Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Οκτωβρίου 11, 2016

Ποια είναι τα Λειτουργικά Σκεύη;


Για την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και των άλλων Μυστηρίων ή Ιεροπραξιών απαιτείται ή χρήση διαφόρων σκευών, αποκλειστικά για το σκοπό αυτό. Αυτά είναι:

α. Το Άγιο Ποτήριο
Ποτήρι χρυσό ή αργυρό με υψηλή βάση, στο όποιο ρίχνεται ο οίνος και το ύδωρ την ώρα πού τελείται ή Άγία Προσκομιδή. Στη Θεία Λειτουργία άγιαζόμενα μετατρέπονται σε Αίμα Χρίστου. Μέσα στο Άγιο Ποτήριο τίθεται και το Σώμα του Χρίστου, μετά τον καθαγιασμό απ’ οπού μεταλαμβάνουν οι πιστοί.


Εικονίζει το Ποτήριο εκείνο στο όποιο ο Κύριος Ιερούργησε και παράδωσε στους Αποστόλους το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (Λουκ. κβ’, 20).

β. Ό Δίσκος ή το Άγιο Δισκάριο
Μικρός, αβαθής, στρογγυλός δίσκος, χρυσός ή αργυρός, στον όποιο τοποθετείται, την ώρα πού τελείται ή Προσκομιδή, ο Αμνός και αγιάζεται στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων. Ομοίως πάνω σ’ αυτόν τοποθετούνται οι μερίδες της Παναγίας, των Αγίων (των εννέα Ταγμάτων), των ζώντων και τεθνεώτων.
Συμβολίζει τη φάτνη της Βηθλεέμ, τη νεκρική κλίνη και τη γη.

γ. Ή Λαβίδα
Ό αρχαίος τρόπος μεταλήψεως των πιστών ήταν αυτός πού τηρείται σήμερα από τους Λειτουργούς πρώτα το Σώμα του Χρίστου από το Δίσκο και μετά το Αίμα από το Ποτήριο. Ή λέξη λαβίδα δήλωνε τότε μεταφορικά τη «λαβίδα» των ιερατικών δακτύλων και χεριών, με τα όποια το Άγιο Σώμα εισαγόταν στα στόματα των πιστών.

Το κοχλιάριο (κουταλάκι) χρησιμοποιήθηκε αργότερα τοπικά και γενικεύθηκε το 10ο αιώνα, αλλάζοντας τον τρόπο Μεταλήψεως. Ή ονομασία όμως της λαβίδας έμεινε στο κουταλάκι.
Συμβολίζει τη λαβίδα των Σεραφείμ πού είδε στο δράμα του ο Ησαΐας.

δ. Ό Αστερίσκος
Σταυροειδές έλασμα το όποιο συγκρατεί το κάλυμμα πάνω από το Δισκάριο, όταν ο Λειτουργός μετά το πέρας της Ακολουθίας της Αγίας Προσκομιδής «καλύπτει» τα προετοιμασθέντα Δώρα.
Συμβολίζει το στερέωμα του ουρανού και τον αστέρα των Μάγων.

ε. Τα Καλύμματα
Δύο ισομεγέθη καλύμματα σε σχήμα σταυρού με τα όποια καλύπτονται ο Δίσκος και το Ποτήριο κατά την Άγία Προσκομιδή.

Συμβολίζουν τα σπάργανα του Θείου Βρέφους, όταν το Δισκάριο εικονίζει τη Φάτνη και τα νεκρικά όθόνια του Χρίστου, όταν το Δισκάριο γίνεται νεκρική κλίνη.

στ. Ό Αήρ
Κάλυμμα ορθογώνιο μεγαλύτερο από τα προηγούμενα, με το όποιο καλύπτονται τα Τίμια Δώρα στην Ιερά Πρόθεση και αργότερα, μετά την απόθεση τους, στην Άγία Τράπεζα. Αυτό το κάλυμμα στην μεγάλη Είσοδο ο Ιερέας ή ο Διάκονος, όταν υπάρχει, το φέρει στην πλάτη του.
Συμβολίζει ο,τι και τα καλύμματα.

ζ. Ή Λόγχη
Μαχαίρι σε σχήμα λόγχης. Μ’ αυτό κόπτεται ο άρτος και εξάγεται ο Αμνός και οι μερίδες στην Προσκομιδή.
Συμβολίζει τη λόγχη του στρατιώτη με την οποία έλόγχισε την πλευρά του Χρίστου επάνω στο Σταυρό.

η. Το Ζέον
Μικρό δοχείο πού χρησιμοποιείται για τη μεταφορά θερμού (ζέοντος) ύδατος και έκχυση του μέσα στο Άγιο Ποτήριο πριν από τη Θεία Κοινωνία. Με αυτό τον τρόπο εξαίρεται ή ζέση του Αγίου Πνεύματος και παρακινούμαστε με τέτοια θερμότητα πίστεως να προσερχόμαστε στη Θεία Μετάληψη.
Συμβολίζει το ζεστό αίμα πού έρρευσε από την πλευρά του Χρίστου μετά τη λόγχευσή Του.

θ. Ή Μούσα
Είναι σπόγγος «πεπλατυσμένος» χρησιμοποιείται στη συστολή, δηλ. στην άπόμαξη (καθάρισμα) του Δίσκου και του Αντιμηνσίου. Φυλάσσεται μέσα στο Αντιμήνσιο.

ι. Ό Σπόγγος
Σφαιρικό σφουγγάρι πού τοποθετείται μέσα στο Άγιο Ποτήριο 2* – για να απορροφά την υγρασία του – μετά την κατάλυση από τον Ιερέα των υπολειμμάτων της Θείας Κοινωνίας μετά τη Μετάληψη των πιστών.
Συμβολίζει το σπόγγο με τον όποιο στο Γολγοθά έπότισαν τον Κύριο οξος.

ία. Τα Μάκτρα
Κόκκινα μανδήλια πού χρησιμοποιούνται στη Θεία Μετάληψη Κλήρου και Λάου. Μ’ αυτά σπογγίζουμε το στόμα μας. Όταν τα κρατάμε σωστά (με τα δύο χέρια μας, κάτω από το πηγούνι μας), προφυλάσσουν την τυχόν πτώση Μαργαριτών στο δάπεδο από απροσεξία ή από στιγμιαία αδεξιότητα.

ιβ. Ό Κωδωνίσκος
Μικρό καμπανάκι το όποιο κτυπά ο Ιερέας κάποια στιγμή του Όρθρου κατά τη διάρκεια της Προσκομιδής, σαν συνθηματικό ενάρξεως, ώστε, ο μεν Λαός να μνημονεύει νοερά τα ονόματα των ζώντων και κεκοιμημένων του, ο δε Λειτουργός να εξάγει μερίδες στο Άγιο Δισκάριο για όλους αυτούς πού «κατά διάνοιαν» έχει.

ιγ. Το Αρτοφόριο
Είναι ένα κατάλληλο ειδικό μεταλλικό συνήθως κουτί πού χρησιμοποιείται για τη φύλαξη της Θείας Κοινωνίας. Περιέχει Άγιο Άρτο εμβαπτισμένο στο τίμιο Αίμα του Κυρίου (δηλ. το Σώμα και το Αίμα Του).

Εξάγεται τη Μεγάλη Πέμπτη και αποξηραίνεται για να διατηρείται. Κατά τη χρήση υγραίνεται για να μαλακώσει με κοινό οίνο. Χρησιμοποιείται σε έκτακτες ανάγκες, εκτός Θείας Λειτουργίας, κατά τη διάρκεια του έτους και κοινωνούν οι Ιερείς τους ασθενείς και άτομα πού δεν μπορούν να μεταβούν στο Ναό.

Αρτοφόριο λέγεται και το πρόσθετο κυτίο στο όποιο διαφυλάσσεται ο Αμνός του Κυρίου, (το Σώμα και το Αίμα Του), από την Κυριακή μέχρι την ημέρα πού θα χρησιμοποιηθεί στην προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.

ιδ. Ό Τίμιος Σταυρός
Ανάλογα με τη λειτουργική του χρήση έχουμε:

(1) Το Σταυρό των λιτανειών,
(2) Το Σταυρό του αγιασμού,
(3) Το Σταυρό ευλογίας της Αγίας Τραπέζης,
(4) Τον «Εσταυρωμένο» του Ιερού, πού εξάγεται τη Μεγάλη Πέμπτη για προσκύνηση στο μέσον του Ναού.

ιέ. Ό Επιτάφιος
Είναι κατάλληλο ύφασμα με κεντημένο ή ζωγραφισμένο τον Χριστό νεκρό, όπως ήταν μετά την αποκαθήλωση. Αργότερα στον Επιτάφιο προστέθηκαν, γύρω από τον Χριστό ή Παναγία, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, ο Ιωάννης, Μυροφόρες και Άγγελοι, σε «επιτάφιο θρήνο».

Αυτό τον Επιτάφιο προσκυνούμε και περιφέρουμε τη Μεγ. Παρασκευή στρωμένο πάνω σ’ ένα διασκευασμένο τραπέζιο το λεγόμενο Κουβούκλιο, πού συμβολίζει το λίθο, πάνω στον όποιο το Σώμα του Χρίστου δέχτηκε τις μεταθανάτιες περιποιήσεις.

ιστ. Τα Θυμιατήρια
Είναι κινητά πύραυνα, (κατάλληλα μεταλλικά σκεύη), πού δέχονται τα κάρβουνα και το θυμίαμα, με τα όποια θυμιώνται ή Άγία Τράπεζα, οι Άγιες εικόνες και ο Λαός, όπως και όταν το Τυπικό καθορίζει στις διάφορες Ακολου­θίες. Εξαρτώνται από αλυσίδες με ή χωρίς κωδωνίσκους και ή βάση τους είναι με ή χωρίς κάλυμμα.

Στις Ακολουθίες των Μεγάλων Ωρών και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται απλούστερα Θυμιατήρια χειρός, τα «κατζία» σαν ένα είδος κυμβάλου πού συνοδεύει την ψαλμωδία (ιδίως μετά από ανάλογη εκπαίδευση).

Με το θυμίαμα πού προσφέρουμε την ώρα της προσευχής υποβοηθείται ή ανάταση της ψυχής προς τα υψηλά «άνω σχώμεν τάς καρδίας». Όπως το θυμίαμα θερμαινόμε­νο στον άνθρακα ανέρχεται προς τα άνω εύωδιάζοντας το περιβάλλον, έτσι και ή ψυχή του πιστού με θερμή πίστη πρέπει να πτερουγίζει προς τα άνω μυροβλύζουσα, άπαγγιστρωμένη από τις υλικές μέριμνες.

Ή βάση του θυμιατηρίου υποδεικνύει την ανθρωπότητα του Χρίστου, ή φωτιά τη θεότητα Του και ο ευώδης καπνός μας «πληροφορεί» την προπορευόμενη εύωδία του Αγίου Πνεύματος.

ιζ. Τα Έξαπτέρυγα
Είναι μεταλλικοί δίσκοι με ανάγλυφες, άμφιπρόσωπες παραστάσεις εξαπτέρυγων Σεραφείμ, τοποθετημένοι σε κοντάρι. Χρησιμοποιούνται στη μικρή και μεγάλη Είσοδο και στις λιτανείες. Σήμερα εξυπηρετούν διακοσμητικό και συμβολικό σκοπό. Παλαιότερα κατασκευάζονταν από υμένες ή πτερά ζώων και τα χρησιμοποιούσαν οι Διάκονοι σαν ριπίδια (βεντάλιες) για να εκδιώκουν τα έντομα κυρίως πά­νω από το Άγιο Ποτήριο. Σήμερα ή κίνηση αυτή συμβολικά γίνεται με τον Αέρα διπλωμένο, όταν ο Λειτουργός εκφωνεί: «Στώμεν καλώς…».

ιη. Τα Λάβαρα
Είναι είδος ιερών σημαιών με άμφιπρόσωπες παραστάσεις Αγίων, κεντητές ή ζωγραφιστές, πού χρησιμοποιούνται στις λιτανείες.

ιθ. Τα κηροπήγια
Είναι μεταλλικές βάσεις για στήριξη λαμπάδων πού α­νάβονται για φωτισμό ή για ένδειξη ευλάβειας δύο συνήθως στην Άγία Τράπεζα και μία στην Προσκομιδή. Συνθετότερα κηροπήγια είναι και αυτά στα όποια οι πιστοί ανάβουν τα κεριά τους στα προσκυνητάρια.

κ. Τα Σήμαντρα και οι Κώδωνες
Είναι οι καμπάνες με τις όποιες καλούνται οι πιστοί στους Ί. Ναούς με ανάλογη σήμανση για Θ. Λειτουργία, για λιτανεία, για εκφορά νεκρών κ.λπ.
Στίς Ιερές Μονές υπάρχουν και σήμαντρα, κόπανοι και «τάλαντα», με τα όποια οι Μοναχοί, ανάλογα με το τυπικό κάθε Μονής, ειδοποιούνται λεπτομερώς για την προετοιμασία ή την πρόοδο των Ακολουθιών.

Περισσότερο όμοιοι με τον Ιούδα είναι οι Οικουμενιστές!


προδοσιαΜικρό απόσπασμα από «Το Ευαγγέλιο του Ιωάννου» τόμος Γ΄. Νικολάου Σωτηρόπουλου, για αυτούς που μοιάζουν περισσότερο με τον 

Ιούδα 

Στίχοι 11-12: 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ.
Μεταφράζουμε: «Και δεν είμαι πλέον στον κόσμο, ενώ αυτοί είνε στον κόσμο, εγώ δε έρχομαι σ’ εσένα. Πάτερ δυνατέ, φύλαξέ τους με τη δύναμί σου, την οποίαν έδωσες σ’ εμένα, για να είνε ένα, όπως εμείς. Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους φύλασσα με τη δύναμί σου. Όσους μου έδωσες φύλαξα, και κανείς απ’ αυτούς δεν απωλέσθηκε, παρά ο άνθρωπος της απωλείας, και έτσι εκπληρώθηκε η Γραφή».



   Με τον Ιούδα ομοιάζουν οι φιλάργυροι. Αλλά περισσότερο με τον Ιούδα ομοιάζουν οι προδότες της Πίστεως του Χριστού, οι Οικουμενισταί. Και δεν είναι υπερβολή να ειπούμε, ότι οι Οικουμενισταί, ισοπεδωταί όλων των δογμάτων και όλων των Θρησκειών, συμπορευόμενοι με τους Νεοεποχίτες, είναι και αυτοί «υιοί της απωλείας», και δουλεύουν για τον ερχόμενο Αντίχριστο, τον κατ’ εξοχήν «υιόν της απωλείας» (Β΄ Θεσ. β΄ 3). Ο δε Αντίχριστος είναι ο τέταρτος σταθμός της πτώσεως του ανθρώπου.


Πηγή:εδώ
το είδαμε εδώ

Την 11ην του μηνός Οκτωβρίου, Ἅγιος Φίλιππος ὁ Ἀπόστολος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἦταν διάκονος μεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλὴμ (Πράξ. στ’).
Ἐπίσης, ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε τέσσερις θυγατέρες, προικισμένες μὲ προφητικὸ χάρισμα. (Πράξ. κα’ 8 – 9). 
Ὁ Φίλιππος, ὅμως, δὲν στάθηκε μόνο στὴν Ἱερουσαλήμ. Πῆγε στὴ Σαμάρεια καὶ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο, σὰν γνήσιος καὶ αὐτὸς «Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ πίστιν ἐκλεκτῶν θεοῦ καὶ ἐπὶ γνῶσιν ἀληθείας τῆς κατ’ εὐσέβειαν». Δηλαδὴ Ἀπόστολος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ διδάξει μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἐξέλεξε ὁ Θεός, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν εὐσέβεια.

Ἐκεῖ στὴν Σαμάρεια, διὰ τοῦ κηρύγματός του βάπτισε χριστιανὸ τὸν Σίμωνα τὸν μάγο. Ἔπειτα, ὁ Φίλιππος συνάντησε στὸ δρόμο του τὸν Εὐνοῦχο τῆς βασίλισσας Κανδάκης, καὶ ἀφοῦ τὸν κατήχησε, βάπτισε καὶ αὐτὸν Χριστιανό. Κατόπιν, πῆγε στὶς Τράλλεις τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου μὲ τὴ διδασκαλία του ἔπεισε ὅλους σχεδὸν τοὺς κατοίκους τῆς πόλης νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.
Ὁ Φίλιππος στὴν πόλη αὐτή, ἀφοῦ ἔκτισε καὶ χριστιανικὸ ναό, παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν ψυχή του.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας χάριτος, πλήρης ὑπάρχων, διηκόνησας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς Διάκονος τοῦ Λόγου Ἀπόστολε· θεοσημείαις δὲ θείαις χρησάμενος, τῆς Σαμαρείας τὰ πλήθη κατηύγασας. Μάκαρ Φίλιππε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.



Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Φωτισθεὶς ἐν Πνεύματι τῷ Παναγίῳ, τὰ τῆς γῆς πληρώματα, ταῖς σαῖς φωτίζεις διδαχαῖς, καὶ τῶν θαυμάτων λαμπρότησι, ἱερομύστα Ἀπόστολε Φίλιππε.

Μεγαλυνάριον.
Πίστεως τὸ πλήρωμα γεωργῶν, ἐξ αὐτοῦ παρέχεις, τῷ πληρώματι τῶν πιστῶν, ὡς ἐκλελεγμένος, διακονεῖν ἁγίοις· ἐξ οὗ ἡμῖν μετάδος, Φίλιππε ἔνδοξε.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2016

Τρεῖς δεῖχτες



Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ἕνας πού ἀγαπᾶμε, ὁ προσωπικός μας φίλος. Δέν χρειάζεται ν' ἀποδείξουμε τήν ὕπαρξη ἑνός προσωπικοῦ φίλου. Ὁ Θεός, λέει ὁ Olivier Clement, «δέν εἶναι ἐξωτερική μαρτυρία, ἀλλά τό μυστικό κάλεσμα μέσα μας». Ἄν πιστεύουμε στό Θεό, εἶναι γιατί τόν γνωρίζουμε ἄμεσα ἀπό τή δική μας ἐμπειρία καί ὄχι ἀπό λογικές ἀποδείξεις. Παρ' ὄλ' αὐτά, εἶναι ἀνάγκη νά γίνει ἐδῶ μία διάκριση ἀνάμεσα στήν «ἐμπειρία» καί στίς «ἐμπειρίες». Ἄμεση ἐμπειρία μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς νά συνοδεύεται ἀναγκαστικά ἀπό ἰδιαίτερες ἐμπειρίες. Ὑπάρχουν πράγματι πολλοί πού ἔφτασαν νά πιστέψουν στό Θεό ἀπό κάποια φωνή ἤ ἀπό κάποιο ὅραμα, σάν κι αὐτό πού δέχθηκε ὁ Ἀπ. Παῦλος στό δρόμο γιά τή Δαμασκό (Πράξ. 9, 1-9). Ὑπάρχουν ὅμως πολλοί ἄλλοι πού ποτέ δέν ἔχουν περάσει ἀπό ἰδιαίτερες ἐμπειρίες αὐτοῦ τοῦ τύπου ἀλλά μποροῦν νά βεβαιώσουν ὅτι, σ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους καί στό σύνολό της, αἰσθάνονται μία ὁλοκληρωτική ἐμπειρία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, μία πεποίθηση πού ὑφίσταται σ' ἕνα ἐπίπεδο πιό στέρεο ἀπ' ὅλες τίς ἀμφιβολίες τους. Ἀκόμη κι ἄν δέν μποροῦν νά δώσουν μαρτυρία γιά μίαν ὁρισμένη θέση ἤ στιγμή, ὅπως μπόρεσε ὁ ἅγ. Αὐγουστῖνος, ὁ Pascal ἤ ὁ Wesley, μποροῦν νά ἰσχυριστοῦν μ' ἐμπιστοσύνη: Ξέρω τό Θεό προσωπικά.

Τέτοια ἑπομένως, εἶναι ἡ βασική «μαρτυρία» γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ: μία πρόσκληση γιά ἄμεση ἐμπειρία (ἀλλά ὄχι ἀναγκαστικά γιά ἐμπειρίες). Ὅμως, ἐνῶ δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν λογικές ἀποδείξεις γιά τή θεία πραγματικότητα, ὑπάρχουν ὁρισμένοι «δεῖχτες». Στόν κόσμο γύρω μας ὅπως ἐπίσης μέσα μας, ὑπάρχουν γεγονότα, πού ζητοῦν μίαν ἑρμηνεία, ἀλλά πού μένουν ἀνερμήνευτα, ἄν δέν ἀφεθοῦμε στήν πίστη σ' ἕνα προσωπικό Θεό. Τρεῖς τέτοιοι δεῖχτες πρέπει ν' ἀναφερθοῦν ἰδιαίτερα.
 
*
 
Πρῶτος, εἶναι ὁ κόσμος γύρω μας. Τί βλέπουμε; Πολλή ἀκαταστασία καί φανερή φθορά, πολύ τραγική ἀπελπισία καί φαινομενικά ἄχρηστο πόνο. Αὐτό εἶναι ὅλο; Βέβαια ὄχι. Ἄν ὑπάρχει ἕνα «πρόβλημα κακοῦ», ὑπάρχει ἐπίσης κι ἕνα «πρόβλημα καλοῦ». Ὁπουδήποτε κοιτάξουμε, δέν βλέπουμε μόνο σύγχυση ἀλλά καί ὀμορφιά. Στή χιονονιφάδα, στό φύλλο ἤ στό ἔντομο, ἀνακαλύπτουμε σχέδια δομημένα μέ μίαν εὐαισθησία καί ἰσορροπία πού τίποτε φτιαγμένο ἀπ' τήν ἀνθρώπινη ἐπιδεξιότητα δέν μπορεῖ νά τό φτάσει. Δέν πρόκειται νά ἑρμηνέψουμε συναισθηματικά αὐτά τά πράγματα ἀλλά δέν μποροῦμε νά τ' ἀγνοήσουμε. Πῶς καί γιατί ἐμφανίστηκαν αὐτά τά σχέδια; Ἄν πάρω ἕνα πακέτο μέ κάρτες μόλις φερμένες ἀπό τό ἐργοστάσιο, μέ τίς τέσσερις ἄκρες τακτικά τοποθετημένες σέ σειρά κι ἀρχίσω νά τό ἀνακατεύω, τότε ὅσο ἀνακατεύονται τόσο τό ἀρχικό σχέδιο θά ἐξαφανίζεται καί θ' ἀντικαθίσταται ἀπό μίαν ἀνόητη ἀντιπαράθεση. Ἀλλά στήν περίπτωση τοῦ σύμπαντος ἔχει συμβεῖ τό ἀντίθετο. Μεσ' ἀπό ἕνα χάος ἀρχικό ἔχουν ξεπηδήσει σχέδια μέ πολυμορφία καί νόημα πού ὁλοέν' αὐξάνουν, κι ἀνάμεσα σέ ὅλ' αὐτά τά σχέδια τό πιό πολύμορφο καί τό πιό σημαντικό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Γιατί θάπρεπε ἡ διαδικασία ποὺ συμβαίνει στό πακέτο μέ τίς κάρτες ν' ἀντιστραφεῖ ἀκριβῶς στό ἐπίπεδο τοῦ σύμπαντος; Τί ἤ ποιός εἶναι ὑπεύθυνος γι' αὐτή τήν κοσμική τάξη καί τό σχέδιο; Τέτοια ἐρωτήματα δέν εἶναι παράλογα. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ λογική πού μέ σπρώχνει νά ψάξω γιά μίαν ἑρμηνεία ὁπουδήποτε διακρίνω τάξη καί νόημα.

«Τό Καλαμπόκι ἦταν Ἀνατολή καί Ἀθάνατο Σιτάρι πού ποτέ δέν θάπρεπε νά θεριστεῖ, μήτε ποτέ εἶχε σπαρθεῖ. Νόμιζα πώς ἦταν ἐκεῖ αἰώνια. Ἡ Σκόνη καί οἱ Πέτρες τοῦ Δρόμου ἦταν πολύτιμα σάν Χρυσάφι... Τά Πράσινα Δένδρα, ὅταν τά πρωτοεῖδα μέσα ἀπό μία Πύλη μέ γήτεψαν καί μέ μάγεψαν• ἡ Γλύκα τους καί ἡ ἀλλόκοτη Ὀμορφιά τους ἔκαναν τήν καρδιά μου νά πηδήξει, καί σχεδόν τρελός ἀπό Ἔκσταση πού ὑπῆρχαν τέτοια περίεργα καί θαυμάσια Πράγματα...» Ἡ ἀντίληψη τῆς παιδικῆς ἡλικίας τοῦ Thomas Traherne γιά τήν ὀμορφιά τοῦ κόσμου μπορεῖ νά παραλληλιστεῖ μέ πολυάριθμα κείμενα ἀπό Ὀρθόδοξες πηγές. Ἐδῶ π.χ. εἶναι τά λόγια του Πρίγκηπα Vladimir Monomakh τοῦ Κιέβου:

Κοίταξε τόν οὐρανό, τόν ἥλιο καί τή σελήνη καί τ' ἀστέρια, τό σκοτάδι καί τό φῶς, καί τή γῆ πού εἶναι ἁπλωμένη πάνω στά νερά, πῶς εἶναι ρυθμισμένα, Κύριε, ἀπό τήν πρόνοιά σου!

Κοίταξε τά διάφορα ζῶα καί τά πουλιά καί τά ψάρια πῶς στολίζονται μέ τή στοργική σου φροντίδα, Κύριε! Καί γι' αὐτό τό θαῦμα, ἐπίσης ἀποροῦμε: πῶς ἔχεις δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή σκόνη καί πόσο διαφέρουν στήν ἐμφάνιση τ' ἀνθρώπινα πρόσωπα: ἀκόμη κι ἄν μπορούσαμε νά συγκεντρώσουμε ὅλους τους ἀνθρώπους ἀπ' ὅλο τόν κόσμο, δέν θά ὑπῆρχε οὔτε ἕνας μέ τήν ἴδια ἐμφάνιση ἀλλά ὁ καθένας, μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ, ἔχει τή δική του ἐμφάνιση. Ἄς θαυμάσουμε ἀκόμη πῶς τά πουλιά τ' οὐρανοῦ φεύγουν ἀπ' τόν παράδεισό τους: δέ μένουν σέ μία χώρα ἀλλά φεύγουν δυνατά καί ἀδύνατα μαζί, πρός ὅλες τίς χῶρες στήν προσταγή τοῦ Θεοῦ, σ' ὅλα τά δάση καί τούς ἀγρούς.
 
*
 
Αὐτή ἡ παρουσία τοῦ νοήματος μέσα στόν κόσμο μαζί μέ τή σύγχυση, τῆς συνοχῆς καί τῆς ὀμορφιᾶς μαζί μέ τήν ἀσημαντότητα μᾶς δίνει ἕνα πρῶτο «δείχτη» πρός τό Θεό. Βρίσκουμε ἕνα δεύτερο «δείχτη» μέσα μας. Γιατί, περ' ἀπ' τήν ἐπιθυμία μου γιά εὐχαρίστηση καί τήν ἀπαρέσκειά μου γιά τόν πόνο, νά ἔχω μέσα μου ἕνα αἴσθημα καθήκοντος καί ἠθικῆς ὑποχρέωσης, μίαν αἴσθηση τοῦ σωστοῦ καί τοῦ λάθους, μία συνείδηση; Καί αὐτή ἡ συνείδηση δέν μοῦ λέει ἁπλῶς νά ὑπακούω σέ κανόνες πού μέ δίδαξαν ἄλλοι• εἶναι προσωπική. Γιατί, ἐπί πλέον, ἔτσι καθώς εἶμαι τοποθετημένος μέσα στό χρόνο καί στό χῶρο, βρίσκω μέσα μου αὐτό ποῦ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας ὀνομάζει «ἀπέραντη δίψα» ἤ δίψα γιά ὅ,τι εἶναι αἰώνιο; Ποιός εἶμαι; Τί εἶμαι;

Ἡ ἀπάντηση σ' αὐτές τίς ἐρωτήσεις κάθε ἄλλο παρά φανερή εἶναι. Τά ὅρια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐξαιρετικά πλατιά• ὁ καθένας ἀπό μᾶς ξέρει πολύ λίγα γιά τόν ἀληθινό καί βαθύ ἑαυτό του. Μέ τίς ἐξωτερικές κι ἐσωτερικές ἀντιληπτικές μας ἱκανότητες, μέ τή μνήμη μας καί μέ τή δύναμη τοῦ ἀσυνειδήτου, ἐκτεινόμαστε πάνω ἀπ' τό διάστημα, ἁπλωνόμαστε πρός τά πίσω καί πρός τά ἐμπρός μέσα στό χρόνο, καί φτάνουμε περ' ἀπ' τό χῶρο καί τό χρόνο μεσ' τήν αἰωνιότητα. «Μέσα στήν καρδιά εἶναι ἀπύθμενα βάθη», βεβαιώνουν οἱ Ὁμιλίες τοῦ ἁγ. Μακαρίου. «Δέν εἶναι παρά ἕνα μικρό σκεῦος: κι ὅμως ὑπάρχουν ἐκεῖ δράκοι καί λιοντάρια καί δηλητηριώδη πλάσματα καί ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς κακίας: ἄγρια, ἀπότομα μονοπάτια ὑπάρχουν ἐκεῖ καί ἀνοιχτά χάσματα. Ἐκεῖ ἐπίσης ὑπάρχει ὁ Θεός, ὑπάρχουν οἱ ἄγγελοι, ὑπάρχει ζωή καί Βασιλεία, ὑπάρχει φῶς καί οἱ Ἀπόστολοι, οἱ οὐράνιες πολιτεῖες καί οἱ θησαυροί τῆς χάριτος: τά πάντα ὑπάρχουν ἐκεῖ»

Μ' αὐτό τόν τρόπο ἔχουμε ὁ καθένας μέσα στή δική μας καρδιά, ἕνα δεύτερο «δείχτη» Τί σημαίνει ἡ συνείδησή μου; Ποιά εἶναι ἡ ἑρμηνεία γιά τήν αἴσθηση τοῦ ἀπείρου ποὺ ἔχω; Μέσα μου ὑπάρχει κάτι πού, συνέχεια, μέ κάνει νά κοιτάζω περ' ἀπ' τόν ἑαυτό μου. Μέσα μου φέρνω μία πηγή θαύματος, μία πηγή γιά μία συνεχῆ αὐτοϋπέρβαση.
 
*
 
Ἕνα τρίτος «δείχτης» πρέπει νά βρεθεῖ στίς σχέσεις μου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Γιά τόν καθένα ἀπό μᾶς -ἴσως μία ἤ δύο φορές μόνο σ' ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς μας- ἔχουν ὑπάρξει ξαφνικές ἀποκαλυπτικές στιγμές, ὅπου μᾶς φανερώθηκε ἡ πιό βαθειά ὕπαρξη καί ἡ ἀλήθεια ἑνός ἄλλου, καί ἀποκτήσαμε ἐμπειρία τῆς ἐσωτερικῆς του ζωῆς σάν νά ἦταν δική μας. Καί αὐτή ἡ συνάντηση μέ τήν ἀληθινή προσωπικότητα ἑνός ἄλλου εἶναι, γι' ἄλλη μία φορά, μία ἐπαφή μέ τό ὑπερβατικό καί τό ἄχρονο, μέ κάτι πιό δυνατό ἀπ' τό θάνατο. Τό νά ποῦμε στόν ἄλλο, μ' ὅλη μας τήν καρδιά, «Σ' ἀγαπῶ», εἶναι σάν νά λέμε, «Δέν θά πεθάνεις ποτέ». Σέ τέτοιες στιγμές προσωπικῆς μετοχῆς ξέρουμε, ὄχι ἀπό ἐπιχειρήματα ἀλλ' ἀπό ἄμεση βεβαιότητα, ὅτι ὑπάρχει ζωή περ' ἀπ' τό θάνατο. Γι' αὐτό στίς σχέσεις μας μέ ἄλλους, καθώς καί στήν ἐμπειρία μας μέ τούς ἑαυτούς μας, ἔχουμε στιγμές ὑπερβατικότητας πού μαρτυροῦν ὅτι κάτι βρίσκεται πιό πέρα. Πῶς θά μπορέσουμε νά εἴμαστε πιστοί σ' αὐτές τίς στιγμές καί νά τίς νοιώθουμε;

Αὐτοί οἱ τρεῖς «δεῖχτες» - στόν κόσμο γύρω μας, στόν κόσμο μέσα μας, καί στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις- μποροῦν νά βοηθήσουν ὅλοι μαζί, σάν ἕνας τρόπος προσέγγισης, φέρνοντάς μας στό κατώφλι τῆς πίστης στό Θεό. Κανείς ἀπ' αὐτούς τούς «δεῖχτες» δέν ἀποτελεῖ μία λογική ἀπόδειξη. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ἄλλη ἐκλογή; Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ φανερή τάξη στό σύμπαν εἶναι ἁπλή σύμπτωση, ὅτι ἡ συνείδηση εἶναι μόνο τό ἀποτέλεσμα τοῦ κοινωνικοῦ ἐθισμοῦ, καί ὅτι, ὅταν ἡ ζωή σ' αὐτό τόν πλανήτη τελικά ἐκλείψει, ὅλ' αὐτά πού τό ἀνθρώπινο γένος ἔχει ζήσει ὡς ἐμπειρίες καί ὅλες οἱ δυνατότητές μας θά εἶναι σάν νά μήν εἶχαν ὑπάρξει ποτέ; Μία τέτοια ἀπάντηση μοῦ φαίνεται ὄχι μόνο καθόλου ἱκανοποιητική καί ἀπάνθρωπη, ἀλλά καί τρομερά παράλογη.

Εἶναι βασικό στοιχεῖο στό χαρακτήρα μου σάν ἀνθρώπου νά ψάχνω παντοῦ γιά σημαντικές ἑρμηνεῖες. Τό κάνω αὐτό καί μέ τά μικρότερα πράγματα στή ζωή μου: δέν θά τό κάνω μέ τά μεγαλύτερα; Ἡ πίστη στό Θεό μέ βοηθάει νά καταλάβω γιατί ὁ κόσμος θάπρεπε νἄναι ὅπως εἶναι, ὄχι μόνο μέ τήν ὀμορφιά του ἀλλά καί μέ τήν ἀσχήμια του• γιατί θάπρεπε νἄμαι ὅπως εἶμαι, ὄχι μόνο μέ τήν εὐγένειά μου ἀλλά καί μέ τήν εὐτέλειά μου καί γιατί θάπρεπε ν' ἀγαπῶ τούς ἄλλους, βεβαιώνοντας τήν αἰώνιαν ἀξία τους. Δίχως τήν πίστη στό Θεό δέν μπορῶ νά δῶ ἄλλη ἑρμηνεία γιά ὅλ' αὐτά. Ἡ πίστη στό Θεό μέ κάνει ἱκανό ν' ἀντιλαμβάνομαι τά πράγματα, νά τά βλέπω σάν ἕνα σύνολο ἁρμονικό, μ' ἕνα τρόπο πού τίποτε ἄλλο δέν μπορεῖ νά μοῦ τό δώσει. Ἡ πίστη μέ κάνει ἱκανό νά κάνω ἀπό τά πολλά τό ἕνα.
πηγή

ΤΑ ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΟΦΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ. ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΜΑΚΡΗ

χούντα και δεσποτοκρατία


Συνήθως στην περιρρέουσα κοινωνική αντίληψη η Εκκλησία ταυτίζεται με την αντίχριστη δεσποτοκρατία. Η οποία έχει τόση σχέση με την Εκκλησία όση και ο δικτάτορας Παπαδόπουλος είχε με τη δημοκρατία. Έστω κι αν  αυτοχρίστηκε και αυτοτιτλοφορήθηκε «πρόεδρος της δημοκρατίας».
Και για να το καταλάβουμε αυτό δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά. Αρκεί να προστρέξουμε στη σημασία των λέξεων εκκλησία και δεσποτοκρατία. Εκκλησία σημαίνει δημοκρατία, που στην πραγματικότητα είναι η ιδανική μορφή δημοκρατίας. Με την έννοια ότι συμμετέχουν σ’ αυτήν, όχι μόνο οι δεσποτάδες και γενικότερα ο κλήρος, αλλά, χωρίς εξαιρέσεις, όλο το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Και η συμμετοχή αυτή είναι ουσιαστική. Που σημαίνει ότι ο λαός έχει το πρωταρχικό δικαίωμα του εκλέγειν σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Στην εκλογή, δηλαδή, των επιτρόπων και ιερέων των ενοριών, αρχιερέων και ασφαλώς του αρχιεπισκόπου. Όπως συνέβαινε στους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας. Οπότε και εκλέγονταν, κατά κανόνα, οι άριστοι. Σαν τον Βασίλειο, το Γρηγόριο, το Χρυσόστομο, τον Αυγουστίνο, τον Αμβρόσιο και τόσους άλλους.
Και σε διαμετρική αντίθεση με ο, τι συμβαίνει στις μέρες μας, οπότε, μέσα απ’ τα δεσποτικά, αλλά και τα πολιτικά, ντόπια αλλά και διεθνή μαγειρεία,σερβίρονται, ερήμην του λαού, συχνά οι άχρηστοι και όχι σπάνια οι εξαιρετικά επιζήμιοι. Για να μεταλλαχθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο οι επίσκοποι σε δεσποτάδες. Πραγματικότητα και προσφώνηση την οποία αποδέχονται οι δεσποτάδες με ιδιαίτερα προκλητικό ναρκισσισμό. Παρότι η οποιαδήποτε έννοια και πραγματικότητα δεσποτισμού βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση με το ήθος και το πνεύμα του Ευαγγελίου (Μάρκου: 10: 32-45, κλπ). Όπου ο Χριστός, καταδικάζει κατηγορηματικά κάθε είδος, όχι μόνο τυραννίας, αλλά και απλής εξουσίας. Επισημαίνοντας στους μαθητές του ότι σε διαμετρική αντίθεση προς τους κοσμικούς άρχοντες, που καταπιέζουν, αυτοί πρέπει να υπηρετούν το λαό. Και ότι η υπεροχή του καθενός έναντι των άλλων δεν έγκειται  στα πλούτη, τις πολυτέλειες και τα μεγαλεία αλλά στο βαθμό της προσφοράς έναντι των συνανθρώπων τους. Δεδομένου ότι και ο ίδιος δεν ήρθε, για να εξουσιάσει, αλλά, για να υπηρετήσει το λαό και να θυσιαστεί για χάρη του.
Αλλά πώς απ’ το υπέροχο αυτό ιδανικό, που ο Χριστός έθεσε, προέκυψε η ολέθρια για την Εκκλησία μετάλλαξή της σε δεσποτοκρατία; Προφανώς κατ’ απομίμηση προς την κοσμική εξουσία, η οποία στα χρόνια του Βυζαντίου, ως αυτοκρατορική, ήταν δεσποτική αυταρχικήκαι αυθαίρετη. Και είναι ασφαλώς γεγονός ότι η κοσμική εξουσία και η νομοθεσία του Βυζαντίου εξανθρωπίστηκαν σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση της ευαγγελικής διδασκαλίας. Αλλά από το άλλο μέρος είναι γεγονός πως η κοσμική εξουσία επηρέασε αρνητικά το διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας. Αφού από διακονικό, που ήταν στους πρώτους αιώνες, μεταλλάχτηκε στη συνέχεια σε εξουσιαστικό και δεσποτικό. Για να επιδεινωθεί η κατάσταση αυτή στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Οπότε τη θέση του αυτοκράτορα για τους υπόδουλους την πήρε ο Πατριάρχης, ο οποίος ιδιοποιήθηκε ακόμη και το αυτοκρατορικό στέμμα (μίτρα) και κατ’ απομίμηση, το ιδιοποιήθηκαν βαθμηδόν και όλοι οι αρχιερείς.
Πραγματικότητα, η οποία σήμερα, είναι τελείως απαράδεκτη, όχι μόνο, επειδή τα περισσότερα κοσμικά καθεστώτα έχουν, κατά τεκμήριο, δημοκρατικά πολιτεύματα, αλλά κυρίως και προπάντων γιατί βρίσκεται σε αντίθεση με το Ευαγγέλιο. Έτσι ώστε ο ασύδοτος τρόπος, με τον οποίο συνήθως πολιτεύονται  οι δεσποτάδες να μη θυμίζει, σε καμιά περίπτωση  το ιδανικό του  Χριστού αλλά τον «υπεράνθρωπο» του Νίτσε. Αφού το καθεστώς της δεσποτοκρατίας τους περιποιεί το δικαίωμα  να είναι«νομοθέτες του εαυτού τους και εκτελεστές του νόμου τους».Οπότε αυτό, που παίζει πρωταρχικό ρόλο στην περίπτωση αυτή δεν είναι η αξία ή απαξία των υφισταμένων του δεσπότη, αλλά η ικανότητα ή ανικανότητα στο να τον κολακεύουν. Με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνει γύρω του εσμός αυλοκολάκων, οι οποίοι ανελίσσονται, στο βαθμό, που γλείφουν τους δεσποτάδες και καρφώνουν τους συναδέλφους τους.
Συνεπώς αυτοί που αναφέρονται στη σχέση της Εκκλησίας με τη Χούντα κάνουν μεγάλο λάθος. Γιατί Εκκλησία δεν χαρακτηρίζεται από το βίο και την πολιτεία του ενός ή του άλλου δεσπότη, αλλά απ’ το υπόδειγμα του Χριστού και των Αποστόλων και διαχρονικά από το βίο και την πολιτεία των αγίων. Σχέση αλληλεγγύης με τη Χούντα υπήρξε μόνο εκ μέρους  της δεσποτοκρατίας. Κατά το «όμοιος ομοίω» των αρχαίων ή κατά το «βρήκε ο γύφτος τη γενιά του» των νεοελλήνων. Η οποία σχέση αποκάλυψε και τα αβυσσαλέα μίση, που τους χώριζαν. Και το πόσο αδίστακτοι και ανελέητοι και εκδικητικοί είναι αποδεικνύεται από το όργιο του πρωτοφανούς  αλληλοσπαραγμού μεταξύ τους . Γεγονός που υπογραμμίζει το μεγάλο κίνδυνο, που διατρέχει ο οποιοσδήποτε υφιστάμενός τους, αν  περιπέσει στη δυσμένειά τη δική τους ή των αυλοκολάκων τους. Αφού ποτέ  και πουθενά δεν πρόκειται να βρει το δίκιο του, έστω κι αν η ζωή του είναι κρυστάλλινη. Δεδομένου ότι, παρόλα τα μίση, που μπορεί να χωρίζουν τους δεσποτάδες, εντούτοις διαπνέονται από πνεύμα συντεχνίας. Με αποτέλεσμα να αλληλοκαλύπτονται και αλληλοϋποστηρίζονται, πέρα από κάθε λογική και συνείδηση.
Θα περίμενε κανείς πως η, λεγόμενη, Μεγάλη Σύνοδος, που έγινε τον Ιούνιο στην Κρήτη, θα προσπαθούσε να θεραπεύσει πρωταρχικά την πυορροούσα αυτή πληγής της Εκκλησίας. Αλλά αυτό εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατο. Αφού ο σκοπός της Συνόδου αυτής ήταν ακριβώς αντίθετος: Μέσα, δηλαδή, απ’ την ενίσχυση των διεκκλησιαστικών και διαθρησκειακών σχέσεων να στηρίξει το καθεστώς του παγκόσμιου δεσποτισμού. Της διαβόητης, δηλαδή, παγκοσμιοποίησης, της οποίας η δεσποτοκρατία είναι ακριβή και πολύτιμη θεραπαινίδα…

Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἀποφεύγει τὴν προσωπική ἀνάπτυξη




Γιατί ο άνθρωπος αποφεύγει την προσωπική ανάπτυξη;
Ομιλεί ο π. Φιλόθεος Φάρος.
Την συνέντευξη διευθύνει η Βίκυ Αρβελάκη.
Γιατί ο άνθρωπος αποφεύγει την προσωπική ανάπτυξη 00:59 Why do we avoid self-development
Ενήλικες που δεν έχουν ενηλικιωθεί 10:53 Αdults who are not grown ups
Η έννοια της ταπείνωσης 17:22 The sense of humbleness
Πως εκφράζεται η υγιής θρησκευτικότητα 21:42 How is healthy religiousness expressed
Τι δείχνει η συνήθειά μας να παραπονιόμαστε οτι "ποτέ δεν ήταν χειρότερα" 25:46 Why do we complain that "everything is a disaster"
Ποιος καθορίζει τη ζωή μας 28:29 Who determines our lives
Η αυτοκαταστροφή το μεγαλύτερο είδος αμαρτίας 29:52 Self destruction, the highest sin
Τα τέσσερα είδη κακών 30:52 Four types of sins

Εικονοληψία // Διεύθυνση Φωτογραφίας : Σταύρος Παπαδημητρίου
Παραγωγή : Νέα Τηλεόραση Κρήτης

Director of photograohy : Stavros Papadimitriou
Produced by : Nea Tv Greece
Πηγή

ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ.


2016022310343897
Όλες οι παλαιές αιρέσεις κάτω από διάφορες βιτρίνες, απέβλεπαν σε ένα μονάχα στόχο: Ηρνούντο την Θεότητα του Θεού Λόγου και διέστρεφαν το δόγμα της ενσαρκώσεως Του. Οι νεώτερες αιρέσεις αποβλέπουν στην αποκήρυξη της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος.

Είναι αξίωμα εκκλησιολογικό και παράδοσης αιώνια της Αγίας μας Ορθοδοξίας, ότι υπάρχει ταύτισης και πλήρης κοινωνία μνημονευομένων επισκόπων και μνημονευτών ιερέων και λαού. Από το μνημόσυνο, (την
αναφορά δηλαδή του ονόματος), του Ορθοδόξου Αρχιερέως γνωρίζεται η Ορθόδοξος Εκκλησία με την οποία βρίσκονται σε κοινωνία οι Ορθόδοξοι πιστοί.
Εάν μνημονεύεται ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, τότε οι κοινωνούντες και μνημονεύοντες αυτόν, κοινωνούν με την αίρεσή του Οικουμενισμού, γιατί αποτελούν ένα σώμα: «ο κολλώμενος τη πόρνη (αίρεση) εν σώμα εστίν».
Για όσους νομίζουν ότι αρκεί η θεωρητική άρνησης της αιρέσεως, ενώ στην πράξη κοινωνούν με αυτή μέσω της αναφοράς του ονόματος του πατριάρχη από τους επισκόπους και μέσω της μνημόνευσης των επισκόπων από τους ιερείς, ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης λέει: «έστω και αν αυτοί δεν καταποντίστηκαν με τους λογισμούς, (παραμένουν δηλαδή από «μέσα τους ορθόδοξοι»!!!), όμως με την κοινωνία της αιρέσεως χάνονται (τη κοινωνία της αιρέσεως συνόλυνται)».
Υποστηρίζουν πολλοί, ότι οι πιστοί πρέπει να περιμένουν πρώτα την Συνοδική καταδίκη του επισκόπου εκείνου, η του πατριάρχη που κηρύττει αίρεση και κατόπιν να αποσχισθούν απ’ αυτόν. Διότι, αν αποσχισθούν προ συνοδικής διαγνώμης δημιουργούν τάχα σχίσμα στην Εκκλησία. Οι Πατέρες όμως της Εκκλησίας στην εποχή τους σε παρόμοιες περιπτώσεις, δεν ήθελαν καμία εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς. Η απόσχισης απαγορεύεται, όταν ο επίσκοπος σφάλλει ως άτομο στη ιδιωτική ζωή. Όταν όμως σφάλλει στην πίστη, η αποτοίχισης συνιστάται εκ μέρους των πατέρων της Εκκλησίας, των Ι. Κανόνων και της Αγίας Γραφής.
Θα αναφέρω μερικά παραδείγματα από τους Αγίους μας όπου πρέπει να είναι για μας σ’ αυτές τις προδοτικές ημέρες, οδοδείκτες και παραδείγματα προς μίμηση.
Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος, ο οποίος προέτρεπε τους πιστούς της Κωνσταντινουπόλεως, κληρικούς και λαϊκούς, να απέχουν της κοινωνίας, του αιρετικά κηρύσσοντος Νεστορίου, αν και δεν είχε συνέλθει ακόμη σύνοδος προς καταδίκην του. Και σημειώσατε, ότι όταν ο θείος Κύριλλος προέτρεπε με τα λόγια αυτά τους πιστούς της Κων/λεως, αυτοί είχαν προηγουμένως διακόψει κοινωνία με τον κακόδοξο ποιμενάρχη τους τον Νεστόριο. Επίσης ο Άγιος Υπάτιος, που μόλις πληροφορήθηκε την κακοδοξία του Νεστορίου, διέκοψε το μνημόσυνο του, πριν καν συνέλθει Σύνοδος προς καταδίκη του αιρετικού Νεστορίου.
Ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής διέκοψε πάσαν Εκκλησιαστική κοινωνία προ συνοδικής διαγνώμης, μεθ’ όλων των θρόνων Ανατολής και Δύσεως, ένεκα της
αιρέσεως του Μονοθελητισμού, ώστε να θεωρείται υπό των αντιπάλων του ως ευρισκόμενος τάχα εκτός Εκκλησίας. Του έλεγαν: Ποιάς Εκκλησίας είσαι; Του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιοχείας, της Αλεξανδρείας; Ποίας; Όλες αυτές έχουν ενωθεί. Εάν λοιπόν είσαι μέλος της Εκκλησίας ενώσου και εσύ. Και τότε ο Άγιος απάντησε: «Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν την ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως, χάριν αυτής είμαι έτοιμος και να αποθάνω». Επίσης ο Άγιος Μάξιμος που πολεμούσε εναντίον ενός ολοκλήρου σμήνους συμφιλιωτών της αυτοκρατορικής υπηρεσίας, είπε: «Δεν σκέφτομαι την ενότητα ή την διαίρεση Ρωμαίων και Ελλήνων, αλλά οφείλω να μην υποχωρήσω από την Ορθή Πίστη».
Και τέλος, οι προ της εβδόμης Οικ. Συνόδου αθλήσαντες εικονόφιλοι, κληρικοί και λαϊκοί, διετέλεσαν εν ακοινωνησία προ τους εικονομάχους επί ολόκληρες δεκαετίες για την καλή ομολογία της πίστεως.
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης έγραφε: «μολυσμόν έχει η κοινωνία εκ μόνου του μνημονεύειν τον εικονομάχον επίσκοπον, έστω και αν ο μνημονεύων είναι ορθόδοξος».
Αλλά και πριν να δημιουργηθούν οι Κανόνες , τις αιρέσεις η Εκκλησία τις αντιμετώπιζε βάση της Αγίας Γραφής, η οποία λέει: Αιρετικόν άνθρωπο μετά μίαν και Δευτέρα νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ. 3, 10). Και πάλι: «Αλλ’ αν ημείς ή άγγελος εξ’ ουρανού ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ο ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω». (Γαλ. 1, 8). Επίσης γράφει: «Κρατείν τας παραδόσεις ας εδιδάχθημεν, είτε δια λόγου, είτε δι’ επιστολής των αποστόλων και μένειν εν οις εμάθομεν και επιστώθημεν. Και μη πλανάσθαι υπό των αντικειμένων, αλλά γρηγορείν, στήκειν εν τη πίστει, εδραίους γίγνεσθαι, αμετακινήτους». Στην προς Ρωμαίους επιστολή του ο Απόστολος Παύλος επιμένει λέγοντας: «Παρακαλώ δε υμάς αδερφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ήν υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ’ αυτών». (Ρωμ. 16, 17)
Και ο Άγιος Ιγνάτιος λέγει: «Φεύγετε τας αιρέσεις, διότι είναι του διαβόλου εφευρέσεις». Και ο Άγιος Επιφάνιος: «Αποστρέφεσθε πάσας τας αιρέσεις σαν θηρία έχοντα θανατηφόρον δηλητήριον».
Δηλαδή αιρετικοί είναι όχι μόνο οι αρνούμενοι τα θεία δόγματα, αλλά και οι αρνούμενοι τους νόμους του Ευαγγελίου, οι αρνούμενοι τα γραφικά εδάφια που ανέφερα.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Υπάρχει και καλό σχίσμα, υπάρχει και κακή ομόνοια, αλλά και καλή διαφωνία». Λοιπόν όσοι συμφωνούν απολύτως με την Αγ. Γραφή, με τους Ι. Κανόνες και γενικά με την παράδοση της
Εκκλησίας του Χριστού, αντιλαμβάνονται ότι η συνέχισης εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους οικουμενιστές πατριάρχες και επισκόπους καθιστά τον οποιονδήποτε, μετά της μερίδος του αιρετικού. Ενώπιον αυτής της διδασκαλίας έπρεπε ο κάθε αντιφρονών να ταπεινώσει τον εαυτό του και να μη σοφίζεται περιττά και άδικα ακολουθών δική του πολιτική, δια της οποίας βλάπτει και τον εαυτό του και όσους καλή τη πίστει συμφωνούν μαζί του. Ο Θεός και η Εκκλησία του, επιθυμούν την απομάκρυνση των πιστών εκ των αιρετιζόντων οικουμενιστών και την μέχρι θανάτου ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως.
Η είσοδος της Ελλαδικής Εκκλησίας στο παπικό εορτολόγιο ήταν το πρώτο μεγάλο χτύπημα στων Σιωνιστών Εβραίων (που κρύβονται πίσω από τον πάπα) και αυτό έγινε γιατί ένωση των «Εκκλησιών» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς κοινό ημερολόγιο και χωρίς αποδοχή του όρους «Εκκλησία» για αυτούς τους αιρετικούς, από εμάς. Πράγμα που και αυτό έγινε προσφάτως στην Κρήτη, Συνοδικός υπογεγραμμένα από Ορθοδόξους επισκόπους!! Έτσι λοιπόν και εμάς διχάσανε και τις βάσεις βάλανε για να οικοδομηθεί στη πορεία δια μέσου του Οικουμενισμού, η καθυπόταξη της Ορθοδοξίας στον πάπα, με την ένωση των αδελφών «Εκκλησιών».
Ο Πατριάρχης με τα τόσα ανορθόδοξα που έχει πει και πράξει, παραβαίνοντας Ι. Κανόνες, έθεσε τον εαυτό του υπέρ άνω όλων των Αγίων Ομολογητών και Συνόδων και μετά την Σύνοδο της Κρήτης έπρεπε να είχε πάψει να μνημονεύεται από όλους τους Επισκόπους και όλους τους ηγουμένους του Αγίου Όρους. Το γεγονός ότι δεν έγινε δείχνει τα εξής: Την άμβλυνση του ομολογιακού φρονήματος των ορθοφρονούντων, έλειψη γνώσεως Γραφής και Εκκλησιαστικής ιστορίας, σκοπιμότητες, συμφέροντα, σύνδρομο φοβίας, φιλαυτία και προ πάντων την απουσία του Αγίου Πνεύματος που δεν μπορεί να φωτίσει στη πληρότητα του, χαρίζοντας την διάκριση, σε όσους δεν έχουν δώσει όλο τους το είναι στο Θεό.
Η ομολογία της πίστεως (και η διακοπή του μνημοσύνου του Πατριάρζη είναι ομολογία πίστεως), χρειάζεται, απλότητα πίστεως, αυταπάρνηση (έως μαρτυρίου), λεπτότητα συνειδήσεως και μεγάλη αγάπη για τον νόμο του Θεού και την Εκκλησία του. Δύσκολα να τα βρεις όλα αυτά σήμερα ακόμα και σε ορθοφρονούντες, απόδειξη, η δειλία και ο φόβος που τους διακατέχει.
Ρώτησε άραγε κανείς απ’ αυτούς τους Επισκόπους το ποίμνιο του ή κανείς απ’ τους ηγουμένους του Αγίου Όρους τους μοναχούς του αν συμφωνούν να παραμείνουν κάτω απ’ την πατρότητα αυτού του λυκοποιμένα Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Η πολύτιμη πίστη μας που αυτός αλλοτριώνει και ξεπουλάει
δεν είναι δική του, ανήκει σε όλους μας. Κάποιοι προκάτοχοί του θυσίασαν τη ζωή τους για να την παραλάβουμε σήμερα εμείς ανόθευτη.
Δυστυχώς στην σημερινή Εκκλησία των δεσποτάδων δεν υπάρχει ελευθερία και δημοκρατία αλλά κάτω από το εύλογο πρόσχημα της υπακοής αποφασίζουν, διατάζουν και ξεπουλούν την πίστη και την ψυχή τους, για την δόξα, το χρήμα και τον θρόνο.
Διερωτάστε πλέον αν πρέπει να μνημονεύονται προδότες; Φοβάστε το σχίσμα και δεν τρέμετε την Ουνία; Σκέφτεστε το αβέβαιο του σχίσματος, βάζοντας το μυαλό σας να παραγκωνίζει την ομολογία και το θέλημα του Θεού; Τότε δεν σκέφτεστε Ορθόδοξα αλλά ορθολογιστικά.
Η αίρεση του οικουμενισμού έχει διαποτίσει απ’ άκρου σε άκρο τον Ελληνικό χώρο, έγινε πια τρόπος του σκέπτεσθαι και βίωμα των Ρωμιών. Και όμως εν γνώσει της καταστάσεως νανουρίζουν οι δάσκαλοι αυτοί τα πνευματικά τους παιδιά με το: «Αν ο πατριάρχης προχωρήσει ακόμη, αν προβεί εις ‘ενώσεις’, τότε θα δεις…». Αλλά «ενώσεις» τέτοιες δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν και οι αφελείς μαθητές τους δεν πρόκειται ποτέ να δουν.
Άλλο επίσης σύνθημα που επαναλαμβάνουν επίσκοποι, ηγούμενοι και κληρικοί προς τους πιστούς τους, προκειμένου να μην φύγουν από κοντά τους, είναι το γνωστό: «Άνευ επισκόπου Εκκλησία ου καλείται». Βεβαίως δεν καλείται, όταν ο επίσκοπος ορθοδοξεί, όταν όμως κακοδοξεί τότε ο Μ. Αθανάσιος προτρέπει τους πιστούς να φεύγουν μακράν του! «Εάν ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος οι όντες οφθαλμοί της Εκκλησίας, κακώς αναστρέφονται και σκανδαλίζωσι τον λαόν, χρη αυτούς εκβάλλεσθαι. Συμφέρον γαρ άνευ αυτών συναθροίσεσθαι εις ευκτήριον οίκον ή μετ’ αυτών εμβληθήναι, ως μετά Άννα και Καϊαφα, εις την γέεννα του πυρός»! (ΒΕΠΕΣ:33, 199).
Όταν η μακροθυμία προς τον αμαρτάνοντα εξακολουθεί χωρίς τέλος και χωρίς έλεγχο, τότε δεν συμπεριφερόμαστε με αγάπη, με τελική συνέπεια ίσως και τον κολασμό του, για θανάσιμες αμαρτίες όπως η αίρεση. Είναι αποκαρδιωτική η αδράνεια και συνοδοιπορία τόσων και τόσων «καθυσυχαστών», οι οποίοι ενώ στηλιτεύουν τους προδότες δεν αποχωρίζονται απ’ αυτούς.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης έγραψε, ότι όταν οι Ιεράρχαι δεν ορθοδοξούν, τότε το λόγο να τον έχουν οι Μοναχοί.
Μοναχός Μονής Βορ. Δυτικής Ελλάδος.
πηγή 

Τέλειος γονιός; ...Προτιμῶ ἀληθινός!



Ὑπάρχει τέλειος γονιός; Παιδαγωγοὶ καὶ συγγραφεῖς φαίνεται πὼς τὸ πιστεύουν. Κι ὅμως! Τὰ προβλήματα τῶν νεότερων γενεῶν αὐξάνονται. Ἀγωνία, μοναξιά, ἀπογοήτευση, κατάθλιψη εἶναι κάποια ἀπ᾽ αὐτά. Μήπως κατὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς τελειοποίησης τοῦ ρόλου τοῦ γονιοῦ χάθηκε ἡ ἀληθινὴ σχέση γονέων-παιδιῶν; Μήπως οἱ γονεῖς, ἱκανοποιοῦμε μέσῳ τῶν παιδιῶν μας ἀνάγκες δικές μας καὶ κωφεύουμε στὶς ἀληθινὲς ἀνάγκες τους; Μήπως βρήκαμε ὑπέροχες θεωρίες ἀλλὰ στὴν πράξη χάσαμε τὰ παιδιά μας; Μήπως κι ἐκεῖνα ἀναζητοῦν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν τὴ βρῆκαν σ᾽ ἐμᾶς; Τὸν ἀληθινὸ γονιὸ ἀναζητᾶ αὐτὸ τὸ βιβλίο. Τὸν γονιὸ τῆς θυσίας, τοῦ παραδείγματος καὶ τῆς ἐνθάρρυνσης. Τὸν γονιὸ ποὺ δὲν ξέχασε πὼς ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ κοινοῦ Γονιοῦ ὅλων μας. Σὲ μία κοινωνία ὀρφάνιας, ὁ συγγραφέας ἀναζητᾶ ἀληθινὸ γονιό, ποὺ ἑτοιμάζει μία νέα γενιὰ κι ἔναν καλύτερο κόσμο... 


Περιεχόμενα τοῦ βιβλίου 



Προλεγόμενα. 

Μέρος Α’. Οἰκογένεια: ἐμπόδια καὶ προοπτικὲς 

● Ὁ εὐλογημένος ἔρωτας. 

● Οἰκογένεια, ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. 

● Τὸ πανηγύρι τῆς ἀγάπης. 

● Ἡ ἁγιασμένη ἀγάπη. 

● Γιατί χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι; 

● Γράμμα στὴν νέα γενιά. 

● Παιδιὰ δικά μας ἢ δικά Του; 

● Τὰ παιδιά μας, κριτὲς κι ἐλπίδα μας. 

● Παιδιά μου, ἀλλάξτε τὸν κόσμο! 

● Τὰ ὄνειρα τῶν σημερινῶν νέων. 

● Δίψα γιὰ νόημα ζωῆς. 

● Μιὰ μάννα συμβουλεύει τὴ θυγατέρα της. 

● Χριστιανὴ μάννα, ἁγία μάννα! 

● Ἡ χρεωκοπία τῆς ἠθικῆς καὶ ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης. 

● «Ἀφῆστε τὰ παιδιά σας, μὴν τὰ κυνηγᾶτε...». 

● Ἐπιστρέφοντας στὸ μέλλον μας. 

● Ποιοί διαφθείρουν τὰ παιδιά μας; 

● Καιροὶ παιδαγωγίας. 

● «Πές μου ἕνα παραμύθι». 

● Ὁ δάσκαλος τῆς θυσίας. 

● Τρεῖς δάσκαλοι τῆς αἰωνιότητας. 

Μέρος Β’. Κοινωνία: ἀδιέξοδα καὶ ἐλπίδες 

● Τὸ θαῦμα τῆς ἁπλότητας. 

● Ὑπογεννητικότητα. 

● Οὐράνιοι πολῖτες. 

● Κρίση καὶ ἀδιέξοδα. 

● Πρότυπα ἐλπίδας. 

● Ἑλληνικός, οἰκουμενικὸς πολιτισμός. 

● Φόβος καὶ ἐνοχή. 

Μέρος Γ’. Ἐκκλησία: ἡ οἰκογένεια τῶν Ἁγίων 

● Ἡ ἐπανάσταση τῆς ἐλπίδας. 

● Ἡ νοσταλγία τῆς πίστης. 

● Ἥρωες ἀρετῆς. 

● Κρίση καὶ Ἐκκλησία. 

● Ἡ λογικὴ τῆς πίστης. 


● Μπορεῖ ἕνας σημερινὸς Χριστιανὸς ν’ ἁγιάσει; 

Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα



…Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων», εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…

Ἡ λέξη «ἅγιος» ἢ «ἁγιότητα» παραπέμπει σὲ κάτι ἐντελῶς ἄσχετο καὶ ξένο πρὸς τὴν ἐποχή μας, πρὸς τὸν πολιτισμὸ καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς γονεῖς τῆς ἐποχῆς μας φιλοδοξεῖ νὰ κάνει τὰ παιδιὰ του «ἅγιους»; Ποιὸ ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας καὶ τὰ ἐκπαιδευτικά μας προγράμματα καλλιεργοῦν τὴν ἁγιότητα ἢ τὴν προβάλουν ὡς ὅραμα καὶ πρότυπο; Ὁ «ἐπιτυχημένος» ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, τὸ ἰδανικό τῆς σύγχρονης παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, δὲν εἶναι κἄν ὁ «καλὸς κ’ ἀγαθὸς» τῶν κλασσικῶν χρόνων. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐξασφαλίζει χρήματα, ἀνέσεις καὶ κοινωνικὴ προβολὴ - αὐτὸ θέλουν οἱ γονεῖς ἀπὸ τὰ παιδιά τους, σ’ αὐτὸ κυρίως ἀποβλέπουν τὰ ἐκπαιδευτικά μας συστήματα, αὐτὸ καλλιεργοῦν τὰ μέσα ἐπικοινωνίας, αὐτὸ ὀνειρεύεται ἡ πλειονότητα τῶν νέων μας.

Πράγματι, σὲ μία κοινωνία, ἡ ὁποία βιώνει ὡς τὸ σοβαρότερο πρόβλημά της τὴν ἀνεργία, καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ ἄγχος πῶς νὰ αὐξήσει τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα, τὸ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἅγιους καὶ ἁγιότητα ἀποτελεῖ πρόκληση, ἂν ὄχι πρόσκληση σὲ γέλωτα καὶ χλευασμό. Οὕτως, ἡ ἁγιότητα ἀποτελεῖ ἕνα «λησμονημένο ὅραμα».

Λησμονημένο γιατί κάποτε ὑπῆρχε, γιατί αὐτὸ ἐνέπνεε τὸν πολιτισμό μας, διότι οἱ ἄνθρωποί μας ἄλλοτε ζοῦσαν μὲ τοὺς ἁγίους καὶ ἀντλοῦσαν ἀπὸ αὐτοὺς τὸ μέτρο τοῦ πολιτισμοῦ τους, αὐτοὶ ἦταν οἱ ἥρωες, οἱ μεγάλοι πρωταθλητές, οἱ «διάσημοι ποδοσφαιριστὲς» καὶ «στὰρ» τῶν χρόνων τους. Τώρα ἔχουν μείνει μόνο τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων μας, καὶ αὐτὰ «κουτσουρεμένα» καὶ ἀλλοιωμένα ἐπὶ τὸ ξενικώτερον, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν πλέον νὰ γιορτάζουν, ὄχι τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων τους, μὰ τὰ δικά τους προσωπικὰ γενέθλια. Σὲ μία τέτοια ἐποχὴ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν ἁγιότητα; Ὁ λόγος του θὰ πέσει στὸ κενό.

Μά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, πῶς νὰ μὴ μιλήσει κανεὶς γιὰ κάτι τόσο κεντρικὸ καὶ θεμελιῶδες γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ; Γιατί ἡ πίστη μας χωρὶς τοὺς ἁγίους παύει νὰ ὑφίσταται. Διότι, ἂν λησμονήσουμε τὴν ἁγιότητα, δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία παρὰ ὁ ταυτισμός της μὲ τὸν κόσμο, ἡ «ἐκκοσμίκευσή της» εἶναι πλέον ἀναπόφευκτη.

Ἀλλὰ ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι μόνο «λησμονημένη» στὶς μέρες μας, εἶναι ὅταν καὶ ὅπως γίνεται λόγος γι’ αὐτήν, καὶ παρεξηγημένη. Τί σημαίνει ἁγιότητα, ὅταν τὴ δεῖ κανεὶς ὡς εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς βίωμα καὶ πρόγευση τῶν ἐσχάτων;




Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα

Ἂν ρωτήσει κανεὶς τυχαία τοὺς ἀνθρώπους στὸν δρόμο τί ἀποτελεῖ κατὰ τὴ γνώμη τους «ἁγιότητα», ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ λάβει κατὰ κανόνα εἶναι περίπου ἡ ἑξῆς: ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν κάνει ἁμαρτίες, ποὺ τηρεῖ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἠθικὸς ἀπὸ κάθε ἄποψη, μὲ μία φράση: «δὲν ἁμαρτάνει». Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις στὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητας προστίθεται ἕνα στοιχεῖο καὶ μὲ χροιὰ μυστικισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐσωτερικὰ βιώματα, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ «θεῖον», περιέρχεται σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει πράγματα ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, μὲ λίγα λόγια ζεῖ ὑπερφυσικὲς καταστάσεις καὶ ἐνεργεῖ ὑπερφυσικὲς πράξεις.

Ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας φαίνεται νὰ συνδέεται στὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων μὲ κριτήρια ἠθικολογικὰ καὶ ψυχολογικά. Ὅσο πιὸ ἐνάρετος εἶναι κανείς, τόσο πιὸ ἅγιος εἶναι. Καὶ ὅσο πιὸ χαρισματικὸς εἶναι κάποιος καὶ ἐπιδεικνύει ἱκανότητες ποὺ δὲν τὶς ἔχουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι (ὅπως νὰ διαβάζει τὴ σκέψη μας, νὰ προβλέπει τὸ μέλλον μας κ.λπ.), τόσο περισσότερό μᾶς κάνει νὰ τὸν θεωροῦμε «ἅγιο». Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ ἀντίστροφα: ὅταν διαπιστώσουμε κάποιο ἐλάττωμα στὸν χαρακτήρα ἢ τὴ συμπεριφορὰ κάποιου (ὅτι τρώει πολύ, θυμώνει κ.λπ.), τότε τὸν διαγράφουμε ἀπὸ τοὺς «ἁγίους». Ἢ ἂν δὲν ἐκδηλώσει ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, μᾶς ξενίζει καὶ ἡ σκέψη ἀκόμη ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ εἶναι ἅγιος.

Ἡ κοινὴ καὶ διαδεδομένη αὐτὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ἁγιότητα δημιουργεῖ ὁρισμένα βασικὰ ἐρωτηματικά, ὅταν τὴ θέσουμε στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεώς μας. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὰ ἀπὸ αὐτά:

1. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνίσταται κυρίως στὴν τήρηση τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, τότε γιατί ὁ Φαρισαῖος κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ἐνῶ δικαιώθηκε ὁ Τελώνης στὴ γνωστὴ σὲ ὅλους μας παραβολή; Συνηθίζουμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὸν Φαρισαῖο «ὑποκριτή», ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ἔλεγε ψέματα, ὅταν ἰσχυριζόταν ὅτι τηροῦσε πιστὰ τὸν Νόμο, ὅτι ἔδινε τὸ 1/10 τῆς περιουσίας του στοὺς πτωχοὺς καὶ ὅτι τίποτε ἀπὸ ὅσα τοῦ ζητοῦσε ὁ Θεὸς ὡς πιστὸς Ἰουδαῖος δὲν παρέλειπε νὰ ἐφαρμόσει. Ὅπως ἐπίσης δὲν ἔλεγε ψέματα ὅταν χαρακτήριζε τὸν τελώνη ἁμαρτωλὸ - ὅπως καὶ ὁ τελώνης τὸν ἑαυτὸ του - γιατί πράγματι ὁ τελώνης ἦταν ἄδικος καὶ παραβάτης τῶν ἠθικῶν κανόνων.

2. Παρόμοιο ἐρώτημα προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «ἅγιος» ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς ἐπιστολές του. Ἀπευθυνόμενος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Γαλατίας κ.λπ., ὁ Παῦλος τοὺς καλεῖ «ἁγίους». Στὴ συνέχεια ὅμως τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν κατονομάζει μύρια ὅσα ἠθικὰ ἐλαττώματα τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ἐπικρίνει δριμύτατα. Στὴν πρὸς Γαλάτας μάλιστα ἐπιστολὴ φαίνεται ὅτι ἡ ἠθικὴ κατάσταση τῶν ἐκεῖ «ἁγίων» ἦταν τόσο ἀπογοητευτική, ὥστε νὰ ἀναγκάζεται ὁ Παῦλος νὰ τοὺς γράψει: «εἰ γὰρ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθεῖτε»! Πῶς συμβαίνει νὰ καλοῦνται οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ «ἅγιοι», ὅταν εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ καθημερινή τους ζωὴ δὲν ἦταν σύμφωνη μὲ τὶς ἐπιταγὲς τῆς ἴδιας τῆς πίστεώς τους; Θὰ διανοεῖτο ἄραγε κανεὶς στὶς μέρες μας νὰ καλοῦσε «ἅγιον» ἕναν ἀπὸ τοὺς χριστιανούς;

3. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα, τότε θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀναζητήσει καὶ νὰ τὴ βρεῖ κανεὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ἐνεργοῦν ὑπερφυσικὲς πράξεις. Οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι μάντεις καὶ φακίρηδες, οὔτε κρίνεται ἡ ἁγιότητά τους ἀπὸ τέτοια «χαρίσματα». Ὑπάρχουν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἀναφέρονται θαύματα, ἐνῶ ὑπῆρξαν θαυματοποιοί, οἱ ὁποῖοι ποτὲ δὲν ἀναγνωρίστηκαν ὡς ἅγιοι. Εἶναι, σχετικά, πολὺ ἐνδιαφέροντα ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α’ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως πολλοὶ σήμερα, ἐντυπωσιάζονταν ἀπὸ ὑπερφυσικὲς ἐνέργειες: «καὶ ἐὰν ἔχω πίστιν ὥστε ὅρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμί». Τὸ νὰ διατάξεις ἕνα βουνὸ νὰ μετακινηθεῖ, εἶχε πεῖ ὁ Κύριος ὅτι εἶναι δυνατόν, ἂν ἔχεις πίστη «ὡς κόκκον σινάπεως». Δὲν εἶναι ὅμως ἀπὸ μόνο του δεῖγμα ἁγιότητας, δὲν εἶναι τίποτα «οὐδέν», ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς ἀγάπης, κάτι δηλαδὴ ποὺ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος χωρὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες μπορεῖ νὰ ἔχει. Θαυματουργία καὶ ἁγιότητα δὲν ταυτίζονται, οὔτε συνυπάρχουν κατ’ ἀνάγκη.

4. Παρόμοια ἐρωτηματικὰ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ σύνδεση τῆς ἁγιότητας μὲ ἀσυνήθεις καὶ «μυστικὲς» ψυχολογικὲς ἐμπειρίες. Πολλοὶ ἀνατρέχουν σήμερα στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες γιὰ νὰ συναντήσουν ἐξαϋλωμένους «γκουρού», ἀνθρώπους ἐξαίρετης αὐτοπειθαρχίας, ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τοὺς θεωρεῖ αὐτοὺς ἁγίους, ὅσο βαθιὲς καὶ ὑπερφυσικὲς καὶ ἂν εἶναι οἱ ἐμπειρίες τους, καὶ ὅσο σπουδαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρετή τους.

Ἔτσι τελικὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα: ὑπάρχουν ἅγιοι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας; Ἂν ἡ λέξη «ἅγιος» σημαίνει αὐτὸ ποὺ γενικὰ ὁ κόσμος νομίζει καὶ ποὺ περιγράφουμε πιὸ πάνω (δηλαδὴ ἠθικὸς βίος, ὑπερφυσικὰ χαρίσματα καὶ ὑπερφυσικὲς ἐμπειρίες), τότε πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ὑπάρχουν ἅγιοι καὶ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας (Ἴσως μάλιστα συχνότερα ἐκτὸς παρὰ ἐντός). Ἂν πάλι θελήσουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι δυνατὴ μόνο στὴν Ἐκκλησία, τότε πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὸ νόημα τῆς ἁγιότητας πέρα ἀπὸ τὰ κριτήρια ποὺ ἀναφέρουμε πιὸ πάνω, πέρα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὶς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις καὶ ἐμπειρίες.



Ἂς δοῦμε, λοιπόν, πῶς ἀντιλαμβάνεται ἢ Ἐκκλησία μας τὴν ἁγιότητα.


Ὁ ὅρος «ἅγιος» ἔχει μία ἐνδιαφέρουσα ἱστορία. Ἡ ρίζα τῆς λέξεως στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι τὸ αγ-, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγονται μία σειρὰ ἀπὸ ὅρους, ὅπως τὸ ἁγνός, τὸ ἄγος κ.λπ. Τὴ βαθύτερη σημασία τῆς ρίζας αὐτῆς τὴν κρατάει τὸ ρῆμα ἄζεσθαι, ποὺ σημαίνει τὸ δέος σὲ μία ἀπόκρυφη καὶ φοβερὴ δύναμη (Αἰσχύλου, Εὐμ. 384 κ. ἑ.), τὸ σέβας πρὸς τὸν φορέα τῆς Δύναμης (Ὁμήρου, Ὀδύσ. 9,200 κ. ε.) κ.λπ. Ἔτσι στὸν ἀρχαῖο ἑλληνισμὸ ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ τὴ δύναμη, μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Otto ἀποκαλεῖ mysterium fascinosum et tremendum - αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ ταυτόχρονα ἕλξη καὶ φόβο.

Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ σημιτικὴ λέξη, ποὺ μεταφράζεται ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα μὲ τὸ «ἅγιος» εἶναι τὸ godes, ποὺ συγγενεύει μὲ τὴν ἀσσυριακὴ kuddushu, καὶ ποὺ δηλώνει «κόβω, χωρίζω», διακρίνω ριζικά, καθαιρῶ (ἐξ οὗ καὶ ἡ σύνδεση μὲ τὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα). Τὰ ἅγια πράγματα εἶναι αὐτὰ ποὺ τὰ ξεχωρίζει κανεὶς ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα - κυρίως στὴ λατρεία - καὶ τὰ ἀφιερώνει στὸν Θεό.

Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφὴ προχωρεῖ πέρα ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ σημασία ποὺ συναντοῦμε στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες (τὸ δέος, τὸν φόβο, τὸν σεβασμὸ πρὸς μία ἀνώτερη δύναμη) καὶ συνδέει τὴν ἔννοια τοῦ «ἁγίου» μὲ τὴν ἀπόλυτη ἑτερότητα, τὸ ἀπολύτως Ἄλλο, πράγμα ποὺ τελικὰ ὁδηγεῖ τὴν Ἁγία Γραφὴ στὴν ταύτιση τοῦ «ἁγίου» μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴν ἀπόλυτη ὑπερβατικότητα σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο. Ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός, καὶ ἀπ’ Αὐτὸν καὶ μόνο καὶ τὴ σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε ἁγιότητα. Γιὰ νὰ δηλωθεῖ μάλιστα μὲ ἔμφαση ἡ πίστη αὐτὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἠσαΐας, ὁ προφήτης τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ) καλεῖ τὸν Θεὸ τρεῖς φορὲς ἅγιο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, ποὺ σημαίνει στὴ μορφὴ τοῦ ἑβραϊσμοῦ, τῆς τριπλῆς ἐπαναλήψεως, ἀπείρως ἅγιος (πρβ. τὸ 777 καὶ τὸ ἀντίθετό του 666, γιὰ τὸ ὁποῖο τόσος λόγος καὶ τόσος τρόμος γίνεται σήμερα).

Συνεπῶς γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ἁγιότητα ταυτίζεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι μὲ τὸν ἄνθρωπο ἢ τὰ ἱερὰ πράγματα, ὅπως στὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμό, γίνεται πρόσωπο, καὶ μάλιστα στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὴν ὁποία οἱ Πατέρες ταυτίζονται καὶ τὸ τρεῖς φορὲς ἅγιος τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα. Ἡ ἁγιότητα, συνεπῶς, γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρική, ἀλλὰ θεοκεντρική, καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ἠθικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο σπουδαῖα καὶ ἂν εἶναι αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δόξα καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς προσωπικῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό. (Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἡ Θεοτόκος ὀνομάζεται «Παναγία» ἢ καὶ «Ὑπεραγία» - ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές Της, ἀλλὰ γιατί αὐτή, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο, ἑνώθηκε προσωπικὰ μὲ τὸν ἅγιο Θεὸ δίνοντας σάρκα καὶ αἷμα στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ).

Ἡ ἁγιότητα λοιπὸν δὲν εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀτομικὸ κτῆμα κανενός, ὅσο «ἅγιος» κι ἂν εἶναι κανεὶς στὴ ζωή του, ἀλλὰ θέμα σχέσεως προσωπικῆς μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐλεύθερη βούλησή Του ἁγιάζει ὅποιον Ἐκεῖνος θέλει, χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ὁ ἁγιασμὸς ἀπὸ κάτι ἄλλο, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἁγιασμένου. Ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, οἱ ἄνθρωποι δὲν συνεισφέρουμε τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ, ὁ δὲ κόπος καὶ ἡ ἄσκησή μας δὲν παράγει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἁγιότητά μας, ἀφοῦ μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν σκύβαλο χωρὶς καμιὰ ἀξία.

Αὐτὴ ἡ ταύτιση τῆς ἁγιότητας μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴ χριστιανικὴ πίστη ὁδηγεῖ στὴ σύνδεσή της μὲ τὴν ἴδια τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἁγιότητα σημαίνει πλέον τὸ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὡς πρῶτο αἴτημα τῆς Κυριακάτικης προσευχῆς δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου». Ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι ἐσχατολογική, δηλαδὴ ἀναφέρεται στὴν τελικὴ κατάσταση τοῦ κόσμου, εἶναι σαφὲς ὅτι αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε στὸ «Πάτερ ἡμῶν» εἶναι νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ ἔλθει ἡ στιγμὴ ποὺ ὅλος ὁ κόσμος θὰ πεῖ μαζὶ μὲ τὰ Χερουβεὶμ αὐτὸ ποὺ εἶδε καὶ ἄκουσε ὁ Ἠσαΐας στὸ ὅραμά του: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου! ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις».

Οἱ ἅγιοι δὲν ἐπιζητοῦν τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δοξάζει τοὺς ἁγίους, ὄχι μὲ τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια Του τὴ δόξα. Οἱ ἅγιοι ἁγιάζονται καὶ δοξάζονται ὄχι μὲ μία ἁγιότητα καὶ μία δόξα ποὺ πηγάζει ἀπὸ μέσα τους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ δόξα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ (πρβ. βυζαντινὴ ἁγιογραφία - χρήση φωτὸς ἀπ’ ἔξω πρὸς τὰ ἔσω κ.λπ.). Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὴ θέωση τῶν ἁγίων.

Ὅπως ἀποσαφηνίστηκε κατὰ τὶς ἡσυχαστικὲς ἔριδες τοῦ 14ου αἰώνα, σὲ ἀντίθεση πρὸς τὴ δυτικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιὰ «κτιστὴ» χάρη, δηλαδὴ χάρη καὶ δόξα ποὺ ἀνήκει στὴν ἴδια τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δημιουργία, ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως τὴν ἀνέπτυξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ οἱ ἄλλοι ἡσυχαστὲς τῶν χρόνων ἐκείνων, ἀντιλαμβάνεται τὸ φῶς ποὺ βλέπουν οἱ ἅγιοι καὶ τὴ δόξα ποὺ τοὺς περιβάλλει ὡς «ἄκτιστες» ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὡς τὸ φῶς καὶ τὴ δόξα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὁ πραγματικὸς ἅγιος, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἐπιζητεῖ μὲ κανένα τρόπο τὴ δική του δόξα, ἀλλὰ μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐπιζητεῖ κανεὶς τὴ δική του δόξα, χάνει τὴν ἁγιότητά του, γιατί σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἁγιότητα σημαίνει μετοχὴ καὶ κοινωνία στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ - αὐτὸ σημαίνει ἄλλωστε θέωση. Κάθε ἁγιότητα ποὺ στηρίζεται στὶς ἀρετές μας, στὴν ἠθική μας, στὰ προσόντα μας, στὴν ἄσκησή μας κ.λπ. εἶναι δαιμονική, καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις αὐτὲς γίνεται φανερὸ γιατί ἡ κατ’ ἐξοχὴν πηγὴ τῆς ἁγιότητας βρίσκεται στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἂς ἀναλύσουμε κάπως τὴ θέση αὐτή.

Εἴπαμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι οἱ ἅγιοι δὲν διαθέτουν δική τους ἁγιότητα, ἀλλὰ μετέχουν στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουμε ἁγίους, παρὰ μόνον μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἡγιασμένων.

Ὅταν τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. γίνονταν συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ κύριο ἐπιχείρημα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς καὶ ὄχι κτίσμα, ἦταν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἁγιάζεται, ἀλλὰ μόνον ἁγιάζει. Ἂν ἁγιαζόταν, θὰ ἦταν κτίσμα, διότι τὰ κτίσματα, καὶ συνεπῶς καὶ οἱ ἄνθρωποι, δὲν ἁγιάζουν, ἀλλὰ ἁγιάζονται. Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του, ποὺ διασώζεται στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἀκοῦμε στὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ «δώδεκα Εὐαγγέλια» τῆς Μ. Πέμπτης, λέγει τὴ βαρυσήμαντη φράση πρὸς τὸν Πατέρα: «ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν μαθητῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, κατ’ ἐπέκταση) ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἠγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Τὰ λόγια αὐτὰ λέγονται λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἔχουν δὲ εὐχαριστιακὸ νόημα: ὁ Χριστὸς μὲ τὴ θυσία Του ἁγιάζει ὁ ἴδιος (ὡς Θεὸς) τὸν ἑαυτό Του (ὡς ἄνθρωπος) γιὰ ν’ ἁγιασθοῦμε ἐμεῖς κοινωνώντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του. Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ Θεία Εὐχαριστία ἁγιαζόμεθα, δηλαδὴ γινόμαστε ἅγιοι κοινωνώντας μὲ τὸν ἕναν καὶ μόνον ἅγιο, τὸν Χριστό.

Ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀποκαλυπτικὸ σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ τοῦ τί εἶναι ἁγιότητα, ἀπὸ τὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως, ὅταν ὑψώνει τὸ Τίμιο Σῶμα λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Θ. Κοινωνία: «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Αἷμα Του εἶναι ἅγια καὶ προσφέρονται στοὺς «ἁγίους», τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς κοινωνίαν. Ἡ ἀπάντηση τοῦ λαοῦ στὴν ἐκφώνηση αὐτὴ εἶναι συγκλονιστική, καὶ συνοψίζει ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω: «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ἕνας εἶναι μόνον ἅγιος, ὁ Χριστὸς - ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ - καὶ ἡ ἁγιότητά Του, στὴν ὁποία καλούμεθα νὰ συμμετάσχουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, δὲν ἀποβλέπει σὲ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ (εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός). Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν ἁγιότητα στὸ ἀποκορύφωμά της. Μὲ τὴν ὁμολογία «εἷς ἅγιος», κάθε ἀρετή μας καὶ κάθε ἀξία μας ἐκμηδενίζονται μπροστὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ μόνου ἁγίου. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ προσερχώμεθα στὴ Θ. Κοινωνία χωρὶς προπαρασκευὴ καὶ ἀγώνα γιὰ τὴν ἄξια προσέλευσή μας. Σημαίνει ὅμως ὅτι ὅσο καὶ ἂν προετοιμαστοῦμε, δὲν γινόμαστε ἅγιοι προτοῦ κοινωνήσουμε. Ἡ ἁγιότητα δὲν προηγεῖται τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, ἀλλ’ ἕπεται. Ἂν εἴμαστε ἅγιοι πρὶν κοινωνήσουμε, τότε πρὸς τί ἡ Θ. Κοινωνία; Μόνον ἡ μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἁγιάζει, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ Θ. Κοινωνία. Ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ πηγάζει μία σειρὰ ἀπὸ ἀλήθειες ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα μας.

Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι κατανοοῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γιατί, ὅπως ἀναφέραμε στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας μας, στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καλοῦνται «ἅγιοι», παρὰ τὸ ὅτι δὲν χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἠθικὴ τελειότητα. Ἐφ’ ὅσον ἁγιότητα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σημαίνει μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὑπὲρ ἡμῶν ἁγιάζει ἑαυτὸν μὲ τὴ θυσία Του, ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μετέχουν στὸν ἁγιασμὸ αὐτὸ μποροῦν νὰ καλοῦνται «ἅγιοι».

Μὲ τὴν ἴδια «λογική», στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς Εὐχαριστίας ἔλαβαν τὸ ὄνομα «τὰ ἅγια» (πρβ. τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις»), παρὰ τὸ ὅτι ἀπὸ τὴ φύση τους δὲν εἶναι ἅγια. Καὶ μὲ τὴν ἴδια αἰτιολογία ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς ἐπίσης ἀπένειμε τὸν τίτλο «ἅγιος» στοὺς ἐπισκόπους. Πολλοὶ σκανδαλίζονται σήμερα ὅταν λέμε «ὁ ἅγιος δεῖνα» (ἕνας δημοσιογράφος ποὺ εἶχε ὡς κύριο ἔργο του νὰ προβάλλει σκάνδαλα ἐπισκόπων, εἶχε καθιερώσει τὴ γραφὴ ὁ ἅγιος - ἐντὸς εἰσαγωγικῶν – δεῖνα. Πλήρης ἄγνοια τῆς σημασίας τοῦ ὅρου ἅγιος). Ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί εἰκονίζει στὴ Θ. Εὐχαριστία τὸν μόνον ἅγιο, ὡς εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς καθήμενος εἰς τόπον καὶ τύπον Θεοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο. Ἡ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἐκείνη ποὺ δικαιολογεῖ τὸν τίτλο «ἅγιος». Ὁ Ὀρθόδοξος λαός, πρὶν ὑποστεῖ τὴ διάβρωση τοῦ εὐσεβισμοῦ, δὲν εἶχε καμία δυσκολία νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ γλώσσα τοῦ εἰκονισμοῦ, καὶ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο ἐκείνου, ποὺ τὸν εἰκονίζει μέσα στὴ Θ. Λειτουργία, δηλαδὴ στὸν ἐπίσκοπο.

Ἔτσι ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων». Σ’ αὐτὴν ἀποβλέπει ἡ ἄσκηση τῶν ὁσίων, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ποτὲ σκοπός, ἀλλὰ μέσο πρὸς τὸν σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Τὸ σημεῖο αὐτὸ λησμονεῖται καὶ παραβλέπεται ἀπὸ πολλοὺς σύγχρονους θεολόγους, ἀκόμα καὶ Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι, ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας, τείνουν νὰ ταυτίσουν τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἄσκηση.

Ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας ὅμως εἶναι εὔγλωττη. Ἐπὶ σαράντα χρόνια ἀσκήθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ ὅταν κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν ἅγιο, τότε ἐτελεύτησε τὸν βίο ἔχοντας ἁγιασθεῖ. Ὁ σκοπὸς τῆς ἀσκήσεώς της ἦταν ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Θὰ ἦταν ἁγία ἡ ὁσία Μαρία, ἂν εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη ἀλλὰ δὲν εἶχε κοινωνήσει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον ἀρνητική.

Ἀλλὰ ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς καταστάσεως ἐκείνης, στὴν ὁποία θὰ ἁγιάζεται καὶ θὰ δοξάζεται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση αἰώνια καὶ ἀδιάκοπα ὁ «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ».

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...