Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Σερβιών και Κοζάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερά Μητρόπολις Σερβιών και Κοζάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουνίου 20, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – 21 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ  Γ΄  ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(Ἰω. 6, 22-33) 
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ  ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, ἀδελφοί μου, εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τήν«ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία» τοῦ Κυρίου. Σὲ αὐτὴν ὁ Θεῖος Διδάσκαλος μὲ λόγια ἁπλά φανέρωσε τόν καινούριο κόσμο ποὺ ἐγκαινίασε ὁ ἐρχομός Του πάνω στὴ γῆ. Μᾶς ὑπέδειξε δρόμο σωτηρίας, μίλησε γιὰ καθαρὴ ψυχὴ καὶ τόνισε ὅτι πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τήν πλεονεξία, διότι κάνει τόν ἄνθρωπο σκληρόκαρδο.
Σύμφωνα μὲ τό Εὐαγγέλιο, ἡ καθαρὴ ψυχὴ προϋποθέτει  καθαρὴ συνείδηση καὶ ἐσωτερικὸ φωτισμό. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι σκοτεινὸς καὶ πονηρός, ὁ ἄνθρωπος πράττει τά ἔργα του διαβόλου καὶ ἡ ψυχή του χάνεται. Εἶναι μάλιστα τόσο κακὸ αὐτό, ὥστε ὁ Κύριος λέει πώς: «τόν κόσμο ὅλο νὰ κερδίσουμε, ἂν χάσουμε τήν ψυχή μας δὲν ὠφελούμαστε σὲ τίποτε». 
Κοντὰ στὸ Θεό ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τὸ ἀπόλυτο ἀγαθὸ καὶ   ἐνάρετο, συμμετέχει στή χάρη καὶ στή χαρὰ ἐκείνη ποὺ ἀπολαμβάνουν οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ οἱ ἅγιοι. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τό  κατορθώσουμε αὐτό,  σύμφωνα μὲ τήν διδασκαλία τῶν πατέρων, πρέπει νὰ  ἀκολουθήσουμε τρία στάδια, ποὺ στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζονται στάδια πνευματικῆς τελείωσης καὶ αὐτὰ εἶναι: «τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης».  
Μέ τήν κάθαρση,  ἀποβάλουμε τά πάθη ἀπὸ τήν ψυχή μας, μὲ τόν φωτισμό ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου φωτίζεται καὶ ἐπιδιώκει  μόνο τό ἀγαθὸ καὶ μὲ τὴ θέωση πραγματοποιεῖται ἡ μυστική ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τό Θεό. Ἀπὸ αὐτὰ γίνεται φανερὸ ὅτι μόνο μὲ τόν προσωπικὸ, πνευματικὸ ἀγῶνα θὰ μπορέσουμε νὰ νικήσουμε τήν ἁμαρτία, θὰ μπορέσουμε νὰ κερδίσουμε τόν παράδεισο.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει ὅτι «τό  κάλλος τῆς ψυχῆς προέρχεται ἀπὸ τήν ὑπακοὴ στὸ Θεό». Μὲ τήν ὑπακοὴ στὸ Θεό ἡ   ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθαρίζει, ὀμορφαίνει, χαριτώνεται καὶ πράττει μόνο τό καλό. Τό ἀντίθετο συμβαίνει ὅταν δὲν τηροῦμε τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁλόκληρος ὁ ἐσωτερικὸς μας κόσμος βυθίζεται  στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ οἱ πράξεις μας εἶναι αἰχμαλωτισμένες στὰ γήϊνα.
Ὁ Κύριος εἶπε σήμερα: «μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῆ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε», δηλαδή «μὴ φροντίζετε τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πίετε», διότι ἡ φροντίδα τῆς καθημερινότητας γεννᾶ μέσα μας τό πάθος τῆς πλεονεξίας. Ὅμως, θὰ ρωτήσει κάποιος: «Εἶναι δυνατόν νὰ μὴν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τά ἀπαραίτητα καὶ καθημερινά, νὰ μὴν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τήν οἰκογένεια μας; Μὰ καὶ βέβαια, ἀδελφοὶ μου, θὰ ἐνδιαφερθοῦμε, εἶναι ὑποχρέωση μας, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ φροντίδα δὲν πρέπει γίνει αὐτοσκοπὸς στὴ ζωή μας.
«Οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων», μᾶς λέει  στὴ συνέχεια ὁ  Κύριος, ποὺ σημαίνει ὅτι  ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ μᾶς καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τήν ἐλπίδα μας σὲ Αὐτόν. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ στηρίζει τήν πίστη καὶ δίνει νόημα σὲ αὐτήν. Ὅταν δὲν ἔχουμε ἐλπίδα, ἡ πίστη ὑποχωρεῖ. Μὲ τήν ἐλπίδα στὸ Θεὸ θὰ ἀποφύγουμε τήν πλεονεξία ποὺ προκαλεῖ    τήν ἀδικία. Ἡ ἀδικία κάνει τόν ἄνθρωπο ἀδιάφορο, ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τόν ἑαυτὸ του, δὲν ἀγαπᾶ τούς συνανθρώπους καί στὸ τέλος ξεχνᾶ καὶ τόν ἴδιο Θεὸ καὶ, σύμφωνα μὲ τόν  Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, «ὅποιος  δὲν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, δὲν ἀγαπᾶ τόν Θεό».   
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, κυριευμένος ἀπὸ ἄγχος, φόβο καὶ ἀβεβαιότητα, παρόλες τὶς ἀνέσεις ποὺ διαθέτει, δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει, δὲν μπορεῖ νὰ ἠρεμήσει. Ἡ μόνη φροντίδα του εἶναι πῶς θὰ ἀπόκτησει περισσότερα γιὰ τὸ αὔριο. Ἀλλὰ, τὸ αὔριο τὶ εἶναι ἀδελφοί μου; Ποιός βεβαιώνει ὅτι θὰ ζοῦμε αὔριο; Μποροῦμε νά τό κάνουμε δικό μας; Ὄχι βέβαια! Τό σήμερα  ζοῦμε, ἀλλὰ πάλι καὶ αὐτό δὲν εἴμαστε σὲ θέση νά τό ἐξουσιάσουμε,  μποροῦμε ὅμως νὰ τό ἀξιοποιήσουμε γιὰ τή σωτηρία μας.
Ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ τεχνολογία μᾶς γέμισαν ἕνα μεγάλο κενό. Πιστέψαμε πώς γεμίζοντας τό στομάχι μας καὶ ἀπολαμβάνοντας τὶς ἀνέσεις τοῦ πολιτισμοῦ μας θὰ βρίσκαμε τήν εὐτυχία. Πῶς γίνεται, ὅμως, ἕνα γεμᾶτο χρηματοκιβώτιο νὰ μᾶς κάνει εὐτυχισμένους, ὅταν ἡ ψυχή μας εἶναι ἄδεια ἀπὸ συναισθήματα καὶ κυρίως ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τόν πλησίον;
Ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι θέμα ἐσωτερικῆς διάθεσης, εἶναι ὑπόθεση ἐσωτερικῆς ἀνακαίνισης καὶ ψυχικῆς καλλιέργειας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καλλιεργήσει ἐντατικὰ τόν χῶρο τῆς  ψυχῆς του, θὰ πάψει νὰ εἶναι ἐγωϊστής  καὶ ἄπληστος, θὰ μπορει νὰ διακρίνει τό πρόσκαιρο ἀπὸ τό αἰώνιο καὶ θὰ γευθεῖ τήν ἐσωτερικὴ εἰρήνη ποὺ τόσο νοσταλγεῖ. Εἶναι καιρὸς λοιπὸν νὰ συγκεντρώσουμε τό ἐνδιαφέρον μας πρὸς τόν Θεό, ἐλευθερώνοντας τήν σκέψη μας ἀπὸ τά γήϊνα, ἀπὸ σκοτεινοὺς λογισμούς,  ἀπὸ τήν πλεονεξία καὶ τήν ἀδικία.
 Ἀδελφοὶ μου,
Ὁ  ἅγιος Γρηγόριος  Νύσσης ρωτᾶ: «Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ προσεγγίσει τά οὐράνια πράγματα, ἂν εἶναι προσηλωμένος στὰ ἐπίγεια; Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ὑψωθεῖ στὸν οὐρανὸ ἂν δὲν πτερωθεῖ μὲ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;» Ἂς γίνει λοιπὸν ἡ Οὐράνια Βασιλεία, ἡ  πρώτη φροντίδα μας, ἡ μεγάλη προσδοκία τῆς ζωῆς μας καὶ ἡ Θεία Πρόνοια θὰ φροντίσει γιὰ ὅλα τά ἄλλα. Αὐτὴν ἀκριβῶς τήν ἔννοια ἔχουν καὶ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ ὅταν λέει:«Ζητεῖται  πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ  Θεοῦ». Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Ιουνίου 06, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ – 7 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015 (Μτθ. ι΄, 32-33, 37-38 – ιθ΄, 27-30) εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΩΝ  ΑΓΙΩΝ  ΠΑΝΤΩΝ
(Μτθ. ι΄, 32-33, 37-38 – ιθ΄, 27-30)
Τή σημερινή ἡμέρα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή, «τήν τῶν ἁπανταχοῦ τῆς Οἰκουμένης ἐν Ἀσίᾳ, Λιβύῃ καί Εὐρώπῃ, Βορρᾶ τέ καί Νότῳ, Ἁγίων Πάντων ἑορτήν ἑορτάζομεν».
Ἡ Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἡ τελευταία Κυριακή του Πεντηκοσταρίου. Μέ αὐτήν τελειώνει ὁ κινητός κύκλος τῶν ἑορτῶν πού ἄρχισε ἀπό τήν Κυριακή του Τελώνη καί Φαρισαίου. Ἡ Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἡ σφραγίδα καί τό τέλος τῆς μεγάλης ἑορταστικῆς αὐτῆς περιόδου καί μᾶς παρουσιάζει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς Ἁγίους Πάντες, τούς «τήν γῆν οὐρανώσαντας», πού ἔκαναν τή γῆ οὐρανό, πού πραγματοποίησαν ἤρεμα τό αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τό θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς», ἀψηφώντας ἀπειλές, χωρίς νά παρασύρονται ἀπό ὑποσχέσεις, προκαλώντας τό θαυμασμό, πολλές φορές, στούς διῶκτες καί δημίους τους. Εἶναι ἡ ἰσχυρή ἀπόδειξη τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας καί παρουσιάζει «ὅσα ἀγαθοδότως ἡγίασε τό πνεῦμα τό ἅγιον» στόν κόσμο.
Ἡ Ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων τους πρώτους αἰῶνες ἦταν γιορτή μόνο τῶν Μαρτύρων. Ἔτσι ἔχουμε ὁμιλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, τόν 4ο αἰώνα, γιά τήν ἑορτή αὐτή. Τό Τυπικό τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τόν δέκατο αἰώνα προβλέπει σύναξη καί παννυχίδα στό ναό τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἡ ἑορτή τιτλοφορεῖται «τῶν Ἁγίων Πάντων», ἀλλά τό συναξάρι τῆς ἡμέρας ἐπισημαίνει ὅτι κατ” αὐτήν ἐπιτελεῖται ἡ μνήμη «τῶν ἁγίων καί καλλινίκων μαρτύρων τῶν ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ κατά διαφόρους καιρούς μαρτυρησάντων ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἔστω κι ἄν ἡ ἑορτή ξεκίνησε γιά τούς Ἁγίους Μάρτυρες καί ἐπεκτάθηκε στή συνέχεια γιά Πάντες τούς Ἁγίους, ὡστόσο οἱ Ἅγιοι Πατέρες θέσπισαν τή συλλογική αὐτή ἑορτή γιά τούς ἑξῆς λόγους:
 Ἡ κοινή μνήμη ἀφορᾶ τήν κοινή μαρτυρία γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, χωρίς τήν ὁποία ἡ πίστη μας εἶναι μάταιη. Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ μεγάλη πραγματικότητα στόν κόσμο, εἶναι θεμελιωμένη πάνω στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄθληση τῶν Ἁγίων Μαρτύρων καί ἡ ἄσκηση τῶν Ὁσίων Ἀσκητῶν, καί ἡ προσδοκία τῶν λαῶν, ὅλα στηρίζονται καί ὅλα δικαιώνονται στήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίνουν ἄλλο νόημα καί στή ζωή καί στό θάνατο.
Ζωή σημαίνει κοινωνία μέ τό Θεό. Δέν εἶναι πιά θάνατος τό τέλος τῆς παρούσας ζωῆς ἀλλά ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα δέν εἶναι θάνατος ἀλλά προσωρινός ὕπνος. Γιά νά μᾶς δείξουν ὅτι κατεβαίνει στή γῆ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Θεός, καί ἀνεβαίνει στόν οὐρανό ὁ χοϊκός ἄνθρωπος. Οἱ πρίν ἀποξενωμένοι ἀπό τό Θεό γίνονται φίλοι του καί «ἕνα» μέ αὐτόν, ἔχουν τή δυνατότητα νά γίνουν «Ἅγιοι». Σ’ αὐτούς «τό Πνεῦμα τό Ἅγιον σκηνώσαν, ἡγίασεν». Καί ἔτσι ἀναπληρώσαμε τό πεπτωκός ἐκεῖνο τάγμα τῶν Ἀγγέλων.
Πολλοί ἅγιοι εἶναι γνωστοί καί τιμῶνται μέ ἑορτές καί πανηγύρεις καί λιτανεῖες. Ὅμως ὑπάρχουν καί πολλοί ἄγνωστοι καί ἀφανεῖς ἅγιοι, γνωστοί στό Θεό, «νέφος μαρτύρων». Αὐτούς τούς ἀγνώστους τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία, ὅσοι «κατά Χριστόν ἐπολιτεύσαντο ἐν Ἰνδοῖς καί Αἰγυπτίοις καί Ἄραψι καί Μεσοποταμία τέ καί Φρυγία καί τοῖς ἄνωθέν του Εὐξείνου. Ἔτι δέ καί ἐν πάση τή Ἑσπερία ἄχρι καί αὐτῶν τῶν Βρεττανικῶν νήσων, ἁπλῶς εἰπεῖν ἐν Ἀνατολή καί Δύσει». Ἡ Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι τό μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού τιμῶνται χωριστά ὁ καθένας, εἶναι ἐπιβεβλημένο νά συναθροισθοῦν σέ μία κοινή ἑορτή γιά νά ὑπογραμμισθεῖ μ” αὐτόν τόν τρόπο ὅτι ὅλοι μαζί ἀγωνίσθηκαν γιά ἕνα Χριστό, σέ ἕνα κοινό στάδιο τῆς ἀρετῆς, ὅτι ὑπό ἑνός Θεοῦ στεφανώθηκαν καί συνέστησαν τήν «μίαν Ἐκκλησίαν», προτρέποντας καί ἐμᾶς νά ἀγωνιζόμαστε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις «τόν καλόν ἀγώνα» μέ αὐτούς στό πλάι μας, ὥστε ὅταν ὁ Ἀγωνοθέτης Χριστός μᾶς καλέσει στήν ἐν οὐρανοῖς πανήγυρη τῶν πρωτοτόκων, νά μπορέσουμε νά συναριθμηθοῦμε μετά τῶν Ἁγίων του. Γιά νά ζητοῦμε τή βοήθειά τους στίς πτώσεις μας καί τήν ἐνίσχυση στίς ἀδυναμίες καί τούς φόβους μας, πού κλείνουν τίς ὑπάρξεις μας στήν ἰδιοτέλεια, νά ἐμπνεόμαστε ἀπό τήν τόλμη, τή θυσιαστική διάθεση καί προσφορά τους, ὑπερβαίνοντες τή φίλαυτη ὀργάνωση τῶν κοινωνιῶν μας. Γιά τούς ἐπιγενησομένους ἁγίους, (πού θά γίνουν δηλαδή ἅγιοι), γιά ὅσους «πρότερον καί ὕστατον» θά συγκαταριθμηθοῦν μέ τούς Ἁγίους.
Ἔχει μία καταπληκτική δυναμική ἡ παροῦσα ἑορτή. Εἶναι προληπτικά καί «δική μας» ἑορτή. Ὁ καθένας ξεχωριστά ἔχει τό δικαίωμα νά εἶναι παρών καί ὅλοι μαζί, δυνητικά θά λέγαμε χωρίς νά ὑπερβάλλουμε, ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη ἐντάσσεται στή σημερινή ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων. Μποροῦμε ἔτσι νά δοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὄχι ὡς ἀπειλή, ἀλλά ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ μέ χαρά καί ἀγάπη καί μ’ αὐτή τή θέαση νά χτίσουμε «ἐν μετανοίᾳ» τόν κοινό οἰκουμενικό πολιτισμό καί νά περπατήσουμε «ἐν καινότητι ζωῆς».
Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καί Ἅγιοι δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνοι πού θυσίασαν τή ζωή τους, πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μάρτυρες εἶναι ὅλοι ὅσοι ἀγωνίσθηκαν καί ἀγωνίζονται τόν ἀγώνα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ μέσα στό «κανονικό» πλαίσιο τῆς ἁγιοπατερικῆς σωτηριολογίας, δηλαδή τῆς Ἐνορίας, τῆς Ἐπισκοπῆς, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας», μέ ἀκρίβεια καί συνέπεια. Εἶναι «μαρτύριο πνεύματος» ἡ καθημερινή βίωση τοῦ λόγου τοῦ Σταυροῦ, ἡ Σταύρωση τῶν παθῶν, τῆς ἰδιοτέλειας καί τῆς κακίας μας.
Οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρός τοῦ κόσμου, τό στόλισμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει τό Ἀπολυτίκιό τους: «Τῶν ἐν ὄλω τῷ κόσμω Μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καί βύσσον τά αἵματα, ἡ Ἐκκλησία σου στολισαμένη, δί” αὐτῶν βοᾶ σοί, Χριστέ ὁ Θεός. Τῷ λαῷ σου τούς οἰκτιρμούς σου καταπέμψον, εἰρήνην τή πολιτεία σου δώρησαι, καί ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος». Τήν εὐχή καί τή συνηγορία τους νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Μαΐου 16, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ – 17 ΜΑΪΟΥ 2015



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
(Ἰω. 9, 1-38)
Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀναφέρεται στὴ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔγινε ἀγώνας μεταξύ του πρώην τυφλοῦ καὶ τῶν Φαρισαίων. Ἕνας ἀγώνας ὁ ὁποῖος συνεχίζεται ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ὁ πόλεμος καὶ ἡ διαμάχη μεταξὺ τῶν πνευματικὰ διεφθαρμένων ἀνθρώπων καὶ τῆς ἀλήθειας, μεταξὺ ἐκείνων ποὺ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια.
Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ, λοιπὸν, ἕνας τυφλὸς ποὺ θεραπεύεται ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει, ὑπερασπίζεται τὴν ἀλήθεια καὶ ἀγωνίζεται νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια τῶν πνευματικὰ τυφλῶν Φαρισαίων. Καταθέτει τὴ μαρτυρία του γιὰ ὅσα εἶδε καὶ ἔζησε. Καὶ δὲν εἶδε βέβαια μόνο τὸ φυσικὸ φῶς, ἀλλὰ ἔλαμψε μέσα του καὶ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, ὥστε νὰ πιστέψει στὸ Χριστὸ καὶ νὰ τὸν προσκυνήσει.
Τὸ μαρτύριό του ὅμως ἀρχίζει μετὰ τὴ θεραπεία του, ὅταν ἐπιστρέφει σπίτι του ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωὰμ, στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε ὁ Χριστὸς νὰ πλυθεῖ καὶ ν’ ἀποκτήσει τὸ φῶς του, ὅπως καὶ ἔγινε. Πρῶτα τὸν πολιορκοῦν οἱ γείτονες, τὸν ρωτοῦν, θέλουν νὰ μάθουν καὶ δίκαια, ἴσως καὶ καλοπροαίρετα. Ὕστερα οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνακρίνουν καὶ τὸν ταλαιπωροῦν σὰν κατηγορούμενο. Τὴ θεραπεία του δὲ μποροῦν νὰ τὴν ἀμφισβητήσουν, ἐπειδὴ ὅμως μισοῦν τὸ Χριστὸ τὸν ἀμφισβητοῦν. Εἶναι ὁ ἐγωισμός, ὁ φθόνος καὶ τὸ μίσος ποὺ φωλιάζει στὶς ψυχές τους, ποὺ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια. Γιὰ νὰ ἀποστομώσουν τὸν πρώην τυφλό, γιὰ νὰ σιγήσει στὸ μεγάλο θαῦμα τῆς θεραπείας του, πρῶτα χρησιμοποιοῦν βία. Ἀπειλοῦν καὶ τὸν ἴδιο καὶ τοὺς γονεῖς του πὼς θὰ τοὺς κάνουν ἀποσυνάγωγους. Εἶναι ἄλλωστε ἡ μεγαλύτερη τιμωρία γιὰ ἕναν Ἰουδαῖο, νὰ μὴ μπορεῖ νὰ πάει στὴ συναγωγή, στὸ χῶρο τῆς προσευχῆς, στὸ χῶρο μελέτης τοῦ Νόμου καὶ ἀκόμη ὡς ἀποσυνάγωγος εἰσπράττει τὴν περιφρόνηση ὅλων.
Στὴ συνέχεια οἱ κατήγοροι τοῦ τυφλοῦ κάνουν παράλογους συλλογισμούς. Ξέρουμε, λένε, πὼς ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀκούει, καὶ ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς καταργεῖ τὸ Σάββατο, εἶναι ἁμαρτωλός. Ἄρα πῶς μπορεῖ νὰ κάνει θαύματα. Ἡ ἁμαρτία ποὺ ἔκανε ἦταν ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου ἔφτυσε κάτω, ἔφτιαξε πηλό, ἄλειψε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τὸν θεράπευσε. Γι’ αὐτὸ καὶ κατηγορεῖται. Ὁ Χριστὸς ὅμως βάζει πάνω ἀπὸ τὸ Νόμο τὸν ἄνθρωπο. «Τὸ Σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο». Ἡ ἀγάπη του ξεπερνάει τὸ Νόμο, δὲν τὸν καταργεῖ, ἀλλὰ τὸν συμπληρώνει. Ἀντίθετα, αὐτὴ ἡ ἀγάπη λείπει ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ μένουν προσκολλημένοι στὸ γράμμα τοῦ Νόμου καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὸν πονεμένο ἄνθρωπο. Ὁ τυφλὸς, ὡστόσο, τὸν ὑπερασπίζεται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, μὲ τὴ μεγαλύτερη πίστη. «Ἐὰν εἶναι ἁμαρτωλὸς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν τὸ γνωρίζω. Ἕνα ξέρω, ὅτι μὲ ἔκανε καλά. Ἤμουν τυφλὸς καὶ τώρα βλέπω». Ἐδῶ οἱ Φαρισαῖοι χρησιμοποιοῦν ἕνα ἄλλο ὅπλο ἐναντίον τῆς ἀλήθειας. Ἐπιστρατεύουν τὴν ὑποκρισία τους. Παρουσιάζονται ὡς εὐσεβεῖς καὶ πιστοί. «Δὸς δόξαν τῷ Θεῶ», τοῦ λένε, ἐνῶ ἐπιμένουν νὰ χαρακτηρίζουν τὸν Ἰησοῦ ἁμαρτωλό. Ξαναρωτοῦν τὸν τυφλὸ νὰ τοὺς διηγηθεῖ πῶς ἔγινε ἡ θεραπεία του.
Ὁ τυφλός, ἀφοῦ ὁμολόγησε πρὶν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι προφήτης, μὲ παρρησία τώρα τοὺς ἐλέγχει καὶ γίνεται δάσκαλος τῶν λεγόμενων σοφῶν. «Δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ποὺ μὲ θεράπευσε, γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς, οὔτε ποτὲ ἀκούστηκε στὸν κόσμο πὼς ἄνοιξε κανεὶς τὰ μάτια κάποιου ἀνθρώπου ποὺ γεννήθηκε τυφλὸς». Στὸ τέλος οἱ Φαρισαῖοι ἐφαρμόζουν τὸ διωγμό, τὸν καταδικάζουν ὡς ἁμαρτωλὸ καὶ τὸν βγάζουν ἔξω. Ἐκεῖνος ἐξέρχεται νικητής. Τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ εὐεργέτης του, ὁ Χριστός μας, καὶ ἀναφωνεῖ: «πιστεύω Κύριε» καὶ «προσεκύνησεν αὐτῶ».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, προέβλεψε αὐτὴ τὴ διαμάχη ὅταν εἶπε στὸν τυφλὸ: «ἐγὼ εἰς κρίμα εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται». Αὐτὴ ἡ διαμάχη συνεχίζεται διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ ταλαιπωρεῖ καὶ σήμερα τὸν κόσμο. Ἐμεῖς ἂς ἔχουμε ἀνοιχτὰ τὰ μάτια μας γιὰ νὰ βλέπουμε τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, τὴν ἀλήθεια ποὺ ἔβλεπε ὁ τυφλός, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τὴν ἀγνοοῦσαν, γιὰ νὰ πιστεύουμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας. Γιατί αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ μαρτυρεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ Ὁδὸς καὶ ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωὴ». Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Μαΐου 09, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΑΣ (Ι.Μ. Σερβίων και Κοζάνης) (Ἰω. 4, 5-42) - Τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας


(Ἰω. 4, 5-42)
- Τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας -
Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι ἀπό τίς πιό ξεχωριστές τοῦ Εὐαγγελίου. Τά νοήματά της εἶναι πολλά καί ἐξαιρετικά σημαντικά, ὄχι βέβαια πώς ὑπάρχει καί κάτι λιγότερο σημαντικό στό λόγο τοῦ Θεοῦ.
Πολλές φορές τίς ὡραῖες καί ὑψηλές διδασκαλίες του ὁ Ἰησοῦς τίς ἀπηύθυνε σέ ἁπλούς ἀνθρώπους πού δέν εἶχαν κανένα ἐξωτερικό χαρακτηριστικό ἁγιότητας ἤ θρησκευτικῆς ὑπεροχῆς. Δέν ἀπέφευγε μάλιστα νά συνομιλεῖ καί μέ γυναῖκες, ὅπως ἡ περίπτωση τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Οἱ γυναῖκες δέν θεωροῦνταν  πρόσωπα ἰσάξια μέ τούς ἄνδρες καί ἱκανά νά ἀκούσουν μιά διδασκαλία, γι’ αὐτό  καί ὁ διάλογος τοῦ Χριστοῦ μέ τή Σαμαρείτιδα ἐντυπωσίασε τούς μαθητές. Ὁ Χριστός ὅμως σαρκώνει στό πρόσωπό του τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους τοὺς ἀνθρώπους χωρίς καμία διάκριση καταγωγῆς, γλώσσας, θρησκείας, κοινωνικῆς θέσης, ἠθικῆς ζωῆς. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ στά ὁποῖα ἦρθε νά φανερώσει ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί τά ὁποῖα θέλει νά ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, πού ἀκούσαμε σήμερα, μᾶς παρουσιάζει τόν Ἰησοῦ, ὁ ὁποῖος διερχόταν μέ τούς μαθητές ἀπό τή Σαμάρεια, νά συζητᾶ στή Συχάρ, στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μέ μιά Σαμαρείτιδα γυναίκα καί μάλιστα μέ γυναίκα ἡ ὁποία, ὅπως φαίνεται ἀπό τή συζήτηση, δέν ὑπῆρξε πολύ ἐνάρετη καί σεμνή στή ζωή της. Σ’ αὐτήν τή γυναίκα, ὁ Ἰησοῦς μιλάει γιά τό «ζωντανό νερό», πού δέν στερεύει ποτέ,  γιά τήν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρεία τοῦ Θεοῦ καί γιά τή μεσσιανική του ἰδιότητα.
Ἀπό τή σημαντική αὐτή συζήτηση  θά σταματήσουμε σ’ ἕνα σημεῖο, στήν ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ στό ἐρώτημα τῆς Σαμαρείτιδας  «ποῦ εἶναι πιό σωστό νά λατρεύεται ὁ Θεός, στό Ναό τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπως πίστευαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἤ στό ὅρος Γαριζεὶν, ὅπως ἤθελαν οἱ Σαμαρεῖτες», ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τί εἶναι ὁ Θεός καί ποιά ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ: «Εἶναι ὅμως κοντά ὁ καιρός, ἦρθε κιόλας, πού ὅσοι πραγματικά λατρεύουν, θά λατρέψουν τόν Πατέρα μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, πού ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια – γιατί ἔτσι τούς θέλει ὁ Πατέρας αὐτούς πού τόν λατρεύουν. Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Κι αὐτοί πού τόν λατρεύουν πρέπει νά τόν λατρεύουν μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος, πού φανερώνει τήν ἀλήθεια».
Μέ τήν ἀπάντηση αὐτή μετατίθεται τό θέμα ἀπό τόν τόπο στόν τρόπο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, αὐτόν ἀκριβῶς τόν τρόπο φανερώνει στούς ἀνθρώπους ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι χαρακτηριστικές οἱ λέξεις «πνεῦμα» καί «ἀλήθεια» πού δεσπόζουν στήν ἀπάντηση. Σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου ὁ Ἰησοῦς ἑνώνει πιό στενά τοὺς δύο αὐτούς ὅρους λέγοντας: «τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας θά σᾶς ὁδηγήσει σέ ὅλη τήν ἀλήθεια».
Πρόκειται γιά τήν πιό ὑψηλή διατύπωση περί τοῦ Θεοῦ καί περί τοῦ τρόπου λατρείας του, τήν ὁποία δέν κατανοεῖ κανείς θεωρητικά, ἀλλά ζώντας μέσα στήν ἀλήθεια καί στό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγούμενος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι τό Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας. Πρόκειται σέ τελευταία ἀνάλυση γιά δῶρο τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται διά τοῦ Χριστοῦ στήν ἀνθρωπότητα. Ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι κατάκτηση τῆς νοητικῆς δύναμης τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶναι τό βέβαιο συμπέρασμα μιᾶς σειρᾶς συλλογισμῶν. Εἶναι ἀποκάλυψη Θεοῦ, εἶναι τό σαρκωμένο πρόσωπο τοῦ Λόγου πού διακηρύττει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Συνεπῶς ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι μιά ἰδέα, ἀλλά ἕνα πρόσωπο, μιά ζωή, πού θυσιάζεται γιά νά προσφέρει ἀκόμη περισσότερη ζωή στούς ἀνθρώπους.
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅτι «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν τόν Θεόν» πρέπει νά μᾶς ἀφυπνίζει πάντοτε καί νά μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ τρόπος πού λατρεύουμε τό Θεό δέν μπορεῖ νά ἔχει καμιά σχέση μέ τήν ψεύτικη ἱκανοποίηση τῆς συνειδήσεώς μας, μέ τήν ἐπιφανειακή τήρηση τοῦ γράμματος, μέ τόν ποσοτικό ὑπολογισμό τῶν πράξεών μας, μέ τήν ὠφελιμιστική σκέψη τῆς ἀμοιβῆς. Ἐπίσης, δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τήν τυποποίηση τῆς στάσης μας πρός τόν Θεό μέσα σέ καθιερωμένες καί ξηρές λέξεις ἤ ἐκφράσεις πού δέν ζοῦμε τό περιεχόμενό τους. Τό «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» σημαίνει ζωή ἐν Χριστῷ καί ζωή ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· μέ ἄλλα λόγια, σημαίνει συμμετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς Ἐκκλησίας βέβαια πού ἀποτελεῖ ζωντανό σῶμα Χριστοῦ καί ὄχι ὀργανισμό νεκροῦ γράμματος ἤ σύνολο ξηρῶν τύπων.
Τό μήνυμα τῆς περικοπῆς, ἰδιαίτερα τῆς φράσεως τοῦ Ἰησοῦ πού μᾶς ἀπασχόλησε σήμερα περισσότερο, εἶναι ἕνα μήνυμα ἀπαγκιστρώσεως ἀπό τό ψέμα τοῦ νεκροῦ θρησκευτικοῦ τύπου, στό ὁποῖο κινδυνεύει κανείς νά ἐγκλωβισθεῖ, ὅταν ξεχνᾶ τό «πνεῦμα τῆς ἀληθείας» καί θέλει νά ἱκανοποιήσει συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα τὸ δικό του πνεῦμα, πού μπορεῖ νά βρίσκεται σέ δρόμο πλανεμένο. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Μαΐου 02, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ 3 ΜΑΪΟΥ 2015 «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(Ἰω. ε΄ 1-15)
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»
Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἀνάμεσα στά ἀναρίθμητα θαύματα τοῦ Κυρίου τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ τῆς Βηθεσδᾶ φέρνει ἕνα ἰδιαίτερο μήνυμα στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας. Δέν ἀποκαλύπτει μόνο τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τό κρυφό δρᾶμα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἠλεκτρονικῆς ἐποχῆς, τό δρᾶμα τῆς μοναξιᾶς, πού ἐπιδημιακά ἁπλώνεται στίς προηγμένες κοινωνίες καί ἀπειλεῖ τήν ἰσορροπία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας. Ἡ μοναξιά, αὐτή ἡ κατάρα τῆς ἐποχῆς μας, βρίσκεται γύρω μας καί παντοῦ. Μέσα στό σπίτι καί στίς λεωφόρους, μπροστά στήν τηλεόραση καί στό βίντεο, πίσω ἀπό τά ἀκουστικά καί τούς ξέφρενους χορούς. Εἶναι τό πεινασμένο μαῦρο λιοντάρι πού καταδιώκει τόν ἄνθρωπο γιά τόν κατασπαράξει. Εἶναι ἡ πιό φρικτή τραγωδία πού τόν βασανίζει καί τόν ὁδηγεῖ σιγά-σιγά στό μαρασμό καί στό θάνατο. Ὅπου κι ἄν ζητήσουμε λύση τοῦ δράματος αὐτοῦ θά ἀπογοητευθοῦμε γρήγορα. Μόνο ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό μαρτύριο τῆς μοναξιᾶς.
Εὑρισκόμενος στά Ἱεροσόλυμα ὁ Χριστός, μετά τήν προσευχή του στό Ναό, θεώρησε καθῆκον του νά ἐπισκεφθεῖ τούς ἀρρώστους τῆς κολυμβήθρας Βηθεσδᾶ. Ἐκεῖ στήν προβατική πύλη ὑπῆρχε κάποια θαυματουργική πηγή στήν ὁποία κατά καιρούς κατέβαινε ἄγγελος Θεοῦ καί «ἐτάρρατε τό ὕδωρ». Ὅποιος πρῶτος ἔμπαινε στήν κολυμβήθρα ἀμέσως ἐθεραπεύετο. Μ’ αὐτή τήν ἐλπίδα «πλῆθος πολύ τῶν ἀσθενούντων» νύκτα καί μέρα περίμενε γύρω ἀπό τήν κολυμβήθρα τήν κάθοδο τοῦ Ἀγγέλου. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς ἦταν ἕνας παράλυτος. Ζωντανός νεκρός, μέ τήν ὠχρότητητα τοῦ θανάτου ζωγραφισμένη στό σκελετωμένο του πρόσωπο, μόνος κι ἔρημος παρακαλοῦσε τόν ἕνα καί τόν ἄλλο νά τόν ρίξουν στήν κολυμβήθρα. Ἀλλά κανείς, μά κανείς δέν τοῦ ἔδινε σημασία. Ἐγκαταλελειμένος ἀπό φίλους, συγγενεῖς καί γνωστούς ἐπί τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἔπινε τό πικρό ποτῆρι τοῦ πόνου καί τῆς μοναξιᾶς. Αὐτόν πλησίασε ὁ Χριστός. «Θέλεις νά γίνεις καλά;» τοῦ εἶπε. Κι ὁ παράλυτος δέν τοῦ μιλάει γιά τήν ἀρρώστια του. Ἀνοίγει τήν καρδιά του κι ἀφήνει ἕνα βαθύ ἀναστεναγμό. «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», τοῦ λέει μέ πόνο. Τό δρᾶμα τῆς ψυχῆς του ἦταν πιό μεγάλο ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ σώματός του.
Σύμβολο τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ὁ παραλυτικός. Στήν ἀπέραντη καί πολυάνθρωπη κοινωνία μας, στίς πανύψηλες πολυκατοικίες καί στά τσιμεντένια μεγαθήρια ὑπάρχουν πολλοί πού ὑποφέρουν καί πονοῦν. Στά νοσοκομεῖα καί στίς κλινικές, στίς φυλακές καί στά γηροκομεῖα πολλές τραγικές ὑπάρξεις δέν ἔχουν ἕναν ἄνθρωπο νά τούς δροσίσει τά φλογισμένα χείλη, νά τούς πεῖ δυό λόγια παρηγοριᾶς, νά τούς ἐμψυχώσει καί νά τούς ἐνθαρρύνει, νά τούς προσφέρει λίγη ἀγάπη καί ἀνθρωπιά. Μικροί καί μεγάλοι διψοῦν γιά ἀγάπη, μά κανείς δέν βρίσκεται νά τούς χαρίσει τό μεγάλο καί ἀνεκτίμητο θησαυρό. Ὅλοι μας ἀπομυζᾶμε ἀπό τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό τή ζωή. Δέν διαθέτουμε οὔτε λεπτό γιά τόν ἄλλο. Θέλουμε τόν χρόνο ὑπηρέτη τῆς δικῆς μας εὐτυχίας.
Τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς ἐγωπαθοῦς συμπεριφορᾶς εἶναι τραγικά. Ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν συνάνθρωπό μας τόσο περισσότερο χανόμαστε στό λαβύρινθο τῆς μοναξιᾶς καί τῆς ἀπελπισίας. Εἰδικοί ἐπιστήμονες, ψυχολόγοι καί ψυχίατροι πού ἀσχολοῦνται μέ τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου ὑπογραμμίζουν, ὅτι ἡ μοναξιά ἀποτελεῖ τό πιό μεγάλο πρόβλημα τοῦ καιροῦ μας. Ὁ πολιτισμός καί ἡ ἁλματώδης πρόοδος τῆς ἐπιστήμης δέν κατόρθωσαν νά τό λύσουν. Ἀντίθετα, μέ τίς νέες μεθόδους συμπεριφορᾶς πού εἰσήγαγαν μεγάλωσαν τήν ψυχική τους τραγῳδία, αὔξησαν τήν ἀνασφάλεια, τόν ἀπομόνωσαν περισφίγγοντας γύρω του τόν ἐγωιστικό κλοιό καί τόν ἐγκατέλειψαν στόν ὠκεανό τῆς ἀβεβαιότητας.
Στίς μεγαλουπόλεις τό δρᾶμα τῆς μοναξιᾶς διακρίνεται καλύτερα. Ἄγνωστοι μεταξύ ἀγνώστων κυκλοφοροῦν στούς δρόμους χιλιάδες ἄνθρωποι πού ἄν καί συνωθοῦνται στά λεωφορεῖα, στά καταστήματα, στά γραφεῖα, ἐν τούτοις εἶναι τόσο ξένοι καί ἄγνωστοι. Ζοῦμε πολύ κοντά ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀλλά δέν ἔχουμε καμία ψυχική ἐπικοινωνία. Μπορεῖ στό ἕνα διαμέρισμα κάποια θλίψη-ἀρρώστια νά ἔχει βυθίσει τήν οἰκογένεια σέ ἀφόρητη ὀδύνη καί στό διπλανό ξέφρενες διασκεδάσεις. Κάθε πόρτα διαμερίσματος κλείνει πίσω της τίς χαρές καί τίς θλίψεις μιᾶς ὁλόκληρης οἰκογένειας. Ἀπομονωμένος ὁ ἄνθρωπος στή χαρά καί στή θλίψη, στήν εὐτυχία καί στή δυστυχία, ζεῖ χωρίς ἐπαφή καί ἐπικοινωνία. Πόσο διαφορετικά ἦταν παλιά. Ἡ χαρά τοῦ ἑνός ἦταν χαρά τοῦ ἄλλου καί ὁ πόνος τοῦ ἑνός ἦταν πόνος τοῦ ἄλλου. Κάτι πού συνέβαινε σ’ ἕνα σπίτι ἦταν γεγονός γιά ὁλόκληρη τή συνοικία. Σήμερα χάσαμε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, καταντήσαμε ἄνθρωποι χωρίς φυσιογνωμία, γίναμε νούμερα.
Οἱ αἰτίες τῆς καταθλιπτικῆς μοναξιᾶς εἶναι δύο. Ἡ πρώτη εἶναι ὁ ἐγωκεντρισμός τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐγωισμός ἔκλεισε τήν ἀνθρώπινη καρδιά. Ὕψωσε πανύψηλα τείχη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Ὡδήγησε τόν ἄνθρωπο σέ μία ψεύτικη αὐτάρκεια, ὥστε νά μήν ἔχει ἀνάγκη πιά καί ἀπό τήν «καλημέρα» τοῦ συνανθρώπου του. Ὁ ἕνας βλέπει τόν ἄλλο κάτω ἀπό τό πρῖσμα τοῦ δικοῦ του συμφέροντος. Δέν εἶναι διατεθειμένος νά κοπιάσει γιά τό διπλανό του, νά θυσιάσει τήν ὥρα τῆς ἀναπαύσεώς του, νά χάσει τήν ἡσυχία του γιά νά συμπαρασταθεῖ στόν πάχοντα. Κάνει φιλίες συμφεροντολογικές. Γίνεται εὐγενικός ἐκεῖ ὅπου ἔχει κάτι νά κερδίσει. Ὅλα τά μετρᾶ μέ τή ζυγαριά τοῦ συμφέροντος.
Ἡ δεύτερη εἶναι ἡ κυριαρχία τῆς μηχανῆς. Ἡ πρόοδος ἔφερε κοντά τούς ἀνθρώπους. Ἔκαμε τόν κόσμο μία γειτονιά. Ψυχικά ὅμως τούς ἀποξένωσε. Περιόρισε τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Παλιά ἐπικρατοῦσε ἡ συναδέλφωση, ἡ αὐθόρμητη ἐπικοινωνία, ἡ γνήσια συναναστροφή. Σήμερα κυριαρχεῖ ἡ ἠλεκτρονική μοναξιά. Καταργήθηκε ὁ διάλογος. Τή θέση του πῆρε ὁ ἠλεκτρονικός ὑπολογιστής, ἡ τηλεόραση καί τά ἄλλα βιομηχανικά ὑλικά.
Τό ἐρώτημα εἶναι: πῶς θά σπάσουμε τόν πάγο τῆς μοναξιᾶς; Φυσικά, δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε τήν ἐξέλιξη καί τόν πολιτισμό. Ἐκεῖνο πού χρειάζεται εἶναι νά τόν προσφέρουμε ἀνθρώπινο στούς ἄλλους. Νά χρησιμοποιήσουμε τή μηχανή γιά τήν σύσφιξη τῶν ἀδελφικῶν σχέσεων καί τήν καλύτερη ἐπικοινωνία τῶν προσώπων. Νά γκρεμίσουμε τά ἐγωιστικά τείχη πού μᾶς χωρίζουν καί στό χάσμα τῶν κοινωνιῶν μας νά ἁπλώσουμε τίς γέφυρες τῆς ἀγάπης. Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας ἀνυπόκριτα στούς ἄλλους. Νά βιώσουμε τίς διαστάσεις τῆς πραγματικῆς ἀγάπης. Ἥλιος πού μέ τίς ἀκτῖνες λοιώνει τόν πάγο τῆς μοναξιᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Τό δόσιμο τῆς ἀγάπης δέν σπάει μόνο τή μοναξιά τοῦ ἄλλου. Γεμίζει καί τή δική μας καρδιά. Καί κάτι ἀκόμη. «Ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἔν αὐτῷ». Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ δέν μένει μόνος ἔστω κι ἄν εἶναι μόνος. Ἔχει μέσα του τόν Χριστό.
Ἀδελφοί μου, ὅσοι νοιώθετε μοναξιά, ὅσοι καρφωμένοι στό κρεβάτι τοῦ πόνου σάν τόν παραλυτικό μέ δάκρυα ψελλίζετε «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἐλᾶτε· ἑνωθεῖτε μέ τόν Θεάνθρωπο· ζητεῖστε τόν Χριστό στίς ὧρες τῆς μοναξιᾶς σας. Ἐκεῖνος θά γεμίσει τή ζωή σας. Μήν ἀπογοητευθεῖτε. Μήν ἀπελπισθεῖτε. Ὑψῶστε τήν κραυγή τῆς ψυχῆς σας στόν Κύριο. Πολύ σύντομα στόν ἀφόρητο πόνο σας θ’ ἀπαντήσει μ’ αὐτά τά παρήγορα λόγια: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα. Διά σέ σάρκα περιβέβλημαι καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;» Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης

Σάββατο, Απριλίου 25, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ – 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(Μαρκ. ιε΄43 – ιστ΄8)
 Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Πέρασαν ἤδη δύο ἑβδομάδες ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς λαμπρῆς καὶ πανεφρόσυνης ἡμέρας τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας συνεχίζουμε νὰ πανηγυρίζουμε καὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρά. Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο πανηγύρι εἶναι πανηγύρι διαρκείας. Δὲν εἶναι μόνον οἱ τρεῖς ἡμέρες τὴς κύριας ἑορτῆς. Οὔτε μόνον οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Κυριακὴ τὴς Ἀναστάσεως. Εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἔτος, ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας γιορτάζουμε πανηγυρικὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ λατρευτικὸ πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας ἀρκεῖ γιὰ νὰ δείξει ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῆς Ἀναστάσεως στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Εἶναι αὐτὴ ποὺ φωτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὰ πιὸ ζωτικὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, ὅπως τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου καὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.
Κάθε ἀναστάσιμη γιορτινὴ ἡμέρα φωτίζει καὶ μία ξεχωριστὴ πτυχὴ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν. Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων τονίζει ἰδιαίτερα τὴν σχέση τῶν χριστιανῶν γυναικῶν μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει προβάλλοντας ἐνώπιόν μας τὸ παράδειγμα τῶν μυροφόρων γυναικῶν.
Ποιὲς ἦταν αὐτὲς οἱ μυροφόρες γυναίκες; Ἦταν μία ὁμάδα γυναικῶν, οἱ ὁποῖες τρία χρόνια ἀκολουθοῦσαν καὶ διακονοῦσαν τόν Ἰησοῦ. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρονται τρεῖς ἀπὸ αὐτές: ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς, ἄλλες γνωστὲς ἦταν ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆφ, καὶ ἡ Παναγία. Ὅλες αὐτές, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες, εἶχαν μεγάλο πόθο νὰ ἀκοῦν τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴ δράση του. Ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Πίστευαν στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν πολύ. Ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους μὲ τὴν θυσία. Δὲν ὑπολόγιζαν τὸν ἑαυτό τους. Δὲν πτοοῦνταν ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων πρὸς τὸν Χριστό. Γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἦταν στιγματισμένος. Τὸν ἐχθρεύονταν καὶ τὸν περιφρονοῦσαν. Κι ὁπωσδήποτε περιφρονοῦσαν καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀκολουθεῖς κάποιον περιφρονημένο, παρὰ μόνον ἐὰν τὸν ἀγαπᾶς εἰλικρινὰ καὶ θυσιαστικά.
Κι ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Αὐτὸν ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν ὀνομάζουν πλάνο, τρελλό, φίλο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν τελώνων, αὐτὸν ποὺ οἱ ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τὸν καταφρονοῦν, τὸν ἐχθρεύονται, τὸν δικάζουν, τὸν καταδικάζουν καὶ τὸν σταυρώνουν, οἱ Μυροφόρες τὸν ἐκτιμοῦν, τὸν ἀγαποῦν, τὸν διακονοῦν καὶ μένουν κοντά του ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες ὧρες. Ὅταν ὁ Κύριος δικάζεται ἀπὸ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα, ὅταν ἀποστέλλεται στὸν Ἡρώδη καὶ ὅταν ἀνακρίνεται ἀπὸ τὸν Πιλάτο, ἐκεῖνες παρακολουθοῦν μὲ χτυποκάρδι τὴν κάθε κίνηση. Ὅταν ἀνεβαίνει στὸν Γολγοθᾶ φορτωμένος τὸν βαρὺ σταυρό, τὸν ἀκολουθοῦν μὲ σφιγμένη τὴν καρδιά. Ὅταν τὰ καρφιὰ τρυποῦν τὰ ἄχραντα χέρια του, ἐκεῖνες σφίγγουν τὰ δικά τους χέρια. Ὅταν δέχεται τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὶς ὕβρεις κι ὅταν ἡ λόγχη τρυπάει τὴν ἁγία του πλευρά, περνάει δίστομη ρομφαία τὴν δική τους τὴν καρδιά. Στέκονται δίπλα στὸν σταυρὸ βουβές, ἀμίλητες, γεμάτες ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο.
Καὶ ὅταν ὅλοι ἐγκαταλείπουν τὸν Χριστό, ὅταν καὶ αὐτοὶ οἱ μαθητές του κρύβονται «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», οἱ Μυροφόρες ὑπερνικοῦν ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ἔρχοναι «λίαν πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης» στὸ μνημεῖο, γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν μὲ ἀκρίβεια τὰ νεκρικὰ ἔθιμα. Νὰ μυρώσουν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Δὲν τοὺς σταματᾶ κανένας φόβος. Οὔτε τῶν ἀρχόντων μὲ τὴν ἔχθρα, οὔτε τῶν στρατιωτῶν μὲ την σκληρότητα, οὔτε τῆς νύχτας μὲ τὸ σκοτάδι. Ὅλα τὰ νικᾶ ἡ μεγάλη καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη, ποὺ εἶναι «κραταιὰ ὡς ὁ θάνατος».
Αὐτὲς οἱ γυναῖκες, οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πρότυπα καὶ παραδείγματα γιὰ τὶς χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων. Κάθε ἀληθινὴ χριστιανὴ εἶναι καὶ μία μυροφόρα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐποχή της. Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ γνήσια, ἡ θυσιαστικὴ της ἀγάπη. Ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ ὡς μυροφόρα παραμερίζει τὸν ἑαυτό της καὶ σκέπτεται συνεχῶς τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριό της. Φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ βρίσκεται ὅπου βρίσκεται ὁ Χριστός. Στὸν ἱερὸ ναό, στὴ Θεία Λειτουργία, στὸ κήρυγμα, στὴν κατήχηση. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ Μυροφόρες, ποὺ παρευρίσκονταν ὅπου περιόδευε ὁ Χριστός. Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ γυναίκα ἐπιθυμεῖ καὶ ἀγωνίζεται νὰ κάνει ὅ,τι ἀρέσει στὸν Χριστό. Θέλει ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι ταπεινή, ὑπάκοη, ἐξυπηρετική; Τὸ κάνει μὲ ὅλη της τὴν καρδιά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς ἁπλῆ στὴν ἐμφάνισή της, σεμνὴ στὸ ντύσιμο, διακριτικὴ στὴν συμπεριφορά της; Τὸ κάνει μὲ πολὺ χαρά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς νὰ προσφέρει στὴν Ἐκκλησία, στὴν καθαριότητα τοῦ ναοῦ, στὶς δραστηριότητες τοῦ Φιλοπτώχου τῆς Ἐνορίας, στὴ διακονία τῶν ἀσθενῶν; Τὸ κάνει ὁλοπρόθυμα.
Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας, μαρτυροῦν περίτρανα τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὴ δίνη τῆς ἀπιστίας τοῦ κόσμου, ποὺ βιώνει τὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, ἐκεῖνες φωνάζουν αὐθεντικά: «Χριστός Ἀνέστη»! Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως  Σερβιων και Κοζάνης

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ) – 8 ΜΑΡΤΙΟΥ 2015 Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης

(Μαρκ. β΄ 1-12)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,
Ὅπως μᾶς λέγει τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ὕστερα ἀπὸ μία περιοδεία του, ξαναγύρισε στὴν Καπερναούμ. Ὅταν ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι ὅτι βρίσκεται σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς πόλεως, συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ τόσοι πολλοί, ὥστε νὰ μὴν χωροῦν ὅλοι μέσα, ἀλλὰ ἔμειναν στριμωγμένοι γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο του. Ἦρθαν τότε τέσσερεις ἄνδρες κουβαλώντας μὲ τὰ χέρια τους ἕνα παράλυτο, γιὰ νὰ τὸν θεραπεύση. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ πλησιάσουν ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους, χάλασαν τὴ στέγη καὶ κατέβασαν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸ Χριστό. Ἐκεῖνος φαίνεται νὰ μὴν ἔδωσε σημασία στὸ πρόβλημα τῆς ἀρρώστειας, ἀλλὰ προσέχοντας τὴν πίστη ἐκείνων ποὺ τὸν ἔφεραν, πρόσφερε στὸν παραλυτικὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.
Τὸ πρῶτο, ὅπως φαίνεται, ποὺ ἐνδιαφέρει τὸ Χριστὸ δὲν εἶναι ἡ σωματικὴ θεραπεία, ἀλλὰ ἡ πνευματική, ποὺ γίνεται μὲ τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, διότι μᾶς ἀποκόπτει ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῶν ἀγαθῶν. Ὅσο μέσα μας ὑπάρχει καὶ ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐμποδίζεται νὰ φθάση στὴν καρδιά μας. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ παραμένουμε ὁλόκληροι μέσα στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης, κυριευμένοι ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ φθόνου, τῆς μνησικακίας, τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιλαργυρίας, τῆς φιληδονίας καὶ πολλῶν ἄλλων. Αὐτὰ τὰ πάθη δημιουργοῦν τὸ ἄγχος καὶ τὴ βαθιὰ θλίψη ἤ τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὴ σωστὴ προστασία τοῦ σώματος καὶ ἔτσι ὁδηγοῦν συχνὰ σὲ ἀσθένειες καὶ ποικίλες ἄλλες ταλαιπωρίες. Τὸ χειρότερο ὅμως ἀπὸ ὅλα εἶναι ὅτι ἡ ἀμαρτία προκαλεῖ αἰώνιο κακό. Ἐὰν δὲν συγχωρηθῆ μᾶς κρατάει μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ, ἀπόλυτα δυστυχισμένους, κολασμένους, καὶ μετὰ τὸν θάνατο, γιὰ πάντα.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο. Καὶ πρῶτον ἀπ’ ὅλα νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μάλιστα ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μαζί. Κι ἀκόμη νὰ τὸν σώση ὄχι προσωρινά, ἀλλὰ γιὰ πάντα, αἰώνια.
Τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς αἰώνιας σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολο, ἐπειδὴ ἀπαιτεῖ τὴ δική μας συνεργασία μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς σώση μόνος του μὲ τὴν μεγαλύτερη εὐκολία, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ τὸ κάνη αὐτὸ χωρὶς τὴ δική μας θέληση. Γι’ αὐτὸ στὴν προσπάθειά του νὰ μᾶς σώση ἐνεργεῖ κατὰ τέτοιο σοφὸ τρόπο, ὥστε καὶ τὴν ἐλευθερία μας νὰ μὴν προσβάλη καὶ τὸ σωτήριο ἔργο του νὰ ἐπιτύχη.
Μὲ τὸ σοφὸ καὶ θεῖο του σχέδιο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θέλει νὰ μᾶς βγάλη πρῶτα ἀπὸ τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης καὶ νὰ μᾶς φωτίση μὲ τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Θέλει νὰ μᾶς μάθη νὰ διακρίνουμε τὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τὸ ψεύτικο καὶ νὰ ἐπιζητοῦμε αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ μᾶς συμφέρει. Θέλει νὰ προτιμοῦμε τὸ μόνιμο καὶ αἰώνιο ἀπὸ τὸ προσωρινὸ καὶ ἐφήμερο. Κι ὅλα αὐτὰ θέλει νὰ τὰ κάνουμε ἐλεύθερα καὶ ὄχι ἀναγκαστικά. Τότε μποροῦμε νὰ συνεργασθοῦμε μαζί του καὶ Ἐκεῖνος μᾶς χαρίζει τὴ σωτηρία, θεραπεύει καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Γι αὐτὸ ἡ κύρια φροντίδα τοῦ Χριστοῦ σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἱστορία εἶναι νὰ δείξη ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἴσος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τὸν πιστεύσουν ὡς ἀληθινὸ Θεό, τότε μποροῦν νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦν καὶ νὰ συνεργασθοῦν μαζί του γιὰ τὴ σωτηρία τους. Στὴν ἱστορία τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ὑπέρχουν τρία σημεῖα, στὰ ὁποῖα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς φανερώνει τὴν θεότητά του.
Τὸ πρῶτο σημεῖο εἶναι ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο συγχωρεῖ τὶς ἀμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ. Ὁ πρῶτος λόγος, ποὺ εἶπε μόλις ἀντίκρυσε τὸν παραλυτικὸ, ἦταν· «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου». Εἶναι γνωστὸ ὅτι κανένας ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρήση ἁμαρτίες ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Πῶς ὅμως μποροῦσαν νὰ ἐξακριβώσουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι πραγματικὰ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες; Τὴν πραγματικὴ συγχώρηση τὴν ἀπέδειξε ὁ Χριστὸς μὲ δύο ἄλλες πράξεις, ἐπίσης ἀποκλειστικές γιὰ τὸν Θεό. Ἡ μία ἦταν ὅτι διάβασε τὶς μυστικὲς σκέψεις τῶν Γραμματέων. Μόλις ἐκεῖνοι ἄκουσαν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὁποῖο ἐξήγγειλε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, σκέφθηκαν μέσα τους,· «Γιατὶ βλασφημεῖ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο; Ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός;» Ὁ Ἰησοῦς κατάλαβε ἀμέσως τὶ εἶχαν στὴ σκέψη τους, καὶ τοὺς ρώτησε· «Γιατὶ κάνετε αὐτὲς τὶς σκέψεις μέσα σας;» Καὶ αὐτὸ εἶναι γνώρισμα μόνον τοῦ Θεοῦ. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίζη μυστικὲς σκέψεις ἄλλου ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς, ποὺ μόνος τὶς γνωρίζει μὲ τόση εὐκολία, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Τέλος, ὁ Χριστὸς προχώρησε καὶ στὸ τρίτο σημεῖο. Θεράπευσε τὸν παραλυτικό. Αὐτὸ ἦταν ἕνα ἐξωτερικὸ καὶ θαυμαστὸ σημεῖο, ποὺ τὸ εἶδαν ὅλοι, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνη ἀπὸ μόνος του κανένας ἄνθρωπος. Μόνον ὁ Θεός. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔδειξε ὅτι, ὅπως μπορεῖ νὰ κάνη ὡς Θεὸς αὐτὸ ποὺ φαίνεται, δηλαδὴ νὰ θεραπεύση ἕνα παράλυτο, ἔτσι μπορεῖ νὰ κάνη καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν φαίνεται, δηλαδὴ νὰ συγχωρήση τὶς ἁμαρτίες. Μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς πράξεις ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς φανέρωσε τὸν ἑαυτό του ὡς ἀληθινὸ Θεό καὶ ἔδωκε τὴν εὐκαιρία στοὺς καλοπροαίρετους ἀνθρώπους νὰ συνεργασθοῦν μαζί του καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴ σωτηρία.
Μὲ ὅσα ἔκανε καὶ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ πολλαπλὸ θαῦμα τοῦ παραλυτικοῦ μαθαίνει καὶ σὲ μᾶς νὰ ἱεραρχοῦμε τὰ πράγματα σωστὰ καὶ νὰ ἐνδιαφερόμαστε πρῶτα γιὰ τὰ πνευματικὰ καὶ αἰώνια καὶ ὕστερα γιὰ τὰ ἐγκόσμια καὶ τὰ ἐφήμερα. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Δεκεμβρίου 27, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ – 28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
(Ματθ. β΄ 13-23)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ζοῦμε ἀκόμη μέσα στὸ ἑορταστικὸ κλῖμα τῶν Χριστουγέννων. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὀνομάζει τὴ σημερινὴ Κυριακὴ «Κυριακὴ μετὰ τὰ Χριστούγεννα». Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δείχνει φανερὰ ὅτι συνεχίζει τὸν χριστουγεννιάτικο ἑορτασμό. Γι’ αὐτὸ καὶ προβάλλει σήμερα περιστατικά ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνέβησαν σχετικὰ σύντομα μετὰ τὴ Γέννησή του. Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴ φυγὴ τοῦ Χριστοῦ στὴν Αἴγυπτο, γιὰ τὴ σφαγὴ τῶν νηπίων ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ἡρώδη καὶ τέλος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Ναζαρέτ.
Τὰ δύο ἀπὸ τὰ παραπάνω περιστατικὰ εἶναι πολὺ θλιβερὰ καὶ γεννοῦν μέσα μας πολλὰ ἐρωτηματικά. Καὶ τὰ δύο ἀναφέρονται σὲ ἀδικίες καὶ διωγμούς. Καὶ στὰ δύο ἡ κακία στρέφεται πρὸς μικρὲς τρυφερὲς ὑπάρξεις. Στὸ πρῶτο διώκεται τὸ ἀναμάρτητο νήπιο Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ ἦρθε κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τοὺς εὐεργετήση καὶ νὰ τοὺς σώση. Αὐτὸς ὁ φιλάνθρωπος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πρὶν προφθάση καλὰ καλὰ νὰ πατήση ὡς ἄνθρωπος ἐπάνω στὴ γῆ, ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν πατρίδα του. Γίνεται πρόσφυγας στὴ μακρυνὴ τότε Αἴγυπτο καὶ ταλαιπωρεῖται γιὰ ὁλόκληρα χρόνια. Κι αὐτὸ ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτωλῆς φιλοδοξίας τοῦ Ἡρώδη. Στὸ δεύτερο περιστατικὸ σφαγιάζονται τὰ ἀθῶα νήπια τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων. Ὁ βασιλιάς
Ἡρώδης, ποὺ φοβᾶται μήπως χάση τὸν θρόνο του, διατάσσει νὰ ἐξολοθρευθοῦν ὅλα τὰ νήπια κάτω τῶν δύο ἐτῶν. Πιστεύει ὁ ταλαίπωρος ὅτι ἔτσι θὰ ἐξοντώση σίγουρα τὸν μικρὸ Ἰησοῦ.
Κι ἐμεῖς διερωτώμαστε: Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἔσωσε τὸν νεογέννητο Μεσσία μ’ ἕνα θαυματουργικὸ τρόπο; Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ μικρὸς Ἰησοῦς νὰ παραμείνη στὴ Βηθλεὲμ καὶ νὰ εἶναι ἄτρωτος στὶς λόγχες τῶν στρατιωτῶν; Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ κάνη τὰ χέρια τῶν στρατιωτῶν νὰ παραλύσουν τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐπιχειροῦσαν νὰ θανατώσουν τὸν Χριστό; Καὶ βέβαια θὰ μποροῦσαν ὅλα αὐτὰ νὰ γίνουν μὲ τὴ θεία παντοδυναμία. Ὅμως ὁ Θεὸς ἔχει τοὺς δικούς του λόγους γιὰ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπει νὰ γίνουν. Γιὰ τὸ συγκεκριμένο ζήτημα οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς ἐξηγοῦν ὅτι ὁ νεογέννητος Χριστὸς ἀφήνεται νὰ διωχθῆ καὶ νὰ ταλαιπωρηθῆ, γιὰ νὰ φανῆ καθαρὰ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε στ’ ἀλήθεια καὶ ἔγινε πραγματικὸς ἄνθρωπος. Καθὼς οἱ ἄνθρωποι πληροφοροῦνται ὅτι τὸ νήπιο τῆς Βηθλεὲμ σώζεται μὲ ἀνθρώπινους τρόπους δέχονται εὐκολώτερα ὅτι ὁ Χριστὸς ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ὕστερα, ὁ Χριστὸς θέλει νὰ γίνη ὑπόδειγμα σὲ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ὑφίστανται πολλοὺς καὶ μεγάλους πειρασμούς ἀπὸ τὰ μικρά τους ἀκόμη χρόνια. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι στὶς μεγάλες δυσκολίες καὶ στὰ βάσανά μας τίποτε δὲν μᾶς παρηγορεῖ τόσο, ὅσο ἡ σκέψη ὅτι περισσότερο ἀπὸ ἡμᾶς ὑπέφερε ὁ ἀναμάρτητος Κύριός μας.
Ὅσον πάλι ἀφορᾶ στὰ νήπια ποὺ σφαγιάστηκαν, διερωτώμαστε: Γιατὶ νὰ ὑποστοῦν τὴ μεγάλη αὐτὴ ἀδικία; Γιατὶ νὰ
δολοφονηθοῦν στὰ πρῶτα βήματα τοῦ βίου τους; Γιατὶ νὰ δεχθοῦν τὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ θάνατο, χωρὶς νὰ ἔχουν διαπράξει κανένα κακό; Καὶ ἐδῶ τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνουν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται στὰ μάτια τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ βλέπει ὁ πανσοφος καὶ παντογνώστης Θεός. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀδικημένος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀδικεῖται ἀπὸ τοὺς ἄλλους· οὔτε αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει καὶ βασανίζεται, ἔστω καὶ ἄδικα, ἐδῶ στὴ γῆ. Πραγματικὰ ἀδικημένος εἶναι αὐτὸς ποὺ προξενεῖ κακὸ καὶ ἀδικεῖ τοὺς ἄλλους.
Αὐτὴ εἶναι μία ἄλλη φιλοσοφία, διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ φιλοσοφία τῶν ἀνθρώπων. Τὸ πόσο δὲ ἀληθινὴ εἶναι ἡ φιλοσοφία αὐτὴ μᾶς τὸ ἀποδεικνύει ὁ Χριστὸς μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου. Τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου ἔβλεπαν ἐδῶ στὴ γῆ δυστυχισμένο τὸν φτωχὸ Λάζαρο καὶ εὐτυχισμένο τὸν πλούσιο. Στὸ τέλος ὅμως ἀληθινὰ καὶ αἰώνια εὐτυχισμένος ἀποδείχθηκε ὁ Λάζαρος, ἐνῶ ὁ πλούσιος βρέθηκε νὰ εἶναι αἰώνια δυστυχισμένος. Ἔτσι συνέβη καὶ μὲ τὰ νήπια, ποὺ σφαγιάσθηκαν πρόωρα καὶ ἄδικα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχασαν τὶς πρόσκαιρες ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ποὺ μποροῦσαν ἴσως νὰ εἶναι καὶ μεγάλες ταλαιπωρίες. Ὅμως καὶ κέρδισαν τὰ ἀπερίγραπτα καὶ ἀνεκτίμητα ἀγαθὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς κοντὰ στὸν ἅγιο Θεό. Ἀντίθετα ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης ἀποδείχθηκε ὁ ἀληθινὰ δυστυχισμένος. Καὶ τὸ τέλος τοῦ βίου του ὑπῆρξε φρικτὸ, ἀφοῦ πέθανε γεμάτος σκουλήκια, ποὺ ἔτρωγαν ζωντανὸ ἀκόμη τὸ
σῶμα του, καὶ αἰώνια βασανίζεται στὴ φωτιὰ τῆς κολάσεως.
Γι αὐτό καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἄς ἐγκαταλείψουμε τὴ φιλοσοφία τοῦ κόσμου κι ἄς ἐγκολπωθοῦμε τὴ φιλοσοφία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ἔκαναν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ἄς ἀποκτήσουμε «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἄς πάψουμε νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ ὅσα μᾶς συμβαίνουν μὲ τὴ λογικὴ τοῦ κόσμου. Ἄς τὰ δοῦμε μὲ τὴ λογικὴ τοῦ Θεοῦ. Ἄς ζήσουμε, τέλος, μὲ τὸ φρόνημα ποὺ ἐκφράζει ὁ ὕμνος τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Παναγίας: «Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες· διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεὸς ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος, βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος τοὺς αὐτοῦ βοῶντας, Ἀλληλούια». Δηλαδή, «Ἀφοῦ εἴδαμε τὴν παράδοξη γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἄς ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὰ κοσμικά, κάνοντας τὸν νοῦ μας νὰ σκέπτεται πνευματικά, οὐράνια. Αὐτὸς βέβαια ἦταν καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ὕψιστος Θεὸς φανερώθηκε στὴ γῆ ὡς ταπεινὸς ἄνθρωπος, θέλοντας νὰ προσελκύση στὸ πνευματικὸ ὕψος ὅσους τὸν δοξολογοῦν κραυγάζοντας, Αἰνεῖτε τὸν Κύριον». Ἀμήν.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 13, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (Λκ. ιδ΄ 16-24) «Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα»

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ιδ΄ 16-24)
«Ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα»
Ἀγαπητοί ἀδελφοί, τό μεγάλο δεῖπνο τοῦ Θεοῦ γιά τό ὁποῖο μᾶς μίλησε σήμερα τό ἱερό Εὐαγγέλιο εἶναι μία αἰωνία πνευματική εὐτυχία. Εἶναι τό δεῖπνο τῆς Βασιλείας πού παραθέτει ὁ Θεός σ’ ἐκείνους πού ἀποδέχτηκαν τήν πρόσκλησή του καί στό ὁποῖο ἐπιφυλάσσει τήν εὐφροσύνη τῆς συνδιαγωγῆς μέ τήν Παναγία Τριάδα.
Οἱ σημερινοί καλεσμένοι, ὅμως, τούς ὁποίους διάλεξε ὁ Ἰησοῦς μεταξύ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, δέν ἀπάντησαν. Μέ ὑπεροψία ἀρνήθηκαν, γύρισαν τό κεφάλι, προτίμησαν τίς πρόσκαιρες ἡδονές τῆς ζωῆς ἀπό τήν χαρά τῆς αἰωνιότητος. Τότε ὁ μεγάλος οἰκοδεσπότης ἐκάλεσε πόρνες στή θέση τῶν σοφῶν, ζητιάνους στή θέση τῶν πλουσίων, ἁμαρτωλούς στή θέση τῶν φαρισαίων καί ἐγέμισε τίς θέσεις τοῦ δείπνου.
Ἡ παραβολή τοῦ μεγάλου δείπνου δέν ἀφοροῦσε μόνο τούς ἀκροατές τοῦ Ἰησοῦ πού μέ ψυχρότητα καί ὑπεροψία ἄκουγαν τήν πρόσκλησή του γιά σωτηρία. Ἀφορᾶ καί τούς συγχρόνους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι καθημερινά δέχονται τήν πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας γιά σωτηρία καί συγκεκριμένα γιά τή συμμετοχή τους στό μυστικό τραπέζι τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Οἱ μέρες πού πλησιάζουν μᾶς καλοῦν νά παρακαθήσουμε στό δεῖπνο πού παραθέτει ὁ Κύριος, ἄν θέλουμε νά ζήσουμε τό πραγματικό νόημα τῶν Χριστουγέννων. Χριστούγεννα χωρίς Χριστό δέν νοοῦνται. Χριστούγεννα χωρίς Θεία Κοινωνία δέν διαφέρουν ἀπό τίς ἄλλες μέρες τοῦ χρόνου. Δέν θά ζήσουμε τό νόημα τῶν Χριστουγέννων μέ τό στόλισμα τοῦ δένδρου, ἄν προηγουμένως δέν κοσμίσουμε τήν ψυχή μας καί δέν τήν ἑτοιμάσουμε νά παρακαθήσει στό μεγάλο δεῖπνο τῆς Θείας Λειτουργίας. Καί ὄχι μόνο τίς
ἡμέρες αὐτές, ἀλλά τακτικά κάθε Κυριακή καί σέ κάθε ἑορτή μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία στό μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἐμεῖς τί ἀπάντηση δίνουμε στήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ;
Οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους ἀρνήθηκαν τήν πρόσκληση τοῦ οἰκοδεσπότου οἱ ἄνθρωποι τῆς παραβολῆς ἦταν γελοῖοι. Ὁ πρῶτος ἰσχυρίσθηκε, ὅτι ἀγόρασε καινούριο ἀγρό καί ἔπρεπε νά πάει νά τόν ἰδεῖ. «Ἀγρόν ἠγόρασα καί ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καί ἰδεῖν αὐτόν». Περίεργη ἡ ἀπάντησή του. Λές καί θά ἔφευγε τό χωράφι καί δέν θά μποροῦσε ἀργότερα νά τό ἰδεῖ. Ὁ δεύτερος εἶχε κάνει ἀγορά βοῶν καί ἤθελε νά τά δοκιμάσει. «Ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καί πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά». Χονδροειδής ἡ δικαιολογία καί ἀστήρικτη, ἀφοῦ θά μποροῦσε μετά τό δεῖπνο νά τά δοκιμάσει. Ὁ τρίτος, σάν τόν Ἀδάμ μετά τήν πτώση, χρησιμοποίησε τή γυναίκα του σάν δικαιολογία τῆς ἀρνήσεώς του. «Γυναῖκα ἔγημα καί διά τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν». Δέν σκέφθηκε, ὅτι τή γυναίκα θά τήν εἶχε μέχρι νά πεθάνει, ἐνῶ τήν εὐκαιρία τοῦ μεγάλου δείπνου δέν θά τήν ξανάβρισκε.
Καί οἱ τρεῖς πού περιφρόνησαν τή θεϊκή πρόσκληση ἦταν ἄνθρωποι μέ στενή καρδιά καί μικρό μυαλό. Ὁ ἐγωϊσμός τούς ἐτύφλωσε, ὥστε νά μήν μπορέσουν νά δοῦν τό πνευματικό συμφέρον τους. Ἔμειναν ἁλυσοδεμένοι στίς ψευτοχαρές τῆς ζωῆς καί ἀρνήθηκαν τήν αἰώνια χαρά, τήν ὁποία ἀπήλαυσαν «οἱ πτωχοί καί ἀνάπηροι καί χωλοί καί τυφλοί» πού στήν φωνή τοῦ Θεοῦ ὑπήκουσαν μέ ταπεινοφροσύνη.
Οἱ τρεῖς ἀρνητές ἔχουν καί στίς μέρες μας πολλούς μιμητές. Στήν πρόσκληση τῆς κυριακάτικης καμπάνας μέ τόν ἴδιο τρόπο ἀρνοῦνται ὅσοι δέν θέλουν νά παρακαθήσουν στό μυστικό τραπέζι πού παραθέτει ὁ Θεός στούς
πιστούς του. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων εἶναι ἡ ἀδιαφορία γιά ὅσα τελεσιουργοῦνται ἐκεῖ καί ἡ περιφρόνηση τῆς προσκλήσεως τοῦ Θεοῦ.
Ἡ φράση «ἀγρόν ἠγόρασα» ἐπεκράτησε καί στήν καθημερινή φρασεολογία νά σημαίνει τήν ἀδιαφορία. Σέ δικούς τους κόσμους ζοῦν οἱ περισσότεροι ἀδελφοί μας χριστιανοί. Κάθε Κυριακή δονεῖται ἡ ἀτμόσφαιρα ἀπό τίς γλυκύφθογγες κωδωνοκρουσίες τῶν Ἐκκλησιῶν κι ἐκεῖνοι μακάρια ναρκωμένοι στό κρεβάτι ἀναπαύουν τήν καταπονεμένη ἀπό τήν νυχτερινή διασκέδαση σάρκα τους. Ἄλλοι τρέχουν μέ ἄγχος νά συνεχίσουν τήν ἐργασία τους, ἄλλοι μέ τήν οἰκογένειά τους φεύγουν στήν ἐξοχή κι ἄν κανείς τούς ὑπενθυμίσει τό χρέος τοῦ ἐκκλησιασμοῦ θά πάρει τήν ἴδια ἀπάντηση πού ἔδωσαν οἱ προσκεκλημένοι τῆς παραβολής: «ἐρωτῶ σε, ἔχε μέ παρατημένον», «παράτα με, ἄσε με ἥσυχο, μή μέ ζαλίζεις μ’ αὐτά». Περιφρονοῦν τήν Ἐκκλησία καί εἰρωνικά λένε, ὅτι εἶναι γιά τούς γέρους καί τούς «καθυστερημένους». Ἡ βιασύνη τῆς νευρικῆς τεχνολογικῆς ἐποχῆς τούς δημιουργεῖ ἕνα νέφος ἀπό καυσαέρια, πού πλακώνει τή σκέψη καί τήν καρδιά καί δέν τούς ἀφήνει νά χαροῦν τό φῶς καί τή ζωογόνο πνοή τῆς Θείας Λατρείας.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μία πράξη τοῦ λαοῦ καί τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἕνα ἔργο, στό ὁποῖο συμμετέχει καί ὁ Θεός καί ὁ λαός. Μέσα στή Θεία Λειτουργία συνεχίζεται τό ἔργο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ξαναγεννιέται, ξανασταυρώνεται καί πάλι ἀνίσταται ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως στό Μυστικό Δεῖπνο ἔτσι κι ἐδῶ μεταβάλλεται τό ψωμί σέ Σῶμα Χριστοῦ καί τό κρασί σέ αἷμα Χριστοῦ. Κατέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως τήν Πεντηκοστή, καί ἑνώνεται ἡ γῆ μέ τόν οὐρανό. Ἡ παρουσία τῆς ἁγίας Τριάδος καί ὁλόκληρου τοῦ οὐράνιου
πνευματικοῦ κόσμου εἶναι βεβαία. Δίπλα μας στέκουν ἄγγελοι καί μαζί μέ μᾶς διακονοῦν στό μυστήριο τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας ἡ Ἐκκλησία γίνεται οὐρανός καί ἐμεῖς μέ τήν μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστήριων γινόμαστε σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ. Μέσα σέ μία ὥρα ζοῦμε τά αἰώνια μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί μεταφερόμαστε στόν οὐρανό. Μέ τή θεία Χάρη εἰρηνεύουμε ἐσωτερικά, λύνουμε τά προβλήματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν, παίρνουμε δυνάμεις γιά τόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς καί φεύγουμε ἀνακαινισμένοι, αἰσιόδοξοι καί χαριτωμένοι.
Ἀδελφοί μου, Ἄν κανείς μᾶς ὑποδείξει ἕνα τρόπο νά μείνουμε ἀθάνατοι, πάντα χαρούμενοι καί γαληνεμένοι, δέν θά εἶναι ἀνοησία μας νά τόν ἀποποιηθοῦμε; Ἄν μᾶς προσφέρουν ἕνα φάρμακο πού μᾶς κάνει θεούς, δέν θά εἶναι μωρία νά τό περιφρονήσουμε; Ὁ οἰκοδεσπότης τοῦ σύμπαντός μᾶς προσφέρει καί τόν τρόπο καί τό φάρμακο. Εἶναι τό μέγα δεῖπνον, ἡ Θεία Λειτουργία, στό ἱερό τραπέζι τῆς ὁποίας παρατίθεται τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ «τό ὑπέρ «ἡμῶν κλώμενον καί διαδιδόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Μέ τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας (Μ. Ἀθανάσιος) καταφλέγεται κάθε ἀκαθαρσία, μεταμορφώνεται ἡ καθημερινότητα, ὁ κόσμος γίνεται Ἐκκλησία καί ἡ ζωή ὑψώνεται ἀπό τό βιολογικό ἐπίπεδο τῆς συνυπάρξεως ἀτόμων σέ μία κοινωνία ἀγάπης. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Σάββατο, Ιουλίου 12, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ (Ματθ. 5, 14-19 ) Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ
(Ματθ. 5, 14-19 )
Στά χαρακτηριστικά τῶν ἀληθινῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Εἶναι ἀπό τήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου καί μέ ἁπλές ἀλλά δυνατές εἰκόνες θυμίζει στόν ἀκροατή τόσο τά θεωρητικά ὅσο καί τά πρακτικά του καθήκοντα. Διαβάζεται σήμερα αὐτή ἡ περικοπή, γιατί σήμερα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τῶν Πατέρων πού συγκρότησαν τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ. στή Χαλκηδόνα), καί διετράνωσαν τήν ὀρθόδοξη πίστη, ὅτι ὁ Χριστός ὑπῆρξε τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, χωρίς ἁμαρτία. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στάθηκαν μέ λόγια καί ἔργα ἀληθινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ.
Στήν ἀρχή ὁ Κύριος λέγει στούς μαθητές Του ὅτι εἶναι τό «φῶς τοῦ κόσμου». Πιό τιμητικός χαρακτηρισμός δύσκολα βρίσκεται. Τούς ὀνόμασε μέ τό δικό Του ὄνομα, διότι Αὐτός εἶναι «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Ὅταν θέλησε νά ἀποκαλύψῃ τήν οὐσία τῆς ἀποστολῆς Του διεκήρυξε: «Ἐγώ φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα». Φυσικά αὐτό τό φῶς οἱ μαθητές δέν τό ἔχουν ἀπό μόνοι τους, ἀλλά τό παίρνουν ἀπό τό Χριστό πού εἶναι τό «φῶς τό ἀληθινόν». Ἀπό τό Χριστό παίρνουν τό φῶς οἱ πιστοί καί τό καθρεπτίζουν πρός τούς ἄλλους. Γίνονται ἔτσι τό πνευματικό φῶς τοῦ κόσμου. Μέ τό φῶς τους
καθοδηγοῦν, κρίνουν καί σώζουν τόν κόσμο. Ἔτσι ἦταν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού ἐφώτισαν τόν κόσμο, ὄχι μόνο στήν ἐποχή τους, ἀλλά πάντοτε.
Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ ὅμως δέν κρύβει τό φῶς, ἀλλά μεταδίδει τό φῶς καί στούς ἄλλους μέ τήν ἱεραποστολή. Τό φῶς ἄναψε μέσα μας, δέν δόθηκε ἀποκλειστικά γιά μᾶς, γιά νά τό ἀπολαμβάνουμε τελείως προσωπικά. Ἄν τό κρύψουμε «ὑπό τόν μόδιον», ἄν τοῦ στερήσουμε τόν ὁρίζοντα ἀκτινοβολίας, ὄχι μόνο δέν θά ἀνταποκριθῆ στό σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλά καί τελικά θά σβήση. Κάθε φῶς πρέπει νά λάμπη. Εἶναι στή φύση του νά διακρίνεται, νά φαίνεται. Μιά φωτισμένη ἀπό τό Χριστό ψυχή θά φανῆ ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζεται˙ ἀπό τό πῶς συμπεριφέρεται, πῶς κινεῖται, πῶς ἀντιδρᾶ. Τό φῶς ἀποκαλύπτει ὅ,τι κρύβει τό σκοτάδι. Προειδοποιεῖ γιά τούς κινδύνους, βοηθεῖ στόν καθορισμό τῆς σωστῆς πορείας, διαλύει τήν ἀβεβαιότητα, δίνει στό βῆμα ρυθμό καί σταθερότητα. Ὁ πραγματικός ἑπόμενος μαθητής τοῦ Χριστοῦ ἀρχικά φωτίζει μέ τήν ἀρετή του. Μέ τήν ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητάς του. Ἡ ζωή του εἶναι ἕνα φωτεινό παράδειγμα γιά μίμηση. Γιατί ἀντιγράφει, μέσα στά ἀνθρώπινα πλαίσια, τή ζωή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ ἐνάρετη ζωή του, ἡ συμπεριφορά του, τόν ἀναδεικνύει ἡγέτη στό περιβάλλον του. Δέν ἔχει σημασία ἡ κοινωνική του θέση. Εἴτε βρίσκεται στή βάση, εἴτε στήν κορυφή τῆς κοινωνικῆς πυραμίδας ἐπιβάλλεται μέ τήν τιμιότητα, τήν
εἰλικρίνεια, τή σοβαρότητα καί τή σεμνότητα του. Δέν παίρνει ἀξία τό πρόσωπο ἑνός τέτοιου χριστιανοῦ ἀπό τό ἀξίωμα του ἤ τή θέση πού κατέχει, ἀλλά ἡ θέση καί τό ἀξίωμα παίρνουν ἀξία ἀπό αὐτόν. Ἐκεῖνο πού τόν ἐνδιαφέρει δέν εἶναι τό ποῦ θά φθάσει, ἀλλά ἄν θά ἀκτινοβολῆ ἀπό ἐκεῖ πού βρίσκεται μέ τά καλά του ἔργα.
Δέν εἴμαστε οἱ χριστιανοί ἁπλῶς φῶς γιά τόν ἑαυτό μας, πρέπει νά εἴμαστε «φῶς τοῦ κόσμου» καί νά λάμπουμε στήν καρδιά τῆς ἀνθρωπότητας, «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», εἶπε ὁ Χριστό. Ὄχι μέ θεωρίες ἀλλά μέ «καλά ἔργα» πού στρέφουν τήν προσοχή στό Θεό. Στήν ἐποχή ἐκείνη τῶν εὐαγγελίων ἡ λέξη «καλός» δέν σήμαινε ἁπλῶς ἀντίθετος τοῦ «κακός». Εἶχε εὐρύτερη ἔννοια καί εἶχε τήν ἔννοια τοῦ ὡραίου, τοῦ ἐλκυστικοῦ, τοῦ χαριτωμένου. Τά «καλά ἔργα» ἑπομένως πού ζητεῖ ὁ Χριστός, δέν εἶναι μιά ἀναγκαστική ἐκτέλεση καθήκοντος, μιά αὐστηρή ἀγαθοεργία, μιά ψυχρή προσφορά βοήθειας σέ εἶδος ἤ σέ χρῆμα. Εἶναι χαριτωμένα. Γεμάτα χάρη Θεοῦ, ἀγάπη καί χαρά. Ὄχι παγερή ἐξυπηρέτηση, εὐγένεια κατά παραγγελία, ἀλλά αὐθόρμητη καλωσύνη, γεμάτη φῶς στήν καρδιά καί στό πρόσωπο. Στήν καλωσύνη τῶν ἁγίων ὑπάρχει πάντα κάτι ἤρεμο, θελκτικό στήν συμπεριφορά τῶν ἁγίων, στά λόγια, στίς πράξεις, στή σιωπή τους. «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων». Ἔτσι στήν ἐποχή τῶν Πατέρων ξαπλώθηκε τό Εὐαγγέλιο σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
Καί ἐδῶ ἔρχεται τό ἑπόμενο χαρακτηριστικό τοῦ ἀληθινοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, αὐτοῦ πού εἶναι πραγματικό φῶς πού φωτίζει πνευματικά τόν κόσμο. Ὁ πραγματικός μαθητής ζῆ καί διδάσκει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, χωρίς περικοπές ἤ προσθέσεις, ἀνόθευτη. Φαίνεται εὐκολο αὐτό, ἀλλά δέν εἶναι. Γιατί τό ἄπλετό φῶς κουράζει τά ἀσθενικά μάτια καί ὁ ἥλιος ξεσκεπάζει τά ἐλαττώματα πού κρύβει τό μισοσκόταδο. Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τό σκότος καί ὄχι τό φῶς, ἐπειδή, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Χριστός, εἶναι πονηρά τά ἔργα τους.
Δύσκολος ὁ δρόμος τῆς ἀλήθειας, ἀλλά λυτρωτικός. Τό πλησίασμα στό φῶς εἶναι στήν ἀρχή δύσκολο, ὕστερα ὅμως τά μάτια τῆς ψυχῆς συνηθίζουν, ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται καί γίνεται ὁ ἴδιος φῶς πού φωτίζει καί τούς ἄλλους. Ἔτσι ἔγινε μέ τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες, ἔτσι μπορεῖ νά γίνει μέ ὅλους μας. Ἀρκεῖ νά δεχθοῦμε τό φῶς, νά τό συντηρήσουμε, νά τό κρατήσουμε ἀναμμένο, γιά νά τό μεταδώσουμε ἀνόθευτο σ’ αὐτούς πού περιμένουν νά τό παραλάβουν ἀπό ἐμᾶς. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (Ματθ. 5, 14-19) Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερβιών και Κοζάνης

ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΩΝ  ΑΓΙΩΝ  ΠΑΤΕΡΩΝ
ΤΗΣ  Δ΄  ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ  ΣΥΝΟΔΟΥ
(Ματθ. 5, 14-19)
Στά χαρακτηριστικά τῶν ἀληθινῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή. Εἶναι ἀπό τήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου καί μέ ἁπλές ἀλλά δυνατές εἰκόνες θυμίζει στόν ἀκροατή τόσο τά θεωρητικά ὅσο καί τά πρακτικά του καθήκοντα. Διαβάζεται σήμερα αὐτή ἡ περικοπή, γιατί σήμερα ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τῶν Πατέρων πού συγκρότησαν τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (451 μ.Χ. στή Χαλκηδόνα), καί διετράνωσαν τήν ὀρθόδοξη πίστη, ὅτι ὁ Χριστός ὑπῆρξε τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, χωρίς ἁμαρτία. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στάθηκαν μέ λόγια καί ἔργα ἀληθινοί μαθητές τοῦ Χριστοῦ.
Στήν ἀρχή ὁ Κύριος λέγει στούς μαθητές Του ὅτι εἶναι τό «φῶς τοῦ κόσμου». Πιό τιμητικός χαρακτηρισμός δύσκολα βρίσκεται. Τούς ὀνόμασε μέ τό δικό Του ὄνομα, διότι Αὐτός εἶναι «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Ὅταν θέλησε νά ἀποκαλύψῃ τήν οὐσία τῆς ἀποστολῆς Του διεκήρυξε: «Ἐγώ φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα». Φυσικά αὐτό τό φῶς οἱ μαθητές δέν τό ἔχουν ἀπό μόνοι τους, ἀλλά τό παίρνουν ἀπό τό Χριστό πού εἶναι τό «φῶς τό ἀληθινόν». Ἀπό τό Χριστό παίρνουν τό φῶς οἱ πιστοί καί τό καθρεπτίζουν πρός τούς ἄλλους. Γίνονται ἔτσι τό πνευματικό φῶς τοῦ κόσμου. Μέ τό φῶς τους καθοδηγοῦν, κρίνουν καί σώζουν τόν κόσμο. Ἔτσι ἦταν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού ἐφώτισαν τόν κόσμο, ὄχι μόνο στήν ἐποχή τους, ἀλλά πάντοτε.
Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ ὅμως δέν κρύβει τό φῶς, ἀλλά μεταδίδει τό φῶς καί στούς ἄλλους μέ τήν ἱεραποστολή. Τό φῶς ἄναψε μέσα μας, δέν δόθηκε ἀποκλειστικά γιά μᾶς, γιά νά τό ἀπολαμβάνουμε τελείως προσωπικά. Ἄν τό κρύψουμε «ὑπό τόν μόδιον», ἄν τοῦ στερήσουμε τόν ὁρίζοντα ἀκτινοβολίας, ὄχι μόνο δέν θά ἀνταποκριθῆ στό σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλά καί τελικά θά σβήση. Κάθε φῶς πρέπει νά λάμπη. Εἶναι στή φύση του νά διακρίνεται, νά φαίνεται. Μιά φωτισμένη ἀπό τό Χριστό ψυχή θά φανῆ ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζεται˙ ἀπό τό πῶς συμπεριφέρεται, πῶς κινεῖται, πῶς ἀντιδρᾶ. Τό φῶς ἀποκαλύπτει ὅ,τι κρύβει τό σκοτάδι. Προειδοποιεῖ γιά τούς κινδύνους, βοηθεῖ στόν καθορισμό τῆς σωστῆς πορείας, διαλύει τήν ἀβεβαιότητα, δίνει στό βῆμα ρυθμό καί σταθερότητα.
Ὁ πραγματικός ἑπόμενος μαθητής τοῦ Χριστοῦ ἀρχικά φωτίζει μέ τήν ἀρετή του. Μέ τήν ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητάς του. Ἡ ζωή του εἶναι ἕνα φωτεινό παράδειγμα γιά μίμηση. Γιατί ἀντιγράφει, μέσα στά ἀνθρώπινα πλαίσια, τή ζωή τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ ἐνάρετη ζωή του, ἡ συμπεριφορά του, τόν ἀναδεικνύει ἡγέτη στό περιβάλλον του. Δέν ἔχει σημασία ἡ κοινωνική του θέση. Εἴτε βρίσκεται στή βάση, εἴτε στήν κορυφή τῆς κοινωνικῆς πυραμίδας ἐπιβάλλεται μέ τήν τιμιότητα, τήν εἰλικρίνεια, τή σοβαρότητα καί τή σεμνότητα του. Δέν παίρνει ἀξία τό πρόσωπο ἑνός τέτοιου χριστιανοῦ ἀπό τό ἀξίωμα του ἤ τή θέση πού κατέχει, ἀλλά ἡ θέση καί τό ἀξίωμα παίρνουν ἀξία ἀπό αὐτόν. Ἐκεῖνο πού τόν ἐνδιαφέρει δέν εἶναι τό ποῦ θά φθάσει, ἀλλά ἄν θά ἀκτινοβολῆ ἀπό ἐκεῖ πού βρίσκεται μέ τά καλά του ἔργα.
Δέν εἴμαστε οἱ χριστιανοί ἁπλῶς φῶς γιά τόν ἑαυτό μας, πρέπει νά εἴμαστε «φῶς τοῦ κόσμου» καί νά λάμπουμε στήν καρδιά τῆς ἀνθρωπότητας, «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», εἶπε ὁ Χριστός. Ὄχι μέ θεωρίες ἀλλά μέ «καλά ἔργα» πού στρέφουν τήν προσοχή στό Θεό. Στήν ἐποχή ἐκείνη τῶν εὐαγγελίων ἡ λέξη «καλός» δέν σήμαινε ἁπλῶς ἀντίθετος τοῦ «κακός». Εἶχε εὐρύτερη ἔννοια καί εἶχε τήν ἔννοια τοῦ ὡραίου, τοῦ ἐλκυστικοῦ, τοῦ χαριτωμένου. Τά «καλά ἔργα» ἑπομένως πού ζητεῖ ὁ Χριστός, δέν εἶναι μιά ἀναγκαστική ἐκτέλεση καθήκοντος, μιά αὐστηρή ἀγαθοεργία, μιά ψυχρή προσφορά βοήθειας σέ εἶδος ἤ σέ χρῆμα. Εἶναι χαριτωμένα. Γεμάτα χάρη Θεοῦ, ἀγάπη καί χαρά. Ὄχι παγερή ἐξυπηρέτηση, εὐγένεια κατά παραγγελία, ἀλλά αὐθόρμητη καλωσύνη, γεμάτη φῶς στήν καρδιά καί στό πρόσωπο. Στήν καλωσύνη τῶν ἁγίων ὑπάρχει πάντα κάτι ἤρεμο, θελκτικό στήν συμπεριφορά τῶν ἁγίων, στά λόγια, στίς πράξεις, στή σιωπή τους. «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων». Ἔτσι στήν ἐποχή τῶν Πατέρων ξαπλώθηκε τό Εὐαγγέλιο σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο.
Καί ἐδῶ ἔρχεται τό ἑπόμενο χαρακτηριστικό τοῦ ἀληθινοῦ μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ, αὐτοῦ πού εἶναι πραγματικό φῶς πού φωτίζει πνευματικά τόν κόσμο. Ὁ πραγματικός μαθητής ζῆ καί διδάσκει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, χωρίς περικοπές ἤ προσθέσεις, ἀνόθευτη. Φαίνεται εὐκολο αὐτό, ἀλλά δέν εἶναι. Γιατί τό ἄπλετό φῶς κουράζει τά ἀσθενικά μάτια καί ὁ ἥλιος ξεσκεπάζει τά ἐλαττώματα πού κρύβει τό μισοσκόταδο. Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τό σκότος καί ὄχι τό φῶς, ἐπειδή, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ Χριστός, εἶναι πονηρά τά ἔργα τους.
Δύσκολος ὁ δρόμος τῆς ἀλήθειας, ἀλλά λυτρωτικός. Τό πλησίασμα στό φῶς εἶναι στήν ἀρχή δύσκολο, ὕστερα ὅμως τά μάτια τῆς ψυχῆς συνηθίζουν, ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται καί γίνεται ὁ ἴδιος φῶς πού φωτίζει καί τούς ἄλλους. Ἔτσι ἔγινε μέ τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες, ἔτσι μπορεῖ νά γίνει μέ ὅλους μας. Ἀρκεῖ νά δεχθοῦμε τό φῶς, νά τό συντηρήσουμε, νά τό κρατήσουμε ἀναμμένο, γιά νά τό μεταδώσουμε ἀνόθευτο σ’ αὐτούς πού περιμένουν νά τό παραλάβουν ἀπό ἐμᾶς. Ἀμήν.

Σάββατο, Απριλίου 12, 2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
(Ἰω. 12, 1-18)
Πλησιάζει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιὰ τόν Λυτρωτὴ Ἰησοῦ Χριστό ἡ ὥρα τῆς μεγάλης θυσίας. Γιὰ τελευταῖα φόρα φέρνει τά βήματά Του στὴν ἱερὴ πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ ὄχι γιὰ νὰ κηρύξη τήν ἀλήθεια, οὔτε γιὰ νὰ προσευχηθῆ στὸ Ναό, ἀλλὰ γιὰ νὰ δεχθῆ τόν σταυρικὸ θάνατο. Ἡ ὑποδοχὴ ποὺ Τοῦ ἐπιφυλάσσουν τά συγκεντρωμένα πλήθη στήν Ἁγία Πόλη εἶναι μεγαλειώδης. Ἕνας λαὸς ὁλόκληρος βρίσκεται σὲ παραλήρημα. Φωνάζει, ἐπευφημεῖ, στρώνει τά ροῦχα του στὸ πέρασμα τοῦ μεγάλου ἐπισκέπτη.
Ἡ ἀρχαία προφητεία τοῦ Ζαχαρία, ἐκπληρώνεται σήμερα: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ. Ἰδοὺ ὁ Βασιλεὺς σου ἔρχεταί σοι δίκαιος καὶ σώζων αὐτός, πραϋς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον». Ἡ μεγαλειώδης εἴσοδος τοῦ Κύριου στὰ Ἱεροσόλυμα πραγματοποιεῖται μέ βασιλοπρεπῆ τρόπο. Ἑκατοντάδες ἄνθρωποι φωνάζουν: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
Καθὼς διαβάζουμε τή σχετικὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, νοιώθουμε τόν ἴδιο ἐνθουσιασμὸ νὰ μᾶς συνεπαίρνη. Ὅμως ὁ ἐνθουσιασμὸς μας γρήγορα μετατρέπεται σὲ θλίψη. Συνεχίζοντας τήν ἀνάγνωση, διαπιστώνουμε ὅτι πίσω ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τίς θριαμβευτικὲς ἐκδηλώσεις πλανιέται ἡ σκιὰ τῆς προδοσίας καὶ τοῦ Σταυροῦ. Δὲν θὰ περάσουν παρὰ λίγα εἰκοσιτετράωρα καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος λαός, ποὺ σήμερα προκαλεῖ σεισμὸ μέ τά «ὡσαννά», θὰ δόνηση τό Πραιτώριο κραυγάζοντας στὸν Πιλάτο: «Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν».
«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος». Ὁ ἐρχόμενος εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτῆρας τοῦ κόσμου. Αὐτὸν τόν Κύριο Ἰησοῦ μᾶς καλεῖ καὶ πάλι ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ὑποδεχθοῦμε, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἐπίγειος βασιλιᾶς καὶ ἡ βασιλεία Του εἶναι τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ τίς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τοῦ κόσμου. «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἐστίν ἐκ του κόσμου τούτου» εἶπε στὸν Πιλάτο. Ἡ βασιλεία Του εἶναι Βασιλεία ἀγάπης, δικαιοσύνης, πνευματικῆς ζωῆς καὶ ἀληθείας. Μέσα σὲ αὐτὴν καλεῖ τούς μαθητές Του, αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ πιστεύουν ὅτι εἶναι ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου, τούς καλεῖ νὰ τόν ἀναγνωρίσουν Βασιλιᾶ καὶ λυτρωτή, κυβερνήτη καὶ ἀρχηγὸ στὴ ζωὴ τους.
Ἀπὸ σήμερα τό ἀπόγευμα στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς ἀρχίζει ἡ ὑποδοχὴ τοῦ Κυρίου. «Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται» θὰ ψάλλουμε ὅλοι γεμᾶτοι κατάνυξη. Ὅμως εἶναι ἀνάγκη νὰ ζήσουμε καὶ ἀπόψε καὶ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη μας τή ζωή τήν παρουσία τοῦ Ἐρχομένου Κύριου. Νὰ
ἐμβαθύνουμε στὸ μυστήριο τοῦ θείου Πάθους, νὰ καταλάβουμε ὅτι ἔρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ ὑποστῆ τόν θάνατο καὶ νὰ δώση «τήν ψυχὴν Αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν».
Ἐπίσης, θὰ πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος δὲν εἶναι οὔτε ἔθιμο, οὔτε ἐξωτερικὸς τύπος. Εἶναι εὐκαιρία ἀνανεώσεως καὶ ἐμβαθύνσεως στὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας μας, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ γνήσια πίστη ποὺ ἐκδηλώνεται μέ θυσία, προσφορὰ καὶ δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ μας γιὰ τόν ἄλλον. Εἶναι μαρτυρία μέ τήν παλαιοχριστιανικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, δηλαδὴ ὁμολογία καὶ μαρτύριο. Σημαίνει δὲ προετοιμασία τῆς ψυχῆς μέ κατάνυξη καὶ συγκίνηση οὐσιαστική, ὅπως ταιριάζει σὲ Ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται πρός τό ἑκούσιο πάθος γιὰ τή σωτηρία μας.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ ἐκπληρώση τήν ὑπόσχεση τοῦ Πατέρα Του καὶ νά μᾶς χαρίση τή θέωση ποὺ εἶχαν χάσει ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα μέ τήν παρακοὴ καὶ τήν πτώση. Βέβαια, μετὰ τήν ἀνάσταση, ἂν καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, εἶναι πάντα κοντὰ μας καὶ παρὼν μέσα στὸν κόσμο, μέ τό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποῖα σωζόμαστε.
Μᾶς καλεῖ σὲ συνεχῆ ἐγρήγορση καὶ μετάνοια καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπὸς τῆς ζωῆς μας: νὰ κερδίσουμε τόν Παράδεισο μέ τήν εἰλικρινῆ μετάνοια, διότι ἡ μετάνοια εἶναι αὐτὴ ποὺ σώζει καὶ ἀνακηρύσσει ἁγίους. «Τά ἄνω φρονεῖτε» προτρέπει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ εἴμαστε προσκολλημένοι σὲ καταστάσεις πού μᾶς κρατοῦν δέσμιους στήν ὕλη καί στά πάθη, τά ὁποία μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τόν προορισμὸ τῆς δημιουργίας.
Ὁ Κύριος σήμερα μπαίνει θριαμβευτικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ γιὰ ἐμᾶς τούς χριστιανοὺς πρέπει νὰ μπῆ στήν ψυχή μας καὶ αὐτὸ πραγματοποιεῖται μόνο ὅταν αὐτὴ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό τό μῖσος. Τότε μόνο μποροῦμε μέ εἰλικρίνεια νὰ προσέλθουμε καὶ νὰ συμμετάσχουμε στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ νὰ μᾶς ἐπισκεφθῆ ἡ θεῖα χάρις. Τότε μόνο ἡ συμμετοχὴ μας στὸ κατ” ἐξοχὴν μυστήριο ποὺ εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία μεταδίδεται ἄξια. Κοινωνοῦμε «ἵνα σχῶμεν τόν Χριστὸν κατοικοῦντα ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Κοινωνοῦμε γιὰ νὰ γίνουμε ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἱερὸ Μυστήριο γίνεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», γιὰ ὅσους κοινωνοῦν ἄξια. Ἀλλὰ γίνεται καὶ κατάκριμα γιὰ ὅσους κοινωνοῦν ἀνάξια.
Εἶναι δυστυχῶς πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ πλησιάζουν τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς, ἀσυναίσθητα. Ὅμως δὲν πρέπει νὰ προσερχόμαστε ἀπροετοίμαστοι, χωρὶς νηστεία καὶ προσευχή,
χωρὶς μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση. Ὁ Χριστὸς ἔρχεται γιὰ νὰ σώση καὶ ὄχι γιὰ νὰ κρίνη τόν κόσμο. Ζητᾶ ἀπὸ ὅλους μας μετάνοια καὶ συντριβὴ καρδίας. Οἱ πραγματικοὶ χριστιανοί, αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται πνευματικὰ μέ τή μετάνοια καὶ τήν ἀγάπη, ἀνοίγουν τήν ψυχή τους γιὰ νὰ μπῆ ὁ Λυτρωτὴς καὶ Κύριος.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε μᾶς ἔστειλε τόν Μονογενῆ Του Υἱὸ γιὰ νά μᾶς σώση ἀπό τό κράτος τῆς ἁμαρτίας, χύνοντας τό Πανάγιο Αἷμα Του πάνω στὸ Σταυρό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ σήμερα καὶ στοὺς αἰῶνες θὰ εἶναι ἀνεξάντλητη γιὰ τόν καθένα μας χωριστὰ καὶ γιὰ τόν κόσμο ὁλόκληρο. Γι” αὐτὸ καὶ ἡ ἐντολὴ Του πρὸς ὅλους μας εἶναι σαφὴς: νὰ ἔχουμε μεταξὺ μας ἀγάπη, ἡ ὁποία εἶναι ὁ χρυσοῦς κανόνας τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν. Ἀγάπη πρὸς ὅλους τούς ἀνθρώπους, τούς ξένους, τούς φτωχούς, τούς ἀδυνάτους, ἀκόμη καὶ πρός τούς ἐχθρούς μας.
Πλησιάζουν οἱ ἅγιες ἡμέρες τοῦ Πάσχα, ἀγαπητοί μου. Ὁ Χριστὸς ὅπως ἔρχεται σήμερα στὰ Ἱεροσόλυμα ἔτσι ἔρχεται καὶ στήν καθημερινὴ μας ζωὴ καὶ σημαίνει ὅτι ὁ Θεάνθρωπος αἰῶνες τώρα δὲν ἔπαψε νὰ πάσχει στὸ πρόσωπο τοῦ κατατρεγμένου, τοῦ ἀδικημένου, τοῦ πονεμένου. Κάθε φορὰ ὅπου ἕνας ἄνθρωπος πάσχει ἐξ αἰτίας μας, ἐπειδὴ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἀγάπη, ὁ Χριστὸς ξανὰ ἀνεβαίνει στὸ Γολγοθᾶ. Εἶναι ὑποκριτικὸ νὰ δακρύζουμε μπροστὰ στὸ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μένουμε ἀσυγκίνητοι μπροστὰ στὸ σταυρὸ τῶν ἀνθρώπων. Διότι θὰ πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι σταυρώνουμε τόν Χριστὸ κάθε φορὰ ποὺ πληγώνουμε μέ τήν σκληροκαρδία μας τούς ἀδελφούς μας.
Ἡ ὑποδοχὴ ποὺ ἐπιφυλάχθηκε στὸν Κύριο κατὰ τήν εἴσοδο Του στὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν πράγματι μεγαλειώδης. Παρ” ὅλα αὐτὰ, ὅμως, ὁ Κύριος δὲν εἶναι εὐχαριστημένος. Ἡ ὑποδοχὴ κινεῖται ἀπὸ ἄλλα ἐλατήρια. Οἱ σύγχρονοι μέ τόν Ἰησοῦ Ἰουδαῖοι εἶχαν παρεξηγήσει τήν ἀποστολὴ Του. Τόν εἶδαν σὰν ὑπηρέτη τῶν ἐθνικιστικῶν τους προσδοκιῶν. Πίστεψαν ὅτι μέ τή βοήθεια Του θὰ πραγματοποιοῦσαν τούς μάταιους πόθους καὶ τίς κοσμικὲς ἐπιθυμίες τους. Τόν εἶδαν σὰν ἐπίγειο ἡγεμόνα, ποὺ θὰ ἀναστήση τή βασιλεία τοῦ Δαυίδ, ποὺ θὰ συντρίψη τόν ζυγὸ τῶν Ρωμαίων. Βέβαια, ὁ Κύριος ἐπανειλημμένως εἶχε ἐξηγήσει ὅτι ἡ βασιλεία Του εἶναι πνευματική, ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι ἀπομόνωσαν ἐκεῖνα πού τούς ἄρεσαν περισσότερο. Εἶδαν τήν πρόσφατη ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ποὺ ἐπισφράγιζε μέ τόν πανηγυρικώτερο τρόπο τή σειρὰ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἰησοῦ. Πολλοὶ Γαλιλαίοι θυμόταν μέ ρῖγος ἐνθουσιασμοῦ τό ἄλλο μεγάλο θαῦμα στήν ἀκρογιαλιά τῆς Γεννησαρέτ, ὅπου μέ πέντε ἄρτους καὶ δύο ψάρια χόρτασαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες. Ἕνας τέτοιος βασιλιᾶς
τούς χρειάζονταν, ὅπου νὰ μπορεῖ νὰ συντηρεῖ μέ τό τίποτα τό λαό.
Ὅμως ὁ Κύριος δὲν ἦλθε στὸν κόσμο γι” αὐτόν τό σκοπό. Ἦλθε γιὰ νὰ ἑνώση τό ἀνθρώπινο μέ τό θεῖο καὶ νά μᾶς ἐπαναφέρη στήν κατάσταση πρὶν ἀπὸ τήν πτώση. Διαφορετικὰ μιλοῦσαν οἱ θεῖες Γραφὲς γιὰ τόν Μεσσία, διαφορετικὰ τό κατάλαβαν οἱ Ἰουδαῖοι. Ἔτσι τήν ἑπομένη, ὅταν βλέπουν ὅτι δὲν ἐκπληρώνονται οἱ προσδοκίες τους, ἡ ὑποδοχὴ γίνεται διωγμός, τά «ὡσαννὰ» γίνονται κραυγὲς καταδίκης.
Αὐτὸ πρέπει κι ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, νά προσέξουμε μήπως καὶ ὑποδεχόμαστε τόν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ μας μέ ὑποκρισία καὶ ὅταν πλέον δὲν τόν χρειαζόμαστε, τόν σταυρώνουμε!
Ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ σήμερα γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, προτυπώνει καὶ φανερώνει τόν αἰώνιο θρίαμβο Του. Ἐπίσης, ἡ τιμητικὴ αὐτὴ εἴσοδος ἀποτελεῖ μία προφητικὴ προανάκρουση τοῦ μεγάλου θριάμβου, τόν ὁποῖο θὰ ἐπιτελοῦσε στὸ Γολγοθᾶ, σὲ λίγες μέρες, μέ τή σταυρικὴ Του θυσία καὶ τήν ἔνδοξη Ἀνάσταση Του. Γι” αὐτὸ καὶ δὲν ἀπέκρουσε τήν πανηγυρικὴ καὶ μεγαλόπρεπη αὐτὴ ὑποδοχή. Ἄφησε νὰ καταφανῆ ἡ ἰδιότητα τοῦ Μεσσία, ποὺ μέ τόση λαχτάρα περίμενε ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα.
Ἀδελφοί μου, ὁ Ἰησοῦς, ὁ Μεσσίας, εἶναι ὁ αἰώνιος Βασιλέας. Ὁ θρίαμβος Του γιά μᾶς εἶναι χειροπιαστὴ πραγματικότητα. Ἔστησε τήν πνευματικὴ Του Βασιλεία, ποὺ εἶναι Βασιλεία εἰρήνης, χαρᾶς καὶ ἀγάπης. Αὐτὸς θά μᾶς βοηθήση, ἐφ” ὅσον ἀγωνιζόμαστε, ὥστε νὰ βροῦμε τή σωτηρία μας. Γι” αὐτό, ἂς προσευχόμαστε μὲ δύναμη καὶ εἰλικρίνεια, καὶ νὰ ἔχουμε ἀγάπη μεταξὺ μας, γιὰ νὰ δεχθοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του, διότι «Ἔρχεται σοι ὁ βασιλεύς, δίκαιος καὶ σώζων, αὐτὸς πραὺς». Ἔτσι ἑνωμένοι ὅλοι μέ καθαρὴ καρδιά, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα, θὰ μπορέσουμε νὰ ψάλλουμε τό «ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι». Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...