Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Οκτωβρίου 04, 2011

Ἐν ὄψει ἀναγνωρίσεως τῆς Ὀγδόης καὶ τῆς Ἐνάτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων


Οἰκουμενιστικὲς διαπλοκὲς

«ὀρθοδόξων» ἐπισκόπων

Ὅταν οἱ ἐπίσκοποι ἀνοίγουν τὶς κερκόπορτες


Τ γεγονότα εναι γνωστ κα γι τυφλος κόμα ψηλαφίσιμα. Ο γετίσκοι το Οκουμενισμο πατριάρχες, ρχιεπίσκοποι κα πίσκοποι, λαχίστων ντιδρώντων, χουν ποθρασυνθε:

—παραβαίνουν συστόλως ερος Κανόνες·

μνηστεύουν αρετικος κα θέτουν τν αυτό τους π τν προστασία τν αρετικν·

χουν πίσημα ναγνωρίσει τ «βάπτισμα» αρετικν ς σάξιο το νς ρθοδόξου Βαπτίσματος·

χουν συνάψει συμφωνίες μαζί τους, μ τς ποες ποβαθμίζουν τν Μία το Χριστο κκλησία, μετατρέποντάς την σ συμπλήρωμα τν αρετικν κοινοτήτων κα μολογιν·

χουν διατυπώσει αρετικς θέσεις τς ποες συνεχίζουν ν τς διακηρύττουν παρ τν ποδοκιμασία τν πιστν ( –κατ περίσταση– τς νακαλον κα πειτα τς παναφέρουν)·

—συμπροσεύχονται κα συναγελάζονται μ αρετικούς· τος αρετικος ατος πο ο διοι πρν 20 χρόνια συνιστοσαν στ ποίμνιο αστηρς ν τος ποφεύγει, κ.λπ.

Κα ο λλοι συνεπίσκοποί τους, πο δν συμφωνον, μ ποιούς τρόπους κα ποιές προσωπικς θυσίες πολεμον τν αρεση; Πότε κτέθηκαν φανερ πέναντι στος ρχηγούς–πατριάρχες κα ρχιεπισκόπους; Πς ντιδρον, καθ’ ν χρόνον αρεση το Οκουμενισμο –ατ κακοήθης «εροπρεπς» μασκαρεμένη πόφυση το Σιωνισμο κα τς Νέας Τάξης Πραγμάτων– εσδύει ες «πάντα τ ντός μας», «ες νεφρούς, ες ρμούς, ες καρδίαν» το σώματος το Χριστο, τν κκλησία; φ’ σον γνωρίζουν τν αρεση, ποιές προτεραιότητες θέτουν ν καιρ αρέσεως; Μιμονται τος γίους Πατέρες, ο ποοι στ κείμενά τους μς χουν κριβς διδάξει, ποι στάση πρέπει ν χουμε πέναντι στος αρετικούς;

ν κα φορον δεκαετίες τς μίτρες κα τς χρυσοποίκιλτες στολές τους, δν μαθαν κόμα πς τ Α κα τ Ω το πισκοπικο πουργήματος εναι –σ περίοδο αρέσεως– προφύλαξη τν πιστν π τν αρεση, κρίζωση τς αρέσεως, ποία στν ποχή μας τυγχάνει ν εναι Οκουμενισμός;

Δυστυχς, πως φαίνεται, ο πίσκοποι μ τέτοιες λεπτομέρειες δν σχολονται. ντίθετα –πλν λαχίστων ξαιρέσεων– σχολονται μ ταξίδια στς ν τν λλάδα Μητροπόλεις (παρ τν ντίθετη πόφαση τς . Συνόδου), που συγκεντρώνονται κατ δεκάδες σ συλλείτουργα, πανηγύρεις, τελετές, γκαίνια, «πρωτοκλισίες σ δείπνα» κα τς νάλογες «διπλωματικς» συναντήσεις μ τοπικος φορες, πολιτικος κα φοπλιστές, κα λοιπς φιέστες· κα λα ατς τς δραστηριότητες τς προβάλλουν σ στολόγια κα στς λουστρασιν κδόσεις περιοδικν τους. Γι λα ατ χουν χρόνο κα διάθεση, χι μως κα γι τν ντιμετώπιση τς παναιρέσεως το Οκουμενισμο, πο γι’ ατος ποτελε παρωνυχίδα κα χουν πιλέξει ν τν ντιμετωπίζουν δι τς σιωπς.

Πρέπει –ς κ τούτου– ν παρουσιάσουμε συγκεκριμένες νέργειες κα λόγους τους, πο εναι μν γνωστ σ πολλούς, λλ’ μως μι ερύτερη παρουσίαση θ δείξει τ μέγεθος το προβλήματος, θ συμπληρώσει τ πζλ πο πεικονίζει τν ποιότητα τς σύγχρονης εραρχίας. σως τσι κάποιοι ντιληφθον τ πο δηγον τ σκάφος τς κκλησίας αρετικο κα αρετίζοντες «οακοστρόφοι», λλ κυρίως, πάρχει λπίδα ο πιστοί, πιτέλους ν συνειδητοποιήσουν πς εναι καθκον τους, ν παιτήσουν π τος πισκόπους τν φαρμογή, σων ο ερο Κανόνες πιτάσσουν.

1. Τόλμησε πότροφος το Βατικανο, μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ηθς κα μ πιμον ν ποστηρίξει, τι κκλησία δν εναι «Μία» –πως μολογομε στ Σύμβολο τς Πίστεως–, λλ «Μία κα διηρημένη». Κατήγγειλε τν αρετικ ατ θέση του νωσή μας κα κατέθεσε Μηνυτήρια ναφορ στν . Σύνοδο, λλ ο περιφρονητς το λαο δεσποτάδες δν καταδέχτηκαν ν τν ξετάσουν, ρνήθηκαν στω κα ν παντήσουν, τν θαψαν, γιατ Μεσσηνίας πολαμβάνει τς ενοίας το Βατικανο, το πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου, το ρχιεπισκόπου κ. ερωνύμου.

πανλθε μετ π μνες μητροπολίτης Κυθήρων κ. Σεραφεμ κα καθηγητής τς Δογματικς κ. Τσελεγγίδης, λλ κα πάλι ρχιεπίσκοπος κ. ερώνυμος μεθόδευσε τ θάψιμο τς ποθέσεως. μητροπολίτης Πειραις κ. Σεραφείμ, λως παραδόξως –διότι ταν μόνος πο πέκρινε ν Συνόδ τν Μεσσηνίας(!)– μίλησε γι παρεξήγηση. Ο δ λλοι μητροπολίτες, λόγιοι κα μ λόγιοι, σιώπησαν γι’ ατ τ καίριο θέμα Πίστεως (γι ν μ δυσαρεστήσουν τ Οκουμενιστικ Διευθυντήριο)· φησαν τσι ν μπεδώνεται στς συνειδήσεις τν πιστν αρετικ «θεωρία τν κλάδων».

2. μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. νθιμος, χει διαπράξει τ μάρτημα τς πνευματικς μοιχείας (μ τς ελογίες, βεβαίως, τς . Συνόδου) μετατιθέμενος π τ μητρόπολη πο το μπιστεύθηκε Θες σ λλη πλουσιότερη, ξευτελίζοντας κάθε ννοια πνευματικς πατρότητος. συνάδελφός του, ττικς κ. Νικόδημος, πρόσφατα το τ πενθύμισε, κι ατός, ντ ν συναισθανθε τν πτώση του, χαρακτήρισε «περφίαλο» τν συνεπίσκοπό του κα κτόξευσε ναντίον του δεσποτικς βρεις, πως τι «βγκε στ ξέφωτο “κακότητα”» το νθρώπου κα πς τ κείμενό το κ. Νικόδημου εναι «κακόηθες κα μοχθηρς κα νθρωποκτόνου φαντασιοπληξίας πότοκο παραλήρημα», κα λλα τιν κακόγουστα εφυολογήματα.

Εναι, πίσης, γνωστ τι κ. νθιμος, παρεμβαίνει πολλάκις –ς τάχα «Μακεδονάρχης»– κα κφέρει γνώμη στ πολιτικο-εθνικς φς ζητήματα, πο οτε ποτελον μεση ρμοδιότητά του, οτε χουν τν πρώτη κα κυρίαρχη θέση στ π’ μβωνος κήρυγμα· ντίθετα, μως, στ θέματα τς Πίστεως πο νήκουν στν κυρίως ρμοδιότητά του, ατ πο πτονται τς ατοσυνειδησίας κα συγκροτον τν ταυτότητα το πισκόπου, κ. νθιμος τηρε σιγν χθύος, σως γι ν μ στενοχωρήσει κείνους πο τν νέδειξαν κε πο κατ παράβαση τν ερν Κανόνων, ς μοιχεπιβάτης, ερίσκεται.

δίως, κ. νθιμος, ρνεται ν πάρει θέση στ κορυφαο θέμα τς αρέσεως το Οκουμενισμο, παρόλο πο γνωρίζει τι πρόκειται γι μίαν αρεση ποία δν προέρχεται π κάποια σωτερικ κκλησιαστικ διαμάχη μφίσημη θεολογικ παρερμηνεία, λλ πρόκειται γι ποχθόνια «αρεση» κατασκευασμένη στ ργαστήρια το σιωνισμο κα το μασωνισμο, ατς τς δύο λληλοπεριχωρούμενες δυνάμεις πο μ δαιμονικ μαεστρία κατάφεραν μετ π μακροχρόνια πομονετικ προσπάθεια, ν πονομεύσουν τν ρθόδοξη Πίστη τν λλήνων κα ν διαβρώσουν τν ρθόδοξη κκλησία. Κα τ φοβερ εναι πς ατ τ πέτυχαν δι τν «ρθοδόξων» πισκόπων πο ο διοι φρόντισαν ν κλεγον στς πιτελικς θέσεις το κκλησιαστικο ργανισμο.

Νά, πς τ επε ατ Αγουστνος Καντιώτης: « Χριστόφορος Καλύβας, µο λεγε πρ τν: “Ρ Αγουστνε, δν κατάλαβες τί θ γίνη; σατανς µετεχειρίσθη λα τ µέσα γι ν διαλύση τν κκλησία. Θ µεταχειριστ ες τος σχάτους καιρος κα να τελευταο πλο: Θ ντύση παπδες κα δεσποτδες πρόσωπα τς ξουσίας του· θ τος φορέση γκόλπια κα θ τος δώση πατερίτσες! Κα δι µέσου ατν τν ρχιερέων θ διαλύση τήν κκλησία”»!

τσι, τ Κάστρο τς ρθοδοξίας πο στήριζε τος λληνες κατέστη τοιμόρροπο, εκολη λεία στ χέρια τς νεοεποχίτικης «Νέας Τάξης».

προβαλλόμενος, λοιπόν, ς γωνιστς κ. νθιμος, ς πρς τν οκουμενιστικν αρεση, χι μόνον ρνήθηκε τ καθκον του, χι μόνον τήρησε «κρα το τάφου σιωπή», λλ κα ξυπηρέτησε παρασκηνιακς τ οκουμενιστικ συμφέροντα, μ σα τελευταα χει δηλώσει περ Παπισμο κα Προτεσταντισμο· πισφράγισε δ τν φιλοοικουμενιστικ πιλογή του, μ τν πρόσφατη προσωπικ παρουσία του σ οκουμενιστικ μερίδα στ Θεσσαλονίκη, δίπλα στν παπικ πίσκοπο, παρ τς ντιδράσεις πο κδηλώνονται ναντίον ατν τν συνεδρίων π τος πιστούς.

3. — ερ Μητρόπολις Κερκύρας, νοιξε «κοινωνικ παντοπωλεο» στ πλαίσια τς ποιμαντικς φροντίδος γι τ λαό. Γι τν λειτουργία του, μως, ζήτησε τν συνδρομ κα τν αρετικν παπικν «τς ρχιεπισκοπς τν ν Κερκύρ Ρωμαιοκαθολικν», λλ κα δύο ρθόδοξων χριστιανικν δελφοτήτων, γιατί, πως επε χαρακτηριστικ κ. Νεκτάριος, « νάγκη δν χει ν κάνει μ τ δόγμα, λλ μ τν γάπη πο λοι καλούμαστε ν δείξουμε». κολουθία τν γκαινίων, «μ γιασμ πο τέλεσε Σεβ. Κερκύρας κ. Νεκτάριος... γινε τν Κυριακ 19 ουνίου 2011... Χαιρετισμος πηύθυναν κπρόσωπος το ρχιεπισκόπου τν ν Κερκύρ Ρωμαιοκαθολικν» (romfea.gr).

Ρωμαιοκαθολικ πανήγυρη τς «γίας Δωρες» γιορτάστηκε στην Κέρκυρα. Μπροστ στ Ρωμαιοκαθολικ Να φτασαν ν πομπ « Ρωμαιοκαθολικς ρχιεπίσκοπος κ. ωάννης Σπιτέρης, μ τος φημερίους του» κα ο ...ρθόδοξοι «ερες τς . Μητροπόλεως Κερκύρας τος ποίους πέστειλε Μητροπολίτης κ. Νεκτάριος ς κπροσώπους του». κ. Σπιτέρης πηύθυνε δέηση... «κολούθησε νάγνωση το χαιρετισμο το Μητροπολίτη Κερκύρας κ. Νεκταρίου π τν κπρόσωπό του» (aktines.blogspot.com, 6 ουνίου 2010).

κολουθία τς ναστάσεως 2009. Παρν παπικς ρχιεπίσκοπος Κερκύρας κ. ωάννης Σπιτέρης μ τν λαμπάδα του· νταλλάσσει τ ναστάσιμο φιλ τς γάπης στν ξέδρα, που πρν λίγο «ρθόδοξος» πίσκοπος Κερκύρας κ. Νεκτάριος κφώνησε τ «Χριστς νέστη».

—Τ δια κα χειρότερα συμβαίνουν στν . Μητρόπολη Σύρου κα Τήνου, μ πρωταγωνιστς τν «ρθόδοξο» μητροπολίτη κ. Δωρόθεο Πολυκανδριώτη κα τν παπικ πίσκοπο κ. Νικόλαο.

τσι λοιπόν, κατορθώνουν ο σύγχρονοι ποιμένες ν «χουμε τ πάντα κοιν» μ τος αρετικούς, κάτι πο δν «κατάφεραν» ν πραγματώσουν ο πόστολοι κα ο γιοι.

4. Κα ρχόμαστε στν ρχιεπίσκοπο κ. ερώνυμο, ποος λα τ παραπάνω τ νέχεται κα ν πολλος τ χειροκροτε. λήθεια τί ν πρωτοπομε: τι συμβιβάσθηκε κατ πάντα μ τς ξουσίες το κόσμου τούτου; τι γι χάρη τν κυβερνώντων μεθόδευσε τν σιωπ τς . Συνόδου (χωρς ν παραθεωρεται μεγάλη εθύνη το συνοδικο σώματος) στ μεγάλα θέματα, μ τ ποα ατ ρθε ντιμέτωπη, πως τν Κάρτα το Πολίτη, τς μεταμοσχεύσεις, τ μάθημα τν θρησκευτικν, τν σχέση μ τος τερόδοξους, κ..; Δν θ τ παναλάβουμε. Μένουμε μόνον σ να θέμα, στ ποο γίνονται τ «ποκαλυπτήρια» το ρχιεπισκόπου κα στ ποο μπλέκονται –κτς π τν διο– κα κάποιοι λλοι πίσκοποι, τσι στε ν ναφωνε παξιωτικ κανες γι τος ποιμένες μας: «μορφος κόσμος θικός, γγελικ πλασμένος».

Τ παπικ «μοναστήρι» το Bose εναι χι μόνο μι οκουμενιστικ σφηκοφωλιά, λλ εναι κα μικτό· σ’ ατ δηλαδή, γκαταβιώνουν κα μοναχο κα μοναχές. Ο νοικοί του, λοιπόν, ποτελον μι παρ φύση πρότυπη «οκουμενιστική Κοινότητα» ( Ονία στν πράξη), φο συγκατοικον κα «συμπνευματίζονται» κε Παπικοί, Προτεστάντες κα ρθόδοξοι!

Πρόσφατα πραγματοποιήθηκε στ Bose οκουμενιστικ Συμπόσιο. Μ πιστολ πο στειλε ρχιεπίσκοπος «συγχαίρει τος διοργανωτς κα προσεύχεται μ νθερμες προσευχές, πως ησος Χριστς ελογε τς ργασίες το Συμποσίου», δίνοντας τσι «δι πρώτην φορν τόσον ντονον φιλοοικουμενιστικν στίγμα» (ρθόδοξος Τύπος, 16/9/2011). Βέβαια, τ «μοναστήρι» το Bose χουν πισκεφθε (κα συμπροσευχηθε) κα λλοι πίσκοποι (π.χ. πατριάρχης Βαρθολομαος, Δημητριάδος γνάτιος, Νικοπόλεως Μελέτιος, Καλαβρύτων μβρόσιος, πρ. Θεσσαλιώτιδος Θεόκλητος Κουμαριανός, Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος Σαββτος· νας δέ, Σηλυβρίας Αμιλιανός, ταν μόνιμο μέλος του ς «μοναχς» τς παπο-οκουμενιστικς κοινότητος το Bose κα ταυτόχρονα φιλοξενούμενος κα συλλειτουργς (ως τν κοίμησή του) το Καλαβρύτων μβρόσιου, ποος μ μάδα φημερίων τς μητροπόλεως Καλαβρύτων παρευρέθη στ Bose κατ τν παράδοση Οκουμενιστικο Βραβείου(!!!) στν Σηλυβρίας Αμιλιανό (www.monasterodibose.it/content/view/1861/122/lang,it/). Κατ τν κηδεία μάλιστα το Σηλυβρίας Αμιλιανο, παρέστη στ Αγιο, ς κπρόσωπος τς μονς Bose (μονς τς «μετανοίας»(!) το Αμιλιανο) καθολικς π. Lino.

λήθεια! Εμαστε μι «ραία», οκουμενιστικ οκογένεια!

Σημαντικότατη λεπτομέρεια τς φιλο-οκουμενιστικς ταυτότητος το ρχιεπισκόπου κα δεγμα ποκρισίας: Πέρυσι στ Bose παρέστη κα τόλμησε ν κοινωνήσει τν παπικ στια ερέας τς ρχιεπισκοπς θηνν, π. Παλος Κουμαριανός. Τ γεγονς κατήγγειλε στν . Σύνοδο Μητροπολίτης Γλυφάδας κ. Παλος κα ζήτησε (τν κατ τος . Κανόνες) καθαίρεση το ερέως. ρχιεπίσκοπος, μως, προστάτευσε τν συνεργάτη του π τν καθαίρεση, πως τν προστάτευσε τ 2009, τότε πο π. Κουμαριανς εχε παρευρευθε σ οκουμενιστικ μερίδα τς Θεσσαλονίκης ς κπρόσωπος το κ. ερώνυμου, κα κε εχε πε τ νατριχιαστικό: πρέπει πρτα ν νωθομε μ τος αρετικος Παπικος (χωρς ατο ν πορρίψουν τς αρέσεις τους), κα μετ ν συνεχίσουμε τν θεολογικ διάλογο!

Κανες δν μφισβητε τι πολλο πίσκοποι ξεκίνησαν μ καλς προθέσεις κα προϋποθέσεις τν ερατική τους διακονία. Στ δρόμο μως βραχυκυκλώθηκαν κα κκοσμικεύθηκαν. Κα κκοσμίκευση, πέρα π τος λλους καιρικος παράγοντες, «διευκολύνθηκε» κα προωθήθηκε τ μέγιστα π τν Οκουμενισμό. Κα τώρα, σ’ ατ τ κρίσιμο σταυροδρόμι πο βρέθηκε λλάδα κα ρθοδοξία, δν χουν τ θικ νάστημα ν μπον μπροστάρηδες στν γνα κατ τς πλήρους ξαθλιώσεως το λληνικο λαο, πο ποτελε τ ποίμνιό τους. Δν χουν τ κουράγιο ν πον τ γενναο ΟΧΙ στν γέτη τς παναιρέσεως το νεοταξικο Οκουμενισμο, τν πατριάρχη Βαρθολομαο, πο μπαινοβγαίνει στν λλάδα μολύνοντάς την μ τ παναιρετικ μίασμά του· δν χουν τ κουράγιο ν γνοήσουν τν παρελκυστικ τακτικ το ρχιεπίσκοπου ερώνυμου, δι τς ποίας προσέφερε πολύτιμες πηρεσίες ναντίον το λαο κα πρ τς πηρέτριας τς παγκοσμιοκρατικς Τρόϊκας (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ), τς κυβερνήσεως Παπανδρέου· κα ς κ τούτου, δν χουν πειστικό, νυπόκριτο κα παρηγορητικ λόγο γι τ λαό, πο πορεύεται πογοητευμένος κα πελπις ς «μ χων ποιμένας».

Αριο συνέρχεται σ Σύνοδο εραρχία τς κκλησίας τς λλάδος.

—Θ τολμήσει ν καταγγείλει λόγοις κα ργοις τν δωσιλογικ κυβέρνηση γι τ ντιχριστιανικ μέτρα πο λαμβάνει, βάζοντας στν γωνία τν κκλησία, θ σκεφθε τι μι τέτοια ντιπαράθεση πρ το λαο θ στοιχίσει στν δεσποτοκρατία προνόμια κα φέλη;

—Θ πάρει ποφάσεις γι τ καίρια θέματα τς Πίστεως, θ περασπιστε μόνον τν περιουσία της, τος μισθος κα τς μετοχές;

—Θ τολμήσει –δείχνοντας πρώτη μετάνοια κα καλ παράδειγμα– ν προτείνει στν κυβέρνηση τν συγχώνευση κκλησιαστικν θέσεων;

—Θ τολμήσει ν ζητήσει, μισθς (χι τν παπάδων λλ) τν κατ τος ερος Κανόνες κτημόνων πισκόπων, ν περιορισθε τουλάχιστον στ μισυ;

τέλος, (πως πρότεινε χθς στν φημ. «Τ Βμα» καθηγητς . Κονιδάρης) θ τολμήσει ν ζητήσει τν κατάργηση μικρν Μητροπόλεων, φο λοι ο κκλησιαστικο πάλληλοι πληρώνονται π τν κρατικ κορβαν (στω κι ν ατ γίνεται π τ εδικ καθεστς τς παραχωρηθείσης στ Κράτος περιουσίας της);

Τν Πέμπτη, πίσης, στν Σύνοδο τς εραρχίας, θ γίνουν κα δυ εσηγήσεις π τος μητροπολίτες Ναυπάκτου κα Γόρτυνος. Τ θέμα εναι: «Περ τς ναγνωρίσεως τν ν Κωνσταντινουπόλει ν τει 879/880 κα 1351 μ.Χ. συγκληθεισν Συνόδων ς γδόης κα νάτης Οκουμενικν». φ’ σον ποφασισθε κα πισήμως ναγνώριση τν δύο Συνόδων ς Οκουμενικν, ατομάτως, πολλς π τς παραπάνω ντικανονικς νέργειες τν πισκόπων, ποκτον λλη βαρύτητα, πολλ π τ πρς συζήτησιν θέματα τν Διαχριστιανικν Διαλόγων, παύουν ν εναι διαπραγματεύσιμα, πως κακς διατείνονται ς τώρα ο οκουμενιστές.

ς κ τούτου λύνονται τ χέρια τς ερς Συνόδου ν πε στος παρανομοντες πισκόπους, στν πατριάρχη Βαρθολομαο: χι λλοι νούσιοι Διάλογοι γι τ δη λελυμένα θέματα τς ρθοδόξου Πίστεως, χι λλες κοινς συναντήσεις κα συμπροσευχς μ μετανόητους αρετικούς· τοτο παγορεύεται π τος ερος Κανόνες, π τν γδόη κα νάτη Οκουμενικς Συνόδους.

ν λάβουμε π’ ψιν λες τς παραπάνω νέργειες, πο καταδεικνύουν τν λλοίωση το ρθοδόξου φρονήματος τν πισκόπων, πς ν πιστέψουμε τν κφορ νς τέτοιου ΟΧΙ;

Εελπιστομε, μως, κα εχόμαστε, ν χι λοι, τουλάχιστον κάποιοι μητροπολίτες, ν πετάξουν π πάνω τους τς δεσμεύσεις, ν θυμηθον τν ποστολικ λόγο «πειθαρχεν δε Θε μλλον νθρώποις», ν κμεταλλευτον τν τελευταία σως εκαιρία πο τος δίνεται, ν ψηφίσουν τς ποιες συνέπειες κα ν κάνουν τν κατ Θεν πανάσταση-νάσταση πρ τς ρθοδόξου Πίστεως, φήνοντας τν συνέχεια στ παντοδύναμα χέρια Του.

Θεσσαλονίκη, 3 κτωβρίου 2011

Γιὰ τὴν «Φιλορθόδοξο Ἕνωσι “Κοσµᾶς Φλαµιᾶτος”»
Πρόεδρος Λαυρέντιος Ντετζιόρτζιο
Γραµµατέας Παναγιώτης Σηµάτης

Ἡ ταυτότητα τοῦ Ἁγίου

Μεταλληνός Γεώργιος (Πρεσβύτερος)




Οἱ ἔννοιες Ἅγιος καὶ Ἁγιότητα στὴν ἐποχὴ μας διέρχονται κρίση: ἢ ἀποκρούονται, ἢ χλευάζονται, ἢ παραποιοῦνται. Καὶ μάλιστα ὄχι μόνο σὲ κοινωνικὲς ὁμάδες, ποὺ ἔχουν προσωρινὰ ἢ μόνιμα διακόψει κάθε σχέση καὶ συνδεσμο μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν λεγομένων χριστιανῶν καὶ μάλιστα τῶν «Ὀρθοδόξων». Ἰδανικὸ στὸν κόσμο μας εἶναι οἱ οἰκονομικὲς ἀξίες, ἡ εὐζωία, ἡ ὑλικὴ εὐημερία. Ποιός, ἀκόμη καὶ χριστιανός, ἔχει βάλει σκοπὸ τῆς ζωῆς του νὰ γίνει ἅγιος; Ποιός, ἐνδιαφερόμενος καὶ μοχθῶν γιὰ τὴν σταδιοδρομία τοῦ παιδιοῦ του, δίνει προτεραιότητα στὴν ἁγιότητά του; Καὶ ὅμως σὲ προηγούμενους καιροὺς αὐτὸς ἦταν ὁ κύριος σκοπὸς τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ. «Χριστὸς καὶ ψυχὴ σᾶς χρειάζονται», δηλαδὴ ἡ σωτηρία, ἔλεγε ὁ Πατροκοσμᾶς ἀναδιατυπώνοντας τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἦταν τὸ ἱεραποστολικὸ πρότυπό του: «Πάντα ἡγοῦμαι σκύβαλα (σκουπίδια), ἵνα Χριστὸν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8)

Σήμερα, σχεδὸν κατὰ κανόνα, ἡ «ἁγιότητα» εἶναι ἕνα «λησμονημένο ὅραμα» καὶ ὑποτιμημένη ἀξία. Καὶ ὅμως! Ὁ σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ καὶ ἐν Χριστῷ κοινωνίας, εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡ ἀναγέννησή του μέσα στὴν ἄκτιστη θεϊκὴ Χάρη, ὁ ἁγιασμός του. «Ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιος εἰμι» (Λευιτ. 20, 26), ποὺ εἶναι ἀντίστοιχο μὲ τὸν λόγο τῆς Καινῆς Διαθήκης: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὡς ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τέλειος ἐστιν» (Ματθ. 5, 48). Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει στὸν κόσμο ἡ Ἐκκλησία καὶ καλεῖ κάθε ἄνθρωπο νὰ ἐνταχθεῖ ὁλόκληρος («ὁλοτελής», Α' Θεσ. 5, 23) στὴν κοινωνία της, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πραγματοποιήσει τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του μέσα σ' αὐτὸν τὸν κόσμο. Διότι ὁ Θεὸς σ' αὐτὸ «προορίζει» κάθε ἄνθρωπο, ἐφ' ὅσον «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α' Τιμ. 2, 4). «Ἐπίγνωσις» εἶναι ἡ πλήρης καὶ τελεία γνώση τοῦ Χριστοῦ (Ἐφ. 4, 13), ποὺ ἀποκτᾶται μὲ τὴν «θέωση», τὴν ὑψίστη ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τοῦ πιστοῦ, στὴν ὁποία ἀποσκοπεῖ ὅλη ἡ ἁγιοπνευματικὴ πορεία του μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα (κάθαρσις – φωτισμὸς - θέωσις). Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ἀπὸ Πατέρες, ὅπως ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, «Ἰατρεῖον πνευματικὸν» καὶ «ἐργαστήριον ἁγιότητας», διότι σκοπὸ ἔχει νὰ λειτουργεῖ ὡς πνευματικὸ νοσοκομεῖο, ποὺ θεραπεύει τὴν ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν νόσο τῆς ψυχῆς του, τὴν πτωτικὴ κατασταση, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ προχωρήσει πρὸς τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του, τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἐργαστήριον», ἕνα πνευματικὸ ἐργοστάσιο, ποὺ παράγει ἁγίους, διαφορετικὰ δὲν θὰ εἶχε λόγο ὑπάρξεως.

Πῶς βιώνεται ὅμως ἡ ἁγιότητα στὴν πράξη τῆς καθημερινότητας; Ὄχι ἀσφαλῶς ὡς ἔννοια ἠθική, ἀλλὰ (ἅγιο)πνευματικὴ (συνιστῶ τὸ πρόσφατο βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, Ἡ Ἰατρικὴ ἐν πνεύματι Ἐπιστήμη, Λειβαδειὰ 2009). Ἡ Ἐκκλησία ὡς Ὀρθοδοξία δὲν ἐπιδιώκει νὰ κάμει τὸν ἄνθρωπο «ἠθικὸ» μὲ τὴν κοσμικὴ σημασία τοῦ ὅρου. Ὁ μακαρίτης «λαϊκός», ἀλλὰ πατερικότατος, ἱεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, ἔγραψε ἕνα βιβλίο, ποὺ τὸ συνιστῶ πάντοτε, μὲ τὸν τίτλο: «Ἄλλο καλὸς ἄνθρωπος καὶ ἄλλο χριστιανός». Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἀγωνίζεται γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἔννοια ἑνὸς κώδικα καλῆς συμπεριφορᾶς (savoir vivre), ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ, μὲ τὴν συνεργεία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, στὸ ἐν Χριστῷ ἦθος, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν καρδιά του ὡς «καρπὸς τοῦ Πνεύματος» (Γαλ. 5, 22) καὶ «ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 4, 14). Ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν δὲν εἶναι τὸ «τέλος», ὁ σκοπός, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἐρημίτης (5ος αἰ.)• «Αἱ ἐντολαὶ οὐχὶ τὴν ἁμαρτίαν ἐκκόπτουσιν, ἀλλὰ τοὺς ὅρους τῆς δοθείσης ἡμῖν ἐλευθερίας φυλάττουσιν» (ΡG 65, 992). Ἄλλωστε εἶπε καὶ ὁ Κύριος: «..Ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε, ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμεν, ὅτι ὃ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17, 10).

Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει τὴν πηγὴ τῆς Χάριτος. Καὶ ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς ζητεῖ συνεχῶς Χάρη, δύναμη θεϊκὴ (πρβλ. τὸν λόγο τοῦ Παύλου: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» (Φιλ. 4, 13). Οἱ αἱρετικοί, ποὺ κυκλοφοροῦν ἀνάμεσά μας, βλέπουν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἠθικολογικά, θέλουν νὰ γίνουν «καλοὶ ἀνθρωποι», ὅπως τὸ ἐπιδιώκουν ἄλλωστε καὶ οἱ ἄθεοι καὶ οἱ μὴ χριστιανοί, ὀπαδοὶ τῶν θρησκειῶν (θρησκευμάτων) τοῦ κόσμου. Ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς ὅμως δὲν ἐπιδιώκει νὰ γίνει ἁπλὰ «καλὸς» καὶ «ἠθικός», ἀλλὰ Ἅγιος, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μέσω αὐτοῦ μὲ ὅλη τὴν Ἁγία Τριάδα, νὰ γίνει «ναὸς Θεοῦ» (Α' Κορ. 3, 16 κ.ἄ.), διότι τότε θὰ εἶναι «ἀληθινός», ὅπως καὶ ὁ Θεὸς μας (Α’ Ἰω. 5, 20) καὶ ἀληθινὰ συνάνθρωπος, «πλησίον» καὶ ἀδελφός τοῦ ἄλλου• ὅταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ (ἡ «βασιλεία» Του) θὰ ἐνοικεῖ στὴν καρδιά του καὶ ἡ ἀγάπη του δὲν θὰ εἶναι «ἀγάπη ἁμαρτωλῶν» (Λουκ. 6, 33), δηλ. ὑπολογιστικὴ καὶ συμφεροντολογική, ἀλλὰ ἀνιδιοτελής, ὅπως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Ρωμ. 13, 5) καὶ γι' αὐτὸ «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (13, 8).

Μὲ τὶς προϋποθέσει αὐτὲς κατανοεῖται πόσο ἀνησυχητικὸ εἶναι τὸ θλιβερὸ σύμπτωμα τῆς ἀλλοιώσεως τῶν κριτηρίων μας στὸ θέμα τῆς ἁγιότητος. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν εὐκολία, μὲ τὴν ὁποία συνήθως χαρακτηρίζουμε κάποιον ὡς ἅγιο («ἅγιος ἄνθρωπος», λέμε) ἁπλῶς, διότι εἶναι «καλός», χωρὶς νὰ ξέρουμε τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του («τὰ φαινόμενα συχνὰ ἀπατοῦν»). Αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἀδρανοποίηση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων ἢ καὶ τῶν προϋποθέσεων ἀναγνωρίσεως καὶ διακρίσεως τῆς ἁγιότητας. Σὲ τελευταία ἀνάλυση μόνον ὁ Ἅγιος, αὐτὸς ποὺ ἔφθασε στὴν θέωση ἢ στὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μπορεῖ νὰ «δεῖ» τὴν καρδιὰ τοῦ ἄλλου καὶ τὸ περιεχόμενό της, γνωρίζει καὶ μπορεῖ νὰ διακηρύξει ποιὸς εἶναι Ἅγιος, «ναὸς δηλαδὴ καὶ κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ». Αὐτὰ λέγει μεταξὺ ἄλλων ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (Ὁμιλίαι Πνευματικαί, Θ’, 8. Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν), Θεσσαλονίκη 1985, σ. 166), στηριζόμενος καὶ ἑρμηνεύοντας τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Α' Κορ. 2, 15: «ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει μὲν πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ' οὐδενὸς ἀνακρινόμενος»). Γράφει ὁ ἅγιος Μακάριος: «Ὁ πνευματικὸς (σημ. αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ ἔχει ζωντανὴ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιὰ του) πάντας ἀνθρώπους «ἀνακρίνει..., γινώσκει ἕκαστον πόθεν λαλεῖ καὶ ποῦ ἔστηκε καὶ ἐν ποίοις μετροις ἐστίν». (Σημ. Μπορεῖ δηλαδὴ νὰ γνωρίζει τὸν ἀπέναντί του, σὲ ποιὰ ἐσωτερικὴ κατάσταση βρίσκεται, ποιὲς εἶναι οἱ προϋποθέσεις τῶν λόγων καὶ ἔργων του, ἂν εἶναι εἰλικρινὴς καὶ δὲν προσποιεῖται, ὡς ὁ ἠθικολόγος καὶ φαρισαῖος). Καὶ συνεχίζει: «Αὐτὸν δὲ (τὸν «πνευματικὸν» καὶ Πνευματοφόρο) οὐδεὶς ἀνθρώπων, τῶν ἐχόντων τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου, γινώσκειν καὶ ἀνακρίνειν δύναται, εἰ μὴ μόνον ὁ τὸ ὅμοιον ἔχων ἐπουράνιον τῆς θεότητος πνεῦμα γινώσκει τὸ ὅμοιον». Μὲ λίγα λόγια: Μόνον οἱ ἅγιοι γνωρίζουν ποιὸς εἶναι ἅγιος καὶ αὐτῶν ἡ γνώμη καὶ ἄποψη ἔχει σημασία. Ὅταν λέμε συνεπῶς, ὅτι ὁ «λαὸς τοῦ Θεοῦ» ἀναγνωρίζει τὴν ἁγιότητα, ἐννοοῦμε στὴν κυριολεξία τοὺς Ἁγίους, αὐτοὺς ποὺ ἔφθασαν στὴν ἁγιότητα, (φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ θέωση) καὶ ὄχι ἐκείνους, ποὺ δὲν ἀγωνίζονται, βαδίζοντας «σὺν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις» καὶ ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τους, νὰ γίνουν ἅγιοι. Ἐμεῖς σκεπτόμεθα συνήθως «λαοκρατικὰ» καὶ «λαϊκίστικα», ὅταν λέμε ὅτι ὁ «λαὸς» ἀναγνωρίζει τοὺς Ἁγίους! Γιατί τὸ ἐρώτημα εἶναι: ποιὸς λαός; Ποιὰ σχέση ἔχει, δηλαδή, μὲ τὴν Χάρη καὶ σὲ ποιὰ κατάσταση εἶναι ἡ «καρδιά» του; Διότι, διαφορετικά, τὰ κριτήριά μας θὰ εἶναι ἠθικολογικὰ καὶ κοσμικά.

Ποιὸς λοιπόν, μὲ βάση τὰ ὀρθοδοξοπατερικὰ κριτήρια, εἶναι ὁ Ἅγιος; Οἱ ἔχοντες τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, οἱ Ἁγιοί μας δηλαδή, χαρακτηρίζουν ὡς Ἁγίους τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα, ποὺ ἔχουν φθάσει στὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ στὴν θέωση, συνιστώντας τοὺς μάρτυρές της μέσα στὴν ἱστορία. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, (8ος αἰ.) τιμοῦμε ὡς ἁγίους «τοὺς ἐνωθέντας Θεῷ κατὰ προαίρεσιν καὶ τοῦτον δεξαμένους ἔνοικον, καὶ τῇ τούτου μεθέξει γεγονότος χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστι φύσει». Ἅγιοι εἶναι, ἔτσι, «οἱ ἔμψυχοι ναοὶ τοῦ Θεοῦ, τὰ ἔμψυχα τοῦ Θεοῦ σκηνώματα», διότι «διὰ τοῦ νοῦ τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἐνώκησεν ὁ Θεὸς» (Ἔκθεσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Δ(15)88. ΡG 94, 1164 Β ἑπ.). Δηλαδή: «ὅσους ἑνώθηκαν μὲ τὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὴν προαίρεσή τους, τὴν ἐλεύθερη βούλησή τους, καὶ Τὸν δέχθηκαν νὰ κατοικήση μέσα τους καὶ ἔγιναν μὲ τὴν μέθεξή Του, τὴν ἕνωσή τους μαζί Του, κατὰ χάριν, αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση Του).

Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ (7ος αἰ.): «ἡ ὑπερώνυμος θέωσις» καθιστᾶ τοὺς μετέχοντες σ' αὐτὴν «ἀκτίστους, ἀνάρχους καὶ ἀπεριγράπτους... καίτοι διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν ἐξ οὐκ ὄντων γεγονότος» (ΡG. 91,1144 ΑΒ). Μολονότι, δηλαδή, καὶ ὁ Ἅγιος εἶναι ἄνθρωπος κατὰ τὴν φύση του, ἔχει ψυχὴ καὶ σῶμα, ὅπως ὅλοι μας, καὶ εἶναι κτίσμα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν θεία Χάρη γίνεται ὅ,τι εἶναι καὶ ὁ Θεός: ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀπερίγραπτος καὶ αἰώνιος, ἀλλὰ «κατὰ χάριν». Αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς «καταλύτης» στὸ γεγονὸς τῆς ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Δὲν ἀλλάζει ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν παύει ὁ Ἅγιος νὰ εἶναι ἄνθρωπος καὶ κτίσμα, ἀλλὰ «κατὰ χάριν Θεοῦ» γίνεται ἄκτιστος καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, μεταμορφούμενος μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Μεταμόρφωση, συνεπῶς, ζεῖ ὁ Ἅγιος καὶ ὄχι μεταβολὴ τῆς φύσεώς του. Πρέπει δὲ ἐδῶ νὰ λεχθεῖ, ὅτι ὅσοι διέπονται ἀπὸ «εὐσεβιστικὲς» τάσεις, μιλοῦν προτεσταντικὰ γιὰ «ἠθικὴ θέωση», διότι θεωροῦν βλασφημία νὰ δεχθοῦν, ὅτι ὁ θεούμενος φθάνει νὰ γίνει «ἄκτιστος» καὶ «ἄναρχος», ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ τὴ φύση Του. Ἡ θέωση ὅμως μεταμορφώνει τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν «βελτιώνει» ἁπλὰ τὸν χαρακτήρα του. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, διότι κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ: «Ὅλος μὲν ὅλοις τοῖς ἀξίοις ὁ Θεὸς περιχωρεῖ, ὅλῳ δὲ ὅλοι περιχωροῦσιν ὁλικῶς οἱ Ἅγιοι τῷ Θεῷ, ὅλον ἀντιλαβόντες ἑαυτῶν τὸν Θεὸν» (Ὑπὲρ τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων 3, 1, 27). Δηλαδή: «Ὅλος ὁ Θεὸς περιχωρεῖ εἰς ὅλους τοὺς ἀξίους, εἰς ὅλον δὲ τὸν Θεὸν περιχωροῦν ὅλοι οἱ Ἅγιοι ὁλικά, ἔχοντας προσλάβει ἀντὶ τὸν ἑαυτὸ τους τὸν Θεόν».

Ἡ ἀπώλεια ἢ ἀδρανοποίηση τῶν ὀρθοδόξων κριτηρίων ὁδήγησε στὴν ἀντικατάσταση τῆς πνευματικότητας μὲ τὴν ἠθικολογία καὶ τῆς ἁγιότητας μὲ τὴν οὑμανιστικὴ ἀρετολογία. Ὅταν γνωστοὶ κανονολόγοι ἀποφαίνονται, ὅτι ἡ ἁγιοκατάταξη (καὶ ὄχι: ἁγιοποίηση, ποὺ μόνο στὸν Παπισμὸ ὑπάρχει) γίνεται «ὑπὸ τῆς γενικῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως ποιμένων καὶ ποιμαινομένων», αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρόκειται γιὰ αὐθεντικοὺς ποιμένες καὶ ποιμαινόμενους δηλαδὴ αὐθεντικὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, φορεῖς τῆς Χάριτος καὶ ὄχι ἁπλῶς κατ' ὄνομα χριστιανούς, λόγω ἑνὸς τυπικοῦ βαπτίσματος ἢ μιᾶς ἐξωτερικῆς χειροτονίας. Μὴ ξεχνᾶμε: οἱ Ἅγιοι ἀναγνωρίζουν τοὺς Ἁγίους! Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκει, ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας δὲν ὑπῆρξε ποτὲ αὐθαίρετη καὶ συναισθηματική, οὔτε στηρίχθηκε ποτὲ στὴν καλὴ φήμη, τὴν ἠθικότητα, ἔστω καὶ στὶς ἀγαθοεργίες κάποιου, ἀλλὰ σὲ ἁπτὰ καὶ τεκμηριωμένα, δηλαδὴ ἐκ τοῦ Θεοῦ προερχόμενα, δείγματα τῆς πραγματικότητας τῆς θεώσεως. Ὁ Θεὸς μαρτυρεῖ τὴν ἁγιότητα ἑνὸς προσώπου.

Οἱ Ὀρθόδοξοι μιλοῦμε γιὰ «ἁγιότητα μαρτυρουμένη» ἄνωθεν, ἐκ τοῦ Θεοῦ. Ὁ μέγας θεολόγος τῶν νεωτέρων χρόνων, ἀρχιεπίσκοπος Εὐγένιος ὁ Βούλγαρης (1716-1806), λέγει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἀμάρτυρον ἐπὶ γῆς ἀφίησιν τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ» (Πρβλ. Πραξ. 14, 17. Εὐγ. Βούλγαρη, Ἐπιστολὴ πρὸς Κλαίρκιον, Ἀθήνα 1844, σ. 6). Σύμφωνα μὲ τὴν μακραίωνη ὀρθοδοξοεκκλησιαστικὴ πράξη οἱ Ἅγιοι δὲν «ἀναγνωρίζονται» ἢ «διακηρύσσονται» μὲ ἠθικολογικά, κοινωνικὰ καὶ ἐνδοκοσμικὰ κριτήρια, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν φανέρωση τῆς ἁγιότητάς τους ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, μὲ σημεῖα ἀδιαμφισβήτητα, ποὺ ἀντέχουν σὲ κάθε κριτικὴ καὶ ἀποσείουν κάθε ἀμφιβολία. Καὶ τέτοια σημεῖα εἶναι: ἡ κατάσταση τοῦ λειψάνου (ἄφθαρτο ἢ ὀστᾶ, ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν συνέπεια τῆς φθορᾶς/σήψεως καὶ γι' αὐτὸ ἐκπέμπουν εὐωδία ὑπερκόσμια καὶ ὄχι δυσοσμία, καὶ κυρίως θαύματα). Ὑπάρχει μάλιστα μιὰ παγκόσμια ἰσχύουσα, γνωστὴ ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, παροιμία: «ὁ ἅγιος ἐὰν δὲν θαυματουργήσει, δὲν δοξολογιέται», δὲν τιμᾶται δηλαδὴ ὡς Ἅγιος. Ἡ παροιμία αὐτὴ σὲ διάφορες παραλλαγές, ὅπως ἡ ἔρευνα ἔχει ἀποδείξει, εἶναι γνωστὴ εὐρύτατα καὶ στὴν Δύση. Ἀκόμη δὲ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ μαρτυρίου, τὰ θαυμαστὰ σημεῖα δὲν λείπουν, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν συναξαριῶν καὶ τῆς ὑμνογραφίας μας.

Ἡ πορεία πρὸς τὴν ἁγιότητα καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγώνας δὲν χάνει τὴν ἀξία του καὶ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε ἀγωνιζόμενο πιστό. Περιμένουμε ὅμως ὁ Θεὸς νὰ βεβαιώσει («μαρτυρήσει») τὴν ἁγιότητα (τὴν θέωση) τοῦ συγκεκριμένου προσώπου, γιὰ νὰ δικαιούμεθα καὶ ἐμεῖς ἀναντίρρητα καὶ χωρὶς δισταγμούς, νὰ τὸ τιμᾶμε ὡς Ἅγιο. Μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι οἱ ἅγιοι παρακαλοῦν τὸν Θεὸ γιά μᾶς, διότι ἔχουν «παρρησία». Γιὰ τοὺς ἄλλους εὐσεβεῖς πιστούς, ποὺ δὲν ἔφθασαν ὅμως στὸν φωτισμὸ ἢ τὴν θέωση, προσευχόμεθα ἐμεῖς (πρβλ. τὰ μνημόσυνα).

O Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας περί ειδωλολατρών




1. Και πάλι, αδελφοί χριστιανοί, στο σημερινό μου κήρυγμα θα μιλήσω περί των Δωδεκαθεϊστών, σαν συνέχεια του προηγουμένου μου κηρύγματος. Είναι φυσικό, αγαπητοί μου, ένας που δεν γνώρισε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινό Θεό καί Σωτήρα, ένας που δεν γλυκάθηκε από την προσευχή σ᾽ Αυτόν καί δεν θέλχθηκε από την άγια διδασκαλία Του, είναι φυσικό, λέγω, αυτός εύκολα να αρνείται τον Χριστό καί να κάνει για Θεό τα ψεύτικα είδωλα. Αυτοί είναι οι Δωδεκαθεϊστές. Πιστεύουν στους ψεύτικους και ανύπαρκτους θεούς των ειδωλολατρών προγόνων μας και θέλουν να επαναφέρουν την λατρεία τους και στη σημερινή μας εποχή, μιά εποχή που έλαμψε η αλήθεια με τον ερχομό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού στον κόσμο. Αλλά επειδή με τα δημοσιεύματά τους πολύ μας πιπιλίζουν το μυαλό οι αρνητές αυτοί της αληθινής μας πίστης, είναι ανάγκη να λέμε και να γράφουμε συνεχώς αναιρώντας τα ψέματά τους.
2. Το πρώτο που θέλουμε να θίξουμε σχετικά με τους Δωδεκαθεϊστές είναι ο λόγος τους ότι ο Χριστιανισμός κατεδίκασε την Φιλοσοφία των αρχαίων, που είναι το καύχημα των Ελλήνων. Όχι, κύριοι, τους απαντούμε. Ο Χριστιανισμός δεν απορρίπτει την Φιλοσοφία και την επιστήμη των αρχαίων Ελλήνων, αλλά απορρίπτει τα είδωλά τους και τις εσφαλμένες ιδέες των αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων. Για παράδειγμα: Ο Χριστιανισμός απορρίπτει την διδασκαλία των αρχαίων Φιλοσόφων για την προΰπαρξη των ψυχών, την ιδέα για την μετενσάρκωση, την άλλη ιδέα για την δημιουργία του κόσμου από προϋπάρχουσα ύλη, ενώ εμείς πιστεύουμε ότι ο κόσμος έγινε «εξ ουκ όντων». Ναι, η αληθινή μας πίστη δεν δέχεται ότι το σύμπαν έγινε ‒ αυτό που έλεγε ο Πλάτων ‒ από το ότι έπεσαν οι ιδέες από τον κόσμο τους. Και δεν δέχεται πάλι αυτό που λέει η Φιλοσοφία ότι η ύλη είναι αμαρτία, ούτε δέχεται ότι το σώμα είναι φυλακή της ψυχής, αλλά δέχεται ότι όλα γύρω μας είναι καλά λίαν, γιατί είναι δημιουργία του πανσόφου και παντοδυνάμου Θεού. Επαναλαμβάνουμε, χριστιανοί μου, ότι η πίστη μας δεν απαγορεύει την μελέτη των αρχαίων φιλοσόφων για την παιδεία των παιδιών μας και σ᾽ αυτό φέρνω ως απόδειξη τον άγιο Βασίλειο, ο οποίος έγραψε σχετικό βιβλίο για να αποδείξει ότι οι χριστιανόπαιδες έχουν να ωφεληθούν πολύ από την μελέτη των ελληνικών συγγραμμάτων. «Όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», λέγεται το βιβλίο αυτό του Μεγάλου Βασιλείου. Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ήλεγξε την απόφαση του Ιουλιανού του Παραβάτη, ο οποίος απαγόρευε στους χριστιανόπαιδες της εποχής του να φοιτούν στις σχολές και να μορφώνονται. Ούτε πάλι είναι αλήθεια ότι ο Χριστιανισμός αρνείται την Φιλοσοφία των αρχαίων, γιατί, αντίθετα, την χρησιμοποίησε και κατά τις ιδέες της και κατά την γλώσσα της• την χρησιμοποίησε όμως ως «θεραπενίδα», ως βοηθόν δηλαδή, όχι όμως ως κυρία. Κυρία πηγή πίστης για τον Χριστιανισμό είναι η Αγία Γραφή, όπως αυτήν την ερμήνευσαν οι άγιοι Πατέρες στα αθάνατα συγγράμματά τους. Ο Χριστιανισμός αρνήθηκε μόνον την ειδωλολατρία των αρχαίων, το Δωδεκάθεο δηλαδή, και τις πλανεμένες ιδέες της Φιλοσοφίας, σαν μερικές από αυτές που σας ανέφερα παραπάνω.
3. Σχετικά με το παραπάνω λέγουν και το άλλο οι Δωδεκαθεϊστές. Λέγουν ότι για να είμαστε Έλληνες πρέπει να είμαστε ειδωλολάτρες, γιατί οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ειδωλολάτρες. Και ο Χριστιανισμός λοιπόν, λέγουν οι νεοειδωλολάτρες, αφού απορρίπτει την ειδωλολατρία, είναι εχθρός με τον ελληνισμό. Όχι, κύριοι, τους ξαναλέμε! Δεν θα σας επιτρέψουμε να ταυτίζετε και σήμερα την ένδοξη πατρίδα μας την Ελλάδα με την ειδωλολατρία. Είναι αλήθεια βέβαια ότι παλαιά, όπως όλοι οι άνθρωποι ήταν ειδωλολάτρες, γιατί είχαν χάσει την θεογνωσία, έτσι και η πατρίδα μας ήταν ειδωλολατρική και ζούσε με το παραμύθι των δώδεκα θεών του Ολύμπου. Αλλά είπαμε και στο προηγούμενο κήρυγμά μας ότι μερικοί φιλόσοφοι άνδρες της πατρίδας μας, νουν έχοντες, είδαν το ψέμα της ειδωλολατρίας των Ελλήνων και την ήλεγξαν, οι ίδιοι δεν την απαρνήθηκαν. Αναφέραμε ονόματα τοιούτων λογίων ανδρών στο προηγούμενο κήρυγμά μας και υπάρχουν και άλλοι. Έτσι λοιπόν στην αρχαία εποχή, όπως παντού υπήρχε ειδωλολατρία, έτσι και οι αρχαίοι πρόγονοί μας ήταν ειδωλολάτρες. Αλλά σαρκώθηκε ο Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός, που γεννήθηκε από την Παναγία μας. Και η γέννησή Του «ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως»! Όλοι τότε, με το κήρυγμα των Αποστόλων σε όλη την οικουμένη, έγιναν χριστιανοί. Τότε, από την καθαρή διδασκαλία του Χριστού, από τον Θεό της αγάπης που μας φανέρωσε ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, τότε, λέγω, φάνηκε πιο καθαρά το ψέμα και το αίσχος της ειδωλολατρίας. Τότε φάνηκε η ανοησία, όχι μόνο, αλλά και ηλιθιότητα της λατρείας των δώδεκα θεών του Ολύμπου. Και τί ζητάνε οι σημερινοί Δωδεκαθεϊστές; Να μας επιστρέψουν σ᾽ αυτές τις ηλιθιότητες; Δεν επιτρέπουμε λοιπόν να ονομάζονται με την τίμια ονομασία του Έλληνα αυτοί που έχουν ανόητη και ψεύτικη θρησκεία και να αρνούνται την ονομασία αυτή του Έλληνα σε ᾽μας που έχουμε την αληθινή πίστη, πίστη με μεγαλείο και θαύματα και υψηλή θεολογία.
4. Άλλη κατηγορία των Δωδεκαθεϊστών ή Νεοπαγανιστών εναντίον μας είναι ότι ο Χριστιανισμός κατέστρεψε τα είδωλα και τους ναούς των ειδώλων και έκαψε τα βιβλία των Φιλοσόφων. Αν τους ακούσετε, χριστιανοί μου, να σας πουν τέτοια κατηγορία εναντίον μας, να τους απαντήσετε ότι, όπως λέγει η ιστορία, οι ειδωλολάτρες έκαναν αυτήν την ζημιά σ᾽ αυτούς τους ειδωλολάτρες! Ναι, ο ειδωλολάτρης Καλιγούλας λέγει η ιστορία ότι διάλεξε ελληνικές προτομές και διέταξε να τις αποκεφαλίσουν και να βάλουν σ᾽ αυτές το δικό του κεφάλι! Ο άλλος μεγαλοειδωλολάτρης Νέρωνας πήγε στους Δελφούς και έκλεψε πεντακόσια χάλκινα γλυπτά αγάλματα θεών. Για να μην αναφέρουμε δε πολλά άλλα τέτοια παραδείγματα, λέγουμε ότι εμείς οι χριστιανοί, σαν πολιτισμένοι άνθρωποι, σεβόμαστε τα κατασκευάσματα των άλλων ανθρώπων, έστω και αν αυτά εκφράζουν μια ψεύτικη θρησκεία. Τα βλέπουμε σαν έργα τέχνης, στα οποία εκφράζεται η αγωνία των ανθρώπων της εποχής τους να βρουν, τέλος πάντων, τον αληθινό Θεό. – Ως προς δε το άλλο, ότι οι χριστιανοί τάχα έκαψαν τα βιβλία των αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων, τους απαντούμε ότι είναι ανιστόρητοι. Τους απαντούμε να πάνε στο Άγιον Όρος, αλλά και σε άλλες παλαιές Ιερές Μονές της πατρίδας μας, για να δουν καλλιγραφημένα χειρόγραφα φιλοσοφικών έργων από Μοναχούς. Οι Μοναχοί αυτοί είχαν ως κύριο διακόνημα την αντιγραφή των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, όπως βέβαια, κατά πρώτον λόγον, αντέγραφαν τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας.
Μη έχοντες χρόνο να πούμε περισσότερα τελειώνουμε το κήρυγμά μας εδώ, ομολογούντες την πίστη μας στον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινό Θεό και Σωτήρα, και στην αγίαν Αυτού Ορθόδοξη Εκκλησία, αποτασσόμενοι συγχρόνως και εμπτύοντες το Δωδεκάθεον του Ολύμπου, ως μία ψεύτικη θρησκεία των προγόνων μας, και πάσαν ειδωλολολατρίαν. Ω Χριστέ, «συντριβήτωσαν υπό την σημείωσιν του τύπου του Τιμίου Σταυρού Σου πάντα τα είδωλα, παλαιά τε και σύγχρονα», ΑΜΗΝ.
Με πολλές ευχές
† Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμίας
Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΙΩΗΛ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΟΥ-ΕΘΝΙΚΕΣ ΠΛΗΓΕΣ, ΔΙΑΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ Β’




Στο πρώτο μέρος του άρθρου μας, είδαμε εντελώς συνοπτικά, βασικές πληγές οι οποίες πυορροούν στον Εθνικό μας κορμό. Είναι δε τόσο απογοητευτική,  θα λέγαμε,  η όλη κατάστασις, ώστε αυθορμήτως έρχεται στο νου μας η φράση από τον Μ.Κανόνα: «Πόθεν άρξωμαι θρηνείν..».

Βεβαίως υπάρχει και ο στρουθοκαμηλισμός, κατά τον οποίον αρνείται κανείς συνειδητά να βλέπει την πραγματικότητα. Δεν απευθυνόμαστε σ’ αυτές τις αρρωστημένες καταστάσεις. Κάνουμε λόγο σε συνειδήσεις που θέλουν να βλέπουν τα πρόσωπα και τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Και όπωσδήποτε, συμφωνούμε όλοι στις διαπιστώσεις και στις διαγνώσεις.

Μετά λοιπόν απ’ αυτά, ας περάσουμε τώρα να ελέγξουμε τα αίτια της ζοφερής καταστάσεως. Εάν δεν γίνει αυτό, τότε δεν θα επέλθει και θεραπεία.

Ποία λοιπόν τα αίτια της καταπτώσεως; Τι φταίει για το κατάντημα στο οποίο κατέληξε το κράτος και η κοινωνία μας γενικώτερα;

Δεν αρνούμαστε ότι οι ειδικοί επιστήμονες (κοινωνιολόγοι, πολιτειολόγοι, οικονομολόγοι, κ.α), ήδη εξέδωσαν και συνεχίζουν να μας δίνουν  τις δικές τους αναλύσεις και μέσα από συγκεκριμένες αρχές, καταλήγουν στα ανάλογα συμπεράσματα, τα οποία βεβαίως είναι καθ’ όλα σεβαστά και οφείλουμε να τα λάβουμε σοβαρώς υπ’ όψιν μας.

Αυτό όμως που θα θέλαμε να τονίσουμε είναι ότι όπως και σε πλείστα όσα άλλα θέματα, η βασική αιτία είναι η  πνευματική των ανθρώπων κατάπτωσις και  διαφθορά,  έτσι και στο σημείο αυτό που βρεθήκαμε, πρώτιστη αιτία είναι, όπως θα φανεί, το ότι ολόκληρο το Έθνος ξέφυγε από την ορθή πορεία που θα πρέπει να έχει ένας λαός και μια σωστή κοινωνία και μάλιστα όπως ο Ελληνική.

Αλλ’ ας μιλήσουμε συγκεκριμένα.

Ένα κράτος, όταν θέλει να βαδίσει στην κανονική του πορεία, να προκόψει και  τελικώς  να μεγαλουργήσει, οφείλει να έχει και να στηρίζει τους πυλώνες που το συνέχουν και το συγκρατούν. Οφείλει να λειτουργεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε μέσα από την παιδεία του και τους θεσμούς του, να αναδεικνύονται τόσο οι πολιτειακοί-πολιτικοί και στρατιωτικοί, όσο και αυτοί οι πνευματικοί του ταγοί (κυρίως αυτοί).

Η αλήθεια αυτή είναι κάτι το αδιαμφισβήτητο και δεν έχει παρά να ρίξει κανείς μια σύντομη ματιά στην ιστορία των εθνών αλλά και στην Ιστορία του δικού μας Ἐθνους, από αρχαιοτάτων χρόνων έως και σήμερα.

Φυσικά δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς σοφία, για να διαπιστώσει  ότι τα τελευταία έτη στην Ελληνική μας κοινωνία, λαμβάνουν χώρα τα εντελώς αντίθετα από αυτά που θα έπρεπε, ώστε να ορθοποδήσουμε και έτι πλέον να ανέλθουμε σε υψηλότερο επιθυμητό επίπεδο. Και γενικώς θα λέγαμε ότι όλη η διαμορφωθείσα κατάστασις, συντελεί στο να μην αναδεικνύονται πρόσωπα με ισχυρές ηθικές και ηγετικές προδιαγραφές.  (Μπορεί ο καθένας ελεύθερα και σύμφωνα με τις πολιτικές του τοποθετήσεις να ορίσει το χρονοδιάγραμμα της παρακμής).

Ως πρώτη δε αιτία μέσα στο όλο πλαίσιο του πνευματικού εκτραχηλισμού, σημειώνουμε την έλλειψη των ηγετών.

Αυτή την αιτία εντοπίζουμε πρωτίστως για την σημερινή πνευματική, κοινωνική, ηθική, οικονομική κ.λπ. κρίση. Την έλλειψη δηλ. ισχυρών προσωπικοτήτων. Την απουσία των ηγετών. Πράγματι όταν ένας λαός στερείται ηγετικών προσωπικοτήτων, τότε κατά πολιτειακή νομοτέλεια, οδηγείται σε πτώση και καταστροφή. Αντιθέτως, όταν ένα Έθνος

 έχει την ευλογία, στις κορυφές του να βρίσκονται άνθρωποι που σέβονται τον Νόμο του Θεού δηλ. το Ιερό Ευαγγέλιο και που αγαπούν πραγματικά την πατρίδα και τον λαό που κυβερνούν (και εν προκειμένω να είναι Έλληνες...), μη φοβούμενοι οιαδήποτε θυσία, τότε, μετά βεβαιότητος το Έθνος αυτό θα ξεπεράσει τα οποιαδήποτε εμπόδια και θα προαχθεί σε όλους τους τομείς.

Είναι δε γνωστόν τοις πάσι αυτό που υποστήριζαν οι πρόγονοί μας, ότι δηλ. «Αγέλη λεόντων, καθοδηγουμένη υπό λαγών, μετατρέπεται και αυτή σε κοπάδι λαγών. Αντιθέτως, λαγοί εμπνεόμενοι και καθοδηγούμενοι υπό λέοντος, μεταλλάσσονται σε εξαγριωμένους βασιλείς του ζωικού βασιλείου, έτοιμοι να κατασπαράξουν τους αντιπάλους»!

Ας δούμε όμως τα όσα υποστηρίζουμε με ένα παράδειγμα από την ένδοξη ιστορία μας, τώρα μάλιστα που βρισκόμαστε και στο μήνα Οκτώβριο. Ας θυμηθούμε το έπος του 1940, που είναι γραμμένο μέσα στις χρυσές ιστορικές μας σελίδες και ας αναρωτηθούμε: Πώς πραγματοποιήθηκε το έπος αυτό; Πραγματοποιήθηκε αναμφιβόλως, διότι στις κορυφές του Ελληνικού μας Έθνους, ευρίσκονταν άνθρωποι ικανότατοι, άνθρωποι οι οποίοι εβίωναν τα

Ιδανικά της Ορθοδοξίας   και του Ελληνικού πολιτισμού. Άνθρωποι, που είχαν συνείδηση της προσωπικής τους αποστολής, αλλά και αυτής του Έθνους, που ηγούντο. Είχαν συνείδηση της Ελληνορθόδοξης πολιτιστικής μας κληρονομιάς και της αποστολής της στον κόσμο ολόκληρο. Ας τους μνημονεύσουμε.

Α) Πολιτειακός αρχηγός: Ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄. Ο στρατιώτης, φιλόσοφος και μάρτυρας Βασιλεύς.

Β) Κυβερνήτης: Ο Ιωάννης Μεταξάς. Ο άνθρωπος που ύψωσε το ανάστημά του μέσα στα άγρια χαράματα, επαναλαμβάνοντας το σπαρτιατικό ΟΧΙ στον Ιταλό πρέσβη κι έγινε η αιτία τελικώς, να συντριβούν οι σιδερόφραχτες δυνάμεις του άξονος.

Γ) Αρχηγός Γενικού Επιτελείου: Ο αείμνηστος Στρατάρχης και κατόπιν Πρωθυπουργός (1952-55) Αλέξανδρος Παπάγος. Ο ολύμπιος στρατιώτης με τη σιδερένια θέληση και πειθαρχία, που έσωσε δύο φορές την πατρίδα μας στη δεκαετία του 1940.

Τέλος, Δ) Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος: Ο από Τραπεζούντος του Πόντου Χρύσανθος Φιλιππίδης. Ο εκφραστής των αρετών της «καθ’ ημάς Ανατολής». Ο πρώτος αυθεντικός αντιστασιακός, που με τα ΟΧΙ του εξευτέλισε τη ναζιστική Γερμανία στο μέχρι τότε αγέρωχο πρόσωπο του Φον Στούμε, κι άφησε παράδειγμα Εθνικής και Εκκλησιαστικής αξιοπρεπείας, αρνούμενος α) Να παραστεί στην υποδοχή των Γερμανών και στην παράδοση της πόλεως των Αθηνών. β) Να πραγματοποιήσει δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό της Πρωτευούσης και γ) Να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση.

Να τολμήσουμε τώρα να προβούμε σε συγκρίσεις με τη σημερινή κατάσταση και με τα πρόσωπα που βρίσκονται (κρίμασιν οις οίδε Κύριος), στις ανάλογες θέσεις; Ούτε για αστείο κάτι τέτοιο, φίλοι μου. Δεν το αποτολμούμε, διότι θα κινδυνέψουμε να ασεβήσουμε αλλά και να ξεπέσουμε στη συνείδηση όσων τουλάχιστον διαθέτουν γνώση της Ελληνικής μας Ιστορίας.

Όσον αφορά τώρα τα όσα κατά κόρον ακούγονται αλλά και γράφονται ώστε να μειωθούν οι μεγάλες ιστορικές μορφές, ότι δηλ. ο λαός πρωτοστατεί, ο λαός ηγείται και ότι ο λαός εν προκειμένω είπε το ΟΧΙ, αυτά μόνο ως ανέκδοτα που φαιδρύνουν την βαριά ατμόσφαιρα, μπορούν να ακούγονται.

Όσοι «καλοβολεμένοι άσσοι της αντιστάσεως» διακηρύσσουν τα αντίθετα, αλλοιώνοντας τα πραγματικά γεγονότα και συκοφαντώντας τους πρωταγωνιστές του ηρωικού έπους, ή είναι παντελώς άσχετοι με την ιστορική επιστήμη και τις πηγές της ή συνειδητά «ρίχνουν νερό» στον ξεχαρβαλωμένο μύλο των «τροϊκανών» και του «εκκλησιαστικού ραγιαδισμού»...

(Όσοι όμως διαθέτουν  αγαθή προαίρεση και θέλουν να μάθουν  πραγματικά το ποιος είπε το ΟΧΙ, ας μελετήσουν το τι γράφει ο αείμνηστος Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος υπήρξε αντίπαλος του Μεταξά).

Και κάτι ακόμα για να κλείσει η αναφορά μας στους ηγέτες του μοναδικού έπους του ΄40. Το τι μπορεί να κάνει ο λαός από μόνος του, άνευ των ηγετών, το είδαμε πολύ καθαρά τόσο στο δράμα της Κύπρου το 1974, όσο και στην περίπτωση των Ιμίων. Στην πρώτη περίπτωση, κάποιος «εθνάρχης» ξεστόμισε την φράση «η Κύπρος κείται μακράν». Στα δε Ίμια έτερος «ηγέτης» ευχαρίστησε τις ΗΠΑ για την εθνική μας ταπείνωση.

Αλήθεια ποιος λαός και στις δύο των περιπτώσεων, ξεκίνησε να ακυρώσει τις αποφάσεις των «ηγετών» και «εθναρχών», πετώντας τον εχθρό στη θάλασσα; Ποιοι πήραν τα όπλα για να αμυνθούν, μετά τις αποφάσεις των «ηγετών», «υπέρ βωμών και εστιών»; Μα και να ήθελε, που μετά βεβαιότητος ήθελε ο λαός, δεν μπορούσε να αμυνθεί, ελλείψει των όπλων και όχι μόνον…

Αυτά για την Ιστορία και για να μη νομίζουν μερικοί ότι απευθύνονται σε υπανάπτυκτους.

Για ορισμένους δε που ενδεχομένως, μη γνωρίζοντας τι εν προκειμένω ν’ απαντήσουν, θα μας προσάψουν την κατηγορία ότι δήθεν πολιτικολογούμε, τους επιστρέφουμε  την μομφή, με την επισήμανση, να πετάξουν από τη συνείδησή τους τη σκουριά του γραικυλισμού, και να ξαναγίνουν, επιτέλους, Ρωμιοί.  

Αυτό πάντως που στο σημείο τούτο θέλουμε κυρίως να τονίσουμε και το οποίο  άνευ αντιλογίας αποτελεί έναρξη θεραπείας στο βασανισμένο Έθνος μας, είναι η αλήθεια η οποία εντέχνως αποκρύπτεται απ’ όσους νομίζουν ότι μας κυβερνούν.   

Το ότι δηλ. άνευ ικανών και Ελλήνων ηγετών στους πυλώνες του Έθνους, είναι παντελώς αδύνατον  ο λαός να επιδείξει συνοχή και προκοπή στον οικογενειακό, πνευματικό, πολιτικό και εθνικό εν γένει βίον του.

Κλείνοντας και το Β΄ μέρος, χωρίς βεβαίως να έχουμε ολοκληρώσει την ανάπτυξη του όλου θέματος, δεν έχουμε παρά, εκτός της ευχής και προσευχής που επιβάλλεται να γίνεται, ώστε να μας χαρίσει ο Θεός πραγματικούς Ελληνόψυχους άρχοντες, ταυτοχρόνως με αξιοπρέπεια αλλά και στιβαρότητα να ελέγχουμε τα πρόσωπα και τις καταστάσεις.

Τούτο βεβαίως αποτελεί χρέος μας και καθήκον μας, μη λησμονούντες ποτέ,  ότι οι άρχοντες και οι ταγοί στις κορυφές των θεσμών, δεν είναι παρά η έκφανσις, κατά το μάλλον ή ήττον, των πεποιθήσεων και της κοσμοθεωρίας του ίδιου του λαού.

Το λοιπόν αδελφοί, Εθνική και Πνευματική Αφύπνισις…

(Συνεχίζεται).





Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Ιεροκήρυξ Ι.Μ. Δρ., Πωγ. & Κονίτσης.

Κόνιτσα.

Email: p.ioil@freemail.gr

Παχεία γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον

Γέρων Πορφύριος





Δέν γίνεστε ἅγιοι κυνηγώντας τὸ κακό. Ἄστε τὸ κακό. Νὰ κοιτάζετε πρὸς τὸν Χριστὸ κι αὐτὸ θὰ σᾶς σώσει. Ἐκεῖνο ποὺ κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία πρὸς τὸν Χριστό, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ, δὲν μπορεῖ, δὲν μπορεῖ... Καὶ προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνει ἀσκήσεις,νὰ κάνει τέτοια πράγματα καὶ νὰ καταπονεῖ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Κανεὶς ἀσκητὴς δὲν ἅγιασε χωρὶς ἀσκήσεις. Κανεὶς δὲν μπόρεσε ν’ ἀνέλθει στὴν πνευματικότητα χωρὶς ν’ ἀσκηθεῖ. Πρέπει νὰ γίνονται ἀσκήσεις. Ἄσκηση εἶναι οἱ μετάνοιες, οἱ ἀγρυπνίες κ.λπ.,ἀλλὰ ὄχι μὲ βία. Ὅλα νὰ γίνονται μὲ χαρά. Δὲν εἶναι οἱ μετάνοιες ποὺ θὰ κάνουμε, δὲν εἶναι οἱ προσευχές, εἶναι τὸ δόσιμο, ὁ ἔρωτας γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὰ πνευματικά. Ὑπάρχουν πολλοὶ ποὺ τὰ κάνουνε αὐτὰ ὄχι γιὰ τὸν Θεὸ ἀλλὰ γιὰ ἄσκηση, γιὰ ὠφέλεια σωματική. Ὅμως οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι τὸ κάνουνε γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια, γιὰ τὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα ὠφελεῖται πολύ, δὲν ἀρρωσταίνει. Πολλὰ καλὰ ἔρχονται.

Μέσα στὴν ἄσκηση, τὶς μετάνοιες, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὶς ἄλλες κακουχίες εἶναι καὶ ἡ νηστεία. «Παχεία γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον». Ἐγὼ τὸ γνωρίζω αὐτὸ ἀπ’ τοὺς Πατέρες. Ὅλα τὰ πατερικὰ βιβλία μιλοῦν γιὰ τὴ νηστεία. Οἱ Πατέρες τονίζουν νὰ μὴν τρῶμε δυσκολοχώνευτα φαγητὰ ἢ λιπαρὰ καὶ παχιά, γιατὶ κάνουν κακὸ στὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή. Λένε ὅτι τὸ προβατάκι τρώει τὰ χορταράκια τῆς γῆς κι εἶναι τόσο ἥσυχο. Εἴδατε ποὺ λένε, «σὰν τὸ πρόβατο». Ἐνῷ ὁ σκύλος ἢ ἡ γάτα κι ὅλ’ αὐτὰ τὰ σαρκοφάγα εἶναι ὅλα τους ἄγρια ζῶα. Τὸ κρέας κάνει κακὸ στὸν ἄνθρωπο. Κάνουν καλὸ τὰ χόρτα, τὰ φροῦτα κ.λπ. Γι’ αὐτὸ οἱ Πατέρες μιλοῦν γιὰ νηστεία καὶ κατακρίνουν τὴν πολυφαγία καὶ τὴν ἡδονὴ ποὺ αἰσθάνεται κανεὶς μὲ τὰ φαγητὰ τὰ πλούσια. Νὰ εἶναι πιὸ ἁπλὰ τὰ φαγητά μας. Νὰ μὴν ἀσχολούμαστε τόσο πολὺ μ’ αὐτά.

Δὲν εἶναι τὸ φαγητό, δὲν εἶναι οἱ καλὲς συνθῆκες διαβίωσης, ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν καλὴ ὑγεία. Εἶναι ἡ ἁγία ζωή, ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ξέρω γιὰ ἀσκητὲς ποὺ νηστεύανε πολὺ καὶ δὲν εἴχανε καμιὰ ἀρρώστια. Δὲν κινδυνεύει νὰ πάθει κανεὶς τίποτε ἀπ’ τὴ νηστεία. Κανεὶς δὲν ἔχει ἀρρωστήσει ἀπ’ τὴ νηστεία. Πιὸ πολὺ ἀρρωσταίνουν ἐκεῖνοι ποὺ τρῶνε κρέατα κι αὐγὰ καὶ γάλατα, παρὰ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι λιτοδίαιτοι. Εἶναι παρατηρημένο αὐτό. Νὰ τὸ πάρουμε καὶ ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη΄ τώρα τὸ συνιστᾶ αὐτὸ τὸ πράγμα. Οἱ νηστευτὲς νηστεύουν καὶ δὲν παθαίνουν τίποτε΄ ὄχι ἁπλῶς δὲν παθαίνουν, ἀλλὰ θεραπεύονται ἀπὸ ἀρρώστιες.

Γιὰ νὰ τὰ κάνετε ὅμως αὐτά, πρέπει νὰ ἔχετε πίστη. Ἀλλιῶς σᾶς πιάνει λιγούρα. Ἡ νηστεία εἶναι καὶ ζήτημα πίστεως. Ὅταν ἔχετε τὸν ἔρωτα στὸ θεῖον, μπορεῖτε νὰ νηστεύετε μὲ εὐχαρίστηση κι ὅλα εἶναι εὔκολα΄ ἀλλιῶς σᾶς φαίνονται ὅλα βουνό. Ὅποιοι ἔδωσαν τὴν καρδιά τους στὸν Χριστὸ καὶ μὲ θερμὴ ἀγάπη ἔλεγαν τὴν εὐχὴ, κυριάρχησαν καὶ νίκησαν τὴ λαιμαργία καὶ τὴν ἔλλειψη ἐγκράτειας.

Ὑπάρχουν σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ νηστέψουν μιὰ μέρα καὶ τώρα ζοῦν μὲ χορτοφαγία, ὄχι γιὰ λόγους θρησκευτικούς, ἁπλῶς γιατὶ πίστεψαν ὅτι αὐτὸ θὰ κάνει καλὸ στὴν ὑγεία τους. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ πιστέψεις, ὅτι δὲν πρόκειται νὰ πάθεις τίποτε, ποὺ δὲν τρώεις κρέας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βέβαια εἶναι ἀσθενής, δὲν εἶναι ἁμαρτία νὰ φάει πρὸς στήριξιν τοῦ ὀργανισμοῦ καὶ φαγητὰ μὴ νηστήσιμα.

Τὸ ἁλάτι χρειάζεται στὸν ὀργανισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει μιὰ φήμη ὅτι τὸ ἁλάτι κάνει κακό. Δὲν εἶναι σωστὸ αὐτό. Εἶναι στοιχεῖο ποὺ χρειάζεται. Καὶ εἶναι ὁρισμένοι μάλιστα ποὺ τὸ ἔχουν πολὺ ἀνάγκη.

Ἐγὼ τί ὄνειρα ἔχω! Γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος δηλαδή. Παρήγγειλα σιτάρι, γιὰ ν’ ἀλέθουμε, νὰ φτιάχνουμε ψωμὶ σταρίσιο. Καὶ σκέφτομαι νὰ πάρουμε διάφορα ὄσπρια καὶ νὰ τ’ ἀλέθουμε καὶ νὰ τ’ ἀνακατώνουμε, σιτάρι μὲ ρύζι, σόγια, σογιάλευρο μὲ φακὲς κ.λπ. Κι ἔπειτα ἔχουμε καὶ τὰ κολοκύθια καὶ τὶς ντομάτες καὶ τὶς πατάτες κι ὅλα τ’ ἄλλα χορταρικά. Καὶ μὲ τὸν πατέρα Ἡσύχιο εἴχαμε ἕνα ὄνειρο. Μιὰ φορὰ λέγαμε νὰ πᾶμε νὰ γίνουμε ἐρημίτες κάπου καὶ νὰ σπείρουμε σιτάρι καὶ νὰ τὸ μουσκεύουμε καὶ νὰ τὸ τρῶμε. Μήπως ὁ Μέγας Βασίλειος ἐκεῖ, στὴν ἔρημο, ἔτσι δὲν ἔκανε; Ἀλλὰ τώρα ἐμᾶς μᾶς κακοφαίνεται.

Σημειώσεις γιά τή χριστιανική στροφή τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ

 
Ζουμπουλάκης Σταῦρος




Ἡ στροφή τοῦ Γιώργου Θεοτοκᾶ πρός τόν χριστιανισμό εἶναι καρπός μιᾶς προσωπικῆς πνευματικῆς πορείας καί ἀναζήτησης. Ὁ Νίκος Κ. Ἀλιβιζάτος συνδέει, ἐρωτηματικά, τήν ἀπαρχή αὐτῆς τῆς στροφῆς μέ ἕνα δραματικό γεγονός τοῦ προσωπικοῦ βίου του, τήν ἐπώδυνη ἀρρώ­στια καί τό θάνατο τῆς πρώτης γυναίκας του (1956-1959)[1]. Ἀσφαλῶς κάθε προσωπική πνευματική ἀναζήτηση, στό βαθμό πού εἶναι γνήσια καί εἰλικρινής, δέν μπορεῖ παρά νά συνδέεται μέ κρίσιμα γεγονότα καί καταστάσεις τῆς ζωής μας, ποτέ ὅμως μέ σχέση ἀναγκαστικῆς αἰτιο­λογίας. Καί σέ πολλούς ἄλλους ἡ μοίρα ἐπιφύλαξε δραματικά γεγονό­τα, δέν στράφηκαν ὅλοι ὄμως στόν χριστιανισμό, στράφηκαν ἀλλοῦ ἤ δέν στράφηκαν πουθενά. Ἡ σχέση τοῦ Θεοτοκᾶ μέ τόν χριστιανισμό εἶναι μιά πορεία πρός. Μιά πορεία πού κράτησε λίγο, γιατί τή διέκοψε ὁ πρόωρος θάνατός του, σφράγισε ὅμως τήν τελευταία δεκαετία τῆς ζωῆς του[2]. Δέν πρόκειται πάντως γιά αἰφνίδια μεταστροφή, δέν κεραυ­νοβολεῖται ἀπό τή θεϊκή παρουσία στό δρόμο πρός τή Δαμασκό ἤ μέσα στή Νότρ Ντάμ τοῦ Παρισιοῦ, ὅπως ὁ προσφιλής του Κλωντέλ, τά Χριστούγεννα τοῦ 1886, παιδί δεκαοχτώ χρονῶν (στόν σημερινό ἐπι­σκέπτη τοῦ ναοῦ ὑποδεικνύεται τό σημεῖο τῆς μεταστροφῆς). Γι' αὐτό ἄλλωστε καί ἡ στροφή αὐτή δέν ἔχει τόν ἐνθουσιασμό, τούς ὑψηλούς τόνους, τήν ἀφέλεια ἤ τόν φανατισμό πού χαρακτηρίζουν συχνά τούς μεταστραφέντες ἤ νεοπροσήλυτους, ἀλλά ἐκφράζεται μέ τρόπο ζυγι­σμένο, διαυγή, ἐπιχειρηματολογημένο, εὐγενικό ἀλλά καί θαρραλέο — μέ τόν τρόπο τοῦ Θεοτοκᾶ δηλαδή.

Τί μέ συνδέει, ἀναρωτιοῦμαι, μέ τήν ἀτμόσφαιρα αὐτήν; Γιατί δέν ἀμφιβάλλω πώς μέ συνδέει κάτι ζωντανό. Ἡ Ἱστορία, ἀποκρίνομαι, τό δίχως ἄλλο· ἡ διαδοχή τῶν χριστιανικῶν αἰώνων πού γεμίζουν τήν ὁμαδική μας μνήμη, σ' αὐτά τά μέρη ὅπου μᾶς δόθηκε νά ζήσουμε. Μέ συνδέει ὅμως, πιστεύω σήμερα, καί κάτι βαθύτερο, μεγαλύτερο ἀπό κάθε ἐθνική καί γεωγραφική πραγματικότητα, κάτι πού ἀφορᾶ τόν ἄνθρωπο ἔξω ἀπό τόπους, μόνο, γυμνό μέ τά πεπρωμένα του: μιά ζέστη πού νικᾶ τή μοναξιά, μιά σκοτεινή, ἀνεξήγητη, φευγαλέα καί ἐπανερχόμενη δύνα­μη παρηγοριᾶς.

Ὅσοι αἰσθάνονται, καμιά φορά, αὐτήν τή δύναμη νά τούς πλησιάζει, δέν πρέπει νά δειλιάζουν καί ν' ἀπομακρύνονται, ὅπως συμβαίνει πολύ συχνά, ἀλλά νά στέκονται καί νά τή στοχάζονται. Νά μήν ἐπιτρέπουν στούς δισταγμούς νά παραλύουν τή θέλησή τους καί νά ἀποθαρρύνονται ἀπό ὁποιεσδήποτε ἀντιρρήσεις μπορεῖ νά προκαλεῖ ἡ στάση τους, τόσο σ' ἐκείνους πού εἶναι ἔξω ἀπό τό θέμα ὅσο καί σ' ἐκείνους πού εἶναι μέσα. Αὐτήν τή σύσταση θά ἔδινα σ' ὅποιο νέο μέ ρωτοῦσε καί θά σταματοῦσα ἐδῶ[3].

Οἱ προσωπικοί λόγοι, ἡ προσωπική πνευματική ἀναζήτηση, πού ὁδηγοῦν τόν Γ. Θεοτοκᾶ, νά μπεῖ στήν ἐκκλησία, καθορίζουν ταυτό­χρονα τόν τρόπο, ἀφενός, μέ τόν ὁποῖο ἐννοεῖ τόν χριστιανισμό, τό περιεχόμενο τοῦ χριστιανισμοῦ του, καί, ἀφετέρου, τόν ξεχωρίζουν ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς θλιβερές, ἀπό πνευματική ἄποψη, περιπτώσεις, τοῦ καιροῦ του καί τοῦ καιροῦ μας, πού ἀναζήτησαν στήν Ὀρθοδοξία μιά ἰδεολογία γιά νά ἀντιπαρατεθοῦν στούς ἰδεολογικούς ἀντιπάλους, ἕνα ὁπλοστάσιο γιά νά πολεμήσουν τούς πολιτικούς ἐχθρούς, χωρίς καμιά πνευματική ἀγωνία, χωρίς κανενός εἴδους ἐσωτερική προσχώ­ρηση. Ὁ Θεοτοκᾶς δέν κάνει πολιτική μέ τήν Ὀρθοδοξία. Οὔτε αἰσθητική.



2.

Ἡ στροφή τοῦ Γ. Θεοτοκᾶ πρός τόν χριστιανισμό πηγάζει ἀπό τό ρίγος πού τοῦ προκαλεῖ ὁ εὐρωπαϊκός μηδενισμός, ἡ κυρίαρχη ἰδεο­λογία τῆς ἐποχῆς, πού ὑπερκαλύπτει ὅλες τίς πολιτικοκοινωνικές διαφορές καί ὁρίζει τό πνευματικό καί ψυχικό στίγμα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Ὡς «ἔξοδος ἀπό τό μηδενισμό»[4] -τίτλος ἄρθρου του- προτείνεται ἡ ἐπιστροφή στόν χριστιανισμό, στή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, πού πρόσφερε καί προσφέρει:

τήν παρηγοριά τῆς ψυχῆς ἐμπρός στό χάος τοῦ θανάτου, τή λύτρωση ἀπό τήν ἀγωνία τῆς ματαιότητας καί τῆς ἐγκατάλειψης πού κατέχει ὁρμέμφυτα τόν ἄνθρωπο σάν ἀτενίζει τό ἄγνωστο τοῦ κόσμου καί, σέ συνάρτηση μέ αὐτά, ἕνα σταθερό ἠθικό κανόνα, ἔνα καθαρό ξεχώρισμα τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ.[5]

Γιά ἕναν ἄνθρωπο μέ τό βλέμμα σταθερά στραμμένο πρός τήν κοινω­νία, αὐτός ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Ὀρθο­δοξία. Ἕνας θεωρητικός χριστιανισμός, ἕνας χριστιανισμός ἰδεῶν δέν θά εἶχε κανένα ἀπολύτως νόημα γιά τόν Θεοτοκᾶ, γιατί δέν ἀποτελεῖ ἀκριβῶς ἀπάντηση στόν καθημερινό μηδενισμό.

Θά καταλήξω στό συμπέρασμα ὅτι ὅποιος ἔχει ἀληθινά τήν τάση νά πιστέψει ἐκεῖνο πού χαρακτήρισα παραπάνω ὡς Καλήν Εἴδηση, τό καλύτερο πού ἔχει νά κάμει εἶναι νά ζητήσει νά συνδεθεῖ ξανά μέ τή θρησκευτική παράδοση τοῦ τόπου του, ἡ ὁποῖα συνυφάνθηκε, πολλούς αἰῶνες, μέ τή ζωή τοῦ λαοῦ του, μέ τόν ἐθνικό του χαρακτήρα, μέ τή νοοτροπία του, τά ἤθη του, τή μνήμη τῶν πατέρων του. Ἐκεῖ, στό δικό του πνευματικό κλίμα, ὁ καθένας θά ἰσορροπήσει καλύτερα, θά βρεῖ πιό σταθερές, πιό πλήρεις λύσεις τῶν προβλημάτων πού τόν βασανίζουν, λύσεις δοκιμασμένες καί ταιριασμένες μέ τήν ψυχική του ζωή. Θά βγεῖ ἀπό τό πνευματικό χάος, θά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό ἄγχος τοῦ μηδενός, θά ἱεραρχήσει μέσα του τίς αξίες τοῦ κόσμου μέ τρόπο σταθερό καί, ἄν εἶναι ἄνθρωπος προικισμένος μέ δημιουργικήν ἱκανότητα, θά προσφέρει στήν κοινότητα ἕνα ἔργο ὑγιές καί ζωοποιό.[6]

Ὁ χριστιανισμός ὡστόσο πρός τόν ὁποῖο στρέφεται ἤ πορεύεται ὁ Θεοτοκᾶς δέν εἶναι ἕνας χριστιανισμός τῆς Ὀρθόδοξης ἰδιαιτερότη­τας, τῆς πολιτιστικῆς ἰδιοπροσωπιας, τῆς ὁμολογιακῆς ταυτότητας, πολύ περισσότερο, τοῦ ἐθνοκεντρισμοῦ. Οἱ λόγοι πού τόν ὁδηγοῦν στόν χριστιανισμό, ἐπειδή ἀκριβῶς συνδέονται ἀφετηριακά μέ τά αἰώνια ἐρωτήματα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τόν ὁδηγοῦν κατευθείαν στό Εὐαγγέλιο:

Οἱ ἀπαντήσεις, ὡστόσο, σ' αὐτά τά ἐρωτήματα ὑπάρχουν (ποῦ ἀλλοῦ;) στήν Καινή Διαθήκη, πού πρέπει ὅμως νά τήν ξαναδιαβάσουμε μέ καθαρό μυαλό καί μέ εἰλικρίνεια ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας καί στούς ἄλλους. Ἐκεῖ θά συνειδητοποιήσουμε τόν καινούργιο προορισμό τῆς Ἐκκλησίας μας πού εἶναι ἄλλωστε ὁ προαιώνιος προορισμός της: νά εἶναι στόν κόσμο πηγή ὑψηλῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐλευθερίας καί πα­νανθρώπινης ἀγάπης, συναδέλφωσης καί εἰρήνης, ἄρνηση τοῦ μίσους, τῆς κακίας καί τῆς ἀδικίας, συμπαραστάτισσα τῆς πάσχουσας ἀνθρω­πότητας στή βασανισμένη πορεία της. Ἔξω ἀπό τό πνεῦμα αὐτό, ὅ,τι μπορεῖ νά λέγεται γιά τόν «ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό» φοβοῦμαι πώς εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ.[7]

Ὅταν ἄλλοι, καί μάλιστα ἀπό τούς ἄμβωνες τῶν ἐκκλησιῶν, μιλᾶνε γιά τόν Κολοκοτρώνη ἤ τόν Παῦλο Μελᾶ, ὁ Θεοτοκᾶς μιλάει γιά τόν Χριστό:

Ὁ Ναζωραῖος ἄγγισε χορδές, ἀποκρίθηκε σέ ἐρωτήματα, θεράπευσε ψυχικές ἀνάγκες, πού συμμετέχουν στήν αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους. Οἱ λαοί πού δοκίμασαν αὐτήν τήν ἀστείρευτη πηγή παρηγορίας καί ἐλέους δέν εἶναι πιθανό νά τήν ξεχάσουν ποτέ ὁριστικά.[8]

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοτοκᾶ στόν μηδενισμό εἶναι ὁ ὀρθόδοξος ἀνθρω­πισμός:

Τό ἰδανικό μου θά εἶταν, ἀπό ἐδώ καί πέρα, ἕνας ὀρθόδοξος ἀνθρωπισμός [ἀραιογραφεῖ ὁ συγγραφέας], ἄς ποῦμε ἀντίστοιχος πρός αὐτό πού ὀνόμασαν ἔξω Humanisme Chretien.[9]

Ὁ χριστιανισμός τοῦ Θεοτοκᾶ ὡστόσο δέν εἶναι μόνο ἕνας χριστιανισμός τῆς ἠθικῆς μέριμνας γιά τόν πάσχοντα ἄνθρωπο. Χωρίς νά εἶναι ἕνας χριστιανισμός τῆς μεταφυσικῆς ἀγωνίας, τοῦ τύπου, αἴφ­νης, τοῦ Κίρκεργκαρ ἤ τοῦ Οὐναμοῦνο, δέν εἶναι πάντως μεταφυσικά ἄνευρος, καθώς ἔρχεται προπάντων νά ἀπαντήσει στό φόβο τῶν φόβων καί τόν μηδενισμό τῶν μηδενισμῶν πού εἶναι ὁ θάνατος.



3.

Ὅσο ἀντίθετος καί ἄν εἶναι ὁ Θεοτοκᾶς σέ μιά ἐθνοπολιτιστική θεώ­ρηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σέ μιά Ἐκκλησία ἐθνικό θεματοφύ­λακα, ἡ ὁποία δέν ἔχει νά πεῖ τίποτε πού νά ἀφορᾶ πραγματικά τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν δίπλα της, δέν μποροῦσε ὅμως νά μή θέσει τό ἐρώτημα τῆς σχέσης τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τό ἔθνος, ἐρώτημα ἄλλωστε ἀναπόφευκτο γιά κάθε χριστιανό ἤ μή χριστιανό τῆς σημερινῆς Ἑλλά­δος, ἀπό τίς τελευταίες δεκαετίες τουλάχιστον τοῦ 19ου αἰώνα μέχρι σήμερα. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοτοκᾶ εἶναι ἐν προκειμένῳ ἡ ἑξῆς:

α. Ὁ ἐθνικός ρόλος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀποστολή πού ἀνέλαβε τό 1453 -σύμφωνα μέ ἕνα συμβατικό ἱστορικό σχήμα πού υἱοθετεῖ καί ὁ Θεοτοκᾶς-, ὁλοκληρώθηκε, ἔκλεισε ὁριστικά τόν κύκλο του.

Ἀλλά ἡ Ἱστορία ἄλλαξε πορεία καί ἡ πατροπαράδοτη ἀποστολή τῶν πέντε αἰώνων δέν ἔχει πιά νόημα γιά τήν Ἐκκλησία, μές στά ὅρια τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Κανείς δέν ζητᾶ ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ταγούς μας νά κυβερνοῦν ὅπως ὁ Ἰωακείμ Γ', νά πολεμοῦν ὅπως ὁ Παπαφλέσσας ἤ νά πέφτουν στή φωτιά ὅπως ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης.[10]

Δέν θά διστάσει νά κρίνει αὐστηρά ἱερά ὀνόματα τοῦ νεοελληνικοῦ ἐθνικοθρησκευτικοῦ στερεώματος, ὅπως τόν Γερμανό Καραβαγγέλη, τόν ὁποῖον θεωρεῖ «καθαρόαιμο πολιτικοστρατιωτικό ἡγέτη, χωρίς θρησκευτικές ἀνησυχίες καί μέριμνες»[11]. Ὁ Θεοτοκᾶς πιστεύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά συνειδητοποιήσει, χωρίς ἀμφιθυμίες καί δισταγ­μούς, τό τέλος τοῦ ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ ρόλου της, καί ἀποδίδει τίς ὅποιες δυσκολίες προσαρμογῆς της στή σύγχρονη ἐποχή, στήν ἀδυναμία της ἀκριβῶς νά συνειδητοποιήσει αὐτό τό τέλος.

β. Ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα θεμελιακή συνιστώσα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μαζί μέ τήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί τό Εἰκοσιένα (πρόκειται οὐσιαστικά γιά τό ἀειθαλές τριμερές σχήμα τοῦ Παπαρρηγόπουλου).

Ὁ Ἑλληνισμός, ὡς κοινωνικοπολιτική ἑνότητα, ἀνήκει στήν κοινότητα τῶν ἐθνῶν τοῦ σύγχρονου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Αὐτή εἶναι μιά διαπί­στωση ἱστορική, ἀπό τήν ὁποία δέν μποροῦμε νά ξεφύγουμε. Μές στήν Εὐρώπη, ἔχουμε τήν ἰδιοτυπία μας καί τίς πνευματικές μας παραδόσεις, πού δίνουν ἀξία καί βάθος στήν ἐθνική ὕπαρξή μας. Οἱ παραδόσεις αὐτές εἶναι ἡ κλασική ἑλληνική παιδεία, ἡ Ὀρθοδοξία, τό φιλελεύθερο καί δημοκρατικό πνεῦμα τοῦ Εἰκοσιένα. Δέν μᾶς χρειάζονται νεολογισμοί θολοί καί ἀμφισβητούμενοι γιά νά προσδιορίσουμε τίς κατευθύνσεις τῆς ἀγωγῆς μας.

Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς ἡ γνησιότερη καί θερμότερη ἔκφραση τοῦ χριστια­νικοῦ πνεύματος, ἡ πλησιέστερη στίς πρῶτες πηγές, συνυφάνθηκε τόσο πολύ μέ τή γλώσσα μας, μέ τήν κλασική ἑλληνική παιδεία καί μέ τήν ὅλη ἐθνική μας πορεία, ὥστε, ἄν τή χάναμε ποτέ, θά χάναμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας.[12]

Ἀνάμεσα στό α) καί τό β) ὑπάρχει ἀντίφαση; Ἤ, ἔστω, ὑποχώρηση τοῦ Θεοτοκᾶ πρός μιά ἐθνοκεντρική θεώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας; Δέν νομίζω. Τό α) εἶναι προσωπική θέση: ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά πεισθεῖ πώς τέλειωσε ὁριστικά ὁ ἐθνικός ρόλος της καί νά ἐπαναπροσδιορίσει τήν ἀποστολή της, ἤγουν νά ἐπιστρέψει στό Εὐαγγέλιο καί νά κατα­στήσει ἐκ νέου ἐνεργό τό λόγο του στόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Τό β) εἶναι ἱστορική διαπίστωση, νηφάλια καί δίκαιη, ἡ ἴδια πού κάνει κάθε ἀπρο­κατάληπτος ἄνθρωπος, καί ἄς μήν ἔχει τήν παραμικρή σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Δέν θά ἦταν ὑποχρεωμένος ὅμως, αὐτός ὁ ὑποθετικός ἀπροκατάληπτος, νά συναγάγει ὅτι «ἄν τή χάναμε ποτέ [τήν Ὀρθο­δοξία], θά χάναμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας». Οὔτε ὁ Θεοτοκᾶς πάντως θά ἔβγαζε αὐτό τό συμπέρασμα, ἄν δέν πίστευε στήν πνευματική σημασία τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας γιά τούς ἀνθρώπους γύρω του. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά ἐθνικά κειμήλια ἀλλά γιά ἰσχυρή πρόταση ζωῆς. Στό σημεῖο αὐτό τό α) καί τό β) διασταυρώνονται.

Τήν ἐποχή τοῦ Θεοτοκᾶ, δέν τίθεται τό ζήτημα τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους. Δέν τό θέτει, ὅπως εἶναι φυσικό, οὔτε ὁ ἴδιος, πού φτάνει μάλιστα νά πιστεύει ὅτι «δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ στήν Ἑλλάδα χωρισμός Εκκλησίας καί Πολιτείας»[13]. Τό γεγονός αὐτό τόν ὁδηγεῖ ἐνίοτε ἐκ τῶν πραγμάτων σέ σύγχυση τῶν πεδίων. Ἡ ἐκκλησιαστική κρίση πού ξεσπάει τόν Ἰανουάριο τοῦ 1962 μέ τήν ἐκλογή τοῦ Ἰακώβου στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, κατά τόν Θεοτοκᾶ, δέν πλήττει ἁπλῶς τό κῦρος τῆς Ἐκκλησίας, δέν βλάπτει μόνο τήν κοινωνία, ἀλλά «ζημιώνει σοβαρά τό ἔθνος», «προκαλεῖ ρήγματα στά θεμέλια τῆς ἐθνικῆς ζωῆς», γι' αὐτό καί τελικά, προκειμένου νά βγεῖ ὁ τόπος ἀπό τήν περιπέτεια, προτείνει «τό ἐθνικό συμφέρον [νά] εἶναι τό κριτήριο τῶν πράξεών μας»[14].



4.

Ὁ Γ. Θεοτοκᾶς πιστεύει σέ μιά Ὀρθοδοξία εὐαγγελική, κοινωνικά εὐαίσθητη, ἀνοιχτή στήν Εὐρώπη καί τόν κόσμο, οἰκουμενική. Πράγ­ματα σημαντικά, τότε καί τώρα. Ἡ κύρια ὡστόσο συμβολή του στή θεώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας βρίσκεται ἀλλοῦ: στή βαθιά πεποίθηση του ὅτι ὁ μόνος δρόμος σήμερα γιά μιά Ὀρθοδοξία πού νά εἶναι ἀληθινή καί ζωντανή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ περνάει μέσα ἀπό τόν πολιτικό πολιτισμό τῆς Ευρώπης. Μέ τά κείμενά του καί μέ τή στάση του, λέει τό ἁπλούστατο ἀλλά, φεῦ, διόλου αὐτονόητο γιά τήν ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅτι μπορεῖς δηλαδή νά πιστεύεις στόν Χριστό καί νά εἶσαι ταυτόχρονα ὑποστηρικτής τῆς δημοκρατίας καί τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων. Κάνει ἕνα βῆμα παραπέρα: ὑποστηρίζει οὐ­σιαστικά ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νά εἶναι κανείς σήμερα χρι­στιανός ἔξω ἀπό τό νά εἶναι ταυτόχρονα καί δημοκρατικός πολίτης:

Δέν ζητοῦμε, πρός Θεοῦ, ἀπό τήν Ἐκκλησία μας νά κάνει πολιτική. Τῆς ζητοῦμε νά συναντήσει κι αὐτή κάπου τόν Κύριό της — ἤ τουλά­χιστο νά τό προσπαθήσει[15].

Σέ μιά Ἐκκλησία πού ζοῦσε καί ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ μέ τή νοσταλγία τοῦ Βυζαντίου -μέχρι πρό τίνος καί μέ τό χιλιαστικό ὅραμα τῆς ἀνασύστασης τῆς Αὐτοκρατορίας-, σέ μιά Ἐκκλησία ἀκραία ἐθνικι­στική, μισαλλόδοξη, ἀντιδημοκρατική, ἐχθρική πρός τή Δύση καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, τό δίδαγμα τοῦ Θεοτοκᾶ δέν ἀκούστηκε, τό σκέπασαν ἄλλες φωνές. Ὅταν τά ἔγραφε ὅλα αὐτά, γύρω στό '60, λίγο πρίν καί λίγο μετά, ἀπευθυνόταν ἀποκλειστικά στήν ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τή μόνη πού λειτουργοῦσε σέ δημοκρατικό καθεστώς. Σήμερα θά τά ἀπηύθυνε πάλι, τά ἴδια ἀκριβῶς, σέ ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, στίς σλαβικές πολύ περισσότερο. Ἡ πρό­τασή του ἰσχύει στό ἀκέραιο, ἐπίκαιρη ὄσο ποτέ.



5.

Ἀκούστηκε καί στό συνέδριο αὐτό, καί ἔχει γραφτεῖ κατ' ἐπανά-ληψιν πώς ὁ Θεοτοκᾶς προσχώρησε, στό τέλος τῆς ζωῆς του, στόν θρη­σκευτικό μυστικισμό. Ὅσοι λένε ἤ γράφουν κάτι τέτοιο ἔχουν παχυ­λή ἄγνοια γιά τό τί σημαίνει ὁ ὅρος «μυστικισμός» στή θρησκεία καί, ἐπειδή ἀγνοοῦν, ὡς συνήθως, ὅτι ἀγνοοῦν, δέν μπαίνουν καί στόν κόπο νά ἀνοίξουν μιά ἐγκυκλοπαίδεια. Ὁ Θεοτοκᾶς μυστικιστής! — πρόκει­ται γιά ἀνέκδοτο. Ξέρετε καί ἄλλους μυστικιστές πού θά ἔγραφαν, ἐπί παραδείγματι, ἀπανωτά πολιτικά ἄρθρα στόν ἡμερήσιο Τύπο γιά τά Ἰουλιανά;


6.

Δέν θά ἤθελα νά ἀποφύγω, τελειώνοντας, νά θέσω ὁρισμένα ἐρωτή­ματα, ἀπό αὐτά πού εἶναι προορισμένα νά μένουν ἀναπάντητα, γιατί ἀφοροῦν περιοχές ἀψηλάφητες.

Μέχρι ποῦ ἔφτασε αὐτή ἡ πορεία τοῦ Θεοτοκᾶ πρός τόν χριστια­νισμό; Τί θά ἀπαντοῦσε ὁ ἴδιος στήν εὐθεία ἐρώτηση ἄν εἶναι χριστια­νός; (Πουθενά στά γραπτά του δέν λέει ρητά ὅτι εἶναι). Ἔκανε τελικά τό ἅλμα τῆς πίστης; Πίστευε στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; Ἤ μήπως ἔμεινε κυρίως στά ὅρια τοῦ χριστιανικοῦ ἀνθρωπισμοῦ;

Ἀντιγράφω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό Ταξίδι στή Μέση Ἀνατολή καί στό Ἅγιον Ὄρος —τό κείμενο μέ τόν προσωπικότερο τόνο γιά ὅσα συζητᾶμε ἐδῶ—, ὅπου κάνει λόγο γιά τήν προετοιμασία πού χρειάζεται, προκειμένου νά ἐπισκεφτεῖ κανείς τούς Ἁγίους Τόπους, καί τή σημασία πού μπορεῖ νά ἔχει ἕνα τέτοιο ταξίδι:

Χρειάζεται κάποια ψυχολογική προετοιμασία. Δέν μιλῶ γιά πίστη, γιατί ξέρω πόσο βαρύς εἶναι αὐτός ὁ λόγος καί μέ πόση προσοχή ὀφείλουμε νά τόν χρησιμοποιοῦμε. Τουλάχιστο ὅμως πρέπει νά πηγαίνει κανείς στήν Ἅγια Πόλη μέ εὐλάβεια πρός ὅ,τι θεώρησαν ἀμέτρητες γενεές προγό­νων μας ὡς ἱερό. Τήν ἀληθινή, μυστική πίστη δέν μπορεῖ νά τήν ἔχει κανείς κατά παραγγελία, ὅ,τι ὥρα τοῦ κάνει ὄρεξη. Αὐτή ἔρχεται μόνη της, σέ ὅποιον θέλει καί ὅταν θέλει. Τήν εὐλαβική ὅμως διάθεση τή διατηροῦμε μέσα μας ἀπό αἰῶνες καί θά τή βροῦμε, σίγουρα, μέ λίγη προσπάθεια, ἄν δέν εἴμαστε πολύ χαλασμένοι ἀπό τή σύγχρονη ζωή.

[...]

Δέν ὑπόσχομαι ὅτι θά γίνουμε ἔτσι εὔκολα γνήσιοι Χριστιανοί. Κάπως ὅμως θά πλησιάσουμε τό ἀληθινό νόημα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. θά ἀρχίσουμε νά διαισθανόμαστε τό μέγεθος καί τήν ἐκρηκτικότητα τῆς πνευματικῆς δύναμης πού βρέθηκε κάποτε συμπυκνομένη ἐδῶ καί πού ἔμελλε νά ἀλλάξει —καί νά ἀλλάζει ὁλοένα, μέ τίς ἀνεξάντλητες ἀλυσωτές ἀντιδράσεις της— τήν καρδιά καί τή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων. (σ. 63-64)

Δέν ἔχουμε σκοπό, βέβαια, μέ τούτη τήν τελευταία, ἔκτη, σημείωση νά μετρήσουμε ἤ νά βαθμολογήσουμε τήν πίστη τοῦ Θεοτοκᾶ. Μακριά ἀπό μᾶς αὐτός ὁ δαιμονικός πειρασμός. Ἄν θέτουμε αὐτά τά ἐρωτή­ματα, εἶναι ἐπειδή ἡ προσωπική στάση του τέμνεται μέ τή στάση πολλῶν ἄλλων ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας, ὅπου ἡ πίστη δέν εἶναι δυνατή ἤ, ἔστω, εύκολη, ἀκόμη καί σέ ἐκείνους στούς ὁποίους εἶναι ἐπιθυμητή ἤ καί ἀναγκαία. Ἄν θά δοκίμαζα νά «ἀπαντήσω», θά ἔλεγα ὅτι ὁ Θεοτοκᾶς, πρῶτον, ἔνιωθε βαθιά τήν ἀνάγκη, τόν πόθο καί τή θέληση νά πιστέψει καί, δεύτερον, ἤξερε καλά τί εἶναι αὐτό πού ἤθελε, τόσο καλά πού εἶχε ἐπίγνωση πώς δέν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρ­θωμα ἀλλά δῶρο τοῦ Θεοῦ: «Αὐτή ἔρχεται μόνη της, σέ ὅποιον θέλει καί ὅταν θέλει». Τόσο μόνο μποροῦμε νά ποῦμε καί τίποτε περισσότερο.



-----------------------------------------------------------------------------

Ὁ Σταῦρος Ζουμπουλάκης γεννήθηκε τό 1953 στή Συκιά Λακωνίας. Ἀπό τίς ἐκδό­σεις τοῦ Βιβλιοπωλείου τῆς «Ἑστίας» (2002) κυκλοφορεῖ τό βιβλίο του Ὁ Θεός στήν πόλη. Δοκίμια γιά τή θρησκεία καί τήν πολιτική.

[1] Στόν Πρόλογό του (σ. 81) στό Γιώργος Θεοτοκάς, Στοχασμοί καί θέσεις. Πολι­τικά κείμενα 1925-1966, 2 τόμοι, ἐπιμ. Νίκος Κ. Ἀλιβιζάτος, Μιχάλης Τσαπόγας, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», Ἀθήνα 1996.

[2] Στά ἡμερολόγιά του δέν ἀποτυπώνονται κινήματα ψυχῆς Θρησκευτικῆς. Ὑπάρχει ὡστόσο μιά ἐγγραφή τῆς 29.4.1940 (Τετράδια ἡμερολογίου, 1939-1953, πρόλ. Μάρκ Μαζάουερ, ἐπιμ.-εἰσαγ. Δημήτρης Τζιόβας, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας» 32005, σ. 133-134) πού φανερώνει, πιστεύουμε, τήν ψυχική καί πνευματική διαθεσιμότητα τοῦ Θεοτοκᾶ γιά μιά χριστιανική στροφή. Βλ. ἀκόμη τίς ἐγγραφές τῆς 30.11.1942 καί τῆς 23.10.1941 (διαφωνία του μέ τόν Παναγιώτη Κανελλόπουλο γιά τό Βυζάντιο καί τή βυζαντινή τέχνη), στό ἴδιο, ὅ.π., σ. 373 καί 299 ἀντιστοίχως.

[3] Γιώργου Θεοτοκᾶ, Ταξίδι στή Μέση Ἀνατολή καί στό Ἅγιον Ὄρος, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», 2η ἔκδοση, Ἀθήνα χ.χ., σ. 175, (1η ἔκδοση Φέξης 1961).

[4] «Ή ἔξοδος ἀπό τό μηδενισμό», ἐφ. Τό Βῆμα, 10.1.1960, καί Γιώργου Θεοτοκᾶ, Πνευματική Πορεία, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», 2η ἔκδοση, Ἀθήνα, χ.χ., σ. 129-133.

[5] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία, ὅ.π., σ. 121.

[6] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία,ὅ.π., σ. 132-133.

[7] Γιώργου Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, Οί ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα 1975, σ. 28-29• βλ. στό ἴδιο καί σ. 24-25.

[8] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία,ὅ.π., σ. 123.

[9] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 34.

[10] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 27.

[11] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας,ὅ.π., σ. 20.

[12] Γ. Θεοτοκᾶ, Ή Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 32-33. Οἱ «θολοί νεολογι­σμοί» ἀναφέρονται στόν ὅρο «Ἑλληνοχριστιανικός πολιτισμός» τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1952. Βλ. στό ἴδιο σ. 36 καί 57.

[13] Γ. Θεοτοκᾶ, Πνευματική πορεία, ὅ.π., σ. 134.

[14] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 41, 42 καί 43 ἀντιστοίχως.

[15] Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, ὅ.π., σ. 12.

Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν

 
Νίκων Κουτσίδης (Ἀρχιμανδρίτης)

undefined


Κάποια φορά, πηγαίνοντας ὁ Κύριος στὴν Ἱερουσαλήμ, θέλησε νὰ σταματήσει σ' ἕνα χωριὸ Σαμαρειτῶν. Ἔστειλε ἀγγελιοφόρους νὰ προετοιμάσουν τὸν ἐρχομό του. Ὅμως οἱ Σαμαρεῖτες δὲν τὸν δέχτηκαν, γιατί πήγαινε στὴν Ἱερουσαλήμ. Μετά, ὅταν Τὸν εἶδαν, τοῦ εἶπαν οἱ μαθητὲς του Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης:

-Κύριε, θέλεις νὰ ποῦμε νὰ πέσει φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ τοὺς κάψει, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἠλίας;

Ὁ Ἰησοῦς τότε τοὺς ἐπέπληξε λέγοντας:

-Δὲν γνωρίζετε, ποιὸ πνεῦμα ἐκπροσωπεῖτε ἐσεῖς· ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε, νὰ καταστρέψει ψυχές, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὶς σώσει (Λου. 9, 53-56).

* * *
Συνεπῶς, πολλὲς φορές, ἐνῶ νομίζουμε ὅτι ἐνεργοῦμε κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὴν πραγματικότητα κάνουμε τραγικὸ λάθος: καὶ ζητᾶμε πράγματα ἀντίθετα στὸ θέλημά Του. Καὶ ἂν οἱ ἀπόστολοι τὴν ἔπαθαν τότε πόσο πιὸ πολὺ κινδυνεύουμε ἐμεῖς!

Γι' αὐτό, εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο νὰ γνωρίζουμε, κάθε φορά:

• Τί ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ πῶς τὸ ζητᾶμε.

• Τί προσφέρομε στὸν Χριστὸ καὶ πῶς Τοῦ τὸ προσφέρομε!

Στὴν μέση τῆς θείας Λειτουργίας, ὁ ἱερέας, λίγο πρὶν εὐλογήσει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο γιὰ νὰ μεταβληθοῦν σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, ἐκφωνεῖ:

-Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν Σοὶ προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα.

Τὰ λόγια αὐτὰ σημαίνουν:

-Τὰ δῶρα (ἄρτος καὶ οἶνος) εἶναι δικά Σου· ἀπὸ δικά Σου δημιουργήματα (ὁλόκληρο τὸν κόσμο). Σοῦ τὰ προσφέρομε σύμφωνα μὲ ὅλα ὅσα μᾶς ἐδίδαξε ὁ Υἱός σου (κατὰ πάντα)· καὶ γιὰ ὅλα ὅσα ἔχεις κάνει Σὺ γιὰ μᾶς (διὰ πάντα)!

Δὲν ἀρκεῖ, λοιπόν, νὰ προσφέρουμε τὰ δῶρα μας στὸν Θεό, σὰν νὰ βγάζουμε μία ὑποχρέωση! Γιὰ κάτι ποὺ μᾶς ἔκαμε! Ἤ γιὰ νὰ Τοῦ ζητήσουμε κάτι.

Προσφέρουμε δῶρα στὸ Χριστό:

• Γιὰ νὰ Τοῦ ἐκφράσουμε τὴν εὐχαριστία-εὐγνωμοσύνη μας γιὰ ὅλα ὅσα ἔκαμε, ἀλλὰ καὶ ἔπαθε γιά μᾶς· καὶ κυρίως γιὰ τὸν Σταυρό Του· τὴν Ταφή Του καὶ τὴν Ἀνάστασή Του.

• Καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές Του καὶ ὁδηγίες Του.

Ὁ Κύριος λέγει: Προηγεῖται ἡ καταλλαγή, ἡ συμφιλίωση μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει κάτι ἐναντίον μας. Μετὰ ἔρχεται ἡ ὑλικὴ ἤ πνευματικὴ προσφορὰ στὸν Χριστό. Ἡ προσευχὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ μνησίκακη καρδιὰ δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό.

Ἡ συμμετοχή μας στὴν θεία Λειτουργία ἀπαιτεῖ ἀγώνα: γιὰ διόρθωση τῶν παθῶν μας· καὶ γιὰ συμβουλὴ ἀπὸ ἱερέα-πνευματικὸ πατέρα. Μόνον τότε θὰ μποροῦμε νὰ ζητοῦμε κάτι ἀπὸ τὸν Χριστὸ εὐάρεστα ἐνώπιόν Του· μὲ θάρρος· καὶ μὲ παρρησία.

Θεία Λειτουργία: ἔργον τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ

Γρηγόριος ἱερομόναχος






Ὅταν ἕνας ἁπλοῦς χριστιανὸς λέει: Ἐκκλησιάζομαι ἢ πηγαίνω στὴν θεία Λειτουργία, ἐννοεῖ, κατὰ κανόνα, ὅτι πηγαίνει στὸν Ναὸ καὶ παρακολουθεῖ τὸ μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας. Ὅμως ἡ θεία Λειτουργία δὲν εἶναι ἕνα θέαμα ποὺ παρακολουθοῦμε ἁπλῶς, οὔτε μία ἀκρόαση ὕμνων καὶ ἀναγνώσεων ποὺ ἀκοῦμε. Εἶναι ἕνα ἔργο θεϊκὸ τὸ ὁποῖο τελεῖ ὁ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἴδια ἡ λέξη Λειτουργία σημαίνει: λαοῦ (λεῖτος = λαὸς) ἔργον. Ἑπομένως, πηγαίνω στὸν Ναὸ γιὰ τὴν θεία Λειτουργία σημαίνει : Πηγαίνω στὸν Ναὸ καὶ συμμετέχω στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Πηγαίνω στὸν Ναὸ γιὰ νὰ ἐργασθῶ ἔργον θεῖον. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔργον εἶναι ἡ δοξολογία καὶ εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν δωρεὰ τῆς ἀπείρου ἀγάπης Του.

Τὰ τελούμενα στὴν θεία Λειτουργία φανερώνουν ὅτι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ συμμετέχει στὴν τέλεσή της. Ἡ προσφορὰ τῶν δώρων ποὺ πρόκειται νὰ ἁγιασθοῦν, ἡ ψαλμωδία καὶ οἱ κοινὲς δεήσεις, ἡ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὴν Τράπεζα τοῦ Κυρίου, ὅλα μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἔργο ὁλοκλήρου τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία εἶναι ἀδιανόητη ἡ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας χωρὶς τὴν συμμετοχὴ ἔστω καὶ ἑνὸς μόνον πιστοῦ ἢ χωρὶς νὰ κοινωνήσει ἔστω καὶ ἕνας μόνον πιστός. Ἂς δοῦμε ὅμως τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ πιστὸς συμμετέχει στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας.

Πρῶτον συμμετέχει μὲ τὴν προετοιμασία καὶ προσφορὰ τῶν δώρων. Τὸ σιταρένιο πρόσφορο, τὸ ἁγνὸ νάμα, τὸ καθαρὸ κερί, τὸ ἐλαιόλαδο, ὅ,τι δηλαδὴ χρειάζεται γιὰ νὰ τελεσθεῖ ἡ ἀναίμακτη λατρεία, εἶναι προσφορὰ τῶν πιστῶν.

Αὐτὴ τὴν εὐλογημένη συνήθεια τῆς προετοιμασίας τοῦ πρόσφορου πρέπει νὰ τὴν διατηρήσουμε καὶ στὶς μέρες μας. Ἰδιαίτερα μάλιστα ὅταν ἑτοιμαζόμαστε νὰ τελέσουμε θεία Λειτουργία γιὰ τὴν ἀνάπαυση ψυχῆς προσφιλοῦς μας προσώπου, πρέπει νὰ φροντίζουμε γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ προσφόρου. Ἔτσι ὁ προσφερόμενος ἄρτος γίνεται συγκεκριμένος τρόπος συμμετοχῆς μας στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας.

Ὁ δεύτερος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ πιστοὶ συμμετέχουν ἐνεργῶς στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ψαλμωδία καὶ οἱ κοινὲς προσευχές. Στοὺς παλαιότερους χρόνους ὅλα τὰ τροπάρια καὶ οἱ ὕμνοι, ποὺ σήμερα ψάλλονται ἀπὸ τοὺς ἱεροψάλτες, ἐψάλλοντο ἀπὸ τὸν λαὸ ὁλόκληρο.

Ἡ ἀρχαιότερη περιγραφὴ τῆς θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποία μᾶς διέσωσε ὁ ἅγιος μάρτυς Ἰουστῖνος, ἀναφέρει: «Ὁ προεστὼς εὐχὰς καὶ εὐχαριστίας, ὅση δύναμις αὐτῷ, ἀναπέμπει καὶ ὁ λαὸς ἐπευφημεῖ λέγων τὸ Ἀμήν». Ἡ λέξη Ἀμὴν εἶναι ἑβραϊκὴ καὶ σημαίνει: πράγματι, γένοιτο. Οἱ πιστοὶ μὲ τὴν λέξη αὐτὴ ἐπισφραγίζουν τοὺς λόγους τοῦ ἱερέως. Γενικά, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι μὲ τὶς ἀπαντήσεις τους στὶς ἐκφωνήσεις οἱ πιστοὶ συμπληρώνουν τὶς προσευχὲς τοῦ λειτουργοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ «Παράσχου, Κύριε», «Σοὶ Κύριε», «Κύριε ἐλέησον».

Ὅλοι μαζὶ οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦν τὸ ἅγιο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο ψάλλει καὶ δοξολογεῖ τὸν Κύριο μὲ ἕνα στόμα, ἀγαπᾶ τὸν Κύριο μὲ μιὰ καρδιά, ἐλπίζει στὸν Κύριο μὲ μιὰ κοινὴ ἐλπίδα καὶ χαρά.

Τὸ τρίτο καὶ κυριώτερο σημεῖο ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ πιστοὶ συμμετέχουν στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ ἱερέως προσφορὰ τῆς ἀναιμάκτου ἱερουργίας καὶ ἡ συμμετοχή τους στὴν Τράπεζα τοῦ Κυρίου.

Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς ἀναλύει διεξοδικὰ τὴν ἰσότητα τῶν πιστῶν μὲ τὸν λειτουργό τοῦ Κυρίου μπροστὰ στὰ μεγάλα καὶ ἅγια Μυστήρια. Γράφει σχετικά: «Ὑπάρχουν περιπτώσεις ποὺ καθόλου δὲν διαφέρει ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸν πιστό, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας: Ὅλοι ἀπολαμβάνουμε τὰ ἴδια, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ὄχι ὅπως γινόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅπου ἄλλα ἔτρωγε ὁ ἱερεὺς καὶ ἄλλα οἱ ὑπόλοιποι καὶ ἀπαγορευόταν νὰ μετέχει ὁ λαὸς σὲ ὅσα μετεῖχε ὁ ἱερεύς. Αὐτὸ δὲν γίνεται τώρα, στὸν καιρὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἄλλα ἕνα Σῶμα βρίσκεται μπροστὰ σὲ ὅλους καὶ ἕνα Ποτήριον.



Ἐπίσης καὶ στὶς προσευχὲς βλέπει κανεὶς ὅτι ὁ λαὸς συνεισφέρει πολύ. Γιατί προσεύχονται ἀπὸ κοινοῦ ὁ ἱερεὺς καὶ οἱ πιστοὶ γιὰ ὅσους ἐνεργοῦν τὰ θελήματα τοῦ Διαβόλου καὶ γιὰ ὅσους ἔχουν κανόνα μετανοίας. Καὶ ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ λένε τὴν ἴδια προσευχή, προσευχὴ γεμάτη ἀπὸ ἔλεος. Καὶ ὅλοι μαζὶ γονατίζουμε στὸ ἔδαφος καὶ ὅλοι μαζὶ σηκωνόμαστε ὄρθιοι. Ὅταν ἐπίσης πρόκειται νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ ἀνταποδώσουμε τὴν εἰρήνη, ὅλοι ἀνταλλάσσουμε τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης. Καὶ ὅταν τελεῖται τὸ πιὸ θαυμαστὸ μυστήριο, δηλαδὴ ἡ θεία Εὐχαριστία, εὔχεται ὁ ἱερεὺς στὸ λαὸ καὶ ὁ λαὸς εὔχεται στὸν ἱερέα. Διότι ἡ φράση «Μετὰ τοῦ πνεύματός σου», δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο, παρὰ αὐτὸ ἀκριβῶς.

Καὶ ἡ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι ἐπίσης κοινή. Διότι δὲν εὐχαριστεῖ μόνος του ὁ ἱερεύς, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ λαός. Ἀφοῦ ἀρχίσει ὁ ἱερεύς, συμφωνοῦν ὅλοι ὅτι αὐτὸ γίνεται ἄξια καὶ κατὰ δίκαιο λόγο: «Ἄξιον καὶ δίκαιον». Στὴν συνέχεια ὁ ἱερεὺς ἀρχίζει τὴν Εὐχαριστία...

Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶπα ὥστε ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ προσέχουν, γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἕνα σῶμα καὶ τόσο μόνον διαφέρουμε μεταξὺ μας ὅσο τὸ ἕνα μέλος τοῦ σώματος ἀπὸ τὸ ἄλλο». Καὶ ὁ ἱερ. Χρυσόστομος συμπεραίνει ὅτι «ἱερεῖς καὶ πιστοὶ πρέπει νὰ θεωροῦμε τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία ὡς τὸ κοινὸ σπίτι ὅλων μας καὶ ἔτσι νὰ παραμένουμε σ’ αὐτήν: Ὡς μίαν οἰκίαν δεῖ τὴν Ἐκκλησίαν οἰκεῖν, ὡς σῶμα ἕν. Διότι καὶ τὸ ἅγιο Βάπτισμα εἶναι ἕνα καὶ ἡ Τράπεζα εἶναι μία καὶ ἡ πηγὴ μία καὶ ἡ δημιουργία μία καὶ ὁ Πατέρας εἶναι ἕνας.

Μέσα στὸν ἱερὸ Ναὸ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας προσφέρεται ἀπὸ τὸν λειτουργὸ καὶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ ἡ ἀναίμακτη προσφορὰ πρὸς τὸν Κύριον. Καὶ στὴν ἱερὰ Τράπεζα, λέει ὁ ἅγ. Ἰωάννης, δὲν συμμετέχω ἐγὼ ὁ λειτουργὸς μὲ περισσότερη ἀφθονία, καὶ σεῖς οἱ πιστοὶ μὲ λιγότερη, ἀλλὰ ὅλοι κοινωνοῦμε ἐξ ἴσου. Ἂν βέβαια ἐγὼ ὁ λειτουργὸς προσέρχομαι στὴν θεία Κοινωνία πρῶτος, αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτε σπουδαῖο, ἐπειδὴ καὶ στὴν οἰκογένεια ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιὰ ἁπλώνει πρῶτος τὸ χέρι στὸ συμπόσιο. Ὅμως τίποτε περισσότερο δὲν γίνεται ἀπὸ αὐτὸ, ἀλλὰ ὅλα εἶναι ἴσα σ’ ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ποὺ συνέχει καὶ σώζει τὶς ψυχές μας (δηλαδὴ τὸ ἅγιο Σῶμα καὶ τὸ πανάχραντο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ), δίνεται στὸν καθένα μὲ τὴν ἴδια τιμή. Δὲν μετέχω ἐγὼ ἄλλου ἀμνοῦ καὶ σεῖς ἄλλου, ἀλλὰ ὅλοι κοινωνοῦμε ἀπὸ τὸν ἴδιο Ἀμνό».

Ὅλες οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας μᾶς δείχνουν ὅτι ἡ ἁγία Ἀναφορὰ εἶναι ἔργον ὅλων τῶν πιστῶν. Ὁ ἱερεὺς ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ ἐξ ὀνόματος τῶν πιστῶν καὶ ὅλοι μαζὶ δέονται: «Ἔτι προσφέρομέν Σοι τὴν λογικὴν ταύτην καὶ ἀναίμακτον λατρείαν καὶ παρακαλοῦμέν Σε καὶ δεόμεθα καὶ ἱκετεύομεν. Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά Σου τὸ Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα. Καὶ ὁ λαὸς συμψάλλει καὶ δέεται:
Σὲ ὑμνοῦμεν, Σὲ εὐλογοῦμεν, Σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά Σου ὁ Θεὸς ἡμῶν».

Ὁ λειτουργός, μὲ τὸ μυστήριο τῆς χειροτονίας, δέχθηκε τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔγινε τὸ στόμα τῶν πιστῶν ποὺ ὁμιλεῖ στὸν κοινὸ Πατέρα. Ὅλοι μαζὶ δοξολογοῦμε καὶ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο.

Ὁ δρόμος τῆς ταπείνωσης

Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)



«Ὅλοι, ἔλεγε ὁ ἅγιος Τύχων τοῦ Ζαντόνσκ, τὴν θέλουν τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ἔπαινό Του. Ἄλλα πολὺ λίγοι, τὸ ἀποφασίζουν νὰ σηκώσουν τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ὑπομείνουν, ἔστω καὶ μόνο κάποιες βρισιές, ἕναν κάποιο χλευασμό, μία κάποια καταφρόνηση»!...

Ἡ μακαριὰ δούλη τοῦ Θεοῦ Ξένη αὐτὰ τὰ εἶχε σὲ ὅλη της τὴν ζωή!...

Τί ὕβρεις, τί ἐμπαιγμούς, τί ὀνειδισμοὺς ὑπόμεινε! "Ὄχι μόνο ἀπὸ ἀθῶα παιδιά, ἀπὸ ἀνθρώπους πειραχτήρια, ἀπὸ ἄσχετους μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή! Ἄλλα καί, πρὸ παντός, ἀπὸ τοὺς ἐκμοντερνισμένους· ποὺ θεωροῦσαν τὴν πολιτεία της σκέτη βλακεία· ἀπὸ τοὺς διαφωτισμένους ἄθεους!..

Ἂν θελήσει κανεὶς νὰ ἐξηγήσει, τὴν πορεία της, πρέπει νὰ κάνει τὴ σκέψη, ὅτι ἡ ἁγία Ξένη Γρηγόριεβνα, ἀκινητοποίησε τὸ λογισμό της σὲ δύο πόλους: στὴν ἀπέραντη ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ· ὅτι ποτὲ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει· καὶ στὴν δική της ἀναξιότητα καὶ ἁμαρτωλότητα- στὴν ταπείνωσή της· στὸ ὅτι ἦταν γιὰ ὅλα ἀνάξια· γιὰ ὅλα μικρή.

Μόνο ἔτσι μπορεῖ ἄνθρωπος νὰ ἀντέξει τόσα, καὶ νὰ ξεπεράσει τοὺς λογισμούς, ποὺ τόσο ἁπλόχερα σπέρνει παντοῦ ὁ διάβολος.


Γράφει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος: «Τὰ διακριτικὰ χαρίσματα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ταπείνωση εἶναι:

• θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του, τὸν πιὸ ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ἐπάνω στὸν κόσμο•

• δὲν κακολογεῖ καὶ δὲν κρίνει ποτὲ κανέναν

• βρίσκει τὸν ἑαυτὸ του πιὸ βρωμερό, πιὸ αἰσχρό, πιὸ ἀδιάφορο ἀπὸ ὅλους

• δὲν προβάλλει ποτὲ γιὰ τίποτε καὶ σὲ τίποτα σὰν παράδειγμα καὶ σὰν ὑπόδειγμα τὸν ἑαυτό του

• δὲν γκρινιάζει· καὶ δὲν ἔρχεται ποτὲ σὲ ἀντιλογία μὲ κανέναν ὄχι γιὰ προσωπικὰ του θέματα· ἀλλὰ οὔτε γιὰ τὴν πίστη,... Καί, ἂν τοῦ λένε κάτι σωστό, ἀπαντάει: «Μπράβο, ἔτσι εἶναι»!... καὶ ἂν τοῦ λένε κάτι στραβό, τοὺς λέγει: «Σὺ ξέρεις, τί λές»!...

• σιχαίνεται τὸ θέλημά του, σὰν τὸ πιὸ βρωμερὸ πράγμα στὸν κόσμο

• ἀγαπάει καὶ βαστάζει τὶς θλίψεις, τὶς προσβολὲς καὶ τὶς στερήσεις μὲ χαρά

• δὲν θέλει νὰ λυπήσει καὶ νὰ στενοχωρήσει ποτὲ κανέναν» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Λόγος περὶ ταπεινώσεως). Δρόμος δύσκολος. Καὶ σκληρός. Ἄλλα δρόμος γλυκύς· δρόμος θεϊκός· δρόμος-πορεία πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ναί. Ὃ δρόμος αὐτὸς εἶναι γλυκύς. Γιατί ἔχει καὶ κάτι ποὺ τὸν φωτίζει- καὶ τὸν κάνει καὶ γλυκὺν καὶ ἐλαφρόν. Καὶ αὐτὸ τὸ κάτι εἶναι, ὅτι τὸν δρόμο αὐτό μᾶς τὸν δείχνει ὀ Κύριος. Ἀλλὰ ὄχι μὲ λόγια στεγνά: Αὐτὸς εἶναι- βαδίστε τον! Ὁ ἴδιος πάει μπροστά. Καὶ τὸ θέλημά Του ἁπλά μᾶς τὸ ὑποδηλώνει, μὲ τὰ λόγια Του: Ἂν θέλετε, ἀκολουθεῖτε με. Ὅποιος θέλει.

Ὁ Κύριος ἐκοπίασε. Ἐθλίβη. Ἐπόνεσε. Ἐταλαιπωρήθη. Περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἐμᾶς. Καὶ ἐταπεινώθη, ὅσο ποτὲ κανένας στὸν κόσμο. Καὶ ἡ ταπείνωσή Του, στὸν Σταυρὸ καὶ στὸν Τάφο, εἶναι καὶ λέγεται Η ΑΚΡΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ.

Ὅποιος πιστεύει στὸν Κύριο, Τὸν ἀγαπάει. Καὶ ὅποιος Τὸν ἀγαπάει, θέλει νὰ εὑρίσκεται πάντοτε κοντά Του. Καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθεῖ, ὅπου καὶ ἂν πηγαίνει.

«Μετά Σοῦ, Κύριε, ἕτοιμος εἰμὶ καὶ εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον πορεύεσθαι» (Λουκ. 22,23).

Μανιφέστο απο τον Μητροπολίτη Μεσογαίας: Μην πληρώνετε το χαράτσι



"Αν σε έναν κόψουν το ρεύμα, εμείς θα το κόψουμε σε όλους τους ναούς. Θα κάνουμε γάμους με κεριά στα χέρια και λειτουργίες με δάκρυα"



Μανιφέστο απο τον Μητροπολίτη Μεσογαίας: Μην πληρώνετε το χαράτσι  "Αν σε έναν κόψουν το ρεύμα, εμείς θα το κόψουμε σε όλους τους ναούς. Θα κάνουμε γάμους με κεριά στα χέρια και λειτουργίες με δάκρυα"



Eγκύκλιο εξέδωσε ο μητροπολίτης Μεσογαίας, Νικόλαος για την «κατάσταση πανικού που επικρατεί στην πατρίδα μας» και τις πολιτικές αποφάσεις, που «έχουν τραυματίσει το ηθικό και την αξιοπρέπειά μας». Αφορμή για την εγκύκλιο, όπως λέει ο ιεράρχης, ήταν «σωρεία τηλεφωνημάτων και μηνυμάτων πολιτών της περιοχής, που ζητούν απεγνωσμένα μία παρέμβαση και κάποια συμπαράσταση στο οικονομικό τους αδιέξοδο".



Αναφέρει συγκεκριμένα: "Οι μισθοί και οι συντάξεις περικόπηκαν. Αρκετοί απολύθηκαν, οι άνεργοι πληθύνονται, πολλοί στέγνωσαν οικονομικά. Και ξαφνικά μας ζητείται απειλητικά και εκβιαστικά να πληρώσουμε, επί πλέον φόρο για το σπίτι που μένουμε σαν να είναι το κράτος πλέον φτωχότερο από τους φτωχούς. Φτάσαμε, αντί τα έξοδά μας να γίνονται για το φαγητό, το σπίτι και τις ανάγκες μας, ό,τι ξοδεύουμε να πηγαίνει σε δύο φοβερές λέξεις: σε φόρους και σε χρέη. Είναι αυτονόητο ότι δεν αντέχουμε άλλο. Δεν είναι υπερβολή αυτό.



Πρέπει, όμως, να το πούμε. Να το φωνάξουμε στα αυτιά των αρμοδίων: "Ως εδώ! Δεν μπορούμε άλλο. Βρέστε άλλες λύσεις. Ίσως πιο δύσκολες, αλλά πιο αποδοτικές, πιο έξυπνες και σίγουρα πιο ανθρώπινες. Αν δεν μπορείτε, ομολογήστε την αδυναμία σας". Δεν είναι ντροπή να μην μπορεί κανείς. Είναι, όμως, απαράδεκτο να επιμένει στην ευθύνη της γενικευμένης καταστροφής μας. Μας φτιάξατε ένα κράτος που προσφέρει στον λαό πολύ λιγότερα από όσα του απαιτεί».



«Ήρθε η ώρα που πρέπει ο λαός να δείξει το διαμέτρημα της δύναμής του, να κάνει γνωστά τα όριά του. Ήρθε η ώρα όλοι μαζί να πάρουμε στα χέρια μας τις τύχες μας.



Όσο παραμένουμε αδρανείς, όσο μένουμε υποτελείς σε εσφαλμένες ή αβάσταχτες επιλογές, τόσο καθιστούμε τον εαυτό μας συνυπεύθυνο στον αργό, αλλά βέβαιο υπαρκτικό εκφυλισμό μας. Αν δεν ξυπνήσουμε, τελειώσαμε. Δεν θα υπάρχει συνέχεια!



Καιρός πλέον να ξεσηκωθούμε. Τα πάντα πρέπει να αλλάξουν. Και επειδή δεν θα τα αλλάξουν κάποιοι άλλοι, πρέπει να μπούμε στο παιχνίδι όλοι».



Ο ιεράρχης ζητά από τους πιστούς, «αφού δεν μπορούν να πληρώσουν τη λεγόμενη "έκτακτη εισφορά ακινήτων", να μη φτάσουν σε απόγνωση. Να ξέρουν ότι θα βρεθούμε όλοι ενωμένοι στο πλευρό τους και θα φωνάξουμε μαζί: Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. Ό,τι και να συμβεί, αδελφοί μου, θα ήθελα να ξέρετε ότι η τοπική Εκκλησία μας θα δώσει τα πάντα για να σταθεί στο πλευρό σας. Αν σε έναν κόψουν το ρεύμα, εμείς θα το κόψουμε σε όλους τους ναούς. Θα κάνουμε γάμους με κεριά στα χέρια και λειτουργίες με δάκρυα στα μάτια. Με κανέναν τρόπο δεν θα δεχθούμε, τη στιγμή που νοικοκυριά είναι βυθισμένα στο σκοτάδι, οι ναοί να λειτουργούν με αναμμένους τους πολυελαίους. Όλοι μαζί λοιπόν τώρα, οφείλουμε να πιέσουμε τους εκπροσώπους μας περισσότερο από όσο τους πιέζουν οι δανειστές.



Γιατί η ανάγκη μας για επιβίωση ξεπερνάει την ανάγκη τους να κυριαρχήσουν πάνω μας. Γιατί η αξιοπρέπειά μας αξίζει περισσότερο από τα πάσης φύσεως συμφέροντα».



  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...