Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριώδιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριώδιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Φεβρουαρίου 13, 2022

Τί είναι το Τριώδιο, γιατί ονομάζεται έτσι, πότε ξεκινά και πότε ολοκληρώνεται;

 

Τριώδιο ονομάζεται, σύμφωνα με τους κανόνες της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας, η κινητή περίοδος που ξεκινά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο.

Το Τριώδιο έχει λάβει την ονομασία αυτή από το ομώνυμο εκκλησιαστικό βιβλίο, το Τριώδιο, το οποίο περιλαμβάνει τους ύμνους που ψάλλονται στις εκκλησίες κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.

Οι ύμνοι αυτοί έχουν τρεις ωδές σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ύμνους τις εκκλησίας, οι οποίοι έχουν εννέα ωδές. Αυτός είναι και ο λόγος που το βιβλίο αυτό, και κατ’ επέκταση και η συγκεκριμένη χρονική περίοδος, ονομάστηκαν Τριώδιο.

Οι ύμνοι του Τριωδίου γράφτηκαν από τον 5ο έως τον 15ο αιώνα μ.Χ. Χειρόγραφα των ύμνων του Τριωδίου σώζονται από τον 10ο αιώνα μ.Χ. ενώ για πρώτη φορά τυπώθηκε, το εν λόγω βιβλίο, στα Ελληνικά το 1522 μ.Χ. στην Βενετία.

Το Τριώδιο, ως χρονική περίοδο, αναφέρεται στις τρεις πρώτες εβδομάδες που οι χριστιανοί ετοιμάζονται για την μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής. Κάθε Κυριακή αυτών των τριών εβδομάδων έχει τη δική της σημειολογία.

Η πρώτη, η Κυριακή του Τελώνη και Φαρισαίου προτρέπει τους Χριστιανούς να είναι ταπεινοί, όπως ο Τελώνης και όχι υπερήφανοι όπως ο Φαρισαίος.

Η δεύτερη, η Κυριακή του Ασώτου, διδάσκει την αξία της μετάνοιας και το μεγαλείο της συγχωρέσεως.

Το Σάββατο πριν από την τρίτη Κυριακή ονομάζεται Ψυχοσάββατο ή Σάββατο των Ψυχών. Καθιερώθηκε από την εκκλησία ως ημέρα που προσευχόμαστε και προσφέρουμε κόλλυβα για όλους αυτούς που για διάφορους λόγους δεν μνημονεύονται σε μνημόσυνα. Όπως είναι άνθρωποι που δεν τους απέμειναν συγγενείς, ώστε να τους κάνουν μνημόσυνο. Παρόλο που κάθε Σάββατο του έτους είναι αφιερωμένο από την εκκλησία μας στους θανώντες, το συγκεκριμένο Σάββατο έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ακολουθεί η Κυριακή της Απόκρεω, η οποία αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και έτσι παρακαλούμε το Θεό από την προηγουμένη να τους αναπαύσει.

Η τρίτη Κυριακή, η Κυριακή της Απόκρεω, αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία, στην κρίση που θα λάβει χώρα, καθώς επίσης και στη χριστιανική αγάπη. Ονομάζεται δε έτσι, επειδή είναι η τελευταία ημέρα που οι Χριστιανοί επιτρέπεται να φάνε κρέας.

Η εβδομάδα που ξεκινά ονομάζεται και εβδομάδα της Τυρινής ή Τυροφάγου. Εβδομάδα που επιτρέπεται η βρώση τυροκομικών, αυγών και ψαριών.

Η τέταρτη, η Κυριακή της Τυροφάγου, αναφέρεται στην εξορία των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο.  Έτσι, το Ευαγγέλιο της ημέρας παροτρύνει τους πιστούς να νηστεύουν χωρίς να το επιδεικνύουν, να συγχωρούν όσους τους έχουν βλάψει και να διάγουν βίο ενάρετο και ελεήμονα.

Ακολουθεί η Καθαρά Δευτέρα, με την οποία ξεκινά η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Περίοδος νηστείας, προσευχής, περισυλλογής, κατά την οποία οι πιστοί προετοιμάζονται για την μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση του Κυρίου. Ονομάζεται Τεσσαρακοστή γιατί μιμείται την σαρανταήμερη νηστεία που έκανε ο Χριστός, ενώ λέγεται και Μεγάλη για να υπάρχει σαφής διαχωρισμός από τη νηστεία των Χριστουγέννων.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2019

Κυριακή του Ασώτου αύριο. Ποιού Ασώτου όμως

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, κάθεται και παπούτσια



Ο πρεσβύτερος γιος προτίμησε την απομόνωση. Μια απομόνωση,
που έφερε τη δηλητηρίαση της ψυχής του. Του φόρεσε τη στολή του
εγωισμού. Αρνήθηκε τη σωτηρία στον αδελφό του. Κλείστηκε, σαν σε 
συρματόπλεγμα, στον δικό του κόσμο.
Σ’ έναν κόσμο παράλογο. Μηδενικό. Απομόνωσης. Φθοράς πνευματικής.
Ηθικής ασωτίας.
Ο μεγαλύτερος αδελφός ζούσε με τις προσωπικές του αναζητήσεις. Τις
αγωνίες.
Δεν είχε την ετοιμότητα, τη γνώση, την ειλικρίνεια να σταθεί απέναντι
στο γεγονός πια της επιστροφής του αδελφού του με περίσκεψη.
Σοβαρότητα. Ταπείνωση. Σιωπή. Δάκρυα. Χαρά.
Ζούσε σταθερά σ’ ένα δικό του κόσμο. Αδέσμευτος. Ασυνόρευτης
τυπολατρίας. Βυθισμένος στο λιμάνι μιας ψεύτικης αγιότητας. Πλήρους
αυτάρκειας. Φανατισμένος. Τυπολάτρης. Αμετανόητος.
Ο μεγαλύτερος αδελφός κατακρίνει τον αδελφό του.
Καταδικάζει τον πατέρα του.
Θεωρεί τον εαυτό του δίκαιο.
Επιθυμεί έναν πατέρα εκδικητικό. Κριτήν. Αυστηρότατον. Τιμωρό
αμείλικτο.
Ο παραλογισμός της μεγάλης ιδέας που έχει για τον εαυτό του, τον
κάνει δάσκαλο του πατέρα του. Του καθορίζει τη θέση του. Τη στάση
του. Τι πρέπει να πράξει εκείνος και όχι τι να προσέξει ο ίδιος.
Η μεγάλη του πλάνη τον κάνει να μιλά περί του εαυτού του με
απαιτήσεις και δικαιώματα. Παραπονείται. Οργίζεται. Κατακρίνει τον
αδελφό του. Υπερυψώνει τον εαυτό του. Θέλει να φανερώσει την ανύπαρκτη
αξία του.
Μένει τελικά έξω από το παλάτι της σωτηρίας, αυτός που ένιωθε την
προστασία του πατέρα ως στήριγμα. Βάλσαμο. Παρηγοριά μέσα στον
αγώνα και την τρικυμία της ζωής του.
Σωστά λοιπόν μερικοί ερμηνευτές μιλούν για δύο άσωτους γιους. Έναν
μετανοημένο και έναν αμετανόητο.
Συγκρίναμε ποτέ τη δική μας πορεία με αυτή των δύο αδελφών;
Πού τοποθετούμαστε λοιπόν;
Η σύγκριση τελικά μας χρειάζεται.
+ο π. γ

Καλό μεσημέρι...

Σάββατο, Φεβρουαρίου 16, 2019

Και πάλι Τριώδιο και πάλι Τελώνης και Φαρισαίος- Υπόθεση λατρείας ορθής


Και πάλι Τριώδιο και πάλι Τελώνης και Φαρισαίος και πάλι η ορθή προσευχή και υψοποιός ταπείνωση και έλεγχος του κομπασμού και καιρός μετανοίας και διόρθωση βίου και πάλι καρδία συντετριμμένη και πάλι συντριβή των υπερηφάνων και πάλι διατριβή αγιότητας.

Λέει ο νηπτικός διδάσκαλος αββάς Ισαάκ ότι θέλει να μιλήσει για την ταπείνωση και αισθάνεται συστολή, διότι η ταπείνωση είναι αυτή η ίδια η στολή της θεότητας. Και ναι! Πράγματι. Με την ταπείνωση ο Υιός και Λόγος του Θεού ντύθηκε για να συναναστραφεί με τους ανθρώπους. Όχι μέσα σε αστραπές και βροντές και γνόφο όπως παλιά, αλλά με την χοϊκή ανθρώπινη φύση, ήρεμα. Σκήνωσε ανάμεσα μας και μοιράστηκε το ψωμί μας. Και με αυτή την ταπείνωση, ένδυμα και όχημα έπαθε, σταυρώθηκε, πέθανε και ετάφη για την σωτηρία μας.

Πώς να εισακουστούν και να εκτιμηθούν τα λόγια του αββά Ισαάκ σήμερα; Σήμερα η ταπείνωση θεωρείται ταπεινολογία, φαρισαϊσμός, αδυναμία, δειλία. Δεν διακρίνουμε την παρρησία από το θράσος, αλλά ούτε και τον εξευτελισμό και την ένοχη σιωπή από την αληθινή ταπείνωση. Η ταπείνωση στον άνθρωπο σε αντίθεση με τον ταπεινούντα εαυτόν εως γης Χριστόν,  έχει και σχήμα και ενέργεια εσωτερικά κυρίως. Κοσμεί τον μέσα άνθρωπο. Η ταπεινοσχημία όμως η οποία συνηθίζεται και στις μέρες μας, ως εύκολος και γλυκύς πειρασμός, δεν διαφέρει από αυτή την κομπαστική υπερηφάνεια που έκανε τον Φαρισαίο "άγιο" και δικαιούντα εαυτόν. Γι' αυτό και οι πραγματικά ταπεινοί είναι και δυσδιάκριτοι, αλλά και σε έναν κόσμο αυτοπροβολής και επιδεικτικής θρησκευτικότητας, καλά κρυμμένοι. Οι άγιοι όταν από τον Θεό φανερή γινόταν  η αρετή τους έφευγαν από τόπο σε τόπο, για να μην τους καταλάβει το δαιμόνιο της κενοδοξίας και άλλοι  επιδείκνυαν αχαρακτήριστες και σκανδαλώδεις συμπεριφορές για να κρύψουν την αγιότητα τους. Αυτή είναι η μεγαλειώδης ταπείνωση πού δεν χωρεί αμφισβήτηση παρά μόνο διακριτικώς θαυμασμό και σεβασμό και είναι αποκεκαλυμμένη μόνο σε αυτόν ο οποίος την ασκεί και την γνωρίζει. Είναι αυτές οι ευλογημένες ψυχές οι οποίες την φέρουν, που καταφέρνουν να ξεχνούν κάθε αρετή και να αποκλείουν ακόμα κάθε δυνατότητα σωτηρίας για τον εαυτό τους. Είναι αυτοί οι οποίοι "τρίφτηκαν" στην ορθόδοξη βιοτή και άσκηση.

Φυσικά το μόνο μήνυμα της αυριανής Κυριακής δεν είναι μόνον η ταπείνωση ως αυτοσκοπός, αλλά και το ορθόν μέσον, η ταπείνωση ως ευάρεστη στον Θεό προσευχή. Γιατί το Τριώδιο από την προσευχή δύο ανθρώπων στον Ιερό τόπο, στον ναό αρχίζει. Μας ανοίγει το Τριώδιο τα βημόθυρα του Ναού. Μας εισοδεύει στην λειτουργική ζωή. Υπόθεση του Τριωδίου είναι λοιπόν η ορθή λατρεία. Αν οι αρχαίοι προσέφεραν στο θείο θυσίες και ολοκαυτώματα, η δική μας λατρεία ορίζει μοναδική και ευάρεστη θυσία "καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην" μπροστά στον Θεό. Η ορθόδοξη λατρεία είναι θέατρον και δράμα, αλλά και "ανάμνησις" της μοναδικής ταπεινώσεως. Η Φάτνη, ο Γολγοθάς, ο Τάφος, η Ανάσταση, οι ζωντανές αποδείξεις της  Κένωσης του Θεού είναι έμπροσθεν μας και μας διδάσκουν, μας μυούν στο μυστήριο και το ήθος της ταπείνωσης, με Μυσταγωγό αυτόν τον ίδιο τον Αμνό του Θεού, τον πράο και ταπεινό τη καρδιά και εαυτόν ταπεινώσαντα και κενώσαντα εως θανάτου, θανάτου δε Σταυρού.Είναι και άσκηση πνευματική, είναι νηστεία αληθινή, είναι αρμονία ώστε ψυχή και σώμα να γίνουν όργανο ένα και μοναδικό για να αποδίδει ασταμάτητη λατρεία στον Θεό. Προσευχή λατρευτική και προσευχή βίου, ζώσα προσευχή ανθρώπου εναρμονισμένου όλου με την λατρεία του Θεού, μέσα από το ήθος, τις πράξεις, τις σκέψεις του. Γιατί το Τριώδιο είναι η αναγέννηση μας, η αναβάπτιση μας στο γνήσιο ορθόδοξο ήθος, η κλήση μας για μια αυθεντική ορθόδοξη φυσιολογία πνευματικού ανθρώπου.

Αρχίζει το Τριώδιο με αναφορά την λατρεία και καταλήγει με αναφορά στην ανάσταση, το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου. Τέρμα Τριωδίου το Πανάγιο Μνήμα. Και ο τάφος ως τερματικός σταθμός και αναφορά, είναι και αυτός σημείο μέγα. Αν δεν θάψουμε το εγώ και τα πάθη μας, δεν θα δούμε συνανάσταση με τον Χριστό. Έτσι όπως το είπε ο Κύριος. Σπόρος το θέλημα πού χρειάζεται να νεκρωθεί, κάτω, χαμηλά, ταπεινά, με αφάνεια κρυφά, στο χώμα. Γιατί αλλιώς δεν θα ξεπεταχτεί το αναστάσιμο σιτάρι. Το στοίχημα λοιπόν είναι η νέκρωση της αμαρτίας για να δούμε την Ανάσταση, νέκρωση τελωνική και όχι εντύπωση και ψευδαίσθηση φαρισαϊκή. Θέλει γενναιότητα ψυχής για να μπούμε στο Τριώδιο. Γενναιότητα να απορρίψουμε όλα αυτά που αγαπάμε και συνηθίζουμε. Να βγούμε από τον εαυτό μας. Να μονωθούμε στην έρημο, ζώντας παράλληλα την κοινωνία των ανθρώπων. Το τριώδιον είναι μια δέσμευση για επιστροφή στον Θεό Πατέρα. Είναι μια χαρά ανεκλάλητη πού βγαίνει μέσα από καμίνι θλίψης και ενδοσκόπησης. Είναι ένα κατανυκτικό πάσχα. Μια μεταμόρφωση ταπεινού σκώληκος μέσα ένα μελανοπόρφυρο κουκούλι κατάνυξης, σε αναστάσιμη ψυχή. 


Η Εκκλησία μέσα στο Τριώδιο όρισε την πυκνή λειτουργική ζωή και προσευχή. Αυτά μας προσδιορίζουν και δίνουν χρώμα και κατεύθυνση στον αγώνα μας. Ας πάρουμε την γενναία απόφαση να τα γνωρίσουμε συνειδητά για να γνωριστούμε εκ νέου με τον Θεό μας...

ππκ 27-1-2018 από παλαιότερα κηρύγματα και κείμενα 

το είδαμε εδώ

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΗΜΑΝΤΟΙ (Ο ΕΙΣ ΦΑΡΙΣΑΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΤΕΡΟΣ ΤΕΛΩΝΗΣ)




«Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν προσεύξασθαι, ο είς Φαρισαίος και ο έτερος τελώνης» (Λουκ. 18, 10)
«Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στον ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης»



                Υπάρχουν τα ασήμαντα και τα σημαντικά στην ζωή μας. Οι άνθρωποι, ιδίως στους καιρούς μας, διακρίνουμε στην ζωή μας ό,τι αξίζει του ενδιαφέροντός μας, πράγματα υλικά, ιδέες, στόχοι, σχέσεις, και ό,τι είναι δευτέρας σημασίας, ό,τι δηλαδή είτε δίνει νοστιμιά στην ζωή μας είτε είναι αναγκαίο , χωρίς να της δίνει όμως νόημα. Ο πολιτισμός μας σήμερα, έχοντας αντικειμενοποιηθεί ως προς τους στόχους που δίνουν ευτυχία, ασχολείται με το «ΤΙ» και το «ΠΩΣ» μπορούμε να το αποκτήσουμε ή να το αποφύγουμε. Είναι γεγονός όμως ότι όλη αυτή η αντικειμενοποίηση, η οποία έχει περάσει και στον τομέα των ανθρώπινων σχέσεων, έχει μεταβάλει και τους ανθρώπους, με τους οποίους σχετιζόμαστε, σε αντικείμενα, διά των οποίων είτε επιδιώκουμε την προσωπική μας ευχαρίστηση, χρησιμοποιώντας τους, είτε αποφεύγοντας τις συνέπειες των επιρροών τους, καθότι τους θεωρούμε ως εχθρούς, προχωρούμε στην ζωή μας χωρίς να μας ενδιαφέρουν. Σημαντικό είναι αυτό το «ΤΙ» που μας ωφελεί. Αφήνουμε κατά μέρος όμως  το «ΚΑΠΟΙΟΣ», την μοναδική αξία του ανθρώπου ως υποκειμένου, πέρα από αγαθά, πράξεις, ιδέες. Δεν βλέπουμε δηλαδή ότι ο καθένας, ανεξαρτήτως του «ΤΙ»  έχει να μας δώσει, είναι σημαντικός γι’  αυτό που είναι, μοναδική εικόνα Θεού, στην σχέση με την οποία καταλαβαίνουμε ποιοι είμαστε, αλλά και πώς η ζωή μας μπορεί να βρει νόημα χωρίς να μετράμε το τι πρέπει α κάνουμε και τι να αποφύγουμε, αλλά το πώς καλούμαστε να συνυπάρξουμε και να αποδεχτούμε. Διότι εδώ έγκειται αυτό που ονομάζουμε κοινωνία.
                Η πίστη μας ζει αυτές τις μεγάλες αλήθειες και μας καλεί να τις βιώσουμε, διαμορφώνοντας μία διαφορετική αντίληψη σε σχέση με αυτή του πολιτισμού μας εν πράξει. Το διαπιστώνουμε αυτό κατά την περίοδο του Τριωδίου. Στο ξεκίνημά της ο Χριστός αφηγείται την παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου. Ένας άνθρωπος που έχει εστιάσει το νόημα της ζωής του στο «ΤΙ» κάνει και, κατά συνέπεια, θεωρεί ότι είναι σημαντικός και για τον Θεό και για τους ανθρώπους, ενώ δικαιούται να απορρίπτει έναν άλλον, ο οποίος στα «ΤΙ» του όχι μόνο δεν τα καταφέρνει, αλλά αντιτίθεται στις εντολές του Θεού. Κι όμως, ο απορριφθείς δικαιώνεται από τον Θεό. Συνειδητοποιεί ότι αυτό το «ΤΙ»  τον καθιστά ανεπαρκή έναντι του Θεού, όμως μέσα του δεν χάνει το νόημα. Είναι η σχέση με τον Θεό, η συναίσθηση ότι ακόμη και ως αμαρτωλός δεν παύει να είναι δημιούργημα του Θεού και σε Εκείνον έχει την ελπίδα του. Ο Θεός του δίνει την μοναδικότητα του «ΚΑΠΟΙΟΣ», του δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσει και πάλι την ζωή του, να συγχωρεθεί και να λυτρωθεί, να ξεκινήσει στην συνέχεια τον αγώνα ώστε και αυτό το «ΤΙ» να αλλάξει με βάση την σχέση με τον Θεό και τον πλησίον.
Διότι εκεί βρίσκεται η αμαρτία του τελώνη. Στην πρόταξη του «εγώ» του και την έγνοια του για το «ΤΙ» των αγαθών. Και ο τελώνης αυτό έχει ως προτεραιότητα. Μόνο που ο Φαρισαίος το βλέπει στην προοπτική των εντολών του Θεού, αρνούμενος όμως την σχέση με τους άλλους ανθρώπους, την οποία ο Θεός την ζητά ως αγάπη, ως συγκατάβαση, ως συγχώρεση γι’  αυτό που δεν μπορούν να είναι. Ο τελώνης αρνείται την σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, θεωρώντας τους ως αντικείμενα προς εκμετάλλευσιν. Μέσα του όμως νιώθει τον έλεγχο της παρουσίας του Θεού. Συναισθάνεται την αμαρτωλότητά του. Και αφήνει τον εαυτό του, το «εγώ» του στα χέρια του Θεού, όχι για να δικαιωθεί αλλά για να λυτρωθεί.
Ο Φαρισαίος είναι ο τύπος του θρησκευτικού ανθρώπου που πάσχει από την ίδια ασθένεια με αυτήν του τελώνη, χωρίς να το ξέρει. Εγωκεντρικός, υπερήφανος, νομίζει ότι ο Θεός θα συγκινηθεί από τα κατορθώματά Του και δεν Τον χρειάζεται για να γίνει «ΚΑΠΟΙΟΣ». Ο τελώνης είναι ο τύπος του εκκοσμικευμένου ανθρώπου, που δεν έχει χάσει όμως την αίσθηση ότι τα «ΤΙ» του δεν επαρκούν για την ευτυχία του. Η ταπείνωση, τα δάκρυα , η προσευχή και, τελικά, η μετάνοιά του τον σώζουν, ενώ ο άλλος κατακρίνεται.
Ας κατανοήσουμε ότι «ΚΑΠΟΙΟΙ» γινόμαστε όχι χάρις στα επιτεύγματα, τα αγαθά μας, διότι αυτά έρχονται και παρέρχονται, ενώ μας ρίχνουν και στην υπερηφάνεια. «ΚΑΠΟΙΟΙ» είμαστε και γινόμαστε επειδή ο Θεός μας έπλασε μοναδικούς και την ίδια στιγμή μας δίνει την δυνατότητα εν Χριστώ και εν Εκκλησία, στον τρόπο της συμπερίληψης και των αδελφών μας, στον τρόπο της αγάπης, στον τρόπο της ταπείνωσης, της μετάνοιας, της εναπόθεσης της ύπαρξής μας στα χέρια του Θεού, να βρούμε την ελπίδα! Μικρά ζύμη στο φύραμα του πολιτισμού μας, που δείχνει πως κανείς δεν είναι ασήμαντος, πως ό,τι κι αν έχουμε, ό,τι κι αν είμαστε, εν Χριστώ γίνεται καινούργιο, αν αφεθούμε!

Κέρκυρα, 17 Φεβρουαρίου 2019

Kυριακή Τελώνου και Φαρισαίου

«Εἶπε δὲ καὶ πρός τινας τοὺς πεποιθότας ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενοῦντας τοὺς λοιπούς, τὴν παραβολὴν ταύτην: Είπε δε και προς μερικούς, που είχαν την αλαζονική αυτοπεποίθηση ότι είναι δίκαιοι και περιφρονούσαν τους άλλους, την παραβολή αυτή» [Λουκ.18, 9]. Και ποια είναι η παραβολή; «ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται: Δυο άνθρωποι ανέβησαν στο ιερόν να προσευχηθούν, ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά για να προκαλεί εντύπωση• και για να δοξάσει τον εαυτό του, αυτά προσευχόταν• Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και ωσάν αυτός ο τελώνης. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, Δευτέρα και Πέμπτη, δίδω το δέκατο από όλα γενικώς όσα αποκτώ. Εγώ είμαι ενάρετος. Και ο τελώνης, που στεκόταν κάπου μακριά από το θυσιαστήριο, δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό, αλλά χτυπούσε το στήθος του λέγοντας• Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό και συγχώρησέ με. Σας διαβεβαιώνω, ότι αυτός ο περιφρονημένος από τον Φαρισαίο τελώνης κατέβηκε στο σπίτι του με συγχωρημένες τις αμαρτίες του, αθώος και δίκαιος ενώπιον του Θεού, παρά ο Φαρισαίος εκείνος. Διότι κάθε ένας που υψώνει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί από τον Θεό και θα καταδικαστεί, ενώ εξ αντιθέτου εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί και θα δοξαστεί από τον Θεό» [Λουκ. 18, 9-14]
Εδώ λοιπόν μας διδάσκει με ποιον τρόπο να κάνουμε τις προσευχές μας προς Αυτόν, για να μη βρεθούν χωρίς ανταπόκριση τα αιτήματα όσων τις χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν με τον Θεό, ούτε και με αυτά που κάποιος νομίζει ότι μπορεί να ωφελείται, με αυτά τα ίδια να στρέφει ενάντια στον εαυτό του τον χορηγό των ουρανίων χαρισμάτων Θεό· διότι έχει γραφεί: «ἔστι δίκαιος ἀπολλύμενος ἐν δικαίῳ αὐτοῦ: υπάρχει δίκαιος ο οποίος χάνεται κατά την αυτοδικαίωσή του» (Εκκλ. 7, 15). Διότι ιδού εδώ για τον Φαρισαίο έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, επειδή δεν έκανε την προσευχή του με επίγνωση και σύνεση. Διότι ήταν πολλές οι εναντίον του κατηγορίες· πρώτον είναι ενοχλητικός και άμυαλος, γιατί αισθανόταν θαυμασμό ο ίδιος για τον εαυτό του, αν και η αγία Γραφή φωνάζει· «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καὶ μὴ τὸ σὸν στόμα, ἀλλότριος καὶ μὴ τὰ σὰ χείλη: Ας σε επαινεί ο άλλος, ο πλησίον, και όχι το δικό σου στόμα, ο ξένος και όχι τα δικά σου χείλη» (Παροιμ. 27, 2). Έπειτα αγνόησε ότι το να είναι ανώτερος από τα κακά, δεν κάνει κάποιον πάντοτε και οπωσδήποτε αξιοθαύμαστο, ενώ το να αγαπά να αντιπαρατίθεται με εκείνους που συνήθως χαίρουν της εκτιμήσεως των άλλων, τον κάνει λαμπρό και διαπρεπή και τον συγκαταλέγει δίκαια μεταξύ εκείνων που έχουν γίνει αντικείμενο θαυμασμού.
Ο τελώνης λοιπόν στεκόταν μακριά από το θυσιαστήριο, χωρίς να τολμά να σηκώσει ούτε στον ουρανό τα μάτια του, αλλά με το κοκκινισμένο βλέμμα του έδειχνε ότι δεν είχε η ψυχή του καμία παρρησία ενώπιον του Θεού. Βλέπεις ότι περιορίζοντας την παρρησία του, επειδή δεν την είχε, δέχεται τα πλήγματα από τους ελέγχους της συνειδήσεώς του; Γιατί φοβόταν ακόμα και μόνο να εμφανισθεί ενώπιον του Θεού, επειδή λίγο είχε φροντίσει για την εφαρμογή των νόμων Του, και με την ίδια τη στάση του στο ναό κατηγορεί τη φαυλότητά του· χτυπά το στήθος του, ομολογεί τα εγκλήματά του, δείχνει σαν σε γιατρό την ασθένειά του, και παρακαλεί να τον κατευσπλαχνισθεί. Όπως ακριβώς λοιπόν ούτε ο τελώνης (περιφρονήθηκε)- γιατί τι λέγει γι΄αυτόν που ομολόγησε τις δικές του αμαρτίες, ο Κριτής των όλων, Αυτός που γνωρίζει καλά τις καρδιές, Αυτός που δέχεται τις προσευχές όλων: «λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος: Σας διαβεβαιώνω ότι αυτός ο περιφρονημένος από τον Φαρισαίο τελώνης κατέβηκε στο σπίτι του με συγχωρημένες τις αμαρτίες του, αθώος και δίκαιος ενώπιον του Θεού, παρά ο Φαρισαίος εκείνος » [Λουκ. 18,14].
Και αν κάποιος λοιπόν γίνει καλός και ενάρετος, να μην κυριευθεί εξαιτίας αυτού από υπεροψία, αλλά μάλλον να θυμάται τον Χριστό που λέγει στους αγίους αποστόλους: «οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν: Έτσι και σεις, και όταν ακόμα εκτελέσετε όλα όσα σας διέταξε ο Θεός, πρέπει να λέτε ότι ‘’είμαστε άχρηστοι δούλοι, διότι απλώς κάναμε ό,τι είχαμε χρέος να κάνουμε’’» [Λουκ. 17, 10]. Οφείλουμε όμως σαν από έναν αναγκαίο ζυγό, στον Θεό των όλων τη δουλεία και την υποταγή σε καθετί. Βλέπεις πώς ο τελώνης απαλλάχθηκε από τα αμαρτήματά του, επειδή υπέμεινε την κατηγορία του Φαρισαίου με πραότητα; Και εκείνος βέβαια από τη δόξα έπεσε στο βάραθρο της ατιμίας, ενώ ο τελώνης από την ατιμασμένη ζωή του επανήλθε στη μακάρια κατάσταση· και ο ένας αποχωρίσθηκε πολύ από την εγγύτητα προς τον Θεό και βρέθηκε αμέτρητα μακριά, ενώ ο άλλος ανυψώθηκε προς τον τόπο της παρρησίας. Ο ένας εξαιτίας της έπαρσης ταπεινώθηκε, ενώ ο άλλος εξαιτίας της ταπείνωσης ανυψώθηκε.
 Αγίου Κυρίλλου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Εξήγησις υπομνηματική εις το κατά Λουκάν ευαγγέλιον.


το μεταφέρουμε από: εδώ

Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2018

Κυριακή τῆς Συγγνώμης Anthony Bloom


 
19 Φεβρουαρίου, 1996


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Σήμερα δύο θέματα κυριαρχοῦν στὰ Ἱερά ἀναγνώσματα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν νηστεία καὶ ὁ Κύριος γιὰ τὴν συγχώρεση· καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιμένει στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νηστεία δὲν συνίσταται ἁπλὰ στὸ νὰ στερεῖ κάποιος τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο φαγητό, οὔτε ἄν τηρεῖται αὐστηρά, μὲ ὑπακοή, μὲ λατρεία· ἄν μᾶς δίνει ἀφορμή νὰ ὑπερηφανευόμαστε, νὰ εἴμαστε ἱκανοποιημένοι καὶ ἀσφαλεῖς, ἐπειδὴ σκοπὸς τῆς νηστείας δὲν εἶναι νὰ στερήσει τὸ σῶμα μας ἀπὸ ἕνα εἶδος φαγητοῦ περισσότερο ἀπὸ ἔνα ἄλλο, ἀλλὰ σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ ἐπιτύχουμε τὴν κυριαρχία στὸ σῶμα μας καὶ νὰ τὸ κάνουμε τέλειο ὄργανο τοῦ πνεύματος. Τὸν περισσότερο καιρό, εἴμαστε ὑπηρέτες τοῦ σώματος, γοητευόμαστε ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μας ἀπὸ τὴν μία ἤ τὴν ἄλλη ἀπόλαυση, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰν ἀπόλαυση ποὺ πηγαίνει πολὺ πέρα ἀπὸ τὴν ἁγνότητα ποὺ προσδοκᾶ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός.

Κι ἔτσι ἡ περίοδος τῆς νηστείας μᾶς προσφέρει τὸν χρόνο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θὰ βασανίσουμε τὸ σῶμα μας, ὅτι θὰ περιορίσουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ τὸν χρόνο ποὺ θὰ γίνουμε ξανὰ κύριοι τοῦ σώματος μας, κάνοντάς το ἕνα τέλειο ὄργανο. Μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ ὁ τρόπος ποὺ κουρδίζουμε ἕνα μουσικὸ ὄργανο· αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ σημασία τῆς νηστείας, νὰ κατακτήσουμε τὴ δύναμη ὄχι μόνο νὰ προστάζουμε τὸ σῶμα μας, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ τοῦ δώσουμε τὴ δυνατότητα ν’ ἀνταποκριθεῖ σὲ ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ πνεύματος.

Ἄς εἰσέλθουμε λοιπὸν στὴν περίοδο τῆς νηστείας ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ, ὄχι μετρώντας τὴ νηστεία μὲ τὸ τὶ καὶ τὸ πόσο τρῶμε, ἀλλὰ μὲ μέτρο τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχει στὴ ζωή μας, κατὰ πόσο ἡ νηστεία μᾶς ἐλευθερώνει, ἤ κατὰ πόσο γινόμαστε ὑπηρέτες της.

Ἄν νηστεύουμε ἄς μὴν εἴμαστε ὑπερήφανοι γι’ αὐτό, ἐπειδή μᾶς ἀποδεικνύει ἁπλὰ ὅτι ἴσως περισσότερο σὲ σχέση μὲ ἕνα ἄλλο πρόσωπο χρειαζόμαστε περισσότερα πράγματα γιὰ νὰ κατακτήσουμε κάτι στὴν φύση μας. Καὶ ἐάν γύρω μας οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν νηστεύουν ἄς μὴν τοὺς κατακρίνουμε, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει δεχθεῖ ἐκείνους ὅσο καὶ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ κοιτάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Κι ἔπειτα ὑπάρχει τὸ ζήτημα τῆς συγχώρεσης γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ πῶ σύντομα κάτι. Σκεφτόμαστε πάντα ὅτι ἡ συγχώρεση εἶναι ὁ τρόπος ποὺ θὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ μᾶς ἔχει προσβάλλει, ποὺ μᾶς ἔχει πληγώσει, ποὺ μᾶς ἔχει ταπεινώσει, ὅτι τὸ παρελθὸν εἶναι παρελθὸν καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ κρατᾶμε πιὰ κακία ἀπέναντι του. Ἀλλὰ ἡ βαθύτερη σημασία τῆς συγχώρεσης εἶναι ἄν μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ ἕνα πρόσωπο: ἄς μὴν μετατρέψουμε τὸ παρελθὸν σ’ ἕνα καταστροφικὸ παρόν, ἄφησέ με νὰ σ’ ἐμπιστευτῶ, νὰ κάνω κάτι ποὺ νὰ δείχνει τὴν πίστη μου σὲ σένα, ἐὰν σὲ συγχωρήσω, σημαίνει γιὰ μένα ὅτι στὰ δικά μου μάτια δὲν εἶσαι χαμένος, ὅτι στὰ δικά μου μάτια ὑπάρχει σὲ σένα ἕνα μέλλον ὀμορφιᾶς καὶ ἀλήθειας.

Ἀλλὰ αὐτὸ ἀφορᾶ ἐπίσης καὶ ἐμᾶς. Διεστραμμένα, σκεφτόμαστε πολὺ συχνὰ νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ δὲν σκεφτόμαστε ἀρκετὰ τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε, ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς προσωπικά, νὰ μᾶς συγχωροῦν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἀπομένουν λίγες ὧρες πρὶν τὴν Λειτουργία καὶ τὴν ἀκολουθία τῆς Συγγνώμης ἀπόψε, ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς προσπαθήσουμε νὰ θυμηθοῦμε, ὄχι τὶς προσβολὲς ποὺ ἔχουμε ὑποφέρει, ἀλλὰ τὸν πόνο ποὺ ἔχουμε προκαλέσει. Καὶ ἄν μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο ἔχουμε πληγώσει κάποιον γιὰ μικρὰ ἤ πιὸ σπουδαῖα πράγματα, ἄς βιαστοῦμε πρὶν νὰ εἰσέλθουμε στὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς αὔριο τὸ πρωί, ἄς βιαστοῦμε νὰ ζητήσουμε συγχώρεση, ν’ ἀκούσουμε κάποιον νὰ μᾶς λέει: πέρα ἀπ’ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ πιστεύω σὲ σένα, σ’ ἐμπιστεύομαι, ἐλπίζω σὲ σένα καὶ θὰ περιμένω τὰ πάντα ἀπὸ ἐσένα. Καὶ τότε μποροῦμε μαζὶ νὰ διανύσουμε τὴν Σαρακοστή, βοηθώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ εἴμαστε – νὰ γίνουμε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθώντας Τον βῆμα – βῆμα πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Ἀμήν.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 10, 2018

Ἀγάπη: Τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 25, 31- 46)


Αποτέλεσμα εικόνας για τελικη κριση


Ἕνα ἀναπόφευκτο γεγονός, ποὺ θὰ τερματίσει τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ θὰ σφραγίσει τὴν προσωπική μας ζωή, παρουσιάζει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολὴ τῆς μέλλουσας κρίσης, «ὅταν ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Ὅσο τολμηρὸ καὶ παράδοξο κι ἂν ἀκούγεται, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ξαναέρθει, ἀφοῦ ἤδη εἶναι πανταχοῦ παρὼν στὴ συμπαντικὴ πραγματικότητα καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴ ζωή μας, «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,22). Κάποτε, στὸν ἐπίλογο τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ἁπλῶς θὰ φανερωθεῖ, καὶ θὰ λάμψει αὐτὸ ποὺ τώρα δὲν βλέπουμε, καὶ ὅμως ὑπάρχει, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα Του. Τότε τὰ σκηνικά του κόσμου καὶ τὰ παρασκήνια τῆς ἱστορίας θὰ πέσουν καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἄνθρωπου θὰ κριθεῖ.


Ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

Δυστυχῶς στὴ σκέψη πολλῶν ἀνθρώπων τὸ προφητικὸ βάθος τῆς παραβολῆς τῆς μέλλουσας κρίσης διαστρέφεται ἐπικίνδυνα, κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἀντιλαμβάνονται μὲ ἕναν τρόπο ποὺ πανικοβάλλει καὶ τρομοκρατεῖ μὲ ἀπειλές, καταδίκες καὶ τιμωρίες. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος αὐτοτιμωρεῖται μὲ τὶς ἐπιλογές του καὶ τὶς συμπεριφορές του, ὅπως ὑπαινίσσεται ὁ Χριστός, ὅταν λέει «καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστὶν» (Ἰω. 5,30). Ὁ Χριστὸς ἀκούει καὶ ἀποδέχεται τὴ δική μας ἀπόφαση. Ἀπὸ τὴ δική μας τοποθέτηση ἐξαρτᾶται ἡ κρίση Του. Κάθε φορὰ ποὺ ἀρνούμαστε τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἐμπερίστατο ἄνθρωπο ἀρνούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι' αὐτό, ἂν ἀδιαφορήσουμε καὶ δὲν ἀγαπήσουμε τὸν συνάνθρωπο, τότε θὰ κριθοῦμε ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀγάπη, λοιπόν, γίνεται τὸ ἀπόλυτο καὶ διαχρονικὸ μέτρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ζυγίζει. Ἀποτελεῖ τὸ ἀδιαμφισβήτητο κριτήριο τῆς κρίσεώς Του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἄλλον ἀσφαλῆ τρόπο καὶ δρόμο, γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζήσει τὴν ὑπαρξιακή του εὐτυχία (αὐτὸ ποὺ λέμε σωτηρία), παρὰ μόνο τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη στὸν ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐδῶ σημασία δὲν ἔχει τὸ ποιὸς εἶναι ὁ πλησίον, ἀλλὰ τὸ πῶς θὰ σταθοῦμε ἐμεῖς «πλησίον», δηλαδή, κοντὰ στὸν ἄλλο.

Ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος τονίζει ὅτι «ὅταν φθάνουμε στὴν ἀγάπη, φθάνουμε στὸν Θεὸ καὶ ὁ δρόμος τοῦ ἀγώνα μας τελειώνει». Ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς θλιμμένους, τοὺς καταφρονημένους. Μᾶς ζητᾶ νὰ τὸν ἀνακαλύψουμε καὶ νὰ τὸν συναντήσουμε μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας γιὰ αὐτούς. Ὅταν πάσχει ὁ ἄνθρωπος, συμπάσχει μαζί του καὶ ὁ Θεός. Γι' αὐτὸ ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη γιὰ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο ἀποδεικνύει μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ χειροπιαστὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τὸν Θεό.



Ἡ ἀγάπη ὡς διακονία

«Καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι»; Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν διακονεῖ, τότε δὲν εἶναι γνήσια καὶ ξεπέφτει. Ἡ διακονία εἶναι κορυφαῖος τρόπος χριστιανικῆς παρουσίας καὶ μαρτυρίας. Εἶναι θυσία χωρὶς ὑπολογισμό, ἡ ὁποία θεραπεύει ὅ,τι πονάει τὸν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ πεινασμένος, ὁ διψασμένος, ὁ γυμνός, ὁ ξένος, ὁ φυλακισμένος, ὁ ἄρρωστος εἶναι καταστάσεις ζωῆς ποὺ μαστίζουν τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καὶ ὡς κοινωνία. Ὁ διάβολος, ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φθορὰ δημιουργοῦν συνεχῶς ἀναρίθμητες ἑστίες καὶ πλέγματα ἀνάγκης ποὺ μᾶς κυκλώνουν. Ἀσθένειες, δυστυχία, θεομηνίες, πείνα, ἐγκληματικότητα, περιφρόνηση, μοναξιά, ἐγκατάλειψη, ἐκμετάλλευση, μετανάστευση, ἀδικία, ἀνεργία, εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἀνάγκης καὶ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καταστάσεις ὕπαρξης τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.

Γεννιέται ὅμως ἕνα ἐρώτημα, Πῶς τοὺς ἀντιμετωπίζουμε; Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἤ τοὺς «προσφέρουμε» ἁπλῶς τὸν οἶκτο μας. Περιορίζουμε καὶ ἐξαντλοῦμε τὸ νόημα τῆς παραβολῆς στὸ καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑπερνικήσουμε τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ γεννᾶ μέσα μας ἡ ἀνωνυμία τοῦ ἀγνώστου συνανθρώπου μας, τοῦ πρόσφυγα καὶ τοῦ λαθρομετανάστη, τοῦ ἀποξενωμένου καὶ ἐγκαταλελειμμένου. Εἴμαστε τραγικὰ ἀνίκανοι νὰ κατέβουμε στὸν «ἅδη τῆς ζωῆς του», ὥστε νὰ τὸν βοηθήσουμε καὶ νὰ τὸν ἀναστήσουμε στὴ ζωὴ τῆς ἀγάπης, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς καθόδου τοῦ Χριστοῦ στὸν ἅδη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι «δὲν μπορῶ νὰ πιστέψω γιὰ ἕναν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ σωθεῖ, ἂν δὲν κοπιάσει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ διπλανοῦ του». Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ διπλανός, ὁ κάθε ἐλάχιστος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, δὲν πεινάει καὶ διψάει μόνο γιὰ ψωμὶ καὶ νερό, ἀλλὰ γιὰ ἀλήθεια, ἀγάπη καὶ σωτηρία. Ἀμήν.

Ὁ πλησίον μου, ἡ σωτηρία μου

Αποτέλεσμα εικόνας για τελικη κριση


Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα προβλήματα τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας τά τελευταία χρόνια ἀποτελεῖ ἡ διαστρέβλωση πού ὑφίσταται ἡ ὀρθόδοξη ἐσχατολογία, ὁ προφητικός λόγος δηλαδή περί τῶν ἐσχάτων. Κι εἶναι σύνηθες τό φαινόμενο ἄνθρωποι ἄπειροι πνευματικά, χωρίς ἐπίγνωση τοῦ τί σημαίνει Ορθοδοξία καί ποιά ἡ μεγαλειώδης οὐσία της, νά σπεύδουν νά ἐνασχοληθοῦν συστηματικά, χωρίς τίς ἀπαραίτητες πνευματικές προϋποθέσεις, μέ ὅ,τι ἔχει καταγραφεῖ εἴτε ὡς λόγος τοῦ Κυρίου, εἴτε ὡς λόγος κάποιου Ἀποστόλου ἤ Ἁγίου, σέ σχέση μέ τά ἔσχατα τοῦ κόσμου.

Μάλιστα, κύριο χαρακτηριστικό τῶν περισσοτέρων εἶναι ὅτι χωρίς νά ἔχουν μελετήσει πότε τά Εὐαγγέλια, τίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, τίς Ἐπιστολές τοῦ Παύλου καί τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων, δηλαδή χωρίς νά ἔχουν ἔστω παρεμπιπτόντως ἀσχοληθεῖ μέ τά βασικά κείμενα τοῦ Χριστιανισμοῦ, προσκολλῶνται στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, διεκδικώντας τό δικαίωμα νά ἀναλύουν καί νά ἑρμηνεύουν αὐθεντικά ἕνα βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά», γιά τό ὁποῖο ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁμολόγησε τήν ἀπόλυτη ἀνικανότητά του νά προχωρήσει στήν ἀνάλυσή του!

Ἐπειδή δέ οἱ περιγραφόμενες εἰκόνες στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη καί τά ἐν γένει ἐσχατολογικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ἐναργέστατες καί παραστατικότατες, ἔχουν τήν ἱκανότητα, ἰδίως ὅταν ἀναπαράγονται ἐπιπόλαια, νά προκαλοῦν τόν φόβο καί νά ἐξάπτουν τήν φαντασία. Καταστρατηγεῖται ἔτσι τό γεγονός πώς ἡ Ἐκκλησία δέν χρησιμοποιεῖ τόν φόβο ὡς ποιμαντικό της ἐργαλεῖο, οὔτε θέλει ἀπό φόβο νά πορεύεται ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεό καί νά οἰκοδομεῖ μιά ἐξ ἀνάγκης σχέση μαζί Του.

Περαιτέρω, παραθεωρεῖται ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο μᾶς δόθηκαν αὐτά τά κείμενα, ὁ ὁποῖος εἶναι νά προειδοποιηθοῦμε οἱ χριστιανοί ὅτι θά συμβοῦν μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία πολλά καί φοβερά, στά πλαίσια ἑνός μανιασμένου πολέμου ἐναντίον ταῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς πίστης. Στό τέλος ὅμως, ὡς αἰώνιος βασιλιάς θά νικήσει ὁ Χριστός, κι ὅσοι μείνουν πιστοί σέ Αὐτόν θά «συμβασιλεύσουν καί συνδιαιωνίσουν».


Ἡ κρίση

Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή παρουσιάζει αὐθεντικό λόγο τοῦ Κυρίου μας περί τῶν ἐσχάτων. Γιατί σήμερα αὐτό τό κείμενο; Διότι προηγήθηκαν πολλές περικοπές μέ κορυφαῖες τίς δύο προηγούμενες, τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου καί τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ, οἱ ὁποῖες παρουσιάζοντας γλαφυρά τή θεία ἀγάπη, μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσουν στό νά παραθεωρήσουμε τή θεία δικαιοσύνη. Περιγράφεται, λοιπόν, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θά μᾶς κρίνει ὁ Θεός, γιά νά κατανοήσουμε ὅτι κανείς δέν ξεφεύγει ἀπό τή θεία δίκη, ἀλλά καί γιά νά προβληματιστοῦμε γόνιμα, γιά τό μόνο γεγονός πού ἀποτελεῖ ἀφορμή ἀνησυχίας, ὄχι ἀγωνίας, στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τό πῶς θά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ κριτηρίου καί θά δώσει «τήν καλήν ἀπολογίαν».

Ποιό τό παράξενο στήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Πουθενά δέν γίνεται λόγος περί ἁμαρτιῶν καί παραπτωμάτων, ἀλλά φαίνεται τά πάντα νά ἐξαρτῶνται ἀπό τή στάση τοῦ καθενός μας ἔναντι τοῦ ἄλλου, τοῦ ἐμπερίστατου ἀνθρώπου, τοῦ πλησίον. Καί μάλιστα μέ τήν ἔντονη διαβεβαίωση τοῦ Κύριου πώς ὅ,τι κάνουμε στόν ἀδελφό μας, τό κάνουμε προσωπικά στόν Κύριο. «Ἐμοί ἐποιήσατε».


Τό τραῦμα καί ἡ θεραπεία

Γιατί δέν γίνεται λόγος περί ἁμαρτίας; Ἄς θυμηθοῦμε τό πῶς συντελέστηκε τό προπατορικό ἁμάρτημα καί εἰσῆλθαν ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος στόν κόσμο. Ὁ ἀρχεκακος ὄφις ἀπομονώνει τήν Εὔα καί τήν παρασύρει σέ συζήτηση μαζί του. Ἡ Εὔα ἀντί νά καλέσει τόν Ἀδάμ, ὥστε ἑνωμένο τό ἀνθρώπινο γένος νά ἀντιμετωπίσει τήν πειρασμική προσβολή, συνεχίζει μόνη της ἕνα διάλογο μέ κύριο χαρακτηριστικό τήν ἀλλοίωση τῆς ἀντίληψης τοῦ ἀνθρώπου περί τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ καί τῆς σκοπιμότητας τοῦ νόμου του. Ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας ἦταν ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας τῶν Πρωτοπλάστων, τῆς συνάφειας τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, τῆς ἀγαπητικῆς ἐξάρτησης τοῦ ἑνός ἀπό τόν ἄλλο! Φυσική λοιπόν, ἦταν ἡ συνέχεια καί ἐξέλιξη τῆς ἁμαρτίας, ὅταν ἡ Εὕα καί πάλι μόνη της ἀγνοώντας τόν Ἀδάμ καί ἀκυρώνοντας τήν παρουσία του, ὄχι μόνον γεύεται τόν καρπό τοῦ δένδρου τοῦ «γνῶναι καλόν ἡ κακόν», ἀλλά πορεύεται στή συνέχεια πρός αὐτόν καί τόν ὑποτάσσει προσφέροντάς του τόν ἴδιο καρπό καί προστάζοντας τον: «Φάγε»! Πρίν ἁμαρτήσουν ἐνάντιόν του Θεοῦ οἱ Πρωτόπλαστοι, ἁμάρτησαν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Καί πρίν ὁλοκληρωθεῖ ἡ προσβολή ἐναντίον του Θεοῦ, εἶχε συντελεστεῖ ἡ προσβολή ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτή ἡ διάσταση τῆς ἁμαρτίας ἔρχεται νά θεραπεύσει ἡ σημερινή περικοπή, χωρίς κἄν νά μιλάει γιά ἁμαρτία! Ἀντιστρέφει τή διαδικασία τῆς πτώσης καί προτάσσει τό γεγονός τῆς ἀγαθῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἄνθρωπο, ὡς ἀπαρχή καί ἐπιβεβαίωση τῆς ἀγαθῆς του πορείας πρός τόν Θεό Πάτερα. Ὅποιος συντηρεῖ τή διάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ἄνθρωπο, δέν μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό. Ἀντίθετα, ὅποιος νοιάζεται καί πορεύεται ἀγαπητικα πρός τόν ἄνθρωπο, καλύπτει καί τήν ἀπόσταση πού τόν χωρίζει ἀπό τόν Θεό! Γι’ αὐτό καί ὡς ὑπέροχο συμπέρασμα, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης γράφει: «Ἄν πεῖ κανείς ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεό καί ταυτόχρονα μισεῖ τόν ἀδελφό του, αὐτός εἶναι ψεύτης. Διότι ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του, τόν ὁποῖον βλέπει, πῶς εἶναι δυνατό ν΄ ἀγαπᾶ τόν Θεό ποῦ δέν Τόν ἔχει δεῖ πότε;» (Α’ Ἰω. 4,20). Αὐτή εἶναι ἡ προοπτική τῆς ἐνασχόλησής μας μέ τά ἔσχατα, ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ὡς μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό!

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2018

Τα έσχατα


Τα έσχαταΓια τον χριστιανό δεν υπάρχουν παρά δύο έσχατες επιλογές: ο ουρανός και η κόλαση. Η Εκκλησία προσδοκά την τελική ολοκλήρωση, που στην Ελληνική θεολογία αποκαλείται αποκατάστασις, όταν ο Χριστός θα επιστρέψει «ἐν δόξῃ» για να κρίνει «ζῶντας καὶ νεκρούς». Η τελική αποκατάσταση περιλαμβάνει, όπως ήδη είδαμε, τη λύτρωση και τον δοξασμό της ύλης: κατά την Εσχάτη Ημέρα οι δίκαιοι θα εγερθούν εκ των νεκρών και θα ξαναβρούν τα σώματά τους, όχι όπως αυτά είναι τώρα, αλλά μεταμορφωμένα και «πνευματικά», στα οποία η εσωτερική αγιότητα θα εκχέεται προς τα έξω. Δεν θα μεταμορφωθούν δε μόνο τα σώματά μας, αλλ’ ολόκληρη η υλική τάξη της κτίσης: ο Θεός θα δημιουργήσει «καινοὺς οὐρανοὺς καὶ καινὴν γῆν».
Αλλ’ η κόλαση υπάρχει όσο και ο ουρανός. Πρόσφατα πολλοί χριστιανοί, όχι μόνο στη Δύση, αλλά κατά καιρούς και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έφταναν στο σημείο να πιστεύουν πως η ιδέα της κόλασης είναι ασυμβίβαστη με την πίστη σ’ ένα Θεό που αγαπά. Ο ισχυρισμός όμως αυτός φανερώνει μια θλιβερή και επικίνδυνη «σύγχυση φρενών». Ενώ βεβαίως αληθεύει πως ο Θεός μας αγαπά με μια άπειρη αγάπη, είναι εξίσου αληθές πως μας προίκισε μ’ ελεύθερη βούληση. Και εφόσον διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, έχουμε τη δυνατότητα ν’ απορρίψουμε τον Θεό. Αν αρνηθούμε την κόλαση, αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση. «Οὐδεὶς οὕτως ἀγαθὸς καὶ οἰκτίρμων, ὡς ὁ Θεός», γράφει ο Μάρκος ο Μοναχός ή Ερημίτης (αρχές 5ου αιώνα), «τῷ δὲ μὴ μετανοοῦντι, οὐδὲ αὐτὸς ἀφίησι».[1] Ο Θεός δεν μaς υποχρεώνει να Τον αγαπάμε, επειδή η αγάπη δεν είναι αγάπη αν δεν είναι ελεύθερη. Πώς λοιπόν μπορεί ο Θεός να συμφιλιωθεί μ’ αυτούς που αρνούνται κάθε συμφιλίωση;
Η Ορθόδοξη στάση απέναντι στα Έσχατα και στην κόλαση εκφράζεται κατά σαφή τρόπο στην επιλογή των Ευαγγελικών αναγνωσμάτων που διαβάζονται κατά τη λειτουργία των τριών διαδοχικών Κυριακών λίγο πριν από τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Την πρώτη Κυριακή διαβάζεται η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, τη δεύτερη η παραβολή του Ασώτου Υιού: και οι δύο ιστορίες παρουσιάζουν παραστατικά την άπειρη συγγνώμη και το έλεος του Θεού προς τους αμαρτωλούς που μετανοούν. Το Ευαγγέλιο όμως της τρίτης Κυριακής, στην παραβολή των προβάτων και των ερίφων, μάς υπενθυμίζει την άλλη αλήθεια: πvς είναι δυνατό να απορρίψει κάποιος τον Θεό και να στραφεί στην κόλαση. «Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον…» (Ματθ. 25, 41).
Δεν υπάρχει φυσικά καμιά τρομοκρατία στην Ορθόδοξη περί Θεού διδασκαλία. Οι Ορθόδοξοι δεν σκύβουν δουλικώς μπροστά στον Θεό από φόβο, αλλά Τον θεωρούν ως φιλάνθρωπο, «ἐραστὴ τοῦ ἀνθρώπου». Δεν ξεχνούν όμως πως ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα έρθει ως κριτής.
Η κόλαση δεν είναι τόσο ένας τόπος όπου ο Θεός φυλακίζει τους ανθρώπους, όσο ένας τόπος τον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι, καταχρώμενοι την ελεύθερη θέλησή τους, διαλέγουν για να φυλακίσουν τον εαυτό τους. Ακόμη και στην κόλαση οι κολασμένοι δεν στερούνται της αγάπης του Θεού, αλλ’ αυτό που οι άγιοι βιώνουν ως χαρά, αυτοί το βιώνουν ως βάσανα, πράγμα που είναι αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής. «Η αγάπη του Θεού θα είναι ένα ανυπόφορο βάσανο γι’ αυτούς που δεν την έχουν αποκτήσει μέσα τους».[2]
Η κόλαση υπάρχει ως τελική δυνατότητα, αλλ’ αρκετοί Πατέρες πιστεύουν, παρ’ όλα αυτά, πως στο τέλος όλοι θα συμφιλιωθούν με τον Θεό. Είναι αιρετικό το να λέμε πως όλοι υποχρεούνται να σωθούν, επειδή μ’ αυτό αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση που διαθέτει ο άνθρωπος. Είναι όμως θεμιτό να ελπίζουμε πως όλοι ίσως σωθούν. Μέχρι να έρθει η Έσχατη Ημέρα, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε για τη σωτηρία κανενός, και επιβάλλεται να προσευχόμαστε και να επιθυμούμε τη συμφιλίωση των πάντων χωρίς εξαίρεση. Κανείς δεν πρέπει να διαφεύγει από τις πρεσβείες της αγάπης μας. «Τίς ἐστιν καρδία ἐλεήμων;» ρωτά ο αγ. Ισαάκ ο Σύρος. «Είναι η καρδιά που καίει με αγάπη για ολόκληρη την κτίση, για τους ανθρώπους, τα πουλιά, τα θηρία, για τους δαίμονες, για όλα τα δημιουργήματα».[3] Ο Γρηγόριος Νύσσης λέει πως είναι θεμιτό οι χριστιανοί να ελπίζουν ακόμη και για τη λύτρωση του διαβόλου.
Η Βίβλος καταλήγει σε μια φράση έντονης προσδοκίας: «Ναι, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Αποκαλ. 22, 20). Με το ίδιο πνεύμα έντονης ελπίδας οι πρώτοι χριστιανοί συνήθιζαν να προσεύχονται, «Ἡ χάρις ἐλθέτω καὶ ὁ κόσμος παρελθέτω».[4] Από κάποια άποψη όμως οι πρώτοι χριστιανοί είχαν άδικο: φαντάζονταν πως το τέλος του κόσμου θα συνέβαινε σχεδόν αμέσως, ενώ στην πραγματικότητα έχουν περάσει δύο χιλιετίες και το τέλος δεν έχει έρθει ακόμη. Δεν ανήκει σε μας να γνωρίζουμε τους χρόνους και τους καιρούς, και ίσως η παρούσα τάξη να διαρκέσει για πολύ περισσότερες χιλιετίες. Από κάποια όμως άλλη άποψη, η αρχαία Εκκλησία είχε δίκιο. Επειδή όποτε κι αν έρθει το τέλος, νωρίς ή αργά, είναι πάντοτε επικείμενο, πνευματικά βρίσκεται διαρκώς κοντά μας, κι όταν ακόμη δεν βρίσκεται χρονικά κοντά μας. Η ημέρα του Κυρίου θα έλθει «ὡς κλέπτης ἐν νυκτί» (Α΄ Θεσσαλ. 5, 2), την ώρα που δεν την περιμένουμε. Συνεπώς οι χριστιανοί, όπως στους αποστολικούς χρόνους, έτσι και σήμερα πρέπει να είναι συνεχώς έτοιμοι, γεμάτοι αναμονή. Ένα από τα πιο ενθαρρυντικά σημεία ανανέωσης στη σύγχρονη Ορθοδοξία είναι η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τη Δευτέρα Παρουσία και τη σημασία της. «Όταν κάποιος πάστορας, που βρισκόταν σ’ επίσκεψη στη Ρωσία, ρώτησε ποιο είναι το πιο καυτό πρόβλημα της Ρωσικής Εκκλησίας, ένας ιερέας του απάντησε χωρίς δισταγμό: η Δευτέρα Παρουσία».[5]
Όμως η Δευτέρα Παρουσία δεν είναι απλώς ένα γεγονός του μέλλοντος, επειδή στη ζωή της Εκκλησίας ο Μέλλοντας Αιώνας έχει ήδη προβάλει μέσα στον παρόντα αιώνα. Για τα μέλη της Εκκλησίας, οι «Ἔσχατοι Χρόνοι» έχουν ήδη τεθεί σε ενέργεια, καθότι εδώ και τώρα οι χριστιανοί απολαμβάνουν τους πρώτους καρπούς της Βασιλείας του Θεού. Ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησού. Έχει ήδη έρθει, στη θεία Λειτουργία και στη λατρεία της Εκκλησίας.
[1] Περὶ τῶν δικούντων δικαιοῦσθαι ἐκ τῶν ἔργων, 71 (PG 65, 940D).
[2] V. Lossky, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μτφρ. Στ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 253.
[3] Mystic Treatises, εκδ. A. J. Wensinck (Amsterdam 1923), σελ. 341.
[4] Διδαχή, 10, 6.
[5] P. Evdokimov, L’ Orthodoxie, σελ. 9.
Ware Κάλλιστος (επίσκ. Διοκλείας), Η Ορθόδοξη Εκκλησία (μτφρ. Ροηλίδης Ι.), 4η έκδ., Ακρίτας, Αθήνα 2007

Περὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας

«Τότε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθίσει ἐπὶ
θρόνου δόξης αὐτοῦ,
καὶ συναχθήσονται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα
τὰ Ἔθνη»
(Ματθ. 25,31)
Περὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου ΠαρουσίαςὉ λόγος εἶνε περὶ τῆς Δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας.[1]
Ἀλλ᾿ ἆρα γε ὑπάρχει Δευτέρα τοῦ Κυρίου παρουσία; ὑπάρχει ἀθανασία καὶ αἰώνιος μέλλουσα ζωή; ὑπάρχει μέλλουσα κρίσις; ὑπάρχει ἀνταπόδοσις μετὰ θάνατον; Ἢ τὰ πάντα σταματῶσι μέχρι τοῦ τάφου ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ, καὶ ὁ τάφος εἶνε τὸ ἔσχατον κατάντημα, ὅπου θάπτεται μετὰ τοῦ σώματος καὶ ἡ ζωὴ καὶ σβέννυται ἐκεῖ διαπαντός, καὶ δὲν ὑπάρχει πέραν τοῦ τάφου ἄλλο τι, παρὰ μόνον τὸ μηδέν;
Τὸ ζήτημα τοῦτο εἶνε ἐκ τῶν σοβαρωτάτων καὶ ἔχει ὑψίστην διὰ πάντα γηγενῆ σημασίαν.
Τὸ ζήτημα τοῦτο εἶνε τὸ μέγα καὶ αἰώνιον ζήτημα, τὸ ὁποῖον ἀπησχόλησε, ἀπασχολεῖ καὶ μέλλει ν᾿ ἀπασχολῇ, αἰωνίως τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα, καὶ διὰ τὸ ὁποῖον οὐδέποτε ἀπηύδησεν οὐδὲ θέλει ποτὲ ἀπαυδήσῃ ὁ ἀκοίμητος πόθος τῶν εὐγενῶν πνευμάτων καὶ ἡ ἀνύστακτος προσδοκία τῶν πιστῶν.
Ἂν μὲν δὲν ὑπάρχῃ μέλλουσα ζωή, τότε τὰ πάντα διὰ τοὺς σαρκικοὺς ἔχουσι καλῶς· τότε «φάγωμεν, πίωμεν αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Ἀλλ᾿ ἂν ὑπάρχῃ ἀθανασία ψυχῆς καὶ αἰωνιότης μετὰ θάνατον, καὶ ἐπομένως καὶ κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις ἐν τῇ μελλούσῃ ταύτῃ ζωῇ, τότε οἵα πρέπει νὰ εἶνε ἐνταῦθα ἡ ζωή μας;
Ἡμεῖς πρὸς στιγμὴν ἂς ἀφήσωμεν κατὰ μέρος τὸ ὅτι δι᾿ ἡμᾶς τοὺς πιστεύοντας τὸ ζήτημα τοῦτο τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ τῆς μελλούσης κρίσεως εἶνε δόγμα πίστεως, εἶνε ἄρθρον πίστεως ἀπαράβατον, διότι ἡμεῖς ἐν τῷ Συμβόλῳ τῆς πίστεώς μας πιστεύομεν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν «καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς», καὶ «προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν, καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Καὶ ἂς ἴδωμεν τί λέγουσι τὰ πολυώνυμα τῆς πλάνης καὶ τοῦ ψεύσους συστήματα, οἱ ὑλισταί, οἱ θνητόψυχοι, οἱ Σαδδουκαῖοι τῆς σημερινῆς ἐποχῆς «οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν νεκρῶν», καὶ ἂς ἀνατρέψωμεν ὅσα πρεσβεύουσιν οὗτοι καὶ λέγουσιν, ὅτι τάχα τὰ δόγματα περὶ ἀθανασίας, περὶ μελλούσης κρίσεως καὶ ἀνταποδόσεως καὶ δευτέρας τοῦ Κυρίου παρουσίας εἶνε ἀπατηλὰ τῆς φαντασίας γεννήματα, ἀφ᾿ οὗ μάλιστα οὐδεὶς ἐκ τοῦ ἄλλου τούτου κόσμου ἐπανῆλθεν, ἵνα μᾶς ἀποκαλύψῃ τὰ μέλλοντα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου ταῦτα μυστήρια.
Βεβαίως, προσφιλεῖς μου ἀναγνῶσται, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἦτο ἁπλῆ μηχανή, ἁπλοῦν προϊὸν καὶ ἀποτέλεσμα τῆς τυφλῆς ὕλης, καὶ ζῇ μόνον διὰ τὴν παροῦσαν στιγμὴν καὶ τὴν πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, ὡς τὰ ζῶα, ἄνευ σκοποῦ ἀνωτέρου, ἄνευ ὑψηλοτέρου προορισμοῦ· καὶ ἑπομένως ἂν τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς μας θὰ ἦτο «φάγωμεν, πίωμεν, διότι αὔριον ἀποθνήσκομεν», καὶ ἐξαφανιζόμεθα εἰς τὸ μηδὲν καὶ τῆν ἀνυπαρξίαν, ὡς λέγουσι καὶ οἱ ὑλισταί, τότε σᾶς βεβαιῶ ὅτι ἐλεεινότερον καὶ ἀθλιώτερον ὂν παρὰ τὸν ἄνθρωπον δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν ἄλλο. Τὰ κτήνη καὶ τὰ ζῶα τὰ ἄλογα, καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ εἰς τὴν κατωτάτην ζωϊκὴν κλίμακα εὑρισκόμενα ὄντα, θὰ ἦσαν τότε εὐτυχέστερα τοῦ ἀνθρώπου, διότι καὶ αὐτὰ τρώγουσι καὶ πίνουσι καθὼς καὶ ἡμεῖς, καὶ πολλὰ πολλάκις περισσότερον καὶ καλλίτερον ἡμῶν, ἀλλὰ περιπλέον ταῦτα ἔχουσι τὸ μέγα εὐτύχημα νὰ μὴ αἰσθάνωνται τὴν δυστυχίαν των, καὶ δὲν δοκιμάζουσι τὰ ζῶα θλίψεις καὶ βασάνους. Δὲν καταβιβρώσκει τὴν καρδίαν αὐτῶν καμμία τύψις συνειδότος, δὲν ἀγρυπνεῖ εἰς τὸν σταῦλόν των ἡ ἀπελπισία, ἡ ὀδύνη καὶ ἡ ἠθικὴ βάσανος, ὅπως ἀγρυπνεῖ εἰς τὴν κλίνην καὶ παρᾶ τὸ προσκεφάλαιον τοῦ ἀνθρώπου τοῦ μὴ πιστεύοντος, τοῦ μὴ ἐλπίζοντος, τοῦ μὴ προσδοκῶντος ἀνάστασιν νεκρῶν, ὁ δαίμων τοῦ σκότους, ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ αὐτοκτονία, τὸ ἔσχατον τοῦτο ἀνοσιούργημα βίου πονηροῦ καὶ διεφθαρμένου. Τὰ ζῶα πρέπει νὰ θεωρῶνται τότε εὐτυχέστερα τοῦ ἀνθρώπου, διότι δὲν σκέπτονται, διότι, δὲν συλλογίζονται, διότι δὲν ἀμφιβάλλουσι τὰ κτήνη περὶ τῆς ἐφημέρου δυστυχοῦς αὐτῶν ὑπάρξεως ἐπὶ τῆς γῆς, ἥτις καταντᾷ διὰ τὸν σκεπτόμενον, ἀλλὰ μὴ ἐλπίζοντα ἄνθρωπον, κατηραμένη κοιλάς.
Ὁ τοιοῦτος, ὁ μὴ πιστεύων, ὁ μὴ ἐλπίζων, ὁ μὴ προσδοκῶν ὑψηλότερόν τι, ἐγκαταλελειμμένος ἄνευ πυξίδος, ἥτις εἶνε ἡ πίστις εἰς τὴν αἰωνιότητα καὶ ἡ ἐλπὶς δι᾿ ἡμᾶς, ἄνευ ὁδηγοῦ ἐν τῇ ἀχανεῖ ἐκτάσει τῆς ἐρήμου τοῦ παρόντος βίου, μὴ εὐρίσκων τόπον ἀναψυχῆς καὶ ἀναπαύσεως τοῦ πνεύματός του, μὴ γνωρίζων πόθεν ἔρχεται, ποῦ πορεύεται, καὶ τί εἶνε τὸ ὄνειρον τοῦτο, τὸ ὁποῖον ὀνομάζεται ζωὴ, εἶνε ὁ δυστυχέστατος βροτῶν. Ἡ ζωὴ δι᾿ αὐτὸν εἶνε σκότος χωρὶς φῶς, εἶνε νὺξ ἀσέληνος καὶ ἀφεγγὴς νύξ, ὅπου οὐδεὶς λάμπει ἀστὴρ· τὸ ζῆν δι᾿ αὐτὸν εἶνε ὁλότελα ἀνάξιον τοῦ κόπου. Ἐὰν τὰ πάντα σταματῶσι μέχρι τοῦ τάφου, καὶ ὠς λέγει θαυμασιώτατα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «εἰ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστι… εἰ ἐν τῆ ζωῇ ταύτῃ μόνῃ ἠλπικότες ἐσμέν, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμὲν ἡμεῖς». Ὁ Χριστιανισμὸς τότε, τὸ ἄκρον τοῦτο ἄωτον τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ὅστις ἔφερε τὴν ἀληθῆ ἐπὶ γῆς εὐδαιμονίαν, καὶ ἐπαγγέλεται καὶ τὴν αἰωνίαν μετὰ θάνατον μακαριότητα, εἶνε χειρίστη θρησκεία καὶ οἱ ὀπαδοί της ἔπρεπε νὰ ἦσαν οἱ ἀχρηστοτάτοι καὶ χειρίστοι τῶν ἀνθρώπων, τοτε οἱ πιστοὶ καὶ εὐσεβεῖς θὰ εἶνε χειρότεροι τῶν ἀσεβῶν καὶ ἀπίστων, οἱ σοφοὶ καὶ ἐνάρετοι καὶ πεπολιτισμένοι ἐλεεινότεροι τῶν μωρῶν καὶ φαύλων καὶ ἀπολιτίστων· οἱ ἄνθρωποι ἀθλιώτεροι τῶν ζώων. Καὶ ἂν ἠθέλομεν νὰ αἰσθανώμεθα ἀληθῆ εὐδαιμονίαν, ἢ τοὐλάχιστον νὰ μὴ δοκιμάζωμεν θλίψεις καὶ ὀδύνας, ἔπρεπε νὰ κατέλθωμεν εἰς τὴν κατωτάτην κλίμακα τῶν ὄντων, τοὐλάχιστον τὴν τῶν ζώων καὶ τῶν κτηνῶν!!
Τότε τὰ πάντα εἶνε κενὰ καὶ φροῦδα καὶ μάταια· καὶ πρόοδος καὶ ἐπιστήμη καὶ τέχναι καὶ παίδευσις καὶ πολιτισμὸς καὶ τελειοποίησις καὶ καθῆκον καὶ ἀρετὴ καὶ ἠθικὴ καὶ εὐορκία καὶ αὐταπάρνησις καὶ αἱ γενναῖαι πράξεις τῆς φιλοπατρίας, τῆς φιλανθρωπίας, τοῦ ἡρωϊσμοῦ, τὰ πάντα εἶναι μηδὲν, ἀφοῦ ἐπιστρέφουσιν εἰς τὸ μηδέν. Πάντα τὰ ὑψηλὰ ἰδεώδη, διὰ τὰ ὁποῖα οἱ χρηστοὶ καὶ τίμιοι ἄνθρωποι ζῶσι, καὶ διὰ τὰ ὁποῖα ἀγογγύστως θυσιάζουσι καὶ τὴν ζωήν των αὐτήν, εἶνε μηδέν: «εἰ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστι, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ καὶ ἡ πίστις ἡμῶν· καὶ εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν» (Α΄. Κορινθ. 15,13), διότι εἰς τί τότε ἐπιστεύσαμεν; εἰς τὴν αἰωνίαν σιγὴν τῶν τάφων; εἰς τὸ σκότος; εἰς τὸ μηδέν;
Καὶ τότε ἐπειδὴ ὁ ἀνθρώπινος βίος οὐδὲν ἄλλο εἶνε παρὰ πικρία καὶ θλῖψις καὶ ἀπόγνωσις, καὶ δὲν ὑπάρχει διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐν τῷ οὐρανῷ δικαιοκρίτης Θεός, τιμωρὸς τῶν κακῶν καὶ παρήγορος τῶν ἀγαθῶν, ὅστις νὰ βλέπῃ τὰς πικρίας καὶ τοῦς πόνους μας, καὶ νὰ περισυλλέγῃ τὰ δάκρυα καὶ τοὺς στεναγμούς μας, καὶ νὰ στεφανώσῃ τὸν ἡρωϊσμόν, τὴν αὐταπάρνησιν, καὶ τὴν αὐτοθυσίαν μας, ἡ μόνη ὑπολειπομένη διὰ τοῦς ἀπίστους καὶ ὑλιστὰς παρηγορία εἶνε ἡ ἀπελπισία, ἡ αὐτοκτονία καὶ ἡ ἐκμηδένισις… Αὐτοὸ εἶνε τὸ λογικὸν καὶ ἀναπόφευκτον κατάντημα διὰ πάντα, ὄστις δὲν πιστεύει, δὲν ἐλπίζει δὲν ὑπομένει, δὲν θέλει νὰ γνωρίζῃ τι περὶ ἀθανασίας ψυχῆς, περὶ μελλούσης ζωῆς, περὶ κρίσεως καὶ Δευτέρας τοῦ Κυρίου Παρουσίας.
Ἀλλ᾿ ὄχι ἀδελφοί, ὁ τάφος δὲν εἶνε τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, οὐδὲ ἡ τέφρα, καὶ ἡ κόνις καὶ ὁ χοῦς τὸ ἔσχατον κατάντημα τῆς ἐν ἡμῖν θείας πνοῆς, τῆς ψυχῆς, τῆς συνειδήσεως, τοῦ στοχαζομένου, τοῦ συλλογιζομένου, τοῦ διανοουμένου, τοῦ κρίνοντος ἐλευθέρου, προσωπικοῦ καὶ συνειδότος ἑαυτὸ ἐγὼ. Τὸ πνεῦμα τοῦτο εἶναι ἀθάνατον καὶ αἰώνιον. Τοῦτο εἶνε ἡ ὑψίστη φιλοσοφικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἀλήθεια, ἥτις εἶνε κτῆμα τὴν σήμερον παγκόσμιον, θησαυρὸς καὶ κειμήλιον ἱερώτατον πάσης ἀνθρωπίνης ψυχῆς.
Τὴν ἀλήθειαν ταύτην τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς ἀνέκαθεν ὡμολόγησεν σύμπασα ἡ σκεπτομένη ἀνθρωπότης καὶ μετ᾿ αὐτῆς τὰ εὐγενέστατα πνεύματα, οἱ γίγαντες εἰς τὴν φιλοσοφίαν, οἱ ἀληθεῖς ἱεροφάνται τῶν ἐπιστημῶν καὶ τεχνῶν, καὶ μόνον διεφθαρμένη τις μερὶς ἀνθρώπων, τῶν εἴτε θεωρητικῶς εἴτε πρακτικῶς ἀθέων καὶ ὑλιστῶν, ὧν σύμβολον καὶ δόγμα τὸ «φάγωμεν καὶ πίωμεν καὶ κορέσωμεν τὴν γαστέρα καὶ τὰ ὑπὸ τὴν γαστέρα», ἐτόλμησε νὰ θέσῃ ἐν ἀμφιβόλῳ τὴν κατάδηλον ταύτην καὶ πασιφανῆ ἀλήθειαν πρὸς δικαιολογίαν ἀρχῶν σαθρῶν καὶ σαπρῶν καὶ βίου πονηροῦ καὶ διεφθαρμένου.
Οἱ ἀρχαῖοι ἡμῶν πρόγονοι, οἵτινες πρῶτοι κατεβίβασαν τὴν φιλοσοφίαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πρὸς αἰσθητοτέραν παράστασιν τῆς μεγάλης ταύτης ἀληθείας τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἐξεικόνιζον τῆς μεγάλης ταύτης ἀληθείας τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ἐξεικόνιζον καὶ παρίστων τὴν ψυχὴν εἰς τὰ μνημεῖα τῶν τάφων μὲ ἄγαλμα γυναικὸς πτερωτῆς καὶ αἰθερίας, ἀνιπταμένης εἰς τὸν οὐρανόν, καθ᾿ ἣν στιγμὴν τὸ σῶμα νεκρὸν κατεβιβάζετο εἰς τὸν τάφον.
Ἡ θεία καὶ ἀμώμητος ἡμῶν θρησκεία διδάσκει ὄτι ὁ Θεὸς ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν δὲν εἶνε Θεὸς νεκρῶν, Θεὸς τέφρας καὶ σποδοῦ, Θεὸς τῆς αἰωνίας σιωπῆς τῶν ψυχρῶν τάφων, ἀλλὰ Θεὸς ζώντων, «οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς, Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων», εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς λέγοντας μὴ εἶναι ἀνάστασιν νεκρῶν Σαδδουκαίους.
Καὶ ἡμεῖς δὲ πιστοὶ εἰς τὰ ἀθάνατα διδάγματα τῆς φιλοσοφίας τῶν σοφῶν προγόνων, πιστοὶ εἰς τὴν θρησκείαν τῶν πατέρων μας, πιστοὶ εἰς τὰ ὑψηλὰ ἰδεώδη τῆς εὐγενοῦς ἡμῶν φύσεως, πιστοὶ εἰς τὰς ἀθανάτους ἐλπίδας τῆς φυλῆς, πιστοὶ εἰς τὰ ἀπαρασάλευτα δόγματα τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καὶ τῆς λατρευτῆς μας Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ἂς προσδοκῶμεν μετὰ βεβαιοτάτων ἐλπίδων «ἀνάστασιν νεκρῶν, καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος», καὶ ἂς πιστεύσωμεν ὅτι ὅσον εἶνε πρᾶγμα βέβαιον καὶ ἀληθὲς ὁ θάνατος τοῦ σώματος, ἄλλο τόσον εἶνε βέβαιον καὶ ἀληθὲς ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἡ ἀνάστασις νεκρῶν, ἡ μέλλουσα ζωή, ἡ Δευτέρα τοῦ Κυρίου παρουσία.
[1] «Ἱερὸς Πολύκαρπος» Ἔτος Β΄. Σμύρνη, ἀρ. 38, 16.2.1913, σσ. 1586-1589.
Αγίου Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης του Ιερομάρτυρος, Λόγοι ευσέβειας: Γραπτά κηρύγματα εις δεσποτικάς εορτάς, 1η έκδ., Θεσσαλονίκη, Μυγδονία, 2000

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...