Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, στὸ σύγγραμμά του «Λόγος περὶ πίστεως καὶ διδασκαλίας», σὲ μία κατάθεση πόνου γιὰ τὸ τί μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ ζήσουμε κι ἐμεῖς ἀδιαφοροῦμε, καταλήγει στὸ ἑξῆς: «Τί ἄλλο νὰ πῶ; Σὲ ὅλα αὐτὰ πιστεύουμε μονάχα μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα τὰ ἀρνούμαστε. Δὲν ἀκούγεται παντοῦ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ καὶ τὰ κοινόβια καὶ τὰ ὄρη; Ἂν θέλεις, κοίταξε καὶ ἐξέτασε προσεκτικά, ἂν τηροῦν τὶς ἐντολές Του· καὶ μόλις θὰ βρεῖς – εἶναι ἀλήθεια – ἕνα σὲ χιλιάδες ἢ ἕνα σὲ μυριάδες, ποὺ νὰ εἶναι Χριστιανὸς καὶ μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἔργα»[1].
Ἡ διαπίστωση τοῦ ἁγίου, ποὺ ἔγινε στὴν ἐποχή του, πρὶν χίλια χρόνια, δὲν εἶναι ἡ ἴδια καὶ στὴν ἐποχή μας; Ὅταν, μάλιστα, μὲ τὸ διαδίκτυο πολὺ πιὸ εὔκολα «ἀκούγεται παντοῦ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ». Δηλαδή, τότε καὶ σήμερα καὶ πάντα, εἶναι ἀνεφάρμοστα τὰ λόγια Του; Κι ἂν εἶναι ἔτσι, γιατί μᾶς καλεῖ νὰ ζήσουμε κάτι, ποὺ μᾶς ὑπερβαίνει; Ἄλλωστε, βλέποντας τὴν προσωπική μας ἀδυναμία, ἄνετα μποροῦμε νὰ συμφωνήσουμε τὸ πόσο δύσκολο εἶναι, κι ἴσως ἀδύνατο, νὰ καθαρθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας, νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες μας, νὰ ἐφαρμόσουμε τέλεια τὶς ἐντολές Του, νὰ ζήσουμε κατὰ τὸ θέλημά Του.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶναι τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἁγίων πού, ἂν καὶ ὁμοιοπαθεῖς μέ μας καὶ κάποιοι μὲ χειρότερα, σὲ δύναμη καὶ χρόνο, πάθη ἀπό μας, κατάφεραν, ἔχοντας πόθο καὶ λαχτάρα, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν κάθαρση, τὴν ἀπάθεια, τὴν ἁγιότητα.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ ἐποχή μας δὲν ἐνθαρρύνει τὴ σκληραγωγία, τὴν πνευματικὴ ἄσκηση, τὴ δύσκολη προσπάθεια. Οἱ νέοι τοῦ γραφείου καὶ τοῦ διαδικτύου δὲν ἀντέχουν στὴν ὅποια πίεση.
Νομίζω, ὅτι ἡ οὐσία βρίσκεται στὴν ἐπιθυμία νὰ θέλουμε τὸ Θεὸ στὴ ζωή μας, ὄχι ὡς μία διέξοδο στὶς δυσκολίες καὶ βοήθεια στὶς δοκιμασίες, δίκην «δυνατοῦ Θεοῦ ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὶς ἀνάγκες μας», ἀλλὰ ὡς ἐπιθυμία καὶ θέληση γιὰ οὐσιαστικὴ σχέση.
Ἀσφαλῶς, δὲν κατανοοῦν ὅλοι ὅλα κι οὔτε ἔχουν ὅλοι τὴν ἴδια θεώρηση κι ἐπιθυμία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸν προσωπικὸ Θεό, τὸ Θεὸ τῶν Πατέρων μας, εἶναι προσωπική. Κοιτάζοντας τὰ ὅσα ὑπάρχουν στὸ διαδίκτυο, καθὼς καὶ τὰ πολλὰ τυπωμένα συγγράμματα, βιβλία καὶ περιοδικά, ἄνετα θὰ λέγαμε, ὅτι ὑπάρχει πληθωρισμὸς λόγου Κυρίου καὶ καθόλου «λιμὸς τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου». Ἡ ἐπιφανειακὴ θεώρηση ἀνθρώπων, ποὺ ἐφαρμόζουν τὸν λόγον τοῦ Λόγου μὲ τρόπο στατιστικῆς, προκαλεῖ ἀπογοήτευση. Κυρίως ὅταν ἀρχίζει ἡ θεώρηση ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας…
Φαίνεται, πὼς ἡ μόνη ἐλπίδα γιά μᾶς καὶ τὸν κόσμο ὅλο εἶναι ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ποὺ ξέρει νὰ μεταποιεῖ «τὰ μὴ ὄντα σὲ ὄντα», ν’ ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς καὶ νὰ φωτίζει τοὺς «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένους». Ἀρκεῖ νὰ βρεῖ κατάλληλο ἔδαφος, αὐτὸ τῆς συντριβῆς τῆς καρδίας, τῆς αὐτοκατάκρισης, τῆς τελωνικῆς προσευχῆς, τῆς ἀναγνώρισης τῆς ἀδυναμίας, τῆς ταπείνωσης.
Τότε, ἐνεργοποιεῖται ἡ θέλησή μας «νὰ κάνουμε κάτι», ὡς ἔκφραση τῆς ἐπιθυμίας μας νὰ γίνουν τὰ ὅσα ἀκοῦμε καὶ διαβάζουμε ἔργα, γιὰ νὰ κάνει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων καὶ τῆς Ἀγάπης, ὅσα ἐμεῖς ἀδυνατοῦμε καὶ δὲν μποροῦμε.
[1] Φιλοκαλία Τ. Ε., ἔκδ. Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 298.