Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Schmemann Alexander. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Schmemann Alexander. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Απριλίου 04, 2015

Κυριακή των Βαίων (Πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν) Ωσαννά

Το Σάββατο του Λαζάρου, από λειτουργικής πλευράς, είναι τα προεόρτια της Κυριακής των Βαΐων – της Εισόδου του Κυρίου μας στα Ιεροσόλυμα. Και οι δύο αυτές γιορτές έχουν ένα κοινό θέμα: το θρίαμβο και τη νίκη. Το Σάββατο του Λαζάρου αποκαλύπτει τον Εχθρό, δηλαδή το Θάνατο · η Κυριακή των Βαΐων προαναγγέλλει το νόημα της νίκης ως θρίαμβο της Βασιλείας του Θεού και ως αποδοχή από τον κόσμο του μόνου Βασιλέως , του Ιησού Χριστού. Σε όλη τη διάρκεια της επί γης ζωής του Ιησού Χριστού, η σεμνή είσοδός Του στην Αγία Πόλη ήταν το μόνο ορατό σημείο θριάμβου. Μέχρι αυτή τη μέρα ο Ιησούς έδειχνε επίμονη άρνηση σε κάθε περίπτωση θριάμβου και δόξας Του. Έξι μέρες όμως πριν το Πάσχα, όχι μόνο δέχτηκε να δοξαστεί, αλλά ο ίδιος προκάλεσε και οργάνωσε αυτή τη δόξα. Κάνοντας αυτό που προανήγγειλε ο προφήτης Ζαχαρίας: «ιδού ο Βασιλεύς σου έρχεται σοι… πραύς και επιβεβηπώς επί υποζύγιον και πώλον νέον» (Ζαχ. 9, 9), φανέρωσε ότι ήθελε να επιδοκιμαστεί και να αναγνωριστεί ως Μεσσίας, Βασιλέας και Λυτρωτής του Ισραήλ. Οι Ευαγγελικές περικοπές τονίζουν όλα αυτά τα μεσσιανικά στοιχεία, δηλαδή τους κλάδους των βαΐων και τα Ωσαννά, τις επευφημίες για τον Ιησού Χριστό ότι είναι ο Υιός του Δαυίδ και Βασιλέας του Ισραήλ. Η ιστορία του Ισραήλ τώρα ολοκληρώνεται, φτάνει στο τέλος της, αυτό εξ άλλου είναι και το νόημα αυτού του γεγονότος, της αγγελίας της Βασιλείας του Θεού. Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτής της ιστορίας έπρεπε να αναγγελθεί και να προετοιμαστεί η Βασιλεία του Θεού, η έλευση του Μεσσία. Και τώρα εκπληρώθηκε, γιατί ο Βασιλέας εισέρχεται στην Αγία Πόλη Του και όλες οι προφητείες και o ι προσδοκίες βρίσκουν την εκπλήρωση τους στο Πρόσωπο Του. Ο Χριστός εγκαθιστά τη Βασιλεία Του επί της γης. Την Κυριακή των Βαΐων θυμόμαστε και τιμάμε αυτό το μέγιστο γεγονός. Κρατώντας κλάδους βαΐων ταυτιζόμαστε με το λαό της Ιερουσαλήμ . Μαζί τους χαιρετίζουμε τον ταπεινό Κύριο και Βασιλέα ψέλνοντας: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Άραγε ποιο είναι το αληθινό νόημα όλων αυτών σήμερα για μας; Πρώτα-πρώτα είναι η ομολογία μας ότι ο Χριστός είναι ο Βασιλέας και Κύριος μας. Πολύ συχνά, στην καθημερινή ζωή μας, ξεχνάμε ότι η Βασιλεία του Θεού έχει ήδη εγκατασταθεί στη γη και ότι την ημέρα της βαπτίσεώς μας γίναμε πολίτες αυτής της Βασιλείας και υποσχεθήκαμε η αφοσίωση και η πίστη μας σ’ αυτή να είναι πάνω από κάθε άλλη πίστη μας. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Χριστός για λίγες ώρες ήταν πραγματικά ο Βασιλέας πάνω στη γη, σ’ αυτό τον κόσμο το δικό μας – για λίγες μόνο ώρες και σε μια συγκεκριμένη πόλη. Αλλά, όπως στο πρόσωπο του Λαζάρου αναγνωρίσαμε την εικόνα του καθενός από μας, του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, έτσι και σ’ αυτή την πόλη (την Ιερουσαλήμ) αναγνωρίζουμε το μυστηριακό κέντρο όλου του κόσμου και γενικά ολόκληρης της δημιουργίας. Γιατί ακριβώς αυτό είναι το βιβλικό νόημα της πόλης Ιερουσαλήμ, είναι δηλαδή το εστιακό σημείο όλης της ιστορίας της σωτηρίας και του λυτρωμού, είναι η Αγία Πόλη της έλευσης του θεού στη γη. Έτσι λοιπόν η Βασιλεία που εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ είναι μια παγκόσμια Βασιλεία που αγκαλιάζει καθολικά τον άνθρωπο και όλη τη δημιουργία… Για λίγες ώρες – όμως αυτές οι ώρες ήταν πολύ αποφασιστικός χρόνος – φάνηκε επί της γης η τελική «ώρα του Ιησού», η ώρα της εκπλήρωσης από τον Θεό όλων των υποσχέσεων Του, όλων των αποφάσεων Του. Έφτασε στο τέλος όλη η προπαρασκευαστική πορεία που είχε αποκαλυφθεί στην Αγία Γραφή · ήρθε το τέλος όλων όσων ο Θεός έκανε για τον άνθρωπο. Έτσι αυτή η σύντομη ώρα του επί γης θριάμβου του Χριστού αποκτάει ένα αιώνιο νόημα. Εισάγει την πραγματικότητα της θείας Βασιλείας στο δικό μας χρόνο, στις δικές μας ώρες. Αυτή η Βασιλεία δίνει το νόημα στο χρόνο και γίνεται ο απώτερος, ο αιώνιος σκοπός του. Η Βασιλεία του Θεού αποκαλύφθηκε στον κόσμο τούτο και αυτή την ώρα · η παρουσία της κρίνει και μεταμορφώνει την ανθρώπινη ιστορία. Όταν, σε κάποια στιγμή της ακολουθίας, την Κυριακή των Βαΐων παίρνουμε από τον ιερέα έναν κλάδο βαΐων, ανανεώνουμε τον όρκο στον Βασιλέα μας, ομολογούμε ότι η Βασιλεία Του δίνει τελικό νόημα και περιεχόμενο στη ζωή μας. Ομολογούμε ότι το καθετί στη ζωή μας και στον κόσμο ανήκει στον Χριστό και τίποτε δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τον μοναδικό, αληθινό Κτήτορά του, γιατί δεν υπάρχει περιοχή της ζωής όπου Εκείνος δεν κυβερνά, δεν σώζει, δεν λυτρώνει. Διακηρύττουμε την παγκόσμια, την καθολική ευθύνη της Εκκλησίας για την ανθρώπινη ιστορία και επιβεβαιώνουμε την παγκόσμια αποστολή της. Ξέρουμε, βέβαια, ότι ο Βασιλέας τον οποίο οι Ιουδαίοι ζητωκραύγαζαν τότε και τον οποίο εμείς σήμερα επιδοκιμάζουμε, βρίσκεται στο δρόμο προς το Γολγοθά, προς το Σταυρό και τον τάφο. Ξέρουμε, επίσης, πως αυτός ο σύντομος θρίαμβος δεν είναι παρά ο πρόλογος της θυσίας Του. Τα κλαδιά στα χέρια μας επιβεβαιώνουν την ετοιμότητα μας και τη διάθεση μας να Τον ακολουθήσουμε σ’ αυτό το δρόμο της θυσίας, και ότι αποδεχόμαστε τη θυσία και την αυταπάρνηση σαν τη μόνη βασιλική οδό προς τη θεία Βασιλεία. Τελικά αυτοί οι κλάδοι και η όλη γιορτή φανερώνουν την πίστη μας στην τελική νίκη του Χριστού. Η Βασιλεία του Θεού όμως είναι ακόμα κρυμμένη, ο κόσμος την αγνοεί και ζει σήμερα σαν να μην έχουν συμβεί όλα αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα. Σαν να μην έχει πεθάνει ατό Σταυρό και να μην έχει αναστηθεί ο Θεάνθρωπος. Εμείς όμως οι χριστιανοί πιστεύουμε στην ερχόμενη Βασιλεία στην όποια ο Θεός είναι «ο τα πάντα πληρών» και ο Χριστός είναι ο μόνος Βασιλέας. Στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας θυμόμαστε τα γεγονότα του παρελθόντος. Αλλά όλο το νόημα και η δύναμη της Θείας Λειτουργίας βρίσκεται στο γεγονός ότι μετατρέπει την ανάμνηση σε παρόν, σε παρούσα πραγματικότητα. Την Κυριακή των Βαΐων αυτή η πραγματικότητα είναι η συμμετοχή μας στα γεγονότα, η ανταπόκριση μας σ’ αυτά, η ίδια η Βασιλεία του θεού. Ο Χριστός δεν μπαίνει πια στα Ιεροσόλυμα θριαμβευτής. Το έκανε μια φορά και για πάντα. Και δεν χρειάζεται πια «σύμβολα», γιατί δεν πέθανε στο Σταυρό για να μπορούμε εμείς αιώνια να «συμβολίζουμε» τη ζωή Του. Αλλά ζητάει από μας μια πραγματική, ειλικρινή αποδοχή της Βασιλείας που μας έφερε… Αν δεν είμαστε έτοιμοι να κρατήσουμε την ιερή υπόσχεση που δώσαμε με το βάπτισμα μας και που ανανεώνουμε κάθε χρόνο την Κυριακή των Βαΐων, αν δεν επιμένουμε να κάνουμε τη Βασιλεία του θεού κανόνα όλης της ζωής μας, μάταια γιορτάζουμε τούτη τη γιορτή και οι κλάδοι των βαΐων που παίρνουμε από την Εκκλησία για το σπίτι μας δεν έχουν κανένα νόημα, είναι άχρηστοι. 
Πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκδ. Ακρίτας 1990. 

Παρασκευή, Απριλίου 03, 2015

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἁγίου Λαζάρου,


 π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Τὸ προοίμιο τοῦ Σταυροῦ.
athens_lazaros[1]«Τὴν ψυχωφελῆ, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καὶ τὴν Ἁγίαν Ἑβδομάδα τὸ σόν πάθος, αἰτοῦμεν κατιδεῖν Φιλάνθρωπε …» Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ στιχηροῦ στὸν ἑσπερινό τῆς Παρασκευῆς, πρὶν τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, τελειώνει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πιὰ στὴν «Ἁγία Ἑβδομάδα», στὴν περίοδο τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του. Περίοδος ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου.
Τὰ γεγονότα τῆς διπλῆς γιορτῆς, ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀναφέρονται στὰ λειτουργικὰ κείμενα σὰν «προοίμιο τοῦ Σταυροῦ». Ἔτσι, γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα αὐτὰ τὰ γεγονότα, θὰ πρέπει νὰ τὰ δοῦμε μέσα στὰ πλαίσια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας.
Τὸ κοινὸ ἀπολυτίκιο τῶν δύο αὐτῶν ἡμερῶν: «τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον, Χριστὲ ὁ Θεός…» μᾶς βεβαιώνει, μὲ κατηγορηματικὸ τρόπο, γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς κοινῆς ἀνάστασης. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὅτι μία ἀπὸ τὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα, γίνεται ὁ ὁδηγὸς στὴν πορεία μας μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ Σταυροῦ. Ἔτσι τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ λάμπουν ὄχι μόνο στὸ τέλος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ἀλλὰ καὶ στὴν ἀρχή της. Τὸ φῶς καὶ ἡ χαρὰ φωτίζουν αὐτὸ τὸ σκοτάδι καὶ ἀποκαλύπτουν τὸ βαθὺ καὶ τελικὸ νόημά του.
Ὅλοι ὅσοι εἶναι ἐξοικειωμένοι μὲ τὴν Ὀρθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τὸν ἰδιότυπο, σχεδὸν παράδοξο, χαρακτήρα τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου. Εἶναι, θὰ λέγαμε, Κυριακὴ καὶ ὄχι Σάββατο, δηλαδὴ ἔχουμε μέσα στὸ Σάββατο ἀναστάσιμη ἀκολουθία. Ξέρουμε ὅτι τὸ Σάββατο εἶναι βασικὰ ἀφιερωμένο στοὺς τεθνεῶτες καὶ ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται στὴ μνήμη τους. Ὅμως τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι διαφορετικό. Ἡ χαρὰ ποὺ διαποτίζει τὶς ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς ἡμέρας τονίζει ἕνα κεντρικὸ θέμα: τὴν ἐπερχόμενη νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ Ἅδη.
Ἅδης εἶναι ὁ βιβλικὸς ὅρος ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ὁρίσει τὸ θάνατο μὲ τὴν παγκόσμια δύναμή του, ποὺ μὲ τὰ ἀδιαπέραστα σκότη καὶ τὴ φθορὰ καταπίνει κάθε ζωὴ καὶ δηλητηριάζει ὁλόκληρο τὸ σύμπαν. Ἀλλὰ τώρα, μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ὁ «θάνατος ἀρχίζει νὰ τρέμει». Ἀκριβῶς ἀπὸ δῶ ἀρχίζει ἡ ἀποφασιστικὴ μονομαχία ἀνάμεσα στὴ Ζωὴ καὶ τὸ Θάνατο καὶ μᾶς προσφέρει τὸ κλειδὶ γιὰ μία πλήρη κατανόηση τοῦ λειτουργικοῦ μυστηρίου τοῦ Πάσχα.
Στὴν πρώτη Ἐκκλησία, τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου ὀνομαζόταν «ἀναγγελία τοῦ Πάσχα». Πραγματικὰ αὐτὸ τὸ Σάββατο ἀναγγέλει, προμηνύει, τὸ ὑπέροχο φῶς καὶ τὴ γαλήνη τοῦ ἑπομένου Σαββάτου, τοῦ Ἁγίου καὶ Μεγάλου Σαββάτου, ποὺ εἶναι ἡμέρα τοῦ Ζωηφόρου Τάφου.
Τὸ πρῶτο μας βῆμα ἂς εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ καταλάβουμε τὸ ἑξῆς: ὁ Λάζαρος, ὁ φίλος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ προσωποποίηση ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ φυσικὰ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστὰ. Ἡ Βηθανία, ἡ πατρίδα τοῦ Λαζάρου, εἶναι τὸ σύμβολο ὅλου τοῦ κόσμου, εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ καθενός. Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς δημιουργήθηκε νὰ εἶναι φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ κλήθηκε σ’ αὐτὴ τὴ θεϊκὴ Φιλία ποὺ εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ κοινωνία μαζί Του, ἡ συμμετοχὴ στὴ ζωή Του. «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰω. 1, 4). Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ φίλος (ὁ ἄνθρωπος), τὸν ὁποῖο τόσο ἀγαπάει ὁ Θεὸς καὶ τὸν ὁποῖο μόνο ἀπὸ ἀγάπη δημιούργησε, δηλαδὴ τὸν ἔφερε στὴ ζωή, τώρα καταστρέφεται, ἐκμηδενίζεται ἀπὸ μία δύναμη ποὺ δὲν τὴ δημιούργησε ὁ Θεός: τὸ θάνατο. Ὁ Θεὸς συναντάει μέσα στὸν κόσμο, ποὺ Αὐτὸς δημιούργησε, μία δύναμη ποὺ καταστρέφει τὸ ἔργο Του καὶ ἐκμηδενίζει τὸ σχέδιό Του. Ἔτσι ὁ κόσμος δὲν εἶναι πιὰ παρὰ θρῆνος καὶ πόνος, δάκρυα καὶ θάνατος.
Πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτό; Πῶς συνέβηκε κάτι τέτοιο; Αὐτὰ εἶναι ἐρωτήματα ποὺ διαφαίνονται στὴ λεπτομερῆ διήγηση ποὺ κάνει ὁ Ἰωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὅταν ἔφτασε στὸν τάφο τοῦ φίλου Του Λαζάρου. «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; λέγουσι αὐτῷ· Κύριε ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς». (Ἰω. 11, 35). Γιατί, ἀλήθεια, ὁ Κύριος δακρύζει βλέποντας τὸ νεκρὸ Λάζαρο ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι σὲ λίγα λεπτὰ ὁ ἴδιος θὰ τοῦ δώσει ζωή; Μερικοὶ Βυζαντινοὶ ὑμνογράφοι βρίσκονται σὲ ἀμηχανία σχετικὰ μὲ τὸ ἀληθινὸ νόημα αὐτῶν τῶν δακρύων. Μιλᾶνε γιὰ δάκρυα ποὺ χύνει ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ δύναμη τῆς ἀνάστασης ἀνήκει στὴ θεϊκή Του φύση. Ἡ Ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλες οἱ πράξεις τοῦ Χριστοῦ ἦταν «Θεανδρικές», δηλαδὴ θεϊκὲς καὶ ἀνθρώπινες ταυτόχρονα. Οἱ πράξεις Του εἶναι πράξεις ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ Θεοῦ-Ἀνθρώπου, τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Αὐτός, λοιπόν, ποὺ δακρύζει δὲν εἶναι μόνο Ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός, καὶ Αὐτὸς ποὺ καλεῖ τὸν Λάζαρο νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν τάφο δὲν εἶναι μόνο Θεὸς ἀλλὰ καὶ Ἄνθρωπος ταυτόχρονα. Ἑπομένως αὐτὰ τὰ δάκρυα εἶναι θεία δάκρυα. Ὁ Ἰησοῦς κλαίει γιατί βλέπει τὸ θρίαμβο τοῦ θανάτου καὶ τῆς καταστροφῆς στὸν κόσμο τὸ δημιουργημένο ἀπὸ τὸν Θεό.
«Κύριε, ἤδη ὄζει…», λέει ἡ Μάρθα καὶ μαζί της oἱπαρεστῶτες Ἰουδαῖοι, προσπαθώντας νὰ ἐμποδίσουν τὸν Ἰησοῦ νὰ πλησιάσει τὸ νεκρό. Αὐτὴ ἡ φοβερὴ προειδοποίηση ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅλη τὴ ζωή. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς. Αὐτὸς κάλεσε τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήσει μέσα στὴ θεία πραγματικότητα τῆς ζωῆς καὶ ἐκεῖνος τώρα «ὄζει» (μυρίζει ἄσχημα). Ὁ κόσμος δημιουργήθηκε νὰ ἀντανακλᾶ καὶ νὰ φανερώνει τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖνος «ὄζει»…
Στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸ Θάνατο, τὴν πραγματικότητα ποὺ εἶναι ἀντὶ-ζωή, ποὺ εἶναι διάλυση καὶ ἀπόγνωση. Ὁ Θεὸς συναντᾶ τὸν ἐχθρό Του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀπέσπασε τὸν κόσμο Του καὶ ἔγινε ὁ ἴδιος «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου». Καὶ ὅλοι ἐμεῖς ποὺ ἀκολουθοῦμε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καθὼς πλησιάζει στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στὴ «δική Του ὥρα» («ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα…»)· στὴν ὥρα γιὰ τὴν ὁποία πολὺ συχνὰ εἶχε μιλήσει καὶ τὴν εἶχε παρουσιάσει σὰν τὸ ἀποκορύφωμα, τὸ πλήρωμα ὁλοκλήρου τοῦ ἔργου Του.
Ὁ Σταυρός, ἡ ἀναγκαιότητά του καὶ τὸ παγκόσμιο νόημά του ἀποκαλύπτονται μὲ τὴν πολὺ σύντομη φράση τοῦ Εὐαγγελίου: «καὶ ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς…». Τώρα μποροῦμε νὰ καταλάβουμε γιατί δάκρυσε : ἀγαποῦσε τὸ φίλο Του Λάζαρο καὶ γι’ αὐτὸ εἶχε τὴ δύναμη νὰ τὸν φέρει πίσω στὴ ζωή. Ἡ δύναμη τῆς Ἀνάστασης δὲν εἶναι ἁπλὰ μία θεϊκὴ «δύναμη αὐτὴ καθ’ ἑαυτήν», ἀλλὰ εἶναι δύναμη ἀγάπης, ἢ μᾶλλον ἡ ἀγάπη εἶναι δύναμη.
Ὁ Θεὸς εἶναι Ἀγάπη καὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι Ζωή. Ἡ Ἀγάπη δημιουργεῖ Ζωή… Ἡ Ἀγάπη, λοιπόν, εἶναι ἐκείνη ποὺ κλαίει μπροστὰ στὸν τάφο καὶ ἡ Ἀγάπη εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐπαναφέρει τὴ ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν θεϊκῶν δακρύων τοῦ Ἰησοῦ. Μέσα ἀπ’ αὐτὰ ἡ ἀγάπη ἐνεργοποιεῖται καὶ πάλι· ἀναδημιουργεῖ, ἀπολυτρώνει, ἀποκαθιστᾶ τὴ σκοτεινὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!..» Προσταγὴ ἀπολύτρωσης. Κάλεσμα στὸ φῶς. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου εἶναι τὸ προοίμιο καὶ τοῦ Σταυροῦ, σὰν τὴ μέγιστη θυσία τῆς ἀγάπης, καὶ τῆς Ἀνάστασης, σὰν τὸν τελικὸ θρίαμβο τῆς ἀγάπης.
Ἀπό τό βιβλίο: Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ,
Ἔκδ. Ἀκρίτας 1990.
Το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Μαρτίου 06, 2015

«... Ει μη εν Προσευχή και Νηστεία»


imagesΝηστεία είναι η είσοδός μας
και η συμμετοχή μας 
σε κείνη την εμπειρία του Χριστού
με την οποία μας ελευθερώνει
από την ολοκληρωτική εξάρτηση
από την τροφή, 
την ύλη και τον κόσμο

Alexander Schmemann
Δεν μπορεί να υπάρξει Σαρακοστή χωρίς νηστεία. Όμως φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα ή δεν παίρνουν τη νηστεία στα σοβαρά ή, αν την παίρνουν, παρεξηγούν τον πραγματικό πνευματικό σκοπό της. Για μερικούς νηστεία σημαίνει ένα συμβολικό «σταμάτημα» σε κάτι· για μερικούς άλλους νηστεία είναι μια προσεκτική τήρηση των νηστευτικών κανόνων.
Αλλά και στις δύο περιπτώσεις σπάνια η νηστεία συνδέεται με την όλη προσπάθεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Εδώ θα πρέπει πρώτα πρώτα να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη νηστεία και ύστερα να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: Πώς μπορούμε εμείς να εφαρμόσουμε αυτή τη διδασκαλία στη ζωή μας;

Η νηστεία ή η αποχή από τις τροφές δεν είναι αποκλειστικά μια χριστιανική συνήθεια. Υπήρχε και υπάρχει ακόμα σε άλλες θρησκείες ή και πέρα από τις θρησκείες, όπως λόγου χαρη, σε μερικές ειδικές θεραπείες κλπ. Σήμερα οι άνθρωποι νηστεύουν (απέχουν από το φαγητό) για πάρα πολλές αιτίες ακόμα και για πολιτικούς, μερικές φορές λόγους. Είναι πολύ βασικό λοιπόν να ξεχωρίσουμε το μοναδικό περιεχόμενο στη χριστιανική νηστεία. Αυτό μας αποκαλύπτεται πρώτα απ' όλα στην αλληλοεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα σε δυο γεγονότα που βρίσκονται στην Αγία Γραφή: το ένα στην αρχή της Παλαιάς Διαθήκης και το άλλο στην αρχή της Καινής Διαθήκης. Το πρώτο γεγονός είναι το «σταμάτημα της νηστείας» από τον Αδάμ στον Παράδεισο. Έφαγε, ο Αδάμ, από τον απαγορευμένο καρπό. Έτσι μας παρουσιάζεται η πρώτη αμαρτία του ανθρώπου. Ο Χριστός, ο Νέος Αδάμ -και αυτό είναι το δεύτερο γεγονός- αρχίζει με νηστεία. Ο Αδάμ πειράσθηκε και υπόκυψε στον πειρασμό. Ο Χριστός πειράσθηκε και νίκησε τον πειρασμό. Η συνέπεια της αποτυχίας του Αδάμ είναι η έξωσή του από τον Παράδεισο και ο θάνατος. Ο καρπός της νίκης του Χριστού είναι η συντριβή του θανάτου και η δική μας επιστροφή στον Παράδεισο. Tα περιορισμένα περιθώρια που διαθέτουμε εδώ δεν μας επιτρέπουν να δώσουμε λεπτομερείς εξηγήσεις για το νόημα αυτού του παραλληλισμού. Οπωσδήποτε όμως είναι φανερό ότι απ' αυτή την άποψη η νηστεία μας παρουσιάζεται σαν κάτι που έχει αποφασιστική και τελειωτική σημασία. Δεν είναι μια απλή «υποχρέωση», ένα έθιμο· είναι δεμένη μ' αυτό το ίδιο το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, της σωτηρίας και της καταδίκης.

Στην ορθόδοξη διδασκαλία, αμαρτία δεν είναι μόνο η παράβαση της εντολής που φέρνει σαν συνέπεια την τιμωρία· είναι πάντοτε ένας ακρωτηριασμός της ζωής που μας δόθηκε από το Θεό. Για το λόγο αυτό η ιστορία της προπατορικής αμαρτίας μας παρουσιάζεται σαν μια πράξη τροφής. Η τροφή είναι μέσο ζωής· αυτό μας κρατάει ζωντανούς. Αλλά ακριβώς εδώ είναι η βασική ερώτηση: Tι σημαίνει να είναι κανείς ζωντανός και τι σημαίνει «ζωή»; Για μας σήμερα αυτοί οι όροι έχουν πρωταρχικά μια βιολογική έννοια: ζωή είναι συγκεκριμένα αυτό που τελικά εξαρτιέται από την τροφή και, ακόμα γενικότερα, από τον υλικό κόσμο. Αλλά για την Αγία Γραφή και για την ορθόδοξη παράδοση αυτή η ζωή «...επ' άρτω μόνω», ταυτίζεται με το θάνατο γιατί ακριβώς είναι μια θνητή ζωή, γιατί ο θάνατος κυριαρχεί πάντοτε μέσα της. Ο Θεός, το ξέρουμε αυτό, «δεν δημιούργησε το θάνατο». Αυτός είναι ο Δοτήρας της Ζωής. Πώς λοιπόν η ζωή έγινε θνητή; Γιατί ο θάνατος και πάλι ο θανατος είναι η μόνη απόλυτη βεβαιότητα κάθε ύπαρξης; Η Εκκλησία απαντάει: διότι ο άνθρωπος αρνήθηκε τη ζωή όπως την έκανε ο Θεός και του την πρόσφερε, και προτίμησε μια ζωή πού να εξαρτιέται όχι αποκλειστικά από το Θεό αλλά «επ' άρτω μόνω». Όχι μονάχα παράκουσε το Θεό και αυτοτιμωρήθηκε, αλλά άλλαξε ολόκληρη τη σχέση ανάμεσα στον εαυτό του και σ' όλη την κτίση. Σίγουρα ο κόσμος δόθηκε στον άνθρωπο από το Θεό σαν «τροφή», σαν μέσο ζωής· ακόμα η ζωή ήταν για να γίνει κοινωνία μέ το Θεό· δεν είχε δικό της σκοπό αλλά περιεχόταν ολόκληρη στο Θεό. «Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιωαν. 1,14). Έτσι ο κόσμος και η τροφή δημιουργήθηκαν σαν μέσα επικοινωνίας με το Θεό και μόνον αν ο άνθρωπος δεχόταν ν' ανοιχτεί στο Θεό θα του πρόσφεραν όλα αυτά τη ζωή Η τροφή αυτή μόνη της, μέσα της, δεν έχει ζωή και δεν μπορεί να δώσει ζωή. Μόνο ο Θεός έχει Ζωή και είναι Ζωή. Μέσα στήν τροφή ο ίδιος ο Θεός - και όχι οι θερμίδες - είναι η αρχή της ζωής. ΄Ετσι η τροφή, η ζωή, η γνώση του Θεού και η κοινωνία μαζί Του ήταν ένα και το αυτό πράγμα. Η απύθμενη τραγωδία του Αδάμ είναι ότι έφαγε για δικό του όφελος. Ακόμα δε περισσότερο απ' αυτό είναι γιατί έφαγε «χωρισμένος» από το Θεό για να μπορέσει να γίνει ανεξάρτητος απ' Αυτόν. Και αν το έκανε αυτό ήταν γιατί πίστευε πως η τροφή είχε μέσα της ζωή και έτσι εκείνος γευόμενος αυτή την τροφή θα γινόταν σαν το Θεό, θα είχε δηλαδή μέσα του δική του ζωή! Με άλλα λόγια: πίστευε στήν τροφή, ενώ ο σκοπός πίστης, εμπιστοσύνης και εξάρτησης είναι ο Θεός και μόνο ο Θεός. Ο κόσμος και η τροφή έγιναν ο Θεός του, η πηγή και η αρχή της ζωής του. Έγινε σκλάβος τους.

'Αδάμ - στα Εβραϊκά - σημαίνει «άνθρωπος». Αυτό είναι και το δικό μου όνομα και το κοινό όνομα για όλους μας. Ο άνθρωπος είναι ακόμα Αδάμ, είναι ακόμα ο σκλάβος της «τροφής». Μπορεί να ισχυρίζεται ότι πιστεύει στο Θεό, αλλά ο Θεός, δεν είναι η ζωή του, η τροφή του, το περιεχόμενο που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξή του. Μπορεί να λέει ότι παίρνει τη ζωή του από το Θεό, αλλ' όμως δεν ζει «εν τώ Θεώ» και για το Θεό. H επιστήμη του, οι εμπειρίες του, η αυτοσυνειδησία του, όλα κτίζονται πάνω στην ίδια βάση: «επ' άρτω μόνω». Τρώμε για να διατηρούμαστε ζωντανοί, είμαστε ζωντανοί αλλά όχι «εν τω Θεώ». Ακριβώς αυτή είναι η αμαρτία όλων των αμαρτιών. Αυτή είναι η ετυμηγορία του θανάτου που κρέμεται πάνω από τη ζωή μας.

Ο Χριστός είναι ο Νέος Αδάμ. Έρχεται να επανορθώσει την καταστροφή που επέβαλε στη ζωή ο Αδάμ, να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην αληθινή ζωή. Και ο Χριστός επίσης αρχίζει με νηστεία: «νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε» (Ματθ. 4,2). Η πείνα είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία αναγνωρίζουμε την εξάρτησή μας από κάτι άλλο - τη στιγμή που νιώθουμε κατεπείγουσα και απαραίτητη ανάγκη για τροφή καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε τη ζωή μέσα μας. Είναι αυτό το όριο πέρα από το οποίο ή πεθαίνω από ασιτία ή αφού ικανοποιήσω το σώμα μου έχω ξανά το αίσθημα της ζωής μέσα μου. Αυτή ακριβώς, με άλλα λόγια, είναι η στιγμή που αντιμετωπίζουμε την τελική ερώτηση: Από τι λοιπόν εξαρτάται η ζωή μου; Και εφ' όσον η ερώτηση δεν είναι απλά μια ακαδημαϊκή ερώτηση, αλλά την νιώθω μ' ολόκληρο το σώμα μου, είναι επίσης και στιγμή πειρασμού. Ο Διάβολος ήρθε στον Αδαμ μεσα στον Παράδεισο· ήρθε επίσης και στο Χριστό μέσα στην έρημο. Πλησίασε δηλαδή δυο πεινασμένους ανθρώπους και τους είπε: Χορτάστε την πείνα σας, γιατί αυτή είναι η απόδειξη ότι εξαρτάσθε ολοκληρωτικά από την τροφή, ότι η ζωή σας βρίσκεται στην τροφή. Kαι ο μεν Αδάμ πίστεψε και έφαγε, ο Χριστός όμως αρνήθηκε τον πειρασμό και είπε: ο άνθρωπος «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται». Αρνήθηκε να δεχτεί αυτό το ψέμα που ο διάβολος επιβάλλει στον κόσμο· το κάνει δε ολοφάνερη αλήθεια χωρίς καμιά επιπλέον συζήτηση, το κάνει θεμέλιο για όλες τις απόψεις μας, τις επιστήμες, την ιατρική, πιθανόν και για τη θρησκεία. Κάνοντας αυτά ο Χριστός αποκατέστησε τη σχέση ανάμεσα στην τροφή, τη ζωή και το Θεό· σχέση την οποία είχε σπάσει ο Αδάμ και που εμείς εξακολουθούμε να τη σπάζουμε κάθε μέρα. 

Τι είναι, λοιπόν, νηστεία για μας τους χριστιανούς; Είναι η είσοδός μας και η συμμετοχή μας σε κείνη την εμπειρία του Χριστού με την οποία μας ελευθερώνει από την ολοκληρωτική εξάρτηση από την τροφή, την ύλη και τον κόσμο. Με κανένα τρόπο η δική μας ελευθερία δεν είναι πλήρης. Με το να ζούμε ακόμα στο μεταπτωτικό κόσμο, στον κόσμο του παλιού Αδάμ, με το να είμαστε μέρος του, εξακολουθούμε να εξαρτώμαστε από την τροφή. Αλλά όπως ακριβώς ο θάνατός μας - από τον οποίο είναι ανάγκη οπωσδήποτε να περάσουμε - έγινε χάρη στο θάνατο του Χριστού μια διάβαση προς τη ζωή, έτσι και η τροφή που τρώμε και η ζωή που μας δίνει μπορεί να γίνει ζωή «εν τω Θεώ» και για το Θεό. Ένα μέρος της τροφής μας έχει ήδη γίνει «τροφή αθανασίας» - το Σώμα και το Αίμα του ίδιου του Χριστού. Αλλά ακόμα και ο «επιούσιος άρτος» που παίρνουμε από το Θεό μπορεί να είναι σ' αυτή τη ζωή μας και σ' αυτόν τον κόσμο, εκείνο που μας δίνει δύναμη, να είναι η επικοινωνία μας με το Θεό μάλλον παρά εκείνο που μας χωρίζει απ' Αυτόν. Παρ' όλα αυτά όμως μόνο η νηστεία είναι εκείνη που μπορεί να πραγματοποιήσει μια τέτοια μεταστροφή, μπορεί να μας δώσει την υπαρξιακή βεβαίωση ότι η εξάρτησή μας από την τροφή και την ύλη δεν είναι ολοκληρωτική και τέλεια· ότι ενωμένη με την προσευχή, τη χάρη και τη λατρεία μπορεί να γίνει πνευματική.

Όλα αυτά σημαίνουν, αν το νιώσουμε βαθιά, ότι η νηστεία είναι το μόνο μέσο με το οποίο ο άνθρωπος επανορθώνει την αληθινή πνευματική του φύση. Δεν είναι μια θεωρητική αλλά μια αληθινά πρακτική πρόκληση για τον «πατέρα του ψεύδους» που καταφέρνει να μας πείσει ότι εξαρτιόμαστε μόνο από το ψωμί και να οικοδομήσει όλη την ανθρώπινη γνώση, την επιστήμη και όλη την ύπαρξη πάνω σ' αυτό το ψέμα. Η νηστεία είναι ένα ξεσκέπασμα αυτής της απάτης και ταυτόχρονα μια απόδειξη ότι υπάρχει αυτό το ψέμα. Έχει ύψιστη σημασία το ότι ο Χριστός, ενώ νήστευε συνάντησε το Σατανά και το ότι αργότερα είπε ότι ο Σατανάς δεν αντιμετωπίζεται «ει μη εν νηστεία και προσευχή». Η νηστεία είναι ο πραγματικός αγώνας κατά του Διαβόλου γιατί είναι η πρόκληση στο νόμο που τον κάνει «άρχοντα του κόσμου τούτου». Και όμως αν κάποιος πεινασμένος ανακαλύψει ότι μπορεί πραγματικά να γίνει ανεξάρτητος απ' αυτή την πείνα, ότι δεν θα καταστραφεί απ' αυτή αλλά ακριβώς το αντίθετο ότι μπορεί να τη μετατρέψει σε πηγή πνευματικής δύναμης καί νίκης, τότε τίποτε δεν απομένει απ' αυτό το μεγάλο ψέμα στο οποίο ζούσαμε μετά από τον Αδάμ. 

Πόσο άραγε ξεφύγαμε από την συνηθισμένη αντίληψη της νηστείας - ότι νηστεία δεν είναι παρά η αλλαγή φαγητών, ή το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται -, απ' όλη την επιφανειακή υποκρισία; Τελικά νηστεύω σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πεινάω. Να φτάνω δηλαδή στα όρια εκείνης της ανθρώπινης κατάστασης οπότε φαίνεται καθαρά η εξάρτηση από την τροφή και, καθώς είμαι πεινασμένος ν' ανακαλύπτω ότι αυτή η εξάρτηση δεν είναι όλη η αλήθεια για τον άνθρωπο, ότι αυτή η πείνα είναι πρώτα απ' όλα μια πνευματική κατάσταση και που αυτή, στην πραγματικότητα, είναι πείνα για το Θεό. 

Στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, νηστεία πάντοτε σημαίνει τέλεια αποχή από την τροφή, κατάσταση πείνας, ώθηση τού σώματος στα άκρα. Εδώ όμως ανακαλύπτουμε ακόμα ότι η νηστεία σαν μια σωματική προσπάθεια δεν έχει κανένα νόημα χωρίς το πνευματικό συμπλήρωμα της «... εν νηστεία και προσευχή». Αυτό σημαίνει ότι χωρίς την αντίστοιχη πνευματική προσπάθεια, χωρίς να τρεφόμαστε με τη Θεία Πραγματικότητα, χωρίς ν' ανακαλύψουμε τήν ολοκληρωτική μας εξάρτηση από το Θεό και μόνο απ' Αυτόν, η σωματική νηστεία θα καταντήσει μια πραγματική αυτοκτονία. Αν ο ίδιος ο Χριστός πειράστηκε ενώ νήστευε, εμείς δεν έχουμε την παραμικρή πιθανότητα ν' αποφύγουμε έναν τέτοιο πειρασμό. Η σωματική νηστεία είναι απαραίτητη μεν αλλά χάνει κάθε νόημα και γίνεται αληθινά επικίνδυνη αν ξεκοπεί από την πνευματική προσπάθεια - από την προσευχή και την αυτοσυγκέντρωση. Η νηστεία είναι μια τέχνη που την κατέχουν απόλυτα οι άγιοι. Θα ήταν αλαζονικό και επικίνδυνο για μας αν δοκιμάζαμε αυτή την τέχνη χωρίς διάκριση και προσοχή. Η λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής μας υπενθυμίζει συνέχεια τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τους πειρασμούς που περιμένουν όσους νομίζουν ότι μπορούν να στηριχτούν στη δύναμη της θέλησής τους και όχι στο Θεό.

Για το λόγο αυτό εκείνο που πρώτα απ' όλα χρειαζόμαστε είναι μια πνευματική προετοιμασία για την προσπάθεια της νηστείας. Και αυτή είναι να ζητήσωμε από το Θεό βοήθεια και επίσης να κάνουμε τη νηστεία μας θεο-κεντρική. Να νηστεύουμε εν ονόματι του Θεού. Πρέπει να ξανανιώσουμε ότι το σώμα μας είναι ναός της Παρουσίας του. Είναι ανάγκη να ξαναβρούμε ένα θρησκευτικό σεβασμό για το σώμα, την τροφή, για το σωστό ρυθμό της ζωής. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν πριν αρχίσει η νηστεία, ώστε όταν αρχίσουμε να νηστεύουμε να είμαστε εφοδιασμένοι με πνευματικό οπλισμό, με το δράμα και το πνεύμα της μάχης και της νίκης.

Κατόπιν έρχεται η ίδια η νηστεία. Σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω η νηστεία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε δύο επίπεδα: πρώτα σαν ασκητική νηστεία και δεύτερον σαν γενική νηστεία. Η ασκητική νηστεία περιλαμβάνει μια δραστική μείωση της τροφής έτσι ώστε η συνεχής κατάσταση πείνας να μπορεί να βιωθεί σαν υπενθύμιση του Θεού και σαν διαρκής προσπάθεια συγκέντρωσης του νου μας στο Θεό. Όποιος το έχει δοκιμάσει αυτό - έστω και για λίγο - ξέρει ότι ή ασκητική νηστεία αντί να μας αδυνατίζει, μας ξαλαφρώνει, μας ευκολύνει στην αύτοσυγκέντρωση, μας κάνει νηφάλιους, χαρούμενους και καθαρούς. Αυτός που νηστεύει έτσι, παίρνει την τροφή σαν αληθινό δώρο του Θεού. Είναι συνέχεια στραμμένος προς τον εσωτερικό κόσμο ο οποίος, ανεξήγητα, γίνεται ένα είδος τροφής. Δεν χρειάζεται να πούμε εδώ για την ακριβή ποσότητα της τροφής που πρέπει να τρώει κανείς κατα την ασκητική νηστεία, ούτε για το ρυθμό και την ποιότητα της τροφής· όλα αυτά εξαρτιώνται από τις ατομικές μας δυνατότητες και τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής μας. Αλλά η βάση είναι ξεκάθαρη: είναι μια κατάσταση ενός μισοπεινασμένου ανθρώπου του οποίου η «αρνητική» φύση συνέχεια μεταμορφώνεται από την προσευχή, τη μνήμη, την προσοχή και την αυτοσυγκέντρωση σε «θετική» δύναμη.

Όσο για την γενική νηστεία είναι ανάγκη αυτή να περιορίζεται σε διάρκεια και να συνδυάζεται με τη Θεία Ευχαριστία. Με τις παρούσες συνθήκες ζωής η καλύτερη μορφή αυτής της νηστείας είναι η μέρα πριν από τη βραδυνή Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων. Είτε νηστεύουμε αυτή τη μέρα από νωρίς το πρωί είτε αργότερα, το βασικό σημείο είναι να ζούμε όλη τη μέρα σαν μια μέρα προσδοκίας, ελπίδας, μια μέρα πείνας για τον ίδιο το Θεό. Δηλαδή να αυτοσυγκεντρωθούμε και να σκεφτούμε αυτό που πρόκειται να έρθει, το δώρο που θα πάρουμε και που για χάρη του απαρνούμαστε όλα τ' άλλα δώρα.

Ύστερα απ' όσα είπαμε, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι όσο περιορισμένη και αν είναι η νηστεία μας - εφ' όσον είναι αληθινή νηστεία - θα μας οδηγήσει στον πειρασμό, στην αδυναμία, στην αμφιβολία και στον ερεθισμό. Μ' άλλα λόγια δηλαδή θα είναι μια πραγματική μάχη και πιθανόν ν' αποτύχουμε πολλές φορές. Αλλά αν ανακαλύψουμε ότι η χριστιανική ζωή είναι μάχη και προσπάθεια, τότε βρήκαμε το βασικό στοιχείο της νηστείας. Μια πίστη που δεν έχει ξεπεράσει τις αμφιβολίες και τον πειρασμό σπάνια μπορεί να θεωρηθεί αληθινή πίστη. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμιά πρόοδος στη χριστιανική ζωή χωρίς την πικρή εμπειρία της αποτυχίας. Πάρα πολλοί άνθρωποι αρχίζουν να νηστεύουν με ενθουσιασμό και σταματούν μετά την πρώτη αποτυχία. Θα μπορούσα να πω ότι ακριβώς σ' αυτή την πρώτη αποτυχία έρχεται η πραγματική δοκιμή. Αν μετά την αποτυχία και την συνθηκολόγηση με τις ορέξεις μας και τα πάθη μας ξαναγυρίσουμε όλα απ' την αρχή και δεν υποχωρήσουμε όσες φορές κι αν αποτύχουμε, αργά ή γρήγορα η νηστεία μας θα φέρει τους πνευματικούς καρπούς της. Ανάμεσα στην αγιότητα και τον απαγοητευτικό κυνισμό βρίσκεται η μεγάλη και θεϊκή αρετή της υπομονής - υπομονή πρώτα απ' όλα για τον εαυτό μας. Δεν υπάρχει σύντομος δρόμος για την αγιότητα· για κάθε σκαλοπάτι πρέπει να πληρώσουμε ολόκληρο το αντίτιμο. Έτσι, το καλύτερο και ασφαλέστερο είναι ν' αρχίσουμε με το ελάχιστο - ακριβώς λίγο πάνω από τις φυσικές μας δυνατότητες - και ν' αυξήσουμε τις προσπάθειές μας λίγο λίγο, παρά να επιχειρήσουμε πηδήματα σε μεγάλα ύψη στην αρχή και να σπάσουμε μερικά κόκκαλα πέφτοντας στή γή!

Σαν συμπέρασμα: από μια συμβατική και τυπική νηστεία - δηλαδή νηστεία από υποχρέωση και συνήθεια - πρέπει να γυρίσουμε στην πραγματική νηστεία. Ας είναι περιορισμένη και ταπεινή αλλά να είναι συνεχής και αποφασιστική. Ας αντιμετωπίσουμε έντιμα τις πνευματικές και φυσικές μας δυνατότητες και ας ενεργήσουμε ανάλογα· ας θυμόμαστε πάντως ότι δεν μπορούμε να νηστέψουμε χωρίς να προκαλέσουμε αυτές τίς δυνατότητες, χωρίς να ενεργοποιήσουμε στή ζωή μας τα θεϊκά λόγια «τα αδύνατα παρ' ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ».

Α. Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή - Πορεία προς το Πάσχα, μτφρ. Ελένη Γκανούρη, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1999.
το είδαμε εδώ

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 23, 2015

ΧΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ ; - ΠΡΩΤΟΠΡ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ

Εἶναι φανερὸ ὅτι γιὰ τοὺς πιὸ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τὸ νὰ παρακολουθοῦν καθημερινὰ τὶς ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε συζήτηση. Ἐξακολουθοῦν φυσικὰ νὰ ἐκκλησιάζονται τὴν Κυριακή, ἀλλὰ τὶς Κυριακὲς τῆς Σαρακοστῆς ἡ Θεία Λειτουργία, τουλάχιστον ἐξωτερικά, δὲν ἀντανακλᾶ κάτι ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ καὶ ἔτσι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχει οὔτε κὰν τὴν αἴσθηση τοῦ λατρευτικοῦ τυπικοῦ τῆς Σαρακοστῆς, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἡ λατρεία εἶναι τὸ μόνο μέσο ποὺ μᾶς μεταφέρει στὸ πνεῦμα τῆς Σαρακοστῆς. Καὶ ἐφ’ ὅσον ἡ Σαρακοστὴ μὲ κανένα τρόπο δὲν χρωματίζει τὸν πολιτισμὸ στὸν ὁποῖο ἀνήκουμε, δὲν εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανεὶς ποὺ ἀρνητικὰ καταλαβαίνουμε τὴ Σαρακοστή, δηλαδή, σὰν μία περίοδο στὴν ὁποία ἀπαγορεύονται μερικὰ πράγματα, ὅπως τὸ κρέας, τὰ λίπη, οἱ χοροὶ καὶ οἱ διασκεδάσεις. Ἡ συνηθισμένη ἐρώτηση: «τί προσπαθεῖς νὰ στερηθεῖς τούτη τὴ Σαρακοστή;» συνοψίζει τέλεια τὴν ἀρνητικὴ προσέγγιση τῆς Σαρακοστῆς. Σὰν θετικὴ προσέγγιση, θεωρεῖται ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ Σαρακοστὴ εἶναι ὁ καιρὸς γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἐτήσιας «ὑποχρέωσης» τῆς Ἐξομολόγησης καὶ τῆς θείας Κοινωνίας («...καὶ ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων...» ἔγραφε ἕνα φυλλαδιάκι μιᾶς ἐνορίας). Καὶ ἀφοῦ ἐκπληρωθεῖ αὐτὴ ἡ ὑποχρέωση τότε τὸ ὑπόλοιπο τῆς Σαρακοστῆς φαίνεται νὰ χάνει ὅλα τὰ θετικὰ νοήματα.
Ἔτσι εἶναι φανερὸ ὅτι ἔχει ἀναπτυχθεῖ μία, μᾶλλον βαθιά, διαφωνία ἀνάμεσα στὸ πνεῦμα τὴ «θεωρία» τῆς Σαρακοστῆς, ποὺ προσπαθοῦμε νὰ σκιαγραφήσουμε μὲ βάση τὴ λατρεία, καὶ στὴν κοινὴ καὶ συνηθισμένη ἀντίληψη ποὺ ἐπικρατεῖ καὶ ὑποστηρίζεται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς κληρικούς. Γιατὶ εἶναι πάντοτε πολὺ πιὸ εὔκολο νὰ περιορίσεις κάτι πνευματικὸ μέσα σὲ κάτι τυπικὸ παρὰ ν’ ἀναζητήσεις τὸ πνευματικὸ μέσα στὸ τυπικό. Μποροῦμε νὰ ποῦμε, χωρὶς καμιὰ ὑπερβολή, ὅτι ἂν καὶ ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ «τηρεῖται» ἀκόμα, ὅμως ἔχει χάσει τὴν ἐπίδρασή της στὴ ζωή μας, σταμάτησε νὰ εἶναι τὸ λουτρὸ τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ἀνανέωσης ποὺ εἶχε σὰν σκοπό της, σύμφωνα μὲ τὴ λειτουργικὴ καὶ πνευματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ τότε, μποροῦμε ἄραγε νὰ ξαναβροῦμε καὶ νὰ ξανακάνουμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ μία πνευματικὴ δύναμη γιὰ τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα τῆς ὕπαρξής μας; Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση ἐξαρτᾶται πρῶτα πρῶτα – θὰ ἔλεγα καὶ μοναδικὰ – ἀπὸ τὸ ἂν ἐπιθυμοῦμε νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἢ ὄχι. Ὅσο καὶ ἂν εἶναι νέες ἢ διαφορετικὲς οἱ συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ζοῦμε σήμερα, ὅσο καὶ ἂν εἶναι πραγματικὲς οἱ δυσκολίες καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ ὑψώνονται ἀπὸ τὸ σύγχρονο κόσμο μας, τίποτε ἀπ’ αὐτὰ δὲν ἀποτελεῖ ἀμετάκλητο ἐμπόδιο, τίποτε δὲν κάνει τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ «ἀδύνατη».
Ἡ πραγματικὴ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία βαθμιαῖα χάνουμε τὴν ἐπίδραση τῆς Σαρακοστῆς στὴ ζωή μας βρίσκεται βαθύτερα. Εἶναι ἡ δική μας συνειδητὴ ἢ ἀσυνείδητη μείωση τῆς θρησκείας σὲ ἕνα ἐπιπόλαιο τυπικισμὸ καὶ συμβολισμό, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὸ ξεστράτισμα καὶ μετριάζει τὴ σοβαρότητα τῶν ἀπαιτήσεων τῆς θρησκείας ἀπὸ τὴ ζωή μας, τὴν αἴτηση γιὰ δέσμευση καὶ προσπάθεια. [...]
Σὲ σχέση μὲ τὴ Μεγ. Σαρακοστή, ἀντὶ νὰ κάνουμε οὐσιαστικὲς ἐρωτήσεις – «τί εἶναι νηστεία;» ἢ «τί εἶναι Σαρακοστή;» – ἐμεῖς ἱκανοποιούμαστε μὲ τὰ σύμβολά της. Στὰ ἐκκλησιαστικὰ περιοδικὰ καὶ φυλλάδια ἐμφανίζονται συνταγὲς γιὰ «ἕνα ὑπέροχο νηστήσιμο πιάτο»! Μπορεῖ ἀκόμα ἡ ἐνορία καὶ νὰ συγκεντρώσει μερικὰ παραπάνω χρήματα ὀργανώνοντας ἕνα καλοδιαφημισμένο «σαρακοστιανὸ γεῦμα». Εἶναι τόσα πολλὰ ἐκεῖνα ποὺ στὶς ἐκκλησίες μας ἐξηγοῦνται συμβολικὰ σὰν ἐνδιαφέροντα, πολύχρωμα καὶ διασκεδαστικὰ ἔθιμα καὶ παραδόσεις, σὰν κάτι δηλαδὴ ποὺ μᾶς δένει ὄχι τόσο πολὺ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μὲ μία νέα ζωὴ «ἐν Αὐτῷ», ὅσο μὲ τὸ παρελθὸν καὶ τὶς συνήθειες τῶν προγόνων μας, ὥστε γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο δύσκολο νὰ διακρίνουμε πίσω ἀπ’ αὐτὰ τὰ λαϊκὰ ἔθιμα τὴ σοβαρότητα τῆς θρησκείας σὲ ὅλη της τὴν ἔκταση.
Θέλω νὰ τονίσω ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα τὸ ἄσχημο στὰ διάφορα ἔθιμα. Ὅταν αὐτὰ πρωτοεμφανίστηκαν ἦταν τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ κοινωνία μποροῦσε νὰ δείξει ὅτι ἔπαιρνε στὰ σοβαρὰ τὴ θρησκεία. Τότε τὰ ἔθιμα δὲν ἦταν σύμβολα, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἡ ζωὴ καὶ ἔπαψε λίγο λίγο ἡ θρησκεία νὰ τὴ διαμορφώνει στὴν ὁλότητά της. Λίγα ἀπὸ τὰ ἔθιμα διασώθηκαν σὰν σύμβολα ἑνὸς τρόπου ζωῆς ποὺ δὲν ὑπῆρχε πιά. Καὶ αὐτὸ ποὺ διασώθηκε ἦταν ἐκεῖνο πού, ἀφ’ ἑνὸς εἶναι ἔντονα ζωντανὸ καὶ ἀφ’ ἑτέρου εἶναι λιγότερο δύσκολο. Ὁ πνευματικὸς κίνδυνος ἐδῶ εἶναι ὅτι σιγὰ σιγὰ ἀρχίζει κανεὶς νὰ καταλαβαίνει τὴ θρησκεία σὰν ἕνα σύστημα ἀπὸ σύμβολα καὶ ἔθιμα μᾶλλον παρὰ νὰ ἑρμηνεύει ὅλα αὐτὰ σὰν μία πρόκληση γιὰ πνευματικὴ ἀνανέωση καὶ προσπάθεια.
Μεγαλύτερη εἶναι ἡ προσπάθεια ποὺ γίνεται γιὰ νὰ προετοιμάζονται νηστήσιμα φαγητὰ ἢ γιὰ τὸ πασχαλινὸ τραπέζι, παρὰ γιὰ τὴ νηστεία καὶ τὴ συμμετοχὴ στὴν πνευματικὴ πραγματικότητα τοῦ Πάσχα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅσο τὰ ἔθιμα καὶ οἱ παραδόσεις δὲ συνδεθοῦν καὶ πάλι μὲ τὴ γενικὴ θρησκευτικὴ ἀντίληψη ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται, ὅσο δηλαδὴ δὲν παίρνουμε στὰ σοβαρὰ τὰ σύμβολα, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραμένει χωρισμένη ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ δὲν θὰ τὴν ἐπηρεάζει καθόλου. Ἀντὶ νὰ παριστάνουμε μὲ σύμβολα τὴν «πλούσια κληρονομιά» μας καιρὸς εἶναι ν’ ἀρχίσουμε νὰ τὴν ἐνσωματώνουμε στὴν καθημερινὴ ζωή μας.
Τὸ νὰ πάρουμε λοιπὸν στὰ σοβαρὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ σημαίνει ὅτι θὰ τὴ θεωροῦμε, πρῶτα ἀπ’ ὅλα μὲ τὴν πιὸ βαθιὰ ἔννοια, μιὰ πνευματικὴ πρόκληση ποὺ ἀπαιτεῖ ἀντίδραση, ἀπόφαση, πρόγραμμα καὶ συνεχὴ προσπάθεια. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὅπως ξέρουμε, θεσπίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία οἱ ἑβδομάδες προετοιμασίας γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἡ περίοδος αὐτὴ εἶναι καιρὸς γιὰ δράση, γιὰ ἀπόφαση, γιὰ προγραμματισμό. Καὶ ὁ καλύτερος καὶ εὐκολότερος τρόπος εἶναι ν’ ἀκολουθήσουμε τὴν καθοδήγηση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ἡ μελέτη καὶ ὁ στοχασμὸς πάνω στὰ πέντε εὐαγγελικὰ θέματα ποὺ μᾶς προσφέρονται τὶς πέντε Κυριακὲς τῆς περιόδου πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Τὰ θέματα αὐτὰ εἶναι: ἡ διακαὴς ἐπιθυμία (Ζακχαῖος), ἡ ταπείνωση (Τελώνης καὶ Φαρισαῖος), ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία ( Ἄσωτος), ἡ κρίση (Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω) καὶ ἡ συγχωρητικότητα (Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου). Αὐτὲς οἱ εὐαγγελικὲς περικοπὲς δὲν διαβάζονται μόνο καὶ μόνο γιὰ ν’ ἀκουστοῦν στὴν Ἐκκλησία, σκοπὸς εἶναι νὰ τὶς «πάρω μαζί μου στὸ σπίτι» καὶ νὰ στοχαστῶ πάνω σ’ αὐτὲς σχετίζοντάς τις μάλιστα μὲ τὴ ζωή μου, τὴν οἰκογενειακή μου κατάσταση, τὶς ἐπαγγελματικὲς ὑποχρεώσεις μου, τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὰ ὑλικὰ πράγματα, τὶς σχέσεις μου μὲ τοὺς συγκεκριμένους ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους ζῶ. Ἂν σ’ αὐτὴ τὴν προσπάθεια περισυλλογῆς προσθέσει κανεὶς καὶ τὴν προσευχὴ αὐτῆς τῆς περιόδου: «τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλαις ζωοδότα...» καὶ τὸν ψαλμὸ 136 «ἐπὶ τῶν ποταμῶν τῆς Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν...» μπορεῖ νὰ καταλάβουμε τί σημαίνει νὰ «νιώθεις ὅτι εἶσαι μὲ τὴν Ἐκκλησία» καὶ πῶς μπορεῖ μία λειτουργικὴ περίοδος νὰ χρωματίσει τὴν καθημερινὴ ζωή. Ἐπίσης εἶναι μία πολὺ καλὴ εὐκαιρία νὰ διαβάσει κανεὶς κάποιο θρησκευτικὸ βιβλίο. Ὁ σκοπὸς δὲ αὐτοῦ τοῦ διαβάσματος δὲν εἶναι μόνο ν’ αὐξήσουμε τὶς θρησκευτικὲς γνώσεις μας, εἶναι βασικὰ νὰ καθαρίσουμε τὸ μυαλό μας ἀπ’ ὅλα ὅσα συνήθως τὸ πλημμυρίζουν. Εἶναι πραγματικὰ ἀπίστευτο πόσο στὸ μυαλό μας συνωστίζονται ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ ἔννοιες, τὰ ἐνδιαφέροντα, οἱ ἀγωνίες καὶ οἱ ἐντυπώσεις καὶ πόσο ἐλάχιστο ἔλεγχο ἀσκοῦμε πάνω σ’ ὅλα αὐτά. Διαβάζοντας ἕνα θρησκευτικὸ βιβλίο συγκεντρώνουμε τὴν προσοχή μας σὲ κάτι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ συνηθισμένο περιεχόμενο τῶν σκέψεών μας, δημιουργεῖται ἔτσι μιὰ ἄλλη διανοητικὴ καὶ πνευματικὴ ἀτμόσφαιρα. Ὅλα αὐτά, φυσικά, δὲν εἶναι «συνταγές», ἴσως νὰ ὑπάρχουν ἄλλοι τρόποι γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ κανεὶς γιὰ τὴ Σαρακοστή. Τὸ βασικὸ σημεῖο εἶναι ὅτι στὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου βλέπουμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ σὰν νὰ βρίσκεται σὲ κάποια ἀπόσταση, σὰν κάτι δηλαδὴ ποὺ ἀκόμα ἔρχεται καὶ ποὺ μᾶς τὸ στέλνει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς σὰν εὐκαιρία γιὰ ἀλλαγή, γιὰ ἀνανέωση, γιὰ ἐμβάθυνση, καὶ ὅτι παίρνουμε αὐτὴ τὴν ἐπερχόμενη εὐκαιρία πολὺ στὰ σοβαρά. Ἔτσι, ὅταν τὴν Κυριακὴ τῆς Συγγνώμης ἀφήνουμε τὸ σπίτι μας καὶ πᾶμε στὸν Ἑσπερινό, μπορεῖ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ κάνουμε δικά μας – ἔστω καὶ γιὰ λίγο – τὰ λόγια ἀπὸ τὸ Μεγάλο Προκείμενο ποὺ ἀνοίγει τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι...
ΠΗΓΗ : "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ", τευχ. 212, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2010, σ. 22 κ.ε.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 14, 2015

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΙΣΗ (Κυριακή της Απόκρεω) Alexander Schmemann


ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Πορεία προς το Πάσχα
Μετάφραση από το Αγγλικό: ΕΛΕΝΗ ΓΚΑΝΟΥΡΗ
«ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ»
       Η επόμενη Κυριακή ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω γιατί στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί αρχίζει μια περιορισμένη νηστεία – αποχή κρέατος» – όπως παραγγέλλουν τα λειτουργικά βιβλία. Αυτή η παραγγελία γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο φως όσων είπαμε παραπάνω για τα νόημα της προετοιμασίας. Η Εκκλησία αρχίζει να μας «προσαρμόζει» στη μεγάλη προσπάθεια που θα απαιτήσει άπα μας επτά μέρες αργότερα. Σταδιακά μας βάζει στο μεγάλο αγώνα, γιατί γνωρίζει την ευπάθεια μας και προβλέπει την πνευματική μας αδυναμία.

Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω, η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «των απ” αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς, έπʹ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «αγαπάτε αλλήλους» και πρόσθεσε: «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (ωαν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η Οποία, κατά τον γιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας είναι πάνω απ” όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγής εις ενότητα όλων των διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.
Αλλά πως είναι δυνατό νʹ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στα Θεό και τη συμφιλίωση μας μʹ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και ‘μείς θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γιʹ αυτούς τους συναντάμε «εν Χριστώ, ο οποίος αγάπη εστίν» και που – ακριβώς επειδή είναι Αγάπη – ξεπερνάει τα θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζώντες εν Αυτώ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται εν Αυτώ. Αγαπώντας αυτούς που είναι εν Αυτώ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες. Πραγματικά η «εν Χριστώ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «εν Χριστώ» Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι – απελπιστικά λανθασμένοι – είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς η έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», η τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «υπέρ των Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.
Είναι η αγάπη και πάλι που αποτελεί το θέμα της Κυριακής της Απόκρεω. Ευαγγελικό ανάγνωσμα της μέρας είναι η παραβολή του Χριστού για την Τελευταία Κρίση (Ματθ, 25, 31‐46). Όταν ο Χριστός θα έρθει να μας κρίνει ποιο θα είναι το κριτήριο Του; Η παραβολή μας δίνει την απάντηση∙ η αγάπη – όχι ένα απλό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για μια αφηρημένη δικαιοσύνη και για κάποιους, ανώνυμους «φτωχούς», αλλά η συγκεκριμένη και προσωπική αγάπη για τον άνθρωπο, για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με το οποίο ο Θεός με φέρνει σε επαφή στη ζωή μου. Αυτη η διάκριση είναι πολύ σημαντική γιατί σήμερα όλο και περισσότεροι χριστιανοί έχουν την τάση να ταυτίζουν τη χριστιανική αγάπη με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές φροντίδες. Με άλλα λόγια, έχουν την τάση να μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από το μοναδικό πρόσωπο και το μοναδικά προσωπικό προορισμό του στις ανώνυμες οντότητες όπως είναι οι «τάξεις» οι «φυλές» κ.λ.π. Όχι ότι αυτές οι φροντίδες είναι λανθασμένες. Είναι φανερό ότι οι χριστιανοί μέσα στην πορεία της ζωής τους, μέσα στις ευθύνες τους σαν πολίτες, σαν επαγγελματίες κ.λ.π., καλούνται να φροντίζουν, όσο οι δυνατότητες και η κατανόηση τους επιτρέπουν περισσότερο, για μια δίκαιη, σταθερή και γενικά πιο ανθρώπινη κοινωνία. Όλα αυτά, σίγουρα, προέρχονται από τη χριστιανική αγάπη. Αλλά η χριστιανική αγάπη, αυτή καθαυτή είναι κάτι διαφορετικά και αυτή η διαφορά θα γίνει κατανοητή και θα διαφυλαχθεί αν η Εκκλησία διατηρήσει τη μοναδική αποστολή της και δε γίνει μια συνηθισμένη «κοινωνική υπηρεσία» που ασφαλώς δεν είναι στη φύση της.
Η χριστιανική αγάπη είναι η «δυνατή αδυνατότητα» να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, και τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές να τον φέρει κοντά μου, όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» η για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό.
Αληθινά τι άλλο είναι αγάπη παρά αύτη η μυστηριώδης δύναμη που ξεπερνάει τα τυχαίο και το εξωτερικό στον «άλλο» – ξεπερνάει δηλαδή την εξωτερική του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, τη διανοητική του ικανότητα – και φτάνει στην ψυχή του, τη μοναδική και μοναδικά προσωπική «ρίζα» της ανθρώπινης ύπαρξης, το αληθινό κομμάτι του Θεού μέσα του; Αν ο Θεός αγαπάει κάθε άνθρωπο είναι ακριβώς γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα μοναδικό θησαυρό, την «ψυχή» η το «πρόσωπο», που έδωσε στον κάθε άνθρωπο. Η χριστιανική αγάπη λοιπόν είναι η συμμετοχή σʹ αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης. Δεν υπάρχει «απρόσωπη» αγάπη γιατί αγάπη είναι η υπέροχη ανακάλυψη του «προσώπου» στον «άνθρωπο», η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μέσα στο σύνολο γενικά. Είναι η ανακάλυψη σε κάθε άνθρωπο αυτού που τον κάνει «αξιαγάπητο» και που είναι δοσμένο από το Θεό.
Από αυτή την άποψη η χριστιανική αγάπη είναι μερικές φορές τα αντίθετο από την «κοινωνική δραστηριότητα» με την οποία συχνά σήμερα ταυτίζεται ο Χριστιανισμός. Για έναν άνθρωπο με κοινωνική δραστηριότητα το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το «πρόσωπο» αλλά ο «άνθρωπος, μια δηλαδή αφηρημένη μονάδα μιας, όχι λιγότερο, αφηρημένης Ανθρωπότητας». Αλλά για το Χριστιανισμό, ο άνθρωπος είναι «αξιαγάπητος» ακριβώς γιατί είναι πρόσωπο. Εκεί το πρόσωπο χάνεται μέσα στον άνθρωπο εδώ ως άνθρωπος θεωρείται μανό το πρόσωπο. Ο «κοινωνικός εργάτης» δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και άνετα τα θυσιάζει για το «γενικό συμφέρον». Ο Χριστιανισμός μπορεί να φαίνεται ότι είναι – και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά είναι – μάλλον διστακτικός γιʹ αύτη την αόριστη Ανθρωπότητα, αλλά διαπράττει θανάσιμη αμαρτία εναντίον του εαυτού του κάθε φορά που αδιαφορεί και δεν αγαπάει το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Η κοινωνική δραστηριότητα είναι πάντοτε «φουτουριστική» στην προσέγγιση της. Ενεργεί πάντα στο όνομα της δικαιοσύνης, του νόμου, της ευτυχίας που πρόκειται να έρθει, να κερδιθεί. Ο Χριστιανισμός ελάχιστα ενδιαφέρεται γιʹ αυτό το προβληματικό μέλλον αλλά βάζει όλη την έμφαση στο τώρα, που είναι ο μόνος αποφασιστικός χρόνος για αγάπη. Οι δυο αυτές στάσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη αλλά δεν πρέπει να συγχέονται. Οι χριστιανοί βεβαιότατα, έχουν ευθύνες απέναντι «στον κόσμο τούτο» και πρέπει να τις εκπληρώσουν. Ακριβώς αυτή είναι η περιοχή της «κοινωνικής δραστηριότητας που ανήκει εντελώς στον «κόσμο τούτο». Οπωσδήποτε όμως η χριστιανική αγάπη σκοπεύει πέρα από τον «κόσμο τούτο». Είναι αυτή η ίδια μια ακτίνα, μια εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού υπερβαίνει και συντρίβει όλους τους περιορισμούς, όλες τις «συνθήκες» του κόσμου τούτου διότι το κίνητρο της, ο σκοπός της καθώς και η ολοκλήρωση της είναι στο Θεό. Και ξέρουμε ότι ακόμα, και σʹ αυτόν τον κόσμο που «εν τω πονηρώ κείται» η μόνη νίκη που διαρκεί και μεταμορφώνει είναι η νίκη της αγάπης. Η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας είναι να υπενθυμίζει στον άνθρωπο την προσωπική του αγάπη και την κλήση του, που είναι να πλημμυρίσει τον αμαρτωλό κόσμο μʹ αυτή την αγάπη.
Η παραβολή για την Τελευταία Κρίση αναφέρεται στη χριστιανική αγάπη. Δεν είμαστε όλοι καλεσμένοι να δουλέψουμε για την Ανθρωπότητα», όμως ο καθένας μας έχει λάβει το δώρο και τη χάρη της αγάπης του Χριστού. Ξέρουμε ότι όλοι οι άνθρωποι τελικά έχουν ανάγκη απʹ αύτη την προσωπική αγάπη, έχουν ανάγκη να τους αναγνωρίζεται δηλαδή η μοναδικότητα της ψυχής τους στην οποία αντανακλάται όλη η ομορφιά της δημιουργίας μʹ ένα ξεχωριστό τρόπο.
Ξέρουμε ακόμα ότι οι άνθρωποι βρίσκονται «εν φυλακή», είναι «πεινώντες και διψώντες» ακριβώς γιατί τους λείπει αυτή η προσωπική αγάπη. Τέλος ξέρουμε ότι όσο στενά και περιορισμένα και αν είναι τα πλαίσια της προσωπικής μας ύπαρξης ο καθένας από μας δημιουργήθηκε υπεύθυνος για μια μικρή θέση στη Βασιλεία του Θεού, και έγινε υπεύθυνος εξαιτίας αυτού του δώρου της αγάπης του Χριστού. Έτσι είτε έχουμε είτε δεν έχουμε αποδεχτεί αυτή την ευθύνη, είτε αγαπήσαμε είτε αρνηθήκαμε την αγάπη, πρόκειται να κριθούμε Γιατί εφʹ όσον εποιήσατε ένί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25,40).

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 08, 2014

Ἡ γέννηση τῆς Θεοτόκου π. Alexander Schmemann




Ἡ εὐλάβεια ποὺ δείχνει ἡ Ἐκκλησία στὴν Παναγία ριζώνει στὴν ὑπακοή της στὸν Θεό, στὴν ἑκούσια ἐπιλογή της νὰ δεχθεῖ μιὰ πρόσκληση ἀδύνατη στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνέκαθεν τόνιζε τὴ σύνδεση τῆς Παναγίας μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ χαίρεται γι' αὐτὴν καὶ τὴ θεωρεῖ ὡς τὸν καλύτερο, καθαρότερο καὶ πιὸ ὑπέροχο καρπὸ τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας καὶ τῆς ἀναζητήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἔσχατου νοήματος, τοῦ ἔσχατου περιεχομένου τῆς ζωῆς τοῦ ἄνθρωπου.

Ἂν στὴ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία περιστράφηκε γύρω ἀπὸ τὴν ἀειπαρθενία της, ἡ καρδιὰ τῆς εὐλάβειας, τῆς σκέψεως καὶ τῆς ἀγάπης τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς πρὸς τὴν Παναγία, ὑπῆρξε πάντοτε ἡ Μητρότητά της, ἡ σχέση σαρκὸς καὶ αἵματος ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ἀνατολὴ χαίρεται ποὺ ὁ ρόλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βασικὸς στὸ θεῖο σχέδιο. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὴ γῆ, ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν κόσμο, γίνεται ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐνσωματώσει τὸν ἄνθρωπο στὴ θεϊκή του κλήση, καὶ σ' αὐτὸ συμμετέχει ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα.

Ἂν ἀντιληφθοῦμε πὼς ἡ κοινὴ φύση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ δική μας εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο βάθος τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι γνήσιος ἄνθρωπος κι ὄχι κάποιο φάντασμα ἢ κάποιο ἀσώματο φαινόμενο, ὅτι εἶναι κάποιος ἀπό μᾶς καὶ παραμένει αἰωνίως ἑνωμένος μαζί μας μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς Του, τότε ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία γίνεται κατανοητὴ, ἐπειδὴ αὐτὴ τοῦ προσέφερε τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα Του. Αὐτὴ δίνει τὴ δυνατότητα στὸν Χριστὸ νὰ ὀνομάζεται πάντοτε "Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου".

Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου... ὁ Θεὸς ποὺ κατῆλθε κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξαγιαστεῖ, νὰ μπορέσει νὰ γίνει κοινωνὸς "θείας φύσεως" (Β' Πέτρου 1, 4), ἤ, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, νὰ "θεωθεῖ".

Ἀκριβῶς ἐδῶ, σ' αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ ἀποκάλυψη τῆς αὐθεντικῆς φύσεως καὶ κλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, βρίσκεται ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τρυφεράδας ποὺ περιβάλλει τὴ Θεοτόκο, ὡς σύνδεσμό μας μὲ τὸν Χριστό, καὶ μέσῳ Αὐτοῦ μὲ τὸν Θεό. Πουθενὰ δὲ ἄλλου δὲν ἀντικατοπτρίζεται αὐτὸ καλύτερα ἀπ' ὅ,τι στὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου.

Σὲ κανένα ὅμως σημεῖο τῆς ἁγίας Γραφῆς δὲν ἀναφέρεται τίποτε γι' αὐτὸ τὸ γεγονός. Γιατί ὅμως θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρεται; Ὑπάρχει κάτι τὸ ἀξιόλογο, κάτι τὸ ἰδιαίτερα μοναδικὸ στὴ συνηθισμένη γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ, σὲ μία γέννα ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες; Ἂν ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἄρχισε νὰ μνημονεύει τὸ γεγονὸς μὲ μιὰ ἰδιαίτερη ἑορτή, αὐτὸ δὲν ἔγινε ἐπειδὴ ἡ γέννα καθαυτὴ ἦταν κάτι τὸ μοναδικὸ ἢ θαυματουργικὸ ἢ ἀσυνήθιστο γεγονός. Τὸ ἀντίθετο, μάλιστα.

Τὸ ὅτι εἶναι τόσο συνηθισμένο γεγονὸς ἀποκαλύπτει μιὰ φρεσκάδα καὶ μιὰ λάμψη ὅσον ἀφορᾶ τὸ καθετὶ ποὺ ἀποκαλοῦμε "ρουτίνα" καὶ συνηθισμένο, καὶ δίνει νέο βάθος στὶς "ἀσήμαντες" λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Τί παρατηροῦμε στὴν εἰκόνα τῆς ἑορτῆς, ὅταν τὴν ἀντικρίζουμε μὲ τὰ πνευματικά μας μάτια; Πάνω σ' ἕνα κρεβάτι εἶναι ξαπλωμένη μιὰ γυναίκα, ἡ Ἄννα, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ποὺ μόλις ἔχει γεννήσει μία κόρη. Δίπλα της εἶναι ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, ὁ Ἰωακείμ, σύμφωνα πάλι μὲ τὴν ἴδια παράδοση. Λίγες γυναῖκες στέκονται ἐκεῖ κοντά, ποὺ πλένουν τὸ νεογέννητο γιὰ πρώτη φορά. Τὸ πιὸ συνηθισμένο, δηλαδή, καὶ ἀπαρατήρητο γεγονός.

Ἢ δὲν εἶναι ἔτσι; Μήπως ἡ Ἐκκλησία θέλει, μέσα ἀπ' αὐτὴ τὴν εἰκόνα, νὰ μᾶς πεῖ πὼς ἡ κάθε γέννα, ἡ εἴσοδος κάθε νέου ἀνθρώπου στὸν κόσμο καὶ στὴ ζωή, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα μέγιστο θαῦμα, ἕνα θαῦμα ποὺ διαρρηγνύει κάθε ρουτίνα, ἐπειδὴ σημαδεύει τὴν ἀρχὴ κάποιου γεγονότος δίχως τέλος, τὴν ἀρχὴ μιᾶς μοναδικῆς καὶ ἀνεπανάληπτης ζωῆς, τὴν ἀρχὴ ἑνὸς νέου προσώπου;

Μὲ κάθε γέννα ὁ κόσμος δημιουργεῖται, κατὰ μία ἔννοια, ἐξ ἀρχῆς, καὶ προσφέρεται ὡς δῶρο σ' αὐτὸν τὸ νέο ἄνθρωπο γιὰ νὰ εἶναι ἡ ζωή του, ὁ δρόμος του, ἡ δημιουργία του.

Κατ' ἀρχάς, αὐτὴ ἡ γιορτὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνας γενικὸς ἑορτασμὸς τῆς γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν θυμόμαστε πλέον τὴν ἀγωνία "διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον" (Ἰωαν. 16,21).

Δεύτερον, τώρα γνωρίζουμε αὐτὸν τοῦ ὁποίου τὴν ἰδιαίτερη γέννηση καὶ τὸν ἐρχομὸ ἑορτάζουμε: τὴν Παναγία. Γνωρίζουμε τὴ μοναδικότητα, τὴν ὀμορφιά, τὴ χάρη ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, τὸν προορισμό του, τὴ σημασία του γιά μᾶς καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Καὶ τρίτον, γιορτάζουμε ὅλους ὅσοι προετοίμασαν τὸν δρόμο τῆς Παναγίας, ποὺ συνέβαλαν στὸ νὰ κληρονομήσει τὴ χάρη καὶ τὴν ὀμορφιά. Σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι μιλοῦν γιὰ κληρονομικότητα, ἄλλα μόνο μὲ μία ἀρνητική, ὑποδουλωτικὴ καὶ αἰτιοκρατικὴ ἔννοια. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει σὲ μία θετικὴ καὶ πνευματικὴ κληρονομικότητα. Πόση πίστη, πόση καλωσύνη, πόσες γενιὲς ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίστηκαν νὰ ζήσουν τὴν ἁγιότητα, δὲν χρειάστηκαν πρὶν τὸ δένδρο τῆς ἱστορίας μπορέσει νὰ βγάλει ἕνα τέτοιο ὑπέροχο καὶ εὐωδιαστὸ λουλούδι -τὴν Παρθένο Παναγία! Γι' αὐτὸ ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεώς της εἶναι ἕνας ἑορτασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἑορτασμὸς τῆς πίστεως στὸν ἄνθρωπο, ἕνας ἑορτασμὸς τοῦ ἄνθρωπου.

Δυστυχῶς ὅμως, ἡ κληρονομιὰ τοῦ κακοῦ εἶναι πολὺ πιὸ ὁρατὴ καὶ γνωστὴ σήμερα. Ὑπάρχει τόσο κακὸ γύρω μας, ὥστε αὐτὴ ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο, στὴν ἐλευθερία του, στὴ δυνατότητά του νὰ παραδίδει στὶς μελλοντικὲς γενιὲς μία φωτεινὴ κληρονομιὰ καλοσύνης ἔχει σχεδὸν ἐξατμιστεῖ κι ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸν κυνισμὸ καὶ τὴν ὑποψία...

Αὐτὸς ὁ ἐχθρικὸς κυνισμὸς καὶ ἡ ἀποθαρρυντικὴ ὑποψία εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι μᾶς κάνει ν' ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ γιορτάζει, μὲ τέτοια χαρὰ καὶ πίστη, τὴ γέννηση ἑνὸς κοριτσιοῦ, στὸ ὁποῖο συγκεντρώνεται ὅλη ἡ καλοσύνη, ἡ πνευματικὴ ὀμορφιά, ἡ ἁρμονία καὶ ἡ τελειότητα, ποὺ εἶναι στοιχεῖα τῆς γνήσιας ἀνθρώπινης φύσεως.

Μέσα ἀπ' αὐτὸ τὸ νεογέννητο κορίτσι, ὁ Χριστὸς -τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ συνάντηση μαζί Του - ἔρχεται ν' ἀγκαλιάσει τὸν κόσμο. Ἑορτάζοντας ἔτσι τὴ γέννηση τῆς Παναγίας, βρισκόμαστε ἤδη στὸν δρόμο πρὸς τὴ Βηθλεέμ, κινούμενοι πρὸς τὸ χαρμόσυνο μυστήριο τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου.

Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2014

Αὐγή ἡμέρας μυστικῆς π. Alexander Schmemann




Τόν Αὔγουστο ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τῆς Παναγίας, τό θάνατό της, γνωστό ὡς Κοίμηση, μιά λέξη ὅπου τό ὄνειρο, ἡ μακαριότητα, ἡ εἰρήνη,ἡ ἠρεμία καί ἡ χαρά ἑνώνονται.

Τίποτε δέν γνωρίζουμε γιά τίς συνθῆκες ποὺ περιβάλλουν τό θάνατο τῆς Παναγίας, τῆς μητέρας τοῦ Χριστοῦ. Διάφορες ἱστορίες, διανθισμένες μέ παιδική τρυφεράδα, ἔχουν φθάσει ὥς ἐμᾶς ἀπό τόν πρώιμο Χριστιανισμό, ἀλλά, ἀκριβῶς λόγω τῆς ποικιλίας τους, δέν νιώθουμε ὑποχρέωση νά ὑπερασπιστοῦμε τήν «ἱστορικότητα» καμιᾶς ἀπ’ αὐτές.

Στήν Κοίμηση, ἡ ἀγάπη καί ἡ μνημόνευση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐπικεντρώνονται στό ἱστορικό και πραγματικὸ πλαίσιο, οὔτε στήν ἡμερομηνία καί στόν τόπο ὅπου αὐτή ἡ μοναδική γυναίκα, αὐτή ἡ Μητέρα ὅλων τῶν μητέρων, ὁλοκλήρωσε τήν ἐπίγεια ζωή της. Ὁποτεδήποτε καί ὁπουδήποτε κι ἄν αὐτό συνέβη,ἡ Ἐκκλησία, ἀντ’ αὐτοῦ, παρατηρεῖ τὴν οὐσία καί τό νόημα τοῦ θανάτου της, μνημονεύοντας τό θάνατο αὐτῆς ποὺ ὁ Υἱός της, σύμφωνα μέ τήν πίστη μας, κατέβαλε τό θάνατο, ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, καί μᾶς ὑποσχέθηκε τήν τελική ἀνάσταση καί τὴ νίκη τῆς ἀθάνατης ζωῆς.

Ὁ θάνατός της ἀναλύεται καλύτερα μέσα ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ποὺ εἶναι τοποθετημένη στό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὡς κέντρο ὅλου τοῦ ἑορτασμοῦ. Ἡ Θεοτόκος νεκρή βρίσκεται στό νεκροκρέβατό της. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι συναγμένοι γύρω της, καί ἀπό πάνω της στέκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, κρατώντας στά χέρια τή Μητέρα Του, ἡ ὁποία εἶναι ζωντανή καί αἰώνια ἑνωμένη μαζί Του. Ἐδῶ βλέπουμε τό θάνατο κι ὅ,τι ἔχει ἤδη περάσει σ’ αὐτό τό συγκεκριμένο θάνατο: ὄχι ρήξη ἀλλά ἕνωση. Ὄχι λύπη ἀλλά χαρά. Καὶ σ’ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, ὄχι θάνατος ἀλλά ζωή. «Ἐν τῇ γεννήσει σου σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ κοιμήσει σου νέκρωσις ἄφθορος», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, βλέποντας αὐτή τήν εἰκόνα. «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε…».

Τά λόγια μιᾶς βαθύτατης καί πολύ ὄμορφης προσευχῆς ποὺ ἀπευθύνεται στήν Παναγία ἔρχονται τώρα στό νοῦ μας, «Χαῖρε αὐγή μυστικῆς ἡμέρας!» (Ἀκάθιστος Ὕμνος). Τό φῶς ποὺ ξεχύνεται ἀπό τήν Κοίμηση προέρχεται ἀκριβῶς ἀπ’ αὐτή τήν ἄδυτη, μυστική Ἡμέρα. Παρατηρώντας αὐτόν τό θάνατο, καί στεκόμενοι δίπλα σ’ αὐτό τό νεκροκρέβατο, καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ θάνατος δέν ἰσχύει πλέον, ὅτι ἡ διαδικασία τοῦ θανάτου ἑνός ἀνθρώπου ἔχει γίνει τώρα μιὰ πράξη ζωῆς, μιὰ εἴσοδος σέ μιὰ εὐρύτερη ζωή, ὅπου βασιλεύει ἡ ζωή. Αὐτή ποὺ δόθηκε ἐντελῶς στὸ Χριστό, ποὺ Τόν ἀγάπησε ἕως τέλους· συναντιέται μ’ Αὐτόν σ’ ἐκεῖνες τίς φωτεινές πύλες τοῦ θανάτου, κι ἐκεῖ ὁ θάνατος μεταστρέφεται ἀμέσως σέ χαρμόσυνη συνάντηση – ἡ ζωή θριαμβεύει, ἡ χαρά καί ἡ ἀγάπη κυριαρχοῦν πάνω στά πάντα.

Γιὰ αἰῶνες ἡ Ἐκκλησία στοχάστηκε κι ἐμπνεύστηκε ἀπό τό θάνατο Αὐτῆς ποὺ ὑπῆρξε μητέρα τοῦ Χριστοῦ· ποὺ ἔδωσε ζωή στό Σωτήρα καί Κύριό μας· ποὺ Τοῦ δόθηκε ὁλοκληρωτικά μέχρι τέλους καί στάθηκε δίπλα Του στό Σταυρό. Καί παρατηρώντας ἡ Ἐκκλησία τό θάνατό της, ἀνακάλυψε καί βίωσε τό θάνατο, ὄχι ὡς φόβο, τρόμο, τέλος, ἀλλ’ ὡς ἀστραποβόλα καί αὐθεντική Ἀναστάσιμη χαρά. «Ποίοις πνευματικοῖς ἄσμασιν, ἀνυμνήσωμέν σε, Παναγία; Διὰ γάρ τῆς ἀθανάτου Κοιμήσεώς σου ἡγιασας τά σύμπαντα…». Ἐδῶ, σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς πρώτους ὕμνους τῆς ἑορτῆς, βρίσκουμε ἀμέσως νά ἐκφράζεται ἡ βαθιά οὐσία τῆς χαρᾶς της: «Νέκρωσις ἄφθορος», ἀθάνατη κοίμηση. Ποιό εἶναι ὅμως τό νόημα αὐτῆς τῆς ἀντιφατικῆς καί φανερά παράλογης συνυπάρξεως αὐτῶν τῶν λέξεων;

Στήν Κοίμηση μᾶς ἀποκαλύπτεται ὅλο τό χαρμόσυνο μυστήριο αὐτοῦ τοῦ θανάτου καί γίνεται χαρά μας, ἐπειδή ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι ἕνας ἀπό μᾶς. Ἄν ὁ θάνατος εἶναι ὁ τρόμος καί ἡ θλίψη τοῦ χωρισμοῦ, ἡ κάθοδος στήν τρομερή μοναξιά καί τό σκοτάδι, τότε τίποτ’ ἀπ’ ὅλα αὐτά δὲν εἶναι παρόν στό θάνατο τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀφοῦ ὁ θάνατός της, ὅπως καί ὁλόκληρη ἡ ζωή της, εἶναι μιὰ συνάντηση, ἀγάπη, συνεχής κίνηση πρός τό αἰώνιο, ἄδυτο φῶς τῆς αἰωνιότητος καί μιά εἴσοδος σ’ αὐτό. «Ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον», λέγει ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἀπόστολος τῆς ἀγάπης (Α΄ Ἰωάν. 4,18). Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει φόβος στήν ἄφθορη κοίμηση τῆς Παρθένου Μαρίας. Ἐδῶ ὁ θάνατος ἔχει καταληφθεῖ ἐκ τῶν ἔνδον, ἔχει ἐλευθερωθει ἀπ’ ὅ,τι τόν γεμίζει μὲ τρόμο καί ἀπελπισία. Ὁ ἴδιος ὁ θάνατος γίνεται ζωή θριαμβεύουσα. Ὁ θάνατος γίνεται «αὐγή μυστικῆς ἡμέρας». Ἔτσι στὴ γιορτή δέν ὑπάρχει οὔτε λύπη, οὔτε νεκρώσιμα μοιρολόγια, οὔτε στεναχώρια, ἀλλὰ μόνο φῶς καί ζωή. Προσεγγίζοντας τὴν πόρτα τοῦ ἀναπόφευκτου θανάτου μας, εἶναι σάν νά τή βρίσκουμε ὀρθάνοικτη, μέ τό φῶς νά ξεχύνεται ἀπὸ τή νίκη ποὺ πλησιάζει ἀπό τήν ἐρχόμενη ἐπικράτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Στή λάμψη αὐτοῦ τοῦ ἀσύγκριτου φωτός τῆς ἑορτῆς, στίς αὐγουστιάτικες αὐτές μέρες, ὅταν ὁ φυσικός κόσμος φθάνει στό ἀποκορύφωμα τῆς ὀμορφιᾶς του καί γίνεται ὕμνος δοξολογίας καί ἐλπίδας καί σύμβολο ἑνός ἄλλου κόσμου, ἀκούγονται τά λόγια τῆς Κοιμήσεως, «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γάρ ζωῆς Μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον…». Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον θάνατος. Ὁ θάνατος ἀκτινοβολεῖ αἰωνιότητακαι ἀθανασία. Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον ρήξη ἀλλά ἕνωση. Δέν εἶναι λύπη, ἀλλά χαρά. Δέν εἶναι ἥττα, ἀλλά νίκη.

Αὐτά εἶναι ὅσα ἑορτάζουμε τήν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας Παρθένου, καθώς τά προεικονίζουμε, τά προγευόμαστε καί τά ἀπολαμβάνουμε ἀπό τώρα, στήν αὐγή τῆς μυστικῆς καί αἰώνιας Ἡμέρας.

Πέμπτη, Ιουλίου 31, 2014

Τί εἶναι ἡ ταπείνωση; π. Alexander Schmemann




Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση μπορεῖ νὰ φανεῖ παράδοξη γιατί εἶναι ριζωμένη σὲ μία περίεργη διαβεβαίωση: Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινός! Γιὰ κεῖνον ποὺ γνωρίζει τὸν Θεό, ποὺ Τὸν ἀτενίζει μέσα στὴ δημιουργία Του καὶ στὶς σωτήριες ἐνέργειές Του, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ταπείνωση εἶναι πραγματικὰ μία θεία ποιότητα, εἶναι τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο καὶ ἡ λάμψη τῆς δόξας ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅπως ψέλνουμε στὴ Θεία Λειτουργία, εἶναι «πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ». Μέσα στὴν ἀνθρώπινη διανοητικότητά μας ἔχουμε τὴν τάση νὰ μὴ μποροῦμε νὰ συμβιβάσουμε τὴ «δόξα» μὲ τὴν «ταπείνωση» - ἀφοῦ μάλιστα ἡ ταπείνωση θεωρεῖται ψεγάδι ἢ ἐλάττωμα. Ἀκριβῶς ὅμως ἡ ἄγνοιά μας καὶ ἡ ἀδεξιότητά μας εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς κάνουν ἢ θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς κάνουν νὰ νιώθουμε ταπεινοί.

Εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ μεταφέρεις στὸ σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ τρέφεται μὲ τὴ δημοσιότητα, τὴν αὐτοπροβολὴ καὶ τὴν ἀτέλειωτη αὐτοεξύμνηση, τὸ γεγονὸς ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶναι αὐθεντικὰ τέλειο, ὄμορφο καὶ καλὸ εἶναι τὴν ἴδια στιγμὴ γνήσια ταπεινό. Ἀκριβῶς γιατί ἡ τελειότητα δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ «δημοσιότητα», τὴν ἐξωτερικὴ δόξα ἢ ἀπὸ τὴν κάθε εἴδους ἐπίδειξη.

Ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινὸς γιατί εἶναι τέλειος. Ἡ ταπείνωσή Του εἶναι ἡ δόξα Του καὶ ἡ πηγὴ κάθε ἀληθινῆς ὀμορφιᾶς, τελειότητας καὶ καλοσύνης. Αὐτὸ συνέβηκε μὲ τὴν Παναγία, τὴ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἡ ταπείνωση τὴν ἔκανε χαρὰ ὅλης τῆς οἰκουμένης καὶ τρανὴ ἀποκάλυψη τῆς ὡραιότητας πάνω στὴ γῆ· αὐτὸ ἔγινε καὶ μὲ ὅλους τους ἁγίους· τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὶς σπάνιες στιγμὲς τῆς ἐπαφῆς της μὲ τὸ Θεό.

Πῶς κανεὶς γίνεται ταπεινός; Ἡ ἀπάντηση γιὰ ἕνα χριστιανὸ εἶναι ἁπλή: μὲ τὴν ἐνατένιση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ σαρκωμένη Θεία ταπείνωση, ὁ Ἕνας, μέσα στὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε, μιὰ γιὰ πάντα, τὴ δόξα Του σὰν ταπείνωση καὶ τὴν ταπείνωσή Του σὰν δόξα. «Νῦν» εἶπε ὁ Χριστὸς τὴ νύχτα τῆς ἄκρας ταπείνωσής Του, «ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ».

Ἡ ταπείνωση μαθαίνεται ἀτενίζοντας τὸ Χριστὸ ὁ ὁποῖος εἶπε: «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμὶ καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11: 29). Τελικὰ γινόμαστε ταπεινοὶ μὲ τὸ νὰ μετρᾶμε τὸ καθετὶ μὲ μέτρο τὸ Χριστὸ καὶ νὰ ἀναφερόμαστε γιὰ ὅλα σ’ Αὐτόν. Χωρὶς τὸν Χριστὸ ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση εἶναι ἀδύνατη, ἐνῶ στὴν περίπτωση τοῦ Φαρισαίου, ἀκόμα καὶ ἡ θρησκεία, γίνεται ὑπερηφάνεια γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά του• ἔχουμε δηλαδὴ ἕνα εἶδος φαρισαϊκῆς αὐτο-δοξολογίας.

Μιὰ προσευχὴ γιὰ ταπείνωση εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Γιατί μετάνοια, πάνω ἀπὸ καθετὶ ἄλλο, εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴ γνήσια τάξη τῶν πραγμάτων, ἡ «ἀναμόρφωση τοῦ ἀρχαίου κάλλους». Ἡ μετάνοια ἑπομένως εἶναι θεμελιωμένη στὴν ταπείνωση καὶ ἡ ταπείνωση – ἡ Θεία καὶ θαυμαστὴ ταπείνωση – εἶναι καρπός της καὶ τέρμα της.

Σάββατο, Ιουνίου 28, 2014

Το χρέος του γνήσιου και έμπειρου πνευματικού...

Χρέος ενός γνησίου και εμπείρου πνευματικού πατέρα είναι να προσανατολίζει τα βλέμματα και τις καρδιές των πνευματικών του παιδιών στο πρόσωπο του Κυρίου και όχι στο δικό του. 'Η προσωπολατρία είτε επιδιώκεται απο τον ιερωμένο είτε εκδηλώνεται από το πνευματικο του παιδί - και φυσικά δεν καταπολεμείται από τον πρώτο - συνιστά αρρώστια και αποτελεί έναν σοβαρό πνευματικό κίνδυνο και για τους δύο.
Γράφει ο επίσκοπος Κάλλιστος Ware: «Στην πραγματικότητα η σχέση δεν είναι δίπλευρη αλλά τριγωνική, επειδή πέρα από τον γέροντα και τον μαθητή του υπάρχει κι ένα τρίτο μέλος, ο Θεός. Ο Κύριος μας λέει πως δεν πρέπει να καλούμε κάποιον «πατέρα», επειδή έχουμε μόνο έναν πατέρα, τον εν ουρανοίς (Ματθ. 23, 9). Ο γέροντας δεν είναι κάποιος αλάθητος κριτής ή ένα εφετείο, αλλά ένας συνυπηρέτης του ζώντος Θεού δεν είναι δικτάτορας, αλλά οδηγός και σύντροφος στο ταξίδι. Ο μόνος αληθής «πνευματικός οδηγός», με όλη τη σημασία της λέξης, είναι το ΄Αγιο Πνεύμα» 

π.Αλεξάνδρου Σμέμαν(Η εντός ημών Βασιλεία, σ. 139).

Δευτέρα, Ιουνίου 23, 2014

Ποιὰ τὰ ἐμπόδια ἀναβίωσης τῆς ἱστορικῆς Ὀρθοδοξίας π. Alexander Schmemann



Γιά νά ἀλλάξουμε τήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ὀρθοδοξίας, πρέπει νά μάθουμε νά βλέπουμε τούς ἑαυτούς μας σέ προοπτική, νά μετανοήσουμε, καί ἄν χρειάζεται, ν' ἀποδεχθοῦμε τήν ἀλλαγή, τή μεταστροφή. Στήν ἱστορική Ὀρθοδοξία, ὑπάρχει μία ὁλοκληρωτική ἀπουσία κριτηρίων αὐτοκριτικῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία αὐτοπροσδιοριζόταν: ἔναντι τῶν αἱρέσεων, ἔναντι τῆς Δύσης, τῆς Ἀνατολῆς, τῶν Τούρκων, κ.λ.π. Ἡ Ὀρθοδοξία συνυφάνθηκε μέ συμπλέγματα αὐτοεπιβεβαίωσης, καί ἀπό μία ὑπερτροφική θριαμβολογία: τό νά ἀναγνωρίζει τά λάθη της σήμαινε πώς καταστρέφει τά θεμέλια της ἀληθινῆς πίστης.

Ἡ τραγωδία τῆς Ὀρθόδοξης ἱστορίας τοποθετεῖται κυρίως στόν θρίαμβό της ἐπάνω στό ἐξωτερικό, ἀντικειμενικό κακό: εἴτε κατά τή διάρκεια τῶν διωγμῶν, ἤ ἀπό τόν ζυγό τῶν Τούρκων, τοῦ Κομμουνισμοῦ – καί ποτέ ἐπάνω στό ἐσωτερικό. Κι ὅσο δέν μεταβάλλονται αὐτές οἱ πεποιθήσεις, πιστεύω πώς δέν εἶναι δυνατή καμία Ὀρθόδοξη ἀναβίωση. 

Τά πολλά ἐμπόδια πού καθιστοῦν τόσο δύσκολη αὐτή τήν ἀναβίωση δέν ὀφείλονται στούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, ἀλλά ριζώνουν ἐκεῖ πού φαίνεται πώς βρίσκεται ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας: 

Πρῶτον -σ' ἕνα εἶδος εὐσέβειας, γεμάτης ἀπό προλήψεις καί γλυκερότητα, καί ἀπολύτως ἀδιαπέραστης σέ κάθε πολιτισμό. Μία εὐσέβεια μέ παγανιστικές διαστάσεις, πού διαλύει τήν Ὀρθοδοξία σέ μία συναισθηματική θρησκευτικότητα. 

Δεύτερον – σέ μία Γνωστική τάση στήν ἴδια τήν πίστη, ἡ ὁποία ξεκίνησε ὡς Ἑλληνιστική ἐπίδραση καί κατέληξε στή Δύση ὡς Καρτεσιανή ἐγκεφαλικότητα. 

Τρίτον – στόν δυϊσμό εὐσέβειας καί ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, πού ἀποκατέστησε τήν πρωτογενῆ ἐσχατολογία στό χριστιανικό ὅραμα τοῦ κόσμου. 

Τέταρτον – στήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας σ' ἕναν ἐθνικισμό τοῦ χειρίστου παγανιστικοῦ, αὐταρχικοῦ καί ἀρνητικοῦ εἴδους. 

Αὐτό τό “κοκτέιλ” προσφέρεται ὡς “καθαρή Ὀρθοδοξία”, καί κάθε προσπάθεια κριτικῆς του καταδικάζεται ἀμέσως ὡς αἵρεση. Τίποτε δέν εἶναι πιό ἐπικίνδυνο ὅσο ἡ φανατική ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2014

Ἡ χαρά στήν πνευματική ζωή μας -π. Alexander Schmemann

Τρίτη, 12 Ὀκτωβρίου, 1976

Συναντήσεις, συζητήσεις, τηλεφωνήματα. Ἔχω κουραστεῖ ἀπὸ τὰ παράπονα, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς παραμένει: κάτω ἀπ' αὐτὴ τὴ συνεχῆ πίεση καὶ σπουδή, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐργαστεῖς. «Πάτερ, ποτὲ μπορῶ νὰ σᾶς δῶ;» Καμιὰ διέξοδος, ὅπως ἔχουν τὰ πράγματα. Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο: «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τάς ψυχᾶς ὑμῶν» (Λουκ. 21,19).


Πηγὴ τῆς ψευδοῦς θρησκείας εἶναι ἡ ἀνικανότητα νὰ χαρεῖς, ἤ μᾶλλον ἡ ἄρνηση τῆς χαρᾶς, ἐνῶ ἡ χαρὰ εἶναι ἀπόλυτα οὐσιώδης ἐπειδή, δίχως ἀμφιβολία, ἀποτελεῖ καρπὸ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ νὰ μὴ χαίρεται. Μόνο σὲ σχέση μὲ τὴ χαρά, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ταπείνωση εἶναι σωστός, γνήσιος καὶ καρποφόρος. Ἔξω ἀπὸ τὴ χαρά, ὅλα γίνονται δαιμονικά, μιά βαθύτερη διαστροφὴ κάθε θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Μιά θρησκεία φόβου. Θρησκεία τῆς ψευτοταπείνωσης. Θρησκεία τῆς ἐνοχῆς: τὰ πάντα εἶναι πειρασμοὶ καὶ παγίδες - ὄντως πολὺ δυνατοί, ὄχι μόνο στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ «θρησκευόμενοι» ἄνθρωποι, κατὰ κάποιο τρόπο, βλέπουν τὴ χαρὰ μὲ ὑποψία.


Πρώτη καὶ κύρια πηγὴ ὅλων τῶν πραγμάτων εἶναι τὸ «εὐλόγει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον...». Ὁ φόβος τῆς ἁμαρτίας δὲν μᾶς γλυτώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ πού μᾶς σώζει εἶναι ἡ χαρὰ ἐν Κυρίῳ. Ἕνα αἴσθημα ἐνοχῆς ἤ ἠθικότητας δὲν μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τοὺς πειρασμούς του. Ἡ χαρὰ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐλευθερίας, ὅπου καλούμαστε νὰ σταθοῦμε. Ποῦ, πῶς καὶ πότε διαστρεβλώθηκε καὶ ἀμβλύνθηκε αὐτὴ ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ Χριστιανισμοῦ -ἤ μᾶλλον, ποῦ, πῶς καὶ πότε οἱ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ κωφεύουν στὴ χαρά; Ποῦ, πῶς καὶ πότε ἡ Ἐκκλησία, ἀντὶ ν' ἀπελευθερώνει τοὺς βασανισμένους ἀνθρώπους, ἄρχισε νὰ τοὺς ἐκφοβίζει καὶ νὰ τοὺς τρομοκρατεῖ μὲ σαδιστικὸ τρόπο;


Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται συνεχῶς γιὰ νὰ ζητήσουν συμβουλὲς (σήμερα ἀπὸ τὶς 7:30 τὸ πρωί, ἐξομολόγηση, συζήτηση, συζήτηση, συζήτηση, τέσσερις ἄνθρωποι μὲ προβλήματα, χωρὶς νὰ λογαριάζω τὶς συναντήσεις ποὺ ἔχω ἀργότερα). Καὶ κάποια ἀδυναμία ἤ ψεύτικη ντροπὴ μὲ συγκρατεῖ ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς πῶ, «Δὲν ἔχω καμιὰ συμβουλὴ νὰ σᾶς δώσω. Δὲν ἔχω παρὰ μιά ἀδύναμη, ἑτοιμόρροπη, ἀλλὰ ὡστόσο γιὰ μένα, ἀδιάλειπτη χαρά. Τὴ θέλετε ;» Ὄχι, δὲν τὴ θέλουν. Θέλουν νὰ συζητοῦν γιὰ «προβλήματα» καὶ νὰ κουβεντιάζουν γιὰ «λύσεις». Ὄχι, δὲν ὑπῆρξε μεγαλύτερη νίκη τοῦ Διαβόλου πάνω στὸν κόσμο ἄλλη ἀπ' αὐτὴ τὴν «ψυχολογοποιημένη» θρησκεία. Ὑπάρχουν τὰ πάντα στὴν ψυχολογία. Ἕνα πράγμα εἶναι σ' αὐτὴν ἀδιανόητο, ἀδύνατο: ἡ χαρά!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...