Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιλτιάδης Κωνσταντίνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιλτιάδης Κωνσταντίνου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2014

Μιλτιάδης Κωνσταντίνου: Η ηθική της σχέσης Θεού-Ανθρώπου



Απόσπασμα:

«Η Βίβλος δεν είναι ένα διδακτικό ηθικοπλαστικό βιβλίο, αλλά αφηγείται στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορία, και μάλιστα μια ιστορία στην οποία πρωταγωνιστούν πραγματικοί άνθρωποι με πάθη και αδυναμίεςΣτόχος της βιβλικής ιστοριογραφίας δεν είναι η λεπτομερής και αντικειμενική περιγραφή των γεγονότων του παρελθόντος της ανθρώπινης κοινωνίας αλλά η μελέτη των Θείων ενεργειών για τη σωτηρία του κόσμου, οπότε η εξιστόρηση δεν σκοπεύει στην παροχή ιστορικών (με τη σύγχρονη πάντοτε σημασία του όρου) πληροφοριών αλλά στη διατύπωση αιώνιων θεολογικών αληθειών

Έτσι, η θεοπνευστία της Παλαιάς Διαθήκης και η αλήθεια της δεν διαπιστώνονται στην ακριβή (αντικειμενική) εξιστόρηση των γεγονότων αλλά στην ακριβή θεολογική εκτίμηση τους, στην ερμηνεία της ιστορίας και στη θεώρηση της ως χώρου όπου εκδηλώνεται η αποκάλυψη του Θεού. 

Εφόσον λοιπόν το περιεχόμενο της Βίβλου είναι η ιστορία των σχέσεων Θεού και ανθρώπου, κάθετι που συμβαίνει αξιολογείται από τον βιβλικό "ιστορικό" όχι με βάση κάποιο αντικειμενικό ηθικό κριτήριο, αλλά από το αν  συντελεί στη φανέρωση του Θεού και προάγει το σχέδιο για τον κόσμο ή όχι. Έτσι, ο Σαούλ, για παράδειγμα, παρά τη γεναιότητα του, προκαλεί την "οργή" του Θεού και κρίνεται ακατάλληλος για την εκπλήρωση των στόχων της εκλογής του, ενώ ο Δαβίδ, αν και παρασύρεται συχνά από τα πάθη του και πέφτει σε βαρύτατα αμαρτήματα, χαρακτηρίζεται ως ο "εκλεκτός" και "αγαπημένος" του Θεού.

Για τη σύγχρονη, επηρεασμένη από τον δυτικοευρωπαϊκό ηθικισμό σκέψη ένας τέτοιος χαρακτηρισμός του Δαβίδ φαίνεταιακατανόητος. Για τη βιβλική σκέψη όμως εκείνο που οδήγησε τελικά τον Σαούλ στην απώλεια της Θείας εύνοιας δεν ήταν οι αμαρτίες του αλλά η αδυναμία του να εμπιστευτεί τη δύναμη του Θεού. Αντίθετα, εκείνο που ανέδειξε τον Δαβίδ δεν ήταν βέβαια η προσωπική του ηθική αλλά ο σταθερός προσανατολισμός και η εμπιστοσύνη του στο έλεος του Θεού, που έχει τη δύναμη να υπερνικήσει οποιοδήποτε εμπόδιο προβάλλει η αμαρτία στην επίτευξη των Θείων στόχων. Οι εκλεκτοί του Θεού δεν είναι αγγελικές υπάρξεις αλλά άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες· η ταπεινή υποταγή τους όμως στο Θείο θέλημα τους αξιώνει να γίνουν συνεργάτες του Θεού.

Το παραπάνω παράδειγμα αποκλείει οποιαδήποτε ιουδαϊκή-νομική ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης και οποιαδήποτε κατανόηση της σωτηρίας ως επιβράβευσης της ηθικής συμπεριφοράς των ανθρώπωνΣτόχος των επεμβάσεων του Θεού στην ιστορία δεν είναι η ηθική διόρθωση μεμονωμένων ανθρώπων, έστω και πρωταγωνιστών στην ιστορία της σωτηρίας, αλλά πρωτίστως η σωτηρία όλων των ανθρώπωνΟι περιγραφές των επεμβάσεων αυτών από τους βιβλικούς συγγραφείς εισάγονται συνήθως με εκφράσεις, όπως: "είπε Κύριος ο Θεός..." ή " Ο Κύριος λέγει..." και άλλες παρόμοιες.

Η ορθή κατανόηση των εκφράσεων αυτών συνιστά συχνά ένα δυσεπίλυτο ερμηνευτικό πρόβλημα, που γίνεται ακόμη πιο δύσκολο όταν το περιεχόμενο του εκφερομένου "λόγου του Θεού" προσκρούει στις σύγχρονες χριστιανικές αντιλήψεις περί αγαθού ΘεούΓια να γίνει κατανοητή η σημασία των παραπάνω εκφράσεων, πρέπει να ληφθεί υπ'όψιν ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι της εποχής αντιλαμβάνονται τον κόσμο και ότι συμβαίνει σε αυτόν. Αποτελεί βασικό στοιχείο της ισραηλιτικής πίστης πώς καθετί που συμβαίνει στον κόσμο γίνεται επειδή ο Θεός το θέλει ή το επιτρέπει. Εφόσον λοιπόν τίποτε δεν γίνεται αν δεν το επιτρέψει ο Θεός, ο Θεός "μιλά" μέσα από τα γεγονότα». 


«Η επιστροφής της ηθικής», εκδόσεις ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ

Παρασκευή, Μαρτίου 07, 2014

Κυριακή της Ορθοδοξίας: Τα κριτήρια της αληθινής ομολογίας πίστεως του Καθ.Μιλτιάδη Κωνσταντίνου



Η καθιέρωση της πρώτης Κυριακή της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως ημέρας της Ορθοδοξίας ανάγεται στα μέσα του θ΄ μ.Χ. αιώνα. Συγκεκριμένα, ήταν 11 Μαρτίου του 843 μ.Χ., όταν σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, που συγκλήθηκε με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, έθετε τέρμα σε μια έριδα που συγκλόνισε για περισσότερο από έναν αιώνα την Εκκλησία· την έριδα που έμεινε γνωστή στην Ιστορία με το όνομα “Εικονομαχία”. Η επόμενη, μετά τη σύνοδο, Κυριακή ήταν η πρώτη της περιόδου των νηστειών, και ο λαός επανέφερε σε πομπή τις εικόνες στις εκκλησίες. Με αφορμή το γεγονός αυτό η Εκκλησία θυμάται όλους τους αγώνες και τις θυσίες που απαιτήθηκαν, για να διαμορφωθεί και να εδραιωθεί αυτό που σήμερα δηλώνεται με τον όρο “Ορθοδοξία”. Αγώνες μακροχρόνιοι, που ξεκινούν, όπως αναφέρει το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας (Εβρ 11:24-26,32-40), από τα βάθη των αιώνων, με τους ήρωες της Παλαιάς Διαθήκης, και θυσίες που κόστισαν πόνο, δάκρυα, αλλά και ποταμούς αίματος, καθώς η αντιπαράθεση ήταν ολομέτωπη και απέναντι σε δυνάμεις πανίσχυρες. Η σύμπτωση όμως της γιορτής με την περίοδο της νηστείας προσδίδει σ’ αυτήν και ένα άλλο νόημα και χαρακτήρα, εκτός από τον πανηγυρικό. Δεν είναι μέρα μόνο για πανηγυρισμούς αλλά και για περισυλλογή και αυτοκριτική. Η Εκκλησία δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά πως ό,τι με τόσους αγώνες και θυσίες κερδήθηκε μπορεί πολύ εύκολα να χαθεί και για τον λόγο αυτό απαιτεί ανάλογους αγώνες και θυσίες, προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανό.
Η αναφορά όμως του αποστολικού αναγνώσματος σε ανθρώπους που «δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμη και δεσμά και φυλακίσεις, λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, σφαγιάστηκαν, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, υπέμειναν στερήσεις, καταπιέσεις, κακουχίες ... πλανήθηκαν σε ερημιές και βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης» (Εβρ 11:36-38), ηχεί κάπως παράξενα στα αφτιά του σύγχρονου πιστού, καθώς σήμερα ούτε η Ορθοδοξία φαίνεται να απειλείται ούτε επιτακτική προβάλλει η ανάγκη μιας ημέρας αφιερωμένης στην Ορθοδοξία, ιδιαίτερα σε μια εποχή που τόσος λόγος γίνεται καθημερινά για τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και η θρησκευτική ελευθερία εμφανίζεται πλήρως εξασφαλισμένη. Έτσι, δικαίως θα μπορούσε να προκύψει το ερώτημα, αν κείμενα γραμμένα αιώνες πριν από τη σύγχρονη εποχή μπορούν να προσφέρουν κάποια λύση σε προβλήματα σημερινά και να εμπνεύσουν αγωνιστική διάθεση απέναντι σε κινδύνους, που, έτσι κι αλλιώς, δύσκολα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει.
Με αφορμή το παραπάνω κείμενο από την Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολή, θα μπορούσε να επιχειρήσει κανείς μια απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, ανατρέχοντας σε ένα κείμενο που προέρχεται από το ίδιο πολιτιστικό περιβάλλον με αυτό στο οποίο αναφέρεται ο απόστολος.
Στον τελευταίο λόγο του προς τους Ισραηλίτες ο Ιησούς του Ναυή, ο διάδοχος του Μωυσή, καταλήγει με την εξής συμβουλή:
«Τώρα, λοιπόν, να σέβεστε τον Κύριο και να τον λατρεύ¬ετε με ειλικρίνεια και πιστότητα. Απομακρύνετε τους ξένους θεούς που λάτρευαν οι πρόγονοί σας στα ανατολικά του Ευφράτη και στην Αίγυπτο και λατρέψτε τον Κύριο. Αν όμως δεν σας αρέσει να λατρεύετε τον Κύριο, πρέπει σή¬μερα να διαλέξετε ποιον θέλετε να λατρεύετε• είτε τους θε¬ούς των προγόνων σας της ανατολικά του Ευφράτη περιο¬χής είτε τους θεούς των Αμορραίων στη χώρα των οποίων κατοικείτε. Εγώ πάντως και η οικογένειά μου θα λατρεύ¬ουμε τον Κύριο, γιατί είναι άγιος» (Ιησ 24:14-15).
Ο Ιησούς του Ναυή θέτει τον λαό μπροστά σε ένα δίλημμα, καλώντας τον να πάρει μια απόφαση ζωής. Ο λαός ανταποκρίνεται διατυπώνοντας μια ομολογία πίστεως:
Τότε αποκρίθηκε ο λαός και είπε: «Να μη συμβεί σε μας το να εγκαταλείψουμε τον Κύριο για να λατρέψουμε άλλους θεούς. Ο Κύριος ο Θεός μας αυτός είναι Θεός• αυτός ανέβασε εμάς και τους προγόνους μας από την Αίγυπτο και μας προστάτεψε καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας που ακολουθήσαμε και από όλους τους λαούς ανάμεσα από τους οποίους περάσαμε. Ο Κύριος έδιωξε από μπροστά μας τους Αμορραίους και όλους τους λαούς που κατοικούσαν σ’ αυτήν τη χώρα• γι’ αυτό, λοιπόν, και εμείς τον Κύριο θα λατρεύουμε, γιατί αυτός είναι ο Θεός μας» (Ιησ 24:16-18).
Από το ερώτημα του Ιησού του Ναυή και την απάντηση του λαού προκύπτουν τα βασικά χαρακτηριστικά μιας αυθεντικής ομολογίας πίστεως, όπως την κατανοούν οι βιβλικοί συγγραφείς, αλλά και κάποια ερωτήματα για την ποιότητα της πίστης των σύγχρονων ορθόδοξων χριστιανών:
1. Η ομολογία πίστεως δεν μπορεί να είναι μια γενική και αφηρημένη διατύπωση κάποιων πεποιθήσεων, αλλά συνιστά συγκεκριμένη απάντηση σε συγκεκριμένο ερώτημα. Ο Ιησούς του Ναυή ρώτησε τον λαό σε ποιον θεό θέλει να πιστεύει και ο λαός απάντησε.
Το ερώτημα που προκύπτει για κάθε σύγχρονο χριστιανό είναι το κατά πόσο μπήκε ποτέ στη διαδικασία να συζητήσει με τον εαυτό του και να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους πιστεύει στον Θεό.
2. Η ομολογία πίστεως δεν μπορεί να σημαίνει συναισθηματική ή εκ παραδόσεως ένταξη σε κάποια θρησκευτική κοινότητα, αλλά προϋποθέτει ελεύθερη και προπάντων συνειδητή επιλογή.
Το ερώτημα που και πάλι προκύπτει για κάθε σύγχρονο χριστιανό είναι το κατά πόσο μπήκε ποτέ στη διαδικασία να συζητήσει με τον εαυτό του και να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους είναι ορθόδοξος.
3. Η ομολογία πίστεως δεν μπορεί να είναι μια κατάφαση σε μια θεωρητική διδασκαλία περί Θεού, αλλά προϋποθέτει εμπειρία των ενεργειών του Θεού και συνεπάγεται συγκεκριμένη στάση ζωής. Κατά συνέπεια, η ομολογία πίστεως δεν μπορεί να είναι ξεκομμένη από τη ζωή.
Το νέο ερώτημα που προκύπτει για κάθε σύγχρονο χριστιανό είναι το κατά πόσο μπήκε ποτέ στη διαδικασία να συζητήσει με τον εαυτό του τις εμπειρίες που τον οδήγησαν στην επιλογή να γίνει ορθόδοξος και τι σημαίνει αυτό για την καθημερινή του ζωή.
Αν από τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα προκύψει
•ότι θεωρεί κανείς την Εκκλησία σαν έναν θεσμό ξένο προς αυτόν,
•ότι έχει συνδέσει την Εκκλησία με μια τυπική υποχρέωση της Κυριακής ή με έναν χώρο κοσμικών εκδηλώσεων σε βαφτίσια, γάμους και κηδείες,
αν προκύψει
•ότι μπαίνει κανείς στις εκκλησίες ως άτομο, ο καθένας για τον εαυτό του, ο καθένας με τα ατομικά του προβλήματα και με τις ατομικές του επιδιώξεις, και βγαίνει από αυτές ίδιος κι απαράλλακτος,
•ότι δεν έμαθε ποτέ να ζει και να λειτουργεί ως μέλος μιας κοινότητας,
τότε η Ορθοδοξία πράγματι κινδυνεύει και κινδυνεύει από ένα θηρίο πολύ πιο φοβερό από εκείνα που αντιμετώπισαν οι πρώτοι χριστιανοί μάρτυρες· κινδυνεύει από τον ατομισμό του κάθε ορθόδοξου χριστιανού. Και μπορεί το θηρίο αυτό να μην αφαιρεί ζωές, νεκρώνει όμως τους ανθρώπους ως πρόσωπα και τους ισοπεδώνει, καθώς τους καθιστά απαθείς απέναντι σε ο,τιδήποτε δεν εμπίπτει στις ατομικές τους επιδιώξεις και φιλοδοξίες. Αλλά απάθεια, αδιαφορία για τα κοινά και ατομισμός ισοδυναμούν με εκχώρηση της ορθοδοξίας στους επαγγελματίες του χώρου. Αυτός όμως είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, καθώς δεν προέρχεται απ’ έξω αλλά από μέσα, από την έλλειψη μαρτυρίας ζωής.
Η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί θαυμάσια αφορμή για μια συνολική επανεξέταση της ορθοδοξίας του κάθε ορθοδόξου και της σχέσης του με αυτήν. 

Σάββατο, Αυγούστου 31, 2013

1η Σεπτεμβρίου, Αρχή της Ινδίκτου: Η μαρτυρία της Παλαιάς Διαθήκης για τον Χριστό Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον: δ´ 16-22: Το κήρυγμα του Ιησού στη συναγωγή της Ναζαρέτ του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου


Η 1η Σεπτεμβρίου χαρακτηρίζεται στην παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας ως «Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου» και σηματοδοτεί την έναρξη του νέου εκκλησιαστικού και λειτουργικού έτους. Ο όρος «ίνδικτος» ή «ινδικτιών» είναι εξελληνισμένος τύπος της λατινικής “indictio” (= διάταγμα) που στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δήλωνε μια φορολογική περίοδο 15 ετών και από τον δ΄ μ.Χ. αιώνα καθιερώθηκε ως μονάδα μέτρησης του χρόνου, για να καταλήξει να δηλώνει την έναρξη του έτους. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας προέρχεται από την περικοπή Λου 4:16-22 που αναφέρεται στην έναρξη της δημόσιας δράσης του Ιησού με το πρώτο κήρυγμά του στη συναγωγή του χωριού του, της Ναζαρέτ.
Αμέσως μετά τη βάπτισή του και την αντιμετώπιση των πειρασμών στην έρημο, ο Ιησούς επιστρέφει στη Γαλιλαία και, αφού περιοδεύει για λίγο στην περιοχή, φτάνει στη Ναζαρέτ. Εκεί επισκέπτεται τη συναγωγή, προκειμένου να συμμετάσχει στην προσευχή του Σαββάτου. Ακολουθώντας το τυπικό των συναγωγών της περιοχής, σύμφωνα με το οποίο, μετά την ανάγνωση του Νόμου, μπορούσε οποιοσδήποτε να διαβάσει κάποια περικοπή από τα βιβλία των Προφητών και να τη σχολιάσει, ο Ιησούς σηκώθηκε, πήρε τον κύλινδρο από πάπυρο που περιείχε το κείμενο του προφήτη Ησαΐα, τον ξετύλιξε και διάβασε όρθιος τα δύο πρώτα εδάφια από το κεφάλαιο 61:
Το Πνεύμα με κατέχει του Κυρίου,
μ’ αυτό με έχρισε·
μ’ έστειλε μήνυμα χαρμόσυνο να φέρω στους φτωχούς,
τους τσακισμένους ψυχικά να θεραπεύσω·
στους αιχμαλώτους να αναγγείλω ότι θα λευτερωθούν,
και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους,
τους καταπιεσμένους ν’ απελευθερώσω,
ν’ αναγγείλω του καιρού τον ερχομό, που χάρη ο Κύριος δίνει.
Έπειτα έδωσε στον χαζζάν (τον υπηρέτη που μεταξύ άλλων καθηκόντων είχε και την ευθύνη των βιβλίων της συναγωγής) το βιβλίο και κάθισε για να κάνει ένα μιδράς (σύντομο ερμηνευτικό σχόλιο). Ήδη η φήμη του Ιησού ως δασκάλου και θεραπευτή είχε προηγηθεί του ερχομού του στην Ναζαρέτ, και έτσι όλων τα μάτια ήταν προσηλωμένα πάνω του, περιμένοντας με αγωνία να ακούσουν τα λόγια του. Αυτό όμως που είπε ο Ιησούς τους άφησε κατάπληκτους, καθώς ξεπερνούσε κάθε προσδοκία∙ χωρίς καθόλου περιστροφές ο Ιησούς δηλώνει ότι:
Σήμερα βρίσκει την εκπλήρωσή της η προφητεία που μόλις ακούσατε.
Αυτό που στην πραγματικότητα λέει ο Ιησούς με το σύντομο κήρυγμά του στους έκπληκτους συγχωριανούς του είναι ότι αυτός που όλοι γνώριζαν ως γιο του ξυλουργού είναι ο μεσσίας, ο χρισμένος, δηλαδή, από τον Θεό απεσταλμένος του που ανέμεναν γενιές και γενιές για να λυτρώσει τους Ισραηλίτες από όλα τους τα δεινά. Εύκολα μπορεί κανείς, μετά από μια τέτοια δήλωση, να κατανοήσει την αντίδραση των κατοίκων της Ναζαρέτ.
Το κήρυγμα του Ιησού στη συναγωγή του χωριού του περιγράφεται και από τους άλλους δύο συνοπτικούς ευαγγελιστές αλλά με κάποιες διαφορές. Δεν θεωρείται αφετηριακό σημείο της δράσης του Ιησού (στο Ματ 13:54-58 τίθεται μετά τις παραβολές για τη “βασιλεία των ουρανών” και στο Μαρ 6:1-6 μετά το θαύμα της ανάστασης της κόρης του Ιαείρου) ούτε γίνεται αναφορά στο περιεχόμενο του κηρύγματός του, ούτε και στην απόπειρα των συγχωριανών του να οδηγήσουν τον Ιησού στην άκρη ενός γκρεμού και να τον δολοφονήσουν (Λου 4:28-29).
Για να ερμηνεύσει κανείς αυτή τη διαφορετική θεώρηση των γεγονότων από τους τρεις ευαγγελιστές, πρέπει να λάβει υπόψη του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Κατά Λουκάν Ευαγγελίου. Πρόκειται για ένα ευαγγέλιο που δεν απευθύνεται όπως τα άλλα δύο σε ισραηλίτες που έγιναν χριστιανοί αλλά σε πρώην ειδωλολάτρες. Αυτός είναι και ο λόγος που ο συγγραφέας του αποφεύγει τη χρήση εβραϊκών όρων και λέξεων (τα ελληνικά του Λουκά είναι τα καλύτερα της Καινής Διαθήκης) και δεν δείχνει παρόμοιο με τους άλλους ευαγγελιστές ενδιαφέρον -παρά μόνο σε ελάχιστες εξαιρετικές περιπτώσεις- να αποδείξει ότι ο Ιησούς είναι ο από τους Ιουδαίους αναμενόμενος μεσσίας. Παρ’ όλα αυτά, το ευαγγέλιο αυτό σηματοδοτεί τόσο την αρχή όσο και το τέλος της δράσης του Ιησού με μια αναφορά στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έτσι, όπως στο πρώτο δημόσιο κήρυγμά του ο Ιησούς χρησιμοποιεί ένα παράθεμα από το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, για να περιγράψει το έργο που πρόκειται να επιτελέσει πάνω στη γη, κατά ανάλογο τρόπο και μετά την ανάστασή του, συμπορευόμενος με δύο από τους μαθητές του προς το χωριό Εμμαούς[1],
  ... αρχίζοντας από τα βιβλία του Μωυσή και όλων των προφητών, τους εξήγησε όσα αναφέρονταν στις Γραφές για τον εαυτό του.
Ενώ, λοιπόν, ο ευαγγελιστής Λουκάς δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αποδείξει στους αναγνώστες του ότι ο Ιησούς είναι ο σύμφωνα με τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης αναμενόμενος μεσσίας, δείχνει ξεχωριστό ζήλο να τους πείσει ότι τα κείμενα αυτά μιλούν για τον Χριστό. Έτσι, αντί για οποιαδήποτε άλλη προγραμματική δήλωση του Ιησού, θεωρεί αρκετό το να παραθέσει ένα κείμενο του προφήτη Ησαΐα, και να παρουσιάσει τον Ιησού απλώς να επιβεβαιώνει ότι το κείμενο αυτό αναφέρεται στον ίδιο, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια τεκμηρίωσης ή οποιαδήποτε άλλη επιχειρηματολογία. Το ίδιο ακριβώς κάνει και στο τέλος του ευαγγελίου του. Αντί ο Ιησούς να υπενθυμίσει στους δύο μαθητές του που δεν τον αναγνώρισαν τη μεταξύ τους σχέση και τα όσα έζησαν μαζί, τους προτρέπει να τον αναζητήσουν μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά και σε άλλη μια περίπτωση ο ίδιος ευαγγελιστής αναφέρει ότι όταν κάποιος ρώτησε τον Ιησού για το πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή, εκείνος παρέπεμψε τον συνομιλητή του σε δύο χωρία από τα βιβλία Δευτερονόμιον (6:5) και Λευιτικόν (19:18) αντίστοιχα:
Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμή σου και μ’ όλο το νου σου∙ και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου[2].
Ο ζήλος αυτός του ευαγγελιστή Λουκά μπορεί εύκολα να εξηγηθεί, αν ληφθεί υπόψη ότι για περισσότερο από έναν αιώνα χριστιανοί και ισραηλίτες χρησιμοποιούσαν την ίδια ιερή Βίβλο, τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Σε αυτήν τη Βίβλο στηρίχτηκαν οι απόστολοι για να διακηρύξουν στα πέρατα της τότε γνωστής οικουμένης το ευαγγέλιο του Χριστού. Σε αυτά τα κείμενα αναφέρονται οι απόστολοι όταν μιλούν για το πρόσωπο και το έργο του Χριστού «κατὰ τὰς Γραφάς». Ο αληθινός, λοιπόν, Ισραήλ για τον οποίο κάνουν λόγο οι συγκεκριμένες Γραφές, και επομένως και ο κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού προς τον λαό του, δεν είναι οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού αλλά όσοι αναγνωρίζουν μέσα από αυτές τις ίδιες Γραφές τον Ιησού ως Χριστό και Κύριο.
Η ευαγγελική αυτή περικοπή αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα στη σύγχρονη εποχή, καθώς σήμερα εμφανίζονται πολλοί, ακόμη και χριστιανοί, που επιχειρούν να παρουσιάσουν τον Θεό που αποκαλύπτεται μέσα από την Παλαιά Διαθήκη στους ανθρώπους εντελώς διαφορετικό από εκείνον που κηρύττει ο Ιησούς Χριστός στην Καινή Διαθήκη. Μια τέτοια διάκριση όμως δεν κλονίζει απλώς τη βασική αρχή που διαφοροποιεί τη χριστιανική πίστη από όλες τις θρησκείες, το ότι δηλαδή ο Θεός αποκαλύπτεται μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, αλλά οδηγεί και σε μια εντελώς διαφορετική εικόνα του Ιησού Χριστού. Αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, αν επιχειρήσει να αφαιρέσει από την Καινή Διαθήκη τα χωρία εκείνα που αναφέρονται στην Παλαιά (στις περισσότερες εκδόσεις της Κ.Δ. τα συγκεκριμένα χωρία επισημαίνονται με διαφορετικά γράμματα). Θα διαπιστώσει τότε ότι δεν απομένει από το πρόσωπο του Χριστού παρά μόνον η εικόνα ενός περιπλανώμενου θαυματοποιού ή, στην καλύτερη περίπτωση, ενός δασκάλου φιλοσοφικών αληθειών, ο οποίος κατορθώνει πάντοτε να ανατρέπει με ετοιμότητα τα επίσης φιλοσοφικά επιχειρήματα των συνομιλητών του. Αλλά μια τέτοια εικόνα του Ιησού είναι ξένη προς την πίστη της Εκκλησίας γι’ αυτόν.
Στον βαθμό, επομένως, που είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι για κάποιο χρονικό διάστημα υπήρξε χριστιανική Εκκλησία χωρίς Καινή Διαθήκη, ουδέποτε όμως υπήρξε Εκκλησία χωρίς Παλαιά Διαθήκη, η σχέση των δύο Διαθηκών μεταξύ τους είναι άρρηκτη. Άλλωστε, η Καινή Διαθήκη είναι “καινή”, επειδή υπάρχει η Παλαιά Διαθήκη∙ διαφορετικά δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί “καινή”, αλλά αν δεν είναι καινή, τότε δεν είναι ούτε “διαθήκη”, επομένως και ο Ιησούς δεν είναι “Χριστός”, άρα και η σωτηρία που επαγγέλλεται καθίσταται άνευ περιεχομένου. Η μελέτη, κατά συνέπεια, της Παλαιάς Διαθήκης δεν συνιστά ένα απλώς συμβατικό, μεταξύ άλλων θρησκευτικών υποχρεώσεων, καθήκον του σύγχρονου χριστιανού, αλλά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για μια ουσιαστική συνάντησή του με τον Χριστό.

[1] Λου 24:13-17
[2] Λου 10:25-27
______________________________
Φώτο χειρογράφου: Σελίδα από το χειρόγραφο του Βιβλίου του Ησαΐα που βρέθηκε στο Κουμράν. Οι τελευταίες σειρές της σελίδας περιέχουν το απόσπασμα που διάβασε ο Ιησούς στη συναγωγή της Ναζαρέτ.
 πηγή

Κυριακή, Αυγούστου 25, 2013

Ο κίνδυνος του αποπροσανατολισμού Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον: ιδ´ 22-34 του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου


Το θαύμα του Ιησού που αφηγείται η περικοπή Ματ 14:22-34 συνέβη αμέσως μετά τον θαυματουργικό χορτασμό χιλιάδων ανθρώπων με πέντε μόνον ψωμιά και δύο ψάρια και έχει τον ίδιο στόχο με εκείνο· να παρουσιάσει αφηγηματικά το ποιος είναι ο Ιησούς και ποιο είναι το έργο του. Αμέσως μετά τον θαυματουργικό πολλαπλασιασμό των τροφίμων, και καθώς είχε ήδη νυχτώσει, ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές του να μπούνε στο πλοίο για να πάνε στη δυτική ακτή της Λίμνης της Γαλιλαίας, ενώ ο ίδιος αποτραβήχτηκε σε κάποιον κοντινό λόφο της ανατολικής ακτής για να προσευχηθεί. Όταν όμως το πλοίο απομακρύνθηκε από την ακτή, ένας δυνατός άνεμος προκάλεσε τέτοια τρικυμία που έθετε σε κίνδυνο τη ζωή των επιβατών του. Ώρες ολόκληρες πάλευαν οι μαθητές με τα μανιασμένα κύματα, όταν, ξαφνικά, ο πανικός τους από τον κίνδυνο που διέτρεχαν έδωσε τη θέση του στον τρόμο από το περίεργο θέαμα που αντίκρισαν· καθώς η νύχτα κόντευε να τελειώσει, είδαν στον ορίζοντα μια μορφή να περπατάει πάνω στα κύματα και νόμισαν ότι έβλεπαν φάντασμα. Ο Ιησούς ερχόταν να τους συναντήσει και, αντιλαμβανόμενος τον τρόμο που τους προκάλεσε, προσπαθεί να τους καθησυχάσει φωνάζοντας από μακριά·
συνέχεια έδώ...

Σάββατο, Μαΐου 25, 2013

Η δύναμη του Λόγου του Θεού Κυριακή του Παραλύτου του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου,


Τόσο τα αποστολικά όσο και τα ευαγγελικά αναγνώσματα των Κυριακών της περιόδου από το Πάσχα ως την Πεντηκοστή αναφέρονται σε διάφορα θαύματα που κάνει ο Ιησούς ή οι απόστολοι στο όνομά του. Τυφλοί ξαναβρίσκουν το φως τους, άρρωστοι θεραπεύονται, παράλυτοι για χρόνια μπορούν να ξαναπερπατήσουν, ακόμη και νεκροί ανασταίνονται. Στόχος των αφηγήσεων αυτών δεν είναι ο εντυπωσιασμός των ακροατών με την περιγραφή της δύναμης του Ιησού, αλλά συνιστούν ένα διαφορετικό τρόπο διδασκαλίας για το ποιος είναι ο Ιησούς και ποιο είναι το έργο του. Τα θαύματα είναι δείκτες αυτού που αποκαλείται “Βασιλεία του Θεού” και γι’ αυτό οι σχετικές αφηγήσεις διαβάζονται κατά την αναστάσιμη περίοδο, καθώς περιγράφουν παραστατικά τον καινούργιο κόσμο που επαγγέλλεται ο Χριστός και αγωνίζονται οι χριστιανοί να πραγματώσουν. Αναμφίβολα, με μερικά θαύματα δεν αλλάζει ο κόσμος, ούτε μπορεί να απαλλαγεί από το κακό· ως παραδείγματα όμως δείχνουν σε επιμέρους περιπτώσεις τις δυνατότητες που έχουν οι χριστιανοί να εξαφανίσουν το κακό από τον κόσμο.
Το επεισόδιο που περιγράφει το ευαγγελικό ανάγνωσμα της τρίτης μετά το Πάσχα Κυριακής αναφέρεται στη θεραπεία ενός παράλυτου ανθρώπου. Χρόνια ολόκληρα περίμενε ο δυστυχισμένος αυτός άνθρωπος να βρει τη θεραπεία του δίπλα σε μια δεξαμενή με ιαματικά νερά, όμως δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει να μπει στο νερό την κατάλληλη στιγμή. Τη βοήθεια αυτή που τόσο απελπισμένα περίμενε έρχεται να του τη δώσει ο Ιησούς. Με ένα και μόνο λόγο του χαρίζει στον άνθρωπο την υγεία.
Η πράξη αυτή του Ιησού έχει έναν βαθύτατο συμβολισμό και μεταφέρει στους ανθρώπους όλων των εποχών ένα βαρυσήμαντο μήνυμα. Ο συμβολισμός προκύπτει από τη σύγκριση της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής με το πρώτο κεφάλαιο της Αγίας Γραφής στο βιβλίο Γένεσις. Όπως κατά την εποχή της δημιουργίας ο αυθεντικός λόγος του Θεού δίνει ύπαρξη σε όλα τα όντα, κατά τον ίδιο τρόπο ο δυναμικός λόγος του Υιού του Θεού αναδημιουργεί το κατεστραμμένο από την αμαρτία πλάσμα του. Το μήνυμα, λοιπόν, που βγαίνει από το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής του Παραλύτου είναι ότι ο λόγος του Θεού είναι παντοδύναμος. Έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει τον κόσμο, έχει τη δύναμη να σώσει και να απελευθερώσει τον άνθρωπο από όλες τις μορφές του κακού που τον καταδυναστεύουν.
Παρά το προφανές του συμβολισμού όμως, η ισχύς του μηνύματος δεν φαίνεται σήμερα αδιαμφισβήτητη, καθώς ούτε ο μεταμορφωτικός για τον κόσμο ούτε ο απελευθερωτικός για τον άνθρωπο χαρακτήρας του λόγου του Θεού είναι πάντοτε αναγνωρίσιμοι, κι ακόμα, οι διαφορετικές ερμηνείες του από διάφορες θρησκευτικές ομάδες οδηγούν συχνά σε διαιρέσεις και αντιπαραθέσεις μέσα στην κοινωνία.
Η διαπίστωση αυτή απαιτεί μια πιο προσεκτική ανάγνωση της παραπάνω ευαγγελικής περικοπής, ώστε να αναζητηθούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο λόγος του Θεού θα μπορούσε να καταστεί και σήμερα ενεργός. Η πρώτη προϋπόθεση στην περίπτωση αυτή προκύπτει από την αντίδραση των θρησκευτικών ηγετών των Ιουδαίων στη θεραπεία του παραλύτου. Η μελέτη του λόγου του Θεού αποτελούσε για τους ανθρώπους αυτούς καθημερινή ενασχόληση. Από το πρωί μέχρι το βράδυ μελετούσαν τις Γραφές, όμως το μόνο που κατόρθωσαν να δουν από την όλη ιστορία ήταν ότι ο παράλυτος παραβίασε μια εντολή του Θεού κουβαλώντας το κρεβάτι του το Σάββατο. Και ήταν αναμενόμενη η αντίδραση αυτή, γιατί για τους ανθρώπους αυτούς ο λόγος του Θεού δεν ήταν ζωή, δεν ήταν πηγή χαράς και μέσο απελευθέρωσης, αλλά θεσμός αυστηρά τυποποιημένος μέσα από μια σειρά κανόνων που στόχευαν στο να ελέγξουν κάθε εκδήλωση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων.
Αν, κατά συνέπεια, ανάλογα ισχύουν και για τους χριστιανούς, η απάντηση στο σχετικό με την αδυναμία των χριστιανών σήμερα να αναγνωρίσουν την αναγεννητική δύναμη του λόγου Θεού ερώτημα είναι προφανής. Αν η Αγία Γραφή δεν παίζει κάποιον πραγματικό ρόλο στην καθημερινότητα των χριστιανών, αν η ανάγνωση της Αγίας Γραφής δεν αποτελεί πηγή έμπνευσης και δύναμης στον αγώνα τους για μεταμόρφωση του κόσμου σε Βασιλεία του Θεού, τότε και οι χριστιανοί έχουν μετατρέψει την πίστη τους σε έναν νεκρό θεσμό, που τίποτε άλλο δεν προσφέρει παρά μόνον την ψεύτικη ικανοποίηση ότι τα έχει κανείς καλά με τον Θεό. Στην περίπτωση αυτή τα χρυσά εξώφυλλα του Ευαγγελίου που βρίσκεται πάνω στην αγία τράπεζα αποκτούν έναν άλλο συμβολισμό, καθώς μεταθέτουν το σημασιολογικό βάρος από το εσωτερικό στο εξωτερικό• το χαρμόσυνο άγγελμα που θα αλλάξει τον κόσμο γίνεται Ιερόν Ευαγγέλιον, αντικείμενο ευλαβικής προσκύνησης και τοποθετημένο στην πιο τιμητική αλλά και πλέον δυσπρόσιτη θέση του ναού, όπου ουδείς επιτρέπεται να πλησιάσει. Αυτό όμως ισοδυναμεί με θάψιμο του ζωντανού λόγου του Θεού μέσα στις εκκλησίες με αποτέλεσμα να καταστεί ανενεργός. Γιατί είναι προφανές ότι ένας θαμμένος θησαυρός, όσο πολύτιμος και να είναι, παραμένει εντελώς άχρηστος για τους κατόχους του. Ένας θαμμένος θησαυρός παρέχει στον κάτοχό του μόνον έναν τίτλο ιδιοκτησίας, που ενδεχομένως του προσφέρει ένα αίσθημα ασφάλειας και υπεροχής έναντι των άλλων, ποτέ όμως δεν προάγει τις σχέσεις του με τους άλλους, επομένως ούτε τον ίδιο μπορεί να σώσει ούτε κάποιον άλλον να βοηθήσει.
Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να αναζητηθεί και η δεύτερη προϋπόθεση που απαιτείται, ώστε ο λόγος του Θεού να ενεργήσει λυτρωτικά για τους ανθρώπους. Όταν ξανασυναντάει ο Ιησούς τον θεραπευμένο πια παράλυτο, τον προτρέπει να αποφεύγει στην υπόλοιπη ζωή του την αμαρτία, τον προτρέπει, δηλαδή, να αλλάξει ριζικά τον τρόπο της ζωής του. Αλλά ριζική αλλαγή του τρόπου της ζωής είναι δυνατή μόνον όταν υπάρχει ζωντανή σχέση με τον Θεό. Ριζική αλλαγή του τρόπου της ζωής δεν μπορεί να επιτευχθεί με μια χλιαρή πίστη ή με μια παραδοσιακή θρησκευτικότητα που κληρονόμησε κανείς από τους γονείς του. Ζωντανή σχέση με τον Θεό προϋποθέτει καθημερινή αναζήτηση του Θεού, καθημερινή πάλη του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό, καθημερινό αγώνα και προβληματισμό για να βρεί κανείς τον δρόμο που οδηγεί στον Θεό. Είναι, δηλαδή, κάτι που το κατακτάται καθημερινά και που πιστοποιείται στην καθημερινή ζωή του καθένα με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους συνανθρώπους του.
Ο λόγος του Θεού έχει τη δύναμη να ελευθερώσει τον άνθρωπο, θα πρέπει όμως και ο άνθρωπος να θελήσει να ελευθερωθεί και, κυρίως, να παραμείνει ελεύθερος. Και ελεύθερος παραμένει ο άνθρωπος μόνον όταν συνεργάζεται με τον Θεό για την απαλλαγή του κόσμου από το κακό. Κάθε φορά, σε όλη τη μακραίωνη ιστορία του, στήριξε αλλού τις ελπίδες του διαψεύστηκε οικτρά. Κάθε φορά που ο άνθρωπος πίστεψε ότι βρήκε τον τρόπο να απελευθερωθεί βρέθηκε χειρότερα υποδουλωμένος μέσα στα ίδια τα κατασκευάσματά του. Αυτό είναι σήμερα περισσότερο εμφανές από ποτέ, καθώς σήμερα γνωρίζουν οι άνθρωποι καλύτερα από κάθε άλλη εποχή ότι η τεχνολογική ανάπτυξη δεν έφερε την πολυπόθητη ευτυχία, αλλά αποξένωσε ακόμη περισσότερο τους ανθρώπους και η δύναμη των όπλων κανένα δεν εξασφάλισε, αλλά μόνο το δίκαιο του ισχυροτέρου επιχείρησε να επιβάλει, οδηγώντας εκατομμύρια ανθρώπους στη δυστυχία και την απόγνωση. Προϋπόθεση, λοιπόν, για να ενεργήσει ο λόγος του Θεού είναι να πιστέψουν οι άνθρωποι στη δύναμή του. Πριν αρχίσει να παραπονιέται κανείς ότι σήμερα δεν γίνονται πια θαύματα, θα πρέπει να επιχειρήσει να κάνει ο ίδιος ένα θαύμα. Θα πρέπει να πάρει την απόφαση να αλλάξει τον τρόπο της ζωής του και μαζί με αυτόν να αλλάξει τον κόσμο. Θα πρέπει να ανοίξει την Αγία Γραφή και να ζητήσει καθοδήγηση από τον Θεό για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει. Μόνον όταν οι χριστιανοί αποφασίσουν να πάρουν σοβαρά τον ρόλο τους στην κοινωνία και αρχίσουν να αγωνιζόνται, ώστε να μετατρέψουν τον κόσμο σε Βασιλεία του Θεού, θα αρχίσουν και να βλέπουν να πραγματοποιούνται θαύματα.
____________
Eικόνα: "Τhe paralytic", by John Thompson 

Σάββατο, Μαΐου 18, 2013

Κυριακή των Μυροφόρων Η θέση των γυναικών στην Εκκλησία του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου,


Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Μυροφόρων περιγράφει δύο επεισόδια, που, αν και συνδέονται στενά μεταξύ τους -καθώς το ένα αποτελεί συνέχεια και συνέπεια του άλλου- ανήκουν σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Το πρώτο επεισόδιο αναφέρεται στην τελευταία πράξη του δράματος της επίγειας ζωής του Ιησού, στην ταφή του, και σηματοδοτεί ταυτόχρονα το τέλος μιας εποχής, του παλιού κόσμου που σε λίγο θα αντικατασταθεί από μιαν άλλη εντελώς καινούργια πραγματικότητα. Το δεύτερο επεισόδιο αναφέρεται στην εμπειρία που έζησαν οι γυναίκες, οι οποίες, πηγαίνοντας στο μνήμα για να προσφέρουν τις τελευταίες τιμές στον νεκρό Ιησού, πληροφορήθηκαν την ανάστασή του. Το επεισόδιο αυτό σηματοδοτεί την αρχή της νέας εποχής, την έναρξη του καινούργιου κόσμου, της Βασιλείας του Θεού, που σημαίνει ταυτόχρονα και το τέλος της κυριαρχίας του θανάτου.
  Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά τα δύο επεισόδια φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά των κόσμων στους οποίους ανήκουν. Όλοι οι πρωταγωνιστές του πρώτου επεισοδίου είναι άνδρες που κατέχουν κάποια σημαντική θέση. Ο Νικόδημος, μέλος της λεγόμενης ‘‘υψηλής’’ ιουδαϊκής κοινωνίας, ευυπόληπτος πολίτης, είχε εντυπωσιαστεί από το κήρυγμα του Ιησού, αλλά, φοβούμενος να διακινδυνεύσει την κοινωνική του θέση, παραμένει κρυφός μαθητής του, χωρίς να εκτίθεται. Τώρα που ο δάσκαλος είναι νεκρός, τώρα που όλα τέλειωσαν και οι κρυφές ελπίδες διαψεύστηκαν, σπρωγμένος ποιος ξέρει από ποια συναισθήματα, παίρνει μια ηρωική απόφαση. Αποφασίζει να βγει από την αφάνεια και να τολμήσει να κάνει αυτό που φοβόταν σ’ όλη του τη ζωή· να προσφέρει, έστω και την τελευταία, τιμή στον δάσκαλό του, θάβοντάς τον αξιοπρεπώς. Ο Πιλάτος, Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, αφού ξεμπέρδεψε εύκολα με τη δίκη του Ιησού που παρά λίγο να τον μπλέξει σε πολιτικές περιπέτειες, αδιαφορεί τώρα πλήρως για την τύχη του θύματός του· μόλις βεβαιώθηκε ότι πέθανε, δίνει τη συγκατάθεση για την ταφή. Σιωπηρά πρωταγωνιστούν στο ίδιο επεισόδιο και οι μαθητές του Χριστού. Αυτοί που επί τρία χρόνια ήταν καθημερινά παρόντες σ’ όλες τις στιγμές της δράσης του Ιησού, άκουγαν τα κηρύγματά του, έβλεπαν τα θαύματά του, ζούσαν μαζί του και ήταν, μάλιστα, προειδοποιημένοι για όλα όσα επρόκειτο να συμβούν, τώρα λάμπουν δια της απουσίας τους. Ο Ιούδας τον πρόδωσε, ο Πέτρος τον αρνήθηκε, οι άλλοι φρόντισαν να κρυφτούν έγκαιρα. Μόνον ο Ιωάννης, εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες του, τόλμησε να πλησιάσει τον σταυρό, αλλά τώρα, θεωρώντας ίσως ότι έχει εκτεθεί αρκετά, βρίσκεται κι αυτός κρυμμένος μαζί με τους άλλους στο πατάρι κάποιου σπιτιού.
  Στο δεύτερο επεισόδιο πρωταγωνιστούν τρεις γυναίκες και ένας άγγελος· πρόσωπα με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα του πρώτου. Ο άγγελος δεν ανήκει στον κόσμο τούτο και οι γυναίκες, λόγω του φύλου τους και της κοινωνικής τους κατάστασης, ανήκουν στο περιθώριο της κοινωνίας της εποχής τους. Αντίθετα από τον Νικόδημο, που σ’ όλη τη ζωή του ήταν λογικός και μετρημένος, σ’ αυτές κυριαρχεί το συναίσθημα, το πάθος να βρεθούν κοντά στον Ιησού. Η λογική, ο υπολογισμός, μόνον κατ’ εξαίρεση περνάει απ’ το μυαλό τους:
Ποιος θα κυλήσει για μας την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;
Αντίθετα από τον Νικόδημο, που σ’ όλη του τη ζωή φοβόταν για την κοινωνική του θέση, αυτές, ζώντας έτσι κι αλλιώς στο περιθώριο της κοινωνίας, δεν νοιάζονται για το τι θα πει ο κόσμος, τρομάζουν όμως μπρος στο μέγεθος της αποστολής που τους ανατίθεται και χρειάζεται να παρέμβει ο άγγελος για να τις ενθαρρύνει:
Μην τρομάζετε … Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: ‘‘Πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει’’.
Σ’ αυτήν την προτροπή του αγγέλου οι ρόλοι ανατρέπονται: Οι μαθητές, που λογικά θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι που θα μάθαιναν την ανάσταση του Ιησού και θα την διακήρυσσαν παντού, απουσιάζουν· αυτοί, που επί τρία χρόνια προετοιμάζονταν καθημερινά για αυτόν τον ρόλο, αποδείχτηκαν στην κρίσιμη στιγμή κατώτεροι της αποστολής τους· έτσι, αυτές που αναλαμβάνουν τον πρώτο ρόλο της χριστιανικής ιεραποστολής είναι τρεις γυναίκες. Η λογική κρατάει τους μαθητές κρυμμένους στο πατάρι, το πάθος οδηγεί τις γυναίκες στον τάφο του Ιησού και τις κάνει μάρτυρες της πιο συγκλονιστικής εμπειρίας που έζησε ποτέ άνθρωπος. Όμως ο Θεός γνωρίζει πώς σκέφτονται οι άνθρωποι. Ο άγγελος όχι μόνο δεν απορρίπτει τη λογική, αλλά αντίθετα, καλεί τις γυναίκες να εξετάσουν με ακρίβεια τον τάφο, ώστε να μην υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία για την ανάσταση του Ιησού.
  Παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών των δύο επεισοδίων, μπορούν να προκύψουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τα χαρακτηριστικά των κόσμων στους οποίους ανήκουν. Στον παλιό κόσμο κυριαρχεί ο θάνατος, ο φόβος, ο μίζερος υπολογισμός. Η κοινωνία είναι λογικοκρατικά δομημένη με αυστηρή ιεραρχία, στην οποία ο καθένας έχει το ρόλο του. Μόνον κάποιες παράτολμες ενέργειες διαφοροποιούν κάπου κάπου το σκηνικό. Ο Θεός υπάρχει, όλοι πιστεύουν σ’ αυτόν, αλλά ζει στον κόσμο του και οι άνθρωποι ζουν στον δικό τους, λειτουργούν με τα δικά τους μέτρα, οργανώνονται με τον δικό τους τρόπο, ακολουθούν τις δικές τους προτεραιότητες. Στον καινούργιο κόσμο όλα είναι αλλιώς. Εδώ κυριαρχεί η ανάσταση, το συναίσθημα, η παρόρμηση. Οι κοινωνικές δομές ανατρέπονται, οι ρόλοι αλλάζουν, οι ανισότητες εξαφανίζονται. Οι γυναίκες περνούν από το περιθώριο στο προσκήνιο και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η απόσταση ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο εκμηδενίζεται.
  Η ανάσταση του Χριστού έχει ανατρέψει όλα τα δεδομένα, έχει φέρει μια εντελώς νέα κατάσταση πραγμάτων, που υπόσχεται έναν κόσμο δίκαιο, ευτυχισμένο, χωρίς φόβους, χωρίς ανισότητες και διακρίσεις. Το πρώτο μεγάλο βήμα προς τον νέο αυτόν κόσμο, προς αυτό που χαρακτηρίζεται ως ‘‘Βασιλεία του Θεού’’, έγινε με την ανάσταση του Χριστού. Όμως μένουν αρκετά βήματα ακόμη, και μάλιστα δύσκολα βήματα, καθώς ο παλιός κόσμος δεν παραδίδεται εύκολα, αλλά ανθίσταται σθεναρά. Η χωρίς διακρίσεις και ανισότητες κοινωνία, όπου όλοι θα νιώθουν και θα είναι αδέλφια, δεν επιτεύχθηκε ακόμη. Η ισοτιμία ανδρών και γυναικών, που ο Χριστός με το παράδειγμά του έκανε πράξη και οι απόστολοι διακήρυξαν, όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε, αλλά οι γυναίκες, παρά τους αγώνες τους και τις κατακτήσεις τους, παραμένουν και σήμερα ουσιαστικά δέσμιες μιας κατάστασης ανισότητας που δημιούργησε ο παλιός κόσμος, και η οποία ανισότητα εκδηλώνεται καθημερινά σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Αρκεί μια ματιά σε καθημερινές καταστάσεις, από το πώς μοιράζονται οι ευθύνες, οι ρόλοι και οι δουλειές μέσα στο σπίτι, μέχρι το πώς αντιμετωπίζονται οι γυναίκες ως αντικείμενα ερωτισμού στην τηλεόραση, στις διαφημίσεις, στη δουλειά, κλπ, για να διαπιστωθεί ότι η άδικη συμπεριφορά προς τις γυναίκες φτάνει συχνά τα όρια της πραγματικής καταπίεσης.
  Οι χριστιανοί, λοιπόν, περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους, έχουν υποχρέωση να αγωνιστούν για την ανατροπή της κατάστασης αυτής. Από την άποψη αυτή η διακήρυξη της Διορθόδοξης Διάσκεψης που πραγματοποιήθηκε το 1987 στη Σόφια διατηρεί ακόμη την επικαιρότητά της:
«Ο κόσμος μας έχει μια μακρά ιστορία, κατά την οποία τόσο στις προσωπικές τοποθετήσεις όσο και στη θεσμική ζωή οι γυναίκες έτυχαν άδικης μεταχείρισης και η ουσιαστική ιδιότητά τους ως εικόνας και ομοίωσης Θεού δεν έγινε πλήρως σεβαστή. Μια τέτοια αμαρτωλή διάκριση δεν είναι παραδεκτή από ορθόδοξη χριστιανική σκοπιά (Α΄Κο 11:11). Στον αναδημιουργημένο από τον Χριστό  κόσμο, άνδρας και γυναίκα είναι ισότιμοι (Γαλ 3:28)...»
Και το κείμενο καταλήγει:
«Ιδιαίτερα οι ορθόδοξοι άνδρες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι ως πλήρη μέλη της Εκκλησίας οι γυναίκες μετέχουν στη μεσιτευτική αποστολή της Εκκλησίας να προσεύχονται ενώπιον του Κυρίου για λογαριασμό όλης της δημιουργίας. Πιο συγκεκριμένα, οφείλουμε να βρούμε τρόπους, ώστε τα σημαντικά τάλαντα των γυναικών στην Εκκλησία να τεθούν όσο το δυνατόν πλήρως στην υπηρεσία του Κυρίου για την οικοδόμηση της Βασιλείας του...»
  Το παραπάνω κείμενο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς βάζει όλους, άνδρες και γυναίκες, μπροστά στις ευθύνες τους. Δεν θα πρέπει οι άνδρες να ξεχνάνε ότι το πρότυπο της ανθρώπινης ακεραιότητας, στο οποίο αποβλέπουν όλοι, είναι μια γυναίκα, αφού χάρη σ’ αυτήν τη γυναίκα ήρθε ο Θεός στον κόσμο. Και δεν θα πρέπει οι γυναίκες να ξεχνάνε πως το ότι αναστήθηκε ο Χριστός το έμαθε ο κόσμος από τρεις γυναίκες, γεγονός που τις επιφορτίζει με ένα πρόσθετο καθήκον, να επανακτήσουν τη θέση στην οποία ο ίδιος ο Θεός τις τοποθέτησε την ημέρα της ανάστασης, ως μάρτυρες της αναστάσεως, σημάδια της αρχής του καινούργιου κόσμου του Θεού. Όταν κάθε μορφής διάκριση καταργηθεί, τότε όλοι θα βεβαιωθούν ότι ο Χριστός πραγματικά αναστήθηκε, τότε θα έχει γίνει άλλο ένα μεγάλο βήμα προς τη Βασιλεία του Θεού.

Σάββατο, Απριλίου 27, 2013

Κυριακή των Βαίων Η εκπλήρωση των προφητειών του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου,


Το γεγονός, που σύμφωνα με τη λειτουργική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σηματοδοτεί την έναρξη της Μεγάλης Εβδομάδας, η θριαμβευτική είσοδος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, συνιστά το τέλος μιας μακράς ιστορίας, έξι περίπου αιώνων. Ήταν τέλη του 587 π.Χ. όταν τα στρατεύματα του Ναβουχοδονόσορα, βασιλιά της κοσμοκράτειρας τότε Βαβυλώνας, καταλάμβαναν για δεύτερη φορά την πρωτεύουσα του αδύναμου, μικρού και υποτελούς ήδη βασιλείου του Ιούδα, την Ιερουσαλήμ. Σφαγές, λεηλασίες και εξορία ήταν, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, τα επακόλουθα της άλωσης. Τα τείχη της πόλης και τα σημαντικότερα κτήριά της κείτονταν σε ερείπια· ο ίδιος ο περίφημος ναός του Σολομώντα, μάρτυρας ενός άλλοτε λαμπρού παρελθόντος, πυρπολημένος και κατεστραμμένος· τα σκεύη του ναού, και το ιερότερο όλων η Κιβωτός της Διαθήκης, λάφυρα στα χέρια των εχθρών. Όμως δεν είναι αυτά που κυρίως απασχολούν τους αιχμάλωτους στη Μεσοποταμία Ιουδαίους. Το μυαλό τους το τυραννάει μια άλλη, πολύ πιο βασανιστική σκέψη· η σκέψη ότι ο Θεός τους εγκατέλειψε. Αυτός ο Θεός που τους έβγαλε από την Αίγυπτο με τόσο θαυμαστό τρόπο, που τους οδήγησε μέσα από την έρημο όπου τους φρόντιζε και τους προστάτευε, που τους χάρισε τη χώρα όπου τόσα χρόνια κατοικούσαν ευτυχισμένοι, αυτός ο Θεός, ο Θεός τους, δεν είναι πια μαζί τους. Η αμφιβολία για την παρουσία του Θεού ανάμεσά τους έγινε παράπονο και το παράπονο τραγούδι:
  Στης Βαβυλώνας τα ποτάμια,
  εκεί καθίσαμε και κλάψαμε, ...
  πώς του Κυρίου την ωδή
  σε ξένη γη να ψάλλουμε; (Ψαλ 136:1-4)
  Τρέχουν στους προφήτες που επέζησαν και τους ρωτούν γεμάτοι αγωνία. Και η απάντηση των προφητών είναι ομόφωνη: “Δεν εγκατέλειψε ο Θεός τον λαό του, αλλά ο λαός εγκατέλειψε τον Θεό του”. Αιώνες ολόκληρους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι προφήτες προειδοποιούσαν για την καταστροφή που έρχεται εξαιτίας της απομάκρυνσης του λαού από τον Θεό του. Όμως ο λαός, μεθυσμένος από την ευημερία που του πρόσφεραν οι ευεργεσίες του Θεού, δεν άκουγε. Έμαθε να εμπιστεύεται τα όπλα του, τη στρατιωτική του δύναμη, τις συμμαχίες με τις μεγάλες δυνάμεις και τα διπλωματικά παιχνίδια στην εξωτερική πολιτική.
  Αλλά η απάντηση των προφητών δεν εξαντλείται στην κριτική για τα λάθη που έγιναν στο παρελθόν και οδήγησαν στην καταστροφή. Βεβαιώνουν ότι ο Θεός θα δώσει άλλη μια ευκαιρία στον λαό του και μέσω αυτού σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ένας νέος ηγέτης θα γεννηθεί, ο οποίος δεν θα στηρίζει την εξουσία του στη βία και στην καταπίεση όπως οι ηγεμόνες της εποχής, αλλά θα φέρει φως και χαρά σ’ όλους τους λαούς της γης. Η πρώτη από τις προφητείες αυτές βρίσκεται στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα (9:2-7):
  Λαέ που πορεύεσαι στο σκοτάδι,
  φως δείτε λαμπρό·
  εσείς οι κάτοικοι της χώρας όπου κυριαρχεί ο θάνατος,
  πάνω σας φως θα λάμψει.
  … μπροστά σου, Κύριε,  θα χαρούν,
  όπως αυτοί που χαίρονται στον θερισμό …
  Γιατί αφαιρέθηκε ο ζυγός που ήταν πάνω τους
  και το ραβδί που χτύπαγε τη ράχη τους …
  Γιατί για χάρη μας γεννήθηκε ένα παιδί,
  μας δόθηκε ένας γιος …
  Μεγάλη θα είναι η εξουσία του,
  και η ειρήνη του δεν θα έχει τέλος·
  θα καθίσει στον θρόνο του Δαυίδ,
  θα αποκαταστήσει τη βασιλεία του,
  και θα φροντίσει γι’ αυτήν με δίκαιη κρίση και δικαιοσύνη ...
  Στο ίδιο βιβλίο περιέχεται και η δεύτερη προφητεία. Ο αναμενόμενος ηγέτης θα κατάγεται από τη γενιά του Δαβίδ, θα καθοδηγείται από το Πνεύμα του Θεού, θα έχει σοφία και σύνεση, ορθή κρίση και δύναμη, γνώση και ευσέβεια, ώστε να επιβάλει τη δικαιοσύνη συντρίβοντας τη βία και την καταπίεση, όχι όμως με τη δύναμη του σκήπτρου του, αλλά με τη δύναμη του λόγου του (Πρβλ Ησα 11:1-9). Από τη μικρή και άσημη Βηθλεέμ θα κατάγεται, σύμφωνα με μια άλλη προφητεία που σώζεται στο βιβλίο του προφήτη Μιχαία (5:1-5), ο μελλοντικός αυτός ηγέτης, όμως η φήμη του θα φτάσει στα πέρατα της γης και η ειρήνη που θα επιβάλει θα είναι παγκόσμια. Και όσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότερο αποσαφηνίζεται η μορφή του αναμενόμενου ηγέτη. Η μια μετά την άλλη οι προφητείες προσθέτουν και νέα χαρακτηριστικά του, ώστε ο λαός να τον αναγνωρίσει όταν έρθει. Η τελευταία από τις προφητείες αυτές βρίσκεται στο βιβλίο του προφήτη Ζαχαρία (9:9):
  Χαρά μεγάλη νιώσε, πόλη της Σιών!
  Διακήρυξέ το, πόλη της Ιερουσαλήμ!
  Νά τος ο βασιλιάς σου, έρχεται σ’ εσένα·
  αυτός που είναι δίκαιος και σώζει,
  πράος και καθισμένος πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι,
  σ’ ένα νεαρό πουλάρι.
  Οι προφητείες αυτές ζέσταιναν τις καρδιές του λαού, ανανέωναν τις ελπίδες του και τον στήριζαν για να αντέξει τις δοκιμασίες. Όμως τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολύ σκληρά. Τη βαβυλωνιακή κατοχή διαδέχτηκε η περσική, και αυτήν η ελληνική, και ύστερα η ρωμαϊκή. Οι ελπίδες, βέβαια, δεν έσβησαν, άλλαξαν όμως αρκετά ως προς το περιεχόμενό τους. Η μακροχρόνια καταπίεση άλλαξε τη μορφή του αναμενόμενου ηγέτη και του ρόλου του. Η δικαιοσύνη που θα φέρει κατανοείται πλέον ως εκδίκηση και το όραμα της ειρήνης αντικαταστάθηκε από την ελπίδα της απελευθέρωσης από τον ρωμαϊκό ζυγό. Έτσι, ο ειρηνικός και δίκαιος παγκόσμιος βασιλιάς έγινε στη φαντασία του λαού ένας βίαιος και ανελέητος τοπικός επαναστάτης.
  Έτσι εξηγείται η αντίφαση ανάμεσα στη σκηνή που περιγράφει στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Βαΐων με εκείνες που θα ακολουθήσουν στα αναγνώσματα των επόμενων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας. Τρία χρόνια παρακολουθούσε ο λαός τα λόγια και τα έργα του Ιησού. Όλα τα σημάδια έδειχναν ότι αυτός είναι ο αναμενόμενος. Και όταν και το τελευταίο σημάδι ήρθε -η είσοδος στην Ιερουσαλήμ πάνω σε γαϊδουράκι- δεν είχε πια αμφιβολίες. Πήραν κλαδιά φοινικιάς και βγήκαν να υποδεχτούν τον νέο ηγέτη:
    Ωσαννά!
  Ευλογημένος εσύ που έρχεσαι σταλμένος απ’ τον Κύριο,
  βασιλιά του Ισραήλ!
Όμως ο Ιησούς τους απογοήτευσε. Αυτός δεν ήρθε να χύσει το αίμα των εχθρών αλλά το δικό του αίμα, και, μάλιστα, για χάρη των εχθρών. Δεν ήρθε να επιβάλει την εξουσία του, αλλά να υπηρετήσει. Δεν ήρθε να ιδρύσει ένα καινούργιο βασίλειο, αλλά μια παγκόσμια κοινότητα, την Εκκλησία, μέσα στην οποία όλοι οι λαοί θα ζουν αδελφωμένοι και θα αγωνίζονται για την πραγμάτωση της Βασιλείας του Θεού. Όπως ακριβώς τον είχαν περιγράψει οι προφήτες, ήρθε να κηρύξει την ειρήνη και τη δικαιοσύνη, αλλά μια ειρήνη που δεν εξαντλείται στην επιφανειακή ηρεμία της απουσίας πολέμου, ούτε μπορεί να συνυπάρξει με την εκμετάλλευση των ισχυρών, την απληστία των πλουσίων, την αυθαιρεσία των μεγάλων. Μια ειρήνη, που δεν ανέχεται να πεθαίνουν χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά από την πείνα, να καταπιέζονται και να δολοφονούνται. Μια ειρήνη, που μόνον τότε θα εδραιωθεί όταν όλοι οι άνθρωποι βρουν νόημα ζωής και καταξιώσουν την ύπαρξή τους. Αλλά αυτό προϋποθέτει ότι οι χριστιανοί είναι έτοιμοι να μιμηθούν τον δάσκαλό τους, να αγωνιστούν για τη συμφιλίωση των ανθρώπων, να περάσουν από τον χώρο του ατομισμού και του συμφέροντος στο χώρο της κοινωνικότητας και της αλληλεγγύης. Το χριστιανικό ήθος βρίσκεται στους αντίποδες της βίας, καταλύει κάθε προσπάθεια επιβολής πάνω στον άλλο, ξέρει ότι το καλό δεν μπορεί να επιτευχθεί με ανεπίτρεπτα μέσα, γιατί τότε παύει να είναι πια καλό. Στην ειρήνη που επαγγέλλεται ο Χριστός δεν χωρούν ανταγωνισμοί, γιατί οι άνθρωποι
  Θα μετατρέψουν τα σπαθιά σε άροτρα,
  τα δόρατα σε δρεπάνια ...
  και δεν θα ξαναμάθουν πια να πολεμούν,
όπως είχε οραματιστεί ο προφήτης Μιχαίας (4:3).
  Ναι, ο Ιησούς μπήκε στην Ιερουσαλήμ σαν βασιλιάς. Ο θρόνος του όμως ήταν ο σταυρός. Και αυτήν την “εξουσία” κληροδότησε στους χριστιανούς: Να πραγματώσουν με τη θυσία τους την ειρήνη που εξήγγειλε.

Σάββατο, Απριλίου 20, 2013

Ο αληθινά πρώτος... Ε΄ Κυριακή των Νηστειών: Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας του Καθ.Μιλτιάδη Κωνσταντίνου,


Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Ε´ Κυριακής των Νηστειών από τοΚατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιον (ι΄ 32β-45) παρουσιάζει, όπως και εκείνο της προηγούμενης Κυριακής (Μαρ θ´ 17-31), άλλη μια προσωπική συζήτηση ανάμεσα στον Ιησού και στους μαθητές του. Θέμα της συζήτησης στο ανάγνωσμα της περασμένης Κυριακής ήταν η δυνατότητα του ανθρώπου να νικήσει το κακό. Θέμα της παρούσας περικοπής η δυνατότητα του ανθρώπου να πετύχει στη ζωή του και να αναδειχτεί πρώτος στον χώρο που δραστηριοποιείται. Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο συζητήσεων η σύντομη και γριφώδης απάντηση του Ιησού στους προβληματισμούς των μαθητών του. Αλλά, αν η πρότασή του ότι ο μόνος τρόπος για να νικηθεί το κακό είναι η προσευχή και η νηστεία εξέπληξε τους μαθητές, η συμβουλή που τους δίνει για επιτυχία στη ζωή αναμφίβολα θα τους άφησε άναυδους.
  Η συζήτηση διεξάγεται καθ’ οδόν προς την Ιερουσαλήμ, όπου ο Ιησούς πρόκειται να τερματίσει την επίγεια δράση του με το φρικτό μαρτύριό του. Επιχειρεί, λοιπόν, να προετοιμάσει τους μαθητές του, προαναγγέλλοντάς τους, για τρίτη μάλιστα φορά, όσα θα του συμβούν, ώστε να είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν με την ανάλογη ψυχραιμία την πρόκληση που θα βιώσουν. Οι μαθητές όμως συμπεριφέρονται σαν να μην ακούν ή σαν να μη καταλαβαίνουν την κρισιμότητα της κατάστασης που θα αντιμετωπίσουν σε λίγο. Βέβαιοι ότι ο Ιησούς, παρά τα όσα λέει, βαδίζει προς τον τελικό του θρίαμβο και ότι σύντομα θα ανακηρυχτεί βασιλιάς στην Ιερουσαλήμ, καταστρώνουν τα δικά τους σχέδια. Δύο, μάλιστα, απ’ αυτούς, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, γιοι του Ζεβεδαίου, κατορθώνουν να τον ξεμοναχιάσουν και του ζητούν χωρίς περιστροφές να τους δώσει τις πιο τιμητικές θέσεις:
  «Όταν θα εγκαθιδρύσεις την ένδοξη βασιλεία σου, βάλε μας να καθίσουμε ο ένας
 στα δεξιά σου κι ο άλλος στα αριστερά σου»
του λένε. Ο Ιησούς προσπαθεί να τους συνετίσει, υπενθυμίζοντάς τους ότι αυτό που ζητούν απαιτεί υπερβολικές θυσίες από την πλευρά τους:
  «Μπορείτε να πιείτε το πικρό ποτήρι που θα πιω εγώ»
τους ρωτάει
  «ή να υποστείτε το βάπτισμα που θα υποστώ εγώ;»
Όμως εκείνοι, ενθαρρυμένοι προφανώς από το γεγονός ότι ο Ιησούς δέχτηκε να συζητήσει το αίτημά τους, βιάζονται να δηλώσουν έτοιμοι για όλα. Έτσι, αναγκάζεται ο Ιησούς να γίνει πιο σαφής, διατυπώνοντας μια θεμελιώδη αρχή που, αν και αποτελεί τη βάση της χριστιανικής ζωής και πνευματικότητας, δεν παύει να προκαλεί την αντίδραση όποιου την ακούει:
  «Όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει υπηρέτης σας· και
  όποιος από σας θέλει να είναι πρώτος πρέπει να γίνει δούλος όλων».
  Η αντίδραση προκύπτει από τον εντελώς διαφορετικό τρόπο προσέγγισης του ζητήματος από τον Ιησού και τους μαθητές του. Εκείνοι ρωτούν με όρους εγκόσμιας κυριαρχίας και ο Χριστός τους απαντάει μεσα από την προοπτική της Βασιλείας, όπου κάθε κυριαρχία παύει να έχει νόημα. Ο Χριστός καλεί τους μαθητές του σε έναν δρόμο αγάπης· της αγάπης που αυτός ο ίδιος φανερώνει για τον κόσμο, αποδεχόμενος τον σταυρικό του θάνατο. Μόνο μέσα από την αγάπη του Χριστού μπορεί κανείς να νικήσει την επιθυμια του για πρωτιά με τους όρους της επίγειας επιτυχίας. Μόνο η αγάπη υποχωρεί και αφήνει χώρο στον άλλον.
  Όπως και στην περικοπή που ακούστηκε την προηγούμενη Κυριακή, ο ευαγγελιστής δεν δίνει πληροφορίες για το πώς οι μαθητές κατανόησαν την πρόταση του Ιησού. Είναι άλλωστε τόσο ρηξικέλευθη και ανατρεπτική η πρόταση αυτή, που, ενώ προτείνεται ως γενική αρχή ζωής, προϋποθέτει εντελώς προσωπική και ξεχωριστή για τον καθένα αποδοχή και τοποθέτηση απέναντι σ’ αυτήν. Όπως συμβαίνει με όλες τις προτάσεις ζωής, δεν υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί η αλήθεια τους με λογικά επιχειρήματα, παρά μόνο με την εμπειρία. Εμπιστεύεται κανείς τον Ιησού και αποφασίζει να θεμελιώσει τη ζωή του σε εντελώς άλλες βάσεις ή δεν τον εμπιστεύεται και επιλέγει δικούς του δρόμους. Μόνον όταν θυσιάσει κανείς κάτι, μπορεί στη συνέχεια να αξιολογήσει αν άξιζε να το κάνει.
  Ίσως αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία επέλξε αυτήν ακριβώς την Κυριακή και σε συνδυασμό με αυτήν την ευαγγελική περικοπή να προβάλει τη μορφή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μιας γυναίκας που με τις επιλογές της απέδειξε δύο πράγματα· ότι μπορεί κανείς να αλλάξει ριζικά τη ζωή του και ότι την αξία αυτής της αλλαγής μόνον ο ίδιος μπορεί να εκτιμήσει πραγματικά. Σύμφωνα με το συναξάρι της η Μαρία ήταν μια δραστήρια και πετυχημένη πόρνη από την Αλεξάνδρεια. Κάποτε πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου πίστευε ότι θα εύρισκε περισσότερη πελατεία μεταξύ των προσκυνητών. Μπροστά στον ναό του Παναγίου Τάφου όμως μεταστράφηκε στον χριστιανισμό. Η αλλαγή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η Μαρία έπρεπε να παλαίψει με τον εαυτό της για 46 ολόκληρα χρόνια, ώσπου να συνατήσει τον ερημίτη Ζωσημά, στον οποίο εξομολογήθηκε και από τον οποίο ζήτησε να της μεταφέρει από το μοναστήρι του τη θεία ευχαριστία για να κοινωνήσει. Όταν η επιθυμία της εκπληρώθηκε, η Μαρία πέθανε.
  Ίσως κάποιοι θεωρήσουν άσκοπη τη θυσία της Μαρίας. Αυτή όμως, σύμφωνα με το σημείωμα που άφησε για τον Ζωσημά, γραμμένο με το δάχτυλό της πάνω στο χώμα της ερήμου, πέθανε ευτυχισμένη. Η ιστορία της πιστοποιεί πως μόνον εκείνος που αποφασίζει να κάνει επιλογές στη ζωή του μπορεί να εκτιμήσει την ορθότητα ή μη των επιλογών του. Η εβδομάδα που ακολουθεί είναι η τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι ο πιο κατάλληλος καιρός για να κοιτάξει κανείς βαθιά μέσα του και να πάρει τις δικές του, αυστηρά προσωπικές, αποφάσεις, για το πώς θα χειριστεί τη ζωή του. Αν θα εμπιστευτεί πραγματικά τον Ιησού Χριστό και θα αποφασίσει να τον ακολουθήσει στ’ αλήθεια, κάνοντας κάτι ριζοσπαστικό ή αν θα περιοριστεί σε μια μίζερη θρησκευτικότητα.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2013

Αν ο Ιησούς ήταν Φαρισαίος... (Ματ 15:21-28) του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου,


Καθηγητή στο Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ.
Σκληρό και άκαρδο παρουσιάζει η ευαγγελική περικοπή Ματ 15:21-28 τον Ιησού. Ακολουθούμενος από τους μαθητές του πηγαίνει στην περιοχή της Τύρου και Σιδώνας, μια περιοχή της Χαναάν, στον σημερινό νότιο Λίβανο, όπου κατοικούσαν ειδωλολάτρες, τους οποίους οι Ισραηλίτες θεωρούσαν εχθρούς τους. Μια δυστυχισμένη γυναίκα της περιοχής τον παρακαλεί να τη βοηθήσει: «Ελέησέ με, Κύριε, Γιε του Δαβίδ·  η θυγατέρα μου βασανίζεται από δαιμόνιο». Αλλά αυτός κάνει πως δεν ακούει. Η γυναίκα φωνάζει, αλλά αυτός μένει ασυγκίνητος, τόσο που προκαλεί την αντίδραση των μαθητών του: «Διώξε την», του λένε, «γιατί μας ακολουθεί και φωνάζει». Ο Ιησούς, εντούτοις, παραμένει αδιάφορος και δηλώνει “αναρμόδιος”: «Η αποστολή μου περιορίζεται μόνο στους πλανημένους Ισραηλίτες», λέει. Όμως η γυναίκα επιμένει. Τρέχει, τον προφταίνει, πέφτει στα πόδια του και τον παρακαλεί: «Κύριε βοήθησέ με». Αλλά και η σκληρότητα του Ιησού φτάνει στο αποκορύφωμά της. Προσπαθεί να την ξεφορτωθεί με τα πιο προσβλητικά λόγια: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά», της λέει.
  Η περικοπή αυτή δίνει μια εικόνα του Ιησού εντελώς διαφορετική από την συνήθη. Δεν είναι πια ο καλοκάγαθος δάσκαλος, που συμμερίζεται τα βάσανα των συνανθρώπων του, λυπάται για τη δυστυχία τους και σπεύδει πρόθυμα όπου τον καλούν, για να προσφέρει τη βοήθειά του· ψωμί για τους πεινασμένους, φως για τους τυφλούς, υγεία για τους αρρώστους, χαρά για όλους. Αντίθετα, εμφανίζεται σαν ένας σκληρόκαρδος φαρισαίος, ένας υπερφίαλος εθνικιστής, που καμαρώνει για την καταγωγή του και περιφρονεί όλους τους άλλους.
  Η περίεργη στάση του Ιησού φαίνεται δυσερμήνευτη. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι ήθελε να δοκιμάσει την πίστη της γυναίκας, αλλά και πάλι δεν δικαιολογείται τόσο σκληρή συμπεριφορά. Αρκούσε να την ρωτήσει αν πιστεύει, όπως έκανε σε τόσες άλλες περιπτώσεις. Άλλωστε η γυναίκα δήλωσε από την πρώτη στιγμή την πίστη της στη δύναμη του Ιησού, αφού τον αποκάλεσε “Κύριο”, δηλαδή Θεό και “Γιο του Δαβίδ”, δηλαδή εντολοδόχο του Θεού, Μεσσία. Άρα κάποιον άλλο στόχο είχε η σκληρότητα του Ιησού. Για να εκτιμηθεί η στάση του στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα όσα προηγήθηκαν του επεισοδίου που περιγράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος.
  Ο Ιησούς βρισκόταν λίγο πριν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου συνάντησε την περιφρόνηση και την απιστία των συμπατριωτών του (Ματ 13:53-58). Την ίδια απιστία συνάντησε νωρίτερα και στην ευρύτερη περιοχή της Γαλιλαίας, παρά τα θαύματα που έκανε, ώστε να πει στους συμπατριώτες του με παράπονο: «Αν γινόταν στην Τύρο και στη Σιδώνα όσα θαύματα έγιναν σ’ εσάς, οι κάτοικοί τους θα είχαν μετανοήσει από καιρό … Γι’ αυτό σας βεβαιώνω πως ο Θεός θα δείξει μεγαλύτερη επιείκεια την ημέρα της κρίσεως για την Τύρο και την Σιδώνα παρά για σας.» (Ματ 11:21-22). Αφορμή όμως για τη φυγή στην περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας φαίνεται να έδωσε μια διαφωνία του Ιησού με τους φαρισαίους (Ματ 15:1-20), στην οποία οι μαθητές του δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη θέση του και μάλιστα έσπευσαν να του επισημάνουν ότι «Ξέρεις πως οι Φαρισαίοι σκανδαλίστηκαν μ’ αυτά τα λόγια που άκουσαν;» (Ματ 15:12). Έτσι, τους παίρνει μαζί του και πηγαίνουν στην Φοινίκη, όπου συμπεριφέρεται σαν πραγματικός φαρισαίος. Θέλει με τη στάση του αυτή να δείξει πόσο απάνθρωπες και άδικες μπορούν να αποδειχτούν συμπεριφορές που πολλές φορές φαντάζουν θεάρεστες.
  Οι Ιουδαίοι είχαν αναπτύξει από αιώνες την πεποίθηση ότι είναι ο εκλεκτός λαός του Θεού. Στους χρόνους του Ιησού η πίστη αυτή είχε οδηγήσει ορισμένους κύκλους στην περιφρόνηση όλων των άλλων λαών, τους οποίους θεωρούσαν ακάθαρτους και προορισμένους για την καταστροφή. Πίστευαν ακόμη ότι η περιφρόνηση αυτή ήταν σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, αφού θεωρούσαν τον Θεό υποχρεωμένο να παίρνει το μέρος τους. Η σκληρή, λοιπόν, στάση του Ιησού δεν στρεφόταν κατά της δυστυχισμένης εκείνης γυναίκας, αλλά κατά των αντιλήψεων αυτών, οι οποίες φαίνονταν ελκυστικές ακόμη και στους μαθητές του.
  Στρέφεται όμως και ενάντια σε ανάλογες αντιλήψεις που έχουν αναπτύξει και σήμερα διάφορες ομάδες χριστιανών. Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι χριστιανοί που, βέβαιοι για τη δική τους σωτηρία, αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση όσους δεν τελούν με την ίδια επιμέλεια τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που, όταν νηστεύουν, κατακρίνουν όσους δεν κάνουν το ίδιο ή, όταν πηγαίνουν στην εκκλησία, σκέφτονται επιτιμητικά για όσους δεν εκκλησιάζονται. Τέλος, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ως Έλληνες και ως χριστιανοί ορθόδοξοι είναι προικισμένοι με ιδιαίτερα προνόμια από τον Θεό, ότι ο Θεός είναι δικός τους και σχεδόν υποχρεωμένος να τους υποστηρίζει. Απέναντι σ’ αυτές τις βεβαιότητες ο Χριστός απαντά μέσα από τη σύντομη αυτή ευαγγελική περικοπή ότι ο Θεός δεν δεσμεύεται ούτε από την καταγωγή, αλλά ούτε ακόμη και από τις τελετές που του προσφέρουν οι άνθρωποι. Το ότι κάποτε κάποιος βαφτίστηκε και το ότι δηλώνει χριστιανός δεν αποτελεί εγγύηση για τη σωτηρία του αν δεν καλλιεργεί την πίστη. Και η καλλιέργεια της πίστης δεν επιτυγχάνεται με μια τυπική επίσκεψη στην εκκλησία, έτσι για να τα έχει κανείς καλά και με τον Θεό, αλλά με συνεχή αγώνα και καθημερινή προσπάθεια αναγνώρισης του θελήματός του και ανταπόκρισης σ’ αυτό. Η Χαναναία της περικοπής ανήκε σε διαφορετική από τους Ιουδαίους φυλή και είχε άλλη θρησκεία. Με την πίστη της όμως στο μήνυμα του Ιησού κατόρθωσε να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που έθετε η εθνική και θρησκευτική εχθρότητα και να κερδίσει τελικά τη θεραπεία της κόρης της.
  Μόνο μια τέτοια πίστη και ένας τέτοιος αγώνας μπορεί να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που κρατούν μέχρι σήμερα χωρισμένους τους ανθρώπους, ακόμη και τους χριστιανούς μεταξύ τους. Μόνον όταν οι χριστιανοί φτάσουν σε τέτοια επίπεδα πίστης, ώστε να μη ξεχωρίζουν τους ανθρώπους με βάση το χρώμα τους, την καταγωγή τους, το φύλλο τους, ακόμη και τη θρησκεία τους, θα μπορούν να ελπίζουν με βεβαιότητα ότι έχουν κάνει ένα μεγάλο βήμα προς την πραγμάτωση της Βασιλείας του Θεού

Σάββατο, Φεβρουαρίου 02, 2013

Δύο οριακές συναντήσεις του Καθ.Μιλτιάδη Κωνσταντίνου,


Εβρ 7:7-17: Ο Ιησούς Χριστός ως νέος Μελχισεδέκ
Η ανάμνηση μιας συνάντησης αποτελεί το περιεχόμενο της γιορτής της Υπαπαντής, που σύμφωνα με το λειτουργικό τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας γιορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου κάθε έτους. Μιας συνάντησης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί οριακή, καθώς το ένα από τα πρόσωπα που μετέχουν σ’ αυτήν βρίσκεται στο τέλος της ζωής του, ενώ το άλλο μόλις στην αρχή της. Από τη μια μεριά στέκεται ένας γέρος ιουδαίος ιερέας, ο Συμεών, και από την άλλη ο νεογέννητος, μόλις ολίγων ημερών, Ιησούς. Η συνάντηση γίνεται στα Ιεροσόλυμα, στον περίφημο μεγαλοπρεπή Ναό που ο βασιλιάς Ηρώδης έχτισε στη θέση του παλιού ναού του Σολομώντα, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία πήγαν εκεί, για να προσφέρουν τις προβλεπόμενες από τον ιουδαϊκό Νόμο θυσίες για τη γέννηση του παιδιού τους.
Όμως δεν είναι ούτε η διαφορά της ηλικίας των προσώπων που συναντιούνται ούτε ο τόπος αυτά που καθιστούν τη συγκεκριμένη συνάντηση αξιομνημόνευτη για δυο χιλιάδες χρόνια τώρα. Η ιδιαιτερότητα της συνάντησης ανάμεσα στον Συμεών και στον Ιησού βρίσκεται σ’ αυτό που τα δύο πρόσωπα αντιπροσωπεύουν. Πρόκειται στην πραγματικότητα για τη συνάντηση δύο κόσμων· ενός παλιού που σβήνει και χάνεται και ενός καινούργιου που μόλις ανατέλλει.
Ο Συμεών αντιπροσωπεύει τον πρώτο, τον παλιό κόσμο. Είναι εκπρόσωπος ενός λαού που για αιώνες ζέσταινε μέσα στην καρδιά του την ελπίδα της έλευσης ενός λυτρωτή. Με όπλο την ελπίδα αυτήν έδωσε άπειρους αγώνες, ξεπέρασε ανυπέρβλητα εμπόδια, τα έβαλε με πανίσχυρες αυτοκρατορίες, πολέμησε με τους Αιγυπτίους, τους Ασσυρίους, τους Βαβυλωνίους, τους Πέρσες, τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα, οι συνεχείς απογοητεύσεις, η μακρόχρονη αναμονή και υπομονή τον κούρασαν, τον εξουθένωσαν. Έφτασε στα όριά του και, καθώς δεν είχε άλλο κουράγιο για νέα οράματα και νέες προσδοκίες, πέρασε στη συντήρηση. Το όραμα του αναμενόμενου λυτρωτή δεν έσβησε, βέβαια, αλλά ξεθώριασε, αλλοιώθηκε, φτήνυνε. Και μαζί μ’ αυτό φτήνυνε και η εικόνα του λυτρωτή· ο παγκόσμιος βασιλιάς της ειρήνης και της δικαιοσύνης μετατράπηκε σε έναν τοπικό αρχηγό, που θα επαναστατήσει κατά των Ρωμαίων και θα απαλλάξει τον λαό του από τη μιζέρια της σκλαβιάς και της αβάσταχτης ρωμαϊκής φορολογίας. Έτσι, τώρα που έφτασε ο καιρός για να γίνει το παλιό όραμα πραγματικότητα, τώρα που επιτέλους ο αναμενόμενος λυτρωτής ήρθε, μόνον ένας γέρος απέμεινε που να είναι σε θέση να τον αναγνωρίσει και να τον υποδεχτεί.
Το αποστολικό ανάγνωσμα της γιορτής προέρχεται από την Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολὴ και είναι ένα απόσπασμα από την επιχειρηματολογία του αποστόλου που προσπαθεί να αποδείξει ότι η ιερωσύνη του Ιησού είναι ανώτερη από την ιουδαϊκή ιερωσύνη. Για τον λόγο αυτόν υπενθυμίζει στους αναγνώστες του το επεισόδιο της συνάντησης του προπάτορά τους Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ. Σύμφωνα με τη σχετική αφήγηση του βιβλίου της Γενέσεως, επιστρέφοντας ο Αβραάμ από μια νικηφόρα μάχη, πέρασε από την Ιερουσαλήμ, στην οποία τότε κατοικούσε μια χανανιτική φυλή, οι Ιεβουσαίοι. Έξω από την πόλη συνάντησε τον βασιλιά της, τον Μελχισεδέκ, ο οποίος ήταν και ιερέας της πόλης. Ο Μελχισεδέκ πρόσφερε στον Αβραάμ κρασί και ψωμί και ο Αβραάμ του έδωσε το ένα δέκατο από τα λάφυρα που είχε πάρει από τη μάχη[1]. Ξεκινώντας ο απόστολος από τη λογική παραδοχή ότι: «αυτός που ευλογεί είναι αναντίρρητα ανώτερος απ’ αυτόν που ευλογείται», και εφαρμόζοντας την ερμηνευτική μέθοδο της εποχής του καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αφού ο Αβραάμ ευλογήθηκε από τον Μελχισεδέκ, ευλογήθηκε μέσα από ατόν και ο απόγονός του ο Ααρών, ο πρώτος αρχιερέας των Ισραηλιτών. Κατά συνέπεια ο Μελχισεδέκ είναι ανώτερος από τον Ααρών. Ο λόγος για τον οποίο το συγκεκριμένο κείμενο διαβάζεται κατά τη γιορτή της Υπαπαντής είναι ότι αναφέρεται στο όραμα του παλιού λαού του Θεού για το οποίο έγινε λόγος παραπάνω.
Με το απόσπασμα αυτο ο απόστολος προσπαθεί να αναστήσει για τους συμπατριώτες του το παλιό όραμα. Προσπαθεί να τους θυμίσει πώς ξεκίνησε αυτή η ελπίδα. Τους ζητάει να στρέψουν τη σκέψη τους δυο χιλιάδες χρόνια πίσω, στην εποχή του προπάτορά τους, του Αβραάμ και στη συνάντησή του με τον Μελχισεδέκ. Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια· οι απόγονοι του Αβραάμ έγιναν μεγάλος λαός, ο Θεός τους χάρισε γη, τους προστάτεψε από τους εχθρούς τους, τους έδωσε νόμο που θα ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις και τους όρισε ιερατείο για να τον λατρεύουν. Όμως εκείνο το περίεργο επεισόδιο, εκείνη η συνάντηση του Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ δεν ξεχάστηκε. Ο λαός του Θεού γνώριζε ότι και ο Νόμος του και το ιερατείο του δεν ήταν αιώνια, αλλά μέσα που θα τον προετοίμαζαν για τη μεγάλη συνάντηση με τον πραγματικά αιώνιο αρχιερέα. Ο Μελχισεδέκ έγινε σύμβολο αυτού του αναμενόμενου αρχιερέα, και η αναμονή αυτή έγινε ύμνος που τον έψελναν στον ναό τους:
  Είπε στον Κύριό μου ο Κύριος:
  “Κάθισε στα δεξιά μου
  ώσπου να υποτάξω τους εχθρούς σου
  κάτω απ’ την εξουσία σου”.
  Απ’ τη Σιών θα στείλει ο Κύριος
  της εξουσίας σου το σκήπτρο·
  δέσποζε στους εχθρούς σου ανάμεσα.
  Σ’ ακολουθεί ο λαός σου εθελοντικά,
  όταν τους προσκαλείς
  ν΄ αγωνιστούνε.
  Ομορφοστόλιστα σαν να ’ταν για την άγια γιορτή,
  δροσάτα καθώς της αυγής τ’ αγιάζι,
  τα παλικάρια σου τριγύρω σου συνάζονται.
  Ο Κύριος τ’ ορκίστηκε
  και δεν θ’ αλλάξει γνώμη:
  Εσύ είσαι ιερέας για πάντα
  όπως ο Μελχισεδέκ[2].
Αυτά προσπαθεί ο απόστολος να θυμίσει στους συμπατριώτες του Εβραίους. Όμως τα δυο χιλιάδες χρόνια που πέρασαν από τη συνάντηση Αβραάμ και Μελχισεδέκ μέχρι τη συνάντηση Συμεών και Ιησού αποδείχτηκαν πάρα πολλά· το όραμα είχε πια σχεδόν πεθάνει.
Σήμερα ο νέος λαός του Θεού ζει σε μιαν ανάλογη εποχή. Έχουν περάσει και πάλι δυο χιλιάδες χρόνια. Ο νέος Ισραήλ, η Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός, πέρασε αντίστοιχες με τον παλιό καταστάσεις. Τα έβαλε κι αυτός με αυτοκρατορίες, πάλεψε με χίλιες δυο αντιξοότητες, έκανε κι αυτός ιερατείο και περικαλλείς ναούς για να λατρέψει τον Θεό του. Όπλο του στους αγώνες αυτούς ήταν ένα καινούργιο όραμα· η Βασιλεία του Θεού, ένας καινούργιος κόσμος, όπου θα βασιλεύει η αγάπη, η ειρήνη και η δικαιοσύνη.
Έτσι, τώρα καλείται η Εκκλησία να απαντήσεις στο ερώτημα· πόσο ζωντανό είναι ακόμη αυτό το όραμα; Μήπως τα δυο χιλιάδες χρόνια χριστιανισμού την κούρασαν; Μήπως εγκατέλειψε τον αγώνα και πέρασε στη συντήρηση; Φτήνυνε τόσο πολύ το όραμα, ώστε οι χριστιανοί να εμφανίζονται έτοιμοι να παραδοθούν στον πρώτο επίγειο “σωτήρα” που θα εμφανιστεί, διακηρύσσοντας ότι θα εγκαθιδρύσει μια “νέα τάξη πραγμάτων” στον κόσμο; Μήπως το όραμα της παγκόσμιας ειρήνης και της συναδέλφωσης όλων των λαών έδωσε τη θέση του στους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς;
Δεν είναι, βέβαια, εύκολο να δώσει κανείς μια σύντομη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της γιορτής (Λου 2:22-40) δίνει το μέτρο για μια εκτίμηση της κατάστασης. Ο γέρο - Συμεών είχε την ετοιμότητα να αναγνωρίσει τον Χριστό, έστω και ως βρέφος, γιατί είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στον σκοπό αυτό, ώστε να είναι έτοιμος την κατάλληλη στιγμή. Ο Θεός δεν εμφανίστηκε μία και μοναδική φορά στην Ιστορία. Είχε εμφανιστεί πάμπολλες φορές στο παρελθόν και εξακολουθεί να εμφανίζεται και σήμερα. Το ερώτημα είναι πάντοτε, ποιοι είναι σε θέση να τον αναγνωρίσουν. Σε πάρα πολλά σημεία του κηρύγματός του τονίζει ο Ιησούς την ανάγκη αυτής της ετοιμότητας. Ο παλιός Ισραήλ έχασε αυτήν την ετοιμότητα και μαζί της έχασε και τη σωτηρία, παρά το πλήθος των θυσιών που προσέφερε στον Ναό του. Αν από τα παραπάνω ερωτήματα προκύψει ως απάντηση ότι και οι χριστιανοί έχασαν την ετοιμότητά τους, τότε είναι μάταιες οι πανηγυρικές λειτουργίες και οι λιτανείες, μάταια τα προσκυνήματα και τα τάματα. Μόνον αν κρατηθεί ζωντανό το όραμα της Βασιλείας, μόνον αν από σήμερα κιόλας ξεκινήσει ο αγώνας για την πραγμάτωσή του, μόνον τότε μπορεί η Εκκλησία να είναι φορέας σωτηρίας για όλους τους λαούς της γης.


[1] Γεν 14:17-20
[2] Ψαλ 109:1-4

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...