Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξος Μοναχισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορθόδοξος Μοναχισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιουλίου 04, 2014

Τα αγιορείτικα διακονήματα


Στα αγιορείτικα κοινόβια τα διακονήματα αλλάζουν από την 1η του έτους έως και την 7ην αυτού. Συνήθως διαρκούν ένα έ­τος ή και περισσότερα. Αυτή η συνήθεια είναι αγιοπατερική, διότι παραδόθηκε από τον διοργανωτή του κοινοβιακού βίου στον Πόντο και στην Καππαδοκία, τον Μέγα Βασίλειο. (Στις «Ασκητικές διατάξεις» του ορίζει πώς πρέπει να πορεύεται ο αληθής μοναχός μέσα στο κοινόβιο).
Η ανάθεσις των διακονημάτων γίνεται από τον Καθηγούμενο του κοινοβίου και τους επιτρόπους, ανάλογα πάντα με τον εσωτερικό κανονισμό της Μονής. «Οι καλούμενοι διακονηταί εν ταις Μοναίς διοριζόμενοι υπό της Συνάξεως των Προϊσταμένων, βάλλοντες μετάνοιαν εις τον πολιούχον της Μονής και των προϊσταμένων προς ένδειξιν της μετ’ αφοσιώσεως εκπληρώσεως των ανατιθεμένων αυτοίς καθη­κόντων».
diakonimata1
Στα λοιπά αθωνικά καθιδρύματα δίδεται από τον Γέροντα της συνοδίας.
Πάντα λαμβάνεται υπ’ όψιν η δυνατότητα του κάθε μονα­χού, η ηλικία, η μόρφωσις κ.α. Τα διακονήματα, που έχουν σχέση με τα διοικητικά καθή­κοντα, δίδονται πάντα στους αρχαιοτέρους και προϊσταμέ­νους, γι’ αυτό ονομάζονται και προσϊταμενικά.
Συνήθως μένουν για περισσότερα χρόνια σ’ αυτά και αυτό γίνεται, για να τα καλλιεργήσουν και να τα επιμεληθούν περισσότερο ή διότι υπάρχει η ανάλογη εμπειρία. Οι νεώτεροι εις την τάξιν και ηλικίαν αναλαμβάνουν τα κοπιαστικώτερα και χειρωνακτικά διακονήματα.
diakonimata6
Δια τους αρχαρίους φροντίζεται να περάσουν από τα περισ­σότερα διακονήματα, ώστε να εξοικειωθούν με αυτά και λαμβάνοντας πείρα να γίνουν δημιουργικώτεροι και θετικότεροι παράγοντες.
Όλοι μαζί και έκαστος με τις δυνάμεις του, φροντίζουν για την καλή και εύρυθμη λειτουργία τού κοινοβίου.
diakonimata4
Ο αββάς Δωρόθεος παρομοιάζει τούς διακονητάς ως μέλη ανθρωπίνου σώματος, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν καταλαβαίνετε ότι είναι ένα σώμα όλοι και ο καθένας μέ­λος του άλλου; Εκείνοι μεν που ασχολούνται με την διοίκηση τής Μονής είναι το κεφάλι. Εκείνοι πού προσέχουν και διορθώνουν είναι τα μάτια. Όσοι ωφελούν τους άλλους με τον λόγο, είναι το στόμα. Τα αυτιά είναι εκείνοι πού κάνουν υπακοή. Τα χέρια είναι αυτοί που εργάζονται. Πόδια είναι οι αποκρισάριοι και όσοι έχουν διακονήματα. Είσαι κεφάλι; Διοίκησε. Είσαι μάτι; Πρόσεχε, κατάλαβε καλά. Είσαι στόμα; Μίλησε, ώφέλησε. Είσαι αυτί; Κάνε ύπακσή. Είσαι χέρι; Δούλεψε. Είσαι πόδι; Κάνε τo διακόνημά σου. Καθένας ας υπηρετήσει το σώμα ανάλογα με την δύναμή του».
(απόσπασμα από το βιβλίο του Ιερομονάχου Προδρόμου: «Αθωνικός Μελλισών», Τα εν Αγίω Όρει διακονήματα, εργόχειρα και εργαστήρια.)

Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2014

Ευαγγελικός Μοναχισμός (2ο Μέρος)



το Α Μέρος εδώ
Ο μετανοών μοναχός φλέγεται από τον Θείον έρωτα. Η αγάπη του Θεού συνέχει την καρδία του, ώστε να μη ζη για τον εαυτό του, αλλά για τον Θεό. Η νύμφη ψυχή του ζητά συνεχώς με πόνο και με πόθο τον νυμφίο της και δεν ησυχάζει μέχρι να ενωθή μαζύ του. Δεν αναπαύεται να αγαπά τον Θεόν ως δούλος (από φόβο) ούτε ως μισθωτός (για την ανταμοιβή του Παραδείσου)· θέλει να τον αγαπά ως υιός, δηλαδή από καθαρή αγάπη. «Ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν αγαπώ γαρ αυτόν» έλεγε ο Μέγας Αντώνιος. Όσο περισσότερο μετανοεί, τόσο αυξάνει μέσα του ο πόθος της αγάπης του Θεού και όσο αγαπά τον Θεό, τόσο μετανοεί βαθύτερα.
Τα δάκρυα της μετανοίας ανάβουν το πυρ της αγάπης. Τον πόθο του για τον Κύριο τρέφει με την προσευχή και μάλιστα την νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, την συνεχή επίκλησι του γλυκυτάτου ονόματος του Ιησού με την μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Η ευχή τον καθαρίζει και ασφαλίζει την ένωσί του με τον Χριστό.
Στην Λατρεία της Εκκλησίας ο μοναχός επίσης παραδίδεται με αγάπη στον Θεό και ο Θεός παραδίδεται σ αυτόν. Πολλές ώρες κάθε ημέρα ο μοναχός τις περνά στον Ναό λατρεύων τον αγαπώμενο Κύριο. Η μετοχή του στη Λατρεία δεν είναι «υποχρέωσι», αλλά ανάγκη της ψυχής του που διψά τον Θεό. Στα Αγιορείτικα Μοναστήρια κάθε ημέρα τελείται η θεία Λειτουργία και οι μοναχοί δεν βιάζονται να τελειώση η ακολουθία, όσες ώρες και αν διαρκή, γιατί δεν έχουν να κάνουν κάτι καλλίτερο από το να είναι σε κοινωνία με τον Λυτρωτή, την Μητέρα του Λυτρωτού και τους φίλους του Λυτρωτού. Έτσι η Λατρεία είναι χαρά και πανηγύρι, άνοιξι της ψυχής και πρόγευσι του Παραδείσου. Ζουν δηλαδή οι μονάχοι κατά τον αποστολικό τρόπο: «Πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά… καθ’ ημέραν τε προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν εν τω ίερω, κλώντές τε κατ οίκον άρτον, μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας, αινούντες τον Θεόν… (Πραξ. 2, 44 – 47).
Και μετά την απόλυσι της Ακολουθίας, ο μοναχός ζη λατρευτικά. Όλη του η ζωή στο μοναστήρι, το διακόνημα που εργάζεται, η τράπεζα, η προσευχή, η σιωπή και η ανάπαυσι, οι σχέσεις με τους αδελφούς και η υποδοχή των ξένων προσφέρονται σαν λειτουργία στην Αγία Τριάδα. Η αρχιτεκτονική των Μονών φανερώνει αυτήν την πραγματικότητα.
Από το Καθολικό και την Αγία του Τράπεζα ξεκινούν και εκεί επιστρέφουν όλα. Οι διάδρομοι, τα κελλιά, τα πάντα έχουν την αναφορά τους στο Καθολικό. Όλη η ζωή προσφέρεται στον Θεό και γίνεται Λατρεία του Θεού.
Τα υλικά στοιχεία, ακόμη, που χρησιμοποιούνται στην Λατρεία, μαρτυρούν για τη μεταμόρφωσι όλης της ζωής και όλης της κτίσεως από την χάρι του Θεού. Ο άρτος και ο οίνος της θ. Ευχαριστίας, το αγιασμένο έλαιο, το θυμίαμα, τα τάλαντα και οι καμπάνες, που σημαίνουν σε τακτές ώρες, τα κεριά και τα καντήλια, που αναβοσβήνουν σε ωρισμένες στιγμές της ακολουθίας, η κίνησι του «κανονάρχου» και των «εκκλησιαστικών» και τόσες άλλες κινήσεις και πράξεις, προβλεπόμενες από τα μακραίωνα μοναχικά τυπικά, δεν είναι ξηροί τύποι, ούτε ψυχολογικά κίνητρα συναισθηματικών συγκινήσεων, αλλά σημεία, απηχήματα και φανερώσεις της καινής κτίσεως. «Ολοι όσοι επισκέπτονται το Άγιον ‘Όρος, διαπιστώνουν ότι η Λατρεία δεν έχει στατικό, αλλά δυναμικό χαρακτήρα. Είναι μία κίνησι προς τον Θεό: η ψυχή ανεβαίνει στον Θεό, συνανυψώνει μαζύ της όλη την κτίσι.
Πηγή: http://athosprosopography.blogspot.gr/
Πηγή: http://athosprosopography.blogspot.gr/
Στην αγιορείτικη αγρυπνία έχει ο πιστός τη μοναδική εμπειρία της χαράς, που έρχεται στον κόσμο από το λυτρωτικό έργο του Χριστού και γεύεται την ύψιστη ποιότητα της ζωής, που προσφέρει ο Χριστός στον κόσμο μέσα στην Εκκλησία.
Η προτεραιότητα που δίνει ο μοναχισμός στην Λατρεία του Θεού υπενθυμίζει στην Εκκλησία και στον κόσμο ότι, αν η θεία Λειτουργία και η Λατρεία δεν ξαναγίνουν το κέντρο της ζωής μας, ο κόσμος μας δεν έχει την δυνατότητα να ενοποιηθή και να μεταμορφωθή, να ξεπεράση την διάσπασι, την ανισορροπία, το κενό και τον θάνατο, παρά τα φιλότιμα ανθρωπιστικά συστήματα και προγράμματα βελτιώσεως του κόσμου. Ο Μοναχισμός υπενθυμίζει ακόμη ότι η Θεία Λειτουργία και η Λατρεία δεν είναι «κάτι» μέσα στην ζωή μας, αλλά το «κέντρο», η πηγή της ανακαινίσεως και αγιασμού όλων των πτυχών της ζωής μας.
Η αγάπη του Θεού έχει σαν άμεσο καρπό την αγάπη της εικόνος του Θεού, του ανθρώπου και όλων των κτισμάτων του Θεού. Με την πολυχρόνια άσκησι ο μοναχός αποκτά την «ελεήμονα καρδίαν», που αγαπά όπως ο Θεός. Κατά τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο, ελεήμων καρδία είναι «καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος, εκ της ενθυμήσεως και της θεωρίας των οποίων ρέουσι οι οφθαλμοί δάκρυα, και εκ της πολλής συμπαθείας και ελεημοσύνης σμικρύνεται η καρδία του ελεήμονος, και δεν δύναται να υποφέρη ή να ίδη, ή να ακούση βλάβην τινά, ή λυπηρόν τι γινόμενον εις την κτίσιν και διά τούτο και υπέρ των άλογων ζώων, και υπέρ των εχθρών της αληθείας, και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν, εύχεται κατά πάσαν ώραν μετά δακρύων, όπως φυλάξη αυτούς ο Θεός και ελεήση αυτούς· επίσης εύχεται και υπέρ των ερπετών ως εκ της πολλής αυτού ελεημοσύνης, ήτις κινείται εις την καρδίαν αυτού αμέτρως» (Λόγος πα’).
Στο «Γεροντικό» (Συλλογή αποφθεγμάτων και έργων των Πατέρων της Ερήμου) συναντούμε μορφές θυσίας και αγάπης, που θυμίζουν και φανερώνουν την αγάπη του Χριστού. Λέγεται ότι ο Αββάς Αγάθων έλεγε «ότι ήθελον ευρείν λωβόν και λαβείν το σώμα αυτού». «Οίδες αγάπην τελείαν;» σχολιάζει ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Η οργάνωσι εξ άλλου του κοινοβίου βασίζεται στην αγάπη, κατά το πρότυπο των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων των Ιεροσολύμων. Όπως ο Κύριος με τους Δώδεκα και όπως οι πρώτοι χριστιανοί, έτσι και οι μοναχοί έχουν την κοινοκτημοσύνη και την κοινή εν Χριστώ ζωή. Ο ηγούμενος δεν έχει τίποτε περισσότερο από ένα νεαρό δόκιμο. Κανείς δεν έχει χρήματα, που η μπορεί να διαθέση κατά βούλησι, έκτος από εκείνα που παίρνει ως ευλογία από τον ηγούμενο για συγκεκριμένη ανάγκη.
Η κοινοκτημοσύνη, η ισότης, η δικαιοσύνη, ο αμοιβαίος σεβασμός και η θυσία του ενός για όλους και όλων για τον κάθε ένα ανυψώνει την κοινοβιακή ζωή στο χώρο της πραγματικής αγάπης και ελευθέριας. Όσοι έχουν ζήσει έστω και λίγες η μέρες σε αληθινά κοινόβια, γνωρίζουν τι χάρι έχει η αμοιβαία αγάπη των αδελφών και πόσο αναπαύει τις ψυχές. Έχει κανείς την αίσθησι ότι ζη με ιούς αγγέλους.
[Συνεχίζεται]
Πηγή

Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2014

Ευαγγελικός Μοναχισμός (1ο Μέρος)


Το Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι ευαγγέλιο, δηλαδή χαρμόσυνο άγγελμα, γιατί φέρει στον κόσμο όχι απλώς μια νέα διδασκαλία, αλλά μια νέα ζωή σε αντικατάστασι της παλαιάς. Η παλαιά ζωή κυριαρχείται από την αμαρτία, τα πάθη, την φθορά, τον θάνατο και βασιλεύεται από τον διάβολο. Παρ’ όλες «τις φυσικές» της χαρές αφήνει μια πικρή γεύσι, γιατί δεν είναι η αληθινή ζωή, για την οποία πλάσθηκε ο άνθρωπος, αλλά ζωή φθαρμένη και αρρωστημένη και γι’ αυτό σημαδεμένη από το αίσθημα του παραλόγου, του κενού, και του άγχους.
evmon2
Η νέα ζωή προσφέρεται στον κόσμο από τον Θεάνθρωπο Χριστό, ως δώρο και δυνατότης για όλους τους ανθρώπους. Ο πιστός ενώνεται με τον Ιησού Χριστό και έτσι κοινωνεί την θεία και αθάνατη ζωή Του, δηλαδή την αιώνια = αληθινή ζωή.
Προϋπόθεσι για να ενωθή ο πιστός με τον Χριστό και να ζωοποιηθή, είναι να πεθάνη πρώτα μέσω της μετανοίας ως προς τον παλαιό άνθρωπο. Πρέπει να σταυρώση και να θάψη κανείς πρώτα τον παλαιό άνθρωπο (δηλαδή τον εγωισμό, τα πάθη και το ιδιοτελές θέλημα) στον Σταυρό και στον Τάφο του Χρίστου, για να αναστηθή μαζί του και να «περιπατήση εν καινότητι ζωής» (Ρωμ. 6, 4). Αυτό είναι το έργο της μετανοίας και η άρσις του Σταυρού του Χριστού. Χωρίς την μετάνοια, δηλαδή το διαρκές σταύρωμα του παλαιού ανθρώπου, ο πιστός δεν είναι δυνατόν να πιστεύση ευαγγελικά, δηλαδή να παραδώση ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό και να αγαπήση «Κύριον τον Θεόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος του (Μαρκ. 12, 30).
Γι αυτό και ο Κύριος έθεσε ως θεμέλιο του ευαγγελικού κηρύγματος και ως προϋπόθεσι της πίστεως την μετάνοια. «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μαρκ. 1, 15). Δεν απέκρυψε ακόμη ότι η ζωή της μετανοίας είναι δύσκολη και ανηφορική. «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14) και ότι το να την βάδισης σημαίνει να σηκώσης τον Σταυρό της μετανοίας. Διότι ο παλαιός άνθρωπος, δεν υποχωρεί χωρίς βία και ο διάβολος δεν νικιέται χωρίς σκληρόν πόλεμο.
Την στενή και τεθλιμμένη οδό της μετανοίας υπόσχεται να ακολουθήση διά βίου ο μοναχός. Αποσπάται από τα πράγματα του κόσμου για να επιτύχη το μοναδικό που επιθυμεί, να πεθάνη σε σχέση με την παλαιά ζωή για να ζήση την νέα ζωή, που του προσφέρει ο Χριστός μέσα στην Εκκλησία. Την τελεία μετάνοια επιδιώκει ο μοναχός με την συνεχή άσκησι, αγρυπνία, νηστεία, προσευχή, με την εκκοπή του θελήματος και την αδιάκριτη υπακοή στον Γέροντα. Με όλα αυτά βιάζει τον εαυτό του να αρνηθή το ιδικό του εγωιστικό θέλημα και να αγαπήση το θέλημα του Θεού. Μοναχός είναι «βία Φύσεως διηνεκής». Έτσι πληρώνει τον λόγο του Κυρίου «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11, 12). Μέσα στις ώδινες του τοκετού της μετανοίας γεννάται σιγά – σιγά ο καινός και κατά Θεόν άνθρωπος.
Στον αγώνα της μετανοίας εντάσσεται ο αγώνας της συνεχούς επιτηρήσεως των λογισμών, ώστε να αποβάλλη κάθε κακό και δαιμονικό λογισμό, που θέλει να τον μολύνη και έτσι να διατηρή καθαρή την καρδιά του, για να ενοπτρίζεται τον Θεό κατά τον μακαρισμό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Η κατά του εγωισμού και των παθών νίκη κάνει τον μοναχό πράο, ειρηνικό και ταπεινό, κυριολεκτικά «πτωχόν τω πνεύματι» και μέτοχο όλων των αρετών των μακαρισμών. Τον κάνει επίσης «παιδί ον», όπως εκείνο, που εμακάρισε ο Ιησούς και εζήτησε όλοι να το μιμηθούν, αν θέλουν να εισέλθουν στην Βασιλεία Του.
Όλη η ζωή του μοναχού γίνεται σπουδή μετανοίας, το ήθος του, ήθος μετανοίας. Μοναχός είναι ο επιστήμων της μετανοίας, εκείνος που «στηλογραφεί την ζωήν της μετανοίας» (Κανών μγ’ Στ’ Οικουμ. Συνόδου) σε όλη την Εκκλησία. Το πένθος και τα δάκρυα της μετανοίας είναι το πιο εύγλωττο κήρυγμα
Το όλο σχήμα του άλλωστε (σχήμα εκουσίου θανάτου) κρίνει τον κόσμο. Ο κόσμος πάλι, που κρίνεται σιωπηλά από τον μοναχό, αν δεν συμμερισθή την μετάνοια του μονάχου, τον αποστρέφεται, τον καταφρονεί, τον μισεί, τον θεωρεί ως μωρό. Αλλά με αυτά ατά μωρά, ασθενή, αγενή και εξουθενωμένα του κόσμου» ο Θεός καταισχύνει τους σοφούς (Α’ Κορ. 1, 27).
Όντας ο μοναχός σοφός κατά Θεόν και μωρός κατά κόσμον, παραμένει ξένος εν μέσω του κόσμου, όπως και ο Υιός του Θεού. Εις τα ίδια έρχεται και οι ίδιοι δεν τον παραλαμβάνουν (Ιω. 1, 11), δεν τον κατανοούν. Κάποτε, ούτε και αυτοί οι άνθρωποι της Εκκλησίας, οι σοφοί και δραστήριοι.
Η μυστική και σιωπηλή ζωή του είναι επτασφράγιστο μυστήριο, για όσους δεν κοινωνούν του πνεύματος του. Τον θεωρούν κοινωνικά άχρηστο και ιεραποστολικά άεργο. Έτσι η ζωή του είναι κρυμμένη συν τω Χριστώ εν τω Θεώ και θα φανερωθή εν δόξη, όταν φανερωθή και ο Χριστός, η ζωή του (Κολασ. 3, 4).
Μόνο η καρδιά ενός ανθρώπου, που συνεχώς καθαρίζεται με την μετάνοια από τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια και τα πάθη, μπορεί να αγαπήση αληθινά τον Θεό και τον άνθρωπο. Εγωισμός και αγάπη είναι ασυμβίβαστα. Πολλές φορές ο εγωιστής νομίζει ότι αγαπά, αλλά η «αγάπη» του αυτή είναι συγκεκαλυμμένος εγωισμός, κρύβει την ιδιοτέλεια και το συμφέρον.
                                                                                                                                                                                         [Συνεχίζεται]
πηγή

Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2014

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΑΣΚΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ

ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ (4oς ἕ­ως 7ος)

 

Φλω­ρεν­τί­νας Μπε­ϊν­τουλ­λάι

Φι­λο­λό­γου Εἰ­δι­κῆς Ἀ­γω­γῆς

 

1. Εἰ­σα­γω­γὴ

Πο­λὺ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Θε­οῦ Λό­γου ἦ­ταν γνω­στὸς ὁ ἀ­σκη­τι­κὸς βί­ος σὲ πολ­λὲς θρη­σκεῖ­ες. Αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους ὅ­μως ἡ ἄ­σκη­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ συγ­κρι­θεῖ μὲ τὴν Χρι­στι­α­νι­κή, για­τί καὶ οἱ προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κές, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α καὶ ὁ στό­χος.

Στὴν ἐρ­γα­σί­α μας αὐ­τὴ, θὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὸν Χρι­στι­α­νι­κὸ καὶ πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να στὸν Ὀρ­θό­δο­ξο μο­να­χι­σμό. Βέ­βαι­α τὸ θέ­μα εἶ­ναι τε­ρά­στιο καὶ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξαν­τλη­θεῖ μέ­σα σὲ αὐ­τὸ τό πό­νη­μα.

Ὁ ὅ­ρος μο­να­χι­κὴ ζω­ὴ εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μος μὲ τὸν ὅρο ἀ­σκη­τι­κὴ ζω­ή, για­τί ὁ μο­να­χὸς ἀ­σκεῖ­ται στὴν κα­τὰ Χρι­στὸν ζω­ὴ γιὰ νὰ φτά­σει στὴ θέ­ω­ση, τη­ρών­τας τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ μο­να­χι­σμὸς ἔ­χει τὶς ρί­ζες του στὸν ἴ­διο χρό­νο ποὺ κά­ποι­οι Χρι­στια­νοὶ ἀ­κο­λού­θη­σαν τὴν ἀ­γα­μί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, μά­λι­στα ἀ­πὸ τὶς Ἀ­πο­στο­λι­κὲς ἡ­μέ­ρες γιὰ νὰ γί­νουν μι­μη­τὲς τοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­τσι ἐ­νερ­γοῦ­σαν σύμ­φω­να μὲ τὴ ζω­ὴ τῶν πι­στῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (Α΄ Θεσ­. 2,17) ποὺ ἀ­φι­έ­ρω­ναν ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου τὸν ἑ­αυ­τόν τους στὸν Χρι­στό, στὴ ζω­ὴ καὶ στὸ σω­στι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ­σα στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη συ­ναν­τοῦ­με τὴν τά­ξη τῶν παρ­θέ­νων, ἐ­κεί­νων δηλαδή τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ εἶ­χαν ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στὸν Χρι­στὸ ψυ­χο­σω­μα­τι­κά. Αὐ­τὴ ἡ τά­ξη μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ πρό­δρο­μος τοῦ ὀρ­γα­νω­μέ­νου μο­να­χι­σμοῦ. Στὰ με­τα­πο­στο­λι­κὰ χρό­νια, μέ­χρι τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου ποὺ εἶ­ναι χρό­νια δι­ωγ­μῶν, πα­ρα­τη­ρεῖ­ται τὸ φαι­νό­με­νο τῆς ἀ­να­χώ­ρη­σης καὶ τοῦ ἐ­ρη­μι­τι­σμοῦ, τῆς ἀ­πο­μά­κρυν­σης δηλαδή ἀ­πὸ τὶς πό­λεις, τὶς κοι­νό­τη­τες καὶ τὶς ἐγ­κα­τα­στά­σεις στὶς ἐ­ρή­μους. Ση­μεί­ω­σε ἀ­μέ­σως μὲ τὴν ἔμ­φα­σή του τε­ρά­στια ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ προ­ώ­θη­σε στὸ ἔ­πα­κρο τὶς ἠ­θι­κὲς ἀρ­χὲς τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ.

Βα­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ μο­να­χι­σμοῦ, εἶ­ναι ὁ ἀ­σκη­τι­σμός. Οἱ μο­να­χοὶ δὲν εἶ­ναι κά­ποι­οι ἰ­δι­ό­τρο­ποι ἄν­θρω­ποι ποὺ ἀ­πὸ ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­α βγῆ­καν ἀ­πὸ τὶς πό­λεις καὶ κα­τοι­κοῦ­ν μέ­σα σὲ με­ρι­κὰ Μο­να­στή­ρια, ἀλ­λὰ «οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ», κα­τὰ τὸν ἅγιο Ἰ­ω­άν­νη τὸν Χρυ­σό­στο­μο, «οἱ εὐ­αγ­γε­λι­κῶς ζῶν­τες» κα­τὰ τὸν Εὐά­γριο τὸν Πον­τι­κό, «οἱ μάρ­τυ­ρες τῆς προ­αί­ρε­σης», κα­τὰ τὸν Με­γά­λο Ἀ­θα­νά­σιο, «οἱ συ­νε­χι­στὲς τῆς μαρ­τυ­ρι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», κα­τὰ τὸν ἅ­γιο Συ­με­ὼν τὸν Νέ­ο Θε­ο­λό­γο, «ἡ κό­μη ποὺ κο­σμεῖ τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», κα­τὰ τὸν ἅγιο Γρη­γό­ριο Νύσ­σης, ἐ­πει­δὴ νε­κρώ­θη­καν κα­τὰ κό­σμο καὶ δο­ξά­ζουν τὴν κε­φα­λὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους με­τα­χρι­στι­α­νι­κοὺς αἰ­ῶ­νες πα­ρα­τη­ρή­θη­κε ἰ­σχυ­ρὸ ρεῦ­μα φυ­γῆς ἀ­πὸ τὸν κό­σμο καὶ γιὰ λι­μά­νι κα­τα­φυ­γῆς προ­σφέ­ρον­ταν οἱ ἐ­ρη­μι­ὲς τῆς Νι­τρί­ας, τῆς Σκή­της, τοῦ Σι­νᾶ, τῆς Πα­λαι­στί­νης, τῆς Συ­ρί­ας καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τοῦ Πόν­του.

Ὁ μο­να­χι­σμὸς ἔ­φτα­σε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἀ­πὸ τὴ Συ­ρί­α. Τὸ πρῶ­το Μο­να­στή­ρι ἱ­δρύ­θη­κε τὸ 382 μ.Χ. καὶ ἡ μο­να­στι­κὴ ζω­ὴ γνώ­ρι­σε τὴν με­γα­λύ­τε­ρη ἄν­θι­ση τὸν 5ο καὶ τὸν 6ο αἰ­ῶ­να μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῆς ἀ­ρι­στο­κρα­τί­ας καὶ μί­ας σει­ρᾶς Αὐ­το­κρα­τό­ρων.

Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ἄ­σκη­σης, εἶ­ναι ἡ ἀ­πάρ­νη­ση ὅ­λων τῶν ἐγ­κο­σμίων ὄ­χι μό­νο τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν, ἀλ­λὰ καὶ τῶν οὐ­δε­τέ­ρων ἀ­νέ­σε­ων καὶ ἀ­πο­λαύ­σε­ων.

2. Λό­γοι φυ­γῆς στὴν ἔ­ρη­μο

Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι με­λε­τη­τὲς τῆς κοι­νω­νι­ο­λο­γί­ας τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ προσ­δι­ο­ρί­ζουν ὡς κυ­ρι­ό­τε­ρη αἰ­τί­α τὴ φυ­γὴ τῶν Χρι­στια­νῶν στὴν ἔ­ρη­μο, τοῦ δι­ωγ­μοῦ κα­τὰ τὰ μέ­σα τοῦ 3ου αἰ­ῶ­να καὶ στὴν ἀρ­χὴ τοῦ 4ου. Ὅ­ταν οἱ δι­ωγ­μοὶ στα­μά­τη­σαν, πολ­λοὶ Χρι­στια­νοὶ προ­τί­μη­σαν νὰ πα­ρα­μεί­νουν στὴν ἔ­ρη­μο, ὄ­χι μό­νο γιὰ οἰ­κο­νο­μι­κοὺς λό­γους, ὅ­πως ἡ φτώ­χεια καὶ οἱ δυ­σβά­στα­χτοι φό­ροι, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως γιὰ πνευ­μα­τι­κοὺς λό­γους. Πί­στευ­αν ὅ­τι ἡ ἐγ­κό­σμια ζω­ὴ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἐμ­πό­διο στὴν πνευ­μα­τι­κή τους ἐ­ξέ­λι­ξη, ἐ­νῶ ἡ ζω­ὴ στὴν ἔ­ρη­μο θὰ τοὺς βο­η­θοῦ­σε νὰ πε­ρά­σουν στὰ τρί­α στά­δια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, στὴν κά­θαρ­ση τῆς καρ­διᾶς, τὸν φω­τι­σμὸ τοῦ νοῦ καὶ τὴν θέ­ω­ση.

3. Μορ­φὲς μο­να­χι­σμοῦ

Ὁ κα­τ᾿ ἐξο­χὴν μο­να­χι­κὸς τύ­πος τῶν πρώ­των χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων εἶ­ναι ὁ ἀ­να­χω­ρη­τι­κός. Στὴ συ­νέ­χεια, δη­μι­ουρ­γοῦν­ται οἱ Λαῦ­ρες καὶ ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τὴ μὲ τὴ μορ­φὴ τοῦ Κοι­νο­βί­ου. Ὁ ἀ­να­χω­ρη­τὴς ἀ­σκη­τεύ­ει στὴν ἔ­ρη­μο μό­νος του. Ἡ Λαύ­ρα εἶ­ναι πολ­λὲς Σκῆ­τες μα­ζὶ, μὲ ἑ­νια­ία μο­να­χι­κὴ ὀρ­γά­νω­ση καὶ δι­οί­κη­ση. Μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ὡς ἐν­δι­ά­με­ση μορ­φὴ μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς ἀ­νά­με­σα στὸν ἐ­ρη­μι­τι­σμὸ καὶ τὸ Κοι­νό­βιο.

Τὸ Κοι­νό­βιο εἶ­ναι ἕ­να ἑ­νια­ῖο συγ­κρό­τη­μα κτι­ρί­ων μὲ να­ό, τὸ γνω­στὸ Μο­να­στή­ρι, ὅ­που ζεῖ ἕ­νας με­γά­λος ἀ­ριθ­μὸς μο­να­χῶν. Οἱ Κοι­νο­βιά­τες βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­βλε­ψη τοῦ προ­ε­στῶ­τος τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ ἐ­ρη­μί­τες ἔ­χουν τὸν Πνευ­μα­τι­κό τους Γέ­ρον­τα. Οἱ ἀ­να­χω­ρη­τὲς ζοῦν σχε­δὸν ἀ­πο­μο­νω­μέ­να σὲ σπή­λαι­ο σὲ πρό­χει­ρα Κελ­λιὰ ἢ καὶ πά­νω σὲ στύ­λους.

4. Ὁ πα­τὴρ τοῦ μο­να­χι­σμοῦ: Μέ­γας Ἀν­τώ­νιος

Θε­ω­ρεῖ­ται ὁ θε­με­λι­ω­τὴς τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἀν­ταλ­λά­ξει τὰ γήι­να καὶ τὰ φθαρ­τὰ ἀ­γα­θὰ μὲ τὰ αἰ­ώ­νια καὶ ἄ­φθαρ­τα. Ἂν καὶ δὲν ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος μο­να­χὸς, οὔ­τε ὁ πρῶ­τος ἀ­σκη­τὴς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ ὅ­ταν γεν­νή­θη­κε ὁ ὅ­σιος Παῦ­λος ὁ Θη­βαῖ­ος εἶ­χε ἀ­πο­συρ­θεῖ στὴν ἔ­ρη­μο, ὡ­στό­σο ἄ­φη­σε ἔ­ξο­χο πα­ρά­δειγ­μα ἀ­σκή­σε­ως. Ὁ Μέ­γας Ἀν­τώνος γεν­νή­θη­κε τὸ 251 μ.Χ. στὴν Κό­μα τῆς Ἂ­νω Αἰ­γύ­πτου. Προ­ερ­χό­ταν ἀ­πὸ πλού­σια οἰ­κο­γέ­νεια, ἀλ­λὰ μοί­ρα­σε τὴν πε­ρι­ου­σί­α του στοὺς φτω­χούς. Γρή­γο­ρα ἀ­πο­σύρ­θη­κε στὰ πε­ρί­χω­ρα τῆς Ἡ­ρα­κλου­πό­λε­ως καὶ με­τὰ κα­τοι­κοῦ­σε σὲ ἕ­να ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο τά­φο ὅ­που πο­λε­μή­θη­κε πο­λὺ ἀ­πὸ τοὺς δαί­μο­νες. Τὸ 285 μ.Χ. πέ­ρα­σε τὸν Νεῖ­λο καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴ Λυ­βι­κὴ ἔ­ρη­μο Πι­σπίρ, ὅ­που ἀ­σκή­θη­κε σκλη­ρὰ στοὺς δι­ά­φο­ρους πει­ρα­σμοὺς τῶν δαι­μό­νων γιὰ 20 χρό­νια. Σὲ ἡ­λι­κί­α 50 ἐ­τῶν ὁ Ἀν­τώ­νιος, με­τὰ ἀ­πὸ σκλη­ρὸ πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γῶ­να ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ ἀ­πο­κτή­σει με­γά­λη πνευ­μα­τι­κὴ δύ­να­μη, τὸ χά­ρι­σμα τῆς δι­δα­σκα­λί­ας καὶ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ θε­ρα­πεύ­ει ἀρ­ρώ­στους. Στὸ δι­ωγ­μὸ τοῦ Μα­ξι­μι­λια­νοῦ τὸ 311 μ.Χ. πῆ­γε στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια μὲ σκο­πὸ νὰ μαρ­τυ­ρή­σει. Ἐ­κεῖ στή­ρι­ξε τοὺς Χρι­στια­νούς, ἂν καὶ δὲν μαρ­τύ­ρη­σε.

Ἀρ­γό­τε­ρα με­τα­κι­νή­θη­κε πρὸς τὸ ὄ­ρος Κολ­ζίμ, ὅ­που ἔ­μει­νε ὡς τὸ 338 μ.Χ., ἐγ­κα­τα­λεί­πει ἔ­τσι τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη ἔ­ρη­μο γιὰ νὰ κη­ρύ­ξει ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, θρη­σκευ­τι­κῆς αἱ­ρέ­σε­ως στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια, ὅ­που πῆ­γε ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ πα­ρά­κλη­ση τῶν Ἐπι­σκό­πων, συγ­κλο­νί­ζον­τας τὸν λα­ὸ μὲ τὴν ἀ­κτι­νο­βο­λοῦ­σα ἁ­γι­ό­τη­τά του. Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν ἔ­ρη­μο, δε­χό­ταν πλῆ­θος ἀ­πὸ ἐ­πι­σκέ­πτες ἀ­κό­μα καὶ ἀ­πὸ Αὐ­το­κρά­το­ρες. Πέ­θα­νε σὲ ἡ­λι­κί­α 105 χρο­νῶν τὸ 356 μ.Χ. Κα­τὰ τὸν Μέ­γα Ἀν­τώ­νιο ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­ρε­τὴ γιὰ τὸν μο­να­χὸ εἶ­ναι ἡ δι­ά­κρι­ση, για­τί τὸν βο­η­θᾶ νὰ δεῖ κα­θα­ρὰ τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ κό­σμο, νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει κα­λύ­τε­ρα τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ νὰ κα­τευ­θύ­νει σω­στὰ τὴν ἄ­σκη­σή του. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Μέ­γα Ἀν­τώ­νιο ἡ μέ­γι­στη τῶν ἀ­ρε­τῶν εἶ­ναι ἡ δι­ά­κρι­ση, δι­ό­τι ὁ­δη­γεῖ μὲ ἀ­σφά­λεια στὸ δρό­μο τῆς σω­τη­ρί­ας. Δι­ά­κρι­ση εἶ­ναι ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νει κα­νεὶς τὴν ἀ­λή­θεια, νὰ κρί­νει μὲ δι­και­ο­σύ­νη, νὰ ἀ­πο­φα­σί­ζει καὶ νὰ ἐ­νερ­γεῖ σύμ­φω­να μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον.

5. Πα­χώ­μιος, ἱ­δρυ­τὴς τοῦ Κοι­νο­βί­ου

Ὁ Πα­χώ­μιος ἐγ­και­νί­α­σε τὴν κοι­νο­βια­κὴ ζω­ὴ πρῶ­τος στὴν ἄ­νω Αἴ­γυ­πτο, ἔ­γι­νε μο­να­χὸς σὲ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α. Γεν­νή­θη­κε γύ­ρω στὸ 290 μ.Χ. στὴν Λα­τό­πο­λη τῆς Αἰ­γύ­πτου. Μα­θή­τευ­σε κον­τὰ στὸν Ἀ­σα­ΐ­τη Πα­λα­μῶνα ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­δά­χθη­κε αὐ­στη­ρὴ νη­στεί­α, ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή, ἐρ­γα­σί­α καὶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Με­τὰ ἀ­πὸ 10 χρό­νια ἕ­να ὅ­ρα­μα τὸν ὁ­δή­γη­σε νὰ ἱ­δρύ­σει Μο­να­στή­ρι στὸ Τα­βέν­νη­σι, ἕ­να ἔ­ρη­μο χω­ριὸ κον­τὰ στὸν Νεῖ­λο, ὅ­που συγ­κεν­τρώ­θη­καν 100 μο­να­χοὶ σὲ αὐ­τό. Αὐ­τὸ, τὸν πα­ρα­κί­νη­σε νὰ ἱ­δρύ­σει 11 Μο­να­στή­ρια ἀ­πὸ τὸ 320 ὡς τὸ 345 μ.Χ. Ὁ κα­νό­νας τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου ποὺ ἄ­φη­σε ὁ Πα­χώ­μιος βα­σί­ζε­ται στὴν ἀ­πο­τα­γή, τὴν ἄ­σκη­ση, τὴν ἐρ­γα­σί­α καὶ τὴν προ­σευ­χή.

Οἱ μο­να­χοὶ ζοῦ­σαν ὁ­μα­δι­κά, ἐρ­γά­ζον­ταν, προ­σεύ­χον­ταν καὶ ἔ­τρω­γαν μα­ζί. Ἡ ὑ­πα­κο­ὴ ἦ­ταν πο­λὺ ση­μαν­τι­κή. Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ ἱ­στο­ρί­α ποὺ τό­σοι ἄν­θρω­ποι ὀρ­γα­νώ­θη­καν σὲ μί­α κοι­νό­τη­τα, ἑ­νό­τη­τα καὶ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Με­τὰ ἀ­πὸ τὸν Ἀν­τώ­νιο καὶ τὸν Πα­χώ­μιο τὸ μο­να­χι­κὸ καὶ τὸ Κοι­νο­βια­κὸ πρό­τυ­πο συν­δυ­ά­στη­καν μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους.

6. Νέ­ος τύ­πος μο­να­στη­ριοῦ, ἡ Λαύ­ρα

Ἡ Λαύ­ρα ἀ­να­πτύ­χθη­κε στὴν Πα­λαι­στί­νη καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν εἰ­δι­κὸ τύ­πο Μο­να­στη­ριοῦ μὲ με­ρι­κὰ ξε­χω­ρι­στὰ Κελ­λιὰ ἢ σπή­λαι­α γύ­ρω ἀ­πὸ ἕ­ναν κοι­νὸ οἶ­κο. Σὲ αὐ­τὰ τὰ Κε­λλιὰ κα­τοι­κοῦ­σαν ἐ­ρη­μί­τες ποὺ συγ­κεν­τρώ­νον­ταν γιὰ κοι­νὴ λα­τρεί­α τὰ Σάβ­βα­τα καὶ τὶς Κυ­ρια­κές.

Στὴ Συ­ρί­α καὶ στὴν Με­σσο­πο­τα­μί­α πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε ὁ ἀ­να­χω­ρη­τι­σμὸς στὰ χρό­νια τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Με­γά­λου Κων­σταν­τί­νου. Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος Σύ­ρος πα­τέ­ρας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ὁ Ἐ­φραὶμ ὁ Σύ­ρος ποὺ γεν­νή­θη­κε στὴ Νι­σί­βη τῆς Με­σσο­πο­τα­μί­ας τὸ 306 μ.Χ. Νέ­ος ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸν κό­σμο, μα­θη­τὴς τοῦ ἀ­να­χω­ρη­τῆ ἁγί­ου Ἰ­α­κώ­βου. Ἡ αὐ­τα­πάρ­νη­ση στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς ἀ­γῶ­νες τοῦ χά­ρι­σε πο­λὺ νω­ρὶς τὴν κα­θα­ρό­τη­τα καὶ τὸν ἁ­για­σμὸ, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα χω­ρὶς νὰ σπου­δά­σει τὴν κο­σμι­κὴ σο­φί­α τῆς ἐ­πο­χῆς του ἀ­πέ­κτη­σε τὴ θεί­α σο­φί­α καὶ τὸ δι­δα­σκα­λι­κὸ χά­ρι­σμα. Tό 363 μ.Χ. ὅ­ταν ἡ Νι­σί­βη ἔ­πε­σε στὰ χέ­ρια τῶν Περ­σῶν, πολ­λοὶ Χρι­στια­νοὶ κα­τέ­φυ­γαν στὴν Ἔ­δεσ­σα τῆς Συ­ρί­ας. Μα­ζί τους πῆ­γε καὶ ὁ ὅ­σιος Ἐ­φραὶμ καὶ με­τὰ ἀ­πὸ θεί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἄ­νοι­ξε δι­δα­σκα­λεῖ­ο ὅ­που δί­δα­σκε τὴν πί­στη καὶ τὴν εὐ­σέ­βεια. Σὲ αὐ­τὸ φοί­τη­σαν πολ­λοὶ Ἐ­δεσ­σια­νοὶ ποὺ ἀ­να­δεί­χθη­καν σπου­δαῖ­οι δι­δά­σκα­λοι τῆς Συ­ρια­νῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Ὅσιος ἀ­γω­νί­στη­κε καὶ κο­πί­α­σε γιὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη πο­λε­μών­τας μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α τὶς αἱ­ρέ­σεις τοῦ Ἄ­ρει­ου καὶ τοῦ Βαρ­δι­σα­νοῦ. Δι­α­κό­νη­σε μὲ αὐ­τα­πάρ­νη­ση τοὺς Ἐ­δεσ­σια­νοὺς στὸ με­γά­λο λι­μὸ τοῦ 372 μ.Χ. Ὁ Ἐ­φραίμ, ὁ δι­ά­κο­νος τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῶν Ἐ­δεσ­σια­νῶν, κα­τέ­στη­σε τὸν ἑ­αυ­τὸ του ἄ­ξιο νὰ μνη­μο­νεύ­ε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους.

Αὐ­τὸς λοι­πόν, ἀ­φοῦ βά­δι­σε ἐ­πά­ξια τὴν ὁ­δὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος χω­ρὶς νὰ ξε­φύ­γει κα­θό­λου ἀ­πὸ τὴν εὐ­θεί­α ὁ­δό, κα­τα­ξι­ώ­θη­κε νὰ λά­βει τὸ χά­ρι­σμα τῆς φυ­σι­κῆς γνώ­σε­ως, τὴν ὁ­ποί­α δι­α­δέ­χε­ται ἡ θε­ο­λο­γί­α καὶ ἡ ἔ­σχα­τη μα­κα­ρι­ό­τη­τα. Ἀ­φοῦ ἄ­σκη­σε πάν­το­τε στὸ ἔ­πα­κρο τὴν ἡ­συ­χα­στι­κὴ ζω­ὴ ἐ­ποι­κο­δο­μών­τας συ­νε­χῶς μὲ αὐ­τὴν γιὰ πολ­λὰ χρό­νια ἐ­κεί­νους ποὺ πή­γαι­ναν σὲ αὐ­τόν, ἀρ­γό­τε­ρα βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ Κε­λλί του γιὰ τὸν ἑ­ξῆς λό­γο: ὅ­ταν ἔ­πε­σε με­γά­λη πεί­να στὴν πό­λη τῶν Ἐ­δεσ­σια­νῶν, νοι­ώ­θον­τας αὐ­τὸς ὁ ζη­λω­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ με­γά­λη συμ­πό­νια γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς Ἐ­παρ­χί­ας ποὺ πέ­θα­ναν ἀ­πὸ τὴν πεί­να, πῆ­γε στοὺς πλού­σιους καὶ τοὺς εἶ­πε: «Γιὰ ποι­ὸ λό­γο δὲν ἐ­λε­εῖ­τε τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πού ὁ­δη­γεῖ­ται στὸν θά­να­το, ἀλ­λὰ ἀ­φή­νε­τε τὸν πλοῦ­το σας νὰ σα­πί­ζει πρὸς κα­τα­δί­κη τῶν ψυ­χῶν σας;». Ἐ­κεῖ­νοι τό­τε, ἀ­φοῦ σκέ­φτη­καν τά­χα σω­στά, εἶ­παν στὸν Ἅγιο: «δὲν μπο­ροῦ­με κα­νέ­ναν νὰ ἐμ­πι­στευ­τοῦ­με γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει τοὺς πει­να­σμέ­νους προ­σφέ­ρον­τας ψω­μί. Για­τί ὅ­λοι ἐκ­με­ταλ­λεύ­ον­ται τὴν εὐ­και­ρί­α». Ἀ­παν­τᾶ ὁ ἐ­νά­ρε­τος αὐ­τός: «Τί γνώ­μη ἔ­χε­τε γιὰ μέ­να, πῶς σᾶς φαί­νο­μαι;». «Σὲ θε­ω­ροῦ­με ἄν­θρω­πο τοῦ Θε­οῦ». «Ἂν μὲ θε­ω­ρεῖ­τε ἔ­τσι, ἐμ­πι­στευ­θεῖ­τε σὲ μέ­να τὴν φρον­τί­δα τῶν πει­να­σμέ­νων». Πραγ­μα­τι­κὰ εἶ­χε τὴν ἐ­κτί­μη­ση ὅ­λων.

7. Ὁ Ἡ­συ­χα­σμός, ἐμ­πνευ­στὴς ἑ­νὸς με­γά­λου Πα­τέ­ρα

Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος τὸ 357 μ.Χ. τα­ξί­δε­ψε στὴν Με­σσο­πο­τα­μί­α, Συ­ρί­α, Πα­λαι­στί­νη καὶ Αἴ­γυ­πτο μὲ σκο­πὸ νὰ με­λε­τή­σει τὶς δι­ά­φο­ρες μορ­φὲς ἀ­σκή­σε­ως γιὰ νὰ δι­α­λέ­ξει τὴν πιὸ κα­τάλ­λη­λη. Γιὰ τὸν ἀ­να­χω­ρη­τι­σμὸ κα­τέ­λη­ξε στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι, ἂν καὶ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος δὲν θὰ βο­η­θᾶ τοὺς ἀν­θρώ­πους νὰ βελ­τι­ω­θοῦν μέ­σα ἀ­πὸ πα­ρα­δείγ­μα­τα καὶ συμ­βου­λές. Ἔ­τσι ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἐ­πέ­λε­ξε τὸν Κοι­νο­βια­κὸ μο­να­χι­σμὸ, ἀλ­λὰ δι­έ­κρι­νε ὅ­τι οἱ οἶ­κοι τοῦ Με­γά­λου Πα­χω­μίου ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ με­γά­λοι γιὰ νὰ ἐ­πι­τη­ρη­θοῦν σω­στά. Ἵ­δρυ­σε μί­α κοι­νό­τη­τα με­τρί­ου με­γέ­θους καὶ αὐ­τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σε τὸν κα­νό­να σὲ ὅ­λη τὴ Βυ­ζαν­τι­νὴ πε­ρί­ο­δο. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος ἂν καὶ θε­ω­ρεῖ­ται κοι­νω­νι­κὸς πα­τήρ, ὅ­μως ἔ­χει βα­θύ­τα­τες ἐμ­πει­ρί­ες τῆς νη­πτι­κῆς καὶ ἡ­συ­χα­στι­κῆς ζω­ῆς. Το­νί­ζει τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς ἡ­συ­χί­ας τοῦ νοῦ γιὰ νὰ προ­σα­να­το­λι­στεῖ πρὸς τὸν Θε­ό. Θε­ω­ρεῖ ὅ­τι οἱ μο­να­χοὶ πρέ­πει νὰ ἀ­κο­λου­θοῦν ἕ­να πρό­γραμ­μα ἡ­με­ρή­σιας ζω­ῆς κα­τὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ὑ­μνοῦν συ­νε­χῶς τὸν Θε­ὸ καὶ πα­ράλ­λη­λα ἀ­σχο­λοῦν­ται μὲ δι­ά­φο­ρες ἐρ­γα­σί­ες. Ἔ­τσι συν­δυ­ά­ζε­ται ἡ θε­ω­ρί­α καὶ ἡ πρά­ξη, ἡ προ­σευ­χὴ καὶ ἡ ὑ­πα­κο­ή.

8. Ψυ­χω­φε­λεῖς δι­η­γή­σεις γιὰ τοὺς ἀ­σκη­τὲς τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων

Τὸ κε­φά­λαι­ο αὐ­τὸ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἱ­ε­ρὴ θε­ω­ρί­α καὶ στὴν πρα­κτι­κὴ ἀ­ρε­τὴ τῶν ἀ­σκη­τῶν τῶν πρώ­των αἰ­ώ­νων, ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται σὲ δι­ά­φο­ρες δι­η­γή­σεις τῶν τρι­ῶν ἔρ­γων ποὺ δη­μο­σι­εύ­τη­καν τὸν 5ο καί 7ο αἰ­ῶ­να. Τὰ ἔρ­γα αὐ­τὰ εἶ­ναι: Ἡ κα­τ᾿ Αἴ­γυ­πτον τῶν μο­να­χῶν ἱ­στο­ρί­α ἀ­πὸ ἀ­νώ­νυ­μο συγ­γρα­φέ­α. Ἡ Λαυ­σα­ϊ­κὴ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Παλ­λα­δί­ου καὶ τὸ Λει­μω­ναρίου τοῦ Μό­σχου. Ἡ Λαυ­σα­ϊ­κὴ ἱ­στο­ρί­α ἔ­λα­βε τὸ ὄ­νο­μά της ἀ­πὸ τὸν Λαῦ­σο τὸν θα­λα­μη­πό­λο τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου τοῦ Β΄ ἢ Κου­βι­κου­λά­ριο, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­ε­ρώ­νε­ται τὸ ἔρ­γο.

Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν μο­να­χῶν τῆς Αἰ­γύ­πτου δί­νε­ται σὲ ἁ­δρὲς γραμ­μὲς μί­α σύν­το­μη πε­ρι­γρα­φὴ 5 ὀ­νο­μα­στῶν μορ­φῶν τοῦ ἀ­σκη­τι­σμοῦ, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι ὁ Ἀ­πολ­λώς, ὁ Παῦ­λος καὶ κά­ποι­οι ἀ­να­χω­ρη­τὲς τῆς Νι­τρί­ας. Κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ἄ­σκη­σης εἶ­ναι ἡ ἀ­πάρ­νη­ση ὅ­λων τῶν ἐγ­κο­σμί­ων ἀ­νέ­σε­ων καὶ ἀ­πο­λαύ­σε­ων. Ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται οἱ ἀ­ρε­τὲς τῆς τα­πεί­νω­σης, τῆς ὑ­πα­κο­ῆς καὶ τὴν ὑ­πο­μο­νῆς ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τοὺς ἀ­σκη­τές.

Ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­να­φο­ρὰ δό­θη­κε στοὺς Ἁγί­ους Πα­τέ­ρες Μα­κά­ριο τὸν Αἰ­γύ­πτιο καὶ Μα­κά­ριο ἀ­πὸ τὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια τῶν ὁ­ποί­ων τὰ ὀ­νό­μα­τα ὑ­πάρ­χουν στὸ Λαυ­σα­ϊ­κό. Αὐ­τοὶ οἱ ἀ­σκη­τὲς ξε­χω­ρί­ζουν γιὰ τὰ πολ­λὰ θαύ­μα­τα πά­νω στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τὴν κτί­ση, κα­θὼς ζοῦ­σαν μυ­στη­ρια­κὴ ζω­ή. Ἀ­ξι­ώ­θη­καν τοῦ δι­ο­ρα­τι­κοῦ χα­ρί­σμα­τος καὶ τῆς νί­κης τους κα­τὰ τῶν δαι­μό­νων.

Δι­α­κρί­θη­καν γιὰ τὴν με­τά­νοι­α, ποὺ εἶ­ναι μί­α οὐ­σι­ώ­δης ἀ­ρε­τὴ τῶν ἀ­σκη­τῶν. Ἦ­ταν πα­ρά­δειγ­μα με­γά­λης ἐγ­κρά­τειας καὶ ὑ­περ­βο­λι­κῆς πε­νί­ας. Οἱ ἀ­σκη­τὲς ἦ­ταν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νοι ἀ­πὸ τὰ πά­θη τους καὶ γι᾿ αὐ­τὸ τὸ λό­γο ζοῦ­σαν στὴν προ­α­δα­μι­κὴ ἐ­πο­χὴ ποὺ ἀ­κό­μη καὶ τὰ ἄ­γρια θη­ρί­α ἦ­ταν ἤ­ρε­μα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα τῆς ὑ­πο­τα­γῆς ποὺ εἶ­χαν τὰ θη­ρί­α στοὺς ἀ­σκη­τὲς, εἶ­ναι ἡ πε­ρί­φη­μη ἱ­στο­ρί­α γιὰ τὸν ἀβ­βᾶ Γε­ρά­σι­μο μὲ τὸ λι­ον­τά­ρι.

9. Ἄν­θη τοῦ Κοι­νο­βί­ου καὶ τῆς ἐ­ρή­μου

Σὲ αὐ­τὸ τὸ κε­φά­λαι­ο, θὰ ἀ­να­φερ­θοῦ­με στοὺς ἑ­ξῆς ἐ­ρη­μί­τες: Μα­κά­ριος ὁ Αἰ­γύ­πτιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα τῆς δι­ά­κρι­σης καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ὀ­νο­μά­στη­κε παι­δα­ρι­ο­γέ­ρων. Σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ με­τα­νοί­ας ἔ­φτα­σε ἕ­νας με­γά­λος ἀ­να­χω­ρη­τὴς τῆς Σκή­της, ὁ Μω­ϋ­σῆς ὁ Αἰ­θί­ο­πας. Στὰ Κελ­λιὰ ἀ­σκή­θη­κε ὁ Εὐά­γριος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ξε­κι­νών­τας ὡς ἀ­να­γνώ­στης με­τὰ ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρες πε­ρι­πέ­τει­ες ἔ­δω­σε τὸν ὅρ­κο τοῦ μο­να­χοῦ ἀ­να­χω­ρών­τας γιὰ τὸ ὄ­ρος τῆς Νι­τρί­ας ὅ­που ἔ­λα­βε πολ­λὰ χα­ρί­σμα­τα καὶ ἀ­να­δεί­χθη­κε δει­νὸς συγ­γρα­φέ­ας.

Στὸ ὄρος τῆς Νι­τρί­ας ξε­χώ­ρι­ζαν ὁ Ἀμ­μούν καὶ Παμ­βώ. Ὁ Ἀμ­μούν ἔ­ζη­σε ζω­ὴ παρ­θε­νί­ας με­τὰ ἀ­πὸ κοι­νὴ ἀ­πό­φα­ση μὲ τὴ σύ­ζυ­γό του. Ἔ­πει­τα ἀ­σκή­τε­ψε στὴν Νι­τρί­α ὅ­που ἔ­φτα­σε σὲ ὑ­ψη­λὰ μέ­τρα ἀ­ρε­τῆς.

Ὁ Παμ­βώ εἶ­χε τὸ χά­ρι­σμα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης καὶ τῆς ἀ­φι­λαρ­γυ­ρί­ας.

Ἡ ζω­ὴ στὸ Κοι­νό­βιο ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ ἀρ­χί­ζον­τας τὴν πο­ρεί­α της μὲ τὸν ἱ­δρυ­τὴ της τὸν Πα­χώ­μιο, ἔ­χει νὰ ἐ­πι­δεί­ξει με­γά­λες πνευ­μα­τι­κὲς φυ­σι­ο­γνω­μί­ες. Ἕ­νας ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ἦ­ταν ὁ Ἀ­πολ­λώς, πα­τέ­ρας 500 μο­να­χῶν μο­λο­νό­τι εἶ­χε με­γά­λη τα­πεί­νω­ση. Ἡ δύ­να­μη τοῦ λό­γου του ἔ­κα­νε πολ­λοὺς εἰ­δω­λο­λά­τρες νὰ πι­στέ­ψουν στὸν ἀ­λη­θι­νὸ Θε­ό. Πολ­λὰ Μο­να­στή­ρια ἵ­δρυ­σε ἕ­νας ἄλ­λος Κοι­νο­βιά­της, ὁ Ὤρ. Μο­λο­νό­τι ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τος νου­θετοῦσε 1.000 μο­να­χοὺς–ὑ­πο­τα­κτι­κοὺς ποὺ ἀ­γω­νί­ζον­ταν γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τους κά­νον­τας πολ­λὰ θαύ­μα­τα καὶ θε­ρα­πεῖ­ες.

Ἐ­πι­πλέ­ον τὸ χά­ρι­σμα τῶν θαυ­μά­των ἔ­λα­βε καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ποὺ ἔ­ζη­σε στὴ μο­νὴ τοῦ ἁ­γί­ου Θε­ο­δο­σί­ου στὴ Σκό­πε­λο.

Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ἄν­δρες ἀ­σκη­τὲς στὸ Κοι­νό­βιο, δι­α­κρί­θη­καν καὶ γυ­ναῖ­κες ἀ­σκή­τρι­ες. Δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα τέ­τοι­ων ἀ­σκη­τρι­ῶν, εἶ­ναι ἡ Ἀ­μα­τα­λί­δα καὶ ἡ μα­θή­τριά της ἡ Τα­ώρ.

Ἡ Ἀ­μα­τα­λί­δα κα­θο­δη­γοῦ­σε πνευ­μα­τι­κὰ 60 μο­να­χές. Μὲ τὴ θεί­α δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὴν ἀ­γά­πη της. Ἔ­φτα­σε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἀ­πά­θειας.

10. Ἀ­σκη­τι­κὲς ἀ­κρό­τη­τες

Εἶ­ναι αὐ­στη­ρὲς μορ­φὲς τοῦ ἐ­ρη­μι­τι­σμοῦ ποὺ πα­ρα­τη­ρή­θη­καν στὴν Συ­ρί­α λό­γῳ τοῦ κα­τάλ­λη­λου τό­που καὶ κλί­μα­τος. Οἱ μορ­φὲς αὐ­τὲς εἶ­ναι ἔγ­κλει­στοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ζοῦ­σαν σὲ θο­λω­τὰ κα­λυ­βά­κια, σπη­λι­ές, τά­φους ἢ σὲ τρύ­πες στὴ γῆ. Σὲ τέ­τοι­ες ἐγ­κλεῖ­στρες ἐρ­γά­ζον­ταν τὰ δι­α­κο­νή­μα­τά τους καὶ προ­σεύ­χον­ταν. Οἱ βο­σκοὶ πε­ρι­φέ­ρον­ταν γυ­μνοὶ στίς ἐ­ρη­μι­ὲς καὶ γιὰ τρο­φὴ τους ἔ­τρω­γαν χόρ­τα.

Στυ­λί­τες ἢ κι­ο­νί­τες.

Ζοῦ­σαν ἐ­πά­νω σὲ στύ­λους, ἐ­νῶ οἱ δεν­δρί­τες ἀ­σκή­τε­ψαν στὰ δέν­τρα.

Σκη­τι­ῶ­τες.

Ἡ σα­λό­τη­τα διὰ Χρι­στὸν, ἦ­ταν καὶ αὐ­τὴ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς αὐ­στη­ροὺς τρό­πους ζω­ῆς τῶν ἀ­σκη­τῶν. Φο­ροῦ­σαν κου­ρε­λι­α­σμέ­να ροῦ­χα, ὑ­πο­κρί­νον­ταν τοὺς δαι­μο­νι­σμέ­νους ἢ σα­λοὺς καὶ δὲν ἔ­χα­ναν εὐ­και­ρί­α νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν τοὺς ἄλ­λους.

11. Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κὲς σκέ­ψεις

Ἡ μο­να­χι­κὴ ζω­ὴ ἀ­παι­τεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη πλευ­ρὰ προ­σπά­θεια, πά­λη, ἐ­πι­μο­νή, ἐ­ξά­σκη­ση τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης θέ­λη­σης. Πρέ­πει νὰ κρα­τᾶ­με σὲ ἰ­σορ­ρο­πί­α δύ­ο συμ­πλη­ρω­μα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες, χω­ρὶς τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με τί­πο­τα, ἀλ­λὰ καὶ χω­ρὶς τὴν ἑ­κού­σια συ­νερ­γα­σί­α μας οὔ­τε ὁ Θε­ὸς μπο­ρεῖ νὰ κά­νει τί­πο­τα.

Ἡ θέ­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ἕ­νας οὐ­σι­α­στι­κὸς ὅρος, για­τί δί­χως αὐ­τὸν ὁ Θε­ὸς δὲν κά­νει τί­πο­τα. Ἡ σω­τη­ρί­α μας ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν σύγ­κλι­ση δύ­ο πα­ρα­γόν­των ποὺ εἶ­ναι ἄ­νι­σοι ὡς πρὸς τὴν ἀ­ξί­α, ἀλ­λὰ καὶ οἱ δύ­ο ἀ­πα­ραί­τη­τοι. Θε­ϊ­κὴ πρω­το­βου­λί­α καὶ ἀν­θρώ­πι­νη ἀν­τα­πό­κρι­ση. Αὐ­τὸ ποὺ κά­νει ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­σύγ­κρι­τα πιὸ ση­μαν­τι­κὸ, ἀλ­λὰ καὶ ἡ συμ­με­το­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἀ­πα­ραί­τη­τη.

Τρίτη, Ιουνίου 24, 2014

Οι Αόρατοι ασκητές της Κρήτης


Το «Άγιον Όρος» της Κρήτης
 Όταν αναπτύχθηκε και στην Κρήτη ο αναχωρητισμός- ερημητισμός, επέλεξε να απλωθεί στην ευρύτερη περιοχή των Καλών Λιμένων (περιοχή στην οποία προσάραξε και παρέμεινε ο Απόστολος Παύλος, μεταφερόμενος στην Ρώμη), κι από εκεί σε όλα τα κεντρικά και νότια Αστερούσια όρη με τελικό επίκεντρο το Αγιοφάραγγο. Δικαίως ονομάστηκαν τα Αστερούσια «Άγιον Όρος της Κρήτης». Ο ερημητισμός αυτός έφθασε σε πολύ μεγάλη ακμή όχι μόνο σε αριθμό αλλά και σε ποιότητα. Απόδειξη το γεγονός ότι ο Άγιος Γρηγόριος ο Σιναϊτης διδάχθηκε εκεί την νοερά προσευχή από τον ασκητή Αρσένιο, την οποία δίδαξε και ο ίδιος στην συνέχεια στο Άγιον Όρος.
Ορατές μαρτυρίες του ερημητισμού των Αστερουσίων είναι τα μέχρι σήμερα σωζόμενα ασκητήρια, τα οποία είναι παντού εγκατεσπαρμένα.
Οι ερημίτες υπήρχαν ως τα μέσα του 20ου αιώνα και μάλιστα σε απόλυτη απομόνωση. Μέχρι σήμερα ακούγονται παραδόσεις για αόρατους ασκητές, ασκητές δηλαδή που με την χάρη του Θεού έχουν φτάσει σε πολύ μεγάλα μέτρα αγιότητας και έχουν το χάρισμα να γίνονται αόρατοι από τους ανθρώπους. Και αυτό όχι γιατί τους φοβόνται, αλλά κυρίως για να μην αποσπώνται από τον σκοπό που πήγαν εκεί, να ενωθούν με τον Θεό.
Μαρτυρίες πολλές, διηγήσεις άπειρες ...;. Αλλά πως μπορούμε εμείς να αναφέρουμε μόνο σε λίγες γραμμές το τι θαυμαστά γίνονται εκεί στην περιοχή των Αστερουσίων. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν θα αναφέρουμε τις πηγές από τις οποίες αντλήσαμε τα παρακάτω στοιχεία και αυτό για ευνόητους λόγους.
Υπάρχουν λοιπόν αρκετές μαρτυρίες για την εμφάνιση αόρατων αλλά και ορατών ασκητών στην περιοχή του Αγιοφάραγγου ακόμη και σήμερα. Σύμφωνα με μαρτυρίες ιερέων που κοινωνούν κάποιους από αυτούς, υπάρχουν δυο ασκητές οι οποίοι είναι ορατοί στους ανθρώπους. Μας διηγείται ο ιερεύς, ότι για να πάει να κοινωνήσει τον ασκητή Θεοδόσιο κάνει πορεία δυο με τρεις ώρες πάνω στα βουνά, πάνω σε μέρη δύσβατα και απρόσιτα. Όταν όμως φτάνει στο μέρος όπου ασκητεύει ο πατήρ Θεοδόσιος, μια ευωδία απλώνεται στην περιοχή.
Το ασκητήριο, δυο επί δυο. Ίσα- ίσα χωράει μέσα ο γέροντας Θεοδόσιος. Αλλά η καρδιά του χωράει όλη την κτίση, όλο τον κόσμο. Γιατί κοινωνεί και επικοινωνεί με τον κόσμο. Πως ; όταν ο ιερεύς πάει να κοινωνήσει τον γέροντα του δίνει χαρτιά με τα ονόματα ορισμένων ανθρώπων που χρήζουν βοηθείας. Έτσι ο γέροντας προσεύχεται διακαώς για αυτούς. Μας εξομολογείτε ο ιερεύς ότι το σώμα του γέροντα είναι γερασμένο αλλά το πρόσωπό του λάμπει σαν τον ήλιο. Σημαντικό δε είναι το γεγονός ότι, και άλλοι άνθρωποι έχουν συναντήσει τον γέροντα Θεοδόσιο, συζητώντας μαζί του ποικίλα θέματα.
Συγκλονιστική δε είναι η μαρτυρία τους ιερέως που επικοινωνεί με τον γέροντα Θεοδόσιο, όταν τον ρώτησε : Γέροντα πόσοι ασκητές είστε εδώ; Ο γέροντας χαμογέλασε, και με γλυκιά φωνή του απαντά, πολλοί.
Αυτό μπορούν να μας το διαβεβαιώσουν πολλοί από τα πλησιέστερα εκεί χωριά. Και αυτό γιατί υπάρχει η μαρτυρία ότι όταν είναι καιρός να κουρευτούν τα πρόβατα, τότε όλα τα ζώα και περισσότερο τα άγρια κατσίκια που ζουν στα αστερούσια είναι κουρεμένα. Και αυτό είναι δείγμα ότι υπάρχουν και άλλοι πολλοί ασκητές στην εκεί περιοχή, που ακόμη και τα άγρια ζώα υπακούουν σε αυτούς, όπως τόσοι άγιοι έγιναν προσιτοί στα άγρια ζώα και θηρία ...;
          Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες έμπιστων ανθρώπων οι ασκητές οι οποίοι ζουν στα Αστερούσια είναι περίπου 20, και αυτό το λέμε και πάλι με επιφύλαξη. Ίσως είναι λιγότεροι ίσως περισσότεροι. Εμείς όμως πρέπει να σεβαστούμε την απόφασή τους αυτή, δηλ. την απομόνωσή τους από τον κόσμο και την απόλυτη αφοσίωσή τους προς Τον Θεό. Δια τούτο και όλη η Κρητικοί γνωρίζουμε αλλά δεν αποκαλύπτουμε.
          Μπορούμε όμως να αναφέρουμε άλλα δυο θαυμαστά γεγονότα τα οποία πραγματοποιηθήκαν στην εκεί περιοχή.
          Ήταν κάποτε μια ομάδα νέων ανθρώπων και ήθελε να περιηγηθεί στα δύσβατα μονοπάτια των Αστερουσίων. Όταν σκοτείνιαζε, αποφάσισαν να φύγουν. Τότε ένας από την ομάδα είπε : είδατε προλαβαίναμε να κάνουμε την παράκληση του Αγίου Αντωνίουπου μας είπε εκείνος ο καλόγερος πάνω στο βουνό. Τότε οι άλλοι ξαφνιάστηκαν και του είπαν ότι δεν συνάντησαν κανένα καλόγερο καθ' όλη την διάρκεια του περιπάτου. Εκείνος δε , επέμενε ότι τον συνάντησαν και τους είπε να ψάλλουν την παράκληση ...; Βλέπουμε λοιπόν ότι οι «αόρατοι ασκητές» εμφανίζονται μόνο σε αυτούς οι οποίοι έχουν καθαρή καρδιά και αγνό λογισμό.    
      
   Θαυμαστό είναι και το εξής γεγονός : όταν ένας περιηγητής τραβούσε με την βιντεοκάμερά του το καταπληκτικό τοπίο στο Αγιοφάραγγο, η κάμερά του σύλλαβε ένα καλόγερο. Και με την περιέργεια που διακρίνει την ανθρώπινη φύση, πήγαινε από πίσω του και τον βιντεοσκοπούσε. Όταν λοιπόν έβαλε την κάμερα να παίξει αυτά που έγραψε, είδε ότι τράβηξε, όλα τα τοπία, τα βουνά, τα νερά ...; αλλά ο μοναχός έλλειπε από την λήψη. Τότε ξαφνιάστηκε και κατάλαβε ότι επιτελούνται θαυμαστά έργα εκεί, και οι μοναχοί θέλουν την απόλυτη ησυχία και γαλήνη. Δια τούτο και εξαφανίστηκε ο μοναχός δια θαύματος από την λήψη της βιντεοκάμερας. 
πηγή 
Στο Αγιοφάραγγο, νότια του νομού Ηρκαλείου Κρήτης (Αστερούσια Όρη) υπάρχουν πολλά παλαιά ερημητήρια σε σπηλιές. Εκεί λένε πως ζουν και σήμερα ακόμη αόρατοι ασκητές, που έχουν το χάρισμα να παραμένουν αθέατοι, αν θέλουν, ακόμη κι αν κάποιος περάσει δίπλα τους. 

Σύμφωνα με παράδοση, που μας είχε αφηγηθεί η γερόντισσα Συγκλητική, μεγαλόσχημη μοναχή στο Ρέθυμνο (ηγουμένη στο μικροσκοπικό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, στο λόφο του Τιμίου Σταυρού, εντός της πόλης του Ρεθύμνου), οι ασκητές αυτοί είναι υπεραιωνόβιοι, αφού παίρνουν παράταση από το Θεό να ζήσουν όσα χρόνια θέλουν. Η ίδια γερόντισσα μας είπε ότι με μια αόρατη ασκήτρια από το Αγιοφάραγγο είχε επικοινωνία ο άγιος γέροντας Κύριλλος Παναγιωτάκης από τα Ακούμια Ρεθύμνης (κοιμήθηκε 1986), εφημέριος της ίδιας μονής. 

Θρύλους γι’ αυτούς αναφέρει ο Νίκος Ψιλάκης στο βιβλίο του Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης, Ηράκλειο 1994, τόμ. Α΄, σελ. 236. 

Παραθέτουμε τρεις: Στο Γουμενόσπηλιο έρχονταν μια φορά το χρόνο οι ασκητές, από τον Πρέβελη ώς τον Κουδουμά [μοναστήρια, το ένα νότια Ρεθύμνου, το άλλο νότια Ηρακλείου]. Είχε 300 πέτρες γύρω γύρω και καθένας καθόταν στη δική του. Μετρούσανε κεφαλές και, αν έλειπε κανείς, ελέγανε: «Ο Θεός να τόνε συχωρέσει». Μόνο τότε, κάθε Λαμπρή, εθωρούσε ο ένας τον άλλο.

 Σ’ ένα σπήλιο στο Μάρτσαλο εζούσε ένας ασκητής. Πηγαίνανε και του ζητούσαν ευλογία οι ανθρώποι, αλλά αυτός δεν εμφανιζότανε ποτέ. Έβγαζε μόνο το δαχτυλάκι του από μια τρύπα και σταύρωνε. Άνθρωπος δεν είδε ποτέ το πρόσωπό του.

 Στον Άγιο Αντώνιο στο Αγιοφάραγγο μαζώνονται κάθε νύχτα οι ασκητές και λειτουργούνε. Τυχερός όποιος τους δει. Ένας παλιός ηγούμενος της Οδηγήτριας σηκωνότανε τα μεσάνυχτα, πήγαινε και λέγανε πως πολλές φορές έπαιρνε κι αντίδωρο. 


Πέμπτη, Ιουνίου 12, 2014

Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή (Μέρος 2ο)

Το α΄ Μέρος εδώ

Ο Σταυροαναστάσιμος αυτός χαρακτήρας της ζωής είναι απλωμένος παντού.
Κάθε μια παρηγοριά και χάρη δίδεται στην ‘Ορθοδοξία και το μοναχισμό της διά του θανάτου.
Παρηγοριά είναι το ξεπέρασμα του θανάτου, σε κάθε μορφή ζωής.
Αυτό μπορούμε να το δούμε και στις μεγάλες μοναχικές ακολουθίες, στις νηστείες, στην όλη τακτική της ασκητικής. Είναι σκληρά τα ‘Ορθόδοξα; Είναι αυστηρά; Ξεπερνούν την αντοχή του ανθρώπου; Έτσι φαίνονται απ’ έξω. Έτσι είναι εν μέρει και στην ουσία τους. («Μοναχός εστί βία φύσεως» λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Μόνο που δεν είναι ποτέ ανέλπιδα, όσο σκληρά και αν  φαίνονται. Δενείναι ποτέ πνιγηρά και αφύσικα, όσο σκοτεινά και αν παρουσιάζωνται.
Πηγή: http://i-n-ag-nektariou-patron.blogspot.gr/
Πηγή: http://i-n-ag-nektariou-patron.blogspot.gr/
Γιατί στο τέλος μέσα από τον πολύ κόπο, την άσκηση, την αγρυπνία, που ξεπερνά, συχνά, την ανθρώπινη αντοχή, πετάγεται ένα βλαστάρι, καινούργιο, άφθαρτο, αμάραντο, που δίνει καρπό εκατονταπλασίονα. Και τότε μακαρίζεις τους κόπους και τους πόνους. Τα θυσιάζεις όλα. Γιατί τούτη η χαρά που ανέτειλε, είναι φως του μέλλοντος αιώνος, που φωτίζει χαρούμενα και ζωοποιεί τα παρόντα και τα μέλλοντα. Έτσι αυθόρμητα ζητάς στη συνέπεια τα πιο σκληρά, τα πιο σκοτεινά, τα πιο μόνα για να προχωρής στα ακαται-σχύντως παρήγορα,αδύτως φωτεινά, και συμφιλιούντα τον άνθρωπο με όλους και με  όλα.
Φτάνουν στο τέλος οι αληθινοί μοναχοί να δέχωνται ευγνώμονα και ευχάριστα τη θλίψη και τον πόνο, η την περιφρόνηση και τον εξευτελισμό των ανθρώπων, γιατί έτσι ελευθερώνονται, από τις απατηλές παρηγοριές τούτου του κόσμου, και γίνονται κοινωνοί της αιωνίουδόξης του Κυρίου από σήμερα.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας λέει: «Ελογάριαζα για το ουδέν τους πειρασμούς και τας θλίψεις όπου μου ήρχοντο αποβλέποντας όχι εις την μέλλουσαν άλλα εις την παρούσαν δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
Είναι χαρακτηριστικό το εξής γεγονός: Στο μοναστήρι μας έρχεται κάθε τόσο ένας γέρος ασκητής και ζητά λίγη βοήθεια. Μ’ αυτά που παίρνει τρέφεται εκείνος και βοηθεί και άλλους πιο γέρους απ’ αυτόν.
Μια μέρα. που ήλθε για την συνηθισμένη του επίσκεψη, είπε σε κάποιο αδελφό του Μοναστηρίου: «Δεν πιστεύω να στενοχωριέστε που έρχομαι και ζητώ βοήθεια. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνη, δεν πειράζει, μπορώ να μην έλθω άλλη φορά. Μη στενοχωριέστε, γιατί ο μοναχός είναι σαν ένας σκύλος. Αν του δώσης μια κλωτσιά, καλό του κάνεις, αν δεν του δώσης κλωτσιά αλλά του δώσης ένα κομμάτι ψωμί, κι’ αυτό καλό είναι».
Ο Γέροντας αυτός παρ’ όλον ότι έχει περάσει τα 75 του χρόνια, δεν έχει απαίτηση να τον σέβεται κανείς. O ίδιος θεωρεί τον εαυτό του σαν ένα σκύλο. Βάζει μετάνοια και ζητά ευλογία από όλους μοναχούς, δοκίμους και προσκυνητές.
‘Έχει όμως ντυθή με μια τέτοια ανέκφραστη χάρη, που γίνεται πανηγύρι χαράς κάθε φορά που θα έλθη στο Μοναστήρι. ‘Όλοι, μοναχοί και προσκυνητές συγκεντρωνόμαστε γύρω του για να ακούσωμε τους λόγους της χάριτος που βγαίνουν από το στόμα του, για να φωτισθούμε από τη χαρά που εκπέμπει το πρόσωπο του, χωρίς εκείνος να το υποψιάζεται. Μοιάζει με τον Αββά που, ζήταγε από το Θεό. να μην τον δοξάση επί της γης, και τόσο πολύ έλαμψε το πρόσωπό του, που δεν μπορούσε κανείς να το ατενίση κατάματα.
Σ’ αυτούς τους ταπεινούς που λάμπουν από τη χάρη, νοιώθεις να ιερουργούνται ακατάπαυστα μέσα τους δυο αρετές: Το μυστήριο της μετανοίας και της αγάπης.
Δεν είναι οι μετανοήσαντες αλλά οι μετανοούντες.
Το «μετανοείτε» του Κυρίου δεν νοείται ως «μετανοήσατε» μια φορά, ούτε σημαίνει το να μετανοή κανείς κάθε τόσο (ίσως απ’ εκεί θα αρχίση), αλλά το να γίνη η ζωή του μια μετάνοια. Να υπάρχη μια παντοτεινή στάση μετανοίας και συντριβής μέσα του. Να μη μιλά κανείς, να μη σκέπτεται, να μη κάνη τίποτε έξω από το κλίμα και το ήθος της συντριβής. Αυτή να διαποτίζη την ύπαρξή του.
Κάθε στιγμή να λειτουργή το μυστήριο της μετανοίας, της συντριβής, και ανορθώσεως από την άλλη Δύναμη. Κάθε στιγμή όντας πεσμένος να νοιώθης ότι σηκώνεσαι από Αυτόν, νοιώθης ότι είσαι πτώση και Αυτός είναι Ανάσταση. Είσαι μη ων και Αυτός είναι ο Ων. Και από το άμετρο Του έλεος σε έφερε στο είναι, παραπεσόντα σε ανέστησε και σε ανιστά ακατάπαυστα.
‘Έτσι με το να ωριμάση το πνεύμα της μετανοίας μέσα μας, οδηγούμαστε στο «Πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες, ίνα και η ζωή του ‘Ιησού εν τω σώματι, ημών φανερωθή» (Β’ Κοριν. 4, 10).
Βρίσκονται στη Μεγάλη Παρασκευή και στην Κυριακή του Πάσχα συγχρόνως. Ζουν τη «ζωηφόρο νέκρωση», το «χαροποιόν πένθος» ακατάπαυστα.
Το ίδιο -όπως στη μετάνοια- είναι ευαίσθητοι στο μυστήριο της αγάπης. Βλέπουν και εδώ πάλι το δρόμο της θυσίας, που οδηγεί αμέσως και σίγουρα στην αιώνια ζωή. Κανείς κόπος που προσφέρεται από αγάπη στο Θεό δεν πάει χαμένος. Και ο, τι προσφέρεται, χάνεται, δοσμένο από αγάπη στον αδελφό, αυτό σώζεται, ευρίσκεται ανέπαφο και αυξημένο εις ζωήν αιώνιον.
Ο άλλος δεν είναι απλώς απαραίτητος σύντροφος της ζωής μας, μα αναπόσπαστο στοιχείο της πνευματικής μας αυτοσυνειδησίας. Μόνο χαμένος για το Θεό και τον άλλο (τον αδελφό) ο άνθρωπος μπορεί να βρη τον εαυτό του στις αληθινές του διαστάσεις. «Ος αν απολέση, ούτος ευρήσει». Μόνον έτσι ανορθώνεται μέσα του το θεανθρώπινο και απεριόριστο μεγαλείο του ανθρώπου. Μόνο τότε νοιώθει κανείς πως οι βάσεις που στηρίζεται ο άνθρωπος δεν σαλεύουν ποτέ. Οι βάσεις είναι ο θάνατος, ο αφανισμός. Η δε ανθρωπολογική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζη στη συνέχεια ο καινός άνθρωπος, είναι η χάρη που αγκαλιάζει τα πάντα.
Ο μισθός, που δεν θα χαθή για το ποτήρι νερού που προσφέρεται στον αδελφό, είναι η νέα Τριαδική συνείδηση του ανθρώπου» που ανατέλλει μέσα του: O άλλος δεν είναι το σύνορο που ορίζει τον ατομικό εαυτό μας, που κλείνει το χώρο μας η απλώς κολακεύει την αυταρέσκειά μας. Δεν είναι το σάβανο που τυλίγει τη νεκρωμένη μόνωσή μας. Δεν «είναι η κόλαση». Ο άλλος είναι οικεία χώρα ζωής, ο πιο ακριβός και αμετάθετος εαυτός μας, που μας χαρίζει -δια της προσφοράς μας σ’ αυτόν- την έννοια και την πραγματικότητα της αιώνιας ζωής, που ήδη άρχισε: «Ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς» (Ιωάν. α’ 3, 14).
Πλησιάζοντας ένα ώριμο μοναχό δεν βρίσκεις κάτι το υπεράνθρωπο, που παραξενεύει και δημιουργεί ίλιγγο, αλλά κάτι το βαθειά ανθρώπινο, ταπεινό, που φέρνει γαλήνη και παρηγοριά. Μ’ όλη τους την άσκηση και αναχώρηση δεν απομακρύνθηκαν από τον άνθρωπο, επέστρεψαν σ’ αυτόν. Αγκάλιασαν όλους τους ανθρώπους και τους πόνους τους. ‘Έγιναν αληθινοί άνθρωποι.
Και η πρόοδος η μοναχική δεν εξαρτάται από το πόσο νήστεψε ή κακουχήθηκε ο μοναχός, αλλά από το πόσο, με όλη την άσκησή του, έγινε κοινωνός της  χάριτος του Παρακλήτου, αναπαύθηκε ο ίδιος και είναι ανάπαυση και για τον αδελφό  του τον άνθρωπο.
Στους μοναχούς μιας συνοδείας μπήκε ο λογισμός ότι ξεπερνούν στην αρετή τους άλλους μοναχούς, επειδή κάνανε πιο πολλές νηστείεςκαι μακρές ακολουθίες.
Γι’ αυτό το θέμα ένας παληός Γέροντας είπε:
«Μη μου λέτε πόσο νηστεύουν ή πόσες ώρες κρατά η ακολουθία τους. Άλλο πράγμα μ’ ενδιαφέρει. Μπορεί ένας απ’ αυτούς και ο πιο προχωρημένος να καταλάβη το σημερινό κουρασμένο άνθρωπο, να παρηγορήση τον πονεμένο; Μπορεί να ελευθερώση το μπλεγμένο στις μεθοδείες του διαβόλου; Αν αυτό κάμη, αν μπορέση και ανάπαυση τον αδελφό του και τον κάμη να αγαπήση τη ζωή, να χαρή και να ευγνωμονήση το Θεό, αυτό θα δείξη ότι ο μοναχός αυτός προχώρησε πνευματικά»).
Αυτή η θέση του Αγιορείτη Γέροντα είναι χαρακτηριστική. Δείχνει πόσο ο μοναχισμός είναι φιλάνθρωπος. Μετρά τα πάντα με το μέτρο της αγάπης, της καθολικής σωτηρίας των πάντων, όχι της φανταστικής τακτοποιήσεως του καθενός χωριστά.
[Συνεχίζεται]

Τετάρτη, Ιουνίου 11, 2014

Η υπέρβαση του θανάτου στη μοναχική ζωή (Μέρος 1ο)

Ένας Αββάς του Γεροντικού έλεγε: «Δεν είμαι μοναχός, αλλά είδα αληθινούς μοναχούς». Αύτη η φράση με βοηθεί και δικαιολογεί την παρουσία μου απόψε μεταξύ σας. Και από αυτά που είδα, θα προσπαθήσουμε να πούμε μερικές λέξεις για το τι είναι ένας ορθόδοξος μοναχός, και το τι βαθειά σχέση έχουμε όλοι με τη λειτουργική ζωή των μοναστηριών και τις προσωπικές εμπειρίες των άγιων ασκητών.
Ο Κύριος δεν ήλθε στον κόσμο για να καλυτερεύση απλώς τις συνθήκες της παρούσης ζωής, δεν ήλθε για να προτείνη κανένα οικονομικό η πολιτικό σύστημα, ούτε για να μας διδάξη καμιά μέθοδο ψυχοσωματικής ισορροπίας.
Ήλθε για να νικήση το θάνατο και να φέρη την αιώνια ζωή. «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3, Ί6) Και αυτή η αιώνιος ζωή δεν είναι υπόσχεση για μεταϊστορική ευτυχία, δεν είναι μία απλή μεταθανάτια επιβίωση, ούτε μία παράταση ατέρμονη της παρούσης ζωής. Αιώνιος ζωή είναι η Χάρη που φωτίζει και νοηματίζει από σήμερα τα παρόντα και τα μέλλοντα, την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου.
Οι εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού στους μαθητές Του έχουν σαν σκοπό να τους δώσουν αυτή τη βεβαιότητα, ότι νικήθηκε ο θάνατος.
Ο Κύριος αναστήθηκε. «Θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει». Είναι τέλειος Θεός, και εισέρχεται και εξέρχεται κεκλεισμένων των θυρών. Είναι τέλειος άνθρωπος, που ψηλαφάται, εσθίει και πίνει όπως καθένας από τους μαθητές Του.
Αυτό που έχει ο άνθρωπος και αξίζει, δεν είναι τόσο οι σωματικές και διανοητικές του ικανότητες, αλλά ότι μπορεί να γίνη κοινωνός της Αναστάσεως του Χριστού, ότι μπορεί να πεθάνη και να ζήση από σήμερα την αιώνια ζωή: «Ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν» (Ιωάν. 12.25).
Ο μοναχός με το να δώση ολοκληρωτικά τον εαυτό του στο Θεό σώζει τη μιαν αλήθεια. Ζη και φανερώνει τη μια χαρά: «Ος αν απολέση, ούτος σώσει…».
Η ζωή του μοναχού είναι μια απώλεια και μια εύρεση.
‘Ορθόδοξος μοναχός δεν είναι απλώς ο «μυστικός». Δεν είναι αυτός που με μια ωρισμένη δίαιτα η τεχνική έφτασε σε υψηλό βαθμό αυτοκυριαρχίας και σε ασκητικά κατορθώματα. Αυτά μόνα τους είναι επιτεύγματα του παρόντος αιώνος, ασήμαντα και ανίκανα να νικήσουν το θάνατο για το μοναχό και τους αδελφούς του.,
Αληθινός Ορθόδοξος μοναχός είναι ο αναστημένος.
Δεν έχει σαν αποστολή να κάμη κάτι με τις σκέψεις του ή να διοργανώση κάτι με τις ικανότητές του, αλλά να δώση με τη ζωή του τη μαρτυρία ότι ο θάνατος νικήθηκε. Και αυτό γίνεται με το να θάπτεται ο ίδιος σαν το σπόρο μέσα στη γη.
Γι’ αυτό, όπως αναφέρεται στο Γεροντικό, όταν κάποτε ένας νέος μοναχός ανέφερε στο Γέροντα: Βλέπω ότι ο νους μου διαρκώς βρίσκεται στο Θεό, εκείνος του λέει: Δεν είναι μεγάλο πράγμα το να βρίσκεται ο νους σου στο Θεό, αυτό που έχει σημασία είναι το να θεωρής εαυτόν υπό κάτω πάσης της κτίσεως.
‘Έτσι τον μεταφέρει σ’ ένα άλλο χώρο. Από τη μερική απασχόληση, που μπορεί να είναι οι σκέψεις μας για το Θεό, τον καλεί στην ολοκληρωτική προσφορά, στην ταπείνωση, που είναι ένας αληθινός θάνατος και ταυτόχρονα η ανάσταση σε μια νέα ζωή, σεμνή και παντοδύναμη.
Στο πανεπιστήμιο της Ερήμου -όπως ονομάσθηκε ο μοναχισμός από τους Πατέρες- οι ασκητές δεν «μανθάνουν», άλλα πάσχουν τα θεία. Δεν κουράζουν το νου τους ή το σώμα τους, αλλά θυσιάζουν τον εαυτό τους ολόκληρο. «Ει μη το όλον κατέστρεψα, ουκ αν ηδυνήθην εμαυτόν οικοδομήσαι».
Αληθινός μοναχός είναι ο εκ νεκρών αναστάς, μια εικόνα του αναστημένου Χριστού. Και φανερώνει ότι πνευματικό, δεν είναι το μη υλικό, ούτε σαρκικό είναι το σωματικό. Πνευματικό είναι κάθε τι (υλικό και άυλο) που έχει καθαγιαστή από το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως, κάθε τι το μεταμορφωμένο από την άκτιστη Θεία ενέργεια.
Έτσι αποκαλύπτει την πνευματική αποστολή του κτιστού και σωματικού. Και ταυτόχρονα φανερώνει την απτή ύπαρξη του άυλου και ακτίστου.
Μοναχός είναι ο παντρεμένος με το μυστήριο της ιερουργίας της σωτηρίας των πάντων μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο ασχολείται με όλα και με τίποτα. Είναι «ο πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος». Η έννοια της ειδικεύσεως του είναι ξένη εκ φύσεως. Δεν είναι ειδικευμένος με κάτι, ούτε τον αφήνει αδιάφορο ένα άλλο. Όλα τον ενδιαφέρουν.
Αυτό που έχει σημασία και τον φωτίζει -του αποκαλύπτει αυτό που τον ενδιαφέρει- είναι το πως τοποθετείται, ενσωματώνεται, διακοσμείται (το τι θέση παίρνει) το κάθε τι μέσα στο μεταμορφωμένο σύμπαν, μέσα στη Θεία Λειτουργία της σωτηρίας των πάντων.
Η αποκάλυψη και η γνώση αυτή της συνεκτικής των όλων αρχής τον ενδιαφέρει. Αυτή ενδιαφέρει το κάθε τι. Γι’ αυτό κάθε τι το μεταμορφωμένο -το μετέχον καθολικά στη Θεία ενέργεια που σώζει το παν- τον ενδιαφέρει εξ ίσου. Τον βοηθεί για να γνωρίση τον εαυτό του και οποιοδήποτε θέμα του παρουσιαστεί.
Ένας μοναχός έγραφε:
«Δεν είναι η δουλειά μου να χτίζω σπίτια και να ασπρίζω.
Ούτε ακόμη είναι να διαβάζω και να γράφω.
Ποια είναι η αποστολή μου;
Είναι -αν είναι δυνατόν- να πεθάνω εν τω Θεώ. Τότε ζω και κινούμαι από άλλη Δύναμη.
‘Έτσι ελεύθερα μπορώ να τα κάνω όλα (και να σκάβω και να διοργανώνω και να διαβάζω και να γράφω), χωρίς να δένωμαι με τίποτα. Άπ5 όλα μπορώ να περάσω, οφείλω να περάσω κυνηγώντας. πάντα ήρεμα το ένα και μοναδικό. ‘Όλα, όλους τους «μετεωρισμούς» να άφήσω ελεύθερα δι’ εμού να διέλθουν περιμένοντας το ένα που καταξιώνει τα πάντα.
Όταν χτίζης για να χτίζης, φτιάχνεις τον τάφο σου.
Όταν γράφης για να γράφης, πλέκεις τα σάβανά σου.
Όταν ζης, αναπνέεις ζητώντας το έλεος του Θεού, τότε γύρω σου υφαίνεται καταστολή αφθαρσίας και μέσα σου αναδεύεται γλυκασμός ουράνιας παρακλήσεως. Το αν χτίζης η αν γράφης, είναι πολύ δευτερεύον».
Ο μοναχός δεν έχει σαν σκοπό της ζωής του να πετύχη μια ατομική αυτοσυγκέντρωση η πρόοδο, αλλά να διακονήση στο μυστήριο της σωτηρίας με το να μη ζη για τον εαυτό του αλλά για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Ανασπώντα. Και για όλους τους αδελφούς του.
Αυτό επιτυγχάνεται, γιατί ο μοναχός ζη όχι όπως αυτός θέλει αλλά όπως η ‘Εκκλησία υπαγορεύει.
Η μοναχική κουρά, η είσοδος στη μοναχική ζωή, γίνεται μέσα στη Θεία Λειτουργία.
Ο υποψήφιος μοναχός εγκαταλείπει τον εαυτό του μπροστά στο Άγιο Θυσιαστήριο. Και γίνεται δεκτός από μια άγια Συνοδεία, που είναι άγια γιατί έχει εναποθέσει στο άγιο τούτο Θυσιαστήριο όλη της τη ζωή, τα σχέδια και την ελπίδα.
To Tiganosximo Skeuostamo2
Όπως δεν είναι η αρετή του ιερέως που μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά η χάρη της ιεροσύνης που είναι ενδεδυμένος, έτσι και μέσα στη μοναχική ζωή και αγωγή δεν είναι η ικανότητα η ο χαρακτήρας του ηγουμένου η των αδελφών που βασικά ενεργεί, αλλά το Πνεύμα της Παραδόσεως που κατευθύνει.
Μέσα απ’ όλους τους Πατέρες υπάρχει μια γραμμή. Όλοι οδηγούν στον ίδιο χώρο της ελευθερίας του Πνεύματος. Καθένας μιλά με τον τρόπο του. ‘Εκφράζει την εμπειρία του. Τονίζει αυτό που ένοιωσε. Και από όλο αυτό το πνευματοκίνητο πλήθος, που σε άλλους τόπους και άλλους αιώνες έζησε, συναπαρτίζεται μία παναρμόνια φωνή απλότητος, που ψάλλει τον ένα ύμνο γύρω από το θρόνο του Αρνίου. Που τον ψάλλει τώρα και πάντα. ‘Εδώ και παντού. Που τον ψάλλει μέσα στο λειτουργικά χώρο της ζωής, τον ελεύθερο από τα φράγματα των μικρών επιδιώξεων και συμβατικοτήτων.
‘Έτσι η ίδια υπέρχρονη και πανάγαθη δύναμη που εκ του μη όντος συνέστησε τα πάντα, αυτή καθαγιάζει τα τίμια δώρα επί της Αγίας Τραπέζης, συγκροτεί των αγίων Πατέρων το χορό, καθαγιάζει τον προσφερόμενο μοναχό, παίρνει στα χέρια της και αναλαμβάνει την όλη συγκρότηση και ζωή της κάθε μοναχικής κοινότητος.
Η ζωή μας ολόκληρη γυρίζει γύρω από το Θεό. Ο χρόνος μας, η απασχόληση μας είναι αυτός. Η σωματική μας αντοχή και η πρωτόνοια προσφέρεται σ’ αυτόν. Η ακολουθία, η μελέτη, η προσευχή, αποτελεί το νόημα του αγώνα και τον πόλο γύρω από τον οποίο γυρίζομε. Η Θεία Λειτουργία αποτελεί την καρδιά του οργανισμού μας και συνθέτει την προσωπική μας ζωή και την αδελφική μας κοινότητα.
Αρχιτεκτονικά το μοναστήρι είναι πλασμένο να εξυπηρετή τη Θεία Λειτουργία: Είναι μια αρχιτεκτονικά ψαλλόμενη, θα μπορούσαμε να πούμε, Θεία Λειτουργία.
Γύρω από την εκκλησία σαν Χερουβίμ και Σεραφείμ απλώνονται καμάρες, κελλιά, τράπεζα, βιβλιοθήκη: ο χώρος που ιερουργείται η Θεία Λειτουργία του εικοσιτετραώρου.
Κάθε πράγμα είναι στη θέση του λειτουργικά ιεραρχημένο. Γι’ αυτό ζώντας μέσα στο πρόγραμμα της Μονής, βαδίζοντας στουςδιαδρόμους της, νοιώθεις πως γυρίζεις συνέχεια γύρω από το ((εν, ούτινος έστι χρεία». Γυρίζεις με τις σκέψεις, με τον κόπο, τον πόνο, τη χαρά, με το σώμα και την ψυχή σου, μέσα στη Θεία Λειτουργία της ζωής του Μοναστηρίου, που προσφέρεται υπέρ της οικουμένης.
Τούτη η ζωή και το οικοδόμημα θαρρείς και είναι μια ζωντανή εικόνα της Αναστάσεώς του Χριστού. Όπως στην Ανάσταση ο Χριστός συνέθλασε τις πύλες του θανάτου και τράβηξε γαλήνια και σωτήρια προς το φως τους πρωτοπλάστους, και όλες τις σειρές των πεπεδημένων. Παρόμοια τραβά η Θεία Λειτουργία όλη μας τη ζωή προς την άνω βασιλεία, και ο ναός σχηματικά όλη τη Μονή στο φως, στη γαλήνη του αγιασμού.
[Συνεχίζεται]

Τετάρτη, Ιουνίου 04, 2014

The Analavos of the Great Schema Explained

The Great Schema in the Orthodox Church requires the traditional monastic vows, plus special spiritual feats. According to Archpriest G. S. Debolsky: "In the understanding of the Church, the Great Schema is nothing less than the supreme vow of the Cross and death; it is the image of complete isolation from the earth, the image of transformation and transfiguration of life, the image of death and the beginning of another, higher, existence."

As a monastic dignity, the Great Schema has been known since the 4th century. According to an ancient legend, this dignity was inaugurated by St. Pachomios the Great. However, as a form of monastic life, the Great Schema goes back to the origin of Christianity. Those who followed Christ's teachings on supreme spiritual perfection by voluntarily taking the vows of chastity, obedience and poverty were called ascetics to distinguish them from other Christians. They led a harsh and secluded hermit's life like St. John the Baptist, or like our Lord Jesus Christ Himself during his forty days in the desert.


According to the Rule of St. Pachomios, the act of acceptance into a monastery had three steps and consisted of (a) "temptation" (trial), (b) clothing, and (c) presentation to the starets for spiritual guidance. Each of the three steps undoubtedly had its own significance. They marked the beginning of the three stages in monasticism which have become deeply embedded in the life of the Eastern Church: first, the novice (or rasoforos); the second, the monk (known as a monk of the Lesser Schema); and the third, the monk of the Great Schema.

The Church historians Sozomen, Bishop Palladios of Helenopolis and Hieromonk Nicephoros maintain that St. Pachomios was the first to invest monks with the full monastic dignity of the schema.

It should be noted that not all the fathers and ascetics of the Church divided monasticism into the greater and lesser angelic schema. For instance, St. Theodore of Studios did not agree with this division, considering that there should be only one form of monasticism, just as there was one Mystery of Baptism.

However, the custom of dividing monasticism into two became widespread in the practice of the Church. The Lesser Schema thus became a kind of preparatory step to the Great Schema. Cenobitism came to be known as a "betrothal", and seclusion within a monastery as actual "matrimony". In accordance with the Rule the difference between the Lesser and Greater Schema began to be reflected in the habit. Those of the latter had embroidered crosses on their habit, while the former did not(7).

Those who take the Great Schema vows must be like an angel in the flesh; they must attain that degree of spiritual perfection which is possible for man. Constant contemplation of God, life in Him, and silence is their vocation.

The analavos of the Great Schema monks are the signs of perfect monasticism, symbols not only of humble wisdom and gentleness, but also of the Cross, of suffering, of Christ's wounds, of constant dying with Christ.


 The άνάλαβος (analavos) is the distinctive garment of a monk or a nun tonsured into the highest grade of Orthodox monasticism, the Great Schema, and is adorned with the instruments of the Passion of Christ. It takes its name from the Greek αναλαμβάνω (“to take up”), serving as a constant reminder to the one who wears it that he or she must “take up his cross daily” (Luke 9:23). The ornately-plaited Crosses that cover the analavos, the polystavrion (πολυσταύριον, from πολύς, “many,” and σταυρός, “Cross”) — a name often, though less accurately, also applied to the analavos — reminds the monastic that he or she is “crucified with Christ” (Galatians 2:20).

With regard to each image on the analavos, the rooster represents “the cock [that] crowed” (Matthew 26:74; Mark 14:68 Luke 22:60; John 18:27) after Saint Peter had “denied thrice” His Master and Lord (John 13:38).

The pillar represents the column to which Pilate bound Christ “when he scourged Him” (Mark 15:15) “by Whose stripes we were healed” (Isaiah 53:5; I Peter 2:24).

The wreath garlanding the Cross represents the “crown of thorns” (Matthew 27:29; Mark 15:17; John 19:2) that “the soldiers platted” (John 19:2) and “put upon the head” (Matthew 27:29) of “God our King of old” (Psalm 73:13), Who freed man from having to contend against “thorns and thistles in the sweat of his brow” (Genesis 3:18-19).

The upright post and the traverse beam represent the stipes and the patibulum that formed “the Cross of our Lord Jesus Christ” (Galatians 6:14), upon which “all day long He stretched forth His hands unto a disobedient and gainsaying people” (Isaiah 65:2; Romans 10:21).

The four spikes at the center of the Cross and the hammer beneath its base represent the “nails” (John 20:25) and hammer with which “they pierced” (Psalm 21:16; John 19:37) “His hands and His feet” (Luke 24:40). when they “lifted up from the earth” (John 12:32) Him Who “blotted out the handwriting of ordinances that was against us by nailing it to His Cross” (Colossians 2:14).

The base upon which the Cross stands represents “the place, which is called 'Calvary' (Luke 23:33), or 'Golgotha', that is to say, the Place of the Skull” (Matthew 27:33), “where they crucified Him” (John 19:18) Who “wrought salvation in the midst of the earth” (Psalm 73:13).

The skull and crossbones represent “the first man Adam” (I Corinthians 15:45), who by tradition “returned unto the ground” (Genesis 3:19) at this very spot, the reason that this place of execution, “full of dead men’s bones” (Matthew 23:27) became the place where “the last Adam was made a quickening spirit” (I Corinthians 15:45).

The plaque on top of the Cross represents the titulus, the “title” (John 19:19-20), with “the superscription of His accusation” (Mark 15:26), which “Pilate wrote” (John 19:19) “and set up over His head” (Matthew 27:37); however, instead of “Jesus of Nazareth the king of the Jews” (John 19:19), which “was written over Him in letters of Greek, and Latin, and Hebrew” (Luke 23:38), the three languages being an allusion to the Three Hypostases “of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit” (Matthew 28:19), this titulus reads, “The King of Glory” (Psalm 23:7-10), “for had they known it they would not have crucified the Lord of glory” (I Corinthians 2:8).

The reed represents the “hyssop” (John 19:29) upon which was put “a sponge full of vinegar” (Mark 15:36), which was then “put to His mouth” (John 19:29) when in His “thirst they gave Him vinegar to drink” (Psalm 68:21), Him of Whom it was said that “all wondered at the gracious words which proceeded out of His mouth” (Luke 4:22).

The lance represents the “spear [that] pierced His side”; “and forthwith came there out blood and water” (John 19:34) from Him Who “took one of Adam's ribs, and closed up the flesh instead thereof" (Genesis 2:21) and Who “washed us from our sins in His own blood” (Revelation 1:5).

The plaque at the bottom of the Cross represents the suppedaneum of Christ, “His footstool” (Psalm 98:5), “the place where His feet have stood” (Psalm 131:7). It is slanted because, according to one tradition, at the moment when “Jesus cried with a loud voice, and gave up the spirit” (Mark 15:37), He allowed a violent death spasm to convulse His legs, dislodging His footrest in such a manner that one end pointed upwards, indicating that the soul of the penitent thief, Saint Dismas, “the one on His right hand” (Mark 15:27) would be “carried up into Heaven” (Luke 24:51), while the other end, pointed downwards, indicated that the soul of the impenitent thief, Gestas, “the other on His left” (Mark 15:27), would “be thrust down to Hell” (Luke 10:15), showing that all of us, “the evil and the good, the just and the unjust” (Matthew 5:45), “are weighed in the balance” (Ecclesiasticus 21:25) of the Cross of Christ.

The ladder and the pincers beneath the base of the Cross represent the means of deposition by which Saint Joseph of Arimathea, “a rich man” (Matthew 27:57) who “begged for the body of Jesus” (Matthew 27:58; Luke 23:52), “took it down” (Luke 23:53), so that as in body He descended from the Cross, so in soul “He also descended first into the lower parts of the earth” (Ephesians 4:9), “by which also He went and preached unto the spirits in prison” (I Peter 3:19).

Through these instruments, “the Cross of Christ” (I Corinthians 1:17: Galatians 6:12; Philippians 3:18) became the “Tree of Life” (Genesis 2:9; 3:22, 24; Proverbs 3:18, 11:30; 13:12; 15:4; Revelation 2:7; 22:2,14), by which the Lord Jesus reified His words that, “I am the resurrection, and the life: he that believeth in Me, though he were dead, yet shall he live, and whosoever liveth and believeth in Me shall never die” (John 11:25-26).



The Greek letters that appear on the analavos are abbreviations of phrases that extol the Cross as “the power of God” (I Corinthians 1:18). From top to bottom:

• ΟΒΤΔ - Ό Βασιλεύς της Δόξης - “The King of Glory”

• ΙC XC NIKΑ - Ιησούς Χριστός νικά - ”Jesus Christ conquers”

• ΤΤΔΦ - Τετιμημένον τρόπαιον δαιμόνων φρίκη - "Honored trophy, the dread of demons”

• ΡΡΔΡ - Ρητορικοτέρα ρητόρων δακρύων ροή - "A flow of tears more eloquent than orators” (or, more likely: Ρητορικοτέρα ρημάτων δακρύων ροή)

• ΧΧΧΧ - Χριστός Χριστιανοίς Χαρίζει Χάριν - "Christ bestoweth Grace upon Christians”

• ΞΓΘΗ - Ξύλου γεύσις θάνατον ηγαγεν - "The tasting of the tree brought about death”

• CΞΖΕ - Σταυρού Ξύλω ζωήν εύρομεν - "Through the Tree of the Cross have we found life"

• ΕΕΕΕ - Ελένης εύρημα εύρηκεν Εδέμ - "The discovery of Helen hath uncovered Eden”

• ΦΧΦΠ - Φως Χριστού φαίνοι πάσι - “The light of Christ shines upon all”

• ΘΘΘΘ - Θεού Θέα Θείον Θαύμα - "The vision of God, a Divine wonder”

• ΤCΔΦ - Τύπον Σταυρού δαίμονες φρίττουσιν - "Demons dread the sign of the Cross”

• ΑΔΑΜ - Αδάμ - "Adam"

• ΤΚΠΓ - Τόπος Κρανίου Παράδεισος γέγονε - "The Place of the Skull hath become Paradise”

• ΞΖ - Ξύλον Ζωής - “Tree of life”

There are other items and abbreviations that may appear on the analavos, but these are sufficient to demonstrate that this holy garment silently proclaims “the preaching of the Cross” (I Corinthians 1:18) through its mystical symbolism, declaring for its wearer, “God forbid that I should glory, save in the Cross of our Lord Jesus Christ, by Whom the world is crucified unto me, and I unto the world” (Galatians 6:14).
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...