Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Νοεμβρίου 29, 2011

Μπροστά στην πείνα

του Αρχιμανδρίτου Σεραφείμ Δημητρίου

Μὲ ἰδιαίτερη ἀγωνία οἱ λαοὶ τῆς γῆς στέκονται μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τῆς πείνας. Προχθὲς ἡ πατρίδα μᾶς μέσα στὴν περίοδο τῆς ξένης κατοχῆς τὸ ἔζησε μὲ πολὺ πόνο καὶ χιλιάδες νεκρούς.  Χθὲς τὸ ἀκούγαμε νὰ συμβαίνει σὲ μακρυνὲς καὶ ἀπαραμύθητες χῶρες. Σήμερα ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὸ ξαναζήσουμε δίπλα μας καὶ αὔριο μέσα στὴν αὐλή μας.
Βεβαίως ὁ Χριστὸς, μᾶς προκάλεσε ὅπως κατέγραψε ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος στὸ 6ο κεφάλαιο, « μὴ οὒν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων. ζητεῖτε δὲ πρώτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμίν. Μὴ οὒν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἐαυτῆς· ἀρκετὸν τὴ ἡμέρα ἡ κακία αὐτῆς». Παράλληλα μᾶς ἔχει ὑποδείξει τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς μὲσα στὴν λεγόμενη Κυριακὴ προσευχὴ – Πάτερ ἠμῶν,  μᾶς εἶπε νὰ ζητάμε «τὸν ἄρτον ἠμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἠμὶν σήμερον»·

Ὅμως πάντες λήσμονες καὶ ἀχάριστοι, χθὲς βρήκαμε φαγητά, φάγαμε, χορτάσαμε καὶ κατευθύναμε τὰ περισσεύματα στὰ ἀπορρίμματα. Γιὰ νὰ βρεθοῦμε οἱ ἴδιοι ἐμεῖς σήμερα στοὺς αὐτοὺς κάδους, ἀναζητώντας τροφή. Καὶ ὅλα αὐτὰ, χωρὶς νὰ βλέπουμε τὴν ἐλπίδα ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ μὲ πίστη προσευχὴ στὸν Δημιοῦργό του παντός. Ζήσαμε χωρὶς νά ποτίζουμε τὴν ζωή μας μὲ τό νερό τῆς ἀγάπης καὶ τώρα οἱ καρποὶ τῶν ἐπιλογῶν μας εἶναι πικροί. Δὲν δώσαμε καὶ τώρα ντρεπόμαστε νὰ ζητήσουμε.  Μὰ ποτὲ δὲν εἶναι ἀργὰ νά ἐπιστρεψουμε στόν πατέρα μας, ὅπως ὁ Ἄσωτος καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸ ἔλεός του. Παλαιότερα σὲ καιροὺς δυσχειμέρους, ποῦ λάδι δὲν περίσσευε, οἱ πρόγονοί μας κράτησαν τὰ καντήλια τῶν Ναῶν καὶ τῶν σπιτιῶν τους, ἀναμένα νά σιγοκαίνε ἀνεβαζοντας τὶς δεήσεις στὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ τώρα νὰ κάμουμε, νὰ μὴν ἀφήσουμε τὰ καντήλια τῆς ἐλπίδας νὰ σβήσουν ἀλλὰ νὰ βάλουμε λάδι προσευχῆς καὶ νηστείας, ὅπως οἰ Νινευίτες, γιὰ νὰ προσελκύσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοὺ 
Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις θέλουμε νὰ ὑπενθυμίσουμε, τὴν παράδοση ποὺ ἀφήσαμε καὶ ξεθώριασε μὲ τὴν εὐδαιμονία καὶ παρακαλοῦμε νὰ τὸ ξανακάνουμε πράξη στὴν ζωή μας. Προσευχὴ λοιπὸν ἀδελφοί μου πρὶν καὶ μετὰ τὸ γεῦμα ἢ τὸ δεῖπνο. Να κάνουμε πάντα τὸν σταυρὸ μας ἐνῶ ἀκόμα καλύτερα θάταν νὰ συνοδευόταν καὶ μὲ τις σύντομες σχετικὲς προσευχές. Ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ εἶναι ἱερὴ καὶ Χριστὸς μᾶς ἔδωσε δείγματα αὐτῆς τῆς ἱερότητας, στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο ἀλλὰ καὶ στὶς Ἐμμαούς. Αὐτὸς δὲν ἄφησε νὰ πεινάσουν οἱ χιλιάδες τῶν ἀνθρώπων καί, ἀφοῦ εὐλόγησε τὰ λίγα ψάρια καὶ ψωμὶ χόρτασαν ὅλοι καὶ περίσσευσαν. Εὐλογία μεγάλη ὑπάρχει ὅταν ἐπικαλούμαστε τὸν Κύριο νὰ ἔρθει στὸ τραπέζι μας. Καὶ Αὐτὸς ἔρχεται.... καὶ κανεὶς δὲν θὰ πεινάσει.



Προσευχές γιάτγεμα
(Εὐχὴπρὶν τὸγεῦμα)
Πάτερ ἠμῶν ὁἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸὄνομά Σου, ἐλθέτω ἡΒασιλεία Σου, γεννηθήτω τὸθέλημά Σου ὡς ἐν οὐρανῶκαὶἐπὶτῆς γῆς. Τὸν ἄρτον ἠμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἠμὶν σήμερον, καὶἅφες ἠμὶν τὰὀφειλήματα ἠμῶν, ὡς καὶἠμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἠμῶν. Καὶμὴεἰσενέγκης ἠμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰρύσαι ἠμᾶς ἀπὸτοῦπονηροῦ.
Δόξα ΠατρὶκαὶΥἱῶκαὶἉγίω Πνεύματι, καὶνῦν, καὶἀεί, καὶεἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον.
Χριστέ, ὁΘεὸς ἠμῶν, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶτὴν πόσιν τῶν δούλων Σου, ὅτι Ἅγιος εἰπάντοτε, νῦν, καὶἀεί, καὶεἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Εὐχὴμετὰτὸγεῦμα)

Εὐχαριστοῦμεν Σοί, ΧριστὲὁΘεὸς ἠμῶν, ὅτι ἐνέπλησας ἠμᾶς τῶν ἐπιγείων Σου ἀγαθῶν. Μὴστερήσης ἠμᾶς καὶτῆς ἐπουρανίου Σου Βασιλείας, ἀλλ' ὡς ἐν μέσω τῶν μαθητῶν Σου παρεγένου Σωτήρ, τὴν εἰρήνην διδοὺς αὐτοῖς, ἐλθὲκαὶμεθ' ἠμῶν, καὶσῶσον ἠμᾶς.
Δόξα ΠατρὶκαὶΥἱῶκαὶἉγίω Πνεύματι, καὶνῦν, καὶἀεί, καὶεἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον.
Δὶ' εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἠμῶν, Κύριε ἸησοῦΧριστὲὁΘεὸς ἠμῶν, ἐλέησον ἠμᾶς. Ἀμήν.


Προσευχές γιάτδεπνο

(Εὐχὴπρὶν τὸδεῖπνο)
Φάγονται πένητες καὶἐμπλησθήσονται, καὶαἰνέσουσιν Κύριον οἱἐκζητοῦντες Αὐτόν, ζήσονται αἳκαρδίαι αὐτῶν εἰς αἰώνα αἰῶνος. Ἀμήν.
Δόξα ΠατρὶκαὶΥἱῶκαὶἉγίω Πνεύματι, καὶνῦν, καὶἀεί, καὶεἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον.
Χριστέ, ὁΘεὸς ἠμῶν, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶτὴν πόσιν τῶν δούλων Σου, ὅτι Ἅγιος εἰπάντοτε, νῦν, καὶἀεί, καὶεἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Εὐχὴμετὰτὸδεῖπνο)

Εὔφρανας ἠμᾶς, Κύριε, ἐν τοῖς ποιήμασί Σου, καὶἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν Σου ἠγαλλιασάμεθα. Ἐσημειώθη ἐφ'ἠμᾶς τὸφῶς τοῦπροσώπου Σου, Κύριε, ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τὰς καρδίας ἠμῶν. Ἀπὸκαρποῦσίτου, οἴνου καὶἐλαίου αὐτῶν ἐνεπλήσθημεν. Ἐν εἰρήνη ἐπὶτὸαὐτὸκοιμηθησόμεθα καὶὑπνώσομεν, ὅτι Σύ, Κύριε, κατὰμόνας ἐπ' ἐλπίδι κατώκησας ἠμᾶς. Ἀμήν.
Δόξα ΠατρὶκαὶΥἱῶκαὶἉγίω Πνεύματι, καὶνῦν, καὶἀεί, καὶεἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον.
Δὶ' εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἠμῶν, Κύριε ἸησοῦΧριστὲὁΘεὸς ἠμῶν, ἐλέησον ἠμᾶς. Ἀμήν.

O MHΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓ.ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ

Του Γιώργου Θεοχάρη
 
«Βέλη» σε πολιτικούς αλλά και σε κληρικούς εξαπολύει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ.Βλασίου Ιερόθεος σε συνέντευξη του στο agioritikovima.gr. Με αφορμή την  αγωνία και τον πόνο που καταθέτουν οι συνάνθρωποι μας  στον ίδιο και σε Ιερείς της περιφέρειας του ο Ιεράρχης είπε «Είναι αγανακτισμένοι για τους πολιτικούς που ενώ έβλεπαν ή έπρεπε να βλέπουν πιο μακριά, δεν λάμβαναν τα κατάλληλα μέτρα». Να μην παίζουν με τους όρους «image making» και του «star system» καλεί τους κληρικούς εκείνους «που προσπαθούν να εντυπωσιάζουν με τα «πυροτεχνήματα» που χρησιμοποιούν και τις κοσμικές πρακτικές χάρη διαφόρων σκοπιμοτήτων»,όπως χαρακτηριστικά εξηγεί ο κ. Ιερόθεος.
Παράλληλα, υποστηρίζει, «Δυστυχώς, σήμερα επικρατεί μια νέα θρησκεία, δηλαδή, «η θρησκεία της φιλαργυρίας», όπως ευστόχως έχει χαρακτηρισθεί ο καπιταλισμός.»
 
 Σεβασμιώτατε, ο Έλληνας σήμερα καλείται να ανταπεξέλθει σε έναν "γολγοθά". Η ανεργία και η ανέχεια χτυπά όλο και περισσότερες πόρτες. Αυτό τί αντίχτυπο έχει στην Εκκλησία; Τί σας λένε οι συνάνθρωποι μας  που σας πλησιάζουν;


 Όλοι αναγνωρίζουμε τις δύσκολες ημέρες που περνάμε, τον «γολγοθά», όπως τον χαρακτηρίσατε. Χιλιάδες άνθρωποι υποφέρουν. Κυρίως με ανησυχεί η κατάσταση των νέων ανθρώπων που βλέπουν το μέλλον τους ζοφερό, αφού σπουδάζουν, μελετούν, ξοδεύουν χρηματικά ποσά για τον σκοπό αυτό, αλλά δεν βλέπουν με αισιοδοξία το μέλλον τους. Είναι φοβερό να κτυπιέται η ελπίδα των νέων ανθρώπων. Γενικά, εκείνο που λείπει σήμερα από τους ανθρώπους είναι η ελπίδα της ανάκαμψης. Οι άνθρωποι εκφράζουν την αγωνία  τους, τον πόνο τους για τα παιδιά τους, τις οικογένειές τους, είναι αγανακτισμένοι για τους πολιτικούς που ενώ έβλεπαν ή έπρεπε να βλέπουν πιο μακριά, δεν λάμβαναν τα κατάλληλα μέτρα.
Οι ηγέτες δεν πρέπει απλώς να ικανοποιούν τις πρόσκαιρες απολαύσεις της θέσεώς τους, αλλά να ηγούνται, να πηγαίνουν μπροστά από τον λαό και να τον καθοδηγούν σωστά.
Όπως οι επιστήμονες δεν ασχολούνται με το παρελθόν ή το παρόν, αλλά αποβλέπουν στο μέλλον, γι' αυτό και κάνουν έρευνα και καταλήγουν σε νέες εφευρέσεις, έτσι πρέπει να κάνουν και οι πολιτικοί που ασκούν την επιστήμη της πολιτικής.
Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να αποβλέπουν στην ψήφο του λαού με την υπόσχεση μιας προσωρινής ευδαιμονίας, αλλά να ασχολούνται με το παρόν, να προβλέπουν το μέλλον και να κατευθύνουν τους ανθρώπους σε σωστή κατεύθυνση. Άλλωστε, οι ηγέτες σε μια δημοκρατία πρέπει να αγωνίζωνται για την ανύψωση του πολιτικού, κοινωνικού και πολιτικού επιπέδου του λαού.
Ας μου επιτραπή να πω ότι της σημερινής οικονομικής κρίσεως προηγήθηκε μια περίοδος υπερβολικής ευμάρειας, ευδαιμονισμού και υπερκατανάλωσης, χωρίς σωστές προϋποθέσεις και χωρίς βάση. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής έχει δείξει ότι υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ ηδονής και οδύνης, αφού κάθε εκούσια ηδονή επιφέρει ακούσια οδύνη.
Δυστυχώς, σήμερα επικρατεί μια νέα θρησκεία, δηλαδή, «η θρησκεία της φιλαργυρίας», όπως ευστόχως έχει χαρακτηρισθή ο καπιταλισμός. Αυτή η νέα θρησκεία έχει τους δικούς της «ιερείς», που είναι οι τραπεζίτες, τους δικούς της «ναούς», που είναι οι αγορές και οι τράπεζες, το δικό της «ευαγγέλιο», που είναι η προτεραιότητα του χρηματικού κέρδους, και τους δικούς της «πιστούς», που είναι οι καταναλωτές. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας, που στηρίζεται αποκλειστικά στον οικονομικό παράγοντα και όχι σε πνευματικές και πολιτισμικές βάσεις.

- Η Εκκλησία μήπως έπρεπε να συμβάλει περισσότερο στην στήριξη των  αναξιοπαθούντων;

 Επανειλημμένως έχει γραφή και λεχθεί ότι η Εκκλησία κάνει το έργο της, εξασκεί φιλανθρωπία, ασχολείται με τις ποικίλες ανάγκες του λαού, χωρίς να την προτρέπη κανείς να κάνη αυτήν την ποιμαντική, διότι είναι μέσα στα καθήκοντά της. Πολλές Ενορίες είναι οργανωμένες σaν «θεραπευτικές κοινότητες» και ασχολούνται με όλες τις πνευματικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες των ανθρώπων. Όπου υπάρχουν Ιερείς που έχουν ευαισθησία η Ενορία μετατρέπεται σε μια ζωντανή οικογένεια και μια ζωντανή θεραπευτική κοινόνητα.
Άλλωστε, έχει διαπιστωθή ότι η Εκκλησία στην χώρα μας είναι ο μεγαλύτερος φορέας φιλανθρωπίας, την οποία ασκεί με τα πολλά ιδρύματα που έχει και με την αγάπη την οποία εκδηλώνουν τα μέλη της.
Βέβαια, πρέπει να σημειωθή ότι ο σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι να μετατραπή σε ένα Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, ούτε να γίνη ένα ουμανιστικό φιλανθρωπικό σωματείο. Στην Δύση παρατηρούμε ότι πολλές προτεσταντικές ομολογίες εξαντλούνται αποκλειστικά και μόνο στην θεραπεία των κοινωνικών και οικογενειακών προβλημάτων των ανθρώπων. Ο άνθρωπος, όμως, δεν είναι μόνον σώμα, αλλά έχει και ψυχή και είναι επόμενο ότι οι πνευματικές ανάγκες είναι σημαντικότερες από τις οικονομικές.
Η Εκκλησία πρωτίστως πρέπει να προσφέρη αγάπη και στοργή στους ανθρώ¬πους, να ικανοποιή τις πνευματικές και ψυχικές ανάγκες τους, να κτυπά υψηλές νότες. Γι' αυτόν τον λόγο η Εκκλησία έχει την θεολογία της, την θεία Λει¬τουρ¬γία και τα Μυστήρια, την όλη παράδοσή της, δεν αποβλέπει απλώς στην «μένουσα», αλλά ενδιαφέρεται για την «μέλλουσα» πόλη, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «ου γάρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ', 14). Άλλωστε ο ίδιος ο Χριστός είπε: «ουκ επ  άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ  επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. δ', 4).
Επομένως, επειδή ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα δεν παραγνωρίζουμε τις υλικές ανάγκες του, αλλά και δεν τις απολυτοποιούμε, δηλαδή δεν εξαντλούμαστε μόνο σε μια κοινωνική προσφορά, αλλά αποβλέπουμε στην ολοκλήρωση του ανθρώπου με την προσφορά του Θεού σε αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία ομιλεί στους ανθρώπους για τον Θεό, προσεύχεται στον Θεό για τους ανθρώπους, προσφέρει το αληθινό νόημα της ζωής και μπορεί να συμβή αυτό το οποίο λέγανε οι Απόστολοι, ότι είναι οι «μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες» (Β' Κορ. ς', 10). Το πρόβλημα δεν είναι απλώς το έχειν, αλλά το είναι.
Είναι γεγονός ότι οι Χριστιανοί είναι μέλη της Εκκλησίας, αλλά και πολίτες μιας συγκεκριμένης χώρας. Ως πολίτες ενδιαφέρονται για όλα όσα συμβαίνουν στην πολιτεία και ως Χριστιανοί ενδιαφέρονται για το ουράνιο πολίτευμα. Το λυπηρόν είναι ότι τον τελευταίο καιρό όλοι ασχολούνται υπερβολικά για την πιθανή πτώχευση της χώρας μας ή την έξοδο από την ευρωζώνη και δεν μας απασχολεί η βίωση του ουρανίου πολιτεύματος ούτε η έκπτωση από αυτό.

- Κάποτε η Εκκλησία είχε πουλήσει και καντήλια προκειμένου να βοηθήσει τους πιστούς της...

 Βεβαίως, το έκανε αυτό όταν υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη και θα το ξανακάνει, όταν η ίδια θα διαπιστώσει ότι φθάσαμε στο απροχώρητο και οι πολιτικοί απέτυχαν πλήρως στο έργο τους. Γιατί είναι αλήθεια ότι οι πολιτικοί ασχολούνται με τον τρόπο διοικήσεως μιας χώρας, ενώ η Εκκλησία αποβλέπει να δώσει πληρότητα στον λαό, να ενώσει τους ανθρώπους με τον Θεό.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι παρά την κριτική που ασκείται στους πολιτικούς, δεν πρέπει να φθάσουμε στο άλλο άκρο να υιοθετούμε τακτικές αναρχίας. Προσωπικά ως πολίτης προτιμώ μια κακή Δημοκρατία, παρά μια καλή δικτατορία.
Βρίσκω όμως την ευκαιρία να σας πω ότι δεν είναι δυνατόν εν ονόματι μιας οικονομικής δυσκολίας και μιας κοινωνικής δυσπραγίας να πουλάμε τα καντήλια από τους Ναούς. Τα κανδήλια είναι έκφραση προσευχής και προσφοράς, αλλά και αναφοράς του ανθρώπου προς τον Θεό και το λάδι που καίει μέσα στην κανδήλα δείχνει την αγάπη μας στον Θεό και την αναζήτηση του ελέους Του. Η βοήθεια στους πτωχούς δεν εξαντλείται μόνον με ένα πιάτο φαγητό, αλλά είναι προσφορά του ελέους και της αγάπης.
Έτσι μέσα στην Εκκλησία δεν υπάρχουν μόνον τα καντήλια και οι εικόνες, αλλά η πίστη και η προσευχή, δηλαδή ο σύνδεσμος μεταξύ του lex crendedi (νόμος της πίστεως) και του lex orandi (νόμος της προσευχής). Ο άνθρωπος μπορεί να ζήση χωρίς φαγητό και ποτό, χωρίς διασκεδάσεις, αλλά δεν μπορεί να ζήση χωρίς πίστη και προσευχή. Αυτή είναι η μεγαλύτερη προσφορά της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην εποχή μας. Όταν η Εκκλησία χάση την πίστη και την προσευχή και ασχολείται μόνον με το κοινωνικό έργο, τότε αυτό είναι και λέγεται εκκοσμίκευση. Δεν είναι δυνατόν η οικονομική κρίση να εκκοσμικεύση την Εκκλησία. Οι άνθρωποι παρά τις δυσκολίες θέλουν να υπάρχουν τα καντήλια αναμμένα ως ικεσία στον Θεό. Και η Εκκλησία να κρατά την πίστη και να ανταποκρίνεται στην αποστολή της, που είναι η νίκη κατά του θανάτου, της αμαρτίας και του διαβόλου με την δύναμη του Χριστού.
Λυπάμαι που μερικοί Κληρικοί χρησιμοποιούν συνθηματολογικό και επικοι¬νω¬νιaκό λόγο, προσπαθούν να εντυπωσιάζουν με τα «πυροτεχνήματα» που χρησι¬μο¬ποιούν και τις κοσμικές πρακτικές χάρη διαφόρων σκοπιμοτήτων. Επί τέλους, δεν πρέπει να κλειδώνουν την ορθόδοξη θεολογία στις βιβλιοθήκες και να παί¬ζουν με τους όρους του «image making» και του «star system».
«Ο θησαυρός της Εκκλησίας δεν είναι τα παγκάρια αλλά ο ίδιος ο Χριστός, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, η πίστη και η ζωή της Εκκλησίας.»

- Την ίδια ώρα μειώνονται και τα έσοδα των παγκαριών, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Εσείς τί εικόνα έχετε;

 Αυτό είναι αλήθεια, διότι όταν μειώνονται τα έσοδα των ανθρώπων, τότε προσφέρουν λιγότερα στους Ναούς. Είναι δε γνωστόν ότι κάθε Ναός για να μπορεί να είναι ανοικτός και να λειτουργεί έχει πολλές ανάγκες, που πρέπει να ικανοποιούνται, όπως είναι οι ψάλτες, οι νεωκόροι, οι ευπρεπίστριες, κλπ. Θα πρέπει δε να καταλάβουμε ότι ένας ανοικτός Ναός είναι, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ένα λιμάνι μέσα σε ένα πέλαγος, είναι το κέντρο της Ενορίας και η αναφορά των ανθρώπων σε δύσκολες καταστάσεις.
Όμως ας μου επιτρέψετε να πω ότι το κάθε παγκάρι είναι στην είσοδο του Ιερού Ναού, στην είσοδο της δυτικής πύλης του Ναού και διαθέτει τα κεριά που τα ανάβουν οι Χριστιανοί ως ικεσία και προσευχή προς τον Θεό. Όμως, το κέντρο του Ναού δεν είναι το παγκάρι, αλλά είναι το ανατολικό μέρος του Ναού, δηλαδή το ιερό Βήμα, η αγία Τράπεζα, όπου γίνεται η θεία Λειτουργία και οι άνθρωποι κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Έτσι, ο θησαυρός της Εκκλησίας δεν είναι τα παγκάρια και τα κεριά και τα άλλα αντικείμενα, αλλά ο ίδιος ο Χριστός, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, η πίστη και η ζωή της Εκκλησίας. Αυτά δεν πρόκειται ποτέ να εξαντληθούν. Και θα ενθυμήσθε ασφαλώς ότι σε περιόδους διωγμού οι Χριστιανοί για να απολαύσουν αυτόν τον πνευματικό θησαυρό κατέβαιναν και στα έγκατα της γής, στις κατακόμβες.
Επίσης, ένας μεγάλος θησαυρός τον οποίο έχει η Εκκλησία μας είναι ο εκκλησιαστικός λεγόμενος πολιτισμός, οι εκκλησιαστικές τέχνες, δηλαδή η βυζαντινή μας μουσική, η υμνογραφία, η βυζαντινή αγιογραφία κλπ. Πρέπει να βλέπουμε την Εκκλησία και μέσα από αυτήν την προοπτική, ότι κουβαλάει έναν ολόκληρο πολιτισμό του παρελθόντος, αλλά και βιώνει την εσχατολογική θεία Λειτουργία στο παρόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αποκάλυψη του Ιωάννου μας περιγράφει την ουράνια θεία Λειτουργία που είδε ο Ευαγγελιστής και επί τη βάσει αυτής καταρτίσθηκε το τυπικό με το οποίο τελείται η θεία Λειτουργία και εδώ στην γή.
Επομένως, το κέντρο του Ναού δεν είναι το παγκάρι, αλλά η αγία Τράπεζα, και ό,τι προσφέρει αυτή, αλλά και όλος ο πολιτισμός που κουβαλάει η Εκκλησία και τον προσφέρει στους ανθρώπους, για να νοηματοδοτή τον βίο τους.
Ακόμη, πλούτος της Εκκλησίας είναι οι Χριστιανοί της και μάλιστα εκείνοι που έχουν ανάγκες και όσοι χύνουν τον ιδρώτα και το αίμα τους για να συντηρήσουν την οικογένειά τους και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.

Η ευδαιμονία που επικρατεί στην κοινωνία μας και η φιλαυτία σε αντιδιαστολή με την Ιεροσύνη, βασική αιτία της άρνησης νέων ανθρώπων να γίνουν Ιερείς

- Πολλοί ναοί ανά την χώρα είναι χωρίς Ιερείς. Γιατί άραγε οι νέοι μας σήμερα αρνούνται την επιλογή της Ιερωσύνης; Ποιός ευθύνεται για αυτό;

 Όλοι ευθύνονται για την έλλειψη Ιερέων, δεν μπορεί κανείς να αποδώσει ευθύνες μόνον σε μια πλευρά. Αν το δούμε δε στην ολότητα θα διαπιστώσουμε ότι εκείνο που ευθύνεται περισσότερο είναι η ευδαιμονία που επικρατεί στην κοινωνία μας και η φιλαυτία σε αντιδιαστολή με την Ιεροσύνη που συνδέεται με την θυσία. Ο Ιερεύς είναι έκφραση της θυσιαστικής αγάπης του Χριστού, είναι το άλογο του Θεού, όπως έλεγε ο Βιργίλλιος Γκεωργίου, που συνεχώς πρέπει να μεταφέρει τον Θεό στους ανθρώπους, είναι φορεύς της μαρτυρικής Ιερωσύνης του Χριστού. Έτσι, λοιπόν, σε μια εποχή ευδαιμονίας είναι δύσκολο κανείς να επιδιώκει την θυσία, την προσφορά, την αφιέρωση, την σταύρωση, την προσφορά της αγάπης, που είναι η αποστολή των Κληρικών.
Όμως, το να είναι κάποιος Ιερεύς είναι και ευλογία, δέχεται και προσφέρει μεγάλη χαρά και πληρότητα και γίνεται συνεργός του Θεού στην σωτηρία των ανθρώπων. Όποιος καταλάβει την μεγάλη ευλογία της Ιερωσύνης, τότε μπορεί να θυσιάσει τα πάντα, για να ζήση αυτήν την Χάρη και ευλογία. Δυστυχώς, η κατάσταση που υπάρχει στην κοινωνία μας, η προτεραιότητα της ηδονής και της ικανοποίησης, η αυτάρκεια και η φιλαυτία είναι εκείνα που εμποδίζουν τους ανθρώπους να αναλάβουν αυτήν την διακονία και να βοηθήσουν αποτελεσματικά τους αδελφούς τους. 


Ἐπικοινωνία Ψυχῶν

Ἄγνωστος συγγραφεύς


τοῦ π. Θ. Ἀ


Ὁ Ὑπεράγιος καὶ Προσκυνητὸς Τριαδικὸς Θεός μᾶς ἔπλασε τὸ ἀνθρώπινο Γένος «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» αὐτοῦ.

Τοῦτο σημαίνει ὅτι πλεῖστα ἰδιώματα τῆς ἀπροσίτου καὶ ἐκπάγλου ὑπερτελείας Φύσεώς Του, τὰ ἀπένειμε κατὰ Χάριν καὶ ἐν τῷ μέτρῳ ποὺ θὰ ἠμπορούσαμε νὰ δεχθοῦμε (ὡς κτιστὰ καὶ ἀτελῆ ὄντα) εἰς ἐμᾶς.

Τέτοια ἰδιώματα καὶ χαρίσματα εἶναι ἡ προσωπικότης (αἴσθηση τῆς μοναδικότητός μας), ἡ ἐλευθερία (δυνατότητα νὰ ἐπιλέγουμε ἀλλὰ καὶ νὰ αὐτοκαθοριζόμεθα), ὁ νοῦς (δυνατότητα νὰ προσεγγίζουμε τὸν πνευματικὸ κόσμο καὶ τοὺς νόμους καὶ τὴν οὐσία τῶν ὄντων), ἡ σοφία (δυνατότητα νὰ κρίνουμε), ἡ κυβερνητικότης (δυνατότητα νὰ ὀργανώνουμε καὶ νὰ διοικοῦμε, ἰδίως τὰ μὴ λογικὰ καὶ μὴ ἐλεύθερα κτίσματα), κ.ο.κ.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συγκλονιστικὰ καὶ πιὸ πολύτιμα καὶ οὐσιώδη ἰδιώματα, λοιπόν, εἶναι ἡ κοινωνία. Ἡ δυνατότητα ἀλλὰ καὶ τὸ χάρισμα καὶ ἡ κλήση νὰ λειτουργοῦμε ὡς προσωπικότητες ποὺ ἀντικρύζονται καὶ συνδέονται μὲ μία δυναμικὴ ἀγάπης, ἁρμονίας, συμπνοίας, συντονισμοῦ, μέχρι καὶ συνταυτισμοῦ - χωρὶς ὅμως νὰ συγχέονται καὶ νὰ ἀναχέονται οἱ καθ᾿ ἕκαστον συνειδητότητες. Μποροῦμε νὰ βιώνουμε οἱ ἄνθρωποι σὲ κάποιον βαθμό, γνήσιο ὅμως καὶ ἐκπληκτικό, ὅ,τι λειτουργεῖται ἐντὸς τῆς Ὑπερουσίου Τριάδος: Πλήρης συνταυτισμός, ἁρμονία, κοινότης τῶν πάντων (βουλή, ἐνέργεια) ἐν ἀπολύτῳ καὶ καθαροτάτῃ ἀγάπῃ, «ἐν ἀφθαρσίᾳ». (1)

Αὐτὸ τὸ χάρισμα, αὐτὸ τὸ βίωμα, αὐτὴ ἡ πραγματικότης, δὲν εἶναι δυστυχῶς τόσο ἁπλὸ νὰ βιωθεῖ. Οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται νὰ ἀπαρνηθοῦν, καὶ μάλιστα συγχρονισμένα, τὸν ἑαυτό τους, τὸ σκληρὸ ἐγώ, τὰ συμφέροντα, τὰ πάθη, τὶς κακίες καὶ τὶς σκληρότητες, τὶς ἐμμονὲς καὶ ἐπιμονές, τὰ θελήματά τους, τὶς φιλοδοξίες καὶ ἀντιπαλότητες, καὶ νὰ «συμπέσουν»! Καί, δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε πολὺ ἀτομιστές, πολὺ «ἐπιβιωτικοί», πολὺ ἀνασφαλεῖς. Δὲν ἐμπιστευόμαστε καὶ δὲν εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ διακινδυνεύσουμε τίποτε «δικό μας». Ἔτσι ὅμως στερούμαστε ὅλην τὴ γλυκύτητα καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς, ἀρνούμαστε τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Καὶ οὐσιαστικὰ λιμοκτονοῦμε πνευματικῶς καὶ «στενάζομεν βαρούμενοι» (Β´ Κορ. ε´ 4). Ἀγκομαχοῦμε μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα ἀποπνικτικὴ καὶ ἀσφυκτική, μέσα σὲ ζωὴ «ἀφύσικη», ποὺ δὲν τὴ σχεδίασε ἔτσι ὁ Πλαστουργός μας, μέσα σὲ μοναξιά, σὲ μιζέρια, σὲ κακουχία, στεγνοί, ἄκαρδοι, ἀνικανοποίητοι. Καί, ἐννοεῖται, οὔτε τὴν κοινωνία μὲ τὸν Λυτρωτὴ Χριστό μας, μποροῦμε νὰ βιώσουμε. Κάνουμε μία κάποια προσέγγιση, ἀλλὰ ψυχρὴ καὶ διανοητική, ὡς προσπάθεια περισσότερο καὶ ὡς πόθο, ὡς ἀγώνα στεγνὸ καὶ ἀφάνταστα κουραστικό, ὅπου φῶς καὶ γλυκασμὸς μόλις διαφαίνεται στὸν ὁρίζοντα, ἀλλὰ συνέχεια μᾶς διαφεύγει.

Χρειάζεται κάποια στιγμὴ ὁ ἄνθρωπος νὰ «ὑποψιασθεῖ» τί σημαίνει «κοινωνία» καὶ «ἀλληλοπεριχώρησι», διαρκὴς ψυχοσυναλλαγή, ὅπου πηγαίνει καὶ ἔρχεται ἡ καλοσύνη, ἡ αὐτοπροσφορά, οἱ σκέψεις, τὰ αἰσθήματα, τὰ βουλήματα, τὰ σχέδια, οἱ προβληματισμοί, οἱ στοχασμοί, οἱ πόθοι, μέσα σὲ κλίμα εὐνοίας, ἐμπιστοσύνης, χαλαρότητος ἀπὸ ἄμυνες καὶ καχυποψίες ἢ ἀπὸ ἀνταγωνισμοὺς ἐγωϊστικούς, καὶ ὅπου τὰ τοῦ ἄλλου ἔρχονται μέσα μας καὶ τὰ ἐγκολπωνόμαστε βαθειά, ὅπου τὰ ἐπιστρέφουμε συμπληρωμένα ἢ βελτιωμένα, καὶ ὁ ἄλλος ἐπίσης τὰ ὑποδέχεται εὐγνωμονικὰ καὶ τὰ νιώθει ὡς συνθετικὰ κοινῆς πορείας πρὸς τὴν Ἀλήθεια καὶ τὸ Φῶς, πρὸς τὴν Αἰώνια καὶ Ἀΐδια Τριαδικὴ Ἁρμονία καὶ Πανσοφία καὶ Τελειότητα.

Ὡστόσο, γιὰ νὰ πραγματωθεῖ αὐτὴ ἡ ἐξαιρετικὴ καὶ κυριολεκτικὰ «ὀνειρεμένη» κατάσταση, χρειάζεται πολλὴ συνειδητοποίηση, πολὺς πόθος, κάποια τολμήματα καὶ ἀνοίγματα ἐμπιστοσύνης, αὐταπάρνηση καὶ ταπεινωσύνη. Φυσικά, πάνω ἀπ᾿ ὅλα Χάρη Θεοῦ, νὰ νεύσει καὶ νὰ πνεύσει στὶς δεκτικὲς καὶ καλοπροαίρετες καὶ εὐαίσθητες ψυχές.

Ἀλλά, καὶ ἐπαγρύπνηση χρειάζεται πολλή. Μοιάζει μὲ φλόγα ἀναστάσιμης λαμπάδας αὐτὸ τὸ βίωμα τῆς κοινωνίας. Ζητάει ἀπόλυτη ἐπαγρύπνηση, νήφουσα προσοχὴ καὶ διαρκῆ ἀναθέρμανση καὶ ἀναβάθμιση τῆς ἐν Πνεύματι τῶν ψυχῶν «ἀναστροφῆς». Ἐπίσης, ἀπαιτεῖ συγκέντρωση σὲ λίγα καὶ συγκεκριμένα καὶ σταθερὰ πρόσωπα. Ὅσο πληθαίνει ὁ ἀριθμὸς τῶν «κοινωνούντων», τόσο ρηχαίνει καὶ ξεθυμαίνει ἡ ποιότητα τῆς ἐπικοινωνίας τους. Καὶ τοῦτο, διότι ἁπλῶς μετὰ τὴν πτώση εἴμαστε ἀνεπαρκεῖς σὲ διαθέσιμο χρόνο καὶ ψυχικὲς δυνάμεις καὶ πιστοποίηση ἐμπιστοσύνης, ἔναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Στὸ τελικὸ μέλλον, στὴ Βασιλεία Του, θὰ μποροῦμε νὰ ἐπικοινωνοῦμε, ἔτσι καθαρά, ζωηρά, ἄμεσα, ἔντονα, βαθειά, μὲ ὅλους! Τὰ ἀμέτρητα ἑκατομμύρια τῶν συναγμένων ψυχῶν!

Αὐτὸ τὸ ὑπέροχο φαινόμενο τῆς ἐν Θεῷ τῶν ψυχῶν «κοινωνίας» τὸ συναντήσαμε στοὺς πρώτους χριστιανούς. «Εἶχον ἅπαντα κοινὰ καὶ τὴν ψυχὴν μίαν».(2) Δηλαδή, ὡς πρὸς τὰ συμβατικὰ καὶ ὑλικά, ἦσαν τόσο ἀνώτεροι καὶ ἀνέμελοι καὶ τόσο μεταδοτικοὶ καὶ εἰρηνικῶς μοιραζόμενοι, ὡς πρὸς δὲ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ αἰσθήματα συνταυτισμένοι! Καὶ «ἦσαν ὁμοθυμαδόν» (Πράξ. β´ 46) μὲ μιὰ φορὰ τῆς ψυχῆς καὶ μὲ πλούσια τὰ αἰσθήματα, προσανατολισμένα ὁλόκαρδα στὴν «κοινωνία», «ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας» (Πράξ. β´ 46), ἄδολοι, ἁγνοί, δοσμένοι σ᾿ αὐτὸ τὸ παραδεισιακὸ βίωμα τῆς εἰλικρινείας, τῆς ἀθῳότητος, τῆς αὐτοπροσφορᾶς.. «Ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς (Πράξ. β´ 42). Προσκαρτεροῦντες σημαίνει: Μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ ἐπιμονὴ στέκω κάπου, ἀφοσιωμένα, καὶ περιμένω διαρκῶς κάτι (τὸ ὅλο περισσότερο τῆς «κοινωνίας» τῶν ψυχῶν καὶ τῆς ἐπευλογούσης Χάριτος). Καὶ τὸ σημεῖο προσανατολισμοῦ ἦταν α. ἡ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, β. ἡ κοινωνία τῶν ψυχῶν, γ. ἡ Θ. Λειτουργία, δ. οἱ προσευχές. Καὶ παρατηροῦμε: Πρώτιστο ἦταν ἡ διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων. Ὄχι ὡς κήρυγμα διανοητικό, γνωσιακὸ καὶ στυφό, ὅπως ἴσως πολλοὶ τὸ ξέρουμε, ἀλλὰ μετάγγιση τοῦ βιώματος τῶν ἀπὸ τὴν «κοινωνίαν Χριστοῦ». Στὴ συνέχεια -καὶ ...πρὶν τὴ Λειτουργία!- ἡ «κοινωνία», ἡ ἐπαναύπαση τῶν ψυχῶν.

Καὶ «εἶχον χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν» (Πράξ. β´ 47). Ὅλοι ἔνιωθαν τὸ ἀπαύγασμα καὶ τὴν αὔρα αὐτῆς τῆς ἀληθινῆς, γνήσια ἀθῴας, εἰλικρινοῦς καὶ οὐράνιας ἀγάπης τῶν χριστιανῶν, καὶ «μετελάμβαναν» αὐτὴν τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν παρηγορητικὴν ἐλπίδα ὅτι δὲ χάλασε ὁ κόσμος, δὲ θὰ χαθεῖ, ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀληθινοὶ καὶ ὑπάρχει Θεός!.. Καὶ ἐκτιμοῦσαν.

Ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες οἱ πιστοὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ βίωμα. Δηλαδή, ἄγρυπνα τὸ φύλαγαν, τὸ ἀπελάμβαναν, τὸ καλλιεργοῦσαν, ἐμβάθυναν. Διότι, τὸ ᾿νιωθαν ὅτι εἶναι εὐαίσθητο, εἶναι οὐράνιο χάρισμα, σὲ κάθε δευτερόλεπτο μπορεῖ νὰ τινάξει (ἁπαλὰ καὶ ἀνεπαίσθητα) τὰ φτερά του καὶ νὰ ἀνυψωθεῖ καὶ νὰ χαθεῖ στὰ οὐράνια, ἀπ᾿ ὅπου κατῆλθε.

Καὶ βλέπουμε, δυστυχῶς, ποὺ πολὺ σύντομα, «πληθυνόντων τῶν μαθητῶν» (Πράξ. στ´ 1), τὸ χάσανε! Κι᾿ ἄρχισαν οἱ ξεσυνέργιες καὶ οἱ στενοχώριες, γιὰ τὸ ποιὲς χῆρες ποιανῶν εἶχαν καλύτερη περιποίηση στὶς φιλανθρωπικὲς διακονίες, γιὰ τὸ ἂν φημίστηκε ὁ Βαρνάβας ποὺ πούλησε μεγάλο κτῆμα ἢ ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα (Πράξ. δ´ 36-37 & ε´ 1).

Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸ ζοῦν πλέον μόνο λίγοι, ὑπαρκτοὶ ὅμως (μολονότι ἀθόρυβοι), μέσα στοὺς αἰῶνες. Σὲ μικρὰ κοινόβια, σὲ συνειδητοποιημένες καὶ σφιχτὰ δεμένες ἐν Θεῷ οἰκογένειες, σὲ διακριτικὴ καὶ ἐν φόβῳ Θεοῦ οἰκειότητα πνευματικοῦ πατέρα.



Σημειώσεις

1. Ρωμ. β´ 6-7. (...) ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ, τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον.
   Ἐφεσ. στ´ 24. Ἡ χάρις μετὰ πάντων τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν ἀφθαρσίᾳ. Ἀμήν.
   Β´ Τιμ. α´ 10. Διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου.

2. Πράξ. δ´ 32. Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά.

Ἅγιος Παράμονος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ 370 σὺν αὐτῷ Μάρτυρες (29 Νοεμβρίου).


Μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους 370 χριστιανοὺς στὰ μέσα του 3ου μ.Χ. αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος, ποὺ εἶχε κάνει πολλοὺς φόνους χριστιανῶν.
Τότε λοιπόν, κοντὰ στὸν ποταμὸ Τίγρη ὑπῆρχαν ἰαματικὰ λουτρά. Στὰ λουτρὰ αὐτὰ εἶχε πάει καὶ ἕνας φανατικὸς λάτρης τῶν εἰδώλων, ὁ ἄρχων Ἀκυλίνος. Ὅταν ἔκανε θυσίες στὸ ναὸ τῆς Ἴσιδος, ἔδωσε διαταγὴ νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτὲς ὁ Παράμονος καὶ ἄλλοι 370 χριστιανοί, ποὺ εἶχαν συλληφθεῖ καὶ τοὺς κρατοῦσαν φυλακισμένους. Ὅλοι ὅμως ἀρνήθηκαν. Καὶ ἐνῶ γίνονταν οἱ εἰδωλολατρικὲς θυσίες, οἱ πιστοί του Χριστοῦ ἔψαλλαν «ψαλμοὶς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαὶ πνευματικαί», στὸν Σωτήρα τους.
Ὁ Ἀκυλίνος, ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν στάση τους, διέταξε νὰ τοὺς σκοτώσουν. Ὅρμησαν ἐναντίον τους οἱ στρατιῶτες, καὶ κτυπώντας τους μὲ τὶς λόγχες, καταξέσχισαν τὰ σώματά τους. Ἔτσι, μαρτυρικὰ καὶ ἔνδοξα παρέδωσαν ὅλοι τὴν γενναία ψυχή τους στὸ στεφανοδότη Χριστό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν, σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντος, καὶ Ἀθλητὰς εὐκλεεῖς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως, ὡς φιλήσαντες ἄγαν, ᾔσχυναν δι’ ἀγώνων, παρανόμων τὸ κράτος, αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν, πᾶσι καὶ ἔλεος.



Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς στρατευθέντες Χριστῷ διὰ πίστεως, τὰς τῶν ἐχθρῶν διεκόψατε φάλαγγας, καὶ νίκης τὸ στέφος δεξάμενοι, σὺν Παραμόνῳ θεόφρον Φιλούμενε, Ἀγγέλων ἰσότιμοι ὤφθητε.

Μεγαλυνάριον.
Νόμοις παραμένοντες ἱεροῖς, Παράμονε μάκαρ, καὶ Φιλούμενε Ἀθλητά, φίλοι τοῦ Σωτῆρος, ἐδείχθητε ἐν ἄθλοις, ἀχλὺν παρανομίας διασκεδάσαντες

Ἅγιος Φιλούμενος ὁ νέος Ἱερομάρτυρας (29 Νοεμβρίου).


Ἀπὸ μικρὸς ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ἀγάπησε τὸν Χριστό. Σὲ ἡλικία δέκα ἐτῶν μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του περίμεναν νὰ ἀποκοιμηθεῖ ὁ μεγαλύτερός τους ἀδελφὸς καὶ αὐτοὶ σηκώνονταν καὶ προσεύχονταν κρυφὰ γιὰ ὦρες.
Κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὁροῦντα τῆς ἐπαρχίας Μόρφου. Καλὴ παιδαγωγὸ καὶ δασκάλα τῆς εὐσεβείας εἶχαν τὴ γιαγιά τους Λωξάντρα, ἡ ὁποία τοὺς ζητοῦσε νὰ τῆς διαβάζουν βίους ἁγίων.
Διαβάζοντας ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ Φιλούμενος, τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὡς ἄλλος μιμητὴς ἐκείνου, ἔκαυσε τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τούτου.
Τὰ δίδυμα τέκνα τῆς Μαγδαληνῆς καὶ Γεωργίου Ὀρουντιώτη, Φιλούμενος καὶ Ἐλπίδιος φλεγόμενα ἀπὸ θεῖο ἔρωτα, ξεκίνησαν γιὰ τὴν παλαίφατη Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου.
Ἐκεῖ παρέμειναν γιὰ πέντε χρόνια καὶ μετὰ ἀνεχωρήσαν ἀπὸ τὴ μαρτυρικὴ γῆ τῆς Κύπρου στὴν Ἁγία Γῆ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ πατὴρ Ἐλπίδιος μετὰ ἀπὸ δώδεκα ἔτη διακονίας στὰ Ἱεροσόλυμα συνέχισε τὸν ἐκκλησιαστικό του βίο σὲ διάφορα μέρη τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐκοιμήθη στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ Φιλούμενος ἔμεινε στὴν ἁγία γῆ γιὰ 46 ἔτη διακονώντας τὴν ἐκεῖ ἀδελφότητα τοῦ Πατριαρχείου, ὡς φύλακας ἁγίων τόπων, ἀλλὰ ἐξαιρέτως ἁγίων τρόπων.
Τελευταῖος σταθμὸς τῆς διακονίας του ἦταν τὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, τὸ ὁποῖον ἔγινε τόπος τοῦ μαρτυρίου του.
Στὶς 29 Νοεμβρίου 1979, ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς, φανατικοὶ σιωνιστές, ποὺ διεκδικοῦσαν τὸ προσκύνημα ὡς δικό τους, τὸν κατέκοψαν τὴν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἁγιοταφίτες πατέρες παρέλαβαν τὸ τίμιό του λείψανο ἔπειτα ἀπὸ πέντε ἡμέρες καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴν ἁγία γῆ.
Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, μετὰ ἀπὸ τρία ἔτη, αὐτὰ εὐωδίαζαν δείχνοντας τὴν ἁγιότητά του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 29η Νοεμβρίου, ἐξαιρέτως δὲ στὴν κοινότητα τῆς Ὁροῦντας μὲ παννύχιο ἀγρυπνία.

Συναξαριστής 29 Νοεμβρίου

 Ὁ Ἅγιος Παράμονος καὶ οἱ 370 Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μ᾿ αὐτόν



Μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους 370 χριστιανοὺς στὰ μέσα τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος, ποὺ εἶχε κάνει πολλοὺς φόνους χριστιανῶν. Τότε λοιπόν, κοντὰ στὸν ποταμὸ Τίγρη ὑπῆρχαν ἰαματικὰ λουτρά. Στὰ λουτρὰ αὐτὰ εἶχε πάει καὶ ἕνας φανατικὸς λάτρης τῶν εἰδώλων, ὁ ἄρχων Ἀκυλίνος.

Ὅταν ἔκανε θυσίες στὸ ναὸ τῆς Ἴσιδος, ἔδωσε διαταγὴ νὰ συμμετέχουν σ᾿ αὐτὲς ὁ Παράμονος καὶ ἄλλοι 370 χριστιανοί, ποὺ εἶχαν συλληφθεῖ καὶ τοὺς κρατοῦσαν φυλακισμένους. Ὅλοι ὅμως ἀρνήθηκαν. Καὶ ἐνῷ γίνονταν οἱ εἰδωλολατρικὲς θυσίες, οἱ πιστοὶ τοῦ Χριστοῦ ἔψαλλαν «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς» στὸ Σωτῆρα τους.

Ὁ Ἀκυλίνος, ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν στάση τους, διέταξε νὰ τοὺς σκοτώσουν. Ὅρμησαν ἐναντίον τους οἱ στρατιῶτες, καὶ κτυπῶντας τους μὲ τὶς λόγχες, καταξέσχισαν τὰ σώματά τους. Ἔτσι, μαρτυρικὰ καὶ ἔνδοξα παρέδωσαν ὅλοι τὴν γενναία ψυχή τους στὸ στεφανοδότη Χριστό.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.

Κάθισμα Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Παράμονος, καρτερικῶς ἐναθλῶν, τοῖς ῥείθροις τοῦ αἵματος, πολυθεΐας πυράν, ἐνθέως κατέσβεσεν· ὅθεν τῶν ἰαμάτων, εἰληφὼς θείαν χάριν, δαίμονας ἀπελαύνει, καὶ νοσήματα παύει αὐτοῦ Χριστὲ πρεσβείαις, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος



Ἦταν ἔμπορος σιτηρῶν καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Λυκαονία. Καταγγέλθηκε ὅτι ἦταν χριστιανὸς στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀγκύρας Φήλικα, τὸ ἔτος 270.

Ὅταν τὸν συνέλαβαν, οὔτε τὴ ζωή του θέλησε νὰ προφυλάξει, οὔτε τὸ ἐμπόριό του νὰ προστατέψει καὶ νὰ διατηρήσει. Καταφρονῶντας τὰ πάντα γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ψυχική του σωτηρία, ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ ἀρνήθηκε νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα.

Τὸν ὑπέβαλαν τότε σὲ σκληρὰ βασανιστήρια. Τρύπησαν μὲ καρφιὰ τὰ χέρια, τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοῦ προκληθεῖ ἀκατάσχετη αἱμοῤῥαγία καὶ ἔτσι παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν ἁγία ψυχή του.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντας καὶ ἀθλητὰς εὐκλεεῖς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως ὡς φιλήσαντας ἄγαν, ᾔσχυναν δι' ἀγώνων παρανόμων τὸ κράτος αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν πᾶσι καὶ ἔλεος.


Ὁ Ὅσιος Νικόλαος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἱερομάρτυρας, «ὁ ἐν Περσίδι»

Σὲ πολλὰ Μηνολόγια ὁ Ἰωάννης αὐτὸς ἀναφέρεται ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Δαμασκοῦ καὶ μαρτύρησε στὴν Περσία.
(Ἴσως ὅμως νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μ᾿ αὐτὸ τῆς 10ης Ἀπριλίου καὶ τῆς 1ης Νοεμβρίου).

Οἱ Ἅγιοι ἕξι Μάρτυρες

Ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησαν. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὅταν τοὺς καταδίωκαν, ἄνοιξε μία πέτρα καὶ μπῆκαν στὸ ἐσωτερικό της.

Ὁ Ἅγιος Οὐρβανός ἐπίσκοπος Μακεδονίας

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
(Ἴσως εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ τὸν Ἅγιο Ῥωμανὸ τῆς 28ης Νοεμβρίου).

Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐπίσκοπος Κορίνθου

Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὸν Διονύσιο ἐπίσκοπο Κορίνθου, ποὺ ἔζησε τὸν 2ο αἰῶνα μ.Χ. (160), ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Μᾶρκος Αὐρήλιος.

Κατὰ τὸν Μελέτιο ὁ Διονύσιος αὐτὸς ἦταν ἄνδρας λόγιος, πολυμαθὴς καὶ ἔνθεος. Μεριμνοῦσε ὄχι μόνο γιὰ τὸ ποίμνιό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ποίμνιο τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ἐπικοινωνοῦσε μὲ ἐπιστολές.

Τὶς ἐπιστολὲς αὐτές, ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβειος τὶς χαρακτηρίζει σὰν θεῖες διδασκαλίες καὶ ἄξιες μεγάλης προσοχῆς.
(Ἀναφέρεται ὅτι μαρτύρησε διὰ ξίφους).

Ὁ Ὅσιος Παγκόσμιος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Πιτυροῦν

Ἔκανε μαθητὴς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ πῆρε ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ χαρίσματα ἐκείνου, ἡ δὲ ἐγκράτειά του εἰκονίζεται κατὰ τὸν αὐστηρότατο ἀσκητισμό. Πολλὲς φορὲς ἔμεινε νηστικὸς ἐντελῶς, χωρὶς καθόλου νὰ ζημιωθεῖ ἡ ὑγεία του ἢ νὰ ἐλαττωθεῖ ἡ πνευματικὴ ἀντοχή του καὶ ἡ προθυμία του.

Συχνὰ ἔλεγαν οἱ μοναχοὶ γιὰ ὁράματα, ποὺ ἐμφανίζονταν σ᾿ αὐτοὺς οἱ δαίμονες. Ἐκεῖνος τότε ἔλεγε: «ἐγὼ φοβᾶμαι περισσότερα τὰ δαιμόνια, ποὺ φωλιάζουν τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν φιλαργυρία, τὴν φιληδονία καὶ ἄλλα παρόμοια πάθη. Αὐτὰ εἶναι τὰ πιὸ ἐπικίνδυνα δαιμόνια καὶ πρέπει μεγάλη προσοχὴ πρὸς αὐτά».

Ὁ Ὅσιος Πιτυροῦν ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Οὐαλερῖνος (ἢ Οὐαλεριανὸς)

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Φαῖδρος

Θανατώθηκε μαρτυρικά, ἀφοῦ ἔχυσαν ἐπάνω του καυτὴ ῥητίνη.

Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye μὲ σύντομο ὑπόμνημα. Αὐτὸς ἐγκατέλειψε γυναῖκα, παιδιὰ καὶ συγγενεῖς, καὶ ἔγινε μοναχός.

Γύριζε τὴν ἔρημο, τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου βρέθηκε νεκρὸς σὲ κάποιο ναό, φέροντας ἐπάνω του βαριὰ σίδερα. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ κόσμος, θαύμασε τὴν ἀσκητικότητά του.

Ἔτσι κατασκεύασαν ξύλινη θήκη, ὅπου ἔβαλαν μέσα τὸ σῶμα του, μαζὶ μὲ τὰ σίδερα ποὺ ἔφερε ὅταν ζοῦσε.

Ὁ Ὅσιος Νεκτάριος «ἐπίσκοπος ἐν τῷ Σπηλαίῳ»

(Ρῶσος)

Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ὁ Νεοϊερομάρτυρας



Οἱ γονεῖς τοῦ λέγονταν Γεώργιος καὶ Μαγδαληνὴ Χασάπη ἢ Ὀρουντιώτη, ἐπειδὴ κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὁροῦντα καὶ ἀπέκτησαν συνολικὰ 13 παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποία ἐπέζησαν τελικὰ τὰ 10, 7 ἀγόρια καὶ 3 κορίτσια. Ἡ πολυμελὴς καὶ εὐλογημένη αὐτὴ οἰκογένεια ἔμενε σὲ ἰδιόκτητο σπίτι στὴν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ ἦταν ἀρκετὰ εὔπορη. Ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου εἶχε δικό του πανδοχεῖο καὶ φοῦρνο, ἐνῷ ἡ μητέρα τοῦ ἀπασχολεῖτο στὸ σπίτι καὶ στὴ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν.

Ὡς εὐλαβεῖς ποὺ ἤσαν εἶχαν μετατρέψει ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ σὲ τόπο προσευχῆς μὲ εἰκονοστάσι, ἀπ' ὅπου εἶχαν τὴν καλὴ συνήθεια νὰ περνοῦν ὅλοι τὸ βράδυ πρὶν πλαγιάσουν γιὰ προσευχή. Ἰδιαίτερο ζῆλο ἔδειχναν πάντοτε στὴν προσευχὴ οἱ δύο δίδυμοι.

Πολὺ σημαντικὸ ρόλο στὴ διαμόρφωση ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς στὰ παιδιὰ διαδραμάτισε καὶ ἡ ἐνάρετη γιαγιὰ τοὺς (μητέρα τῆς μητέρας τοὺς) Λωξάνδρας (Ἀλεξάνδρα). Οἱ μικροὶ δίδυμοι ἐντρυφοῦσαν ἐπίσης στὴ μελέτη πνευματικῶν βιβλίων, καὶ μάλιστα στοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Ἰδιαίτερά τους συγκίνησε ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου, ποὺ ἔδωσε τὴν τελικὴ ὤθηση νὰ ἀκολουθήσουν τὸν μοναχικὸ βίο.

Σὲ ἡλικία μόλις 14 χρόνων, κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους, κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1928 τὰ δύο ἀδέλφια ξεκίνησαν μὲ τὰ πόδια, σὰν διψασμένα γιὰ ἀρετὴ ἐλάφια, γιὰ τὴ μονὴ τοῦ Σταυροβουνίου, ποὺ ἦταν ξακουστὴ γιὰ τὴν ὀσιακὴ ζωὴ τῶν ἐναρέτων Γερόντων, ποὺ ἀσκοῦσαν τότε σ' αὐτήν.

Παρὰ τὶς ἀρχικὲς ἀντιδράσεις τους, οἱ εὐλογημένοι γονεῖς τοὺς τελικὰ ὑποχώρησαν καὶ τοὺς ἔδωσαν τὴν εὐχή τους, μπροστὰ στὴν ἔντονη ἐπιμονὴ τῶν παιδιῶν τους γιὰ τὸν μοναχισμό. Ἡγούμενος τότε ἦταν ὁ ἐνάρετος Γέροντας Βαρνάβας Χαραλαμπίδης (1864-1948).

Μέσα στὸ ἀσκητικὸ περιβάλλον τῆς Μονῆς τὰ δύο νεόφυτα βλαστάρια ἔθεσαν τὶς γερὲς βάσεις γιὰ τὴ μετέπειτα βιοτή τους. Στὴ Μονὴ παρέμειναν μόνο γιὰ 5 χρόνια, γιατί κλονίστηκε ἡ ὑγεία τους καὶ ἀναγκάστηκαν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντά τους νὰ παραμείνουν καὶ γιὰ κάποιο διάστημα στὸ σπίτι τους. Τὸ 1934 ἐπισκέπτεται τὴ Μονὴ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἰορδάνου καὶ μετέπειτα Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Τιμόθεος Θέμελης (1878-1955), ποὺ προτείνει στὸν Γέροντα Βαρνάβα καὶ στὸν πατέρα τῶν παιδιῶν νὰ τοὺς πάρει μαζί του στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ φοιτήσουν στὸ ἐκεῖ Γυμνάσιο. Τόσο ὁ Γέροντας, ὅσο καὶ ὁ πατέρας τοὺς ἔδωσαν τὴν εὐχή τους στὰ παιδιά, ποὺ τὴν ἴδια χρονιὰ ἀναχώρησαν γιὰ τὴν Παλαιστίνη.

Τὰ δύο ἀδέλφια ἀποφοίτησαν τὸ 1939 ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο καὶ ἀκολούθησε ὁ καθένας τὴ δική του πορεία. Ὁ Ἀλέξανδρος τὸ 1937 κάρηκε μοναχός, μετονομασθεῖς σὲ Ἐλπίδιο καὶ χειροτονήθηκε διάκονος τὴν ἴδια χρονιὰ καὶ τὸ 1940 πρεσβύτερος. Ὑπηρέτησε μὲ ζῆλο σὲ διάφορα διακονήματα τοῦ Πατριαρχείου, καὶ ὕστερα προσλήφθηκε στὸ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Μετὰ ἀπὸ διάφορες σπουδὲς καὶ ποικίλες ὑπηρεσίες, καὶ ἀφοῦ παρέμεινε γιὰ λίγο στὸ ΄Ἅγιον Ὅρος, ἐκοιμήθη στὸν Ἐρυθρὸ Σταυρὸ στὴν Ἀθῆνα ἕνα ὄντως ὀσιακὸ θάνατο στὶς 29 Νοεμβρίου 1983.

Ὁ Σοφοκλῆς, ἀντίθετα, παρέμεινες μέχρι τὸ μαρτυρικό του τέλος στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ὅπου διακόνησε μὲ μεγάλη αὐτοθυσία καὶ ὑποδειγματικὰ ὅσια βιοτὴ σὲ ποικίλα διακονήματα καὶ προσκυνήματα. Τὸ 1937 κάρηκε μοναχός, μετονομασθεῖς σὲ Φιλούμενο, τὸ 1939 χειροτονήθηκε διάκονος, τὸ 1943 ἔγινε πρεσβύτερος, ἐνῷ τὸ 1948 προχειρίσθηκε σὲ Ἀρχιμανδρίτη. Τελικὰ διορίστηκε στὶς 8 Μαΐου 1979 ὑπεύθυνος στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὅπου καὶ λίγο ἀργότερα μαρτύρησε.

Ὡς μέλος τῆς ἁγιοταφικῆς ἀδελφότητας ὁ π. Φιλούμενος ἔζησε ἀθόρυβα καὶ ταπεινά, τηρώντας μὲ ἀκρίβεια τὶς μοναχικές του ὑποσχέσεις. Ἀναφέρεται πὼς γιὰ ὀκτὼ χρόνια, ποὺ ἀσκήτευε μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Λύδδης Ὑμέναιο, δὲν κάθησαν ποτὲ σὲ τραπέζι νὰ φᾶνε, ἀλλ' ἔτρωγαν ὄρθιοι καὶ μέσα σὲ κατσαρόλα γιὰ ἄσκηση.



Στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ τὸν ἐπισκέπτονταν συχνὰ φανατικοὶ Ἑβραῖοι, ποὺ τὸν ἐνοχλοῦσαν καὶ τὸν παρακινοῦσαν νὰ φύγει ἀπ' ἐκεῖ, ἀφοῦ, ὡς γνωστό, οἱ Ἑβραῖοι τὸ θεωροῦν δικό τους προσκύνημα. Ὁ π. Φιλούμενος ἀπόφευγε διακριτικὰ νὰ τοὺς προκαλεῖ, ἐξηγώντας ὡστόσο μὲ ταπείνωση σ' αὐτοὺς πὼς τὸ προσκύνημα ἀνῆκε ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες στοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Στὶς 16/29 Νοεμβρίου τοῦ 1979 καὶ ἐνῷ ὁ Ἅγιος τελοῦσε τὸν Ἑσπερινό, τὸ ἐπιτέθηκαν, ἄγνωστο πόσοι Ἑβραῖοι φανατικοί, ποὺ μὲ τσεκοῦρι ἀπάνθρωπα τὸν δολοφόνησαν. Ἀφοῦ στὴ συνέχεια λεηλάτησαν τὸν ναό, ἔριξαν φεύγοντας χειροβομβίδα, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ βέβηλο ἔργο τους.

Τὸ σκήνωμα τοῦ π. Φιλουμένου παραδόθηκε μετὰ ἀπὸ 6 ἡμέρες στοὺς Ἁγιοταφῖτες καὶ διατηροῦσε θαυμαστὰ τὴν εὐκαμψία του. Ἡ κηδεία τοῦ ἔγινε στὶς 21.11/4/12/79 καὶ τάφηκε στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Σιῶν σὲ συνθῆκες βαρυτάτου πένθους καὶ μὲ τὴ συνδρομὴ πλήθους κόσμου. Τέσσερα χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἀνοίχθηκε ὁ τάφος του γιὰ νὰ γίνει ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων του, τὸ σῶμα τοῦ βρέθηκε ἄφθαρτο καὶ εὐωδίαζε. Τότε ξανακλείστηκε ὁ τάφος καὶ ἄνοιξε ξανὰ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1984, κατὰ τὴν ἠδεία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Πέλλης Κλαυδίου. Τὸ σκῆνος τοῦ βρέθηκε τότε νὰ διατηρεῖ μερικὴ ἀφθαρσία καὶ νὰ εὐωδιάζει, ὡς ἄνωθεν ἐπισφράγιση τῆς ἔνταξής του «ἐν σκηναῖς Ἁγίων». Τότε τοποθετήθηκε σὲ ὑάλινη λειψανοθήκη στὸ βόρειο τμῆμα τοῦ ἱεροῦ βήματος στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σιῶν.

Παρότι σήμερα δὲν ὑπάρχει, γιὰ διάφορους λόγους, ἐπίσημη πράξη ἀναγνώρισης τῆς ἁγιότητός του, τὸ πλήρωμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας θεωρεῖ τὸν π. Φιλούμενο ὡς Ἅγιο καὶ τοῦ ἀπονέμει τὴ σχετικὴ τιμητικὴ προσκύνηση. Ἡ ὀσιακὴ βιοτή του, τὸ μαρτυρικὸ τέλος του, ἡ ἀφθαρσία καὶ εὐωδία τοῦ χαριτοβρύτου σκήνους του, τὰ ὑπὸ πολλῶν μαρτυρούμενα πολλαπλὰ θαύματα τοῦ (ἰάσεις ἀσθενειῶν, καὶ μάλιστα καρκίνου), ποὺ ἔγιναν σὲ κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς μετὰ τὴν τελείωσή του, ἀποτελοῦν ἀψευδεῖς μαρτυρίες γιὰ τὴν ἁγιότητά του.


Ὁ Ἅγιος Brendan (Ἰρλανδός)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Ἀνάμνησις Ἐγκαινίων Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σεργίου καὶ Βάκχου

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Οι άγιοι ζούσαν επί Δεκίου του βασιλιά και του άρχοντα Ακυλίνου. Η αφορμή γι’ αυτούς της πίστεώς τους στον Χριστό και της τελειώσεώς τους είναι η παρακάτω: Σε τόπο της Βαλσατίας, που ονομαζόταν Ιερό, υπήρχε πολλή και πλούσια ανάδυση θερμών υδάτων, η οποία θεράπευε κατά παράδοξο τρόπο τις αρρώστιες. Εδώ λοιπόν έφτασε για θεραπεία του σώματός του ο άρχοντας της Ανατολής Ακυλίνος, ο οποίος είχε διατάξει να τον ακολουθήσουν δέσμιοι από τη Νικομήδεια και οι αθλητές που είχαν συλληφθεί για την πίστη τους στον Χριστό. Όταν πήγε στο τέμενος της Ίσιδος και πρόσφερε τις βδελυρές θυσίες του, διέταξε και τους αγίους να θυσιάσουν στα είδωλα και να τα προσκυνήσουν. Επειδή βεβαίως εκείνοι αρνήθηκαν να το κάνουν, έδωσε προσταγή να τους σκοτώσουν όλους με ξίφη. Έτσι οι γενναίοι γίνανε θαυμαστοί μάρτυρες του παμβασιλέως Χριστού του Θεού, με τη βοήθεια Εκείνου, τριακόσιοι εβδομήντα τον αριθμό.
Βλέποντας αυτούς ο άγιος Παράμονος, με μεγάλη φωνή φώναξε και είπε: «Βλέπω μεγίστη ασέβεια. Διότι ο μιαρός αυτός κατασφάζει τόσους δικαίους και ξένους με παράλογο τρόπο». Ο άρχοντας, όταν το άκουσε, καταλήφθηκε από μανία και διέταξε αμέσως να τον σκοτώσουν. Οι απεσταλμένοι του άρχοντα αφού συνέλαβαν τον Παράμονο, ο οποίος δεν γνώριζε τη διαταγή και συνέχιζε να βαδίζει στον τόπο που βρισκόταν, δεν ήθελαν ένας να διαπράξει τον φόνο, αλλά όλοι. Έτρεξαν λοιπόν να χύσουν αίμα αθώο, μπροστά στα μάτια του άρχοντα, με τα ίδια τους τα χέρια και με τα δικά τους όπλα. Άλλοι τότε τον κτυπούσαν με λόγχες, άλλοι με μυτερά καλάμια, περνώντας τα μέσα από τη γλώσσα και τα λοιπά μέλη του αγίου, μέχρις ότου μπροστά στον τύραννο τον σκότωσαν  στον τόπο που είπαμε, και τον έστειλαν έτσι στις ουράνιες σκηνές. Στον ίδιο χώρο με τους αγίους τριακοσίους εβδομήντα μάρτυρες και στις ίδιες θήκες με αυτούς συγκαταριθμήθηκε και ο άγιος και κατατέθηκε το λείψανό του».
Αυτό που θαυμάζει κανείς στον άγιο Παράμονο εξαρχής, είναι η αντίδρασή του μπροστά σε μία εξώφθαλμη αδικία. Μπροστά στο τρομερό γεγονός του μαρτυρικού θανάτου τόσων ανθρώπων, η ψυχή του «πνίγεται» και αντιδρά. Δεν κρύβεται, δεν κάνει τον «ανήξερο», δεν ακολουθεί τον δρόμο της «σύνεσης», για να μην πάθει κι εκείνος τίποτε – έβλεπε οπλισμένους στρατιώτες και την εξουσία του τόπου, συνεπώς ανθρωπόμορφα θηρία που μπορούσαν να του κάνουν κακό – με άλλα λόγια, δεν ακολουθεί την «πεπατημένη» του ιερέα και του λευίτη της παραβολής του καλού Σαμαρείτη – «ύπτιος εν καιρώ των αγώνων ου γέγονας, εγηγερμένος δε μάλλον και προς θείαν άθλησιν ρωμαλέος», δηλαδή: δεν ήσουνα ξαπλωμένος στον καιρό των αγώνων, αλλά μάλλον όρθιος και ρωμαλέος για τη θεία άθληση -  αλλά αφήνει να εκφραστεί η αγανάκτησή του, με τρόπο  που να ακουστεί. Κι αυτή η αντίδρασή του, η οποία τελικώς θα στοιχίσει και τη δική του ζωή, φανέρωσε την υπάρχουσα μέσα του καλή διάθεση της ψυχής. Ο άγιος Παράμονος είχε καλή καρδιά, που διατηρούσε μέσα της ανθρωπιά, δηλαδή αγάπη. Μας το αποκαλύπτει ο απόστολος Παύλος, όταν θα πει μεταξύ των άλλων ότι «η αγάπη ου χαίρει επί τη αδικία». Έτσι ο άγιος Παράμονος λειτούργησε σαν τον καλό  Σαμαρείτη, που ναι μεν δεν μπορούσε να βοηθήσει τους σφαγιαζομένους μάρτυρες, αν είχε όμως τη δυνατότητα, θα το έκανε.
Ο άγιος υμνογράφος κινείται σ’ αυτό το σκεπτικό. Θεωρεί μάλιστα ότι όχι μόνον η αντίδρασή του αγίου ήταν θέμα αληθινής ανθρωπιάς, αλλά και χάρης Θεού, θεϊκού ζήλου. Διότι μόνον  ένας που η καρδιά του νύττεται από ζήλο Θεού, μπορεί και αυτός να θελχθεί από το μαρτύριο των αγίων, πολύ περισσότερο να γίνει και ο ίδιος μάρτυρας. «Δια τον πάντων Θεόν και Βασιλέα, δήμον πολυάριθμον κατασφαττόμενον κατανοήσας, Παράμονε, τω θείω ζήλω όλως εθέλχθης και ανεβόησας∙ Χριστού δούλος γνήσιος υπάρχω πάντοτε∙ γνώτε παράνομοι τύραννοι∙ και ως αρνίον άκακον θύεσθαι νυν αυτόκλητος παρεγενόμην». (Μόλις κατενόησες, Παράμονε, ότι ο πολυάριθμος δήμος των μαρτύρων κατασφάττεται για την πίστη του πάντων Θεού και βασιλέα, θέλχθηκες εντελώς από τον ζήλο του Θεού και φώναξες δυνατά: Είμαι πάντοτε κι εγώ γνήσιος δούλος Χριστού. Μάθετέ το παράνομοι τύραννοι. Και να, τώρα, παρευρίσκομαι από μόνος μου, προκειμένου να θυσιαστώ σαν άκακο αρνί).
Εκείνο που κινητοποίησε τον άγιο Παράμονο, ώστε να προκληθεί και να θεριέψει η πίστη του στον Χριστό, ήταν βεβαίως το παράδειγμα των πολυαρίθμων μαρτύρων. Δεν άκουσε λόγια περί Χριστού – αναγκαία ασφαλώς κι αυτά – δεν διάβασε κάτι για Εκείνον. Είδε σαρκωμένη και έμπρακτη την πίστη. Και ζήλεψε. Και κινητοποιήθηκε. Και αντέδρασε. Και έγινε και αυτός μάρτυρας. «Υπομονήν εκπληττόμενος των μαρτύρων και την αυτών τελείωσιν, ένδοξε, θαυμάζων, τούτοις εκοινώνησας του ζήλου της πίστεως και της υπερτίμου αθλήσεως». (Μένοντας έκπληκτος, ένδοξε, από την υπομονή των μαρτύρων, και θαυμάζοντας το τέλος τους, έγινες κοινωνός μ’ αυτούς στον ζήλο της πίστεώς τους και της υπέρτιμης άθλησής τους). Για να αποδειχτεί για μία ακόμη φορά ότι μεγαλύτερο μάθημα πίστεως από το προσωπικό παράδειγμα, από την πράξη της ζωής, δεν υπάρχει. Που σημαίνει: αν θέλουμε να βοηθήσουμε κι εμείς τον παραπαίοντα κόσμο μας, που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ πίστεως και απιστίας, αν θέλουμε η πίστη του Χριστού να φουντώσει, πέρα από τη χάρη Εκείνου που έτσι κι αλλιώς μας τη δίνει πλουσιοπάροχα κάθε στιγμή, χρειάζεται και η δική μας συνέργεια. Κι αυτό σημαίνει πρωτίστως: λιγότερα λόγια και προσωπικό παράδειγμα. Την ώρα που ο κάθε πιστός μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, εκείνην την ώρα προσφέρεται ο ουρανός στους άλλους ανθρώπους και λάμπει ο ήλιος της πίστεως.

Πρωινή προσευχή.



Πρωινή προσευχή.

Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δόξα Σοι, ο Θεός ημών, δόξα Σοι.


Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της Αληθείας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ο θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών.


(Το Τρισάγιον)
Αγιος ο Θεός, Αγιος Ισχυρός, Αγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. (Τρις).
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Παναγία Τριάς, ελέησον ημάς. Κύριε ιλάσθητι ταις αμαρτίαις ημών, Δέσποτα, συγχώρησον τας ανομίας ημίν, Αγιε επίσκεψαι και ίασαι τας ασθαινείας ημών, ένεκεν του ονόματός Σου. Κύριε, ελέησον. Κύριε, ελέησον. Κύριε, ελέησον.
Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι, και νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η Βασιλεία Σου, γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.


(Μετά τα παρόντα τριαδικά)
Εξεγερθέντες του ύπνου προσπίπτομέν Σοι, Αγαθέ, και τον Αγγέλων τον ύμνον βοώμεν Σοι, Δυνατέ. Αγιος, Αγιος, Αγιος ει ο Θεός, δια της Θεοτόκου ελέησον ημάς.


Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι.
Της κλίνης και του ύπνου εξεγείρας με, Κύριε, τον νουν μου φώτισον, και την καρδίαν και τα χείλη μου άνοιξον, εις το υμνείν Σε, Αγία Τριάς. Αγιος, Αγιος, Αγιος ει ο Θεός, δια της Θεοτόκου ελέησον ημάς.


Και νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αθρόον ο Κριτής επελεύσεται, και εκάστου αι πράξεις γυμνωθήσονται. Αλλά φόβω κράξομεν εν τω μέσω της νυκτός. Αγιος, Αγιος, Αγιος ει ο Θεός, δια της Θεοτόκου ελέησον ημάς.


Κύριε, ελέησον ιβ' (12).


(Ευχαριστήριες ευχές)
Εκ του ύπνου εξανιστάμενος, ευχαριστώ Σοι, Αγία Τριάς, ότι δια την πολλήν Σου αγαθότητα και μακροθυμίαν, ουκ ωργίσθης εμοί τω ραθύμω και αμαρτωλώ, ουδέ συναπώλεσάς με ταις ανομίαις μου, αλλ' εφιλανθρωπεύσω συνήθως και προς απόγνωσιν κείμενον ήγειράς με, εις το ορθρίσαι και δοξολογήσαι το κράτος Σου. Και νυν φώτισόν μου τα όμματα της διανοίας, άνοιξόν μου το στόμα, του μελετάν τα λόγιά Σου, και συνιέναι ταις εντολαίς Σου, και ποιείν το θέλημά Σου, και ψάλλειν Σοι εν εξομολογήσει καρδίας, και ανυμνείν το πανάγιον όνομά Σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Δόξα Σοι, Βασιλεύ, Θεέ Παντοκράτορ, ότι τη θεία Σου και φιλανρώπω προνοία ηξίωσάς με τον αμαρτωλόν και ανάξιον εξ ύπνου αναστήναι και τυχείν της εισόδου του αγίου Σου οίκου. Δέξαι Κύριε, και την φωνήν της δεήσεώς μου, ως των Αγίων και νοερών Σου δυνάμεων, και ευδόκησον εν καρδία καθαρά και πνεύματι ταπεινώσεως, προσενεχθήναι Σοι την εκ των ρυπαρών χειλέων μου αίνεσιν. Όπως καγώ κοινωνός γένωμαι των φρονίμων παρθένων, εν φαιδρά λαμπηδόνι της ψυχής μου, και δοξάζω Σε, τον εν Πατρί και Πνεύματι δοξαζόμενον Θεόν Λόγον. Αμήν.


Δι' ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.

Άγιος Φιλούμενος (29 Νοεμβρίου)



«Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυνάμενων ἀποκτεῖναι• φοβεῖσθε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ» (Ματθ. ι΄, 28)
Ο λόγος αυτός του Κυρίου προς τους μαθητές Του εφαρμόστηκε, κατ’ απόλυτο τρόπο, μέτρο και βαθμό και εις τον παρά το Φρέαρ του Ιακώβ μαρτυρικώς τελειωθέντα Αγιοταφίτη Αρχιμανδρίτη Φιλούμενο και νυν πια, επισήμως και κανονικώς, Ιερομάρτυρα και Άγιο της Εκκλησίας μας, γνωστό σ’ όλη την απανταχού της γης, Ορθοδοξία.
Ο Άγιος Φιλούμενος έγινε σκεύος εύχρηστο του Θεού από τη νεότητά του, η οσιακή ζωή και το μαρτυρικό του τέλος στη συνέχεια, τον ανέδειξαν, στη συνείδηση του λαού, ως ένα «Χριστοφόρο, Θεοφόρο και Πνευματοφόρο ήρωα» του πληρώματος της Εκκλησίας.
Ο ζωντανός αυτός φορέας της Χάριτος είναι γέννημα της Αγιοτόκου και μαρτυρικής νήσου Κύπρου. Συγκεκριμένα, ο κατά κόσμον Σοφοκλής γεννήθηκε στη Λευκωσία, στις 15 Οκτωβρίου 1913 και έλκει την καταγωγή του από το χωριό Ορούντα της επαρχίας Μόρφου. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον Αλέξανδρο, τον μετέπειτα π. Ελπίδιο και από μικροί διακρίνοντο για την αγάπη τους προς τον Θεό.

Μαθήτευσαν «παρά τους πόδας» της ευσεβέστατης γιαγιάς τους Λωξάντρας, μυηθέντες στα ιερά γράμματα της πίστεως και παράδοσής μας, αποκτώντας έτσι εκκλησιαστική και ορθόδοξη συνείδηση. Η «μύηση» αυτή, ο ιδιαίτερος ζήλος για προσευχή, η τακτική «διατριβή» στους Βίους των Αγίων και ειδικότερα η «αδυναμία» τους στον βίο του Οσίου Ιωάννου του Καλυβίτη, γίνονται οι κινητήριοι οδοδείκτες που επιδρούν και ανάβουν μέσα τους την επιθυμία να ακολουθήσουν τον αγγελικό βίο. Έτσι το 1927, τα δίδυμα αδέλφια, σε ηλικία 14 μόλις ετών, αφού έλαβαν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους, ανεχώρησαν για το κάστρο του Κυπριακού μοναχισμού, την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου.
Παρέμειναν εκεί για 6 περίπου χρόνια και το 1934 έρχονται στα Ιεροσόλυμα, μετά από μεσολάβηση του Έξαρχου του Παναγίου Τάφου, για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου, ως μαθητές στη Σχολή της Αγίας Σιών.
Η συμπεριφορά, ο χαρακτήρας, το ήθος, η υπακοή, ο ζήλος και η προσήκουσα επιμέλειά τους είναι αξιοθαύμαστη. Πολύ σύντομα, τα δίδυμα αδέλφια ενδύονται το αγγελικό σχήμα και εισέρχονται στις αγκάλες της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Ο π. Ελπίδιος φεύγει στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, ακολούθως στην Ελλάδα και καταλήγει στο Άγιο Όρος. Ο π. Φιλούμενος παραμένει στις επάλξεις των Αγίων Τόπων και χειροτονείται διάκονος στις 5 Σεπτεμβρίου του 1937, υπηρετώντας για περισσότερο από ένα χρόνο στη Λαύρα του Αγίου Σάββα και στη συνέχεια στα Πατριαρχικά γραφεία.
Την 1η Νοεμβρίου 1943 δέχεται στο Φρικτό Γολγοθά τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης και συνεχίζει τη διακονία του ως φροντιστής στο κεντρικό μαγειρείο, ηγούμενος στην Τιβεριάδα, στην Ιόππη, ως διευθυντής του Οικοτροφείου της Πατριαρχικής Σχολής, ηγούμενος στη μονή του Αρχαγγέλου και τυπικάρης στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Ακολούθησε η ηγουμενία του στη μονή της Μεταμορφώσεως στη Ραμάλα, στις μονές του Αγίου Θεοδοσίου και του Προφήτου Ηλιού και τέλος στις 8 Μαΐου 1979 μετατίθεται στον τόπο του μαρτυρίου του, το προσκύνημα του Φρέατος του Ιακώβ.
Παντού, όπου κι αν διακόνησε, η ταπεινή του απλότητα, η διάθεση προσφοράς που τον διέκρινε, η αθόρυβη πνευματική του παρουσία, η αγάπη του για τις ιερές ακολουθίες, αλλά και πάνω απ’ όλα η πατρική και αδιάκριτη φροντίδα του προς όλους, τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό. Απλός και συμπονετικός. Συγκαταβατικός με τους άλλους και αυστηρός με τον εαυτό του, δεν παρέλειψε ποτέ τα μοναχικά του καθήκοντα και τον προσωπικό του κανόνα. Απέκτησε φήμη εξαιρετικού πνευματικού καθοδηγητή και συμπαραστάτη και τον ευλαβούνταν όλοι, ακόμα και οι αλλόθρησκοι.
Στο τελευταίο του διακόνημα έρχεται αντιμέτωπος με πολλές δυσκολίες. Συχνά τον επισκέπτονταν φανατισμένοι σιωνιστές, ισχυριζόμενοι ότι ο χώρος ήταν Εβραϊκός ιερός τόπος και απαιτούσαν να αποσύρει τους σταυρούς και τις εικόνες από το υπόγειο παρεκκλήσιο του Φρέατος, διότι θεωρούσαν ότι ο τόπος εκείνος τους ανήκε, μιας και ήταν δημιούργημα του Ιακώβ, τον οποίο θεωρούν ως γενάρχη τους. Ο γέροντας, με την πραότητα και την ταπείνωση που τον διέκρινε, προσπαθούσε να μην τους προκαλεί, χωρίς να υποχωρεί βέβαια, αλλά ούτε και να φοβάται τις απειλές τους. Τους επισημαίνει ότι ο χώρος χρησιμοποιείται ως Ορθόδοξος Χριστιανικός ιερός τόπος για δεκαέξι αιώνες πριν δημιουργηθεί το ισραηλινό κράτος, υποδεικνύοντάς τους μάλιστα ότι το πάτωμα του προσκυνήματος είχε κατασκευαστεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο πριν από το 331 μ.Χ. και ότι οκτώ αιώνες πριν από αυτό, ο χώρος ήταν στα χέρια των Σαμαρειτών.
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου 1979, «άγνωστοι» εισέρχονται στο χώρο του προσκυνήματος, την ώρα που ο Άγιος τελούσε την εσπερινή ακολουθία, εκμεταλλευόμενοι την ισχυρή και χειμαρρώδη νεροποντή της ημέρας, ούτως ώστε να πραγματοποιήσουν το ειδεχθές έγκλημά τους χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από κανένα κάτοικο της περιοχής. Επιτίθενται στο γέροντα με τσεκούρι, τον χτυπούν στο πρόσωπο, του αποκόπτουν τα τρία δάκτυλα με τα οποία έκανε το σημείο του Σταυρού και τον κατακρεουργούν άγρια. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την εκκλησία, την Αγία Τράπεζα, τα ιερά σκεύη και φεύγοντας από το χώρο έριξαν, εντός του προσκυνήματος, μία χειροβομβίδα για να ολοκληρώσουν το ανόσιο έργο τους.
Το σκήνωμα του αγίου παραδόθηκε στους ορθοδόξους μετά από 6 μέρες και είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι διατηρούσε την ευκαμψία του, παρέμεινε ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι, επίσης, η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακριά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει: «Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξα Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις».
Ο άγιος ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Σιών και μετά από τέσσερα χρόνια στην ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδίαζε. Τότε, έκλεισαν τον τάφο και τον ξανάνοιξαν τα Χριστούγεννα του 1984, οπότε το ιερό σκήνος διατηρούσε μερική αφθαρσία και το τοποθέτησαν σε γυάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του ιερού βήματος, στο ναό της Αγίας Σιών.
O ιερομάρτυς Φιλούμενος, 30 χρόνια μετά το μαρτύριό του, συγκαταλέχθηκε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του αγίου Ιουστίνου. Κτίτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων, που συνεχίζονται.
Σεμνύνεται και δικαίως καυχάται η Σιωνίτης Εκκλησία για το γεγονός ότι στους εσχάτους τούτους χρόνους, τους οποίους διερχόμαστε και παρά την μαστίζουσα αυτή λειψανδρία, γεννά και σήμερα αγίους και μάρτυρας.
Το μαρτύριο και η παρουσία του Νέου Ιερομάρτυρος Φιλουμένου επισφραγίζει «την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού» στις μέρες μας, καταδεικνύει το αμετάβλητο της κλήσεως του Χριστού μέσα από τους αιώνες και μας καλεί να αντισταθούμε στον ανατρεπτικό άνεμο της ολιγοπιστίας, της αμφιβολίας και των ποικιλώνυμων αναστατώσεων.
Λουκάς Α. Παναγιώτου – Εκκλησία Κύπρου

ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΜΕΡΟ.Παιδικές αναμνήσεις του Γιάννη Βαρδακουλά.

















Ενώ ετοιμαζόμουνα ν’ αρχίσω κάποια εργασία μου στή γραφομηχανή και συμβουλευόμουνα το ημερολόγιό μου, για να ρυθμίσω το βήμα προόδου, είδα ότι σήμερα είναι του Αγίου Φιλίππου και ο νούς μου στράφηκε σε παλιές εικόνες. Στο Φίλιππο, που παρ’ ό,τι ήταν των Απόκρεω, αυτός εργαζόταν στο χωράφι κατά την παράδοση που λέει: “Κι ο φτωχός ο Φίλιππος στο χωράφι απόκρευε….”. Δέν ήταν βέβαια αμαρτία ότι Απόκρεω, χρονιάρα ημέρα, αυτός έκανε τις αγροτικές εργασίες του. Από την εποχή ακόμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, νομοθετική ρύθμιση (Νεαρά 69), απαγόρευε την εργασία τις γιορτινές ημέρες μόνο στούς “εκ τεχνών βιούντας”’ οι αγρότες, όπως ο Φίλιππος, εξαρτώμενοι από τις καιρικές συνθήκες, μπορούσαν να εργασθούν και κατά τις ημέρες της θρησκευτικής αργίας. Σοφοί οι πρόγονοί μας προέβλεπαν και τις εξαιρέσεις του ρυθμιστικού κανόνα, εξανθρωπίζοντας έτσι το Δίκαιο.
Γύρισα και πάλι πίσω, τόσο προσφιλές αυτό σε μένα, και θυμήθηκα ότι από την επομένη αρχίζει το Σαραντάμερο. Ξύπνησαν μέσα μου οι παιδικές και μαθητικές μου μνήμες, που για πολλή ώρα με είχαν απορροφήσει… Αυτές τις στιγμές με την ομορφιά και τή συγκίνησή τους θα προσπαθήσω ν’ αποτυπώσω στή συνέχεια.
Ήμουν από ένα σπίτι στο οποίο βαραινε η εκκλησιαστική ζωή’ μετά το βραδυνό φαγητό, αρκετή ώρα έψαλλε ο πατέρας μου και οι αδελφές μου’ ήσαν και οι τρείς γλυκόφωνοι, σωστοί και “παπαδιαμαντικοί” με χαμηλούς τόνους’ οι προσταγές της Εκκλησίας ρύθμιζαν σε πολλά σημεία τή ζωή μας. Έτσι βρέθηκα κι εγώ από μικρός υπηρέτης στο Ιερό του ναού και αργότερα χειροθετημένος αναγνώστης. Τό τυπικό της Εκκλησίας ήταν ο ρυθμιστικός κανόνας ενός μέρους της ζωής μας, υπό τον έλεγχο πάντα του πατέρα, που ήταν παπαδοπαίδι…
Από την επομένη της εορτής του Αγίου Φιλίππου αρχίζει το Σαραντάημερο’ αρχίζει η περίοδος της προπαρασκευής για τα Χριστούγενα με νηστεία και καθημερινό εκκλησιασμό. Τό τεσσαρακονθήμερο επαναλαμβάνεται και σε άλλες εκδηλώσεις του θρησκευτικού μας βίου, όπως μεταξύ Χριστουγέννων και Υπαπαντής και τοκετού και πρώτου εκκλησιασμού της λεχώνας.
Όταν άρχιζε η περίοδος του Σαραντάμερου, κάθε πρωΐ, στις τέσσερις τή νύχτα χτυπούσε η καμπάνα της Εκκλησίας για τον εκκλησιασμό. Επί σαράντα ημέρες, και αν ακόμη ήθελα να κοιμηθώ περισσότερο, ο πατέρας μου με ξυπνούσε να τρέξω γρήγορα στην Εκκλησία, γιατί ο Ιερέας, ο Παπακάρμας θα με περίμενε, για να τον υπηρετήσω. Δέν υπήρχε δυνατότητα ν’ αποφύγω, γιατί ο πατέρας μου δεν μού το επέτρεπε οποιεσδήποτε και αν ήσαν οι καιρικές συνθήκες, κρύο ή βροχή’ πραγματική πολιτεία στρατοπέδου…Φυσικά, μετά τις πρώτες δύο-τρείς ημέρες συνήθιζα τόσο που πολλές φορές ξυπνούσα πρίν το “εγερτήριο” του πατέρα μου’ το είχα από βραδίς έγνοια, που ζυμωνόταν με την ύπαρξή μου. Πολλές φορές έφτανα πρίν ακόμη κατέβει από το αντικρυνό στην εκκλησία σπίτι του ο Ιερέας και τον περίμενα.
Κι άρχιζε σιγά-σιγά η Λειτουργία. Η Εκκλησία έπλεε στο μισοσκόταδο με τα καντήλια που τρεμούλιαζαν, τα λίγα αναμμένα κεριά και την ευωδία του μοσχολίβανου, ενώ ο ψάλτης, ο Κώστας ο Κονταξής, που είχε σύζυγο την ανεψιά του παλαιότερου Μητροπολίτη Δαυΐδ, άρχιζε τις ψαλμωδίες του, που τα λόγια τους σε συνέπαιρναν. Μού έχει μείνει η ηχώ του “Ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσιν η Εδέμ” και το άλλο με τα δοξαστικά του λόγια και τή θριαμβική του ψαλμωδία “Χριστός γεννάται δοξάσατε…”. Στό σύθαμπο της εκκλησιάς γλιστρούσαν μιά-μιά οι γριές στ’ αραδιασμένα στασίδια, στην ίδια πάντα θέση, λές και κάποιοι γέροντες, σκελετωμένοι καλόγεροι, έμπαιναν σάν αερικά, για να μήν ταράξουν τή θρησκευτική εκκλησιαστική γαλήνη…..
Δέν έλειπαν ποτέ μαθητές και μαθήτριες, που πολλοί κρατούσαν στα χέρια τα βιβλία τους, γιατί, σάν σχόλαγε η εκκλησιά, παίρναμε το δρόμο για το Σχολείο. Συνήθιζαν να φέρνουν σιτάρι για τις ψυχές των πεθαμένων, που σε μερικές περιπτώσεις αποτελούσε το “πρωϊνό” τους. Δέν έλειπε, βέβαια, πάντα και κάποιος καθηγητής. Στό παγκάρι της εκκλησιάς πάντα παρών ο κ. Σχολάρχης, ο Φιλόλογος καθηγητής Λαούρδας, που μέτραγε και ξαναμέτραγε τις δεκαρούλες του δίσκου και στή συνέχεια κατέθετε την όποια είσπραξη σε ειδικό λογαριασμό στην Τράπεζα για τις ανάγκες και τούς μισθούς του ψάλτη και του νεωκόρου.
Αυτές οι μνήμες γυρίζουν πολλές φορές στο μυαλό μου, καθώς τώρα εσίγησε η νυκτερινή καμπάνα του Σαραντάημερου και ξεθώρισε εκείνη η παλαιά παράδοση και μαζί η νύχτια εκκλησιαστική μυσταγωγία, που απαλλαγμένη από τή σημερινή “εκκοσμίκευση” πληρούσε με ευωδιά και χρώμα την ανθρώπινη ύπαρξη.
Θά τελειώσω το ψυχογράφημά μου αυτό με τή στροφή από ένα ποίημα, που αναφέρεται στο Σαραντάημερο και πολλές φορές αυτή την περίοδο ανεβαίνει στα χείλη μου:
Ώ Νύχτα, νύχτα των ψυχών με τή μυσταγωγία!
Τού Σαραντάημερου νυχτιά πώς έχεις βουβαθεί;
Νά ήταν τότε άραγε αλλοιώτικ’ η θρησκεία
ή νά’ μουν τότε άδολο κι αγνό μόνο παιδί..;
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ

Τα Ναι και το Όχι του αββά Αγάθωνος

 



Οί κοσμικοί άνθρωποι όταν θέ­λουν νά πλήξουν κάποιον συνειδητό χριστιανό, χρησιμοποιοΰν τη μέθο­δο τών κατηγοριών καί συκοφαν­τιών. Στόχος τους είναι νά τόν εμφα­νίσουν ώς αμαρτωλό καί διεφθαρ­μένο, γιατί ξέρουν ότι αύτό θά τόν πονέσει περισσότερο. Οί ίδιοι βέ­βαια είναι αποδεδειγμένα άμαρτωλοί καί διεφθαρμένοι, θέλουν όμως νά εμφανίζονται στην κοινωνία ώς υπερασπιστές τής ηθικής! Παρόλο πού είναι αναξιόπιστοι, δημιουργοΰν εντυπώσεις καί σκανδαλίζουν τόν ανυποψίαστο λαό, ό όποίος δέν γνωρίζει πρόσωπα καί πράγματα.


Τό φαινόμενο αύτό είναι σύνηθες ,καί πικραίνει πολλούς αδελφούς, πού τό αντιμετωπίζουν. Γι’ αύτό καί  κάθε προσπάθεια νά εξηγηθεί καί
νά βρεθεί ή λύση του είναι χρήσιμη. Τούς κατήγορους καί τούς συκοφάντες δέν είναι εύκολο νά τούς  περιορίσουμε. Θά συνεχίσουν τό
καταστροφικό τους έργο. Χρειάζεται όμως νά υποδείξουμε στούς  αδελφούς, πού πληγώνονται, τόν  τρόπο μέ τόν όποίο πρέπει νά αντιμετωπίζουν τούς συκοφάντες τους.
Γιά τούς αληθινούς χριστιανούς  γενική αρχη είναι ότι δέχονται τίς  συκοφαντίες μέ απάθεια καί σιωπή.
Η ήσυχη συνείδηση αύτό ύποδεικνύει.

Έγνοια τους δεν είναι τι θα πούν στους ανθρώπους που τους γνωρίζουν , αλλά τί θέλει ό Θεός από αυτούς.
Οί συκοφαντίες πρέπει να οδηγούν στην ταπείνωση καί νά    σταθεροποιοΰν στόν πνευματικό   αγώνα. Η καλύτερη διάψευση   είναι ό κατά Θεόν βίος  καί ή ακριβης τήρηση τών έντολών.
Είναι ενδιαφέρον νά δοΰμε πώς   αντιδρά ένας άγιος άνθρωπος, όταν αδίκως τόν κατηγοροΰν οί έχθροί του. Τό παράδειγμα μας τό δίνει ό Αββας Αγάθων τοΰ Γεροντικοΰ. Κά  ποτε, λοιπόν, τόν έπισκέφθηκαν με ρικοί κοσμικοί γιά νά επιβεβαιώσουν  μόνοι τους τη μεγάλη φήμη πού είχε.
Γνώριζαν ότι ήταν πολύ διακριτικός  καί οί εκδηλώσεις του ήταν πάντα είναι.
Τόν ξαναρώτησαν:
Έσύ είσαι ό Αγάθων, ό φλύα­ρος καί φιλοκατήγορος;
Ό Αββας απάντησε πάλι μέ ήρεμία:
Έγώ είμαι.
Τόν ρώτησαν καί τρίτη φορά: Έσύ είσαι ό Αγάθων ό αίρετικός;
Ό Αββας ένοχλημένος απάντη­σε:
Δέν είμαι αίρετικός. Τότε οί συνομιλητές του τόν πα­ρακάλεσαν:

Πές μας, γιατί όλα όσα σοΰ είπαμε τά παραδέχτηκες έκτός από τό τελευταίο, τό όποίο δέν άντεξες;
Καί ό διακριτικός Αββας Αγάθων τούς απάντησε:
Τά πρώτα τά παίρνω έπάνω μου, γιατί είναι χρέος γιά την ψυχή μου. Αλλά τό νά μέ πεί κάποιος αίρετικό δέν τό δέχομαι, γιατί είναι χωρισμός από τό Θεό καί έγώ δέν θέλω νά χωριστώ από τό Θεό.
Βλέπουμε ότι ό Αββας δέν ανησυχοΰσε καθόλου γιά τίς κατηγο­ρίες. Αδιαφοροΰσε άν θά μειωνόταν ή φήμη του. Δέν στόχευε στην έκ τών ανθρώπων δόξα. Τόν ένδιέφερε τί έλεγε ό Θεός γι’ αύτόν. Γι’ αύτό καί ασκοΰνταν στην έρημο, έλεύθερος από τίς κρίσεις τών άσχετων, τίς  συκοφαντίες έχθρών καί την περιέργεια τών κο­σμικών ανθρώπων. Αύτό πού έμείς χαρακτηρίζουμε ώς μεγάλο πρό­βλημα, δηλαδη τίς άδικες κατηγο­ρίες καί τίς πικρές συκοφαντίες, γιά έκείνον δέν ήταν τίποτα. Τό θεωροΰσε έρέθισμα γιά περισσότερη άσκηση, περισσότερη προσευχη καί βαθύτερη ταπείνωση.


Ό ήρεμος καί απαθης Αγάθων αμέσως άλλαξε στάση, μόλις τόν κατηγόρησαν ότι είναι αίρετικός. Αρνήθηκε κάτι τέτοιο. Δέν ήταν δυ­νατόν αύτός, πού όλα τά αρνήθηκε γιά τό Χριστό καί ζοΰσε στην έρημο μέ αύστηρότατη άσκηση, νά είναι αίρετικός. Γιά την όρθη πίστη ήταν έτοιμος νά δώσει καί τη ζωή του. Ασυμβίβαστος πέρα γιά πέρα.


Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης

Από τον Μωάμεθ στον Χριστό ( Νικόλαος Χειλαδάκης Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος)

 


Μια από τις πιο σημαντικές αλλά και άγνωστες σελίδες της Οθωμανικής ιστορίας την οποία αποφεύγει σαν «κόκκινο πανί» η σύγχρονη Τουρκία, είναι η αναφορά στους μεγάλους εκείνους μουσουλμάνους «αγίους» που τελικά αποδέχτηκαν την ανωτερότητα του Ιησού Χριστού έναντι του Μωάμεθ και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις μαρτύρησαν και εκτελεστήκαν για αυτή τους την πίστη. Οι μουσουλμάνοι αυτοί δεν βαπτιστήκαν χριστιανοί και φυσικά δεν κατατάσσονται στον συναξάρι των αγίων της Ορθοδοξίας μας, αποτελούν όμως ένα μεγάλο κόλαφο για το Ισλάμ και ειδικά για την σημερινή ισλαμική Τουρκία, που ακροβατεί επικίνδυνα πάνω σε ένα χάρτινο οικοδόμημα μιας επίπλαστης και τεχνητής εθνοθρησκευτικής ταυτότητας.
Σεΐχης Μπεντρεντίν
Στα τέλη του δέκατου τέταρτου και στις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα εμφανίστηκε στην Μικρά Ασία ο Σεΐχης Μπεντρεντίν Μαχμούτ, (1359- 1420), ένας θρησκευτικός και λαϊκός ηγέτης ο οποίος από πολλούς μουσουλμάνους τιμάται ακόμα και σήμερα σαν άγιος. Ο Μπεντρεντίν γεννήθηκε στην πόλη Σιμάβ της Ανατολίας, σε μια εποχή που η θρησκευτική ταυτότητα ήταν πολύ μπερδεμένη και συμβίωναν μαζί χριστιανοί ορθόδοξοι, χριστιανοί αιρετικοί, μουσουλμάνοι και εξισλαμισμένοι με ατελή θρησκευτική συνείδηση. Ήταν Ρωμιός από την μητέρα του και είχε ανατραφεί με χριστιανικά πρότυπα ενώ μιλούσε πολύ καλά τα ελληνικά και ήξερε αρκετές χριστιανικές προσευχές. Η χριστιανική ελληνορθόδοξη παιδεία του τον επηρέασε καθοριστικά στην μετέπειτα περιπετειώδη ζωή του, που σημαδεύτηκε από μια μεγάλη ανταρσία ενάντια στο θρησκευτικό μουσουλμανικό κατεστημένο. Έκανε θρησκεύτηκες σπουδές στην Αίγυπτο και όταν γύρισε στην Μικρά Ασία άρχισε να κηρύττει την διδασκαλία του σε ένα κοινό που τον δέχτηκε σαν μεγάλο δάσκαλο. Κήρυττε την ισότητα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, ενώ το κήρυγμα του περιείχε βασικές χριστιανικές θέσεις. Αλλά το κυριότερο στοιχείο της διδασκαλίας του που τον έκανε και πολύ γνωστό, ήταν ότι κήρυττε την λατρεία προς τον Ιησού Χριστό, σε σημείο μάλιστα να προκαλέσει τους δογματικούς μουσουλμάνους και να κατηγορηθεί σαν επικίνδυνος γκιαούρης.
Κάποιοι τον είχαν χαρακτηρίσει, (Χαλίλ Ιναλτσίκ), σαν θεολόγο, άγιο, μυστικιστή αλλά πολύ περισσότεροι μουσουλμάνοι θεολόγοι τον θεωρούσαν άπιστο και καταραμένο. Είχε μια καταπληκτική ικανότητα να διεγείρει το ποίμνιό του και εμφανίζονταν σαν τους χριστιανούς Αποστόλους περιοδεύοντας σε πόλεις και χωριά, κηρύττοντας την νέα του διδασκαλία που ανέτρεπε την μέχρι τότε επικράτηση του Ισλάμ στην Μικρά Ασία. Οι περισσότεροι οπαδοί του προέρχονταν από τις περιοχές της Σμύρνης, του Σαρουχάν, (δυτική Μικρά Ασία), και από την περιοχή των Βαλκανίων, δηλαδή περιοχές όπου πλειοψηφούσε το ελληνορθόδοξο χριστιανικό στοιχείο. Το εντυπωσιακό ήταν πως τον δεχτήκαν και τον πίστεψαν αμέσως οι ελληνορθόδοξοι χριστιανοί. Τον ακολουθούσαν πολλοί χριστιανοί αγρότες που έβλεπαν στο πρόσωπο του τον λυτρωτή από την καταπίεση που υφίσταντο. Ο Σεΐχης Μπεντρεντίν πίστευε στον Χριστό, γι’ αυτό και οι χριστιανοί τον τιμούσαν σαν άγιο ενώ κήρυττε πως το πνεύμα του Χριστού είναι αιώνιο. Ένα άλλο ιδιαίτερο στοιχείο που τον έκανε να ταυτίζεται με τον χριστιανισμό, ήταν ότι επέτρεπε το κρασί στους οπαδούς του, κάτι που το Ισλάμ το θεωρεί αμαρτία, ενώ δεν έδινε καμιά σημασία αν ο οπαδός του ήταν μουσουλμάνος, ορθόδοξος, αιρετικός, ή χριστιανός. Μάλιστα ήταν τόσο αυστηρός στο θέμα αυτό, ώστε κήρυττε πως όποιος μουσουλμάνος έλεγε και χαρακτήριζε απίστους τους χριστιανούς, θα έπρεπε να θεωρηθεί ο ίδιος άπιστος.
Από τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του δέκατου πέμπτου αιώνα οι οπαδοί του είχαν γίνει τόσο πολλοί, ώστε άρχισαν να απειλούν την ιδία την οθωμανική εξουσία. Γύρω στα 1416 ο Μπεντρεντίν αρχίζει μια κανονική ανταρσία, όπως την χαρακτήρισαν οι Οθωμανοί, ενάντια στο μουσουλμανικό θρησκευτικό κατεστημένο. Ο σουλτάνος για να τον αντιμετωπίσει πριν η εξέγερση πάρει επικίνδυνες διαστάσεις, έστειλε ισχυρό στρατό και άρχισε να τον κυνηγά. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως ήταν πολύ δύσκολο να τον καταβάλει καθώς οι οπαδοί του και ιδιαιτέρα οι ορθόδοξοι χριστιανοί Έλληνες οπαδοί του, ήταν έτοιμοι να θυσιαστούν για τον δάσκαλο τους. Τελικά μετά από πολλές μάχες και σκληρή καταδίωξη ο Μπεντρεντίν συλλαμβάνεται και οδηγείται στην πόλη των Σερρών, στην ανατολική Μακεδονία, για να δικαστεί από μουσουλμανικό δικαστήριο. Εκεί τον κατηγορούν ανοιχτά ότι απαρνήθηκε την πατρική του θρησκεία, το Ισλάμ, και ότι κήρυττε την επιστροφή στον χριστιανισμό. Στις Σέρρες ο Μπεντρεντίν καταδικάστηκε σε θάνατο και κρεμάστηκε δημόσια για να παραδειγματιστούν οι οπαδοί του.
Μουσταφά Μπορκλουτζέ
Οι δυο κυριότεροι μαθητές του Μπεντρεντίν, ήταν ο Τοπράκ Κεμάλ και ο Μουσταφά Μπορκλουτζέ. Η περίπτωση του Μπορκλουτζέ είναι εξαιρετική, γιατί η ζωή του, όπως εξιστορήθηκε από τους οπαδούς του, δείχνει την μεγάλη επίδραση που είχε πάνω τους η ζωή του Ιησού Χριστού. Ο Μπορκλουτζέ ήταν ένας δάσκαλος που δίδαξε στο ποίμνιό του, την ανωτερότητα του χριστιανισμού πιάστηκε από τους μουσουλμάνους Οθωμανούς, δικάστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο, σταυρώθηκε και πέθανε πάνω στον σταυρό. Αλλά το πιο εκπληκτικό είναι, όπως διαδόθηκε μετά τον θάνατο του, ότι επανήλθε στην ζωή και κυκλοφορούσε στην νήσο Σάμο μέχρι να χαθεί με ένα περίεργο τρόπο για πάντα. Είναι δηλαδή προφανής η παρομοίωσή του με τον Χριστό που του έγινε από τους πιστούς οπαδούς του. Ο Μπορκλουτζέ, όπως υποστήριξαν οι οπαδοί του, ήταν ένας δάσκαλος που θυσιάστηκε για τους μαθητές και οπαδούς του, αλλά και ένας μύθος, ένας θρύλος που παρουσιάστηκε σαν μια παράλληλη μορφή με τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, σε ένα μουσουλμανικό περιβάλλον, γι’ αυτό και αποτελεί μια εξόχως ιδιαίτερη περίπτωση.
Έζησε και αυτός στα τέλη του δέκατου τέταρτου και στις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα. Σαν γενέτειρά του αναφέρετε η πόλη του Αϊδίνου, στην ευρύτερη περιφέρεια της Σμύρνης, μια περιοχή όπου πάντα κατοικούσε πυκνός ελληνορθόδοξος πληθυσμός. Ακολούθησε τον δάσκαλό του Μπεντρεντίν, αλλά γρήγορα απέκτησε το δικό του ποίμνιο στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας. Λέγεται ότι τον ακολουθούσαν, κατά άλλους 4.000, κατά άλλους 10.000 πιστοί οπαδοί του. Ο Μπορκλουτζέ, (που θεωρήθηκε σαν ο διάδοχος του Μπεντρεντίν), κήρυττε όπως και ο Μπεντρεντίν την ανωτερότητα του χριστιανισμού έναντι του Ισλάμ. Είχε όμως προχωρήσει ακόμα περισσότερο από τον Μπεντρεντίν και συμπεριφέρονταν στους χριστιανούς σαν να ήταν άγγελοι, ανεβάζοντάς τους πιο πάνω από τους μουσουλμάνους. Μάλιστα έφτασε στο σημείο να καλέσει τους παπάδες της Χίου να προσχωρήσουν στο κήρυγμα του. Έτσι μετά από λίγο καιρό παρατηρήθηκε να τον ακολουθούν ανάμεσα στους οπαδούς του και ελληνορθόδοξοι ιερείς, δίνοντας μια ιδιαίτερη διάσταση στην διδασκαλία του στην περιοχή της δυτικής Μικράς Ασίας.
Το κίνημα του, όπως και το κίνημα του Μπεντρεντίν, θεωρήθηκε από τον σουλτάνο σαν ανταρσία και στάλθηκε ισχυρή στρατιωτική δύναμη να τον αντιμετωπίσει. Οι δυνάμεις του σουλτάνου προέβησαν σε σφαγές χιλιάδων οπαδών του. Τελικά μετά από ένα άγριο κυνηγητό ο Μουσταφά Μπορκλουτζέ συνελήφθη και υπέστη από τους άντρες του σουλτάνου, όπως χαρακτηριστικά ιστορούσαν οι οπαδοί του, τα βάσανα του ίδιου του Ιησού Χριστού. Τον οδήγησαν σε ένα λόφο όπου και τον σταύρωσαν με την κατηγορία ότι δεν είναι μουσουλμάνος, αλλά γκιαούρης και σύμμαχος των χριστιανών τους οποίους αυτός και οι οπαδοί του θεωρούσαν αγγέλους. Το μαρτύριο αυτό του Μπορκλουτζέ θρηνήθηκε έντονα από τους οπαδούς του, αλλά το εκπληκτικό, και αυτό δείχνει την μεγάλη αγάπη που του είχαν οι οπαδοί του, ήταν πως μετά τον θάνατο του πάνω στον σταυρό, πίστεψαν πως αναστήθηκε, (Ölümünden sonra aslında ölmeyip Sisam Adasında yaşamaya devam ettiği yayıldı = Μετά τον θάνατο του στην πραγματικότητα δεν πέθανε και διαδόθηκε πως συνέχισε την ζωή του στην νήσο Σάμο). Από τότε πολλοί θρύλοι και τραγούδια τραγούδησαν τον μάρτυρα Μουσταφά Μπορκλουτζέ, που πέθανε πάνω στον σταυρό
Μολά Καμπίζ
Τον δέκατο έκτο αιώνα εμφανίστηκε στην Μικρά Ασία ένας πολύ σημαντικός μουσουλμάνος σεΐχης, ο Μολά Καμπίζ, Ο Καμπίζ δίδασκε στους μουσουλμάνους ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν κατά πολύ ανώτερος από τον προφήτη Μωάμεθ αλλά και την υπεροχή της ελληνορθόδοξης θρησκείας έναντι του ιδιότυπου Ισλάμ που είχε επικρατήσει στην Μικρά Ασία. Άρχισε την διδασκαλία του πολύ νωρίς και απέκτησε χιλιάδες οπαδούς και στην Μικρά Ασία αλλά και στην Ρούμελη. Το εκπληκτικό με τον Μολά Καμπίζ, ήταν πως δίδασκε φανερά πως ο Χριστός ήταν ανώτερος από τον Μωάμεθ. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε εκπληκτικό από ένα κατά επίφαση μουσουλμάνο.
Μόλις έγινε ευρέως γνωστή η διδασκαλία του, η φήμη του έφτασε και στην οθωμανική αυλή προκαλώντας μεγάλη ταραχή στο μουσουλμανικό ιερατείο. Η διδασκαλία του εξόργισε τους θρησκευτικούς κύκλους της οθωμανικής αυλής και αφού τον συνέλαβαν τον παρέπεμψαν σε δίκη. Εκεί εμφανίστηκε αγέρωχος, σίγουρος και σταθερός στην πίστη του ότι ο χριστιανισμός είναι ανώτερος από το Ισλάμ και ότι ο Χριστός είναι κατά πολύ ανώτερος από τον Μωάμεθ. Τελικά το δικαστικό συμβούλιο των καζασκέρηδων δεν κατάφερε, εξ αιτίας της μεγάλης του ευγλωττίας με την οποία στήριξε τα επιχειρήματα του, να το καταδικάσουν για να τον εκτελέσουν. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Μολά Καμπίζ έφερε σαν επιχειρήματα για να στηρίξει την διδασκαλία του, ρητά από το ίδιο το Κοράνι υποστηρίζοντας ότι έτσι επαληθεύεται η άποψή του πως ο Χριστός είναι ανώτερος από τον Μωάμεθ. Το αποτέλεσμα της δίκης και η προσωρινή αθώωση εξόργισε τον τότε σουλτάνο, Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Ο σουλτάνος οργισμένος, γιατί «ο άπιστος αυτός που εξευτέλιζε την δόξα του Προφήτη κατάφερε να φύγει ατιμώρητος», συγκάλεσε γρήγορα μια άλλη δίκη με την παρουσία του ιδίου του τότε Σειχουλισλάμη, (θρησκευτικού αρχηγού των μουσουλμάνων), Κεμάλπασα –Ζαντέ και το καδή της Κωνσταντινούπολης. Ακολούθησε έντονη λογομαχία ανάμεσα στον Σειχουλισλάμη και τον Μολά Καμπίζ. Ο Σεΐχουλισλάμης πάσχιζε να αποστομώσει τον Καμπίζ χωρίς όμως να τον καταφέρει να αποκηρύξει τις απόψεις του. Στο τέλος το δικαστήριο, (το 1527), κάτω από την έντονη πίεση του σουλτάνου Σουλεϊμάν του πρώτου, τον καταδίκασε σε θάνατο.
Τελικά ο Μολά Καμπίζ εκτελέστηκε γιατί δεν δίστασε μπροστά στο ανώτατο θρησκευτικό συμβούλιο της αυτοκρατορίας να υπερασπιστεί την πίστη του με θάρρος και με αντίτιμο την ίδια του την ζωή. Η δίκη του παρομοιάστηκε από τους οπαδούς του με την δίκη του Ιησού Χριστού και η καταδίκη του σε σταυρικό θάνατο θρηνήθηκε με έντονο τρόπο. Οι οπαδοί του Καμπίζ αναφέρονται ότι υπήρχαν μέχρι τα τέλη του δεκάτου έκτου αιώνα. Η διδασκαλία του είχε διαδοθεί σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας αλλά και της Θράκης και μέχρι σήμερα αναφέρεται πως υπάρχουν πυρήνες οπαδών του στην μικρασιατική Ανατολία
O.O.Δ.Ε

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, «Σκέτη κοροϊδία τα περί ειρήνης συμπόσια»


Ερμηνεύοντας το Αποστολικό Ανάγνωσμα της Κυριακής στον ιερό ναό Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης στις 27 Νοεμβρίου 2011 ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης μίλησε για τον Χριστό που είναι «η ειρήνη ημών», κατά τον Απόστολο Παύλο. Έπειτα αναφέρθηκε στα σύγχρονα συμπόσια για την ειρήνη που γίνονται με τη συμμετοχή ηγετών όλων των θρησκειών και ομολογιών αλλά και επισκόπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 
Τόνισε μεταξύ άλλων ο π. Θεόδωρος: «Σήμερα δυστυχώς ακόμη και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες παρασυρόμενοι από τους πολιτικούς προσπαθούν δήθεν να φέρουν στον κόσμο την ειρήνη. Τον τελευταίο καιρό παντού συνέρχονται εκπρόσωποι των διαφόρων ομολογιών και των διαφόρων θρησκειών και μιλούν για την ειρήνη. Συμπόσια για την ειρήνη. Ο Πάπας, ο Πατριάρχης, οι Βουδιστές, οι Κομφουκιανιστές, οι Μουσουλμάνοι μαζεύονται και μιλούν για την ειρήνη. Και το κάνουν αυτό παρασυρόμενοι από τους πολιτικούς, οι οποίοι ευθύνονται που ο κόσμος έχει γεμίσει διαμάχες και πολέμους και υποδαυλίζουν τους πολέμους σε όλα τα μέρη της γης και μετά ρίχνουν το βάρος στους εκκλησιαστικούς, στις θρησκείες, στο χριστιανισμό, ότι αυτοί φταίνε για τους πολέμους... 

Και είναι κανείς να λυπάται ότι παρασύρονται και οι Ορθόδοξοι αρχιερείς, Πατριάρχαι, Αρχιεπίσκοποι, Θεολόγοι και μετέχουν σε τέτοιους είδους συμπόσια περί ειρήνης, τα οποία είναι σκέτη κοροϊδία, όπως κοροϊδία ήταν και το μεγάλο ειρηνιστικό κίνημα που είχε ξεκινήσει η πρώην σοβιετική ένωση, η οποία είχε προκαλέσει εκατόμβες θυμάτων Νεομαρτύρων. Και με όλα αυτά διαψεύδουν το πραγματικό κήρυγμα της ειρήνης και την πραγματική δυνατότητα να επικρατήσει στη γη η ειρήνη.
Θα ακούσουμε σε λίγο, στα Χριστούγεννα: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Δεν πρόκειται ποτέ να επικρατήσει στην γη η ειρήνη αν όλοι οι άνθρωποι δεν εγκολπωθούν τις αρχές του Ευαγγελίου του Χριστού. Εκεί που πηγαίνουν οι δικοί μας τους λένε «ελάτε στην Εκκλησία, ο Χριστός μόνο θα φέρει την ειρήνη»; Ποιος θα φέρει την ειρήνη; Θα φέρει την ειρήνη το Ισλάμ, το οποίο με το σπαθί και με το μαχαίρι επιτίθεται και κατακτά λαούς και κάνει του κόσμου τις σφαγές και τις λεηλασίες; Θα φέρουν την ειρήνη όλα τα άλλα θρησκεύματα τα οποία υποκινούνται από τον Εωσφόρο;».
Τέλος ο π. Θεόδωρος αναφέρθηκε στο παράδειγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου ο οποίος ένωσε την αυτοκρατορία που ήταν διηρημένη κάτω από το σημείο του Σταυρού χωρίς να προχωρήσει σε συγκρητιστικού είδους συνενώσεις και συμμαχίες αλλά προκρίνοντας την αληθινή Πίστη στο Χριστό.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...