Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 24, 2018

Η ΑΓΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ...


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΪΣΙΟ




ΚΑΠΟΤΕ ΡΩΤΗΣΑΝ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΪΣΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ, ΟΤΙ ΔΗΛΑΔΗ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «ΣΗΜΕΡΟΝ ΓΕΝΝΑΤΑΙ ΕΚ ΠΑΡΘΕΝΟΥ»

Ο Χριστός με τη μεγάλη Του αγάπη και με την μεγάλη Του αγαλλίαση που σκορπάει στις ψυχές των πιστών με όλες τις άγιες γιορτές Του, μας ανασταίνει αληθινά αφού μας ανεβάζει ψηλά πνευματικά. 

Αρκεί να συμμετέχουμε και να έχουμε όρεξη πνευματική να τις πανηγυρίζουμε πνευματικά. Tότε τις γλεντάμε πνευματικά και μεθάμε πνευματικά από το παραδεισένιο κρασί που μας φέρνουν οι Άγιοι και μας κερνούν.




Τις γιορτές για να τις ζήσουμε, πρέπει να έχουμε τον νου μας στις Άγιες Ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε για τις άγιες ημέρες. Να σκεφτόμαστε τα γεγονότα της κάθε Άγιας Ημέρας και να λέμε την ευχή δοξολογώντας το Θεό. Έτσι θα γιορτάζουμε με πολύ ευλάβεια κάθε γιορτή. 

Όταν κανείς μελετάει τα γεγονότα της κάθε γιορτής, φυσιολογικά θα συγκινηθεί και με ιδιαίτερη ευλάβεια θα προσευχηθεί. Έπειτα στις Ακολουθίες ο νους να είναι στα γεγονότα που γιορτάζουμε και με ευλάβεια να παρακολουθούμε τα τροπάρια που ψέλνονται. Όταν ο νους είναι στα θεία νοήματα, ζει τα γεγονότα ο άνθρωπος, και έτσι δεν αλλοιώνεται.

– Γέροντα, μετά την Αγρυπνία των Χριστουγέννων δεν κοιμόμαστε;

– Χριστούγεννα και να κοιμηθούμε; Η μητέρα μου έλεγε: «Απόψε μόνον οι Εβραίοι κοιμούνται». Βλέπεις, τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός οι άρχοντες κοιμόνταν βαθιά, και οι ποιμένες «αγραυλούσαν». Φύλαγαν τα πρόβατα την νύχτα παίζοντας την φλογέρα. Κατάλαβες; Οι ποιμένες πού αγρυπνούσαν είδαν τον Χριστό.

– Πώς ήταν Γέροντα, το σπήλαιο; 




– Ήταν μία σπηλιά μέσα σε έναν βράχο και είχε μία φάτνη, τίποτε άλλο δεν είχε. Εκεί πήγαινε κανένας φτωχός και άφηνε τα ζώα του. Η Παναγία με τον Ιωσήφ, επειδή όλα τα χάνια ήταν γεμάτα και δεν είχαν πού να μείνουν, κατέληξαν σε αυτό το σπήλαιο.

Εκεί ήταν το γαϊδουράκι και το βοϊδάκι, που με τα χνώτα τους ζέσταναν τον Χριστό! «Ἔγνω βοῦς τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αὐτοῦ», δεν λέει ο Προφήτης Ησαΐας;


-Σε ένα τροπάριο, Γέροντα, λέει ότι η Υπεραγία Θεοτόκος βλέποντας τον νεογέννητο Χριστό, «χαίρουσα ομού και δακρύουσα» αναρωτιόταν:… «Επιδώσω σοι μαζόν, τω τα σύμπαντα τρέφοντι, ή υμνήσω σε, Υιόν και Θεόν μου; Ποίαν εύρω επὶ σοί προσηγορίαν;»


– Αυτά είναι τα μυστήρια του Θεού, η πολύ μεγάλη συγκατάβαση του Θεού, την οποία δεν μπορούμε εμείς να συλλάβουμε!


– Γέροντα, πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε το γεγονός της Γεννήσεως, ότι δηλαδή ο Χριστός «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου»;

– Για να ζήσουμε αυτά τα θεία γεγονότα, πρέπει ο νους να είναι στα θεία νοήματα. Τότε αλλοιώνεται ο άνθρωπος. «Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον», ψάλλουμε. Άμα ο νους μας είναι εκεί, στο «παράδοξον», τότε θα ζήσουμε και το μεγάλο μυστήριο της Γεννήσεως του Χριστού.

 Εγώ θα εύχομαι η καρδιά σας να γίνει Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώση όλες τις ευλογίες Του.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Περί προσευχής», Αγίου Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ΣΤ’ (σελ. 195-196).

Ευχές







Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο να μας φέρει την δική του ειρήνη, την από μέσα μας ειρήνη,που συνήθως φέρνει και την έξω, όπως ψάλλουν οι Άγγελοι κατά τη νύχτα που γεννιέται: «και επί γης ειρήνη».

Ο Θεός μας λέγεται «Θεός της αγάπης και της ειρήνης» (Ρωμ. ιε', 33).


Η Γέννησή Του ας σημάνει την αρχή για μια καλύτερη ζωή γεμάτη αλήθεια και φως.

                                 ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 

«Με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού άναψε στην γη ένα πνευματικό και άϋλο πυρ»

Αγαπητοί αδελφοί!
Η γέννηση του Υιού και Λόγου του Θεού ως ανθρώπου, δηλαδή η ενανθρώπησή Του, δεν είναι απλώς ένα γεγονός που προξένησε μεγάλη χαρά σε όλους, αλλά είναι ένα γεγονός που δημιούργησε μια νέα κατάσταση στον κόσμο, όχι με τα όπλα και την βία, αλλά με την Θεότητά Του. Έτσι, η ανθρωπότητα χωρίσθηκε σε προ Χριστού και μετά Χριστόν, όχι μόνον χρονικά, αλλά και πνευματικά.
Ο Ίδιος ο Χριστός προς το τέλος της επίγειας δράσεώς Του, λίγο πριν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, προσδιόρισε το έργο Του και την αποστολή Του. Είπε στους ακροατές Του: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τί θέλω ει ήδη ανήφθη;» (Λουκ. ιβ,’ 49). Δηλαδή, εγώ, λέγει ο Χριστός, ήλθα να βάλω φωτιά στην γη, και τί άλλο περισσότερο θέλω, αφού αύτη η φωτιά έχει ανάψει;
Ο λόγος αυτός προσδιορίζεται και από εκείνο που γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ,’ 29), δηλαδή ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, που ερμηνεύουν αυτό το καταπληκτικό χωρίο, δίνουν πολλές ερμηνευτικές εξηγήσεις, που είναι όλες σημαντικές. Επιλέγω για την παρούσα περίπτωση ένα χωρίο του ιερού Χρυσοστόμου, που λέγει στους ακροατές του ότι αυτό το πυρ που έφερε ο Χριστός στην γη «διανέστησε ψυχάς και εθέρμανε», και το ίδιο το πυρ είναι «καταβελημένον και καιόμενον εν ταις υμετέραις ψυχαίς». Αυτό πραγματο­ποιήθηκε πρώτα στους Μαθητές Του, οι οποίοι θερμάνθηκαν από τον Χριστό και Τον ακολούθησαν, και αργότερα έλαβαν και το πυρ του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, και άναψαν ως λαμπάδες φωτίζοντας όλο τον κόσμο. Αυτό το πυρ θερμαίνει και φωτίζει τις καρδιές όλων όσοι Τον αγάπησαν διά μέσου των αιώνων, Τον ακολουθούν και θυσιάζονται γι’ Αυτόν.
Ο Μέγας Αθανάσιος, ερμηνεύοντας τον λόγο αυτόν του Χριστού γράφει ότι ενώ ήμασταν απεψυγμένοι από την αμαρτία, ο Σωτήρ αναζωπύρησε την ψυχή μας σε προθυμία παντός αγαθού, με την μέθεξη του Αγίου Πνεύματος που είναι νοητό πυρ και έτσι όσοι αξιωθήκαμε της θείας Χάριτος γίναμε ζωντανοί ως προς το πνεύμα.
Επεκτείνοντας αυτόν τον λόγο μπορούμε να πούμε ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν ήλθε απλώς να φέρη κάποια άλλη θρησκεία που να λειτουργή παράλληλα με τις υπάρχουσες τότε θρησκείες, ή τις θρησκείες που θα εμφανίζονταν στην συνέχεια, αλλά ήλθε να ανατρέψη τα πάντα, όχι μόνον να φωτίση τους ανθρώπους, αλλά και να κατακαύση το παλαιό, το σάπιο, το μολυσμένο.
Ξέρουμε ότι το φως έχει δύο ιδιότητες, η πρώτη είναι η φωτιστική, η δεύτερη είναι η καυστική ιδιότητα. Δηλαδή, φωτίζει αυτό που επιδέχεται φωτισμό και καίει αυτό που δεν αντέχει στο φως, δηλαδή το χορτάρι, την καλάμη, το παλαιό, το σάπιο. Έτσι, ο Χριστός ήλθε να καύση την γη από τα είδωλα, τις φιλοσοφίες, τα άδικα κοινωνικά συστήματα και να φωτίση τον κόσμο, να προσφερη την αλήθεια, την δικαιοσύνη, την αγάπη. Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν συντήρησε απλώς το παλαιό, αλλά δημιούργησε κάτι καινούργιο, δεν έκανε κάποια άλλη θρησκεία, αλλά έκανε τον κόσμο Εκκλησία. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ θρησκείας και Εκκλησίας.
Αυτές τις ημέρες με το απολυτίκιο των Χριστουγέννων ανυμνούμε τον Χριστό ως «ήλιο της δικαιοσύνης». Αυτήν την έννοια χρησιμοποίησε ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής για να πη ότι ο Θεός είναι ήλιος της δικαιοσύνης σκορπώντας σε όλους τις ακτίνες της αγιότητάς Του. Η κάθε ψυχή του ανθρώπου γίνεται κατά την γνώμη «ή κηρός (κερί) ως φιλόθεος» «ή πηλός ως φιλόϋλος». Και στην συνέχεια εξηγεί ότι όπως ο πηλός σύμφωνα με την φύση του ξηραίνεται από τον ήλιο, και το κερί κατά την φύση του μαλακώνει, έτσι συμβαίνει σε κάθε ψυχή. Όταν η ψυχή κάποιου αγαπά την ύλη και τον κόσμο, τότε ως πηλός, ακούγοντας τις νουθεσίες του Θεού και αντιδρώντας με το φρόνημα, σκληραίνεται και καταστρέφεται. Όταν, όμως, αγαπά τον Θεό, τότε σαν κερί που είναι μαλακώνει και με την εισδοχή των σημείων και των τύπων γίνεται πνευματικό κατοικητήριο τού Θεού.
Ο Χριστός είναι πυρ που φωτίζει τους ανθρώπους και τους καίει, ανάλογα με την εσωτερική τους κατάσταση, ανάλογα με την γνώμη τους, γιατί ο Θεός δεν καταστρέφει το γνωμικό θέλημα των ανθρώπων, μπορεί όμως το γνωμικό θέλημα με την διάθεση του ανθρώπου και την ενέργεια του Θεού να γίνη φυσικό θέλημα και να στρέφεται προς τον Θεό.
Με αυτήν την έννοια πρέπει να δούμε και τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του Βαπτιστού του Χριστού, ο οποίος λέγει: «Εγώ σας βαπτίζω με νερό και το βάπτισμά μου είναι βάπτισμα μετανοίας. Αυτός όμως (ο Χριστός) που έρχεται ύστερα από εμένα είναι πιο ισχυρός, και δεν είμαι άξιος ούτε τα υποδήματά του να κρατήσω. Αυτός θα σας βαπτίση με Άγιο Πνεύμα και πυρ» (Ματθ. γ΄11).
Εμείς οι Χριστιανοί είμαστε βαπτισμένοι και με νερό και με πυρ, και με το βάπτισμα του ύδατος και με το βάπτισμα του Πνεύματος, όπως διδά­σκει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού άναψε στην γη ένα πνευματικό και άϋλο πυρ. Ο Χριστός είναι το φως, ο ήλιος, το πυρ, που φωτίζει τους ανθρώπους και τους καίει. Φωτίζει αυτούς που Τον αγαπούν και καίει αυτούς που δεν έχουν τις ορθές προϋποθέσεις να Τον δουν. Άλλοι αγαπούν τον Θεό και θυσιάζονται γι’ Αυτόν, και άλλοι τον μισούν και καταστρέφονται, καίγονται.
Πρέπει να συμμετέχουμε στην μέθεξη της φωτιστικής ιδιότητας του ηλίου της δικαιοσύνης, η καρδιά μας να φλεχθή από αγάπη γι’ Αυτόν, να είμαστε πνευματικές λαμπάδες, που θα ανάψουμε από το πυρ της θεότητος και στην συνέχεια να φωτίζουμε τα σκότη που υπάρχουν γύρω μας.
Εύχομαι ο Χριστός να θερμάνη την καρδιά μας με το Φως Του. Χρόνια πολλά.
Με θερμές πατρικές ευχές
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ο ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ο «πρόσφυγας» Χριστός


Του Δημητρίου Δημηνά


Ο Χριστός, την γέννηση του οποίου γιορτάζουμε, ήρθε στη γη ως πτωχός, άστεγος και καταδιωκόμενος. «Εις τα ίδια ήλθεν και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη [ Ιω.1,14], που σημαίνει ότι ο Χριστός ήρθε στα δικά του δημιουργήματα, τα οποία όμως δεν τον δέχθηκαν. Πραγματικά δε η ζωή του Χριστού στην επί γης παρουσία του, από την γέννηση μέχρι τον θάνατό του, ήταν ζωή ενός  ξένου, κυνηγημένου, πρόσφυγα και μετανάστη.
Συνελήφθη  από την Παναγία στη Ναζαρέτ και γεννήθηκε στον παγωμένο σταύλο της αφιλόξενης Βηθλεέμ. Διώκεται από τον αιμοσταγή βασιλιά Ηρώδη και καταφεύγει πρόσφυγας στην μακρινή Αίγυπτο  για να γλιτώσει την σφαγή στην νηπιακή του ηλικία. Επανέρχεται στη Ναζαρέτ και ξεκινά την δημόσια εμφάνισή του περιφερόμενος από πόλη σε πόλη καταδιωκόμενος, συκοφαντούμενος, καθυβριζόμενος, μη έχοντας «που την κεφαλήν κλίνη». [Ματ.8,2ο]. Ακόμη και μετά την ατιμωτική σταύρωση και αποκαθήλωσή Του αντιμετωπίζεται ως «ξένος». Ο κρυφός μαθητής του, ο ευσχήμων Ιωσήφ, ζητά από τον Πιλάτο το σώμα Του να το κηδεύσει με την γνωστή φράση του υμνωδού, «Δός μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενοθέντα».
Τις διώξεις, τις βιαιότητες, τα πάθη, την ακούσια ξενιτειά και προσφυγιά που έζησε επί γης o Κύριος     βιώνουν σήμερα εκατομμύρια συνάνθρωποι μας, οι οποίοι αδίκως καταδιωκόμενοι από τις εγκληματικές δραστηριότητες κάποιων σύγχρονων σφαγέων Ηρώδων εγκαταλείπουν τις εστίες τους αναζητώντας καταφύγιο και περίθαλψη σε ξένες, άγνωστες χώρες. Το  Θείο Δράμα δυστυχώς επαναλαμβάνεται σε όλη του την τραγικότητα.
Οι φρικιαστικές σκηνές των εν ψυχρώ  αποκεφαλιζομένων ανθρώπων, τα ξεβρασμένα στις ακτές των νησιών μας άψυχα αθώα κορμάκια, που γνώρισαν από την νηπιακή τους ηλικία την φρίκη του πολέμου και ο κατατρεγμός και εξαθλίωση των συνωστισμένων μπρός στα συρματοπλέγματα του αίσχους, που ύψωσαν οι «πολιτισμένοι» λαοί της Ευρώπης συνθέτουν την αποκαρδιωτική εικόνα του “homo sapiens” της σκληροτράχηλης και ανάλγητης εποχής μας.
    
Η μεγάλη γιορτή της ενσάρκωσης του θείου Λόγου μάς δίνει την ευκαιρία να εμβαθύνομε στο νόημα του μυστηρίου και μέσα από τα αδιέξοδα της ηθικής και οικονομικής κρίσης που μας περιζώνουν να ανασυνταχθούμε και να χαράξουμε μια πνευματική πορεία που οδηγεί στο ταπεινό σπήλαιο για ανοικοδόμηση μιας καινούργιας εν Χριστώ ζωής. Μιας ζωής πλημμυρισμένης από μια αγάπη δίχως όρους και όρια, όπως μας τη δίδαξε ο Κύριος στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, που περιέθαλψε χωρίς δισταγμούς και ξενοφοβία τον ημιθανή αλλοεθνή  Ιουδαίο. Οι μέρες μας τέτοιους «Σαμαρείτες» απαιτούν.
Ο σεβασμός και το ενδιαφέρον μας για τον άλλο, τον «ξένο» είναι έκφραση πίστεως και αγάπης προς τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος με την γέννησή Του προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση. Μιλώντας μάλιστα για τα  έσχατα ταυτίστηκε με τους ξένους θέτοντας ως βασικό κριτήριο αξιολόγησης των ανθρώπων κατά την τελική κρίση της Δευτέρας Παρουσίας Του την στάση τους έναντι των ξένων «ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» [Ματθ.25,35], δηλαδή ήμουν ξένος, πρόσφυγας και μετανάστης, όπως θα λέγαμε σήμερα, και με περιμαζέψατε.
Ας ανοίξουμε, γιορτάζοντας τα δύσκολα φετινά Χριστούγεννα, τις καρδιές μας και τις πόρτες των σπιτιών μας στους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους μας, εγχώριους και ξένους, όπως παραγγέλλει στο  υπέροχο ποίημα του ο μεγάλος μας ποιητής Κ. Παλαμάς «Χριστούγεννα. Ανοίξτε τις πόρτες, ήρθαμε. Τα χέρια δώστε, η καρδιά και ο νους… σας φέρνουμε καινούργιους ουρανούς».

Η Γέννηση του Χριστού: Ιστορικά και θεολογικά στοιχεία και οι κατά καιρούς διαστρεβλώσεις τους


Το πρόσωπο του Χριστού στο επίκεντρο αμφισβητήσεων
 Η ιστορικότητα του Ιησού Χριστού είναι κάτι αυτονόητο για κάθε Χριστιανό, αλλά και για κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο. Σύμφωνα με τη σαφέστατη μαρτυρία της Αγ. Γραφής, ο Ιησούς είναι ένα ιστορικό πρόσωπο, που γεννήθηκε στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, «επί Καίσαρος Αυγούστου», δίδαξε τον Λαό, έκανε θαύματα, σταυρώθηκε «επί Ποντίου Πιλάτου» και αναστήθηκε «τη τρίτη ημέρα». Αλλά και η επιστημονική έρευνα επιβεβαιώνει, όχι βέβαια όλα, αλλά αρκετά από τα στοιχεία του ιστορικού βίου του Ιησού, τα οποία γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια. Ωστόσο, από χώρους εχθρικούς προς τον Χριστιανισμό, είτε «επιστημονικούς» είτε χώρους ιδεολογικά φορτισμένους, εγείρονται κατά καιρούς αμφισβητήσεις της ιστορικότητας του Χριστού και επιστρατεύονται «επιστημονικά» επιχειρήματα για να «στηρίξουν» τις αμφισβητήσεις αυτές. Η προβολή τέτοιων αμφισβητήσεων από μέσα ενημερώσεως και κάθε είδους έντυπα εντείνεται, συνήθως, όσο πλησιάζουν οι μεγάλες εορτές του Χριστιανισμού, προκειμένου να πεισθεί το ευρύ κοινό ότι τα γεγονότα, που εορτάζει η Εκκλησία, είναι ένας μύθος, που στερείται κάθε ιστορικής βάσης.
Παράλληλα, από άλλους ιδεολογικούς χώρους προβάλλεται η παράδοξη αντίληψη ότι η ιστορικότητα του Ιησού δεν είναι απαραίτητο στοιχείο για την κατανόηση της ουσίας της χριστιανικής πίστης. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Χριστός δεν ήταν ιστορικό (δηλαδή πραγματικό) πρόσωπο, αλλά μια ιδέα η μια κατάσταση, στην οποία καλείται να φτάσει ο καθένας από μας (η περίφημη «χριστική κατάσταση» των νεοεποχητικών ομάδων). Τέτοιες αντιλήψεις προβάλλονται από νεότερα φιλοσοφικά ρεύματα, από ομάδες και οργανώσεις των ανατολικών θρησκειών και από το κίνημα της Νέας Εποχής. Η έλλειψη γνήσιας Ορθόδοξης κατήχησης έχει ως αποτέλεσμα τέτοιες αντιλήψεις να διαδίδονται ευρύτερα και να γίνονται αποδεκτές ακόμη κι από Χριστιανούς! Στα πλαίσια αυτά τα ιστορικά στοιχεία, που περιέχουν τα Ευαγγέλια, κατανοούνται ως αλληγορίες και σύμβολα, η δε αυθαιρεσία στην ερμηνεία της Αγ. Γραφής (το να ερμηνεύει καθένας όπως νομίζει, προσδίδοντας τις πιο παράδοξες και αντιφατικές αντιλήψεις) γνωρίζει την αποκορύφωσή της. Έτσι στα νεότερα χρόνια ο γερμανός φιλόσοφος Hegel (1770-1831) ισχυρίστηκε ότι, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού, αλλά η συνδεδεμένη με αυτό ιδέα. Ιστορικά μπορεί να πιστεύει καθένας ό,τι θέλει, όμως, το μόνο που έχει σημασία είναι η ιδέα. Το ίδιο πίστευε και ο Schelling (1775-1854), ενώ μαθητές του Hegel και φιλόσοφοι, όπως οι Schopenhauer (1788-1860), Bruno Bauer (1809-1882) κ.α., αμφισβήτησαν σαφέστερα την ιστορικότητα του Ιησού η την ερμήνευσαν συμβολικά. Δυστυχώς, και γνωστοί προτεστάντες θεολόγοι περί τον R. Bultmann (1884-1976) προέβαλαν την ανάγκη «απομύθευσης» των Ευαγγελίων και της Κ. Διαθήκης γενικά, εισάγοντας μεταξύ άλλων τη διάκριση μεταξύ «ιστορικού Ιησού» και «Χριστού της πίστεως».
Τέλος, επειδή κάθε σταθμός της ζωής του Χριστού έχει και θεολογικό περιεχόμενο, αιρέσεις προτεσταντικών κατά κανόνα καταβολών, αμφισβήτησαν το νόημα των χριστιανικών εορτών. Για παράδειγμα, οι γνωστοί Μάρτυρες του Ιεχωβά ισχυρίζονται ότι «οι εορτές γενικώς και ειδικά αυτή της Γεννήσεως του Κυρίου, δεν είναι αυτό που φαίνεται, αλλά έχει (και έχουν οι εορτές), μια παγανιστική, μη χριστιανική προέλευση, και μάλιστα συχνά συνοδεύονται από ελευθεριάζουσες πράξεις και δραστηριότητες, όπως είναι η οινοποσία, η μέθη, η πορνεία και άλλα» (Τα πάντα δοκιμάζετε, σ. 241). Τονίζουν ότι εορτές δεν μνημονεύονται στην Αγ. Γραφή, παρά μόνο κάτω από αρνητικές περιστάσεις, όπου πάντοτε θανατώνεται κάποιος, όπως τα γενέθλια του Ηρώδη, όπου θανατώθηκε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής. Τέλος, για την εορτή των Χριστουγέννων προβάλλεται το επιχείρημα ότι ο Χριστός δεν γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, άρα δεν έχει νόημα να εορτάζουμε αυτή την ημερομηνία, που συνδέεται άλλωστε με την αρχαία λατρεία του ήλιου.
Επειδή στο θέμα της ιστορικότητας του Ιησού Χριστού με βάση τα δεδομένα της επιστήμης έχουμε ασχοληθεί σε προηγούμενα τεύχη του εντύπου μας (41, 59), στο τεύχος αυτό θα ασχοληθούμε με τη σημασία της ιστορικότητας του Κυρίου για τη χριστιανική πίστη, όπως προβάλλεται στην Καινή Διαθήκη, και ιδιαίτερα με κάποια ιστορικά και θεολογικά ζητήματα, που συνδέονται με το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού.
Η Γέννηση ως ιστορικό γεγονός
 Στην Καινή Διαθήκη απουσιάζει εντελώς η αντίληψη ότι ο Ιησούς Χριστός είναι μια ιδέα η ότι η Γέννησή Του είναι ενσάρκωση μιας ιδέας. Αντίθετα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, που γεννήθηκε και έζησε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και συνδέεται με άλλα ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της εποχής του. Για να τονίσουν αυτό ακριβώς οι ιεροί Ευαγγελιστές παραθέτουν γενεαλογίες της καταγωγής του Ιησού, δηλ. αλυσίδες διαδοχικών γεννήσεων, από τις οποίες καταδεικνύεται η καταγωγή του, ως ανθρώπου, από το «γένος» Δαβίδ και Αβραάμ (Ματθ. 1,1-16, Λουκ. 3,24-38). Οι Ευαγγελιστές επισημαίνουν ότι η Γέννηση του Ιησού είχε προφητευθεί από μεγάλους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης πριν από πολλούς αιώνες και ήταν κάτι αναμενόμενο. Η πρώτη σχετική «προφητεία» δίδεται από τον ίδιο τον Θεό αμέσως μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων, σύμφωνα με την οποία «το σπέρμα της γυναικός» (Εκείνος που θα γεννηθεί από μια γυναίκα) θα συντρίψει την κεφαλή του «όφεως» – διαβόλου (Γεν. 3,15). Οι μεγάλοι Προφήτες είχαν δεί συγκεκριμένα γεγονότα, συνδεόμενα με τη Γέννηση: ότι ο Χριστός θα γεννηθεί από παρθένο (Ησ. 7,14), θα καλείται Εμμανουήλ, δηλ. Θεός (Ησ. 7,14), θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ (Μιχ. 5,2), θα ονομασθεί Ναζωραίος (Ματθ. 2,23). Είχαν δεί επίσης την προσκύνηση των Μάγων (Ψαλμ. 71,10-11, Ησ. 60,6), την επιστροφή από την Αίγυπτο (Ωσ. 11,1), τον θρήνο για τη σφαγή των νηπίων (Ιερ. 38,15).
Τονίζοντας την ιστορική Γέννηση και καταγωγή του Ιησού, οι Ευαγγελιστές δεν αρνούνται την προύπαρξή Του ως Θεού, ούτε πιστεύουν ότι άρχισε να υπάρχει, όταν γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Αντίθετα, τονίζουν ότι προϋπήρχε ως Θεός (ως Υιος του Θεού), και, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», έγινε ανθρωπος για τη σωτηρία μας (Γαλ. 4,4), χωρίς, βέβαια, να πάψει να είναι και Θεός. Ό,τι άρχισε να υπάρχει με τη Γέννηση του Χριστού ήταν η ανθρώπινη φύση Του, την οποία «προσέλαβε» από την Παρθένο Μαρία, δεδομένου ότι ο Χριστός ένωσε στο πρόσωπό Του, κατά παράδοξο για μας τρόπο, δύο τέλειες φύσεις, τη θεία και την ανθρώπινη. Η Κ. Διαθήκη τονίζει ακριβώς ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού είναι ιστορική, πραγματική, όμοια με τη δική μας, δηλ. ο Χριστός δεν ήλθε στον κόσμο «κατά δόκησιν», δηλ. δεν νομίσαμε ότι έγινε άνθρωπος, αλλά έγινε όντως άνθρωπος. Όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέει ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιω. 1,14) δεν εννοεί ότι σαρκώθηκε κάποιος αφηρημένος λόγος η ίδέα, κατά το παράδειγμα φιλοσοφικών και θρησκευτικών συστημάτων της εποχής του, αλλ’ ότι σαρκώθηκε ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού, Αυτός που αποτελεί ιδιαίτερη υπόσταση, που έχει ξεχωριστή ύπαρξη. Αυτός ο Λόγος, που ταυτίζεται με τον «μονογενή υιόν, τον όντα εις τον κόλπον του πατρός» (Ιω. 1,18), προϋπήρχε κάθε δημιουργίας του Θεού αιωνίως («εν αρχή ην ο Λόγος», Ιω. 1,1) και είναι Θεός («και Θεός ην ο Λόγος», Ιω. 1,1), όπως ακριβώς και ο Πατήρ Του.
Εντάσσοντας τη Γέννηση στο τοπικό και χρονικό της πλαίσιο, οι ιεροί Ευαγγελιστές τονίζουν ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας (Ματθ. 2,1), την εποχή που βασίλευε εκεί ο Ηρώδης (Ματθ. 2,1), όταν ηγεμόνας της Συρίας ήταν ο Κυρήνιος (Λουκ. 2,2) επί Ρωμαίου αυτοκράτορος «Καίσαρος Αυγούστου» (Λουκ. 2,1) και μάλιστα με αφορμή γενική απογραφή, που ο ίδιος είχε διατάξει, για ολόκληρη την αυτοκρατορία («απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην, Λουκ. 2,1), απογραφή, που ήταν η πρώτη της ηγεμονίας του Κυρηνίου στη Συρία (Λουκ. 2,2). Τα παραπάνω πρόσωπα και γεγονότα είναι ιστορικά. Ο Οκταβιανός Αύγουστος ήταν αυτοκράτορας μεταξύ των ετών 31 π.Χ και 14 μ.Χ. Ο Ηρώδης «ο Μέγας» ήταν βασιλιάς στην Ιουδαία (υποτελής στη Ρώμη) στο διάστημα 37 π.Χ – 4 π.Χ. Ο βίαιος χαρακτήρας του επιβεβαιώνεται από εξωβιβλικές πηγές. Είχε διαδοχικά δέκα συζύγους και απέκτησε πολλά παιδιά, αρκετά από τα οποία φονεύθηκαν με εντολή του. Κάποτε εκτέλεσε 45 από τα 70 μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου των Ιουδαίων, δηλ. όλη σχεδόν την πνευματική, οικονομική και πολιτική αριστοκρατία των Εβραίων (Σ. Αγουρίδη, Ιστορία των χρόνων της Κ. Διαθήκης, Θεσ/νίκη 1983, σ. 266). Όποιος γνωρίζει «πόσα μέλη της οικογένειάς του, και ιδίως πόσα παιδιά του εξόντωσε ο Ηρώδης, δεν εκπλήσεται για την ευαγγελική αφήγηση περί της σφαγής νών νηπίων στη Βηθλεέμ» (αυτόθι, σ. 268). Η ηγεμονία του Κυρηνίου επιβεβαιώνεται από τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, XVIII, 1-2), ενώ για την τακτική των συχνών απογραφών στην αυτοκρατορία μαρτυρούν πολλές εξωβιβλικές πηγές.
Με βάση αυτά και άλλα δεδομένα, μπορεί να υπολογισθεί με σχετική ακρίβεια το έτος της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού. Η πιο γνωστή απόπειρα στο παρελθόν, στην οποία βασίζεται το ισχύον χρονολογικό σύστημα, έγινε από τον μοναχό Διονύσιο τον Μικρό στη Ρώμη το 562 μ.Χ. Μέχρι τότε ίσχυαν άλλα χρονολογικά συστήματα. Με την επικράτηση, όμως, του Χριστιανισμού και με βάση την πεποίθηση ότι το πρόσωπο του Ιησού τέμνει την ιστορία του κόσμου σε προ Χριστού και μετά Χριστόν εποχή, έπρεπε να ισχύσει ένα χρονολογικό σύστημα με αφετηρία ακριβώς το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι υπολογισμοί του Διονυσίου με τα δεδομένα της τότε εποχής είναι εσφαλμένοι και ότι, σύμφωνα με σύγχρονους και ακριβέστερους υπολογισμούς, ο ακριβής χρόνος της Γεννήσεως του Χριστού τοποθετείται λίγο πριν το έτος 4 π.Χ.
Ο αστέρας της Γεννήσεως και η προσκύνηση των Μάγων
 Το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού, όπως περιγράφεται στα ιερά Ευαγγέλια, συνοδεύθηκε από υπερφυσικά σημεία, όπως η δοξολογία των Αγγέλων, ο αγγελικός ύμνος («Δόξα εν υψίστοις Θεώ»), η εμφάνιση του Αγγέλου στους Ποιμένες, η «δόξα Κυρίου» που περιέλαμψε τους Ποιμένες της Βηθλεέμ, ο αστέρας που οδήγησε τους Μάγους στο Βρέφος, η προσκύνηση των Μάγων. Θα ήταν παράδοξο να αναμένουμε από την επιστημονική έρευνα να επιβεβαιώσει τέτοια γεγονότα, τα οποία ούτως η άλλως υπερβαίνουν τα όρια του φυσικού. Όμως, από χώρους εχθρικούς στον Χριστιανισμό και περιβελημένους επιστημονικό μανδύα, επιχειρήθηκε να εξηγηθούν κάποια από τα γεγονότα αυτά ως φυσικά, με σκοπό να απογυμνωθεί το γεγονός της Γεννήσεως του Κυρίου από κάθε υπερφυσικό περιεχόμενο.
Έτσι κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι το άστρο, που οδήγησε τους Μάγους, ήταν ένα φυσικό φαινόμενο της εποχής, δηλαδή «σύνοδος πλανητών», είτε Δία και Κρόνου, είτε Δία και Αφροδίτης, που απλώς συνέπεσε τη χρονική εκείνη στιγμή και ήταν ορατή ως αρκετά φωτεινότερο από τα υπόλοιπα άστρο. Τέτοιες ερμηνείες, εκτός του ότι δεν είναι γενικά αποδεκτές επιστημονικώς, δεν ερμηνεύουν το φαινόμενο, που περιγράφει η Βίβλος, και προκαλούν εύλογα ερωτήματα όπως: Πως η «σύνοδος» αυτή οδηγούσε ανθρώπους σε τόσο μεγάλες αποστάσεις; Πώς εξαφανίσθηκε και επανεφανίσθηκε, όταν οι Μάγοι έφθασαν στον Ηρώδη; Πόσο χρόνο διήρκεσε αυτή η «σύνοδος»; Από το βιβλικό κείμενο εξάγεται ότι δύο ολόκληρα χρόνια ταξίδευαν οι Μάγοι για να φθάσουν στο Βρέφος, οδηγούμενοι από τον αστέρα. Έτσι υπολόγισε («ηκρίβωσε») τον χρόνο ο Ηρώδης (Ματθ. 2,7) και διέταξε τη σφαγή των Νηπίων της Βηθλεέμ «από διετούς και κατωτέρω» (2,16). Είναι χαρακτηριστικό ότι η προσκύνηση των Μάγων, κατά το ιερό κείμενο, δεν έγινε στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, αλλά «εις την οικίαν», όπου διέμενε «το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού» (2, 11). Ισως η ερμηνεία του αγίου Θεοφυλάκτου ότι ο αστέρας ήταν «αγγελική δύναμις» (Άγγελος), που οδηγούσε του Μάγους, είναι πολύ πιο λογική από «επιστημονικές» θεωρίες, όπως οι παραπάνω.
Η καθιέρωση της εορτής των Χριστουγέννων
Είναι αληθές ότι η Βιβλική Παράδοση δεν διέσωσε την ακριβή ημερομηνία της Γεννήσεως του Χριστού. Τα ιερά κείμενα δεν παρέχουν καμμιά ασφαλή πληροφορία για την εποχή της Γεννήσεως. Η εινόνα των Χριστουγέννων που έχουμε στον νού μας, με τα χιόνια και το ψύχος, είναι μεταγενέστερης δυτικής προέλευσης και δεν στηρίζεται στα κείμενα. Το Σπήλαιο ήταν μάλλον πρόχειρο κατάλυμα της Θεοτόκου και του Ιωσήφ και όχι χώρος προστασίας από το κρύο. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Φάτνη χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εναποθέσεως του Βρέφους («κούνια») και όχι ως θερμαντικό μέσο. Πουθενά δεν αναφέρεται χιονόπτωση, βροχή, κακοκαιρία, ψύχος, φαινόμενα άλλωστε πολύ σπάνια για την περιοχή. Η αναφορά σε «ποιμένας … αγραυλούντας και φυλάσσοντας φυλακάς της νυκτός» (Λουκ. 2,8) μάλλον παραπέμπει σε άλλη εποχή. Προσπάθειες χρονολογήσεως με βάση τη σύλληψη του Προδρόμου και την εφημερία του Ζαχαρία στον Ναό δεν έχουν οδηγήσει ασφαλή συμπεράσματα. Ουσιαστικά, η ακριβής ημερομηνία της Γεννήσεως παραμένει άγνωστη.
Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε την Εκκλησία να καθιερώσει μια μέρα τιμής για το μεγάλο αυτό γεγονός, αφού σημασία έχει η τιμή του γεγονότος κι όχι η ακριβής ημερομηνία του. Οι πρώτες αναφορές στον εορτασμό της Γεννήσεως υπάρχουν σε κείμενα του πάπα Τελεσφόρου (125-136), σύμφωνα με κάποιους ερευνητές (Ν. Ιωαννίδη «Η εορτή Χριστουγέννων – Θεοφανείων», στο Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον, Αθήναι 2007, σ. 132). Σαφέστερες πληροφορίες παρέχουν κείμενα του 3ου μ.Χ. αι., χωρίς αυτό να σημαίνει ότι νωρίτερα η Εκκλησία δεν τιμούσε το γεγονός, περ’ ότι οι συνθήκες της εποχής καθιστούσαν προβληματικό κάθε εορτασμό, λόγω π.χ. των διωγμών του Χριστιανισμού. Είναι ιστορικά βέβαιο, ότι στην Ανατολή τον 3ο μ.Χ. αι. η Γέννηση εορταζόταν μαζί με τη Βάπτιση του Χριστού στις 6 Ιανουαρίου, με το κοινό όνομα «Θεοφάνεια», ως εορτές φανερώσεως του Θεού στον κόσμο. Άλλωστε, η προσωνυμία «Θεοφάνεια» προσιδιάζει περισσότερο στη Γέννηση παρά στη Βάπτιση, γιατί τότε «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμ. 3,16). Στη Δύση η Γέννηση εορταζόταν στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα που οι εθνικοί λάτρευαν τον φυσικό ήλιο. Ο λόγος του εορτασμού της Γεννήσεως τη μέρα αυτή είναι προφανής: οι Χριστιανοί ήθελαν να διακηρύξουν σε κάθε κατεύθυνση ότι ο κτιστός ήλιος δεν έχει καμμία θεία ιδιότητα και είναι απλώς δημιούργημα του αληθινού Ηλίου της Δικαιοσύνης. Σαφείς αναφορές στην ιδιότητα του Χριστού ως Ηλίου της Δικαιοσύνης υπάρχουν μέχρι σήμερα στην υμνολογία των Χριστουγέννων. Σιγά – σιγά επικράτησε και στην Ανατολή ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου. Αυτό έγινε τον 4ο μ.χ. αι., με τη συμβολή των Πατέρων της Εκκλησίας Βασιλείου του Μεγάλου και Γρηγορίου του Θεολόγου.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι ο εορτασμός των μεγάλων εορτών, με αφορμή σταθμούς της ζωής του Χριστού, είναι απόλυτα σύμφωνος με το γράμμα και το πνεύμα της Αγ. Γραφής. Στην Παλαιά Διαθήκη εορτάζονται γεγονότα θαυμαστής σωτηρίας του Λαού του Θεού. Ο ίδιος ο Κύριος προέτρεψε τους Μαθητές να επιτελούν την «ανάμνησιν» του Πάθους Του (Λουκ. 22,19-20). Κατά το παράδειγμα της «αναμνήσεως» του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού, καθιερώθηκαν οι μεγάλες Δεσποτικές εορτές. Για τη Γέννηση είναι σαφής η μαρτυρία της Κ. Διαθήκης ότι και οι Άγγελοι ανύμνησαν το γεγονός, δοξολογούντες τον Θεό και ψάλλοντες «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη» (Λουκ. 2,13-14). Αυτό επέδρασε προφανώς καταλυτικά στην πρώϊμη καθιέρωση του εορτασμού της Γεννήσεως του Χριστού από την αρχαία Εκκλησία.
Το θεολογικό νόημα της Γεννήσεως
 Η Γέννηση του Χριστού εκτός από ιστορικό γεγονός είναι «το μέγα της ευσεβείας μυστήριον» (Α’ Τιμ. 3,16), το μεγάλο μυστήριο, που πρέπει να σεβόμεθα. Ποιο ακριβώς είναι το μυστήριο αυτό; Είναι το γεγονός ότι «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμ. 3,16), το ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος. Μυστήριο «χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένον, φανερωθέν δε νυν» (Ρωμ. 16,25). Είναι ουσιαστικά το μυστήριο της σωτηρίας μας, το οποίο διακονεί και ενεργεί ο ίδιος ο Υίός του Θεού, ο Οποίος έγινε άνθρωπος ακριβώς για να σώσει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος από τη «δουλεία του εχθρού». Με την έλευσή Του στον κόσμο ο Υιος του Θεού ενώνεται μαζί μας και μας σώζει: αφ’ ενός μεν η ανθρώπινη φύση ενώνεται με τη θεία στο πρόσωπο του Χριστού, αφ’ ετέρου δε καθένας από μας ενώνεται με τον Χριστό κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα Του. Κατά τη σαφή διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας «ό,τι ενώνεται με τον Χριστό, εκείνο και σώζεται» και «εκτός του Χριστού δεν υπάρχει σωτηρία.
Είναι, λοιπόν, δυνατό να μην χαιρόμεθα και να μην πανηγυρίζουμε για την έλευση του Χριστού στον κόσμο; Είναι δυνατό να αδιαφορούμε μπροστά στο μεγάλο γεγονός, στο οποίο βασίζεται η σωτηρία μας; Μόνο όσοι δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση η αντίληψη του μυστηρίου της σωτηρίας, του «χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου», μπορεί να υιοθετούν μια τέτοια στάση. Αν οι Άγγελοι του ουρανού πανηγυρίζουν και ψάλλουν ύμνους για τη δική μας σωτηρία, για την «ειρήνην» και «ευδοκίαν» που ήλθε στον κόσμο («και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», Λουκ. 2,14), τι πρέπει να κάνουμε εμείς; Να γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία πανηγυρίζει τη Γέννηση του Χριστού, ως γεγονός παραπλήσιο με αυτό της Αναστάσεως. Να γιατί η υμνολογία της αποτελεί έκρηξη χαράς για τη σωτηρία, που ήλθε στον κόσμο. Να γιατί ψάλλει μαζί με τους Αγγέλους: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε· Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε· Χριστός επί γης, υψώθητε».
Πηγή: Έντυπο «Ορθοδοξία και αίρεσις» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τεύχ. 71, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2010.

Όσα ακούσει κανείς τα Χριστούγεννα στην εκκλησιά του φτάνει να ζήσει μια ολόκληρη χρονιά..!


...πρέπει να προσέχουμε αυτά τα οποία περιέχονται στα βιβλία της Εκκλησίας και τα οποία είτε αναγινώσκονται είτε ψάλλονται στους ναούς και ιδιαίτερα τώρα τις μεγάλες γιορτές.

Τίποτε άλλο δεν θέλει ένας χριστιανός, τίποτε άλλο, παρά να πάει στην εκκλησία τα Χριστούγεννα, και απ' όσα θα γίνουν εκείνη την ημέρα στο ναό -σ' όποιο ναό κι αν πάει- απ' όσα θα ακούσει, πολύ λίγα να πιάσει, πολύ λίγα να κρατήσει, πολύ λίγα να φθάσουν στην ψυχή του 
Αυτά του φθάνουν να ζήσει μια ολόκληρη χρονιά, του φθάνουν για όλη του τη ζωή, του φθάνουν, αν θέλετε, για την αιωνιότητα.  
Μόνο το απολυτίκιο, ας πούμε, των Χριστουγέννων να προσέξει κανείς λέξη προς λέξη και με τον φωτισμό του Θεού να εμβαθύνει στο νόημά του, του φθάνει.  
Μόνο το κοντάκιο να προσέξει ή μόνο το εξαποστειλάριο «Επεσκέψατο ημάς...» ή ένα τροπάριο από τους αίνους ή από τις καταβασίες ή από τα καθίσματα «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός...» του φθάνει.

Συνήθως οι προσκυνηταί των Αγίων Τόπων όταν ξεκινούν από τα Ιεροσόλυμα για τη Βηθλεέμ να επισκεφθούν εκεί το Σπήλαιο,
όποια εποχή κι αν είναι, ψάλλουν αυτό το κάθισμα: «Δεύτε ίδωμεν πιστοί...». 
Σαν άλλοι ποιμένες δηλαδή προχωρούν κι αυτοί να δουν πού γεννήθηκε ο Χριστός. Και εξαρτάται· ίσως ψάλλοντας αυτό το κάθισμα, καθώς πηγαίνουν προς τη Βηθλεέμ, οι ανθρωποι αυτοί να νιώθουν κάτι που δεν ένιωσαν σ' όλη τους τη ζωή, ενώ πήγαν και ξαναπήγαν στην εκκλησία κι άκουσαν αυτό το κάθισμα.
Θέλω να πω δηλαδή ότι φθάνει ένα τροπάριο να προσέξει κανείς. 
Αλλά να το προσέξει, να το εννοήσει, να τον φωτίσει ο Θεός να εμβαθύνει στο νόημα, να ανοίξει ο Θεός την καρδιά του, να μαλακώσει ο Θεός την καρδιά του, για να αγγίξουν τα νοήματα που περιέχονται στο καθένα απ' αυτά την καρδιά του 
Και φθάνει αυτό, για να πάθει ο άνθρωπος αλλοίωση εσωτερική, αλλαγή εσωτερική, να γιορτάσει πραγματικά Χριστούγεννα, ν' αρχίσει γι' αυτόν πράγματι μια καινούργια ζωή, να καταλάβει για πρώτη φορά γιατί ήρθε ο Χριστός στη γη, που ακούει και ξανακούει μια ζωή ολόκληρη ότι ήρθε ο Χριστός στη γη.


Τα δώρα των Μάγων- αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς


Μάγοι Περσῶν Βασιλεῖς, ἐπιγνόντες σαφῶς, τὸν ἐπὶ γῆς τεχθέντα, Βασιλέα οὐράνιον, ὑπὸ λαμπροῦ ἀστέρος ἑλκόμενοι, ἔφθασαν ἐν Βηθλεέμ, δῶρα προσφέροντες ἔγκριτα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν· εἶδον γὰρ ἐν τῷ Σπηλαίῳ, βρέφος κείμενον τὸν Ἄχρονον.
(Ιωάννου Δαμασκηνού)


«Και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσηνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν» (Ματθ. β’11).
Τρία δώρα έφεραν στο νεογέννητο Βασιλιά. Και χωρίς να το θέλουν συμβόλισαν την αγία και ζωοποιό Τριάδα, στο όνομα της οποίας ήρθε στον κόσμο το παιδί Ιησούς, αλλά και την τριπλή διακονία του Κυρίου: τη βασιλική, την ιερατική και την προφητική, γιατί ο χρυσός συμβολίζει την αυτοκρατορική, το λιβάνι την ιερατική και η σμύρνα την προφητική ή τη θυσιαστική. Το νεογέννητο βρέφος θα γινόταν ο Βασιλιάς του αθάνατου βασιλείου, ο αναμάρτητος ιερέας και προφήτης και, όπως οι περισσότεροι προφήτες πριν απ’ Αυτόν, θα θανατωνόταν.
Όλοι το γνωρίζουν πως ο χρυσός μαρτυρεί κάποιον βασιλιά και τη βασιλεία του. Όλοι γνωρίζουν πως το λιβάνι μαρτυρεί ιερωσύνη και προσευχή. Κι επίσης όλοι γνωρίζουν από την Αγία Γραφή πως το λιβάνι μαρτυρεί τη θνητότητα. Ο Νικόδημος άλειψε το σώμα του νεκρού Ιησού με μύρα (πρβλ. Ιωάν. ιθ’ 39-40). Άλειφαν τα σώματα για να τα διατηρήσουν κάπως περισσότερο από τη φθορά του θανάτου. Ο κόσμος φωτίστηκε από το Χριστό, που έλαμψε σαν χρυσός. Και γέμισε από προσευχές και θυμιάματα, όπως ένας ναός. Η οικουμένη ολόκληρη γέμισε από το άρωμα της διδασκαλίας Του,
Τα τρία δώρα όμως συμβολίζουν επίσης την καρτερία και το αμετάβλητο. Ο χρυσός παραμένει χρυσός, το λιβάνι παραμένει λιβάνι και το μύρο παραμένει μύρο. Κανένα απ’ αυτά δε χάνει την ιδιότητά του όσα χρόνια κι αν περάσουν. Μετά από χίλια χρόνια ο χρυσός εξακολουθεί να λάμπει, το λιβάνι να καίει και το μύρο διατηρεί το άρωμά του. Δε θα μπορούσαν να βρεθούν άλλα πιο αντιπροσωπευτικά αντικείμενα στη γη που να συμβολίζουν τόσο πιστά την επίγεια αποστολή του Χριστού ή να δείχνουν πιο καθαρά και εκφραστικά τον αιώνιο χαρακτήρα του έργου Του στη γη, καθώς και όλες τις πνευματικές και ηθικές αξίες που έφερε από τον ουρανό στον κόσμο. Έφερε την αλήθεια, την προσευχή, την αθανασία.
Με ποιό άλλο αντικείμενο στη γη, εκτός από το χρυσό, θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα η αλήθεια; Ό,τι και να κάνεις στο χρυσό, αυτός θα εξακολουθεί να λάμπει.
Με ποιό άλλο αντικείμενο θα μπορούσε να συμβολιστεί καλύτερα η προσευχή αν όχι με το λιβάνι; Όπως ο καπνός από το λιβάνι γεμίζει την εκκλησιά ολόκληρη, έτσι γεμίζει κι η προσευχή ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου. Όπως ο καπνός ανεβαίνει ψηλά, έτσι ανεβάζει η προσευχή την ψυχή του ανθρώπου στο Θεό. «Κατευθυνθήτω ή προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου», λέει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. ρμα’ 2). Είναι γεγονός πως κι άλλα πράγματα βγάζουν καπνό, μα κανένας καπνός δεν εμπνέει την ψυχή για προσευχή.
Ποιό άλλο επίγειο αντικείμενο θα μπορούσε να συμβολίσει καλύτερα την αθανασία από το μύρο;  
Η θνητότητα αποπνέει δυσωδία, ενώ η αθανασία έχει μια διαρκή ευωδία.
Οι μάγοι από την Ανατολή συμβόλισαν έτσι έστω κι ανεπίγνωστα ολόκληρη τη χριστιανική πίστη. Ξεκίνησαν από την Αγία Τριάδα κι έφτασαν ως την Ανάσταση και την αθανασία του Κυρίου Ιησού και των πιστών Του. Δεν είναι απλοί προσκυνητές, μα πραγματικοί προφήτες. Προφήτες τόσο της χριστιανικής πίστης όσο και της ζωής και του έργου του Χριστού. Από μόνοι τους, με τη δική τους αντίληψη και γνώση, δε θα τα ήξεραν όλα αυτά. Ήταν η πρόνοια του Θεού που τους έστειλε στη Βηθλεέμ και τους έδωσε το παράξενο αυτό άστρο να τους οδηγεί.

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Θεός επί γης, άνθρωπος εν Ουρανώ», Ομιλίες Α΄. Αθήνα 2010, σ. 116-118.)

Θεός Εσαρκώθη - Αληθώς Εσαρκώθη....!!

Χριστός Ετέχθη 
- Αληθώς Ετέχθη...!!

H Γέννησις - Rozdestvo

Tροπάριο Χριστουγέννων
Η γέννησίς Σου Xριστέ ο Θεός ημών,ανέτειλεν τω κόσμω το φως το της γνώσεως
εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο,
Σε προσκυνείν τον ήλιον της Δικαιοσύνης και Σε γιγνώσκειν εξ ύψους Ανατολήν
Κύριε Δόξα,Σοι..!

Κοντάκιον Χριστουγέννων
Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει
και η γη το σπήλαιον τω Aπροσίτω προσάγει
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσιν
Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσιν
δι' ημάς γαρ εγεννήθη Παιδίον νέον,ο προ αιώνων Θεός.!



Ὅταν λέμε: «Χριστός ἐτέχθη», εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά λέμε: «Ὁ Μεσσίας γεννήθηκε», ἤ «ὁ Βασιλιάς γεννήθηκε», ἤ «ὁ Σωτήρας γεννήθηκε»!
Μέ τόν χαιρετισμό αὐτό ἰσχυριζόμαστε καί μαρτυροῦμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ὅτι ἦρθε στόν κόσμο Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔπρεπε νά ἔρθει γιά τή σωτηρία τῆς γενεᾶς τῶν ἀνθρώπων, καί ὅτι ἐκτός Αὐτοῦ ἄλλον δέν πρέπει νά περιμένουμε.

Ἐκεῖνος, τόν ὁποῖο ὁ Θεός ὑποσχέθηκε στούς προπάτορές μας ὅταν διώχθηκαν ἀπό τόν Παράδεισο,
Ἐκεῖνος τόν ὁποῖο οἱ ἀσεβεῖς λαοί μόλις πού διαισθάνονταν,
Ἐκεῖνος πού οἱ Ἑβραῖοι προφῆτες ξεκάθαρα προφήτευσαν,
Ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ἡ ἀβοήθητη ἀνθρωπότητα χιλιάδες χρόνια πονεμένα ἀναστέναζε,
Ἐκεῖνος ἔλαμψε στή γῆ ὅπως ὁ ἥλιος μετά ἀπό μακριά νύχτα.
Κι ἔτσι ὅταν λέμε: «Χριστός ἐτέχθη»,μαρτυροῦμε καί ὅτι ὁ Ὕψιστος κράτησε τήν ὑπόσχεσή Του, καί ὅτι ἡ προαίσθηση τῆς ἀνθρωπότητας ἐκπληρώθηκε, καί ὅτι οἱ προφητεῖες τῶν προφητῶν πραγματοποιήθηκαν, καί ὅτι οἱ ἀνθρώπινοι ἀναστεναγμοί χόρτασαν χαρά.

«Χριστός ἐτέχθη»
Ὁ Μεσσίας γεννήθηκε, ὁ Πανθαύμαστος, ταυτόχρονα Ἄνθρωπος καί Θεός, ἦρθε γιά νά ξεκουραστοῦν ἐπάνω Του τά κουρασμένα ἀνθρώπινα μάτια καί νά μήν κοιτάξουν ἄλλον Μεσσία.

Ὁ Βασιλιάς γεννήθηκε, Ἐκεῖνος πού εἶναι Παντοδύναμος καί Ἐλεήμων καί ταυτόχρονα κρατᾶ τό σκῆπτρο τῆς δύναμης καί τό καντήλι τοῦ ἐλέους ἦρθε στόν κόσμο μας γιά νά σταθοῦν ὄρθιοι καί οἱ ἐλάχιστοι καί νά φωνάξουν: «Ἐμεῖς εἴμαστε παιδιά τοῦ βασιλιᾶ»!
Ὁ Ἥρωας γεννήθηκε, ὁ Ἀκατανίκητος, γιά νά ὑπερασπιστεῖ τούς δίκαιους, γιά νά κατακτήσει τούς ἁμαρτωλούς, γιά νά καταρρίψει τά πνεύματα τῆς μοχθηρίας κάτω ἀπό τόν οὐρανό.
Ὁ Ὁδηγός γεννήθηκε, ὁ Πανορατικός, γιά νά βγάλει στό δρόμο τούς χαμένους καί νά τούς  ὁδηγήσει.
Ὁ Διαφωτιστής γεννήθηκε, ὁ Πανφωτισμένος, γιά νά διώξει τό σκότος καί νά διαφωτίσει τούς σκοτισμένους.
Ὁ Ποιμήν γεννήθηκε, ὁ Πάμπλουτος, γιά νά ταΐσει τούς πεινασμένους, ὄχι μέ τή γῆ ἀλλά μέ τόν οὐρανό, μέ τό οὐράνιο σῶμα Του καί μέ τό πύρινο αἷμα Του.
Ὁ Φιλάνθρωπος γεννήθηκε, ὁ σπάνιος, γιά νά ἀγκαλιάσει στά στήθη Του, καί νά ζωντανέψει μέ τήν ἀγάπη τά ἀμέτρητα ὀρφανά Του, πού γιά πολύ καιρό πήγαιναν ἀπό τόν τάφο τῆς ζωῆς στόν τάφο τοῦ θανάτου.
Ὁ τῆς ἀποκαλύψεως Θεός γεννήθηκε, ὁ Μέγιστος, γιά νά τραβήξει τήν αὐλαία καί νά ἀποκαλύψει στούς θνητούς τό ἀθάνατο Βασίλειο τῶν Οὐρανῶν.
Ὅλα αὐτά σημαίνουν ἐκεῖνα τά θαυμάσια λόγια, μέ τά ὁποῖα οἱ χριστιανοί τά Χριστούγεννα χαιρετιοῦνται καί μέ τά ὁποῖα καί ἐγώ ἀδελφοί ἐσᾶς χαιρετῶ:
Χριστός ἐτέχθη!
Xριστός ἐτέχθη ἐπί γῆς ἐν
φάτνη σπάργανα φορέσας
τά δεσμά διαρήξας τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν.(δίς)
  
Ο Άγιος Νικόλαος (Βελιμίροβιτς)

* (Στίς Σλαβικές χῶρες συνηθίζεται ὁ χαιρετισμός αὐτός τά Χριστούγεννα,
κατ᾿ ἀναλογία μέ τόν χαιρετισμό τοῦ Πάσχα, δηλαδή «Χριστός ἐτέχθη»
καί ἡ ἀπάντηση «Ἀληθῶς ἐτέχθη»).

πηγή(Ἀπό τό βιβλίο: «Δρόμος δίχως Θεό δέν ἀντέχεται…», Ἱεραποστολικές ἐπιστολές Α΄, Ἐκδόσεις «Ἐν πλῷ»)

ΤΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ

Κυριακή, Δεκεμβρίου 23, 2018

Πότε ξεκινήσαμε να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα

χριστούγεννα

Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια η γέννηση του Χριστού δεν αποτελούσε ιδιαίτερη γιορτή και οι χριστιανοί την γιόρταζαν μαζί με τη βάφτιση στις 6 Ιανουαρίου. Μάλιστα σύμφωνα με την παράδοση πρώτος ο Μέγας Βασίλειος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ εκφώνησε την πρώτη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων.

Νωρίτερα πάντως το 354 μ.Χ μετά από πολλές αντιρρήσεις ορίστηκε στη Ρώμη επί Πάπα Ιουλίου Α’ σαν ημέρα γέννησης του Χριστού η 25η Δεκεμβρίου για τον εξής λόγο: Η ημέρα ήταν καθιερωμένη από τους Ρωμαίους σαν ημέρα γέννησης του Περσικού θεού Μίθρα. Οι Ρωμαίοι επιστρέφοντας από πολέμους της Ανατολής έφεραν μαζί τους την λατρεία πολλών θεών. Από τους πιο δημοφιλείς ήταν ο Μίθρας γιατί ήταν ο θεός του φωτός, του Ήλιου που μάχεται και διώχνει το σκοτάδι.
Το Γενέθλιον του είχε συνδυαστεί με τη χειμερινή τροπή του ήλιου που στις 25 Δεκεμβρίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να στέκεται περισσότερο στο Ουράνιο στερέωμα.
Αυτή ήταν ημέρα χαράς για τους Ρωμαίους διότι έφευγε το σκοτάδι και ερχόταν το φως. Ήταν μέρα τόσο γιορτινή και αγαπητή που καμία προτροπή των πατέρων της Εκκλησίας δε στάθηκε ικανή να ελαττώσει τη συμμετοχή των πρώτων Χριστιανών.
Γι’ αυτό οι πατέρες της Εκκλησίας βρήκαν ένα δοκιμασμένο μέσο, την «υποκατάσταση». Όρισαν δηλαδή την 25η Δεκεμβρίου σαν ημέρα γέννησης του Χριστού, δηλαδή του νέου Ήλιου που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας, από τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως.
Έτσι στις 25 Δεκέμβρη ο ένας Ήλιος υποκατέστησε τον άλλο με αποτέλεσμα η ημερομηνία να οριστεί ως η επίσημη ημερομηνία γέννησης του Χριστού.
Ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και από τη Δύση στην Ανατολή γύρω στο 376. Μάλιστα το 386 ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης.
Πολύ αργότερα το 529 ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε δημόσια αργία. Ως το 1100, καθώς είχε επεκταθεί η δράση των ιεραποστολών στις παγανιστικές ευρωπαϊκές φυλές, όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα.
Τι πληροφορίες μας δίνουν τα Ευαγγέλια
Στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη κατά προσέγγιση χρονολόγηση της γέννησης του Ιησού προέρχονται από το Ευαγγέλιο του Λουκά και του Ματθαίου:
Τη γέννηση του Ιησού επί αυτοκράτορα Αυγούστου (Λουκ. 2,1), του οποίου η βασιλεία διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.)
Τη γέννηση του Ιησού «εν ταις ημέραις Ηρώδου βασιλέως της Ιουδαίας» (Λουκ. 1,5), του οποίου επίσης η βασιλεία στην Ιουδαία ήταν από τις μακρότερες χρονικά (37-4 π.Χ.).
Στις περιγραφές για το άστρο της Βηθλεέμ (Ματθ. 2,2)
Στα γεγονότα της «πρώτης» απογραφής, η οποία «εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2,2) (12-8 π.Χ. ή 8-6 π.Χ.)

Ὁ φόβος τῆς ἐξουσίας γιὰ τὴν ἀλήθεια


Χριστούγεννα σήμερα καί καθώς οἱ καμπάνες τῶν Ναῶν μας εὐαγγελίζονται τό χαρμόσυνο μήνυμα «παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ἠμῖν σήμερον σωτήρ» (Λούκ. 2, 10-11), ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, συνεπής στήν τακτική της νά προβληματίζει γιά νά ἀφυπνίζει τόν ἄνθρωπο, παραθέτει ἀνήμερα τῆς Μητρόπολης τῶν ἑορτῶν ἕνα εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, στό ὁποῖο δέν παρουσιάζεται τόσο «ὁ τεχθείς βασιλεύς» τοῦ κόσμου ὅλου, ἀλλά κυρίως οἱ ἀναζητητές του. Τό κάνει βεβαίως αὐτό ἐπειδή στά πλαίσια τοῦ λειτουργικοῦ της πλούτου καί τῶν καθιερωμένων Ἀκολουθιῶν τῶν Βασιλικῶν Ὡρῶν, παρουσίασε ἤδη ὅλες τίς εὐαγγελικές περικοπές, πού περιγράφουν τά γεγονότα τοῦ Χριστοῦ γέννας καί ἑπομένως τό ἀφηγηματικό κομμάτι ἔχει καλυφθεῖ πλήρως.

Καί πάλι ὅμως, ἡ ἀνάγνωση μιᾶς περικοπῆς, ἡ ὁποία στερεῖται χαρακτηριστικῶν στοιχείων τῆς δόξας τῶν Χριστουγέννων, ἀφοῦ ἀπουσιάζουν ἀπό αὐτή οἱ ἄγγελοι, οἱ ποιμένες, τό σπήλαιο, ἡ φάτνη, ἐνῶ ἀντιθέτως ὑπάρχουν μέν ὁ ἀστέρας καί οἱ μάγοι, ἀλλά σέ δευτερεύουσα θέση, καθώς φαίνεται ὡς πρωταγωνιστής ὁ Ἡρώδης καί ἡ μανία του νά ἀναζητᾶ γιά νά βρεῖ «τό παιδίον», προκαλεῖ ἀπορία γιά τή σκοπιμότητα τῆς ἀνάγνωσής της. Τί θέλει λοιπόν νά ξεκαθαρίσει μέ τή σημερινή εὐαγγελική περικοπή στή μεγάλη ἑορτή ἡ Ἐκκλησία μας;


Ἡ προσμονή τοῦ Μεσσία

Ὅλοι μας προετοιμαζόμενοι γιά τά Χριστούγεννα, ἔχουμε ὁπωσδήποτε διαβάσει κείμενα, ὄχι μόνο Παλαιοδιαθηκικά ἀλλά καί ἄλλων λαῶν, τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν προσμονή τοῦ κόσμου γιά τόν Μεσσία. Εἶναι κοινή ἱστορική ἀνάμνηση τῆς ἀνθρωπότητας ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀποστολή Σωτήρα καί Λυτρωτῆ. Ἀνά τούς αἰῶνες πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι πού πρόσεχαν μήπως στήν ἐποχή τους πραγματωθοῦν οἱ σχετικές προφητεῖες καί πάντως ὅλοι πρόσμεναν μέ διαφορά συναισθήματα τήν ὑλοποίηση αὐτῆς τῆς ὑπόσχεσης. Ἄν καί πρόσμεναν ὅμως, δέν καταλάβαιναν τί θά ἦταν αὐτός πού θά ἐρχόταν ἀπό Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί οἱ μάγοι ἀπό Ἀνατολῶν τόν προσδιορίζουν ὡς «βασιλέα τῶν Ἰουδαίων», χωρίς ὅμως νά παραξενεύονται ἀπό τή φτώχεια του ὅταν τόν συναντοῦν καί τοῦ προσφέρουν τά βασιλικά τους δῶρα, χωρίς νά ἐξετάζουν τή συνέχεια τῆς ζωῆς του ἤ τόν τρόπο ἐκπλήρωσης τῆς ἀποστολῆς του. Τόν ἀποδέχονται ὅπως τόν βλέπουν, τόν νιώθουν χωρίς νά τόν κατανοοῦν, τόν σέβονται, τόν τιμοῦν, τόν ὁμολογοῦν καί ἐν τέλει ἀποχωροῦν.

Παράλληλα μέ αὐτή τήν ἀναζήτηση, τήν καλοπροαίρετη καί εὐλογημένη, ἐξελίσσεται ἀκόμη μία. Αὐτή τοῦ Ἡρώδη καί τῶν ὀργάνων του. Δέν ἐνεργεῖται καλοδιάθετα, οὔτε ἄδολα. Κυριαρχεῖται ἀπό τόν φόβο καί τήν ἀγωνία. Τό γράφει ἀπερίφραστα τό ἱερό κείμενο: «Ἀκούσας ὁ βασιλεύς Ἡρώδης ἐταράχθη καί πάσα Ἱεροσόλυμα μετ’ αὐτοῦ». Μόλις ὁ Ἡρώδης ἄκουσε γιά τόν τεχθέντα βασιλέα τῶν Ἰουδαίων γέμισε ταραχή καί μαζί του ταράχθηκε ὅλη ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, γιατί γνωρίζοντας τή μοχθηρία τοῦ Ἡρώδη, κατανοοῦσαν τό τί φρικαλεότητες θά ἐπακολουθοῦσαν μέχρι ὁ Ἡρώδης νά νιώσει ὅτι δέν ἀπειλεῖται. Κι ὅμως, ὅλη αὐτή ἡ ταραχή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας παραλογισμός. Ὁ ἐβδομηντάχρονος Ἡρώδης φοβᾶται καί τρέμει ἕνα ἀνυπεράσπιστο νήπιο, τό ὁποῖο γιά νά μπορέσει νά τόν ἀπειλήσει θά πρέπει νά περάσουν χρόνια, μάλλον πολύ περισσότερα ἀπό τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Λογική ὑπάρχει μόνο στό φόβο ὅλων τῶν ὑπολοίπων, γιατί γνώριζαν ἀπό προηγούμενα περιστατικά τό σκληρό πρόσωπο τῆς ἐξουσίας τοῦ Ἡρώδη…


Ἡ βασίλεια τῆς ἐλπίδας

Κυρίαρχο πίστευμα πολλῶν εἶναι ὅτι ἡ ἐξουσία ἐξασφαλίζει ὅποιον τήν ἔχει. Ὁ ἐξουσιαστής ἐντέλλεται καί οἱ ὑπόλοιποι ὑπακούουν. Κι ὅμως, τόσο ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ὅσο καί ἡ ἱστορική ἀλήθεια, ἔρχονται νά ἐπιβεβαιώσουν ὅτι ἡ ἐξουσία ὄχι μόνο δέν ἐξασφαλίζει, ἀλλ’ ἀντίθετα δημιουργεῖ ἀνασφάλειες σέ ὅποιον καί σέ ὅσο μερίδιο τήν κατέχει, ἀκριβῶς γιατί ἐλλοχεύει ὁ φόβος μήπως τή χάσει. Αὐτό τόν ὁδηγεῖ στήν καχυποψία καί στήν ἐπιστράτευση κάθε θεμιτοῦ καί ἀθέμιτου μέσου γιά νά διασφαλίσει τήν κατοχή τῆς ἐξουσίας, γι’ αὐτό καί τελικά ὅσοι τήν ἀσκοῦν εὔκολα καταντοῦν μισητοί.

Στή σημερινή ὅμως εὐαγγελική περικοπή τονίζεται κάτι ἄλλο. Ὁ φόβος τοῦ Ἡρώδη δέν προβάλλεται στά πλαίσια κάποιας κοινωνιολογικῆς προσέγγισης τοῦ ἐξουσιαστικοῦ φαινόμενου. Ὁ φόβος τοῦ Ἡρώδη ἀντιδιαστέλλεται μέ τήν ἐλπίδα τῶν μάγων, στό πρόσωπο τῶν ὁποίων ἀποτυπώνεται ἡ αἰώνια προσμονή τῆς ἀνθρωπότητας ὅλης. Ὁ φόβος τοῦ Ἡρώδη δέν προκαλεῖται γιατί κάποιος ἀντίπαλος ἐμφανίζεται γιά νά τοῦ πάρει τήν ἐξουσία. Ὁ Ἡρώδης φοβᾶται γιατί κατανοεῖ ὅτι αὐτό τό νεογέννητο νήπιο, περί τοῦ ὁποίου τόσα εἶχε διαβάσει στίς προφητεῖες, ἔρχεται ἀρνούμενο τήν ἐξουσία του, ἀποδομώντας τή σπουδαιότητά της, χωρίς νά ἐπαναστατεῖ, ἁπλῶς προσανατολίζοντας τόν ἄνθρωπο πρός τόν αἰώνιο προορισμό του, ἀνανοηματοδοτώντας τή ζωή του καί προσφέροντας τήν ἰδιότητα τοῦ πολίτη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

Μετά τήν ἱστορική ἐμφάνιση αὐτοῦ του νηπίου, οἱ αὐτοκράτορες καί οἱ βασιλεῖς τοῦ κόσμου χάνουν τή «θεία ἰδιότητα» πού ἐπικαλοῦνταν γιά νά νέμονται καί νά ἐπιβάλλουν ὡς «θεοί ἐπί γῆς» ἀδιατάρακτα τήν ἐξουσία τους. Οἱ ἄνθρωποι, ἔστω καί σέ μιά μακροπρόθεσμη προοπτική, βρίσκουν τή δύναμη νά σταθοῦν κριτικά καί ἀπέναντι στό ἐξουσιαστικό φαινόμενο σέ ὅλες του τίς διαστάσεις. Ἔχουν πλέον σπάσει τά δεσμά πού περιορίζουν τόν ἄνθρωπο στόν κόσμο τοῦτο, καθώς ἡ ἐλπίδα καί ἡ προοπτική της αἰωνιότητας στή Θεία Βασιλεία προσφέρει ἕνα νέο πρίσμα θεώρησης τῶν πάντων. Κι αὐτό ὁ «κοσμοκράτωρ τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφεσ. 6, 12) δέν τό ἀνέχτηκε πότε.

Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή εἶναι μία προειδοποίηση ὅτι πάντα «οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν» (Μάρκ. 10, 42), καταλαμβανόμενοι ἀπό παράλογο καί ἰδιοτελῆ φόβο θά διώκουν, εἴτε ἀπροκάλυπτα, εἰτα συγκαλυμμένα, ὄχι πλέον τό νήπιο, ἀλλά τήν Ἐκκλησία του.

Τί νά ζητήσω ἀπό τόν Χριστό τά Χριστούγεννα;



Τί νά ζητήσω ἀπό τόν Χριστό τά Χριστούγεννα;
Προσευχή δέηση γιά κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανό*

 Ἦλθες στὴ γῆ, Χριστέ μας, γιὰ νὰ μᾶς σώσεις ζητώντας μόνο τὴν καρδιά μας. Ἀκοῦμε στὰ αὐτιά μας τὰ λόγια Σου: «Υἱέ μου, δός μοι σὴν καρδίαν» (Σοφ. Σολ. 18΄ 26)! Ζητᾶς, Χριστέ μου, τὴν καρδιά μας, ἀλλὰ μὲ διάκριση. Δὲν τὴν ἀπαιτεῖς. Θέλεις μόνοι μας νὰ Σοῦ τὴν δώσουμε. Θέλεις νὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖς καὶ νὰ κατοικήσεις μαζί μας. Νὰ μᾶς μεταβάλεις μὲ τὴ χάρη Σου καὶ νὰ μᾶς θεώσεις. Ὁποία τιμὴ γιὰ ἐμᾶς! Ὁποία ἐξύψωσις! Ὁποῖος ἐξαγιασμός, ἀλλὰ καὶ ὁποῖο προνόμιο! Ὁποία φιλανθρωπία ἐκ μέρους Σου!
Ὅμως, Χριστέ μου, δὲν κατανοοῦμε τὴν τιμὴ ποὺ μᾶς ἔχεις κάνει, οὔτε τὰ φιλάνθρωπα σπλάχνα Σου! Δὲν κατανοοῦμε τὸ πόσο προνομιούχους μᾶς ἔχεις καταστήσει καὶ σήμερα θέλουμε νὰ ζοῦμε καὶ νὰ γιορτάζουμε τὰ γενέθλιά Σου χωρὶς Ἐσένα. Ἡ παρουσία Σου ἴσως καὶ νὰ μᾶς εἶναι ἐμπόδιο στὶς φαῦλες καὶ πονηρὲς συνήθειές μας. Δὲν Σὲ γνωρίσαμε ποτέ, Κύριε, «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν, δ΄ 23), ἀφοῦ δὲν εἴδαμε καὶ ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν βλέπουμε τὴν παρουσία Σου στὰ πρόσωπα τῶν συνανθρώπων μας, τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ πάσχουν, ποὺ ὑποφέρουν, ποὺ στεροῦνται τὰ ἀναγκαῖα, ἐνῶ ἐμεῖς σπαταλοῦμε αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔδωσες σὲ περιττὰ πράγματα. Δὲν σὲ ἀγαπᾶμε, Χριστέ μου, καὶ ἂς γιορτάζουμε τὴ γιορτή Σου. Λησμονοῦμε ὅτι τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔχεις δώσει δὲν εἶναι δικά μας. Ὁ ποιητὴς Ἀχιλλέας Παράσχος γράφει: «Ὅποιος τὰ πλούτη του σκορπᾶ ἀπ’ τοὺς φτωχοὺς τὰ κλέβει». Δὲν σημαίνει ὅτι δὲν εἶμαι κλέφτης, Κύριε, ὅταν δὲν ἁπλώνω τὰ χέρια μου νὰ πάρω κάτι ποὺ δὲν μοῦ ἀνήκει. Κλέβω ὅταν σπαταλῶ αὐτὰ ποὺ μοῦ περισσεύουν, ὅταν αὐτὰ εἶναι ἀναγκαῖα καὶ ἀπαραίτητα στοὺς πλησίον μου. Δὲν μοῦ ἀνήκουν τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀγαθά!  Ἐσύ, Θεέ μου, φιλάνθρωπε Κύριε, μὲ κατέστησες διαχειριστὴ τους καὶ μὲ παρακολουθεῖς, ἂν τὰ διαχειρίζομαι σωστά, ὄχι πρὸς ἴδιο μόνο ὄφελος καὶ συμφέρον, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν γύρω μου.  Εἴμαστε Χριστιανοὶ κατ’ ὄνομα, χωρὶς πνευματικὴ ἀναγέννηση.
Εἴμαστε Χριστιανοὶ χωρὶς Ἐσένα ἰδιοκτήτη τῆς καρδιᾶς μας.  Καὶ μετὰ διερωτώμεθα γιατὶ ἡ κρίση τῆς κοινωνίας μας! Παιδαγώγησέ μας, Χριστέ μου, ὅπως Ἐσὺ θέλεις, ἀλλὰ μὴ συνερισθεῖς τὰ ἄνομα πλάσματά  σου. Τὸ δῶρο Σου πρὸς ἐμᾶς στὴν γιορτή Σου ἂς εἶναι νὰ μᾶς ἀξιώσεις νὰ Σὲ ἀγαπήσουμε. Νὰ σὲ ἀγαπήσουμε, γιὰ νὰ νιώσουμε τὴν πραγματικὴ χαρὰ τῆς γιορτῆς Σου, νὰ ζήσουμε μὲ νόημα τὰ γενέθλιά Σου!  Βοήθησέ μας νὰ ἐνδοσκοπήσουμε· νὰ ἔλθουμε σὲ περισυλλογὴ καὶ αὐτοσυγκέντρωση· νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸ σκοτεινὸ παρελθόν μας καὶ νὰ χαράξουμε μαζί Σου τὸ ἀνεξίτηλο μέλλον μας μὲ πνεῦμα ἥσυχο καὶ ἀτάραχο, μὲ ἐμπιστοσύνη σὲ Σένα, τὴν ὄντως Ἀγάπη, ποὺ ἦλθες στὴ γῆ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μᾶς ἀνεβάσεις στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ γιορτάζουμε μόνιμα μαζί Σου καὶ νὰ Σὲ δοξολογοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους Σου ψάλλοντας ἀδιάκοπα: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. β΄ 14).
*ΥΠΟΣ. Ἡ ἀνωτέρω προσευχή ἀποτελεῖ μέρος πρόσφατης εἰσηγήσεως του δρ. κ. Χαρ. Μ.  Μπούσια, μέγα Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας.  σέ ἐκδήλωση τοῦ Ι.Ν. Μεταμορφώσεως Βριλησσίων ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἔκδοσης ἑρμηνευτικοῦ βιβλίου Ὕμνων Χριστουγέννων Δρος Διονυσίου Μούσουρα


Πηγή: ΑΚΤΕ- ΑΓΑΘΟΣ ΛΟΓΟΣ -ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...