Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Απριλίου 18, 2014

Η αγάπη του Τάφου - π. Δανιήλ Γ. Αεράκης


Η αγάπη του Τάφου 
Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Γ. Αεράκης
Συγκίνησις

Πεθαίνει η Αγάπη; Στις καρδιές των ανθρώπων πολλές φορές, στην καρδιά του Θεού ποτέ. Και η καρδιά του Θεού, ο αγαπητός Υι­ός, είναι ο Ιησούς Χριστός. Και η καρδιά της αγάπης είναι ο Σταυ­ρός. Η σωματική καρδιά του Ιησού σταμάτησε κάποια στιγμή να χτυπά, όχι όμως του Θεανθρώπου Κυρίου.
Δεν είναι λοιπόν, για κλάμα η ταφή του Ιησού Χριστού. Ποιος διψασμένος κλαίει σαν βρεθή μπροστά σε αστείρευτη πηγή;
Ο Σταυρός είναι η αστείρευτη πηγή της Αγάπης. Και ο Τάφος του Χριστού πηγή της ζωής.
Η βραδυνή ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής ονομάζεται επιτάφιος θρήνος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ακολουθία χαράς. Αν ο Σταυρός είναι η Αγάπη της Λυτρώσεως, ο Τάφος είναι η Αγάπη της Αναστάσεως.
Μπορούμε να κλαίμε για το θάνατο και την ταφή του Ιησού;
•Πώς μπορούμε να κλαίμε για την ταφή του Ιησού, αφού ξέ­ρουμε ότι σε λίγο θ' αναστηθή από τον τάφο; Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός ήξερε, ότι θ' ανέσταινε το Λάζαρο. Παρ΄όλο τούτο, δά­κρυσε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου. Συγκινούμαστε. Μας συγ­κινεί η αγάπη στο Φίλο, στο Πρόσωπο, που αγαπάμε και μας α­γαπά, στον Ιησού. Ο ορίζοντας σκοτεινιάζει, μόλις δύση ο ήλιος, καίτοι γνωρίζεις ότι ο ήλιος θ’ ανατείλη και πάλι.


Ο ήλιος, σαν γέρνη προς τη δύσι, είναι σαν να γράφη σιγά-σιγά στην κορυφογραμμή: «Σε λίγο έρχομαι. Σε λίγο ανασταίνομαι». Έτσι και ο Χριστός, ό Ήλιος της Θεότητος. Έγειρε το κεφάλι. Έδυσε. Αλλ’ άφησε βέβαιη την ελπίδα: Σε λίγο ξανάρχομαι. «Μικρόν και ου θε­ωρείτε με, και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με» (Ιωάν. Ιστ’ 16)
•Συγκινούμεθα από την ταφή του πλέον αγαπητού μας Προσ­ώπου. Συγκινούμεθα αναλογιζόμενοι την αγάπη Του σε μας. Από αγάπη ανέβηκε στο Σταυρό. Από αγάπη κατέβηκε και στον άδη. «Α­πέθανε και ετάφη κατά τας γραφάς» (Α’ Κορ. ιε’ 4)
Για κάθε ανθρώπινο τάφο ισχύει το « α κ ο ύ σ ι α».
Για τον τάφο του Ιησού Χριστού ισχύει το « ε κ ο ύ σ ι α».
Θέλησε και ετάφη. Θάφτηκε Εκείνος, για να ξεθάψη εμάς από τα μνήματα της αμαρτίας. Θάφτηκε ο Παντοδύναμος, για ν’ ανα­σύρη η παντοδύναμη Αγάπη Του όλους τους «τεθνεώτας».

Για ποιούς τό κλάμα;

Αλλ’ η θλίψις της Μεγάλης Παρασκευής δεν είναι τόσο για τον Ιησού Χριστό, που είναι η «Ζωή εν τάφω». Είναι κυρίως για τους εχθρούς του Σταυρού, για τους εχθρούς του Ιησού.
Όταν ο Κύριος ανέβαινε προς το Γολγοθά και πίσω Του είδε να κλαίνε ευλαβείς γυναίκες, διακόνισσες της Αγάπης, επεσήμανε για ποιους πρέπει να κλαίμε: «Μη κλαίετε επ’ εμέ. Πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών» (Λουκ. κγ’ 28)
--Κλάψτε, μανάδες, γιατί θάβουν τα παιδιά σας οι νεκροθά­φτες του κακού, οι έμποροι του θανάτου!
Κάποτε θεάθηκε ο απόστολος Παύλος να κλαίει. Τον ρώτησαν γιατί; Και απάντησε:
«Νυν δε και κλαίων λέγω τους εχθρούς του Σταυρού» (Φιλιπ. Γ’ 18).
Είναι πολλοί οι εχθροί του Σταυρού. Είναι όλοι εκείνοι, που προσπαθούν:
•Να ενταφιάσουν την πίστι.
•Να συσκοτίσουν την αλήθεια.
•Να θάψουν το δίκαιο.
•Να εξαφανίσουν ηθικά και πνευματικά τον τόπο μας.
•Να σκοτώσουν το πνεύμα και να το θάψουν στον τάφο του υλισμού.
Για όλους αυτούς ο θρήνος. Και για τους άλλους, για τα θ ύ μ α τ ά  τους.
Δεν κλαίμε για τη Ζωή, που είναι στον τάφο, αλλά κλαίμε για το θάνατο, που σέρνεται ως ζωή. Κλαίμε:
•Για τις πεθαμένες υπάρξεις.
•Για τις πεθαμένες οικογένειες.
•Για τα πεθαμένα νιάτα.
•Για τις πεθαμένες ελπίδες.
•Για την άνοιξη, που πριν ακόμη ανθίση, γίνεται χειμώνας.


'Αγάπησε το Σώμα

Όχι, λοιπόν, θρήνος για τον Τάφο του Χριστού. Ο Τ ά φ ος αυ­τός είναι Α γ ά π η. Με αγάπη δέχτηκε το Σώμα του Ιησού. Ο Τάφος φανερώνει την αγάπη στο σώμα.
Αγάπησε ο Τάφος το Σώμα Εκείνου.
•Είναι το Σώμα, που ζήτησε ο Ιωσήφ από τον Πιλάτο. Το τίμιο Σώμα, που ζητάμε καί μείς με τη λαχτάρα της θείας Κοινωνίας.
•Είναι το Σώμα, που με ευλάβεια αγκάλιασαν ο Ιωσήφ και ο Νι­κόδημος. Το Σώμα, που με καθαρή σινδόνα οι δύο αυτοί άνδρες πε­ριτύλιξαν. Το Σώμα, που με κ α θ α ρ έ ς  ψυχές υποδέχονται οι πιστοί και ενστερνίζονται. 
•Είναι το Σώμα, που οι δύο τολμηροί «κρυφοί» μαθητές με προ­σοχή έθεσαν στο κ α ι ν ό  μ ν η μ ε ί ο, όπου κανένας άλλος δεν είχε τεθή.
Το Σώμα της θείας Κοινωνίας, που α ν α κ α ι ν ι σ μ έ ν ε ς  ψυχές το υποδέχονται. Κανένας άλλος. Η καρδιά μας αποκλειστι­κός χώρος για τον Ιησού Χριστό.


«Πώς; Ποίαις χερσί δε προσψαύσω το σον ακήρατον Σώμα;» (Δοξαστικό αποστίχων Μεγάλης Παρασκευής).
Ο Τάφος δείχνει την αγάπη και στο δ ι κ ό  μ α ς  σ ώ μ α.
•Δεν πετιέται το σώμα του ανθρώπου, όπως το σώμα του σκύ­λου ή της γάτας. Ε ν τ α φ ι ά ζ ε τ α ι. Δεν καίγεται το ανθρώπινο σώμα.
•Δεν δεχόμαστε, ως πιστοί χριστιανοί, την κ α ύ σ ι των νε­κρών, γιατί αποτελεί βεβήλωσι στο σώμα. Ούτε εν ζωή ούτε μετά θάνατον βεβηλώνεται το σώμα, όπως δε βεβηλώνεται ένας Ναός, είτε λειτουργείται είτε δε λειτουργείται.
•Το σώμα  τ ι μ ά τ α ι. Πως αγαπάμε το σπίτι μας; Έτσι α­γαπάμε το σώμα, που είναι κατοικία της ψυχής, ναός του πνεύ­μα­τος, δοχείο του Αγίου Πνεύματος.
•Τιμάται το σώμα, γιατί αυτό το σώμα π ρ ο σ έ λ α β ε  ο Θεός Λόγος, ο Χριστός.
•Τιμάται το σώμα, γιατί είναι υποψήφιο για την αναστάσιμη δόξα.
Όσο ζούμε, είμαστε  θ α ν α τ ο π ο ι ν ί τ ε ς. Όταν πεθάνουμε, γινόμαστε… α ν α σ τ ό π ο υ λ ο ι ! παιδιά της αναστάσεως.  

Ξενοδοχείο, διυλιστήριο, ευεργεσία

Αγάπη ο Τάφος, γιατί αγκάλιασε το Σώμα του Χριστού, όπως και μείς με αγάπη το αγκαλιάζουμε στη θεία Κοινωνία.
Αγάπη ο Τάφος, γιατί τιμά το ανθρώπινο σώμα. Όταν για ό­λους πλέον θα είμαστε ανεπιθύμητοι, ο τάφος θα σπεύσει να μας υποδεχτή, να μας φιλοξενήση και να μας τιμήση. Όχι βεβαίως για να μας κρατήσει για πολύ.
•Ξ ε ν ο δ ο χ ε ί ο  είναι ο τάφος. Προσωρινά διαμένουμε στο ξενοδοχείο, απλώς για ν’ αναπαυθούμε σε κάποιο μας ταξίδι. Ξυ­πνάμε, καί αφού πληρώσουμε τα έξοδα, συνεχίζουμε το οδοιπορικό μας.
Για λίγο φιλοξένησε ο Τάφος το Χριστό. «Τάφω σμικρώ ξενο­δοχείται, Όν, παίδες, ανυμνείτε» (ωδή η’ κανόνος Μεγ. Σαββάτου). Για λίγο. Ξύπνησε ο Κύριος με την Ανάστασί Του.
Το ίδιο και μείς. Απλώς θα φιλοξενηθούμε στον τάφο για λίγο, πληρώνοντας τον κοινό φόρο. Κανένας φ ο ρ ο φ υ γ ά ς  από το φόρο του θανάτου. Θα φιλοξενηθούμε, για να ξυπνήσουμε, όταν η καμπάνα της κοινής αναστάσεως θα ηχήση δυνατά.
•Δ ι υ λ ι σ τ ή ρ ι ο  ο  τάφος. Το νερό της βροχής περνάει από τα σπλάχνα της γης, από τα φυσικά διυλιστήρια, και βγαίνει κα­θαρώτερο. Έτσι και το σώμα. Περνάει από τον τάφο της γης. Θα ξεπηδήση καθαρώτερο, λαμπρότερο, ωραιότερο.
Η ταφή είναι το χημείο, όπου γίνεται η δική μας μεταστοι­χείωσις.
Το φθαρτό, με την ανάστασι, γίνεται άφθαρτο.
Το θνητό γίνεται αθάνατο.
«Τη ταφή Σου ζωής μου τας εισόδους διανοίξαντα καί θανάτω θάνατον καί άδην τε θανατώσαντα» (α΄ωδή κανόν. Μεγ. Σαββάτου)
«Το φθαρτόν δε σου εις αφθαρσίαν μετεστοιχείωσας» (στ’ ωδή)
•Αγαπητός ο τάφος, αφού είναι ε υ ε ρ γ έ τ η ς  ο θάνατος. Για να μην υπήρχε θάνατος, ένα από τα δύο έπρεπε να συμβαίνη: Ή να ζούσε ο άνθρωπος για πάντα στον παράδεισο της Εδέμ, ή να ζούσε για πάντα το κακό.
Ο θάνατος μπήκε ως αναγκαία διαδικασία στην πορεία της ζω­ής μας, για να μην είναι το κακό αθάνατο.
Ο θάνατος είναι το τέλος των δεινών, η αρχή της αληθινής χα­ράς.
Ο θάνατος του Χριστού συνέβη, για να μη γίνη το κακό, το με­γαλύτερο κακό. Για να μη γίνη ο  θ ά ν α τ ο ς,  α θ ά ν α τ ο ς.
Η αγάπη του γιατρού φαίνεται στην προσπάθειά του να ζήση ο άνθρωπος. Η αγάπη του Χριστού φάνηκε απείρως σημαντικώτερη.
•Ο  Σ τ α υ ρ ό ς  Του είναι ο θάνατος του θανάτου.
•Οι  Π λ η γ έ ς Του, οι πηγές της χαράς μας.
•Ο  Τ ά φ ο ς  Του, η πηγή της αθανασίας μας.
•Η  Α ν ά σ τ α σ ί ς  Του, ο πρόδρομος της δικής μας ανα­στάσεως.



Αρχιμανδρίτης Δανιήλ Γ. Αεράκης

Διήγησις από το Γεροντικό: Ένας δαίμων ερώτά εάν τον δέχεται πίσω ο Θεός!


Κάποιος Γέρων ασκητής μέγας και διορατικός είχε φθάσει εις μέτρα ασκησεως υπερανω των δαιμονικών πειρασμών, των οποίων την επηρεια ευθαρσώς κατεφρόνει.
Είχαν ανοίξει με την χάριν του Θεού της ψυχής του τα μάτια και έβλεπε οφθαλμοφανώς Αγγέλους και δαίμονας, πως ο καθένας από την ιδικήν του παράταξιν αγωνιζόμενος επηρεαζει των ανθρώπων τον βίον.
 

Τόσον μέγας ήταν ο Γέρων αυτός εις το να περιφρονή και να περιπαίζη εμφανώς τα ακάθαρτα πνεύματα, ώστε πολλές φορές τους εμέμφετο και τους έθλιβε, υπενθυμίζων εις αυτούς και την έκπτωσίν των από τον ουρανόν και του αιωνίου πυρός την κόλασιν, η οποία ως υποδίκους τους αναμενει.
Οι δαίμονες, ένας με τον άλλον, κοινολογωντας την προκοπήν και τα κατορθώματα του θεοφόρου αυτού Γέροντος, κατέλιξαν εις την γνώμην να μην τον πλησιάση κανείς πλέον από μέρους των εις το εξής μήτε να τολμήση να παλαίση μαζί του μήπως και πληγωθή από αυτόν, διότι με την χάριν του Αγίου Πνεύματος έφθασε εις μέτρα τελειώσεως υπερβαίνοντα την κοινήν ανθρωπίνην φύσιν.
Εδώ περίπου ευρίσκοντο πνευματικώς, εν σχέσει με τον μέγαν Γέροντα τα πράγματα, όταν μίαν ημέραν ένας των δαιμόνων λέγει εις ένα άλλον συνταλαίπωρον όμοιον του, Ζερέφερ το όνομα -εάν έχουν οι ακατονόμαστοι όνομα.
-Ζερεφερ· του λέγει, έχω ένα λογισμόν· Άραγε, εάν κάποιος από ημάς τους δαίμονας ήθελε μεταμεληθή – αλλάξη γνώμην, τον δέχεται άραγε εις μετάνοιαν ο Θεός;
Τι λέγεις; ναί η όχι; Καί ποιός ενδεχομένως θα ημπορούσε να το γνωρίζη αυτό;
Περίεργον απίθανον το ερώτημα.
Τού αποκρίνεται ο Ζερέφερ·
-Θέλεις, του λέγει· να υπάγω εις τον μέγαν Γέροντα που μας περιφρονεί και μας περιπαίει να τον πειράξω με το ερώτημα αυτό, να λάβωμε απάντησι;
Τού λέγει ο πρώτος·
-Πήγαινε, αλλά πρόσεχε καλά, διότι ο Γέροντας είναι ανεβασμένος πνευματικα, είναι διορατικός και θα γνωρίση τον δόλον· και δεν θα πεισθή να ερωτήση περί του ζητήματος αυτού τον Θεόν. Όμως πήγαινε· και η επιτυγχάνεις τον σκοπόν σου, η δοκιμάζεις και φεύγεις.
Επήγε λοιπόν προς τον μέγαν Γέροντα ο Ζερέφερ, σχηματίζοντας τον εαυτόν του ως άνθρωπον παναμαρτωλόν, θρηνούντα και οδυρόμενον την απωλειάν του. Ο δε Θεός, θέλων να δείξη ότι ουδένα μετανοημένον αποστρέφεται, αλλά δέχεται τους πάντας, εάν ειλικρινώς εις Αυτόν επιστρέφουν, δεν εφανέρωσε εις τον Γέροντα τα σχετικά με την περιπτωσιν αυτήν της πανουργίας του δαίμονος, αλλ’ ως άνθρωπον ο Γέρων έβλεπε τον πονηρόν και τίποτε περισσότερον.
Θρηνεί λοιπόν γοερώς ο απατεων.
Καί τον ερωτά ο Γέρων·
-Τι έχεις, άνθρωπε, και κλαίεις και ολοφυρεσαι τόσον από καρδίας, συντρίβων με τον οδυρμόν σου και την ιδικήν μου καρδίαν;
Αποκρίνεται ο δαίμων·
-Εγώ, Πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά διάβολος πονηρός, καθώς συμπεραίνω εκ του απείρου πλήθους των ανομιών μου.
Τού λέγει ο Γέρων·
-Καί τι θέλεις από εμέ να σού κάμω;
Διότι ενόμισεν ο Πατήρ ότι από πολλής ταπεινώσεως απεκάλει ο οδυρόμενος τον εαυτόν του δαίμονα· ο δε Θεός, προς το παρόν, δεν αποκαλύπτει το γινόμενον.
Λέγει ο δαίμων·
-Τίποτε άλλο δεν παρακαλώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να δεηθής από καρδίας προς Κύριον τον Θεόν σου να σού φανερωση, εαν δέχεται τον διάβολον εις μετανοιαν· διότι, εάν εκείνον εις μετάνοιαν δεχθή, δέχεται και εμένα, ο οποίος εις τίποτε δεν διαφέρω από εκείνον.
-Καλά, του λέγει ο Γέρων, όπως θέλεις θα κάμω· Τώρα πήγαινε στο καλό σου, και αύριον έλα πάλι εδώ να σού αναγγείλω το θέλημα του Θεού.
Έφυγε ο δαίμων. Καί την νύκτα εκείνην απλωνει καρδίαν και χείρας εις ικεσίαν ο όσιος Γέρων, παρακαλών τον Πανάγαθον να του φανερώση, εάν άραγε δέχεται τον διάβολον επιστρέφοντα εις μετάνοιαν.
Αμέσως τότε του εμφανίζεται Άγγελος παρά Κυρίου εξαστράπτων και λέγων·
-Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου!
-Διατί παρεκάλεσες υπέρ δαίμονος την εξουσίαν μου;
Καί τι ήλθε αυτός ζητών, εκπειράζων σε με δόλον;
Ο Γέρων έμεινε εκστατικός προς τον Άγγελον.
-Καί πως, λέγει, ο Κύριος δεν μου απεκάλυψε το ενεργούμενον, αλλά μου το απέκρυψε να μην το εννοήσω;
Καθησυχάζων αυτόν ο Άγγελος του λέγει·
-Μη ταραχθής δι’ αυτό όπου έγινε. Διότι κάποιαν θαυμαστην οικονομίαν μετέρχεται ο Θεός εις ωφέλειαν των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζωνται. Διότι κανένα εκ των προσερχομένων εις αυτόν εν μετανοία δεν αποστρέφεται ο πανυπεράγαθος Κύριος· καν και ο ίδιος ο Σατανάς και Διάβολος ήθελε δεόντως προσέλθει· ώστε με την δοκιμήν αυτήν να γίνη φανερά η εξ αυτών των ιδίων δαιμόνων προερχομενη σκληρότης και θανάσιμος αυτών απόγνωσις. Όταν λοιπόν έλθη αύριον ο πειραζων προς σε, μην τον αποπάρης εξ αρχής, αλλ’ είπέ του τα εξής·
-Διά να γνωρίζης ότι είναι φιλάνθρωπος ο Θεός και δεν αποστρέφεται κανένα εξ εκείνων οι οποίοι επιστρέφουν εις Αυτόν εν μετανοία, καθ’οιονδηποτε τρόπον και αν είχαν προηγουμένως αμαρτησει, μου υπεσχέθη ότι και εσένα θα δεχθή· αλλά εάν τηρήσης εκείνα τα οποία δι’ εμού σε προσταζει.
Όταν εδώ φθάσουν τα πράγματα, και σε ερωτήσει·
-Καί ποία άραγε είναι αυτά που μου δίνεις εντολήν να τηρησω;
Τότε να του ειπής τα εξής:
-Τάδε λεγει Κυριος·
Εγώ Κύριος ο Θεός σε γνωρίζω ποίος είσαι και από που έχεις έλθει πειράζων. Συ είσαι αρχαίον κακόν. Καί συνήθισες να πορεύεσαι κατά την βέβηλόν σου υπερηφανειαν. Καί πως θα ημπορέσης να αφιερώσης τον εαυτόν σου εις αληθινήν μετάνοιαν;
Όμως, διά να μην έχης πρόφασιν απολογίας τις δικαιολογίες αυτές κατά την ημέραν της κρίσεως, ότι δήθεν ηθέλησα να μετανοήσω και ο Θεός δεν με εδέχθη, πρόσεχε εις αυτά που σού λέγω, πως οφείλεις να ενεργήσης τον τρόπον της σωτηρίας σου.
Αυτή είναι η εντολή του Κυρίου των Δυνάμεων·
-Θα μείνης επί τρία έτη εις ένα τόπον ακίνητος. Στραμμενος κατά ανατολας. Νύκτα και ημέρα θα ικετεύης: «Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν». Συ θα το λέγης αυτό εκατό φορές. Με φωνή δυνατή.
Καί πάλιν εκατο φορές: «Ο Θεός, ελέησόν με το βδέλυγμα της ερημώσεως».
Καί πάλιν άλλες εκατό φορές: «Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην»!
Αυτα να κραζης προς τον Κύριον επί τρία έτη διαδοχικώς και αδιαλείπτως, την μίαν εκατονταδα μετά την άλλην. Καί εαν τα κάνης αυτά καθώς πρέπει με την ταπεινοφροσύνην που αρμόζει, θα συναριθμηθής με τους Αγγέλους Θεού του Παντοκράτορος.
Αυτά να του ειπής, λέγει ο Άγγελος, εις τον Γέροντα. Εαν λοιπόν συμφωνηση να τα κάμη, δέξου αυτόν εις μετανοιαν.
Αλλά γνωρίζω, λέγει Κύριος, ότι αρχαίον κακόν νέον καλόν δεν γίνεται. Καί όσα ακολουθήσουν σημείωσέ τα διά τις έσχατες ημερες, να μην έρχωνται οι άνθρωποι εις απελπισίαν και απόγνωσιν, εφόσον από καρδίας θελήσουν να μετανοησουν. Διότι πάρα πολύ θα ωφεληθούν από την διηγησιν αυτήν οι βαρέως αμαρτήσαντες, πληροφορούμενοι για το άπειρον έλεος του Θεού, ώστε να μη απελπίζωνται εις την προσπαθειαν της μετανοίας διά την σωτηρίαν των.
Αυτα είπεν ο Άγγελος και ανέβη εις τους ουρανούς.
Την επομένην ενωρίς το πρωί εμφανίζεται πάλιν κλαίων ως άνθρωπος από μακροθεν ο δαίμων, και ερχόμενος προς τον Γέροντα.
Ο Γέρων κατ’ αρχας δεν εθεάτρισε την απατην του προσερχομένου· μόνον έλεγε από μέσα του εις τον λογισμόν του: -Κακώς ήλθες, αρχαίον κακόν, κλέπτη διάβολε, σκορπιέ με το δηλητηριο, αποστάτα της θείας δόξης, ανταρτη κακότροπε, κακοσήμαντε, παραχαραγμενε, παραμορφωμένε.
Καί όταν επλησίασε, του λέγει·
-Να γνωρίσης ότι παρεκαλεσα τον Θεόν, καθώς σού υπεσχέθην, και σε δέχεται εις μετάνοιαν, εάν όμως κάμης έργον αυτά που σού παραγγέλει δι’ εμού ο κραταιός των Δυνάμεων Κύριος.
Λέγει ο δαίμων· -Καί ποία είναι αυτά που Αυτός μου ώρισε να κάμω;
Καί ο Γέρων είπε·
-Προστάζει ο Θεός να σταθής εις ένα τόπον ακίνητος επί τρία έτη βλέπων κατά ανατολας και κραζων ημέρα και νύχτα αδιαλείπτως ανά εκατό φορές: «Ο Θεός ελεησον με το αρχαίον κακόν»· και πάλιν εκατό φορές· «Ο Θεός, ελεησόν με το βδελυγμα της ερημωσεως»· και πάλιν εκατό φορές· «Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμενην απατην». Συνεχώς επαναλαμβανομενα αυτά ανά εκατό, το ένα μετά το άλλο, επί τρία έτη. Όταν τα κάμης αυτά καθώς πρέπει, θα δεχθή την μετάνοιάν σου και θα συναριθμηθής καθώς ήσουν εξ αρχής με τους Αγγέλους Αυτού.
Καθώς ήκουσεν αυτά ο Ζερέφερ αστραπιαίως απεβαλε το επίπλαστον του θρηνου προσωπείον του· έκαμε ένα δαιμονιώδη απαίσιον καγχασμόν εις τον αέρα, και είπε εις τον Γέροντα·
-Ω σαπρόγηρε, ελεεινέ και άθλιε, τρισάθλιε γέρον! Εάν εγώ ήθελα να αποκαλέσω τον εαυτόν μου βδέλυγμα και αρχαίον κακόν και εσκοτισμένην απατην και εζοφωμένον και ανωφέλητον, από εύθυς εξ αρχής θα είχα διαλέξει να το κάνω αυτό και θα εσωζόμουν αμέσως, από τότε.
Τώρα εγώ να αποκαλέσω τον εαυτόν μου βδέλυγμα και απάτην και εζοκρωμένον και ανωφέλητον; Όχι, Γέρον! Όχι! Όχι!
Τώρα ιδίως που δεσπόζω όλων των αμαρτωλών, να γίνω διά της μετανοιας εγώ ένα τίποτε, ένα παίγνιον, ένα ξεπεσμένο άβουλο ον; ένας δούλος ταπεινός, ελεεινός, ευτελης και αχρείος; Όχι, Γέρον! Όχι! Όχι! Ποτέ! ποτέ!
Αυτα είπε το ακαθαρτον πνεύμα και με ένα αλλόκοτον συριγμόν και αλαλαγμόν, έγινε άφαντον από προσώπου του Γέροντος.
Ο δε Γέρων, καθώς είδε και άκουσε αυτά εσύναξε τον εαυτόν του εις προσευχην, ευχαριστών τω Θεώ από εμπειρίας και λέγων·
-Αληθώς είπας, Κύριε, ότι αρχαίον κακόν νέον αγαθόν δεν γίνεται!
Ως επίλογος
Αυτά, αγαπητοί δεν τα κοινολογώ απλώς και ως έτυχε, αλλά για να γνωρίσετε του Δεσπότου το πολύ και ανεκδιήγητον έλεος και την άπειρον Αυτού αγαθότητα. Διότι, εάν και τον διαβολον δέχεται μετανοούντα, πολύ περισσότερον τους ανθρώπους, υπέρ των οποίων το αίμα Του έχυσε, θα δεχθή επιστρέφοντας, εάν τον ικετεύσουν από καρδίας εν μετανοία με εξομολόγησιν και διόρθωσιν βίου, καθώς ορίζει η Αγία μας Ορθόδοξος του Χριστού Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Μεγάλη Παρασκευή - Τα άγια πάθη του Κυρίου

Μεγάλη Παρασκευή - Τα άγια πάθη του Κυρίου



Την Παρασκευή, στέλνεται ο Ιησούς δέσμιος από τον Καϊάφα στον τότε ηγεμόνα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο.

Αυτός, αφού Τον ανέκρινε με πολλούς τρόπους και αφού ομολόγησε δυο φορές ότι ο Ιησούς είναι αθώος, έπειτα, για να ευχαριστηθούν οι Ιουδαίοι, τον καταδικάζει σε θάνατο• και αφού τον μαστίγωσε σαν δραπέτη δούλο τον Δεσπότη των όλων, Τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.

Από ’κει και πέρα ο Ιησούς, αφού παραδόθηκε στους στρατιώτες, γυμνώνεται, φοράει κόκκινη χλαμύδα, στεφανώνεται με ακάνθινο στεφάνι, κρατάει κάλαμο σα σκήπτρο, προσκυνείται χλευαστικά, φτύνεται και χτυπιέται στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Μετά, φορώντας πάλι τα ρούχα του και βαστάζοντας το Σταυρό, πηγαίνει προς τον Γολγοθά, τον τόπο της καταδίκης και εκεί, γύρω στην Τρίτη ώρα της ημέρας, σταυρώνεται μεταξύ δυο ληστών, βλασφημείται από αυτούς που είχαν πάει στον Γολγοθά μαζί του, μυκτηρίζεται από τους αρχιερείς, ποτίζεται από τους στρατιώτες με ξύδι ανακατεμένο με χολή.

Γύρω στην ενάτη ώρα, αφού βγάζει πρώτα φωνή μεγάλη, και λέει: «Τετέλεσται», εκπνέει «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», την ώρα κατά την οποία σφάζονταν, σύμφωνα με τον νόμο, ο πασχαλινός αμνός, ο οποίος καθιερώθηκε ως έθιμο στους Ιουδαίους, προτυπώνοντας τον Εσταυρωμένο Χριστό, πρίν από 1043 χρόνια.
Το δεσποτικό αυτό θάνατο και η άψυχη κτίση, πενθώντας, τον τρέμει και αλλοιώνεται από το φόβο αλλά ο Δημιουργός της κτίσεως ακόμα και όταν είναι νεκρός, λογχίζεται την ακήρατη πλευρά Του και ρέει απ’ αυτή αίμα και νερό. Τέλος, κατά τη δύση του ηλίου, έρχεται ο Ιωσήφ από Αριμαθείας και ο Νικόδημος μαζί με αυτόν, και οι δυο κρυφοί μαθητές του Ιησού, αποκαθηλώνουν από το Σταυρό το πανάγιο του διδασκάλου σώμα, το αρωματίζουν, το τυλίγουν με καθαρό σεντόνι και αφού το έθαψαν σε καινούργιο τάφο, κυλούν στο στόμιο του μεγάλο λίθο.
Αυτά τα φρικτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επιτελούμε σήμερα και εις ανάμνηση αυτών παραλάβαμε από αποστολική διαταγή, τη νηστεία της Παρασκευής.
Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. δ'.
Ότε οι ένδοξοι Μαθηταί, εν τω νιπτήρι του Δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής, φιλαργυρίαν νοσήσας εσκοτίζετο, και ανόμοις κριταίς, σε τον δίκαιον Κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων εραστά, τον διά ταύτα αγχόνη χρησάμενον, φεύγε ακόρεστον ψυχήν την Διδασκάλω τοιαύτα τολμήσασαν. Ο περί πάντας αγαθός, Κύριε δόξα σοι.

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2014

Δός μοι τούτον τον Ξένον….(Aπόσπασμα από λόγο του Αγίου Επιφανίου)

 
 

Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας
και το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν
τω του Σωτήρος θανάτω, ο Ιωσήφ θεασάμενος
προσήλθε των Πιλάτω και καθικετεύει λέγων:
“Δος μοι τούτον τον ξένον,
Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.

Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον η μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα:
Ω Υιέ και Θεέ μου, ει και τα σπλάχνα τριτρώσκομαι
και καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα
αλλά τη ση αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω”.
Και τούτοις τοις λόγοις δυσωπών τον Πιλάτον
ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα,
ο και φόβω εν σινδόνι ενειλήσας και σμύρνη,
κατέθετο εν τάφω τον παρέχοντα πάσι.

——————————————————————–

 -Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο, και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Παρουσιάστηκε ένας θνητός μπροστά σε έναν θνητό ζητώντας να λάβει τον Θεό. Ζήτα τον Θεό των θνητών. Ο πηλός μπροστά στον πηλό, ζητά να λάβει τον πλάστη των όλων. Το χορτάρι, ζήτα από το χορτάρι την ουράνια φωτιά. Η τιποτένια σταγόνα, παίρνει από την τιποτένια σταγόνα τον απύθμενο ωκεανό. Ποιος είδε, ποιος ποτέ άκουσε αυτό το απίστευτο; Ένας άνθρωπος να χαρίζει σε άλλον άνθρωπο τον δημιουργό των ανθρώπων. Ένας άνομος άρχοντας σ’ έναν άνθρωπο του νόμου υπόσχεται να χαρίσει τον νομοθέτη. Ένας άκριτος κριτής τον Κριτή των κριτών επιτρέπει να τον θάψουν ως κατάδικο.

Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη υπόσταση του Κυρίου.
Αληθινά πλούσιος, αφού έλαβε από τον Πιλάτο τη διπλή ουσία του Χριστού.
Πλούσιος διότι αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη.
Πραγματικά πλούσιος γιατί κράτησε το βαλάντιο που ήταν γεμάτο με τον θησαυρό της θεότητος.
Πώς να μην είναι πλούσιος αυτός που απέκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε για δώρο Αυτόν που τρέφει και είναι Δεσπότης όλων; Όταν βράδιασε. Επομένως είχε δύσει πια στον Άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ από την Αριμαθαία που κρυβόταν γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους.
………………………………………………………………………………..

Αλλά τι του λέει; Ένα τιποτένιο αίτημα, και για όλους μικρό, άρχοντα μου ήλθα να σου ζητήσω. Ένα πολύ μικρό αίτημα. Το εξής:
Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού που κρέμεται —στον Σταυρό— γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιου του ξυλουργού, του Ιησού του δέσμιου, που έμενε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου, και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τι σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου;
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος -πραγματικά- ξένος.
Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο — της ζωής Του— αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα. Δος μου αυτόν τον ξένο Ναζωραίο του Οποίου τη γέννηση και τον τρόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν που με τη θέληση Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε στη φάτνη.
Δος μου αυτόν τον ξένο που απ’ αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος από τον Ηρώδη.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα Του ακόμη ξενητεύθηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα Αυτός είναι ξένος.
Δος μου, άρχοντα μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο —του Σταυρού— να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεως μου.
Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντα μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντα μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο -του Σταυρού—.
Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Του συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου —Πατέρα—, Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος….

Η σταύρωση του Κυρίου,η αποκαθήλωση και περιφορά του Επιταφίου

Την Μεγάλη Παρασκευή οι χριστιανοί όλου του κόσμου, ζουν την κορύφωση του Θείου Δράματος. Είναι η ημέρα των Παθών του Ιησού. Αφιερωμένη από την Εκκλησία μας στις τελευταίες ώρες πριν την Σταύρωση, μας υπενθυμίζει τα παρακάτω γεγονότα:
Ο Χριστός, μετά την σύλληψη του στο Όρος των Ελαιών, δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους Αρχιερείς. Η δίκη ήταν βέβαια τυπική αφού η ετυμηγορία είχε αποφασιστεί πριν καν συλληφθεί. Οι Αρχιερείς ήθελαν τον θάνατο Του.
Επειδή όμως δεν είχαν την νόμιμη εξουσία, έπρεπε η καταδικαστική απόφαση να απαγγελθεί από τον Ρωμαίο διοικητή. Τα χρόνια εκείνα διοικητής στην Ιερουσαλήμ ήταν ο Πιλάτος. Σε αυτόν σύρθηκε ο Ιησούς, ενώ το πλήθος, μετά από παρότρυνση των Αρχιερέων, φωνάζοντας, ζητούσε την Σταύρωση Του. Υπήρχε το έθιμο, την ημέρα του Εβραϊκού Πάσχα, οι Ρωμαίοι να απελευθερώνουν έναν κατάδικο Εβραίο. Ο Πιλάτος θέλοντας να μην έχει την ευθύνη της σταύρωσης του Χριστού, ζήτησε από το πλήθος να διαλέξει ανάμεσα στον Θεάνθρωπο και στον Βαραβά, ένα
στασιαστή και φονιά, ποιος θα ήταν αυτός που θα απελευθερωνόταν. Το πλήθος, δια βοής, επέλεξε να αφεθεί ελεύθερος ο Βαραβάς. Αμέσως μετά, και με την εντολή πλέον του Πιλάτου, ο Χριστός οδηγείται στην εσωτερική αυλή του Πραιτωρίου (του διοικητηρίου δηλαδή των Ρωμαίων). Εκεί οι στρατιώτες του φορούν μια πορφύρα και ένα αγκάθινο στεφάνι. Χλευαστικά αποκαλώντας τον «Βασιλιά των Ιουδαίων», τον χτυπούν και τον φτύνουν. Η ώρα της Σταύρωσης έχει πλησιάσει.
Φορτωμένος ο Ιησούς με τον Σταυρό στον οποίο θα σταυρωθεί, οδηγείται προς τον λόφο του Γολγοθά. Στο δρόμο δεν αντέχει το βάρος του Σταυρού και πέφτει. Οι Ρωμαίοι επιβάλουν στον Σίμωνα τον Κυρηναίο, που διερχόταν από εκείνο το σημείο, να μεταφέρει αυτός τον Σταυρό του Μαρτυρίου. Τελικά στις 9 η ώρα το πρωί, ο Ιησούς σταυρώνεται. Το μαρτύριο του Χριστού κράτησε έξι ώρες. Στις 3 η ώρα το απόγευμα παρέδωσε το πνεύμα Του, αφού προηγουμένως είχε συγχωρήσει όσους ευθύνονταν για τον θάνατο Του. Επειδή όμως το Σάββατο απαγορεύονταν οι κηδείες, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, κρυφός μαθητής του Χριστού, ζήτησε
από τον Πιλάτο να πάρει το σώμα Του και να το ενταφιάσει. Η άδεια αυτή του δόθηκε και έτσι τυλίγοντας το σώμα του Χριστού σε ένα σεντόνι, τον ενταφίασε σε ένα μνήμα λαξευμένο σε βράχο. Το άνοιγμα του μνήματος, κλείστηκε με μια μεγάλη πέτρα. Η τελετή της Αποκαθήλωσης, γίνεται στις εκκλησίες μας, το μεσημέρι της μεγάλης Παρασκευής. Ενώ το βράδυ της ίδιας ημέρας τελείται η περιφορά του Επιταφίου. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν πένθιμα όλη την διάρκεια της ημέρας.
Η νηστεία της ημέρας είναι αυστηρότατη και απαγορεύει ακόμα και το λάδι. Πολλοί πιστοί συνηθίζουν να πίνουν την Μεγάλη Παρασκευή λίγο ξύδι, εις ανάμνηση αυτού που έδωσαν στον Ιησού, όταν ζήτησε νερό τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής Του. Το έθιμο απαγορεύει κάθε εργασία την ημέρα αυτή. Σε πολλές περιοχές φτιάχνουν ένα ομοίωμα του Ιούδα, και μετά την περιφορά του Επιταφίου το παραδίδουν στην φωτιά. Τα λουλούδια του επιταφίου, μοιράζονται στους πιστούς, οι οποίοι τα φυλούν μαζί με τις εικόνες στα σπίτια τους. Τέλος, την ημέρα αυτή συνηθίζεται οι πιστοί να επισκέπτονται τους τάφους των νεκρών συγγενών και φίλων.

Δος μοι τούτον τον ξένον του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σύρου κ.κ. Δωροθέου


Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν αναγάγει τον ξένο σε πρόσωπο ιερό και σεβαστό. Από τα Ομηρικά έπη έχουμε μαρτυρίες της στάσεως, που τηρούσαν οι ειδωλολάτρες πρόγονοί μας έναντι των ξένων, τους οποίους προστάτευε ο Ξένιος Δίας και προς τους οποίους έπρεπε να τηρήσουν ένα συγκεκριμένο τυπικό φιλοξενίας, με την σκέψη ότι μπορεί ο ξένος να είναι κάποιος ενανθρωπίσας θεός...
Αλλά όταν ενανθρώπισε ο αληθινός Θεός, αντιμετωπίστηκε όχι από αλλοεθνείς, αλλά από τους συμπατριώτες του, όχι από ειδωλολάτρες, αλλά από τον εκλεκτό και περιούσιο λαό του Θεού, ως ξένος!
Αυτή ακριβώς η λέξη, αυτός ο χαρακτηρισμός, αποτελεί σταθερό μοτίβο στη Χριστιανική Γραμματεία και Υμνολογία, καθώς εμπερικλείει όλο το μυστήριο της ανθρώπινης τραγωδίας, την κάθαρση της οποίας επέφερε ο επί Σταυρού κρεμασθείς Θεός.
Ο Ιησούς Χριστός, ο μέγας Αναμενόμενος, ήρθε στον κόσμο ως οικείος αλλά αντιμετωπίστηκε ως ξένος από τα ίδια τα δημιουργηματά Του, τα οποία, κατά μιά τραγική ειρωνεια σέβονταν τον κάθε ξένο!
Ακόμα και την ύστατη στιγμή του θανάτου Του, ήπιε μέχρι ρανίδος το πικρό ποτήρι της μοναξιάς και της αποξένωσης.
Μόνος στάθηκε απέναντι στον Πιλάτο, μόνος ήταν στους εξευτελισμούς και τα ραπίσματα, μόνος στο δρόμο προς το Γολγοθά, μόνος πάνω στο Σταυρό, μόνος στην αποκαθήλωση και την Ταφή!
Συγκλονιστικά λόγια του Ιωσήφ προς τον Πιλάτο, όπως τα εκφράζει η Υμνολογία της Εκκλησίας: “Δωσ' μου αυτόν τον ξένο που ακόμη και μωρό όταν ήταν, ξένος θερωρούνταν... Δος μου αυτόν τον ξενο, σε τάφο να τον κρύψω, γιατί σαν ξένος δεν έχει το κεφάλι πού να γύρει ”!
Οι άνθρωποι αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν τον Ιησού σαν ξένο και παραμένει για πολλούς ο Μεγάλος Ξένος! «Εν τω κόσμω ην ...και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» αναφωνεί με πικρό παράπονο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης!
Όχι γιατί ο Θεός και Δημιουργός του παντός είναι ξένος προς τα ανθρώπινα και τον άνθρωπο, αλλά γιατί ο άνθρωπος είναι και αισθάνεται ξένος προς το Θεό!
Τόσο ξένος, που δεν Τον δέχεται και δεν Τον αναγνωρίζει, ακόμα και όταν θαυματοποιεί, όταν συγχωρεί, όταν ευεργετεί, όταν εκ νεκρών ανίσταται!
Αυτή η αποξένωση του ανθρώπου από το Θεό, σε συνδιασμό με την αγάπη και τη μέριμνα του Θεού προς αυτόν σηματοδοτεί το μέγεθος της αποτυχίας του ανθρώπου να παραμείνει κοντά στο Θεό-Δημιουργό του, αποκαλύπτει το μέγεθος των συνεπειών του λεγόμενου προπατορικού αμαρτήματος και εκφαίνει την άβυσσο της Θείας Φιλανθρωπίας.
Η απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό είναι η αιτιακή αφετηρία της πάσης μορφής και φύσεως αλλοτρίωσής του, μιας αλλοτρίωσης, που δεν εκφράσθηκε μόνο απέναντι προς το Θεό, αλλά και προς τον εαυτό του, τη φύση και το συνάνθρωπό του.
Ο αλλοτριωμένος από το Θεό άνθρωπος, δεν γνωρίζει, δεν αναζητεί, αλλά και δεν ψηλαφεί το Θεό, και καταφεύγει σε συχνά ανόητα, πρωτόγονα και άλλοτε καταστροφικά υποκατάστατα και ανιστορικά θρησκεύματα, με την ψευδαίσθηση ότι έτσι σβήνει τη δίψα της υπαρξιακής του αγωνίας.
Και αφού “χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται”, αλλά και όλα χάνονται, έχασε πρώτα-πρώτα τον εαυτό του!
Χωρίς σταθερό σημείο αναφοράς, χωρίς το έρεισμα της πίστης, παραδέρνει στην ατομικη και κοινωνική του πραγματικότητα ως “άλλος”...
Ζει την απέραντη ψυχική ερημιά, περιπλανώμενος σε ένα κόσμο στερημένο από αξίες, σκοπό και ιδανικά.
Σε ένα κόσμο, στον οποίο ο άλλος δεν είναι αδελφός, αλλά “η κόλασή του” , σε ένα φυσικό περιβάλλον, που δεν το αισθάνεται σαν σπίτι του, αλλά σαν πηγή πλουτισμού και πεδίο ευρύ εκμετάλλευσης και προσπορισμού κέρδους.
Όλα τα διαχρονικά φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας, όλα τα προβλήματα, που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα δεν είναι τίποτ` άλλο, παρά συνέπειες οδυνηρές της παρακοής...
Στον κόσμο τούτο, ξένος δεν είναι ο Θεός, ξένοι είμαστε εμείς...
Η κοιλάδα αυτη του κλαυθμώνος, ο τόπος αυτός της εξορίας και τη οδύνης δεν είναι ο φυσικός μας χώρος! Δεν πλασθήκαμε γι` αυτόν, αλλά τον επιλέξαμε, όταν αρνηθήκαμε να “συγκατοικούμε” στον Παράδεισο, μαζί με το Θεό!
Και ήταν τόσο ψηλά τα τείχη, που υψώσαμε, τόσο βαθύ το χάσμα που ανοίξαμε, ώστε όχι μόνο δεν θέλαμε, αλλά και δεν μπορούσαμε να θέλουμε την επιστροφή προς τον Πατέρα,πρός την όντως ζωή!
Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου, σε λόγο του προς τη θεόσωμη ταφή του Κυρίου, παρουσιάζει τον Ιωσήφ να λέει προς τόν Πιλάτο τα εξής αποκαλυπτικά: “Δος μοι τούτον τον ξένον• εκ μακράς γαρ ήλθε της χώρας ώδε, ίνα σώση τον ξένον”.
O Ξένος ήρθε από μακριά για να σώσει τον ξένο...
Άπλωσε τα χέρια Του στο Σταυρό για να μας αγκαλιάσει όλους!
Άνοιξε τις ματωμένες παλάμες Του και ένωσε “τα το πριν διεστώτα”, τον άνθρωπο με το Θεό!
Και περιμένει, αιώνες τώρα, την προσωπική μας απάντηση στην πρόσκλησή Του, μια απάντηση, που θα ακυρώσει την επιλογή των Πρωτοπλάστων να γίνουν θεοί χωρίς Θεό!
† Ο ΣΥΡΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΣ Β'
Πηγή

«Τὸν Λῃστὴν αὐθημερόν, τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας Κύριε, κᾀμὲ τῷξύλῳ τοῦ Σταυροῦ, φώτισον καὶ σῶσόν με»

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ,
 τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν,
τοὺς ἐμπτυσμούς,
 τὰ ῥαπίσματα,
τὰ κολαφίσματα,
τὰς ὕβρεις,
τοὺς γέλωτας,
τὴν πορφυρᾶν χλαίναν,
τὸν κάλαμον,
τὸν σπόγγον,
τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους,
 τὴν λόγχην,
καὶ πρὸ πάντων,
τὸν σταυρόν,
καὶ τὸν θάνατον,
ἃ δι' ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο,
 ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν. 

Τῇ ὑπερφυεῖ καὶ περὶ ἡμᾶς παναπείρῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
πηγή

«Ἥπλωσας τάς παλάμας καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα» Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευσταθίου

εσταυρωμένος

Ἐάν ρωτήσουμε ἕνα μικρό παιδάκι, πού δέ γνωρίζει ἀκόμη πολλά πράγματα, ἀλλά πού ὀσφραίνεται τήν ἀγάπη τῶν μεγαλύ­τερων ἀνθρώπων πού εἶναι κοντά του- καί μάλιστα τοῦ στοργικοῦ πατέρα καί τῆς ἀναντικατάστατης μητέρας του- πόσο τούς ἀγαπάει, τότε αὐτό ἁπλώνει καί τά δύο χεράκια του καί μέ τά λίγα λόγια πού γνωρίζει ἀπαντᾶ: «τόοοσο!».
Τά πανάγια χέρια τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἁπλωμένα ἐπάνω στό Σταυρό. Εἶναι τρυπημένα μέ τά φαρμα­κερά καρφιά καί γεμάτα αἵματα. Στάζουν κυριολε­κτικά μιά-μιά σταγόνα τό πανάχραντο αἷμα του, γιά νά ξεπλύνουν τά δικά μας ἀνομήματα, γιά νά γιατρέψουν τίς δικές μας πληγές, γιά νά θρέψουν τή δική μας ψυχή καί γιά νά ἐπιβεβαιώσουν μέ αὐτό τόν τρόπο τήν Ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου γιά τόν ἄνθρωπο.
Ὅταν, μετά τή θριαμβευτική Ἀνάστασή Του τήν ἴδια ἡμέρα τό ἀπόγευμα, ἔκανε τήν ἐμφάνισή του στούς φοβισμένους καί κλεισμένους στό ὑπερῶο μαθητές του, γιά νά βεβαιωθοῦν ἐκεῖνοι, ὅτι δέν ἦταν ἄλλος, οὔτε φάντασμα «ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας». Καί  ἐκεῖνοι,   βλέποντας  τά  πληγωμένα χέρια Του, τόν ἀναγνώρισαν καί «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον».


Ἔχει πολύ βάθος αὐτή ἡ συνάντηση τοῦ Ἀνα­στημένου Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του. Τόσο με­γάλη εἶναι ἡ σημασία της, ὥστε, γιά νά ἐμπεδωθεῖ ἡ πεποίθησή τους στήν Ἀνάστασή Του καί νά θεριέψει ἡ πίστη τους στή θεότητά Του, ἐπανέλαβε τήν ἐμφάνισή του «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ», παρόντος καί τοῦ ἀπουσιάζοντος ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνισή Του Θωμᾶ. Χρησιμοποιεῖ, μάλι­στα, τόν ἴδιο τρόπο, γιά νά κάνει καί ἐκείνου ὄχι μόνο τή χαρά ἀληθινή ἀλλά καί τήν πίστη πιό στέρεα καί πιό μεγάλη.
«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ, φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου». Ὁ Θωμᾶς, γεμάτος ἔκπληξη καί πλημμυρισμένος ἀπό μιά ἀνείπωτη χαρά, ἀναφωνεῖ: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Μερικοί, μάλιστα, ἑρμηνευτές ἀναφέρουν ὅτι, ὅταν ὁ Θωμᾶς εἶδε τά πληγωμένα χέρια τοῦ Κυρίου καί βέβαια τά πόδια καί τήν πλευρά Του, τίποτε δέν ἄγγιξε, ἀλλά πείσθηκε καί ὁμολόγησε καί τήν ὁμο­λογία αὐτή ἐπαναλάμβανε στό κήρυγμά του σέ κάθε εὐκαιρία καί τελικά τήν ὑπέγραψε μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του.
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τά σημαδεμένα καί πλη­γωμένα ἀπό τά καρφιά χέρια τοῦ Κυρίου ἔγιναν αἰτία νά τόν ἀναγνωρίσουν οἱ μαθητές Του ἀνα­στημένο πλέον, νά τόν πιστεύσουν γιά «Κύριό τους καί Θεό τους» καί νά γίνουν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του, προσφέροντας γι’ αὐτή τήν αὐταπάρνησή τους, τόν κόπο καί τόν ἱδρῶτα τους, μά πρό πάντων τή μαρτυρία τοῦ ὀρθόδοξου λόγου τους, τήν ἐνάρετη βιοτή τους καί τό μαρτυρικό τους αἷμα.
Ἡ κοινωνία μας καί σήμερα, γιά νά πιστέψει καί νά ἐμπιστευθεῖ κάποιον καί γιά νά τόν παραδεχθεῖ, κοιτάζει τά χέρια του, μέ μεταφορική, βεβαίως, ἔννοια, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι:
α) Καθαρά, ὄχι ἐξωτερικά, ἐπιδερμικά, ὅπως ἦταν τοῦ Πιλάτου. Ἐκεῖνος «λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χεῖρας αὐτοῦ λέγων ἀθῶος εἰμί ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου». Ἦταν ὅμως δυνατό νά χαρακτηρισθοῦν τά χέρια του καθαρά, ἀφοῦ μέ τή δική του ὑπογραφή συντελέσθηκε τό μεγαλύτερο ἔγκλημα πάνω στή γῆ; Μπορεῖ νά τό εἶπε, ὅτι εἶναι ἀθῶος, ἀλλά εἶναι ὁ μέγας ἔνοχος, γιατί, ἐνῶ τρεῖς φορές ὁμολογεῖ καί ἀναγνωρίζει τήν ἀθωότητά Του, λέγοντας πρός τούς Ἰουδαίους «ἐγώ οὐδεμίαν κατηγορίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ», ἐν τούτοις «παραδίδει αὐτόν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». Τά χέρια εἶναι καθαρά, ὅταν δέν ἐνέχονται σέ ψευδορκίες, σέ ἁρπαγές, σέ χειροδικίες, σέ λαθροχειρίες, σέ κλεψιές, σέ ἐγκληματικές ἐνέργειες καί σέ ἄλλα ἀνομήματα πού διαπράττονται μ’ αὐτά.
Πόσο, ἀλήθεια, εἶναι ἀξιοπρόσεκτο τό ἐπίγραμμα πού ἦταν χαραγμένο στή βρύση μπροστά στό ναό τῆς ἁγίας Σοφίας στήν Κων/πολη: «Νίψον ἀνομήματα μή μόναν ὄψιν» .
β) Νά εἶναι ἐργατικά. Μέ καύχηση ἐν Κυρίῳ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔδειχνε τά ἐργατικά καί ροζια­σμένα χέρια του στούς ἀνθρώπους καί πρόσθετε διδακτικά «Ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσιν μετ’ ἐμοῦ ἐξέθρεψάν με αἱ χεῖρες αὗται».
Εἶναι ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἡ ἐργασία, ἡ ὁποία καί τήν ὕλη ἀξιοποιεῖ καί τήν ἀρετή προάγει. Παίρνει ὁ ἐπιπλοποιός ἕνα ἄμορφο ξύλο καί, ἀφοῦ μέ προσοχή καί γιά πολλές ὧρες τό σμιλέψει, δημιουργεῖ ἕνα πανέμορφο ἔπιπλο καί στολίζει μέ αὐτό τό σπίτι μας, τό Ναό μας, τό χῶρο τῆς δουλειᾶς μας.
Ταυτόχρονα, βοηθάει τόν ἄνθρωπο στήν καλ­λιέργεια τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τούς πειρασμούς, πού πέφτουν ἐπάνω του τίς στιγμές τῆς ἀργίας καί τῆς ἀπραξίας του. Νά γιατί οἱ πατέρες ἔλεγαν, ὅτι «ὅποιος δέν ἔχει δουλειά τοῦ εὑρίσκει ὁ διάβολος ἀπασχόληση» καί ὁ λαός μας μέ τή σοφία του ἐπιβεβαιώνει, λέγοντας ὅτι «στοῦ τεμπέλη τήν καρδιά φτιάχνει ὁ διάβολος φωλιά», ἐνῶ οἱ πρόγονοί μας ἐπιγραμματικά δίδα­σκαν, ὅτι «ἡ ἀργία ἐστί μήτηρ πάσης κακίας». Ἰδίως γιά τούς νέους ἀνθρώπους ἡ ἀπραγία εἶναι κατάσταση ἐγκληματική, ἀφοῦ σπαταλοῦν τόν πο­λύτιμο χρόνο τους ἀσκόπως τότε πού πρέπει νά βάζουν γερά θεμέλια, γιά τή μετέπειτα ζωή τους. Γιά αὐτό ἕνας παιδαγωγός ἔλεγε σ’ ἕναν πατέρα: «θέλεις νά σώσεις τό παιδί σου; Γέμισέ του δημι­ουργικά τίς ὧρες».
γ) Ἐπίσης τά χέρια μας, γιά νά μᾶς παραδεχθοῦν καί ἀναγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι, πρέπει νά ὑψώ­νονται σέ θέση προσευχῆς συχνά -πυκνά. Οἱ μεγάλοι ἀγωνιστές, ὅσιοι καί ἀσκητές, ὕψωναν τά χέρια τους στήν προσευχή γιά ὧρες πολλές. Τέτοια ἦταν ἡ ἀφοσίωσή τους, ὥστε ἡ ἀκινησία τῶν χεριῶν τους, πού διαρκοῦσε πολλές ὧρες ξεγελοῦσε τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πού ἄρχιζαν νά συγκεν­τρώνουν ὑλικά, γιά νά κάνουν τή φωλιά τους στίς ἀνοιχτές παλάμες τῶν ἀσκητῶν.
Βέβαια δέν εἶναι ὁ μόνος τρόπος προσευχῆς τά ἁπλωμένα χέρια, εἶναι ὅμως δηλωτική ἡ στάση αὐτή τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τόν πλάστη καί Θεό μας, ἀφοῦ κατά τή διάρκειά της παίρνει μέρος ὅλος ὁ ψυχοσωματικός μας κό­σμος.
δ) Ἀκόμη τά χέρια μας πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνο καθαρά ἀπό ἀδικίες, ἀλλά καί στολισμένα μέ τίς ἀγαθοεργίες καί μέ τίς φιλάνθρωπες ἐνέργειές μας, πού ἀποσκοποῦν στή συμπαράσταση τοῦ ἐμπερί-στατου συνανθρώπου μας, πού δέν εἶναι, οὔτε ξένος, οὔτε πολύ περισσότερο ἐχθρός μας, ἀλλά ἀδελφός μας, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε ἑνός πατέρα παι­διά.
Εἶναι εὐλογημένα καί ἁγιασμένα τά χέρια πού μεταβάλλουν τά ψυχρά χρήματα σέ ζεστό φαγητό, σέ μανδήλι γιά τά δάκρυα τῶν πονεμένων, σέ φάρ­μακο γιά τήν ἀρρώστια τοῦ δοκιμαζομένου, γιά ψωμί τοῦ πεινασμένου, γιά στέγη τοῦ ἀστέγου καί γιά βακτηρία τοῦ γέροντα.
Αὐτά τά χέρια θεωροῦνται τά πιό ὄμορφα καί τά πιό ὡραῖα καί μακάρι νά τά ἀγαπήσουμε, νά τά ἀσπασθοῦμε καί νά τά κάνουμε δικά μας.
Κάποτε στό σπίτι μιᾶς ἀρχόντισσας συγκεντρώ­θηκαν γυναῖκες, γιά νά περάσουν ἕνα ὄμορφο ἀπόγευμα, πίνοντας καφέ καί συζητώντας. Σέ κά­ποια στιγμή μιά ἀπό αὐτές εἶχε τή «φαεινή» ἰδέα νά κάνουν ἕνα «διαγωνισμό», γιά νά ἀποδειχθεῖ ποιᾶς τά χέρια θά ἦταν τά πιό ὡραῖα. Ἐπειδή ἡ καθεμία θεωροῦσε τά δικά της, ὡς τά καλύτερα καί δέν κατέληγαν σέ συμπέρασμα, ἀποφάσισαν νά ἐρωτήσουν τό γέροντα πατέρα τῆς κυρίας πού φιλοξενοῦσε τήν παρέα. Ἐκεῖνος, πεπειραμένος καί σοφός, τούς εἶπε: «Δῶστε μου προθεσμία νά βγῶ στίς φτωχογειτονιές καί νά ρωτήσω τούς φτω­χούς, τούς μοναχικούς, τούς πονεμένους, τούς πο­λύτεκνους καί τότε θά σᾶς πῶ ποιᾶς τά χέρια εἶναι ὀμορφότερα».
Μακάρι νά παύσουμε νά βλέπουμε ἀκίνητο τόν Κύριό μας στό Σταυρό. Μακάρι νά θελήσουμε νά βλέπουμε καί τούς ἁγίους μας νά κινοῦνται καί νά μήν εἶναι ἀκίνητοι καί κρεμασμένοι στόν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ μας.
Εἶναι ἀνάγκη νά βλέπουμε μέ τά μάτια τοῦ Χρι­στοῦ μας, νά ἀκοῦμε μέ τά αὐτιά του, νά μιλᾶμε μέ τό στόμα του, νά περπατᾶμε μέ τά πόδια του, νά δουλεύουμε μέ τά χέρια του καί νά ἀγαπᾶμε μέ τήν καρδιά του.
Τότε οἱ ἄνθρωποι θά μᾶς παραδεχθοῦν, τότε ἀπό τή ζωή μας θά ὠφελοῦνται καί ἀπό τό λόγο μας θά διδάσκονται. Μή λησμονοῦμε αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο: «τοῦ Βασιλείου ὁ λόγος ἀκουγόταν σάν βροντή, γιατί ὁ βίος του ἔλαμπε σάν ἀστραπή».
Από το βιβλίο του Μητροπολίτου Μονεμβασίας και Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου: » ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΙΟ ΔΡΑΜΑ»

Η άγνωστη ιστορία του Ιούδα

Το κείμενο που ακολουθεί, προέρχεται από χειρόγραφο της Ιεράς Μονής Ιβήρων, αντίγραφο του οποίου απόκειται στο Κελλί του του Αγίου Γοβδελά του Πέρσου της Ιεράς Μονής Ιβήρωνν, το οποίο αντέγραψε και εξέδωσε δίς ο Αγιορείτης (†) Ιερομόναχος Αβέρκιος το 1895 και 1896 στην Βάρνα.
Κατάγονταν από την Ισκάρια και ο πατέρας του ονομάζονταν Ρόβελ.
Μια νύκτα η μητέρα του ξύπνησε έντρομη με φωνές. μετά από έναν εφιάλτη που είχε δει στον ύπνο της και διαλογίζονταν περί αυτού. Ο Ρόβελ την ρώτησε τι συμβαίνει, για να λάβει την απάντηση ότι εάν συλλάβει παιδί και είναι αρσενικό, τότε αυτό θα είναι ο χαλασμός της γενιάς των Εβραίων. Πράγματι, κατά σύμπτωση, τη νύχτα εκείνη συνέλαβε η γυναίκα του Ρόβελ και γέννησε μετά από καιρό αγόρι. Φοβούμενοι την πραγματοποίηση του εφιάλτη, κατασκεύασαν ένα κιβώτιο, σαν αυτό που είχαν κάμει στην Αίγυπτο για τον Μωϋσή, τοποθέτησαν το παιδί τους μέσα σε αυτό και το άφησαν στη θάλασσα της Γαλιλαίας.
Απέναντι της Ισκαρίας, υπήρχε μικρή νήσος όπου ποιμένες ξεχειμώνιαζαν τα κοπάδια τους. Εκεί έφτασε με τα κύματα το κιβώτιο, το οποίο ανέσυραν από τα νερά οι ποιμένες και βρήκαν το μικρό παιδί. Το μεγάλωσαν και του έδωσαν το όνομα Ιούδας. 
Μόλις αναπτύχθηκε και άρχισε να βαδίζει, το μετέφεραν στην Ισκάρια, προκειμένου να βρουν άνθρωπο για να το δώσουν προκειμένου να το αναθρέψει. Εκεί συμπτωματικά, συνάντησαν τον Ρόβελ και του έδωσαν το μικρό παιδί, δίχως να γνωρίζουν ότι είναι ο φυσικός του πατέρας, ο δε Ρόβελ το ανέλαβε, και το αγάπησε, ενθυμούμενος το δικό του παιδί το οποίο πριν από χρόνια είχε αφήσει μέσα σε κιβώτιο στη θάλασσα της Γαλιλαίας. 
Η μητέρα του Ιούδα, εν τω μεταξύ, είχε  γεννήσει κι άλλον υιό, μαζί με τον οποίο ανέτρεφε και τον Ιούδα, ο οποίος κακοποιούσε συχνά τον αδελφό του αναλογιζόμενος πονηρά την διανομή της πατρικής περιουσίας. 
Κάποια ημέρα, αποφάσισε – συνεπεία της φιλαργυρίας – να φονεύσει τον αδελφό του για να γίνει μελλοντικά ο κύριος όλης της περιουσίας του πατέρα του. Έτσι, ενώ βρίσκονταν τα δυο αδέλφια μακριά από το σπίτι, τον φόνευσε χτυπώντας τον με πέτρα στο κεφάλι. Αναλογιζόμενος τις συνέπειες, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, αφήνοντας τους γονείς του περίλυπους και απαρηγόρητους, μάταια να τους αναζητούν. 
Εκεί γνώρισε τον Ηρώδη, ο οποίος τον τοποθέτησε επιμελητή στην υπηρεσία του με αποστολή να προμηθεύεται τα αναγκαία προϊόντα και πράγματα για τα ανάκτορα. 
Κατόπιν αρκετών ετών, οι γονείς του Ιούδα, πούλησαν την περιουσία τους στην Ισκάρια και εγκαταστάθηκαν στα Ιεροσόλυμα, σε μια μεγάλη οικία με μεγάλους και ωραίους κήπους δίπλα στο παλάτι του Ηρώδη. Εκεί, κάποια ημέρα, ενώ ο Ηρώδης αμέριμνος απολάμβανε την ομορφιά των κήπων του Ρόβελ, ο Ιούδας για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι μπορεί να πάει και να του φέρει καρπούς και άνθη από τον κήπο του Ροβελ. Πράγματι, πήδηξε και μπήκε παράνομα στους κήπους του πατέρα του, έκοψε άνθη και καρπούς, επιστρέφοντας όμως έπεσε πάνω στον πατέρα του Ρόβελ, ο οποίος τον ήλεγξε για την παρανομία του, χωρίς να καταλάβει ότι ήταν ο χαμένος υιός του, λέγοντάς του ότι αν όσα έκοψε ήταν για τον βασιλιά, τότε ο ίδιος θα του έδινε τα καλύτερα. Τότε ο πανούργος Ιούδας, τον φόνευσε με τον ίδιο τρόπο που είχε σκοτώσει και τον μικρό του αδελφό. Ανέβασε τους καρπούς και τα άνθη στον Ηρώδη, του διηγήθηκε τα συμβάντα, αλλά ο βασιλιάς σιώπησε για τον θάνατο του Ρόβελ.
 Μετά παρέλευση λίγου χρόνου, διέταξε τον Ιούδα να πανδρευτεί τη χήρα του Ρόβελ, για να γίνει κληρονόμος της περιουσίας της. Ανακοινώθηκε η προσταγή του βασιλιά στη σύζυγο του Ρόβελ, λάβει ως δεύτερο σύζυγό της τον Ιούδα, και εκείνη δέχθηκε από φόβο και χωρίς να γνωρίζει ότι πρόκειται για τον χαμένο υιό της. 
Με το πέρασμα δε του χρόνου ο Ιούδας τεκνοποίησε με αυτήν. Κάποια δε ημέρα που αυτή έκλαιγε, ενθυμούμενη τα βάσανα που πέρασε και τα οποία διηγήθηκε στον Ιούδα. Τότε ο Ιούδας θυμήθηκε ότι τον βρήκαν οι ποιμένες σε ένα κιβώτιο στα νερά, θυμήθηκε τους φόνους του αδελφού και του πατέρα του Ρόβελ που διέπραξε, και απεκάλυψε στη μητέρα του όλα τα εγκλήματα που είχε διαπράξει. Αυτή, διέρρηξε τα ιμάτιά της, και θρήνησε απαρηγόρητη για την αμαρτία που είχε κάμει, ούτως ώστε να έχει ως άνδρα το ίδιο της το παιδί. Είπε λοιπόν στον Ιούδα ότι πλέον είναι αδύνατον να ζήσει μαζί του. 
Τότε ο Ιούδας, αναλογιζόμενος τα μεγάλα κακουργήματα που είχε διαπράξει, έφυγε και πήγε να συναντήσει τον Χριστό, για τον οποίον είχε ακούσει, προκειμένου να εξιλεωθεί η ψυχή του. Ο Χριστός, ως πολυεύσπλαχνος, δίκαιος και αγαπών τους αμαρτωλούς, τον έκαμε μαθητή του και του ανέθεσε να κρατάει το ταμείο, τα χρήματα που κάλυπταν τις ανάγκες της ιεράς συνοδείας του Χριστού και των Αποστόλων του. Ο παμμίαρος όμως Ιούδας, έκλεβε από τα χρήματα αυτά και τα έστελνε στην μητέρα και γυναίκα του, για να πληρωθεί η ρύση του Δαβίδ : «γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα» (Ψαλμός 108, 9). 
Ακολούθως, το πάθος της φιλαργυρίας τον οδήγησε να πωλήσει τον Διδάσκαλό του και Θεό για τριάκοντα αργύρια. Μεταμεληθείς για την ανίερη πράξη του, επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους Γραμματείς και Φαρισαίους, και απελπισμένος κρεμάστηκε, έπεσε μπρούμυτα και χύθηκαν έξω τα σπλάχνα του, λαμβάνοντας ως αμοιβή τα επίχειρα της κακίας και της φιλαργυρίας του. 
Ως πονηρός, κρεμάσθηκε, για να προλάβει να κατέβει στον Άδη, πριν κατέλθει ο Κύριος, και να ελευθερωθεί κι αυτός μαζί με τους προπάτορες. Έμεινε όμως κρεμασμένος στο δένδρο ως την στιγμή που αναστήθηκε ο Κύριος και τότε ξεψύχησε.

ΠΗΓΗ : Αβερκίου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Ιστορία ακριβής περί των κατά την Σταύρωσιν και Ανάστασιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τελεσθέντων, Συγγραφείσα το πρώτον υπό Ιουδαίου τινός Αινέα, συγχρόνου του Σωτήρος Μεταφρασθείσα δε εις την Λατινίδα γλώσσαν υπό Νικοδήμου τοπάρχου του    εκ Ρώμης, Σώζεται εν τινι χειρογράφω εν τω Αγίω Όρει, Εν Βάρνη 1896, σσ. 78 - 85.
πηγή  το είδαμε εδώ

περιγραφή του Ιησού Χριστού από τον διοικητή της Ιουδαίας



Η περιγραφή του Ιησού Χριστού από τον διοικητή της Ιουδαίας

Ανατριχίλα προκαλεί το γράμμα του διοικητή της Ιουδαίας, που βρέθηκε στη Βιβλιοθήκη των Λαζαριστών της Ρώμης.
Ο Πούλβιος Λέντουλος, διοικητής της Ιουδαίας, πριν από τον Πόντιο Πιλάτο το έστειλε στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Τιβέριο και στο οποίο περιγράφεται η μορφή του Ιησού Χρίστου.

Το πρωτότυπο, στα λατινικά, βρίσκεται στη βιβλιοθήκη Cesarini στην Ρώμη.

Διαβάστε το σε μετάφραση:

"....Μεγαλειότατε Καίσαρα, Άκουσα ότι επιθυμείς να μάθεις αυτά που σου γράφω για κάποιον άνθρωπο που είναι πολύ ενάρετος κι ονομάζεται Ιησούς Χριστός, τον οποίο ο Λαός θεωρούσε προφήτη, οι μαθητές Του όμως Τον θεωρούσαν Θεό κι έλεγαν ότι είναι Υιός του Θεού, Δημιουργός του ουρανού και της γης κι όλων κι ότι βρίσκεται παντού.
Είναι αλήθεια Καίσαρα ότι ακούγονται κάθε μέρα θαυμάσια πράγματα για τον Ιησού.

Ανασταίνει νεκρούς και θεραπεύει αρρώστους, με μια Του λέξη. Είναι άνδρας, μέτριου αναστήματος, όμορφος στην όψη και αρχοντικός, ιδιαίτερα το πρόσωπο Του, ώστε όσοι Τον κοιτούν, τους προκαλεί … Τα μαλλιά Του είναι μέχρι τα αφτιά Του και πίσω φτάνουν μέχρι τους ώμους, καστανά και λαμπερά, διαχωρίζονται κατά το έθιμο των Ναζωραίων.

Το μέτωπο του είναι καθαρό και γαλήνιο, το πρόσωπο Του χωρίς σημάδια και αγάπη και σεβασμό. Η μύτη και τα χείλη Του είναι κανονικότατα. Τα γένια Του είναι πυκνά, καστανά και μακριά, που χωρίζουν στη μέση. Το βλέμμα Του είναι σοβαρό και προκαλεί σεβασμό, είναι δε δυνατό σαν ακτίνα . Όταν είναι αυστηρός, κανείς δεν μπορεί να Τον ατενίσει κι όταν μαλώνει του ήλιου. Κάποιον κλαίει…Τα χέρια και τα μπράτσα Του είναι όμορφα. Όταν συνομιλεί τους ικανοποιεί όλους, δεν εμφανίζεται συχνά, αλλά όταν αυτό συμβαίνει είναι μετριόφρων κι έχει το ωραιότερο παράστημα του κόσμου.

Είναι ωραίος, όπως κι η μητέρα Του, η οποία είναι η ωραιότερη γυναίκα. Εάν όμως η Μεγαλειότητα σου Καίσαρα θέλει να Τον δει, όπως μου είχες γράψει, πες το μου για να σου Τον στείλω αμέσως. Αν και ποτέ δεν έκανε σπουδές, ξέρει όμως κάθε επιστήμη. Περπατάει ξυπόλητος και ασκεπής. Πολλοί σαν Τον βλέπουν γελάνε, αλλά όταν στέκονται μπροστά Του τρέμουν και Τον θαυμάζουν.

Λένε ότι ποτέ ξανά δεν έχει εμφανιστεί στα μέρη αυτά άνθρωπος σαν κι Αυτόν. Επίσης λένε οι Εβραίοι ότι ποτέ δεν δόθηκαν συμβουλές ούτε κηρύχθηκε Διδασκαλία σαν την δική Του, πολλοί δε από τους Ιουδαίους Τον θεωρούν θεό. Άλλοι πάλι λένε ότι είναι εχθρός σου Καίσαρα. Λένε επίσης ότι Αυτός ποτέ δεν δυσαρέστησε κάποιον.
Όλοι όσοι Τον γνωρίζουν λένε ότι τους ευεργέτησε. Παρόλα αυτά Καίσαρα είμαι πρόθυμος να υπακούσω στην Μεγαλειότητα σου κι ό,τι με διατάξεις θα το κάνω. Εκανε το καλό"

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...