Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2013

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

                                              


A´ Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιοςΠου με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρόςKαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέραςKι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικουKαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερόΠου όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινεMα όλος ο κόπος τ’ ουρανούΌλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόναΠρωί, στα πόδια του βουνού Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει. Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικαΠιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησανAπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιάKόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο. Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού. 

B´ Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει· O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιέςΦυσάει μακριά τη σκόνη τουTα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τουςH γη κρύβει τις πέτρες τηςO φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχονταςTην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμναTο ούρλιασμα της συννεφολύκαιναςΣκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλαςΚι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητοKι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδεςKι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:Φωτιά ή μαχαίρι! Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησανKακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρόςMόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες! 

Γ´ Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρήΛιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γηςO Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέραKάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυΣτο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει. Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρροςKαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιοKιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν! Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά... Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζεςΎστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλάNα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιάMόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια! 

Δ´ Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνηM’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιάM’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτίMοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιάMοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιάMοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησεMόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα Kι η απορία μαρμάρωσε... Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.Αιώνες μαύροι γύρω τουAλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρεςAκούν με προσοχή·Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκεΌμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγήΌλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή. Κάτω απ’ τα πέντε κέδραXωρίς άλλα κεριάKείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμαΣτο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσοKι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίραςMικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυροΠηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώςMην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρουΈτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μιαΈτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλληKι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο! 

E´ Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιώνKι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας! Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντροKαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίραKι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνιKαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετόςΠιάνουν το χέρι και παγώνειΠαν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμαKοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζειΓιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατοςΓιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμίΓιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος! 

ΣT´ Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκεΣκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανείΣτους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανεMια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβεράKαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάριKαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξανΎστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοίΏσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνεςKι ήρθαν από της γης τα πέραταOι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδιαEκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιάEκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε! Ήταν γερό παιδί·Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσαΛέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρωνΉταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα τουΠου έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκεςΏσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά τουH αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκεΣτη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιοNα βάφει τα λουλούδιαΉ πάλι με στοργή να σιγονανουρίζειTις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά τουΤι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθοςΌπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα... Ήταν γενναίο παιδί.Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι τουMε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιάKαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλόΠου δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιάKαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―Με το αίμα πάνω από τα φρύδιαTα βουνά της Αλβανίας βροντήξανεΎστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουνTο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγήςKαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστοKαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίαςΒρόντηξαν τα βουνά της ΑλβανίαςΔεν έκλαψανΓιατί να κλάψουνΉταν γενναίο παιδί! 

Z´ Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμοςTίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνάΓονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζονταςAπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψεΓυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρούΔεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη ΑκροκεραύνιαΠάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριούMήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτεςKαι κρύψουν τις αχτίδες τουςKαι σταματήσουνEκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί... Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμοςΣφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξάΣκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεταιTι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενόςKι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουνTα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοιTο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπάKι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα! 

H´ Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμοTώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γηAν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·Ή τότε πάλι με χώμα και νερόAς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμοMην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίταΣτη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιάMη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε! Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστεραKαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερούKαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλιMη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάςMόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάςTις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευεTις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζεΜικρή τη νύφη χρυσαλλίδαΠου αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζιΣτον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγεςKαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντραΠοιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο! 

Θ´ Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάειΨηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπειΣτον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα πανNα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουνΚαι στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντοTι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!» Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλαNύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτάΠοιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπουςΉ θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιοΓια να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογοKαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσιΓια ν’ ασπαστεί τα βότσαλαKαι ποιος θα κοιμηθείΓια να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρουNά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτιαAίμα και λαλιάNα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνιαKαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του! 

I´ Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμιΠάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσεMόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδοKι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρόςΆστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνηΚι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνεNα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!» Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματαΠαρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάςΣτα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευεςKάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια τουΚι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη τουΠου ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια τουΓιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνειAγάπη ανθρώπου ανάβονταςΆστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώΓια να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάσηMε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας! 

IA´ Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρειTα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζονταςΓιατί τους είχε πάρειTη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφοΠίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωποΠίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδιαEκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστειαΣτους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτριΠίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλαMυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστάΌσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας! Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφοΖωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νεράM’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυροΠαππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμοΣτο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχταMε πικραμένα μάτια·Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοίΘειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζήMάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια τηςΉ μάνα μάνας που με το βυζί γυμνόXορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου! Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφοMα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανούAνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος! 

IB´ Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνειAνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος... Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνεKαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέραΓέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμέναMε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τουςMε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιουΘαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπουςΣτράφτουν βαθιά οι λοφοσειρέςKαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης! Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπροςTόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά τουΦαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινόςKαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμαΣτους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώαΓρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνεΟ κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλοςΓίγας που κανακεύει τα παιδιά του Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλοΑύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού! 

IΓ´ Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο― Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωήΌπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθιαEνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστηTότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίραςKαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα! Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψειΓια τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωήςΠου είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέραςKαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάριαΓια τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσικήΣτο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τουςΓια τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιάΠροσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλιΛένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι τουΓια τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωήTόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της! 

IΔ´ Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμαTου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:ΕλευθερίαΈλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:EΛEYΘEPIAΓια σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νεράKαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνεςTα πιο αθώα κορίτσια Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρώνKι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτηΠαιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη... Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει! Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνειOλοένα εκείνος ανεβαίνει·Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φοράXαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια τουΆνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλοΑύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002)

Παρασκευή, Αυγούστου 30, 2013

Εἶμαι τὸ δέντρο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τῆς προσευχῆς...


«Εἶμαι τὸ δέντρο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τῆς προσευχῆς ὅταν ἀνεβαίνει
ἀπὸ ἥσυχη ψυχή.

Εἶμαι ἡ λόγχη ποὺ κοκκίνισε στὸ αἷμα τῆς δύσης καὶ φρουρεῖ τὸ Ἀόρατο
ἀπ᾿ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν εἰρωνεία.

Εἶμαι στὶς γιορτὲς τοῦ τοπίου το μαῦρο ράσο ποὺ δὲν τελείωσεν ἀκόμα
τὴ δοκιμασία του.

Εἶμαι τὸ καμπαναριὸ στὸ ναὸ τοῦ πόνου καὶ γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ἔχουν σκοπὸ
σημαίνει τοὺς ὄρθρους καὶ τοὺς ἑσπερινοὺς ἡ σιωπή μου.»

(Το κυπαρίσσι - Ζαχαρίας Παπαντωνίου)

Δευτέρα, Αυγούστου 12, 2013

Ἐπὶ Ἀσπαλάθων

[Εἶναι τὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ Σεφέρη καὶ δημοσιεύτηκε στὸ Βῆμα (23. 9. 71) τρεῖς μέρες μετὰ τὸ θάνατό του στὴν περίοδο τῆς δικτατορίας. Τὸ ποίημα βασίζεται σὲ μία περικοπὴ τοῦ Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ. ἑ. ) ποὺ ἀναφέρεται στὴ μεταθανάτια τιμωρία τῶν ἀδίκων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρδιαίου. Ὁ Ἀρδιαῖος, τύραννος σὲ μία πόλη, εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του καὶ τὸν μεγαλύτερό του ἀδερφό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τιμωρία του, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων τυράννων, στὸν ἄλλο κόσμο στάθηκε φοβερή. Ὅταν ἐξέτισαν τὴν καθιερωμένη ποινὴ ποὺ ἐπιβαλλόταν στοὺς ἀδίκους καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ βγοῦν στὸ φῶς, τὸ στόμιο δὲν τοὺς δεχόταν ἀλλὰ ἔβγαζε ἕνα μουγκρητό. «Τὴν ἴδια ὥρα ἄντρες ἄγριοι καὶ ὅλο φωτιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ἤξεραν τί σημαίνει αὐτὸ τὸ μουγκρητό, τὸν Ἀρδιαῖο καὶ μερικοὺς ἄλλους ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, ἄρχισαν νὰ τοὺς σέρνουν ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ νὰ τοὺς ξεσκίζουν ἐπάνω στ᾿ ἀσπαλάθια καὶ σὲ ὅλους ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ ἐξηγοῦσαν τὶς αἰτίες ποὺ τὰ παθαίνουν αὐτὰ καὶ ἔλεγαν πὼς τοὺς πηγαίνουν νὰ τοὺς ρίξουν στὰ Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616).]



Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.

Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες

τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι

δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια

καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.

Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν

ἀκόμη...



Γαλήνη



-Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;



Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ

τ᾿ αὐλάκια.

Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου

δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.

Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:

«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει

«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν

τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν

ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους

καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».




Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του

Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος


31 τοῦ Μάρτη 1971

Τρίτη, Ιουλίου 09, 2013

Το Κεράκι

Ταπεινό κι ευωδιαστό το κεράκι αναμμένο,
προσκαλεί για στοχασμό μες στο χώμα στηλωμένο.

Ας ακούσουμε λοιπόν μες στη θεία σιωπή,
και το φως το μελιχρό, τις αλήθειες που θα πει.

Έχετε ποτέ σκεφθεί, σεις που είστε λογικοί,
σε πόσα ομοιάζουμε και άρα να θαυμάζουμε;

Κατ' αρχήν το σώμα μου, πάντοτε στέκει ορθό,
όπως πάλι το δικό σας, δείχνει τον προορισμό σας.

Θέλω όμως και τη Γη, να πατώ να μένω ευθύ,
όπως χρείαν ο καθείς την Πατρίδα για να ζει.

Βλέπεις τώρα και το φως; Φλόγα πάνω στην κορφή μου.
Να διδάσκεσαι ορθώς την Αλήθεια της ψυχής σου.

Κέρινο το σώμα μου, φλόγα η πνοή μου.
Πήλινο το σώμα σου, πνεύμα η ψυχή σου.

Απ' την ώρα της αφής μου, λιώνω στην αποστολή μου.
Τέλος μένει μες στη Γη, λείψανο απ' το κορμί.

Αν θα μείνω όμως σβηστό, να φωτίσω δε μπορώ,
κι αν τη φλόγα φοβηθώ, στο σκοτάδι θε να ζω.

Θεία έχω αποστολή, φως σκορπίζω στη ζωή,
κι η δική μου η χαρά, κρύβεται στην προσφορά.

Έτσι άνθρωπε κι εσύ, άκουσε να διδαχθείς,
τις αλήθειες που ακούς, να τις εννοεί ο νους.

Φως Χριστού, όμμα αγνό, αγιοκέρι ευωδιαστό.
Αποστρέφεται η καρδιά τα «Καβαφικά κεριά». 1

Πόσο δράμα, τι φρικτό νά 'χεις τάλαντο για φως,
και ο ζόφος της καρδιάς σου ν' αποπνέει «οσμήν θανάτου»...

Άνθρωπε μη γελαστείς, σαν κερί θ' αναλωθείς,
για να μη λησμονηθείς, λάμψε φως της αρετής!


(π. Ιωήλ).


1. Πρόκειται για το ποίημα «Κεριά» του Καβάφη. Σ΄ αυτό, ο ίδιος ο τραγικός ποιητής, περιγράφει ανάγλυφα το υπαρξιακό και ηθικό του δράμα. Αποτυπώνει τη φρίκη των «παθών της ατιμίας» τα οποία και βίωνε. Οπωσδήποτε, αποτελεί κλασικό παράδειγμα προς αποφυγήν, για κάθε λογικό άνθρωπο.

Σάββατο, Μαρτίου 23, 2013

Πόνος κι Ελπίδα Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος


Ο μαύρος γρανίτης βλαστάνει θυμάρι,
στο κοίλωμα βράχος κυψέλη βαστά.
Το λιόκαμα ψήνει πικρό παξιμάδι,
ο πόθος ανθίζει γλυκιά λευτεριά.

Πέτρα στην πέτρα ανδριεύει η ελπίδα,
ζυμώνεται  λάσπη στο αίμα Ρωμιού.
Παλάμες κεντούνε στ΄ αμόνι τη μνήμη,
το αλέτρι προσμένει καιρό λυτρωμού...

Χτισμένες καρδιές σ' αιώνων καλούπια,
η σάρκα λινάρι, μετριούνται οστά.
Βολβοί των ματιών, σταλάζουν στο θρύλο,
προσκέφαλο πέτρα, για σάισμα κλαδιά.

Μνημούρια σπαρμένα, αιώνων θυσίες,
΄κονίσματα κάστρων αχώ αντηχούν.
Λημέρι ξωκκλήσι, παπάς τους ορκίζει,
ραγιάδων οι φύτρες για γνώση αγρυπνούν.

Σε γλώσσα Ιστορίας τροχάνε τις πάλλες,
για βίγλα Ζαλόγγου γυναίκες τραβούν.
Καψάλη δαυλός «εν πορεία εξόδου»,
Ψυχές καρτερούνε στη δόξα να μπουν.

Σχοινί Πατριάρχου βλογά καρυοφύλλι,
ακρώρειες Έθνους οιμωγές αντοιχούν.
Ποτέ ας μη λήψει η θύμιση πόνου,
σμιλεύει ελπίδα σε όσα θα 'ρθούν...


π. Ιωήλ (Κόνιτσα)

Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2013

ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ π.Ιωήλ Κωνστάνταρος


ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ

Με θάρρος ύψωσε φωνή, στου μίσους την απάτη,
Ο κόσμος μόνο θα σωθεί, σαν ζήσει την αγάπη”!
Γέννημα Μόσχας και βλαστός, στην Τσαρική Ρωσία,
από μικρός δοκίμασε πίκρες και δυστυχία.

Με πάθη και ασθένειες “έγκλημα – τιμωρία”,
και τελικώς στα κάτεργα, πέρα στην εξορία.
Ποτέ δε συμβιβάστηκε με τη συνείδησή του,
Αλήθεια πάντ' αναζητά σε όλη τη ζωή του.

Καθώς το τραίνο έφευγε μακριά στη Σιβηρία,
μια μάτουσκα του χάρισε τη Βίβλο ευλογία.
Κι άστραψε η μελέτη της, στο νου τη θεία Γνώση,
η όψις αλλοιώθηκε, ηγέρθη απ' την πτώση...

Μέσα στη θλίψη του Βορρά, εν άκρα ησυχία,
θρήνο εβίωνε βουβό, Αδάμ αποστασία...
Κι όσα μες στις ασθένειες εχάραξε με “αίμα”,
σπάζουν τους πάγους της καρδιάς, ζωογονούν το πνεύμα.

Χτυπήθηκε με το κακό, ως τέλους της ζωής του,
του λόγου το προφητικό, το τρόμαξαν οι εχθροί του.
Μασσώνοι, Εβραίοι, άθεοι και σκότος αναρχίας,
στους ήρωές του διέβλεψαν, θρίαμβον Εκκλησίας!

Έργα γεμάτα βίωμα, εμπνεύστηκε με πάθος,
στα κείμενά του ανέβλυσε ταπείνωση και βάθος.
Ρεύματα ακατάπαυστα διατρέχουν εν διανοία,
πρόβαλλε στάρετς Ζωσιμά, μέσα στην κοινωνία.

Μ' ατρήτους κόπους άγγιξε τα όρια ψυχής του,
και θησαυρούς εξόρυξε με την υπομονή του.
Όμως, ως ομολόγησε, ειρήνη στην καρδία,
η προσευχή του εχάρισε κι η Θεία Κοινωνία!

Πλέον, ωρίμασε ο καρπός, συμπλήρωσαν τα έτη,
ειρήνη μες το βλέμμα σου, αστράπτει, Ντοστογιέφσκι.
Οι φίλοι σου κι οι φοιτητές, παρέστησαν μ' αγάπη...
στο έργο σου ανεκάλυψαν ουράνιο μονοπάτι!
π. Ιωήλ (Κόνιτσα)

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2012

Ο πόνος του Μακρυγιάννη π.Ιωήλ Κωνστάνταρος



Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
“Κριτής” του Έθνους του το Εικοσιένα
Τουρκιά αρνήθηκε, δε σκύβει αυχένα.
Δε συμβιβάζεται για την Πατρίδα
Ρωμιός γεννήθηκε, ζει την ελπίδα.

Μεσ' την πανήγυρι τ' αφέντη Αγιάννη,
σύμφωνο έκλεισε κι όρκο του κάνει.
Νάτος, το έφτιαξε δικό του ασκέρι,
αστράφτει τ' άρματα, κι «ευχήν αναμέλπει»

Σπάθα και άρματα του Μακρυγιάννη,
Τούρκος τα γνώρισε, φόβος τον πιάνει.
Ευθύς ο λόγος του, ζωή θυσία,
δεν τον επρόσβαλε υποκρισία.

Ποτάμια αίματα, φέρνουν τη Νίκη,
μα ο Πολέμαρχος μάτι δεν κλείνει.
Μάουρερ ύπουλον, Τούρκος δεν φτάνει,
κι αμέσως έσυρε το γιαταγάνι.

Κλείστε τις θύρες δα, και θα σφαγούμε.
Δεν πολεμήσαμε για ν' αρνηθούμε.
Ποιος το ετόλμησε ξένη θρησκεία,
να φέρει επάρατη «φραμασσωνεία»;

Τα μοναστήρια μας τα εσφραγίσαν,
κι αγωνιστών παιδιά περιφρονήσαν.
Ρωμιοί σακάτηδες ταπεινωμένοι,
κι ο Μπαρμπαγιάννης μας δεν υπομένει.

«Σύνταγμα» ζήτησε, δεν κάνει πίσω.
Έθνος μου Άγιο, πώς να σ' αφήσω;
Επολεμήσαμε για Ελευθερία,
Φράγκοι μας φέρανε νέα δουλεία.


Και η φαμίλια του, πώς θε ν' αντέξει;
«Παρά» δε σύναξε για να ξοδέψει.
Χαράζει σκέψεις του για τον αγώνα,
πλούτος του Έθνους μας εις τον αιώνα.

Φίλοι αχώριστοι με Τουρκοφάγο,
δάκρυζαν κι έλεγαν, δεν παίρνει άλλο.
Στύλος ακλόνητος μές στη γενιά του,
άνδρας ατρόμητος ως στα στερνά του.

Ζει τα μυστήρια και αναμένει...
ένδοξ' ασκέρι του τον περιμένει...
Τα πάντα πρόσφερες για την Πατρίδα,
η Ευχή σου, Γέροντα, χρυσή ελπίδα!
π. Ιωήλ
Κόνιτσα

Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2012

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Εκεί κοντά στον όχθο τους εθάψαμε.
Στερνή τιμή τους μια βολή και κάτι
που μια άγνωστη μαννούλα τους ψιθύρισε
και διάβηκε με δακρυσμένο μάτι.

Και πόσο λυπημένοι, Θεέ μου, φύγαμε!….
Τη λεβεντιά τους άρπαξεν η μάχη.
Στη γή παρατημένα τα τουφέκια τους
κι σύντροφοι στ’ αντίσκηνα μονάχοι.

Θα τους θυμάται το χωριό τους. Πένθιμη 
η ριπή του πολυβόλου θα τους κλαίει
στο προσκλητήριο νεκρών κι ο σύντροφος
το «έπεσαν εν δόξη» θα μας λέει.

Χαρά στους πεθαμένους που θα τιμήσουμε.
Κάνει όμορφο το θάνατο η σφαίρα. 
Κι αν κάπου εκεί στον όχτο τούς αφήσαμε
κι εμείς θε να πεθάνουμε μια μέρα.

    (βρέθηκε στα κατάλοιπα νεαρού ανθυπολοχαγού,
             που σκοτώθηκε στην Αλβανία).
πηγή

Σάββατο, Οκτωβρίου 06, 2012

Ο ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩ




Ο ΣΤΑΥΡΑΕΤΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩ

Γέρων Εφραίμ ο Κατουνακιώτης


Ποιός είπε πως στις μέρες μας, εις έτη αποστασίας,
δεν εμφανίζοντ'  όσιοι, τέκνα της Παναγίας;
Ποιός θ' αρνηθεί; προσφάτως δα, εντός Κατουνακίων,
ασκητικώς σμιλεύτηκε υπακοής μνημείον!

Πεφυτευμένον βλάστησε παρά Κυρίου δένδρον,
ως λέγει Προφητάνακτας δι' όσους υπομένουν.
Ο βίος  όσους μελετούν του, “Νέου Ακακίου”,
ανδρώνει εις μετάνοιαν κι' υπακοήν Κυρίου.

Ανοίχτηκες μακάριε στην θείαν ησυχίαν,
εσπέραν, νύκτα και πρωί και πάσαν μεσημβρίαν.
Να ξερριζώσεις των παθών τα αιχμηρά τ' αγκάθια,
και να βαδίσεις ακλινώς Ορθοδοξίας στράταν.

Στήθος με στήθος πάλεψες, εγνώρισες την “βίαν”,
αμπλακημάτων” των παθών και πάσαν πανουργίαν.
Και σου 'χαρίσθη αγωνιστά, τέκνον της Θεοτόκου,
να ζεις μες στην κατάνυξιν, την δόξαν του Δεσπότου!

Χαρίσματα του Πνεύματος εδέχθη η ύπαρξίς σου,
χαράν, διόρασιν, ευχήν και άκραν διάκρισίν σου.
Μα πιότερο, ποιός θ' αρνηθεί; Στο κέντρο της καρδίας,
κόχλαζε έρως Ιησού, και σκόρπιζε ευωδίαν...

Οι θείες Λειτουργίες σου, η “Ωδή του Ηγαπημένου”!
Εχάριζαν στους ασκητάς την χάριν που προσμένουν.
Ευθύς όσοι “σκαρφάλωναν” στην κέλλαν την αγίαν,
αισθάνονταν πως βίωνες “μέσην” ζωήν κι' οσίαν.

Ηρνήθης ζήλον άκριτον. Στα βέλη “δολομώτου”,
σε κάλυπτ' ιερά ευχή, Ιωσήφ του Σπηλαιώτου!
Το κρυσταλλένιο βλέμμα σου, η φωτεινή μορφή σου,
αποκαλύπτουν στους πιστούς αετόν του Παραδείσου!

Εν' όσω έζησες σκληρώς με Γέροντας Πατέρας...
τόσο και ευλογήθηκες στους κόπους της “ημέρας”.
Λιτάνευσες καρτερικώς Σταυρόν υπακοής σου,
αλήθεια, λέξον Γέροντα, πώς βάσταξε η ψυχή σου;

Όντως, κατόρθωσες λεπτώς, εν θλίψει, εν θυσία,
κι' απέδειξας τ' Ορθοδοξείν, εστί σχοινοβασία.
Τ' αείρροά σου δάκρυα, οι πόνοι, οι στεναγμοί σου,
φανέρωναν στους αθλητάς την απλανή ευχήν σου.

Κι' ήλθεν η ώρα κι ο καιρός, ω θεία ευδοκία!
για να γευθούν οι “νεοσσοί” καρπόν θεογνωσίας.
Ανέβλυσε στα τέκνα σου εκ της “βαθειάς καρδίας”,
η “δουλεμένη” σου ευχή και κάθε ευλογία.

Εδρόσιζεν η χάρις σου, φυγάδευε την λύπην,
οι νέοι επρωτοστάτησαν και σ' έκαμαν “αλείπτην”.
Εβίωναν οι αδελφοί “παροξυσμόν αγάπης”,
ποσώς δεν υπολόγιζαν μόχθους και αναβάσεις.

Σκλάβους εισέτι αδελφούς, και τέκνα εν Ηπείρω,
διηνεκώς μνημόνευες εν θυσιαστηρίω.
Ανέκφραστος συγκίνησις δονούσε την  ψυχήν σου,
Σεβαστιανός Επίσκοπος ως ήλθεν στο κελλί σου.

Με ροζιασμένας χείρας σου, ψηλά εις ικεσίαν,
ευχήθη η καρδία σου να πνεύσει ελευθερία.
Σ' αρχαίαν γην Ελληνικήν, σ' Ορθόδοξον Πατρίδα,
το αίμα του Πατροκοσμά, ν' ανθίσει την Ελπίδα!

Κι' απέδειξας τοις πράγμασι, όντας εις ησυχίαν,
αξίαν όντως ιεράν και την φιλοπατρίαν.
Μετά δακρύων θεωρών, με λείψανα ηρώων,
κατάσπαρτον του Πύρρου  γην στο διάβα των αιώνων.

Στα ώριμα τα έτη σου, εν μέσω σων τεκνίων,
έλαβες Γέροντα δεινόν σταυρόν εις το σαρκίον.
Έμεινες πλέον έγκλειστος εν ιερώ κελλίω,
κι ήστραψας άπεφθος χρυσός ως εν χωνευτηρίω.

Αλήθεια, πόσοι Γέροντες, πόσοι της ησυχίας,
στα τέλη ηξιώθησαν τοιαύτης διακονίας;
Κι' απέδειξαν οι γνήσιοι υιοί σου, στην καρδίαν,
πως συνδυάζουν άριστα πράξιν και θεωρίαν.

Και τώρα, μέγα Όσιε, εγχάραγμα Κυρίου,
προστάτα εγκλείστρας ιεράς, Οσίου Εφραίμ του Σύρου.
Πρόσλαβε τους προσκυνητάς, κατάπεμψον Ευχήν σου,
γιατ' είν' ο δρόμος μας τραχύς... το βλέπει δα η ψυχή σου.

Γέρων Εφραίμ Ησυχαστά, συνόμιλε Οσίων,
μνημόνευε των μοναστών κι' ημών των αναξίων.
Να μελετήσουμ' εμβριθώς, υπακοής τον βίον,
και ταπεινώς ν' οδεύσουμε εις την οδόν Οσίων.

Αμήν.
                                                  
                                                                             π.Ιωήλ. (Κόνιτσα).

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2012

η Ελευτερία του Σταυρού ,στερνό μίλημα της άφθαρτης γαλήνης σου



Από τη Σωτηρία του υπόκωφου θάνατου
έως τη σωτηρία της ψυχής σου,
πάνου στο πήλινο Γουδί του αθάνατου πόνου,
στενή κι αδιάβατος, τραχεία η οδός -
κι απ' όσες βάραιναν σκλαβιές τον κλήρο σου,
απ' όσες λευτεριές σκαρφάλωναν
στο τιμημένο της ζωής σου όραμα:
η Ελευθερία του Σταυρού,
στερνό μίλημα της άφθαρτης γαλήνης σου -
ενώπιος ενωπίω στη μοναξιά σου
κι η αχή σου ν' αντηχεί εν τη ερήμω
ολούθε σε τυλίγουν οι κραυγές: τον Βαραββάν,
πάντοτε κι απανταχού οι κραυγές: τον Βαραββάν -
όχι εσένα, προ παντός, όχι ε σ έ ν α
την ιερή πλήρωση του κύκλου σου,
το σιωπηλό σπασμό του χρέους,
την κρυφή αγωνία του σκαμένου μαρτύριου -
ώ, σιγαληνή αδημονία του:
ο ποιείς, ποίησον τάχιον,
κι οι φρουροί ένα γύρω μ' εξαντλητική καθυστέρηση
και μήτε ποιητής, μήτε τ' ουρανού τα κύματα,
να χαιρετίζουν το μήνυμα της ολοδικής σου Ειρήνης,
στο τελευταίο της λευτεριάς σου βλέμμα -
γιέ, αλγεινής μοίρας,
απόστολε της έσχατης ερήμωσης
το στεφάνι σου εξ ακανθών, μαρμάρινο στεφάνι,
στ' αναρτημένα λείψανα της εποχής μας.
.ποίημα του θανατοποινίτη Δημήτρη Δούκαρη,γραμμένο για τον  Νίκο Πλουμπίδη.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2012

Βροχή Επιστροφής...


πηγή


Εγώ, όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέβρης, έλεγε ο Αύγουστος


Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
-καθώς δοκιμαστής κρασιών-
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.


Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το "προς το τέλος".
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.


Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες την αλμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.


Κ.Δημουλά

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 11, 2012

Ακρίτες



Στους κατά ξηράν, θάλασσαν και αέρα Ακρίτες μας, που νύχτα- μέρα, φυλούν Θερμοπύλες

   Καραούλι φυλά στα περάσματα,
και το χώμα βαστά φυλαχτό.
Δε λογιάζει καιρού τα ξεσπάσματα,
τραγουδά τη γλυκειά λευτεριά.

Διγενής ανεμίζει το φλάμπουρο,
και προγόνων τρανώνει φωνή.
Γρηγορείτε, Ακρίτες,  στις ντάπιες σας,
Γλώσσα, αίμα, τιμή και ευχή!

Η καρδιά δουλεμένο αλάβαστρο
ξεχυλίζει της Τήνου πνοή
πικροδάφνες ανθούν στα ηφαίστεια
το λευκό εκκλησάκι αγρυπνεί.

Μυρωμένα νησάκια κατάσπαρτα
και ο «Σκίρων» κολπώνει πανιά,
«Αιολία» διασχίζει τα πέλαγα,
Αη Νικόλας τη ρότα κρατά.

Γρανιτένιος, ατόφιος κι αιθέριος,
σμιλευτός με φιλί αστραπής ,
αντιφέγγει ουρανού το ιρίδισμα,
Αετός μες του ήλιου το φως.

Ουρανού γράφει θόλο ο Ίκαρος,
το γαλάζιο στο φως τον μεθά...
Ως Αρχάγγελος βγαίνει απ' τα σύννεφα,
ξαποσταίνει, κι  ανοίγει φτερά...

Το λικνίζει ο μπάτης στα πέλαγα,
φρυκτωροί τ' αντηχούν στις σκοπιές,
«γηπαετοί» συλλαμβάνουν το μήνυμα:
«Σκέπει πάντα η Κυρά Παναγιά» ! 
π.Ιωήλ
Κόνιτσα

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...