Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαΐου 04, 2011

Θέμα: Γέρων Παΐσιος ο Αγιορείτης: Λόγοι περι προσευχής

Προσευχή με υπομονή

- Γέροντα, μένει ψυχρή η καρδιά μου στην προσευχή.

Είναι γιατί ο νους δεν δίνει τηλεγράφημα στην καρδιά. Ύστερα στην προσευχή χρειάζεται να εργασθεί κανείς· δεν μπορεί από την μια στιγμή στην άλλη να φθάσει σε κατάσταση, ώστε να μη φεύγει καθόλου ο νους του. Θέλει υπομονή. Βλέπεις, άλλος χτυπάει την πόρτα, ξαναχτυπάει, περιμένει, και μετά ανοίγει η πόρτα. Εσύ θες να χτυπήσεις μια και να μπεις μέσα. Δεν γίνεται έτσι.

Στην προσευχή χρειάζεται επιμονή. «Και παρεβιάσαντο αυτον» (Λουκ. 24, 25), λέει το Ευαγγέλιο για τους δύο Μαθητές που συνάντησαν τον Χριστό στον δρόμο προς Εμμαούς. Έμεινε ο Χριστός μαζί τους, γιατί είχαν μια συγγένεια με τον Χριστό και το δικαιούνταν. Είχαν ταπείνωση, απλότητα, καλοσύνη, θάρρος με την καλή έννοια, όλες τις προϋποθέσεις, γι’ αυτό και ο Χριστός έμεινε μαζί τους.

Πρέπει να προσευχόμαστε με πίστη για κάθε ζήτημα και να κάνουμε υπομονή, και ο Θεός θα μιλήσει. Γιατί, όταν ο άνθρωπος προσεύχεται με πίστη, υποχρεώνει τον Θεό κατά κάποιο τρόπο για την πίστη του αυτή να του εκπληρώσει το αίτημά του. Γι’ αυτό, όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό, να μη «διακρινώμεθα» και θα εισακουσθούμε. «Να έχετε πίστη χωρίς να διακριθείτε» (Ματθ. 21, 21), είπε ο Κύριος. Ο Θεός ξέρει να μας δώσει αυτό που ζητούμε, ώστε να μη βλαφτούμε πνευματικά.

Μερικές φορές ζητούμε κάτι από τον Θεό, αλλά δεν κάνουμε υπομονή και ανησυχούμε. Αν δεν είχαμε δυνατό Θεό, τότε να ανησυχούσαμε. Αλλά αφού έχουμε Θεό Παντοδύναμο και έχει πάρα πολλή αγάπη, τόση που μας τρέφει και με το Αίμα Του, δεν δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε.

Μερικές φορές δεν αφήνουμε ένα δύσκολο θέμα μας στα χέρια του Θεού, αλλά ενεργούμε ανθρώπινα. Όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό και κλονίζεται η πίστη μας και θέλουμε να ενεργήσουμε ανθρωπίνως στα δυσκολοκατόρθωτα, χωρίς να περιμένουμε την απάντηση στο αίτημά μας από τον Θεό, είναι σαν να κάνουμε αίτηση στον βασιλέα Θεό και την παίρνουμε πίσω, την ώρα που Εκείνος απλώνει το χέρι Του, για να ενεργήσει.

Τον παρακαλούμε πάλι, αλλά και πάλι κλονίζεται η πίστη μας και ανησυχούμε και επαναλαμβάνουμε το ίδιο. Έτσι διαιωνίζεται η ταλαιπωρία μας. Κάνουμε δηλαδή σαν εκείνον που κάνει μια αίτηση στο Υπουργείο και ύστερα από λίγο μετανιώνει και την αποσύρει. Ξαναμετανιώνει, την υποβάλλει· μετά από λίγο πάλι την αποσύρει. Η αίτηση όμως πρέπει να μείνει, για να παίρνει την σειρά της.

Προσευχή με πόνο

- Γέροντα, πως κάνετε ευχή για ένα θέμα;

Όλη η βάση που γίνεται η ευχή είναι να πονάει ο άνθρωπος. Αν δεν πονάει, μπορεί να κάθεται ώρες με το κομποσχοίνι και η προσευχή του να μην έχει κανένα αποτέλεσμα. Αν υπάρχει πόνος για το θέμα για το οποίο προσεύχεται, ακόμη και με έναν αναστεναγμό κάνει καρδιακή προσευχή.

Πολλοί, όταν την στιγμή που τους ζητούν οι άλλοι να προσευχηθούν δεν έχουν χρόνο, προσεύχονται με έναν αναστεναγμό για το πρόβλημά τους. Δεν λέω να μην κάνει κανείς προσευχή, αλλά, αν τυχόν δεν υπάρχει χρόνος, ένας αναστεναγμός για τον πόνο του άλλου είναι μια καρδιακή προσευχή· ισοδυναμεί δηλαδή με ώρες προσευχής.

Διαβάζεις λ.χ. ένα γράμμα, βλέπεις ένα πρόβλημα, αναστενάζεις και μετά προσεύχεσαι. Αυτό είναι μεγάλο πράγμα! Πριν πιάσεις το ακουστικό, πριν ακόμα καλέσεις, σε ακούει ο Θεός! Και το πληροφορείται ο άλλος. Να δείτε πως οι δαιμονισμένοι καταλαβαίνουν πότε κάνω προσευχή γι’ αυτούς και φωνάζουν όπου κι αν βρίσκονται!

Η πραγματική προσευχή ξεκινάει από έναν πόνο· δεν είναι ευχαρίστηση, «νιρβάνα». Τι πόνος είναι; Βασανίζεται με την καλή έννοια ο άνθρωπος. Πονάει, βογκάει, υποφέρει, όταν κάνει προσευχή για οτιδήποτε.

Ξέρετε τι θα πει υποφέρει; Ναι, υποφέρει, γιατί συμμετέχει στον γενικό πόνο του κόσμου ή στον πόνο ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Αυτήν την συμμετοχή, αυτόν τον πόνο, τον ανταμείβει ο Θεός με την θεία αγαλλίαση. Δεν ζητάει βέβαια ο άνθρωπος την θεία αγαλλίαση, αλλά η θεία αγαλλίαση έρχεται ως συνέπεια, επειδή συμμετέχει στον πόνο του άλλου.

Εκοιμήθη ο Θανάσης Βέγγος. Καλό ταξίδι, καλέ μας άνθρωπε…

Πέθανε ο Θανάσης Βέγγος




Είχε παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής και είχε σκηνοθετήσει (πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα) ακόμη επτά ταινίες.

Είχε γεννηθεί στον Πειραιά, στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927 από το Βασίλη και την Ευδοκία Βέγγου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, συγκεκριμένα εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού, και ήρωας της αντίστασης.

Μετά τον πόλεμο, εκδιώχθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Η απόλυση του πατέρα του προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια του Θανάση, κάτι που τον αναγκάζει να ριχτεί στον αγώνα για το μεροκάματο. Κυριότερη μεταξύ των επαγγελμάτων με τα οποία ασχολήθηκε ήταν η απασχόληση σε επεξεργασίες δερμάτων. Παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά του.

Τα χρόνια 1948-1950 εξορίστηκε στη Μακρόνησο, όπου γνωρίστηκε με τον μετέπειτα γνωστό σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο. Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954 στην ταινία Μαγική Πόλις του Κούνδουρου. Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε σε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως Ο δράκος, Διακοπές στην Αίγινα, Μανταλένα, Συννεφιασμένη Κυριακή, Ο Ηλίας του 16ου, Ποτέ την Κυριακή. Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με το Νίκο Σταυρίδη στην ταινία Οι δοσατζήδες του 1960. Τον ίδιο καιρό, το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού όχι από Σχολή αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.

Τα επόμενα χρόνια, συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου τύπου, που τον καθιέρωσε και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής. Με ταινίες όπως Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ, Μην είδατε τον Παναή, Ζήτω η τρέλα, Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Το 1964, σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρία παραγωγής ΘΒ - Ταινίες Γέλιου. Την περίοδο 1965-1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις Φανερός πράκτωρ 000, Τρελός, παλαβός και Βέγγος, Ποιος Θανάσης;, που τις χαρακτηρίζουν το σουρεαλιστικό χιούμορ, ο αυτοσχεδιασμός και η πηγαία ερμηνεία. Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει μόνο μετά από πολλά χρόνια.

Η καριέρα του συνεχίζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη, ενώ η δημοτικότητά του παραμένει σταθερή κι οδηγεί στην αποθέωσή του από τον κόσμο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1971, όπου η ταινία Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση; αποσπά τα βραβεία κριτικών και κοινού. Άλλη σημαντική ταινία αυτής της περιόδου είναι Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας του 1976. Η θεματολογία των ταινιών του μετατοπίζεται προς την κοινωνική κριτική, ενώ το 1983 σταματά για λίγα χρόνια να κάνει κινηματογράφο. Τη δεκαετία του '80 ασχολείται με το γύρισμα έξι βιντεοταινιών και της τηλεοπτικής σειράς Βεγγαλικά που, μετά από προσπάθειες πολλών ετών, προβλήθηκε τελικά στην τηλεόραση το 1988. Το 1990 εμφανίστηκε στη σειρά του ΑΝΤ1 Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης.

Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται με την ταινία Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Παντελή Βούλγαρη. Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων αλλά μεγάλης εκφραστικότητας, με κορυφαία στιγμή το ρόλο του στην ταινία Όλα είναι δρόμος του 1998. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, το 1997 στο ρόλο του Δικαιόπολι στους Αχαρνής και το 2001 στην Ειρήνη του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία. Το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, ο Θανάσης Βέγγος κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην τηλεοπτική σειρά Περί ανέμων και υδάτων.

Ἐκδήλωση - Συζήτηση γιὰ τὴν Κάρτα τοῦ Πολίτη

Εκδήλωση - Συζήτηση για την Κάρτα του Πολίτη
ΕΚΔΗΛΩΣΗ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
"ΒΕΛΛΙΔΕΙΟ" ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΚΥΡΙΑΚΗ 8 ΜΑΪΟΥ 11:30 π.μ.

ΟΜΙΛΗΤΕΣ:
ρχιμ. ΙΩΣΗΦ - Καθηγούμενος Ι. Μ. Ξηροποτάμου γίου ρους
Στάθης δαμόπουλος - Οκονομολόγος
Δμος Θανασούλας - Δικηγόρος παρ' ρείω Πάγω

Διοργάνωση
ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ - ΒΥΖΑΝΤΙΟ - ΟΜΙΛΟΣ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
τ

Τ΄αναμμένο κάρβουνο και η Μεγαλόχαρη της Τήνου

 


Το 1915 ο αθηναϊκός τύπος δημοσίευσε ποικίλα θαύματα που συντελέστηκαν από την εικόνα της Μεγαλόχαρης, η οποία είχε μεταφερθεί στην Αθήνα. Η μεταφορά της ιερής εικόνας είχε γίνει για να θεραπευθεί ο βαριά άρρωστος Βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος πράγματι θεραπεύθηκε θαυματουργικά.
Στην πρωϊνή εφημερίδα «Αστραπή» αναγράφεται το ακόλουθο θαύμα, όπως το διηγήθηκε ο έμπορος Δημήτριος Μπουρνιάς, που διατηρούσε κατάστημα στην οδό Αγίου Μάρκου 36:
«Την περασμένη Τετάρτη, 8 Ιουλίου 1915, φιλοξενούσα στο σπίτι μου κάποιο στενό μου φίλο. Το μεσημέρι, ενώ τρώγαμε, του λέω:
Δόξα σοι ο Θεός! Η Μεγαλόχαρη της Τήνου έκανε το θαύμα της και σώθηκε ο Βασιλιάς.
Εκείνος τότε με διέκοψε και ξεστόμισε με ασέβεια:
undefined
Δεν βαριέσαι. Αυτό το παλιόξυλο …; πού έφεραν. Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει τη φράση, κι έπιασε απότομα το λαιμό του σαν να κατάπιε αναμμένο κάρβουνο. Την ίδια στιγμή ένοιωσε δύσπνοια, έχασε τη μιλιά του, ενώ τα μάτια του κοίταζαν έντρομα και παρακλητικά.
Όλοι τότε σηκωθήκαμε να τον βοηθήσουμε, να του φέρουμε νερό, αλλ΄ αυτός δεν δεχόταν τίποτε.
Ξαφνικά μου ήρθε μία έμπνευση. Έτρεξα στο εικονοστάσι, στο διπλανό δωμάτιο, πήρα μία εικόνα της Παναγίας και του την έφερα. Μόλις την αντίκρυσε, γονάτισε αυθόρμητα, άπλωσε τα χέρια και την ασπάσθηκε με ευλάβεια.
Την ίδια στιγμή ένοιωσε θεραπευμένος, και με δάκρυα στα μάτια είπε:
Ο Θεός με τιμώρησε, επειδή βλαστήμησα. Η Μεγαλόχαρη όμως έκανε και σε μένα το θαύμα της».
Πηγή: Θ.Κ. Τίγκα, Ο βλάσφημος, Η εικόνα της Μεγαλόχαρης, Έκδοση β΄, Αθήναι 1963

Τί λέει η Καινή Διαθήκη για τον Παράδεισο και για την Κόλαση;

 

 
Στην Καινή Διαθήκη τρεις φορές βρίσκουμε μόνο τη λέξη «Παράδεισος» και η λέξη ταυτίζεται με την εύνοια της Βασιλείας του Θεού. Η πρώτη είναι στο χωρίο εκείνο που ο Χριστός διαβεβαιώνει το ληστή για την είσοδό του στον Παράδεισο: «Αμήν, λέγω σοι, σήμερον ματ’ εμού έση εν τω Παραδείσω» (Λουκ. 23, 43).
Η δεύτερη φορά είναι στο χωρίο εκείνο που αναφέρεται στον απόστολο Παύλο και την αρπαγή του στον Παράδεισο:  «Ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος -ή ήταν με το σώμα ή χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει- μεταφέρθηκε ξαφνικά στον Παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος». (Β’ Κορ. 12, 3-4)
Και η τρίτη φορά υπάρχει στην Αποκάλυψη του Ιωάννη στο εξής χωρίο: «Σ’ όποιον νικήσει θα δώσω να φάει τον καρπό από το δένδρο της ζωής, που βρίσκεται στον Παράδεισο του Θεού μου». (Αποκ. 2, 7). Ο Ανδρέας Καισαρείας αναφέρει ότι το «ξύλο της ζωής» συμβολίζει την αιώνια ζωή, επομένως και εδώ ο Παράδεισος ταυτίζεται με την έννοια της Βασιλείας του Θεού.
Η λέξη «Κόλαση» αναφέρεται και αυτή ελάχιστα στην Καινή Διαθήκη. Τη βρίσκουμε στο χωρίο εκείνο που αναφέρεται στη μέλλουσα Κρίση όταν ο Χριστός λέει: «Και απε­λεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ. 25. 46).
Η Κόλαση όμως με την έννοια του «αιωνίου πυρός» αποδίδεται στην Καινή Διαθήκη με άλλες εκφράσεις, όπως «αιώνιο πυρ», «γέεννα πυρός», «σκότος εξώτερον», «κάμινος πυρός», «κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων», κλπ.
Βασικά οι όροι για την Κόλαση είναι οι έννοιες «πυρ» και «σκότος» και αντιστοιχούν με τους όρους «φως», «γνόφος» ή «φωτεινή νεφέλη» ή «λαμπρινός γνόφος», με τους οποίους χαρακτηρίζεται ο Παράδεισος. Δηλαδή το άκτιστο Φως εμφανίζεται σ’ αυτούς που έχουν σκλήρυνση και πώρωση της καρδιάς, ως «πυρ καταναλίσκον». ως «σκότος εξώτε­ρον» και ως τόπος βασάνων, ενώ στους Αγίους ως φως καθαρτικό και φωτιστικό.
Και για να το καταλάβουμε κάπως αυτό το σημείο, μπορούμε να πάρουμε ως παράδειγμα το θέμα της Θείας Κοινωνίας. Η Θεία Κοινωνία ενεργεί ανάλογα με την πνευματική μας κατάσταση. Αν είμαστε σε κατάσταση καθάρσεως, μας καθαρίζει. Αν είμαστε σε κατάσταση ελλάμψεως, μας θεώνει. Αν είμαστε ακάθαρτοι και αμετανόητοι, μας κατακαίει. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει προς τους Κορινθίους για το θέμα αυτό: έτσι εξηγείται γιατί έχετε ανάμεσα σας πολλούς ελαφρά και βαριά αρρώστους, καθώς και αρκετούς θανάτους! Γιατί «όποιος τρώει τον Άρτο και πίνει τον Οίνο με τρόπο ανάξιο, χωρίς να αναγνωρίζει σε αυτά το Σώμα του Κυρίου, αυτό που τρώει και αυτό που πίνει φέρνουν πάνω του καταδίκη» (Α’ Κορ. 11, 29).
Πολλές αρρώστιες λοιπόν ακόμη και θάνατοι, όπως μας βεβαιώνει ο απόστολος Παύλος, προέρχονται από το γεγονός ότι μεταλαμβάνουμε ανάξια το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Αλλά και στην πνευματική ζωή μπορεί να συμβαίνει το ίδιο. Η Θεία Κοινωνία, ενώ για τους καθαιρομένους γίνεται θέωση, για τους αμετανόητους και τους ακάθαρτους μπορεί να γίνει καταδίκη και Κόλαση, μπορεί να γίνει φωτιά και σκότος και γέεννα πυρός.
Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος συνιστά· «Πρέπει να εξετάζουμε προσεκτικά τον εαυτό μας και τότε να προσερχόμαστε και να μεταλαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού»(Α’ Κορ. 11,28).
Αυτό που βιώνουμε τώρα στη Θεία Κοινωνία, θα γίνει και στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Θα παρουσιαστούμε όλοι μπροστά στον Κύριο μας, αλλά για όσους έχουν μετανοήσει και καθαρθεί, ο Χριστός θα είναι φως, άληκτη χαρά και Παράδεισος, ενώ για τους μη μετανοημένους και ακάθαρτους θα είναι Κόλαση, «πυρ καταναλίσκον». «σκότος εξώτερον».
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε το μακάριο εκείνο τόπο της καταπαύσεως και Βασιλείας του Θεού και μας τον περιέγραψε «διά τίνων αίνιγματων» στο κεφάλαιο 21 της Αποκαλύψεως. Ας δούμε τί μας λέει λοιπόν:
«Τότε είδα ένα καινούργιο ουρανό και μια καινούργια γη. Ο πρώτος ουρανός και η πρώτη γη εξαφανίστηκαν, κι η θάλασσα δεν υπάρχει πια. Κι είδα την άγια Πόλη, τη νέα Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από τον Θεό, έτοιμη σαν νύφη που στολισμένη περιμένει τον άντρα της. Τότε άκουσα μια δυνατή φωνή από τον ουρανό να λέει: “Τώρα πια η κατοικία του Θεού είναι μαζί με τους ανθρώπους. Θα κατοικήσει μαζί τους και αυτοί θα αποτελούν το λαό του. Ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζί τους. Θα διώξει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους, κι ο θάνατος δεν θα υπάρχει πια· ούτε πένθος ούτε κλάμα ούτε πόνος θα υπάρχει πια, γιατί τα παλιά πέρασαν”.
Και είπε αυτός που καθόταν στο θρόνο: “Τώρα όλα τα κάνω καινούργια”. Και μου λέει: “Γράψε, γιατί τα λόγια μου είναι αξιόπιστα και αληθινά”. Και πρόσθεσε: “Εκπληρώθηκαν όλα· εγώ είμαι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος· σ’ όποιον διψάει θα δώσω δωρεάν να πιεί από το νερό που δίνει ζωή. Αυτά θα τα κληρονομήσει ο νικητής κι εγώ θα είμαι Θεός του, κι αυτός παιδί μου. Οι δειλοί όμως, οι άπιστοι, οι βδελυροί, οι φονιάδες, οι πόρνοι, οι μάγοι, οι ειδωλολάτρες κι όσοι αντιστρατεύονται την αλήθεια, θα ‘χουν το μερίδιο τους στη λίμνη που καίγεται με φωτιά και θειάφι. Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος”. Τότε ήρθε ένας απ’ τους εφτά αγγέλους που κρατούσαν τις εφτά φιάλες, που ήταν γεμάτες από τις εφτά πληγές τις τελευταίες, και μου είπε: “Έλα να σου δείξω τη νύφη, τη γυναίκα του Αρνίου”. Και μ’ έφερε, καθώς ήμουν σε έκσταση, σε ένα μεγάλο και ψηλό βουνό και μου έδειξε την αγία Πόλη, την Ιερουσαλήμ, να κατεβαίνει από τον ουρανό, από το Θεό. Είχε τη λαμπρότητα του Θεού, κι η λάμψη της ήταν όμοια με πολύτιμο πετράδι, σαν τον ίασπη που κρυσταλλολάμπει. Είχε μεγάλο και ψηλό τείχος με δώδεκα πύλες, και στις πύλες δώδεκα αγγέλους· πάνω στις πύλες ήταν γραμμένα ονόματα, τα ονόματα των δώδεκα φυλών του Ισραήλ: τρεις πύλες στην ανατολή, τρεις πύλες στο βορρά, τρεις πύλες στο νότο και τρεις πύλες στη δύση. Και το τείχος της πολιτείας είχε δώδεκα θεμέλια και πάνω τους δώδεκα ονόματα, των δώδεκα αποστόλων του Αρνίου.
Κι αυτός που μου μίλησε είχε για μέτρο ένα χρυσό καλάμι, για να μετρήσει την πολιτεία και τις πύλες της και το τείχος της. Η πολιτεία ήταν τετράγωνη· το μήκος της ήταν  και το πλάτος της. Μέτρησε την πολιτεία με το καλάμι· ήταν δώδεκα χιλιάδες στάδια. Το μήκος, το πλάτος και το ύψος ήταν τελείως ίσα. Μέτρησε επίσης το τείχος της, που ήταν εκατόν σαράντα τέσσερις πήχεις, σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα που χρησιμοποιούσε ο άγγελος. Το τείχος ήταν κατασκευασμένο από ίασπη, κι η μαλαματένια πολιτεία έλαμπε σαν καθαρό γυαλί. Τα θεμέλια του τείχους της πολιτείας ήταν στολισμένα με κάθε λογής πολύτιμο πετράδι. Ο πρώτος θεμέλιος λίθος ίασπης, ο δεύτερος ζαφείρι, ο τρίτος χαλκηδόνιο, ο τέταρτος σμαράγδι, ο πέμπτος όνυχας, ο έκτος σάρδιο, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήμυλλος, ο ένατος τοπάζι, ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υάκινθος, ο δωδέκατος αμέθυστος. Οι δώδεκα πύλες ήταν δώδεκα μαργαριτάρια, κάθε πύλη καμωμένη από ένα μαργαριτάρι. Και η πλατεία της πολιτείας ατόφιο χρυσάφι σαν καθαρό γυαλί. Δεν είδα ναό σ’ αύτη την πολιτεία, γιατί ναός της είναι ο Κύριος, ο Θεός ο παντοκράτορας, και το Αρνίο. Ούτε έχει ανάγκη η πολιτεία από ήλιο ούτε από σελήνη για να τη φωτίζουν, γιατί τη φωτίζει η λαμπρότητα του Θεού, και λυχνάρι της είναι το Αρνίο. Και τα έθνη θα περπατούν με το φως της, κι οι βασιλιάδες της γης θα της φέρνουν τα μεγαλεία και τον πλούτο τους, Οι πύλες της ποτέ δε θα κλείνουν την ημέρα, αφού εκεί δεν θα υπάρχει νύχτα. Και θα της φέρουν τα μεγαλεία και τον πλούτο των εθνών. Δεν θα μπει όμως σ’ αυτήν τίποτα μολυσμένο, μήτε όσοι κάνουν βδελυρά και ψεύτικα πράγματα, παρά μονάχα όσοι είναι γραμμένοι στο βιβλίο της ζωής του Αρνίου».
(«Θάνατος Ανάσταση και Αιώνια ζωή», εκδ. Ετοιμασία. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου. Καρέας)

Περί πλάνης – Ιωσήφ Μοναχού (γέρων Ιωσήφ ο ησυχαστής)

 

undefined
Διερωτάται κανείς, όταν με αυτού του είδους τα θέματα πρόκειται να ασχοληθεί, πώς θα τα βγάλει πέρα, ή τι είδους συμπεράσματα θα επισημάνει, αφού πρόκειται να πλησίαση στην άβυσσον των βαθέων και σκοτεινών νοημάτων του σατανά, οπού ο γνόφος των ακατονόμαστων του δόλων και πονηριών. Στο βιβλίον του Ιώβ σκιαγραφείται η εικόνα αυτού του δράκοντος. «Τις αποκαλύψει πρόσωπον ενδύσεως αυτού; εις δε πτύξιν θώρακος αυτού τις αν εισέλθοι; πύλας προσώπου αυτού τις ανοίξει; Κύκλω οδόντων αυτού φόβος. Τα έγκατα αυτού ασπίδες χάλκεαι, σύνδεσμος δε αυτού ώσπερ σμυρίτης λίθος… Εν πταρμώ επιφαύσκεται φέγγος, οι δε οφθαλμοί αυτού είδος Εωσφόρου. Εκ στόματος αυτού εκπορεύονται ως λαμπάδες καιόμεναι και διαρριπτούνται ως εσχάραι πυρός. Εκ μυκτήρων αυτού εκπορεύεται καπνός καμίνου καιομένης πυρί ανθράκων. Η ψυχή αυτού άνθρακες, φλόξ δε εκ στόματος αυτού εκπορεύεται. Εν δε τραχήλω αυτού αυλίζεται δύναμις, έμπροσθεν αυτού τρέχει απώλεια…» Δεν είναι παρέκβασις η από μέρους αυτή παράθεσις γραφικού χωρίου περί του τι εστί διάβολος και σατανάς, αφού προς αυτόν είναι όλη μας η πάλη και σπουδή, ως του μονίμου και κοινού μας πολεμίου και εχθρού. Ειδικά όμως μας επέβαλε την μνημόνευσίν του ο σχολιασμός, πού προτιθέμεθα να κάνωμε σ’ αυτό μας το κεφάλαιο για το πονηρώτερόν του επίτευγμα, την ΠΛΑΝΗΝ!
Κάθε διαβολικόν επίτευγμα ασφαλώς ολέθριον είναι, και κανείς δεν διαφωνεί. Εκείνο όμως πού συγκεντρώνει την μεγαλύτερην πονηρίαν και κακίαν, είναι και λέγεται πλάνη στην γενικότητα της· και η ουσία της είναι όλη η απάτη, όλον το ψέμα, όλος ο δόλος και η διαστροφή κάθε ορθής πραγματικότητας. Και τι παράξενον αυτό, αφού ο δημιουργός και γεννήτωρ της διάβολος είναι ο «ψεύστης και ο πατήρ αυτού»; Ευρισκόμενοι ήδη εις την μέσην κλίμακα της πνευματικής ανόδου, κατά την πατερικήν μας παράδοσιν, την λεγομένην φωτιστικήν, ανήκομεν στην αντίστοιχον πολεμικήν παράταξιν του εχθρού, οπού έχει σαν στόχο της, την διαστροφήν και παραμόρφωσιν της αληθείας. Δεν αγωνίζεται αυτή η διαβολική αντίστασις να εκτoπίση τον αγωνιστήν, όπως η πρώτη της μορφή, να τον βγάλει από την πίστιν και την θεογνωσίαν, αλλά τώρα προσπαθεί να τον αποπροσανατολίσει από την σωστήν κατεύθυνση, να δεχθεί συμβιβασμό και να νοθεύση την ορθήν δόξαν της παραδοθείσης αποκαλύψεως. Πλάνη, καμουφλαρισμένο ψεύδος, απάτη και δόλος, αντί της αλήθειας. Και πάλιν οι αλλοιώσεις και πάλιν οι μεταβολές. Μετά την ηλιόλουστη ημέρα της ανοίξεως ήλθε κακοκαιρία με ύπουλες και άγνωστες διαθέσεις. Μετά την ευθηνίαν και πάλιν η αφορία και πενία, μετά την γαλήνην και πάλιν η ταραχή · όχι όμως ανοικτά και φανερά, αλλά ύπουλα και δόλια και υποκριτικά. Περί των τοιούτων έγραφε ο μακάριος Δαυίδ: «ότι ουκ εστίν εν τω στόματι αυτών αλήθεια, η καρδία αυτών ματαία· τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών ταίς γλώσσαις αυτών εδολιούσαν».
Ξεκινώντας από τον χειρόγραφον ορισμόν του Γέροντος, μεταφέρω τα ίδια του λόγια. «Πλάνη, αγαπητέ μοι, καθ’ εαυτήν ονομάζεται η ουσιώδης εκ της ευθείας και αληθείας απομάκρυνσις, αρνούμενη ως ειπείν την αλήθεια και το ψευδός ασπασμένη». Αφού η χάρις επανέλθει, κατά την περιγραφήν μας, και επαναφέρει τον αγωνιστήν στη σωστή του πορείαν, ή μάλλον στην πατερικήν μας παράδοσιν της πνευματικής ανόδου και προκοπής, συναντά πάλιν άλλο ανάλογο εμπόδιο απαραίτητο για την πνευματική γυμνασία. Όπως στην πρώτη του πορεία έπρεπε να μάθη δια της πείρας τον όλεθρον της αυτοπεποιθήσεως και να ανάγει τα πάντα στον Θεόν μάλλον, παρά στις ουτιδανές ανθρώπινές του προσπάθειες· έτσι και τώρα, μετά την είσοδόν του στις τάξεις του φωτισμού και της επαφής του στην θεωρητικήν σφαίραν, πού ο νους του καθαρθείς καταξιούται, επιβάλλεται να μάθη, όχι εξ ακοής άλλ’ εκ της πείρας του, ότι και ο εχθρός δύναται πολλά από τα ιδιώματα της θεωρίας και χάριτος να μιμηθεί και να τα παραστήσει ψευδώς ως αλήθειαν.
Εάν δύναται να παρίσταται ως άγγελος φωτός και να υποδύεται τον ρόλον του σωτήρος, τι το δύσκολον και τα ιδιώματα της χάριτος να παραχαράξει; Επιτρέπει, λοιπόν, η παιδεύουσα μητέρα χάρις, να εισέλθει ο αθλητής στα σατανικά πειρατήρια, για να κερδίσει ιδιοχείρως εκ της πάλης του, ως λάφυρον, την πείραν και να δύναται να λέγει στο πλήρωμα της Εκκλησίας ως ο Παύλος και οι Πατέρες του ότι «ου γαρ τα νοήματα αυτού, του εχθρού, αγνοούμεν».
Τα ιδιώματα αυτής της αρρώστιας, πλάνης, είναι πάμπολλα και ποικίλλουν αναλόγως των προσώπων, των χαρακτήρων, των τόπων και τρόπων και άλλων πολλών αφορμών, πού μπορεί ο σατανάς να καλύψει το δόλωμα του. Εμείς πάντως θα ασχοληθούμε με την μορφήν, πού ανήκει στη δική μας συνέχεια, καθώς ο αείμνηστος Γέροντας μας παρέδωσε. Η αρχή της συνήθως μοιάζει με την πρώτη μορφή της απάτης, πού ο αρχέκακος απάτησε τους προπάτορας, με παραλλαγή δηλαδή του σχήματος ή του πράγματος και μέσου, όχι όμως και της φύσεως. Ο ληστής αυτός διάβολος παρακολουθεί την ροπήν του θελήματος του ανθρώπου, που, ως αδυναμία ή ως προσπάθεια και αιχμαλωσία, παραμένει και απασχολεί τον νουν και σιγά-σιγά και την θέλησιν και έτσι απ’ εδώ ευρίσκει θύραν και εισέρχεται. Η τεχνική του πολέμου, εδώ, είναι ευμέθοδη και ύπουλη. Δεν βιάζεται, δεν πιέζει, δεν βαρύνεται να καρτερεί, έως ότου λάβει ικανά εχέγγυα της επιτυχίας του, και ιδίως, εάν το πάθος πού επικρατεί είναι πολύφορον, για να έχει έτσι μεγαλύτερον κέρδος εκ της νίκης του. Η τόση επιμονή του πονηρού στην πάλην αυτήν, είναι να αιχμαλωτίσει τον άνθρωπον στην εσφαλμένην ιδέαν και πλάνην διότι ο πόλεμος, εδώ, δεν είναι σωματικός, στα πάθη δηλαδή πού ανήκουν στο επιθυμητικόν μέρος, αλλά κυρίως στο λογιστικόν. Είναι μάλλον πόλεμος της διανοίας, σε ό,τι ανήκει στον νουν και στην θεωρίαν, γιατί τώρα η θέσις και η κατάστασις του αγωνιστού βρίσκεται σ’ αυτήν την σφαίρα. Και πάλιν επανερχόμεθα, και ας μη φαίνεται κουραστικόν, για την λεπτομέρειαν, επειδή ο σκοπός μας είναι διαφωτιστικός.
Αφού με την πρακτικήν του εργασίαν συμπληρώσει, χάριτι Χριστού, ο αγωνιστής την πρώτην βαθμίδα της μετανοίας, πού είναι και λέγεται καθαρτική και σημαίνει ό,τι ενίκησε τα πάθη της σαρκός· και στον όρον του επιθυμητικού επέβαλε μόνον την χρείαν και οι αισθήσεις υπετάχθησαν στον νουν, ώστε τίποτα να μην απαιτούν ή ενεργούν κατ’ επιθυμίαν, θεραπεύεται το ένα μέρος του «τριμερούς της ψυχής», το επιθυμητικόν. Μετά απ’ αυτόν τον θρίαμβον της νίκης, πού ανήκει κυρίως στην σωστήν προσπάθειαν και κηδεμονίαν του νου, κερδίζει σαν βραβείον την ειρήνην των λογισμών και την είσοδον στους χώρους της ευχής, όχι αυτής πού έως τώρα κρατούσε με προσπάθειαν και κόπον και ετοιμασίαν. Η θεία χάρις πλέον, όχι ως αντιληπτική επίσκεψις και παρηγορία πού εφαίνετο περιοδικά, αλλά τώρα ως ενδημούσα κατάστασις παραμένει στον νουν του ανθρώπου και τον υψώνει στην δεύτερην βαθμίδα της πνευματικής ζωής, την λεγομένην «φωτιστικήν». Σ’ αυτό το στάδιον το πλείστον της εργασίας, πού περιέχεται στον όρον της μετανοίας, είναι η κυριότης του νου επί πάντων και η επικράτησις της χάριτος επί του νου. Όπως ο νους στην περίοδον της πρακτικής εργασίας υπέταξε τις αισθήσεις λογικά και προκάλεσεν την ισορροπίαν στην σωστή χρήσιν των πραγμάτων, τώρα η θεία χάρις βραβεύει τον νουν παραμένουσα μετ’ αυτού για ενίσχυσίν του στην σωστή κρίσιν και χρήσιν των νοημάτων, και τούτου ο άθλος είναι η είσοδος στην θεωρίαν.
Από την μεσαίαν τάξιν, αυτήν την «φωτιστικήν», αρχίζει στους αληθινούς αγωνιστές της μετανοίας η τάξις της θεωρίας, πού δεν είναι πλέον επίνοια του νου ή προσπάθεια κατά δικήν του βούλησιν ή προγραμματισμόν, αλλά αυθεντία και κυριότης της θείας χάριτος, πού, όπως και οπόταν και οσάκις θέλει, οδηγεί αυτή τον νουν εις θεωρίαν, αναλόγως της δικής του φωτιστικής καταστάσεως και ανάγκης, όπου επιβάλλει η περίστασις προς οικοδομήν, είτε της δικής του, είτε του πληρώματος της Εκκλησίας, όπως οι Πατέρες μας παρέδωσαν. Εθεωρήσαμεν επιβεβλημένην την μικρήν αυτήν παρέκκλισιν εκ του κειμένου μας, για να αναλύσωμεν σαφέστερα, το γιατί ο αείμνηστος Γέροντας έταξε σ’ αυτήν την βαθμίδα την θέσιν της πλάνης σαν μία συνέχεια, στην πνευματικήν ιεραρχίαν.
Δικαίως λοιπόν και ο εχθρός μας, μετά την προαγωγήν του αγωνιστού στα πνευματικά χαρίσματα, παρουσιάζεται με ανάλογες αντιδράσεις. Παρηγορεί η χάρις τον νουν με τους μητρικούς τρόπους της προνοίας της; Προσπαθεί και ο εχθρός να πλησιάση μέσω του ίδιου τρόπου, και να απατήση έτσι τον νουν και δικαίως αυτό ονομάζεται «πλάνη». Κατά το φιλοσοφικόν ρήμα «ουχ ευρήσεις τάξιν εν ατάκτοις»· και πάλιν κατά τον Μωϋσήν «οι δε εχθροί ημών ανόητοι»· στην καθ’ ημών όμως μάχην και πάλην οι πονηρότατοι δαίμονες γίνονται συνεπείς, όσο και αν τους χαρακτηρίζη η ακαταστασία.
Ο σκοτεινός λαβύρινθος της πλάνης είναι δυσκατάληπτος. Οι κεντρικώτερες όμως αρτηρίες, πού οδηγούν σ’ αυτόν είναι δύο.
Πρώτη και δεύτερη δεν χαρακτηρίζονται, γιατί δεν υπάρχει τάξις, η δε κάθε μία απ’ αυτές είναι ως εξής: Όσοι αγωνίζονται διανοητικά, δηλαδή περισσότερο με τον νουν και την εσωστρέφειαν, είναι αυτοί πού θα συναντήσουν παρηγοριά από την χάριν στο θεωρητικόν μέρος. Είτε κατά την ώρα της προσευχής κυρίως, είτε σε λεπτήν κατάστασιν ύπνου ή κάπως αλλοιώς θα τους πλησιάση η αναζητούμενη θεία χάρις για πληροφορίαν. Αυτήν ακριβώς την θέσιν παρακολουθεί και το πνεύμα της πλάνης· και με εσχηματισμένον τρόπον, ενίοτε προλαμβάνει, όσον απουσιάζει ιδίως και η πραγματική πείρα του νου στο να διαγνώση ευκρινώς την ποιότητα του φαινομένου, και έτσι προσπαθεί να παρασύρη στην δική της προσοχήν. Αυτός είναι, ο ένας τρόπος της πλάνης. Εις όσους βαδίζουν τον πατημένο δρόμο της υποταγής και ταπεινοφροσύνης, ελάχιστα μπορεί να ενοχλήση αυτή η κακία, και περισσότερον πλησιάζει και παραμένει στους ιδιόρρυθμους και αυταρχικούς τύπους, πού νομίζουν ότι οι εξωτερικοί τύποι και γενικά οι ανθρώπινες προσπάθειες μόνες τους μπορούν να καρποφορήσουν. Στην κατάστασιν αυτήν, πού είναι εισαγωγική, με τόσην λεπτότητα και επιτηδειότητα μεταμορφώνεται η πλάνη σε σχήματα χάριτος και αληθείας, πού κινδυνεύουν και οι δόκιμοι να ταλαντευθούν, και κρίνεται απαραίτητη η υπακοή. Στην θέσιν αυτήν ο Γέροντας επιμένει στο ότι δεν πρέπει να δέχεται κανείς εξ ιδίας κρίσεως κανένα είδος αισθήσεως ή θεάματος, είτε φαντασίας, άνευ της διακρίσεως των εμπείρων.
Αναφέρομεν μερικούς ειδικούς τρόπους ή μορφές πού μετασχηματίζεται ευκολώτερα η πλάνη στους αγωνιζόμενους. Κάποτε στην προσευχή τους, όταν αρχίσουν λίγο να προχωρούν, τους παρουσιάζεται σαν φαντασία ταχύτατη κάποια λάμψις, πού αν την προσέξουν στην δεύτερην και τρίτη φορά μορφοποιείται σε σχήμα προσώπου ή πράγματος, αναλόγως, που έπεσε τον νουν να το παραδεχθή. Εάν καταφύγουν σε συμβουλή Γέροντος, εξασθενεί και υποχωρεί. Αν όμως πιστεύσουν, ότι για την αρετήν τους, τους άξιζαν και αναμένουν να τα ιδούν πάλιν, λόγω κάποιας ευλάβειας πού προσποιούνται, τότε αυξάνει η παρουσία του πονηρού σε πλέον συγκεκριμένα θεάματα.
Όλες αυτές οι ψευδαισθήσεις δεν έχουν κανένα πραγματικό ιδίωμα των όσων η θεία χάρις πληροφορεί τους δικούς της, αλλ’ απεναντίας είναι γεμάτες ταραχήν και σύγχυσιν, ερεθίζουσες συνάμα και τα κατώτερα πάθη του σώματος. Ο νους του πλανηθέντος σκοτίζεται και δεν μπορεί να διακρίνη, διότι ούτε της αληθινής χάριτος έχει πείραν, ούτε όμως ταπείνωσιν, για να αμφισβητήση την δικήν του κρίσιν.
Στα αρχικά ακόμη στάδια, εάν ελέω Θεού ανακύψη ο παρασυρθείς και ζήτηση θεραπείαν, υπάρχει ελπίς να θεραπευθή τη επεμβάσει της Εκκλησίας. Αν όμως προχωρήση η πλάνη βαθύτερα, ώστε, κατά τον Γέροντα, «αν πλέον επέλθη η δηλητηρίασις του νοητού αίματος, είναι αληθώς πλέον κατά πολλά δύσκολον» και δικαίως θεωρείται ως δυσέκνιπτον η πλάνη.
Άλλοτε πάλιν αισθάνονται είδος ευωδίας και γενικά, εις οποίαν αδυναμίαν ο νους των κλίνει, σ’ αυτό το μέρος και το πνεύμα της πλάνης μετασχηματίζεται. Εις τους φανταζομένους αξιώματα αρχών και εξουσιών, δηλαδή εις όσους ζουν εισέτι αυτά τα πάθη, αν και προς καιρόν τα πολέμησαν, το πνεύμα της πλάνης υποδύεται αυτήν την προσφοράν και τους δείχνει στους ύπνους ότι τους εκλέγουν αρχηγούς και ποιμένας και πνευματικούς πατέρας για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτός είναι ο ένας τρόπος του πνεύματος της πλάνης στην εισαγωγικήν του μορφήν. Αλλά και εις τους προχωρημένους δεν παραιτείται να πολεμήση, αρκεί να βρη απροφύλακτον τον αγωνιστήν και κλεπτόμενον από κάποιον πάθος. Εις τους προκόψαντας στην θεωρία παρουσιάζεται ως άγγελος Κυρίου, με μορφές αγίων και Αυτού τούτου του Σωτήρος μας Χριστού, αναλόγως της θέσεως πού βρίσκεται ο άνθρωπος του Θεού. Η άλλη πάλιν μορφή της πλάνης βρίσκεται περισσότερον στο πρακτικόν μέρος, πού συνήθως καθένας ξεκινά στην αρχήν της μετανοίας. Για μια σαφέστερην εικόνα και των δύο μορφών της πλάνης λέγομεν τα εξής.
Η μεν μία, οπού περιγράψαμεν, σκοπόν έχει να συγχύση αυτούς πού εισήλθαν καλώς και να τους εμποδίση την πρόσβασιν και η άλλη, οπού εν συνεχεία θα αναφέρωμεν, είναι να μην αφήση να μπουν όσοι προς τούτο επείγονται, με το ίδιον πάντοτε αποτέλεσμα, την ζημίαν του αγωνιστού.
Δεν αρνούμεθα την αγωνιστικότητα στην εργασία της πρακτικής, πού είναι γέννημα του θείου ζήλου, όπως προαναφέραμεν. Απαραίτητη προϋπόθεσις είναι η τήρησις των πρακτικών αρετών, όπως και ο Κύριος μας μας παρέδωσε μετά το βάπτισμά του στον Ιορδάνην και την εις το όρος αναχώρησιν του. Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ακτημοσύνη, αγνός βίος, ταπείνωσις, και γενικά τα μέσα αυτά, πού δαμάζουν την φιλαμαρτήμονα διάθεσιν. Τώρα, και εδώ βρίσκει τρόπους και οχυρώνεται η πλάνη με την εξής πρόφασιν. Είτε από συνήθειαν, είτε από έξιν, είτε από ιδιοσυγκρασίαν, κάθε άνθρωπος έχει κάποιαν ικανότητα περισσότερον των άλλων. Στην πνευματική ζωήν, όταν ξεκινήση, τότε αυτή η ικανότης του γίνεται βοήθεια σε κάποιο αγώνισμα, σε κάποιαν αρετήν. Ο θειος ζήλος, σαν ο πρώτος συνεργάτης του μετανοούντος, ενούμενος με το ίδιον του προτέρημα, οποιονδήποτε, τον βοηθά να προκόψη σύντομα σ’ αυτό το κατόρθωμα, σ’ αυτήν την αρετήν, μπορούμε να πούμε. Τότε, αρεσκόμενος σ’ αυτό πού με ευκολία κατορθώνει, μένει μόνο σ’ αυτό· και δεν φροντίζει για άλλο κατόρθωμα ή αγώνισμα, πιστεύοντας ότι αυτό συμπληρώνει τον όρον της μετανοίας· και μάλιστα βρίσκει και παραδείγματα από προηγούμενους πατέρας, οπού έχουν γράψει γι’ αυτήν την αρετήν.
Αναφέρω αυτολεξεί τα λόγια του Γέροντος γι’ αυτές ακριβώς τις μονομέρειες. «Πολλοί γαρ το πάλαι και νυν εκ των μοναζόντων πατέρων και αδελφών επεμελήθησαν μιαν αρετήν, λόγου χάριν την ησυχίαν, και εις ταύτην και μόνον τα ιστία των ήπλωσαν ανεξετάστως εάν κερδίζωσι ή ζημιώνωνται εξ αυτής… Άλλοι δε πάλιν ηρκέσθησαν απλώς εις μίαν άκραν νηστείαν, να μη φάγωσιν έλαιον ή μαγείρευμα, και εδέσμευσαν την ελευθερία των, επί τούτου και μόνον αρκούμενοι…» Είτε από μέρους, είτε στο σύνολον, εάν ο άνθρωπος εξέλθη της πραγματικότητας, πλάνη είναι και τον εμποδίζει να φθάση τον σκοπόν του. Σε όσους δε επικρατήσει αυτής της μορφής η πλάνη, να κρατούν μια μονομερή άσκησιν και να μην αφήνουν τον δικό τους λογισμόν, δικαιωματικά τους πολεμά η κενοδοξία για την επικρατούσαν αυτοπεποίθησιν και η ζημία είναι αυξημένη.
Ο Γέροντας εν συνεχεία αναφέρει και άλλα κατορθώματα, αγρυπνίαν, ακτημοσύνην, ακόμη και δάκρυα, στα οποία, αν μονομερώς παραμείνη πιστεύοντας μόνον σ’ αυτά, πλανάται και επιβουλεύεται την σωτηρίαν του. Απεναντίας «τον εργαζόμενον μετά συνέσεως πάσης ισοβαθμίως (τας αρετάς εννοεί) και όλας εξ ίσου ομού εν φρονήσει και γνώσει… εισίν τα μόνα απαραίτητα εργαλεία οπού εκτός των τοιούτων αδύνατον να αναβώμεν εις την τελειότητα…» Εδώ ο αείμνηστος Γέροντας παραθέτει ένα σχόλιον για μιαν ιεραρχικήν τάξιν των αρετών, και πώς απαραιτήτως πρέπει να τηρούνται ανελλιπώς, ώστε η θεία χάρις να επισκεφθή και να κατοικήση στον άνθρωπον. Επειδή όμως περί τούτου αναφέραμεν προηγουμένως, εκρίναμεν φορτικήν την επανάληψιν.
Πέραν όμως των κολακευτικών μέσων, πού τα πνεύματα της πλάνης προσπαθούν να παρασύρουν τους αγωνιζόμενους, δεν υστερούν και στην απειλήν προκειμένου να φοβίσουν τους απείρους και με αυτόν τον τρόπον να εμποδίσουν την καλήν τους πρόθεσιν. Αυτός ο τρόπος συνήθως γίνεται στην αρχήν της πρακτικής ιδίως ασκήσεως των μετανοούντων οπόταν επεμβαίνει με τρομακτικούς τρόπους για να προκαλέση δειλίαν και φόβον, ώστε να υποχωρήση ο βουλόμενος να αγωνισθή. Είτε αισθητά με κτύπους, σεισμούς, φωνές και άλλα, τρομοκρατεί τον θέλοντα να προσευχηθή ή άλλην τινά πνευματικήν εργασίαν να κάμη, χωρίς να είναι αληθινά τα φαινόμενα, γιατί μόνον αυτός τα ακούει, χωρίς όσοι είναι μαζί του να τα ακούουν ή να βλέπουν τίποτα. Άλλοτε δείχνει φαντάσματα ευκρινώς σε ελάχιστον διάστημα· και τούτο όμως φαντασία, γιατί τα διάφορα σχήματα πού προβάλλει δεν υπάρχουν φυσιολογικά, άλλ’ αυτός τα πλάθει στην φαντασία, όπως και εις τον ύπνον τα όνειρα, πλην όμως προκαλεί φόβον και ταραχήν. Άλλοτε πάλιν στον ύπνον και πολλάκις αισθητά τον σφίγγει, τον πιέζει, του κόβει την αναπνοήν, και, ενώ θέλει να φωνάξη ή να κινηθή, δεν δύναται και βρίσκεται σε αγωνίαν.
Στις βιογραφίες των πατέρων μας υπάρχουν αναρίθμητα τέτοια διηγήματα και άλλα σε οξυτέραν μορφήν, εις όσους αδίστακτα ορμούσαν στην πλήρη άρσιν του Σταυρού. Σ’ αυτούς όχι φανταστικά, αλλά πρακτικά και προσωπικά παρουσιάζονταν τα πονηρά πνεύματα και με όσην τους επέτρεπε ο Θεός εξουσίαν, επαίδευαν και ταλαιπωρούσαν τους πατέρας, πιστεύοντες ότι θα τους εμπόδιζαν από την κατά Θεόν τους πορείαν. Άλλοτε πάλιν φθάνουν, επιτρέποντος μόνον του Θεού, σε δυσδιάκριτον πονηρίαν, πού μόνον η θεία χάρις μπορεί να σώση τον ταπεινόν άνθρωπον από την κακουργίαν των. Μία ομάδα απ’ αυτούς τους πονηρούς δαίμονες παρουσιάζονται απειλητικοί και ορμούν να κακοποιήσουν, όσον έχουν άδειαν. Μετά παρουσιάζονται άλλοι απ’ αυτούς σε αγαθή μορφήν και διώκουν τους πρώτους με επιτιμήσεις, ως απεσταλμένοι δήθεν εκ Θεού για την βοήθειαν και σωτηρίαν του πειραζομένου, με κύριον σκοπόν να τον παρασύρουν στην κενοδοξία, ως προνοουμένου εξαίρετος υπό του Θεού. Εδώ χρειάζεται να λαβή θέσιν η ευχή του Παύλου, να τους σύντριψη ο Θεός «υπό τους πόδας των αγωνιστών εν τάχει».
Εάν θελήση κανείς να αριθμήση τους σκοτεινούς διαδρόμους και περιπλανήσεις της αφόρητης αυτής κακίας, θα πη το Δαυϊτικόν εκείνον ρήμα: «Εξαριθμήσομαι αυτούς και υπέρ άμμον πληθυνθήσονται». Δικαίως αναφέρει το γραφικόν λόγιον «πάση φυλακή τηρεί σήν καρδίαν»· και πάλιν, «εάν πνεύμα του εξουσιάζοντος αναβή προς σε, τόπον σου μη δώς».
Πάντων τούτων η διάγνωσις και λύτρωσις και σωτηρία, αλλά και αυτή η προκοπή και τελείωσις εν Χριστώ, δια της συνεργείας της θείας χάριτος επιτελείται. Εάν λοιπόν ο Κύριός μας κατά το λόγιον «ταπεινοίς δίδωσι χάριν», δεύτε πάντες προς την μακαρίαν ταπείνωσιν, ίνα συν αυτή πάντα ισχύσωμεν χάριτι Χριστού, αμήν.
Περί πλάνης σε γενικώτερες γραμμές
Επειδή περί πλάνης διαλαμβάνει η μικρή μας περιγραφή, δεν θα είναι παρέκκλισις, αν αναφέρωμεν και για την περιεκτικήν αύτη διαβολικότητα, πού μαστίζει την ανθρωπότητα. Πλάνη ουσιαστικά και οντολογικά είναι ο ίδιος ο διάβολος, αφού με εσφαλμένες ιδιοτελείς σκέψεις και αποφάσεις απέσπασε τον εαυτόν του από την πραγματικήν αλήθειαν, τον Θεόν, από τον οποίον έπαιρνε, κατά μετοχήν, το «ευ είναι» και όλην την ομαλήν λειτουργίαν της προσωπικότητας και έγινε ο ίδιος πλάνη, ως μη αληθώς και ορθώς σκεπτόμενος και κινούμενος. Μεταστραφείς πλέον στην ολικήν αυτήν διαστροφήν, επαναστάτησε πρώτα στον εαυτόν του και μετά στα όσα παρέσυρε, μεταφέρει δε και μεταδίδει αδιάκοπα την ιδικήν του πλέον διαστροφήν. Εάν, κατά την γνώμη των πατέρων μας, θέσιν και προσωπικότητα έχη μόνον το αγαθόν, το μη αγαθόν υστερείται και προσωπικότητα και θέσιν, αυτό πού έπαθε κατ’ ανάγκην ο σατανάς.
Όταν όμως ο σατανάς προσπαθή να λαβή θέσιν και προσωπικότητα, αφού φυσικώς τα υστερείται, άρα τα παριστάνει ψευδώς και αυτό είναι η πλάνη.
Ασφαλώς ύπαρξιν, σαν οντότητα, ο διάβολος έχει, γιατί απέθανεν μεν από του Θεού και της εννοίας κάθε καλού και της ζωής εν Θεώ, πλην όμως κατά την διαστραφείσαν του οντότητα υπάρχει ως σώμα θανάτου. Δεν παρουσιάζεται όμως υπ’ αυτήν του την μηδενικότητα, αλλά κλέπτει τους όρους του καλού, του αγαθού, του χρησίμου, του ευεργετικού —ψευδώς και πεπλανημένως— και απατά τους πειθομένους του. Σ’ αυτόν τον στασιασμόν της δικής του πτώσεως αδιάκοπα πολεμά να παρασύρη την πανανθρώπινην φύσιν, μερικώς και ολικώς, και αυτή η ενέργεια είναι και λέγεται πλάνη.
Το πρώτον μέτωπον της απάτης του σατανά, της πλάνης, εφάνη στην πρώτη παρουσία της θείας αποκαλύψεως. Η περιεκτική πρόνοια του Δημιουργού στα υπ’ Αυτού γενόμενα κτίσματα επεκτείνεται, πέραν της δημιουργικής του ενεργείας, και εις την συντηρητικήν των όντων πρόνοιαν ως παρατεταμένη μορφή επεμβάσεως του Θεού εις τα κτίσματα. Μη δυνάμενος ο διάβολος να διαστρέψη την δημιουργικήν επέμβασιν του Θεού στα ποιήματά του, κατά τον άρρητον και ακατάληπτον τρόπον της θειας παντοδυναμίας, επεμβαίνει δολίως στον παρατεταμένον τρόπον της συντηρήσεως και κηδεμονίας των όντων και ιδία των λογικών. Η πρώτη του κρούσις έγινε στους πρωτοπλάστους, διαστρέψας ενώπιόν τους τους προνοητικούς όρους του Θεού, όπου έδειξεν σ’ αυτούς ο Θεός, χάριν της συντηρήσεως και προαγωγής τους στον τελικό σκοπόν και προορισμόν τους.
Μετά απ’ αυτήν του την επιτυχίαν ο διάβολος απέκτησε ως μόνιμο του έργον αυτόν τον όρον και νόμον της διαστροφής: να πείθη τα πάντα ψευδώς σε στασιασμόν προς πάσαν αλήθειαν και λογικήν, καυχώμενος δια το αποτέλεσμα της παρακωλύσεως του θείου σχεδίου περί των όντων και του τέλους ενός εκάστου κατά την θείαν βουλήν. Εξετάζοντες την αρχήν της ιστορίας από την δημιουργίαν του ανθρώπου, κατά πάσας τας γραφάς, συναντούμε μίαν πλήρη ομοιομορφίαν όλης της διαβολικής πολεμικότητος με τον ίδιον πάντα σκοπόν: αποπλάνησιν του ανθρώπου από την επίγνωσιν του Θεού, εις οποιανδήποτε βαθμίδα ή κλίμακα ευρίσκεται. Και αυτή ακόμα η προσωποποίησίς του σε θέσεις θεότητας, οπού επί σειράν αιώνων παραπλανούσε τον άνθρωπον, τούτο κυρίως επεδίωκε: στο να μην αναζητήση, ή μάλλον ανακαλύψη, ο άνθρωπος τον αληθή Θεόν, όπου θα ανεύρισκε την σωτηρίαν του. Δια της σαρκώσεως του ο Θεός Λόγος έφερε καίριον πλήγμα στην θεοποίησιν του πονηρού, αποκαλύψας την αληθή θεογνωσίαν και ανακαλέσας τους ανθρώπους στην αλήθειαν. Πάλιν όμως, ο αδίστακτος διάβολος, ωχυρώθη εις το κέλυφος της πλάνης κατά του ανθρώπου υπό άλλην μορφήν. Έως εδώ η πάλη ευρίσκετο στο πρώτο στάδιον. Να μη αφήση τον άνθρωπον να γνωρίση τον Θεόν, την αλήθειαν και αυτό, όπως και άλλοτε ετονίσαμεν, είναι το ένα είδος του γενικού σατανικού πολέμου.
Το δεύτερον τώρα είναι, όταν ο άνθρωπος, μέσω της κρείττονος του Θεού προνοίας, εγνώρισε τον Θεόν αποκαλυφθέντα και λαλήσαντα. Μη δυνάμενος ο εχθρός να αφανίση την αποκαλυφθείσαν αλήθειαν δεν πολεμά να πείση τον άνθρωπον να την αρνηθή —αν και τούτο εν μέρει σήμερον το επιτυγχάνει—, αλλά προσπαθεί να νοθεύση αυτήν την αλήθειαν, διαστρέφοντας τους όρους και τα δόγματα και συντάγματα της γνησιότητάς της, δια να υστερήση τους μαθητάς της από των αποκειμένων αμοιβών, πού είναι οι θείες επαγγελίες, αυτή ταύτη η σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η διαστροφή από την ορθήν δόξαν της αληθείας, πού λέγεται ευσέβεια, ονομάζεται αίρεσις, και με αναρίθμητες αιρέσεις κτυπά την Εκκλησίαν απ’ αυτής της ιδρύσεώς της, για να εμποδίση, όπως πιστεύει, τα σχέδια του Θεού. Αυτός είναι ο «πονηρός άνθρωπος», κατά την παραβολήν των ζιζανίων, πού έσπειρεν εν μέσω του καθαρού σίτου τα τόσα ζιζάνια, των οποίων ο Κύριος ηνέχθη την συμφυΐαν έως της ημέρας του θερισμού. Με διαιρέσεις και σκάνδαλα, ψευδοθρησκείες, αιρέσεις, φατρίες, και παντός είδους πλάνες και διαστάσεις, διασπά και συγχύζει το ανθρώπινον γένος αυτός ο λυμεών και έπ’ αυτού του κλύδωνος και του σάλου διαπλέει η αλήθεια, η «εκκλησία» του Χριστού, και «μακάριος ος φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη του Κυρίου».
Να λοιπόν, πώς και διατί υπάρχουν τα τόσα σκάνδαλα επί γης και αυξάνουν οσημέραι, προκαλούντα την δυσφορίαν των πολλών, πού αγνοούν αυτό το μυστήριον. Προβαίνοντος δε του χρόνου, για τους «εις τα τέλη των αιώνων καταντήσαντας», τα σημεία των καιρών θάναι έτι ζοφερώτερα, ένεκεν της προαισθήσεως του πλανώντας την οικουμένην «ειδώτος ότι ολίγον καιρόν έχει». «Και ωργίσθη ο δράκων επί τη γυναικί (εκκλησία) και απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά των λοιπών του σπέρματος αυτής».
Υπάρχει και άλλο χάος σκοτεινότατον της πλάνης του σατανά, πάντοτε επίκαιρον και περισσότερον πρόσφορον στις ημέρες μας.
Δύο γενικές αφορμές, συνυφασμένες με την ανθρώπινη ζωήν, ανοίγουν την θύραν σ’ αυτού του είδους την πλάνην. Η πρώτη είναι η ζωηρά επιθυμία του ανθρώπου να γνωρίση το μέλλον του και γενικά να κατανόηση τα αίτια των συμβαινόντων δυσχερών της ζωής του. Η άλλη αφορμή είναι η πολύπλευρη περιέργεια της γνώσεως των υπέρ φύσιν πραγμάτων, πού είναι και το σπουδαιότερον ζήτημα πού γενικά απασχολεί. Η πραγματική γνώσις κάθε υπερφυσικού πράγματος μόνον δια της υπέρ φύσιν θείας χάριτος πραγματοποιείται. Ο απατεών όμως διάβολος εδώ βρίσκει κατάλληλον έδαφος της δικής του πλάνης και απάτης, γιατί, σαν υπερφυσικόν πνεύμα πού είναι έναντι ημών των εχόντων σώμα παχύ και φαινόμενον, υποδύεται τον ρόλον της χάριτος και παρουσιάζει ψευδώς εικόνες και φάσματα ως αληθείς αποκαλύψεις και παρασύρει τον άνθρωπον.
Λειτουργώντας ο πνευματικός νόμος, σαν ο κώδικας της θεοπρεπούς οικονομίας προς τα κτίσματα, επιβάλλει στα στοιχεία και στους ανθρώπους τα μέτρα και μέσα εκείνα, πού ρυθμίζουν την παρούσαν ζωήν, και έτσι απαρτίζεται ο κύκλος του σύμπαντος νοήματος της ζωής. Σύμφωνα με τους ακατάληπτους αυτούς όρους και νόμους της προνοητικής αυτής κυβερνήσεως των όντων υπό του Θεού, υπάρχουν στον κανόνα της ζωής και τα διάφορα θλιβερά και επίπονα, στην γενική τους κλίμακα. Αυτού του είδους τους πειρασμούς, μέσω των οποίων ο Θεός ρυθμίζει την ζωήν ενταύθα και για το μέλλον, οι πλείστοι άνθρωποι τους αγνοούν, και, στην προσπάθειά τους για να τους αποφύγουν, πιάνονται στα δίκτυα του σατανά προσποιούμενου τον σωτήρα. Αν και πάντοτε απεδείχθη πλάνος και απατεών, ο άνθρωπος δεν κατόρθωσε να διαπιστώση αυτήν την παγίδα και να σωθή από τον κίνδυνον αυτόν. Ως αντάλλαγμα στους αφελείς του υπηκόους ο πονηρός απαιτεί υψηλά κεφάλαια, χωρίς αυτοί να γνωρίζουν την έκτασι της ζημίας τους, και, όταν θα ανακύψουν, δυσκολεύονται να απαλλαγούν της σατανικής επιδράσεως, πού σαν αιχμαλωσία τους στραγγαλίζει τη θέλησι και ελευθερίαν.
Με παρόμοιον τρόπον πλανώνται και οι περίεργοι και εγωϊσταί, πού εισδύουν αυθαδώς στα σκοτεινά άντρα του σατανά με τις πλαστές αληθοφάνειες, για να βρουν επιστημονικώ τω τρόπω, όπως τους αποπλανά, την αλήθειαν και να, πού βρίσκονται σήμερον τα τραγικά θύματα της νεολαίας μας, πού στους συνειδητούς προκαλούν αβάστακτον πόνον και στους ανεύθυνους υπευθύνους αδιαφορία και αδράνειαν. Μέσω των ανατολικών θρησκειών, όπου κρατούν τα πεπαλαιωμένα μαγικά σύμβολα και σχήματα, δίδει σήμερον ο δράκων, ο όφις ο αρχαίος και σατανάς, τα απατηλώτερά του μηνύματα.
Ο κατ’ εικόνα και ομοίωσιν θείαν κτισθείς άνθρωπος, και μετά την πτώσιν του ακόμα, συγκρατεί μέσα του σαν στοιχεία της οντότητός του την αίσθησιν και επιθυμίαν του υπερφυσικού. Δεν προβαίνομε σε θεολογικούς όρους περί τούτου, αλλά σε γενικές γραμμές χαράζομεν τις μορφές και φάσεις της πλάνης του σατανά, γιατί πάρα πολύ το θέμα αυτό είναι, όσο ποτέ άλλοτε, επίκαιρον. Αυτήν την αίσθησιν ο Θεός Λόγος δια της παρουσίας του όχι μόνον απεκάλυψεν εις την φύσιν της, αλλά και επραγμάτωσεν μεταδόσας στον άνθρωπον δια του σώματός Του, της Εκκλησίας, την εξουσίαν και δύναμιν να κληρονομήση όλον το πλήρωμα της υπέρ φύσιν καταστάσεως, γινόμενος κατά χάριν υιός Θεού. Τον πρακτικόν τρόπον, οπού ο άνθρωπος δύναται δια της χάριτος να φθάση σ’ αυτήν την θείαν επαγγελίαν, αναφέρομε σ’ όλον μας αυτό το ταπεινό σύγγραμμα, και ότι βαθμηδόν κανείς δια της κλίμακας της μετανοίας μεταφέρεται σ’ αυτό το πλήρωμα. Ο πονηρότατος διάβολος, μιμούμενος τα διάφορα στάδια πού ο άνθρωπος κοινωνεί με υπερφυσικές αξίες μέσω της αγιαζούσης θείας χάριτος, παραχαράζει, ως συνήθως, την αληθή θεοφάνεια με ψευδαισθήσεις της δικής του κακουργίας και ενεργείας και αποκοιμίζει τα δικά του θύματα, ότι καλώς βαδίζουν αφού βλέπουν και αισθάνονται πράγματα υπερφυσικά, όπως και η Εκκλησία παραδέχεται. Αυτή λοιπόν είναι η παγίδα των περιέργων και εγωιστών.
Η ουσία όμως της υπέρ φύσιν κοινωνίας δεν είναι σ’ ένα θέαμα ή σε μια ψευδαίσθησιν παρηγοριάς, και γενικά στο να ιδούμε ή να υποστούμεν κάποιον θαύμα, όπως καυχώνται οι οπαδοί των ψευδοθρησκειών. Η κοινωνία της υπέρ φύσιν καταστάσεως της ζωής είναι το πλήρωμα των επαγγελιών, πού παρέδωσε κληρονομικά στους πιστούς του ο Λόγος του Θεού- και να τι λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης- «Όσοι γαρ έλαβον Αυτόν έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, οι ουκ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, άλλ’ εκ Θεού εγεννήθησαν». Ουχί θεαταί των υπέρ φύσιν θείων μυστηρίων και δωρεών αλλά κληρονόμοι, «κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού»· και αυτό μόνον μέσω της Εκκλησίας και των θείων μυστηρίων αυτής, ασκούντες τις θείες αρετές κατά το θείον του Χριστού ευαγγέλιον, και όχι τη απάτη και μεσιτεία των αγυρτών και απατεώνων, στις μαγείες και στα γιόγκα των διαβολικών επιταγμάτων.   

Ευχή εις την Οσία Ματρώνα την εκ Ρωσίας, αναγινωσκομένη στο Απόδειπνο.

 


 Υπό Ισιδώρας Μοναχής Αγιεροθεϊτίσσης
Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο της κτίσεως πάσης Δημιουργός και συνοχεύς και κυβερνήτης πάνσοφος· ο τω λόγω μόνω φως εκ σκότους παραγαγών και εν τω φωτί ημάς πορεύεσθαι ποιήσας· ο εν Πατρί και Πνεύματι δοξαζόμενος και υπ’ Αγγέλων ασιγήτως ανυμνούμενος· ο Φως οικών απρόσιτον και του Φωτός του αιωνίου ημάς κληρονόμους γενέσθαι καταξιώσας· η του αληθινού Φωτός και της αθανάτου ζωής υπόστασις·
ο τους Αγίους σου τους σε ακολουθήσαντας, Φωτός του αϊδίου καθαρότατα έσοπτρα αναδείξας· ο δι’ αυτών πάντας ημάς εις την του Φωτός πολιτείαν ανακαλούμενος, την δε σην άπειρον αγαθότητα δι’ αυτών, ημίν τοις δεομένοις σου χαριζόμενος· ο την ανείκαστόν σου δύναμιν εν τοις Αγίοις σου πάσιν θαυμαστώσας μόνε εύσπλαγχνε και την αγιάζουσάν σου χάριν, δι’ αυτών ημίν διοχετεύων πανοικτίρμον Κύριε· ο την δωρεάν των ιαμάτων δια των Αγίων σου συμπαθώς ημίν προμηθούμενος και τούτους επικαλείσθαι ημάς διακελεύσας· ο δι’ αυτών θαύματα άπειρα ενεργών πάσι τοις πιστεύουσιν εξ όλης καρδίας· ο την Οσίαν σου Ματρώναν, την εν υστέροις τούτοις χρόνοις εν τη Ρωσία ασκήσασαν, εν δε θαύμασι και δυνάμεσι μεγάλαις το Όνομά Σου το πανάγιον δοξάσασαν και Σε εν τω κόσμω παντί μεγαλύνασαν, αντιδοξάσας μόνε Δυνατέ· ο τους πηρωθέντας αυτής οφθαλμούς, Φωτί τω αδύτω σου διαυγάσας, εις το καθοράν του σου κάλλους την λαμπρότητα· ο τους επί χρόνοις πλείοσι παρειμένους πόδας αυτής επί τη ασαλεύτω πέτρα των εντολών σου εδράσας μόνε Ισχυρέ· ο σοφίσας αυτήν εις το τας θείας σου εντολάς διδάξαι και πολλούς εν τη πίστει σου στηρίξαι Αγαθέ· ο καταξιώσας αυτήν της εγκρατείας την οδόν βαδίσαι, σαρκός δε ασθένειαν εν καρτερία υπομείναι και της των τυράννων δουλείας τον πικρόν ζυγόν περιχαρώς βαστάσαι, θλίψεις δε και σκώμματα ωσεί τρυφήν ηγείσθαι και χαράς πρόξενα της αδιαδόχου· Αυτός και νυν Δέσποτα, ταις της Οσίας σου ταύτης πρεσβείαις αεί δυσωπούμενος και ευμενώς ημίν ιλεούμενος, πρόσδεξαι και νυν τους σους ικέτας πολυέλεε, ο της σης χάριτος τας δωρεάς παρέχων. Και αξίωσον ημάς τω σω φωτί πορεύεσθαι και τας σας βουλάς εν τη καρδία ημών διαπαντός μελετάν, τα δε σα προστάγματα επιμελώς φυλάττειν. Ίνα καταξιωθέντες σοι δουλεύειν ειλικρινώς και το θέλημά σου το Άγιον εν αληθεία πράττειν, την δε αγάπην προς Σε εν καθαρότητι φυλάττειν, καθώς ημίν προσέταξας μόνε ευσυμπάθητε, της δόξης σου τύχωμεν και της λαμπρότητος του φωτός σου απολαύσωμεν, μετά πάντων των απ’ αιώνων εκλεκτών σου. Ότι σοι αρμόζει η τιμή και η μεγαλοπρέπεια και σοι ανήκει η δόξα και η προσκύνησις, συν τω προανάρχω σου Πατρι και τω ομοουσίω καί ζωοποιώ σου Πνεύματι πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Άφθαρτο πνευματικό ένδυμα

Άφθαρτο πνευματικό ένδυμα


undefined
Άφθαρτο πνευματικό ένδυμα
Ο πρώτος άνθρωπος ντράπηκε βλέποντας τον εαυτό του γυμνό. Τόσο μεγάλη ατιμία υπάρχει κοντά στη γυμνότητα. Εάν λοιπόν για τα σωματικά τόσο μεγάλη ντροπή δείχνει η γυμνότητα, πολύ μεγαλύτερη ντροπή δείχνει η ψυχική γυμνότητα. Η ψυχή, που είναι γυμνή από τη θεία δύναμη, αυτή που δεν φοράει και δεν είναι ντυμένη το άρρητο και άφθαρτο και πνευματικό ένδυμα, τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, με πλήρη επίγνωση της αλήθειας, αυτή η ψυχή περιτυλίγεται με περισσότερη ντροπή και ατιμία, που προέρχεται από τα πάθη. Και ο καθένας όντας γυμνός από εκείνη τη θεία δόξα, έτσι οφείλει να ντρέπεται και γνωρίζει καλά την ατιμία του, όπως ακριβώς ντρεπόταν ο Αδάμ όντας σωματικά γυμνός. Και αν ντύθηκε με φύλλα συκιάς, όμως φορούσε τη ντροπή και γνώριζε καλά τη φτώχεια και την ψυχική του γυμνότητα. Ας ζητάει λοιπόν κάθε ψυχή, που ξέρει τη γύμνωσή της, από το δοτήρα Χριστό, να ντυθεί την δόξα και το άρρητο φως Του....
(Άγ. Μακάριος ο Αιγύπτιος

Ο Έλλην λόγος στην Ορθοδοξία



ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
Ο «ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
1. Η Ορθοδοξία αποτιμά με ρεαλισμό τον ανθρώπινο λόγο, αναγνωρίζουσα την αποφασιστική του σημασία για την δόμηση και λειτουργία της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτό δηλώνει σε ένα εκπληκτικό για την ακρίβεια και σαφήνειά του κείμενο ο Μ. Βασίλειος. Πρόκειται για την Ομιλία του «Εις το πρόσεχε σεαυτώ»1, που αποτελεί επιτομή της ορθόδοξης ανθρωπολογίας: «Την του λόγου χρήσιν δέδωκεν ημίν ο κτίσας Θεός, ίνα τας βουλάς των καρδιών αλλήλοις αποκαλύπτωμεν και διά το κοινωνικόν της φύσεως, έκαστος τω πλησίον μεταδώμεν, ώσπερ εκ τινων ταμιείων των της καρδίας κρυπτών προφέροντες τα βουλεύματα»2.
Ο λόγος αποτελεί δώρο του Θεού στον άνθρωπο και συντελεί στη φανέρωση των ενδομύχων σκέψεων για την πραγμάτωση της κοινωνίας (επικοινωνίας) μεταξύ των ανθρώπων. Η ανθρωπολογική κατοχύρωση της σημασίας του λόγου δίνεται από τον άγιο Πατέρα στη συνέχεια: «Ει μεν γαρ γυμνή τη ψυχή διεζώμεν, ευθύς αν από των νοημάτων αλλήλοις συνεγινόμεθα. Επειδή δε υπό παραπετάσματι καλυπτομένη ημών η ψυχή τας εννοίας εργάζεται, ρημάτων δείται και ονομάτων προς το δημοσιεύειν τα εν τω βάθει κείμενα»3. Η συγκάλυψη της ψυχής από το σώμα επιβάλλει την χρήση του λόγου ως μέσου εκφράσεώς της.
Αλλά και η λειτουργία του λόγου περιγράφεται από τον Μ. Βασίλειο: «Επειδάν ουν ποτε λάβηται φωνής σημαντικής η έννοια ημών, ώσπερ πορθμείω τινί τω λόγω εποχουμένη διαπερώσα τον αέρα, εκ του φθεγγομένου μεταβαίνουσα προς τον ακούοντα, εάν μεν εύρη γαλήνην βαθείαν και ησυχίαν, ώσπερ λιμέσιν ευδίοις και αχειμάστοις, ταις ακοαίς των μανθανόντων ο λόγος εγκαθορμίζεται. Εάν δε οίον ζάλη τις τραχεία ο παρά των ακουόντων θόρυβος αντιπνεύση, εν μέσω τω αέρι διαλυθείς ο λόγος, εναυάγησε»4. Συνδέεται, έτσι, η φυσική λειτουργία του ανθρωπίνου λόγου με την χρήση του στο εκκλησιαστικό κήρυγμα και μεταφερόμεθα από τον Μ. Βασίλειο στο κέντρο της εκκλησιαστικής λατρευτικής πράξεως.
Υπόβαθρο, φυσικά, των λόγων του Μ. Βασιλείου είναι η αριστοτελική θεωρία περί «ενδιαθέτου» και «προφορικού» λόγου, την οποία διέσωσε στη χριστιανική διατύπωσή της ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός5. Ο λόγος ο προφορικός είναι κατά τον Μ. Βασίλειο6, «νους προπεμπόμενος», όπως ο ενδιάθετος είναι «λόγος εγκείμενος»7. Έτσι, δίδεται μία σπουδαία ψυχολογική ερμηνεία της «λογικής» λειτουργίας του ανθρώπου.
Η πατερική διδασκαλία δέχεται ομόφωνα την μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα του ανθρώπου ως προς τα ζώα, διότι, πέρα από όλα τα άλλα, μόνο τον άνθρωπο προίκισε ο Θεός με το χάρισμα του λόγου8. Στη φύση των ζώων απουσιάζει ο λόγος σε όλες τις εκδοχές του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος καλείται «λογικός» και τα ζώα «άλογα», και είναι υποχείρια στον άνθρωπο9. Οι άνθρωποι «διά λόγου τον Θεόν επεγνώκαμεν» και «λόγω τον Κτίστην γεραίρομεν»10. Από την καθημερινή χρήση δηλαδή, που επιβάλλει το «κοινωνικόν» του ανθρώπου, ο λόγος αίρεται στη σφαίρα της θεογνωσίας και της ομολογίας της, διά της γραπτής ή προφορικής εκφράσεως των εμπειριών της. «Λόγω θεογνωσία κηρύττεται», κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης11.
2. Στην αγιοπατερική παράδοση γίνεται σαφέστατα η διάκριση ανάμεσα στη δύναμη του λόγου, με την οποία είναι εκ Θεού οπλισμένος ο άνθρωπος και στην γλώσσα ως «σημαντική» του λόγου. Τα ρήματα δηλαδή και ονόματα, τα οποία δημιουργεί με τη λογική του δύναμη12 ο άνθρωπος13. Ο Θεός «πραγμάτων εστί δημιουργός, ου ρημάτων ψιλών»14. Η γλώσσα, ως σύνολο ρημάτων και ονομάτων, και ο μηχανισμός της διασυνδέσεώς τους, είναι επιτεύγματα του ανθρώπου. Καμμία ανθρώπινη γλώσσα, συνεπώς, δεν δημιούργησε ο Θεός, ώστε να μπορεί να καυχηθεί κάποιος λαός, ότι η γλώσσα του είναι θεόσδοτη. Ο Τριαδικός Θεός δεν έχει ανάγκη ονομάτων ή ρημάτων, για να κοινωνήσει μαζί μας15. Δεν αποκαλύπτεται, μιλώντας κάποια ανθρώπινη γλώσσα. Φανερώνεται στον άνθρωπο και θεάται από τον θεόπτη άνθρωπο, ως άκτιστη «δόξα» και «βασιλεία», ως Φως υπερφυσικό και υπερουράνιο. Ο άνθρωπος εκφράζει τη θεοπτική του εμπειρία με την γλώσσα, που χρησιμοποιεί, χωρίς πάλι να μπορεί να ταυτισθεί ποτέ η θεοπτική εμπειρία με τα χρησιμοποιούμενα για την έκφραση της κτιστά ρήματα και νοήματα.
Θεολογούμεν, «ως αν η δυνατόν εξαγγείλαι διά την της φύσεως ημών πτωχείαν»16. Επειδή ο Θεός «υπερέχει πάντα νουν», κατά τον Μ. Βασίλειο, προσεγγίζεται με την «καθαράν καρδίαν» (Ματθ. 5, 8), διά της σιωπής: «Εκείνο γαρ σιωπώμεν, ο διά ρημάτων αδυνατούμεν εξαγγείλαι»17. Αυτό εκφράζει θεόπνευστα ο άγιος Κοσμάς Μαϊουμά στον Κανόνα των Χριστουγέννων: «Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω, ράον σιωπή». («Επειδή είναι ακίνδυνο, λόγω του (θείου) φόβου, ευκολότερα λατρεύουμε τον Θεό με την σιωπή (μας)»).
Η ποικιλία εξ άλλου, των ανθρωπίνων γλωσσών είναι αποτέλεσμα της διαιρέσεως του ανθρωπίνου γένους, όπως διδάσκει η Γραφή με τη διήγηση για τον Πύργο της Βαβέλ (Γεν. Κεφ. 11). Συντελείται, έτσι, η διάσπαση και διάθλαση της μιας ανθρώπινης γλώσσας σε πολλές και οι άνθρωποι ονομάζουν τα πράγματα «κατά την επιχωριάζουσαν εν εκάστω έθνει συνήθειαν»18. Από την εσωτερική-καρδιακή ενότητα οδηγήθηκε η ανθρωπότητα στην καρδιακή και γλωσσική σύγχυση και διαίρεση. Η Πεντηκοστή, με την «του Πνεύματος επιδημίαν», θα είναι η επανασύνδεση των ανθρωπίνων καρδιών στην «κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος» και σε μία γλώσσα, την γλώσσα του Αγίου Πνεύματος, εκφραζομένη ως «ενότητα της πίστεως» και κοινή δοξολογία. «Εις ενότητα πάντας εκάλεσε (ο Θεός) και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα». Η γλωσσική στις ανθρώπινες κοινωνίες ποικιλία μένει, ως καρπός της αμαρτίας, αλλά αποκαθίσταται η εσωτερική ενότητα, την οποία προσπαθεί κατά το δυνατό, να εκφράσει η ατελής και πεπερασμένη ανθρώπινη (οποιαδήποτε) γλώσσα.
3. Αφού καμμία γλώσσα δεν έχει θεία προέλευση, γι’ αυτό και καμμία γλώσσα δεν μπορεί να διεκδικήσει για τον εαυτό της το χαρακτήρα της ιερής γλώσσας. Είναι γνωστή από την ιστορία η πλάνη των Τριγλωσσιτών ή Πιλατιανών, την οποία αντιμετώπισε ως αίρεση η Ορθοδοξία στα πρόσωπα μεγάλων πατερικών μορφών της19. Η πατερική παράδοση δέχεται τη σχετικότητα όλων των γλωσσών στην έκφραση των εμπειριών της θείας αποκάλυψης. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης διαλύει, έτσι, κάθε εθνικιστική θεώρηση της εβραϊκής γλώσσας, μη δεχόμενος κατ’ αρχήν στο ελάχιστο την ιστορική προτεραιότητά της, αλλά και τονίζοντας ότι χρησιμοποιήθηκε «εις το νηπιώδες των άρτι τη θεογνωσία προσαγομένων»20. Λόγω της νηπιότητας των ανθρώπων χρησιμοποιήθηκε παιδαγωγικά η απλή εβραϊκή, μέχρις ότου ο Λαός του Θεού, ως Νέος Ισραήλ, χρησιμοποιήσει ως τελειότερη -αλλά πάντοτε ατελή- γλώσσα την Ελληνική.
Στα όρια της θείας συγκαταβάσεως νοείται και η γλώσσα της Εκκλησίας. Το γεγονός της θείας σαρκώσεως υπήρξε,  άλλωστε, η  αυτομετάφραση του Θείου Λόγου στην ανθρώπινη «γλώσσα», για την κοινωνία του ανθρώπου μαζί Του. Ο Θεός «αυτεπάγγελτος» σαρκώνεται «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν». Εισέρχεται μέσα στην ιστορική πραγματικότητα «εν σαρκί» και κοινωνεί μαζί μας στη δική μας «γλώσσα», διότι, όπως λέγει στον νυκτερινό Του μαθητή Νικόδημο: «Ει τα επίγεια είπον υμίν και ου πιστεύετε, πώς αν είπω υμίν τα επουράνια πιστεύσετε;» (Ιω. 3, 12). Όπως παρατηρεί σχετικά, πάλι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, «συμμετρεί  ταις ανθρωπίναις ακοαίς την εαυτού φωνήν» ο Χριστός. Αν, τώρα, θέλαμε μια άλλη συσχέτιση, η Μεταμόρφωση στο Θαβώρ ήταν η (αυτο) ερμηνεία του Θεανθρώπου, με την φανέρωση της θεότητάς Του.
4. Ο Ιησούς Χριστός χρησιμοποιεί κατά την επίγεια δράση Του τις γλώσσες του περιβάλλοντός Του (αραμαϊκή και ελληνική), όπως και οι Μαθητές και Απόστολοί Του. Άλλωστε, από τον γ’ π.Χ. αιώνα στην ιουδαϊκή διασπορά είχε επικρατήσει η ελληνιστική κοινή (πρβλ. τη Μετάφραση των Ο’). Έτσι η εβραϊκή παρέρχεται ως «σκιά» και δίνει τη θέση της στην Ελληνική Κοινή, που γίνεται η γλώσσα της Καινής, αλλά και της Παλαιάς Διαθήκης, για την Εκκλησία. Η ελληνική γλώσσα σε όλες της τις ιστορικές μορφές και μετά την αποστολική εποχή γίνεται η γλώσσα των Πατέρων, διακονεί το κήρυγμα της αληθείας, στα όρια της ελληνο-ρωμαϊκής Οικουμένης, και μέσω αυτής καλεί η Εκκλησία στην σωτηρία.
Η ελληνική γλώσσα, ως γλώσσα της Αγίας Γραφής και του μεγαλύτερου και περισσότερο πρωτότυπου μέρους της πατερικής παραδόσεως, γίνεται η γλώσσα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εντάσσεται στο θείο σχέδιο της σωτηρίας. Κατά την ευρύτατα γνωστή ερμηνεία, το «πλήρωμα του χρόνου», ως ο «καιρός» της θείας σαρκώσεως, δεν σχετίζεται μόνο με το πανίερο πρόσωπο της Δεσποίνης Μαρίας, αλλά και με τις ιστορικές συνθήκες, την πολιτειακή και γλωσσική ενότητα της εποχής, στο πλαίσιο της Pax Romana και της lingua franca. Έτσι, στα όρια της Εκκλησίας, από τη νηπιακή γλώσσα, την εβραϊκή, συντελείται η μετάβαση στη γλώσσα της ανθρωπίνης ενηλικιώσεως, την ελληνική, έξω από κάθε έννοια ε­θνι(κιστι)κών ανταγωνισμών ή σκοπιμοτήτων. Ευαγγέλιο και ελληνική γλώσσα θα συνδεθούν αναπόσπαστα, όχι ως γλώσσα μόνο ενός έθνους, αλλά γλώσσα όλης της Οικουμένης. Αυτή η γλώσσα γίνεται η ανθρώπινη -ιστορική- σάρκα του θείου «Λόγου», ενωμένη «αδιαίρετα», αλλά και «ασύγχυτα» μαζί Του.
Αυτή την διαχρονική σύνδεση Ορθοδοξίας και Ελληνικότητας επισημαίνει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, σε ό,τι αφορά στην γλώσσα, κηρύσσοντας την ανάγκη γνώσεως της Ελληνικής για την κατανόηση του Ευαγγελίου ως Ορθοδοξίας. Αδελφοί μου -έλεγε στο κήρυγμά του- «να σπουδάζετε τα παιδιά σας να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι εις την ελληνικήν (γλώσσαν)...». Και σε άλλο σημείο: «Πρέπει να στερεώνετε σχολεία ελληνικά, να φωτίζωνται οι άνθρωποι, διότι διαβάζοντας ελληνικά, τα ηύρα, οπού λαμπρύνουν και φωτίζουν τον νουν του ανθρώπου»21. Μη ξεχνάμε δε, ότι ελληνικά εδώ είναι η γλώσσα του Ευαγγελίου και των Πατέρων και όχι η απλουστευμένη ελληνική, τα Ρωμαίικα.
5. Η ελληνική γλώσσα με την πρόσληψή της από την Εκκλησία, βαπτίζεται στο εκκλησιαστικό σώμα, πεθαίνει και αναγεννάται, και γίνεται γλώσσα της Εκκλησίας, με μια ιδιαιτερότητα όμως, που την διαφοροποιεί από τα Ελληνικά του εκτός της Εκκλησίας κόσμου. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της εκκλησιοποιημένης ελληνικής γλώσσας, θα μέναμε στα ακόλουθα σημεία:
α) Η ελληνική, ως γλώσσα της Εκκλησίας-Ορθοδοξίας, είναι γλώσσα διακονική και ποιμαντική. Όπως σ’ όλους τους χώρους, έτσι και εδώ, η Ορθοδοξία δεν υποδουλώνεται στο πρόσλημμα. Το βάρος πέφτει στο προσφερόμενο, στο μήνυμα της αλήθειας και όχι στο ένδυμά του. Οι Άγιοι, Πατέρες και Μητέρες της Ορθοδοξίας, όσο και αν κατέχουν τον ελληνικό λόγο, είναι θεούμενοι και όχι απλώς πεπαιδευμένοι. Είναι Πατέρες όχι ως «διδάσκαλοι του Γένους», αλλά ως μυσταγωγοί στη θεία, την «άνωθεν» σοφία, στον τρόπο δηλαδή θεώσεως-σωτηρίας. Η παιδεία, και μαζί και η γλώσσα, είναι γι’ αυτούς ένα από τα αριστοτελικά «μέσα». Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο νοείται ο φοβερός εκείνος λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Ούκουν ατιμαστέον την παίδευσιν, επειδή ούτω δοκεί τισιν»22, με τον οποίο αποστομώνει τους «υπεράγαν ορθοδόξους», τους Φιλισταίους της παιδείας «συντηρητικούς» της εποχής του. Γι’ αυτό και δεν θα διστάσει να γράψει στον Σταγείριο: «Αττικός συ την παίδευσιν; αττικοί και ημείς»23. Η γλώσσα όμως ούτε σ’ αυτόν, ούτε σε κανέναν άλλο Πατέρα, απολυτοποιείται ή θεωρείται καθ’ αυτήν, ως αυτονομημένο μέγεθος και αφορμή καυχήσεως.
Όπως η χρήση της τέχνης στην εκκλησιαστική παράδοση δεν την καθιστά μέσο αυτοπροβολής ή κοσμικής διακρίσεως, έτσι και η γλώσσα της Εκκλησίας δεν είναι γι’ αυτήν παρά μέσον στην επιτέλεση της ποιμαντικής και ιεραποστολικής της διακονίας. Στο χώρο δε ειδικά της ιεραποστολής καταξιώνεται κάθε ανθρώπινη γλώσσα, και η ατελέστερη και απλούστερη, και γίνεται φορέας του μηνύματος της σωτηρίας (κορεατικά-σουαχίλι). Η Ορθοδοξία δεν ιεροποίησε καμμία γλώσσα, όπως ειπώθηκε παραπάνω. Οι άγιοί μας προσφέρουν «τω Λόγω τους λόγους», «Λό­γω πλέκοντες εκ λόγων μελωδίαν, ω των προς ημάς ήδεται δωρημάτων» (Ιαμβικός κανόνας Χριστουγέννων).
β) Η χρήση της γλώσσας γίνεται στην Εκκλησία (Ορθοδοξία) χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις- ακόμη και καλλιτεχνικές. Γι’ αυτό και οι Πατέρες δεν θηρεύουν την γλωσσική τελειότητα για προσωπική καταξίωση. Η τελειότητα της γλώσσας των Μεγάλων Πατέρων είναι απλώς καρπός της υψηλής παιδείας τους και όχι αποτέλεσμα σκοπιμότητας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος κατακρίνει το «κατεγλωττισμένον και έντεχνον» και επαινεί «το απλούν και ευγενές» του λόγου24. Γι’ αυτό και τους μεγαλύτερους αιρετικούς της εποχής του, τους Ευνομιανούς (ακραίους Αρειανούς), τους αποκαλεί «κομψούς τω λό­γω», διότι στήριζαν την «θεολογία» τους στην ωραιολογία και τον εξ αυτής εντυπωσιασμό. Γενικά, για την πατερική παράδοση όλων των αιώνων ισχύει ένας απαράβατος κανόνας, που εφαρμόζει, άλλωστε, σ’ όλες τις περιπτώσεις: Όποιος έχει να πει κάτι βαθύ και αληθινό το λέει με κάθε απλότητα και σαφήνεια. Μόνο αυτός, που δεν έχει να αρθρώσει λόγο σοφίας, προσπαθεί να εντυπωσιάσει με την στρυφνότητα του λόγου του και την ακαταληψία.
Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, ότι και στην πατερική παράδοση απαντούν αρχαϊκές μορφές, όπως τα προσωδιακά μέτρα στην υμνογραφία, ή τα Έπη του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όμως πάλι διακονείται η εκκλησιαστική αλήθεια. Ούτε, πάλι, πρόκειται για επίδειξη γνώσεων, όπως έχει ειπωθεί! Ο Γρηγόριος αντιμετωπίζει τα αντιχριστιανικά μέτρα του Ιουλιανού του Παραβάτου (εμπόδιζε στους Χριστιανούς τα κλασσικά γράμματα) ή τους χρησιμοποιούντες παρόμοια γλωσσική μορφή Απολλιναρίους (πατέρα και υιό), που καθιστούσαν την γλώσσα μέσο αιρετικής προπαγάνδας. Κινείται, δηλαδή, στα όρια της ποιμαντικής της Εκκλησίας. Αλλά και αργότερα, ο Ιωάννης Δαμασκηνός (†750) θα μας δώσει τους περίφημους Ιαμβικούς Κανόνες του (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πεντηκοστή) και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος (†638) τα Ανακρεόντειά του. Είναι όμως χαρακτηριστικό, ότι η αρ­χαΐζουσα ποίηση του δευτέρου, όπως και του Γρηγορίου, δεν πέρασε στην εκκλησιαστική λατρεία, του πρώτου δε οι Ιαμβικοί Κανόνες -αληθινά ποιητικά αριστουργήματα- μπήκαν στην λατρεία, αλλ’ ως «δεύτεροι» Κανόνες των αντιστοίχων εορτών, με πρώτους εκείνους, που γράφτηκαν στην τρέχουσα γλώσσα και με τα καθιερωμένα πια εκκλησιαστικά τονικά (και όχι προσωδιακά) μέτρα.
Την προτεραιότητα, συνεπώς, στην εκκλησιαστική λειτουργική πράξη έχει «η δύναμις των ρημάτων», η εγκλεισμένη στα λόγια Χάρη, και όχι το ένδυμα, γλωσσικό ή μουσικό, η μορφή. Την στάση δε των θεουμένων Πατέρων απέναντι στην γλώσσα εκφράζει καθοριστικά ένα ιστορικό ανέκδοτο, συνδεόμενο με το πρόσωπο του αγίου Σπυρίδωνος, επισκόπου Τριμυθούντος (της Κύπρου). Συμμετείχε σε μια Θεία Λειτουργία στη Λήδρα, την σημερινή Λευκωσία. Ο επίσκοπος της πόλεως Τριφύλλιος ήταν αρχαϊστής. Έτσι, στο κήρυγμά του το γνωστό χωρίο του Ευαγγελίου «άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει» (Μάρκ. 2, 10) το μετέβαλε σε «άρον τον σκίμποδά σου και πε­ριπάτει». Τότε ο άγιος Σπυρίδων σηκώθηκε για να εγκαταλείψει την σύναξη, λέγοντας, ότι δεν μπορεί να ανεχθεί το να ντρέπεται κανείς να χρησιμοποιήσει την γλώσσα, που δεν ντράπηκε ο ίδιος ο Θεός, στο πρόσωπο του Χριστού, να χρησιμοποιήσει25. Καταλαβαίνει, λοιπόν κανείς, γιατί η πατερική Ορθοδοξία μένει έξω από κάθε είδος γλωσσικών αγώνων και από κάθε γλωσσικό μονισμό, που εμπνέει η αντορθόδοξη συντηρητικότητα.
γ) Η εκκλησιαστική γλώσσα έχει σαφήνεια και απλότητα. Ο μη εγκλωβισμός της σε οποιεσδήποτε τάσεις και χρήσεις, συντελεί στο να διατηρεί εκφραστική καθαρότητα. Ως ιστορική σάρκα του «θείου λόγου» είναι και αυτή «χωρίς αμαρτία», όπως η «ανθρωπότητα (ανθρώπινη φύση) του Χριστού. Αποφεύγεται ο εντυπωσιασμός προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Ο λόγος της Ορθοδοξίας πρέπει να περνά από τις ακοές στην καρδιά των ακουόντων, αβίαστα και άμεσα. Γι’ αυτό και η (πατερική) Ορθοδοξία απευθύνεται στην γλώσσα (από κάθε άποψη) κάθε ανθρώπου. Συγκαταβαίνει αυτή, κατά το θείο παράδειγμα, στο επίπεδο του ανθρώπου και δεν αδιαφορεί για την προσληπτική του δύναμη. Το κάλλος του εκκλησιαστικού λόγου, βγαίνει αβίαστα από το στόμα του αληθινού ποιητή. Και αυτό το ζει κανείς στα μοναστήρια και τις σκήτες, όπως της αγιορειτικής πολιτείας, συζητώντας με τους Γέροντες και ακούοντας τον εύχυμο λόγο τους, που κινείται στα απέραντα όρια της Χάρης. Εδώ ακριβώς, ανακύπτει το πρόβλημα των μεταφράσεων στην Λατρεία. Η «κατανόηση» δεν είναι καρπός της μεταφράσεως (μεταγλωττίσεως) των κειμένων, αλλά λειτουργικής εμπειρίας (πρβλ. τους «φιλακόλουθους» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη) και εμπειρικής, τουλάχιστον, θεολογικής γνώσης. Αν λείπουν αυτές οι προϋποθέσεις, και ο σοφότερος πανεπιστημιακός φιλόλογος δεν θα μπορεί να συλλάβει το «απόθετον κάλλος», το θεολογικό νόημα του κειμένου.
δ) Υπάρχει μία λανθασμένη εντύπωση, καλλιεργουμένη ιδιαίτερα σε εθνικιστικούς κύκλους, ότι η Ορθοδοξία οφείλει την αίγλη της στην ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία, λησμονώντας ότι η ελληνικότητα στην Εκκλησία δεν είναι μέγεθος αυθυπόστατο, αλλά «μέσο» και όργανο, μεταπλασσόμενο μέσα στην αγιοπνευματική Χάρη. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συνοψίζοντας όλη την σχετική πατερική στάση, επισημαίνει κατηγορηματικά: «Καν τις των Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, μάλλον επί των ρημάτων μόνον, επί δε των νοημάτων πολύ το μεταξύ». (Και αν κανείς από τους Πατέρες λέγει τα ίδια με τους φιλοσόφους, η σχέση σταματά στις λέξεις, στα σημαινόμενα όμως απ’ αυτές υπάρχει μεγάλη απόσταση-διαφορά)26. Ο ελληνικός λόγος ακόμη, όπως και η άφθαστη, στα μέτρα του κόσμου, ελληνική φιλοσοφία, αποφορτίζονται νοηματικά και αναφορτίζονται, προσαρμοζόμενα στα εκκλησιαστικά μέτρα και στις ποιμαντικές ανάγκες. Έτσι γίνεται λόγος της Εκκλησίας, εκκλησιαστικός.
Ένα κλασσικό παράδειγμα είναι οι γλωσσικές «ατέλειες» του εκκλησιαστικού λόγου. Ποιος φιλόλογος λ.χ. θα δεχόταν ποτέ την γνωστή εκείνη φράση της Αποκαλύψεως: «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος» (Αποκ. 1, 8); Τί είναι φιλολογικά αυτό το «ο ην»; Ο συγγραφέας όμως της Αποκαλύψεως μένει έξω από τους φιλολογικούς κανόνες. Δεν είναι άγνοια της γλώσσας εδώ, αλλά εκκλησιοποίηση της γλώσσας. Μόνο αυτή η αδόκιμη μορφή «ο ην» (αντί «ο ων») εκφράζει την διαχρονική διάρκεια, ή μάλλον την υπερχρονικότητα σ’ αυτό, που το ανθρώπινο μυαλό αντιλαμβάνεται ως παρελθόν.
Την ίδια ευτολμία -για να σταθούμε στα σημαντικότερα παραδείγματα- δείχνει και η χρήση από τους Πατέρες του δ’ αιώνα του όρου «ομοούσιος». Δεν υπήρχε περισσότερο διαβεβλημένος θεολογικά όρος από αυτόν, αφού χρησιμοποιήθηκε από φοβερούς αιρετικούς, όπως οι Γνωστικοί, ο Σαβέλλιος και ο Παύλος ο Σαμοσατέας, πρόδρομοι του Αρείου. Και όμως αυτός ο τόσο κακόηχος όρος γίνεται εκκλησιαστικός κατ’ εξοχήν για τη διατύπωση της σχέσεως των αγιοτριαδικών Προσώπων. Ποια ουσιαστική μεταλλαγή και ανανοηματοδότηση δέχεται ο όρος «ομοούσιος» στην πατερική εκκλησιαστική γλώσσα; Προηγουμένως (Σαβέλλιος) σήμαινε: μία ουσία και ένα πρόσωπο. Θεός όχι τριαδικός, αλλά μονοπρόσωπος. Τα πρόσωπα δεν είναι παρά μάσκες-προσωπεία του ενός στην ουσία θείου προσώπου. Στην γλώσσα όμως του εκκλησιαστικού Συμβόλου ο όρος σημαίνει: Τα τρία θεία Πρόσωπα κατέχουν ομού τη μία θεία ουσία. Μία η ουσία του Θεού, τρία τα Πρόσωπα της Θεότητας. Ανατινάζεται, έτσι, κυριολεκτικά η παλαιά νοηματοδότηση του όρου. Η λέξη βαπτίζεται, πεθαίνει και ξαναγεννιέται ως «καινή κτίση».
6. Στην συνάφεια όμως αυτή ανακύπτει ένα ερώτημα: Τί γίνεται με τις μεταφράσεις; Ειπώθηκε παραπάνω, ότι στην Ορθοδοξία δεν νοούνται ιερές γλώσσες. Η Πεντηκοστή βεβαιώνει αναντίρρητα, ότι κάθε γλώσσα γίνεται δεκτή στην διακονία του Ευαγγελίου, με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Όσο και αν το πρωτότυπο (κάθε πρωτότυπο) είναι αναντικατάστατο -αυτό είναι φιλολογικός νόμος- κάθε μετάφραση γίνεται εκκλησιαστικά δεκτή στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Η μεταφορά από το πρωτότυπο στη μετάφραση είναι ένα είδος μετενσαρκώσεως του «θείου λόγου» στην συγκεκριμένη ανθρώπινη πραγματικότητα, κάτι που ποτέ δεν μπορεί να αρνηθεί η Ορθοδοξία. Το αναντικατάστατο όμως του ελληνικού πρωτοτύπου συναρτάται με τον πλούτο και την πλαστικότητα του ελληνικού λόγου, όπως θα παρατηρήσει ο πρώτος Γενάρχης της υπόδουλης Ρωμηοσύνης, Γεννάδιος Σχολάριος. «Η των Ελλήνων φωνή πολύ ευρυχωροτέρα της Λατίνων και σαφεστέρα...»27. Αρκεί να σκεφθούμε, ότι το θεολογικό πρόβλημα του Filioque οφείλεται και σ’ αυτή την στενότητα της Λατινικής γλώσσας (procedere = γεννάσθαι + εκπορεύεσθαι).
Στην Εκκλησία δεν μπορούμε, συνεπώς, να μιλούμε για «εθνικές» γλώσσες, αλλά για γλώσσα εκκλησιαστική, υπερεθνική, που υπερβαίνει γενικά όλες τις καθιερωμένες χρήσεις και όλα τα αυτονόητα. Αυτό ισχύει και για τη θέση της Ελληνικής στη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Όλες οι μορφές του ελληνικού λόγου καταφάσκονται εκκλησιαστικά, ανάλογα με τις ποιμαντικές ανάγκες. Η Εκκλησία χρησιμοποίησε την κοινή (ελληνιστική) γλώσσα στην Καινή Διαθήκη. Αργότερα όμως οι Πατέρες θα γίνουν αττικότεροι, ανάλογα με την σχολική τους παιδεία και την γλώσσα του περιβάλλοντός τους. Το πατερικό όμως κήρυγμα είναι πάντοτε σε γλώσσα απλούστερη και ευληπτότερη. Και στο σημείο αυτό η πατερική προσαρμοστικότητα είχε μια συγκεκριμένη αιτία: την αιρετική πρόκληση. Πρώτοι οι Γνωστικοί και τα απόκρυφα βιβλία της Καινής Διαθήκης χρησιμοποίησαν λαϊκότερη γλωσσική μορφή, αποβλέποντας στη διάδοσή τους.
Αυτό θα επαναληφθεί και στα νεώτερα χρόνια. Όταν οι δυτικές προπαγάνδες άρχισαν να χρησιμοποιούν απλούστερη γλωσσική μορφή, η Εκκλησία καταφεύγει και αυτή στον δημώδη λόγο, για να ενισχύσει το πλήρωμα και αποκρούσει τον κίνδυνο. Τον 16ον αιώνα, οι δυτικοί αιρετικοί, Παπικοί και Προτεστάντες, χρησιμοποιούσαν στην προπαγάνδα τους μεταφράσεις. Η Εθναρχία των Ορθοδόξων Πατριαρχών βρήκε την χρυσή τομή: η λατρεία διατηρεί την γλωσσική μορφή της (πρωτότυπο), το κήρυγμα όμως γίνεται σε απλή γλωσσική μορφή (δημοτική)28.
Κλασσικό παράδειγμα σ’ αυτή την «συγκατάβαση» πάλι ο Πατροκοσμάς. Κατείχε υψηλή παιδεία για την εποχή του. Στο κήρυγμά του όμως χρησιμοποιεί τον γλωσσικό κώδικα του μέσου Ρωμηού, πλουτίζοντάς τον με εκφράσεις από το Ευαγγέλιο και την λατρεία, προσιτές ως ακούσματα στο λαϊκό αισθητήριο. Ο «δημοτικισμός» όμως του Πατροκοσμά δεν είναι τεχνητός, όπως εκείνος του Ψυχάρη, αλλά φυσικός και αβίαστος. Δεν βιάζει, άλλωστε, την γλώσσα, για να καταλήξει σε κάποια «φτειαχτή» μορφή της. Πρόκειται για ένα «εθνικό δημοτικισμό», χωρίς ταξικό χαρακτήρα. Στόχος του δεν ήταν η δημαγωγία, αλλ’ ο φωτισμός του Λαού στην ολότητά του. Ο πατερικός δε αυτός δρόμος του Πατροκοσμά ήταν και η αιτία της επιτυχίας του, σ’ αντίθεση με άλλους κήρυκες της εποχής του, που κλεισμένοι στα γλωσσικά τείχη τους, δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν τον Λαό και ν’ αγγίξουν την ψυχή του. Και αυτό επαναλαμβάνεται σε κάθε εποχή.
7. Ο Πατροκοσμάς, πιστεύω, λειτουργεί εκκλησιαστικά, και γι’ αυτό για μας και «εθνικά», και σε μια άλλη κατεύθυνση. Διασώζει την συνέχεια του ελληνικού-εκκλησιαστικού λόγου, αποκρούοντας τον μονισμό των Προπαγανδών, που έρχονταν από την Δύση. Ακόμη άνοιξε ένα δρόμο, που προφυλάσσει από την πόλωση, τεχνητή οπωσδήποτε, ανάμεσα στην δημοτική και καθαρεύουσα, που μας επέβαλαν από τα γραφεία τους ο Κοραής και ο Ψυχάρης, άγευστοι και οι δύο της εκκλησιαστικής ελευθερίας.
Το έργο αυτό της διακοπής της συνέχειας του ελληνικού λόγου ασκούσαν με τον δικό τους τρόπο και οι προτεσταντικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής τον 19ον αι. Εφάρμοζε, μάλιστα, η Βιβλική Εταιρεία (B.F.B.S.) μια κακόβουλη τακτική, που δυστυχώς συνεχίζεται ως σήμερα. Για να αποσπάσουν την άδεια των Ελληνικών Εκκλησιαστικών Αρχών, στην πρώτη έκδοση δημοσίευαν την μετάφραση μαζί με το πρωτότυπο. Στις επανεκδόσεις όμως αφαιρούσαν το πρωτότυπο, αφήνοντας μόνη την μετάφραση. Καλλιεργούσαν, έτσι, στον ελληνικό Λαό την συνείδηση, ότι η νεοελληνική μετάφραση είναι το αγιογραφικό κείμενο. Για την Παλαιά Διαθήκη, εξ άλλου, καταφεύγοντας στο «πρωτότυπο» εβραϊκό, απέρριπταν σιωπηρά και στην πράξη το κείμενο της Μεταφράσεως των Ο’, που ναι μεν δεν είναι το πρωτότυπο για μεγάλο αριθμό παλαιοδιαθηκικών βιβλίων, είναι όμως το παραδοσιακό κείμενο της Εκκλησίας, ήδη από τους πρώτους αιώνες. Η πρακτική αυτή συνεχίζεται, δυστυχώς, από την Βιβλική Εταιρεία ως σήμερα, υποθάλπεται δε και από εκκλησιαστικά πρόσωπα, τα οποία συνευδοκούν στην κυκλοφορία της Μεταφράσεως χωρίς το πρωτότυπο για λόγους οικονομίας, λησμονώντας όμως, ότι για τον Ελληνισμό η παραθεώρηση του πρωτοτύπου της Καινής Διαθήκης είναι πρόβλημα εθνικό, διότι αναιρείται η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και η γλώσσα του Ευαγγελίου, που γέννησε την νεοελληνική γλωσσική μορφή.
Οι επιχειρούντες καινοτομίες στην Λατρεία, όποιοι και αν είναι, είτε παρασυρόμενοι, είτε εν γνώσει τους, συμπράττουν με τους οπαδούς και «πράκτορες» των ξένων προπαγανδών, συμβάλλοντας στην διάσπαση της ιστορικής συνέχειας της γλώσσας μας. Η κί­νηση αυτή είναι μία όψη του «χωρισμού Εκκλησίας-Πολιτείας», η οποία στην ουσία είναι η βούληση για αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από όλες τις δομές του εθνικού μας βίου. Το κύριο επιχείρημά τους είναι, ότι δεν υπάρχει συνέχεια στο Έθνος μας, αφού είναι Νεοελληνικό Έθνος, αλλά και στην Εκκλησία μας, διότι είναι Νεοελληνική Εκκλησία. (Αυτό διατεινόταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης τον 19ο αιώνα). Η λατρεία μας όμως αποδεικνύει την διπλή αυτή συνέχεια. Είναι μάλιστα, τραγικό να απορρίπτουμε οι Έλληνες την κιβωτό της γλώσσας και του πολιτισμού μας, που είναι η εκκλησιαστική λατρεία, με την παιδαριώδη ψευδαίσθηση ότι, αν μεταφρασθούν τα κείμενα της λατρείας, θα συρρεύσει ο κόσμος -και μάλιστα οι Νέοι- στην λατρεία. Δεν είναι η γλωσσική μορφή του λατρειακού λόγου, που απομακρύνει τον σημερινό άνθρωπο από την Εκκλησία, αλλ’ η ασυνέπεια, η απουσία γνησιότητας και αγωνιστικότητας και η σύμπραξή μας με τις δυνάμεις της Νέας Εποχής (πολιτικά και θρησκευτικά), που καταπιέζουν τον άνθρωπο και αλλοτριώνουν την κοινωνία.
8. Γίνεται λοιπόν κατανοητή η ακόλουθη αλήθεια. Η Εκκλησία-Ορθοδοξία σώζει και στο θέμα της γλώσσας τον Ελληνισμό και όχι ο Ελληνισμός την Ορθοδοξία. Η Εκκλησία γίνεται ο κυματοθραύστης των επιβουλών εναντίον της γλώσσας μας. Διότι όχι μόνον καταφάσκει και συντηρεί την ελληνική γλώσσα σ’ όλη την ιστορική της διαχρονία, αλλά και διασώζει και μεταδίδει τα ακούσματα του καθαρού ελληνικού λόγου. Δεν είναι γλώσσα, που διδάσκεται μέσω των κειμένων, αλλά ζωντανή εκκλησιαστική γλώσσα, που λαλείται και ψάλλεται στην εκκλησιαστική λατρεία. Η πορεία του Έθνους μας σήμερα, μέσα στην χοάνη της Ενωμένης Ευρώπης, πείθει αναντίρρητα, ότι η Εκκλησία με όλη την ζωή και κίνησή της είναι ο χώρος, στον οποίο θα σωθεί ή μπορεί να σωθεί η γλώσσα μας. Και αυτό το διαπιστώνει κανείς ακόμη και σε σπουδαστές της Θεολογίας ή Φιλολογίας: μόνον εκείνοι, που έχουν άμεση επαφή με την λατρεία και την γλώσσα της, χειρίζονται άνετα τον ελληνικό λόγο. Συμβαίνει δηλαδή αυτό, που διαπιστώνεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Άνθρωποι μικρής σχολικής παιδείας, ως τον Μακρυγιάννη, στο γραπτό τους λόγο φανερώνουν την σχολική ανεπάρκειά τους. Στον προφορικό τους όμως λόγο διασώζουν την ζωντανή ελληνική γλώσσα, έξω από κάθε καλούπι και ιδεολογική δέσμευση. Αυτό σημαίνει, ότι μόνο στην εκκλησιαστική λατρεία θα παρέχεται η δυνατότητα άμεσης επαφής και κοινωνίας με τον «έλληνα λόγο», την γλωσσική μας παράδοση. Διότι η εκκλησιαστική λατρεία θα διασώζει τα ακούσματα του αυθεντικού ελληνικού λόγου μέσα στην ακατάλυτη συνέχειά του.

Βιβλιογραφική Σημείωση.
Ειδικές μελέτες για το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας είναι οι ακόλουθες: Κ.Γ. Μπόνη, Η γλώσσα των Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων, Αθήναι 1970. Χρ. Μπούκη, Η γλώσσα του Γρηγορίου Νύσσης υπό το φως της φιλοσοφικής αναλύσεως, Θεσσαλονίκη 1970. Α.Δ. Δελήμπαση, Η γλώσσα της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1975. Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Θεολογία και γλώσσα, Κατερίνη 1988. Σ’ αυτές βρίσκει κανείς και την λοιπή βιβλιογραφία.
(2010)
1.    Το κείμενο στην Ελληνική Πατρολογία του Migne (PG 31, 197C - 217Β). Πρβλ. Κ.Γ. Μπόνη, Βασιλείου του Μεγάλου εις το «Πρόσεχε σεαυτώ», Λόγος επί τη εορτή των τριών Ιεραρχών, Εν Αθήναις 1958.
2. PG 31, 197C. Πρβλ. Γρηγόριο Νύσσης, PG 45, 1041. («Ο Θεός, που μας έπλασε, μας έδωσε την χρήση του λόγου, για να φανερώνουμε ο ένας στον άλλο τις σκέψεις των καρδιών (μας) και, λόγω της κοινωνικότητας της φύσης (μας), να μεταδίδουμε ο καθένας στον πλησίον, προσφέροντας σαν μέσα από κάποια ταμεία τις σκέψεις από τα βάθη της καρδιάς μας»).
3. PG 31, 197CD. («Διότι, αν ζούσαμε με γυμνή από το σώμα ψυχή, αμέσως θα επικοινωνούσαμε μεταξύ μας με τις σκέψεις (μας). Επειδή όμως η ψυχή μας σκέπτεται, καλυπτομένη με το παραπέτασμα του σώματος, έχει ανάγκη από λόγια και λέξεις, για να ανακοινώσει αυτά, που βρίσκονται στο βάθος της»).
4. Στο ίδιο. («Όταν, λοιπόν, η σκέψη εκφρασθεί με την φωνή, μεταβαίνει από τον ομιλητή σ’ αυτόν, που ακούει, διασχίζοντας τον αέρα, μεταφερόμενη με τον λόγο σαν πορθμείο. Και αν μεν βρει άκρα γαλήνη και ησυχία, σαν σε γαλήνια και αχείμαστα λιμάνια, αγκυροβολεί ο λόγος στις ακοές των ακροατών. Αν όμως, σαν κάποια σφοδρή θύελλα, ο θόρυβος των ακροατών πνεύσει αντίθετα, τότε ναυαγεί ο λόγος, διαλυόμενος στον αέρα»).
5. Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως Β (21) 35.
6. Βλ. Κ.Γ. Μπόνη, όπ.π., σ. 13 ε.
7. Βλ. πατερικά παράλληλα στου Α.Δ. Δελήμπαση, Η γλώσσα της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1975, σ. 14 ε.ε.
8. Ιερός Χρυσόστομος, PG 47, 428.
9. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1305.
10. Γρηγόριος Νύσσης, PG 44, 1345.
11. Στο ίδιο.
12. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 989.
13. Βλ. Γένεση 2, 19 ε.
14. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1005.
15. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1041.
16. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 964.
17. Γρηγόριος Νύσσης, PG 45, 1108.
18. Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 940.
19. Για το ζήτημα βλ. στου Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου, Μαθήματα Λειτουργικής, Εν Αθήναις 1986, σ. 345 ε.ε.
20. PG 45, 997. Πρβλ. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ.π., σ. 32 ε.
21. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου (επισκ.), Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 1977, σ. 204, 285.
22. Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, κεφ. ΙΑ’.
23. PG 37, 308.
24. Α.Δ. Δελήμπαση, όπ.π., σ. 36-37.
25. Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 889: «Συνάξεως δε επιτελουμένης, επιτραπείς Τριφύλλιος διδάξαι το πλήθος, επεί το ρητόν εκείνο παράγειν εις το μέσον εδέησε, το, «άρον σου τον κράββατον και περιπάτει», σκίμποδα αντί του κραββάτου μεταβαλών το όνομα, είπε. Και ο Σπυρίδων αγανακτήσας. ου συ γε, έφη, αμείνων του κραββάτου ειρηκότος, ότι ταις αυτού λέξεσιν επαισχύνη κεχρήσθαι; Και τούτο ειπών απεπήδησε του ιερατικού θρόνου, του δήμου ορώντος».
26. Περί των ιερώς ησυχαζόντων Α’, 1, 11.
27. PG 160, 698.
28. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ’ αι., Αθήναι 20042, σ. 43 επ.

ΠΗΓΗ:
“ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...