Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεολογικές Ομιλίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεολογικές Ομιλίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιανουαρίου 15, 2017

Γέροντας Ζαχαρίας: Ἡ παρουσία τῶν ἐσχάτων στὴ Θεία Λειτουργία


Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου μιλάει γιὰ τὸ μυστήριο τῶν ἐσχάτων στὴ Θεία Λειτουργία ὡς παρουσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας. Στὸ λόγο του ὁ πατήρ Ζαχαρίας τονίζει τὴν ἐνέργεια τοῦ μυστηρίου τῆς ἐσχάτης ἡμέρας πρὶν τὴν ἔλευση τῶν Ἐσχάτων, ὅπως...

ἀκριβῶς καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦσε πρὶν τὴ θυσία καὶ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2016

Πῶς θὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν Θεό;

Πως θα επικοινωνήσουμε με τον Θεό; 
Η προσευχή
Ομιλεί ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Γέροντας Ελισαίος.Η ομιλία έγινε στον Άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη στις 8-4-2008.
Ο π. Γεώργιος Σχοινάς καλωσορίζει τον Γέροντα Ελισαίο στην σύναξη των νέων του Αγίου Δημητρίου.

- Τι σημαίνει η καθημερινή ζωή για τους ανθρώπους που ζουν μέσα στον κόσμο;
Τι σημαίνει να συνδυάζεις την πνευματική ζωή με την επαγγελματική;
- Τι σημαίνει θυσία μέσα στην ζωή μας και στην καθημερινή ζωή; 
- Γιατί πραγματικά κάνουμε όλα αυτά που κάνουμε στην ζωή μας;
- Γιατί πηγαίνουμε στην Εκκησία,γιατί διαβάζουμε,γιατί σπουδάζουμε,τι ρόλο παίζουν όλα αυτά;
- Αυτό που πραγματικά λείπει είναι η κοινωνία μας με τον Θεό.
- Πως θα επικοινωνήσουμε με τον Θεό; 
- Πως καταλαβαίνουμε ότι εισακούεται η προσευχή μας; 


Προσευχή, δέηση, προσευχές, αγάπη, επικοινωνία, πίστη, αμαρτία, κοσμικό φρόνημα, μετάνοια, αφιέρωση, μοναχός, κοσμικός, ελευθερία, αγνότητα, παρθενία, Εκκλησία, μέριμνα, εντεύξεις, ικεσία, ευχαριστία, Πικιώνης, Άγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης, γαλήνη, λογισμοί, λογισμός, δωρεά, Ελισαίος, Γέροντας Ελισαίος, Θεός, Χριστός, αμαρτωλότητα, ασκητικότητα, πνευματικότητα, πνευματική ζωή, φόβος, ανασφάλεια,Παρέα της Τρίτης, νους, νοερά προσευχή, καρδιά
πηγή

Τρίτη, Ιουλίου 19, 2016

Ἡ θεολογία τῶν διηγήσεων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περί τοῦ Προφήτου Ἠλία


Kατά πρῶτον εὐχαριστῶ τόν Ποιμενάρχην τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, τόν Παναγιώτατον Μητροπολίτην Κύριον Κύριον Ἄνθιμον, διότι μοῦ παρέσχε τήν ἄδεια νά ἔλθω στήν Ἱερά Του Μητρόπολη, διά νά μετάσχω στό θεολογικό αὐτό Συνέδριο, τό ἀφιερωμένο στήν μεγάλη προσωπικότητα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τόν προφήτη Ἠλία· ἔπειτα δέ εὐχαριστῶ καί τήν ἐπιτροπή τοῦ Συνεδρίου, διότι προσεκάλεσε καί τήν ταπεινότητά μου διά νά ὁμιλήσει εἰς αὐτό.
Πρόλογος
Ἐπειδή ὁ χρόνος τῆς ὁμιλίας εἶναι σύντομος, εἰσέρχομαι κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τό θέμα, στήν παρουσίαση τῆς μεγάλης μορφῆς τοῦ προφήτου Ἠλία ἀπό τίς σχετικές διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τίς ἀφιερωμένες σ᾽ αὐτόν. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως, ἔστω καί μέ γοργότητα, νά πῶ μερικά προλογικά διαζωγραφίζοντας πρῶτα τό χρονολογικό πλαίσιο στό ὁποῖο ἐμφανίστηκε καί ἔδρασε ὁ προφήτης.
Ἄς ἀρχίσω τό θέμα ἀπό τήν ἀρχή μέ σύντομο λόγο: Ὅταν οἱ Ἰσραηλῖτες, ἐρχόμενοι ἀπό τήν ἔρημο, εἰσέβαλαν στήν γῆ Χαναάν, βρῆκαν σ᾽ αὐτήν ἀνώτερο μέν πολιτισμό, πού δέν ἐγνώριζαν, ἀλλά μαζί μέ τόν πολιτισμό γνώρισαν καί τήν θρησκεία τῶν Χαναναίων, ἡ ὁποία ἦταν πολυθεϊστική καί ὀργιαστική. Καί ὅπως οἱ Ἰσραηλῖτες μέ τήν ἀνάμειξή τους μέ τούς Χαναναίους ἔλαβαν τά ἀγαθά τοῦ πολιτισμοῦ τους, ἔτσι ἔλαβαν κατ᾽ ἀρχάς μέν τόν τρόπο λατρείας τῶν Χαναναίων, ἔπειτα δέ προχώρησαν ἀκόμη περισσότερο καί ἀνέμειξαν καί αὐτήν τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ τους Γιαχβέ μέ τήν λατρεία τοῦ Βάαλ καί τῶν ἄλλων χαναανιτικῶν θεοτήτων.
Ἔτσι λοιπόν δημιουργήθηκε στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ ἕνας τύπος λατρείας τοῦ Γιαχβέ μέ χαναανιτικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα καί συνεχῶς ἐπληθύνοντο. Δημιουργήθηκε δηλαδή σ᾽ αὐτόν μιά θρησκεία ἐντελῶς ξένη ἀπό τήν καθαρή μωσαϊκή θρησκεία, πού εἶχε λάβει ὁ Μωυσῆς στό Σινᾶ καί ἔδωσε στόν λαό. Ἄς ὀνομάσουμε αὐτόν τόν τύπο τῆς θρησκείας «λαϊκή θρησκεία».
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς πτώσης τῆς θρησκείας δημιουργήθηκε ζωηρή ἀντίδραση ἀπό τούς κύκλους τῶν προφητῶν, τήν ἐμφάνιση τῶν ὁποίων – κατά παρέκβαση λέγω –πρέπει νά τήν ἀποδώσουμε πολύ ἀρχαιότερον τῆς ἐποχῆς τοῦ Σαμουήλ.
Ὡς ἀντίδραση κατά τοῦ κακοῦ τῆς πτώσεως τῆς μωσαϊκῆς θρησκείας πρέπει νά χαρακτηρίσουμε καί τήν ἐνέργεια τοῦ Σαμουήλ γιά τήν ἀνάδειξη βασιλέως στό Ἰσραήλ, γιατί μέ τήν πράξη του αὐτή ὁ Σαμουήλ ἤθελε νά συσπειρώσει τόν λαό ὡς ἔθνος μέ ἰδικό του ἄρχοντα καί ἀσφαλῶς μέ ἰδική του θρησκεία, τήν θρησκεία τοῦ Γιαχβέ, ὥστε νά διαχωρίζεται ἀπό τά γείτονα εἰδωλολατρικά ἔθνη. Οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ, παρά τήν καλή τους στήν ἀρχή πρόθεση νά κρατήσουν στήν χώρα καθαρή τήν θρησκεία τοῦ Γιαχβέ, ὅμως εἶδαν ἀπό τά πράγματα ὅτι δέν μποροῦν νά ἀντισταθοῦν στό ἰσχυρό ρεῦμα τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε κλίνει ἐντελῶς πρός τήν χαναανιτική θρησκεία.
Γι᾽ αὐτό καί δημιούργησαν ἕναν ἄλλο τύπο θρησκείας, τόν ὁποῖο καί ἐκπροσωποῦσαν, τήν λεγομένη «θρησκεία τῶν ἐπισήμων». Ὁ τύπος αὐτός ἦταν κάτι τό μέσον μεταξύ τῆς μωσαϊκῆς καί τῆς λαϊκῆς θρησκείας, μέ ἀπόκλιση πρός τήν μωσαϊκή θρησκεία.
Ἀλλά ὅσο παρήρχοντο τά ἔτη οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως καί τοῦ Ἰούδα, ἔκλιναν ὁριστικῶς πρός τήν «λαϊκή θρησκεία», ἡ ὁποία καί αὐτή συνεχῶς ἐκχαναανίζετο.
Ἐν τῷ μεταξύ δυνατοί ἦσαν καί οἱ ἀγῶνες τῶν προφητῶν γιά νά ἐπαναφέρουν στόν λαό τήν καθαρή θρησκεία τοῦ Γιαχβέ. Καί στούς ἀγῶνες τους αὐτούς οἱ διάφοροι κύκλοι τῶν προφητῶν δέν ἐδίσταζαν νά ἀναμειχθοῦν καί σέ κινήματα γιά τήν ἐκδίωξη ἀπό τόν θρόνο ἀσεβῶν βασιλέων καί τήν ἀναβίβαση στόν θρόνο ἄλλων, οἱ ὁποῖοι ἐφαίνοντο ὅτι ἦταν ὀπαδοί τῆς καθαρᾶς μωσαϊκῆς θρησκείας.
Ὁ προφήτης Ἠλίας γενικῶς
Τόν 9ο αἰώνα, κατά τά ἔτη 875-854 π.Χ., στό βόρειο Ἰσραηλιτικό κράτος ἔχουμε βασιλέα τόν Ἀχαάβ, ὁ ὁποῖος στήν θρησκευτική του πολιτική ταυτίστηκε μέ τήν λαϊκή χαναανιτική θρησκεία. Στά χρόνια μάλιστα τοῦ βασιλέως αὐτοῦ ἡ λαϊκή θρησκεία ἐκχαναανίστηκε ἀκόμη περισσότερο καί τό ρεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ ἔγινε ἀκόμη ἰσχυρότερο, γιατί ὁ βασιλεύς Ἀχαάβ γιά πολιτικούς σκοπούς νυμφεύθηκε τήν θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Φοινίκων Ἐθβάαλ, τήν Ἰεζάβελ, καί χάριν αὐτῆς ἵδρυσε στήν πρωτεύουσα Σαμάρεια ναό τοῦ Βάαλ τῆς Τύρου, μεγάλων διαστάσεων ναό (Δ´ Βασ. 10,19 ἑξ.) μέ τό ἀναγκαῖο βέβαια θυσιαστήριο σ᾽ αὐτόν (Γ´ Βασ. 16,32).
Ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ ἔθνους, πού πρῶτα ἔκλινε πρός τήν μωσαϊκή, τώρα ἔλαβε πιά καθαρά τόν τύπο τῆς λαϊκῆς θρησκείας καί ἐνίσχυε μάλιστα αὐτήν.
Σ᾽ αὐτήν τήν φοβερή ἀπό θρησκευτική ἄποψη ἐποχή τῆς μεγάλης ἀποστασίας τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τόν Θεό παρουσιάζεται μία μεγάλη θρησκευτική προσωπικότητα, ὁ προφήτης Ἠλίας, καταγόμενος ἀπό τήν Θεσβών τῆς Γιλεάδ, χώρα πέραν τοῦ Ἰορδάνου.
Ὁ προφήτης αὐτός ἀνέλαβε σκληρό καί ἐπίμονο ἀγώνα γιά νά διαχωρίσει τόν Γιαχβέ ἀπό τόν μή ὑπάρχοντα Βάαλ καί νά ἀπαλλάξει τόν Ἰσραήλ ἀπό τόν φοβερό τότε συγκρητισμό.
Τήν λατρεία τοῦ Γιαχβέ καί τοῦ Βάαλ συγχρόνως ὁ Ἠλίας ἐθεώρει ὡς ἀκατανόητη. Τήν ψυχή του κατέκαιε ὁ ζῆλος του γιά τόν Γιαχβέ, ζοῦσε δέ καί ἀσκητική ζωή, γι᾽ αὐτό καί φοροῦσε σάκκο καί ζώνη δερματίνη περί τήν ὀσφύν του καί ἔτρεφε μακρά κόμη (Δ´ Βασ. 1,8).
Ἡ πύρινη μορφή του διατηρήθηκε στήν ἰσραηλιτική παράδοση. Ἔτσι στόν προφήτη Μαλαχία (4,4) διαβάζουμε γιά τήν ἔλευση τοῦ προφήτου αὐτοῦ πρίν ἀπό τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου καί τήν παράδοση μάλιστα αὐτήν τήν βρίσκουμε καί στήν Καινή Διαθήκη (Ματθ. 11,14. 17,10. Λουκ. 1,17. Ἰωάν. 1,21.25). Κατά δέ τήν σκηνή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ μαζί μέ τόν Μωυσέα ἐμφανίζεται καί ὁ προφήτης Ἠλίας (Ματθ. 17,3).
Οἱ διηγήσεις περί τοῦ προφήτου Ἠλία
Γιά τόν προφήτη Ἠλία ἔχουμε πέντε αὐτοτελεῖς διηγήσεις. Τό ὕφος τῶν διηγήσεων αὐτῶν μαρτυρεῖ καθαρά ὅτι προέρχονται ἀπό τόν λαό, ὅτι εἶναι λαϊκές στοματικές παραδόσεις. Στήν Παλαιά Διαθήκη καί μάλιστα στό βιβλίο τῆς Γενέσεως ἀπαντοῦν πολλές λαϊκές διηγήσεις.
Φέρουν δέ οἱ διηγήσεις αὐτές αὐτά τά τρία χαρακτηριστικά: Εἶναι ἁπλές, διπλές καί αὐτοτελεῖς. Εἶναι ἁπλές καί διπλές, γιατί προέρχονται ἀπό τόν λαό, ὁ ὁποῖος μέ ἁπλότητα ἐκφράζει ἕνα συμβάν καί μάλιστα τό ποικίλλει, γι᾽ αὐτό καί εἶναι διπλές, ἀκόμη δέ καί τριπλές, οἱ διηγήσεις αὐτές.
Καί εἶναι καί αὐτοτελεῖς οἱ προφορικές βιβλικές διηγήσεις, γιατί εἶναι ἀπαρτισμένες μέ πρόλογο καί κατακλεῖδα καί, ἄν τίς ἀποκόψουμε ἀπό τό ὅλο τμῆμα τῆς Βίβλου, ὅπου εὑρίσκονται, συνδέεται ἡ πρίν ἀπό αὐτές καί μετά ἀπό αὐτές βιβλική περικοπή.
Οἱ διηγήσεις μας λοιπόν γιά τόν προφήτη Ἠλία εἶναι στοματικές παραδόσεις, ἀναφερόμενες σέ διάφορα περιστατικά τῆς ζωῆς του καί αὐτό ἑρμηνεύεται ἀπό τό ὅτι ὁ λαός δέν ἔχει τήν δύναμη νά συγκρατήσει τήν διδασκαλία ἑνός προφήτου, ἀλλά συγκρατεῖ περισσότερο συμβάντα τῆς ζωῆς του καί θαύματά του. Θά παραθέσω μέ πολλή συντομία τίς πέντε διηγήσεις τίς ἀναφερόμενες στόν προφήτη μας, σχολιάζοντας αὐτές ὅπου εἶναι δυνατόν.
Ἡ πρώτη διήγηση περί τοῦ προφήτου Ἠλία
Κατά τήν πρώτη διήγηση (Γ´ Βασ. κεφ. 17-18) ὁ Ἠλίας παρουσιάζεται στόν βασιλέα Ἀχαάβ καί τοῦ προαναγγέλλει μεγάλη ἀνομβρία, ὡς τιμωρία γιά τήν ἀποστασία ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἀνομβρία αὐτή εἶναι ἱστορικό γεγονός καί μαρτυρεῖται καί ἀπό τόν Μένανδρο (βλ. Ἰωσ., Ἀρχ. 8,324).
Μέ τήν ἔναρξη τοῦ λιμοῦ ὁ προφήτης, κατά διαταγή τοῦ Θεοῦ, πηγαίνει νά κρυφτεῖ στόν χείμαρρο Κερείθ, ἀνατολικά τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου τόν διατρέφει ἕνας κόρακας. Ἀλλά θά ρωτήσουμε μαζί μέ τόν Χρυσόστομο: Πῶς καταδέχεται ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ νά τρέφεται ἀπό ἀκάθαρτο ζῶο; Διότι ὁ κόρακας κατά τόν νόμο τοῦ Μωυσέως εἶναι ἀκάθαρτος (Λευιτ. 11,16).
Καί ἄρα ὁ τρεφόμενος ἀπό ἀκάθαρτο γίνεται καί αὐτός ἀκάθαρτος. Ἐδῶ φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ νόμος δέν εἶναι ἀλήθεια, ἀλλά σκιά. Φαίνεται ὅτι ὁ νόμος ἀνατρέπει τόν νόμο. Καί ὅπως λέγει χαριτωμένα ὁ Χρυσόστομος «οὔτε τό στάσιμον οὔτε τό ὄρθιον εἶχε»!
Γιατί; «Οὐ γάρ ἦν ἀλήθεια, ἀλλά σκιά». Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔτρωγε τήν τροφή τοῦ κόρακος «οὐδέν ἀκάθαρτον τῶν ὑπό Κυρίου κτισθέντων νομίζων» (MPG 50,730)! Tό ὅτι δέ ὁ Ἠλίας ἔφυγε ἀπό τό κέντρο τοῦ Ἰσραήλ γιά νά κρυβεῖ στόν χείμαρρο Κερείθ, αὐτό μαρτυρεῖ διένεξη καί καταδίωξη τοῦ βασιλέως Ἀχαάβ ἤ τῆς βασιλίσσης Ἰεζάβελ κατά τοῦ προφήτου.
Τά ὕδατα τοῦ χειμάρρου στέρεψαν καί ὁ Ἠλίας, πάλι κατά διαταγή τοῦ Θεοῦ, πορεύεται στήν πόλη Σαρεπτά, στόν νότο τῆς Σιδῶνος, ὅπου τόν φιλοξενεῖ μία χήρα γυναίκα στόν οἶκο της, ὅπου πολλαπλασιάζει τό ἀλεύρι καί τό ἔλαιον καί ἀνασταίνει τόν θανόντα υἱό της.
Ἀλλά τί θέλει ὁ προφήτης ἐκεῖ στήν Σιδώνα, τόσο μακρυά ἀπό τό Ἰσραήλ; Νομίζω ὅτι ἐδῶ πρέπει νά δοῦμε τήν πίστη τῶν προφητῶν στήν παγκοσμιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰσραήλ καί στά χρόνια γιά τά ὁποῖα ὁμιλοῦμε, ἀλλά περισσότερο στά μετέπειτα χρόνια, ἔκλεινε τόν Θεό σέ στενά καί περιορισμένα ὅρια, τῆς Παλαιστίνης μόνον τά ὅρια, γιατί ἐθεώρει τόν Γιαχβέ ὡς τοῦ Ἰσραήλ μόνον Θεό.
Ἀλλά βλέπουμε ἤδη ἐπί προφήτου Ἠλία ἀγώνα τῶν προφητῶν νά παρουσιάσουν τόν Θεό ὡς παγκόσμιο, γιατί ἤθελαν νά διασώσουν τήν ἔννοια τῆς παγκοσμιότητας τοῦ Θεοῦ.
Γιατί εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἔννοια τῆς παγκοσμιότητας τοῦ Θεοῦ ἔσωσε τήν Ἰσραηλιτική θρησκεία, ἐπειδή ἡ πίστη ὅτι ὁ Θεός εἶναι Θεός τοῦ Ἰσραήλ μόνον, ἐσήμαινε ὅτι τοῦ Ἰσραήλ καταστρεφομένου, ἐχάνετο καί ἡ ἔννοια τοῦ Γιαχβέ.
Μέ τό κήρυγμα ὅμως τῶν προφητῶν περί παγκοσμιότητας τοῦ Θεοῦ, καταστρεφομένου τοῦ Ἰσραήλ, δέν ἐσήμαινε αὐτό ὅτι συγκαταστρέφεται καί ὁ Γιαχβέ, γιατί ὁ Γιαχβέ εἶναι Θεός παγ- κόσμιος. Ἡ ἔννοια τῆς παγκοσμιότητος τοῦ Θεοῦ ἀναφαίνεται ζωηρά καί ὡραῖα στό βιβλίο τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ. Ὡς πορεία λοιπόν πρός τά ἔθνη πρέπει νά δοῦμε τόν ἐρχομό τοῦ Ἠλία στά Σαρεπτά τῆς Σιδωνίας, γιά νά γευθεῖ ἐκεῖ μακρυά τόν παγκόσμιο Θεό του, διότι, ὅπως δέχεται καί ὁ Χρυσόστομος, παγκόσμιος ἦταν ὁ λιμός, γι᾽ αὐτό καί τόν ὀνομάζει «οἰκουμενικόν ναυάγιον» (MPG 50,729).
Κατά τό τρίτο ἔτος τοῦ λιμοῦ ὁ προφήτης διατάσσεται ἀπό τόν Θεό νά παρουσιαστεῖ στόν βασιλέα Ἀχαάβ. Ἡ συνάντηση τῶν δύο ἀνδρῶν ὑπῆρξε ὁρμητική καί ἀπό τίς δύο πλευρές. Ταραγμένος ὁ βασιλεύς γιά τόν συμβάντα λιμό καί θεωρῶν ὑπαίτιον αὐτοῦ τόν Ἠλία, τοῦ εἶπε, ὅταν τόν εἶδε ἐνώπιόν του: «Καταστροφέα τοῦ Ἰσραήλ»!
Ἀλλά ὁ προφήτης Ἠλίας, πιστεύων τόν βασιλέα ὡς ὑπεύθυνον γιά τόν συμβάντα λιμό καί ἀνταποδίδων τά ἴσα, τόν ἀπεκάλεσε «διαφθορέα τοῦ Ἰσραήλ»! Τό ζήτημα πού ἀπασχολεῖ εἶναι τό ποιός εἶναι ὁ Θεός, ὁ Γιαχβέ ἤ ὁ Βάαλ; Γι᾽ αὐτό καί ὁ προφήτης Ἠλίας προτείνει τό ζήτημα αὐτό νά λυθεῖ διά θαύματος ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους Καρμήλου.
Ἐγείρονται ἐκεῖ δύο θυσιαστήρια, τοῦ Βάαλ καί τοῦ Γιαχβέ. Σέ ὅποιο θυσιαστήριο πέσει φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί καταφάγει τά ἐπάνω αὐτῶν θύματα, ἐκείνου ὁ Θεός εἶναι ἀληθινός. Προσεύχονται οἱ ἱερεῖς τοῦ Βάαλ ἀπό τό πρωί μέχρι τό ἀπόγευμα, ἐπικαλοῦνται τό ὄνομά του, φωνάζουν, κάνουν ἐντομές στό σῶμα τους, γιά νά λυπηθεῖ ὁ Βάαλ τό χυνόμενο αἷμα τους, ἀλλά εἰς μάτην.
Δέν πίπτει πῦρ ἐξ οὐρανοῦ, διότι δέν ὑπῆρχε Βάαλ!… Τώρα θά πάρει τόν λόγο ὁ Ἠλίας, ἀλλά πρῶτα θά χύσει πολύ νερό στήν βάση τοῦ θυσιαστηρίου, γιά νά μή νομίσουν, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Χρυσόστομος (MPG 50,733), ὅτι εἶχε φωτιά ὁ προφήτης κάτω ἀπό τό θυσιαστήριο, ὅπως ἔκαναν οἱ εἰδωλολάτρες, καί ἀνεπήδησε λοιπόν φυσική φλόγα ἀπό ἐκεῖ.
Προσευχήθηκε ἔπειτα ὁ προφήτης Ἠλίας καί τότε κατέπεσε πῦρ ἐξ οὐρανοῦ στό θυσιαστήριο πού ἔστησε αὐτός, ὁ δέ λαός μέ ἐνθουσιασμό ἐφώναξε: «Ὁ Γιαχβέ εἶναι ὁ Θεός»! Καί στόν ἐνθουσιασμό του ὁ Ἠλίας συνέλαβε τούς ἱερεῖς καί τούς προφῆτες τοῦ Βάαλ καί τούς ἐφόνευσε παρά τόν χείμαρρο Κισών. Τό θαῦμα αὐτό τοῦ προφήτου στό Κάρμηλο ὄρος χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς λειτουργιολόγους ὅτι προτυπώνει τό ἱερό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Μέ τό θαῦμα αὐτό ὁ προφήτης Ἠλίας ἔβαλε φωτιά στό νερό! Καί κατά τό ἱερό Βάπτισμα ὁ ἱερεύς δέεται μέ εἰδικές εὐχές νά στείλει ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ τό Ἅγιό Του Πνεῦμα στό ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας καί νά δώσει σ᾽ αὐτό τήν ἀναγεννητική Χάρη. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως ἦλθε ὡς πῦρ ἐξ οὐρανοῦ.
Ἔτσι τό θαῦμα τοῦ προφήτου Ἠλία στό Κάρμηλο ὄρος θεωρεῖται ὡς προτύπωση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος. Ἀπό τήν ὅλη πρώτη διήγηση ἀναδεικνύεται ἡ ἰσχυρή θρησκευτική προσωπικότητα τοῦ προφήτου Ἠλία. Παρουσιάζεται ἰσχυρός πρός τόν βασιλέα, τόν ὁποῖο ἄνευ φόβου καταγγέλλει ὡς «διαφθορέα τοῦ Ἰσραήλ», ὡς αἴτιον ἀποστασίας τοῦ λαοῦ ἀπό τόν Θεό.
Ὁμοίως ὁ προφήτης παρουσιάζεται ὁπλισμένος μέ ὑπερφυσική δύναμη καί φέρνει μέ τήν\προσευχή του πῦρ ἐξ οὐρανοῦ στή γῆ. Παρουσιάζεται ὡς μεγάλος θαυματουργός, γιατί πολλαπλασιάζει τό λάδι καί τό ἀλεύρι τῆς χήρας καί ἀνασταίνει τό νεκρό παιδί της. Τί ἔγινε μετά τήν αἱματηρή σκηνή τοῦ Καρμήλου δέν γνωρίζουμε γιατί ἡ διήγηση σταματᾶ ἀπότομα. Ἀπό τήν δευτέρα ὅμως διήγηση περί τοῦ προφήτου μας μποροῦμε νά συμπληρώσουμε τό κενό.
Ἡ δευτέρα διήγηση περί τοῦ προφήτου Ἠλία
Ἡ δευτέρα διήγηση, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς Γ´ Βασ. κεφ. 18-19, παρουσιάζει τόν προφήτη μας νά πορεύεται, μακράν ἀπό τό βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ, πρός τήν νοτιωτέρα πόλη τῆς Παλαιστίνη Βεερσεβά, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι κατάκοπος καί συντετριμμένος ψυχικά.
Ὁ πόνος του εἶναι ὅτι στό Ἰσραήλ κυριαρχεῖ ὁ Βάαλ, ὅτι τά ἱερά τοῦ Γιαχβέ εἶναι ἐρειπωμένα καί ὅτι οἱ προφῆτες Του καταδιώκονται. Κατάκοπος ἀπό τήν ὁδοιπορία καί ψυχικά ἐξαντλημένος ξαπλώνει κάτω ἀπό τήν σκιά ἑνός θάμνου.
Ἐκεῖ ἐξαπλωμένος λέγει τόν πόνο του στόν Θεό: «Ἀρκετά, Θεέ, πάρε τήν ψυχή μου, γιατί δέν εἶμαι ἰσχυρότερος τῶν Πατέρων μου» (Γ´ Βασ. 19,4). Ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου τόν ἐγείρει καί τόν διατάσσει νά φάγει καί νά πιεῖ, γιατί ἡ ὁδός του εἶναι ἀκόμη μακρά.
Ἀπό τήν τροφή ἐκείνη ἐνισχύεται ὁ προφήτης καί πορεύεται μόνος του διά τῆς ἐρήμου πρός τό Χωρήβ, τό ὄρος ἐκεῖνο μέ τό ὁποῖο συνεδέοντο οἱ ἀρχαῖες μωσαϊκές παραδόσεις καί στό ὁποῖο εἶχε ἀποκαλυφθεῖ τότε ὁ Γιαχβέ.
Ἡ πορεία πρός τό Χωρήβ εἶναι πορεία ἀπελπισμένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ζητεῖ, σάν ἄλλος Μωυσῆς, νά συναντήσει τόν Γιαχβέ, γιά νά τοῦ πεῖ τόν πόνο του, γιά νά λάβει ἐνίσχυση καί παρηγορία. Φθάνοντας λοιπόν στό ὄρος Χωρήβ ὁ Μωυσῆς εἰσέρχεται σέ ἕνα σπήλαιο καί ἀναμένει τήν ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ.
Ἐκσπᾶ μία τρομερή θύελλα, ἀλλά ὁ προφήτης πληροφορεῖται ὅτι «δέν εἶναι στήν θύελλα ὁ Θεός». Ἀκολουθεῖ ἕνας τρομερός σεισμός, ἀλλά καί πάλι ὁ προφήτης πληροφορεῖται ὅτι «δέν εἶναι στόν σεισμό ὁ Θεός». Πῦρ ἔπειτα παρουσιάζεται γιά νά ἀκούσει ὁ προφήτης μας πάλι τό ἴδιο, ὅτι «δέν εἶναι στό πῦρ ὁ Θεός».
Τέλος, μία ἐλαφρά αὔρα ἔπνευσε στό Χωρήβ καί πληροφορεῖται ὁ προφήτης τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν αὔρα. Ὅταν τό ἄκουσε αὐτό ὁ προφήτης Ἠλίας, ἐκάλυψε τό πρόσωπό του καί στήν ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ «τί ζητεῖς ἐδῶ Ἠλία;», ὁ προφήτης ἔσπευσε νά χύσει ὅλο τόν πόνο τῆς καρδιᾶς του καί εἶπε στόν Θεό: «Καίομαι, Γιαχβέ, Θεέ Σαβαώθ, ἀπό τόν ζῆλο σου, διότι οἱ Ἰσραηλῖτες Σέ ἐγκατέλειψαν, τά θυσιαστήριά σου τά συνέτριψαν καί φόνευσαν τούς προφῆτες σου μέ τό ξίφος· ἐγώ δέ μόνος παρέμεινα καί αὐτοί ζητοῦν τήν ψυχή μου» (Γ´ Βασ. 19,14).
Ὁ Θεός, ἀπαντώντας στόν πόνο τοῦ προφήτου, ἐπαγγέλλεται νά τιμωρήσει τούς ἐχθρούς του. Ἡ τιμωρία αὐτή τῶν ἐχθρῶν ἔγινε ἔξωθεν, γιατί ἐκ τῶν ἔσω, ἐκ τοῦ ἰδίου δηλαδή τοῦ Ἰσραήλ, δέν ἦταν δυνατόν νά γίνει, ἀφοῦ, ὅπως τό εἶπε ὁ προφήτης στήν προσευχή του, ὁ λαός εἶχε ἀποστατήσει. Ὁ Θεός διατάσσει τόν προφήτη Ἠλία νά πορευθεῖ καί νά χρίσει τόν Ἀζαήλ ὡς βασιλέα τῶν Ἀραμαίων, τόν Ἰού ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ καί τόν Ἐλισσαῖο ὡς προφήτη.
Ἔτσι τελειώνει ἡ ὅλη διήγηση. Ὁ Ἀζαήλ ἐπέρχεται νικηφόρος κατά τοῦ Ἰσραήλ (Δ´ Βασ. 10,32) καί ὁ Ἰού, μέ τήν ὑποκίνηση καί σύμπραξη τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου, ἐπαναστατεῖ κατά τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰσραήλ Ἰωράμ, τοῦ ἐγγόνου τοῦ Ἀχαάβ, τόν φονεύει καί ἐξολοθρεύει ὁλόκληρο τόν οἶκο τοῦ Ἀχαάβ καί ἔτσι ἐκπληρώνεται ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πού ἔδωσε στόν προφήτη Ἠλία.
Ἡ διήγηση εἶναι πολύ διδακτική καί μάλιστα διδάσκει εἰδικά κατά πρῶτον τόν προφήτη Ἠλία: Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Θεοῦ ὄχι στήν θύελλα, οὔτε στόν σεισμό, καί οὔτε στήν φωτιά, ἀλλά στήν ἐλαφρά καί γλυκειά αὔρα, θέλει πιθανῶς νά διδάξει τόν Ἠλία νά εἶναι ἠπιώτερος στόν ἀγώνα του, γιατί ἡ θρησκεία δέν ἐπιβάλλεται μέ σκληρά μέσα, ἀλλά μέ ἤπια μέσα.
Ἀλλά τό μεγάλο πρόβλημα ἀπό τήν διήγησή μας εἶναι τό πῶς, ἐνῶ ἡ πρώτη διήγηση παρουσιάζει τόν προφήτη Ἠλία ὡς θριαμβευτή διά τοῦ θαύματος στό Κάρμηλο ὄρος καί τόν λαό ὡς ἀνακηρύξαντα τήν πίστη του στόν Γιαχβέ, πῶς τώρα στήν δευτέρα διήγηση βλέπουμε τόν προφήτη μας συντετριμμένο ψυχικά καί παραπονούμενο στόν Γιαχβέ ὅτι τά θυσιαστήριά του εἶναι ἐρειπωμένα καί ὅτι οἱ προφήτες του κατεσφάγησαν καί αὐτός ὁ ἴδιος κινδυνεύει;
Ἐδῶ, γιά νά δέσουμε τήν δεύτερη διήγηση μέ τήν πρώτη, πρέπει νά ὑποθέσουμε ὅτι στήν βιαία πράξη τοῦ προφήτου Ἠλία, τῆς σφαγῆς τῶν ἱερέων τοῦ Βάαλ, ἡ Ἰεζάβελ ἀπάντησε καί αὐτή μέ βιαία πολεμική ἐναντίον τοῦ Ἠλία καί ἐναντίον ὅλων τῶν προφητῶν τοῦ Γιαχβέ.
Ἀλλά, καί ἡ πρώτη διήγηση, ἡ ὁποία παρουσιάζει τόν Ἠλία θριαμβευτή, δέν παρουσιάζει τήν νίκη του γενική, οὔτε τήν παρουσιάζει ὡς νίκη διαρκείας, ἀλλά ὅτι μέρος μόνο τοῦ λαοῦ, μετά ἀπό τά δεινά τοῦ λιμοῦ, πίστεψε στό κήρυγμα τοῦ Ἠλία καί στόν ἐνθουσιασμό του ἐθανάτωσε μαζί μέ τόν Ἠλία τούς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ.
Αὐτό, ὅπως ἦταν φυσικό, ἐξώργισε τήν ἀντίθετη μερίδα καί ἀνταπέδωσε τά ἴσα πρός τούς προφῆτες τοῦ Γιαχβέ. Ἔτσι λοιπόν παρουσιάζεται ὁ προφήτης Ἠλίας συντετριμμένος ψυχικά καί κατάκοπος, ὅπως μᾶς τόν παρουσιάζει ἡ δευτέρα διήγηση.
Ἡ τρίτη διήγηση περί τοῦ προφήτου Ἠλία
Μεταξύ τῶν γεγονότων πού διαλαμβάνουν οἱ δύο παραπάνω μεγάλες διηγήσεις (Γ´ Βασ. κεφ. 17-19), πρέπει νά τοποθετήσουμε τήν ἱστορία περί τοῦ θανάτου τοῦ Ναβουθαί (Γ´ Βασ. κεφ. 20), τόν ὁποῖον ἐφόνευσε ὁ Ἀχαάβ, παρακινηθείς ἀπό τήν σύζυγό του Ἰεζάβελ, γιά νά κληρονομήσει τόν ἀγρό του. Τό ἔγκλημα αὐτό τοῦ βασιλέως καί τῆς Ἰεζάβελ δέν ἦταν δυνατόν νά παραμείνει ἀπαρατήρητο ἀπό τόν Ἠλία, στήν ψυχή τοῦ ὁποίου ζεῖ ἡ καθαρά μωσαϊκή θρησκεία, κατά τήν ὁποία ὁ Θεός παριστάνεται ὡς τό ἀπόλυτο ἠθικό Ὄν.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ προφήτης μας ἐλέγχει μέ πολλή παρρησία τόν βασιλέα, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καθαρά δολοφόνο καί τοῦ προφητεύει τήν τιμωρία: «Στόν τόπο ὅπου τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ τά σκυλιά θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα» (Γ´ Βασ. 20,19). Καί γιά τήν Ἰεζάβελ ὁμοίως λέγει: «Τά σκυλιά θά καταφάγουν τήν Ἰεζάβελ στήν πεδιάδα Γισραέλ» (Γ´ Βασ. 20,23), προφητεία ἡ ὁποία πλήρως ἐκπληρώθηκε ἀργότερα (Γ´ Βασ. 22,1 ἑξ. Δ´ Βασ. 9,30 ἑξ.).
Ἀλλά, γιά τήν βαθυτέρα ἑρμηνεία καί θεολογία τοῦ ἐπεισοδίου, τήν ὁποία παρατρέχουμε ἐδῶ, λόγω στενότητος χρόνου, παραπέμπουμε στήν ἰσχυρή μελέτη τοῦ παλαιοδιαθηκολόγου καθηγητοῦ κ. Μιλτιάδου Κωνσταντίνου στό ὡραῖο του θεολογικό βιβλίο «Ρῆμα Κυρίου κραταιόν», σελ. 224-238. Πάντως τήν ἱστορία τοῦ Ναβουθαί δέν πρέπει νά θέσουμε ἐντελῶς στήν ἀρχή τῆς δράσεως τοῦ Ἠλία, διότι στήν διήγηση αὐτή διαγράφεται ἤδη ἡ ἐχθρότης μεταξύ τοῦ βασιλέως καί αὐτοῦ (Γ´ Βασ. 20,20). Ἄλλες διηγήσεις περί τοῦ Ἠλία ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀχαάβ δέν ἔχουμε.
Ἡ τετάρτη καί ἡ πέμπτη διήγηση περί τοῦ προφήτου Ἠλία
Ἐπί τοῦ διαδόχου τοῦ Ἀχαάβ βασιλέως Ὀχοζίου (854-853 π.Χ.) συναντοῦμε τόν προφήτη ἔξω ἀπό τήν Σαμάρεια νά προλέγει στούς ἀπεσταλμένους τοῦ βασιλέως τόν θάνατό του (Δ´ Βασ. 1,2-17), διότι στήν ἀσθένειά του δέν κατέφυγε στόν Γιαχβέ, ἀλλά στόν Βάαλ.
Ἡ τελευταία διήγηση περί τοῦ προφήτου Ἠλία, ἡ πέμπτη (Δ´ Βασ. 2,1-12), περιέχει τήν γνωστή ἀνάληψή του στόν οὐρανούς ἐπί πυρίνου ἅρματος. Δέν γνωρίζουμε πότε ἔγινε αὐτή. Πρέπει ὅμως νά τήν τοποθετήσουμε πρίν ἀπό τό 842 π.Χ., γιατί στήν ἐπανάσταση τοῦ Γεχού κατά τοῦ Ἰωράμ, ἡ ὁποία ἔγινε τό ἔτος αὐτό, δέν ἀναφέρεται ὁ Ἠλίας, ἀλλά ὁ Ἐλισσαῖος.
Σπουδαία καί τολμηρή ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου περί τοῦ προφήτου Ἠλία*
Ὑπάρχει μία σπουδαία ὅσο καί τολμηρή ὁμιλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου περί τοῦ προφήτου Ἠλία. Τήν παραθέτω συντόμως.
Κατά τήν ὁμιλία αὐτή ὁ Θεός προσπάθησε πολύ νά κάνει τόν ζηλωτή προφήτη του ἐπιεικῆ καί φιλάνθρωπο, χωρίς ὅμως… νά τό πετύχει. Ἡ ὁμιλία παρουσιάζει τόν Ἠλία νά ἀπορεῖ γιά τήν ἀγάπη καί τήν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ στούς ἀποστάτες Ἰσραηλῖτες, γιατί ἔβλεπε ὅτι μέ αὐτήν δέν ἐπέρχεται ἡ διόρθωσή τους.
Πίστευε δέ ὅτι ἡ διόρθωση αὐτή τοῦ λαοῦ θά ἔλθει μέ μία τιμωρία, αὐστηρή τιμωρία ἐναντίον του. Γι᾽ αὐτό – ὅπως τό παρουσιάζει ἡ ὁμιλία τοῦ ἱεροῦ Πατρός – τόλμησε νά παρουσιαστεῖ στόν Θεό καί νά τόν «δέσει» μέ ὅρκο νά δώσει τιμωρία στούς Ἰσραηλῖτες, ὅπως τήν σκεπτόταν αὐτός, καί νά μή λύσει τήν τιμωρία αὐτή, ἄν δέν τό πεῖ ὁ ἴδιος!…
«Εἰ μή διά στόματός μου», εἶπε! Ὁ προφήτης Ἠλίας ζήτησε ἀπό τόν Θεό νά δώσει ἀνομβρία στήν γῆ γιά τρία ἔτη καί ἕξι μῆνες. Ἡ ὁμιλία παρουσιάζει τόν Θεό νά «συνέχεται», νά συμπιέζεται· ἀπό τήν μιά μεριά ἤθελε νά ἀκούσει τόν ζηλωτή του προφήτη Ἠλία, ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά εὐσπλαγχνιζόταν τόν λαό γιά τό κακό τῆς ἀνομβρίας καί τῆς πείνας, πού θά τοῦ συνέβαινε.
Γι᾽ αὐτό καί κάνει μέν τό θέλημα τοῦ Ἠλία, ἀλλά καί τόν βοηθεῖ νά γίνει φιλάνθρωπος, ὥστε σύντομα αὐτός νά τόν παρακαλέσει γιά τήν λύση τῆς τιμωρίας. Πρῶτα-πρῶτα ὁ Θεός «συγκολάζει τῷ λαῷ τόν προφήτην»!
Ἀφοῦ ὁ Ἠλίας ζήτησε ἀνομβρία γιά τόν λαό, θά ὑπαχθεῖ καί ὁ ἴδιος στήν τιμωρία αὐτή!… Φροντίζει ὅμως ἰδιαίτερα ὁ Θεός γιά τόν προφήτη του, γι᾽ αὐτό καί τόν τρέφει μυστικά καί θαυμαστά. Καί λέγομε «θαυμαστά», γιατί τόν τρέφει μέ ἕναν κόρακα, πού τοῦ πήγαινε κρέας.
Ὁ κόρακας ὅμως, σχολιάζει ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ζῶο «μισότεκνον», γιατί δέν ἀγαπᾶ τά νεογνά του, ἀφοῦ δέν τά τρέφει.
Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός Δαυΐδ παριστάνει τά μικρά τῶν κοράκων νά ἐπικαλοῦνται τόν Θεό γιά τροφή, ἀφοῦ ὁ πατέρας τους δέν τούς τήν δίνει: «Τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν (τόν Θεόν)» (Ψαλμ. 146,9).
Ὅπως ὁ κόρακας εἶναι μισότεκνος, ἔτσι καί ὁ Ἠλίας ἦταν μισότεκνος πρός τούς Ἰουδαίους ἕνεκα τῆς ἀποστασίας τους.
Ἀλλά νά τώρα πού ὁ κόρακας μεταβάλλεται καί γίνεται φιλάνθρωπος καί πηγαίνει τροφή στόν Ἠλία. Αὐτό ἦταν τό μυστικό μάθημα, πού ἤθελε ὁ Θεός νά δώσει στόν προφήτη του: Νά γίνει μεσίτης γιά τούς Ἰουδαίους, ὅπως ὁ κόρακας μετέβαλε τήν φύση του καί γίνεται μεσίτης τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν (τόν Ἠλία) καί τοῦ πηγαίνει τροφή στόν καιρό τῆς πείνας.
Ὁ προφήτης Ἠλίας ὅμως δέν διδάχθηκε ἀπό τό μάθημα αὐτό ἤ μᾶλλον δέν θά τό ἐνόησε καί καθόλου, γι᾽ αὐτό καί ὁ Θεός τοῦ ἀφαιρεῖ τώρα τήν διατροφή του ἀπό τόν κόρακα, ὥστε νά πιεστεῖ ἀπό τήν πείνα καί νά πρεσβεύσει στόν Θεό νά λυθεῖ ἡ τιμωρία.
Ἀλλά ὁ Ἠλίας ἦταν τόσο πολύ χολωμένος γιά τήν ἀποστασία τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τόν Θεό, ὥστε, ὄχι! Δέν ἤθελε νά παρακαλέσει γι᾽ αὐτούς πού ζοῦσαν ἀκόμη στήν ἀποστασία τους. Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ προφήτης Ἠλίας δέν διδάχθηκε ἀπό τό μάθημα τοῦ κόρακα, ἔφερε ὁ Θεός ἔτσι τά πράγματα νά διδαχθεῖ ἀπό μιά εἰδωλολάτρισσα χήρα γυναίκα.
Ἀκοῦστε: Ἡ πείνα ἔθλιβε τόν Ἠλία καί ὁ Θεός τοῦ εἶπε: «Φύγε ἀπ᾽ ἐδῶ καί πήγαινε ἔξω ἀπό τό Ἰσραήλ, στά Σαρεφθά τῆς Σιδωνίας καί ἐκεῖ θά πῶ σέ μιά χήρα ἐθνική γυναίκα νά σέ διαθρέψει». Ἀπαγορευόταν τότε ἡ ἐπικοινωνία τῶν Ἰουδαίων μέ τούς Ἐθνικούς καί γι᾽ αὐτό ὁ Θεός, ἑρμηνεύει ὁ Χρυσόστομος, εἶπε στόν Ἠλία νά πάει σέ ἐθνική γυναίκα νά τόν διαθρέψει, ὥστε νά σιχαθεῖ τήν τροφή ἀπό εἰδωλολάτρισσα καί νά μεσιτεύσει στόν Θεό νά στείλει βροχή καί νά πάψει ἡ τιμωρία τῆς πείνας. Οὔτε ὅμως καί ἀπό αὐτό ὁ Ἠλίας κάμφθηκε σέ φιλανθρωπία ὑπέρ τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά πῆγε μακρυά στά Σαρεφθά τῆς Σιδωνίας γιά νά τραφεῖ ἐκεῖ.
Ὁ Θεός ὅμως ἔκανε ἐκεῖ τήν χήρα γυναίκα νά τοῦ μιλήσει σκληρά, ἐνῶ μάλιστα αὐτός βρισκόταν σέ μεγάλη πείνα· καί αὐτό τό ἔκανε γιά νά πονέσει καί νά γίνει φιλάνθρωπος. Στόν πεινασμένο, λοιπόν, προφήτη ἡ χήρα ἐθνική γυναίκα τοῦ εἶπε: «Δέν ἔχω καθόλου ψωμί παρά μόνο μιά χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι στό δοχεῖο.
Θά τά ἑτοιμάσω γιά μένα καί γιά τά παιδιά μου, θά τά φᾶμε καί μετά θά πεθάνουμε» (Γ´ Βασ. 17,22). Αὐτά τά λόγια τῆς χήρας γυναίκας πρέπει νά πόνεσαν τόν Ἠλία. «Αὐτή ἡ γυναίκα – θά σκέφθηκε – ὑποφέρει περισσότερο ἀπό μένα, γιατί ἐγώ ὑποφέρω μόνος, ἐνῶ αὐτή ὑποφέρει καί μέ τά παιδιά της. Ἄς μή γίνω λοιπόν πρόξενος θανάτου στήν χήρα γυναίκα πού μέ δέχθηκε σπίτι της».
Ὅπως φαίνεται, τώρα γιά πρώτη φορά ὁ Ἠλίας ὁμιλεῖ φιλάνθρωπα. Ὅπως λέγει ὁ Χρυσόστομος «χαυνοῦται πρός τήν φωνήν (τῆς χήρας), ἄρχεται λοιπόν φιλανθρωπίας ἐν ἑαυτῷ περιφέρειν μελέτην». Τώρα ὁ Ἠλίας εὐλογεῖ τήν τροφή τῆς γυναίκας νά μή λείψει ἀπό τό σπίτι της καί τώρα γιά πρώτη φορά μιλάει γιά λύση τῆς τιμωρίας καί ὅτι ὁ Θεός θά στείλει βροχή στήν γῆ.
Εἶπε, λοιπόν, στήν ἀπελπισμένη χήρα γυναίκα: «Τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θ᾽ ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο δέν θά λιγοστέψει, μέχρι τήν ἡμέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή στήν γῆ» (Γ´ Βασ. 17,14).
Ἄς παρατηρήσουμε ὅμως μαζί μέ τόν Χρυσόστομο, ὅτι ἀκοῦμε μέν τόν προφήτη Ἠλία νά λέει στήν χήρα ὅτι θά ἔρθει κάποτε βροχή στή γῆ, δέν τόν ἀκοῦμε ὅμως νά προσεύχεται γι᾽ αὐτό, ὥστε νά σταματήσει γρήγορα ἡ ἀνομβρία.
Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός βοηθεῖ τόν προφήτη του νά προοδεύσει στήν φιλανθρωπία, πού τώρα ἄρχισε νά τοῦ ἐμφανίζεται, καί κάνει νά πεθάνει τό παιδί τῆς χήρας! Αὐτό πόνεσε πολύ τήν χήρα, ἡ ὁποία καί πα- ραπονέθηκε στόν προφήτη.
Ὁ Ἠλίας τῆς ἔδωσε τήν εὐλογία στό σπίτι της νά μή λείψει ἡ τροφή ἀπ᾽ αὐτό, ἀλλά γιά τήν χήρα –ὅπως τήν παρουσιάζει νά λέει ὁ Χρυσόστομος – θά ἦταν καλύτερα νά πέθαινε μέ τό παιδί της ἀπό τήν πείνα, ὅπως τό εἶπε ἀπό τήν ἀρχή στόν προφήτη, παρά νά ζεῖ τώρα αὐτή καί νά βλέπει νεκρό τό παιδί της.
Καί ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ ὄχι ἁπλῶς λυπόταν, ἀλλά καί ντρεπόταν γιά τό θέαμα, ὅπως τό ὑποθέτει ὁ Χρυσόστομος. Θά σκεπτόταν: «Προτοῦ νά ἔρθω καί νά φιλοξενηθῶ ἀπό τήν γυναίκα, αὐτή ἦταν εὔτεκνος. Τώρα μέ τήν φιλοξενία μου τῆς πέθανε τό ἀγαπητό της παιδί καί αὐτή ὀδύρεται. Αὐτόν τόν μισθό ἔδωσα στήν γυναίκα γιά τήν καλή της φιλοξενία;»
Σκεπτόμενος, λοιπόν, τό συμβάν καί ντρεπόμενος γι᾽ αὐτό ἄρχισε νά ἐννοεῖ ὅτι τό συμβάν δέν εἶναι φυσικό, ἀλλά προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί ὅτι κάτι θέλει νά τοῦ πεῖ ὁ Θεός μέ αὐτό.
Ἀλλά κατάλαβε ὁ Ἠλίας τήν τέχνη καί τόν σκοπό τοῦ Θεοῦ: Ἤθελε νά τόν κάνει σπλαγχνικό πρός τόν Ἰσραήλ. Ἄς μεταφράσω τήν σχετική περικοπή ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ ἱερός πατήρ παριστάνει τόν Ἠλία νά λέγει: «Δέν εἶναι τό συμβάν φυσικός θάνατος· εἶναι, Θεέ, ἀπό τήν δική σου τέχνη καί κατ᾽ ἀνάγκην μέ κάνεις φιλάνθρωπο.
Ὥστε, ὅταν σοῦ πῶ, “Ἐλέησε Κύριε τό νεκρό παιδί τῆς χήρας”, θά μοῦ πεῖς καί σύ – “Ἐλέησε τό παιδί μου τόν Ἰσραήλ”. Μέ ὠθεῖς γιά φιλανθρωπία, Θεέ. Καταλαβαίνω τά τεχνάσματά σου Κύριε, γιατί ὅταν θά σοῦ πῶ ἐγώ, “Σῶσε τόπαιδί τῆς χήρας τό νεκρό”, θά μοῦ πεῖς: “Οἰκτείρησε καί σύ τόν Ἰσραήλ τόν νεκρό ἀπό τήν πείνα.
Μοῦ ζητᾶς χάρη, ἀλλά κάνε καί σύ χάρη. Λύσε τήν ἀπόφαση τοῦ λιμοῦ καί λύνω καί ἐγώ τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας”».  Τότε, λοιπόν, ὅταν εἶδε ὁ Θεός ὅτι ὁ Ἠλίας ἔγινε φιλανθρωπότερος, τότε τόν στέλνει στόν Ἀχαάβ νά τοῦ ἀναγγείλει ὅτι θά λυθεῖ ἡ τιμωρία: «Πορεύθητι – τοῦ εἶπε – καί ὄφθητι τῷ Ἀχαάβ καί δώσω ὑετόν ἐπί πρόσωπον τῆς γῆς» (Γ´ Βασ. 18,1).
Ἄς παρατηρήσουμε ὅμως ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε στόν προφήτη νά πεῖ αὐτά τά λόγια φιλανθρωπίας γιά τήν λύση τοῦ λιμοῦ, ὅταν καί ὁ ἴδιος ὁ προφήτης ἔγινε φιλανθρωπότερος. Καί ἄς παρατηρήσουμε ἀκόμη ὅτι δέν ἔλυσε ὁ Θεός μόνος του τόν λιμό χωρίς πρῶτα νά τό ἀναγγείλει ὁ προφήτης του, ὁ ὁποῖος καί προανήγγειλε τήν ἔναρξη τοῦ λιμοῦ.
Τρέχει, λοιπόν, τώρα ὁ προφήτης Ἠλίας σέ ὅλη τήν χώρα καί κηρύττει τήν λύση τῆς τιμωρίας, ὅτι θά ἔρθει βροχή στήν γῆ. Ἀλλά ἐκεῖ πού πήγαινε νά κηρύξει αὐτό τό χαρμόσυνο μήνυμα, ἔβλεπε πάλι ἀσέβειες καί παραβάσεις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί σκεπτόταν νέα τιμωρία κατά τοῦ λαοῦ. «Πάλιν τήν αὐτῶν ἀσέβειαν θεασάμενος, ἐμελέτα τινά τιμωρίαν κατ᾽ αὐτῶν ἀπόφασιν λυπηράν». Βλέποντας, λοιπόν ὁ Θεός τόν Ἠλία, λέει ὁ Χρυσόστομος, ὅτι δέν εἶναι συμπαθητικός στά ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων, τόν χωρίζει ἀπ᾽ αὐτούς, δέν τόν ἀφήνει νά κατοικήσει μαζί τους!
Σάν νά τοῦ λέει, ὅπως τό φαντάζεται ὁ Χρυσόστομος: «Ἐγώ, ὦ Ἠλία, γνωρίζω τόν ζῆλο σου καί ἀναγνωρίζω τήν πολιτεία σου. Ὅμως, εὐσπλαγχνίζομαι τούς ἁμαρτωλούς ὅταν τιμωροῦνται πολύ. Ἀλλά ἐσύ ἐκδικεῖσαι πολύ τήν ἀσέβεια, οἱ ἄνθρωποι ὅμως συνεχῶς ἁμαρτάνουν. Σᾶς χωρίζω ἀπό τό νά συγκατοικεῖτε. Ἐσύ, ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά ὑπομένεις τούς ἁμαρτωλούς, πήγαινε μέχρι τόν οὐρανό. Στήν γῆ θά κατέβω Ἐγώ. Ἄν ἐσύ, Ἠλία, μείνεις γιά πολύ στήν γῆ θά χαθεῖ τό ἀνθρώπινο γένος, γιατί συνεχῶς θά τούς τιμωρεῖς. Τί θά γίνει, λοιπόν; Πήγαινε, Ἠλία, μέχρι στόν οὐρανό. Δέν μπορεῖ ἡ φωτιά νά εἶναι μαζί μέ τά καλάμια! Σοῦ δίνω τήν χαρά νά συγκατοικεῖς μέ ἀναμάρτητους· μεῖνε μαζί μέ τούς χορούς τῶν ἀγγέλων. Πήγαινε, λοιπόν, πρός τόν οὐρανό. Μέ τούς ἁμαρτωλούς θά κατοικήσω ἐγώ. Ἐγώ, πού θέλω νά φέρω στόν ὦμο μου τό πλανεμένο πρόβατο. Ἐγώ πού θά πῶ σέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς: “Ἐλᾶτε σέ μένα ὅλοι οἱ βεβαρυμένοι”· δέν θά σᾶς κολάσω, ἀλλά “θά σᾶς ἀναπαύσω”».
Tά ἴδια περίπου γιά τόν προφήτη Ἠλία λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί σέ μία του ἄλλη ὁμιλία ἀφιερωμένη σ᾽ αὐτόν (MPG 50,725-736). Λέγει δηλαδή ὅτι ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος καί ὄχι ἀπάνθρωπος καί ἤθελε ἔτσι νά κάνει καί τόν προφήτη του Ἠλία. Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἔδωσε τό «δεσμεῖν» καί «λύειν» στόν ἄνθρωπο ἱερέα καί ὄχι σέ ἄγγελο, διότι ὁ ἱερεύς, σάν ἄνθρωπος μέ σάρκα, θά κατανοεῖ τόν πειρασμό καί τό ἁμάρτημα τοῦ ἐξομολογουμένου πιστοῦ, ἐνῶ ὁ ἄγγελος θά τοῦ ἀπέκοπτε τήν κεφαλήν! «Εἰ γάρ ἦν ἄγγελος ἱερεύς καί ἔλαβε τινά πορνεύσαντα, εὐθύς ἀνῄρει αὐτόν, αὐτός τῷ πάθει τοῦτο οὐ συμπεπλεγμένος. Διά τοῦτο, εἰ ἔλαβε ἄγγελος τήν ἐξουσίαν τοῦ ἱερατεύειν, οὐκ ἐδίδασκεν, ἀλλ᾽ εὐθέως ἀνῄρει διά τό ἐκεῖνον μή εἶναι τοιοῦτον, εἰς ὀργήν αὐτόν ἔφερε κατά τοῦ τοιούτου. Ἀλλά διά τοῦτο ἄνθρωπος ἐπιστεύθη, εἰδώς τά πλημμελήματα ἑαυτοῦ καί ἐκ πείρας ἔχων, ἵνα συγγινώσκῃ τοῖς ἁμαρτάνουσι, καί μή κινῆται διά τῆς ὀργῆς καί μή κενῶται διά τῆς ὀργῆς ἡ Ἐκκλησία» (MPG 50,728)!
Καί γι᾽ αὐτό μάλιστα, λέγει ὁ Χρυσόστομος, ὁ Χριστός ἐπέτρεψε ὁ Πέτρος, στόν ὁποῖο ἔδωσε τό «δεσμεῖν» καί «λύειν», νά ἁμαρτήσει μέ τήν ἄρνησή του, φοβηθείς μία ὑπηρέτρια, γιά νά εἶναι ὁ ἴδιος ἐπιεικής στούς χριστιανούς.
Καί γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς, συνεχίζει λέγοντας ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐπέτρεψε ὁ Θεός καί ὁ Ἠλίας, πρίν ἀπό τόν Πέτρο, νά πέσει στό ἴδιο ἁμάρτημα μέ αὐτόν, στό ἁμάρτημα τῆς δειλίας σέ μία γυναίκα, γιά νά γίνει καί φιλάνθρωπος ὁ ζηλωτής προφήτης του.
Πραγματικά, ὁ Ἠλίας ἐφοβήθη τήν Ἰεζάβελ καί γι᾽ αὐτό ἔφυγε πολύ μακράν τοῦ Ἰσραήλ, στά Σαρεφθά τῆς Σιδωνίας. Καί λέγει ὡραῖα ὁ Χρυσόστομος: «Αἱ δύο ἀκροπόλεις (Ἠλίας καί Πέτρος) ὑπό γυναικός ἠλέγχθησαν· Πέτρος κόρην ἐφοβήθη καί Ἠλίας τήν Ἰεζάβελ· τοῖς αὐτοῖς περιέπεσον ἁμαρτήμασι…
Νῦν δέ ἐδείχθη Ἠλίας καί αὐτός ἁμαρτίᾳ ὑπεπτωκώς, τοῦ Θεοῦ συγχωρήσαντος καί ἐπινοοῦντος, ἵνα ἐξ ὧν αὐτός φιλανθρωπίας ἔτυχε, καί αὐτός ᾖ πρός τούς ἄλλους μή ἀπάνθρωπος» (MPG 50,734)!
Συγγνώμη διά τήν ἀργοπορία μου καί Σᾶς εὐχαριστῶ π

Τετάρτη, Μαΐου 11, 2016

Ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἐκκλησία


Περί τῆς θεραπείας τοῦ νοῦ ὡς τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας
Πατερική Θεολογία, π. Ἰωάννη Ρωμανίδη

Ὁμιλία Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου*
(Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία πού μπορεῖτε νά ἀκούσετε ἐδῶ.)

Εἰσαγωγικά 
Μέ τήν ἔναρξη τῶν κυριακάτικων συνάξεων γιά φέτος θεωρήσαμε ἀναγκαῖο, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἐξετάσουμε κάποια θέματα, πού ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπο καί τήν Ἐκκλησία.

Θά ἀναφερθοῦμε δηλαδή σέ βασικά ζητήματα, σχετικά μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τί εἶναι ὁ νοῦς καί ποιός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί χρειάζεται καί τί ἐξυπηρετεῖ ἡ Ἐκκλησία; Γιατί δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε χωρίς αὐτήν; Ὅλα αὐτά εἶναι θεμελιώδη κεφάλαια κατήχησης, πού πρέπει ὅλοι οἱ Χριστιανοί νά γνωρίζουμε γιά νά μαθαίνουμε πῶς νά ζοῦμε χριστιανικά.

Τά κείμενα γιά τήν ἀνάπτυξη τῶν θεμάτων μας τά ἀντλοῦμε ἀπό ἕνα σύγχρονο, κορυφαῖο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας -ἔχει κοιμηθεῖ πρόσφατα- τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος ἔκανε μία μεγάλη τομή, ὄχι τόσο στά θεολογικά γράμματα οὔτε στή Θεολογία, γιατί τήν τομή εκεί τήν ἔχουν κάνει οἱ Ἅγιοι Πατέρες.... 

Ἁπλῶς ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐπανέφερε τήν Πατερική Θεολογία στό προσκήνιο τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας, ἡ ὁποία (Ἑλλάδα) εἶχε πάρει ἕνα δρόμο δυτικότροπο, προτεσταντίζοντα, θά λέγαμε, πού δυστυχῶς ὑπάρχει μέχρι σήμερα.Ἐπικρατεῖ δηλαδή μία ἀντίληψη γιά τόν Θεό, διαφορετική ἀπό αὐτήν πού πρέπει νά ἔχουμε. Μία ἀντίληψη πού ἔχουν στή Δύση. Ὅτι ὁ Θεός εἶναι τιμωρός ἤ ὅτι ὁ Θεός γίνεται καλός ἤ κακός ἀνάλογα μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλός, ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ. Ἄν εἶναι κακός, ὁ Θεός τόν ἀποστρέφεται.

Αὐτά δυστυχῶς ὑπῆρχαν, ὑπάρχουν καί ἐνδεχομένως νά καλλιεργήθηκαν μερικές φορές μέσα καί ἀπό τίς θρησκευτικές ὀργανώσεις, τά κατηχητικά κτλ. Διαιωνίζονται δέ μέχρι σήμερα ὡς κατάλοιπα, παρόλο πού λέμε ὅτι κατά κάποιο τρόπο ἀνακαλύψαμε ξανά καί ἐπανήλθαμε στίς πατερικές μας ρίζες. Ἐντούτοις ἀκόμη ὑπάρχουν.

Καλό εἶναι λοιπόν νά κάνουμε μία ἀναδίφηση σέ ὅλα αὐτά τά θέματα, ὥστε νά βάλουμε σέ σωστές βάσεις τήν πνευματική μας ζωή. Γιατί, καθώς φαίνεται, πολλοί χριστιανοί, ζώντας ἐπιφανειακά, δέν βιώνουμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, πού οὐσιαστικά εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν ζοῦμε δηλαδή τή σωτηρία μας καί δέν χαιρόμαστε πραγματικά τήν πνευματική μας ζωή.

Ὁ Κύριος ἦλθε στή γῆ, γιά νά μᾶς δώσει ζωή καί μάλιστα περίσσεια ζωῆς. Αὐτή ἡ περίσσεια ζωῆς εἶναι ἡ μετοχή μας στό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά, ἄν κάποιος δέν ζήσει σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν θεραπεύεται ἀπό τά πάθη του. Ἑπομένως δέν βιώνει οὔτε μετέχει σέ αὐτή τή Χάρη, σέ αὐτή τή χαρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μπορεῖ μέν νά πηγαίνει κανείς στήν Ἐκκλησία, μπορεῖ καί νά ἐξομολογεῖται, νά κάνει καί κάποιες προσευχές, πού τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός ἀλλά δέν ἔχει αὐτή τήν πληρότητα ζωῆς, τήν ὁποία ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θά μᾶς δώσει ὁ Θεός. Νιώθει ὅτι κάτι δέν πάει καλά, ὅτι κάτι τοῦ λείπει. Δέν ἔχει αὐτό, πού θά ἤθελε νά ἔχει.

Βέβαια αὐτό συμβαίνει, γιατί ὁ Χριστός δέν μᾶς κάλεσε σέ μία ἀποσπασματική, θά λέγαμε, βίωση ἀλλά σέ μία ὁλοκληρωτική ἕνωση μαζί Του. Νά μήν ἔχουμε δηλαδή μόνο κάποιες στιγμές ἕνωσης ἤ τέλος πάντων κοινωνίας μέ τόν Θεό ἀλλά ὅλη μας ἡ ζωή, ὅλες μας οἱ στιγμές νά εἶναι ἑνωμένες μαζί Του. Νά ζοῦμε δηλαδή τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί νά βιώνουμε τί θά πεῖ μετάνοια.

Ὁ πολύς κόσμος νομίζει ὅτι μετάνοια εἶναι τό νά νιώσεις κάποια λύπη γιά κάποιο κακό πού ἔκανες, ἄντε νά πεῖς καί μία συγγνώμη στόν Θεό καί μετά νά πᾶς νά ἐξομολογηθεῖς· καί αὐτό θεωρεῖται μετάνοια. Ὄχι δέν εἶναι αὐτό μετάνοια. Ἄν κοιτάξουμε τί λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, θά δοῦμε πώς μετάνοια εἶναι ἡ μετα-κίνηση τοῦ νοῦ ἀπό τά μάταια, τά ἁμαρτωλά καί τά ἐμπαθῆ πρός τόν Θεό. Αὐτή ἡ μετακίνηση, ἡ μετατόπιση τοῦ νοῦ δηλαδή, πρέπει νά εἶναι συνεχής. Κάθε στιγμή πρέπει νά φέρνεις τόν νοῦ σου πρός τόν Θεό, νά βλέπει πρός τόν Θεό.

Στήν εὐαγγελική περικοπή τοῦ πλούσιου νεανία οἱ Ἀπόστολοι ρώτησαν τόν Κύριο: «Πῶς εἶναι δυνατόν, Κύριε, νά σωθοῦμε; Ἄν εἶναι τόσο δύσκολο πράγμα ἡ σωτηρία, ἐφόσον καί οἱ πλούσιοι δέν θά σωθοῦν, ποιός τελικά θά σωθεῖ;». Καί ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῶ ἐστίν» (Λουκ. ιη΄ 18-27). Τό ἴδιο λέει καί στόν καθέναν ἀπό μᾶς: «Θέλεις νά σωθεῖς; Ἐγώ θά σέ σώσω!»

Ἡ σωτηρία μας βέβαια δέν εἶναι μόνο τά καλά μας ἔργα. Εἶναι δηλαδή λάθος ἡ ἰδέα, πού καλλιεργήθηκε ὅτι καλός χριστιανός εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος κάνοντας καλές πράξεις, γίνεται λίγο καλύτερος κάθε ἡμέρα καί ὅτι αὐτό εἶναι χριστιανική ζωή. Εἶναι καί αὐτή μία ἐπιπλέον λανθασμένη ἀντίληψη, πού μᾶς ἦλθε ἀπό τή Δύση καί ἀπό τόν προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ἔχει περί πολλοῦ τά καλά ἔργα, ὅπως καί ὁ παπισμός.

Δέν εἶναι ἡ σωτηρία μας τά ἔργα μας. Ἀντίθετα ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία μας εἶναι δωρεάν, εἶναι χάριτι· δηλαδή δέν ἀξίζουμε τόν Παράδεισο. Ὁ Θεός μᾶς τόν χαρίζει, μᾶς τόν δωρίζει. Ὅσα καλά ἔργα καί νά κάνουμε, ἄν αὐτά δέν ἔχουν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκάθαρτα κι ἀνώφελα.

Γιατί ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ. ιη΄ 20). Καί τό ἀληθινό ἀγαθό εἶναι μόνο αὐτό, πού ἔρχεται ἀπό τόν Θεό. Ἄν λοιπόν δέν ἔλθει ὁ Θεός γιά νά ἐργασθεῖ μέσα σου καί μαζί σου, γιά νά συνεργασθεῖ καί νά ἔχεις τή Χάρη Του ἐνεργή, ὅ,τι καί ἄν κάνεις, εἶναι ἁμαρτία· δέν εἶναι καλό. Αὐτό μᾶς τό λέει ἀπερίφραστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «τοῦ Θεοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμίν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ΄ ἡμῶν γινόμενον». Καί στή νεοελληνική: «ἄν δέν ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα μας, κάθε τί, πού γίνεται ἀπό μᾶς, εἶναι ἁμαρτία».

Γι’ αὐτό πρέπει νά ἐπανεξετάσουμε καί νά ἐπαναπροσδιορίσουμε μέσα μας τί πιστεύουμε γιά τόν Θεό, πῶς νομίζουμε ὅτι σωζόμαστε, τί σημαίνει γιά μᾶς μετάνοια, τί σημαίνει γιά μᾶς πνευματική ζωή; Βιώνουμε τή χαρά καί τήν πληρότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔχει πεῖ ὁ Θεός ὅτι θά ἔχουμε ὡς καρπό;

Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια. (Πρός Γαλάτας ε΄ 22 – στ΄ 2». Τά ζῶ αὐτά ἐγώ; Μήπως ἔχω πάρει τή ζωή μου λάθος καί τήν πνευματική μου ζωή λάθος καί τόν τρόπο ποῦ ζῶ μέσα στήν Ἐκκλησία λάθος; Γι΄ αὐτό καί δέν ἔχω τή χαρά καί τήν εἰρήνη, πού ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός;


Ἔτσι θά δοῦμε ὅτι αὐτά, τά ὁποία λέει ὁ π. Ἰωάννης, εἶναι πολύ χρήσιμα, ἐποικοδομητικά καί, θά λέγαμε, ἀνατρεπτικά τῶν ἀντιλήψεων, πού ἐπικρατοῦν σήμερα ἀνάμεσα στούς θρησκευόμενους ἀνθρώπους. Διότι δέν θά ἀναφερθοῦμε στούς ἐκτός της Ἐκκλησίας, στούς ἄθεους ἤ τούς ἀδιάφορους, πού δέν ἔχουν καμία σχέση ἀλλά θά μιλήσουμε γιά μᾶς.


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ ~ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Ἀνάλυση Πρώτου Κεφαλαίου Πατερικῆς Θεολογίας**

1. Τί εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου 

Ὅταν λέμε μετάνοια, ἐννοοῦμε τή μετα-κίνηση τοῦ νοῦ. Τή μετάθεση τοῦ νοῦ ἀπό τά μάταια πρός τόν Θεό. Καί τό κλειδί στόν ἄνθρωπο, νά ξέρετε, εἶναι ὁ νοῦς. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα· εἶναι διφυής. Εἶναι σῶμα καί ψυχή. Ἀλλά τό ἀνώτερο κομμάτι του εἶναι ἡ ψυχή. Καί τό ἀνώτερο κομμάτι τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. Ἡ ψυχή ἔχει δυνάμεις. Ἡ σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. Προσέξτε ὅμως: Ὁ νοῦς εἶναι ἄλλο πράγμα ἀπό αὐτό, πού λένε οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι νοῦ, ἐννοώντας τόν ἐγκέφαλο. Γιά τούς Πατέρες, νοῦς δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος οὔτε ἡ διάνοια. Ἄλλο εἶναι ὁ νοῦς καί ἄλλο ἡ διάνοια.

(Σημείωση: Αὐτά, καλό εἶναι, νά τά ξεκαθαρίσουμε, ὥστε, ὅταν διαβάζουμε τούς Πατέρες, νά τούς καταλαβαίνουμε καλύτερα).

Ὁ νοῦς λοιπόν, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς. Οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ νοῦς εἶναι τό μάτι τῆς ψυχῆς, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Ὅπως τό σῶμα ἔχει αἰσθήσεις καί ἔχει μάτια, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἔχει μάτια. Τό μάτι τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο βλέπει, εἶναι ὁ νοῦς. Ὑπάρχουν καί ἄλλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς, πού εἶναι κατώτερες ἀπό τόν νοῦ. Μετά τόν νοῦ εἶναι ἡ διάνοια (σκέψη), ἡ φαντασία, ἡ δόξα (κρίση) καί ἡ αἴσθηση.

(Σημείωση: Δέν θά ἀσχοληθοῦμε ὡστόσο μέ ὅλα αὐτά, γιά νά μήν μπερδευτοῦμε).

Θά μιλήσουμε ὅμως γιά τόν νοῦ, πού εἶναι ἡ σπουδαιότερη δύναμη. Ἡ ὅλη μας φροντίδα θά πρέπει νά ἀποβλέπει στό νά ἑνώσουμε τόν νοῦ μας μέ τόν Θεό, νά θεραπεύσουμε δηλαδή τόν νοῦ μας. Γιατί, τί μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες; Ὅτι μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καί μετά τίς ἀλλεπάλληλες πτώσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, πού ἀκολούθησαν, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου σκοτίζεται.

Ὅπως δηλαδή στά σωματικά μάτια, πού δέν λειτουργοῦν σωστά, ἔρχεται σιγά σιγά τό σκοτάδι καί φτάνει κάποια στιγμή ὁ ασθενής νά τυφλωθεῖ τελείως, ἔτσι συμβαίνει καί στήν ψυχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ σωστά, σκοτίζεται ὁ ὀφθαλμός της, πού εἶναι ὁ νοῦς. Καί ὁ νοῦς πλέον δέν βλέπει. Τί δέν βλέπει; Τόν Θεό.

Γιατί ὁ νοῦς, τά μάτια τῆς ψυχῆς, εἶναι φτιαγμένα γιά νά βλέπουν τόν Θεό·καί τότε ἔχουν φῶς. Ὅπως καί τά σωματικά μάτια. Εἶναι φτιαγμένα γιά νά βλέπουν τό φῶς, τόν ἥλιο. Ἅμα ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀρρωστήσει, τά μάτια δέν λειτουργοῦν σωστά, σκοτίζονται. Καί τί γίνεται τότε; Παύει νά ὑπάρχει ὁ ἥλιος; Ὄχι. Ὁ ἥλιος ὑπάρχει ἀλλά ὁ τυφλός δέν τόν βλέπει.

Παρομοίως συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή. Ὅταν σκοτιστεῖ, ὅταν ἀρρωστήσει δηλαδή ἀπό τά πάθη, σκοτίζονται τά μάτια της καί φθάνει ὁ ἄνθρωπος νά πεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, ὅτι δέν βλέπει τόν Θεό. Καί νά ἀναρωτιέται: «Ἐσύ, ποῦ τόν βλέπεις τόν Θεό;».

Ὁ Θεός ὑπάρχει ἀλλά αὐτός, ἐπειδή ἔχει κατεστραμμένα τά μάτια τῆς ψυχῆς, ἄρρωστα καί σκοτισμένα, δέν βλέπει πλέον τόν Θεό. Γι΄ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός πώς, ὅταν καθαρίσετε τά μάτια τῆς ψυχῆς σας, τόν νοῦ – πού ἀλλιῶς λέγεται καί καρδία στούς Πατέρες – τότε θά δεῖτε τόν Θεό.

Ὅ,τι ἰσχύει γιά τό σῶμα, πού πηγαίνεις δηλαδή στόν γιατρό καί σοῦ λέει ὅτι πρέπει νά πάρεις ἀντιβίωση, νά φύγει τό μικρόβιο, γιά νά λειτουργήσουν τά μάτια σου καί νά δεῖς, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ψυχή. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά πάρει πνευματική ἀντιβίωση, νά μετανοήσει. Τότε τά μάτια τῆς ψυχῆς θά καθαρίσουν καί θά δεῖ πάλι τό φῶς, τόν Θεό.«Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε’, 8).

Καί ποιά εἶναι ἡ σκοπιμότητα τῆς Ἐκκλησίας; Ἀκριβῶς τό νά κάνει αὐτή τή θεραπεία. Νά μᾶς δώσει αὐτή τήν ἀντιβίωση, τήν πνευματική, γιά νά θεραπευτοῦν τά μάτια τῆς ψυχῆς. Αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας.

(Σημείωση: Τά λέμε βέβαια συνοπτικά στήν ἀρχή ἀλλά στή συνέχεια θά τά ἐξηγήσουμε ἀναλυτικότερα).

Ἔλεγε λοιπόν o π. Ιωάννης                                               
       (Ἀρχή Πατερικῆς Θεολογίας)   
                          
 «Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι 
ἡ κύρια μέριμνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε θεράπευε τόν χῶρο τῆς ψυχῆς».


Προσέξτε: πρέπει νά εἶναι ἡ κύρια μέριμνα. Δυστυχῶς καί σήμερα σέ αὐτό τό σημεῖο ἔχουμε ἐκτραπεῖ. Ἀκοῦμε καί τούς πολιτικούς καί τά ΜΜΕ, πού μᾶς κάνουν πλύση ἐγκεφάλου -καί δέν πρέπει νά τούς ἀκοῦμε- νά μᾶς λένε ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά περιοριστεῖ στόν ρόλο της. Καί ποιός εἶναι ὁ ρόλος της; Ἡ φιλανθρωπία, λένε. Νά κάνει ἐλεημοσύνες, νά προσέχει τούς λαθρομετανάστες, νά ἐλεεῖ τούς φτωχούς κτλ. Θεωροῦν πώς αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας μαζί μέ τή λατρεία (Θεῖες Λειτουργίες κ.α.) καί τίποτε ἄλλο. Αὐτός ὅμως εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας; Φυσικά καί ὄχι. Αὐτό εἶναι λάθος.

Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά θεραπευτεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

Νά θεραπευτεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πού εἴπαμε πώς εἶναι ἡ κύρια δύναμη τῆς ψυχῆς.

Καί τί σημαίνει θεραπεία;

Νά ἀποβάλει τόν σκοτισμό.

Νά ξεσκοτιστεῖ. Γιά νά μπορέσει νά δεῖ τόν Θεό.

Γιατί δέν βλέπει τόν Θεό;

Γιατί εἴπαμε πώς ἔχει τά πάθη, τά ὁποῖα καλλιεργήθηκαν δυστυχῶς ἀπό τήν πολύ μικρή ἡλικία, ἀπό τούς γονεῖς πρῶτα πρῶτα. Κατεξοχήν τά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς φιλαυτίας. Ἔτσι σκοτίστηκαν τά μάτια τῆς ψυχῆς. Γι΄ αὐτό σήμερα τά παιδιά εἶναι ἄθεα. Διότι οἱ γονεῖς μέ τά πάθη, πού ἐνεφύσησαν στά παιδιά, σκότισαν τά μάτια τῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν, οὕτως ὥστε αὐτά νά μήν βλέπουν πλέον τόν Θεό. Μέ ἀποτέλεσμα νά βλέπουμε, φερειπεῖν, παιδιά δεκατεσσάρων ἐτῶν νά δηλώνουν ἄθεα – καί ἀγόρια καί κορίτσια.

«Εἶχε διαπιστώσει (ἡ Ἐκκλησία), ἀπό τήν Ἑβραϊκή παράδοσι καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό καί τούς Ἀποστόλους ὅτι στόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς λειτουργεῖ κάτι, πού οἱ Πατέρες ὠνόμασαν «νοῦν».

Αὐτός ἦταν ἀνέκαθεν ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἄσχετα μέ τό τί λέγεται σήμερα. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀκόμη καί οἱ Ἅγιοι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη εἶχαν καταλάβει κάτι: ὅτι μέσα στήν καρδιά, στή φυσική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὑπάρχει καί λειτουργεῖ μία δύναμη. Αὐτή τή δύναμη οἱ Πατέρες τήν ὀνόμασαν νοῦ. Ἐνῶ μέχρι τότε ὁ νοῦς ταυτιζόταν μέ τή διάνοια, οἱ Πατέρες εἶπαν ὄχι σέ αὐτή τήν ἀντίληψη καί ὅρισαν ὅτι νοῦς εἶναι αὐτή ἡ νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ στήν καρδιά τοῦ ὑγιοῦς ψυχικά ἀνθρώπου.

Ἄς τό ποῦμε τώρα πιό ἁπλά: Ἡ ψυχή ἔχει μέσα της τόν νοῦ. Καί αὐτός ὁ νοῦς ἔχει οὐσία, ἔχει καί ἐνέργεια. Ἡ ψυχή λοιπόν, πού ταυτίζεται οὐσιαστικά μέ τόν νοῦ, ἔχει οὐσία, ἔχει καί ἐνέργεια. 

Αὐτή ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ ὀνομάστηκε ἀπό τούς Πατέρες νοερά ἐνέργεια.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθαρός, ἡ νοερά ἐνέργεια λειτουργεῖ μέσα στήν καρδιά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νοσεῖ ψυχικά αὐτή ἡ ἐνέργεια ἔχει φύγει ἀπό τήν καρδιά καί εἶναι διασκορπισμένη στά κτίσματα. Καί ὁ νοῦς τότε ἔχει διασκορπιστεῖ. Εἴδατε, που λέμε πολλές φορές «προσπαθῶ νά συμμαζέψω τόν νοῦ μου;». Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει. Νά μαζέψω δηλαδή τή νοερά ἐνέργεια, νά τή συγκεντρώσω στήν καρδιά μου, γιά νά μπορέσω μετά νά μιλήσω στόν Θεό.

Γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε σωστή προσευχή;

Γιατί, ἐνῶ πᾶμε νά ποῦμε κάτι στόν Θεό, διασπᾶται ἡ προσοχή μας καί δέν μπορεῖ νά μείνει στόν Θεό, παρά μόνο γιά λίγο; Ἐπειδή ἀκριβῶς ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀρρώστια, δηλαδή δέν λειτουργεῖ σωστά ὁ νοῦς. Συνεπῶς ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ἀντί νά εἶναι μέσα στήν καρδιά, ὅπως εἶναι τό φυσικό του ἀνθρώπου – ἔτσι τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός – εἶναι σκορπισμένη πρός τά ἔξω, πρός τά κτίσματα πηγαίνοντας πότε ἐδῶ καί πότε ἐκεῖ. Ἄς πάρουμε τήν περίπτωση τοῦ πλούσιου νεανίσκου, πού ἀναφέρεται στό Εὐαγγέλιο. Ὁ νοῦς του ποῦ ἦταν; Ἦταν στόν Θεό; Ὄχι. Ἦταν στά χρήματα.

Γί αὐτό, ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: «Νά πουλήσεις τά ὑπάρχοντά σου» εἶναι σάν νά ἐννοοῦσε: «νά ἀποδεσμευτεῖς ἀπό αὐτά, ὥστε νά καταφέρεις τί; Νά μετα-νοήσεις, νά μετα-κινήσεις δηλαδή τόν νοῦ σου ἀπό αὐτά, στά ὁποῖα εἶσαι προσκολλημένος, νά τόν φέρεις στήν καρδιά σου καί μετά νά βρεῖς Ἐμένα, πού ὑπάρχω μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου». Γιατί ὁ Κύριος ὑπάρχει στήν καρδιά τοῦ κάθε βαπτισμένου ἀνθρώπου, ὅπως εἴμαστε ὅλοι μας. Ὅμως, ὅσο ὁ νοῦς εἶναι σκόρπιος, δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό.

Σχετικά ὁ Μέγας Βασίλειος διευκρινίζει μέ ὡραῖο τρόπο πώς: «ὅταν ὁ νοῦς δέν σκεδάννυται ἐπί τά ἔξω…» δέν σκορπίζεται δηλαδή πρός τά ἔξω, τότε ἔρχεται στόν ἑαυτό του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν Θεό.

Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ πορεία, πού μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία καί αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας: νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά θεραπευτεῖ ὁ νοῦς του, νά μαζευτεῖ στήν καρδιά του καί νά ἀνέβει μετά στόν Θεό.

Συνεπῶς, ὅταν οἱ Πατέρες ἀναφέρονται στόν νοῦ, δέν ἐννοοῦν τή σκέψη ἤ τή διάνοια ἀλλά ἐννοοῦν αὐτή τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, πού τή λέμε νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ μέσα στήν καρδιά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑγιής πνευματικά. Ἀντίθετα, ὅταν εἶναι ἄρρωστος πνευματικά, ἡ νοερά ἐνέργεια ἔχει διασκορπιστεί στά κτίσματα καί ἔχει μπερδευτεῖ μέ τή σκέψη, μέ τόν ἐγκέφαλο. Ἔτσι λογισμοί, οἱ ὁποῖοι θά ἔπρεπε νά ὑπάρχουν μόνο στόν ἐγκέφαλο, πηγαίνουν καί στήν καρδιά καί τή μολύνουν.

(Σημείωση: Αὐτά θά τά διευκρινίσουμε καί πιό κάτω. Ἁπλῶς κάποιες νύξεις κάνουμε τώρα).

«Πήρανε δηλαδή τόν παραδοσιακόν «νοῦν», πού σημαίνει διάνοια καί λόγος, καί κάνανε μία διαφοροποίησι. Ὠνόμασαν νοῦν αὐτήν τήν νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ στήν καρδιά τοῦ ὑγιοῦς ψυχικά ἀνθρώπου. Δέν γνωρίζομε πότε ἔγινε αὐτή ἡ διαφοροποίησις, διότι συμβαίνει ἐπίσης μερικοί Πατέρες νά ὀνομάζουν μέ τήν ἴδια λέξι, νοῦν, καί τήν λογική, ἀλλά καί τήν νοερά ἐνέργεια, ὅταν αὐτή κατεβαίνη καί λειτουργῆ στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς.

Ὁπότε ἐξ αὐτής της ἀπόψεως ἡ νοερά ενέργεια είναι μία καί μόνη ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία στόν μέν ἐγκέφαλο λειτουργεῖ ὡς λογική, ἡ ἴδια ὅμως λειτουργεί συγχρόνως καί στήν καρδιά ὡς νοῦς. 

Δηλαδή τό ἴδιο ὄργανο, ὁ νοῦς, προσεύχεται ἀδιάλειπτα στήν καρδιά, σέ όσους ἐννοείται ἔχουν ἀδειάλειπτη καρδιακή προσευχή, καί συγχρόνως σκέπτεται π.χ. μαθηματικά προβλήματα καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο, στόν ἐγκέφαλο».

Γιά νά τό ποῦμε μέ ἁπλά λόγια, θά λέγαμε πώς ἔχουμε μέσα στόν ἄνθρωπο δύο κέντρα. Τό ἕνα κέντρο εἶναι ἡ καρδιά καί τό ἄλλο κέντρο εἶναι ἡ διάνοια, ὁ ἐγκέφαλος. Ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, λειτουργεῖ καί μέσα στήν καρδιά καί μέσα στόν ἐγκέφαλο. Ἀλλά ἔχει διαφορετικό ρόλο. Ὅταν ὁ νοῦς λειτουργεῖ στήν καρδιά ἔχουμε τήν προσευχή, τήν ἀναφορά στόν Θεό καί, ὅταν λειτουργεῖ στόν ἐγκέφαλο, τότε ἔχουμε τή σκέψη, ἔχουμε τή λογική. Καί μπορεῖ μέσω τοῦ ἐγκεφάλου ὁ ἄνθρωπος νά ἀντιλαμβάνεται τό περιβάλλον. Ἔρχονται διάφορα ἐρεθίσματα ἀπό τό περιβάλλον στόν ἐγκέφαλο, πού τά ἐπεξεργάζεται μέ τή λογική. 

Αὐτά τά δύο κέντρα (καρδιά-νοῦς καί διάνοια-ἐγκέφαλος) πρέπει νά λειτουργοῦν ξεχωριστά. Στόν ἐμπαθῆ ἄνθρωπο ὅμως εἶναι μπερδεμένα. Πολλά πράγματα λοιπόν, πού ὑπάρχουν στόν ἐγκέφαλο, κατεβαίνουν καί στήν καρδιά, ὅπως παραδείγματος χάρη οἱ διάφοροι λογισμοί. Ἔτσι ἡ καρδιά μολύνεται.

«Πρέπει νά ποῦμε ὅτι αὐτό πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει νοῦν ταυτίζεται μέ αὐτό πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν διάνοια. Εἶναι μία διαφορά στήν ὁρολογία. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγη «προσεύξομαι τῷ πνεύματι»[1] ἐννοεῖ αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες «προσεύξομαι τῷ νοΐ». Καί, ὅταν λέγη «προσεύξομαι τῷ νοΐ», ἐννοεῖ «προσεύξομαι τή διανοία».

Ὑπάρχει προσευχή, πού γίνεται μέ τήν καρδιά, ὑπάρχει καί προσευχή, πού λέγεται μέ τή διάνοια, μέ τή σκέψη, μέ τόν ἐγκέφαλο, μέ τή λογική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέλει ἡ προσευχή νά γίνεται καί μέ τήν καρδιά ἀλλά καί μέ τή λογική. Νά καταλαβαίνει δηλαδή καί ὁ ἄνθρωπος αὐτά πού λέει. Νά τά παρακολουθεῖ καί ἡ λογική.

«Τό ὄνομα «νοῦς» τῶν Πατέρων δέν εἶναι ὁ «νοῦς» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν λέγη προσεύξομαι τῷ νοΐ, προσεύξομαι τῷ πνεύματι ἤ ψαλλῶ τῷ νοΐ, ψαλλῶ τῷ πνεύματι, καί ὅταν λέγη τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἠμῶν, μέ τήν λέξη “πνεῦμα” ἐννοεῖ αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες “νοῦν”. Καί μέ τήν λέξη νοῦς ἐννοεῖ τήν διάνοια, τήν λογική».

Ὑπάρχει μία διαφορά στήν ὁρολογία. Εἶναι μία διαφορετική ἑρμηνεία. Ἐμεῖς κρατᾶμε τήν ἑρμηνεία τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού εἶναι μεταγενέστεροι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τήν ἄποψη δηλαδή, πού λέει ὅτι ὁ νοῦς εἶναι ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό.

Καί αὐτός ὁ νοῦς, αὐτή ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς, θά πρέπει νά εἶναι καθαρή, δηλαδή νά εἶναι μέσα στήν καρδιά καί ἐκεῖ μέσα νά μήν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο. Νά μήν ὑπάρχουν σκέψεις ἤ λογισμοί ἀπό τό περιβάλλον, ἀπό τόν ἐγκέφαλο ἤ ἀπό τή φαντασία. Διότι, ὅταν αὐτοί οἱ λογισμοί κατέβουν στήν καρδιά, τή μολύνουν. Ἄρα ὅλη ἡ προσπάθεια, πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι νά καθαρίσει τήν καρδιά του.

Χρειάζεται ὁ νοῦς του νά εἶναι καθαρός καί ἡ καρδιά του νά μήν ἔχει κανέναν ἄλλο λογισμό· οὔτε κακό οὔτε καλό. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Μπορεῖ νά μιλήσει στόν Θεό σωστά καί νά φθάσει στό ζητούμενο. Δηλαδή στήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί στήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Αὐτό, πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν θέωση.

«Στήν ἔκφρασί του (τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δηλαδή) «τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἠμῶν»[2] μιλάει γιά δύο πνεύματα: Γιά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί γιά τό ἀνθρώπινο πνεῦμα».
 

Αὐτό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεία Χάρη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καθαρίσει τήν καρδιά του, τότε αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά, συμμαρτυρεῖ μέ τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ὅτι ἔγινε αὐτή ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Γι΄ αὐτό καί μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή πώς κράζει «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ». Ποιό; Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου φωνάζει τόν Θεό Πατέρα. Καί αἰσθάνεται πλέον ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό νά κατοικεῖ μέσα του. Αὐτό ἰσχύει γιά τόν ἄνθρωπο τόν θεωμένο, τόν καθαρό.

«Αὐτό τό ἀνθρώπινο πνεῦμα κατά κάποια παράξενη ἐξέλιξι ἐμφανίζεται ἀργότερα στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Μακαρίου του Αἰγυπτίου νά ὀνομάζεται νοῦς καί μόνο τά ὀνόματα λόγος καί διάνοια νά παραμένουν καί νά ἀναφέρωνται στήν λογική του ἀνθρώπου. Ἔτσι ταυτίσθηκε ὁ «νοῦς» μέ τό «πνεῦμα», δηλαδή μέ τήν «καρδιά». Διότι ὁ χῶρος τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ καρδιά, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο»[3].

Υποσημείωση[3]: «Πού σημαίνει, ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μιλάει στό δικό μας πνεῦμα, ὁ Θεός, δηλαδή, μιλάει μέσα στήν καρδιά μας διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλ. Φιλοκαλία, τόμος Δ΄έκδοσις Το Περιβόλι της Παναγίας, 1987,σ. 281.

Ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στόν β’ λόγο του Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ἀναφέρει ὅτι ἡ «καρδιά» εἶναι ὁ ἡγεμόνας ὅλης της ὑπάρξεως· ἐκεῖ εἶναι ὁ νοῦς καί ὅλοι οἱ λογισμοί τῆς ψυχῆς. Ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τόν ὅρον καρδιά δέν ἐννοεῖ τήν φυσική καρδιά, ἀλλά τήν βαθεῖα καρδία, ἐνῶ μέ τόν ὅρο νοῦς δέν ἐννοεῖ τήν διάνοια, ἀλλά τήν ἐνέργεια τῆς καρδιᾶς, τήν νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τήν οὐσία τοῦ νοῦ, δηλ. τήν καρδιά. Οἱ ὅροι καρδιά καί νοῦς ὡς οὐσία ταυτίζονται. Γι’ αὐτό προσθέτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: Ὁ νοῦς εἶναι τό ἐνδότατο σῶμα τοῦ σώματος, δηλαδή ἡ καρδιά (ὅ.π., σ. 282). Μέ αὐτούς ταυτίζεται καί ὁ ὅρος πνεῦμα».

Φαινομενικά δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει μία σύγχυση στούς Πατέρες. Ἀλλά, ἄν κανείς προσέξει λίγο, καταλαβαίνει τό πνεῦμα τοῦ κάθε Πατέρα καί τί ἐννοεῖ, ὅταν λέει νοῦς καί καρδιά ἤ ὅταν λέει διάνοια καί λογική.

Ἐκεῖνο πού χρειάζεται νά ἐπαναλάβουμε γιά νά τό ξεκαθαρίσουμε εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο κέντρα. Ἔχει τό κέντρο τῆς καρδιᾶς, ὅπου ὑπάρχει ὁ νοῦς, ἔχει καί τή λογική ἤ διάνοια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθαρός, φωτισμένος καί ἔχει ἐνωθεῖ μέ τόν Θεό, αὐτά τά δύο κέντρα στόν ἄνθρωπο λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα. Εἶναι δύο διαφορετικά κέντρα. Κατά συνέπεια μπορεῖ νά προσεύχεται καί συγχρόνως νά σκέπτεται.

Ἀλλά στόν ἐμπαθῆ ἄνθρωπο, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς, αὐτά τά δύο κέντρα εἶναι μπερδεμένα και γι΄αυτό ἔχουμε μία σύγχυση μέσα μας. Λογισμοί λοιπόν, πού θά ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στόν ἐγκέφαλο, κατεβαίνουν στήν καρδιά καί γίνονται ἐπιθυμίες. Ἔτσι μολύνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτές τίς ἐπιθυμίες, πού βγαίνουν ἀπό τήν καρδιά. Γί αὐτό μας λέει ὁ Κύριος ὅτι «ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. (Ματθ. 15, 19)».

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί μέ τήν ὅλη ἀσκητική καί μυστηριακή ζωή καθαρίσει τήν καρδιά του καί διώξει κάθε τί ξένο καί ὅλους τούς λογισμούς ἀπό αὐτήν, τότε ἡ καρδιά γίνεται πλέον καθαρή καί τά δύο κέντρα λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα. Ἑπομένως δέν ἐμποδίζεται ὁ Ἅγιος νά προσεύχεται καί συγχρόνως νά μιλάει ἤ νά σκέπτεται κάποια πράγματα μέ τό μυαλό του.

«Ἔτσι ἡ λογική λατρεία γίνεται γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο μέ τόν νοῦν (δηλαδή μέ τήν διάνοια, τήν λογική), ἐνῶ ἡ νοερά εὐχή γίνεται μέ τό πνεῦμα καί εἶναι ἡ πνευματική εὐχή, δηλαδή ἡ καρδιακή προσευχή»[4].

Αὐτό πού κάνουμε στήν Ἐκκλησία λέγεται λογική λατρεία. Διότι μέ τή σκέψη μας, μέ τόν ἐγκέφαλό μας παρακολουθοῦμε αὐτά πού λέμε.

Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ νοερά εὐχή, πού εἶναι ἡ καρδιακή προσευχή, η οποία γίνεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν ἔχει δύο κέντρα γνώσεως. Δύο γνωστικά κέντρα: 
  
· Τό κέντρο τῆς καρδιᾶς, μέ τό ὁποῖο διά τοῦ νοῦ του γνωρίζει τόν Θεό. 

·Τό κέντρο τοῦ ἐγκεφάλου, πού μέ τή λογική γνωρίζει ὄχι τόν Θεό ἀλλά τό περιβάλλον.

Υποσημείωση[4]: «Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, έκδοσις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβάδεια, 1994, σ. 24, όπου αναφέρονται τα εξής: Ο άνθρωπος έχει δύο γνωστικά κέντρα. Το ένα είναι ο νους, που είναι το κατάλληλο όργανο για να δεχθή την αποκάλυψη του Θεού, η οποία στην συνέχεια διατυπώνεται με την λογική, και το άλλο είναι η λογική, που γνωρίζει τον αισθητό κόσμο που μας περιβάλλει».

Ὁ Θεός ὅμως δέν εἶναι στό ὑλικό περιβάλλον δέν εἶναι ὕλη. Συνεπῶς δέν πέφτει στήν ἀντίληψη τῶν αἰσθήσεων καί δέν μπορεῖ νά γνωρισθεῖ ὁ Θεός μέσω τῶν αἰσθήσεων. Ὁ πολιτισμός ὡστόσο, ἐπειδή εἶναι ὑλικός βασίζεται μόνο στίς αἰσθήσεις. Σοῦ λέει ὁ ἄλλος, ὁ ἐπιστήμονας: «αὐτό βλέπω, αὐτό καί πιστεύω. Δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο». Πῶς δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο;

Βέβαια τό λέει αὐτό, γιατί ἔχει χάσει τό ἄλλο γνωστικό κέντρο, πού εἶναι ἡ καρδιά. Καί ἔχει μόνο τό γνωστικό κέντρο τοῦ ἐγκεφάλου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὅμως πιστέψει στόν Θεό, τότε καταλαβαίνει ὅτι ὑπάρχει καί μία ἄλλη πηγή γνώσης, πού εἶναι ἡ καρδιά. Ἡ ὁποία καί πρώτη λειτουργεῖ στόν ἄνθρωπο καί τελευταία σταματάει.

Καί τότε μόνο πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν σταματήσει ἡ καρδιά καί ὄχι, ὅταν σταματήσει ὁ ἐγκέφαλος. Ἐξοῦ καί ἡ πλάνη τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. Ἀλλά, ἐπειδή ὁ πολιτισμός εἶναι ἄθεος, σοῦ λένε: «σταμάτησε ὁ ἐγκέφαλος κάποιου, ἄρα πέθανε». 

Καί ὅμως δέν πέθανε, γιατί λειτουργεῖ ἀκόμη ἡ καρδιά, τό ἄλλο γνωστικό κέντρο, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό καί μπορεῖ ἐπίσης νά βλέπει καί τό περιβάλλον. 

Ὅ Ἅγιος Πορφύριος, ὁ ὁποῖος στά τελευταῖα του ἦταν τυφλός, ἔβλεπε! Πῶς ἔβλεπε; Μέ τόν ἐγκέφαλο; Ὄχι! Μέ τήν καρδιά, μέ τόν νοῦ ἔβλεπε, γιατί ἀκριβῶς εἶχε καθαρότητα μεγάλη.

Ἔτσι ἐκεῖνο, πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἀλλ’ ἐν ἐκκλησίᾳ θέλω πέντε λόγους διά τοῦ νοός μου λαλῆσαι, ἴνα καί ἄλλους κατηχήσω, ἤ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ»[5] σημαίνει ὅτι προτιμοῦσε νά πῆ πέντε λέξεις, πέντε λόγια δηλαδή, γιά νά κατηχήση τούς ἄλλους· παρά νά προσεύχεται νοερῶς».

Προτιμῶ, λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος, νά πῶ πέντε λόγια καί νά τά καταλάβετε, παρά νά προσεύχομαι νοερῶς μυστικά μέσα στήν καρδιά καί νά μή καταλάβει κανείς τίποτα. Αὐτό δηλώνει προφανῶς ἡ ρήση: «θέλω νά πῶ πέντε λόγια «διά τοῦ νοός μου ἤ μύριους λόγους ἐν γλώσση». Νά πεῖ πέντε λόγια καί νά καταλάβουν καί οἱ ἄλλοι. Πῶς νά τά πεῖ αὐτά; Μέ τή λογική. Καί φυσικά μέ τόν λόγο. Γιατί ὁ λόγος μέ τό στόμα λέει αὐτά, πού προηγουμένως εἶχε ἡ διάνοια, ἡ σκέψη.

Ἡ γλώσσα ἦταν ἡ νοερά προσευχή, τά διάφορα εἴδη τῆς νοερᾶς προσευχῆς, πού εἶχαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Καί δέν γινόντουσαν Χριστιανοί, πρίν ἀποκτήσουν τή νοερά προσευχή. Φρόντιζαν μάλιστα νά τήν ἀποκτήσουν καί πρίν τό βάφτισμα ἀκόμη. Νά ἔχουν δηλαδή αὐτή τήν κατάλληλη προπαρασκευή, ὥστε πενήντα ἡμέρες μετά τό βάφτισμα, ἀφοῦ ἔφθαναν καί στόν φωτισμό, ἔπαιρναν τό χρίσμα.

«Αὐτό, πού λέγει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἑρμηνεύεται ἀπό μερικούς μοναχούς ὅτι μίλησε ὁ Ἀπόστολος γιά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή γιά τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», πού ἀποτελεῖται ἀπό πέντε λέξεις. Ἀλλά ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιά λόγια, μέ τά ὁποία κατηχοῦσε τούς ἄλλους[6]. Διότι, πῶς μπορεῖ νά γίνη κατήχησις μέ νοερά προσευχή, ἀφοῦ ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἐσωτερική προσευχή τοῦ ἀνθρώπου καί οἱ ἄλλοι γύρω του δέν ἀκοῦνε τίποτε; Ἡ κατήχησις ὅμως γίνεται μέ λογική διδασκαλία καί λογική λατρεία. Διδάσκουμε καί μιλοῦμε μέσω τῆς λογικῆς, πού εἶναι ἡ συνήθης ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν ανθρώπων.[7]

«Ἐπικοινωνία ὅμως ἔχουν μεταξύ τους καί ὅσοι ἔχουν νοερά εὐχή μέσα στήν καρδιά τους».

Ἄν καί ὁ ἄλλος ἔχει νοερά εὐχή μπορεῖ νά ὑπάρξει ἐπικοινωνία τέτοια. Γι΄αὐτό καί βλέπουμε τούς Ἁγίους Πατέρες, πού εἶχαν νοερά προσευχή μέσα τους, νά πηγαίνουν ἐπίσκεψη ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ἐξωτερικά νά μήν λένε τίποτα, νά κάθονται δύο ὧρες, ἄς ποῦμε, ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν ἄλλο καί νά μήν μιλᾶνε μέ τό στόμα ἀλλά νά ἐπικοινωνοῦν ἐσωτερικά. Νά μιλᾶνε μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, μέ τή νοερά ἐνέργεια, πού εἴχανε μέσα τους. 

Ἔτσι λοιπόν, ὅσοι ἔχουν νοερά εὐχή στην καρδιά τους, ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους.
Και ἀπό μακριά μπορεῖ νά γίνει αυτό.

«Μποροῦν δηλαδή νά καθίσουν μαζί καί ὁ ἕνας νά ἐπικοινωνῆ μέ τόν ἄλλον νοερῶς, χωρίς νά μιλᾶνε. Νά ὑπάρχη δηλαδή μεταξύ τους πνευματική ἐπικοινωνία. Αὐτό φυσικά συμβαίνει σ’ αὐτούς καί ἐκ τοῦ μακρόθεν. Καί αὐτοί ἐπίσης ἔχουν τό διορατικό καί προορατικό χάρισμα. 

Μέ τό διορατικό ἀνιχνεύουν τά ἁμαρτήματα κάθε ἀνθρώπου, καθώς καί τίς σκέψεις του, ἐνῶ μέ τό προορατικό βλέπουν καί μιλᾶνε γιά πράγματα, πράξεις καί γεγονότα μέλλοντα».


Πήγαιναν γιά παράδειγμα οἱ ἄνθρωποι στόν Ἅγιο Πορφύριο ἤ στόν Γέροντα Παΐσιο καί, πρίν ποῦνε τήν ἐρώτηση, ἐκεῖνοι τούς ἔλεγαν τήν ἀπάντηση στό πρόβλημά τους. Πῶς γινόταν αὐτό; 

Ἀκριβῶς ἐπειδή εἶχαν μέσα τους τή νοερά προσευχή, τή νοερά ἐνέργεια καί τό διορατικό χάρισμα. Κατά συνέπεια μποροῦσαν νά ἐξιχνιάσουν, νά δοῦν καί νά ἀκούσουν τίς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, τούς λογισμούς τους καί τό τί ἤθελαν νά τούς ποῦν. Ἄν εἶχες καί ἐσύ νοερά προσευχή, θά μποροῦσες νά ἀκούσεις τήν ἀπάντηση ἀπό τήν καρδιά τοῦ πνευματικοῦ σου καί ὄχι ἀπό τό στόμα του.

Ὅταν δηλαδή καθαρίσει ὁ ἄνθρωπος τήν καρδιά του ἀπό τούς λογισμούς, τότε φανερώνονται αὐτά τά χαρίσματα, τό διορατικό καί τό προορατικό, τά ὁποία ἔχει δώσει ὁ Θεός σέ ὅλους μας.

Δέν τά ἔχει δώσει μόνο στούς ἁγίους· σέ ὅλους τά ἔχει δώσει. Γιατί ὅμως δέν τά ἔχουμε ἐμεῖς φανερά κι ἐνεργά; Διότι ὑπάρχει αὐτός ὁ σκοτισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, γιά τόν ὁποῖο μιλήσαμε στήν ἀρχή.

«Πράγματι ὑπάρχουν τέτοιοι χαρισματοῦχοι ἄνθρωποι καί, ἄν πάτε νά ἐξομολογηθεῖτε σέ αὐτούς, ξέρουν ὅλα ὅσα ἔχετε κάνει στήν ζωή σας, πρίν ἀνοίξετε τό στόμα σας γιά νά τούς τά πῆτε».

Ἐνδεικτικές εἶναι οι περιπτώσεις των ἀνθρώπων ἐκείνων, πού πήγαιναν στόν Ἅγιο Πορφύριο κρατώντας καί χαρτάκι, ὅπου εἶχαν γραμμένα, ἄς ποῦμε, τά ἁμαρτήματα: (1), (2), (3)…(10). Καί πρίν ἀκόμη ἀνοίξουν τό χαρτάκι ὁ Ἅγιος τους ἔλεγε:

«Κοιτάξτε, τό (1), τό (2) καί… τό (7) δέν εἶναι ἁμαρτίες. Μήν μοῦ τά πεῖτε αὐτά. Πεῖτε μου τά ἄλλα, γιά νά μήν χάνουμε καί χρόνο!».


Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι κράτος αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀρχιμανδρίτης Σάββας Ἁγιορείτης

---------------------------------------------------------------------------

*Πρόκειται γιά τήν πρώτη ἀπό μία σειρά ὁμιλιῶν τοῦ π. Σάββα Ἁγιορείτου, μέ ἑρμηνευτικά κι ἐπεξηγηματικά σχόλια πάνω στήν Πατερική Θεολογία τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἀπομαγνητοφωνημένη, ἐλαφρῶς διασκευασμένη καί προσαρμοσμένη στόν γραπτό νεοελληνικό λόγο, πού ἔγινε στίς 31-8-2014 στή σύναξη στό Ἀρχονταρίκι τοῦ Ι. Ν. Ἁγίων Ἀναργύρων Πενταπλάτανου Γιαννιτσῶν.

**Τά κείμενα σέ εἰσαγωγικά, ἀντλήθηκαν από τό βιβλίο τοῦ Πρωτοπ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, Ἐκδόσεις Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 19-22 καί διατηρούν ἐπακριβώς τή γλωσσική μορφή τοῦ πρωτοτύπου.

[1]. Α΄Κορ. 14, 15

[2]. Ρωμ. 8, 16

[3]. Ἡ παρούσα υποσημείωση ενσωματώθηκε στο κείμενο 

[4]. Ἡ παρούσα ὑποσημείωση ενσωματώθηκε στο κείμενο 

[5]. Α΄ Κορ. 14, 19

[6]. Βλ. καί Φιλοκαλία, Γ΄, ἔκδοσις Ἀστέρος,1976, σ.42, §29, και σ. 352, πθ΄.

[7] Βλ. Φιλοκαλία , τόμος Γ΄έκδοσις Αστέρος, Αθήναι 1976, σελ. 352πθ΄.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...