Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Σούλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Σούλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουνίου 01, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου

Στην Ευαγγελική περικοπή της σημερινής Κυριακής ο Χριστός δεν συναντάται μόνο με τη Σαμαρείτιδα, αλλά στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας συναντάται με ολόκληρη την αλλοτριωμένη ανθρωπότητα.  Γιατί, ο Χριστός, δεν είναι κάποιος  Ιουδαίος, που συναντάται και διαλέγεται με μια Σαμαρείτιδα.  Αυτός που της μιλά είναι ο Υιός του Θεού, που κοινωνεί και επικοινωνεί με τους ανθρώπους προσφέροντας την άδολη και αυθεντική Του αγάπη.
Τούτη, ασφαλώς, η συνάντηση χαρακτηρίζεται ως ανυψωτική για τον άνθρωπο  και ακόμα, ως συνάντηση αναγνώρισης της  προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου και  ιδιαίτερα αυτού που αισθάνεται το ηθικό και πνευματικό αδιέξοδο της εποχής του, αλλά και την περιφρόνηση των άλλων.  Ο άνθρωπος μέσα από την ψυχολογική του ψυχοσύνθεση και την υπαρξιακή του διάσταση, όσο κι αν συνθλίβεται στα αδιέξοδα της αμαρτίας, ζητά και αποζητά κατά βάθος την εκτίμηση, την αποδοχή, και την αγάπη των άλλων.  Όμως αυτή την πολύ ανθρώπινη σχέση και συμπεριφορά δεν τη βρίσκει πάντοτε ο καθένας μας, από τους αδελφούς και συνανθρώπους μας.  Αυτήν, λοιπόν, την ανθρώπινη απουσία και ανεπάρκεια έρχεται να την πληρώσει και αναπληρώσει στον καθένα μας ο ίδιος ο Χριστός, όταν και αφού τον συναντήσουμε σε κάποιο «φρέαρ» της ζωής μας.  Όπου οι άνθρωποι δεν ανταποκρίνονται στο όντως υπαρξιακό αίτημα της ζωής του συνανθρώπου τους, πρέπει να κατανοήσουμε, ότι ανταποκρίνεται ο Χριστός, ο οποίος «ίσταται επί την θύραν και κρούει» (Αποκ. γ΄ 28), καλώντας μας, μάλιστα,  προσωπικά, δηλαδή, μας «καλεί  κατ’ όνομα» (Ιωάν. ι΄ 3), για να βρούμε επιτέλους, σ΄ Αυτόν την εκτίμηση, την αποδοχή και την αγάπη, όπως ακριβώς τη βρήκε και την αντιλήφθηκε, μέσα από ένα γνήσιο και ειλικρινή διάλογο, η Σαμαρείτις.  Στάθηκε στο πηγάδι και συζήτησε μαζί της.  Της ζήτησε νερό και ας γνώριζε, ότι τον θεωρούσε εχθρό της, εξαιτίας του μεγάλου και  υπαρκτού  εθνικού μίσους ανάμεσα στους Σαμαρείτες και τους Ιουδαίους.  Γιατί, ο Χριστός είναι πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο συσχετισμό και εμπάθεια.  Ο Χριστός δέχεται, ότι η συμβολή και η συμπαράσταση του καθενός, αντιστρέφεται ευεργετικά σε όποιον την προσφέρει.  Διδάσκει και κηρύττει αυτού του είδους την προσφορά γιατί, πράγματι, μόνον έτσι υπερβαίνει κανείς τον εαυτόν του και τον ατομοκεντρισμό του, υπακούοντας στην παραίνεσή Του «απαρνησάσθω εαυτόν»(Μαρκ. η΄ 34).
Γιατί, όπως έχει αποδειχτεί, είναι  ο εγωϊσμός και ο ατομοκεντρισμός μας, που δεν μας επιτρέπουν  να αισθανθούμε και να νοιώσουμε την αγωνία και τη θλίψη του Χριστού, που έχει για τις αθεράπευτα ψυχοσωματικές ανάγκες του ανθρώπου και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά λέγοντας στη Σαμαρείτιδα «πίστευσόν μοι»(Ιωάν. δ΄ 21).
Η πράξη αυτή του Χριστού έχει ακόμη χαρακτήρα αντιεγωϊστικό. Ο Χριστός δεν εμφορείται από εγωισμό  ότι δηλαδὴ μόνον Αυτός μπορεί να δίδει. Δεν επιθυμεί να φαίνεται πως Αυτὸς μόνο είναι ικανός. Γιατί τότε ταπεινώνει τους ανθρώπους,  επειδή αυτοί δεν μπορούν να δώσουν, να προσφέρουν. Και δεν μπορούν να δώσουν, αφού δεν έχουν κάτι δικό τους. Τα πάντα ανήκουν στο Θεό.
Ο Θεός δίνει απλόχερα την αγάπη Του και την καλοσύνη Του στον άνθρωπο με κάθε τρόπο και μέσο και αυτός αντί να την αντιπροσφέρει, «ως αντίδωρο» στο Θεό δια του «πλησίον» του, την κρατάει και την παρακρατάει προς ίδιον όφελος(εγωϊσμός), βάζοντας έτσι την ίδια τη ζωή και την ύπαρξή του σε εμπλοκή και περιπέτεια, με αποτέλεσμα να ενεργεί νοησιαρχικά, λογικοκεντρικά και ασφαλώς, αναπόφευκτα ιδιοτελειακά και συμφεροντολογικά.  Κι έτσι η υπαρξιακή οντολογική ανθρώπινη λειτουργία αυτοπεριορίζεται και αυτοεγκλωβίζεται στο μυαλό και στη νόηση του εγωιστή ανθρώπου, που αυτοπροσδιορίζεται με άτεγκτους και ψυχρούς συνειρμικούς συλλογισμούς χωρίς αίσθημα και συναισθηματικότητα.
Στη θεία Λειτουργία ομολογούμε,  ότι  προσφέρουμε τα δικά Του από τα δικά Του. «Τα σα εκ των σων Συ προσφέρομεν…» Αυτό ευχαριστεί τον Χριστό, γιατί δίδει την ευκαιρία στους ανθρώπους να Του προσφέρουν, ως αδελφοί Του, πλασμένοι κατ᾿ εικόνα και καθ᾿ ομοίωση δική Του.
Σύμφωνα με την επιστήμη της  Ψυχολογίας της Προσωπικότητας και της Κοινωνικής ψυχολογίας, ο νους, η νόηση και η σκέψη της Σαμαρείτιδος κάπως έτσι ψυχρά και αρνητικά συναισθηματικά, κοινωνούσε και λειτουργούσε, και αυτό εξάγεται από την απάντηση που έδωσε στο Χριστό, όταν της ζήτησε νερό από το πηγάδι του Ιακώβ. Πηγάδι, που  τελικά δεν της ανήκε, αφού το νερό είναι  κοινόχρηστο αγαθό. «…πώς Συ Ιουδαίος ων, παρ’ εμού πιειν αιτείς, ούσης γυναικός Σαμαρείτιδος; Ου γάρ συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις».
Έβλεπε και αντιμετώπιζε τον Χριστό  λογικοκεντρικά και ορθολογιστικά. Τον διέκρινε και τον αναγνώριζε μόνο με τα εξωτερικά  Του χαρακτηριστικά γνωρίσματα.  Σύμφωνα, δηλαδή, με την εθνική Του προέλευση και την Ιουδαϊκή του καταγωγή.
Η νοησιαρχική της σκέψη και βούληση την είχαν κάνει να πιστεύει, ότι ο κάθε Ιουδαίος ήταν οπωσδήποτε εχθρός της και κατά συνέπεια, δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να τον βοηθήσει, να τον συνδράμει ή να τον εξυπηρετήσει.  Μέσα από αυτή τη νοοτροπία και το απόσταγμα της σκέψης διακρίνουμε με καθαρότητα πώς εκλαμβάνονται και πραγματώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τον συνάνθρωπο.  Αφ΄ ενός μεν, ο συνάνθρωπος εκλαμβάνεται, ως ένα ψυχρό αντικείμενο ή πράγμα και αφ΄ ετέρου, σύμφωνα με τα ιδιώματα ή τις ιδιότητές του.  Δηλαδή, την εθνικότητά του, την κοινωνική και οικονομική του στάθμη κ.ά., με αποτέλεσμα να μπαίνει ανάμεσα στους ανθρώπους ένα αδιαπέραστο τείχος αίσχους και ντροπής, που εμποδίζει και αποκρύπτει την έκφραση του ψυχικού και πνευματικού τους κόσμου.
Για να ξεπεράσουμε και για να γκρεμίσουμε από τα  εσώτερα του είναι μας αυτό το τείχος της ντροπής και της ψυχοσωματικής αλλοίωσης και  φθοράς, χρειαζόμαστε ένα άνοιγμα, ένα ξεπέταγμα.  Χρειαζόμαστε την  προσωπική μας υπέρβαση και αυθυπέρβαση.  Την ατομική μας έξοδο από το αδιέξοδο του «Εγώ» και την είσοδό μας στο «Εσύ» του άλλου.  Αυτή η προσφορά και η διακονία μας στους συνανθρώπους μας, ανεξάρτητα από ιδιότητες και γνωρίσματα, όταν μάλιστα  επιτελείται και συντελείται στο Όνομα του Χριστού και δια του Χριστού, τότε αποκαλύπτεται και φανερώνεται ο οντολογικός προορισμός της ανθρώπινης πορείας του καθενός μας.  Αυτό που δίδασκε με το λόγο,  ο Λόγος, όχι μόνο στη Σαμαρείτιδα και κατόπιν στους συγχωριανούς της, αλλά παντού και πάντοτε.
Ας αντιληφθούμε, επιτέλους, αυτό τον προορισμό και ας τον πραγματώσουμε, όπως τον πραγμάτωσε η σημερινή γυναίκα της ευαγγελικής περικοπής, αλλά και πολλοί συγχωριανοί της, πίνοντας από το ύδωρ, που τους έδωσε και τους οδήγησε «εις ζωήν αιώνιον».

Παρασκευή, Απριλίου 05, 2013

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ Γ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου «Χαίρε ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί, χαίρε ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί».



ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟΥΣ Γ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ
Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου
«Χαίρε ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί, χαίρε ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί».
 Η χριστιανική πίστη, ξεκινώντας από το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, μώρανε και μάρανε, τόσο τους συζητητές του λόγου, όσο και τους ποιητές των μύθων, απέδειξε δηλαδή ότι όταν ο τρόπος της ζωής στηρίζεται μόνο στη δύναμη της λογικής ή στη δύναμη του ανθρώπινου ασυνείδητου, της εγκόσμιας θρησκευτικότητας και του μύθου, δεν μπορεί να δώσει στον άνθρωπο νόημα και περιεχόμενο ζωής. Η ζωή δεν βρίσκει νόημα, όταν στηρίζεται μόνο στη συζήτηση, δηλαδή στα λόγια. Ούτε όταν μένει προσκολλημένη στο λόγο, δηλαδή στον ορθολογισμό.
Η χριστιανική πίστη, δια του προσώπου της Υπεραγίας Θεοτόκου, μας δίνει μία άλλη διάσταση, η οποία αποκαλύπτει την ανεπάρκεια του λόγου και του μύθου, και νοηματοδοτεί την σωτηριολογική ζωή, τουλάχιστον εκείνων που πιστεύουν και αγωνίζονται, να ζουν τη ζωή της Εκκλησίας.
Το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου αποκαλύπτει τη δυναμική της ταπείνωσης, της απλότητας, της πραότητας και της υπακοής, σε παραγγέλματα, που δεν προέρχονται από τον ορθό λόγο, αλλά από την αδιάσειστη  σχέση ανθρώπου – Θεού και την ελεύθερη βούληση του συγκεκριμένου προσώπου, ήτοι της Παρθένου. Η αποδοχή του Ευαγγελισμού καθιστά την νεαρή κόρη, ως  μητέρα του Θεού, ως χώρα του αχωρήτου δια της αγνής συγκαταθέσεώς της, συντρίβεται κάθε έννοια ορθολογισμού και μύθου.
Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης, από τον Θεό, δεν ήταν απλώς μια μεταμόρφωση του Θεού σε άνθρωπο. Ο Θεός κατήλθε εις τη γη προσλαμβάνοντας ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και ενώθηκε με αυτήν  οντολογικά και «υποστατικά». Γι’ αυτό ο Θεός πεθαίνει πάνω στο Σταυρό, ο οποίος εξελήφθη από την ορθολογική σκέψη, ως «μωρία». Συνεπώς η Παναγία ανέτρεψε τη λογική του μύθου και τη μυθολογία, η οποία δεν μπορεί, να αντιληφθεί, ότι ένας Θεός πεθαίνει στο Σταυρό, από αγάπη για τον άνθρωπο. Διότι οι μύθοι απαιτούσαν μόνο την υποταγή και την υπακοή των ανθρώπων στις θεότητες, που δημιουργούσαν. Αιτία του Μυστηρίου της «μωρίας του Σταυρού» γίνεται Παναγία.
Μυστήριο είναι κάθε τι, που ξεπερνά το όριο της αντίληψης και της λογικής. Το μυστήριο της Σαρκώσεως του Θεού, φανερώνει το ασύλληπτο και αδιανόητο της κενώσεως της Θείας Αγάπης. Σ’ αυτό το Μυστήριο συνεργεί τόσο η αγάπη του Θεού, ως υπέρβαση του λόγου και του μύθου, όσο και η συγκατάθεση του ανθρώπου.
Εξ’ αιτίας του Μυστηρίου της Ενανθρωπίσεως, μωραίνονται οι δεινοί συζητητές, δηλαδή οι φιλόσοφοι και οι διανοούμενοι, διότι αδυνατούν, παρά τη σοφία τους, να ερμηνεύσουν το θαύμα του τόκου της Παναγίας. Μαραίνονται, επίσης και οι ποιητές των μύθων, γιατί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την αγάπη, η οποία υπερβαίνει κάθε έννοια λόγου και λογικής. Δηλαδή, ενώπιον του Θείου και απερίγραπτου Λόγου του Θεού, ουδείς άλλος λόγος ή λογική του κόσμου, μπορεί να συγκριθεί.
Παρά ταύτα η χριστιανική πίστη δεν κατάργησε ούτε τον λόγο, ούτε τη λογική,  αλλά, βέβαια, φανέρωσε την ανεπάρκεια τόσο του λόγου, όσο και του μύθου, που αδυνατούν, να δώσουν πληρότητα και νόημα ζωής στους ανθρώπους, τους οποίους μόνο ο Υιός και Λόγος του Θεού, ζωοποιεί, δια του δικού Του θανάτου, μετά των εκείνων θάνατο.
Η Θεοτόκος με την συνέργειά της, στο θέλημα του Θεού, λειτουργώντας σαν «γέφυρα μετάγουσα» δημιούργησε μία μόνιμη σχέση ανάμεσα  στον  Θεό και στον άνθρωπο. Βέβαια, η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, δεν είναι πλήρης, αλλά δύναται να γίνει πλήρης. Και θα γίνει πλήρης, όταν, η πίστη εγκαθίσταται, μέσα από την πνευματικότητα και την πνευματική ζωή του ανθρώπου. Θα γίνει πλήρης, όταν ο άνθρωπος απαρνηθεί το  «Εγώ» του, και κατορθώσει να βρει την, όχι μόνο την ύπαρξή του, αλλά και την αξία της. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η σχέση του με τον Θεό και αρχίζει ο άνθρωπος, να αισθάνεται την αυτοσυνειδησία του και την αμαρτωλότητά του. Η αυτοσυνειδησία στην οποία οδηγεί τον άνθρωπο η πίστη, είναι η προϋπόθεση της οντολογικής του απελευθέρωσης. Η πίστη είναι το όριο της επίγειας προσωρινής μας ύπαρξης. Η πίστη, όμως «ανοίγει την πόρτα» της αιωνιότητας. Η πίστη, βεβαίως δεν είναι θέωση, αλλά προσφέρει τη δυνατότητα να αποκτήσει, κανείς, τη «κατά χάρη» θέωση.
Η ολοκληρωμένη πίστη φθάνει στη λογική του υπέρλογου Θεού, και εκδηλώνεται, ως υπακοή. Δεν είναι ερευνητική, ούτε αμφιβάλλει, αλλά γίνεται  συναρπαγή.  Δεν είναι κατάληξη συλλογισμού, αλλά συνειδητή απόφαση ευθύνης.
Αυτήν την πίστη απόκτησε, η Παρθένος Μαρία, η οποία χωρίς να ερευνήσει, χωρίς να δυσανασχετήσει, χωρίς να αρνηθεί, αποδέχεται το Θείο Μήνυμα, που της παρέδωσε  ο Αρχάγγελος του Θεού και γίνεται αυτόχρημα συνεργός στο σχέδιο της Θειας Οικονομίας και  Ενανθρωπίσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Ένα σχέδιο, που έκανε να μωραθούν οι «δεινοί συζητηταί», δηλαδή οι λόγιοι και οι φιλόσοφοι και να μαραθούν κάθε μορφής μύθος ή φαντασία.
Εμείς θαυμάζοντας το Μυστήριο πιστώς βοώμεν.
Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε!

Σάββατο, Μαρτίου 23, 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ) Πρωτ. Γεωργίου Σούλου.


Αγαπητοί μου καλή Σαρακοστή και καλή Ανάσταση!
Σήμερα, πρώτη Κυριακή των Νηστειών τιμούμε την αναστύλωση των ιερών εικόνων, που πραγματοποιήθηκε επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Γ΄, υιού της Αγίας Θεοδώρας της  Αυγούστης και Πατριάρχη αγίου  Μεθοδίου του Ομολογητού. Οι  αποφάσεις της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως τον Μάρτιο του 843, έφεραν το θρίαμβο και την τελική νίκη της Ορθοδόξου Πίστεως.

Από        τα           πρώτα χρόνια  της        χριστιανικής  πίστης και λατρείας  οι πιστοί διακοσμούσαν        τους τόπους   λατρείας,   τους   «ευκτήριους    οίκους»,  τις «κατακόμβες»      και έπειτα τους ναούς, αρχικά με      σύμβολα     και στη συνέχεια με    εικόνες    του Χριστού  και  της  Παναγίας.   Αργότερα,  προστέθηκαν  και  εικόνες  αγίων  και  μαρτύρων  της   χριστιανικής  πίστης.  Όμως, υπήρξαν ορισμένα  κινήματα, που  καταδίκαζαν την απεικόνιση του Χριστού και άλλων μορφών. Παρά ταύτα, η χρήση τους στην καθημερινή λατρευτική πρακτική  είχε  γενικευθεί, ιδίως μετά τον 6ο  αιώνα. Έτσι,  δημιουργήθηκαν  δύο  κατηγορίες  χριστιανών, η  μία, που ήθελε  τις εικόνες       και         τις προσκυνούσε, ενίοτε και με υπερβολική έννοια, γι’ αυτό και ονομάστηκαν εικονολάτρες, ενώ η άλλη κατηγορία,  τάχθηκε σε πλήρη αντίθεση με  τη  λατρεία  των  εικόνων και ονομάσθηκαν εικονομάχοι. «Μόνον   ο   Θεός   πρέπει   να   λατρεύεται   και   όχι   οι   εικόνες», έλεγαν.
Το μίσος και τις έριδες μεταξύ των δύο κατηγοριών ή παρατάξεων το πυροδότησε ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ του Ίσαυρου, σύμφωνα με το οποίο οι εικόνες έπρεπε να κρεμαστούν  σε  ψηλότερο  σημείο  στις  εκκλησίες,  ώστε      να μη μπορούν οι χριστιανοί  να τις προσκυνούν. Αντέδρασαν  οι  μοναχοί, αλλά  και  πολλοί  μορφωμένοι  λαϊκοί  και  κληρικοί. Ακολούθησαν  συγκρούσεις  μεταξύ των  δύο  κατηγοριών με  θλιβερό  αποτέλεσμα  να  χυθεί  χριστιανικό  αίμα. Ο   διάδοχος   του   Λέοντα   Γ΄,   ο Κωνσταντίνος   Ε΄,   ανακήρυξε   τους   εικονολάτρες εχθρούς  του  κράτους  και  τους  κατεδίωξε.  Τότε,  κλείστηκαν  πολλά  μοναστήρια, δημεύτηκε  η  περιουσία  τους  και  μερικά έγιναν  στρατόπεδα.
Μετά  το  θάνατό  του, η  σύζυγός του, η Ειρήνη  η  Αθηναία,  ως  επίτροπος  του  ανήλικου υιού της, συνεκάλεσε την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια,  η οποία καταδίκασε την εικονομαχία και αποφάσισε την επαναφορά των αγίων εικόνων στους ναούς και τη λατρεία τους.
Συγχρόνως, όρισε ότι     η αληθινή           λατρεία ανήκει                μόνο      στο Θεό κι           όχι στις εικόνες.  Στις  εικόνες,  σύμφωνα  με  τη  σχετική  απόφαση της  Συνόδου,  απομένουμε  μόνον  «τιμητικό  ασπασμό  και τιμητική προσκύνηση».
Μετά την Οικουμενική Σύνοδο, όμως, υπήρξαν προβλήματα, ακολούθησαν ταραχές, που  δημιούργησαν  μίσος  και  διχόνοια  μεταξύ  των δύο  κατηγοριών.
Η οριστική επαναφορά και αναστύλωση  των  εικόνων  έγινε  αρκετά  χρόνια  αργότερα  από  τη  Θεοδώρα,  τη σύζυγο  του  Θεόφιλου.  Η  ίδια  δεν  ήταν  εικονομάχος,  γι’  αυτό  και  συνεννοήθηκε με  τον  Πατριάρχη  της  Κωνσταντινούπολης  Μεθόδιο  να  καλέσουν  τοπική  Σύνοδο στην   Κωνσταντινούπολη,   το   843   μ. Χ.
Όταν   ολοκληρώθηκαν   οι   εργασίες   της Συνόδου,  με  απόφασή  της  έγινε  η  αναστήλωση  των  εικόνων  με  ειδική  τελετή  και μεγάλη πομπή,          στην οποία         έλαβε μέρος ο  λαός,     ο             κλήρος, η ίδια η αυτοκράτειρα Θεοδώρα.                Οι           εικόνες μεταφέρθηκαν στους ναούς και              τις  τοποθέτησαν  στη  θέση  τους.
Ορισμένοι είδαν              την εικονομαχία,             ως           προσπάθεια βίαιου εξανατολισμού της ελληνοχριστιανικής                παράδοσης του Βυζαντίου,   άλλοι   ως   κοινωνική   μεταρρύθμιση,   άλλοι   ως σύμπτωμα   ενός   βαθύτερου   ταξικού   αγώνα,   άλλοι   ως   μια προσπάθεια  διοικητικής  ανανέωσης,  άλλοι  ως  προοπτική μιας  αναθεώρησης  της  αγροτικής  πολιτικής  με  επίκεντρο την μοναστηριακή   περιουσία,       άλλοι    ως καθαρά  θρησκευτική  έριδα.
Είναι  βέβαιο  ότι  πολλά  στοιχεία  των παραπάνω ερμηνειών συνυπάρχουν     στην      εξέλιξη της εικονομαχίας, αλλά κανένα από       τα           στοιχεία               αυτά     δεν μπορεί  να  αποτελέσει  και  το  μοναδικό  κριτήριο  ερμηνείας του ιστορικού φαινομένου.
Η             έριδα    ήταν      καθαρά εκκλησιαστική  διαμάχη,  που  αφορούσε  την  αντιπαράθεση δύο       παραδόσεων, προσέλαβε όμως             τον         ευρύτερο και οξύτερο  χαρακτήρα της με την βίαιη       επέμβαση           των αυτοκρατόρων                στη διαλεκτική αντιπαράθεση  των        δύο τάσεων       και με την αυθαίρετη υποστήριξη           της ασθενέστερης   από   αυτές.   Οι   ευρύτατες   διαστάσεις   των εικονομαχικών   ερίδων εξηγούν και       τις συνέπειες     της εικονομαχίας                στο         θέμα     των σχέσεων Εκκλησίας                και Πολιτείας,   στην      ισχυροποίηση του μοναχισμού,                στη συστηματοποίηση των καλλιτεχνικών και θεολογικών κριτηρίων  της  χριστιανικής  αγιογραφίας,  στην  ανανέωση της   υμνογραφίας   με   την   εισαγωγή   των   κανόνων   κ.α.
Η περίοδος         που        ακολουθεί          μετά      την εικονομαχία παρουσιάζει σαφέστερες         διακρίσεις          στις δομές                του κράτους      και         της κοινωνίας της αυτοκρατορίας,          στις οποίες  είναι  αυξημένη  η  επιρροή  της  Εκκλησίας  και  του μοναχισμού  χωρίς  να  αποδυναμωθεί  η  κεντρική  πολιτική εξουσία,   τουλάχιστον   κατά   την   περίοδο   της   δυναστείας των  Μακεδόνων.  Με  την  εικονομαχία  συνειδητοποιήθηκε, πράγματι,  η  ανάγκη  ευρύτερης  και  βαθύτερης  ανανέωσης των  θεσμικών  λειτουργιών  της  αυτοκρατορίας.
Η νίκη επί της Εικονομαχίας ονομάσθηκε Θρίαμβος της Ορθοδοξίας, διότι η περίοδος της Εικονομαχίας, αποτελεί τη σύνθεση όλων των αιρέσεων. Η άρνηση των εικόνων, είναι για την Ορθόδοξη θεολογία, άρνηση της Ενσάρκωσης του Θεού, που έγινε Άνθρωπος. Επομένως, να υποστηριχθεί η Σάρκωση του Χριστού. Στην Ορθόδοξη Παράδοση η εικόνα δεν είναι ζωγραφική, όπως αναπτύχθηκε στη Χριστιανική Δύση.
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος του 787 μ.Χ.  επιβεβαίωσε τον Απόστολο Παύλο, που λέγει ότι «ο Χριστός εστίν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ.  1, 15). Η εικόνα, λοιπόν, είναι η αποτύπωση του Χριστού, του Υιού του Θεού, του σαρκωθέντος, για τη σωτηρία του κόσμου. Ο Xριστός είναι το παράδειγμα και το πρωτότυπο της αγιότητος και η αγιότης εκφράζει την ανακαίνιση της εικόνας του Θεού εντός ημών και ανοίγει για τον άνθρωπο την οδό για να γίνει Θεός κατά χάριν. Επίσης η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τις άγιες εικόνες στο ίδιο επίπεδο με το Ευαγγέλιο και τον Τίμιο Σταυρό.
Η λέξη «εικόνα» προέρχεται από το ρήμα «είκω» ή «έοικα» και σημαίνει ομοίωμα, δηλαδή αποτύπωση των χαρακτηριστικών κάποιου πρωτοτύπου. Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα δεν έχει δική της υπόσταση, αλλά η αξία της βρίσκεται στην ομοιότητά της με το πρωτότυπο. «Άλλο γαρ εστί εικών και άλλο το εικονιζόμενον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο Μέγας Βασίλειος κάνει ένα διαχωρισμό της εικόνος σε «φυσική» και «τεχνητή». Και τα δύο αυτά είδη εικόνων έχουν ένα κοινό γνώρισμα, την ομοιότητα με το πρωτότυπο που εικονίζουν.
Γι’ αυτό και οι ορθόδοξες εικόνες δεν είναι γέννημα της φαντασίας του εκάστοτε καλλιτέχνη, αλλά τα πρωτότυπα  πρόσωπα με τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά τους. «Ιδόντες τον Κύριον, καθώς είδον, ιστορήσαντες εζωγράφησαν. Ιδόντες Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου, καθώς είδον, αυτόν ιστορήσαντες εζωγράφησαν…».
Έτσι, η ευλάβεια προς τις άγιες εικόνες, του Χριστού, της Παρθένου, των αγγέλων και των αγίων, αποτελεί πλέον δόγμα της χριστιανικής πίστης, όπως διατυπώθηκε από την Ζ΄  Οικουμενική Σύνοδο, ότι δηλαδή, η εικόνα αντιστοιχεί στη Γραφή, όχι ως εικονογράφηση, αλλά με τον τρόπο που αντιστοιχούν σε αυτή τα λειτουργικὰ κείμενα, καθώς και ο Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει».
Η εικόνα, υπογραμμίζει ο Leonide Ouspensky, καθαγιάζει την όραση και την μετασχηματίζει σε οπτασία: «διότι ο Θεός δεν γίνεται μόνο ακουστός, γίνεται και ορατός, η δόξα της Τριάδας αποκαλύφθηκε μέσα από τη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου».
Την περίοδο της Εικονομαχίας ή  της εικονοκλαστικής κρίσης, τον 8ο καὶ 9ο αιώνα η Εκκλησία αναγκάστηκε να ορίσει επακριβώς τη σημασία της εικόνας, διότι μέσα στην Εκκλησία αναπτύχθηκε μια μεγάλη αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο μεγάλες αντιλήψεις για το θείο, που μόνο τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνας μπορεί να συμφιλιώσει. Έτσι, από τη μία μεριά, είναι ο  Θεός μιας στατικής Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος δεν ήταν «ευαγγελική προετοιμασία», ένας Θεός προσωπικός, αλλά περιορισμένος στην υπερφυσική Μονάδα του, ένας Θεός που δεν μπορούσαμε να απεικονίσουμε, επειδή δεν γνωρίζαμε να συμμετέχουμε στην αγιότητά Του και από την άλλη μεριά, το θείο ως ιερή φύση ή μάλλον, ως αγιοποίηση της φύσης, ως πανταχού παρουσία, της οποίας κάθε μορφή συμμετέχει.
Η Ορθοδοξία αντιπαρήλθε αυτές τις δύο αντικρουόμενες τάσεις, επιβεβαιώνοντας τη χριστολογική σημασία  της εικόνας. Οἱ Πατέρες έχουν επιμείνει πολύ και στην παιδαγωγική αξία τῆς εικόνας. Πράγματι, συμφωνεί και ο Ouspensky, όλη η υπόθεση του Δόγματος εγγράφεται μέσα από την αγιογραφία. Ωστόσο, η αξία της εικόνας δεν είναι μόνο παιδαγωγική, είναι καὶ μυστηριακή. Ἡ Θεία Χάρη βρίσκεται μέσα στην εικόνα. Εδώ είναι το θεμελιώδες σημείο και το πιο μυστηριακό στη θεολογία της εικόνας: η «ομοιότητα» πρὸς τὸ πρωτότυπο καὶ τὸ «όνομά» της δημιουργούν την αντικειμενική ιερότητα της εικόνας. Όπως γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, «παραχώρει τῇ ἐκκλησιαστικῇ παραδόσει καὶ τὴν τῶν εἰκόνων προσκύνησιν Θεοῦ καὶ φίλων Θεοῦ ὀνόματι ἁγιαζομένων καὶ διὰ τοῦτο θείου πνεύματος ἐπισκιαζομένων χάριτι». (P.G. 94,1300).
Ο Γέρων Βασίλειος ο Ιβηρίτης σημειώνει: «Η εικόνα έρχεται από μακριά και οδηγεί μακριά, στην υπέρβαση της εικόνας, στην κατάσταση πέρα από τα φαινόμενα και τα νοούμενα, πέρα από τα σύμβολα και τους εικονισμούς. Αν η εικόνα μας έκλεινε στην ίδια την εικόνα, το σχήμα, το χρώμα, την αισθητική, την ιστορία, τον κτιστό κόσμο, θα ήταν είδωλο και δεν θα άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για την αναστήλωσή της. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Η λειτουργική εικόνα είναι συνέπεια και καρπός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και μαρτυρία, οδηγός της θεώσεως του ανθρώπου».

Σάββατο, Ιανουαρίου 05, 2013

ΤΟ ΛΥΤΡΩΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου



Με την εορτή των Θεοφανείων ή των Επιφανείων ή των Φώτων ολοκληρώνεται ο κύκλος του «Δωδεκάρτου», όπως ονομάζεται η περίοδος των εόρτιων ημερών από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Θεοφάνεια.
Την εορταστική αυτή περίοδο ο κάθε πιστός που συμμετέχει στο εόρτιο κύκλο της Εκκλησίας, δεν αισθάνεται ότι είναι μία μονότονη ροή του χρόνου, αλλά νοιώθει βαθειά ανακούφιση μέσα από το λυτρωτικό μήνυμα και περιεχόμενο αυτών των ήμερων. Είναι το μήνυμα της εν Χριστώ αναγέννησης και ανακαίνισης του ανθρώπου, δια του Θεανθρώπου Λυτρωτή και Σωτήρα του κόσμου Ιησού Χριστού, το οποίο ουδεμία άλλη κοσμική δύναμη μπορεί να προσφέρει.
Η βάπτιση του Χριστού, που εορτάζουμε τα Θεοφάνεια αναδεικνύουν τον Ενανθρωπίσαντα Ιησού Χριστό, ως Μεσσία και Λυτρωτή, καθώς μας το επιβεβαιώνει η φωνή του Πατέρα που ακούγεται τη στιγμή της Βάπτισής Του, δηλώνοντας την παρουσία Του, ως του μόνου αληθινού Βασιλέως του κόσμου. Η Βάπτιση του Χριστού εισάγει στον κόσμο νέο ήθος και ύφος, που πηγάζουν από τη θυσιαστική αγάπη υπέρ του ανθρώπου. Τα ύδατα του Ιορδάνη ποταμού και κατ’ επέκταση ολόκληρη η φύση και ο κόσμος αγιάσθηκαν και καθαγιάσθηκαν, από τον Χριστό και μεταβλήθηκαν από κοινά ύδατα σε «αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων αλεξιτήριον, δαίμοσιν ολέθριον, ταις εναντίαις δυνάμεσιν απρόσιτον».
Αν ήθελε κανείς να προσεγγίσει βαθύτερα το αγιοπνευματικό περιεχόμενο και νόημα της εορτής των Φώτων, δεν μπορεί να μην αντιληφθεί, ότι όντως συνέβη και όντως φανερώνεται σε όσους έκτοτε λούζονται στα νάματα του Ιορδάνου, για να καθαρίσουν, για να καθαγιάσουν και να ξεπλύνουν τις αμαρτίες και τα πάθη τους, που δημιουργούνται στη ροή του χρόνου και της καθημερινότητας, οι οποίοι θα πρέπει να δεχθούν το Μέγα Μυστήριο της Σωτηρίας, οντολογικά και βιωματικά και όχι επιφανειακά και επιδερμικά, γιατί μόνο έτσι, θα μπορέσουν να αντιληφθούν το μέγεθος των γεγονότων όλων των ήμερων του δωδεκαόρτου, καθώς επίσης και ότι είναι τόσο οικεία και πλησίον μας και επί πλέον ότι μας προσφέρουν κάθε φορά που τα εορτάζουμε μηνύματα ωφέλιμα, σύγχρονα και επίκαιρα, καθώς και μηνύματα απελευθέρωσης και αναζωογόνησης, που μετατρέπουν τον άνθρωπο σε ακέραιη και αυθεντική προσωπικότητα. Αυτά τα μηνύματα διαφυλάσσονται περισσότερο από δύο χιλιάδες χρόνια στην Εκκλησία του Θεανθρώπου Χριστού, ως παρακαταθήκη της λυτρώσεως και της καταφάσεως της αυθεντικής ύπαρξης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η αρχέγονη αυτή παρακαταθήκη διαφυλάσσεται και διασώζεται από την Εκκλησία, η οποία μας ορίζει και μας προσδιορίζει το οντολογικό και αυθεντικό νόημα του «ζειν και υπάρχειν του ανθρώπου εν τω κόσμω», διότι η βάπτιση του Χριστού έγινε η αφετηρία της οικονομίας της σωτηρίας, που ανέλαβε ως Θεός και άνθρωπος, να εκπληρώσει εκ μέρους μας, έγινε η δική μας αφετηρία, γιατί συνδέεται άμεσα με το μυστήριο της βάπτισής μας, με την οποία ανακαινιζόμαστε και εισερχόμαστε στην νέα εν Χριστώ ζωή.
Τα κείμενα των Ιερών Ευαγγελιστών μας δίδουν εύληπτα τα αποδεικτικά στοιχεία για την αμεσότητα της σχέσης της Βαπτίσεως του Χριστού και της δικής μας, ως της νέας εν Χριστώ ζωής. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο διαβάζουμε:
Ιω. 1,29:          Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
Ιω. 1,29:          Την επομένην ημέραν βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν να έρχεται εις αυτόν και λέγει· “ίδε ο αμνός του Θεού, που επροφήτευσεν ο Ησαΐας, ο Μεσσίας και Λυτρωτής, ο οποίος θα θυσιασθή δια να πάρη επάνω του και εξαλείψη την αμαρτίαν και την ενοχήν του κόσμου.
Ιω. 1,30:          οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Ιω. 1,30:          Αυτός είναι, δια τον οποίον σας είπα· ύστερα από εμέ έρχεται άνθρωπος, ο οποίος σαν αιώνιος Θεός υπάρχει πολύ πρωτύτερα από εμέ, ασύγκριτα λαμπρότερος και ενδοξότερος.
Ιω. 1,31:          κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων.
Ιω. 1,31:          Και εγώ δεν τον εγνώριζα προηγουμένως, αλλά δια να φανερωθή αυτός στους Ισραηλίτας, δια τούτο ήλθα εγώ και βαπτίζω εις τα ύδατα του Ιορδάνου”.
Ιω. 1,32:          καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν.
Ιω. 1,32:          Και εβεβαίωσεν ο Ιωάννης λέγων ότι “είδα το Άγιον Πνεύμα να κατεβαίνει ωσάν περιστερά από τον ουρανών και έμειναν εις αυτόν μονίμως.
Ιω. 1,33:          κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Ιω. 1,33:          Και εγώ, όπως και σεις, δεν τον εγνώριζα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε· Εις όποιον ίδης να κατεβαίνη το Πνεύμα το Αγιον και να μένη εις αυτόν, αυτός είναι, που βαπτίζει με Πνεύμα Αγιον.
Ιω. 1,34:          κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Ιω. 1,34:          Και εγώ πράγματι είδα, όπως μου είπεν ο Θεός, και έχω δώσει μαρτυρίαν και ομολογίαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινεν άνθρωπος”.
Οι ερμηνευτές τα παραπάνω λόγια του Κυρίου λένε ότι είναι τα ιδρυτικά λόγια του μυστηρίου του βαπτίσματος, δια του οποίου εμείς οι άνθρωποι γινόμαστε χριστιανοί. Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στη βάπτιση του Χριστού φανέρωσε το μυστήριο του βαπτίσματος, το οποίο επιτελεί ο Χριστός με το άγιο Πνεύμα. Είναι το βάπτισμα το οποίο παρέδωσε ο Χριστός στους μαθητές του, ως ουσιαστικό στοιχείο της αποστολικής διακονίας τους στον κόσμο.
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει:
Ματθ. 28,17:  καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν.
Ματθ. 28,17:  Και ιδόντες αυτόν τον επροσκύνησαν, μερικοί δε είχαν κάποιαν αμφιβολίαν να πιστεύσουν ότι αυτός πράγματι ήτο ο Ιησούς.
Ματθ. 28,18:  καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς.
Ματθ. 28,18:  Και αφού επλησίασεν όλους ο Ιησούς, ωμίλησε προς αυτούς και είπε· “μου εδόθη και ως προς άνθρωπον, κάθε εξουσία στον ουρανόν και εις την γην.
Ματθ. 28,19:  πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
Ματθ. 28,19:  Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε εις όλα τα έθνη την αλήθειαν. Και αυτούς που θα πιστεύσουν και θα γίνουν μαθηταί σας, βαπτίσατέ τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ματθ. 28,20:  διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
Ματθ. 28,20:  Διδάσκοντες αυτούς να τηρούν όλας τας εντολάς, που εγώ σας έχω δώσει. Και ιδού, εγώ θα είμαι μαζή σας όλας τας ημέρας, μέχρις ότου λάβη τέλος ο αιών αυτός. Αμήν. (Θα είναι μαζή μας πάντοτε διότι αυτός είναι ο Εμμανουηλ, του οποίου το όνομα σημαίνει: Ο Θεός μαζή μας).
Επίσης ο Ευαγγελιστής Μάρκος σημειώνει:
Μαρκ. 16,15:  καὶ εἶπεν αὐτοῖς. πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει.
Μαρκ. 16,15:  Και τους είπεν· “πηγαίνετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον, το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, εις όλην την ανθρωπότητα.
Μαρκ. 16,16:  ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται.
Μαρκ. 16,16:  Εκείνος που θα πιστεύση και βαπτισθή, θα σωθή, εκείνος που θα απιστήση στο κήρυγμά σας θα καταδικαστή.
Τα ανωτέρω χωρία του Ευαγγελίου, μας δηλώνουν με σαφήνεια, ότι το μυστήριο του βαπτίσματος, που ίδρυσε ο Χριστός μεταμορφώνοντας ή συμπληρώνοντας το βάπτισμα του Ιωάννη του Βαπτιστή είναι η αφετηρία της επανασύνδεσής μας με τον δημιουργό μας, που είναι και ο αρχηγός και τελειωτής της σωτηρίας μας.
Για να αντιληφθούμε το βαθύτερο νόημα αυτής της σωτηρίας, που μας παρέχουν οι Ευαγγελικές αφηγήσεις, για τη Βάπτιση του Κυρίου στον Ιορδάνη, πρέπει να προσέξουμε τα κάτωθι, που εύστοχα σημειώνει ο διακεκριμένος Θεολόγος και καθηγητής Πανεπιστημίου Πρωτ. Γεώργιος Διον. Δράγας, ο οποίος μεταξύ άλλων επισημαίνει:
«Το βάπτισμα του Προδρόμου ήταν «βάπτισμα μετανοίας,» που υποδήλωνε την επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό και την υπακοή του στο θείο θέλημα. Ήταν αναγκαίο εν όψει της ελεύσεως του Μεσσία και της βασιλείας του Θεού την οποία θα έφερνε Εκείνος στον κόσμο. Ήταν ένα είδος προπαρασκευής και προετοιμασίας, που απέβλεπε στην μεσολάβηση του Θεού, μέσω του Μεσσία, δηλαδή στην δικαίωση των ανθρώπων και στη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα λόγια του Χριστού προς τον Βαπτιστή Ιωάννη, «Έτσι είναι πρέπον», για να εκπληρωθεί σε μας πλήρης δικαίωση» (Ματθ. 3:15). Έτσι όταν ο Χριστός προσήλθε στο βάπτισμα του Ιωάννη, ως άνθρωπος αποδέχτηκε το θείο θέλημα εκ μέρους ολόκληρης της ανθρωπότητας. Και τότε η μαρτυρία του ουράνιου Πατέρα που τον αναγνώρισε, ως τον Υιό Του τον αγαπητό και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος σωματικά «εν είδη περιστεράς» σήμανε την αποδοχή του Χριστού από τον Πατέρα, ως τον Μεσσία, που θα φέρει τη Βασιλεία του Θεού στους ανθρώπους. Τη Βασιλεία αυτή την αντιπροσώπευε κυρίως και πρωτίστως ή κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, όπως είχε προφητέψει ο Ησαΐας: «Ο Ιακώβ είναι ο υιός μου, εγώ θα τον αναλάβω. Ο Ισραήλ είναι ο εκλεκτός μου, τον οποίο αποδέχτηκε η ψυχή μου, και στον οποίον έδωσα το Πνεύμα μου, για να κάνει κρίση ανάμεσα στα έθνη» (42:1).
Τόσο η αποδοχή του Χριστού, ως Μεσσία, όσον και η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος επάνω Του, αναφέρονται στην ανθρωπότητά Του, την οποία ανέλαβε για χάρη μας και την κατέστησε ως βάση της σωτηρίας μας. Όπως το διαλαλεί η εκκλησιαστική υμνωδία.
«Έχοντας φορέσει την μορφή του δούλου, προσήλθες να βαπτισθείς Χριστέ από δούλο στα ύδατα του Ιορδάνη, για να λυτρώσεις από την δουλεία της αρχαίας αμαρτίας και να αγιάσεις και να φωτίσεις εμάς τους ανθρώπους» (Εσπερινός παραμονής Θεοφανίων). «Λύτρωση έρχεται ο Χριστός να δώσει με τη βάπτιση σε όλους τους πιστούς. Γιατί με αυτήν καθαρίζει τον Αδάμ, υψώνει τον πεσμένο, ντροπιάζει τον τύραννο που προκάλεσε την πτώση, ανοίγει τους ουρανούς, κατεβάζει το Θείο Πνεύμα και χαρίζει την αφθαρσία και την μέθεξη» (Ωδή 8η).
«Σήμερα στα ρείθρα του Ιορδάνη ήρθε ο Κύριος, και λέει στον Ιωάννη: Μη δειλιάσεις να με βαπτίσεις, γιατί ήρθα να σώσω τον Αδάμ τον πρωτόπλαστο» (Οίκος).
«Ως άνθρωπος ήρθες Χριστέ Βασιλεύ στον ποταμό, και δουλικό βάπτισμα σπεύδεις να λάβεις από τα χέρια του Προδρόμου, για τις δικές μας αμαρτίες, φιλάνθρωπε!» (Σοφρωνίου Ιεροσολύμων).
Τα όσα έγιναν στον Ιορδάνη αναφέρονται στην θεότητα του Χριστού και ιδιαίτερα στην αιώνια υιϊκή υπόστασή Του, η οποία αποκαλύπτει το μυστήριο του Τριαδικού Θεού. Ο Χριστός είναι ο αιώνιος Υιός του Πατρός, που έγινε και Υιός ανθρώπου για να ξαναφέρει τον άνθρωπο στην βασιλεία του Τριαδικού Θεού. Γι αυτόν τον λόγο και το μυστήριο του Βαπτίσματος, που μας χαρίζει την αναγέννηση και μας εισάγει στην εν Χριστώ ζωή γίνεται εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τα Θεοφάνεια, συνεπώς, αναφέρονται όχι μόνο στην επιστροφή του ανθρώπου στον αληθινό Θεό, τον Δημιουργό και Σωτήρα του, μέσω του Χριστού, αλλά και στην αποκάλυψη του μυστηρίου του Θεού, δηλαδή στην αλήθεια ότι ο Θεός είναι Ένας και Τριαδικός και ως τοιούτος πρέπει να προσκυνείται. Όπως το διαλαλεί και η εκκλησιαστική υμνωδία:
«Όταν βαπτίστηκες στον Ιορδάνη, Κύριε, τότε φανερώθηκε η προσκύνηση της Αγίας Τριάδας. Γιατί τότε η φωνή του Γεννήτορα έδωσε την σαφή μαρτυρία ονομάζοντάς σε Υιό Του αγαπητό. Αλλά και το Πνεύμα με μορφή Περιστεράς βεβαίωσε του λόγου το ασφαλές. Σε δοξάζουμε στα Επιφάνειά Σου, Χριστέ, ως Θεό που φωτίζεις τον κόσμο» (Απολυτίκιο Θεοφανείων). «Φανερώθηκες σήμερα στην οικουμένη, και το φως Σου Κύριε σημειώθηκε επάνω σε μας, που σε υμνούμε με επίγνωση. Ήρθες και φανερώθηκες, το Φως το απρόσιτο» (Κοντάκιο). Ο διαφωτισμός του μυστηρίου του Τριαδικού Θεού είναι και η αιτία που ονομάζονται τα Θεοφάνεια και Τα Φώτα. Πρόκειται για τα φώτα του Πατρός του Υιού και ου Αγίου Πνεύματος, που αν και τρία είναι όμως και ένα Φως απρόσιτο». (Πρωτ. Γεώργιος Διον. Δράγας).
Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας καθιέρωσαν να τελείται η ακολουθία του αγιασμού των υδάτων, που τελείται προεόρτια την παραμονή των Θεοφανείων και ανήμερα στην εορτή, ως ανάμνηση του βαπτίσματος του Χριστού στον Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, καθώς και του αγιασμού των υδάτων που έγινε τότε από τον Χριστό. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ομιλεί για τον Μεγάλο αυτό Αγιασμό στην εορτή των Θεοφανείων, που φυλασσόταν από τους πιστούς και χρησιμοποιείτο για αγνισμό, ενίσχυση και θεραπεία. Τη μεγάλη σημασία του την αντιλαμβανόμαστε από τα λόγια της ευχής που αναπέμπει ο ιερέας κατά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος και τον καθαγιασμό του ύδατος: «…και ποίησον αυτό πηγή αφθαρσίας, δώρο αγιασμού, συγχωρητικό (λυτήριο) αμαρτημάτων, φάρμακο (αλεξιτήριο) νοσημάτων, εξολοθρευτικό δαιμόνων, απρόσιτο στις ενάντιες δυνάμεις, γεμάτο με αγγελική δύναμη…» Να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο καθαγιασμών (της παραμονής και της εορτής). Εκείνο που έχει σημασία προκειμένου να χρησιμοποιήσει κανείς τον Μεγάλο Αγιασμό είναι η μετάνοια και η νηστεία την παραμονή της εορτής. Όταν με «καρδίαν συντετριμμένη και τεταπεινωμένην», με πίστη αληθινή λαμβάνουμε και χρησιμοποιούμε τον Αγιασμό, τότε πραγματικά γίνεται ιαματικό μέσο ψυχών και σωμάτων και πάσης «αντικειμένης δυνάμεως» ανατρεπτικό.
Κλείνοντας να σημειώσουμε, ότι η εορτή των Θεοφανείων είναι πρόσκληση ανανέωσης και επιστροφής στον Κύριο της δόξης, ο οποίος, αν και ήταν Θεός, ταπείνωσε τον εαυτόν του και έγινε άνθρωπος, άνθρωπος αληθινός, αναμάρτητος, συγχωρητικός και ελεήμων, η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Να γιατί ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, προκόπτοντας μέχρις ότου η ανθρώπινη φύση Του φτάσει στην τελείωσή της, αναλαμβάνει πλήρως όσα ο Θεός Του εμπιστεύθηκε. Με την κατάδυσή Του στα νεκρά νερά του Ιορδάνη, έμοιαζε με το καθαρό λινάρι, που το βυθίζουν μέσα στη χρωστική ουσία. Εκείνος που ήταν πιο λευκός κι από το χιόνι, αναδύεται τελικά από το νερό, όπως αναφέρει και ο προφήτης Ησαΐας, με ιμάτιο κατακόκκινο από το αίμα, με ένδυμα θανάτου, το ένδυμα που κλήθηκε να φορέσει. Να λοιπόν ποια μηνύματα στέλνει η Βάπτιση του Κυρίου στον Ιορδάνη ποταμό, υπό Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ποια μεγαλόπρεπη ενέργεια περικλείει, ποια πράξη αγάπης θέτει ενώπιόν μας. Εύλογα τίθεται διαρκώς το επίμονο ερώτημα: Ποια θα είναι η απάντησή μας; Η πλέον ενδεδειγμένη και σωστική απάντηση είναι να τον ακολουθούμε στην οδό της χάριτος, της αγάπης, της φιλανθρωπίας και της δικαιοσύνης Του, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!

Σάββατο, Νοεμβρίου 24, 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ Λουκ. ΙΗ΄ 18-27 Του Πρωτ. Γεωργίου Σούλου «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ»




Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι η παρουσία του Χριστού και της Εκκλησίας Του στον κόσμο δεν επιδιώκει τη βελτίωση των κοινωνικών δομών, αλλά τη σωτηρία και την ανακαίνιση του ανθρώπου, εντός του κοινωνικού γίγνεσθαι με την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθεί, μέσω της εφαρμογής της διδασκαλίας του Κυρίου και της Εκκλησίας, όπως τη διαμόρφωσαν οι άγιοι Πατέρες και διδάσκαλοι.
Στη σημερινή Ευαγγελική περικοπή διαπιστώνουμε, ότι οι παραινέσεις του Χριστού προς τον (πειρακτικά) επερωτώντα Αυτόν άρχοντα πλούσιο, προβλημάτισαν τους παρευρισκομένους, με το σκεπτικό ότι, αφού ο πλούσιοι που θεωρούντο και θεωρούνται, εν πολλοίς και σήμερα, δυστυχώς, ως ευλογημένοι από τον Θεό, δύσκολα θα γίνουν μέτοχοι της σωτηρίας, τότε τι θα απογίνουν οι πτωχοί, οι οποίοι θεωρούντο ταυτόχρονα, ως μη ευλογημένοι.
Διαμορφώθηκε, δηλαδή η εσφαλμένη εντύπωση, ότι κανένας δεν πρόκειται να σωθεί. Ούτε οι πλούσιοι, διότι δεν χειρίζονται τον πλούτο τους, επ’ ωφελεία των συνανθρώπων τους, αλλά ούτε και οι πτωχοί, ως μη «ευλογημένοι». Γι’ αυτό ρώτησαν το Χριστό, το άρα «ποιος θα σωθεί; Η απάντηση ήταν, ότι «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις, δυνατά εστί παρά τω Θεώ».
Βεβαίως ούτε ο Χριστός, αλλά ούτε και η Εκκλησία και γενικότερα ο Χριστιανισμός, ως πίστη εξ’ αποκαλύψεως με αγιοπνευματικότητα διακρίνουν τους ανθρώπους σε τάξεις πλουσίων ή πτωχών, αλλά μόνο σε ευσεβείς ή ασεβείς, σε πιστούς ή απίστους, σε αγίους ή αμαρτωλούς. Συνεπώς οχριστιανός οφείλει να τηρεί όσα του έχουν αποκαλυφθεί και όσα έχει διδαχθεί, ακόμα και μέσα στις αντίξοες συνθήκες, σαν αυτές που
διατρέχουμε τούτη την περίοδο της «οικονομικής κρίσεως» άμα δε, και της πνευματικής, έχοντας κατά νου την περαίωση της ομιλίας του Χριστού, ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ».
Αναφερόμενοι σε αυτή τη ρήση του Κυρίου, πρέπει εξ’ αρχής να διευκρινίσουμε, ότι μιλάμε για το Θεό με ανθρώπινους συμβατικούς όρους. Με αυτή την προϋπόθεση, η παντοδυναμία Του Θεού είναι για τους συνειδητούς πιστούς ένα δεδομένο, που πηγάζει από την Αγία Γραφή, η οποία διδάσκει, ότι ο Θεός μπορεί να κάνει τα αδύνατα δυνατά. Αυτό όντως είναι εμφανές και ορατό στον κάθε καλόπιστο άνθρωπο. Η άπειρη δύναμη του Θεού, δηλαδή η Παντοδυναμία Του, φαίνεται τη στιγμή της «Δημιουργίας» του κόσμου, τον οποίο δημιούργησε με μόνο το λόγο Του. Φαίνεται, εξίσου πολύ στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου, ο οποίος παρά το γεγονός ότι παραδόθηκε στο δέλεαρ του σατανά, διαπράττοντας την αμαρτία, κατήλθε ως Θεάνθρωπος και τον έσωσε, καταπατώντας και καταργώντας το θάνατο και τον διάβολο με τη Σταύρωση και την Ανάσταση Του, αφού είναι γεγονός
ότι «θανάτω θάνατον πατήσας». Φαίνεται ακόμη μέσα από τα θαύματα, που έκανε και κάνει χάρη της σωτηρίας του ανθρώπου και τα οποία με θαυμασμό και έκπληξη βλέπει και παρακολουθεί ο άνθρωπος, όπου δίκαια αναφωνεί «μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου», διαπιστώνοντας ότι όντως «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ»(Λουκ. ΙΓ΄27)
Συνεπώς η δύναμη του Θεού είναι απεριόριστη και καταδεικνύεται, ότι μόνο ο Θεός μπορεί να πράττει τα πάντα, όσο δύσκολα και αδύνατα και αν φαίνονται, εν αντιθέσει με τη δύναμη του ανθρώπου, η οποία είναι μικρή, όσο μεγάλη και αν φαίνεται, καθώς και περιορισμένη.
Η Αγία Γραφή αναφέρεται πολλάκις και εκτενώς στην παντοδυναμία του Θεού. Στον Ιώβ διαβάζουμε:«Οίδα ότι πάντα δύνασαι, αδυνατεί δε σοι ουδέν»«Γνωρίζω πλέον πολύ καλά, Κύριε, ότι συ δύνασαι τα πάντα, τίποτε δεν είναι αδύνατον εις σε» (Ιώβ ΜΒ΄2). Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ λέγει προς την Παρθένο την ημέρα του Ευαγγελισμού της, προκειμένου να της δώσει απάντηση στο «πώς», ενώ είναι παρθένος, θα γεννήσει υιό: «Ουκ αδυνατήσει παρά τω Θεώ παν ρήμα» (Λουκ. Α΄37). Και ο προφήτης Ησαΐας εκφράζει την παντοδυναμία του Θεού λέγων: «Τις εμέτρησε τη χειρί το ύδωρ και τον ουρανόν σπιθαμή και πάσαν την γην δρακί; τις έστησε τα όρη σταθμώ και τας νάπας ζυγώ;» «Ποίος εμέτρησε με την χούφτα του χεριού του όλα τα νερά της
υφηλίου, τον ουρανόν με την σπιθαμή του και το χώμα της γης με τη χούφτα του;» (ΗΣ.Μ΄12). Βεβαίως, μόνο ο Παντοδύναμος Θεός. Παράλληλα η Αγία Γραφή ονομάζει το Θεό Παντοκράτορα, όπως και στο «Σύμβολο της Πίστεώς μας», διατυπώνεται, ότι δηλαδή πιστεύουμε «εις έναν Θεόν Πατέρα Παντοκράτορα…».
Βέβαια υπάρχουν και εκείνοι που σκωπτικά ρωτούν: Δεν υπάρχει κάτι που να είναι αδύνατο στο Θεό; Και η Εκκλησία καταφατικά τους απαντά: Ναι, υπάρχει. Υπάρχει το ψεύδος και η αμαρτία. Ο Θεός δεν μπορεί να αμαρτήσει, όπως αμαρτάνουμε εμείς οι άνθρωποι. Ο Θεός δεν μπορεί να πει ψέματα, όπως λέει ο διάβολος και κατά παρακίνηση του διαβόλου και εμείς οι άνθρωποι«αδύνατον ψεύσασθαι Θεόν» (Εβρ. ΣΤ΄18) και ακόμη ότι ο Θεός «πιστός
μένει, αρνήσασθαι εαυτόν ου δύναται»
 (Β΄ Τιμ. Β΄,13). Δηλαδή: «Δεν μπορεί ποτέ να αρνηθεί τον εαυτόν του ο Θεός και να αθετήσει τις υποσχέσεις του».
Για να μπορέσει, όμως κανείς, να αντιληφθεί την Παντοδυναμία του Θεού και την Αγάπη Του είναιαναπόφευκτη η προσωπική προσέγγιση του Θεού, διότι η σχέση μας με τον Θεό είναι η εντελώς προσωπική καιαπερίγραπτη εμπειρία, που βιώνουμε οντολογικά μαζί Του. Να αισθανόμαστε διαρκώς και πάντοτε την παρουσία Του, διότι ο χρόνος μαζί με τον τόπο δηλώνουν μια παρουσία και ότι ο Θεός ενεργεί,
δηλαδή, λειτουργεί ανάμεσα στους ανθρώπους, βιώνεται η δράση Του, πιστοποιείται αντικειμενικά η παρουσία Του, συνειδητοποιείται προσωπικά η ενέργειά Του μέσα στηδιαχρονική ζωή και πραγματικότητα, αλλιώτικα θα ζούμε μέσα στην καταθλιπτική μοναξιά μας. Σε μια μοναξιά, στην οποία «ο άλλος είναι η κόλασή μου», όπως λέγει ο Σάτρ. Αυτό δηλαδή, που πρέπει να βιώνουμε είναι τα λόγια του στάρετς Ζωσιμά στους «Αδελφούς Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι, όπου ο «καθένας είναι υπεύθυνος για όλους και για όλα μέσα στον κόσμο μας».
Αν θελήσουμε να περιγράψουμε τα δεινά των ημερών μας δεν θα ήταν παράλογο να θυμηθούμε τον Ντοστογιέφσκι που είναι εξαιρετικά επίκαιρος. Αναφερόμενος στη μοναξιά και στην απομόνωση λέγει προφητικά ότι «η μοναξιά και η απομόνωση βασιλεύει παντού κι ιδιαίτερα στον αιώνα μας, μα που ακόμα δεν ολοκληρώθηκε και δεν πέρασε η εποχή της. Γιατί τώρα ο καθένας προσπαθεί να ξεχωρίσει όσο μπορεί τον εαυτό του από τους άλλους, θέλει να δοκιμάσει όλη την πληρότητα της ζωής εν εαυτώ, όμως αυτές οι προσπάθειες δεν καταλήγουν σε πληρότητα ζωής, μα σε ολοκληρωτική αυτοκτονία, γιατί αντί να εκπληρώσει τον προορισμό του, πέφτει στην απομόνωση. Όλοι στον αιώνα μας
χώρισαν και γίνανε μονάδες, ο καθένας αποτραβιέται στην μοναξιά του, ο καθένας απομακρύνεται από τον άλλον, κρύβεται και κρύβει το έχει
ν του και καταλήγει να απωθεί τους ομοίους του και να απωθείται από αυτούς».
Συνεπώς δεν έχουμε πολλές επιλογές, για να βρεθούμε στην ορθή πορεία προς τη σωτηρία μας, παρά να αλλάξουμε τρόπο και στάση ζωής, δηλαδή να μετανοήσουμε. Αυτό ακριβώς, που ζήτησε ο Χριστός από τον πλούσιο άρχοντα, λέγοντάς του να μοιράσει το πλεόνασμα της περιουσίας του στους
πτωχούς. Ίσως κάποιος πει. Εμείς ποίο πλεόνασμα να μοιράσουμε; Εδώ μας παίρνουν και το υστέρημά μας. Μας καταληστεύουν. Όντως, εμείς δεν έχουμε πλεόνασμα υλικής αξίας. Έχουμε, όμως, τη δυνατότητα και το χρέος, να σταθούμε ο ένας κοντά στον άλλο και όλοι μαζί κοντά στο Θεό, κοντά στην αγάπη του Θεού, με πίστη και προσευχή, με υπομονή και ελπίδα και ταυτόχρονα«γρηγορούντες και μη καθεύδοντες», διότι όντως
«τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ»!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...