Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Schmemann Alexander. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Schmemann Alexander. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαρτίου 18, 2017

Τι γιορτάζουμε αύριο Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως;

Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως

Αύριο, Κυριακή 19 Μαρτίου, είναι τρίτη Κυριακή των Νηστειών. Ονομάζεται Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και εορτάζεται κάθε χρόνο 28 ημέρες πριν το Άγιο Πάσχα. Τι ακριβώς σημαίνει, όμως, και τι γιορτάζουμε αυτήν την ημέρα;
Ονομάζεται Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως γιατί στην αγρυπνία ή στον Όρθρο αυτής της μέρας, μετά από τη μεγάλη Δοξολογία, ο Σταυρός μεταφέρεται σε μια σεμνή πομπή στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη εβδομάδα οπότε στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνηση του Σταυρού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία αυτής της Κυριακής, παρουσιάζεται όχι μέσα στο πλαίσιο του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς. Ακόμα δε περισσότερο οι Ειρμοί του Κανόνα της Κυριακής είναι παραμένει από την πασχαλινή ακολουθία,«Αναστάσεως ημέρα», και ο Κανόνας είναι παράφραση του αναστάσιμου Κανόνα (Σταυροαναστάσιμος Κανόνας).
Ποιό, όμως, είναι το νόημα όλων αυτών; Βρισκόμαστε στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής. Από τη μια πλευρά η φυσική και πνευματική προσπάθεια, αν είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να μας γίνεται αισθητή, το φόρτωμα να γίνεται πιο βαρύ, η κόπωση πιο φανερή.Έχουμε ανάγκη από βοήθεια και ενθάρρυνση. Από την άλλη πλευρά, αφού αντέξουμε αυτή την κόπωση και έχουμε αναρριχηθεί στο βουνό μέχρι αυτό το σημείο, αρχίζουμε να βλέπουμε το τέλος της πορείας μας και η ακτινοβολία του Πάσχα γίνεται πιο έντονη.
Η Σαρακοστή είναι η σταύρωσητου εαυτού μας, είναι η εμπειρία – περιορισμένη βέβαια – που αποκομίζουμε από την εντολή τουΧριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Μάρκ. 8,34). Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε το σταυρό μας και ν΄ ακολουθήσουμε το Χριστό αν δεν ατενίζουμε το Σταυρό που Εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός, όχι ο δικός μας,είναι εκείνος που μας σώζει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. Αυτό μας εξηγεί το συναξάρι της Κυριακής αυτής:
«Τη αυτή ημέρα Κυριακή τρίτη των Νηστειών, την προσκύνησιν εορτάζομεν του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού». Επειδή στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών, κατά κάποιο τρόπο, και μείς σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι΄ αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας· μας θυμίζει τα πάθη του Κυρίου Ιησού Χριστού και μας παρηγορεί… Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο και μακρινό δρόμο που κατάκοποι, αν βρούν κάποιο ευσκιόφυλλο δένδρο κάθονται για λίγο ν΄αναπαυθούν και ανανεωμένοι συνεχίζουν το δρόμο τους. Έτσι και τώρα τον καιρό της νηστείας και στο δύσκολο ταξίδι της προσπάθειας, ο ζωηφόρος Σταυρός φυτεύτηκε στο μέσον του δρόμου από τους αγίους Πατέρες για να μας δώσει άνεση και αναψυχή, για να μας ενθαρρύνει στην υπόλοιπη προσπάθειά μας.
Ή, για να δώσουμε και ένα άλλο παράδειγμα: όταν έρχεται ένας βασιλιάς, πριν απ’ αυτόν πορεύονται τα διακριτικά του γνωρίσματα, τα σκήπτρα, τα σύμβολα του και ύστερα εμφανίζεται ο ίδιος χαρούμενος για τη νίκη και μαζί του χαίρονται και όλοι οι υπήκοοί του· έτσι και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, που σε λίγο θα μας δείξει τη νίκη Του κατά του θανάτου Του και θα εμφανιστεί μετά δόξης την ημέρα της αναστάσεως, μας στέλνει πρώτα το σκήπτρο Του, τη βασιλική σημαία, το ζωοποιό Σταυρό ώστε να μας προετοιμάσει να δεχτούμε και τον ίδιο τον Βασιλιά και να Τον δοξάσουμε για τη νίκη…
Με το ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνει την πικρία που νοιώθουμε από τη νηστεία, μας ενισχύει στην πορεία μας στην έρημο έως ότου φτάσουμε στην πνευματική Ιερουσαλήμ με την ανάστασή Του… Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλον Ζωής και είναι εκείνο το ξύλο που φυτεύτηκε στον Παράδεισο,γι΄ αυτό και οι θείοι Πατέρες τοποθέτησαν τούτο στο μέσον της Σαρακοστής, για να μας θυμίζει του Αδάμ της ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή· να μας θυμίζει ακόμα ότι με τη συμμετοχή μαςστο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια αλλά ζωογονούμαστε».
π. Αλεξάνδρου Σμέμαν

Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως


 



Ἀπὸ τὰ παμπάλαια χρόνια, τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου τῆς τρίτης ἑβδομάδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ σταυρὸς μεταφέρεται στὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀκόλουθη ἑβδομάδα εἶναι γνωστὴ ὡς ἑβδομάδα τοῦ Σταυροῦ. Ξέρουμε πὼς ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀποτελεῖ μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε ποὺ ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη της τὸν πόνο, τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ σταυρό. Ἡ προβολὴ τοῦ σταυροῦ στὴ μέση τῆς Σαρακοστῆς, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ σκοπὸ τῆς βαθύτερης καὶ ἐντατικότερης ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς. Ἔτσι εἶναι ὁ κατάλληλος τόπος ἐδῶ, γιὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸ ρόλο τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σημαντικότατου καὶ χαρακτηριστικότατου ὅλων τῶν Χριστιανικῶν συμβόλων.

Τὸ σύμβολο αὐτὸ ἔχει δύο στενὰ ἀλληλένδετες σημασίες. Ἀφενὸς εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ ἀποφασιστικὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο ὁλοκληρώθηκε ἡ ἐπίγεια ζωὴ καὶ διακονία τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἱστορία ἑνὸς φοβεροῦ καὶ τρομακτικοῦ μίσους ἐνάντια σ’ Αὐτὸν ποὺ ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία Του ἐπικεντρώθηκε στὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, καὶ ποὺ ὁλόκληρο τὸ κύρυγμά Του ἦταν μία κλήση σὲ αὐτοθυσία στὸ ὄνομα τῆς ἀγάπης. Ὁ Πιλάτος, ὁ Ρωμαῖος κυβερνήτης στὸν ὁποῖο μεταφέρθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ Τὸν συνέλαβαν, Τὸν ἐκτύπησαν καὶ Τὸν ἔφτυσαν, λέει, «ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω» (Ἰωάν. 19, 4). Αὐτὸ ὅμως προκάλεσε ἕνα ἰσχυρότερο ξέσπασμα: «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν!» φωνάζει τὸ πλῆθος.

Ἔτσι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ θέτει ἕνα αἰώνιο πρόβλημα, ποὺ σκοπεύει στὸ βάθος τῆς συνειδήσεως: γιατί ἡ καλωσύνη ξεσήκωσε ὄχι μόνο ἀντίθεση, ἀλλὰ καὶ μίσος; Γιατί ἡ καλωσύνη σταυρώνεται πάντοτε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο;

Συνήθως ἀποφεύγουμε νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, ἐπιρρίπτοντας τὴν εὐθύνη σὲ κάποιον ἄλλο: ἂν ἤμασταν ἐκεῖ, ἂν ἤμουν ἐκεῖ ἐκείνη τὴν τρομερὴ νύχτα, δὲ θὰ εἶχα συμπεριφερθεῖ ὅπως οἱ ἄλλοι. Ἀλλοίμονο ὅμως, κάπου βαθιὰ στὴ συνείδησή μας γνωρίζουμε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλήθεια. Ξέρουμε πὼς οἱ ἄνθρωποι ποὺ βασάνισαν, σταύρωσαν καὶ μίσησαν τὸν Χριστὸ δὲν ἦταν κάποιου εἴδους τέρατα, κατεχόμενα ἀπὸ κάποιο ἰδιαίτερο καὶ μοναδικὸ κακό. Ὄχι, ἦταν «ὅπως ὅλοι μας». Ὁ Πιλάτος προσπάθησε ἀκόμη καὶ νὰ ὑπερασπιστεῖ τὸν Ἰησοῦ, νὰ μεταπείσει τὸ πλῆθος, προσφέρθηκε ἀκόμη καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὸ Χριστὸ ὡς κίνηση καλῆς θελήσεως, χάριν τῆς ἑορτῆς, ὅταν κι αὐτὸ ἀπέτυχε, στάθηκε μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἔνιψε τὰ χέρια του, δείχνοντας τὴ διαφωνία του σ’ αὐτὸ τὸ φόνο.

Μὲ λίγες πινελιὲς τὸ εὐαγγέλιο σχεδιάζει τὴν εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ παθητικοῦ Πιλάτου, τοῦ τρόμου του, τῆς γραφειοκρατικῆς του συνειδήσεως, τῆς δειλῆς του ἀρνήσεως νὰ ἀκολουθήσει τὴ συνείδησή του.

Δὲ συμβαίνει ὅμως ἀκριβῶς τὸ ἴδιο στὴ δική μας ζωὴ καὶ στὴ ζωὴ γύρω μας; Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πιὸ κοινότυπη, ἡ πιὸ τυπικὴ ἱστορία; Δὲν εἶναι παρὼν συνεχῶς μέσα μας κάποιος Πιλάτος;

Δὲν εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅταν ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ ποῦμε ἕνα ἀποφασιστικό, ἀμετάκλητο ὄχι στὸ ψεῦδος, στὴν ἀδικία, στὸ κακὸ καὶ στὸ μίσος, ἐνδίδουμε στὸν πειρασμὸ νὰ «νίψουμε τὰς χεῖρας μας»;

Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο ἦταν οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι ὅμως ὑπερασπιζόμενοι τὸν ἑαυτό τους θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν: ἐκτελέσαμε ἁπλῶς διαταγές, μᾶς εἶπαν νὰ «ἐξουδετερώσουμε» κάποιον ταραχοποιὸ ποὺ προκαλοῦσε ἀναστάτωση καὶ ἀταξία, γιὰ ποιὸ πράγμα μιλᾶτε λοιπόν; Πίσω ἀπὸ τὸν Πιλάτο, πίσω ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἦταν τὸ πλῆθος, οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ποὺ ἕξι μέρες πρὶν φώναζαν «Ὡσαννά», καθὼς ὑποδέχονταν θριαμβευτικὰ τὸ Χριστό, κατὰ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἱερουσαλήμ, μόνο ποὺ τώρα ἡ κραυγὴ τους ἦταν «Σταύρωσον αὐτόν!» Ἔχουν ὅμως καὶ γι’ αὐτὸ μία ἐξήγηση. Δὲν εἶναι οἱ ἡγέτες τους, οἱ διδάσκαλοί τους καὶ οἱ κυβερνῆτες τους αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔλεγαν πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ἕνας ἐγκληματίας, ποὺ κατέλυσε τοὺς νόμους καὶ τὶς συνήθειες, καὶ γι’ αὐτό, βάσει τοῦ νόμου, «πάντοτε βάσει τοῦ νόμου, πάντοτε σύμφωνα μὲ τὸ ὑπάρχον καταστατικό», πρέπει νὰ πεθάνει…; Ἔτσι κάθε συμπαίκτης σ’ αὐτὸ τὸ τρομακτικὸ γεγονὸς εἶχε δίκαιο «ἀπὸ τὴν πλευρά του», ὅλοι δικαιώθηκαν. Ὅλοι μαζὶ ὅμως δολοφόνησαν ἕναν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖον «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον». Ἡ πρώτη σημασία τοῦ σταυροῦ συνεπῶς εἶναι ἡ κρίση τοῦ κακοῦ, ἡ μᾶλλον τῆς ψευδοκαλωσύνης αὐτοῦ τοῦ κόσμου, μέσα στὸν ὁποῖο πανηγυρίζει αἰώνια τὸ κακό, καὶ ὁ ὁποῖος προωθεῖ τὸν τρομακτικὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ πάνω στὴ γῆ.

Αὐτὸ μᾶς μεταφέρει στὴ δεύτερη σημασία τοῦ σταυροῦ. Μετὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθεῖ ὁ δικός μας σταυρός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι,… ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καθ’ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Λουκ. 9, 23). Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἡ ἐπιλογὴ ποὺ εἶχε νὰ κάνει ὁ καθένας ἐκείνη τὴ νύχτα –ὁ Πιλάτος, οἱ στρατιῶτες, οἱ ἀρχηγοί, τὸ πλῆθος κι ὁ καθένας μέσα στὸ πλῆθος – εἶναι μία ἐπιλογὴ ποὺ τίθεται συνεχῶς καὶ σὲ καθημερινὴ βάση μπροστά μας. Ἐξωτερικά, ἡ ἐπιλογὴ ἔχει νὰ κάνει μὲ κάτι φαινομενικὰ ἀσήμαντο γιά μᾶς, ἤ δευτερεῦον. Γιὰ τὴ συνείδηση ὅμως τίποτε δὲν εἶναι πρῶτο ἤ δεύτερο, ἀλλὰ τὸ καθετὶ μετρᾶται ἂν εἶναι ἀληθινὸ ἤ ψεύτικο, καλὸ ἤ κακό. Τὸ νὰ σηκώνεις λοιπὸν τὸ σταυρό σου καθημερινὰ δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ νὰ ἀντέχεις τὰ φορτία καὶ τὶς μέριμνες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τὸ νὰ ζεῖς ἁρμονικὰ μὲ τὴ συνείδησή σου, τὸ νὰ ζεῖς μέσα στὸ φῶς τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως.

Ἀκόμη καὶ σήμερα, μὲ ὅλο τὸν κόσμο νὰ κοιτάζει, ἕνας ἄνθρωπος στὸν ὁποῖο «οὐδὲν εὑρέθη αἴτιον» μπορεῖ νὰ συλλαμβάνεται, νὰ βασανίζεται, νὰ κτυπιέται, νὰ φυλακίζεται ἤ νὰ ἐξορίζεται. Ὅλα αὐτὰ δὲ «ἐπὶ τὴ βάσει τοῦ νόμου», χάριν τῆς ὑπακοῆς καὶ πειθαρχίας, ὅλα στὸ ὄνομα τῆς τάξεως, γιὰ τὸ καλὸ ὅλων. Πόσοι Πιλάτοι δὲ νίπτουν τὰ χέρια τους, πόσοι στρατιῶτες δὲ σπεύδουν νὰ ἐκτελέσουν τὶς διαταγὲς τῆς στρατιωτικῆς ἱεραρχίας, πόσοι ἄνθρωποι ὑπάκουα, δουλόπρεπα δὲν τοὺς χειροκροτοῦν, ἤ τουλάχιστον δὲν κοιτάζουν σιωπηλὰ τὸ κακὸ ποὺ θριαμβεύει; Καθὼς μεταφέρουμε τὸ σταυρό, καθὼς τὸν προσκυνοῦμε, καθὼς τὸν ἀσπαζόμαστε, ἂς σκεφτοῦμε τὴ σημασία του. Τί μᾶς λέει, σὲ τί μᾶς καλεῖ; Ἂς θυμηθοῦμε τὸ σταυρὸ ὡς ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ὁποία κρέμονται τὰ πάντα στὸν κόσμο, καὶ ποὺ χωρὶς αὐτὸν ὅλα στὸν κόσμο γίνονται θρίαμβος τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ σκότους. Ὁ Χριστὸς εἶπε, «εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον» (Ἰωάν. 9, 39). Σ’ αὐτὴ τὴν κρίση, μπροστὰ στὸ δικαστήριο τῆς σταυρωμένης ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς καλωσύνης, δικάζεται ὁ καθένας μας.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 16, 2017

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΙΣΗ (Κυριακή της Απόκρεω) Alexander Schmemann


Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΡΙΣΗ (Κυριακή της Απόκρεω) Alexander Schmemann

ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Πορεία προς το Πάσχα
Μετάφραση από το Αγγλικό: ΕΛΕΝΗ ΓΚΑΝΟΥΡΗ
«ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ»
       Η επόμενη Κυριακή ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω γιατί στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί αρχίζει μια περιορισμένη νηστεία – αποχή κρέατος» – όπως παραγγέλλουν τα λειτουργικά βιβλία. Αυτή η παραγγελία γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο φως όσων είπαμε παραπάνω για τα νόημα της προετοιμασίας. Η Εκκλησία αρχίζει να μας «προσαρμόζει» στη μεγάλη προσπάθεια που θα απαιτήσει άπα μας επτά μέρες αργότερα. Σταδιακά μας βάζει στο μεγάλο αγώνα, γιατί γνωρίζει την ευπάθεια μας και προβλέπει την πνευματική μας αδυναμία.
Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω, η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς, έπʹ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «αγαπάτε αλλήλους» και πρόσθεσε: «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (ωαν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η Οποία, κατά τον γιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας είναι πάνω απ’ όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγής εις ενότητα όλων των διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.
Αλλά πως είναι δυνατό νʹ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στα Θεό και τη συμφιλίωση μας μʹ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και ‘μείς θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γιʹ αυτούς τους συναντάμε «εν Χριστώ, ο οποίος αγάπη εστίν» και που – ακριβώς επειδή είναι Αγάπη – ξεπερνάει τα θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζώντες εν Αυτώ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται εν Αυτώ. Αγαπώντας αυτούς που είναι εν Αυτώ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες. Πραγματικά η «εν Χριστώ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «εν Χριστώ» Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι – απελπιστικά λανθασμένοι – είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς η έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», η τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «υπέρ των Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.
Είναι η αγάπη και πάλι που αποτελεί το θέμα της Κυριακής της Απόκρεω. Ευαγγελικό ανάγνωσμα της μέρας είναι η παραβολή του Χριστού για την Τελευταία Κρίση (Ματθ, 25, 31‐46). Όταν ο Χριστός θα έρθει να μας κρίνει ποιο θα είναι το κριτήριο Του; Η παραβολή μας δίνει την απάντηση∙ η αγάπη – όχι ένα απλό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για μια αφηρημένη δικαιοσύνη και για κάποιους, ανώνυμους «φτωχούς», αλλά η συγκεκριμένη και προσωπική αγάπη για τον άνθρωπο, για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με το οποίο ο Θεός με φέρνει σε επαφή στη ζωή μου. Αυτη η διάκριση είναι πολύ σημαντική γιατί σήμερα όλο και περισσότεροι χριστιανοί έχουν την τάση να ταυτίζουν τη χριστιανική αγάπη με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές φροντίδες. Με άλλα λόγια, έχουν την τάση να μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από το μοναδικό πρόσωπο και το μοναδικά προσωπικό προορισμό του στις ανώνυμες οντότητες όπως είναι οι «τάξεις» οι «φυλές» κ.λ.π. Όχι ότι αυτές οι φροντίδες είναι λανθασμένες. Είναι φανερό ότι οι χριστιανοί μέσα στην πορεία της ζωής τους, μέσα στις ευθύνες τους σαν πολίτες, σαν επαγγελματίες κ.λ.π., καλούνται να φροντίζουν, όσο οι δυνατότητες και η κατανόηση τους επιτρέπουν περισσότερο, για μια δίκαιη, σταθερή και γενικά πιο ανθρώπινη κοινωνία. Όλα αυτά, σίγουρα, προέρχονται από τη χριστιανική αγάπη. Αλλά η χριστιανική αγάπη, αυτή καθαυτή είναι κάτι διαφορετικά και αυτή η διαφορά θα γίνει κατανοητή και θα διαφυλαχθεί αν η Εκκλησία διατηρήσει τη μοναδική αποστολή της και δε γίνει μια συνηθισμένη «κοινωνική υπηρεσία» που ασφαλώς δεν είναι στη φύση της.
Η χριστιανική αγάπη είναι η «δυνατή αδυνατότητα» να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, και τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές να τον φέρει κοντά μου, όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» η για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό.
Αληθινά τι άλλο είναι αγάπη παρά αύτη η μυστηριώδης δύναμη που ξεπερνάει τα τυχαίο και το εξωτερικό στον «άλλο» – ξεπερνάει δηλαδή την εξωτερική του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, τη διανοητική του ικανότητα – και φτάνει στην ψυχή του, τη μοναδική και μοναδικά προσωπική «ρίζα» της ανθρώπινης ύπαρξης, το αληθινό κομμάτι του Θεού μέσα του; Αν ο Θεός αγαπάει κάθε άνθρωπο είναι ακριβώς γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα μοναδικό θησαυρό, την «ψυχή» η το «πρόσωπο», που έδωσε στον κάθε άνθρωπο. Η χριστιανική αγάπη λοιπόν είναι η συμμετοχή σʹ αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης. Δεν υπάρχει «απρόσωπη» αγάπη γιατί αγάπη είναι η υπέροχη ανακάλυψη του «προσώπου» στον «άνθρωπο», η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μέσα στο σύνολο γενικά. Είναι η ανακάλυψη σε κάθε άνθρωπο αυτού που τον κάνει «αξιαγάπητο» και που είναι δοσμένο από το Θεό.
Από αυτή την άποψη η χριστιανική αγάπη είναι μερικές φορές τα αντίθετο από την «κοινωνική δραστηριότητα» με την οποία συχνά σήμερα ταυτίζεται ο Χριστιανισμός. Για έναν άνθρωπο με κοινωνική δραστηριότητα το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το «πρόσωπο» αλλά ο «άνθρωπος, μια δηλαδή αφηρημένη μονάδα μιας, όχι λιγότερο, αφηρημένης Ανθρωπότητας». Αλλά για το Χριστιανισμό, ο άνθρωπος είναι «αξιαγάπητος» ακριβώς γιατί είναι πρόσωπο. Εκεί το πρόσωπο χάνεται μέσα στον άνθρωπο εδώ ως άνθρωπος θεωρείται μανό το πρόσωπο. Ο «κοινωνικός εργάτης» δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και άνετα τα θυσιάζει για το «γενικό συμφέρον». Ο Χριστιανισμός μπορεί να φαίνεται ότι είναι – και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά είναι – μάλλον διστακτικός γιʹ αύτη την αόριστη Ανθρωπότητα, αλλά διαπράττει θανάσιμη αμαρτία εναντίον του εαυτού του κάθε φορά που αδιαφορεί και δεν αγαπάει το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Η κοινωνική δραστηριότητα είναι πάντοτε «φουτουριστική» στην προσέγγιση της. Ενεργεί πάντα στο όνομα της δικαιοσύνης, του νόμου, της ευτυχίας που πρόκειται να έρθει, να κερδιθεί. Ο Χριστιανισμός ελάχιστα ενδιαφέρεται γιʹ αυτό το προβληματικό μέλλον αλλά βάζει όλη την έμφαση στο τώρα, που είναι ο μόνος αποφασιστικός χρόνος για αγάπη. Οι δυο αυτές στάσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη αλλά δεν πρέπει να συγχέονται. Οι χριστιανοί βεβαιότατα, έχουν ευθύνες απέναντι «στον κόσμο τούτο» και πρέπει να τις εκπληρώσουν. Ακριβώς αυτή είναι η περιοχή της «κοινωνικής δραστηριότητας που ανήκει εντελώς στον «κόσμο τούτο». Οπωσδήποτε όμως η χριστιανική αγάπη σκοπεύει πέρα από τον «κόσμο τούτο». Είναι αυτή η ίδια μια ακτίνα, μια εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού υπερβαίνει και συντρίβει όλους τους περιορισμούς, όλες τις «συνθήκες» του κόσμου τούτου διότι το κίνητρο της, ο σκοπός της καθώς και η ολοκλήρωση της είναι στο Θεό. Και ξέρουμε ότι ακόμα, και σʹ αυτόν τον κόσμο που «εν τω πονηρώ κείται» η μόνη νίκη που διαρκεί και μεταμορφώνει είναι η νίκη της αγάπης. Η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας είναι να υπενθυμίζει στον άνθρωπο την προσωπική του αγάπη και την κλήση του, που είναι να πλημμυρίσει τον αμαρτωλό κόσμο μʹ αυτή την αγάπη.
Η παραβολή για την Τελευταία Κρίση αναφέρεται στη χριστιανική αγάπη. Δεν είμαστε όλοι καλεσμένοι να δουλέψουμε για την Ανθρωπότητα», όμως ο καθένας μας έχει λάβει το δώρο και τη χάρη της αγάπης του Χριστού. Ξέρουμε ότι όλοι οι άνθρωποι τελικά έχουν ανάγκη απʹ αύτη την προσωπική αγάπη, έχουν ανάγκη να τους αναγνωρίζεται δηλαδή η μοναδικότητα της ψυχής τους στην οποία αντανακλάται όλη η ομορφιά της δημιουργίας μʹ ένα ξεχωριστό τρόπο.
Ξέρουμε ακόμα ότι οι άνθρωποι βρίσκονται «εν φυλακή», είναι «πεινώντες και διψώντες» ακριβώς γιατί τους λείπει αυτή η προσωπική αγάπη. Τέλος ξέρουμε ότι όσο στενά και περιορισμένα και αν είναι τα πλαίσια της προσωπικής μας ύπαρξης ο καθένας από μας δημιουργήθηκε υπεύθυνος για μια μικρή θέση στη Βασιλεία του Θεού, και έγινε υπεύθυνος εξαιτίας αυτού του δώρου της αγάπης του Χριστού. Έτσι είτε έχουμε είτε δεν έχουμε αποδεχτεί αυτή την ευθύνη, είτε αγαπήσαμε είτε αρνηθήκαμε την αγάπη, πρόκειται να κριθούμε Γιατί εφʹ όσον εποιήσατε ένί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25,40).

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 02, 2017

Ἡ ζωή ὡς προσμονή


Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο συνεχοῦς ἀπώλειας δυνάμεων, μὲ σειρὲς χημειοθεραπειῶν ποὺ τοῦ προκαλοῦσαν ναυτία καὶ τὸν ἐξασθένιζαν ὅλο καὶ περισσότερο, ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν ἔγραψε ἕνα κείμενο γιὰ τὸ ραδιόφωνο στὰ μέσα Νοεμβρίου 1983 γιὰ νὰ μεταδοθεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, στὶς 2 Φεβρουαρίου. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 13 Δεκεμβρίου 1983.

«Τί ἐντυπωσιακὴ καὶ ὄμορφη εἰκόνα, ὁ ἡλικιωμένος ἄντρας νὰ κρατᾶ στὰ χέρια του τὸ παιδί, καὶ πόσο παράξενα εἶναι τὰ λόγια του: «ὅτι εἶδον ὁ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν Σου…» Ἀναλογιζόμενοι αὐτὰ τὰ λόγια ἀρχίζουμε νὰ ἐκτιμοῦμε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ καὶ τὴ σχέση του μέ μᾶς, μὲ μένα, μὲ τὴν πίστη μας. 

Ὑπάρχει τίποτα πιὸ χαρμόσυνο ἀπὸ ἕνα ἀντάμωμα, μία «ὑπαπαντὴ» μὲ κάποιον ποὺ ἀγαπᾶς; Εἰλικρινὰ τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ προσμένεις, νὰ προσβλέπεις στὴ συνάντηση. Ἡ ὑπερβατικὴ καὶ ὄμορφη προσμονὴ τοῦ Συμεὼν αὐτὸ δὲ συμβολίζει; Ἄραγε δὲ συμβολίζει τὴν προσδοκία ἡ μακρόχρονη ζωή του, αὐτὸς ὁ προβεβηκὼς σὲ ἡλικία ἄντρας, ὁ ὁποῖος περνᾶ ὅλη του τὴ ζωὴ περιμένοντας τὸ φῶς ποὺ φωτίζει ὅλους καὶ τὴ χαρὰ ποὺ τὰ πάντα πληροῖ; Καὶ πόσο ἀπρόσμενα, πόσο ὑπερβολικὰ καλὰ ἔρχονται τὸ ἀπὸ καιρὸ ἀναμενόμενο φῶς καὶ ἡ χαρὰ στὸν ὑπέργηρο Συμεὼν μέσω ἑνὸς παιδιοῦ! 

Φανταστεῖτε τὸν γέροντα τὴν ὥρα ποὺ μὲ τρεμάμενα χέρια παίρνει τρυφερὰ καὶ προσεχτικὰ στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ σαράντα ἡμερῶν βρέφος καὶ μὲ τὸ βλέμμα του προσηλωμένο στὴ μικρὴ ὕπαρξη ἀναφωνεῖ: «Τώρα μπορεῖς νὰ μὲ ἀπολύσεις ἐν εἰρήνῃ, γιατί εἶδα, κράτησα στὰ χέρια μου, ἀγκάλιασα αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ νόημα τῆς ζωῆς». Ὁ Συμεὼν περίμενε. Περίμενε σὲ ὅλη του τὴ ζωή, καὶ σίγουρα αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναλογιζόταν, προσευχόταν, ἐμβάθυνε ὅσο περίμενε, ἔτσι ὥστε ὅλη του ἡ ζωὴ νὰ εἶναι μία διαρκῆς «παραμονή», ἡ προηγούμενη ἑνὸς χαρμόσυνου συναπαντήματος.

Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀναρωτηθεῖ ὁ καθένας μας, ἐγὼ τί περιμένω; Τί μοῦ ὑπενθυμίζει ὅλο καὶ πιὸ ἐπίμονα ἡ καρδιά μου; Μεταμορφώνεται βαθμιαία σὲ προσμονὴ ἡ δική μου ζωή, καθὼς προσβλέπω στὴ συνάντηση μὲ τὸ οὐσιῶδες; Αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα θέτει ἡ Ὑπαπαντή. Ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ γιορτή, ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ φανερώνεται ὡς ἡ ἀσύγκριτη ὀμορφιὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ὡριμάζει, ποὺ ἀπελευθερώνεται ὅλο καὶ περισσότερο, ποὺ βαθαίνει καὶ καθαρίζεται ἀπ’ ὅ,τι εἶναι δευτερεῦον, ἀνούσιο καὶ τυχαῖο. 

Ἀκόμη καὶ τὰ γεράματα καὶ ὁ θάνατος, ὁ ἐπίγειος προορισμὸς στὸν ὁποῖο ἔχουμε ὅλοι μερίδιο, τόσο ἁπλὰ καὶ πειστικὰ φανερώνονται ἐδῶ ὡς πλησίασμα ἐκείνης τῆς μίας στιγμῆς, κατὰ τὴν ὁποία μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, γεμάτος ἀπὸ εὐγνωμοσύνη, λέω: «ἐπίτρεψέ μου τώρα νὰ ἀποχωρήσω». Ἔχω δεῖ τὸ φῶς ποὺ διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Ἔχω δεῖ τὸ παιδίον, ποὺ δίνει στὸν κόσμο τόση θεία ἀγάπη καὶ πού μοῦ προσφέρει τὸν ἑαυτό του. Δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ φοβίζει, τίποτα ἄγνωστο, τὰ πάντα τώρα εἶναι εἰρήνη, εὐχαριστία καὶ ἀγάπη. Αὐτὸ εἶναι ποὺ φέρνει ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Γιορτάζει τὴ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν Ἀγάπη, τὴ συνάντηση μὲ τὸν Ἕναν πού μοῦ ἔδωσε τὴ ζωὴ καὶ μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ τὴ μεταμορφώσω σὲ προ

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2017

Κυριακη Ζακχαίου(ΙΕ Λουκά)-Η νοσταλγία για κάτι διαφορετικό (Αλεξ.Σμέμαν)


Η Όρθόδοξη Εκκλησία για να μας προετοιμάσει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή,αρχίζει να μας αναγγέλλει τον ερχομό της έναν ολόκληρο μήνα πρίν αυτή αρχίσει. Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει ό άνθρωπος πώς πέρα από την αφοσίωση του στίς αναρίθμητες ασχολίες της ζωής, θα πρέπει να αφιερώσει επίσης φροντίδα για την ψυχή, για τον εσωτερικό του κόσμο.
 'Άν είμασταν λίγο πιο σοβαροί, θα βλέπαμε πόσο σημα­ντική, ουσιαστική καί θεμελιώδης είναι ή φροντίδα της ψυχής. Θα κατανοούσαμε τότε τον αργό καί μυ­στηριώδη ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Γνωρί­ζουμε φυσικά το νόημα πού έχει ή τροφή για τη ζωή μας. Μερικές τροφές είναι καλές καί θρεπτικές, άλ­λες είναι ανθυγιεινές· κάποιες είναι βαριές, πρέπει να προσέξουμε. Προσπαθούμε πολύ να εξασφαλί­σουμε πώς ή τροφή πού τρώμε είναι καλή για μας. 
Καί είναι κάτι πολύ περισσότερο από ευσεβές ρητο­ρικό σχήμα όταν λέμε πώς καί ή ψυχή χρειάζεται να τραφεί, πώς "ουκ έπ'άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος" (Ματθ. 4,4).Όλοι μας ξέρουμε πώς χρειαζόμαστε χρόνο για διάβασμα, για στοχασμό, για συζήτηση,για διασκέδαση. Ακόμη κι αυτά όμως τα φροντίζου­με πολύ λίγο,τα προσέχουμε ελάχιστα, ακόμη καί από την άποψη της υγιεινής. Επιδιώκουμε το ελα­φρύ διάβασμα, τα πειράγματα αντί για τη συζήτηση, τη διασκέδαση αντί για την ψυχαγωγία.

 Δεν κατα­λαβαίνουμε πώς ή ψυχή παθαίνει δυσκοιλιότητα πολύ ευκολότερα άπ' ο,τι το πεπτικό μας σύστημα, καί πώς οι συνέπειες μιας δυσκοίλιας ψυχής είναι πολύ πιο επιβλαβείς. Τόσος χρόνος αφιερώνεται στα εξωτερικά πράγματα, καί πολύ λίγος στην εσω­τερική ζωή.Πλησιάζουμε όμως τώρα αυτή την εποχή του έτους πού ή Εκκλησία μας καλει να θυμηθούμε την ύπαρξη αυτού του εσωτερικού ανθρώπου καί να θορυβηθούμε από την αμνησία μας, από τον δίχως νόημα παραλογισμό μέσα στον όποιο βρισκόμαστε, από τη σπατάλη του πολύτιμου χρόνου πού μας έχει δοθεί τόσο φειδωλά, από την άγαρμπη καί μικροπρεπή σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε.
Ή Σαρακοστή είναι καιρός μετανοίας, καί μετά­νοια είναι ή επανεξέταση, ή επανεκτίμηση, το να βα­θύνει κανείς καί να φέρει τα πάνω κάτω. Μετάνοια είναι το επώδυνο ξεσκεπασμα του παραμελημένου, ξεχασμένου, μολυσμένου "εσωτερικού" ανθρώπου.
   Ή πρώτη αναγγελία της σαρακοστής, ή πρώτη υ­πενθύμιση προέρχεται από μια μικρή ευαγγελική Ι­στορία για έναν εντελώς ασήμαντο άνθρωπο, "μι­κρόν τω δέμας",πού το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα πού εξασκούσε, τον χαρακτήριζε, την ε­ποχή εκείνη καί σ'εκείνη την κοινωνία, ως πλεονέκτη, απάνθρωπο καί ανέντιμο.
Ό Ζακχαΐος ήθελε να δει τον Χριστό· το ήθελε τόσο πολύ, ώστε ή επιθυμία του τράβηξε την προσο­χή του Ιησού. Ή επιθυμία είναι ή αρχή του παντός. Όπως λέει το ευαγγέλιο, "οπού γαρ εστίν ό θησαυ­ρός υμών, εκεί εσται καί ή καρδία υμών" (Ματθ.6,21).Τα πάντα στη ζωή μας αρχίζουν με κάποια επιθυμία, επειδή ό,τι επιθυμούμε είναι καί αυτό πού αγαπούμε, αυτό πού μας τραβάει από τα μέσα, αυτό στο όποιο παραδινόμαστε. Γνωρίζουμε πώς ό Ζακχαίος αγαπούσε το χρήμα, καί κατά τη δική του παραδοχή γνωρίζουμε πώς για να το αποκτήσει δεν είχε κανένα ενδοιασμό να κλέβει άλλους. Ό Ζακχαί­ος ήταν πλούσιος καί αγαπούσε τον πλούτο, αλλά μέσα του ανακάλυψε μία άλλη επιθυμία,ήθελε κάτι άλλο, καί αυτή ή επιθυμία έγινε κεντρική στιγμή της ζωής του.

Αυτή ή ευαγγελική ιστορία θέτει ένα ερώτημα στον καθένα μας: τί αγαπάμε, τί επιθυμούμε, -όχι φυσικά επιπόλαια, αλλά βαθιά. 
Δεν υπάρχει κανέ­νας μυστηριώδης δάσκαλος πού να περπατά στην πόλη σας, πού να περιβάλλεται από το πλήθος. Εί­ναι όμως έτσι; Δεν υπάρχει κάποια μυστηριώδης κλήση πού περνά κάθε στιγμή από τη ζωή σας· καί κάπου στα βάθη της ψυχής σας, δεν αίσθάνεσθε κά­ποιες φορές μια νοσταλγία για κάτι το διαφορετικό άπ' αυτό πού γεμίζει τη ζωή σας από το πρωί μέχρι το βράδυ; Σταματήστε για μια στιγμή, προσέξτε, εισέλθετε στην καρδιά σας,αφουγκραστείτε το εσω­τερικό σας, καί θα βρείτε μέσα σας την ίδια ακριβώςπαράξενη καί όμορφη επιθυμία. 

Ό Ζακχαϊος ήρθε αντιμέτωπος χωρίς αυτό κανείς δεν μπορεί να ζή­σει,είναι κάτι όμως πού σχεδόν όλοι μας φοβούμα­στε καί το καταπιέζουμε με το θόρυβο καί τη μαται­ότητα όλων αυτών πού μας περιστοιχίζουν. "Ιδού εστηκα επί την θύραν καί κρούω" (Άποκ. 3,20). Άκούς το σιγανό κτύπημα;Αυτή είναι η πρώτη πρόσκληση της εκκλησίας,του Ευαγγελίου, καί του Χρίστου: επιθύμησε κάτι άλλο, πάρε μια βαθιά ανα­πνοή από κάτι άλλο,θυμήσου κάτι άλλο. Καί τη στιγμή ακριβώς πού σταματάμε για να ακούσουμε αυτή την κλήση είναι σαν ένα φρέσκο καί ευχάριστο αεράκι να φυσά στο μουχλιασμένο αέρα της άχαρης ζωής μας, καί αρχίζει έτσι ή αργή επιστροφή.

Επιθυμία. Ή ψυχή παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ό­λα γίνονται -έχουν κιόλας γίνει- διαφορετικά, νέα, απεριόριστα σημαντικά. Ό ανθρωπάκος, με τα ματια του καρφωμένα στο χώμα πάνω σε γήινες επιθυ­μίες, τώρα παύει να είναι ανθρωπάκος καθώς αρχί­ζει ή νίκη μέσα του. Εδώ βρίσκεται ή αρχή, το πρώ­το βήμα από τα έξω προς τα μέσα, προς αύτη τημυστηριώδη πατρίδα πού όλοι οι άνθρωποι, συχνά ασυνείδητα, νοσταλγούν καί επιθυμούν.
Αλεξ.Σμέμαν''Εορτολόγιο''εκδ.Ακρίτας/

Σάββατο, Αυγούστου 20, 2016

Ἡ ὑπερηφάνεια αἰτία τῆς ἀπουσίας χαρᾶς




Πέμπτη, 28 Ἀπριλίου, 1977
     Σὲ σχέση μὲ τὴν κρίση ποὺ ὑπάρχει στὴν προσέλευση φοιτητῶν, σκεφτόμουν: γιατί οἱ ἄνθρωποι τόσο συχνὰ ἁπλῶς καταστρέφουν τὴ ζωή τους, βλάπτουν τὸν ἑαυτό τους, σὰν νὰ διακατέχονται ἀπὸ κάποια amor fati.

     Θὰ ὑπέθετε κανεὶς πὼς ἕνας ἁπλὸς ἐγωισμὸς καὶ τὸ ἔνστικτό τῆς αὐτοσυντήρησης θὰ τοὺς προφύλασσαν , ἀλλὰ ὄχι, οὔτε αὐτὸ τὸ ἔνστικτο δὲν τοὺς σταματᾶ. Μπορεῖς νὰ διακρίνεις καθαρὰ ἕνα εἶδος τρέλας, ἕνα πραγματικὸ πάθος γιὰ καταστροφή. Αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι τὸ «Ἐγώ», δηλ. ἡ ὑπερηφάνεια.

     Ἡ ὑπερηφάνεια μεταμόρφωσε τὸν «ἄγγελο φωτός» σὲ Διάβολο, καὶ τώρα μόνον ἡ ὑπερηφάνεια ἔχει τὴ δύναμη νὰ καταστρέφει τοὺς ἀνθρώπους. Συνεπῶς, τὸ καθετὶ ποὺ συνδέεται, κατὰ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀκόμη καὶ σὲ μικροσκοπικὲς δόσεις, συνδέεται μὲ τὸν Διάβολο καὶ μὲ τὸ διαβολικό.

     Ἡ θρησκεία ἐπίσης ἀποτελεῖ ἕνα ἕτοιμο πεδίο δράσης γιὰ τὶς δυνάμεις τοῦ διαβόλου. Τὰ πάντα, ἀπολύτως τὰ πάντα στὴ θρησκεία, εἶναι ἀμφιλεγόμενα, κι αὐτὴ ἡ ἀσάφεια μπορεῖ ν' ἀρθεῖ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση, ἔτσι ὥστε ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ ζωὴ νὰ εἶναι, ἤ νὰ πρέπει νὰ κατευθύνεται, στὴν ἀναζήτηση τῆς ταπείνωσης.

     Τὸ σημάδι τῆς ταπείνωσης: χαρά! Ἡ ὑπερηφάνεια ἀποκλείει τὴ χαρά. Ἔπειτα: ἁπλότητα, δηλαδὴ ἀπουσία κάθε στροφῆς πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Τελικά, ἐμπιστοσύνη, ὡς ἡ κύρια κατευθυντήρια γραμμὴ τῆς ζωῆς, ποὺ ἐφαρμόζεται στὸ καθετὶ (καθαρότητα καρδιᾶς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό). Σημάδια τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι: ἡ ἀπουσία χαρᾶς, περιπλοκότητα καὶ φόβος. Ὅλα αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐπαληθευθοῦν κάθε μέρα, κάθε ὥρα, παρατηρώντας τὸν ἑαυτό μας καὶ μελετώντας τὴ ζωὴ γύρω μας.
     Εἶναι τρομερὸ νὰ σκέφτεσαι πώς, κατὰ μία ἔννοια, καὶ ἡ Ἐκκλησία ζεῖ μὲ ὑπερηφάνεια - «τὰ δίκαια τῶν ἐκκλησιῶν», «τὰ δίκαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου», «ἡ ἀξιοπρέπεια τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας», κ.λπ. καὶ μὲ μιά πλημμύρα ἄχαρης, περίπλοκης καὶ ἐπίφοβης «πνευματικότητας». Εἶναι μιά συνεχὴς αὐτοκαταστροφή.

     Προσπαθοῦμε νὰ προστατεύσουμε τὴν «Ἀλήθεια», παλεύουμε μὲ κάτι καὶ γιὰ κάτι δίχως νὰ καταλαβαίνουμε πὼς ἡ Ἀλήθεια ἐμφανίζεται καὶ νικᾶ μόνον ὅπου εἶναι ζωντανή: «...ταπεινώσου, γίνε σὰν δοῦλος», καὶ θὰ ἔχεις μιά χαρὰ καὶ μία ἁπλότητα ποὺ ἀπελευθερώνουν, ἐκεῖ ὅπου ἡ ταπείνωση ἀκτινοβολεῖ τὴ θεϊκή της ὀμορφιά, ὅπου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴ δημιουργία καὶ στὴ σωτηρία. Πῶς θὰ μπορέσω ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ ζήσω μαζί της; Πῶς θὰ μπορέσω νὰ πείσω τοὺς ἄλλους;………..
     ………….Συνεχίζω τὶς χθεσινὲς σημειώσεις μου γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωκεντρισμό, ὡς πηγὴ ἁμαρτίας, ὡς τὸ περιεχόμενο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὡς ἡ καταστροφική, ὀλέθρια δύναμή της.

     Σκεφτόμουν σήμερα τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία, στὴ σάρκα καὶ στὴ λαγνεία. Λαγνεία εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἴδια ἐγωκεντρικότητα, ἡ ἴδια ὑπερηφάνεια, ποὺ στρέφει τὸ σῶμα στὸν ἑαυτό του, στὴν αὐτοδικαίωση καὶ στὴν αὐτοϊκανοποίησή του. Ἔτσι, εἶναι ἀδύνατη ἡ γνήσια ταπείνωση δίχως τὴ νίκη ἐνάντια στὴ σάρκα, ἡ ὁποία τελικὰ συνίσταται στὴν πνευματοποίηση τοῦ σώματος.

     Ἀλλὰ ἡ μάχη μὲ τὴ σάρκα μπορεῖ εὔκολα νὰ μετατραπεῖ σὲ ὑπερηφάνεια καὶ σὲ πηγὴ ὑπερηφάνειας ἂν δὲν ριζώνει στὴν ἀναζήτηση καὶ ἐπιδίωξη τῆς ταπείνωσης. Ὁ ἀσκητισμὸς μπορεῖ νὰ ἐντρυφᾶ στὸν ἑαυτό του κι ὄχι στὸν Θεό. Τὰ σημάδια εἶναι σαφῆ. Ὁ φωτεινὸς ἀσκητισμὸς εἶναι χαρούμενος, ἁπλός, ἐλπιδοφόρος.

     Ὁ ψευδὴς ἀσκητισμός, χωρὶς ἐξαίρεση, ζεῖ ἀπεχθανόμενος τὴ σάρκα, τὸν κόσμο, τὴ ζωή. Τρέφεται μὲ τὴν περιφρόνηση, συμμετέχει στὴ βλασφημία τοῦ Διαβόλου ἀπέναντι στὴν κτίση. Γιὰ ἕναν τέτοιο ἀσκητή, ἡ ἁμαρτία - ὅπως καὶ ὁ πειρασμὸς καὶ ὁ κίνδυνος - φαίνεται νὰ βρίσκεται παντοῦ. Ἐνῶ ἡ νίκη πάνω στὴ σάρκα δὲν γίνεται ποτὲ ἀπέχθεια καὶ πάντα ὁδηγεῖ στὸν «καθαρὸ ὀφθαλμό». «Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ἦ, ὅλον τὸ σῶμα σου σκοτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6,23).

Πέμπτη, Απριλίου 21, 2016

Εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ




Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Σαρακοστὴ χωρὶς νηστεία. Ὅμως φαίνεται ὅτι πολλοὶ ἄνθρωποι σήμερα ἢ δὲν παίρνουν τὴ νηστεία στὰ σοβαρὰ ἤ, ἂν τὴν παίρνουν, παρεξηγοῦν τὸν πραγματικὸ πνευματικὸ σκοπό της. Γιὰ μερικοὺς νηστεία σημαίνει ἕνα συμβολικὸ «σταμάτημα» σὲ κάτι· γιὰ μερικοὺς ἄλλους νηστεία εἶναι μία προσεκτικὴ τήρηση τῶν νηστευτικῶν κανόνων.

Ἀλλὰ καὶ στὶς δύο περιπτώσεις σπάνια ἡ νηστεία συνδέεται μὲ τὴν ὅλη προσπάθεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἐδῶ θὰ πρέπει πρῶτα πρῶτα νὰ προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ νηστεία καὶ ὕστερα νὰ ρωτήσουμε τὸν ἑαυτό μας: Πῶς μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ἐφαρμόσουμε αὐτὴ τὴ διδασκαλία στὴ ζωή μας;

Ἡ νηστεία ἢ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὶς τροφὲς δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ μία χριστιανικὴ συνήθεια. Ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει ἀκόμα σὲ ἄλλες θρησκεῖες ἢ καὶ πέρα ἀπὸ τὶς θρησκεῖες, ὅπως λόγου χάρη, σὲ μερικὲς εἰδικὲς θεραπεῖες κλπ. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι νηστεύουν (ἀπέχουν ἀπὸ τὸ φαγητὸ) γιὰ πάρα πολλὲς αἰτίες ἀκόμα καὶ γιὰ πολιτικούς, μερικὲς φορὲς λόγους.

Εἶναι πολὺ βασικὸ λοιπὸν νὰ ξεχωρίσουμε τὸ μοναδικὸ περιεχόμενο στὴ χριστιανικὴ νηστεία. Αὐτὸ μᾶς ἀποκαλύπτεται πρῶτα ἀπ' ὅλα στὴν ἀλληλοεξάρτηση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ δύο γεγονότα ποὺ βρίσκονται στὴν Ἁγία Γραφή: τὸ ἕνα στὴν ἀρχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὸ ἄλλο στὴν ἀρχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης.

Τὸ πρῶτο γεγονὸς εἶναι τὸ «σταμάτημα τῆς νηστείας» ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Ἔφαγε, ὁ Ἀδάμ, ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένο καρπό. Ἔτσι μᾶς παρουσιάζεται ἡ πρώτη ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός, ὁ Νέος Ἀδὰμ -καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο γεγονὸς- ἀρχίζει μὲ νηστεία. Ὁ Ἀδὰμ πειράσθηκε καὶ ὑπόκυψε στὸν πειρασμό. Ὁ Χριστὸς πειράσθηκε καὶ νίκησε τὸν πειρασμό. Ἡ συνέπεια τῆς ἀποτυχίας τοῦ Ἀδὰμ εἶναι ἡ ἔξωσή του ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ὁ θάνατος. Ὁ καρπὸς τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ θανάτου καὶ ἡ δική μας ἐπιστροφὴ στὸν Παράδεισο.

Τὰ περιορισμένα περιθώρια ποὺ διαθέτουμε ἐδῶ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ δώσουμε λεπτομερεῖς ἐξηγήσεις γιὰ τὸ νόημα αὐτοῦ τοῦ παραλληλισμοῦ. Ὁπωσδήποτε ὅμως εἶναι φανερὸ ὅτι ἀπ' αὐτὴ τὴν ἄποψη ἡ νηστεία μᾶς παρουσιάζεται σὰν κάτι ποὺ ἔχει ἀποφασιστικὴ καὶ τελειωτικὴ σημασία. Δὲν εἶναι μία ἁπλὴ «ὑποχρέωση», ἕνα ἔθιμο· εἶναι δεμένη μ' αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τῆς σωτηρίας καὶ τῆς καταδίκης.

Στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνο ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς ποὺ φέρνει σὰν συνέπεια τὴν τιμωρία· εἶναι πάντοτε ἕνας ἀκρωτηριασμὸς τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ἱστορία τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας μᾶς παρουσιάζεται σὰν μία πράξη τροφῆς. Ἡ τροφὴ εἶναι μέσο ζωῆς· αὐτὸ μᾶς κρατάει ζωντανούς. Ἀλλὰ ἀκριβῶς ἐδῶ εἶναι ἡ βασικὴ ἐρώτηση: Τί σημαίνει νὰ εἶναι κανεὶς ζωντανὸς καὶ τί σημαίνει «ζωή»;

Γιὰ μᾶς σήμερα αὐτοὶ οἱ ὅροι ἔχουν πρωταρχικὰ μία βιολογικὴ ἔννοια: ζωὴ εἶναι συγκεκριμένα αὐτὸ ποὺ τελικὰ ἑξαρτιέται ἀπὸ τὴν τροφὴ καί, ἀκόμα γενικότερα, ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο. Ἀλλὰ γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση αὐτὴ ἡ ζωὴ «...ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ», ταυτίζεται μὲ τὸ θάνατο γιατί ἀκριβῶς εἶναι μία θνητὴ ζωή, γιατί ὁ θάνατος κυριαρχεῖ πάντοτε μέσα της. Ὁ Θεός, τὸ ξέρουμε αὐτό, «δὲν δημιούργησε τὸ θάνατο». Αὐτὸς εἶναι ὁ Δοτήρας τῆς Ζωῆς. Πῶς λοιπὸν ἡ ζωὴ ἔγινε θνητή; Γιατί ὁ θάνατος καὶ πάλι ὁ θάνατος εἶναι ἡ μόνη ἀπόλυτη βεβαιότητα κάθε ὕπαρξης;

Ἡ Ἐκκλησία ἀπαντάει: διότι ὁ ἄνθρωπος ἀρνήθηκε τὴ ζωὴ ὅπως τὴν ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ τὴν πρόσφερε, καὶ προτίμησε μία ζωὴ ποὺ νὰ ἑξαρτιέται ὄχι ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ἀλλὰ «ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ».

Ὄχι μονάχα παράκουσε τὸ Θεὸ καὶ αὐτοτιμωρήθηκε, ἀλλὰ ἄλλαξε ὁλόκληρη τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό του καὶ σ' ὅλη τὴν κτίση. Σίγουρα ὁ κόσμος δόθηκε στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ Θεὸ σὰν «τροφή», σὰν μέσο ζωῆς· ἀκόμα ἡ ζωὴ ἦταν γιὰ νὰ γίνει κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ· δὲν εἶχε δικό της σκοπὸ ἀλλὰ περιεχόταν ὁλόκληρη στὸ Θεό. «Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ἰωάν. 1,14).

Ἔτσι ὁ κόσμος καὶ ἡ τροφὴ δημιουργήθηκαν σὰν μέσα ἐπικοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ μόνον ἂν ὁ ἄνθρωπος δεχόταν ν' ἀνοιχτεῖ στὸ Θεὸ θὰ τοῦ πρόσφεραν ὅλα αὐτὰ τὴ ζωή. Ἡ τροφὴ αὐτὴ μόνη της, μέσα της, δὲν ἔχει ζωὴ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ζωή. Μόνο ὁ Θεὸς ἔχει Ζωὴ καὶ εἶναι Ζωή. Μέσα στὴν τροφὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς - καὶ ὄχι οἱ θερμίδες - εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς. Ἔτσι ἡ τροφή, ἡ ζωή, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία μαζί Του ἦταν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πράγμα.

Ἡ ἀπύθμενη τραγωδία τοῦ Ἀδὰμ εἶναι ὅτι ἔφαγε γιὰ δικό του ὄφελος. Ἀκόμα δὲ περισσότερο ἀπ' αὐτὸ εἶναι γιατί ἔφαγε «χωρισμένος» ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ γίνει ἀνεξάρτητος ἀπ' Αὐτόν. Καὶ ἂν τὸ ἔκανε αὐτὸ ἦταν γιατί πίστευε πὼς ἡ τροφὴ εἶχε μέσα της ζωὴ καὶ ἔτσι ἐκεῖνος γευόμενος αὐτὴ τὴν τροφὴ θὰ γινόταν σὰν τὸ Θεό, θὰ εἶχε δηλαδὴ μέσα του δική του ζωή! Μὲ ἄλλα λόγια: πίστευε στὴν τροφή, ἐνῶ ὁ σκοπὸς πίστης, ἐμπιστοσύνης καὶ ἐξάρτησης εἶναι ὁ Θεὸς καὶ μόνο ὁ Θεός. Ὁ κόσμος καὶ ἡ τροφὴ ἔγιναν ὁ Θεός του, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς του. Ἔγινε σκλάβος τους.

Ἀδὰμ - στὰ Ἑβραϊκὰ - σημαίνει «ἄνθρωπος». Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ δικό μου ὄνομα καὶ τὸ κοινὸ ὄνομα γιὰ ὅλους μας. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμα Ἀδάμ, εἶναι ἀκόμα ὁ σκλάβος τῆς «τροφῆς». Μπορεῖ νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι πιστεύει στὸ Θεό, ἀλλὰ ὁ Θεός, δὲν εἶναι ἡ ζωή του, ἡ τροφή του, τὸ περιεχόμενο ποὺ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του. Μπορεῖ νὰ λέει ὅτι παίρνει τὴ ζωή του ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλ' ὅμως δὲν ζεῖ «ἐν τῷ Θεῷ» καὶ γιὰ τὸ Θεό. H ἐπιστήμη του, οἱ ἐμπειρίες του, ἡ αὐτοσυνειδησία του, ὅλα κτίζονται πάνω στὴν ἴδια βάση: «ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ». Τρῶμε γιὰ νὰ διατηρούμαστε ζωντανοί, εἴμαστε ζωντανοὶ ἀλλὰ ὄχι «ἐν τῷ Θεῷ». Ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐτυμηγορία τοῦ θανάτου ποὺ κρέμεται πάνω ἀπὸ τὴ ζωή μας.

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Νέος Ἀδάμ. Ἔρχεται νὰ ἐπανορθώσει τὴν καταστροφὴ ποὺ ἐπέβαλε στὴ ζωὴ ὁ Ἀδάμ, νὰ ἀποκαταστήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀληθινὴ ζωή. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐπίσης ἀρχίζει μὲ νηστεία: «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα, ὕστερον ἐπείνασε» (Ματθ. 4,2). Ἡ πείνα εἶναι ἡ κατάσταση ἐκείνη κατὰ τὴν ὁποία ἀναγνωρίζουμε τὴν ἐξάρτησή μας ἀπὸ κάτι ἄλλο - τὴ στιγμὴ ποὺ νιώθουμε κατεπείγουσα καὶ ἀπαραίτητη ἀνάγκη γιὰ τροφὴ καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν ἔχουμε τὴ ζωὴ μέσα μας. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὅριο πέρα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἢ πεθαίνω ἀπὸ ἀσιτία ἢ ἀφοῦ ἱκανοποιήσω τὸ σῶμα μου ἔχω ξανὰ τὸ αἴσθημα τῆς ζωῆς μέσα μου.

Αὐτὴ ἀκριβῶς, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἀντιμετωπίζουμε τὴν τελικὴ ἐρώτηση: Ἀπὸ τί λοιπὸν ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μου; Καὶ ἐφ' ὅσον ἡ ἐρώτηση δὲν εἶναι ἁπλὰ μία ἀκαδημαϊκὴ ἐρώτηση, ἀλλὰ τὴν νιώθω μ' ὁλόκληρο τὸ σῶμα μου, εἶναι ἐπίσης καὶ στιγμὴ πειρασμοῦ.

Ὁ Διάβολος ἦρθε στὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν Παραδεισο· ἦρθε ἐπίσης καὶ στὸ Χριστὸ μέσα στὴν ἔρημο. Πλησίασε δηλαδὴ δύο πεινασμένους ἀνθρώπους καὶ τοὺς εἶπε: Χορτάστε τὴν πείνα σας, γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἐξαρτάσθε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν τροφή, ὅτι ἡ ζωὴ σας βρίσκεται στὴν τροφή. Καὶ ὁ μὲν Ἀδὰμ πίστεψε καὶ ἔφαγε, ὁ Χριστὸς ὅμως ἀρνήθηκε τὸν πειρασμὸ καὶ εἶπε: ὁ ἄνθρωπος «οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται». Ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ αὐτὸ τὸ ψέμα ποὺ ὁ διάβολος ἐπιβάλλει στὸν κόσμο· τὸ κάνει δὲ ὁλοφάνερη ἀλήθεια χωρὶς καμιὰ ἐπιπλέον συζήτηση, τὸ κάνει θεμέλιο γιὰ ὅλες τὶς ἀπόψεις μας, τὶς ἐπιστῆμες, τὴν ἰατρική, πιθανὸν καὶ γιὰ τὴ θρησκεία.

Κάνοντας αὐτὰ ὁ Χριστὸς ἀποκατέστησε τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν τροφή, τὴ ζωὴ καὶ τὸ Θεὸ· σχέση τὴν ὁποία εἶχε σπάσει ὁ Ἀδὰμ καὶ ποὺ ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νὰ τὴ σπάζουμε κάθε μέρα.

Τί εἶναι, λοιπόν, νηστεία γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανούς;

Εἶναι ἡ εἴσοδός μας καὶ ἡ συμμετοχή μας σὲ κείνη τὴν ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴν τροφή, τὴν ὕλη καὶ τὸν κόσμο. Μὲ κανένα τρόπο ἡ δική μας ἐλευθερία δὲν εἶναι πλήρης. Μὲ τὸ νὰ ζοῦμε ἀκόμα στὸ μεταπτωτικὸ κόσμο, στὸν κόσμο τοῦ παλιοῦ Ἀδάμ, μὲ τὸ νὰ εἴμαστε μέρος του, ἐξακολουθοῦμε νὰ ἐξαρτόμαστε ἀπὸ τὴν τροφή.

Ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ὁ θάνατός μας - ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶναι ἀνάγκη ὁπωσδήποτε νὰ περάσουμε - ἔγινε χάρη στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ μία διάβαση πρὸς τὴ ζωή, ἔτσι καὶ ἡ τροφὴ ποὺ τρῶμε καὶ ἡ ζωὴ ποὺ μᾶς δίνει μπορεῖ νὰ γίνει ζωὴ «ἐν τῷ Θεῷ» καὶ γιὰ τὸ Θεό. Ἕνα μέρος τῆς τροφῆς μας ἔχει ἤδη γίνει «τροφὴ ἀθανασίας» - τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὁ «ἐπιούσιος ἄρτος» ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ εἶναι σ' αὐτὴ τὴ ζωή μας καὶ σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐκεῖνο ποὺ μᾶς δίνει δύναμη, νὰ εἶναι ἡ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸ Θεὸ μᾶλλον παρὰ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπ' Αὐτόν.

Παρ' ὅλα αὐτὰ ὅμως μόνο ἡ νηστεία εἶναι ἐκείνη ποὺ μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει μία τέτοια μεταστροφή, μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τὴν ὑπαρξιακὴ βεβαίωση ὅτι ἡ ἐξάρτησή μας ἀπὸ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ὕλη δὲν εἶναι ὁλοκληρωτικὴ καὶ τέλεια· ὅτι ἑνωμένη μὲ τὴν προσευχή, τὴ χάρη καὶ τὴ λατρεία μπορεῖ νὰ γίνει πνευματική.

Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν, ἂν τὸ νιώσουμε βαθιά, ὅτι ἡ νηστεία εἶναι τὸ μόνο μέσο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐπανορθώνει τὴν ἀληθινὴ πνευματική του φύση. Δὲν εἶναι μία θεωρητικὴ ἀλλὰ μία ἀληθινὰ πρακτικὴ πρόκληση γιὰ τὸν «πατέρα τοῦ ψεύδους» ποὺ καταφέρνει νὰ μᾶς πείσει ὅτι ἑξαρτιόμαστε μόνο ἀπὸ τὸ ψωμὶ καὶ νὰ οἰκοδομήσει ὅλη τὴν ἀνθρώπινη γνώση, τὴν ἐπιστήμη καὶ ὅλη τὴν ὕπαρξη πάνω σ' αὐτὸ τὸ ψέμα.

Ἡ νηστεία εἶναι ἕνα ξεσκέπασμα αὐτῆς τῆς ἀπάτης καὶ ταυτόχρονα μία ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ψέμα. Ἔχει ὕψιστη σημασία τὸ ὅτι ὁ Χριστός, ἐνῶ νήστευε συνάντησε τὸ Σατανᾶ καὶ τὸ ὅτι ἀργότερα εἶπε ὅτι ὁ Σατανᾶς δὲν ἀντιμετωπίζεται «εἰ μὴ ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ».

Ἡ νηστεία εἶναι ὁ πραγματικὸς ἀγώνας κατὰ τοῦ Διαβόλου γιατί εἶναι ἡ πρόκληση στὸ νόμο ποὺ τὸν κάνει «ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου». Καὶ ὅμως ἂν κάποιος πεινασμένος ἀνακαλύψει ὅτι μπορεῖ πραγματικὰ νὰ γίνει ἀνεξάρτητος ἀπ' αὐτὴ τὴν πείνα, ὅτι δὲν θὰ καταστραφεῖ ἀπ' αὐτὴ ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ὅτι μπορεῖ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ πηγὴ πνευματικῆς δύναμης καὶ νίκης, τότε τίποτε δὲν ἀπομένει ἀπ' αὐτὸ τὸ μεγάλο ψέμα στὸ ὁποῖο ζούσαμε μετὰ ἀπὸ τὸν Ἀδάμ.

Πόσο ἄραγε ξεφύγαμε ἀπὸ τὴν συνηθισμένη ἀντίληψη τῆς νηστείας - ὅτι νηστεία δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀλλαγὴ φαγητῶν, ἢ τὸ τί ἐπιτρέπεται καὶ τί ἀπαγορεύεται -, ἀπ' ὅλη τὴν ἐπιφανειακὴ ὑποκρισία; Τελικὰ νηστεύω σημαίνει μόνο ἕνα πράγμα: πεινάω. Νὰ φτάνω δηλαδὴ στὰ ὅρια ἐκείνης τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης ὁπότε φαίνεται καθαρὰ ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ τὴν τροφὴ καί, καθὼς εἶμαι πεινασμένος ν' ἀνακαλύπτω ὅτι αὐτὴ ἡ ἐξάρτηση δὲν εἶναι ὅλη ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅτι αὐτὴ ἡ πείνα εἶναι πρῶτα ἀπ' ὅλα μία πνευματικὴ κατάσταση καὶ ποὺ αὐτή, στὴν πραγματικότητα, εἶναι πείνα γιὰ τὸ Θεό.

Στὴ ζωὴ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, νηστεία πάντοτε σημαίνει τέλεια ἀποχὴ ἀπὸ τὴν τροφή, κατάσταση πείνας, ὤθηση τοῦ σώματος στὰ ἄκρα. Ἐδῶ ὅμως ἀνακαλύπτουμε ἀκόμα ὅτι ἡ νηστεία σὰν μία σωματικὴ προσπάθεια δὲν ἔχει κανένα νόημα χωρὶς τὸ πνευματικὸ συμπλήρωμά της «... ἐν νηστείᾳ καὶ προσευχῇ». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρὶς τὴν ἀντίστοιχη πνευματικὴ προσπάθεια, χωρὶς νὰ τρεφόμαστε μὲ τὴ Θεία Πραγματικότητα, χωρὶς ν' ἀνακαλύψουμε τὴν ὁλοκληρωτική μας ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ μόνο ἀπ' Αὐτόν, ἡ σωματικὴ νηστεία θὰ καταντήσει μία πραγματικὴ αὐτοκτονία.

Ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πειράστηκε ἐνῶ νήστευε, ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τὴν παραμικρὴ πιθανότητα ν' ἀποφύγουμε ἕναν τέτοιο πειρασμό. Ἡ σωματικὴ νηστεία εἶναι ἀπαραίτητη μὲν ἀλλὰ χάνει κάθε νόημα καὶ γίνεται ἀληθινὰ ἐπικίνδυνη ἂν ξεκοπεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ προσπάθεια - ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν αὐτοσυγκέντρωση.

Ἡ νηστεία εἶναι μία τέχνη ποὺ τὴν κατέχουν ἀπόλυτα οἱ ἅγιοι. Θὰ ἦταν ἀλαζονικὸ καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ μᾶς ἂν δοκιμάζαμε αὐτὴ τὴν τέχνη χωρὶς διάκριση καὶ προσοχή. Ἡ λατρεία τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς μᾶς ὑπενθυμίζει συνέχεια τὶς δυσκολίες, τὰ ἐμπόδια καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ περιμένουν ὅσους νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ στηριχτοῦν στὴ δύναμη τῆς θέλησής τους καὶ ὄχι στὸ Θεό.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐκεῖνο ποὺ πρῶτα ἀπ' ὅλα χρειαζόμαστε εἶναι μία πνευματικὴ προετοιμασία γιὰ τὴν προσπάθεια τῆς νηστείας. Καὶ αὐτὴ εἶναι νὰ ζητήσομε ἀπὸ τὸ Θεὸ βοήθεια καὶ ἐπίσης νὰ κάνουμε τὴ νηστεία μας θεο-κεντρική. Νὰ νηστεύουμε ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ ξανανιώσουμε ὅτι τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τῆς Παρουσίας του. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ξαναβροῦμε ἕνα θρησκευτικὸ σεβασμὸ γιὰ τὸ σῶμα, τὴν τροφή, γιὰ τὸ σωστὸ ρυθμὸ τῆς ζωῆς. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν πρὶν ἀρχίσει ἡ νηστεία, ὥστε ὅταν ἀρχίσουμε νὰ νηστεύουμε νὰ εἴμαστε ἐφοδιασμένοι μὲ πνευματικὸ ὁπλισμό, μὲ τὸ δράμα καὶ τὸ πνεῦμα τῆς μάχης καὶ τῆς νίκης.
Κατόπιν ἔρχεται ἡ ἴδια ἡ νηστεία. Σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπαμε παραπάνω ἡ νηστεία μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ σὲ δύο ἐπίπεδα: πρῶτα σὰν ἀσκητικὴ νηστεία καὶ δεύτερον σὰν γενικὴ νηστεία.

Ἡ ἀσκητικὴ νηστεία περιλαμβάνει μία δραστικὴ μείωση τῆς τροφῆς ἔτσι ὥστε ἡ συνεχὴς κατάσταση πείνας νὰ μπορεῖ νὰ βιωθεῖ σὰν ὑπενθύμιση τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν διαρκὴς προσπάθεια συγκέντρωσης τοῦ νοῦ μας στὸ Θεό. Ὅποιος τὸ ἔχει δοκιμάσει αὐτὸ - ἔστω καὶ γιὰ λίγο - ξέρει ὅτι ἡ ἀσκητικὴ νηστεία ἀντὶ νὰ μᾶς ἀδυνατίζει, μᾶς ξαλαφρώνει, μᾶς εὐκολύνει στὴν αὐτοσυγκέντρωση, μᾶς κάνει νηφάλιους, χαρούμενους καὶ καθαρούς.

Αὐτὸς ποὺ νηστεύει ἔτσι, παίρνει τὴν τροφὴ σὰν ἀληθινὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι συνέχεια στραμμένος πρὸς τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο ὁ ὁποῖος, ἀνεξήγητα, γίνεται ἕνα εἶδος τροφῆς. Δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε ἐδῶ γιὰ τὴν ἀκριβῆ ποσότητα τῆς τροφῆς ποὺ πρέπει νὰ τρώει κανεὶς κατὰ τὴν ἀσκητικὴ νηστεία, οὔτε γιὰ τὸ ρυθμὸ καὶ τὴν ποιότητα τῆς τροφῆς· ὅλα αὐτὰ ἑξαρτιόνται ἀπὸ τὶς ἀτομικές μας δυνατότητες καὶ τὶς ἐξωτερικὲς συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ἀλλὰ ἡ βάση εἶναι ξεκάθαρη: εἶναι μία κατάσταση ἑνὸς μισοπεινασμένου ἀνθρώπου τοῦ ὁποίου ἡ «ἀρνητικὴ» φύση συνέχεια μεταμορφώνεται ἀπὸ τὴν προσευχή, τὴ μνήμη, τὴν προσοχὴ καὶ τὴν αὐτοσυγκέντρωση σὲ «θετικὴ» δύναμη.

Ὅσο γιὰ τὴν γενικὴ νηστεία εἶναι ἀνάγκη αὐτὴ νὰ περιορίζεται σὲ διάρκεια καὶ νὰ συνδυάζεται μὲ τὴ Θεία Εὐχαριστία. Μὲ τὶς παροῦσες συνθῆκες ζωῆς ἡ καλύτερη μορφὴ αὐτῆς τῆς νηστείας εἶναι ἡ μέρα πρὶν ἀπὸ τὴ βραδινὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Εἴτε νηστεύουμε αὐτὴ τὴ μέρα ἀπὸ νωρὶς τὸ πρωὶ εἴτε ἀργότερα, τὸ βασικὸ σημεῖο εἶναι νὰ ζοῦμε ὅλη τὴ μέρα σὰν μία μέρα προσδοκίας, ἐλπίδας, μία μέρα πείνας γιὰ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. Δηλαδὴ νὰ αὐτοσυγκεντρωθοῦμε καὶ νὰ σκεφτοῦμε αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ ἔρθει, τὸ δῶρο ποὺ θὰ πάρουμε καὶ ποὺ γιὰ χάρη του ἀπαρνούμαστε ὅλα τ' ἄλλα δῶρα.

Ὕστερα ἀπ' ὅσα εἴπαμε, πρέπει πάντα νὰ θυμόμαστε ὅτι ὅσο περιορισμένη καὶ ἂν εἶναι ἡ νηστεία μας - ἐφ' ὅσον εἶναι ἀληθινὴ νηστεία - θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν πειρασμό, στὴν ἀδυναμία, στὴν ἀμφιβολία καὶ στὸν ἐρεθισμό. Μ' ἄλλα λόγια δηλαδὴ θὰ εἶναι μία πραγματικὴ μάχη καὶ πιθανὸν ν' ἀποτύχουμε πολλὲς φορές. Ἀλλὰ ἂν ἀνακαλύψουμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι μάχη καὶ προσπάθεια, τότε βρήκαμε τὸ βασικὸ στοιχεῖο τῆς νηστείας.

Μία πίστη ποὺ δὲν ἔχει ξεπεράσει τὶς ἀμφιβολίες καὶ τὸν πειρασμὸ σπάνια μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἀληθινὴ πίστη. Δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχει καμιὰ πρόοδος στὴ χριστιανικὴ ζωὴ χωρὶς τὴν πικρὴ ἐμπειρία τῆς ἀποτυχίας. Πάρα πολλοὶ ἄνθρωποι ἀρχίζουν νὰ νηστεύουν μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ σταματοῦν μετὰ τὴν πρώτη ἀποτυχία. Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ὅτι ἀκριβῶς σ' αὐτὴ τὴν πρώτη ἀποτυχία ἔρχεται ἡ πραγματικὴ δοκιμή. Ἂν μετὰ τὴν ἀποτυχία καὶ τὴν συνθηκολόγηση μὲ τὶς ὀρέξεις μας καὶ τὰ πάθη μας ξαναγυρίσουμε ὅλα ἀπ' τὴν ἀρχὴ καὶ δὲν ὑποχωρήσουμε ὅσες φορὲς κι ἂν ἀποτύχουμε, ἀργὰ ἢ γρήγορα ἡ νηστεία μας θὰ φέρει τοὺς πνευματικοὺς καρπούς της.

Ἀνάμεσα στὴν ἁγιότητα καὶ τὸν ἀπογοητευτικὸ κυνισμὸ βρίσκεται ἡ μεγάλη καὶ θεϊκὴ ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς - ὑπομονὴ πρῶτα ἀπ' ὅλα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Δὲν ὑπάρχει σύντομος δρόμος γιὰ τὴν ἁγιότητα· γιὰ κάθε σκαλοπάτι πρέπει νὰ πληρώσουμε ὁλόκληρο τὸ ἀντίτιμο. Ἔτσι, τὸ καλύτερο καὶ ἀσφαλέστερο εἶναι ν' ἀρχίσουμε μὲ τὸ ἐλάχιστο - ἀκριβῶς λίγο πάνω ἀπὸ τὶς φυσικές μας δυνατότητες - καὶ ν' αὐξήσουμε τὶς προσπάθειές μας λίγο λίγο, παρὰ νὰ ἐπιχειρήσουμε πηδήματα σὲ μεγάλα ὕψη στὴν ἀρχὴ καὶ νὰ σπάσουμε μερικὰ κόκκαλα πέφτοντας στὴ γῆ!

Σὰν συμπέρασμα: ἀπὸ μία συμβατικὴ καὶ τυπικὴ νηστεία - δηλαδὴ νηστεία ἀπὸ ὑποχρέωση καὶ συνήθεια - πρέπει νὰ γυρίσουμε στὴν πραγματικὴ νηστεία. Ἂς εἶναι περιορισμένη καὶ ταπεινὴ ἀλλὰ νὰ εἶναι συνεχὴς καὶ ἀποφασιστική. Ἂς ἀντιμετωπίσουμε ἔντιμα τὶς πνευματικὲς καὶ φυσικές μας δυνατότητες καὶ ἂς ἐνεργήσουμε ἀνάλογα· ἂς θυμόμαστε πάντως ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ νηστέψουμε χωρὶς νὰ προκαλέσουμε αὐτὲς τὶς δυνατότητες, χωρὶς νὰ ἐνεργοποιήσουμε στὴ ζωή μας τὰ θεϊκὰ λόγια «τὰ ἀδύνατα παρ' ἀνθρώποις δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ». 

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2016

Νηστεία σημαίνει πείνα για τον Θεό...


Νηστεία σημαίνει πείνα για τον Θεό...


π. Αλέξανδρος Σμέμαν

«Νηστεία σημαίνει πείνα για το Θεό». «Μόνο αυτός που ευχαριστεί ζει αληθινά».
Όταν διψάσεις, θα ανακαλύψεις τη γεύση του νερού, που αγνοούσες λόγω της συνήθειας. Βάλε το στόμα σου στο τρεχούμενο νερό και γεύσου τις σταγόνες που σου έκαναν τη χάρη να μείνουν για να σε δροσίσουν.
Όταν πεινάσεις, θα ανακαλύψεις τη γεύση του ψωμιού, που αγνοούσες λόγω της συνήθειας. 
Φάε το ψωμί σου αργά και ταπεινά. Δέξου το με ευγνωμοσύνη ως δώρο και θα σου είναι πιο γλυκό κι από το μέλι.
Με τη νηστεία που μας διατηρεί σε κατάσταση πείνας, ασκούμαστε να λαμβάνουμε την τροφή και τη ζωή ευχαριστιακά. Να τη λαμβάνουμε ως δώρο από τα χέρια του Θεού. Η νηστεία -ως πείνα και δίψα- ανοίγει άλλες προοπτικές, άγνωστες παντελώς στον κορεσμένο άνθρωπο.

Το ψωμί, τα φρούτα, το νερό γίνονται ξαφνικά τόσο όμορφα…εμπνέουν τόσο σεβασμό που θέλεις να τα φιλήσεις… Τα απλά ακτινοβολούν μια αγνή ομορφιά που τα κάνει πιο ποθητά από τα πολυποίκιλα και επιτηδευμένα…
Η νηστεία, ως πείνα και δίψα, δίνει στην τροφή και τη ζωή τη γεύση της ευλογίας και της ευχαριστίας. Βλέποντας το ψωμί και το νερό ως δώρο του Θεού, ανακαλύπτεις τελικά παντού γύρω σου τα κρυμμένα Του δώρα…
Έχει δίκιο ο π. Αλέξανδρος. “Μόνο αυτός που ευχαριστεί ζει αληθινά”!
Η πείνα και η δίψα της νηστείας είναι στο βάθος της πείνα και δίψα για τον Θεό.Αυτό το ζεις πραγματικά στην εσπερινή λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, όταν όλη μέρα πεινάς και διψάς τον Άρτο και τον Οίνο της Ευχαριστίας...

Πηγή:   orthodoxia-ellhnismos.gr

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...