Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2014

Δός μοι τούτον τον Ξένον….(Aπόσπασμα από λόγο του Αγίου Επιφανίου)

 
 

Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας
και το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν
τω του Σωτήρος θανάτω, ο Ιωσήφ θεασάμενος
προσήλθε των Πιλάτω και καθικετεύει λέγων:
“Δος μοι τούτον τον ξένον,
Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.

Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον η μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα:
Ω Υιέ και Θεέ μου, ει και τα σπλάχνα τριτρώσκομαι
και καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα
αλλά τη ση αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω”.
Και τούτοις τοις λόγοις δυσωπών τον Πιλάτον
ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα,
ο και φόβω εν σινδόνι ενειλήσας και σμύρνη,
κατέθετο εν τάφω τον παρέχοντα πάσι.

——————————————————————–

 -Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο, και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Παρουσιάστηκε ένας θνητός μπροστά σε έναν θνητό ζητώντας να λάβει τον Θεό. Ζήτα τον Θεό των θνητών. Ο πηλός μπροστά στον πηλό, ζητά να λάβει τον πλάστη των όλων. Το χορτάρι, ζήτα από το χορτάρι την ουράνια φωτιά. Η τιποτένια σταγόνα, παίρνει από την τιποτένια σταγόνα τον απύθμενο ωκεανό. Ποιος είδε, ποιος ποτέ άκουσε αυτό το απίστευτο; Ένας άνθρωπος να χαρίζει σε άλλον άνθρωπο τον δημιουργό των ανθρώπων. Ένας άνομος άρχοντας σ’ έναν άνθρωπο του νόμου υπόσχεται να χαρίσει τον νομοθέτη. Ένας άκριτος κριτής τον Κριτή των κριτών επιτρέπει να τον θάψουν ως κατάδικο.

Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη υπόσταση του Κυρίου.
Αληθινά πλούσιος, αφού έλαβε από τον Πιλάτο τη διπλή ουσία του Χριστού.
Πλούσιος διότι αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη.
Πραγματικά πλούσιος γιατί κράτησε το βαλάντιο που ήταν γεμάτο με τον θησαυρό της θεότητος.
Πώς να μην είναι πλούσιος αυτός που απέκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε για δώρο Αυτόν που τρέφει και είναι Δεσπότης όλων; Όταν βράδιασε. Επομένως είχε δύσει πια στον Άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ από την Αριμαθαία που κρυβόταν γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους.
………………………………………………………………………………..

Αλλά τι του λέει; Ένα τιποτένιο αίτημα, και για όλους μικρό, άρχοντα μου ήλθα να σου ζητήσω. Ένα πολύ μικρό αίτημα. Το εξής:
Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού που κρέμεται —στον Σταυρό— γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιου του ξυλουργού, του Ιησού του δέσμιου, που έμενε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου, και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τι σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου;
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος -πραγματικά- ξένος.
Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο — της ζωής Του— αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα. Δος μου αυτόν τον ξένο Ναζωραίο του Οποίου τη γέννηση και τον τρόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν που με τη θέληση Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε στη φάτνη.
Δος μου αυτόν τον ξένο που απ’ αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος από τον Ηρώδη.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα Του ακόμη ξενητεύθηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα Αυτός είναι ξένος.
Δος μου, άρχοντα μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο —του Σταυρού— να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεως μου.
Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντα μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντα μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο -του Σταυρού—.
Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Του συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου —Πατέρα—, Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος….

Η σταύρωση του Κυρίου,η αποκαθήλωση και περιφορά του Επιταφίου

Την Μεγάλη Παρασκευή οι χριστιανοί όλου του κόσμου, ζουν την κορύφωση του Θείου Δράματος. Είναι η ημέρα των Παθών του Ιησού. Αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στις τελευταίες ώρες πριν την Σταύρωση, μας υπενθυμίζει τα παρακάτω γεγονότα:
Ο Χριστός, μετά την σύλληψη του στο Όρος των Ελαιών, δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους Αρχιερείς. Η δίκη ήταν βέβαια τυπική αφού η ετυμηγορία είχε αποφασιστεί πριν καν συλληφθεί. Οι Αρχιερείς ήθελαν τον θάνατο Του.
Επειδή όμως δεν είχαν την νόμιμη εξουσία, έπρεπε η καταδικαστική απόφαση να απαγγελθεί από τον Ρωμαίο διοικητή. Τα χρόνια εκείνα διοικητής στην Ιερουσαλήμ ήταν ο Πιλάτος. Σε αυτόν σύρθηκε ο Ιησούς, ενώ το πλήθος, μετά από παρότρυνση των Αρχιερέων, φωνάζοντας, ζητούσε την Σταύρωση Του. Υπήρχε το έθιμο, την ημέρα του Εβραϊκού Πάσχα, οι Ρωμαίοι να απελευθερώνουν έναν κατάδικο Εβραίο. Ο Πιλάτος θέλοντας να μην έχει την ευθύνη της σταύρωσης του Χριστού, ζήτησε από το πλήθος να διαλέξει ανάμεσα στον Θεάνθρωπο και στον Βαραβά, ένα
στασιαστή και φονιά, ποιος θα ήταν αυτός που θα απελευθερωνόταν. Το πλήθος, δια βοής, επέλεξε να αφεθεί ελεύθερος ο Βαραβάς. Αμέσως μετά, και με την εντολή πλέον του Πιλάτου, ο Χριστός οδηγείται στην εσωτερική αυλή του Πραιτωρίου (του διοικητηρίου δηλαδή των Ρωμαίων). Εκεί οι στρατιώτες του φορούν μια πορφύρα και ένα αγκάθινο στεφάνι. Χλευαστικά αποκαλώντας τον «Βασιλιά των Ιουδαίων», τον χτυπούν και τον φτύνουν. Η ώρα της Σταύρωσης έχει πλησιάσει.
Φορτωμένος ο Ιησούς με τον Σταυρό στον οποίο θα σταυρωθεί, οδηγείται προς τον λόφο του Γολγοθά. Στο δρόμο δεν αντέχει το βάρος του Σταυρού και πέφτει. Οι Ρωμαίοι επιβάλουν στον Σίμωνα τον Κυρηναίο, που διερχόταν από εκείνο το σημείο, να μεταφέρει αυτός τον Σταυρό του Μαρτυρίου. Τελικά στις 9 η ώρα το πρωί, ο Ιησούς σταυρώνεται. Το μαρτύριο του Χριστού κράτησε έξι ώρες. Στις 3 η ώρα το απόγευμα παρέδωσε το πνεύμα Του, αφού προηγουμένως είχε συγχωρήσει όσους ευθύνονταν για τον θάνατο Του. Επειδή όμως το Σάββατο απαγορεύονταν οι κηδείες, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, κρυφός μαθητής του Χριστού, ζήτησε
από τον Πιλάτο να πάρει το σώμα Του και να το ενταφιάσει. Η άδεια αυτή του δόθηκε και έτσι τυλίγοντας το σώμα του Χριστού σε ένα σεντόνι, τον ενταφίασε σε ένα μνήμα λαξευμένο σε βράχο. Το άνοιγμα του μνήματος, κλείστηκε με μια μεγάλη πέτρα. Η τελετή της Αποκαθήλωσης, γίνεται στις εκκλησίες μας, το μεσημέρι της μεγάλης Παρασκευής. Ενώ το βράδυ της ίδιας ημέρας τελείται η περιφορά του Επιταφίου. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν πένθιμα όλη την διάρκεια της ημέρας.
Η νηστεία της ημέρας είναι αυστηρότατη και απαγορεύει ακόμα και το λάδι. Πολλοί πιστοί συνηθίζουν να πίνουν την Μεγάλη Παρασκευή λίγο ξύδι, εις ανάμνηση αυτού που έδωσαν στον Ιησού, όταν ζήτησε νερό τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής Του. Το έθιμο απαγορεύει κάθε εργασία την ημέρα αυτή. Σε πολλές περιοχές φτιάχνουν ένα ομοίωμα του Ιούδα, και μετά την περιφορά του Επιταφίου το παραδίδουν στην φωτιά. Τα λουλούδια του επιταφίου, μοιράζονται στους πιστούς, οι οποίοι τα φυλούν μαζί με τις εικόνες στα σπίτια τους. Τέλος, την ημέρα αυτή συνηθίζεται οι πιστοί να επισκέπτονται τους τάφους των νεκρών συγγενών και φίλων.

Δος μοι τούτον τον ξένον του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σύρου κ.κ. Δωροθέου


Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν αναγάγει τον ξένο σε πρόσωπο ιερό και σεβαστό. Από τα Ομηρικά έπη έχουμε μαρτυρίες της στάσεως, που τηρούσαν οι ειδωλολάτρες πρόγονοί μας έναντι των ξένων, τους οποίους προστάτευε ο Ξένιος Δίας και προς τους οποίους έπρεπε να τηρήσουν ένα συγκεκριμένο τυπικό φιλοξενίας, με την σκέψη ότι μπορεί ο ξένος να είναι κάποιος ενανθρωπίσας θεός...
Αλλά όταν ενανθρώπισε ο αληθινός Θεός, αντιμετωπίστηκε όχι από αλλοεθνείς, αλλά από τους συμπατριώτες του, όχι από ειδωλολάτρες, αλλά από τον εκλεκτό και περιούσιο λαό του Θεού, ως ξένος!
Αυτή ακριβώς η λέξη, αυτός ο χαρακτηρισμός, αποτελεί σταθερό μοτίβο στη Χριστιανική Γραμματεία και Υμνολογία, καθώς εμπερικλείει όλο το μυστήριο της ανθρώπινης τραγωδίας, την κάθαρση της οποίας επέφερε ο επί Σταυρού κρεμασθείς Θεός.
Ο Ιησούς Χριστός, ο μέγας Αναμενόμενος, ήρθε στον κόσμο ως οικείος αλλά αντιμετωπίστηκε ως ξένος από τα ίδια τα δημιουργηματά Του, τα οποία, κατά μιά τραγική ειρωνεια σέβονταν τον κάθε ξένο!
Ακόμα και την ύστατη στιγμή του θανάτου Του, ήπιε μέχρι ρανίδος το πικρό ποτήρι της μοναξιάς και της αποξένωσης.
Μόνος στάθηκε απέναντι στον Πιλάτο, μόνος ήταν στους εξευτελισμούς και τα ραπίσματα, μόνος στο δρόμο προς το Γολγοθά, μόνος πάνω στο Σταυρό, μόνος στην αποκαθήλωση και την Ταφή!
Συγκλονιστικά λόγια του Ιωσήφ προς τον Πιλάτο, όπως τα εκφράζει η Υμνολογία της Εκκλησίας: “Δωσ' μου αυτόν τον ξένο που ακόμη και μωρό όταν ήταν, ξένος θερωρούνταν... Δος μου αυτόν τον ξενο, σε τάφο να τον κρύψω, γιατί σαν ξένος δεν έχει το κεφάλι πού να γύρει ”!
Οι άνθρωποι αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν τον Ιησού σαν ξένο και παραμένει για πολλούς ο Μεγάλος Ξένος! «Εν τω κόσμω ην ...και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» αναφωνεί με πικρό παράπονο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης!
Όχι γιατί ο Θεός και Δημιουργός του παντός είναι ξένος προς τα ανθρώπινα και τον άνθρωπο, αλλά γιατί ο άνθρωπος είναι και αισθάνεται ξένος προς το Θεό!
Τόσο ξένος, που δεν Τον δέχεται και δεν Τον αναγνωρίζει, ακόμα και όταν θαυματοποιεί, όταν συγχωρεί, όταν ευεργετεί, όταν εκ νεκρών ανίσταται!
Αυτή η αποξένωση του ανθρώπου από το Θεό, σε συνδιασμό με την αγάπη και τη μέριμνα του Θεού προς αυτόν σηματοδοτεί το μέγεθος της αποτυχίας του ανθρώπου να παραμείνει κοντά στο Θεό-Δημιουργό του, αποκαλύπτει το μέγεθος των συνεπειών του λεγόμενου προπατορικού αμαρτήματος και εκφαίνει την άβυσσο της Θείας Φιλανθρωπίας.
Η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό είναι η αιτιακή αφετηρία της πάσης μορφής και φύσεως αλλοτρίωσής του, μιας αλλοτρίωσης, που δεν εκφράσθηκε μόνο απέναντι προς το Θεό, αλλά και προς τον εαυτό του, τη φύση και το συνάνθρωπό του.
Ο αλλοτριωμένος από το Θεό άνθρωπος, δεν γνωρίζει, δεν αναζητεί, αλλά και δεν ψηλαφεί το Θεό, και καταφεύγει σε συχνά ανόητα, πρωτόγονα και άλλοτε καταστροφικά υποκατάστατα και ανιστορικά θρησκεύματα, με την ψευδαίσθηση ότι έτσι σβήνει τη δίψα της υπαρξιακής του αγωνίας.
Και αφού “χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται”, αλλά και όλα χάνονται, έχασε πρώτα-πρώτα τον εαυτό του!
Χωρίς σταθερό σημείο αναφοράς, χωρίς το έρεισμα της πίστης, παραδέρνει στην ατομικη και κοινωνική του πραγματικότητα ως “άλλος”...
Ζει την απέραντη ψυχική ερημιά, περιπλανώμενος σε ένα κόσμο στερημένο από αξίες, σκοπό και ιδανικά.
Σε ένα κόσμο, στον οποίο ο άλλος δεν είναι αδελφός, αλλά “η κόλασή του” , σε ένα φυσικό περιβάλλον, που δεν το αισθάνεται σαν σπίτι του, αλλά σαν πηγή πλουτισμού και πεδίο ευρύ εκμετάλλευσης και προσπορισμού κέρδους.
Όλα τα διαχρονικά φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας, όλα τα προβλήματα, που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα δεν είναι τίποτ` άλλο, παρά συνέπειες οδυνηρές της παρακοής...
Στον κόσμο τούτο, ξένος δεν είναι ο Θεός, ξένοι είμαστε εμείς...
Η κοιλάδα αυτη του κλαυθμώνος, ο τόπος αυτός της εξορίας και τη οδύνης δεν είναι ο φυσικός μας χώρος! Δεν πλασθήκαμε γι` αυτόν, αλλά τον επιλέξαμε, όταν αρνηθήκαμε να “συγκατοικούμε” στον Παράδεισο, μαζί με το Θεό!
Και ήταν τόσο ψηλά τα τείχη, που υψώσαμε, τόσο βαθύ το χάσμα που ανοίξαμε, ώστε όχι μόνο δεν θέλαμε, αλλά και δεν μπορούσαμε να θέλουμε την επιστροφή προς τον Πατέρα,πρός την όντως ζωή!
Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου, σε λόγο του προς τη θεόσωμη ταφή του Κυρίου, παρουσιάζει τον Ιωσήφ να λέει προς τόν Πιλάτο τα εξής αποκαλυπτικά: “Δος μοι τούτον τον ξένον• εκ μακράς γαρ ήλθε της χώρας ώδε, ίνα σώση τον ξένον”.
O Ξένος ήρθε από μακριά για να σώσει τον ξένο...
Άπλωσε τα χέρια Του στο Σταυρό για να μας αγκαλιάσει όλους!
Άνοιξε τις ματωμένες παλάμες Του και ένωσε “τα το πριν διεστώτα”, τον άνθρωπο με το Θεό!
Και περιμένει, αιώνες τώρα, την προσωπική μας απάντηση στην πρόσκλησή Του, μια απάντηση, που θα ακυρώσει την επιλογή των Πρωτοπλάστων να γίνουν θεοί χωρίς Θεό!
† Ο ΣΥΡΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΣ Β'
Πηγή

«Τὸν Λῃστὴν αὐθημερόν, τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας Κύριε, κᾀμὲ τῷξύλῳ τοῦ Σταυροῦ, φώτισον καὶ σῶσόν με»

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ,
 τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν,
τοὺς ἐμπτυσμούς,
 τὰ ῥαπίσματα,
τὰ κολαφίσματα,
τὰς ὕβρεις,
τοὺς γέλωτας,
τὴν πορφυρᾶν χλαίναν,
τὸν κάλαμον,
τὸν σπόγγον,
τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους,
 τὴν λόγχην,
καὶ πρὸ πάντων,
τὸν σταυρόν,
καὶ τὸν θάνατον,
ἃ δι' ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο,
 ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν. 

Τῇ ὑπερφυεῖ καὶ περὶ ἡμᾶς παναπείρῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
πηγή

«Ἥπλωσας τάς παλάμας καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα» Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευσταθίου

εσταυρωμένος

Ἐάν ρωτήσουμε ἕνα μικρό παιδάκι, πού δέ γνωρίζει ἀκόμη πολλά πράγματα, ἀλλά πού ὀσφραίνεται τήν ἀγάπη τῶν μεγαλύ­τερων ἀνθρώπων πού εἶναι κοντά του- καί μάλιστα τοῦ στοργικοῦ πατέρα καί τῆς ἀναντικατάστατης μητέρας του- πόσο τούς ἀγαπάει, τότε αὐτό ἁπλώνει καί τά δύο χεράκια του καί μέ τά λίγα λόγια πού γνωρίζει ἀπαντᾶ: «τόοοσο!».
Τά πανάγια χέρια τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἁπλωμένα ἐπάνω στό Σταυρό. Εἶναι τρυπημένα μέ τά φαρμα­κερά καρφιά καί γεμάτα αἵματα. Στάζουν κυριολε­κτικά μιά-μιά σταγόνα τό πανάχραντο αἷμα του, γιά νά ξεπλύνουν τά δικά μας ἀνομήματα, γιά νά γιατρέψουν τίς δικές μας πληγές, γιά νά θρέψουν τή δική μας ψυχή καί γιά νά ἐπιβεβαιώσουν μέ αὐτό τόν τρόπο τήν Ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου γιά τόν ἄνθρωπο.
Ὅταν, μετά τή θριαμβευτική Ἀνάστασή Του τήν ἴδια ἡμέρα τό ἀπόγευμα, ἔκανε τήν ἐμφάνισή του στούς φοβισμένους καί κλεισμένους στό ὑπερῶο μαθητές του, γιά νά βεβαιωθοῦν ἐκεῖνοι, ὅτι δέν ἦταν ἄλλος, οὔτε φάντασμα «ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας». Καί  ἐκεῖνοι,   βλέποντας  τά  πληγωμένα χέρια Του, τόν ἀναγνώρισαν καί «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον».


Ἔχει πολύ βάθος αὐτή ἡ συνάντηση τοῦ Ἀνα­στημένου Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του. Τόσο με­γάλη εἶναι ἡ σημασία της, ὥστε, γιά νά ἐμπεδωθεῖ ἡ πεποίθησή τους στήν Ἀνάστασή Του καί νά θεριέψει ἡ πίστη τους στή θεότητά Του, ἐπανέλαβε τήν ἐμφάνισή του «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ», παρόντος καί τοῦ ἀπουσιάζοντος ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνισή Του Θωμᾶ. Χρησιμοποιεῖ, μάλι­στα, τόν ἴδιο τρόπο, γιά νά κάνει καί ἐκείνου ὄχι μόνο τή χαρά ἀληθινή ἀλλά καί τήν πίστη πιό στέρεα καί πιό μεγάλη.
«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ, φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου». Ὁ Θωμᾶς, γεμάτος ἔκπληξη καί πλημμυρισμένος ἀπό μιά ἀνείπωτη χαρά, ἀναφωνεῖ: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Μερικοί, μάλιστα, ἑρμηνευτές ἀναφέρουν ὅτι, ὅταν ὁ Θωμᾶς εἶδε τά πληγωμένα χέρια τοῦ Κυρίου καί βέβαια τά πόδια καί τήν πλευρά Του, τίποτε δέν ἄγγιξε, ἀλλά πείσθηκε καί ὁμολόγησε καί τήν ὁμο­λογία αὐτή ἐπαναλάμβανε στό κήρυγμά του σέ κάθε εὐκαιρία καί τελικά τήν ὑπέγραψε μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του.
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τά σημαδεμένα καί πλη­γωμένα ἀπό τά καρφιά χέρια τοῦ Κυρίου ἔγιναν αἰτία νά τόν ἀναγνωρίσουν οἱ μαθητές Του ἀνα­στημένο πλέον, νά τόν πιστεύσουν γιά «Κύριό τους καί Θεό τους» καί νά γίνουν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του, προσφέροντας γι’ αὐτή τήν αὐταπάρνησή τους, τόν κόπο καί τόν ἱδρῶτα τους, μά πρό πάντων τή μαρτυρία τοῦ ὀρθόδοξου λόγου τους, τήν ἐνάρετη βιοτή τους καί τό μαρτυρικό τους αἷμα.
Ἡ κοινωνία μας καί σήμερα, γιά νά πιστέψει καί νά ἐμπιστευθεῖ κάποιον καί γιά νά τόν παραδεχθεῖ, κοιτάζει τά χέρια του, μέ μεταφορική, βεβαίως, ἔννοια, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι:
α) Καθαρά, ὄχι ἐξωτερικά, ἐπιδερμικά, ὅπως ἦταν τοῦ Πιλάτου. Ἐκεῖνος «λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χεῖρας αὐτοῦ λέγων ἀθῶος εἰμί ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου». Ἦταν ὅμως δυνατό νά χαρακτηρισθοῦν τά χέρια του καθαρά, ἀφοῦ μέ τή δική του ὑπογραφή συντελέσθηκε τό μεγαλύτερο ἔγκλημα πάνω στή γῆ; Μπορεῖ νά τό εἶπε, ὅτι εἶναι ἀθῶος, ἀλλά εἶναι ὁ μέγας ἔνοχος, γιατί, ἐνῶ τρεῖς φορές ὁμολογεῖ καί ἀναγνωρίζει τήν ἀθωότητά Του, λέγοντας πρός τούς Ἰουδαίους «ἐγώ οὐδεμίαν κατηγορίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ», ἐν τούτοις «παραδίδει αὐτόν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». Τά χέρια εἶναι καθαρά, ὅταν δέν ἐνέχονται σέ ψευδορκίες, σέ ἁρπαγές, σέ χειροδικίες, σέ λαθροχειρίες, σέ κλεψιές, σέ ἐγκληματικές ἐνέργειες καί σέ ἄλλα ἀνομήματα πού διαπράττονται μ’ αὐτά.
Πόσο, ἀλήθεια, εἶναι ἀξιοπρόσεκτο τό ἐπίγραμμα πού ἦταν χαραγμένο στή βρύση μπροστά στό ναό τῆς ἁγίας Σοφίας στήν Κων/πολη: «Νίψον ἀνομήματα μή μόναν ὄψιν» .
β) Νά εἶναι ἐργατικά. Μέ καύχηση ἐν Κυρίῳ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔδειχνε τά ἐργατικά καί ροζια­σμένα χέρια του στούς ἀνθρώπους καί πρόσθετε διδακτικά «Ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσιν μετ’ ἐμοῦ ἐξέθρεψάν με αἱ χεῖρες αὗται».
Εἶναι ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἡ ἐργασία, ἡ ὁποία καί τήν ὕλη ἀξιοποιεῖ καί τήν ἀρετή προάγει. Παίρνει ὁ ἐπιπλοποιός ἕνα ἄμορφο ξύλο καί, ἀφοῦ μέ προσοχή καί γιά πολλές ὧρες τό σμιλέψει, δημιουργεῖ ἕνα πανέμορφο ἔπιπλο καί στολίζει μέ αὐτό τό σπίτι μας, τό Ναό μας, τό χῶρο τῆς δουλειᾶς μας.
Ταυτόχρονα, βοηθάει τόν ἄνθρωπο στήν καλ­λιέργεια τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τούς πειρασμούς, πού πέφτουν ἐπάνω του τίς στιγμές τῆς ἀργίας καί τῆς ἀπραξίας του. Νά γιατί οἱ πατέρες ἔλεγαν, ὅτι «ὅποιος δέν ἔχει δουλειά τοῦ εὑρίσκει ὁ διάβολος ἀπασχόληση» καί ὁ λαός μας μέ τή σοφία του ἐπιβεβαιώνει, λέγοντας ὅτι «στοῦ τεμπέλη τήν καρδιά φτιάχνει ὁ διάβολος φωλιά», ἐνῶ οἱ πρόγονοί μας ἐπιγραμματικά δίδα­σκαν, ὅτι «ἡ ἀργία ἐστί μήτηρ πάσης κακίας». Ἰδίως γιά τούς νέους ἀνθρώπους ἡ ἀπραγία εἶναι κατάσταση ἐγκληματική, ἀφοῦ σπαταλοῦν τόν πο­λύτιμο χρόνο τους ἀσκόπως τότε πού πρέπει νά βάζουν γερά θεμέλια, γιά τή μετέπειτα ζωή τους. Γιά αὐτό ἕνας παιδαγωγός ἔλεγε σ’ ἕναν πατέρα: «θέλεις νά σώσεις τό παιδί σου; Γέμισέ του δημι­ουργικά τίς ὧρες».
γ) Ἐπίσης τά χέρια μας, γιά νά μᾶς παραδεχθοῦν καί ἀναγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι, πρέπει νά ὑψώ­νονται σέ θέση προσευχῆς συχνά -πυκνά. Οἱ μεγάλοι ἀγωνιστές, ὅσιοι καί ἀσκητές, ὕψωναν τά χέρια τους στήν προσευχή γιά ὧρες πολλές. Τέτοια ἦταν ἡ ἀφοσίωσή τους, ὥστε ἡ ἀκινησία τῶν χεριῶν τους, πού διαρκοῦσε πολλές ὧρες ξεγελοῦσε τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πού ἄρχιζαν νά συγκεν­τρώνουν ὑλικά, γιά νά κάνουν τή φωλιά τους στίς ἀνοιχτές παλάμες τῶν ἀσκητῶν.
Βέβαια δέν εἶναι ὁ μόνος τρόπος προσευχῆς τά ἁπλωμένα χέρια, εἶναι ὅμως δηλωτική ἡ στάση αὐτή τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τόν πλάστη καί Θεό μας, ἀφοῦ κατά τή διάρκειά της παίρνει μέρος ὅλος ὁ ψυχοσωματικός μας κό­σμος.
δ) Ἀκόμη τά χέρια μας πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνο καθαρά ἀπό ἀδικίες, ἀλλά καί στολισμένα μέ τίς ἀγαθοεργίες καί μέ τίς φιλάνθρωπες ἐνέργειές μας, πού ἀποσκοποῦν στή συμπαράσταση τοῦ ἐμπερί-στατου συνανθρώπου μας, πού δέν εἶναι, οὔτε ξένος, οὔτε πολύ περισσότερο ἐχθρός μας, ἀλλά ἀδελφός μας, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε ἑνός πατέρα παι­διά.
Εἶναι εὐλογημένα καί ἁγιασμένα τά χέρια πού μεταβάλλουν τά ψυχρά χρήματα σέ ζεστό φαγητό, σέ μανδήλι γιά τά δάκρυα τῶν πονεμένων, σέ φάρ­μακο γιά τήν ἀρρώστια τοῦ δοκιμαζομένου, γιά ψωμί τοῦ πεινασμένου, γιά στέγη τοῦ ἀστέγου καί γιά βακτηρία τοῦ γέροντα.
Αὐτά τά χέρια θεωροῦνται τά πιό ὄμορφα καί τά πιό ὡραῖα καί μακάρι νά τά ἀγαπήσουμε, νά τά ἀσπασθοῦμε καί νά τά κάνουμε δικά μας.
Κάποτε στό σπίτι μιᾶς ἀρχόντισσας συγκεντρώ­θηκαν γυναῖκες, γιά νά περάσουν ἕνα ὄμορφο ἀπόγευμα, πίνοντας καφέ καί συζητώντας. Σέ κά­ποια στιγμή μιά ἀπό αὐτές εἶχε τή «φαεινή» ἰδέα νά κάνουν ἕνα «διαγωνισμό», γιά νά ἀποδειχθεῖ ποιᾶς τά χέρια θά ἦταν τά πιό ὡραῖα. Ἐπειδή ἡ καθεμία θεωροῦσε τά δικά της, ὡς τά καλύτερα καί δέν κατέληγαν σέ συμπέρασμα, ἀποφάσισαν νά ἐρωτήσουν τό γέροντα πατέρα τῆς κυρίας πού φιλοξενοῦσε τήν παρέα. Ἐκεῖνος, πεπειραμένος καί σοφός, τούς εἶπε: «Δῶστε μου προθεσμία νά βγῶ στίς φτωχογειτονιές καί νά ρωτήσω τούς φτω­χούς, τούς μοναχικούς, τούς πονεμένους, τούς πο­λύτεκνους καί τότε θά σᾶς πῶ ποιᾶς τά χέρια εἶναι ὀμορφότερα».
Μακάρι νά παύσουμε νά βλέπουμε ἀκίνητο τόν Κύριό μας στό Σταυρό. Μακάρι νά θελήσουμε νά βλέπουμε καί τούς ἁγίους μας νά κινοῦνται καί νά μήν εἶναι ἀκίνητοι καί κρεμασμένοι στόν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ μας.
Εἶναι ἀνάγκη νά βλέπουμε μέ τά μάτια τοῦ Χρι­στοῦ μας, νά ἀκοῦμε μέ τά αὐτιά του, νά μιλᾶμε μέ τό στόμα του, νά περπατᾶμε μέ τά πόδια του, νά δουλεύουμε μέ τά χέρια του καί νά ἀγαπᾶμε μέ τήν καρδιά του.
Τότε οἱ ἄνθρωποι θά μᾶς παραδεχθοῦν, τότε ἀπό τή ζωή μας θά ὠφελοῦνται καί ἀπό τό λόγο μας θά διδάσκονται. Μή λησμονοῦμε αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο: «τοῦ Βασιλείου ὁ λόγος ἀκουγόταν σάν βροντή, γιατί ὁ βίος του ἔλαμπε σάν ἀστραπή».
Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου: » ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΙΟ ΔΡΑΜΑ»

Η άγνωστη ιστορία του Ιούδα

Το κείμενο που ακολουθεί, προέρχεται από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων, αντίγραφο του οποίου απόκειται στο Κελλί του του Αγίου Γοβδελά του Πέρσου της Ιεράς Μονής Ιβήρωνν, το οποίο αντέγραψε και εξέδωσε δίς ο Αγιορείτης (†) Ιερομόναχος Αβέρκιος το 1895 και 1896 στην Βάρνα.
Κατάγονταν από την Ισκάρια και ο πατέρας του ονομάζονταν Ρόβελ.
Μια νύκτα η μητέρα του ξύπνησε έντρομη με φωνές. μετά από έναν εφιάλτη που είχε δει στον ύπνο της και διαλογίζονταν περί αυτού. Ο Ρόβελ την ρώτησε τι συμβαίνει, για να λάβει την απάντηση ότι εάν συλλάβει παιδί και είναι αρσενικό, τότε αυτό θα είναι ο χαλασμός της γενιάς των Εβραίων. Πράγματι, κατά σύμπτωση, τη νύχτα εκείνη συνέλαβε η γυναίκα του Ρόβελ και γέννησε μετά από καιρό αγόρι. Φοβούμενοι την πραγματοποίηση του εφιάλτη, κατασκεύασαν ένα κιβώτιο, σαν αυτό που είχαν κάμει στην Αίγυπτο για τον Μωϋσή, τοποθέτησαν το παιδί τους μέσα σε αυτό και το άφησαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας.
Απέναντι της Ισκαρίας, υπήρχε μικρή νήσος όπου ποιμένες ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους. Εκεί έφτασε με τα κύματα το κιβώτιο, το οποίο ανέσυραν από τα νερά οι ποιμένες και βρήκαν το μικρό παιδί. Το μεγάλωσαν και του έδωσαν το όνομα Ιούδας. 
Μόλις αναπτύχθηκε και άρχισε να βαδίζει, το μετέφεραν στην Ισκάρια, προκειμένου να βρουν άνθρωπο για να το δώσουν προκειμένου να το αναθρέψει. Εκεί συμπτωματικά, συνάντησαν τον Ρόβελ και του έδωσαν το μικρό παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι είναι ο φυσικός του πατέρας, ο δε Ρόβελ το ανέλαβε, και το αγάπησε, ενθυμούμενος το δικό του παιδί το οποίο πριν από χρόνια είχε αφήσει μέσα σε κιβώτιο στη θάλασσα της Γαλιλαίας. 
Η μητέρα του Ιούδα, εν τω μεταξύ, είχε  γεννήσει κι άλλον υιό, μαζί με τον οποίο ανέτρεφε και τον Ιούδα, ο οποίος κακοποιούσε συχνά τον αδελφό του αναλογιζόμενος πονηρά την διανομή της πατρικής περιουσίας. 
Κάποια ημέρα, αποφάσισε – συνεπεία της φιλαργυρίας – να φονεύσει τον αδελφό του για να γίνει μελλοντικά ο κύριος όλης της περιουσίας του πατέρα του. Έτσι, ενώ βρίσκονταν τα δυο αδέλφια μακριά από το σπίτι, τον φόνευσε χτυπώντας τον με πέτρα στο κεφάλι. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, αφήνοντας τους γονείς του περίλυπους και απαρηγόρητους, μάταια να τους αναζητούν. 
Εκεί γνώρισε τον Ηρώδη, ο οποίος τον τοποθέτησε επιμελητή στην υπηρεσία του με αποστολή να προμηθεύεται τα αναγκαία προϊόντα και πράγματα για τα ανάκτορα. 
Κατόπιν αρκετών ετών, οι γονείς του Ιούδα, πούλησαν την περιουσία τους στην Ισκάρια και εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα, σε μια μεγάλη οικία με μεγάλους και ωραίους κήπους δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη. Εκεί, κάποια ημέρα, ενώ ο Ηρώδης αμέριμνος απολάμβανε την ομορφιά των κήπων του Ρόβελ, ο Ιούδας για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι μπορεί να πάει και να του φέρει καρπούς και άνθη από τον κήπο του Ροβελ. Πράγματι, πήδηξε και μπήκε παράνομα στους κήπους του πατέρα του, έκοψε άνθη και καρπούς, επιστρέφοντας όμως έπεσε πάνω στον πατέρα του Ρόβελ, ο οποίος τον ήλεγξε για την παρανομία του, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο χαμένος υιός του, λέγοντάς του ότι αν όσα έκοψε ήταν για τον βασιλιά, τότε ο ίδιος θα του έδινε τα καλύτερα. Τότε ο πανούργος Ιούδας, τον φόνευσε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον μικρό του αδελφό. Ανέβασε τους καρπούς και τα άνθη στον Ηρώδη, του διηγήθηκε τα συμβάντα, αλλά ο βασιλιάς σιώπησε για τον θάνατο του Ρόβελ.
 Μετά παρέλευση λίγου χρόνου, διέταξε τον Ιούδα να πανδρευτεί τη χήρα του Ρόβελ, για να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Ανακοινώθηκε η προσταγή του βασιλιά στη σύζυγο του Ρόβελ, λάβει ως δεύτερο σύζυγό της τον Ιούδα, και εκείνη δέχθηκε από φόβο και χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον χαμένο υιό της. 
Με το πέρασμα δε του χρόνου ο Ιούδας τεκνοποίησε με αυτήν. Κάποια δε ημέρα που αυτή έκλαιγε, ενθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και τα οποία διηγήθηκε στον Ιούδα. Τότε ο Ιούδας θυμήθηκε ότι τον βρήκαν οι ποιμένες σε ένα κιβώτιο στα νερά, θυμήθηκε τους φόνους του αδελφού και του πατέρα του Ρόβελ που διέπραξε, και απεκάλυψε στη μητέρα του όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Αυτή, διέρρηξε τα ιμάτιά της, και θρήνησε απαρηγόρητη για την αμαρτία που είχε κάμει, ούτως ώστε να έχει ως άνδρα το ίδιο της το παιδί. Είπε λοιπόν στον Ιούδα ότι πλέον είναι αδύνατον να ζήσει μαζί του. 
Τότε ο Ιούδας, αναλογιζόμενος τα μεγάλα κακουργήματα που είχε διαπράξει, έφυγε και πήγε να συναντήσει τον Χριστό, για τον οποίον είχε ακούσει, προκειμένου να εξιλεωθεί η ψυχή του. Ο Χριστός, ως πολυεύσπλαχνος, δίκαιος και αγαπών τους αμαρτωλούς, τον έκαμε μαθητή του και του ανέθεσε να κρατάει το ταμείο, τα χρήματα που κάλυπταν τις ανάγκες της ιεράς συνοδείας του Χριστού και των Αποστόλων του. Ο παμμίαρος όμως Ιούδας, έκλεβε από τα χρήματα αυτά και τα έστελνε στην μητέρα και γυναίκα του, για να πληρωθεί η ρύση του Δαβίδ : «γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα» (Ψαλμός 108, 9). 
Ακολούθως, το πάθος της φιλαργυρίας τον οδήγησε να πωλήσει τον Διδάσκαλό του και Θεό για τριάκοντα αργύρια. Μεταμεληθείς για την ανίερη πράξη του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους Γραμματείς και Φαρισαίους, και απελπισμένος κρεμάστηκε, έπεσε μπρούμυτα και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του, λαμβάνοντας ως αμοιβή τα επίχειρα της κακίας και της φιλαργυρίας του. 
Ως πονηρός, κρεμάσθηκε, για να προλάβει να κατέβει στον Άδη, πριν κατέλθει ο Κύριος, και να ελευθερωθεί κι αυτός μαζί με τους προπάτορες. Έμεινε όμως κρεμασμένος στο δένδρο ως την στιγμή που αναστήθηκε ο Κύριος και τότε ξεψύχησε.

ΠΗΓΗ : Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων, Συγγραφείσα το πρώτον υπό Ιουδαίου τινός Αινέα, συγχρόνου του Σωτήρος Μεταφρασθείσα δε εις την Λατινίδα γλώσσαν υπό Νικοδήμου τοπάρχου του    εκ Ρώμης, Σώζεται εν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει, Εν Βάρνη 1896, σσ. 78 - 85.
πηγή  το είδαμε εδώ

περιγραφή του Ιησού Χριστού από τον διοικητή της Ιουδαίας



Η περιγραφή του Ιησού Χριστού από τον διοικητή της Ιουδαίας

Ανατριχίλα προκαλεί το γράμμα του διοικητή της Ιουδαίας, που βρέθηκε στη Βιβλιοθήκη των Λαζαριστών της Ρώμης.
Ο Πούλβιος Λέντουλος, διοικητής της Ιουδαίας, πριν από τον Πόντιο Πιλάτο το έστειλε στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Τιβέριο και στο οποίο περιγράφεται η μορφή του Ιησού Χρίστου.

Το πρωτότυπο, στα λατινικά, βρίσκεται στη βιβλιοθήκη Cesarini στην Ρώμη.

Διαβάστε το σε μετάφραση:

"....Μεγαλειότατε Καίσαρα, Άκουσα ότι επιθυμείς να μάθεις αυτά που σου γράφω για κάποιον άνθρωπο που είναι πολύ ενάρετος κι ονομάζεται Ιησούς Χριστός, τον οποίο ο Λαός θεωρούσε προφήτη, οι μαθητές Του όμως Τον θεωρούσαν Θεό κι έλεγαν ότι είναι Υιός του Θεού, Δημιουργός του ουρανού και της γης κι όλων κι ότι βρίσκεται παντού.
Είναι αλήθεια Καίσαρα ότι ακούγονται κάθε μέρα θαυμάσια πράγματα για τον Ιησού.

Ανασταίνει νεκρούς και θεραπεύει αρρώστους, με μια Του λέξη. Είναι άνδρας, μέτριου αναστήματος, όμορφος στην όψη και αρχοντικός, ιδιαίτερα το πρόσωπο Του, ώστε όσοι Τον κοιτούν, τους προκαλεί … Τα μαλλιά Του είναι μέχρι τα αφτιά Του και πίσω φτάνουν μέχρι τους ώμους, καστανά και λαμπερά, διαχωρίζονται κατά το έθιμο των Ναζωραίων.

Το μέτωπο του είναι καθαρό και γαλήνιο, το πρόσωπο Του χωρίς σημάδια και αγάπη και σεβασμό. Η μύτη και τα χείλη Του είναι κανονικότατα. Τα γένια Του είναι πυκνά, καστανά και μακριά, που χωρίζουν στη μέση. Το βλέμμα Του είναι σοβαρό και προκαλεί σεβασμό, είναι δε δυνατό σαν ακτίνα . Όταν είναι αυστηρός, κανείς δεν μπορεί να Τον ατενίσει κι όταν μαλώνει του ήλιου. Κάποιον κλαίει…Τα χέρια και τα μπράτσα Του είναι όμορφα. Όταν συνομιλεί τους ικανοποιεί όλους, δεν εμφανίζεται συχνά, αλλά όταν αυτό συμβαίνει είναι μετριόφρων κι έχει το ωραιότερο παράστημα του κόσμου.

Είναι ωραίος, όπως κι η μητέρα Του, η οποία είναι η ωραιότερη γυναίκα. Εάν όμως η Μεγαλειότητα σου Καίσαρα θέλει να Τον δει, όπως μου είχες γράψει, πες το μου για να σου Τον στείλω αμέσως. Αν και ποτέ δεν έκανε σπουδές, ξέρει όμως κάθε επιστήμη. Περπατάει ξυπόλητος και ασκεπής. Πολλοί σαν Τον βλέπουν γελάνε, αλλά όταν στέκονται μπροστά Του τρέμουν και Τον θαυμάζουν.

Λένε ότι ποτέ ξανά δεν έχει εμφανιστεί στα μέρη αυτά άνθρωπος σαν κι Αυτόν. Επίσης λένε οι Εβραίοι ότι ποτέ δεν δόθηκαν συμβουλές ούτε κηρύχθηκε Διδασκαλία σαν την δική Του, πολλοί δε από τους Ιουδαίους Τον θεωρούν θεό. Άλλοι πάλι λένε ότι είναι εχθρός σου Καίσαρα. Λένε επίσης ότι Αυτός ποτέ δεν δυσαρέστησε κάποιον.
Όλοι όσοι Τον γνωρίζουν λένε ότι τους ευεργέτησε. Παρόλα αυτά Καίσαρα είμαι πρόθυμος να υπακούσω στην Μεγαλειότητα σου κι ό,τι με διατάξεις θα το κάνω. Εκανε το καλό"

Πέθανε ο Χριστός επάνω στο σταυρό; Η μαρτυρία των ευαγγελίων.


του Δρ.Θεολογίας Αθανάσιου Μουστάκη

Στο διαδίκτυο, ο προσεκτικός αναγνώστης, μπορεί να εντοπίσει διάφορα κείμενα, τα οποία ασχολούνται με το γεγονός της σταυρώσεως, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι ο Χριστός δεν πέθανε επάνω στο σταυρό, αλλά ότι ναρκώθηκε και μετά από λίγες ώρες ανένηψε με τη βοήθεια των φίλων και μαθητών του.

Ας δούμε τρία από τα επιχειρήματα που συνήθως προβάλλονται ως αποδεικτικά του ότι ο Χριστός δεν πέθανε στο σταυρό λίγο πιο προσεκτικά για να εντοπίσουμε τις αδυναμίες τους:


Α. Ο Χριστός ναρκώθηκε με σφουγγάρι που περιείχε ναρκωτικές ουσίες δίνοντας έτσι την εικόνα του νεκρού, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν. Ως ενισχυτικό της άποψης αυτής προσάγεται το χωρίο Ιωάννη 19:29-30, σύμφωνα με το οποίο διψώντας ο Χριστός πάνω στο σταυρό κάποιος, που ήταν συνεννοημένος από πριν, του προσέφερε να πιεί όξος με ένα σφουγγάρι που στερέωσε πρόχειρα σε ένα καλάμι. Μόλις έγινε αυτό είπε «τετέλεσται» και αμέσως πέθανε. Οι υποστηρικτές αυτής της ερμηνείας θεωρούν ότι εκείνη τη στιγμή, ενώ βρισκόταν πάνω στο σταυρό, ναρκώθηκε ο Χριστός δίνοντας την εικόνα του πεθαμένου, αν και δεν ήταν.

Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους πρέπει να διευκρινίσουμε ότι πριν ξεκινήσει η διαδικασία της σταυρικής εκτέλεσης όντως έδιναν στον κατάδικο ναρκωτικές ουσίες για να καταστείλουν τις αντιδράσεις του και να εξελιχθεί πιο εύκολα η σταύρωση. Εξάλλου, ο σταυρωμένος, μετά από κάποιες ώρες συνερχόταν και ζούσε το βασανιστικό και πολύωρο μαρτύριο του σταυρού.

Στο Χριστό προσέφεραν τέτοιο μείγμα; Βεβαίως, αλλά σύμφωνα με τη μαρτυρία των ευαγγελιστών Ματθαίου και Μάρκου δεν δέχθηκε να το πιει:

α) «ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν οἶνον μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἠθέλησεν πιεῖν» Ματθαίου 27:34.

β) «καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ἐσμυρνισμένον οἶνον· ὃς δὲ οὐκ ἔλαβεν» Μάρκου 15:23

Οι δύο αυτοί ευαγγελιστές αναφέρουν και το περιστατικό της προσφοράς όξους στο Χριστό λίγο πριν πεθάνει. Έχουμε, λοιπόν, τις εξής αναφορές:

α) όταν κάποιος από αυτούς που παρακολουθούσαν την εκτέλεση άκουσε το Χριστό να φωνάζει τον Πατέρα Του με απόγνωση, έτρεξε και παίρνοντας κάποιο από τα σφουγγάρια που, ίσως είχαν οι στρατιώτες για τη νάρκωση του καταδίκου, το βούτηξε στο ξύδι και του το προσέφερε: «λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν» Ματθαίου 27:48. Δεν μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής αν ανταποκρίθηκε ο Ιησούς σε αυτή την πράξη, η οποία μάλλον είχε ως κίνητρο τον επιπλέον βασανισμό και τον εμπαιγμό του Χριστού, καθώς συνοδεύεται από την ειρωνεία «ἄφες ἴδωμεν εἴ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτῷ».

β) με το ίδιο ακριβώς τρόπο περιγράφει και ο ευαγγελιστής Μάρκος το περιστατικό: «δραμὼν δε τις γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτὸν λέγων· ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεῖν αὐτόν». Η μοναδική διαφορά είναι ότι σε αυτή την περιγραφή αυτός που προσφέρει το όξος είναι το ίδιο πρόσωπο που ειρωνεύεται το Χριστό.

Ο ευαγγελιστής Λουκάς δεν αναφέρει την άρνηση του Χριστού να πιεί την αρχικά προσφερόμενη ναρκωτική ουσία, αλλά μόνο τον εμπαιγμό εκ μέρους των στρατιωτών με την προσφορά όξους: «ἐνέπαιξαν αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι, ὄξος προσφέροντες αὐτῷ» (Λκ 23:36)

Ούτε ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει την άρνηση του Χριστού να πιεί προ της σταυρώσεως την ναρκωτική ουσία. Παραθέτει μόνο την προσφορά του όξους και σημειώνει ότι αυτό έγινε μόνο μετά το «διψῶ» που φώναξε ο Χριστός: «σκεῦος ἔκειτο ὄξους μεστόν· σπόγγον οὗν μεστὸν τοῦ ὄξους ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι. ὅτε οὗν ἔλαβε τὸ ὄξος εἶπεν· . . .» (Ιω. 19:29-30).

Από τις παραπάνω παρατηρήσεις μπορούμε να οδηγηθούμε στα εξής συμπεράσματα:

1. Σαφώς διαχωρίζεται η ναρκωτική ουσία που δινόταν στους καταδίκους, από το όξος που προσεφέρθη στον Ιησού κατά τη διάρκεια του εμπαιγμού Του.

2. Περιγράφεται, κατά το δυνατό, η ναρκωτική ουσία ως «οἶνος μετὰ χολῆς μεμιγμένος» ή ως «ἐσμυρνισμένος οἶνος».

3. Το όξος, που Του προσφέρεται λίγο πριν από το τέλος, χαρακτηρίζεται μόνο έτσι, χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό.

4. Ο Χριστός αρνήθηκε να πιεί τον «ἐσμυρνισμένον οἶνον». Αυτό διαπιστώνεται εύκολα και από τη δυνατότητα που είχε να ομιλεί πάνω στο σταυρό και, μάλιστα, να απευθύνεται στους παρακειμένους και να τους δίνει οδηγίες (Παναγία και άγ. Ιωάννη), αλλά και από όλους τους λόγους που απηύθυνε επάνω από το σταυρό.

5. Το ίδιο το χωρίο 19:30 του ευαγγ. Ιωάννη, το οποίο προσάγεται ως επιχείρημα υπέρ της απόψεως ότι ο Χριστός ναρκώθηκε επάνω στο σταυρό, δηλώνει ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί, καθώς ο Χριστός λέγει το «τετέλεσται», έχοντας συνείδηση του τι συνέβαινε, ενώ ο ναρκωμένος δεν γνωρίζει πότε ακριβώς θα χάσει τις αισθήσεις του, και στη συνέχεια γέρνει το κεφάλι παραδίδοντας το πνεύμα.

6. Οι δύο ευαγγελιστές αναφέρουν την αρχική άρνηση και οι τέσσερεις τον σπόγγο με το όξος. Σε περίπτωση που επρόκειτο για προσπάθεια νάρκωσης του Χριστού, βρίσκω ότι θα ήταν πιο λογικό να παραλειφθεί το περιστατικό με το όξος και όχι να προβάλλεται και από τους τέσσερεις ευαγγελιστές.

Β. Αν και η σταύρωση ήταν ένας τρόπος εκτέλεσης που ολοκληρωνόταν μετά πολλές ώρες ή μετά από μέρες με το θάνατο του καταδίκου από ασφυξία, ο Χριστός πέθανε πολύ σύντομα.

Πράγματι ο Χριστός πέθανε μετά από τρεις περίπου ώρες στο σταυρό. Η παραμονή Του επάνω στο σταυρό προτού παραδώσει το πνεύμα, ήταν από ώρας 6ης έως ώρας 9ης, δηλαδή από τις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 3 το απόγευμα (Μτθ. 27:45, Μρκ. 15:33, Λκ. 23:44).




Εύλογο είναι να αναρωτηθούμε γιατί ο Χριστός πέθανε τόσο γρήγορα επάνω στο σταυρό. 


Πρώτα από όλα ο Χριστός δεν ήταν κάποιος σκληροτράχηλος στρατιώτης ή ληστής ή δούλος. Η αντοχή Του ήταν περιορισμένη. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το τελευταίο εικοσιτετράωρο ήταν ιδιαίτερα δύσκολο γι’ Αυτόν. Αμέσως μετά το Μυστικό Δείπνο, έχουμε την μετάβαση στο όρος των Ελαιών την προσευχή και τη σύλληψη. Οι συνθήκες της συλλήψεως ήταν σκληρές, καθώς ο κατάδικος προπηλακιζόνταν με σκαιότητα. Πέρασε όλο το βράδυ άυπνος, συρόμενος από κριτήριο σε κριτήριο. Οι μετακινήσεις του εκείνο το βράδυ, μέσα στην Αγία Πόλη, ήταν 5-6 χιλιόμετρα, τα οποία διήνυσε συρόμενος και δερόμενος.

Η μαστίγωση είχε απίστευτη σκληρότητα. Διαβάσαμε σε κάποιο κείμενο στο διαδίκτυο, ότι η μαστίγωση ήταν μία τυπική διαδικασία για τους Ιουδαίους και εκτελούνταν από ιερέα με 39 κτυπήματα. Πράγματι υπάρχει και αυτή η μαστίγωση που εφαρμόστηκε στον απ. Παύλο και διασώζεται στην καθομιλουμένη μας γλώσσα με τη φράση «έλαβε τεσσαράκοντα παρά μία». Είναι ξεκάθαρο ότι η μαστίγωση που προηγήθηκε της σταυρώσεως δεν ανήκε σε αυτή την κατηγορία. Τη διατάζει ο Πιλάτος και την εκτελούν οι στρατιώτες του ρωμαϊκού στρατού. Ας δούμε τις σχετικές αναφορές:

α) «τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸς Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ’ αὐτὸν ὅλην τὴν σπείραν» (Μτθ. 27:27).

β) «ὁ δὲ Πιλᾶτος . . . παρέδωκεν τὸν Ἰησοῦν φραγγελώσας ἵνα σταυρωθῇ. Οἱ δὲ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστιν πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν» (Μρκ. 15:15-16).

γ) «ἐξουθενήσας δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρώδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ καὶ ἐμπαίξας περιβαλὼν ἐσθῆτα λαμπρὰν ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ» (Λκ. 23:11).

δ) «τότε οὗν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσεν» (Ιω. 19:1).

Με τη βοήθεια των παραπάνω αναφορών μπορούμε να προχωρήσουμε στις εξής διαπιστώσεις:

1. Η μαστίγωση δεν έγινε από τους Ιουδαίους ιερείς.

2. Στις τρεις περιπτώσεις την αναθέτει ο Πιλάτος στους στρατιώτες του και στη μία την αναλαμβάνουν οι στρατιώτες του Ηρώδη Αντίπα, ο οποίος ήταν υποτελής βασιλιάς της Ρώμης.

3. Δεν έγινε με τάξη, αλλά ο Χριστός παραδόθηκε σαν παιχνίδι στα χέρια των στρατιωτών, οι οποίοι έπεσαν όλοι επάνω Του. «Συνήγαγον ἐπ’ αὐτὸν ὅλην τὴν σπείραν» όπως παρατηρούν οι ευαγγελιστές. Αυτό σημαίνει ότι τον παρέλαβε ένας λόχος στρατιωτών και μόνο όταν όλοι αυτοί κουράστηκαν από τη «διασκέδαση» τον επέστρεψαν στον Πιλάτο.

4. Δεν επρόκειτο για απλή μαστίγωση, αλλά «συμπληρώθηκε» από ειρωνείες, κτυπήματα με καλάμι, χρήση του ακάνθινου στεφανιού.

5. Το όργανο της μαστίγωσης ήταν το «φραγγέλιο». Ας μην πηγαίνει ο νους μας σε ένα ραβδί ή σε ένα σχοινί με το οποίο χτυπούσαν τον κρατούμενο. Πρόκειται για ένα όργανο από πολλά πλεγμένα κομμάτια δέρματος, στην άκρη των οποίων ήταν προσαρμοσμένα μεταλλικά αντικείμενα (σφαιρίδια, κομμάτια μετάλλου, λεπίδες) ή οστάρια. Κατά τη χρήση το «φραγγέλιο» ξέσκιζε τον μαστιγούμενο, μέχρι του σημείου που φαίνονταν τα οστά του.




Αυτές οι διαπιστώσεις μας οδοηγούν στα εξής συμπεράσματα σχετικά με το αν ήταν δυνατό ο Χριστός να πεθάνει τόσο σύντομα επάνω στο σταυρό:

1) Η μαστίγωση και το ακάνθινο στεφάνι πρέπει να Του είχαν προκαλέσει φοβερή απώλεια αίματος.

2) Τελικά, δεν μπόρεσε να σηκώσει το σταυρό και αναγκάστηκαν, ακόμη και οι εκτελεστές της σταύρωσης, να το παραδεχθούν και να αναθέσουν αυτό το καθήκον στον Σίμωνα από την Κυρήνη παρά την πρακτική να μεταφέρει ο κατάδικος το σταυρό στον τόπο της εκτέλεσης.

3) Δεν μαρτυρείται μαστίγωση για τους άλλους σταυρωμένους, οι οποίοι θα είχαν περάσει το προηγούμενο βράδυ στη φυλακή περιμένοντας το τέλος.

Είναι προφανές, καθώς ο θάνατος στο σταυρό προκαλούνταν από ασφυξία, ότι ο Χριστός, όταν προσηλώθηκε στο σταυρό δεν θα είχε πλέον τη δύναμη να αγωνιστεί να στηριχθεί στα πόδια Του. Αντιθέτως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακόμη και αυτές οι τρεις ώρες, μάλλον πρέπει να θεωρηθούν πολλές.

Γ. Δεν Του έσπασαν τα πόδια για να μπορέσουν να τον επαναφέρουν αργότερα χωρίς να έχει κάποιο πρόβλημα.


Μετά το θάνατο του Χριστού στο σταυρό, καθώς οι ώρες περνούσαν και πλησίαζε το Σάββατο, το οποίο θα εμολύνετο από τα νεκρά σώματα σε κοινή θέα, οι ευσεβείς Ιουδαίοι ζήτησαν να κατεβούν τα σώματα από τους σταυρούς. Για το λόγο αυτό οι στρατιώτες ανέλαβαν να ελέγξουν την κατάσταση των τριών σταυρωθέντων. Στους μεν δύο που εμφανῶς ζοῦσαν έσπασαν τα πόδια για να επιταχύνουν το θάνατο, ενώ στην περίπτωση του Χριστού, ο οποίος φαινόταν ήδη νεκρός, χρειάζονταν να βεβαιωθούν. Το καθήκον αυτό ανέλαβε ένας από τους στρατιώτες, ο οποίος καταφέροντας ένα ισχυρό πλήγμα στο πλευρό του Χριστού δεν είδε κάποια αντίδραση από τον ίδιο, αλλά μόνο υγρό, το οποίο είχε συγκεντρωθεί στους πνεύμονες και στη θωρακική κοιλότητα και μετά το χτύπημα της λόγχης χύθηκε στο έδαφος. Αν το πλήγμα του στρατιώτη δεν ήταν ισχυρό, αλλά απλό τσίμπημα, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, δε θα είχε προκαλέσει την εκροή του υγρού και ο αυτόπτης μάρτυρας Ιωάννης δεν θα μπορούσε να παραθέσει τη μαρτυρία του (19:34-35).

Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι ο θάνατος του Χριστού αναφέρθηκε στον Πιλάτο, στα πλαίσια επίσημης ενημέρωσης, από έμπειρους στρατιώτες, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν ψευδώς, ένα θάνατο ο οποίος δεν είχε συμβεί. Στο απόσπασμα δεν μετείχε μόνο ο στρατιώτης που λόγχισε το Χριστό, ο οποίος κατά τη θεωρία κάποιων συμμετείχε στη συνομωσία, αλλά και άλλοι στρατιώτες, πιθανότατα με αξιωματικό επικεφαλής, οι οποίοι έπρεπε όλοι να είναι ενήμεροι για να μπορούν να συγκαλύψουν την περίπτωση του να είναι ο ένας από τους σταυρωμένους απλώς αναίσθητος και όχι νεκρός.



Αντιλαμβανόμαστε ότι όλα αυτά δεν ήταν δυνατό να συμβούν. Για λίγους θανάτους από την αρχαιότητα μπορούμε να είμαστε τόσο βέβαιοι όσο για το θάνατο του Ιησού. Εξάλλου για ποιο λόγο κάποιοι θα μπορούσαν να σχεδιάσουν αυτή την απάτη; Μήπως αυτά που έζησαν οι χριστιανοί μετά την Ανάσταση ήταν ζηλευτά και ευχάριστα; Το αντίθετο! Διωγμοί, φυλακίσεις, μαρτύριο, θάνατος. Θα ήταν δυνατό όλα αυτά να στηριχθούν επάνω σε μία απάτη;

Υπάρχουν πολλά ακόμη που θα μπορούσαμε να πούμε σχετικά για τη σταύρωση, όπως για μαρτυρίες μη χριστιανών συγγραφέων, οι οποίοι αναφέρουν το σκοτάδι που ξαφνικά απλώθηκε στη γη. Πέρα από αυτά, όμως, είναι ξεκάθαρο ότι η μαρτυρία των ευαγγελίων δείχνει ότι ο Χριστός ετελειώθη επάνω στο σταυρό χωρίς καμία αμφιβολία

Εξάλλου αυτό που ενδιαφέρει κυρίως, σε μία τέτοιου είδους ανάρτηση, είναι να δώσουμε κάποια εναύσματα για να δούμε το Πάθος μέσα από μία οπτική η οποία σεβόμενη την παράδοση της Εκκλησίας μάς βοηθά να κατανοήσουμε τη σκληρότητα της σταύρωσης και τη σημασία της θυσίας του Χριστού για τη σωτηρία μας.

Καλή Ανάσταση!

Δρ.Θεολογίας Αθανάσιος Μουστάκης
 

ΣΥΣΤΑΥΡΟΥΜΕΝΟΙ ή ΑΝΑΣΤΑΥΡΟΥΝΤΕΣ ;



ΣΥΣΤΑΥΡΟΥΜΕΝΟΙ  ή  ΑΝΑΣΤΑΥΡΟΥΝΤΕΣ ;
π. Β. Σπηλιόπουλος
 
    Η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας είναι αυτή που εκφράζει και υποστασιοποιεί την πίστη και το βίωμα Της.  Στη Λειτουργική ζωή ζει κανείς αυτό που διδάσκει η Εκκλησία, ζει τα ελπιζόμενα και επηγγελθέντα, ζει την ίδια την Βασιλεία του Θεού.  Ακριβώς για τον λόγο αυτό οι τα πάντα καλώς διαταξάμενοι Θείοι Πατέρες, οι οποίοι ζούσαν το αυθεντικό Ορθόδοξο βίωμα, «έχτισαν» κατά τέτοιο τρόπο όλη την Λειτουργική Ζωή ώστε οι δυνάμενοι και βουλόμενοι να διδάσκονται, βιωματικά, το βίωμα αυτό.  Είναι, λοιπόν, θρασύ τόλμημα που αγγίζει τα όρια της βλασφημίας η οποιαδήποτε αυθαίρετη αλλαγή και επέμβαση συμβεί στις λειτουργικές διατάξεις.  Οποιαδήποτε αλλαγή δεν αλλοιώνει απλώς το τυπικό - τον τύπο αλλά αλλοιώνει το φρόνημα, το βίωμα, την πίστη, αυτό το ίδιο το Ευαγγέλιο.
«Εἰ γάρ ἐπιχειρήσαιμεν τά ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μή μεγάλην ἔχοντα τήν δύναμιν παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἄν εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες τό Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δέ εἰς ὄνομα ψιλόν περιϊστῶντες τό κήρυγμα» λέει ο Μ. Βασίλειος και ποιος μπορεί να τον αμφισβητήσει;
Δυστυχώς, όμως, μέσα στη λειτουργική ζωή παρεισφρέουν πολλές φορές στοιχεία τα οποία όχι μόνο είναι καινοφανή και καινοτόμα αλλά, πράγματι, αποδεικνύουν ότι η παραμικρή αλλαγή αλλοιώνει το Ορθόδοξο βίωμα.  Βέβαια μερικά από αυτά έχουν τόσο πολύ εδραιωθεί που η απομάκρυνσή τους θα δημιουργούσε μεγάλη αναστάτωση και αντιδράσεις καλό είναι όμως να τα γνωρίζουμε ούτως ώστε αφενός μεν να μην τα επεκτείνουμε, να μην τα διογκώνουμε ακόμα περισσότερο και αφετέρου, όπου και όποτε είναι δυνατόν, να τα απομακρύνουμε με διάκριση, κατήχηση και υπομονή.
Όσο κι αν ακουστεί περίεργο ένα από αυτά τα στοιχεία είναι η συνηθισμένη έξοδος του Εσταυρωμένου Κυρίου κατά τον Όρθρο της Μ. Παρασκευής που είθισται να τελείται στους ενοριακούς ναούς, κατ’ άκραν οικονομίαν και κατά παράβαση της τάξεως, το βράδυ της Μ. Πέμπτης. 
Η έξοδος αυτή και περιφορά του Εσταυρωμένου, που γίνεται μετά το πέμπτο ευαγγελικό ανάγνωσμα τελέσθηκε για πρώτη φορά το 1864 στον πατριαρχικό ναό και, όσο κι αν σήμερα θεωρείται δεδομένη, ασφαλώς χρειάστηκε πολλά χρόνια για να γενικευθεί ενώ στις περισσότερες Ιερές Μονές δεν τελείται μέχρι και σήμερα. 
Το πρώτο βασικό της πρόβλημα είναι αυτός ο ίδιος ο Εσταυρωμένος ο οποίος περισσότερο θυμίζει άγαλμα και πολύ λιγότερο εικόνα οπότε, όπως είναι ευνόητο, ήδη παραβιάζει και διδάσκει λανθασμένα περί των ιερών εικόνων, περί ζητήματος δηλαδή δογματικού. Είναι εντελώς νέο εφεύρημα που ήλθε να αντικαταστήσει τον Σταυρό, με τον ζωγραφισμένο όμως και όχι αποσπώμενο Σώμα του Κυρίου, που βρισκόταν στην κορυφή του εικονοστασίου-τέμπλου.  Είναι καλό να τα γνωρίζουμε αυτά, ακόμη κι αν δεν έχουμε την τόλμη να τα διορθώσουμε, ακριβώς διότι εσχάτως τον Εσταυρωμένο Κύριο ακολούθησε το άγαλμα του Νυμφίου, ή της Θεοτόκου και άλλων αγίων αποδεικνύοντας ότι το ένα λάθος πατά πάνω στο προηγούμενο.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι με την έξοδο αυτή έχουμε πιστή αναπαράσταση γεγονότων εν είδει θεάτρου γεγονός που απάδει προς την ορθόδοξη παράδοσηΚαι φυσικά και εδώ δεν λείπει η φαντασία ώστε την έξοδο του Εσταυρωμένου να ακολουθήσει η τελετή της Αποκαθηλώσεως, την οποία ακολούθησε ο ενταφιασμός του Σώματος, πολλές δε φορές με χέρια που κλείνουν προς τα μέσα, στον επιτάφιο αντί του κεντητού υφάσματος, που ακολούθησε η τέλεση της αποκαθήλωσης σε Όρη και σε βουνά ως παράσταση, που ακολούθησε ακόμη και η αναπαράσταση των παθών στις στάσεις της λιτανείας του επιταφίου.  Όλα τα παραπάνω, και άλλα που δεν γνωρίζουμε ή που αύριο θα εφεύρουν «ευρηματικοί» ιερείς προς συγκέντρωση πλήθους, γίνονται σε ορθόδοξους Ναούς, ακόμη και μονές, από Ορθοδόξους ιερείς που διδάσκουν μη ορθόδοξα τους πιστούς.
Ας δούμε όμως μερικές διατάξεις τυπικών και γνώμες σοβαρών λειτουργών επί του θέματος:
Στο ισχύον τυπικό του Βιολάκη, ένα από τα πιο καινοτόμα και λιγότερα αυστηρά, αναφέρεται ασφαλώς το τυπικό της εξόδου του Εσταυρωμένου αλλά σε υποσημείωση αναφέρονται τα παρακάτω:
«Ἐν τῶ πατιαρχικῶ ναῶ (ὡς καί ἐν Ἁγίω Ὅρει μέχρι τοῦδε) ἡ ἔξοδος αὕτη τοῦ Ἐσταυρωμένου οὐκ ἐγίνετο μέχρι τῆς πατριαρχείας Σωφρονίου τοῦ ἀπό Ἀμασείας (1864), καθόσον οὔτε τό Τριώδιον σημειοῖ τοιαύτην τινά τάξιν, οὔτε τό ἀρχαῖον Τυπικόν ἤδη ὅμως καθιερώθη, οὕτως είπεῖν, καί ὁ λαός φαίνεται ποθῶν ἵνα εὐλαβῶς προσκυνήση τῆ ὥρα ταύτη τόν διά τάς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἀναρτηθέντα ἐπί ξύλου τοῦ Σταυροῦ Θεάνθρωπον» (τυπικόν της του Χριστοῦ Ἐκκλησίας, Γεωργίο Βιολάκη, σελ. 404, ὑποσημείωση 1). 
Ας σημειωθεί εδώ ότι τα ιστορικά γεγονότα που αναφέρει η υποσημείωση είναι αναμφισβήτητα ας μας επιτραπεί όμως να αμφισβητήσουμε το κατά πόσον είναι αδύνατη η επαναφορά στην κανονική τάξη και το κατά πόσο ο πιστός λαός επιθυμεί «ἵνα εύλαβῶς» προσκυνήσει. Δάκρυα συναισθηματικά που διαρκούν μερικά λεπτά και δεν οδηγούν στη μετάνοια και σε αλλαγή του βίου είναι πλάνη.  Ας σημειωθεί επίσης ότι, όπως είναι ευνόητο, παλαιότερες εκδόσεις του ιδίου τυπικού δεν αναφέρουν τίποτα απολύτως για την καινοφανή αυτή τελετή.
Ευνόητο, όμως, τυγχάνει και το γεγονός ότι κανένα παλιό τυπικό δεν αναφέρει το παραμικρό για την έξοδο του Εσταυρωμένου και κανένα παλαιό λειτουργικό βιβλίο.  Ειδικότερα το πρώτο τυπικό του αγίου Σάββα δε θα μπορούσε να γνωρίζει την λιτανεία αυτή.  Ας δούμε όμως τον υπέροχο σχολιασμό του π. Δοσιθέου, ηγουμένου της μονής Τατάρνης και ακραιφνή γνώστη του τυπικού αλλά και τηρητού , σχετικώς με το θέμα:
«…Εἰς τάς ἱερᾶς Μονάς δέον ὅπως παραφυλάττητται ἡ ἀρχαία τάξις.  Μία ἱερά εἰκών τῆς Σταυρώσεως εἰς τό προσκυνητάριον ἤ εἰς τό μέσον τοῦ Ναοῦ ἀρκεῖ.  Ἐξ’ ἄλλου εἰς τάς ἱεράς Μονάς δεν πρέπει ἵνα ὑπάρχη Ἐσταυρωμένος ὄπισθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης, εἰ μή μόνον λιτανευτικός Σταυρό. Σημείωσαι δ’ ὅτι ἡ κοπή τοῦ Σώματος εἰς τό περίγραμμα αὐτοῦ δεν ἀντέχει εἰς ὀρθόδοξον κριτικήν, διότι ὀλίγον ἀπέχει τοῦ ἀγάλματος, ἐγγίζον τό εἴδωλον.  Ἄφες, σύ ὁ τυπικάρης, διά τούς τοῦ κόσμου ἐνοριακούς Ναούς τούς ἐξ’ ἀνθέων (πολλάκις πλαστικῶν) στεφάνους, τήν ὀχλοβοήν τῶν ἀνασταυρούντων καί τούς ψευδεῖς καί ἐπίπλαστους συναισθηματισμούς, τούς στεναγμούς καί τά δάκρυα τῶν γυναικαρίων τῶν ἀεί ποτέ μανθανόντων καί οὐδέποτε εἰς εὐσέβειαν ἐλθεῖν δυναμένων.  Ἡμεῖς ἀρκούμεθα εἰς τήν θεολογίαν τῶν τροπαρίων, εἰς τήν χαρμολύπην τῶν κανόνων καί εἰς τάς ἑεμηνείας τῶν ἀναγνωσεων» (Τυπικόν του οσίου και θεοφόρου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ ἡγιασμένου, ἔκδοσις Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Παναγίας Τατάρνης, σελ. 402).
Φρονούμε ότι ο πανοσιολογιότατος δεν θα μπορούσε να περιγράψει τόσο καλά και τόσο σύντομα την κατάσταση που προκαλεί και την αλλοίωση που εισάγει η καινοφανής αυτή λιτάνευση.  Φρονούμε επίσης, όσο κι αν ο πατήρ διακριτικά μόνον το δήλωσε και εμμέσως, ότι ασφαλώς ούτε σε ενοριακό Ναό αρμόζουν τα στεφάνια, οι βοές, τα ψεύτικα δάκρυα και τα συνακόλουθα και ευχόμαστε κάποτε να εκλείψουν.
Τέλος ας δούμε τι αναφέρει σχετικώς το Αγιορείτικο Τυπικόν της εκκλησιαστικής ακολουθίας, που εξέδωσαν για λογαριασμό του Ιερού Κελλίου Ευαγγελισμού Καρυών Αγίου Όρους οι εκδόσεις «Καστανιώτη». 
«Ἐκ τοῦ 1864 ἔτους τῆς Πατριαρχείας Σωφρονίου τοῦ ἀπό Ἀμασείας, εἰσήχθη ἡ ἔξοδος „Ἐσταυρωμένου” εἰς τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως καί εἰς τάς κατά τόπους Ἐκκλησίας - κατά μίμησιν ἴσως τῶν Δυτικῶν Λιτανειῶν Ἐσταυρωμένων ἀγαλμάτων.  Αὕτη ἡ τάξις ἐπικρατεῖ ἐσχάτως εἰς πολλάς μονάς, ὡς εἰς τό Πρωτάτον.  Πλην ὅμως ἡ συνήθεια αὕτη τῆς ἐξαιρετικῶς πομπώδους καί δραματικῆς ἐξόδου τοῦ Ἐσταυρωμένου σώματος, ἰδιαίτατα ὡς γίνεται σήμερον εἰς τάς ἐνορίας, ἀπάδει πρός τήν λιτότητα καί ἡγιασμένην ἁπλότητα τῆς Ὀρθοδοξίας». (σελ.216, υποσημείωση 32).  Καί βέβαια το ίδιο τυπικό τονίζει ότι, τουλάχιστον, σε όποιες μονές τελείται – κακώς - η  έξοδος του Εσταυρωμένου τελείται με σεβασμό και λιτότητα και δεν τελείται, ή δεν θα έπρεπε να τελείται, η αποκαθήλωση και τα υπόλοιπα δρώμενα.
Ας έχουμε λοιπόν υπόψιν το πόσο ξένα προς την ορθόδοξη λειτουργική παράδοση και την εν γένει ορθόδοξη πνευματικότητα είναι όλα αυτά και ας προσπαθήσουμε αν όχι να διορθώσουμε τουλάχιστον να μην τα  αναπαράγουμε, προσθέτοντας και άλλα, μεγαλώνοντας  την απόσταση από γνήσιο ορθόδοξο λειτουργικό βίωμα.  Ας τελούνται απλά και αθόρυβα.
 
Πηγές φωτογραφιών:        1 2 3 4 5 6


 πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...