Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κηρύγματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κηρύγματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2022

Κήρυγμα ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (Ματθ. ς΄ 14-21)

 

Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ σημερινή Κυριακή τῆς Τυρινῆς μᾶς φέρνει στό κατώφλι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας παρομοιάζει μέ ἕνα ὄμορφο θαλασσινό ταξίδι.

Ἕνα ταξίδι πνευματικό ξεκινᾶ ἀπό αὔριο, Καθαρά Δευτέρα ἕως καί τήν Παρασκευή πρό τοῦ Λαζάρου, μέ κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα τήν προσευχή, τήν ἔντονη λατρευτική ζωή καί τή νηστεία καί σκοπό τήν πνευματική προετοιμασία μας, γιά νά προσκυνήσουμε τά ἄχραντα Πάθη καί τήν ζωοποιό Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νά ἑορτάσουμε τό ἐτήσιο Πάσχα καί νά λάβουμε ἀφορμή νά ἑορτάζουμε τό Πάσχα καί κάθε Κυριακή τοῦ χρόνου.

Ἡ Ἐκκλησία καλεῖ ὅλους μας γιά 40 ἡμέρες νά μιμηθοῦμε τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας, ὁ Ὁποῖος πρίν ξεκινήσει τήν ἐπί γῆς δημόσια δράση του γιά τή σωτηρία μας νήστευσε στήν ἔρημο 40 ἡμερονύκτια. Κατόπιν ἀντιμετώπισε τούς γνωστούς τρεῖς πειρασμούς τοῦ διαβόλου (Βλ. Ματθ. δ, 1-11), ὁ πρῶτος ἀπό τούς ὁποίους σχετίζεται μέ τήν τροφή. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ὁ Ἀδάμ νικήθηκε ἀπό τόν πειρασμό τῆς τροφῆς καί ἔχασε τήν ὡραιότητα τοῦ Παραδείσου. Ὅμως ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Χριστός, ὡς ἀπόγονος καί ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους θά λέγαμε, ἐνίκησε τόν διάβολο καί θριάμβευσε ἐπί τοῦ πειρασμοῦ στόν ὁποῖον καταδέχθηκε νά ὑποβληθεῖ γιά νά μᾶς ἀποδείξει τήν ἄμετρη συμπάθειά Του, στόν ἀγῶνα μας ἐναντίον τῶν πειρασμῶν.

Ὡς πιστοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, λοιπόν κι ἐμεῖς, καθώς προετοιμαζόμαστε νά ἑορτάσουμε τήν ἀπόλυτη νίκη τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ ἐπί τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου, ἀποδυόμαστε μέ τή σειρά μας σέ ἕνα ἀνάλογο πνευματικόἀγώνα, μέ κύριο χαρακτηριστικό γνωρισμα τήν νηστεία. Ἄλλωστε στή γλῶσσα μας ἡ λέξη Τεσσαρακοστή εἶναι σχεδόν συνώνυμη μέ τή λέξη νηστεία.

Ἡ νηστεία, λέει ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι συνομήλικη μέ τόν ἄνθρωπο, γιατί ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ σ’αὐτόν, ὅπως περιγράφεται στό βιβλίο τῆς Γενέσεως (Β,17) τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ἀπὸ τὸ δένδρον ὅμως τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ κακοῦ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ φάγετε...». Ἡ ἁγία καί μεγάλη Τεσσαρακοστή, μαζί μέ τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή ἀποτελοῦν ἐπίσης τίς ἀρχαιότερες νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας μας, καθορισμένες ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὁ Κύριός μας διδάσκει, ὅτι ἀνάμεσα στήν ἀμνησικακία, τήν ἀληθινή νηστεία καί τήν ἀποφυγή τῆς πλεονεξίας ὑπάρχει μία ἐσωτερική συνάφεια, πάνω ἀκριβῶς στήν ἔννοια τῆς νηστείας.

Ἡ νηστεία, ὅπως ἀκοῦμε καί στά τροπάρια αὐτῶν τῶν ἡμερῶν δέν εἶναι ἀποχή μόνο ἀπό ὁρισμένες τροφές, ἀλλά ἀποχή καί ἀπό τίς κακίες, πού δύο ἀπό τίς πιό συνηθισμένες μεταξύ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ μνησικακία: νά θυμᾶσαι δηλαδή τό κακό, πού σοῦ ἔκανε κάποιος καί νά μήν τόν συγχωρεῖς καί ἡ πλεονεξία: δηλαδή νά θέλεις ὅλο καί περισσότερα, πολλές φορές εἰς βάρος τῶν ἄλλων καί νά μήν εἶσαι ποτέ εὐχαριστημένος καί μέ τίποτε.

Ὁ Μ. Βασίλειος σέ μία ὁμιλία του γιά τήν νηστεία τονίζει: «Δέν φτάνει ἡἀποχή καί μόνο ἀπό τίς τροφές γιά νά εἶναι ἄξια ἐπαίνου ἡ νηστεία μας. Ἄς νηστέψουμε νηστεία εὐπρόσδεκτη καί εὐάρεστη στόν Θεό. Ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡἀπομάκρυνση ἀπό ὁ,τιδήποτε τό κακό καί ἐφάμαρτο. Ἡἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡἀποχή ἀπό τόν θυμό, ὁ χωρισμός ἀπό τίς αἰσχρές ἐπιθυμίες, τήν καταλαλιά, τό ψέμμα καί τήν ἐπιορκία. Ἡἀπουσία καί ἡ στέρηση ἀπό αὐτά εἶναι ἀληθινή νηστεία. Ὅταν ἀγωνιζόμαστε γιά ὅλα αὐτά τότε ἡ νηστεία μας εἶναι καλή καί ὠφέλιμη». Τόσο σημαντική εἶναι αὐτή ἡ διευκρίνηση, ὥστε αὐτά τά ἴδια λόγια ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία καί τά ἔκανε ὕμνο, μέ τόν ὁποῖον συντροφεύει τήν εἴσοδό μας στήν ἁγία καί μεγάλη Τεσσαρακοστή.

«Νά ἀποξενωθεῖς ἀπό τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες» συμβουλεύει σέ ἄλλο σημεῖο καί πάλι ὁ Μ.Βασίλειος. «Νά μήν ἀδικήσεις κανένα. Νά συγχωρήσεις τόν ἀδελφό σου γιά τή λύπη, πού σοῦ προξένησε, γιά τό κακό, πού σοῦ ἔκανε, γιά τά λεφτά, πού σοῦ χρωστάει. Διαφορετικά μολονότι δέν τρῶς κρέας, τρῶς τόν ἴδιο τόν ἀδελφό σου. Μολονότι ἐγκρατεύεσαι στό κρασί, δέν κρατᾶς τό στόμα σου στίς ἄσχημες κουβέντες. Μολονότι νηστεύεις ὡς τό βράδυ, ΄ξοδεύεις τή μέρα σου στά δικαστήρια.»

Εὔκολα ἀντιλαμβανόμαστε, πώς ἡ νηστεία ὡς ἄσκηση δέν σημαίνει μόνο ἀποχή ἀπό ὁρισμένες τροφές, πού ἴσως εἶναι καί τό εὐκολώτερο. Ἐάν ἡ νηστεία μας δέν σημαίνει καί νηστεία ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη, τότε ἐκπίπτει σέ δίαιτα. Ἡ νηστεία εἶναι ἡ αὐθεντική ἔκφραση τῆς ψυχῆς πού ἀγωνίζεται νά ἀρέσει στόν Θεό. Ἐκεῖνος πού νηστεύει, ὡς ἄλλος Μωϋσῆς βρίσκεται «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μέ τόν Θεό καί ἀπεκδέχεται τήν μυστική χαρά τῆς οὐράνιας εὐλογίας.

Ἡ νηστεία δέν πρέπει νά γίνεται καταναγκαστικά, ἀλλά ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀναμάρτητος Ὤν καταδέχθηκε νά πεθάνει πάνω στόν Σταυρό γιά τίς ἁμαρτίες μας, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τό κράτος τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου.Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πεινάει ἀπό τή νηστεία, πού ἐπέβαλε στόν ἑαυτό του γιά τήν ἀγάπη καί τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἐπιμερίζει και στούς ἐμπερίστατους ἀπό τά ἀγαθά του καί θυσιάζει τό θέλημα τῆς ἄνεσης καί τοῦ συμφέροντός του γιά τήν Νηστεία, τοῦτο εἶναι λατρεία, πού τήν δέχεται ὁ Θεός.

Σήμερα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή ἔχουμε ἀνάγκη νά νηστεύσωμε. Ὄχι ἐπειδή πρέπει, ἀλλά ἐπειδή ἀγαπᾶμε τόν Χριστό. Ἄς μήν ξεχνᾶμε δέ ὅτι, ἡ νηστεία πάντοτε ἦταν ὁ τρόπος τοῦ ἀνθρώπου νά ἑλκύει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί νά ζητεῖ τήν συγγνώμη Του. Καί σήμερα μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό μέσο γιά νά ἐλκύσουμε τήν χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τίς δύσκολες στιγμές, πού περνᾶμε καί ὡς πρόσωπα, ἀλλά καί ὡς Ἔθνος. Βλέποντας τή νηστεία μας ὁ Θεός, ἴσως ἀποτρέψει χειρότερες καταστάσεις, ἀσκώντας τήν πατρική του παιδαγωγία.

«Τό στάδιο τῶν ἀρετῶν ἔχει ἀνοίξει, ὅσοι θέλετε νά ἀθληθεῖται ἐλάτε μέσα σ’ αὐτό...» Μέ αὐτά τά λόγια ἡ Ἐκκλησία, μᾶς καλωσορίζει στά πνευματικά ἀγωνίσματα τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς καί τῆς μετανοίας, τά ὁποῖα εἶναι ἀλληλένδετα καί μαζί μέ τήν φιλανθρωπία προάγουν τήν πνευματική μας ἀναβάθμιση. Ἄς ἀγωνισθοῦμε μέ ταπεινό φρόνημα, διακριτικά καί θεάρεστα, μέ τή βεβαιότητα, ὅτι Θεός θά ἀποδώσει στόν καθένα τό ὀφειλόμενον. Ἄς μή δειλιάσουμε ἐξαιτίας τοῦ μεγέθους ἤ τοῦ ὄγκου τῶν ἀγωνισμάτων. Ὁ καθένας μέ τή δύναμή του ἄς ἀγωνισθεῖ κι ὁ Θεός θά σκεπάσει μέ τή χάρη Του τόν ἀγῶνα μας, ἀφοῦ γιά τήν ἀγάπη του γίνεται. Διότι εὐτυχῶς «ἡ μεγαλύτερη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἶναι πώς ὄχι ἀνάλογα μέ τό ἀποτέλεσμα, ἀλλά ἀνάλογα μέ τή διάθεση καί τήν προαίρεση μετράει ὁ Θεός τήν ἐπίδοσή μας καί παρέχει τήν εὐλογία Του.»

Καλή καί εὐλογημένη ἡ ἐπί θύραις Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

π. Σ.Κ
το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 25, 2022

Κυριακή Απόκρεω (παραβολή της Κρίσεως)

 «Δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονο­μη­σατε την ητοιμα­σμένην υμίν βα­σιλείαν από κατα­βο­­λης κόσμου».

Για την κληρονομία μιάς βασιλείας ο λόγος στο ση­μερινό ευαγγελικό ανά­γνω­σμα. Όχι μιάς επίγειας βασιλείας, αλλά μιάς ουρά­νιας. Μιάς θείας βασιλείας την οποία καλούμεθα όλοι να κληρονομήσουμε στο μελ­λον. Της βασιλείας του Χρι­στού που ομολογούμε στο Σύμβολο της πίστεως ότι δεν έχει τέλος. Της βα­σι­λείας στην οποία θα εισ­ελ­θουμε μετά από μία κρι­ση. Μέλλουσα και αυτή, την οποία όμως προσδο­κού­­­­με και περιμένουμε μα­ζι με την δεύτερη παρουσία του Χρι­στού στη γη, όπως ομολογούμε και πάλι στο Σύμβολο της πι­στεως· «και πάλιν ερχόμενον κρι­ναι ζω­ντας και νε­κρούς», «ου της βασι­λείας ουκ έσται τέλος». Μιάς βασιλείας την οποία ήδη από αυτή τη ζωή ευ­λογούμε­, εφόσον αρχίζου­με κάθε θεία Λειτουργία με τη φράση «ευλογημένη η βα­σιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

Παρότι όμως καθη­με­ρινά επαναλαμβάνουμε στις κατ’ ιδίαν προσευχές μας ή ακούμε στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας αυτή την ομολογία και την εκ­φραση της ελπίδος της μελ­­λού­σης ζωής, παρ’ όλα αυ­τα δεν συνει­δη­το­ποιού­με πολλές φορές ότι η δεύτερη εν­δοξη έλευση του Χριστού στον κόσμο ει­ναι μία πραγ­ματικότητα ενώπιον της οποί­ας θα βρεθούμε κάποτε όλοι.

Αυτή, λοιπόν, την πραγ­μα­τικότητα της μελλούσης Κρίσεως όρισαν οι άγιοι και θεο­­φόροι Πατέρες να μας υπενθυμίζει η Εκ­κλησία μας με το ευαγγελικό ανά­γνω­σμα την Κυρια­κη της Απόκρεω, μία Κυ­ρια­κη πριν από την αρχή της Αγίας και Με­γάλης Τεσσα­ρα­κο­στης, αφενός για να μας αφυ­πνίσει από τον λη­θαργο της καθημε­ρι­νο­τη­τος και να μας παρακινήσει προς τα έργα εκείνα τα οποία θα μας κάνουν να βρεθούμε κατά την ημέρα της Κρίσεως στην θέση των ευλογημένων του Θεού, και αφετέρου για να παρη­γο­­ρήσει τις ψυ­χες μας που πολλές φορές συνθλίβο­ν­ται μέσα στα προ­βλήματα και τις δυ­σκολίες του πα­ρόντος κόσμου, τις οποίες καλού­μεθα να υπομεί­νου­με ως συνέ­πειες της πτω­σεως μας και της εξώσεώς μας από τον παράδεισο, την οποία θα μας υπεν­θυ­μίσει η Εκκλησία μας την επό­μενη Κυρια­κη.

Δεν επιθυμεί, ασφαλώς, η Εκκλησία μας να μας φο­βίσει με το ευαγγε­λικό ανά­­­γνω­σμα της μελλούσης Κρίσεως, όπως ορι­σμένοι νομίζουν, αλλά επιδιώκει να μας υποδείξει τον δρόμο που θα πρέπει να βα­δι­σου­με στην επίγεια ζωή μας, έτσι ώστε η μέλλουσα Κρίση να γίνει και για μας η δίοδος προς την αιώνια και μακαρία ζωή της βα­σιλείας του Θεού. Και ο δρόμος αυτός που μας υποδεικνύει ο Χριστός ση­μερα δεν είναι δύσκολος και πολύπλοκος, είναι απλός και εφαρμόσιμος από όλους μας, όπως είναι πάντοτε οι εντολές του Θεού.

Ένα πράγμα μας ζητά μόνο και αυ­το θέτει ως κριτήριο της σωτηρίας μας. Είναι η αγάπη, η αγάπη προς τον πλησίον, η αγάπη προς τον άνθρω­πο, η αγά­πη που εκπηγάζει από μια άλλη αγάπη, την αγά­πη προς τον Θεό.

Αυτή η εντολή της αγά­πης, από την οποία, κατά τη διαβεβαίωση του ίδιου του Χριστού, «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμαν­ται», και η εφαρ­μογή της θα είναι που θα διαχωρίσει τους ανθρώπους κατά την ημέρα της Κρίσεως. Και όσους θα την ε­χουν εφαρ­μόσει θα τους θέσει εκ δε­ξιών του Πατρός, ενώ ο­σους δεν την έχουν εφαρ­­μο­σει θα τους στερήσει τη δυνατό­τητα να ζήσουν αι­ω­νίως την ευφροσύνη της βασιλείας του Θεού.

Ας μη ξενίζει, αδελφοί μου, το γεγονός ότι μία και μόνη εντολή, η εντο­λη της αγά­πης, θα είναι το κρι­τήριο της σωτη­ρίας ή της καταδίκης μας· δεν θα ήταν δια­φο­ρετικά δυνατό, εφό­σον ο Θεός είναι η απόλυτη αγάπη, και χωρίς την αγά­πη κα­νείς δεν μπορεί να βρεθεί δίπλα του. Το δια­πι­στώνουμε και από το ευαγ­γελικό ανά­γνωσμα της πε­ρα­σμένης Κυρια­κης, της Κυ­ριακής του Ασώτου. Ποιος ήταν ο λο­γος για τον οποίο στερή­θηκε ο πρεσβύ­τε­ρος υιός, ο συνετός και συνεπής, ο ερ­γατικός και υπά­κουος, και τη χαρά και την εορτή που ετοίμασε ο φιλεύσπλαγ­χνος πατέρας του; Ήταν η έλλειψη αγά­πης, ειλικρινούς και ανι­διο­τελούς, προς τον άσωτο αδελφό του. Και έτσι εκεί­νος, που κατασπατάλησε την πατρική περιου­σία, από­λαυσε την πατρική αγκα­λιά, ενώ ο πιστός υιός έμεινε εξαιτίας της ελλεί­ψεως αγάπης μακρυά της. Γιατί τίποτε δεν έχει πε­ρισ­σότερη αξία στα μάτια του Θεού και τίποτε δεν περιμένει από εμάς περισ­σο­τερο παρά να ζούμε με την αγάπη και να ασκούμε τα έργα της αγάπης. Ζητά από μας να δείχνουμε εμ­πρα­κτα την αγάπη μας προς όλους τους αδελφούς ανεξαιρέ­τως, γιατί μόνο έτσι μιμούμεθα τον ίδιο τον Θεό, που βρέχει επί δι­καίους και αδί­κους και συγ­χωρεί τους πάντες. Ζη­τα από μας να δείχνουμε εμ­πρακτα την αγάπη μας προς όλους, γιατί στα προ­σωπα των αδελ­φων μας απεικονίζεται το ίδιο το πρόσωπο του Θεού, εφόσον μας έχει πλα­σει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του. Ζη­τα από εμάς ο Θεός να δεί­χνουμε αγά­πη, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να απο­λαύσουμε την ατελεύ­τη­τη ηδονή των αγαθών της βασιλείας του, τα οποία δημι­ούρ­γησε για μας, γιατί μόνο έτσι θα μπο­ρέσουμε να ακούσουμε και εμείς κατά την ημέρα της Κρι­σεως τη φωνή του Χρι­στού «δεύτε πάντες οι ευ­λο­γημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοι­μα­σμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου».

Σάββατο, Φεβρουαρίου 19, 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

 

asotou04

 

Πολλά είναι τα μηνύματα που κρύβονται στην παραβολή του Ασώτου υιού που ακούστηκε σήμερα από το ευαγγελικό ανάγνωσμα. Εμείς σήμερα θα προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε εκείνα  που σχετίζονται με τον πατέρα της παραβολής.

            Ο Κύριος μας λέγοντας αυτή την παραβολή  εκτός των άλλων μας φανέρωσε μια νέα σχέση που είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ανάμεσα στον αμαρτωλό άνθρωπο και τον Θεό. Είναι γνωστό, ότι στη θέση του Ασώτου υιού βρίσκεται ο καθένας μας, όλη η ανθρωπότητα. Εγκαταλείψαμε τον πατρικόν Οίκον, διακόψαμε τη σχέση μας και την επικοινωνία μας με το Θεό, στο όραμα μιας ελεύθερης ζωής. Παραδοθήκαμε επίσης στη φιλαυτία μας και στα θελήματα μας. Και  εκείνα  μας συντρίβουν καθημερινά. Αυτή η  ταλαιπωρία μας που χαρακτηρίζεται από την πραγματική μας πτωχεία είναι το τίμημα της παρακοής μας, όπως λέγει ο προφήτης « θα σε τιμωρήσει η ίδια η απόστασία σου »(Ιερεμ.β΄19). Απομακρυνθήκαμε από το Θεό αφού θελήσαμε να ζήσουμε μια διαφορετική ζωή από αυτήν για την οποία Εκείνος μας δημιούργησε. Και να τα αποτελέσματα. Θέριεψαν και υποδούλωσαν τα πάθη ,όλες τις δυνάμεις μας. Μας θανατώνουν  συνεχώς έως ότου μας οδηγήσουν στο φυσικό και πνευματικό θάνατο.                Όμως η αγαθότητα του Θεού δεν μας εγκατέλειψε. Αλλά πάλι μας παρακινεί, πάλι μας παρηγορεί. Μας προσκαλεί: « ελάτε σε μένα όλοι οι κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας αναπαύσω »(Ματθ.ια΄28). Σαν να λέει: « κουραστήκατε, ταλαιπωρηθήκατε, αποκτήσατε πείρα των κακών αποτελεσμάτων της ανυποταξίας . Έλατε λοιπόν γυρίστε πίσω, κατανοήσετε το μέγεθος της αδυναμίας και της καταφρόνιας σας, για να βρείτε την ανάπαυση και την δόξα σας. Ελάτε ζήστε με ταπεινοφροσύνη εσείς που θανατωθήκατε από την υπερηφάνεια. Η ψυχή σας δοκιμάστηκε αρκετά από τον πόνο και το θάνατο. Αποστραφείτε αρνηθείτε λοιπόν τον κόσμο και τη ζωή της αμαρτίας που σας δώρισε  με τις υποδείξεις του ο διάβολος.

            Ο Κύριος μας ήρθε για αυτό ακριβώς το λόγο. Να μας ανακοινώσει ότι έχουμε πατέρα στον ουρανό, ότι ο Θεός είναι γεμάτος ευσπλαχνία για μας, ότι όποιες και όσες και αν είναι οι αμαρτίες μας. Εκείνος έχει την δύναμη να τις εξαλείψει και να τις δεχθεί. Ήθελε να μας μάθει, ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας ότι η ζωή της αμαρτίας που ζούμε δεν είναι αυτή που μας ταιριάζει. Και ακόμα ότι οι αμαρτίες μας χωρίζουν από το Θεό Πατέρα, μας κάνουν εχθρούς του ενώ Εκείνος είναι γεμάτος Πατρική αγάπη και ευσπλαχνία για μας τα παιδιά του.

            Αλλά θα πρέπει να προσέξουμε ότι αν ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη για όλους ανεξαρτήτως τους ανθρώπους, εν τούτοις όλοι δεν απολαμβάνουν την ευσπλαχνία του. Όλοι δεν αναπαύονται κοντά του. Όλοι δεν επιστρέφουν. Απολαμβάνουν την αγάπη του Θεού Πατέρα μόνο όσοι επιστρέφουν με μετάνοια  και ζουν υποταγμένοι στο θέλημα του. Όπως έκανε ο Άσωτος. Γνώρισε την αγάπη του πατέρα του όταν μετανιωμένος χωρίς εγωισμό, με ταπείνωση ζήτησε συγνώμη και μια μικρή θέση την τελευταία θέση μάλιστα  στην πατρική οικία. Αυτό τι μας διδάσκει; Ότι η αγάπη και η ευσπλαχνία του Θεού εκδηλώνεται μόνο στους μετανοούντες, μόνο στους ταπεινωμένους, όλους εκείνους που ζητάνε έλεος και συγγνώμη.

            Μόνο με τη μετάνοια αποκαθίστανται οι σχέσεις μας με το Θεό Πατέρα. Μετάνοια  δε σημαίνει άρνηση και υποταγή της αμαρτωλής ζωής. Αγώνα έναντι των παθών που γεννούν τις αμαρτίες. Ουδεμία σχέση με τον διάβολο. Ουδεμία επικοινωνία μαζί του. Άρνηση όλων όσων εκείνος μας προσφέρει για να αρνηθούμε το Θεό. Μετάνοια σημαίνει ταπείνωση και υποταγή στο Θεό. Εργασία των εντολών του. Αγάπη τελεία  για το Θεό και τον αδελφό μας. Τελεία δε αγάπη  είναι η  θυσία όλων όσων μας ανήκουν για χάρη του Θεού και των αδελφών μας.

Έτσι γινόμαστε αποδεκτοί από το Θεό Πατέρα. Έτσι ο Θεός δεν μας αποστρέφεται δε μας απορρίπτει. Αντίθετα μας ελεεί και μας δέχεται στην Βασίλεια του. Μας αναγνωρίζει για παιδιά του και μας υπόσχεται ότι θα μας χαρίσει αιώνια αγαθά, ότι θα ζήσουμε μαζί Του. Εκείνος θα ζει ανάμεσα μας και εμείς σε Αυτόν .

Αδελφοί μου,

            η σημερινή παραβολή είναι ολόκληρο το Ευαγγέλιο. Και μόνη αυτή είναι ικανή να μας οδηγήσει στη σωτηρία. Ο Χριστός σήμερα  μας έμαθε ότι δεν πλασθήκαμε  για τη ζωή της αμαρτίας. Ότι εάν βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση της πτώσεως και της  εξαχρείωσης ευθυνόμαστε εμείς. Ότι αν και είμαστε αμαρτωλοί δεν χάσαμε την ελπίδα και τη δυνατότητα να επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεπέσαμε. Ότι ο Θεός είναι Πατέρας μας γεμάτος φιλευσπλαχνία και στοργή. Ότι μπορούμε να απολαύσουμε το έλεος του Θεού Πατέρα υπό μία και μόνο προϋπόθεση : την ταπείνωση μας ενώπιον του, την υποταγή μας στο θέλημα του, την αναγνώριση της αποτυχίας μας, την ΜΕΤΑΝΟΙΑ μας.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 18, 2022

Κυριακή του Ασώτου ή του σπλαχνικού Πατέρα;

Δεν έχω, βεβαίως, καμιά αμφιβολία ότι στην Παραβολή που παραθέτει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο κεφάλαιο 15, στ. 11-32, όπως και σ’ όλες τις παραβολές, αλλά και στην Αγία Γραφή την ίδια, πρωταγωνιστής είναι ο Πατέρας «ημών, ο εν τοις ουρανοίς» (ο Πατέρας «μας που είναι στους ουρανούς») (Μτ 6:9). Ούτε και μου διαφεύγει η ευαγγελική ρήση ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» («χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα») (Ιω 15:5).

Με προβληματίζει, λοιπόν, το γεγονός ότι στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, για χιλιάδες τώρα χρόνια, η δεύτερη Κυριακή Τριωδίου, λίγο πρίν την Μεγάλη Τεσσαροκοστή, ονομάζεται Κυριακή του Ασώτου: «Τη αυτή ημέρα της του Ασώτου Υιού παραβολής εκ του ιερού Ευαγγελίου μνείαν ποιούμεθα, ην οι θειότατοι Πατέρες ημών δευτέραν εν τω Τριωδίω ενέταξαν» («Αυτή τη μέρα, θυμόμαστε την παραβολή του Άσωτου Υιού από το ιερό Ευαγγέλιο, την οποία οι θεοσεβέστατοι Πατέρες μας συμπεριέλαβαν στο Τριώδιο ως την δεύτερη Κυριακή»).

Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου, ας θυμηθούμε, είναι η Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισσαίου, ενώ η τρίτη, αυτή της Κρίσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία. Ακολουθεί η Κυριακή της Τυρινής, κατά την οποίαν «ανάμνησιν ποιούμεθα της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτοπλάστου Αδάμ» («θυμόμαστε την εξορία του πρωτοπλάστου Αδάμ από τον Παράδεισο της αγαλλίασης»). Μετά δε απ’ αυτήν, αρχίζει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή της νηστείας και η πορεία προς το Πάσχα.

Από παιδί, καθοδηγούμενος από τους μακαριστούς πλέον πνευματικούς μου πατέρες, διέκρινα ένα συνδετικό κρίκο στην αλυσίδα αυτή των Κυριακών, την θεία προειδοποίηση για την επερχόμενη Κρίση, και προσδιόριζα ως τα μέτρα που θα έπρεπε να λάβω, την μετάνοια και την επιστροφή στο εξομολογητήριο. Με λίγα λόγια, άσωτος κι εγώ όπως ο μικρότερος υιός, θα έπρεπε να γυρίσω στον παπά της ενορίας μου και να εξομολογηθώ: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου» («Πάτερ μου, έχω αμαρτήσει και στον ουρανό, αλλά και μπροστά σου»).

Σαν ξενητεύτηκα, όμως, κι άρχισα να ζω μονίμως στην ετερόδοξη Αμερική, μου δημιουργήθηκαν ερωτήματα: Ο «Πάτερ» του Λουκά, δεν είναι ο παπάς της ενορίας μου, άρα γιατί δεν πάω σ’ Εκείνον για την εξομολόγησή μου; Αν μετάνοια είναι ο γυρισμός, γιατί επιμένω να παραμένω στη ξένη γη; Αφού παραδέχομαι ότι είμαι Άσωτος, γιατί δεν παραδίδομαι στη Χάρη του Θεού, αλλά περιμένω να σωθώ με τα έργα της νηστείας, της προσευχής και της ελεημοσύνης; Πώς είναι το Πάσχα τέρμα της πορείας μας, αφού το κύριο γεγονός είναι αυτό της Κρίσης κατά την Δευτέρα Παρουσία; Και γιατί παραμένω άσωτος, αφού η σωτηρία ξεπήγασε ήδη (πέρσι κι όλα τα προηγούμενα χρόνια) από το κενό μνημείο του Ιησού Χριστού;

Χωρίς πολλή σκέψη, μπαίνω στον πειρασμό να καταλήξω κι εγώ στο συμπέρασμα που όλο και συχνότερα ακούω και διαβάζω από σύγχρονους Ορθόδοξους θεολόγους ότι «η συνήθης ονομασία ‘Παραβολή του ασώτου’ παρεκκλίνει πλήρως από το ουσιαστικό περιεχόμενό της». Λάθος, επομένως, είχαν οι πνευματικοί που με ανέθρεψαν στην πίστη; Λάθος κι οι Θειότατοι Πατέρες που συνέγραψαν το Συναξάρι, κι οι υμνογράφοι που συνέθεσαν τους ύμνους που ψάλλονται κάθε χρόνο την δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου;

Με τρομάζει η ευκολία με την οποία η κάθε νέα γενιά θεολόγων παραγκωνίζει τους δασκάλους της, εισάγει «καινά δαιμόνια» στην νεολαία, και ξεφορτώνεται το νερό της μπανιέρας, χωρίς δεύτερη σκέψη για το μωρό που εξακολουθεί ξένοιαστο να λούζεται μέσα.

Από πλευράς μου, δεν είμαι διατεθειμένος να παραδοθώ στην εξ ολοκλήρου ηθικιστική ερμηνεία της Παραβολής, ούτε και να εστιαστώ αποκλειστικά στο «ζων ασώτως» («κάνοντας άσωτη ζωή»), ξεκόλλητο από το υπόλοιπο κείμενο.

Κατ’ αρχάς, το «ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών» («αυτός που ξεκοκκάλισε την περιουσία σου με τις πρόστυχες») είναι λόγια του πρεσβύτερου αδελφού, κι όχι του Πατέρα. Ο Πατέρας, αντιθέτως, διαλαλεί: «ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη» («αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός κι επανήλθε στη ζωή, ήταν χαμένος και βρέθηκε»). Η νέκρωση είναι το πρόβλημά μου, κι όχι η πορνεία, η οποία είναι το απ’ ευθείας αποτέλεσμα της νέκρωσής μου.

Να, λοιπόν, γιατί το Πάσχα είναι το τέρμα της πορείας μου: η Ανάσταση «εκ των νεκρών» («από τους πεθαμένους»). Ο νεώτερος Υιός δεν ήλθεν «εις εαυτόν» («στα σύγκαλά του») λόγω των τύψεων που του δημιούργησε η άσωτη ζωή του, αλλά λόγω της πείνας που τον ταλάνιζε: «επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ» («θα ήταν διατεθειμένος να γεμίσει την κοιλιά του ακόμη κι από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε κάτι να φάει»).

Να, λοιπόν, γιατί θεσμοποιήθηκε η νηστεία: για να μας θυμίζει ότι «ου γάρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» («δεν έχουμε, λοιπόν, εδώ στη γη μόνιμη κατοικία, αλλά επιδιώκουμε την μελλοντική, στον ουρανό») (Εβρ 13:14).

Η νοσταλγία του ασώτου δεν ήταν για μια ζωή χωρίς τα σαρκικά πάθη του ή μια ζωή ανέραστη, αλλά για τον «οίκον του πατρός του» («το σπιτικό του πατέρα του»). Να, λοιπόν, σε ποια χώρα επιβάλλεται να γυρίσω κι εγώ: στην «ποθεινήν πατρίδα» («στην πολυπόθητη πατρίδα μου»), για την οποία ψάλλουμε στα μνημόσυνα.

Ο άσωτος μετανοεί πρωτίστως, όχι για τις σχέσεις που έφτιαξε με τις πόρνες, αλλά για την σχέση που εγκατέλειψε όταν «απεδήμησεν εις χώραν μακράν» («ξενιτεύτηκε σε μακρυνή χώρα»). Να, λοιπόν, γιατί νοιώθει την βίαιη ανάγκη όπως «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου» («θα σηκωθώ και θα πάρω το δρόμο προς τον πατέρα μου και θα του πω: Πατέρα μου, έχω αμαρτήσει και στον ουρανό, αλλά και μπροστά σου. Δεν είμαι πια άξιος να λέγομαι γυιος σου. Πάρε με πίσω σαν ένα από τους μισθωμένους υπηρέτες σου»).

Ούτε λέξη περί ηθικής, ούτε από τον ίδιο, ούτε κι από τον Πατέρα. Αν υπάρχει ανάμνηση των ηθικών αμαρτιών του, αυτή προέρχεται μόνον από τον πρεσβύτερον αδελφόν, που μικρόψυχα σκέφτεται κυρίως την «άνιση μεταχείριση» που δέχεται για χρόνια από τον Πατέρα.

Αντιθέτως, ο άσωτος, αντιλαμβανόμενος ότι η επιδίωξη της ισότητας ήταν ακριβώς το κίνητρο της επανάστασής του και ο πρόξενος της εξορίας του, μετανοεί. Γι’ αυτό, κι επιζητεί πλέον μόνον την ενότητα με τον Πατέρα, ο οποίος, ασφαλώς, «επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν» («έπεσε με πόθο πάνω στο σβέρκο του και τον γέμισε φιλιά»). Το πρόβλημά μου δεν είναι η μετανάστευση στην Αμερική, αλλά η προπατορική εξορία μου «από του Παραδείσου της τρυφής» («από τον Παράδεισο της αγαλλίασης»). «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην» («Δεν υπάρχει ούτε Ιουδαίος ούτε Έλληνας»), ούτε κι Αμερικανός.

Στη Γένεση πρέπει να καταφύγουμε για ν’ αντιληφθούμε το λόγο που η Εκκλησία ανέκαθεν ονόμαζε τον νεώτερο Υιό «άσωτο». Δεν μπορεί ο άσωτος από μόνος του να σωθεί, αφού περιφέρει «της νεκρώσεως της δοράν, ως θνητός ελεεινός» («την πετσιά της πεθαμενίλας, σαν ελεεινός θνητός»). Ναι, μπορεί να ξεκόψει από τις πόρνες κι από τα σπάταλα έξοδα. Ναι, μπορεί και να βρει καινούργια δουλειά, αλλά δεν μπορεί ν’ αναστηθεί με τις δικές του δυνάμεις.

Να, λοιπόν, η ερμηνεία που δείχνει ότι η σωτηρία μας είναι στα χέρια του Θεού, ότι είναι αποκλειστικά απότοκο της Χάρης του, κι ότι δεν κερδίζεται με τα δικά μας έργα, όσο καλά κι άγια κι αν είναι.

Ταυτόχρονα, όμως, η σωτηρία που μας χάρισε ο Θεός με την σταυρική θυσία, το αίμα, και την Ανάσταση του Υιού και Λόγου του, δεν ενεργείται ως διά μαγείας. Αν ο Θεός ήταν ταχυδακτυλουργός, γιατί δεν μας έσωσε καθισμένος στον θρόνο Του, αλλά κρεμασμένος στον Γολγοθά; Γι’ αυτό κι ο Θεός-Λόγος ντύθηκε στη δική μας πετσιά της πεθαμενίλας, ούτως ώστε σαν ένας από μας ν’ αποφασίσει ελεύθερα να γυρίσει στον Πατέρα Του και Πατέρα μας, όσο επώδυνο κι αν ήταν το ταξίδι της επιστροφής.

Για να σωθεί ο άνθρωπός, πρέπει ο ίδιος να το αποφασίσει ελεύθερα, και να παραδοθεί ανεπιφύλακτα στην αγκαλιά του Πατέρα. Ο άσωτος παραμένει νεκρός, ανεξάρτητα από την απύθμενη αγάπη του Πατέρα, εφ’ όσον ο ίδιος, ελεύθερα δεν αποφασίσει να πάρει το ταξίδι της επιστροφής. Να, λοιπόν, γιατί απαιτείται η μακρά πορεία μέσα στην έρημο πριν φτάσουμε στη γη της επαγγελίας, και η ασκητική εμπειρία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής πριν προσκυνήσουμε τον αδειανό Πανάγιο Τάφο. Αφού, ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος, πεθάναμε με τον Αδάμ, έτσι και πάλιν, ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος με τον Χριστό, προσδοκούμε την ανάστασή μας.

Η Παραβολή (και η Κυριακή) του Ασώτου αποδέχεται ως δεδομένο τον ρόλο του Σπλαχνικού Πατέρα. Το διακύβευμα που παραμένει είναι μόνον η απόκριση του Ασώτου, και η συγκεκριμένη πράξη του, η οποία υποδηλώνει τον ενσυνείδητο και ελεύθερο ενστερνισμό της σωτήριας που πάντα προσφέρεται στον Οίκο του Πατρός του.

Αντί, λοιπόν να κυλιέμαι σαν χοίρος στη λάσπη των τύψεων, η Κυριακή του Ασώτου με προσκαλεί να ξεκινήσω το δρόμο της επιστροφής προς την κατάπαυσιν του Κυρίου, και την Ανάστασή μου. Εκεί ας αναπαύονται και οι ψυχές των πνευματικών πατέρων της νιότης μου.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 05, 2020

Τύπος καὶ Οὐσία (Λουκ. 13, 10-17)

 Μία ξεκάθαρη καὶ σαφέστατη καταδίκη τῆς θρησκευτικῆς τυπολατρίας ἀποτελεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς λέει ὅτι ὁ Χριστὸς θεραπεύει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ τῆς ἐποχῆς του, ποὺ εἶχε μετατρέψει τὶς ἐντoλὲs τοῦ Δεκαλόγου καὶ τοῦ Νόμου σὲ ἕνα στεῖρο σύστημα ὑποχρεώσεων καὶ περιορισμῶν. Ὁ παραλογισμὸς στὶς ἀντιδράσεις τοῦ θρησκευτικοῦ κατεστημένου τραγικός. Ὁ ἀρχισυνάγωγoς ἀγανακτεῖ, γιατί τὸ θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καταργεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ μήνυμα, ἑπομένως, τῆς σημερινῆς περικoπῆς μᾶς ἀγγίζει καὶ μᾶς ἀφορᾶ ὅλoυς, ἀφοῦ συχνά, ἴσως καὶ ἀσυναίσθητα, προτάσσουμε κάποιους θpησκευτικoὺς καὶ τελετουργικoὺs τύπους xωρὶς ἀντίκρισμα καρδιᾶς καὶ ζωῆς. Οἱ θεραπεῖες τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου φανερώνουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπηs καὶ τῆς ἐλευθερίας, ποὺ πρέπει νὰ ὑπάρχει πάντοτε στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἂν καὶ ἡ οὐσία ὑπερβαίνει τὸν τύπο, παρόλ’ αὐτὰ ὁ τύπος χρειάζεται στὸ βαθμὸ καὶ στὸ μέτρο ποὺ περιφρουρεῖ καὶ ἐκφράζει τὴν οὐσία.



Τύπος, ἀγάπη καὶ ἐλευθερία

Ἡ τυπολατρία, ὡς ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ προσηλώνεται στοὺς τύπους καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, τῶν γεγονότων καὶ τῶν καταστάσεων, ἀποτελεῖ τὴν παθολογία τῆς θρησκευτικῆς μας ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη τάση εἶναι μιὰ μορφὴ σκλαβιᾶς τοῦ πνεύματος, ποὺ βάζει, στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, κανόνες πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὶς ἀνάγκες του. Βέβαια, δὲν μποροῦμε νὰ διανοηθοῦμε τὴν ὁμαλὴ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τὴ δομὴ κάθε θρησκευτικῆς ζωῆς, xωρὶς τυπικὲς διατάξεις, θεσμoὺs καὶ νόμoυς. Ἐλευθερία δὲν σημαίνει ἀσύδοτη καὶ ἀνεύθυνη παραβίαση τοῦ τύπου, ἀλλὰ προτίμηση τῆς οὐσίας, ὅταν αὐτὴ ἀχρηστεύεται ἀπὸ τὸν τύπο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου πρέπει νὰ εἶναι φτερὰ ποὺ μᾶς ἀνεβάζουν στὴν κατὰ Θεὸ ζωὴ καὶ ὄχι βαρίδια ποὺ μᾶς καταπιέζουν καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὴν ψυχή μας. Πρέπει νὰ εἶναι σκαλοπάτια, γιὰ νὰ ἀνακαλύπτουμε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, καὶ ὄχι ἐμπόδια ποὺ μᾶς παγιδεύουν καὶ μᾶς κλειδώνουν στὴν τυπικότητά τους. Γιὰ τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς, ὁ ἐξωτερικὸς θρησκευτικὸς τύπος εἶναι ἀπαραίτητος ἀλλὰ καὶ κρίσιμoς. Εἶναι ἡ λυδία λίθos ποὺ δοκιμάζει τὴν ἐσωτερική μας σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους.

Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο, ὅπου δὲν θέλει νὰ προχωρήσει στὸν ἀπαιτητικὸ δρόμο τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης ποὺ κοστίζει πολλά, κλείνεται καὶ περιχαρακώνεται στὸν ἐξωτερικὸ τύπο ποὺ δὲν κοστίζει τίποτε. Νά, γιατί ἡ τυπολατρία εἶναι ἑλκυστική, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ὀλέθρια, ἀφοῦ ἡ στείρα εὐσέβεια εἶναι τὸ ἡμίμετρο τῆς εὔκoληs θpησκευτικότητάs μας. Ὅπου διαστρεβλώνει καὶ κακοποιεῖ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μένει τελικὰ μὲ τὸ ἄδειο κέλυφός της. Ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στοὺς θpησκεuτικoὺς τύπους κρύβει κάτι ἀκόμη πιὸ ἀπειλητικό. Πρόκειται γιὰ μιὰ νέου εἴδους εἰδωλολατρία, ποὺ γίνεται πιὸ τρομακτική, ὅταν ἐμφανίζεται μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ φύλαξη τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ τοῦ κάθε ἐξωτερικοῦ τύπου. Αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολεῖ ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ προσέχουμε, κάθε φορὰ ποὺ μπαίνουμε στὸν πειρασμὸ νὰ μένουμε στὴ μορφὴ καὶ στὸν τύπο, ἀλλὰ νὰ χάνουμε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἀγάπη. Σὲ ἄλλη περίπτωση ὁ Χριστὸς εἶχε πεῖ ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπoς γιὰ τὸ Σάββατο» (Μάρκ. 2,27)· καὶ δυστυχῶς σήμερα βλέπουμε τὸ θρίαμβο τοῦ «Σαββάτου» πάνω στὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς ὁ θρίαμβos τῆς τυπoλατρίας ἐκδηλώνεται συχνὰ μὲ τὸ φανατισμὸ καὶ τὴ διάσπαση τῶν πιστῶν σὲ φατρίες, οἱ ὁπoῖες καταδικάζουν ὅλους τοὺς ἄλλouς ποὺ σκέπτονται διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτούς. Συγκρούονται μεταξὺ τους καὶ ἐξαντλοῦν τὸ ζῆλο τους στὴν ὀρθότητα τῶν τυπικῶν διατάξεων καὶ κανονισμῶν, στὴ βαρύτητα τῶν περιορισμῶν καὶ τῶν ἀπαγορεύεων, στὴν αὐστηρότητα τοῦ ἀσκητισμοῦ καὶ τῶν κανόνων.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἂs ἀναρωτηθοῦμε, ὁ τύπος τῆς εὐσέβειάς μας ἀνταποκρίνεται στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο; Ποῦ, ἄραγε, μέσα στὴν εὐσέβειά μας βρίσκεται ὁ ἀνθρωπos γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Ἄν, ἴσως, μέσα στοὺς τύπους τῆς εὐσέβειάς μας ὑπάρχει ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἄγαπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Οἱ γιορτὲs ποὺ ἔρχονται εἶναι μιὰ εὐκαιρία νὰ τὸ ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσουμε. Ἀμήν.

Ἡ σώζουσα ἑνότητα (Ἐφεσ. δ΄1-7)

 



Γράφοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Ἑβραίους λέει ὅτι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ κοφτερὸς κι ἀπὸ κάθε δίκοπο μαχαίρι» (4,12). Σήμερα δὲν συνηθίζεται ἡ χρήση δίκοπων μαχαιριῶν. Πιὸ συχνὰ τὰ συναντᾶμε σὲ μουσειακὲς συλλογὲς ἢ σὰν διακοσμητικὰ σὲ σαλόνια. Ἀλίμονο, ὅμως, ἂν καταντήσουμε τὴν «μάχαιραν τοῦ Πνεύματος» διακοσμητικό τοῦ σαλονιοῦ. «Τί νόημα ἔχει μία θεολογία, ποὺ δὲν εἶναι πράξη;» δικαιολογημένα ἀναρωτιέται σύγχρονος θεολόγος. «Μὰ καὶ τί νόημα ἔχει μία θεολογία, ποὺ κραδαίνεται σὰν ὅπλο κατὰ ἀπίστων καὶ δὲν ζυμώνει αὐτοὺς ποὺ τὴ διατυπώνουν»;


Οἱ καρποὶ τῆς ταπεινοφροσύνης

Τέτοιο κίνδυνο θέλει νὰ ἀποσοβήσει ὁ Παῦλος ἀρχίζοντας στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τὸ δεύτερο μέρος τῆς πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολῆς του. Στὸ πρῶτο ἐξέθεσε τὴ διδασκαλία γιὰ τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγκαλιάζει χωρὶς διακρίσεις Ἰουδαίους καὶ ἐθνικούς. Τώρα ἐκθέτει τὶς πρακτικὲς συνέπειες αὐτῆς τῆς διδασκαλίας. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο, δόγμα καὶ ζωὴ εἶναι δύο ὄψεις τῆς ἴδιας πραγματικότητας. Γι’ αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ δίνει ἔμφαση στὶς προτροπές του μὲ τὸ νὰ ὑπενθυμίζει καὶ πάλι ὅτι εἶναι «δέσμιος ἐν Κυρίῳ». «Ἀρκετὴ εἶναι ἡ μνήμη τῶν δεσμῶν», θὰ ἐπισημάνει καὶ ὁ Θεοδώρητος, «γιὰ νὰ διεγείρει πρὸς τὴν ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ τοὺς πιὸ ἀναίσθητους. Ἀξίζει δὲ νὰ θαυμάσει κανεὶς ὅτι ὁ Ἀπόστολος καμαρώνει γιὰ τὰ δεσμὰ του περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἕνας βασιλιὰς γιὰ τὰ διαδήματά του». Καὶ πῶς νὰ μὴ καυχᾶται γι’ αὐτὰ ὁ Παῦλος, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο θυμᾶται ὅτι «ἐδέθη καὶ ὁ ἡμέτερος Δεσπότης, ὁ τὴν οἰκουμένην λύσας τῶν ἁμαρτημάτων». Γι’ αὐτὸ «ἂς χαιρόμαστε κι ἐμεῖς, ἔστω κι ἂν δὲν βρισκόμαστε σὲ αἰσθητὰ δεσμά, μὲ τὸ νὰ εἴμαστε δεμένοι στὴν ὑπακοὴ τῶν ἐντολῶν του». Μόνο μὲ τέτοιο δέσιμο, μποροῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε τρόπο ζωῆς ἄξιο τῆς ὑψηλῆς κλήσης μας. Ὑπάρχει ὑψηλότερη κλήση, ρωτάει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, ἀπὸ τὸ «νὰ συγκαθίσουμε μὲ τὸν Χριστὸ στὸν θρόνο του καὶ νὰ συμβασιλεύσουμε»;

Ὅμως, ἀντίθετα μὲ τὶς βασιλικὲς ἐνθρονίσεις, αὐτὸ τὸ τιμητικὸ κάλεσμα προϋποθέτει πρωτίστως ἄσκηση στὴν ταπεινοφροσύνη. Ἡ ταπεινοφροσύνη, ὡς «ἀρετῆς πάσης ὑπόθεσις» κατὰ τὸν Χρυσορρήμονα, εἶναι τὸ πρῶτο ποὺ ζητάει ὁ Ἀπόστολος. Οἱ λέξεις «ταπεινὸς» καὶ «ταπείνωση», καθὼς μεταφυτεύθηκαν ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο στὸν χριστιανικό, ἄλλαξαν νόημα δείχνοντας ὁλοκάθαρα πῶς μετέπλασε τὸ χριστιανικὸ πνεῦμα τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Στὴν ἀρχαιοελληνικὴ γραμματεία ἡ λέξη ταπεινὸς συνήθως σημαίνει τὸν κοινωνικὰ ἀσήμαντο καὶ ταιριάζει κυρίως σὲ δούλους. Γιὰ πρώτη φορὰ ἀποκτᾶ πλήρως θετικὸ περιεχόμενο στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπου ὡς ὑπόδειγμα ταπεινώσεως προβάλλεται ὁ Χριστὸς (Φιλ. 2,6)· καὶ στὴ συνέχεια ἡ ταπείνωση θεωρεῖται θεμελιῶδες γνώρισμα τοῦ «καινοῦ» (καινούργιου) ἀνθρώπου. Οἱ ἑπόμενες ἀρετὲς ποὺ παραθέτει ὁ Παῦλος, ἡ πραότητα, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀνοχὴ καὶ ἡ ἀγάπη, δὲν μποροῦν νὰ «ἀνθίσουν» χωρὶς τὴν ταπεινοφροσύνη.


Τὸ «πῦρ» ποὺ ἑνώνει

Ἡ εἰκόνα, βέβαια, τῶν ἀνθέων ἐνέχει τὸν κίνδυνο τοῦ ἀνταγωνισμοῦ γιὰ τὸ «ποιὸ εἶναι πιὸ ὄμορφο καὶ πιὸ εὐῶδες»· καὶ ἔτσι ματαιώνεται ὁ ἐπιδιωκόμενος «σύνδεσμος τῆς εἰρήνης». Ἴσως γι’ αὐτὸ ὁ Χρυσορρήμων Ἰωάννης, ἀντὶ γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς δροσερῆς ἀνθοδέσμης προτιμάει τὴν εἰκόνα τῶν ξερῶν ξύλων, γιὰ νὰ παρομοιάσει τὶς ταπεινὲς καὶ τὶς ἀπαλλαγμένες ἀπὸ τὴν «ὑγρασία» καὶ τὸ φούσκωμα τῆς ἔπαρσης ψυχές· ἔτσι, σὰν εὔφλεκτες, εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴ φωτιὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: Ἡ φωτιά, ὅταν βρεῖ ξερὰ τὰ ξύλα, «μίαν τὰ πάντα ἐργάζεται πυράν· ὅταν δὲ ὑγρά, οὐδὲ ἐνεργεῖ οὐδὲ συγκολλᾶται».

«Πυρπολημένος» ἀπὸ αὐτὴ τὴ φωτιὰ ὁ Ἀπόστολος θὰ ξεσπάσει στὸν πιὸ ὑπέροχο ὕμνο τῆς ἑνότητας τῶν χριστιανῶν μὲ λέξεις ποὺ μόνο πανηγυρικοὺς κανονιοβολισμοὺς θυμίζουν: «Ἕνα σῶμα, ἕνα Πνεῦμα, μία ἐλπίδα, ἕνας Κύριος, μία πίστη, ἕνα βάπτισμα, ἕνας Θεός». Τὴν ἴδια ἠχηρὴ διακήρυξη θὰ κάνει -ἐδῶ μὲ πολὺ πόνο- στοὺς ἀπειλούμενους ἀπὸ διασπαστικὲς τάσεις Κορινθίους: «Πάντες ἡμεῖς ἐν ἑνὶ Πνεύματι εἰς ἕν σῶμα ἐβαπτίσθημεν». Τὸν πόνο του θὰ μοιραστεῖ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ρωτώντας: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχετε διχόνοιες ἐσεῖς ποὺ ἕνα Πνεῦμα λάβατε, ἀπὸ μία πηγὴ ποτισθήκατε καὶ στὴν ἴδια ἐλπίδα στηρίζεσθε; Ὁ Θεὸς θέλει ὄχι ἁπλῶς νὰ εἴμαστε δεμένοι μεταξύ μας, ὄχι ἁπλῶς νὰ εἰρηνεύουμε καὶ νὰ ἔχουμε ἀγάπη μεταξύ μας, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ὅλοι μία ψυχὴ καὶ ἕνα σῶμα».


Ἑνωμένοι καὶ ξεχωριστοὶ

Ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἀλλὰ ἔργο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ πρῶτο τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἑρμηνεύοντας τὰ λόγια του Παύλου «εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν» λένε: «Ἐπὶ πάντων ὡς Πατήρ, ὡς ἀρχὴ καὶ πηγή, διὰ πάντων δὲ διὰ τοῦ Λόγου, ἐν πᾶσι δὲ ἐν τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας καὶ στὶς δύο της διαστάσεις: καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ μὲ τὸν Θεό. Καὶ στὶς δύο ὅμως «ἑνότητες» ὁ ἄνθρωπος δὲν χάνει τὴν ἀκεραιότητα, τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν ἐλευθερία του· οὔτε στὴν ἕνωσή του μὲ τοὺς ἄλλους γίνεται ἕνα ἄβουλο κομμάτι μίας ἄμορφης καὶ ἀπρόσωπης μάζας, οὔτε στὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ διαλύεται, ὅπως μία σταγόνα ποὺ πέφτει στὸν ὠκεανό.

Περίτρανη ἀπόδειξη ὅτι ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ ἰδανικότερο «θερμοκήπιο» γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ ξεχωριστὴ ὀμορφιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου ἀποτελεῖ ὁ τελευταῖος στίχος τῆς σημερινῆς περικοπῆς, ὅπου ὁ Ἀπόστολος ἀναφέρεται στὴν ποικιλία τῶν χαρισμάτων, ποὺ δίνονται ἀπὸ τὸν Θεὸ «καλῶς καὶ συμφερόντως» στὸν καθένα καὶ «ἐπ’ ἀγαθῷ» τῆς ὅλης Ἐκκλησίας.

Ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτούσης. (Λουκ.13,10 —17)

 


Ἡ θεραπεία αὕτη ἐγένετο ὡς ἑξῆς: Ὀλίγον χρόνον μετὰ τὰ ἀνωτέρω, ὁ Κύριος «ἦν διδάσκων ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς Σάββασι». Κάποιο Σάββατον ὁ Κύριος ἐδίδασκεν εἰς κάποιαν Συναγωγὴν «Ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ». Αἰφνιδίως ἐμφανίζεται μία γυναῖκα ἀσθενὴς ἐπὶ 18 ἔτη, τῆς ὁποίας ἡ νόσος προήρχετο ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας. Ἡ γυνὴ αὕτη ἦτο εὐσεβής, διότι παρὰ τὴν νόσον της μετέβη εἰς τὴν Συναγωγήν, ἵνα ἀκούσῃ τὸν Θεῖον λόγον. Αὕτη «ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές». Ἔπασχε δηλαδὴ ἐκ ραχιτικῆς τινος νόσου, ἦτο κεκυφυῖα τὸν κορμόν, μὴ δυναμένη νὰ ἀνακύψῃ οὐδόλως τὴν κεφαλὴν ἄνω˙ ἦτο διπλωμένη εἰς τὰ δύο ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη.

«Ἰδὼν αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς» εὐσπλαγχνισθεὶς αὐτὴν καὶ ἄνευ παρακλήσεώς της ἀμείβει τὴν εὐσέβειάν της, διότι παρ' ὅλην τὴν παραμορφωτικὴν νόσον δὲν ἀπουσιάζει τῆς Συναγωγῆς «προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ» τὴν ἐκάλεσε καὶ τῆς εἶπε «γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου» ἔσο ἐλευθέρα ἐκ τῆς νόσου. «Καὶ ἀπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας» ἀκούμπησε τὰς χεῖρας Του εἰς αὐτὴν πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς συγκυπτούσης καὶ εἰς δήλωσιν, ὅτι ἡ θεραπεία προήρχετο ἐκ τῶν παναχράντων χειρῶν Του.

«Καὶ παραχρῆμα» ἀμέσως «ἀνωρθώθη» ἐσηκώθη «καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν». Θεραπευθεῖσα δηλαδὴ αὕτη, ἀνακύψασα καὶ ἰδοῦσα τὸν Χριστὸν πρῶτον δοξάζει τὸν Θεὸν διὰ τὴν θεραπείαν της.

Ὁ Ἀρχισυνάγωγος, πλήρης Φαρισαϊκῶν προλήψεων, ἀγανακτεῖ ἀπὸ φθόνον διὰ τὴν θεραπείαν ταύτην κατὰ τὸ Σάββατον καὶ μὴ δυνάμενος νὰ ἀπευθυνθῇ πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἀπ' εὐθείας λέγει πρὸς τὸν λαὸν πομπωδῶς καὶ ἀνοήτως «ἓξ ἡμέραι εἰσίν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι˙ ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι, θεραπεύεσθε καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου». Ἓξ ἡμέραι τῆς ἑβδομάδος εἶναι ἐργάσιμοι. Κατ' αὐτὰς γίνονται καὶ θεραπεῖαι. Κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἀπαγορεύεται ἡ θεραπεία. Ἔγινε ὅμως! Εἶχε τὴν ἀπαίτησιν οὗτος ἀπὸ τὴν γυναῖκα νὰ ἀναβάλῃ τὴν ἀνόρθωσίν της διὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἐπειδὴ ἦτο ἀργία!

Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπεν «ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον» κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ὁ Ἑβραῖος δὲν λύει τὸ βόδι του ἢ τὸ γαϊδούρι του «ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν» καὶ ὁδηγὼν αὐτὸ εἰς τὴν βρύσην «ποτίζει αὐτό; ταύτην δὲ θυγατέρα Ἀβραὰμ οὖσαν» αὐτὴ ἡ ὁποία εἶναι ἄνθρωπος καὶ Ἑβραία, ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, «ἣν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη» τὴν ὁποίαν διὰ νόσου ἔδεσεν ὁ Σατανᾶς 18 ἔτη, «οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου;» δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῇ τῆς νόσου ἐκ δαιμονικῆς ἐνεργείας κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου; Ὁ Κύριος ὀνομάζει τὸν Ἄρχοντα τῆς Συναγωγῆς ὑποκριτήν, διότι εἰς μὲν τὰ χείλη εἶχε τὴν εὐσέβειαν εἰς δὲ τὴν καρδίαν τὸν φθόνον. Ὁ Νόμος ἐπέτρεπε τὸ λύσιμον καὶ πότισμα τῶν ζώων κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου. Τὸ μέγεθος τοῦ συλλογισμοῦ τοῦ Κυρίου ἀφ' ἑνὸς καὶ τῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ φθόνου τῶν Φαρισαίων ἀφ' ἑτέρου φαίνεται ἐκ τῶν ἀντιθέσεων ὡς ἑξῆς: Κόρη Ἀβραὰμ ἡ μέν, ζῶον ἄλογον τὸ δέ! Δέσιμον τῆς μὲν ἦτο ἀσθένεια φρικτή, δέσιμον τοῦ ζώου ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου διὰ σχοινίου! Ἐπὶ δεκαοκτὼ ἔτη ἡ μὲν δεμένη εἰς τὴν ἀσθένειαν, οὔτε μίαν ἡμέραν τὸ ζῶον δεμένον! Καὶ ὅμως διὰ τὸ ζῶον παρεβαίνετο ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου διὰ νὰ ποτισθῇ!

«Καὶ ταῦτα λέγοντος Αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι Αὐτῷ καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ' Αὐτοῦ». Ἡ ἐντύπωσις εἰς τὸν λαὸν ὑπῆρξε τεραστία καὶ εἰς τὰς δύο μερίδας ἐχθρικὰς καὶ φιλικὰς πρὸς τὸν Ἰησοῦν. Καὶ οἱ μὲν ἐχθρικῶς διακείμενοι ἔμειναν βωβοὶ ἀπὸ ἐντροπήν, οἱ δὲ φιλικῶς διακείμενοι ἦσαν πλήρεις χαρᾶς καὶ θαυμασμοῦ.


Θέμα: Περὶ Κατακρίσεως

Ὁ Κύριος θεραπεύει τὴν συγκύπτουσαν. Ὁ Ἀρχισυνάγωγος ὅμως τὴν ἀγαθοεργίαν ταύτην τοῦ Κυρίου θεωρήσας ὡς ἁμαρτίαν κατακρίνει Αὐτόν. Θέλων δὲ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν κατάκρισίν του ταύτην καταφεύγει εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν. «Ἓξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι...» καὶ ἔτσι δικαιολογεῖ τὴν κατάκρισίν του. Ὁ Κύριος θέλων νὰ θεραπεύσῃ τὴν κατάκρισιν τοῦ Ἀρχισυναγώγου δὲν ὁμιλεῖ ὄπισθεν τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ἀλλὰ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ ἀποκαλύπτων τὴν κακίαν του διὰ τοῦ «ὑποκριτὰ» καὶ ἀνατρέπων τὴν δικαιολογίαν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου δι' ἄλλων Γραφικῶν χωρίων συνιστώντων τὴν διὰ λόγους ἀνάγκης εἴς τινας περιστάσεις κατάργησιν τῆς ἀργίας ταύτης.

Ἔχομεν ἑπομένως ἐνώπιόν μας τὸν Ἀρχισυνάγωγον κατακρίνοντα καὶ τὸν Κύριον ἐλέγχοντα αὐτόν. Ἔχομεν τὸν Ἀρχισυνάγωγον διαπομπεύοντα τὴν θεραπείαν τοῦ Κυρίου καὶ ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ θύματός του, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀποκαλύπτοντα τὴν κακίαν αὐτοῦ. Συνεπῶς δυνάμεθα νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ κατακρίσεως ἔχοντες ὑπ' ὄψιν μας τὸν πρῶτον, τὸν Ἀρχισυνάγωγον, περὶ θεραπείας ταύτης ἔχοντες ὑπ' ὄψιν μας τὸν δεύτερον, τὸν Ἰησοῦν, τὸν Σωτῆρα.

Α'. Κατάκρισις: Κατάκρισις εἶναι ἡ ἐν ἀπουσίᾳ τινὸς διαπόμπευσις τῶν κατὰ τὴν γνώμην μας κακιῶν του. Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι πάντες ἔχομεν τὰς ἀσθενεῖς μας πλευράς, τὰ σφάλματά μας καὶ ἡ κρίσις εἶναι αὐτόματος λειτουργία τοῦ μυαλοῦ μας. Ἑπομένως ἡ κατάκρισις φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως θεμιτή. Ἂν δὲ λάβωμεν ὑπ' ὄψιν μας, ὅτι εἴμεθα κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ κρίνοντος τὸν κόσμον, θέλει φανῇ, ὅτι καὶ ἡμεῖς ὡς κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἔχομεν τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμεν.

Βεβαίως τὸ δικαίωμα καὶ ἡ ἱκανότης νὰ κρίνωμεν μίαν πρᾶξιν, ἂν εἶναι καλὴ ἢ κακή, εἶναι δῶρον Θεοῦ, διότι κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ γίνωμεν ἐνάρετοι, διότι θὰ ἀποφεύγωμεν τὸ κακὸν καὶ θὰ πράττωμεν τὸ καλόν. Ἀπὸ τοῦ σημείου ὅμως τοῦ νὰ χωρίζωμεν μίαν πρᾶξιν καλὴν ἀπὸ τὴν κακὴν μέχρι τοῦ σημείου νὰ διαπομπεύωμεν τὸν πράττοντα ὑπάρχει μεγάλη διαφορά. Ἡ κατάκρισις, ἡ διαπόμπευσις τῶν κακιῶν τοῦ ἄλλου δὲν εἶναι μόνον δημοσίευσις τῶν κακιῶν τούτου, ἀλλὰ ἔκφρασις καὶ τῆς ἰδικῆς μας κακίας, εἶναι ἐμπάθεια! Τότε ἡ γλῶσσα τοῦ κατακρίνοντος γίνεται «πῦρ καὶ ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας», κατὰ τὸν Ἀπόστολον Ἰάκωβον.

Ὁ Ἀρχισυνάγωγος κατακρίνει τὸν Ἰησοῦν ὄχι κατὰ πρόσωπον, ἀλλὰ ὄπισθεν «τῷ ὄχλῳ» ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστής. Τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ παρ' ἡμῖν. Ἡ κατάκρισις γίνεται ὄπισθεν τοῦ κατακρινομένου. Ἡ κατάκρισις εἶναι πολύμορφος, εὔκολος καὶ δικαιολογήσιμος.

Ἡ κατακρίνουσα γλῶσσα εἶναι πολύμορφος, διότι εἶναι πλήρης πάσης κακίας. Καὶ πράγματι. Ἡ γλῶσσα εἶναι φωτιά˙ Ἡ φωτιά, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ κάψῃ, τὸ μαυρίζει. Τὸ ἴδιον κάμνει καὶ ἡ γλῶσσα, ἡ ὁποία κατακρίνει. Ἡ κατάκρισις εἶναι μῖσος, τὸ ὁποῖον σκορπίζει τὴν χολὴν τῆς καρδίας, εἰς τὰ λόγια ὅλων, εἶναι χαμερπὴς ζηλοτυπία, ἡ ὁποία πληγωμένη ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ ἄλλου, μεταβάλλει αὐτὰ εἰς ψεγάδια, εἶναι ἀπεχθὴς διπροσωπία, ἡ ὁποία ἐνῶ ἔμπροσθεν ἐπαινεῖ, ὄπισθεν ξεσχίζει. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἐλαφρότης ἀνυπόφορος μὴ δυναμένη νὰ περιορίσῃ τὰ λόγια της, βαρβαρότης, διότι δυσφημεῖ ἀπόντας. Ἡ κατάκρισις εἶναι ἀδικία, διότι ἀφαιρεῖ τὸ πολυτιμότερον ἀγαθόν, τὴν ὑπόληψιν, εἶναι τυφλότης, διότι δὲν βλέπει τὰ ἴδια σφάλματα. Οἱ ἔπαινοί της εἶναι δηλητήριον καὶ ἡ σιωπή της φαρμάκι! Ἰδοὺ ἡ πολυμορφία τοῦ κακοῦ τούτου τῆς κατακρίσεως.

Ἀλλὰ τὸ κακόν τῆς κατακρίσεως αὐξάνει μὲ τὴν εὐκολίαν ποὺ γίνεται καὶ διαδίδεται. Εἰς ἕνα μόνον ἔμπιστόν σου ἀπεκάλυψας σὺ καὶ ἕνα μόνον ἁμάρτημα τοῦ πλησίον σου. Ὁ ἔμπιστός σου εὑρῆκε ἄλλον ἔμπιστον ἰδικόν του καὶ φανεὶς ἀδιάκριτος ὅπως καὶ σὺ ἀνεκοίνωσεν εἰς αὐτὸν τὸ ἁμάρτημα εἰς δευτέραν ἔκδοσιν ἐπηυξημένην δι' ἀτομικῶν σχολίων, τὰ ὁποῖα ἤντλησε ἐκ τοῦ πάθους του, τοῦ συμφέροντός του. Ὁ ἰδικός σου ἔμπιστος θὰ ἔχῃ τὸν ἰδικόν του ἔμπιστον, ἐκεῖνος πάλιν τὸν γνωστόν, συγγενῆ καὶ φανερῶς ἢ ὑπὸ τύπον ἐχεμυθείας θὰ ἀνακοινώσῃ εἰς αὐτὸν τὸ κακὸν καὶ ἔτσι τὸ κακὸν ἁπλώνεται. Ὁμοιάζει σὰν μία σπίθα, σὰν ἕνα σπίρτο κατ' ἀρχάς, τὸ ὁποῖον ἄναψε καὶ ἀργότερα μεταβάλλεται εἰς πυρκαϊὰν καὶ καίει δάση καὶ χωριά. Ὁμοιάζει σὰν ἕνα ρυάκιον κατ' ἀρχάς, τὸ ὁποῖον δεχόμενον καθ' ὁδὸν τὰ νερὰ ἄλλων ρυακίων, γίνεται σιγὰ — σιγὰ ποτάμι ὁρμητικόν, τὸ ὁποῖον κατακλύζει πόλεις καὶ χωριά. Τὸ ἴδιον εἶναι καὶ ἡ κατάκρισις.

Κατ' ἀρχὰς μία ἀστειότης, μία ἐπιπολαιότης, μία ἁπλῆ ὑπόθεσις, μία ἁπλῆ σκέψις, ἕνας ἐλαφρὸς λόγος. Κατόπιν γίνεται κραυγή, κατάρα, θέμα πάντων, ὑπόθεσις γενική. Ὥστε τὸ ἕνα ἁμάρτημα ἔγινε πολλά, ὁ ἕνας σὺ ἔγιναν πολλοί. Πηγὴ ὅλων αὐτῶν; Ἡ ἀδιακρισία σου καὶ ἡ εὐκολία τοῦ κακοῦ τούτου!

Ἀλλὰ τὸ μέγεθος τοῦ κακοῦ τούτου δὲν φαίνεται μόνον ἐκ τῆς πολυμορφίας καὶ εὐκολίας του ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς δ ι κ α ι ο λ ο γ ί α ς. Λέγουν οἱ κατακρίνοντες δικαιολογούμενοι. Δὲν μιλοῦμεν περὶ μεγάλων ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ περὶ μικρῶν, ὄχι διὰ νὰ σκοτώσωμέν τινα, ἀλλὰ διὰ νὰ περάσωμεν τὴν ὥραν, νὰ γελάσωμεν, νὰ διασκεδάσωμεν. Δὲν ἔχομεν, λέγουν, κακὴν διάθεσιν. Μὲ τὴν δικαιολογίαν αὐτὴν αὐξάνουν τὰ παραγεμίσματα, μεγαλοποιοῦν τὸ κακόν. Πῶς; Μὲ μορφασμούς, χειρονομίας, μειδιάματα, ὑπομειδιάματα, ἱστορίας φιλοτεχνημένας ἐπὶ παραγγελίᾳ, ὥστε νὰ ἀρέσουν. Κάμνουν νύξεις διὰ νὰ ἀνοίξωσι περισσότερον τὸ πνεῦμα τοῦ ἄλλου σὲ χίλιες δύο ὑπόνοιες, σιωπῶσιν διὰ νὰ τὸν ἀφίσωσιν νὰ ἐννοήσῃ περισσότερα ἀπ' ὅ,τι θέλουν νὰ εἴπωσιν. Ἰδοὺ τὸ κακόν της κατακρίσεως. Ἰδοὺ ἡ πολυμορφία, ἡ εὐκολία, ἡ δικαιολογία. Πῶς θὰ θεραπευθῇ τὸ κακὸν τοῦτο;

Ἡ θ ε ρ α π ε ί α. Ὁ Κύριος, ὁ ἔνσαρκος λόγος, ἤλεγξε τὸν Ἀρχισυνάγωγον ἀποκαλύψας εἰς αὐτὸν τὴν κρυμμένην κακίαν του καὶ ἀνατρέψας τὸ δικαιολογητικὸν ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπιχείρημα τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Καὶ ἡμεῖς, ἂν ἐπιθυμῶμεν νὰ θεραπευθῶμεν ἐκ τοῦ κακοῦ τῆς κατακρίσεως, ἂς τεθῶμεν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ Προφορικοῦ καὶ Γραπτοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ ἂς ἐλέγξωμεν τὴν κακίαν τῆς κατακρίσεως εἰς τὸ σαθρὸν τῶν δικαιολογιῶν.

Τ ὸ σ α θ ρ ὸ ν τ ῶ ν δ ι κ α ι ο λ ο γ ι ῶ ν: Λέγεις ὅτι ὁμιλεῖς περὶ μικρῶν ἁμαρτημάτων. Ἀπάντησις: Δὲν γνωρίζεις ὅτι ὅσο μικρότερα εἶναι τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὰ ὁποῖα κατακρίνεις, τόσον πονηρότερος εἶσαι, διότι δείχνεις μὲ αὐτὸ ὅτι τίποτα δὲν σοῦ διαφεύγει; Ὅ,τι κατακρίνεις σὺ τοὺς ἄλλους, εἶναι μηδαμινό, ὅ,τι μηδαμινὸν ἰδικόν σου κατακρίνουν οἱ ἄλλοι, εἶναι ἀνυπόφορον. Λέγεις ὅτι κατακρίνεις διὰ νὰ γελάσῃς, διασκεδάσῃς. Ἀπάντησις: Ποία εἶναι αὐτὴ ἡ σκληρὴ χαρά, ἡ ὁποία στάζει φαρμάκι εἰς τοὺς ἄλλους καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου; Λέγεις ὅτι ἡ πρόθεσίς σου εἶναι ἁγνή. Ἀπάντησις: Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ καρδία σου νὰ εἶναι ἁγνή, τὴν στιγμὴν κατὰ τὴν ὁποίαν τὰ χείλη σου στάζουν δηλητήριον; Λέγεις ὅτι κουτσομπολεύεις, διὰ νὰ σκοτώσῃς τὴν ὥραν. Ὄχι. Σκοτώνεις τὴν πολύτιμην ὥραν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀδελφόν σου. Οἱ υἱοὶ τοῦ Νῶε ἐτιμωρήθησαν, διότι δὲν ἐσκέπασαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρός των, ὅταν ἐκεῖνος ἐμέθυσε. Πόσον θὰ τιμωρηθῶμεν ἡμεῖς, ὄχι ὅταν δὲν σκεπάζωμεν τὴν γύμνωσιν τοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀλλὰ ὅταν διὰ τῆς κατακρίσεως ξεσκεπάζωμεν τὴν ψυχικήν του γυμνότητα;

Ἀλλὰ θὰ σὲ ἐρωτήσω κάτι ἄλλο. Ὅλας αὐτὰς τὰς δικαιολογίας θὰ τὰς ἐθεώρεις ὡς σοβαρὰς ὄχι ὅταν σὺ ἐνεργῇς τὴν κατάκρισιν, ἀλλὰ ὅταν γίνεσαι θῦμα κατακρίσεως, ὅταν κατακρίνεσαι; Ὅταν μάθῃς, δηλαδή, ὅτι ἄλλοι ἀσχολοῦνται μὲ τὰς ἀσθενεῖς σου πλευρὰς διὰ νὰ γελάσουν ἐπιπολαίως πῶς δὲν θὰ ἀγανακτήσῃς; Ἀσφαλῶς. Διατί δὲν σέβεσαι τὴν ἀπουσίαν τοῦ ἄλλου; Ἰδοὺ ἑπομένως τὸ σαθρὸν τῶν δικαιολογιῶν σου.

Τ ό μέγεθος τοῦ κακοῦ. Δὲν εἶναι εὔκολον νὰ ἐπανορθωθῇ τὸ γενόμενον κακόν. Ἔσπειρες εἰς τοὺς ἀνέμους. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιμαζέψῃς τὸ σπαρὲν κακόν, διότι τοῦτο ἐμεγάλωσε καὶ ξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια σου. Μεγάλωσε διὰ τῶν διαφόρων ἐκδόσεων, τὰς ὁποίας θὰ ἔχῃ διερχόμενον ἀπὸ στόματος εἰς στόμα. Ἐξέφυγε ἀπὸ τὸ στόμα σου καὶ ἀπὸ τὰ χέρια σου, διότι δὲν σοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ συναντήσῃς τὰ πρόσωπα, εἰς τὰ ὁποῖα περιῆλθε, ὥστε νὰ διορθώνῃς τὰς ἐξογκώσεις τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον ἐξεστόμισες. Πῶς θὰ περιμαζέψῃς τὰς κατὰ τῶν ἄλλων κατακρίσεις σου; Τρόπος θεραπείας τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον κατακρίνεις δὲν εἶναι τὸ κουτσομπολιό, ἀλλὰ εἴς τινας περιστάσεις ὁ ἔλεγχος. Ὁ ἔλεγχος διαφέρει τῆς κατακρίσεως, διότι γίνεται ἐνώπιον τοῦ πταίσαντος ἀδελφοῦ καὶ πρὸς διόρθωσιν αὐτοῦ. Ἐνῶ ἡ κατάκρισις γίνεται ὄπισθεν καὶ ἄνευ ὠφελείας.

Εἶναι γνωστὸν τὸ ἁπλοῦν παράδειγμα τῆς ὄρνιθος, τὸ ὁποῖον ἀνέφερε Πνευματικὸς πρός τινα ἐξομολογούμενον, ὁ ὁποῖος ἐδικαιολογεῖτο διὰ τὰς κατακρίσεις του. Κάποιος δηλαδὴ ἐξομολογούμενος ἐδικαιολόγει εἰς τὸν Πνευματικόν του τὴν κατάκρισίν του, ὅτι αὕτη δὲν ἔχει σημασίαν. Ὁ Πνευματικὸς τοῦ ἀπήντησε: Λάβε μίαν ὄρνιθα καὶ βαδίζων ἀπὸ ἑνὸς χωρίου εἰς ἄλλον ἀνὰ ἑκατὸν μέτρα ἀπόσπα, σκόρπιζε ἀνὰ ἕνα πτερὸν τῆς ὄρνιθος. Ὅταν φθάσῃς εἰς τὸ χωρίον σου, ἐπίστρεψε, εὑρὲ τὰ πτερὰ καὶ θέσε αὐτὰ εἰς τὴν θέσιν των. Ὁ ἐξομολογούμενος ἀπαντᾷ: Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, διότι τὰ πτερὰ ἐξηφάνισεν ὁ ἄνεμος. Καὶ ὁ Πνευματικὸς λέγει: τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὴν κατάκρισιν. Εἶναι ἀδύνατον νὰ περιμαζεύσῃς, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐσκόρπισες. Ἂς προσέχωμεν λοιπὸν τὴν κατάκρισιν.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 04, 2020

Κυριακή Ι Λουκά Ἀνόρθωσόν με, Κύριε



Ὁ Χριστὸς διδάσκοντας στὴ συναγωγὴ συναντάει μία γυναίκα, ποὺ δεκαοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια ταλαιπωρεῖται ἀπὸ «πνεῦμα ἀσθενείας» καὶ εἶναι συγκύπτουσα. Ἡ γυναίκα δὲν πῆγε στὴ συναγωγὴ γιὰ νὰ ζητήσει τὴ θεραπεία της. Προφανῶς δὲν ἤξερε οὔτε ποιὸς ἦταν ὁ Χριστός. Πῆγε γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ δοξάσει τὸν Θεό. Ποιὸς ἄλλος θὰ δώσει «δόξαν καὶ δικαίωμα τῷ Κυρίῳ»; Μήπως «οἱ πεποιθότες ἐπὶ τῇ δυνάμει αὐτῶν καὶ ἐπὶ τῷ πλήθει τοῦ πλούτου αὐτῶν» (Ψαλμ. 48,7); Ὄχι, ἀλλὰ «ἡ ψυχὴ ἡ λυπουμένη ἐπὶ τὸ μέγεθος ὃ βαδίζει κύπτον καὶ ἀσθενοῦν, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ ἐκλείποvτες καὶ ἡ ψυχὴ ἡ πεινῶσα δώσει σοι δόξαν καὶ δικαιοσύνην, Κύριε» (Βαροὺχ 2,17).


Ἡ παραφροσύνη τοῦ φθόνου

Μία τέτοια πονεμένη καὶ πεινασμένη ψυχή, σκυφτὴ ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, μὲ μάτια ποὺ κουράστηκαν νὰ βλέπουν μόνο τὸ χῶμα, τὴ σπλαχνίστηκε ὁ Χριστός· καὶ χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει, τὴ θεράπευσε μὲ τὴ «θεοπρεπέστατη καὶ ἐξουσιαστικὴ φωνή του καὶ μὲ τὸ βασιλικό του νεῦμα» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξαvδρείας). Ὁ σατανᾶς ὅμως ποὺ τόσα χρόνια τὴν ταλαιπωροῦσε, διωγμένος τώρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ θέλοvτας νὰ μειώσει τὴ δόξα τοῦ θαύματος, «δεσμεῖ τὸν ἀρχισυνάγωγον φθόνῳ» (ἅγιος Θεοφύλακτος)· τὸν βρῆκε διαθέσιμο, γιατί ἡ ὑποκριτικὴ ζωὴ του τὸν εἶχε καταντήσει «συγκύπτοντα» πολὺ χειρότερα ἀπὸ τὴ γυναίκα. Ἐκείνη εἶχε δεσμευτεῖ ἀκούσια, ἐνῶ αὐτὸς -παρερμηνεύοντας τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο- ἑκούσια σκύβει κάτω ἀπὸ ἀσήκωτη σωρεία τύπων ψευτοευσέβειας. Καὶ δὲν ταλαιπωρεῖ μόνο τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ «δεσμεύει φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. 23,4).

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τὴν ἐξωφρενικὴ σύστασή του τὴν ἀπευθύνει μόνο στὸν ὄχλο. Δὲν τολμάει νὰ στραφεῖ καθόλου στὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο φθονεῖ πλέον ἀφάνταστα, βλέποντάς τον νὰ κερδίζει τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ κόσμου. Κατὰ τὴν παράλογη, λοιπόν, ἀπαίτησή του θὰ ἔπρεπε ἡ ταλαίπωρη συγκύπτουσα νὰ ἀπαντήσει στὸ σωτήριο πρόσταγμα τοῦ Κυρίου: «Ὄχι, Κύριε, εἶναι Σάββατο σήμερα καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀνορθωθῶ. Πρέπει νὰ ἀναβάλεις γιὰ αὔριο τὴ θεραπεία μου». Ὁ Χριστὸς ἐλέγχει τὸν ἀρχισυνάγωγο σὲ αὐστηρότατο τόνο. Τὸν ἀποκαλεῖ «ὑποκριτὴ» καὶ ἐπισημαίνει τὸ κατάντημά του νὰ θεωρεῖ «ἀτιμότερον τοῦ κτήνους τὸν ἄνθρωπον», ἀφοῦ τὰ ζῶα του δὲν τὰ ἀφήνει οὔτε γιὰ μία μέρα ἀπότιστα, ἐνῶ τὴν -γιὰ δεκαοκτὼ χρόνια- ἄρρωστη γυναίκα «οὐ βούλεται ἁπαλλαγῆναι τῆς ἀσθεvείας»· καὶ μάλιστα μία ψυχή, ποὺ «ὄχι τόσο ἐξαιτίας τῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς πίστης της εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραὰμ» (ἅγιος Κύριλλος).


«Ἁγιασμὸς τοῦ Σαββάτου» καὶ «σύνδρομο τῆς Κυριακῆς»

Φυσικὰ δὲν παρερμήνευε μόνο ὁ συγκεκριμένος ἀρχισυvάγωγoς τὸν Νόμο σχετικὰ μὲ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ Χριστὸς τέλεσε θαῦμα τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ἡ ἀντίδραση ἦταν τόσο ἔντονη, ὥστε «ἐδίωκον τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ» (Ἰωάν. 5,16). Ἡ πώρωση στὴν ὁποία τοὺς εἶχε ὁδηγήσει ἡ ὑποκρισία τους δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ δεχθοῦν ὅτι «τὸ Σάββατο ἔγινε γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Σάββατο», οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ πιστέψουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νομοθέτης καὶ ὁ κύριος καὶ τοῦ Σαββάτου. Γι’ αὐτὸ δὲν ἤθελαν νὰ καταλάβουν ὅτι «τὸ ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων» (Ἔξοδ. 20,8) δὲν ἔχει σχέση μὲ μία στείρα καὶ τυπικὴ ἀργία «τοῦ γράμματος», ἀλλὰ μὲ τὴν ἐν Πνεύματι λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ φιλάνθρωπη ἀγαθοποιία.

Στὴ σημερινὴ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία αὐτὰ φαίνονται μᾶλλον ἀκατανόητα. Σήμερα ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς, ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ Κυριακὸ Δεῖπνο τῆς Λειτουργίας, κατάντησε ἁπλῶς μία ἄδεια μέρα, ποὺ μάταια προσπαθεῖ ὁ ἀλειτούργητος ἄνθρωπος νὰ τὴ γεμίσει μὲ διασκεδάσεις, δηλαδὴ μὲ ἄγονο διασκορπισμὸ vοὸς καὶ καρδίας. Αὐτὰ τὰ ἄγονα κενὰ ἐκδικοῦνται μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ «συνδρόμου τῆς Κυριακῆς», μίας παράξενης ἀρρώστιας, ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια ἔχουν παρατηρήσει ψυχίατροι σὲ ὅλο τὸν σύγχρονο κόσμο. Τὰ συμπτώματα αὐτοῦ τοῦ συνδρόμου εἶναι: πλήξη, ἀνία, τάση φυγῆς, νευρικότητα καὶ ἀπρόβλεπτα ξεσπάσματα.


Τὰ ἄνω ζητεῖτε

Ἡ βασικὴ αἰτία τοῦ κακοῦ βρίσκεται στὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος βγάζοντας τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ του ἔπαψε νὰ ζητεῖ καὶ νὰ φρονεῖ τὰ ἄνω, ὅπου «ὁ Χριστὸς ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος» (Κολ. 3,1) καὶ κατάντησε «συγκύπτων», κοιτάζοvτας μόνο τὰ χοϊκὰ καὶ τὰ γήινα. Ὁ μακαριστὸς Ρουμάνος Γέροντας Κλεόπας Ἰλίε ἀναφέρεται σὲ κάποιον ποὺ εἶχε ὑποδουλωθεῖ στὸ πάθος τῆς κλοπῆς. Κάποτε πῆγε νὰ κλέψει θημωνιὲς ἀπὸ τὸ ἀγρόκτημα ἑνὸς πλουσίου παίρνοντας μαζὶ καὶ τὴν πεντάχρονη κορούλα του, ποὺ ζητοῦσε ἐπίμονα περίπατο. Φθάνοντας στὸν τόπο τῆς κλοπῆς ἄρχισε προσεκτικὰ νὰ κοιτάζει δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ μήπως τὸν δεῖ κανένας. Τότε τὸ μικρὸ κοριτσάκι, ποὺ δὲν εἶχε καταλάβει τί γινόταν, «θείᾳ νεύσει» τοῦ λέει μὲ ἁπλότητα: «Μπαμπά, κοίταξες σὲ ὅλα τὰ μέρη, ἀλλὰ ξέχασες νὰ κοιτάξεις στὸν οὐρανό». Ἡ ἀθώα ὑπόδειξη τῆς μικρῆς τὸν συγκλόνισε καὶ τὸν ἀφύπνισε. «Παραχρῆμα ἀνωρθώθη» καὶ κατάλαβε ὅτι μόνο φρονώντας καὶ ζητώντας τὰ ἄνω, πλουτίζει ἀληθινὰ ὁ ἄνθρωπος.

Μαζὶ μὲ τὸν μετανοήσαντα κλέφτη ἂς παρακαλοῦμε τὸν Χριστὸ μὲ τὰ λόγια της Παρακλητικῆς: «Ὡς τὴν συγκύπτουσαν πρὶν ἀνόρθωσόν με, τοῦ βηματίζειν ὀρθῶς πρὸς τὰς τρίβους σου, Φιλάνθρωπε».

Θαύματα τοῦ Χριστοῦ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου

 





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ξανὰ καὶ ξανὰ διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ὀργὴ ποὺ προκάλεσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς πραγματοποιώντας μιὰ πράξη ἐλέους, ἕνα θαῦμα τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Καὶ δὲν βοηθάει σὲ κάτι ἄν θέσουμε στὸν ἑαυτό μας τὴν ἐρώτηση: Γιατί τὸ ἔκανε αὐτὸ συνεχῶς, μὲ τέτοια ἐπιμονή; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε γίνει γιὰ νὰ ἀμφισβητήσει ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν γύρω Του; Γιὰ νὰ τοὺς προκαλέσει; Θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἁπλὰ μιὰ παιδαγωγικὴ πράξη;

Πιστεύω ὅτι κρύβονται πολὺ περισσότερα στὴν πράξη Του. Ὁ Κύριος δημιούργησε τὸν κόσμο σὲ ἕξι ἡμέρες· τὴν ἕβδομη ἡμέρα ἀναπαύτηκε ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὸν μόχθοΤου. Ἀλλὰ τι συνέβη τότε στὸν κόσμο; Ἡ ἕβδομη ἡμέρα ἦταν ἡ μέρα ποὺ ὁ κόσμος περιῆλθε στὰ χέρια τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁλοκλήρωση του καὶ ἡ ἕβδομη ἡμέρα, τὸ Σάββατο τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία καταρέει ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐργασθεῖ μόνος του, καθὼς λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, «Ὁ πατὴρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι», δείχνει τὴν ἐργασία Του στὸν Υἱό Του γιὰ νὰ τὴν ὁλοκληρώσει. Καὶ σὲ ἕνα ἄλλο ἐδάφιο μᾶς διδάσκει, μᾶς λέει ὅτι ἡ κρίση Του εἶναι ἀληθινὴ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἡ δική Του κρίση· ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Πατέρα καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση ποὺ κηρύττει.

Καὶ ἔτσι, ἡ ἱστορία εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ὁδηγηθεῖ ἀπὸ τὴ σοφία, ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Συμβαίνει αὐτὸ ἐπειδὴ τόσο συχνὰ ἀναζητοῦμε τοὺς δικούς μας δρόμους, ἐπειδὴ δὲν ἀναρωτιόμαστε ποιὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, πῶς ὁ κόσμος ἔχει γίνει τόσο ἄσχημος, τόσο τρομακτικὸς, καὶ τραγικός.

Ὑπάρχει ἕνα Ἑβραϊκὸ ποίημα ποὺ περιγράφει τὴν δυστυχία αὐτοῦ τοῦ κόσμου ὅπου ὁ ἄνθρωπος δὲν φέρει τὴν χαρὰ τοῦ Θεοῦ· λέει τὸ ποίημα ὅτι ὁ Ἄνθρωπος ἔπαψε νὰ πιστεύει στὸν Θεὸ καὶ ἡ ἀγάπη ἄφησε αὐτὸν τὸν κόσμο. Οἱ ἄνθρωποι κρεμάστηκαν στὰ δάση, πνίγηκαν στὶς λίμνες, στὰ ποτάμια. Ὀ Οὐρανὸς δὲν καθρεφτίζεται στὶς λίμνες, στὰ δάση· τὸ πουλὶ δὲν τραγουδάει πιὰ τραγούδια τοῦ παραδείσου, καὶ ἴδιος ὁ Προφήτης ἔγινε στὸ βάθρο του ἕνα ἁπλὸ ἄγαλμα.

Αὐτὸ δὲν ἔχουμε γίνει; Ὄχι ἀγάλματα ἀλλὰ τόσο ὅμοιοι μὲ τὴν γυναίκα τοῦ Λὼτ ποὺ στράφηκε πρὸς τὰ πίσω κι ἔγινε στήλη ἅλατος. Παραμείναμε ἁλάτι καὶ ἀκόμα εἴμαστε ἀπολιθωμένοι, ἀκίνητοι, δὲν φέρουμε εἰς πέρας τὸ ἔργο μας. Καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς δείχνει ξανὰ καὶ ξανὰ, καθὼς ἐργάζεται μέσα ἀπὸ τὰ θαύματα Του, τὶς πράξεις τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συμπόνιας τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ὁ μόνος ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σὲ πλήρη ἑνότητα μὲ τὸν Θεό, ποιὸς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ ρόλος μας: νὰ ἀναλάβουμε τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας,σὲ ὅποια περίπτωση κι ἄν βρισκόμαστε, καὶ νὰ τὴν βαστάξουμε στοὺς ὤμους μας μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἀγάπης καὶ ἐλέους.

Ἕνας Δυτικὸς συγγραφέας ἔχει πεῖ ὅτι Χριστιανὸς εἶνει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔχει ἀναθέσει τὴν φροντίδα τοῦ κόσμου Του καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἐκπληρώνουμε τούτη τὴ βασικὴ, κεντρικὴ ἐντολή, νοιαζόμαστε; Ἴσως νοιαζόμαστε δείχνοντας φροντίδα, ἴσως νοιαζόμαστε μὲ αὐστηρότητα, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχουμε ἔννοια. Καὶ τότε, αὐτὴ ἡ ἕβδομη ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς ανέθεσε μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἐλέους καὶ ἀγάπης αὐτὸν τὸν κόσμο στὴν φροντίδα μας, μπορεῖ νὰ γίνει ἀκόμα ἡμέρα τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ Πόλη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ χτίστηκε δίχως Θεό, ποὺ τόσο συχνὰ μοιάζει μὲ τὸν Πύργο τῆς Βαβέλ, ἴσως ἀκόμα ν’ ἀποκαλυφθεῖ καὶ νὰ πλησιάσει τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Πόλης τοῦ Θεοῦ ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀληθινὸς Θεὸς ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος, καλεῖται νὰ γίνει πολίτης, νὰ γίνει ἡ καρδιά της, ἀλλὰ ἐπίσης ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς.

Δὲν εἶναι αυτὸ τὸ κάλεσμα ἀρκετὰ σπουδαῖο; Δὲν μᾶς ἐμπνέει ἀρκετὰ ἡ πίστη τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς; Πρόκειται ν’ ἀπορρίψουμε τὴν ἐλπίδα Του, ν’ ἀπορρίψουμε τὴν ἀγάπη Του γιὰ μᾶς ἤ γιὰ τοὺς ἄλλους; Ἤ πρόκειται νὰ μάθουμε ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Χριστὸς ἐκπληρώνει τὸν ἀνθρώπινο προορισμό Του τὴν ἡμέρα του Κυρίου, δὲν θὰ μάθουμε ἀπὸ Αὐτὸν καὶ μαζὶ μ’ Ἐκεῖνον νὰ κτίζουμε τὸν κόσμο ποὺ ὁ Θεὸς ὀνειρεύτηκε καὶ ποὺ ἀκόμα ἀγαπᾶ μέσα στὶς θλίψεις του καὶ τόσο συχνὰ στὴν προδοσία μας!

Ἄς μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἐνεργά, νὰ σηκώνουμε τὸ φορτίο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ν’ ἀκοῦμε τὸν ζωντανὸ Θεὸ ὅταν μιλάει, ν’ ἀκοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ἐνέργεια, νὰ κοιτάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς Του καὶ ἄς γίνουμε ἐκείνοι ποὺ θὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ θέλημα Του καὶ θὰ ὁδηγήσουν τὸν κόσμο στὴν τέλεια ὀμορφιὰ ποὺ εἶναι τὸ θέλημά Του! Ἀμὴν.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 03, 2020

Κυριακή Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄ 10-17)

 


5 Δεκεμβρίου 1965

Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲ μισεῖ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ, στάθηκε ἀπέναντι σ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γεμάτος ἀγάπη καὶ μόνο ἦταν σκληρὸς ἀπέναντι στοὺς ὑποκριτάς. Τοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ ἐρχότανε ζητώντας τὸ ἔλεός του, τοὺς δεχότανε μὲ καλωσύνη· τοὺς ὑποκριτάς, ποὺ ἦσαν μέσ' ἁμαρτωλοὶ κι ἔκαναν ἔξω τοὺς ἁγίους, τοὺς ἐμαστίγωνε ἀλύπητα. Ἂς ἀκούσουμε τί μᾶς λέγει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐδίδασκε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγὲς κι ἦταν ἡμέρα Σάββατο. Κι ἦταν ἐκεῖ μία γυναίκα, ποὺ εἶχε πονηρὸ πνεῦμα κι ἦταν ἄρρωστη δεκαοκτὼ χρόνια κι ἦταν σκυφτὴ καὶ δὲ μποροῦσε νὰ σηκώση τὸ κορμὶ της καθόλου. Κι ὅταν τὴν εἶδε, ὁ Ἰησοῦς τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· Γυναίκα, εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου· κι ἀκούμπησε ἀπάνω της τὰ χέρια του κι ἀμέσως ἐκείνη ἀνασηκώθηκε καὶ δόξαζε τὸ Θεό. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἀρχισυνάγωγος μὲ ἀγανάκτηση, γιατί τὸ Σάββατο ἔκαμε τὴ θεραπεία ὁ Ἰησοῦς, κι ἔλεγε στὸ λαό. Ἕξη ἥμερες εἶναι, ὅπου σ' αὐτὲς πρέπει νὰ ἐργαζώμαστε, σ' αὐτὲς λοιπὸν νὰ 'ρχεσθε καὶ νὰ θεραπευώσαστε κι ὄχι στὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τοῦ ἀποκρίθηκε λοιπὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπε· Ὑποκριτή, ὁ καθένας σας τὸ Σάββατο δὲ λύνει τὸ βόδι του καὶ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ τὰ πάει καὶ τὰ ποτίζει; Κι αὐτὴ ἐδῶ ποὺ εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν ἔδεσε ὁ Σατανᾶς δεκαοχτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῆ ἀπὸ τοῦτο τὸ δέσιμο τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Κι ἐνῶ ἔλεγε τοῦτα ὁ Ἰησοῦς καταντροπιαζότανε ὅλοι οἱ ἐχθροὶ του· κι ὅλος ὁ λαὸς εἶχε χαρὰ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γινότανε ἀπ' αὐτόν.

Αὐτὴ ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ βρέθηκε κεῖνο τὸ Σάββατο στὴ συναγωγή, μᾶς εἶν' ἕνα καλὸ παράδειγμα. Μᾶς διδάσκει πὼς κι ἐμεῖς τὴν Κυριακὴ πρέπει νὰ ἐρχώμαστε στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γιὰ τὸ θεῖο κήρυγμα. Γι' αὐτὰ τὰ δύο πῆγε στὴ συναγωγὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἡ συγκύπτουσα γιὰ νὰ 'βρη παρηγοριὰ στὴν ταλαιπωρία της. Καὶ βρῆκε πολὺ περισσότερο ἀπ' ὅ,τι περίμενε· λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὴν βασάνιζε δεκαοκτὼ χρόνια.

Θὰ πρέπει νὰ αἰσθανότανε κατάνυξη, καθὼς ἄκουε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ διδάσκη· θὰ πρέπει νὰ καθότανε ταπεινὴ σὲ κάποια γωνιά, βασανισμένη μέσα στὴν πολύχρονη ἀρρώστια της, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κι ἕτοιμη νὰ δεχθῆ τὴ θεία χάρη. Μετὰ τὸ κήρυγμα, πλησίασε τὸ Χριστὸ κι ἐκεῖνος ποὺ τὴν εἶδε, ὄχι μόνο μὲ σκυφτὸ καὶ καμπουριασμένο τὸ κορμί της, μὰ καὶ μὲ τὴν ψυχὴ της γονατιστὴ καὶ σκυμμένη, τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· «Εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου». Καὶ γιὰ νὰ τῆς μεταδοθῆ ἡ θεία δύναμη, ἀκούμπησε τὰ χέρια του ἐπάνω της. Κι ἐπειδὴ ὁ θεῖος λόγος τὴν ἴδια ὥρα εἶναι καὶ ἔργο, ἡ γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλά.

Νά, χριστιανοί μου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πῶς φανερώνεται καὶ πῶς ξεχύνεται στὸν ἄνθρωπο. Κανένα ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ μπῆ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ ποὺ ζητάει τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ζητάει τὸ Θεό. Οὔτε καὶ τὸ Σάββατο. Γιατί παραπάνω ἀπ' ὅλα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, παραπάνω κι ἀπὸ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς καὶ τὸ Σάββατο δόθηκαν ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιὰ ὅλα ἐτοῦτα. Μέσα στὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο· καὶ μέσα σ' ὅλους τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος, ἀλλιῶς εἶναι ἄδικοι οἱ νόμοι καὶ ἀπάνθρωποι. Οἱ νόμοι εἶναι γιὰ τοὺς κακούς· γιὰ νὰ μὴν ἀφίνουν τοὺς κακοὺς νὰ κάνουν τὸ κακό. Γιὰ τοὺς καλοὺς δὲν ὑπάρχουν νόμοι. Ἕνας νόμος ὑπάρχει γιὰ τοὺς καλούς, ὁ νόμος τῆς ἀγάπης. Αὐτὸς ὁ νόμος λέγει, ὄχι νὰ μὴν κάνης τὸ κακό, μὰ παντοῦ καὶ πάντα νὰ κάνης τὸ καλό. Ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ σταθῆ στὸ νόμο τοῦ καλοῦ.

Κι ὅμως πολλὰ ἐμπόδια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, βγαίνουνε μπροστά, γιὰ νὰ σταματήσουν τὸ καλό. Πρῶτο ἀπὸ τὰ ἐμπόδια ἐτοῦτα εἶναι ἡ ὑποκρισία. Ὑποκρισία εἶναι νὰ φαίνεσαι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶσαι, νὰ λὲς πὼς ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸν νόμο καὶ γιὰ τὴν ἐντολή, μὲ σκοπὸ νὰ ματαίωσης τὸ καλό. Νὰ παρασταίνης τὸ φρουρὸ τοῦ θείου νόμου, νὰ κόβεσαι καὶ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, νὰ κάνης ἐπανάσταση, νὰ βάζης φωτιά, νὰ ξεθεμελιώνης τὰ πάντα, γιατί σὲ πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ νόμο. Πὼς χάνονται ἄνθρωποι, πὼς ἀδικιέται ἡ ἀλήθεια, πὼς σταυρώνονται ἀθῶοι, πὼς γκρεμίζονται ἱεροὶ θεσμοί, πὼς χαίρουν οἱ ἐχθροί, πὼς χορεύει ὁ διάβολος, τίποτ' ἀπ' ὅλα ἐτοῦτα δὲ σὲ τρομάζει.

Ὁ ἀρχισυνάγωγος, χριστιανοί μου, ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὴν συναγωγή, γιὰ χάρη τάχα τοῦ Σαββάτου, ἦταν ἕτοιμος, ἂν μποροῦσε, νὰ σφάξη καὶ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ συγκύπτουσα. Δὲν τὸν συγκίνησε τὸ καλὸ ποὺ γίνηκε ἐμπρὸς στὰ μάτια του. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔτρωγε μέσα του ἦταν ὁ φθόνος, μὰ σκέπαζε τὸ πάθος του μὲ τέχνη κι ἔδειχνε πὼς γνοιάζεται γιὰ τὸ Σάββατο καὶ γιὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁποῖος δὲν τὸν ἤξερε θὰ τὸν πίστευε, μὰ ὁ Χριστὸς τὸν ξεσκέπασε καὶ τὸν ἀποστόμωσε. Τὸν εἶπε ὑποκριτή, ψεύτη δηλαδὴ καὶ θεατρίνο, ποὺ ἄλλα αἰσθανότανε κι ἄλλα ἔλεγε, ἄλλα εἶχε μέσα του κι ἄλλα ἔδειχνε στοὺς ἀνθρώπους.

Τέτοιους ὑποκριτάς, χριστιανοί, εἶναι πάντα γεμάτος ὁ κόσμος καὶ πρέπει νὰ τοὺς φυλαγώμαστε. Ἀπ' ἔξω φαίνονται ἅγιοι καὶ μέσα τους εἶναι γεμάτοι μ' ὅλες τὶς κακίες. Μὰ εἶναι τεχνίτες καὶ δὲν τὸ δείχνουνε· σκεπάζονται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς εὐσέβειας καὶ δὲν τὸ 'χουνε γιὰ τίποτα νὰ κάμουνε κάθε κακό. Νὰ τοὺς πῆς λόγο, δὲν ἀκοῦνε· νὰ τοὺς κάμης καλό, δὲ συγκινοῦνται. Πάνω ἀπ' ὅλα, λένε, εἶναι ὁ νόμος, οἱ ἐντολές, οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ἡ τάξη κι ἡ ἀλήθεια. Ποιὸς τὸ ἀρνήθηκε; Μὰ ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς κι οἱ Κανόνες εἶναι ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν σκοτώνης τὸν ἄνθρωπο, τί σοῦ χρειάζεται ὁ νόμος; Ὅταν γκρεμίζης τὴν Ἐκκλησία, τί τοὺς θέλεις τοὺς κανόνες; Ὅσο γιὰ τὴν τάξη καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅποιοι τὰ πολυφωνάζουνε αὐτὰ τὰ δυό, αὐτοὶ μήτε τὰ ξέρουν μήτε τὰ 'μαθαν μήτε τὰ σεβάστηκαν ποτέ τους.

Τὸ σκάνδαλο τῆς ἀσθένειας

 


Ἀκούγοντας πολλές φορές τά αἰτήματα τῶν χριστιανῶν μας καί τούς λόγους γιά τούς ὁποίους προσεύχονται, διακρίνει κανείς νά κυριαρχεῖ τό αἴτημα ὑπέρ ὑγείας. Χιλιάδες χαρτάκια ἔρχονται στήν Ἁγία Πρόθεση ὅλων τῶν Ναῶν μέ δεδηλωμένο τό αἴτημα αὐτό. Ἀλλά καί στήν καθημερινότητά μας, στήν ἀποστροφή τοῦ λόγου γιά ὅσα συμβαίνουν γύρω μας, συνήθης εἶναι ἡ κατακλείδα « τήν ὑγειά μας νά ’χουμε, νά μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα». Ἰσχυρό πρόταγμα τό αἴτημα τῆς ὑγείας. Καί πολλοί, ἰδίως ἀπό ὅσους ἔχουν συγκεχυμένη ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας καί τήν ἀντιμετωπίζουν μέ μιά διάσταση μαγείας, τό δηλώνουν ξεκάθαρα ὅτι πάνε Ἐκκλησία γιά νά τούς ἔχει ὁ Θεός «γερούς», θεωρώντας τή Θεία Χάρη ὡς μορφή ἀσπίδας ἐναντίον τῆς ὅποιας ἀσθένειας.

Κι ἐκεῖ ἀρχίζει τό σκάνδαλο. Φαίνεται τό αἴτημα νά μήν εἰσακούεται, καθώς καί οἱ Ναοί εἶναι γεμάτοι ἀσθενεῖς, καί οἱ Χριστιανοί ἀρρωσταίνουν καί τελικά τόσες παρακλήσεις καί προσευχές ὑπέρ ὑγείας φαίνεται νά μήν εἰσακούονται, καθώς τά ἀντίστοιχα αἰτήματα δέν ἐκπληρώνονται πάντα. Γιατί λοιπόν, ἐνῶ ἀπό τή μιά ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τά πολλά θαύματα τοῦ Χριστοῦ μας, πού χάρισαν τήν ὑγεία σέ ὅσους τά ἀπόλαυσαν, ἀπό τήν ἄλλη σήμερα φαίνεται σάν νά μή γίνονται θαύματα, ἤ τουλάχιστον σάν νά μήν προστατεύει ὁ Ἅγιος Θεός τούς δικούς του ἐπαρκῶς; Ἡ ἀπάντηση θά μποροῦσε νά εἶναι πολύ εὔκολη. Πῶς ζητᾶμε τά ἴσα μέ παλαιότερες ἐποχές, τότε πού ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων, γνήσια καί ἄδολη, κόχλαζε στίς καρδίες καί τούς ὁδηγοῦσε σέ ὁμολογίες «μέχρις αἵματος»; Γιατί ζητᾶμε θαύματα ὅταν ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας καί ἡ ποιότητα τῶν ἠθῶν μας, τά ἀποκλείει; Μήν ξεχνᾶμε ὅτι τό θαῦμα, ἐκτός ἀπό πίστη, χρειάζεται καί ἀρετή.


Ἡ θεραπεία τῆς «συγκύπτουσας» γυναίκας

Στό σημερινό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός μᾶς δίνει ἀνάγλυφα μιά διαφορετική καί πρωτότυπη ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού παραπάνω διατυπώσαμε. Περιγράφεται ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτουσας, δηλαδή τῆς γυναίκας ἐκείνης πού δέν μποροῦσε καθόλου νά σηκώσει τό κεφάλι της πρός τά ἐπάνω, καθώς τό κυρτωμένο ἀπό τήν ἀσθένεια σῶμα τήν ὑποχρέωνε νά εἶναι διαρκῶς σκυμμένη. Ἡ ὁποιαδήποτε τάση γιά ἀνόρθωση ἐπέφερε φοβερούς πόνους, οἱ ὁποῖοι περιόριζαν τό εὖρος τῶν δραστηριοτήτων της. Κι ὅμως, αὐτή ἡ γυναίκα δέν ντρεπόταν στήν κατάστασή της νά κυκλοφορεῖ. Δέν δίσταζε νά ταλαιπωρηθεῖ. Καί μάλιστα κυρίως πηγαίνοντας στή Συναγωγή γιά ν’ ἀκούει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἑρμηνεία του.

Πολλές φορές κάποια ἀσθένεια καί οἱ συνέπειές της δημιουργοῦν ἄσχημη ψυχολογία στόν ἀσθενῆ καί τόν ὁδηγοῦν στό νά ντρέπεται γιά τό σῶμα του ἤ τοῦ ἀποστεροῦν τήν ὄρεξη γιά τή ζωή. Ἐάν ὁ ἀσθενής δέν ἔχει ψυχικά ἀποθέματα ἀντοχῆς, τά ὁποῖα κυρίως ἐπαυξάνει ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, συνήθως ὁδηγεῖται σέ ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, ἀκόμη καί ἀκραῖες, μέ συνέπεια νά καθιστᾶ τή ζωή ἀκόμη πιό μαρτυρική καί γιά τόν ἴδιο καί γιά τούς δικούς του. Συνήθως τίς σχετικές ἀπαισιόδοξες σκέψεις τίς καλλιεργεῖ ἡ ἴδια ἡ κοινωνία ὅταν ἐμφορεῖται ἀπό ἀπαράδεκτα πιστεύματα λατρείας τοῦ νιτσεϊκοῦ ὑπερανθρώπου, ὅταν γεμάτη μικροψυχία ἀντιμετωπίζει τούς ἀσθενεῖς ὡς ὑποδεέστερους καί βάρος, ὅταν ὑποκριτικά κλείνει τά ματιά στόν πόνο ἀρνούμενη νά ἑτοιμάσει τά μέλη της γιά τήν ἀντιμετώπισή του, προπαγανδίζοντας ἀντ’ αὐτοῦ, τό μάταιο κυνήγι τῆς φρούδας ἐλπίδας τῆς ἀπόλυτης εὐτυχίας ἐπί γῆς.

Ἡ συγκυπτουσα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ὅμως δέν συμπεριφέρεται ἔτσι. Ὁμολογεῖ τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα της στόν Θεό, κυρίως μέ αὐτό πού κάνει, νά πηγαίνει δηλαδή μέ κόπο καί πόνο στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, νά συμμετέχει καί νά ἀντλεῖ ἀπό ἐκεῖ δύναμη. Δέν μιλᾶ καθόλου γιά νά ξέρουμε τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς της, τό εἶδος τῶν αἰτημάτων της, ἡ ἀκόμη καί τά παράπονά της. Σπάνιο πράγμα ἄρρωστος ἄνθρωπος νά σιωπᾶ. Συνήθως σημαίνει ἀποθέματα ψυχικῆς δύναμης καί ὑπομονῆς, πού τοῦ ὑπαγορεύουν νά μήν κουράζει ἄλλους, ἀλλά νά βαστάζει μόνος μέ θάρρος τόν σταυρό τῆς ὅποιας ἀσθένειας.


Ἰησοῦς Χριστός, ὁ «ἰατρός ψυχῶν καί σωμάτων»

Καί ὁ Χριστός μας ἀπό τήν ἄλλη, δρᾶ πρωτότυπα. Βλέπει τή συγκυπτουσα καί διακόπτει τό κήρυγμά του, ἀποδείξη τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Πλάστη γιά τό πλάσμα του. Χωρίς ἡ γυναίκα νά τοῦ μιλήσει ἤ νά τοῦ ζητήσει τίποτε, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀκουμπώντας τό κεφάλι της ἀμέσως τῆς λέει: γυναίκα εἶσαι λυμένη καί ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια σου. Κανείς δέν τοῦ ζήτησε τίποτε κι ὅμως ὁ Χριστός ἐνεργεῖ εὐεργετικά. Εἶναι ὁ τρόπος πού μέχρι σήμερα ἐνεργοῦν οἱ Ἅγιοί μας, ἀκόμη καί σέ ὅσους δέν τούς γνωρίζουν, ἀκόμη καί σέ ὅσους δέν τούς ἔχουν ζητήσει τίποτε.

Σέ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Χριστός διεκδίκει νά διαπιστώσει τήν πίστη ὅποιου τοῦ ζητᾶ ἕνα θαῦμα. Ἐδῶ, δέν τό κάνει, γιατί δέν χρειάζεται νά διαπιστώσει τίποτε. Ἡ ὑπομονή στήν ἀσθένεια καί τό συνακόλουθο σμίλεμα τῆς ψυχῆς, εἶναι ὑπεραρκετά γιά νά μαρτυρήσουν τήν ὁλοκληρωτική ἐξάρτηση ἀπό τόν Ἅγιο Θεό, ὡς τόν μόνον ἱκανό ὄχι ἁπλῶς νά παραχωρήσει τήν ἴαση τοῦ σώματος, ἀλλ’ ἐπιπλέον καί τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό καί Ἐκεῖνος πού γνωρίζει καλά τά μύχια τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων καί μπορεῖ νά διαπιστώσει τή γνήσια καί ἀνιδιοτελῆ τους ἀγάπη πρός Αὐτόν, ξέρει νά διακριβώνει ὄχι μόνο τήν κάθε ἀνάγκη τοῦ πλάσματός του, ἀλλά καί νά ἐπεμβαίνει κατά τό πνευματικῶς συμφέρον καί νά ἀποδίδει στόν καθένα ὅ,τι τοῦ χρειάζεται.

Ἀδελφοί μου, πολλές φορές οἱ Ἅγιοι τῆς πίστης μας ἀντιμετώπιζαν τήν ἀσθένεια στή ζωή τους ὡς ἐπίσκεψη Θεοῦ, ὡς ἀφορμή ἐντονότερης καί θερμοτερης προσευχῆς, ὡς αἰτία ὑπομονῆς καί συνακόλουθα εὐλογίας. Τό παράδειγμά τους ὑπάρχει γιά νά μᾶς μάθει πῶς μποροῦμε καί ἀπό τέτοιες δύσκολες καταστάσεις, ὅπως τῆς ἀσθένειας, νά λαμβάνουμε ἀφορμές πρακτικῆς φιλοσοφίας καί θεολογίας, γιά νά πλησιάζουμε ἀκόμη περισσότερο τόν Θεό, κατανοώντας τή θεία παντοδυναμία καί τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, συναισθανόμενοι ὅτι πατρίδα μας εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἡ γῆ αὐτή, καί αἰώνια κληρονομιά μας ἡ ἀποκατάστασή μας στήν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός. Ἀμήν.

Σάββατο, Νοεμβρίου 14, 2020

Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ (Λουκ. ι΄ 25-37)

 




 
14 Νοεμβρίου 1965



Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς διδάσκει σήμερα στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον καὶ τί πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ τὸν πλησίον. Καὶ γιὰ νὰ μᾶς διδάξη αὐτό, εἶπε μία παραβολή, τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν. Ἂς ἀκούσουμε στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα τὰ λόγια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κάποιος νομικὸς πλησίασε τὸν Ἰησοῦ πειράζοντάς τον καὶ λέγοντας. Διδάσκαλε, τί ἂν θὰ κάμω θὰ κληρονομήσω αἰώνιο ζωή; Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε· Τί εἶναι γραμμένο στὸ Νόμο; Πῶς διαβάζεις; Κι ὁ νομικὸς ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε· Θὰ ἀγαπήσης τὸν Κύριο ποὺ εἶν' ὁ Θεός σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλη σου τὴν ψυχὴ καὶ μὲ ὅλη σου τὴ δύναμη καὶ μὲ ὅλη σου τὴν σκέψη καὶ τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτό σου. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· ὀρθὰ ἀποκρίθηκες· αὐτὸ νὰ κάνης καὶ θὰ ζήσης. Μὰ ὁ νομικός, θέλοντας νὰ δείξη πὼς καταλαβαίνει εἶπε στὸν Ἰησοῦ· καὶ ποιὸς εἶναι πλησίον μου; Τότε παίρνοντας τὸ λόγο ὁ Ἰησοῦς εἶπε. Ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ, κι ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν· οἱ ληστὲς ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν καὶ τὸν ἔδειραν, ἔφυγαν καὶ τὸν ἀφῆκαν μισοπεθαμένο. Ἔτυχε τότε καὶ κατέβαινε στὸ δρόμο ἐκεῖνο ἕνας ἱερέας ποὺ τὸν εἶδε καὶ προσπέρασε· τὸ ἴδιο κι ἕνας λεβίτης, ποὺ βρέθηκε σ' ἐκεῖνο τὸν τόπο, ἦλθε, εἶδε καὶ προσπέρασε. Καὶ κάποιος Σαμαρείτης, ποὺ ὡδοιποροῦσε ἦλθε πρὸς τὰ κεῖ κι ὅταν τὸν εἶδε πόνεσε μέσα του· κι ἀφοῦ πλησίασε τοῦ ἔδεσε καλὰ τὰ τραύματα πλένοντάς τα μὲ κρασὶ καὶ βάζοντας ἐπάνω λάδι· κι ἀφοῦ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του τὸν ἔφερε στὸ πανδοχεῖο καὶ τὸν φρόντισε. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ποὺ ἔφυγε ἔβγαλε κι ἔδωκε δύο δηνάρια στὸν πανδοχέα καὶ τοῦ εἶπε· φρόντισέ τονε κι ἂν τύχη καὶ ξοδέψης κάτι παραπάνω, ἐγὼ στὸ γυρισμό μου θὰ στὸ πληρώσω. Ποιὸς λοιπόν σοῦ φαίνεται πὼς ἀπ' αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἔγινε πλησίον σ' ἐκεῖνον ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν; Κι ὁ νομικὸς εἶπε· ἐκεῖνος ποὺ τὸν πόνεσε καὶ τὸν κοίταξε. Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς· πήγαινε καὶ κᾶνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο.

Αὐτὸς ὁ νομικός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ πλησίασε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸν ρώτησε τάχατες τί νὰ κάμη γιὰ νὰ κληρονομήση τὴν αἰώνιο ζωή, αὐτὸς λοιπὸν δὲν ρωτοῦσε γιὰ νὰ μάθη, μὰ ἤθελε νὰ πειράξη τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτὸς ἦταν διαβασμένος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του μελετοῦσε κι ἐξηγοῦσε τὸ Νόμο καὶ θὰ μποροῦσε νὰ μπλέξη τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ σὲ καμμιὰ συζήτηση. Μὰ πῆρε τὸ μάθημα ποὺ τοῦ χρειαζότανε. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοῦ 'δωσε καὶ κατάλαβε πὼς ἄλλο νὰ 'σαι τάχα διαβασμένος καὶ νὰ κάνης τὸν ἔξυπνο κι ἄλλο νὰ 'σαι καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος. Σοφία δὲν εἶναι νὰ ξέρης ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον, μὰ νὰ ξέρης τί πρέπει νὰ κάνης γιὰ τὸν πλησίον. Ὅλοι ξέρουνε καὶ λένε πολλά, μὰ λίγοι κάνουνε ὅ,τι πρέπει. Γι' αὐτὸ βλέπουμε στὴν παραβολὴ πὼς ἀλλιῶς ρωτᾶ ὁ νομικὸς κι ἀλλιῶς τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Χριστός. Ὁ νομικὸς ρωτᾶ· «Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον μου;». Κι ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾶ· «Πήγαινε καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο». Ὁ νομικὸς ρωτᾶ γιὰ νὰ μάθη τάχα ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον κι ὁ Χριστὸς τὸν στέλνει νὰ πάη νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του σὲ κάθε ἄνθρωπο. Γιατί κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλησίον. Δὲν τοῦ λέει πὼς πλησίον εἶναι κάθε ἄνθρωπος, μὰ τί πρέπει νὰ κάνη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ 'ναι ὁ πλησίον. Κι αὐτὸ εἶναι, χριστιανοί μου, ποὺ μᾶς χρειάζεται κάθε φορά· ὄχι νὰ ξέρουμε πολλὰ καὶ νὰ 'μαστε σοφοί, μὰ νὰ 'χουμε ἀγάπη καὶ νὰ κάνουμ' ἐκεῖνα ποὺ πρέπει.

Πολλοὶ τώρα τελευταία, ποὺ δὲν εἶναι δὰ καὶ σοφοί, κάθουνται μέρα νύχτα στὸ καφενεῖο καὶ λένε λόγια· λένε γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἰσότητα, γιὰ εἰρήνη, γιὰ δημοκρατία καὶ γιὰ ἄλλα τέτοια πολλά. Ὁ Χριστὸς θὰ τοὺς πῆ. Πᾶτε νὰ ἐργασθῆτε, γιατί ἐκεῖνο ποὺ σᾶς λείπει δὲν εἶναι τὰ λόγια, μὰ ἡ ἐργασία καὶ ἡ νοικοκυροσύνη. Πᾶτε λοιπὸν νὰ ἐργασθῆτε αὐτὰ ποὺ λέτε καὶ νὰ δείξετε στὴν πράξη καὶ τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἰσότητα καὶ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ δημοκρατία ποὺ φωνάζετε. Στὸ δάσκαλο, ποὺ ἄλλα λέει καὶ ἄλλα κάνει, οἱ ἄλλοι θὰ τοῦ ποῦνε καὶ θὰ γελάσουνε μαζὶ του· «Δάσκαλε, ποὺ δίδασκες...».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σ' αὐτὴ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ποὺ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν, μᾶς δίδαξε κάτι καινούργιο, ποὺ δὲν τὸ 'ξερε ὥς τὰ τότε ὁ κόσμος. Μᾶς δίδαξε τί θὰ πῆ πλησίον, τί θὰ πῆ ἕνας ἄνθρωπος. Καὶ μᾶς εἶπε πὼς πλησίον εἶναι ὄχι μόνο ὁ κάθε ἄνθρωπος, μὰ πὼς πλησίον εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος. Στὸν καιρὸ μας ὅλα εἶναι γεμάτα ὑποκρισία· μᾶς πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ τί γίνεται στὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, φωνάζουμε γιὰ σκλάβους ποὺ δὲν τοὺς εἴδαμε, σκοτωνόμαστε γιὰ λαοὺς ποὺ δὲν τοὺς ξέρουμε, ὅταν τὴν ἴδια στιγμὴ μπροστὰ στὰ μάτια μας εἶναι κάθε φορὰ ὁ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ περιμένει ἀπό μᾶς. Φωνάζουμε γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ ξεχνοῦμε τὸν ἄνθρωπο· σκοτωνόμαστε γιὰ ξένους λαοὺς καὶ ρημάζουμε τὸν τόπο μας· θέλουμε ἰσότητα κι ὅσοι εἶναι στὴ δούλεψή μας τοὺς ἔχουμε γιὰ δούλους· τάχα ζητοῦμε δικαιοσύνη καὶ τρῶμε τὸν κόπο τοῦ ἐργάτη μας· κηρύττουμε δημοκρατία κι εἴμαστε τυραννικοὶ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας. Ὅλα ἐτοῦτα γίνονται, γιατί ξεκινοῦμε ἀνάποδα· ἀφίνουμε τὰ κοντινά μας καὶ πᾶμε στὰ μακρινὰ· βάζουμε σκοπό μας τὴν ἀνθρωπότητα κι ἀφίνουμε τὸν ἄνθρωπο· ἀγνοοῦμε τὸν πλησίον καὶ γνοιαζόμαστε γιὰ κεῖνον ποὺ 'ναι μακρυά. Στ' ἀλήθεια δὲ γνοιαζόμαστε γιὰ τίποτα καὶ τὸ βρήκαμ' ἔξυπνο καὶ βολικὸ νὰ φωνάζουμε γιὰ ἰδεολογίες καὶ νὰ κάνουμε τὴ δουλειά μας. Μὰ ὁ Χριστὸς δὲ μᾶς θέλει ἰδεολόγους, μὰ πιστούς· δὲ μᾶς θέλει νὰ φωνάζουμε γιὰ δικαιοσύνη, μὰ νὰ 'μαστε δίκαιοι· δὲ μᾶς στέλνει νὰ βροῦμε κείνους ποὺ εἶναι μακρυά, μὰ νὰ κοιτάξουμε αὐτοὺς ποὺ εἶναι κοντά μας. Ὁ Χριστὸς δὲν ξέρη τί θὰ πῆ ἀνθρωπότης, ξέρει ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον· κι ἀκόμη πιὸ ἁπλὰ καὶ πιὸ πρακτικὰ ξέρει τί θέλει ὁ ἄνθρωπος κι ὁ πλησίον. Γι' αὐτὸ στὸν καθένα, ποὺ ὑποκριτικὰ ρωτᾶ σὰν τὸν νομικό, τὸν στέλνει, ὄχι μόνο γιὰ νὰ μάθη ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον, μὰ καὶ γιὰ νὰ πράξη ὅ,τι χρειάζεται ὁ πλησίον. Ἄκουε, χριστιανέ μου, ἐκεῖνο πού σοῦ λέει ὁ Χριστός, κάνε ὅ,τι ἔκαναν μέχρι τώρα κι οἱ πατέρες σου. Ψέματα δὲ μᾶς εἶπε ὁ Χριστὸς κι οἱ πατέρες μας, ἂς μὴν ἤξεραν πολλά, ὅμως εἶχαν πρακτικὴ σοφία· πίστευαν στὸ Θεό, σέβονταν τὴν Ἐκκλησία, ἀγαποῦσαν τὸν τόπο τους, κοίταζαν τὴ δουλειά τους καὶ δὲν ἤξεραν ἀπὸ ἰδεολογίες.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ἂς μὴν πηγαίνουμε μακρυὰ κι ἂς μὴ χανώμαστε σὲ λόγια. Κοντὰ μας εἶναι ὁ πλησίον καὶ μπρὸς στὰ μάτια μας εἶναι οἱ ἀνάγκες του. Ἂς κάνουμε ὁ καθένας μάς ὅ,τι μποροῦμε, ὄχι γιὰ νὰ μάθουμε τάχα ποιὸς εἶν' ὁ πλησίον μὰ γιὰ νὰ βοηθοῦμε στ' ἀλήθεια τὸν πλησίον. Τότε νιώθουμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅταν αἰσθανώμαστε κοντά μας τὸν πλησίον. Κι ἡ ἐντολὴ εἶναι ν' ἀγαποῦμε τὸν πλησίον σὰν τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ 'χουμε ζωὴ αἰώνιο. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...