κοινωνία (πρβλ. τις «Δοξολογίες»), αλλά η διαφορά είναι, ότι δεν «θεσμοθετήθηκε» η διαστροφή, κάτι που έγινε δυστυχώς στη Δύση, όπου συνήθως η αλλοτρίωση προσλαμβάνει σωτηριολογική σημασία (πρβ. τον παπικό θεσμό). Η θρη­σκειοποίηση οδήγησε πρώτα στην «εξορία τού υπερβατικού» από την ενδοκοσμική πραγματικότητα. Από τον Δεϊσμό (DEISMUS) και το «δόγμα» του «DEUS CREATOR, SED ΝΟΥ GUBERNATOR» (Ο Θεός δημιουργός, αλλ' όχι κυβερνήτης τού κόσμου) έφθασε η δυτική κοινωνία στη σύγχρονη «θεολογία τού θανάτου τού Θεού» (αυτή η διαδικασία πέρασε από τη «φυσική θρησκεία» τού Διαφωτισμού -θρησκεία της RAISON - στον NITSCHE, «θάνατος τού Θεού»).

Η εκκοσμίκευση τού δυτικού Χριστιανισμού (που μεταδίδεται επικίνδυνα και στη δική μας κοινωνία) είναι η συνέχεια της «εκλογίκευσης» και «εκνομίκευσης» της Πίστης. Ο μεγάλος Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ περιγράφει με δύ­ναμη αυτές τις εξελίξεις και στο διάλογο Χριστού - Ιεροεξεταστή (αδελφοί Καραμάζωφ), καταλήγοντας με τη φοβερή δια­πίστωση: «Ο καθολικισμός της Ρώμης εί­ναι χειρότερος από τον αθεϊσμό» διότι «κη­ρύττει ένα διαστρεβλωμένο Χριστό, ένα Χριστό αντίθετο τού Χριστού. Κηρύττει τον Αντίχριστο» (Ο Ηλίθιος, Ο, VIII). Έτσι όμως νοθεύονται και τελικά χάνονται οι ελληνορθόδοξοι προκαρλομάγνειοι παιδευτικοί στόχοι: «καινός εν Χριστώ άνθρωπος» (ο Θεούμενος-Άγιος) και «καινή εν Χριστώ πολιτεία» (κοινωνία). Είναι η κοινωνία των Πράξεων, τού «ην αυτοίς άπαντα κοι­νά» (Πράξ. 4, 32) και τού «ομοθυμαδόν» (Πράξ. 2,1), τού «εν ενί στόματι και μια καρδία» (Θ. Λειτουργία. Η νομική - δικα­νική αναφορά στο Θεό θα γίνει κινητήρια δύναμη της φεουδαρχικής - ρατσιστικής φραγκοτευτονικής κοινωνίας, που θα γεν­νήσει, έστω και αντιθετικά, την αστική νοο­τροπία και την φυσική συνέχειά της, τους σοσιαλισμούς, ως τον μαρξιστικό κομμουνι­σμό. Όλα αυτά είναι μια συνεχής αλυσιδωτή διαλεκτική διαδικασία, που γεννών­ται στην αποορθοδοξοποιημένη Δύση και μεταφέρονται («εισάγονται») και στην ορθόδοξη Ανατολή, ως τοκετοί όμως ξένων ωδίνων. Ο ευρωπαίος άνθρωπος (παιδαγωγούμενος) μυείται στο πνεύμα της ιδιο­τέλειας (HOMO OECONOMICUS) και στη συνεχή ζήτηση αποτελεσματικότητας και ευδαιμονίας.

Στην ευδαιμονιστική τάση βρίσκουν χώρο εξάπλωσης και τα ναρκωτικά, μετά τον κορεσμό τού πανσεξουαλισμού. Και αυτό ισχύει, φυσικά, και για το εκδυτικισμένο μέρος της ελληνικής κοινω­νίας. Ο εκκλησιαστικός χώρος κυριεύεται από το πνεύμα της ζήτησης εξουσίας με όλες τις παρομαρτούσες συμπεριφορές. Το Παπι­κό Κράτος (κέντρο και παράδειγμα κάθε α­πολυταρχίας) είναι «χριστιανισμός άλλου είδους» («Είναι το Βατικανό εκκλησία;» ρωτούσε ρητορικά ο μακαριστός αρχιεπί­σκοπός μας Σεραφείμ. Τραγικό θύμα ο δυ­τικός άνθρωπος, που κατάντησε «ρομπότ», κατά τον μακαριστό π. Ιουστίνο Πόποβιτς, όπως διεκτραγωδήθηκε ρεαλιστικά με τον ανθρωπάκο των «MODERN TIMES», από τον διαισθανθέντα την αλλοτρίωση τού δυτικού άνθρωπου μεγάλο CHARLY CHA­PLIN. Ο δυτικός άνθρωπος αυτοϋποδουλώθηκε στην τεχνολογία του, και συνεχίζει τώρα να αυτοϋποδουλώνεται στην επιστήμην του (πρβλ. τη Βιοτεχνολογία σ' όλο το φάσμα της).

Το πρόβλημα της ευρωπαϊκής παι­δείας επικεντρώνεται, συνεπώς, στη νοηματοδότηση των ανθρωπίνων. Η απομάκρυνση από το νόημα, που δίνουν στην παιδεία οι Άγιοι τού ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, οδήγησε σε μια ευρωπαϊκή παι­δεία «άλλου τύπου», τα θλιβερά αποτελέ­σματα της οποίας ζούμε όλοι μας. Και το νοηματικό περιεχόμενο της ελληνορθόδοξης παιδείας μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλου­θα σημεία:

1) Δεν είναι απλή εκπαίδευση, μύηση δηλαδή τού ανθρώπου σε μια αναπαραγόμενη γνώση, που τον καθιστά γρανάζι της κρατικής μηχανής (ον παραγωγικόν). Εί­ναι αγωγή τού ανθρώπου (άνθρωπον άγειν - κατευθύνειν στο παιδαγωγικό πρότυπο του ελληνορθόδοξου ανθρώπου, τον θεάνθρω­πον). Αυτό είχε κατά νουν ο ι. Χρυσόστο­μος, όταν έλεγε: «πάντα δεύτερα ηγείσθω της προνοίας των παίδων». Αυτό εννοούσε και ο Ευριπίδης: «όταν κρηπίς μη καταβληθή γένους ορθώς, ανάγκη δυστυχείν τους εκγόνους» (Ηρακλής μαινόμενος, 1261). Η διαχρονικότητα δε, που δίνει η ελληνορ­θοδοξία στη νοηματοδότηση της παιδείας φαίνεται στο λόγο των νεωτέρων Αγίων μας, όπως ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Αμαρτάνετε πολύ να τα αφήνετε (τα παιδιά σας) αγράμματα και τυφλά, και μη μόνον φροντίζετε να τους αφήνετε πλούτη και υπο­στατικά, και μετά τον θάνατό σας να τα τρων και να σας πισολογούν (= να σας τα «ψέλνουν» κιόλας). Καλύτερα να τα αφή­νετε φτωχά και γραμματισμένα, παρά πλούσια και αγράμματα».

2) Είναι παιδεία θεοκεντρική, στα όρια της ορθόδοξης πατερικότητας. Η Θεοκεντρικότητα είναι η κατακόρυφη δοκός τού σταυρού της αγιότητος. Η οριζόντια είναι η αδελφικότητα και φιλανθρωπία. Κατά τον I. Χρυσόστομο, «ει τους παίδας επαιδεύομεν φίλους είναι τω Θεώ, πάντα αν ανεπήδησε τα λυπηρά και μυρίων απηλλάγη κα­κών ο βίος ο παρών».

3) Σκοπός της δεν είναι η πολυμάθεια, αλλά η διαμόρφωση ήθους ελληνορθόδοξου.

4) Στόχος της είναι η ορθή ένταξη στην αδελφική κοινωνία. Η σωτηρία περνά από τη στάση έναντι τού συνανθρώπου. Δεν είναι δυνατόν να σωθεί κανείς, «ειμή δια τού πλη­σίον», λέγουν οι Πατέρες μας.

5) Μεταδίδει τη δική της φιλοσοφία ζωής, που εκφράζεται ως ιεράρχηση των αν­θρωπίνων. Μ. Βασίλειος: «υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου». Ι. Χρυσό­στομος: «Οδίτης ει, ου πολίτης» (= είσαι οδοιπόρος, όχι μόνιμος στη γη).

6) Ως ελληνική η παιδεία της παραδό­σεώς μας «ζητεί την αλήθεια», ως φιλο­σοφία. Και η ζητούμενη «σοφία» είναι η ένσαρκη Παναλήθεια, ο Ιησούς Χριστός, ως το πλήρωμα της Αλήθειας. Η ρίζα τού προβλήματος είναι, συνεπώς, στην ουσία της ελληνικότητας, που παρέλαβε η Δύση (αναγέννηση). Ποια σχέση έχει η ελληνι­κότητα της Ευρωπαϊκής αναγέννησης με τη «ζήτηση της αλήθειας», ώστε να μπορεί ο ευρωπαίος άνθρωπος να φθάσει στην «ενσαρκη Παναλήθεια»; Αυτή την ελληνικό­τητα και τη δυναμική της θεωρεί αστασίαστο στοιχείο της ελληνορθόδοξης παιδείας ο Πατροκοσμάς: «Η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσης τα Ελληνικά, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα, που ομολογεί η Εκκλησία μας». Η ελληνομάθεια, συνεπώς, είναι αναγκαία, διότι βοηθεί στην προσέγγιση της χριστια­νικής αγωγής: «Από το σχολείον - γράφει σ' άλλο σημείο - μανθάνομεν, το κατά δύναμιν, τι είναι Θεός, τι είναι η αγία Τριάς, τι είναι άγγελοι, τι είναι αρχάγγελοι, τι είναι δαίμονες, τι είναι παράδεισος, τι είναι κόλασις, τι είναι αμαρτία, τι αρετή. Από το σχολείον μανθάνομεν τι είναι (...) ο τίμιος γά­μος, τι είναι ψυχή, τι είναι κορμί (σώμα)· τα πάντα από το σχολείον τα μανθάνομεν».

Αυτά τα λόγια τού αγίου Κοσμά περι­γράφουν την ουσία τού ελληνορθόδο­ξου σχολείου και το περιεχόμενο της προσφερόμενης από αυτό παιδείας. Αυτή είν­αι η παιδεία μας, αλλά και η παιδεία της αρ­χαίας ενωμένης Ευρώπης. Την παιδεία αυ­τή, ως «ανάμνηση», ανάδυσή της δηλαδή στη σημερινή ευρωπαϊκή πραγματικότητα, είναι χρέος μας να προτείνουμε στη σημερινή Ε­νωμένη Ευρώπη των απογόνων τού Καρλο­μάγνου. Με την προϋπόθεση βέβαια, ότι την έχουμε εμείς, ή, τουλάχιστον, αγωνιζόμεθα να την ξαναβρούμε. Διαφορετικά η Ευρώπη «ουκ αν λάβοι παρά τού μη έχοντος»! Έ­χουμε άρα τη δυνατότητα να προσφέρουμε στους Ευρωπαίους Εταίρους μας τον πνευ­ματικό θησαυρό της ελληνορθόδοξης παρά­δοσής μας, που είναι ο μεγαλύτερος πλούτος μας; Αν δεν το κάμουμε, εγκληματούμε κα­τά της Ευρώπης, αρνούμενοι συγχρόνως την φωτιστική αποστολή μας στον κόσμο.


«ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ»
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΥ
Έτος 2ον, Τεύχος 7ον ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1999

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον  

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 05, 2011

Σκοτεινός "διαφωτισμός" τού Κοραή


Με το ξεκίνημα τού Ελληνικού κράτους, έσπευσαν κάποιοι Δυτικότροποι να μεταφέρουν στην Ελλάδα τις Δυτικές νοοτροπίες τους, θεωρώντας τη Δύση ως "πιο προοδευμένη". Έτσι, οι αποκομμένοι αυτοί άνθρωποι από τη Ρωμαίικη παράδοσή μας, μετέφεραν εδώ τα κουσούρια τής Γαλλικής Επανάστασης και τις Προτεσταντικές τους εμμονές, γινόμενοι πηγή κακών για τη χώρα μας. Δημιούργησαν προβλήματα που πληρώνουμε ως σήμερα. Ένας από αυτούς ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής.
Τα αποστολικά κείμενα (ευαγγέλια, πράξεις, επιστολές), που διαβάζονται εμμελώς στις εκκλησιές μας, γράφτηκαν αιώνες (τουλάχιστον δεκαεφτά) προτού ο Kοραής αποφασίσει (από το γραφείο του στο Παρίσι) να αλλάξει τη ζωντανή γλώσσα των Eλλήνων με μια φτιαχτή «καθαρεύουσα» γλώσσα. Τα αποστολικά κείμενα είναι γραμμένα στην «κοινή» ελληνική: τη μετακλασική γλώσσα της ελληνόφωνης τότε (ίσως και για χίλια χρόνια) «οικουμένης» – γλώσσα άλλη από το πλαστό κοραϊκό κατασκεύασμα, στο οποίο αντιτάχθηκε ο δημοτικισμός.
Σίγουρα απέκτησε ο κοραϊσμός ερείσματα και στον εκκλησιαστικό βίο των Nεοελλήνων – δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση η εκκλησία όταν ο κοραϊσμός επιβλήθηκε ως επίσημη κρατική ιδεολογία και η κοραϊκή «καθαρεύουσα» ως επίσημη (υποχρεωτική) γλώσσα του κράτους (της εκπαίδευσης, των δικαστηρίων, της διοίκησης, των εφημερίδων, της πολιτικής). Aπέκτησε ερείσματα η κοραϊκή ιδεολογία στους αυτουργούς και θιασώτες του θρησκευτικού εθνικισμού (αυτοκεφαλία), όπως και σε οργανώσεις ή «κινήματα» που συνέχισαν το έργο των προτεσταντών μισσιονάριων στην Eλλάδα. Aπέκτησε ερείσματα και η ξύλινη «καθαρεύουσα» στο κήρυγμα, στα εκκλησιαστικά έντυπα, στην πανεπιστημιακή θεολογία – όχι όμως στη λατρεία.
(Oι «προοδευτικοί διανοούμενοι» αποσιωπούν μεθοδικά –ή μήπως αγνοούν;– ότι δημοτικιστές ήταν οι κατασυκοφαντημένοι αντίπαλοι του «προοδευτικού» Kοραή, οι «Kολλυβάδες». Aυτοί –με κορυφαίο τον Nικόδημο Aγιορείτη– έγραφαν και κήρυτταν στη ζωντανή λαϊκή γλώσσα της εποχής τους, επιτελώντας ταυτόχρονα τεράστιο μεταφραστικό έργο – μετέφεραν σε χυμώδη δημοτική κορυφαία πατερικά έργα και θρησκευτικά βιβλία της εποχής, μεγάλης λαϊκής κυκλοφορίας). Όμως η ιδεολογία τού Κοραή επεκράτησε λόγω τής ξενολαγνείας, και τού μιμητισμού. Και ως σήμερα δημιουργεί προβλήματα.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, ήταν η μορφή εκείνη της ιντελλιγκέντσιας του νεοελληνικού Διαφωτισμού που σφράγισε την Επανάσταση δίνοντας της εθνικό χαρακτήρα. Η έννοια όμως του «Έθνους» (ως φυλετικού μορφώματος) κυοφορήθηκε στα πλαίσια της Γαλλικής Επανάστασης και συνιστά «όρο» κατεξοχήν της Αστικής Σκέψης, της οποίας εκπρόσωπος υπήρξε και ο Κοραής. Όσοι, λοιπόν, συγκινημένοι τον χρησιμοποιούν, ας γνωρίζουν ότι δεν ανήκει στην ελληνική πνευματική παράδοση, αλλά είναι αντιδάνειο από τη γαλλική κουλτούρα.
Ο Αδ. Κοραής «δεν έδωσε τη ζωούλα του» για την επανάσταση (πέθανε 85 ετών στο Παρίσι), όχι μόνο γιατί απαξίωσε να επισκεφτεί την Ελλάδα για λόγους μικροπολιτικής αντίθεσης κυρίως προς τον Ι. Καποδίστρια (στη δολοφονία του οποίου ως ηθικός αυτουργός τα μέγιστα συνετέλεσε). Ήταν από αυτούς που αντετίθεντο στην Επανάσταση επειδή ακριβώς τη θεωρούσε άκαιρη, καθώς οι Έλληνες δεν είχαν μορφωθεί ακόμη αρκετά!
Σύμφωνα με τον Π. Καρολίδη, επιμελητή της "Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους" του (Εθνικού μας Ιστορικού) Παπαρρηγόπουλου:
"αι τοιαύται γελοιωδώς παράδοξοι δοξασίαι, προϊόντα αμαθείας και ακρισίας, είχον και την πολιτικήν αυτών ροπήν επί μερίδα λογίων κηρυττόντων ότι των νυν ελλήνων αι πολιτικαί ροπαί και τάσεις και εθνικαί ιδέαι πρέπει να μη υπερβαίνωσιν τα όρια της αρχαίας Ελλάδος".
Δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταλάβουμε πως, σε μια χώρα της οποίας η πλειοψηφία των ομοεθνών της ακόμα ζούσαν υποδουλωμένοι, μια τέτοια παραχάραξη της Ιστορίας δημιουργούσε σοβαρούς εθνικούς κινδύνους. Και πώς να μην δημιουργούσε, αφού ο Κοραής είχε εργαστεί για την αποδοχή μιας τέτοιας θεώρησης προσπαθώντας να «φωτίσει» τους Έλληνες Ρωμηούς με λόγια όπως:
"το έθνος είναι πτώμα σπαραττόμενο από κόρακας. Απέθανεν η πατρίς.... αφ’ ότου μας επάτησεν ο Φίλιππος έως το 1453". [«Στοχασμοί Κρίτωνος» σ. 5]
Κατά τον Κοραή λοιπόν, και τη Γαλλική του "μόρφωση", ο Φίλιππος και ο μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν Έλληνες, αλλά ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ που "πάτησαν" την Ελλάδα.

Ευτυχώς που δεν τους έχουν ανακαλύψει, ακόμα, οι Σκοπιανοί. Είχαν πέσει, τόσο αυτός όσο και ο Κοραής, θύματα της δυτικοθρεμμένης προπαγάνδας, που ξεκίνησε από τον Ιερώνυμο Βολφ, και πιο πριν από τους Φράγκους. Ας μην κατηγορούμε , λοιπόν, τους δυτικούς και τους Σκοπιανούς. Μόνοι μας, τους παραδίνουμε την κληρονομιά μας. Μόνοι μας, τους παραδίδουμε τον πολιτισμό της Ρωμανίας και της Μακεδονίας. Ποιος ξέρει; όπως ακριβώς σήμερα κάποιοι υβρίζουν την Ελληνικότητα της Ρώμης και του πολιτισμού της, ίσως σε 200 χρόνια οι απόγονοι τους να θεωρούν τους Σλάβους πνευματικά παιδιά του Μ. Αλεξάνδρου. Είναι, πράγματι, μία καταθλιπτική σκέψη, αλλά όχι και απίθανη. Όπως είδαμε, το ίδιο έχει συμβεί με την Ρώμη και την αυτοκρατορία της. Αλλά, για να ακριβολογούμε, ούτε η λέξη "Έλληνας" άρεσε στον Κοραή. Στο έργο του "Διάλογος δύο Γραικών" έγραφε:
"Ένα από τα δύο λοιπόν ταύτα (Έλληνας ή Γραικός) είναι το αληθινό του έθνους όνομα. Επρόκρινα το Γραικός, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης". [«Διάλογος δύο Γραικών», σελ. 37]
Το "Γραικός" είναι ονομασία την οποία μας απέδωσαν τα "φωτισμένα" έθνη της Ευρώπης κατά τον 8ο αιώνα, όταν ακόμα βρίσκονταν στα βαθύτερα σκοτάδια της Ιστορίας τους, για λόγους καθαρά συμφεροντολογικούς. Έπρεπε να καπηλευθούν το όνομα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να νομιμοποιηθεί το Φραγκικό κράτος του Καρλομάγνου, ως η πραγματική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με την οποία όμως οι Φράγκοι, ουδεμία σχέση είχαν. Οι λόγοι χρησιμοποίησης διαφορετικών ονομάτων ήταν καθαρά πολιτικοί. Έπρεπε με κάθε τρόπο να σβήσει από την εθνική συνείδηση των ελλήνων η ανάμνηση του παρελθόντος τους. Κυρίως έπρεπε να πάψει να ταυτίζεται η χώρα τους με την Ελληνιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Οι υπέρμαχοι του «αντιρωμαίικου» αγώνα είχαν (και έχουν..) φτάσει να προσπαθούν να μας πείσουν ότι ως λαός έχουμε σχέση μόνο με την αρχαία Ελλάδα και ότι η μεσαιωνική περίοδος είναι ολότελα ξένη προς τη νεώτερη Ελλάδα. Και μάλιστα ως «αρχαία Ελλάδα» εννοούσαν την κλασική Ελλάδα, αυτήν που οι ξένοι αποκαλούν μέχρι και σήμερα «Greece proper» («καθαυτό Ελλάδα»- δηλ τη χώρα νότια των Θερμοπυλών). Τέτοιοι είναι και οι σύγχρονοι Νεοπαγανιστές αρχαιόπληκτοι, που ενώ περνιούνται για "Ελληναράδες", στην πραγματικότητα παπαγαλίζουν τις Δυτικές αυτές ανθελληνικές ιδέες κατά τής Ρωμιοσύνης, προσφέροντας αφειδώς τις υπηρεσίες τους στην ανθελληνική προπαγάνδα τών Γάλλων.

Ο Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, ιδεολογικός οπαδός του Κοραή, ισχυριζόταν το 1841 ότι Ελλάδα είναι μόνο το ελληνικό κράτος (τού 1830). Όσοι άλλοι το πατούν ή το πάτησαν είναι ξένοι. Άρα ο Φίλιππος, ο νικητής των ελλήνων στη Χαιρώνεια, ήταν ξένος και ο διανοούμενος θεωρεί πως ο Φίλιππος «έπραξεν άλλον της νίκης εκείνης ολεθριώτερον, εγέννησεν τον Αλέξανδρον». (!!!).

Βεβαίως την ίδια και χειρότερη γνώμη έχει για την Ρωμανία / Βυζάντιο. [Ιστορία του Ελλ. Έθνους της εκδοτικής Αθηνών, τ. ΙΓ’ σελ. 459] Δηλαδή, τύφλα να’ χουν τα Σκόπια. Ο συγκεκριμένος κύριος δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Ήταν ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας!!! Μετά έρχονται οι Ιδεολογικοί απόγονοι του Κοραή και των φίλων του, να μιλήσουν για την σωτηρία του Ελληνισμού. Μακάρι να μπορούσα να πω, πως όλοι αυτοί ήταν και είναι προδότες, μειοδότες, πληρωμένοι κτλ. Δεν είναι τίποτε απ’ όλα αυτά. Την βλακεία τους την χαρακτήρισε ο κ. Ζουράρις, καλύτερα απ’ όλους, όταν τους ονόμασε «Ευρωληγούρηδες». Είναι, δηλαδή, άνθρωποι που πάσχουν από εθνικό σύμπλεγμα κατωτερότητας, και πιστεύουν πως η Ελλάδα από μόνη της δεν ξέρει που να τραβήξει, αλλά πρέπει να ακολουθεί ΔΟΥΛΙΚΑ (και όχι ως ισότιμος συνεργάτης) τους «Μεγάλους αδελφούς», δηλαδή τα δυτικοευρωπαϊκά "πεφωτισμένα" κράτη. Όπως είπε ο Εφταλιώτης στην «Ιστορία της Ρωμιοσύνης»:
«Αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχεις δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται». [Αργ. Εφταλιώτη, «Ιστορία της Ρωμιοσύνης», Αθήνα, 1901, σ. 9.]
Είναι λοιπόν απορίας άξιο, πώς ο Κοραής προβάλλεται ως ευεργέτης τής Ελλάδος! Εκτός και αν οι τιμώντες είναι το ίδιο Δυτικότροποι όπως αυτός, αποκομμένοι από την ανωτερότητα και το φως τής Ελληνικής μας παράδοσης.
Παραπέμπουμε στις μελέτες των Κ. Θ. Δημαρά, Π. Κονδύλη. Π. Κιτρομηλίδη, Χρ. Γιανναρά για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 02, 2011

Εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα καὶ Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία

Ἰωάννης Ζηζιούλας (Μητροπολίτης Περγάμου)

Ι

Ἡ ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ κοινότητα εἶναι, πάνω ἀπ' ὅλα γεγονὸς πνευματικῆς σημασίας. Ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τῆς χώρας μας στὸ σύνολό της δίνει συχνὰ τὴν ἐντύπωση ὅτι ἀγνοεῖ ἤ παραγνωρίζει τὴν πλευρὰ αὐτὴ τοῦ θέματος. Ἔτσι ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα ὑπὲρ καὶ κατὰ τῆς εἰσόδου τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρώπη, ποὺ ἔχουν ἀκουσθῆ ὡς τώρα ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς τοῦ πολιτικοῦ κόσμου, συνοψίζονται κυρίως στὴν οἰκονομικὴ καὶ τὴν πολιτικὴ πλευρὰ τοῦ θέματος.

Ἡ ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρώπη εἶναι γεγονὸς πνευματικό, γιατί οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης φαίνονται διατεθειμένοι νὰ προχωρήσουν σὲ μία ἑνότητα βαθύτερη ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ ἤ ἀκόμα καὶ τὴν πολιτική. Αὐτὸ ποὺ κινεῖ τὶς ἐξελίξεις πρὸς τὴν εὐρωπαϊκὴ ἑνότητα δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀδήριτη ἀνάγκη τῆς ἐπιβιώσεως ἤ κάποια δίψα δυνάμεως• εἶναι κυρίως ἡ πίστη στὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα. Αὐτὴ ἡ πίστη εἶναι διττή: ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἶναι πίστη στὸ ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ ὀνομασθῆ εὐρωπαϊκὴ πνευματικὴ ταυτότητα• τὸ ἄλλο σκέλος τῆς πίστεως αὐτῆς εἶναι ὅτι τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα ἀξίζει νὰ ὑπάρχει, νὰ προστατευθῆ καὶ νὰ προβληθῆ, γιατί ἔχει κάτι νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο. Χωρὶς μιὰ τέτοια πίστη κάθε ἑνότητα εὐρωπαϊκὴ εἶναι καταδικασμένη νὰ ἀποτύχη, ἀκριβῶς ὅπως κάθε ἔθνος καὶ κάθε λαὸς ποὺ δὲν ἔχει μία τέτοια πίστη γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἀργὰ ἤ γρήγορα θὰ πεθάνη.

Ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτὸ δημιουργεῖται τὸ μεγάλο πρόβλημα γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ποιὰ εἶναι ἐκεῖνα τὰ πνευματικὰ στοιχεῖα ποὺ ἑνώνουν τὴν Ἑλλάδα μὲ τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα; Ποιὰ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ τὴ διαφοροποιοῦν; Καὶ πῶς μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν τὰ τελευταῖα μὲ τὰ προηγούμενα σὲ μία δημιουργικὴ ἑνότητα ποὺ θὰ προωθήση καὶ δὲν θὰ τινάξη στὸν ἀέρα τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῆς Εὐρώπης; Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀκαδημαϊκὰ καὶ ἀερώδη. Ἔχουν πελώριες συνέπειες ποὺ θὰ πρέπει νὰ προσέξουν ὅσοι χειρίζονται ὑπεύθυνα τὶς ἐξελίξεις τοῦ μεγάλου θέματος.

Ὡς πρὸς τὰ κοινὰ πνευματικὰ στοιχεῖα μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Εὐρώπης ἔχουν λεχθῆ πολλά, ἀκόμα καὶ ἀπὸ χείλη ἐπίσημα, ὄχι μόνον πνευματικῶν ἀλλὰ καὶ πολιτικῶν προσώπων. Ἀρκεῖ νὰ φέρη κανεὶς στὸ νοῦ του δηλώσεις τοῦ Ἕλληνα καὶ τοῦ Γάλλου προέδρου τῆς Δημοκρατίας, στὴν περίοδο τῆς ἐντάξεως τῆς Ἑλλάδος στὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα, γιὰ νὰ καταλάβη πόσο βαθειὲς εἶναι οἱ κοινὲς πνευματικὲς ρίζες τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Εὐρώπης. Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν εἶναι ἁπλά. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ κοινὰ πνευματικὰ στοιχεῖα ἔχομε κυρίως στὸ νοῦ μας —πολὺ δίκαια— τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα καὶ τὴν ὀφειλὴ τῆς Εὐρώπης πρὸς αὐτό. Χωρὶς τὸ κλασσικὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε Εὐρώπη οὔτε Ἑλλάδα σημερινή. Ἀλλὰ ἡ ἱστορία δὲν ἐπιδέχεται ἁπλουστεύσεις. Οὔτε ἡ Εὐρώπη οὔτε ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα εἶναι ἁπλῶς ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα. Οἱ διεργασίες ποὺ ὑπέστη τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα γιὰ νὰ γίνη Εὐρώπη ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα εἶναι βαθύτατες. Ἀκριβῶς στὶς διεργασίες αὐτὲς ὀφείλεται ὄχι μόνο ἡ θετικὴ σχέση Εὐρώπης καὶ Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ ἡ διαφοροποίησή τους. Ἂν δὲν συλλάβουμε τὶς λεπτὲς αὐτὲς διεργασίες καὶ δὲν ἐκτιμήσουμε χωρὶς περιστροφὲς τὶς διαφοροποιήσεις, δὲν θὰ ποῦμε ὅλη τὴν ἀλήθεια στὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν θὰ βοηθήσουμε κανένα, οὔτε τὴν ὑπόθεση τῆς Εὐρώπης.

Καὶ γιὰ τὸν πιὸ ἁπλὸ μελετητὴ τῆς Ἱστορίας εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ κυριώτερος ἱστορικὸς παράγων ποὺ παρεμβάλλεται ἀνάμεσα στὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα, στὴν Εὐρώπη καὶ στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα εἶναι ὁ Χριστιανισμός. Εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνη λόγος γιὰ συνάντηση Εὐρώπης καὶ Ἑλλάδος ἔξω ἀπὸ τὸ χῶρο αὐτό, ἔστω καὶ ἂν ἐπιφανειακά, μετὰ τὸ Διαφωτισμὸ καὶ τὸν Οὑμανισμὸ ποὺ ἀκολούθησε μὲ διάφορες μορφὲς (Μαρξισμὸς κ.λ.π.), δίνεται ἡ ἐντύπωση πὼς τὸ στοιχεῖο «Χριστιανισμὸς» δὲν εἶναι οὐσιαστικὸ στὴν Εὐρωπαϊκὴ (ἡ καὶ τὴν Ἑλληνικὴ) ταυτότητα. Εἶναι ἀφέλεια νὰ διατείνεται κανεὶς ὅτι οἱ ἱστορικὲς καταβολὲς λαῶν μὲ τόσο ἔντονη παραδοσιακὴ συνείδηση ὅσο οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοί, ἐξαφανίζονται μὲ ὁποιουδήποτε εἴδους ἐπαναστάσεις. Ὅπως ὁ Χριστιανισμὸς δὲν μπόρεσε, παρὰ τὶς σκληρὲς συγκρούσεις, νὰ ἐξαφανίση τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα καὶ προτίμησε νὰ τὸ μεταπλάση, ἔτσι καὶ οἱ μετὰ τὴ «σύνθεση» ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ ἐξελίξεις στὸν χῶρο τῆς Εὐρώπης δὲν μπόρεσαν νὰ ἐξαφανίσουν τὸ στοιχεῖο τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ ταυτότητα. Αὐτὸ ἰσχύει ἐξ ἴσου καὶ γιὰ τὴ σύγχρονη Ἑλλάδα ποὺ ζῆ τὸ ὅλο πρόβλημα στὴ μορφὴ ἑνὸς τραγικοῦ διχασμοῦ τῆς συνειδήσεώς της.

Γιὰ τὴ σύγχρονη Ἑλλάδα ἡ φυσικὴ σύνδεση μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα εἶναι ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία. Ὅταν λέμε ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία ἐννοοῦμε τὴν μορφὴ ἐκείνη κατανοήσεως καὶ βιώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν προσπάθεια τῶν Ἑλλήνων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐκχριστιανίσουν τὸν Ἑλληνισμό, νὰ δώσουν δηλαδὴ νέες ἀπαντήσεις, προερχόμενες ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ πίστη, στὰ μεγάλα καὶ θεμελιώδη ἐρωτήματα ποὺ ἔθεσε τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Αὐτὴ ἡ μεγάλη πνευματικὴ διεργασία ἄρχισε κιόλας στὸν β/ μ.Χ. αἰώνα μὲ τοὺς Ἀπολογητὲς καὶ κυρίως μὲ τὸν Εἰρηναῖο, καὶ ἔφθασε στὸ καίριο καὶ ἀποφασιστικό της στάδιο στὸν δ/ αἰώνα μὲ τὸν Ἀθανάσιο καὶ τοὺς Καππαδόκες πατέρες Βασίλειο, Γρηγόριο θεολόγο καὶ Γρηγόριο Νύσσης. Τότε κρίθηκαν τὰ μεγάλα θέματα καὶ πάρθηκαν οἱ μεγάλες ἀποφάσεις ποὺ διέπλασαν ὁριστικὰ τὴν Ὀρθοδοξία στοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους. Σ' ὅλους τοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν μέσα ἀπὸ τὴν Τουρκοκρατία καὶ ὡς τὴν ἵδρυση τοῦ σύγχρονου ἑλληνικοῦ κράτους ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ζοῦσε τὴν ἑλληνικότητά του μὲ τὴν μορφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας• ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν καὶ ἡ ἑλληνικότητά του.

Τὰ πράγματα ὅμως ἄλλαξαν ριζικὰ στὰ νεώτερα χρόνια. Στὴν πραγματικότητα ἡ ἀλλαγὴ ἔχει τὴν προϊστορία της στοὺς Βυζαντινοὺς ἀκόμα χρόνους, ὅταν ἐπιχειρήθηκε ἀπὸ τὸν Μιχαὴλ Τελλό, τὸν Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστὸ καὶ ἄλλους μία ἀπ' εὐθείας ἀνασύνδεση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα χωρὶς τὴ μεσολάβηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλὰ ἡ προσπάθεια αὐτὴ ξεχάστηκε γιὰ τὸ ἑλληνικὸ γένος. Βρῆκε διέξοδο καὶ καρποφόρησε μᾶλλον στὴ Δύση προετοιμάζοντας τὴν Ἀναγέννηση, παρὰ στὸ ὑπόδουλο ἔθνος μας. Πῆρε ἐν τούτοις τὴν ἐκδίκησή της μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος, ὅταν ὁλοκληρωμένη πλέον καὶ καρποφοροῦσα στὴν Εὐρώπη ἡ προσπάθεια τοῦ κλασσικοῦ οὑμανισμοῦ ἦλθε καὶ κτύπησε τὴν πόρτα τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδος. Καὶ ἡ πόρτα ἄνοιξε μὲ εὐκολία (ποιὸς νὰ ἔφερνε ἀντίρρηση, ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεολογία; — ἀστεῖο πράγμα), γιὰ νὰ δημιουργηθῆ ἡ διχοτόμηση τῆς συνειδήσεως, γιὰ τὴν ὁποία μιλήσαμε πιὸ πάνω.

Ὁλόκληρη ἡ ἑλληνικὴ παιδεία ἀπὸ τὴν κατώτερη ὡς τὴν ἀνώτατη βαθμίδα της εἶχεν ὡς βάση τὰ ἀρχαῖα κλασσικὰ γράμματα. Οὔτε ἴχνος ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἤ τοὺς Βυζαντινοὺς καὶ μεταβυζαντινοὺς συγγραφεῖς στὰ προγράμματα διδασκαλίας. Ἔτσι ὁ νεοέλληνας ἔμαθε νὰ καυχᾶται γιὰ τοὺς ἀρχαίους προγόνους του, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς συνδέση μὲ τὸ ἄμεσο παρελθὸν ἤ καὶ μὲ τὸ παρόν του. Στὸ Σχολεῖο μάθαινε ὅτι ἑλληνισμὸς εἶναι ὁ κλασσικὸς ἑλληνισμός, ἀλλὰ στὴν καθημερινὴ ζωή του, ποὺ ἄρχιζε ἀπὸ τὸ παραμύθι τῆς γιαγιᾶς καὶ περνοῦσε μέσα ἀπ' τὸ Βυζαντινὸ εἰκόνισμα καὶ τὶς τελετὲς τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ φθάνη ὡς τὸ λαϊκὸ τραγούδι καὶ τοὺς καημοὺς τῆς ξενητειᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ζοῦσε σὲ ἕνα ἄλλο κόσμο. Αὐτὸς ὁ «ἄλλος κόσμος» ἦταν ἡ φυσικὴ ἑλληνικότητά του• ὁ κόσμος τῆς παιδείας ἦταν μία ἑλληνικότητα πλαστή, διανοητικὴ καὶ χωρὶς ὑπαρξιακὲς ρίζες. Ἔτσι μπαίνει στὴν Εὐρωπαϊκὴ κοινότητα φέρνοντας μαζί του ἕνα διχασμὸ ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ἑλληνικότητα τοῦ νεοέλληνα, δηλαδὴ στὴν ἴδια τὴν ταυτότητά του.

Ἂν θελήσουμε νὰ παραστήσουμε συμβολικὰ καὶ θεσμικὰ τὸ διχασμὸ αὐτό, θὰ μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ μιὰ σύγκρουση μεταξὺ Σχολείου καὶ Ἐκκλησίας, διανοήσεως καὶ Ὀρθοδοξίας. Οἱ πρακτικὲς συνέπειες αὐτοῦ τοῦ διχασμοῦ εἶναι τρομακτικὲς καὶ ἄρχισαν ἤδη νὰ ὑψώνονται ἀπειλητικές, χωρὶς νὰ εἶναι καθόλου ἄσχετες μὲ τὸ θέμα τῆς εἰσόδου μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ κοινότητα. Ὅλοι μιλοῦν σήμερα γιὰ σοβαρὴ κρίση στὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μιλάει γιὰ διωγμὸ ἐναντίον της. Στὴν πραγματικότητα κανένα ἀντικειμενικὸ γεγονὸς δὲν ἄλλαξε σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ δικαιολογῆ τὴν κατάσταση αὐτή. Σκάνδαλα κληρικῶν ὑπῆρχαν πάντοτε καὶ μάλιστα σὲ πολὺ μεγαλύτερο βαθμό, ποτὲ ὅμως στὸ παρελθὸν δὲν γίνονταν θέματα δημοσιογραφικοῦ ἀναγνώσματος. Αὐτὸ ποὺ ἄλλαξε δὲν εἶναι ἡ ζωὴ τῶν κληρικῶν, ἀλλὰ ἡ ἀπέναντί τῆς Ἐκκλησίας στάση τῶν νεοελλήνων. Ἔπαυσαν πιὰ νὰ βλέπουν στὸν ἐπίσκοπό τους τὸν ἐκφραστὴ καὶ ἐγγυητὴ τῆς ἑλληνικότητάς τους, ὅπως ἄλλοτε, (κι ὅπως ἀκόμα τώρα στὴν Πόλη καὶ στὴ διασπορὰ γενικότερα). Ἄλλοτε κάθε πλῆγμα κατὰ τοῦ ἐπισκόπου ὁ Ἕλληνας τὸ θεωροῦσε πλῆγμα κατὰ τῆς ταυτότητός του. Γύρω ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο —τὸν πολὺ «ἁμαρτωλότερο» ἀπὸ τοὺς σημερινούς— μαζεύονταν οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν πὼς ἦταν Ἕλληνες, καὶ φυσικὰ δὲν ρίχνει κανεὶς λάσπη στὰ σύμβολα ποὺ ἐγγυῶνται καὶ ἐκφράζουν τὴν ταυτότητά του.

Τώρα ὅμως τὸ νὰ εἶσαι Ἕλληνας καὶ τὸ νὰ εἶσαι ὀρθόδοξος δὲν εἶναι πιὰ τὸ ἴδιο πράγμα. Ὁ διχασμὸς Σχολείου καὶ Ἐκκλησίας εἶναι πιὰ ὁριστικός. Δὲν μένει παρὰ νὰ φύγη κι αὐτὸ τὸ σκιῶδες καὶ περιπαιζόμενο μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ἤ τουλάχιστο νὰ καταστῆ προαιρετικὸ γιὰ νὰ ἐπισφραγισθῆ ὁ χωρισμὸς ὁριστικά. Τὸ ἴδιο σὲ εὐρύτερη κλίμακα ἰσχύει καὶ γιὰ τὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας στὴν Ἑλλάδα. Τὸ ἰσχῦον Σύνταγμα κάνει τὰ πρῶτα βήματα πρὸς τὸν χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ εἶναι πιὰ ἡ ἱστορικὴ μοίρα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ.

Μέσα στὴν κατάσταση αὐτὴ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ τίθεται θέμα Ὀρθοδοξίας στὴν ἱστορικὴ αὐτὴ καμπὴ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ποὺ εἶναι ἡ ἔνταξή του στὴν εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια. Μὲ ποιὰ ἑλληνικὴ ταυτότητα θὰ πᾶμε στὴν Εὐρώπη; Μ' αὐτὴν ποὺ μᾶς ἔδωσαν τὰ Σχολεῖα καὶ ἡ νεώτερη ἑλληνικὴ διανόηση ἤ μ' αὐτὴν ποὺ μᾶς ἔδωσεν ἡ Ὀρθοδοξία; Ἐπὶ πλέον τὸ ὅλο ζήτημα εἶναι πρακτικὰ ὀξύτατο: πῶς θὰ συμβαδίσουμε μὲ τὸ παράγωγο δίκαιο τῶν εὐρωπαϊκῶν κοινοτήτων, ὅταν πολλὰ ἀπὸ τὰ ἰσχύοντα στὴν ἑλληνικὴ νομοθεσία, ἀποτέλεσμα τῆς εἰδικῆς στενῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, συγκρούονται μὲ βασικὲς ἀρχὲς καὶ αὐτῆς ἀκόμα τῆς συνθήκης τῆς Ρώμης;

Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ποὺ συνήθισε νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ της ἐκφραστὴ τῆς ἑλληνικότητας τοῦ ἔθνους περνᾶ ἀπὸ τέτοια ἀμηχανία ὥστε νὰ γελοιοποιῆ τὸν ἑαυτό της μὲ προβολὴ νομοθετικῶν ἀξιώσεων ποὺ ἁπλούστατα δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχη. Δὲν βλέπει τὴ ρίζα τοῦ προβλήματος καὶ τὰ βάζει μὲ τὰ κλαδιὰ τοῦ δέντρου. Ἀγνοεῖ ὅτι, ὅπως διαμορφώθηκε ἀπὸ τὴν παιδεία του ὁ ἑλληνικὸς λαὸς δὲν τὴ βλέπει πλέον ὡς ἀναγκαῖο ἐκφραστὴ τῆς ἑλληνικότητάς του, (διαφορετικὰ θὰ μποροῦσε μὲ ἕνα νεῦμα της νὰ ρίχνη κυβερνήσεις) καὶ θέλει νὰ ἐπιμένη σὲ ἕνα ρόλο ποὺ δὲν τῆς ἀνήκει πλέον. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀντιμετωπίζει τὸν σοβαρὸ κίνδυνο νὰ κλείση τὰ μάτια της στὴν νέα πραγματικότητα καὶ ἤ νὰ φωνασκῆ χωρὶς ἀποτέλεσμα ἤ νὰ ταυτισθῆ μὲ μία μερίδα μόνον Ἑλλήνων, αὐτῶν ποὺ συμβαίνει νὰ ἀντιτίθενται σὲ κάθε ἀλλαγὴ καὶ νὰ βλέπουν τὴν Ἐκκλησία ὡς προστάτη ὠρισμένων ἠθικῶν κανόνων ἤ ἑνὸς στείρου συντηρητισμοῦ καὶ τίποτε περισσότερο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ Πολιτεία, ἀκριβῶς γιατί ἡ Ἐκκλησία ἀρνεῖται νὰ δεχθῆ τὴ νέα πραγματικότητα, εἶναι ἕτοιμη νὰ προχωρήση στὴν Εὐρώπη χωρὶς τὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ λάθος εἶναι τεράστιο καὶ στὶς δυὸ πλευρές, καὶ εἶναι λάθος ρεαλισμοῦ. Γιατί ἁπλούστατα οὔτε ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ πλέον νὰ προσποιῆται ὅτι ἐκφράζει, ὅπως ἄλλοτε, τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα, οὔτε ἡ Πολιτεία μπορεῖ νὰ ἀγνοήση ὅτι ἡ πνευματικὴ ταυτότητα τοῦ νεοέλληνα, ἡ ἑλληνικότητά του, εἶναι δεμένη μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι τὸ συμπέρασμα φαίνεται νὰ εἶναι ὅτι γιὰ τὴν εἴσοδό μας στὴν Εὐρώπη καὶ τὴ συμβολή μας στὴν πνευματική της ἑνότητα χρειαζόμαστε τὴν ἑλληνική μας ταυτότητα, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ ἐκείνη ποὺ διαμόρφωσεν ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία.


Τὸ πείραμα μιᾶς ἑλληνικότητας χωρὶς Ὀρθοδοξία ποὺ ἔγινε στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα ἀπέτυχε καὶ τὴν ἀποτυχία του τὴ μαρτυρεῖ ὄχι ἡ Ἐκκλησία ἀλλὰ ἡ ἔντονη ἀναζήτηση τῆς ἱστορικῆς κληρονομιᾶς μας ποὺ διαπυρώνει τὴ νέα ἑλληνικὴ πνευματικὴ ζωή, τὴν μουσική, τὴν ποίηση, τὴν τέχνη γενικά. Ὅσο πιὸ πολὺ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν ἑλληνικότητά μας, τόσο πιὸ πολὺ πίνουμε τὸ νερὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ξαναγυρίζοντας ἄθελά μας στὴ Βυζαντινὴ εἰκόνα καὶ μουσική, ἀκόμα καὶ στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ καμιὰ ἐπιστροφὴ δὲν δημιουργεῖ ταυτότητα πνευματική, ἂν εἶναι ἁπλῶς ἐπιστροφὴ στὸ παρελθόν. Ὁ Ἰουλιανὸς ἀπέτυχε καὶ μαζί του καὶ ἡ ἑλληνικὴ ταυτότητα ποὺ ἤθελε νὰ ἀναστήση, γιατί πῆρε τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία κέρδισε τότε τὸ μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ γιατί δὲν ἦταν ἐπιστροφή, ἀλλὰ δημιουργικὴ σύνθεση.

Ἔτσι καὶ σήμερα, γιὰ νὰ φέρη στὸ φῶς τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα ἡ Ὀρθοδοξία δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἁπλὴ ἐπιστροφὴ στὶς μορφὲς τοῦ παρελθόντος, ἕνας νοσταλγικὸς «ἔρως ὀρθοδοξίας» ποὺ δὲν περνᾶ ἀπὸ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα. Καὶ ἡ σημερινὴ πραγματικότητα γιὰ τὴν Ἑλλάδα εἶναι ἡ Εὐρώπη. Ὁ ἑλληνισμὸς πρέπει νὰ ἀναπλασθῆ στὰ βασικὰ συστατικὰ στοιχεῖα του, χωρὶς νὰ χάση τὴν ἑλληνικότητά του, περνώντας μέσα ἀπὸ τὴ νέα αὐτὴ πραγματικότητα τῆς Εὐρώπης. Καὶ ἀφοῦ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀναπόφευκτα βασικὰ συστατικά του εἶναι ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία, εἶναι καιρὸς νὰ μελετήσουμε βαθειὰ τὸ πρόβλημα τῆς συμβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα μὲ τὴν ὁποία καλούμεθα νὰ ἐμφανισθοῦμε σήμερα.

Αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη χωρὶς χρονοτριβή, ἂν θέλουμε ἡ εἴσοδός μας στὴν Εὐρώπη νὰ γίνη μὲ τὴ δική μας ἑλληνικὴ ταυτότητα καὶ συγχρόνως νὰ σημάνη τὴ βεβαίωση τῶν ἑλληνικῶν καταβολῶν τῆς ἑλληνικότητας τῆς Εὐρώπης.


ΙΙ

Ποιὰ ἦταν ἡ μοίρα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος στὰ χέρια τοῦ Χριστιανισμοῦ; Μὲ ποιὸν τρόπο οἰκοιώθηκε καὶ μετέπλασε τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα ἡ Εὐρώπη καὶ μὲ ποιὸν ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία; Τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ εἶναι θεμελιακὰ καὶ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ βροῦν τὴν ὁλοκληρωμένη ἀπάντησή τους σὲ ἕνα ἄρθρο τόσο περιορισμένο ὅσο αὐτὸ ἐδῶ. Μόνο τὰ πιὸ βασικὰ καὶ καίρια σημεῖα μποροῦν νὰ ἐπισημανθοῦν ἐδῶ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ διαφωτισθεῖ κάπως τὸ τεράστιο πρόβλημα ποὺ θέσαμε.

Δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα ξεπήδησε ἀπὸ τὴν πρώιμη σκέψη τοῦ Αὐγουστίνου. Ἂν ἀφαιρέσεις τὸν Αὐγουστίνο ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη, ὅλο τὸ οἰκοδόμημά της καταρρέει, ἀκριβῶς ὅπως ἂν ἀφαιρέσεις τοὺς Ἕλληνες πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχεις πιὰ Ὀρθοδοξία. Ἔτσι εἶναι ἀνάγκη νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ σημασία τῶν ἐξελίξεων ποὺ ὑφίσταται τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα καθὼς περνάει ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ κανάλια γιὰ νὰ φθάσει ὡς ἐμᾶς.

Ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ πρόσωπα ποὺ ἐπιλέγαμε γιὰ νὰ συστηματοποιήσουμε τὴν πορεία τῆς Ἱστορίας, ἔτσι καὶ μὲ τὸν Αὐγουστίνο, ἡ σκέψη του ἐκφράζει μιὰ γενικότερη στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο, ποὺ χαρακτηρίζει μία ὁλόκληρη παράδοση. Καὶ ἡ παράδοση αὐτή, αὐτὴ ἡ γενικότερη στάση ποὺ ἐνσαρκώνεται ἀπὸ πολλούς, εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ μπορούσαμε στὴν περίπτωση αὐτὴ νὰ τὸ ὀνομάσουμε Δύση. Ὁ Αὐγουστίνος ἐκφράζει τὴ Δύση μὲ ἕνα τρόπο χριστιανικό, μία Δύση ποὺ εἶχε ἤδη πρὶν ἀπ' αὐτὸν οἰκειωθεῖ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα μὲ τὸ δικό της τρόπο. Ἡ προσφορὰ τοῦ Αὐγουστίνου ἔγκειται στὸ ὅτι προσπάθησε νὰ ἐκχριστιανίσει τὸ δυτικοποιημένο αὐτὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα, πράγμα ποὺ τὸν ἔκαμε πατέρα τῆς Εὐρώπης.

Ἡ δυτικὴ στάση ἀπέναντι τοῦ κόσμου, ὅπως τὴν ἐξέφραζαν οἱ Λατίνοι τῆς Ρώμης καὶ τῆς Βόρειας Ἀφρικῆς, εἶχε κοινὸ χαρακτηριστικό της τὴν μέριμνα γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν ὄντων ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι χρήσιμα. Αὐτὸ ἐξωτερικὰ ὁδήγησε στὴ θαυμαστὴ ἐπιτυχία τῆς ὀργανώσεως τῶν θεσμῶν καὶ τοῦ κράτους ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἐνῶ φιλοσοφικὰ εἶχε ἄλλες βαθύτερες συνέπειες. Γιὰ νὰ εἶναι τὰ ὄντα πρόσφορα σὲ ὀργάνωση, ταξινόμηση, χρησιμότητα κ. λ. π., χρειάζεται μιὰ κάποια σταθερότητα, μιὰ ἀντικειμενοποίηση. Ἔτσι ὅλες οἱ θέσεις - κλειδιὰ τῆς κλασικῆς ἑλληνικῆς σκέψεως δυτικοποιήθηκαν περνώντας ἀπ' αὐτὴ τὴν στατικοποίηση καὶ ἀντικειμενοποίηση.

Ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, ἔδειξε τόσο πειστικὰ ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ ὅρος «φύσις» μεταφερόμενος στὴ σκέψη τῶν Ρωμαίων ὡς narura ἔχασε τὴν ἀρχικὴ δυναμικότητά του («φύσις» ἀπὸ τὸ «φύω» — τὸ εἶναι στὴ δυναμική του ἀνάπτυξη) καὶ ἔγινε στατικὴ ἀντικειμενικὴ «πραγματικότητα». Τὸ ἴδιο καὶ «ὁ «λόγος» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ποὺ ἦταν αὐτὴ «ἡ μυστικὴ δύναμη τῆς «συλλογῆς» τῶν ὄντων σὲ μιὰ ἑνότητα θαμβωτικὴ καὶ κάτ’ ἐξοχὴν αἰσθητικὴ (οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦταν «ὁ πιὸ αἰσθητικὸς λαὸς τῆς Ἱστορίας), ἔγινε στὰ χέρια τῶν Ρωμαίων μιὰ δύναμη τοῦ νοῦ νὰ ἀναλύει μᾶλλον παρὰ νὰ συλλέγει τὰ ὄντα, ἤ νὰ τὰ συλλέγει ἀφοῦ τὰ ἀναλύσει, δηλαδὴ μία καταδυνάστευση τοῦ εἶναι ἀπὸ τὸ σκέπτεσθαι — ἡ πηγὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ πιθανῶς καὶ τῆς τεχνολογίας.

Τελικά, γιὰ νὰ ἀναφερθοῦμε στὸ πιὸ ἄμεσα ἐνδιαφέρον θέμα, παρόμοια ἦταν ἡ τύχη καὶ τῆς νέας πιά, καθαρὰ χριστιανικῆς προελεύσεως, κατηγορίας γιὰ τὴν ὁποία τόσο πολλὰ χρωστᾶ ἡ Δύση στὸν Αὐγουστίνο εἰδικά. Πρόκειται γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου.

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου προϋποθέτει ἱστορικὰ τὴν χριστιανικὴ προβληματικὴ ὡς πρὸς τὸ θέμα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδιαίτερά της Τριαδικῆς ὑπάρξεώς Του. Ὁ Αὐγουστίνος πράγματι ἔδωσε στὴν κατηγορία τοῦ προσώπου τόσο κεντρικὴ σημασία ὥστε νὰ σημειώνει, χάρη σ' αὐτὴ τὴν ἔννοια καὶ μόνο, αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ γένεση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος. Ἀλλὰ πῶς ἐννοεῖ ὁ Αὐγουστίνος τὸ πρόσωπο; Ἐδῶ κεῖται τὸ καίριο πρόβλημα τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας.

Τὸ πρόσωπο, ὅπως τὸ ἀναπτύσσει ὁ Αὐγουστίνος, φαίνεται νὰ εἶναι μία ἄρνηση τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως πρὸς χάριν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ὁ Αὐγουστίνος, μὲ μιὰ ρωμαλέα πνευματικὴ κίνηση, στρέφει τὸν καταρρέοντα δυτικὸ ἄνθρωπο πρὸς τὰ «ἔσω». Ὅταν ἡ ἐμπιστοσύνη στοὺς θεσμοὺς κλονίζεται καὶ ὅλα φαίνονται νὰ ἀπειλοῦνται μὲ ἀφανισμό, σ' αὐτὸ τὸ κρίσιμο σημεῖο τῆς Ἱστορίας τῆς Δύσεως στὸ ὁποῖο ζεῖ ὁ Αὐγουστίνος, ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος μαθαίνει νὰ κοιτάζει μέσα του καὶ νὰ ἀνακαλύπτει ἐκεῖ ὁλόκληρους κόσμους, πιὸ μεγάλους καὶ πιὸ θαυμαστοὺς ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ θάμπωνε τὴν ἑλληνικὴ σκέψη. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τῆς Δύσεως ἀνακαλύπτει, χάρη στὸν Αὐγουστίνο, τὸ ὑποκείμενο, αὐτὸν τὸν μυστηριώδη ἐσωτερικὸ κόσμο ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀντιφατικὲς δυνάμεις, ἀκόμα καὶ σκοτεινὰ διαμερίσματα, τὰ ὁποῖα ὁ κλασικὸς Ἕλληνας θὰ ἔσπευδε νὰ τὰ ἐκθέσει στὸ φῶς.

Μὲ τὸν Αὐγουστίνο ἡ Δύση μπῆκε στὸ μεγάλο δικό της πιὰ δρόμο. Δὲν ξέχασε ποτὲ τὸ ρωμαϊσμό της καὶ ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ πιστεύει στὴ δύναμη τῶν θεσμῶν, τῆς ὀργανώσεως τῶν ὄντων σὲ χρήσιμα καὶ ἀποδοτικὰ ἀντικείμενα. Ἀλλὰ κάθε φορὰ ποὺ ἡ πίστη αὐτὴ ἀποδεικνύονταν μάταιη, ἀφοῦ οἱ θεσμοὶ μοιραία κάποτε καταρρέουν, εἶχε πιά, χάρη στὸν Αὐγουστίνειο χριστιανισμό της, τὴ δυνατότητα νὰ στρέφεται στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ὑποκειμένου. Ψυχολογία, μυστικισμός, εὐσεβισμός, Καρτεσιανὴ σκέψη, ὁ Pascal, Ρομαντισμός, ἀκόμα καὶ σύγχρονος ὑπαρξισμός, ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ τυπικὰ ἐπιτεύγματα τῆς Δύσεως, εἶναι γεννήματα αὐτοῦ του ἐκχριστιανισμένου ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο ἑλληνισμοῦ ποὺ δημιούργησε τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα. Μὲ μιὰ γενίκευση πού, παρὰ τὸν κίνδυνο νὰ κατηγορηθεῖ γιὰ ἁπλούστευση, μπορεῖ νὰ εὐσταθήσει, ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ σὰν μία ἀδιάκοπη παλινδρόμηση ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα στὸ ὑποκείμενο, ἀπὸ τὴν δράση στὴν πίστη, ἀπὸ τὸ σύνολο στὸ ἄτομο, ἀπὸ τὴν θεσμοποίηση στὴν ἐπανάσταση, ἀκόμα καὶ στὸν μηδενισμό.

Τὸ τελευταῖο αὐτὸ σημεῖο μᾶς εἰσάγει στὸ βάθος τοῦ προβλήματος. Πῶς ἐξηγεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ εὐρωπαϊκὴ σκέψη, παρὰ τὶς ἑλληνικὲς ρίζες της, παρήγαγε ἕνα Nietzche καὶ ἔθρεψε μέσα στοὺς κόλπους της αὐτὸ ποὺ ἡ κλασικὴ Ἑλλάδα δὲν θὰ μποροῦσε οὔτε νὰ διανοηθεῖ: τὸν μηδενισμό; Εἶναι ἄραγε ἡ ροπὴ γιὰ τὴ δύναμη, (αὐτὴν ποὺ φθάνει ὡς τὴν καταστροφὴ) ποὺ τὸ δυνατὸ τευτονικὸ πνεῦμα συνεισέφερε στὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη, ἤ εἶναι καὶ κάτι ποὺ ἀνάγεται σ' αὐτὲς τὶς ρίζες τῆς Εὐρώπης, δηλαδὴ στὸν ἐκχριστιανισμὸ τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο; Ἀνεξάρτητα ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐξήγηση, καὶ μόνο τὸ δεύτερο αὐτὸ σημεῖο θὰ μποροῦσε νὰ διαφωτίσει τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἱκανοποιητικά. Μὲ τὴν προβολὴ τοῦ προσώπου ὡς ὑποκειμένου ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο, ἤ ὡς ἀτόμου ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Βοήθιο, δημιουργήθηκε μία αὐτονόμηση τοῦ «ἐγὼ» καὶ μιὰ ἀντιπαράταξή του πρὸς τὸν κόσμο ἤ τὴν φύση. Ἡ Ἱστορία ἀντικατέστησε τὴν ὀντολογία, καὶ τὸ ἀνθρώπινο «ἐγὼ» ὡς ὁ κατασκευαστὴς τῆς Ἱστορίας ἔγινε αὐτόνομη περιοχὴ ὑπάρξεως, μὲ τοὺς δικούς της νόμους καὶ αὐτοτέλεια.

Στὸ χῶρο τῆς θεολογίας καὶ τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας αὐτὸ ἐσήμανε τὴν ἐσωτερικοποίηση καὶ «πνευματοποίηση» τοῦ «ἐγὼ» ἤ τῆς ψυχῆς μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε ἀπὸ τὸν Αὐγουστίνο καὶ πέρα νὰ μπορεῖ νὰ γίνει λόγος ἀκόμα καὶ γιὰ αἰώνια ζωὴ ἡ «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» μὲ μόνη ἀναφορὰ στὰ ἀνθρώπινα ὑποκείμενα καὶ χωρὶς μιὰ γενικότερη μεταμόρφωση τοῦ φυσικοῦ κόσμου ὁλόκληρου. Στὴ φιλοσοφικὴ σκέψη ἡ ἐξέλιξη αὐτὴ ἐσήμανε τὴν τραγικὴ διχοτόμηση ἀνάμεσα στὴν Ἱστορία καὶ στὴν ὀντολογία, ποὺ συνοδεύει ἀκόμη τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη. Ἔτσι κάθε ἔξαρση τοῦ προσώπου ὁδηγεῖ ἀργὰ ἤ γρήγορα τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη στὴν ἀπόρριψη τῆς ὀντολογίας, ὅπως καὶ κάθε ἔξαρση τῆς ὀντολογίας (π.χ. ἀπὸ τὴ Μεσαιωνικὴ Σχολαστικὴ φιλοσοφία) ὁδηγεῖ στὴν ἀνάγκη νὰ ἐξαρθεῖ τὸ πρόσωπο σὲ βάρος τῆς οὐσίας (ὅπως συμβαίνει στὸν Ὑπαρξισμό). Ὁ μηδενισμὸς γίνεται ἔτσι τὸ συνακόλουθό τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία, γιὰ νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὸν θανάσιμο ἐναγκαλισμό του, ὑποχρεώνεται συχνὰ σὲ ἀκρωτηριασμὸ ἤ καὶ αὐτοαναίρεση.


III

Στὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία, ὅπως διαμορφώθηκε κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, ἡ ἔννοια τοῦ προσώπου πῆρε ἐντελῶς διαφορετικὸ περιεχόμενο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἔδωσε στὴ Δύση ὁ Αὐγουστίνος. Ἐδῶ τὸ πρόσωπο δὲν ἐκφράστηκε ψυχολογικά, σὰν ἐσωτερίκευση καὶ ἐνδοστρέφεια τοῦ ὑποκειμένου. Ὁ εὐσεβισμός, ὁ ρομαντισμὸς καὶ ὁ ψυχολογικὸς ἀτομικὸς μυστικισμὸς δὲν βρῆκαν πρόσφορο ἔδαφος στὴν Ὀρθοδοξία. Τὸ πρόσωπο δὲν θεωρήθηκε ὡς ἄτομο, ὡς ὑποκείμενο, καὶ γι' αὐτὸ ἡ ἐλευθερία του δὲν τέθηκε ποτὲ σὲ ἀντιπαράθεση ἤ ἀντιδικία μὲ τὸν «ἄλλο», ὅπως συνέβη ἐπὶ παραδείγματι στὸν ὑπαρξισμὸ τοῦ Sartre. Μὲ βάση κυρίως τὴν Τριαδικὴ θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τὸ πρόσωπο θεωρήθηκε πάντοτε ὡς μία ταυτότητα ποὺ πηγάζει ἀπὸ κάποια σχέση, ὡς ἑτερότητα ποὺ γεννιέται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ μία σχέση μὲ κάποιον ἄλλον. Ἔτσι ἡ ἐλευθερία ἔγινε ταυτόσημη μὲ τὴν ἀγάπη: ὅσο πιὸ πολὺ ἀγαπᾶ κανείς, τόσο πιὸ ἐλεύθερος εἶναι. Γιατί ἐλευθερία εἶναι πρῶτα καὶ κύρια ἡ ἀποδέσμευση ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ «ἐγώ», ὄχι ἡ συνειδητοποίηση τῶν ὁρίων καὶ τῆς αὐτονομίας του. Εἶναι τὸ σπάσιμο τῶν ὁρίων ποὺ θέτει γύρω του τὸ ἄτομο, γιὰ νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὸν «ἄλλο», ἡ ἔξοδός του ἀπὸ τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν ἄλλο. Ἡ ἐλευθερία στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν εἶναι, ὅπως στὸν Αὐγουστίνο, καὶ τὴ μετέπετα Δυτικὴ σκέψη ἀπὸ τὸν Καρτέσιο ὡς τὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὸν Ρομαντισμό, ἀποτέλεσμα τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ προσώπου, ἀλλὰ τῆς ἐκστάσεώς του σὲ μία κίνηση ἑνώσεως μὲ τὸ «σὺ» καὶ τὸ «ἐμεῖς». Ἀπὸ αὐτὴ τὴν «ἀγαπητικὴ σχέση», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ξεπηδάει ἡ ἑτερότητα καὶ ἡ ἀπόλυτη ταυτότητα τοῦ προσώπου. Κάθε ἐνδοστρέφεια, κάθε «ἀναχώρησις εἰς ἑαυτὸν» ἀπειλεῖ ἀντὶ νὰ τροφοδοτεῖ τὸ πρόσωπο, τὴν ἑτερότητα καὶ τὴν ἐλευθερία του.


Ἔτσι ἀποφεύχθηκαν στὴν Ὀρθοδοξία δύο βασικοὶ κίνδυνοι πού, ὅπως εἴδαμε, παρεισέφρυσαν στὴ Δυτικὴ εὐρωπαϊκὴ σκέψη. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ κίνδυνος τοῦ μηδενισμοῦ. Στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο ὁ μηδενισμὸς δὲν εἶχε θέση καὶ ἀποφεύχθηκε, πάντοτε ὅμως χάρη στὴν ἀντίληψη ποὺ ἐκφράζει τόσο σκληρά, θὰ ἔλεγε κανείς, ὁ Πλάτων στὸ 10ο βιβλίο τῶν Νόμων του, ὅτι τὸ μερικὸ ὑπάρχει πρὸς χάριν τοῦ ὅλου, καὶ ὄχι τὸ ὅλο πρὸς χάριν τοῦ ἐπὶ μέρους — δηλαδὴ στὴν ἀντίληψη ποὺ οὐσιαστικὰ ὑποτάσσει τὴν ἐλευθερία τοῦ προσώπου στὸ «ὅλον», στὴν κοσμική, κοινωνικὴ ἤ ἠθικὴ ἑνότητα καὶ ἁρμονία τονίζοντας στὸν ἄνθρωπο πὼς «αὐτὸ (τὸ ὅλο) δὲν ἦρθε στὴν ὕπαρξη πρὸς χάρη σου, ἀλλὰ ἐσὺ πρὸς χάρη του» (Νόμοι Χ, 905 cd).

Ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὴ Βιβλικὴ ἀντίληψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπάρχει χάριν τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἀντίθετα — ὁ κόσμος ὑπάρχει χάριν τοῦ ἀνθρώπου, ἔκαμε τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου ἀπόλυτη καὶ πρωταρχική. Ἀλλά, ἐνῶ στὴ Χριστινικὴ Δυτικὴ σκέψη, ποὺ ταύτισε τὸ πρόσωπο μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία τοῦ ὑποκειμένου, ἡ ἐλευθερία αὐτὴ ἔφερε τὸ πρόσωπο ἀντιμέτωπο στὸν «ἄλλο», καὶ παρήγαγε ἔτσι τὰ σπέρματα τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τοῦ μηδενισμοῦ, στὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου νοήθηκε ὡς ἀγάπη, ὡς ἐλευθερία ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἀτόμου, ὡς ἐλεύθερη ὑποταγὴ τοῦ θελήματος τοῦ «ἐγὼ» στὸ θέλημα τοῦ «σύ», ὡς «ἀγαπητικὴ σχέση».

Ἂν ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὸ Χριστιανισμὸ δὲν εἶναι σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀγάπη — μία ἀγάπη ὅμως ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε λογικὴ αἰτιότητα, ὅπως τὴν περιγράφει ὁ ἀείμνηστος Συκουτρὴς ἀντιπαραβάλλοντάς την πρὸς τὸν Πλατωνικὸ ἔρωτα στὴν «Εἰσαγωγή» του στὸ Συμπόσιο τοῦ Πλάτωνα — ἡ Ὀρθοδοξία ἔδωσε σ' αὐτὴν τὴν ἐλεύθερη ἀγάπη ὀντολογικὸ περιεχόμενο κάνοντάς την ἀρχὴ καὶ αἴτιο ὑπάρξεως: ἀντὶ νὰ τὴν ὑποτάξει στὸ λόγο τῶν ὄντων, ὑπέταξε τὸ λόγο τῶν ὄντων σ' αὐτήν, ἤ μᾶλλον τὸν ταύτισε μαζί της. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διατηρήθηκε ἡ κλασικὴ ἑλληνικὴ ἀποστροφὴ πρὸς τὸν μηδενισμό, χωρὶς νὰ θυσιαστεῖ ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου, στὴν ὁποία ἐπέμεινε ὁ Χριστιανισμός.

Ὁ δεύτερος κίνδυνος, ποὺ ἀποφεύχθηκε στὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία, συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν πρῶτο. Πρόκειται γι' αὐτὸ ποὺ ὀνομάσαμε πιὸ πάνω παλινδρόμηση ἀνάμεσα στὴ Σκύλλα τοῦ ἀτομισμοῦ καὶ τὴ Χάρυβδη τοῦ κολλεκτιβισμοῦ. Ὅταν ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγάπη, τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ «ἐγὼ» πρὸς τὸ «σὺ» ὅταν τὸ πρόσωπο ὡς ἑτερότητα ἀναδύεται ἀπαραίτητα ἀπὸ μιὰ σχέση μὲ τὸν ἄλλο καὶ ὄχι ἀπὸ μιὰ ἐνδοστρεφῆ αὐτοβεβαίωση τοῦ ὑποκειμένου• τότε δὲν τίθεται ποτὲ τὸ δίλημμα «ἀτομικότητα ἤ συλλογικότητα». Ἀντὶ τοῦ διλήμματος αὐτοῦ ἀναπτύσσεται στὸν πολιτισμὸ μία ὑγιὴς ἔννοια κοινότητας, μέσα στὴν ὁποία ἀνθεῖ ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου. «Ὑγιὴς» δὲ ἔννοια κοινότητας σημαίνει μία κοινωνία, ἡ ὁποία ὑπάρχει ὄχι γιὰ νὰ ὑποχρεώνει τὸ πρόσωπο σὲ συμμόρφωση πρὸς μία δεδομένη (ἰδεολογικὰ ἡ ἠθικὰ) ἁρμονία τοῦ ὅλου, ἀλλὰ ποὺ ἀντλεῖ τὴν ἑνότητα τοῦ ὅλου ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῶν προσώπων καὶ περιθάλπει τὸ πρόσωπο νὰ ἀναδυθεῖ ὡς ἐλεύθερη, μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη ταυτότητα — μία κοινότητα δηλαδὴ πού, ἀντὶ νὰ ἀντιμάχεται, καλλιεργεῖ καὶ σέβεται τὴν ἑτερότητα, δίνοντας αὐτὴ πλέον τὴν πρέπουσα προτεραιότητα στὸ πρόσωπο καὶ ἀντλώντας ἡ ἴδια τὴν ἑνότητα καὶ ἁρμονία τοῦ συνόλου της ἀπὸ τὴν ἐλευθερία καὶ ἑτερότητα τῶν προσώπων.


IV

Ὅλα αὐτὰ ἴσως νὰ μὴν ἔγιναν ποτὲ πλήρεις ἱστορικὲς πραγματικότητες, ὑλοποιημένες θεσμικὰ στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας (θὰ ἦταν παράτολμο νὰ ταυτίσει κανεὶς ἐπὶ παραδείγματι τὸ Βυζάντιο μὲ μία μορφὴ ἱστορικῆς ὑλοποιήσεως τῆς Ὀρθοδοξίας). Ἀποτέλεσαν ὅμως τὸ πνεῦμα ποὺ κυριάρχησε στὴν ἱστορία αὐτή. Καὶ ἐνῶ τὸ πνεῦμα δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἐξαντληθεῖ στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, ἐν τούτοις αὐτὸ εἶναι ποὺ τὴν νοηματίζει καὶ τὴν κατευθύνει, καί, ἂν μὴ τί ἄλλο, τὴν προφυλάσσει ἀπὸ καταστρεπτικοὺς κινδύνους. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ φέρνει μαζί της ἡ ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία. Καὶ εἶναι ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχει ἡ Ἑλλάδα νὰ προσφέρει στὴν Εὐρώπη σήμερα.

Ἀλλὰ γιὰ νὰ κάμει τὴν προσφορὰ αὐτὴ ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα πρέπει ἡ ἴδια νὰ συνειδητοποιήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ πνεύματος. Αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Τὴ δυσκολεύει πρῶτα τὸ ὅτι οἱ φορεῖς ποὺ εἶναι κατ' ἐξοχὴν ταγμένοι στὴ διαφύλαξη, ἑρμηνεία καὶ μετάδοση αὐτοῦ τοῦ πνεύματος — κυρίως ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ θεολογία — ἔχουν περιπέσει εἴτε σὲ ἀδράνεια εἴτε σὲ μία οὐσιαστικὴ ἄγνοια τῆς σημασίας τοῦ πνεύματος ποὺ εἶναι ταγμένοι νὰ ἐκπροσωποῦν. Μία ἄλλη δυσκολία προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐπίσημη παιδεία, ποὺ δὲν ἔχει καταλάβει ὅτι χωρὶς τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία δὲν ὑπάρχει ἑλληνικὴ ταυτότητα ἄξια νὰ συμβάλει θετικὰ στὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Εὐρώπης. Γιὰ νὰ ξεπεραστοῦν οἱ δυσκολίες αὐτὲς εἶναι ἀνάγκη νὰ δοθεῖ ἀπόλυτη προτεραιότητα ἀπὸ τοὺς ἐπισήμους θεσμοὺς ποὺ διαθέτει ἡ χώρα (Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Πανεπιστήμια, Ἱδρύματα ἐρευνῶν κ.λ.π.) στὴ μελέτη τοῦ τεράστιου θέματος τῆς σχέσεως Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ, τόσο στὸ ἱστορικό του εὖρος ὅσο καὶ κυρίως στὸ φιλοσοφικὸ καὶ ὑπαρξιακό του βάθος. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνει μὲ τὸ ἕνα μάτι στραμμένο στὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα καὶ τὸ ἄλλο στὴν Ἱστορικὴ πορεία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος. Ἂν δὲν γίνει αὐτὸ τώρα, ἴσως νὰ εἶναι πιὰ ἀργὰ γιὰ τὴν τύχη ὄχι μόνο τῆς Εὐρώπης, ποὺ χρειάζεται ἀπόλυτα τὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία γιὰ νὰ ἐπιζήσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα, ποὺ θὰ κινδυνεύει νὰ ἀλλοιωθεῖ καὶ ἴσως νὰ χαθεῖ ὁλοσχερῶς.

Κυριακή, Οκτωβρίου 23, 2011

Χριστός και Ευρώπη, Ένας δραματικός διάλογος(Αγίου Νικολάου Επίσκοπου Αχρίδος και Ζίτσης (1956)


Διά τού Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Πόποβιτς (1979)

Ο Χριστός ρωτά με λύπη.
-Πώς μπορείτε εσείς οι άνθρωποι να ζείτε μόνο με τα ιμπεριαλιστικά, υλικά συμφέροντα, δηλαδή με την ζωώδη μόνο επιθυμία για την σωματική τροφή; Εγώ ήθελα να σας κάμω Θεούς και υιούς Θεού και σεις φεύγετε και επιδιώκετε να εξισωθείτε με τα υποζύγια.

Σ’ αυτό απαντά η Ευρώπη:
-Εσύ είσαι καθυστερημένος. Στην θέση του Ευαγγελίου σου βρήκαμε την βιολογία και την ζωολογία. Τώρα γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε δικοί σου απόγονοι και του ουρανίου πατέρα σου, αλλά απόγονοι των ουραγκοτάγκων και των γοριλών, δηλαδή του πιθήκου. Εμείς τώρα τελειοποιούμαστε για να γίνουμε θεοί. Γιατί δεν παραδεχόμαστε άλλους θεούς εκτός από εμάς.

Σ’ αυτό ο Χριστός λέγει:
-Εσείς είσθε περισσότερο σκληροτράχηλοι από τους αρχαίους Εβραίους. Εγώ σας σήκωσα από το σκοτάδι της βαρβαρότητας στο ουράνιο φως, και σεις πηγαίνετε πάλι πίσω στο σκοτάδι, όπως το βουβάλι ατή λάσπη. Εγώ έχυσα το αίμα μου για χάρη σας. Εγώ σας έδειξα την αγάπη μου, όταν όλοι οι Άγγελοι μου απέστρεφαν τα πρόσωπα τους μη μπορώντας να υποφέρουν την δυσωδία σας, δυσωδία του Άδη. Όταν λοιπόν εσείς ήσασταν σκοτάδι και δυσωδία, ήμουν ό μόνος πού στάθηκα να σας καθαρίσω και να σας φωτίσω. Να μην είσθε λοιπόν τώρα άπιστοι, γιατί θα επιστρέψετε πάλι σ’ εκείνον τον ανυπόφορο ζόφο και τη δυσωδία.
Σ’ αυτό η Ευρώπη φωνάζει περιπαικτικά:
-Φύγε από μας. Δεν σε αναγνωρίζουμε. Εμείς ακολουθούμε την ελληνική φιλοσοφία και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και την κουλτούρα, θέλουμε ελευθερία. Εμείς έχουμε τα πανεπιστήμια. Η επιστήμη είναι το οδηγητικό μας αστέρι. Το σύνθημα μας είναι: ελευθερία, αδελφοσύνη, ισότητα. Ο νους μας είναι ό θεός των θεών. Εσύ είσαι Ασιάτης. Εμείς σε αρνούμαστε. Εσύ είσαι μόνο ένας παλαιός μύθος των γιαγιάδων και των παππούδων μας.
Τότε ο Χριστός με δάκρυα στα ματιά Του λέγει:
-Ιδού εγώ φεύγω, αλλά εσείς θα δείτε. Αφήσατε την οδό του Θεού και ακολουθήσατε την σατανική οδό. Η ευλογία και ή ευτυχία αφαιρέθηκαν από σας. Στο χέρι μου βρίσκεται η ζωή σας, γιατί εγώ σταυρώθηκα για σας. Παρά ταύτα δεν θα σας τιμωρήσω εγώ, αλλά οι αμαρτίες σας και η αποστασία σας από έμενα τον Σωτήρα σας. Εγώ φανέρωσα την αγάπη του Πατέρα μου προς όλους τους ανθρώπους και ήθελα με αγάπη να σας σώσω όλους.
πηγή: http://www.pigizois.net

Κυριακή, Ιουλίου 24, 2011

Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης, Άγιον Όρος και Ευρώπη

undefined

Άγιον Όρος και Ευρώπη

Γράφει ο μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης
Από 8 έως 9.7.2011 πραγματοποιήθηκε στο ωραίο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας πανευρωπαϊκό συνέδριο με θέμα: “Η εισφορά του Αγίου Όρους στην ευρωπαϊκή και διανοητική παράδοση”. Κύριος οργανωτής ήταν το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ “Διάλογος των πολιτισμών” που εδρεύει στη Μόσχα. Συνδιοργανωτές ήταν: Η “Ένωση Φίλων του Αγίου Όρους” της Οξφόρδης, η “Εταιρία Προωθήσεως Βυζαντινών Μελετών” του Μπέρμιγχαμ, το “Ινστιτούτο Ορθοδόξων Χριστιανικών Μελετών” του Κέμπριτζ, το “Κέντρο της Ανατολικής Ορθόδοξης Θεολογίας” του Άμστερνταμ και η “Έδρα της Ορθόδοξης Θεολογίας του Μονάχου”. Συμμετείχαν κληρικοί, μοναχοί, ερευνητές της θεολογίας, της ιστορίας και της φιλοσοφίας. Πρόεδρος του συνεδρίου ήταν ο κ. Βλαδίμηρος Yaknnin, πρόεδρος του Συμβουλίου Κηδεμονίας του Ιδρύματος “Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος”. Την έναρξη του συνεδρίου κήρυξε ο πρώην γενικός γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης κ. Walter Schwimmer.
Από το Άγιον Όρος εισηγητές ήταν ο αρχιμ. Εφραίμ Βατοπεδινός με θέμα “Οι προσκυνητές του Αγίου Όρους” και ο υπογράφων με θέμα “Η αποστολή του Αγίου Όρους και οι θρησκευτικές αναζητήσεις των σύγχρονων Ευρωπαίων”. Από την Ελλάδα εισηγητές ήταν οι κύριοι Κ. Χρυσοχοΐδης, Ι. Κονιδάρης και Σ. Μπαζίνας. Οι δύο τελευταίοι μίλησαν για το ειδικό νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους. Στις στρογγυλές τράπεζες συζητήσεων έλαβαν μέρος αρκετοί με ενδιαφέροντα θέματα.
Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε από όλους στη σχέση της πνευματικής και της διανοητικής ζωής στην ορθόδοξη παράδοση. Συζητήθηκαν οι σύγχρονες τάσεις, που σχετίζονται με την αύξηση της σημασίας των θεσμών της θρησκευτικής ζωής στην Ευρώπη, καθώς και η σχέση τους με το Άγιον Όρος. Τονίστηκε το ενδιαφέρον πολλών διανοούμενων Ευρωπαίων στο να επισκέπτονται το Άγιον Όρος. Αναφέρθηκε με επίταση ότι είναι χριστιανικές οι ρίζες της Ευρώπης. Το Άγιον Όρος δεν είναι απλά ένα αξιοθέατο και ένα αξιόλογο μουσείο, αλλά ιερός τόπος, με σημαντικό τρόπο ζωής, υπερχιλιόχρονη ιστορία, παράδοση, ζωή και πλούσια προσφορά.
Έγινε εκτεταμένη αναφορά στον διάλογο των πολιτισμών, την αποστολή του Αγίου Όρους, τις απαντήσεις στις προκλήσεις των καιρών και τα σύγχρονα ρεύματα. Εντύπωση μεγάλη έκανε η εκτεταμένη αναφορά στην κληρονομιά του ιερού αγιορειτικού ησυχασμού στη σύγχρονη ζωή, το κήρυγμα και τους θεολογικούς προσανατολισμούς. Μνεία έγινε επίσης για τις προοπτικές κοινωνικών πρωτοβουλιών και την υποστήριξη του Αγίου Όρους και των πνευματικών βάσεων της ευρωπαϊκής παραδόσεως.
Σε μία από τις συνεδρίες αναφέρθηκε σε μία εισήγηση το ληγμένο θέμα περί διεθνοποιήσεως του Αγίου Όρους. Τελικά εμφαντικά διατυπώθηκε ότι το Άγιον Όρος είναι αγέρωχο κάστρο της Ορθοδοξίας, πανορθόδοξο κέντρο, οικουμενική εστία, αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού κράτους, αυτοδιοίκητο, υπό την πνευματική εποπτεία του σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όλο το Άγιον Όρος σαφώς είναι κατά της διεθνοποιήσεώς του και υπέρ της διατηρήσεως της έκπαγλης διορθοδοξοποιήσεώς του.
Ο αυστριακός καθηγητής Χέιντζ Νουμπάουμερ γράφει: “Θα ήμασταν φτωχότεροι αν δεν υπήρχε η ακτινοβολία αυτή των μοναστηριών. Θα τολμούσα να πω ότι σε καθένα μας κρύβεται μία βαθιά, ως επί το πλείστον, ασυνείδητη νοσταλγία γι’ αυτόν τον χιλιετή πολιτισμό και τρόπο ζωής”. Ο βρετανός φιλόλογος και εκδότης Γκράχαμ Σπικ, που ασπάστηκε την Ορθοδοξία, γράφει: “Ο λόγος που έγινα Ορθόδοξος είναι κυρίως οι πολυάριθμες επισκέψεις μου στο Άγιον Όρος. Παραμένει ένα από τα πιο συναρπαστικά μέρη της γης. Η ανανέωση που λαμβάνει χώρα αυτή τη στιγμή εκεί το καθιστά επίσης ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και δυναμικά. Προσφέρει μία βιώσιμη και εναλλακτική λύση στον ταχύτατα εξαπλούμενο υλισμό και την εκκοσμίκευση της σύγχρονης κοινωνίας, μία εναλλακτική λύση που είναι σαφές ότι χρειάζεται και που εκτιμάται από πολλούς ανθρώπους”. Ο πρώην Ρωμαιοκαθολικός και σήμερα Ορθόδοξος κληρικός κ. Πλακίδας Ντεσιλέ γράφει: “Το Άγιον Όρος είναι, πριν από όλα, με τον αριθμό των μοναστηριών του, με τη ζωή που ξαναγεννιέται σ’ αυτό σε κάθε σημείο, με την πίστη των μοναχών του να κρατήσουν ζωντανή μία παράδοση περισσότερο από χιλιόχρονη, με την καταφανή αγιότητα πολλών από αυτούς, το σπουδαιότερο κέντρο της Ευρώπης”.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...