Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2011

Η άθληση και το μαρτύριο της αγίας Βαρβάρας (4/12)

Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των αγίων Αγάθης -Βαρβάρας-Ευφημίας-Θέκλας- Ιουλιανής – Σοφίας και των θυγατέρων της,
εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2002
Α’. O ανόσιος αυτοκράτορας των Ρωμαίων Μαξιμιανός (2), έδειχνε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για την πλάνη των ειδώλων. Έτσι, από τη μια μεριά επιμελούνταν πάρα πολύ και θεωρούσε άξιο αδιάλειπτης φροντίδας το έξης έργο: να λατρεύει τους δαίμονες και να ενισχύει την ειδωλολατρία με όλη του τη δύναμη· από την άλλη μεριά ζητούσε από τους σεβόμενους το θείο όνομα του Χριστού, τους χριστιανούς, να απαρνηθούν την ευσεβή τους πίστη. Στην περίπτωση που οι χριστιανοί έμεναν σταθεροί και ακλόνητοι στην πίστη τους, όπως κατά κανόνα γίνονταν οι εξαιρέσεις ήταν σπάνιες, τους παρέδιδε σε ποικίλα βασανιστήρια και τελικά στον θάνατο, δημεύοντας παράλληλα και τις περιουσίες τους.
Κατά την εποχή του Μαξιμιανού στην Ηλιούπολη (3) ήταν τοπάρχης ένας ειδωλολάτρης, πολύ πλούσιος και με κοσμική λάμψη και δύναμη. Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Διόσκορος και είχε μια μοναχοκόρη, ονόματι Βαρβάρα, την οποία υπεραγαπούσε, επειδή και μόνο σ’ αυτήν στήριζε τις ελπίδες του.
Η Βαρβάρα ήταν πάρα πολύ ευπαρουσίαστη και εξαιρετικού κάλλους, ο δε πατέρας της ήθελε να την διατηρήσει αγνή και άφθορη. Για τούτο θεώρησε σκόπιμο να μην είναι η Βαρβάρα εκτεθειμένη στα βλέμματα των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν έχτισε έναν πύργο, μέσα στον όποιο φιλοτέχνησε μια μικρή πολυτελή οικία. Στην οικία αυτή εγκατέστησε τη Βαρβάρα, για να κατοικεί, χωρίς να εξέρχεται από αυτήν και, έτσι, να είναι αθώρητη από τα μάτια όλων των ανδρών. Τούτο όμως ήταν έργο της θείας πρόνοιας, η όποια άνωθεν επισκοπούσε το μέλλον της Βαρβάρας. Πράγματι, ενώ η Βαρβάρα κατοικούσε κλεισμένη στην οικία που ήταν φιλοτεχνημένη μέσα στον πύργο, η χάρη του Παρακλήτου της άγγιξε αφανώς τους αφανείς οφθαλμούς της καρδιάς της και τη φώτισε με το φως της αληθινής θεογνωσίας, καθιστώντας υπερφυώς γνώριμο σ’ αυτήν τον αληθινό Θεό. Είχε λοιπόν ο πύργος στην παρθένο οικοδομημένη πλέον πάνω στο θεμέλιο της πίστεως και συντηρούμενη στο να γίνει αφορμή σωτηρίας σε πολλούς.
Ο πόθος της αγνείας
Β’. Όταν η Βαρβάρα έφτασε σε ηλικία γάμου, ο πατέρας της μεριμνούσε πολύ και σκεπτόταν για το πρόσωπο που θα ήταν κατάλληλο να την πάρει ως σύζυγο. Και βέβαια προσήλθαν σ’ αυτόν πολλοί, που διακρίνονταν για την ευγένεια της καταγωγής τους και για τον πλούτο τους, και του τη ζήτησαν σε γάμο. Και τούτο, διότι το κάλλος της Βαρβάρας, αν και δεν ήταν θεατό, αφού ήταν κλεισμένη στον πύργο, ήταν όμως ακουστό· και, επομένως, αυτή ήταν περιζήτητη για γάμο. Πλην όμως στον πατέρα φαινόταν άκομψο και προφανώς ανελεύθερο το να μην περιέλθει σε γνώση της κόρης του η μεριμνά του για να την παντρέψει και το να μην έχει και τη συγκατάθεση της ίδιας για τον σκοπό αυτό. Έτσι λοιπόν πήγε σ’ αυτήν, της μίλησε περί γάμου και της ανάγγειλε ότι σχεδίαζε να την παντρέψει. Η Βαρβάρα όμως, μη θέλοντας ούτε καν να ακούσει τέτοιο πράγμα και ούτε το παραμικρό να πέσει στην καρδιά της, το απέρριψε ως ανάρμοστο και άτοπο· απώθησε δε με αγανάκτηση τον πατέρα της, λέγοντας του: «Για το θέμα αυτό να μη μου κάμεις λόγο δεύτερη φορά, διότι, εν εναντία περιπτώσει, και εσύ του λοιπού δεν θα ονομάζεσαι πατέρας και εμένα θα με κάμεις να θέσω τέρμα η ίδια στη ζωή μου». Μετά την απάντηση της αυτή, ο πατέρας της, κρίνοντας ότι ευγενικό μάλλον είναι η πειθώ και όχι η πίεση, σχημάτισε την εντύπωση ότι η άρνηση της κόρης του για γάμο δεν οφειλότα ν σε δυστροπία ούτε σε απείθεια, αλλά σε ισχυρό πόθο αγνείας. Έτσι λοιπόν, παρέχοντας της άλλωστε και χρόνο να σκεφτεί μήπως αλλάξει γνώμη και υπακούσει σ’ αυτόν, δεν της είπε τίποτε επιπλέον και κατήλθε αμέσως από τον πύργο. Ο Διόσκορος, μόλις κατέβηκε από τον πύργο, πήγε στο λουτρό, που έτυχε τελευταία να κατασκευάζει, και απασχολούνταν αποκλειστικά με αυτό, διότι βιαζόταν να το τελειώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Έτσι, έβαλε πολλούς τεχνίτες και τους πρόσταξε να αποπερατώσουν την οικοδομή. Τους έδωσε μάλιστα και όλη την αμοιβή από πριν και αναχώρησε για κάποια χώρα μακρινή.

Ο τύπος του τιμίου Σταυρού
Γ. Επειδή ο Διόσκορος χρονοτριβούσε στην αποδημία, η δούλη του Θεού Βαρβάρα, η κόρη του, κατήλθε από τον πύργο, για να δει το λουτρό. Μόλις έφτασε εκεί και είδε το προς νότον μέρος του να φωτίζεται από δύο παράθυρα, κατηγόρησε τους τεχνίτες, λέγοντας τους: «Για ποιο λόγο στα δύο παράθυρα δεν προσθέσατε και τρίτο, ώστε και πιο ευπρεπές να ήταν και περισσότερο άπλετος ο φωτισμός του λουτρού;». Εκείνοι της είπαν: «Έτσι πρόσταξε ο πατέρας σου». Μετά την απάντηση αυτή των τεχνιτών, η Βαρβάρα πρόβαλε αντίρρηση και τους παρακάλεσε να προσθέσουν και τρίτο παράθυρο. Εκείνοι όμως δίσταζαν να κάμουν την προσθήκη, προβάλλοντας ως εύλογη δικαιολογία τον φόβο του πατέρα της. Τότε η μακάρια Βαρβάρα, δείχνοντας ταυτόχρονα τα τρία από τα δάχτυλα του ενός χεριού της είπε: «Να κατασκευάσετε τρία, τρία σας λέγω, παράθυρα. Και αν γι’ αυτό δυσανασχετήσει ο πατέρας μου, θα λογοδοτήσω εγώ».Ύστερα από τη διαβεβαίωση αυτή της Βαρβάρας, οι τεχνίτες υποχώρησαν και κατασκεύασαν και τρίτο παράθυρο.
Όταν ολοκληρώθηκε η όλη διακόσμηση του λουτρού, η Αγία προσερχόταν συχνότερα προς αυτό το θέαμα, επειδή και η καρδιά της πλημμύρισε με τη χάρη του θείου Πνεύματος και δια της πίστεως η ψυχή της οπλίστηκε με μεγάλη παρρησία προς το Χριστό. Έτσι λοιπόν στάθηκε κοντά στη δεξαμενή και, αφού έστρεψε το βλέμμα της προς ανατολάς, χάραξε με το δάχτυλο της στα μάρμαρα του λουτρού τον τύπο του τιμίου Σταυρού. Και, ω του θαύματος!, για να γίνεται γνωστό και στους μετέπειτα το γεγονός αυτό και να κηρύττεται η δύναμη του Χρίστου, ο τύπος του Σταυρού που σημείωσε η Αγία με το δάχτυλο της στο μάρμαρο, ωσάν να χαράχτηκε με σιδερένιο όργανο, φαίνεται μέχρι σήμερα (4) σημειωμένος στο μάρμαρο, όχι μόνο για να καταφαίνεται το θαύμα, αλλά και για να επαυξάνει την πίστη εκείνων που τον βλέπουν. Αλλά βέβαια και το ίδιο το λουτρό διασώζεται μέχρι και σήμερα (5) και θεραπεύει κάθε πάθηση των φιλοχρίστων που προσέρχονται σ’ αυτό. Και αν κάποιος θα ήθελε να παραβάλει το λουτρό αυτό με τα ρείθρα του Ιορδάνη (6), ή με την πληγή του Σιλωάμ (7), ή και με την Προβατική κολυμβήθρα (8) , δεν θα έκανε καθόλου λάθος. Δηλαδή και δια του λουτρού εκείνου η δύναμη του Χριστού διενεργεί ομοίως πολλά και παράδοξα θαύματα.
Κάποια ημέρα, περνώντας η Μάρτυς από το λουτρό, έριξε το βλέμμα της στα είδωλα που λάτρευε ο πατέρας της, τα οποία κακώς θεωρούνταν θεοί. Μόλις τα είδε, της προκάλεσαν αηδία και βαριαναστέναξε για την αναίσθητη ψυχή εκείνου που τα λάτρευε. Έπειτα η Αγία έφτυσε στα πρόσωπα των ειδώλων εκείνων, λέγοντας: «Να γίνουν όμοιοί σας εκείνοι
που σας προσκυνούν και όλοι όσοι σας καλούν σε βοήθεια». Αυτά είπε η Βαρβάρα· και αφού ανήλθε και πάλι στον πύργο, καταγινόταν με τις προσευχές και τις νηστείες, εξαρτώντας ολόκληρο τον εαυτό της από τα ουράνια αγαθά πού περίμενε.

Το νόημα των τριών παραθύρων. Η αντίδραση του Διόσκορου
Δ’. Εν τω μεταξύ δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο πατέρας της αγίας Βαρβάρας επανήλθε από τη χώρα στην οποία είχε μεταβεί. Αμέσως δε μετά την επάνοδο του έριξε ολόγυρα ένα προσεκτικό βλέμμα και κοίταζε όλα τα της οικίας του. Μόλις έστρεψε το βλέμμα του και στο λουτρό, είδε ότι στα δύο παράθυρα είχε προστεθεί και τρίτο. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε απορία και ρώτησε τους τεχνίτες γιατί έκαμαν ένα τέτοιο πράγμα παραβιάζοντας την εντολή του. Εκείνοι του απάντησαν ότι την ευθύνη για την καινοτομία τη φέρει η κόρη του. Τότε ο Διόσκορος έστειλε και κάλεσε τη Βαρβάρα και της ζητούσε εξηγήσεις. Η Βαρβάρα όχι μόνο δεν αρνήθηκε την ευθύνη τας, αλλά και διατεινόταν ότι έτσι έπρεπε να γίνει και καλώς έγινε. Εκείνος εξοργίστηκε πολύ από την απάντηση της κόρης του και της είπε: «Πες μου με ποιόν τρόπο και κατά τι είναι καλύτερο έτσι το πράγμα;». Εκείνη του απάντησε ότι τα τρία παράθυρα διαφέρουν πολύ από τα δύο. Διότι τα τρία παράθυρα, είπε, φωτίζουν κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο. Και τούτο βέβαια το είπε, υποδηλώνοντας τη μεγαλειότητα της Αγίας Τριάδος. Ο Διόσκορος συνταράχτηκε από το παράξενο και ασυνήθιστο του λόγου της κόρης του Βαρβάρας. Έτσι λοιπόν την παρέλαβε κατ’ ιδίαν, πήγε στη δεξαμενή του λουτρού και τη ράπησε : «Πως το φως των τριών παραθύρων φωτίζει κάθε άνθρωπο;». Η Αγία του απάντησε: «Πρόσεξε, πατέρα μου, και θα καταλάβεις αυτό που σου είπα». Και αφού του είπε αυτά, έκαμε το σημείο του Σταυρού εν συνεχεία, δείχνοντάς του τα τρία δάχτυλα της, του είπε: «Κοίτα, Πατήρ, Υιός και ’γιο Πνεύμα από το φως αυτό όλη η κτίση φωτίζεται νοερώς και λάμπει».
Όμως η φαύλη εκείνη ακοή και ασκημένη στο ψεύδος της ειδωλολατρίας δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί τον λόγο της αλήθειας και κατελήφθη από μεγάλο θυμό και οργή. Και ο πατέρας ξεχνώντας το ότι ήταν πατέρας, έσπευδε να γίνει τύραννος και φονιάς. Έτσι λοιπόν έσυρε το ξίφος του, που κρεμόταν από τους ώμους του, και όρμησε να θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια την κόρη του Βαρβάρα. Εκείνη δε, υψώνοντας ταυτόχρονα τα χέρια της, τα μάτια της, και τη διάνοια της προς τον ουρανό, καλούσε σε βοήθεια Εκείνον που είχε τη δύναμη να τη σώσει. Και Αυτός δεν άργησε να πράξει αυτά πού συνήθιζε. Τοιουτοτρόπως, όπως διέσωσε την πρωτομάρτυρα Θέκλα (9) από εκείνους που την καταδίωκαν, προστάζοντας την πέτρα που βρέθηκε μπροστά στην Πρωτομάρτυρα να ανοίξει και να την κλείσει μέσα της έτσι και την αοίδιμη Βαρβάρα: και αυτήν τη διέσωσε ο παντοδύναμος Θεός με όμοιο και ίσο θαύμα. Πράγματι, όταν εκείνος ο δήμιος δηλαδή είναι ανόσιος, ένας τέτοιος αιμοχαρής να ονομάζεται πατέρας έσυρε το ξίφος του και έτρεχε εναντίον της κόρης του, μια πέτρα, η οποία άνοιξε στα δύο με την επέμβαση της θείας και παντουργού θελήσεως του Θεού, δέχτηκε μέσα της την Αγία και τη διέσωσε ασύλληπτη από τα αιμοδιψή χέρια του πατέρα της, δίδοντας της τη δυνατότητα να ανέλθει σε ορεινότερους τόπους. Αλλά, και που εξαφανίστηκε η κόρη του από τα μάτια του, ο απαθέστερος και αναισθητότερος και από αυτούς τους λίθους αιμοχαρής εκείνος πατέρας δεν είχε τη δύναμη να λογικευθεί. Το αντίθετο: ενέτεινε ακόμη περισσότερο την ορμή του και ποθούσε να συλλάβει την κόρη του όχι ως πατέρας της, αλλά ως υιός μάλλον του εξαρχής ανθρωποκτόνου, του διαβόλου, όπως λέγει η θεία Γραφή (10). Προσπαθούσε δηλαδή να βρει και να συλλάβει την κόρη του, για να τη θανατώσει και να την εξαφανίσει.

Η σύλληψη της Αγίας και η παράδοση της στον ηγεμόνα Μαρκιανό
Ε’. Συνεχίζοντας λοιπόν ακάθεκτος ο Διόσκορος τις προσπάθειες του να βρει και να συλλάβει την κόρη του Βαρβάρα, συνάντησε δύο βοσκούς και τους ρώτησε αν ξέρουν κάτι γι’ αυτήν. Ο ένας, όντας φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, δεν έκρινε πρέπον να προδώσει την καταδιωκώμενη. Έτσι, αρνήθηκ ε πάραυτα και υποκρίθηκε ότι δεν ήξερε τίποτε, προτιμώντας, θα έλεγε κάποιος, το σωτήριο ψεύδος αντί για την αλήθεια που θα έβλαπτε. Και ας γίνει εδώ μια παρέκβαση: να ντρέπεται ο Ηρώδης, που όλως ασυνέτως τήρησε τον όρκο του για την ηδονή και την πονηρή κρίση (και αποκεφάλισε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο) (11). Ο άλλος βοσκός όμως, όντας κακοηθέστατος, δεν μίλησε μεν, για να μην τον ακούσουν και εκτεθεί· με το δάχτυλο του όμως έδειξε στον Διόσκορο τον δρόμο που οδηγούσε εκεί που βρισκόταν η Αγία. Την πράξη του όμως αυτή δεν την ανέχτηκε η θεία δικαιοσύνη, και για το κακούργημα του επέφερε κατ’ αυτού βαριά τιμωρία: τα πρόβατα του, μετά από κατάρα της Αγίας, δεν ήταν πλέον πρόβατα· μεταβλήθηκαν σε κανθάρους, οι οποίοι, προς συνεχή κατηγορία του κακουργήματος εκείνου, πετούν συνεχώς πάνω και γύρω από τον τάφο της Αγίας.
Λοιπόν, ο μανιώδης Διόσκορος, ακολουθώντας τις υποδείξεις εκείνου του κακοηθέστατου βοσκού, βρήκε την Αγία στο όρος και την συνέλαβε. Και πρώτα, έτσι όπως ήταν εξοργισμένος, τη μαστίγωσε ανηλεώς και της καταπλήγωσε ολόκληρο το σώμα. Ακολούθως την άρπαξε από τα μαλλιά και, τραβώντας την με βία, την έκλεισε σε έναν οικίσκο. Έξω από τον οικίσκο εγκατέστησε φρουρούς, αφού προηγουμένως ασφάλισε και τη θύρα με ειδικές σφραγίδες. Μετά ταύτα και όσο μπορούσε πιο γρήγορα πήγε στον ηγεμόνα Μαρκιανό, ο οποίος τον καιρό εκείνο είχε την εξουσία στην περιοχή, και του εξέθεσε με κάθε λεπτομέρεια τα σχετικά με την κόρη του Βαρβάρα. Δηλαδή, περιληπτικά, του είπε ότι η κόρη του αρνήθηκε τους πάτριους θεούς και επέλεξε παρ ‘ ελπίδα να τιμάει και να πρεσβεύει τα των χριστιανών.
Αυτά είπε ο Διόσκορος στον Μαρκιανό. Εν συνεχεία πήγε και έφερε την κόρη του από τον οικίσκο και την παρέδωσε στα χέρια του, εξορκίζοντας τον στους θεούς τους να μη φεισθεί της κόρης του σε τίποτε (πατέρας που να σου πετύχει!), αλλά να μετέλθει τη σκληρότερη βία εναντίον της και να της επιβάλει τα πιο φριχτά βασανιστήρια.

Ακλόνητη η πίστη της Βαρβάρας. Μαστίγωση
ΣΤ. Λοιπόν, ο Μαρκιανός κάθισε στην έδρα του δικαστηρίου και πρόσταξε να οδηγήσουν την Αγία ενώπιον του. Μόλις η Αγία εμφανίστηκε ενώπιον του στο δικαστήριο, εκείνος, βλέποντας την κοσμιότητα του ήθους της και ταυτόχρονα το ανυπέρβλητο κάλλος της μορφής της, λησμόνησε τους όρκους του πατέρα της και ήταν έτοιμος να εκφράσει τον θαυμασμό του προς αυτήν, παρά να την τιμωρήσει. Έτσι λοιπόν και με λόγια πιο φιλάνθρωπα της έλεγε: «Λυπήσου τον εαυτό σου, Βαρβάρα, και πρόσφερε μαζί μας θυσία στους θεούς. Διότι εγώ φρόντιζω για το καλό σου και διστάζω να υποβάλω σε βασανιστήρια ένα τόσο εξαίσιο κάλλος. Αν όμως δεν θελήσεις να πεισθείς, θα με εξαναγκάσεις να πράξω εφεξής εναντίον σου έτσι που καταβάθος δεν θέλω». Η Αγία δε, απαντώντας στην πρόταση του Μαρκιανού να προσφέρει θυσία στους θεούς, είπε: «Εγώ προσφέρω θυσία αινέσεως στον Θεό μου, ο Οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και όλα όσα είναι σ’ αυτά. Περί των ψεύτικων δε και ανύπαρκτων θεών σου έχει λεχθεί από τον Δαβίδ, ύστερα από φωτισμό που έλαβε από το ’γιο Πνεύμα, ότι τα είδωλα που λατρεύουν οι εθνικοί είναι από αργυρό (ασήμι) και χρυσάφι, και κατασκευασμένα από χέρια ανθρώπων” (12) και ότι όλοι οι θεοί των ειδωλολατρικών λαών είναι δαιμόνια, ανύπαρκτοι, πλάσματα της φαντασίας και επινοήματα του διαβόλου” (13). Συμφωνώ δε και εγώ με την άποψη και ομολογώ ρητά και κατηγορηματικά ότι η ελπίδα η στηριζόμενη στους ψεύτικους και ανύπαρκτους αυτούς θεούς είναι κενή και μάταιη».
Τα λόγια αυτά της αγίας Βαρβάρας εξόργισαν τον δικαστή. Έτσι λοιπόν αυτός πρόσταξε να τη δέσουν και να της καταπληγιάσουν το σώμα χτυπώντας την ανηλεώς με σκληρά βούνευρα. Έπειτα, θέλοντας να την κάμει να αισθάνεται δριμύτερους τους πόνους, πρόσταξε να τρίβουν με τρίχινα υφάσματα τις πληγές της. Έτσι λοιπόν απάνθρωπα κακοποιούμενη η Μάρτυς, ανοίγονταν στο σώμα της χαλεπές και ασταμάτητες πηγές αιμάτων, ώστε από το αίμα που ανέβλυζε από αυτές κατακοκκίνησε όλο το έδαφος κάτω και γύρω από το σώμα της.
Μετά την ανελέητη μαστίγωση της αγίας Μάρτυρος, ο ηγεμόνας ήθελε να σκεφτεί σε τι είδους τιμωρία εν συνεχεία θα την παρέδιδε. Για τον λόγο αυτό πρόσταξε και την έκλεισαν προσωρινά στη φυλακή.

Ο Χριστός ενθαρρύνει την Αγία. Η Ιουλιανή
Ζ. Κατά τα μεσάνυχτα όμως ένα ολόλαμπρο ουράνιο φως περιέλαμψε την Αγία και εμφανίστηκε σ’ αυτήν ο Χριστός, ο Οποίος της έδωσε πολύ θάρρος και την προέτρεψε να μη φοβάται καθόλου τα κακά που προέρχονται από ανθρώπους. «Εγώ είμαι μαζί σου», της είπε, «και θα είσαι ασφαλισμένη κάτω από τη σκιά των πτερύγων μου». Δεν είχαν δε ακόμη τελειώσει οι λόγοι του Χρίστου προς την Μάρτυρα, και βρήκε την εκπλήρωσή του σ’ αυτήν εκείνο που έχει ειπωθεί από τον προφήτη Ησαΐα (14) 14, αφού γρήγορα ανέτειλε η ίασή της και οι πληγές της, ωσάν να μην υπήρχαν εξαρχής, εξαφανίστηκαν από το σώμα της και δεν φαινόταν ούτε ίχνος. Διακατείχε δε την Αγία χαρά και αγαλλίαση, και ευφροσύνη αιώνιος στεφάνωνε τρόπον τινά την κεφαλήν της, για να λεχθεί πάλι το του Ησαΐα (15). Τότε μία γυναίκα θεοσεβής και φοβούμενη τον Θεό, ονόματι Ιουλιανή (16), η οποία συναναστρεφόταν τότε με τη Μάρτυρα, μόλις είδε τα θαυμαστά και παράδοξα που συνέβησαν σ’ αυτήν και με ποιόν τρόπο εξαφανίστηκαν τάχιστα οι πληγές της, δοξολόγησε τον Θεό και, συμφωνώντας πέρα ως πέρα με όλα εκείνα που πίστευε και η αγία Βαρβάρα, προετοίμαζε και εκείνη τον εαυτό της προς πληγές και μαστιγώσεις.
Έτσι είχαν τα πράγματα, και ο ηγεμόνας, αφού κάθισε για δεύτερη φορά στην έδρα του δικαστηρίου, πρόσταξε να του φέρουν και πάλι ενώπιον του την άγια Βαρβάρα. Μόλις η Αγία εμφανίστηκε ενώπιον του ηγεμόνα, όλοι όσοι την είδαν εξεπλάγησαν και τους έπιασε δέος, διότι στο σώμα της δεν διακρινόταν ούτε η παραμικρή αμυχή, ούτε ο ελάχιστος μώλωπας. Ο δικαστής όμως, αλίμονο!, ολοφάνερα τυφλός μπροστά στην αλήθεια, ενώ έπρεπε να αποδώσει το γεγονός της θεραπείας της Μάρτυρος στη μεγάλη δύναμη του Θεού και να αρνηθεί την απάτη της ειδωλολατρίας, εκείνος αναισχυντούσε ακόμη περισσότερο και απέδιδε την ίαση στους δικούς του θεούς. Συγκεκριμένα, με έλλειψη κάθε ντροπής και λογικής, είπε στην αγία Μάρτυρα: «Βλέπεις, Βαρβάρα, με ποιόν τρόπο σε προσέχουν οι θεοί και σε φρόντισαν θεραπεύοντας τις πληγές σου;». Απαντώντας δε η Μάρτυς του Θεού, τού είπε: «Οι θεοί σου, που είναι τυφλοί όπως εσύ και έχουν ανάγκη από ανθρώπινα χέρια για την κατασκευή τους, πως θα μπορούσαν να πράξουν κάτι τέτοιο; Αλλά αν θέλεις να μάθεις ποιος με θεράπευσε, σου λέγω ότι αυτός είναι ο Χριστός, ο Υιός του ζώντος Θεού (17), τον Οποίο εσύ δεν μπορείς να δεις, γιατί τα μάτια της ψυχής σου είναι τυφλωμένα από το βαθύ σκοτάδι της ασεβείας».

Αποτρόπαια βασανιστήρια
Η’. Ο ηγεμόνας εξοργίστηκε παράφορα από τα λόγια αυτά της αγίας Βαρβάρας και δεν μπορούσε πλέον να συγκρατήσει τον εαυτό του. Έτσι λοιπόν πρόσταξε τους παρόντες να ξεσκίσουν με σιδερένια νύχια τις πλευρές τής Μάρτυρος επιπλέον, να της κατακαίνε με λαμπάδες πυρός τα ήδη ξεσκισμένα από τα σιδερένια νύχια μέλη της και να της χτυπάνε με σφυρί την τίμια κεφαλή της. Και βέβαια οι παρόντες δήμιοι έσπευσαν αμέσως και έπρατταν εκείνα που τους πρόσταξε ο ηγεμόνας Μαρκιανός. Βλέποντας δε η θεοσεβής Ιουλιανή τα μαρτύρια που υφίστατο η αγία Βαρβάρα, ένιωθε μεγάλο πόνο στην ψυχή της και επειδή δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, έπραττε αυτό που της ήταν δυνατόν: έδειχνε σ’ αυτήν την αγάπη της, χωρίς να στρέφεται εναντίον των βασανιστών και του άρχοντα, αλλά χύνοντας από τα μάτια της ποτάμι τα δάκρυα. Κάποια στιγμή όμως ο Μαρκιανός έστρεψε το βλέμμα του στην Ιουλιανή και ζήτησε να μάθει ποια ήταν. Και μόλις άκουσε ότι και αυτή ήταν χριστιανή και ότι υπέφερε και πονούσε η ψυχή της από συμπάθεια προς τη Βαρβάρα, πρόσταξε να συλληφθεί και αυτή, να κρεμαστεί σε ξύλο και να καταξεσκιστούν οι πλευρές της με σιδερένιους ξυστήρες, παραπλήσια προς την αγία Μάρτυρα, τη Βαρβάρα. Οι δήμιοι έσπευσαν αμέσως και εκτέλεσαν την προσταγή.
Τότε λοιπόν η πολύαθλη Βαρβάρα ύψωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό και είπε: «Εσύ, καρδιογνώστη Θεέ μου, γνωρίζεις ότι εγώ, ποθώντας Εσένα και αγαπώντας τους νόμους Σου, Σου προσέφερα ολόκληρο τον εαυτό μου και τον εξάρτησα από τη δεξιά Σου, Εσύ λοιπόν, Δέσποτα, μη μας εγκαταλείπεις, αλλά βοήθησε μας κατά το ελεός Σου και ενίσχυσε μας να φέρουμε εις πέρας και οι δυό μας τον παρόντα δρόμο». Μετά λόγια αυτά η Μάρτυς του Χριστού ικέτευε τον Κύριο, για τον Οποίο υπέμεινε τα βασανιστήρια αυτά, και ζητούσε τη βοήθεια Του, για να ξεπεραστεί η ασθένεια της ανθρώπινης φύσης. Γνώριζε δηλαδή η Αγία ποιος αψευδώς είπε: «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (18).
Θ’. Ο τύραννος όμως, αντιτάσσοντας τον εαυτό του ωσάν αντίπαλο σε όλα, για να εξουδετερώσει την ανδρεία της ψυχής της Βαρβάρας και της Ιουλιανής με περίσσεια βασανιστηρίων, στράφηκε και προς αλλού είδους τιμωρία: πρόσταξε να κόψουν με σμίλη τους μαστούς τους. Γνωρίζω (19) ότι και μόνο με την ακοή του βασανιστηρίου αυτού σας έπιασε ίλιγγος. Τι λοιπόν έμελλε αυτό το βασανιστήριο να κατορθώσει, και μάλιστα σε γυναίκες, αν η ακαταμάχητη αγάπη και η πίστη προς τον Χριστό δεν ενεύρωνε τις ψυχές τους; Αλλά βέβαια στη δούλη του Θεού Βαρβάρα δεν διέφυγε καθόλου από το νου της και ποιο ήταν γι’ αυτές το φάρμακο προς αντιμετώπιση μιας τόσο φρικτής οδύνης. Για τούτο καλούσε και πάλι την εξ ύψους βοήθεια, λέγοντας: «Μην αποστρέψεις από εμάς, Χριστέ μου, το πρόσωπο Σου και μη μας αφαιρέσεις το Πνεύμα Σου το ’γιο. Δώσε μας, Κύριε, τη μεγάλη χαρά της σωτηρίας που προέρχεται από Εσένα. Και στήριξε μας με ισχυρή θέληση, ώστε η πίστη μας και ευλάβεια μας προς Εσένα να μείνει ακλόνητη» (20).
Επειδή λοιπόν και προς αυτό το αποτρόπαιο βασανιστήριο υπήρχε και στις δύο μία και η αυτή βούληση και καρτερία, ο ηγεμόνας επινόησε κάτι σοφότερο, ή μάλλον κακουργότερο : διαχώρισε τη μία από την άλλη και πρόσταξε τη μεν Ιουλιανή να την κλείσουν στη φυλακή, τη δε Βαρβάρα να τη γυμνώσουν και να τη διαπομπεύσουν, περιφέροντας την σε όλη την πόλη· και επιπλέον να της μαστιγώσουν το σώμα. Η Μάρτυς όμως, γελοιοποιούμενη με την εξευτελιστική αυτή περιφορά, έπραττε πάλι εκείνα που συνήθιζε, δηλαδή έστρεψε το βλέμμα της προς τον ουρανό και είπε: «Βασιλεύ παντοδύναμε, που περιβάλλεις με τα νέφη τον ουρανό και σπαργανώνεις με την ομίχλη τη γη, Εσύ σκέπασε και τη δική μου γύμνωση και κάμε τα μέλη μου να γίνουν αθέατα στα μάτια των ασεβών, ώστε εγώ η δούλη Σου, Χριστέ μου, να μη γίνω μυκτηρισμός και χλευασμός από της που στέκονται γύρω της». Και από το Ναό τον άγιο Του ο ταχύς της βοήθεια Κύριος άκουσε την προσευχή της αγίας Μάρτυρος και, αφού εμφανίστηκε πάραυτα σ’ αυτήν, πλημμύρισε την καρδιά της από χαρά και αγαλλίαση αφενός και αφετέρου την περιέβαλε με μια αόρατη στολή· και αφού η Αγία έτσι πέρασε τη διαπόμπευση, περέστη και πάλι στον μιαρό Μαρκιανό.

Η τελική απόφαση του ηγεμόνα
Ι΄. Ύστερα από όλα αυτά, ο Μαρκιανός κατάλαβε πλέον ότι δεν μπορούσε ούτε με υποσχέσεις αγαθών ούτε με επινοήσεις βασανιστηρίων να πείσει, ούτε κατ’ ελάχιστο, την αγία Βαρβάρα και την ομόφρονά της και πανέμορφη Ιουλιανή. Για τούτο λοιπόν, προκειμένου αυτός να μην εξευτελιστεί περισσότερο επιχειρώντας τα αδύνατα και εκτρεπόμενος σε φανερή ανοησία, αποφάσισε την καταδίκη και των δύο σε θάνατο και πρόσταξε να τους κόψουν με ξίφος τα κεφάλια.
Παρών και θεατής σε όλα τα βασανιστήρια, που υπέστη η αγία Βαρβάρα, ήταν και ο κακούργος και παιδοκτόνος πατέρας της ο Διόσκορος. Αυτός δεν αισθάνθηκε χαρά μόνο για τα πραττόμενα κατά της κόρης του, ούτε αρκέστηκε με το μέγεθος της συμφοράς, το να δει δηλαδή με τα πατρικά του(!) μάτια την κόρη του, και κόρη τόσο ωραία, να θανατώνεται από τα χέρια των δημίων αλλά θεωρούσε ότι θα αποτελούσε καταισχύνη για τον ίδιο, ανανδρία και μαλθακότητα ψυχής, στην περίπτωση που δεν θα τη φόνευε ο ίδιος με τα ίδια του τα χέρια! Έτσι λοιπόν, για τον λόγο αυτό, μόλις εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, παρέλαβε την κόρη του, για να την αποκεφαλίσει με τα ίδια του τα χέρια.
Οδηγούμενη λοιπόν η Βαρβάρα στο όρος για τον αποκεφαλισμό της, ενώ συνακολουθούσε και η Ιουλιανή, προς αποκεφαλισμό και εκείνη, όντας πλέον (η Βαρβάρα) κοντά στο τέλος της ζωής της, φρόντισε για την προσφιλή προσευχή της. Έτσι, έκλινε τα γόνατα και είπε: «’ναρχε Θεέ, Εσύ που εξέτεινες τον ουρανό ωσάν θολωτή στέγη και θεμελίωσες τη γη πάνω στα ύδατα, Εσύ που προστάζει τις νεφέλες να βρέχουν και έστησες τον ήλιο να φωτίζει τα πάντα· και τις κοινές αυτές απολαύσεις τις χορηγείς σε δικαίους και αδίκους, σε αγαθούς και σε πονηρούς (21). Εσύ και τώρα, Βασιλεύ, εισάκουσε την προσευχή μου, και όποιον στον οίκο του μνημονεύει το Όνομά Σου και τα μαρτύρια μου για τη δόξα του Ονόματός Σου, αυτόν και τα άλλα μέλη της οικογένειας του αξίωσε τους να μην τους αγγίξει καμιά λοιμώδης νόσος ούτε κάτι άλλο από εκείνα που μπορούν να φέρουν στα σώματα βλάβη και πόνο. Διότι, Κύριε, ξέρεις ότι εμείς είμαστε σάρκες και αίμα, έργο των αχράντων χεριών Σου και τιμημένοι με τη δική Σου εικόνα και τη δυνατότητα να ομοιωθούμε με Εσένα».
Αυτά είπε στην προσευχή της η αγία μάρτυς Βαρβάρα· και μια παράδοξη φωνή ακούστηκε εξ ουρανού, η οποία καλούσε προς τον ουρανό και αυτήν, τη Βαρβάρα, και τη σύναθλό της Ιουλιανή, και υποσχόταν συνάμα την εκπλήρωση των αιτημάτων της. Ακούοντας δε η Αγία αυτήν τη γλυκιά φωνή, πήρε περισσότερο θάρρος και περπατούσε με βιασύνη στον δρόμο, ώστε να φτάσει το γρηγορότερο στον τόπο της τελειώσεως.

Η τελείωση
ΙΑ’. Μόλις η αγία μάρτυς Βαρβάρα έφτασε στον καθορισμένο τόπο, έσκυψε το κεφάλι της και δέχτηκε την τελείωση από τα πατερικά χέρια δια του πατρικού ξίφους και παραδόξω ς αναφάνηκε καρπός καλός από δέντρο φαύλο. Επίσης τελειώθηκ ε μαζί της δια ξίφους και η Ιουλιανή από κάποιον εκ των στρατιωτών πού ήταν εκεί. Όμως, μετά από τους άδικους αυτούς αποκεφαλισμούς, η θεία δίκη δεν περίμενε ούτε τον παραμικρό χρόνο, αλλά αμέσως τιμώρησε τον ασεβή και παιδοκτόνο εκείνον πατέρα, και για το αποτρόπαιο έγκλημα του και προς παραδειγματισμό. Συγκεκριμένα: ενώ αυτός, ο άθλιος όντως, κατέβαινε από το όρος, χτυπήθηκε από κεραυνό και εκβλήθηκε παντελώς από τη ζωή· όχι μόνο από την πρόσκαιρη και ρευστή, αλλά και από την αιώνια, όντας ανάξιος και στην παρούσα ζωή να ζει και τη μέλλουσα να απολαύσει. Αλλά η λάμψη και ο κρότος του θεήλατου εκείνου πυρός, του κεραυνού, έφτασε και μέχρι τον ηγεμόνα Μαρκιανό, ως προοίμιο οπωσδήποτε και αψευδές σύμβολο του άυλου και άσβεστου εκείνου πυρός, από το οποίο αυτός έμελλε να κολάζεται αιωνίως.
Τα ιερά σώματα των αγίων μαρτύρων Βαρβάρας και Ιουλιανής τα πήρε με ευλάβεια ένας ευσεβής και φιλόθεος άνδρας, ονόματι Ουαλεντίνος, και αφού τα τίμησε πρεπόντως με ιερά άσματα, τα ενταφίασε σεμνοπρεπώς και θεοφιλώς σε έναν τόπο που ονομάζεται Γελασσός και απέχει δώδεκα μίλια από τα Ευχάιτα (22). Και τα ενταφιασμένα εκεί ιερά αυτά σώματα αποτελούν νόσων ίαμα, ψυχών αγαλλίαμα, ανδρών φιλόθεων πολυέραστο εντρύφημα, προς δόξα του Χριστού, του αληθινού Θεού μας, στον Οποίο πρέπει τιμή, κράτος, μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΧΟΛΙΑ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1). Η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα τιμάται στις 4 Δεκεμβρίου και από την Ορθόδοξη και από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο που άθλησε η αγία Βαρβάρα δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ερευνητών. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στις διάφορες πηγές ( ’κτα και Συναξάρια), ενώ τα μαρτύρια της Αγίας περιγράφονται σχεδόν ομοιόμορφα, τα περί του τόπου και του χρόνου διαφέρουν. Συγκεκριμένα, ως προς τον τόπο: άλλα κείμενα λένε ότι η αγία Βαρβάρα μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας· άλλα, τα λατινικά, λένε όχι μαρτύρησε στην Τοσκάνη της Ιταλίας· και άλλα, τα περισσότερα, λένε όχι μαρτύρησε στην Ηλιούπολη της Φοινίκης. Ας σημειωθεί ότι ο Συμεών ο Μεταφραστής και ο Λατίνος Mombritius, ως τόπο μαρτυρίου της Αγίας, δέχονται την Ηλιούπολη. Και αυτό κατά πάσα πιθανότητα είναι το σωστό. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Ηλιουπολίτες θεωρούν την Αγία δική τους. Κοντά δε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας υπήρχε αρχαία Μονή επ’ ονόματι της αγίας Βαρβάρας. Ως προς τον χρόνο: άλλα κείμενα λένε ότι η Αγία μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμίνου του Θρακός (235-238), και συγκεκριμένα περί το 237 μ.Χ., και άλλα λένε ότι μαρτύρησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού (286-305). Το πιο πιθανό είναι ότι η Αγία μαρτύρησε περί το 306 μ.Χ.
Το ιερό λείψανο της μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας μετακομίστηκε αργότερα από την Ηλιούπολη στην Κωνσταντινούπολη και αποθησαυρίστηκε στον ιερό Ναό, τον όποιο έχτισε ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ ο Σοφός (886-912) εντός των ανακτόρων επ’ ονόματι της Αγίας. Κατά το έτος 991 μ.Χ. τμήματα του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Είναι γνωστό επίσης ότι η κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού (1081-118), ονόματι Βαρβάρα, σύζυγος του Ρώσου μεγάλου Δούκα του Κιέβου Σβιατοπόλκ – Μιχαήλ, μετέφερε στο Κίεβο τμήμα του ιερού λειψάνου της αγίας Βαρβάρας, το οποίο και εναπέθεσε στον ιερό Ναό Μονής του Κιέβου, τον οποίο ανήγειρε ο Σβιατοπόλκ 1108 μ.Χ.
Η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα είναι από τις δημοφιλέστερες Αγίες της Εκκλησίας μας και κατέχει ιδιαίτερη θέση στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Κατάσπαρτη είναι η χώρα μας από περικαλλείς ναούς και εξωκκλήσια επ’ ονόματι της. Την αγία μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα έχει ως προστάτιδά του το ελληνικό Πυροβολικό, το οποίο και πανηγυρίζει με κάθε λαμπρότητα κατά την ημέρα της μνήμης της, δηλαδή στις 4 Δεκεμβρίου.
Αλλά και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τιμάει ξεχωριστά την αγία Βαρβάρα. Η Αγία στη Δύση θεωρείται προστάτιδα των εργατών ορυχείων, των πύργων, των φυλακισμένων, των αρχιτεκτόνων, των κωδωνοποιών, των οχυρώσεων, των πυριτιδοποιών, των χαλκουργών, των μαγείρων κ.ά.
Στην Τέχνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας η μεγαλομάρτυς Βαρβάρα εξεικονίζεται ως κόρη εξοχής ωραιότητας, κρατώντας σταυρό με το δεξιό της χέρι και έχοντας την παλάμη του αριστερού χεριού ανεστραμμένη, σύμβολο της καρτερίας της στο μαρτύριο. Η Αγία εξεικονίζεται και σε «υποθέσεις» (= συνθέσεις) του μαρτυρίου της. Σε μια «υπόθεση» λ.χ. ζωγραφίζεται ως καταδιωκόμενη από τον πατέρα της, ο οποίος κρατεί στο χέρι του ξίφος, ενώ στο βάθος διακρίνεται ό πύργος, στον όποιο κατά την παράδοση ήταν κλεισμένη.
Στην Τέχνη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας η Μεγαλομάρτυς εξεικονίζεται επίσης ως κόρη πάγκαλη, κρατώντας με το δεξιό της χέρι το ποτήριο του μαρτυρίου ή κλάδο φοίνικα, σύμβολο της νίκης στο μαρτύριο, ενώ πίσω της διακρίνεται ευκρινώς ο πύργος. Συχνά η Αγία ζωγραφίζεται και μαζί με άλλες παρθενομάρτυρες και ιδιαίτερα μαζί με την αγία Αικατερίνη.
Ας σημειωθεί και το έξης: η αγία Βαρβάρα κατέχει ξεχωριστή θέση στην Ελληνική Λαογραφία και είναι συνδεδεμένη με πολλά έθιμα και παραδόσεις του λαού μας (βλ. Ν. Πολίτου, Λαογραφικά σύμμεικτα Γ (1931), σσ. 69,90, 135, καί Γ. Μέγα, Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας (1943), σσ. 29-31).
(2). Ο Μαξιμιανός διατέλεσε συναυτοκράτορας του Διοκλητιανού και είχε την ευθύνη της διοικήσεως του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στο σύστημα της Τετραρχίας. Βασίλευσε από το 286 μέχρι το 305 μ.Χ. Υπήρξε άγριος και απηνής διώκτης του Χριστιανισμού.
(3). Η Ηλιούπολη, περί της οποίας γίνεται εδώ λόγος, είναι αρχαία πόλη της Κοίλης Συρίας (Φοινίκης), χτισμένη στους ανατολικούς πρόποδες του Αντιλιβάνου. Υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες πόλεις της Συρίας. Διαδοχικά, μετά από τους Έλληνες, περιήλθε στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς, στους ’ραβες (635 μ.Χ.) και αργότερα στους Οθωμανούς (1517 μ.Χ.). Από το έτος 1924 μ.Χ. περιελήφθη στο κράτος του Λιβάνου και από τους ντόπιους ονομάζεται Μπαλμπέκ (πόλη του Βάαλ, δηλαδή του Ήλιου).
Ας σημειωθεί εδώ ότι υπήρχε και άλλη Ηλιούπολη, η της Αιγύπτου· δεν έχει όμως σχέση με την αγία Βαρβάρα.
(4). Εννοείται κατά τους χρόνους της συγγραφής του Συναξαρίου από τον άγιο Συμεών τον Μεταφραστή (10ος αι. μ.Χ.).
(5). Βλ. σημ. 4.
(6). Τα ρείθρα του Ιορδάνη απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία, διότι σ’ αυτά βαπτίστηκε ο Κύριος από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο.
(7). Βλ.Ιωάν.θ ‘ 1-7.
(8). Βλ.Ιωάν.ε ‘ 1-16.
(9) Περί της αγίας Θέκλας ιδέ στις σχετικές σελίδες του παρόντος βιβλίου.
(10). Βλ Ιωάν. η’ 44.
(11). Βλ. Ματθ. ιδ’ 1-12 και Μαρκ. οτ ‘ 14-29.
(12). Βλ.Ψαλμ.ριγ ‘(113)5.
(13). Βλ.ΨαλμΛε ‘(90)5.
(14). Βλ.Ησ.λε’4.
(15). Βλ. Ησ. λε’ 10.
(16). Η Ιουλιανή συνεμαρτύρησε με την αγία Βαρβάρα και η μνήμη και αυτής εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου.
(17). Βλ.Ματθ.ιστ’16.
(18). Βλ. Ματθ. κστ’ 41 και Μαρκ. ιδ’ 38.
(19) Εννοείται ο συγγραφέας του Συναξαρίου.
(20). Παράβαλε Ψαλμ. ν’ (50) 13-14.
(21). Παράβαλε Ματθ. ε’ 45.
(22). Εσφαλμένως αναφέρονται τα Ευχάιτα με το όνομα αυτό είναι γνωστές δύο αρχαίες μικρασιατικές πόλεις, αντί του ορθού Ηλιούπολη, πλησίον της οποίας και βρίσκεται η τοποθεσία Γελασσός.

ΟΥΚ ΕΝΙ ΑΡΣΕΝ & ΘΗΛΥ -π. Θεμιστοκλής Μουρτζάνος




Η θέση της γυναίκας στη ζωή της Εκκλησίας δεν ακολούθησε τη θέση της στην κοινωνία. Η γυναίκα στην πίστη μας τιμάται στο πρόσωπο της Παναγίας στην υψηλότερη θέση που μπορούσε να πάρει ο άνθρωπος, είναι το δώρο της ανθρωπότητας στο Θεό. Αλλά και πλήθος γυναικών θαυμάζεται και τιμάται για την αγάπη και την πίστη στο Θεό και έχει λάβει περίοπτη θέση στο χριστιανικό εορτολόγιο και στην πνευματική ζωή. Είναι πρότυπα για την Εκκλησία και τα μέλη της. Δεν είναι η εργασία, η μόρφωση, η ομορφιά και η εμφάνιση ή η ευφυΐα με την οποία ασχολείται η πίστη μας, όταν προβάλλει τις γυναίκες. Είναι η σχέση με το Θεό, την οποία αναπτύσσουν στη ζωή τους οι γυναίκες που τιμώνται από την Εκκλησία, το κριτήριο για την ανάδειξή τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άνδρες αγίους. Δεν ασχολείται η Εκκλησία με τα χαρίσματα ή την καταγωγή ή την κοσμική τους πρόοδο. Καταγράφει όλα αυτά, αλλά προχωρεί στη σχέση με το Θεό που δίνει άλλο νόημα στη ζωή των ανθρώπων και τους αγιάζει.
Όλα αυτά ενώ η κοινωνία επεφύλαξε στο παρελθόν ένα ρόλο κλειστό και περιορισμένο για τις γυναίκες. Τις θεωρούσε ως τις φύλακες των σπιτιών και των οικογενειών, ως αυτές που είχαν την ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών, ως τα πρόσωπα εκείνα που έπρεπε να είναι πάντοτε υπό την σκιά των ανδρών. Γι’ αυτό και τα όποια δικαιώματα για τις γυναίκες άργησαν πολύ να δοθούν από τις ανθρώπινες κοινωνίες και σε κάποιους λαούς και κοινωνίες δεν έχουν δοθεί ακόμη.
Για την πίστη όμως υπάρχει ο περίφημος λόγος του αποστόλου Παύλου προς τους Γαλάτες: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. Πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 28). Η διαφοροποίηση των φύλων έχει να κάνει με το ρόλο, όχι με την αξία των προσώπων έναντι του Θεού. Η σωτηρία δεν είναι για τους άνδρες μόνο. Όπως κάθε διάκριση, είτε ανάμεσα στις εθνικότητες, είτε ανάμεσα στα θρησκεύματα, είτε στην κοινωνική και ταξική καταγωγή έχει καταργηθεί, έτσι και η διάκριση ανάμεσα στα φύλα δεν μπορεί να ισχύει στην Βασιλεία του Θεού. Ο άνθρωπος δεν γίνεται πολίτης της επειδή είναι άνδρας, Ιουδαίος, ελεύθερος, αλλά κατά τη πίστη του. Δεν είναι η εξουσία και η ισχύς τα κριτήρια της αποδοχής ενός ανθρώπου από το Θεό, αλλά η ιδιότητα του προσώπου, που είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Γιατί η γυναίκα είχε αυτή τη θέση στην κοινωνία, επειδή θεωρούνταν ανίσχυρη να επιβληθεί με τις δυνάμεις της στον ανδρικό εγωισμό και ανίκανη να διοικήσει την κοινωνία και να δώσει με το δικό της τρόπο και ήθος άλλο μήνυμα στη ζωή και τον κόσμο.
Η Εκκλησία δεν μπαίνει στη λογική της συζήτησης της ικανότητας της γυναίκας να εξουσιάσει ή να διοικήσει την κοινωνία και τη ζωή. Αποκαθιστά τη γυναίκα στο πρότερον κάλλος της σχέσης με το Θεό, από το οποίο και εκείνη και ο άνδρας εξέπεσαν εξαιτίας της αμαρτίας. Και ζητά τόσο από εκείνη όσο και από τον άνδρα να οικειωθούν την πίστη που τους οδηγεί στον αληθινό Θεό, στην μεταμόρφωση του κατ’ εικόνα τους στο καθ’ ομοίωσιν και να αναλάβουν το ρόλο που μπορούν, ανάλογα με το χάρισμά τους, στη ζωή της Εκκλησίας, στη ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Γυναίκα και άνδρας λειτουργούν ως «εις» εν Χριστώ Ιησού. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την πίστη, την εν Αγίω Πνεύματι κοινωνία και την παράθεση της ζωής τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας στο Χριστό.
Η πίστη συνεπάγεται την εμπιστοσύνη στο Χριστό ως τον Σωτήρα και Λυτρωτή και ως Εκείνον που αγαπά τον άνθρωπο τόσο, ώστε να σαρκωθεί, να σταυρωθεί, να αναστηθεί και να οδηγήσει την ανθρώπινη φύση στο Θεό-Πατέρα. Η πίστη δεν είναι μαγική κατάσταση. Είναι δωρεά του Θεού, αλλά και απάντηση στις αναζητήσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ταυτόχρονα, αποτελεί επιλογή του ανθρώπου, άνδρα και γυναίκας, κίνηση αποδοχής του Θεού ως Πατέρα και απόφαση χρήσης της ελευθερίας ως υπέρβασης του εγωισμού, της αμφιβολίας, της αυτο-θεοποίησης. Με άλλο τρόπο, εξαιτίας της διαφορετικότητας των φύλων, εκφράζει την απιστία στο Θεό και την προτεραιότητα του εαυτού ο άνδρας, με άλλον η γυναίκα. Και στα δύο φύλα όμως πρυτανεύει ο εγωισμός, φανερός ή κρυφός. Και ο εγωισμός μόνο με την ταπεινότητα της πίστης θεραπεύεται.
Η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος συνεπάγεται την άρνηση του ανθρώπου να προτάξει το ήθος της εξουσίας ως αυτοσκοπό στη ζωή του και να επιλέξει την οδό της διακονίας της αγάπης μέσα από την συνάντηση με τον άλλο. Ο άλλος ας θέλει να εξουσιάζει. Αυτός που έχει εν τη καρδία του το Άγιο Πνεύμα επιλέγει την αγάπη. Και η αγάπη εκφράζεται με την καλοσύνη, τον διάλογο, τη σιωπή, την υπομονή, την ταπεινότητα. Η αγάπη εκφράζεται με την θυσία της παραίτησης από τα δικαιώματα. Η αγάπη εκφράζεται με την ασφάλεια που ο ένας μπορεί να παρέχει στον άλλο. Και αυτοί οι τρόποι δεν έχουν να κάνουν με τα φύλα, αλλά είναι στοιχεία που όλοι οι άνθρωποι καλούνται να ζήσουν. Γιατί αποτελούν δωρεές της σχέσης με το Θεό εν Αγίω Πνεύματι στη ζωή της Εκκλησίας. Μέσα στην Εκκλησία άνδρας και γυναίκα, όπως και ολόκληρος ο κόσμος βρίσκουν την αληθινή καταξίωση, η οποία δεν μένει στον παρόντα χρόνο, αλλά προχωρεί στην αιωνιότητα.
Χρειάζεται όμως και μία τρίτη κατάσταση. Είναι η εναπόθεση, η παράθεση «πάσης της ζωής ημών Χριστώ τω Θεώ». Τα δύο φύλα δεν περιορίζονται στη σχέση αναμεταξύ τους, στην από κοινού πορεία και διακονία στην οικογένεια, στην εργασία, στη δημιουργία, στη ζωή της Εκκλησίας και του κόσμου, αλλά εμπιστεύονται τη ζωή και την πορεία τους στην προοπτική της σχέσης με το Χριστό. Εμπιστεύονται, αλλά και αφήνονται στην αγάπη του Θεού. Δεν κάνουν ό,τι κάνουν για να πετύχουν κατά κόσμον, αλλά για να υπακούσουν στο θέλημα του Θεού και ταυτόχρονα να μπορούν να χαρούν τη ζωή της Βασιλείας των ουρανών. Δεν είναι οι ανθρώπινοι νόμοι, τα αστικά και άλλα δικαιώματα, τα όποια καθήκοντα του ενός έναντι του άλλου που δίνουν πλαίσια και περιγράφουν τον τρόπο της ζωής, αλλά η γνώση και η βίωση της κοινωνίας με το Χριστό και το άφημα του εαυτού και της ζωής και των δυσκολιών, της οδύνης και του κόπου σ’ Αυτόν. Και όταν χρειαστεί, ακόμη και η συγγένεια, ακόμη και τα χαρίσματα ή οι ικανότητες μπορούν να τεθούν στο περιθώριο, γιατί προηγείται η αγάπη προς το Χριστό. Και αυτός ο δρόμος μπορεί να οδηγήσει στο μαρτύριο, αλλά και στην αληθινή δόξα της κοινωνίας με το Θεό.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία όταν τιμά τη μνήμη κάποιας ξεχωριστής γυναίκας-Αγίας θυμίζει στους πιστούς αυτή την ενότητα που υπάρχει στη ζωή της πίστης. Θυμίζει την πίστη στο Χριστό που επέδειξε η γυναίκα, την κοινωνία με το Θεό και τον συνάνθρωπο στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και την παράθεση της ζωής της στο Χριστό που την οδηγεί στο μαρτύριο είτε του αίματος είτε της συνειδήσεως. Και, παράλληλα, υπενθυμίζει ότι και ο Χριστός εκ γυναικός γεννήθηκε, για να μη μένει καμία αμφιβολία ότι δεν είναι η ισχύς και η εξουσία που δίνουν κατά Θεόν νόημα στη ζωή, αλλά η σχέση με τον Θεάνθρωπο. Για να αποτελεί τελικά η τιμώμενη γυναίκα πρότυπο, όχι μόνο για τις άλλες γυναίκες, αλλά και για τους άνδρες, για όλα τα μέλη του σώματος του Χριστού. Για να μπορούμε όλοι, ζώντας την ενότητα της πίστεως, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και την παράθεση της ζωής μας Χριστώ τω Θεώ, να βιώνουμε τη χαρά της Βασιλείας, ακόμη κι αν ο κόσμος μας βλέπει τα πράγματα αλλιώς, κατά το εγωκεντρικό του, κατά το εξουσιαστικό του, κατά το αυτορυθμιστικό του θέλημα. Η αποτυχία αυτού του θελήματος και ο θάνατος που φέρνει μας καλούν να δούμε τον άλλο δρόμο και να επιλέξουμε.

ΣΥΓΚΥΠΤΟΥΣΑ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ


Ισχυρή πρόκληση για μια σωτήρια υπέρβαση προβάλλει ευαγγελική περικοπή, που ξεδιπλώνει ενώπιόν μας μηνύματα ουράνιας αντοχής, ηΕυαγγελική περικοπή τησ Ι Κυριακής του Λουκά, της «Συγκυπτούσης». Η συγκύπτουσα γυναίκα βίωνε το δικό της μαρτύριο πριν να γνωρίσει τη λύτρωση που προσφέρει η αγάπη του Χριστού. Πριν να λυτρωθεί όμως η ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα έκανε το αποφασιστικό βήμα, το οποίο ζητεί πάντοτε από μας ο Χριστός. Η κατάστασή της ήταν όντως τραγική. Την είχε κυριεύσει πονηρό πνεύμα, σύμφωνα με την περιγραφή του ευαγγελιστή Λουκά. Την κρατούσε καθηλωμένη για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια χωρίς να μπορεί να ορθώσει το κορμί της και ήταν καταδικασμένη να βλέπει μόνο προς το έδαφος, αφού ήταν συγκύπτουσα.Αλήθεια, πόσο μεγαλείο ψυχής και δύναμη πνευματική χρειάζεται κάποιος κάτω από τέτοιες συνθήκες να σέρνει το κορμί του, φοβερά ταλαιπωρημένο όπως ήταν και να παρευρίσκεται κάθε Σάββατο στη Συναγωγή; Να συμμετέχει στη λατρεία και κυρίως να διατηρεί την ελπίδα της.Πολύ περισσότερο όμως, προκαλεί σίγουρα θαυμασμό το γεγονός ότι σε καμιά περίπτωση η γυναίκα εκείνη δεν διαμαρτυρόταν για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Αντίθετα, εκείνο στο οποίο περιοριζόταν ήταν να επικαλείται τη βοήθεια του Θεού και να επιζητεί την χάρη του. Άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο ψυχής, ονομάζει τη γυναίκα «θυγατέρα του Αβραάμ», δηλαδή παιδί του Θεού.Πραγματικά πολλά θα μπορούσε να μας διδάξει η στάση της συγκύπτουσας γυναίκας, η πίστη της οποίας μπροστά στις φοβερές δοκιμασίες της ζωής την αναδεικνύει πρότυπο προς μίμηση. Ο πόνος, οι θλίψεις, οι ασθένειες και οι όποιες δοκιμασίες μέσα στις αγκάλες της αγάπης του Θεού μεταβάλλονται σε ευλογημένες γέφυρες σωτηρίας. Αυτό μας διδάσκει και η σοφία των πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι πολύ εύστοχα σημειώνουν ότι ο άνθρωπος με τις δοκιμασίες και τις θλίψεις φωτίζεται, γιατί ο πόνος τον οδηγεί στην ταπείνωση, η οποία με τη σειρά της μας επαναφέρει στη φυσική ψυχική μας κατάσταση. Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι πνευματικά αδύνατοι ας γνωρίζουν ότι ο Θεός τους επισκέπτεται, όταν παρουσιάζονται σωματικές ταλαιπωρίες και κίνδυνοι και εξωτερικοί πειρασμοί. Ενώ οι τέλειοι ας Τον γνωρίζουν από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και από την προσθήκη των χαρισμάτων».
Εν μέσω θλίψεων, δοκιμασιών, αλλά και του μαρτυρίου, βάδισαν την οδό προς την τελείωση και αναδείχθηκαν αιώνια πρότυπα ζωής οι άγιοι που λάμπουν στο ορθόδοξο χριστιανικό στερέωμα της Εκκλησίας του Χριστού. Δύο μεγάλες μορφές από αυτούς τιμούμε και σήμερα. Πρόκειται για την αγία Βαρβάρα τη Μεγαλομάρτυρα και τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, την πραγματικά εξέχουσα πατερική αυτή μορφή.
Η αγία Βαρβάρα αποτελεί κόσμημα του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από την Ανατολή και μεγάλωσε μέσα σε ειδωλολατρική οικογένεια. Ο πατέρας της πλούσιος, αλλά και φανατισμένος ειδωλολάτρης. Η κόρη του καλοπροαίρετος άνθρωπος κατηχήθηκε στην πίστη του Χριστού από μία ευσεβή γυναίκα. Μετά την βάπτισή της ζούσε, μέσα στον πύργο που την είχε κλεισμένη επειδή ήταν πολύ όμορφη, με άσκηση και προσευχή. Οι δυσκολίες ήσαν πάμπολλες, αλλά η αγία Βαρβάρα είχε μάθει να αναθέτει με εμπιστοσύνη στον Θεό όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Ο πατέρας της δεν άργησε να μάθη ότι η κόρη του είναι Χριστιανή. Άρχισε να φτιάχνει στο σπίτι του ένα λουτρό και διέταξε να ανοίξουν δύο παράθυρα. Η αγία είπε στους τεχνίτες και άνοιξαν τρία παράθυρα. Στην απορία του πατέρα της απάντησε ότι άνοιξε τρία παράθυρα, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τότε, γεμάτος θυμό όρμησε εναντίον της με ξίφος και εκείνη κατέφυγε στο δάσος. Την κυνήγησε, την συνέλαβε και την οδήγησε στον ειδωλολάτρη ηγεμόνα που προσπάθησε, πρώτα με κολακείες και ύστερα με απάνθρωπα βασανιστήρια, να την πείση να αρνηθή τον Χριστό. Επειδή όμως εκείνη έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην πίστη, ο ηγεμόνας διέταξε να την αποκεφαλίσουν και ο πατέρας της γεμάτος μίσος και τυφλό φανατισμό, την αποκεφάλισε με ίδιά του τα χέρια, για να λάβη έτσι η μακαρία τον στέφανο του μαρτυρίου.Πραγματικά, τόσο με το άγιο παράδειγμα της αγίας Βαρβάρας όσο και με εκείνο της συγκύπτουσας γυναίκας αποκαλύπτονται στη ζωή μας οι σωτήριες εκείνες δίοδοι διά μέσου των οποίων ο άνθρωπος ακόμα και μέσω των πιο ζοφερών καταστάσεων και δοκιμασιών αναδεικνύεται χαριτωμένη εικόνα του Θεού και ακτινοβολεί η παρουσία του σε φωτεινούς ορίζοντες.Αδελφοί μου!Η αναφορά του ανθρώπου στον Θεό και η ανάθεση σε Αυτόν, με ακλόνητη εμπιστοσύνη, των διαφόρων προβλημάτων που τον απασχολούν, είναι ένας τρόπος ζωής που τον βοηθά να πορεύεται ισορροπημένα στην ζωή του και να μην απελπίζεται, να μη τον “παίρνουν από κάτω”, όπως συνήθως λέμε. Γιατί δεν είναι μικρό πράγμα να σε μισή ο ίδιος ο πατέρας σου, να σε παραδίδει στα βασανιστήρια και τέλος να σού προξενή τον θάνατο με τα ίδια του τα χέρια.Μήπως δεν συμβαίνουν και στις μέρες μας παρόμοια γεγονότα; Δηλαδή, το να θέλει κανείς να επιβάλει τις απόψεις του στον άλλο, όταν αισθάνεται ότι έχει την δυνατότητα να το κάνη, είτε με κολακείες και υποσχέσεις για καλύτερη ζωή, είτε με διαφόρους εκβιασμούς όταν ο άλλος είναι σε μειονεκτική θέση. Πολλές φορές η φτώχεια και η εξαθλίωση οδηγούν τους ανθρώπους στην απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να υποβληθούν στην δοκιμασία της αναζήτησης καλυτέρων και πιο ανθρώπινων συνθηκών ζωής. Και τότε, δυστυχώς, λαμβάνουν χώρα αρκετά τραγικά γεγονότα, σε πολλά από τα οποία είναι πρωταγωνιστές και κάποιοι γονείς.Το άλλο που παρατηρούμε. Η πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία και η αποστασία του από τον Θεό, τον οδήγησε στην δημιουργία υποκατάστατων του αληθινού Θεού. Στην ανακάλυψη διαφόρων θρησκειών, οι οποίες ουσιαστικά λατρεύουν τα κτίσματα και ανύπαρκτους θεούς. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την τυραννία του διαβόλου και των κτισμάτων. Η Ορθοδοξία δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, δεν είναι ανακάλυψη του ανθρώπου και με αυτή την έννοια δεν είναι θρησκεία, αλλά Εκκλησία. Δυστυχώς, γινόμαστε και σήμερα μάρτυρες άρρωστων εκδηλώσεων, όπως είναι το μίσος και ο τυφλός φανατισμός, που πηγάζουν από τα διάφορα ανθρώπινα κατασκευάσματα.Αδελφοί μου!Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πιστεύη ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορούμε να τα ισοπεδώνουμε όλα. Η βίωση της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής εξανθρωπίζει τον άνθρωπο και τον ανυψώνει σε τέτοιο σημείο, ούτως ώστε να αγαπά, όχι μόνον τα σαρκικά του παιδιά που είναι το αυτονόητο, ή τους φίλους και τους ομοϊδεάτες του, αλλά και τους εχθρούς του και να σέβεται την διαφορετικότητά τους και την πίστη τους. Η προσωπική κοινωνία με τον προσωπικό Θεό της Εκκλησίας γεννά την ακλόνητη εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, η οποία απαλλάσσει τον άνθρωπο από όλα τα συμπλέγματα και τα αδιέξοδα και ανυψώνει την ανθρωπιά του.
Για τη διαμόρφωση του κειμένου τούτου πήραμε σαν πηγές κείμενα τωνΠρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα και Xριστάκη Ευσταθίου, Θεολόγου.

Το μήνυμα των Νεομαρτύρων - Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού

 




1
Αγίου Ιερομάρτυρος Σεραφείμ Επισκόπου Φαναρίου
Το μήνυμα των Νεομαρτύρων
Τρεις ιδιαίτερα λαοφιλείς Αγίους προβάλει η Εκκλησία μας σήμερα, αδελφοί μου. Την Αγία Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα, τον Όσιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον Άγιο Νέο Ιερομάρτυρα Σεραφείμ, Επίσκοπο Φαναρίου. Επιλέξαμε ν’ ασχοληθούμε με τον τρίτο, με καταγωγή από τα Άγραφα της Θεσσαλικής γης και να αντλήσουμε τα μηνύματα που εκπέμπει ο βίος του.
Ο Άγιος Σεραφείμ γεννήθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα, στην καρδιά της τουρκικής σκλαβιάς και της ισλαμικής θηριωδίας και ανατράφηκε σε ευλαβή Χριστιανική οικογένεια, επιδεικνύονταςεξαιρετική επίδοση στην μελέτη των Αγίων Γραφών. Νέος στην ηλικίαέγινε μοναχός στο Μοναστήρι της Παναγίας Κορώνης και γρήγορα εισήλθε στους τάξεις του ιερού Κλήρου χειροτονούμενος Πρεσβύτερος.

Αργότερα εξελέγη Επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου και εργάστηκε με ζήλο για την προκοπή του ποιμνίου του και την επικράτηση της ειρήνης στην περιοχή του. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν το 1601, με την κατηγορία της συμμετοχής στην εξέγερση που είχε οργανώσει στην περιοχή ο Μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος, ο επονομαζόμενος «φιλόσοφος» ή «σκυλόσοφος». Τον υπέβαλαν σε φρικτά μαρτύρια, τα οποία υπέμεινε αγόγγυστα, έως ότου δέχθηκε τον μαρτυρικό θάνατο για την αγάπη του Χριστού, αρνούμενος να αρνηθεί την πίστη του για να σώσει τη ζωή του. Η Τιμία Κάρα του φυλάσσεται σήμερα στον Μητροπολιτικό Ναό της Καρδίτσας και είναι πηγή ιαμάτων και ευλογιών για τον πιστό λαό του Θεού.
Ο Άγιος Σεραφείμ ανήκει στην λαμπρή χορεία των Νεομαρτύρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι γιατί μαρτύρησαν κατά την περίοδο μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως και μέχρι την Εθνική μας Παλιγγενεσία, από τα χέρια των τούρκων. Ήταν η περίοδος κατά την οποία οι κατακτητές εξαπέλυαν απηνείς διωγμούς κατά των Χριστιανών, που ήταν προϊόν της μισαλλοδοξίας τους, αλλά και του σκληρότατου θρησκευτικού τους φανατισμού. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής έθεσαν σε εφαρμογή το σατανικό σχέδιο των βίαιων εξισλαμισμών, προκειμένου να αλλοιώσουν την εθνική συνείδηση των σκλαβωμένων Ελλήνων, βασικό συστατικό της οποίας υπήρξε ανέκαθεν και είναι η Ορθόδοξη πίστη.
Το κύμα των εξισλαμισμών ανέκοψε το νέφος των Αγίων Νεομαρτύρων, το μαρτυρικό τέλος των οποίων λειτούργησε αφυπνιστικά για τους ταλαιπωρημένους και τρομοκρατημένουςΈλληνες, δυνάμωσε την Ορθόδοξη πίστη τους και οδήγησε, τελικά, τα τουρκικά σχέδια σε ναυάγιο και αποτυχία.
Θα επισημάνουμε, εξ αφορμής της μνήμης του Νεομάρτυρος Αγίου Σεραφείμ, τρία σημεία σχετικά με το μήνυμα που περνά σε όλους μας το παράδειγμα των Νεομαρτύρων. Το πρώτο είναι ότι οι Νεομάρτυρες, όπως και όλοι οι Μάρτυρες της πίστεως, διαχρονικά, είναι υπόδειγμα υπομονής στις θλίψεις και τις δοκιμασίες για όλους μας. Υπέστησαν πλείστες όσες στερήσεις, εξευτελισμούς, βασανισμούς και τον θάνατο ακόμα για την αγάπη του Χριστού, χωρίς γογγυσμό.
Αντιθέτως, έβλεπαν ότι, διά των θλίψεων και των δοκιμασιών, η χάρις του Θεού επεσκίαζε τη ζωή τους και τους προσέφερε πνευματική προοπτική και αναψυχή πολύ ανώτερη και ποιοτικότερη απ’ ό,τι η πρόσκαιρη και μάταιη αυτή ζωή. Οι θλίψεις και οι δοκιμασίες που επιτρέπει ο Θεός στη ζωή μας είναι ένα σχολείο, όπου οι μεγάλες αρετές αποκτώνται και οι μεγάλοι χαρακτήρες διαπλάθονται.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι οι Νεομάρτυρες θα μας καταστήσουν αναπολόγητους ενώπιον του Θεού, εν ημέρα κρίσεως, αν δε διαφυλάξουμε την Ορθόδοξη πίστη μας ζωντανή και ακμαία, σε μια εποχή που δε μάς διώκει κανείς. Ο κίνδυνος αυτός είναι μεγάλος, καθώς οι Χριστιανοί χαλαρώσαμε στην εποχή μας, αφήσαμε την πίστη στο περιθώριο της ζωής, την μετατρέψαμε σε φολκλορικό στοιχείο της παράδοσής μας, ξεχνώντας ότι αληθινή πίστη είναι η διαρκής εμπειρία της ζωής του Χριστού στη δική μας ζωή, μέσα στο
Μυστηριακό βίωμα της Εκκλησίας μας. Θα μάς καταστήσουν, τέλος, οι Νεομάρτυρες αναπολόγητους και έναντι της ιστορίας, γιατί η περιθωριοποίηση της πίστεως, η αλλοίωση του Εκκλησιαστικού μας φρονήματος, η περιφρόνηση της Εκκλησίας θα συμβάλλουν στην αλλοίωση της Ελληνικότητάς μας, η οποία στηρίζεται στη βάση της Ορθοδοξίας μας. Εκείνοι, με το μαρτύριό τους, συνέβαλαν στην αναθέρμανση και στον πλουτισμό της Ελληνικότητας των ραγιάδων. Εμείς δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους διακορευτές της ιστορίας μας ν’ αποκόψουν την άρρηκτη σχέση
Ελληνικότητας και Ορθοδόξου βιώματος, χάρη στο οποίο ο Ελληνισμός κρατήθηκε όρθιος και ζωντανός στο χρόνο. Να μην αποστούμε ποτέ από το ιστορικά κατοχυρωμένο και αποδεδειγμένο αξίωμα ότι Ελληνισμός και Ορθοδοξία είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες πρέπει να στηρίζουμε, με ασφάλεια, το παρόν και το μέλλον μας. ΑΜΗΝ!
Αρχιμ. Ε.Ο. – Μητρόπολη Δημητριάδος

ΚΥΡΙΑΚΗ I΄ ΛΟΥΚΑ (Συγκυπτούσης) του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Λέρου Καλύμνου και Αστυπάλαιας κ.κ. Παισίου

 





(αποκριθείς δε ο αρχισυνάγωγος, αγανακτών ότι τω Σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγεν τω όχλω ότι Εξ ημέραι εισιν εν αις δει εργάζεσθαι, εν αυταίς ουν ερχόμενοι θεραπεύεσθε και μη τη ημέρα του Σαββάτου)

Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ο Αρχισυνάγωγος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής λυπάται, θλίβεται, αγανακτεί, λυσσά από φθόνο και κακία και λέγει στον όχλο: «υπάρχουν έξι ημέρες που επιτρέπεται κανείς να εργάζεται, μέσα σ’ αυτές λοιπόν να έρχεστε και να θεραπεύεστε και όχι το Σάββατο».
Ο Κύριος, ο Μέγας Ιατρός της ψυχής και του σώματος, ο Οποίος ήλθε να συμπληρώσει τον Νόμο του Μωϋσέως, θεραπεύει το Σάββατο την συγκύπτουσα γυναίκα, που για 18 ολόκληρα χρόνια ήτα σκυμμένη και δεν μπορούσε να σταθεί καθόλου όρθια και να ατενίσει τα ουράνια.
Δέκα οκτώ ολόκληρα χρόνια η δυστυχισμένη γυναίκα σκυμμένη έβλεπε στην γη και δεν μπορούσε να ατενίσει το βλέμμα της ψηλά, εκεί που είναι ο θρόνος του παντάνακτος Θεού.
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, πλήρης αγάπης και αγαθότητος προς όλους τους ανθρώπους, χωρίς να κάνει καμία διάκριση, «διότι πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν», βλέπει στην συναγωγή την πονεμένη γυναίκα, που παρά το σοβαρό πρόβλημα της υγείας της, τακτικά πήγαινε στην συναγωγή και με προθυμία άκουγε τον λόγο του Θεού.
Ο πόνος και η δυστυχία αυτής της ταλαιπωρημένης γυναίκας άναψε στην ψυχή του Κυρίου Ιησού όλη την συμπάθειά Του, και στη δυστυχία της πονεμένης γυναίκας εκδηλώνεται η άπειρος αγάπη Του.
Και ω, του θαύματος! Ο Μέγας Ιατρός της ψυχής και του σώματος στρέφει το βλέμμα Του το άγιο προς αυτήν και της λέγει: «γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου».Ο λόγος του Κυρίου θεράπευσε την γυναίκα, η οποία σηκώθηκε και δοξολογούσε τον θεό δια την μεγάλη ευεργεσία που της έκαμε να μπορεί να βλέπει γύρω της και προπάντων να βλέπει στον ουρανό και με υψωμένα τα χέρια της να υμνεί και να δοξολογεί τον Δημιουργό του παντός.
Και ενώ η ταλαιπωρημένη γυναίκα είναι πλέον υγιής, ο αρχισυνάγωγος λυπάται, θλίβεται, αγανακτεί, μαίνεται, λυσσά από την κακία του, από τον φθόνο του και φωνάζει ο τυπολάτρης, ο δήθεν τηρητής του Μωσαϊκού Νόμου, φωνάζει στο λαό και λέγει τα του Νόμου.
Ο άνθρωπος αυτός της συναγωγής, δεν βλέπει το θαύμα και δεν χαίρεται ότι μία γυναίκα, που τόσα χρόνια δεμένη από τον διάβολο βρίσκει την υγεία της, αλλά χύνει το ιοβόλο δηλητήριο της κακίας, του φθόνου και μάλιστα κάτω από την προστασία δήθεν του Νόμου του Μωσαϊκού.
Ο άνθρωπος αυτός δεν ακούει τον Μέγα Νομοθέτη που του λέγει «και αυτή η γυναίκα, που είναι και αυτή απόγονος του Αβραάμ, δεν έπρεπε να λυθεί από τα δεσμά την ημέρα του Σαββάτου;».
Αγαπητοί μου αδελφοί,
«Φθόνω δε διαβόλου ο θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμο». Στην σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Κύριος της αγάπης μας διδάσκει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να ομοιάσει με την αρχισυνάγωγο, ο οποίος από φθόνο και κακία αγανάκτησε γιατί έγινε υγιής η επί 18 χρόνια συγκύπτουσα γυναίκα.
Ο φθόνος σκοτίζει την διάνοια του ανθρώπου, διαφθείρει την καρδία, βλάπτει την κοινωνία, καταστρέφει την ψυχή. Όπως τα παιδιά της έχιδνας κατατρώγουν όταν γεννιώνται την κοιλία της δηλητηριώδους μάνας τους, έτσι και οι κακίες που γεννιώνται από τον φθόνο κατατρώγουν το σώμα και την ψυχή του φθονερού ανθρώπου.
Πόσοι και πόσοι από εμάς τους χριστιανούς δεν μας κυριεύει η επάρατος κακία του φθόνου και όπως ο αρχισυνάγωγος αγανακτούμε και βάλλουμε με τα χειρότερα λόγια κατά των αδελφών μας, εκείνων που διακρίνονται για την αρετή τους και είναι άνθρωποι του καθήκοντος;
Το αμάρτημα του φθόνου είναι φοβερό, θανάσιμο και η πηγή όλων των δυστυχημάτων. Τούτο εσκότισε τον Σατανά, τούτο εξώρισε τον πρώτο άνθρωπο από τον Παράδεισο, τούτο έφερε όλα τα δεινά στη Γή, και τούτο το δεινότερο κακό όλων, τον θάνατο τον πνευματικό, που είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό.
Ο φθονερός άνθρωπος έχει μίσος και έχθρα και πάσα άλλη κακία και η καρδία του είναι πωρωμένη, για τούτο είναι δακτυλοδεικτούμενος από τούς ανθρώπους και δεν έχει καμία μα καμία δικαιολογία και ομοιάζει με τον αρχισυνάγωγο στην υποκρισία, στο ψεύδος, στην συκοφαντία.
Ο φθόνος είναι από όλα τα ανθρώπινα πάθη ανοητότερο και ελεεινότερο αμάρτημα, τούτο λέγει και ο Ιερός Χρυσόστομος, «διάβολον εξ’ ανθρώπου ποιεί, τούτο δε δαίμονα άγριον απεργάζεται». Ο φθόνος επισκοτίζει την διάνοια του ανθρώπου, διαφθείρει την καρδιά του, βλάπτει την κοινωνία και καταστρέφει την ψυχή.
Δια τούτο ας αποβάλλουμε από την ψυχή μας, αδελφοί μου, το ιοβόλο και ακάθαρτο τούτο θηρίο του φθόνου και ας επικαλεστούμε την χάρη του Σωτήρος Χριστού να θερμάνει την ψυχή μας και νε εμφυτευθεί μέσα μας η αγνή και αγία αγάπη προς όλους του ανθρώπους. Όλοι είμαστε αδέλφια, εν Χριστώ Ιησού και παιδιά κατά χάρη του Θεού Πατρός, του Πλάστη και Δημιουργού του παντός.
Ας έχουμε λοιπόν αγάπη Χριστού μεταξύ μας γιατί οι μέρες είναι πονηρές και ο αρχέκακος, ο διάβολος, ως λέων ωρυόμενος ζητά να σπείρει την αμαρτία στις καρδιές μας και να μας δηλητηριάσει με τον φθόνο, το μίσος, την κακία την συκοφαντία ως τον αρχισυνάγωγο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. ΑΜΗΝ.

Ο ΛΚΑ Παΐσιος

Κυριακή Ι΄Λουκά- Mηνύματα από τη θεραπεία της συγκύπτουσας -Ιεροδιάκονος Τυχικός – Μητρόπολη Πάφου

 




Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή βλέπουμε το δράμα μιας γυναίκας η οποία ήταν συγκύπτουσα. Ήταν καμπουριασμένη τόσο που δεν μπορούσε «ανακύψαι εις το παντελές», δεν μπορούσε καθόλου να ανορθωθεί, να ατενίσει καθόλου προς τα πάνω. Για 18 χρόνια βρισκόταν στην κατάσταση αυτή και υπέφερε. Παρόλα αυτά όμως θεωρούσε καθήκον της επιτακτικό να βρίσκεται στη συναγωγή για την καθιερωμένη λατρεία του Θεού και τη μελέτη του νόμου Του που γινόταν κάθε Σάββατο. Εκεί την βρίσκει ο Ιησούς βλέπει την ταλαιπωρία της, την βαθιά της πίστη και με ένα μόνο λόγο την θεραπεύει.
Πέρα από το θαύμα που επιτέλεσε ο Ιησούς που φανερώνει την θεϊκή του παντοδυναμία η σημερινή ευαγγελική περικοπή μας στέλνει και άλλα διαχρονικά μηνύματα.
Πρώτα το παράδειγμα της συγκύπτουσας που πηγαίνει στην συναγωγή παρά την ασθένειά της. Βλέπουμε στις μέρες μας όλο και πιο πολύ να παραμελείται το καθήκον του εκκλησιασμού ενώ προβάλλονται πολλά ψευδοεπιχειρήματα γι’ αυτό. Και πρώτο παρουσιάζουν το επιχείρημα της πανταχού παρουσίας του Θεού. Σ’ αυτούς θα μπορούσαμε να ανταπαντήσουμε ότι κανένας δεν αμφιβάλλει για την αξία ή την αναγκαιότητα της ατομικής προσευχής. Δεν μπορεί όμως αυτή ούτε να αντικαταστήσει αλλ’ ούτε και να συγκριθεί προς την κοινή λατρεία. Στην αγία Γραφή υπάρχει το παράγγελμα «Εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν». Σε κοινές συνελεύσεις, κοινές συγκεντρώσεις δηλ. να υμνείτε, να λατρεύετε τον Θεό.

Η παρουσία των άλλων που προσεύχονται, ο διάκοσμος του ναού με τις εικόνες και τις άλλες παραστάσεις, η ψαλμωδία, το θυμίαμα, δημιουργούν ατμόσφαιρα μοναδική που ανυψώνει στα ουράνια. Προβάλλουν και άλλο επιχείρημα ακόμα: ότι δεν καταλαβαίνουν τα όσα λέγονται στην θεία λειτουργία και στις ιερές ακολουθίες. Μα όταν απέχουν από τον εκκλησιασμό και δεν έρχονται δεν καταλαβαίνουν κάτι περισσότερο. Απεναντίας περισσότερο βυθίζονται στο σκοτάδι και χάνουν και αυτό το λίγο που μπορούσαν με λίγη προσπάθεια να καταλάβουν. Πρέπει να ξέρουμε ακόμα ότι η πίστη μας δεν είναι μόνο διανοητική, εγκεφαλική, γνωσιολογική αλλά και καρδιακή πνευματική. Πολλές φορές έστω και αν αδυνατεί ο νους να συλλάβει κάποια πράγματα κατανοούνται καρδιακά. Στην θεία λειτουργία που τελείται στην εκκλησία τέλος θα βρούμε αυτό που δεν υπάρχει πουθενά αλλού το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Αφού κοινωνήσουμε άξια ενωνόμαστε με τον Θεό και θεονόμαστε απολαμβάνοντας την βασιλεία του θεού που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κοινωνία μας με το άκτιστο τον Θεό. Να γιατί είναι απαραίτητη η παρουσία μας στο ναό κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή. Υπόδειγμα προς μίμηση η σημερινή συγκύπτουσα.
Υπάρχει και δεύτερο σημείο άξιο προσοχής όμως στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Κι’ αυτό αναφέρεται στην ορθή στάση μας απέναντι στην αργία της Κυριακής. Για τους Εβραίους ήταν θεσμοθετημένη στο Νόμο η αργία του Σαββάτου. Η εντολή έλεγε : «Μνήσθητι την ημέραν των Σαββάτων αγιάζειν αυτήν...». Ο Θεός όρισε την ημέρα του Σαββάτου για σωματική ανάπαυση αλλά και να την αφιερώνουν σε έργα ευποιίας και να αποφεύγουν κάθε κερδοφόρα εργασία. Σιγά-σιγά όμως οι θρησκευτικοί ηγέτες των Εβραίων είχαν παραχαράξει το Νόμο κι είχαν διαστρεβλώσει το θέλημα του Θεού, εγκλωβίζοντας τις εντολές του Θεού σε μια σειρά από ξηρούς τύπους. Έφτασαν στο σημείο πολλοί λεγόμενοι «ευσεβείς» Εβραίοι να διερωτώνται αν επιτρεπόταν το Σάββατο να έχουν μαζί τους ένα μαντηλάκι, γιατί κάθε μεταφορά βάρους εθεωρείτο αθέτηση της εντολής. Βάρους βέβαια εξωτερικού. Γιατί για το βάρος των αμαρτιών, το βάρος της εγκληματικής συνείδησης, το βάρος του άδικου πλούτου, δεν γινόταν καμία συζήτηση. Τέτοιο βάρος οι ραβίνοι ούτε καν το υποπτεύονταν ότι είναι δυνατό να υπάρχει. Μετρούσαν την ευσέβεια με την εξωτερική συμπεριφορά. Δεν έστρεφαν την προσοχή στο εσωτερικό του ανθρώπου, εκεί που θεμελιώνεται η αρετή : Στις ακαθαρσίες του νου, στο βόρβορο της καρδιάς, στο μολυσμό της ψυχής. Ο Χριστός στη σημερινή θεραπεία ήθελε να διδάξει ποιο είναι το ορθό νόημα της αργίας του Σαββάτου και ότι «το Σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο και ουχ ο άνθρωπος διά το Σάββατον». Αργία του Σαββάτου -για μας της Κυριακής- δεν σημαίνει απραξία των καλών. Αντίθετα μάλιστα. Σημαίνει αφιέρωση της μέρας - μετά την Θ. Λειτουργία- στην επιτέλεση του καθήκοντος προς τον συνάνθρωπο, αφού έτσι πάλιν τηρούμε τις εντολές του Θεού.
Υπάρχει όμως και τρίτο δίδαγμα από τη σημερινή περικοπή. Κι αυτό είναι η αποφυγή της υποκρισίας. Ο λόγος του Χριστού ήταν κεραυνοβόλος. «Υποκριτά» λέει στον αρχισυνάγωγο. Ζείς μέσα στο νόμο και τους προφήτες αλλά εκτελείς τυπικά και υποκριτικά τα καθήκοντα σου χωρίς αληθινή αγάπη για τους συνανθρώπους σου. Πάντοτε δυστυχώς υπάρχουν μέσα στην κοινωνία υποκριτές. Γνωρίσματα φαρισαϊκής συμπεριφοράς παρουσιάζονται με εντυπωσιακή συχνότητα όχι μόνο στους εκτός της Εκκλησίας αλλά και στη ζωή των θρησκευόμενων ανθρώπων. Οι υποκριτές δεν είναι ευσεβείς αλλά ευσεβοφανείς. «Θεόν ομολογούσιν ειδέναι, τοις δε έργοις αρνούνται». Είναι τακτικοί στην εκκλησία, ανάβουν τα κεριά τους, προσκυνούν επιδεικτικά τις εικόνες. Όταν όμως αναχωρήσουν από την εκκλησία, η ζωή και η διαγωγή τους κάθε άλλο παρά χριστιανική και θεάρεστη είναι. Είναι γι’ αυτούς που ο Θεός είπε «τοις χείλεσιν αυτών με τιμώσι, η δε καρδία αυτών πόρρω απέχει απ’ εμού». Η υποκρισία είναι αρρώστια της ψυχής. Το Ευαγγέλιο καταπολεμεί την υποκρισία γιατί αυτή βάζει προσωπεία, μάσκες, στα πρόσωπα. Κάνει τους ανθρώπους διχασμένες προσωπικότητες, αναγκασμένους να αλλάζουν συμπεριφορά ανάλογα με τις περιστάσεις. Παράδειγμα υποκρισίας προς αποφυγήν μας προβάλλει η Εκκλησία τον Ιούδα. «Ηκολούθει γαρ τω διδασκάλω και καθ’ εαυτώ εμελέτα την προδοσίαν». Ήταν «τοις μαθηταίς συναυλιζόμένος και τοις Ιουδαίοις συναγαλλόμένος». Μιλούσε «περί φιλοπτωχείας» αλλά «εζήτει τα αργύρια».
Σπουδαία λοιπόν τα μηνύματα της σημερινής ευαγγελικής περικοπής. Ας προσπαθήσουμε να διδαχθούμε από αυτά, ιδιαίτερα τώρα που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα, για να μπορέσουμε επάξια να δεχθούμε τον Χριστό που έρχεται να γίνει άνθρωπος για χάρη μας.
Ιεροδιάκονος Τυχικός – Μητρόπολη Πάφου

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ -π. Γεώργιος Δορμπαράκης

 




«Και (ο Ιησούς) επέθηκε επ’ αυτή τας χείρας∙ και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν»
α. Μία «συγκύπτουσα» γυναίκα που επί χρόνια ήταν διπλωμένη στα δύο, που το χώμα ήταν ο μοναδικός ορίζοντας των ματιών της, σηκώνεται και στέκεται όρθια: μπορεί και πάλι να σταθεί αντίκρυ στα πρόσωπα των συνανθρώπων της, να δει και πάλι το γαλάζιο του ουρανού και να ατενίσει κατάματα τον ορίζοντά του. Ένα θαύμα που τη συγκλονίζει και την κάνει να ξεσπάσει σε δοξολογία προς τον Θεό, κι αυτό γιατί τα χέρια του Ιησού ακούμπησαν πάνω της. «Και επέθηκεν επ’ αυτή τας χείρας∙ και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν».
β. 1. Δεν επρόκειτο για χέρια ενός απλού ανθρώπου, μολονότι και τα χέρια αυτά μπορούν να γίνουν χέρια ιαματικά, όταν είναι χέρια ενός γιατρού, ενός φυσικοθεραπευτή, ενός χειροπράκτη. Ποιος μπορεί για παράδειγμα να μη θαυμάσει τα «μαγικά» χέρια του χειρουργού αγίου Λουκά του ιατρού του Ρώσου, ή τα εξίσου «μαγικά» της γερόντισσας Γαβριηλίας (Παπαγιάννη), με τις χειροπρακτικές μεθόδους της, όταν μαθαίνει ότι αυτά έσωσαν στην εποχή τους τόσες ζωές; Το ίδιο από την άλλη και το φιλικό άγγιγμα των χεριών ενός ανθρώπου μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά για τον συνάνθρωπο, όταν μάλιστα αυτός νιώθει μόνος και ανασφαλής. Πόσες φορές και το απλό άγγιγμα δεν δηλώνει την παρουσία μας ως συμπαραστάτη, ως κάποιου που χωρίς λόγια τις περισσότερες φορές θέλει να πει στον άλλο «μη φοβάσαι, είμαι μαζί σου!»
2. Στο περιστατικό του ευαγγελίου όμως για τη συγκύπτουσα γυναίκα που θεράπευσε ο Χριστός, πρόκειται για τα χέρια του Ίδιου του ενανθρωπήσαντος Θεού μας, Εκείνου που μέσω αυτών σκορπούσε τη θαυματουργική ίαση και την ουράνια ευλογία. Δεν είναι μόνο το συγκεκριμένο περιστατικό. Σε κάθε σχεδόν θαύμα του Κυρίου, θεραπείας από αρρώστια ή αναστάσεως εκ νεκρών, αυτά τα χέρια γίνονταν η δίοδος για να διέλθει η πανσθενής δύναμη του λόγου Του. Κι επί πλέον: είναι τα χέρια εκείνα, που χωρίς να υφίστανται εν σαρκί ακόμη, υπαρκτά όμως με τον ανθρωπομορφισμό της Παλαιάς Διαθήκης, έπλαθαν τον Αδάμ και την Εύα, δημιουργώντας τον πρώτον άνθρωπο. «Αι χείρες Σου εποίησάν με και έπλασάν με». Και να προχωρήσουμε πιο πολύ: είναι τα χέρια που ευλόγησαν τους μαθητές και τον κόσμο, την ώρα που ο Κύριος αναλαμβανόταν στους Ουρανούς, αφήνοντάς μας την ευλογία ακριβώς των χεριών Του ως την τελευταία επί γης ανάμνησή Του. «Και εν τω ευλογείν Αυτόν αυτούς ανεφέρετο εις τους Ουρανούς».
3. Τα χέρια του Ιησού δεν χάθηκαν με την Ανάληψή Του. Αφενός η ευλογία τους συνεχίζεται στους αιώνες, δεδομένου ότι ο Κύριος εκράτησε διαπαντός την ανθρώπινη φύση Του – ο Κύριος κάθεται εν δεξιά του Πατρός και ως άνθρωπος και έτσι θα έλθει στη Δευτέρα Του Παρουσία «κρίναι ζώντας και νεκρούς» - αφετέρου εξακολουθούν και υφίστανται στον κόσμο «εν ετέρα μορφή»: μέσω των χεριών των ιερέων, οι οποίοι δανείζουν, κατά την πατερική έκφραση, τα χέρια τους και το στόμα τους σ’ Εκείνον, προκειμένου Αυτός να αγιάζει διά του λόγου και της τελέσεως των μυστηρίων τους πιστούς όλων των αιώνων. Τι άλλο είναι η ευλογία ιδίως που προσφέρει κατά τις ακολουθίες της Εκκλησίας μας ο ιερέας, παρά η ευλογία του ίδιου του Κυρίου, διά των χεριών των μελών Του κληρικών; Κι είναι πολύ ωραίο το καταγεγραμμένο περιστατικό από τις ιστορίες του Αγίου Όρους, σύμφωνα με το οποίο νεαρός νεοχειροτονηθείς σε ιερέα μοναχός τελούσε τις πρώτες του λειτουργίες. Και σε μία από αυτές, που μετείχε και ο γέροντας ηγούμενός του, εξερχόμενος στην Ωραία Πύλη για το «ειρήνη πάσι», απέφυγε την ευλογία, σκεπτόμενος ότι δεν είναι άξιος αυτός να ευλογήσει τον ηγούμενο. Και με τρόμο και έκπληξη άκουσε μέσα από το πετραχήλι του φωνή να του λέει: «Δεν ευλογείς εσύ, αλλά εγώ».
Δεν είναι όμως μόνον τα χέρια των κληρικών. Ο Κύριος ενεργεί και μέσω των χεριών όλων των πιστών Του, αφού όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομά Του συνιστούν μέλη του σώματός Του, της Εκκλησίας. Κάθε δηλαδή ενέργεια των πιστών πάνω στο θέλημα του Θεού, κάθε άπλωμα των χεριών τους, για να τηρήσουν τις άγιες εντολές Του – το βλέπουμε σε όλους τους αγίους – όπως η προσφορά ελεημοσύνης για παράδειγμα, όπως το σκούπισμα των δακρυσμένων από τη θλίψη και τον πόνο συνανθρώπων τους, είναι στην πραγματικότητα το άπλωμα των χεριών και πάλι του Ίδιου του Ιησού. Και αντιστρόφως: κάθε κακή χρήση των χεριών, κάθε χτύπημα δι’ αυτών του συνανθρώπου, κάθε άπλωμά τους για κλοπή αγαθών που δεν μας ανήκουν, κάθε κίνησή τους που σκοπό έχει την προσβολή των άλλων, σημαίνει τη δαιμονική λειτουργία τους, την εκ μέρους μας πρόκληση «αναπηρίας» στον Κύριο, που Του στερούμε τη δυνατότητα η ευλογία Του να βρει έκφραση και μέσω ημών.
4. Κι εκεί που αποκορυφώνεται η ευλογία των ιαματικών χεριών Του, εκεί που πράγματι έχουμε μία μυστική προέκτασή Τους μέσα στον χρόνο, είναι στο μυστήριο του Ευχελαίου. Στο ευχέλαιο – στο μυστήριο αυτό που διά της χρίσεως των ασθενών με έλαιο προσφέρεται η ιαματική χάρη του Κυρίου, όταν είναι συνδυασμένη με τη μετάνοια – τι άλλο έχουμε, παρά την μέσα στους αιώνες συνέχεια του «επέθηκε επ’ αυτή τας χείρας Του ο Ιησούς»; Το προτεταμένο χέρι του Κυρίου, το γεμάτο δύναμη αγάπης και θεραπείας, βλέπουμε κάθε φορά στο μυστήριο, και έτσι μας καλεί να το βλέπουμε πάντοτε η Εκκλησία μας. «Βασιλεύ άγιε, εύσπλαγχνε, και πολυέλεε, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος - ακούμε τον ιερέα να διαβάζει στην τελευταία ευχή - ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν∙ ου τίθημι εμήν χείρα αμαρτωλόν επί την κεφαλήν του προσελθόντος σοι εν αμαρτίαις και αιτουμένου παρά σου δι’ ημών άφεσιν αμαρτιών∙ αλλά σην χείρα κραταιάν και δυνατήν, την εν τω αγίω Ευαγγελίω τούτω…επί την κεφαλήν του δούλου σου έκτεινον».
γ. Η ποικιλόμορφη αυτή μέσα στον χρόνο ευλογία των χεριών του Κυρίου έχει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα της επί γης παρουσίας Του. Δεν λειτουργεί λιγότερο, σήμερα για παράδειγμα, η θεραπευτική χάρη του Χριστού από ό,τι τότε που «επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Το αποδεικνύουν τα διαρκή θαύματα που κάνουν οι άγιοί Του και γίνονται καθημερινά στην Εκκλησία Του. Και τα αποτελέσματα δεν είναι άλλα από αυτό που είδε στον εαυτό της και η συγκύπτουσα του Ευαγγελίου και «μη δυναμένη ανανεύσαι εις το παντελές» επί δεκαοκτώ ολόκληρα έτη: «παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν». Αρκεί βεβαίως να υπάρχει η ανθρωπολογική προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της χάρης: η ενεργής και ζωντανή πίστη του ανθρώπου.

Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας (Λουκ. ιγ΄10-17),Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας (Λουκ. ιγ΄10-17)


Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας (Λουκ. ιγ΄10-17)



«Ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ;»

Πολλὲς φορὲς οἱ θρησκευτικοὶ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ κατηγόρησαν τὸν Ἰησοῦ πὼς μὲ τὰ θαύματα ποὺ πραγματοποιοῦσε, παρέβαινε τὴν ἐντολὴ τοῦ Σαββάτου. «Καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ» (Ἰωάν. 5,16). Εἶχαν πέσει στὴν πλάνη ὡς πρὸς τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῆς ἐντολῆς ἢ «ὑπεκρίνοντο θεοσέβειαν», κατὰ τὴν ἄποψη κάποιου ἐρμηνευτοῦ. Τὸ πιὸ πιθανὸ ἦταν τὸ δεύτερο, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ ἦταν διακατεχόμενοι ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου ἐναντίον του. Στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα βλέπουμε τὸν Κύριο στὴ συναγωγὴ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου νὰ θεραπεύει μία ἄρρωστη γυναίκα κι ὁ ἀρχισυνάγωγος νὰ τὸν κατηγορεῖ πὼς παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Σαββάτου. Τότε ὁ καρδιογνώστης Κύριος τοῦ ἀποκάλυψε τὸ πάθος ποὺ εἶχε μέσα του. Τὸν ὀνόμασε ὑποκριτὴ (Λουκ. 13,15). Ἂς δοῦμε τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας.



Ὁ ὑποκριτὴς ἀρχισυνάγωγος

Ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμέας κάνει μία σπουδαία παρατήρηση πάνω στὸ σημερινὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου. Ὡς γνωστόν, κατὰ τὸ Σάββατο ἀργοῦσαν τὰ πάντα καὶ κανεὶς δὲν ἔκανε καμιὰ δουλειά. Ὁ Κύριος μὲ τὸ νὰ θεραπεύει τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων «παρεῖχε τοῖς νόσοις σαββατισμόν», δηλ. ἔκανε τὶς ἀσθένειες νὰ ἀργοῦν. Πιὸ ἁπλὰ κατέπαυε τὴν ἐνέργεια τῶν νόσων καὶ ἐλευθέρωνε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν σωματικῶν παθῶν. Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως μέσα του καιγόταν ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ φθόνου ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνῶ ὑποκρινόταν εὐσέβεια, ἔψαχνε νὰ βρεῖ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐπιτεθεῖ στὸν Κύριο. Μὲ τὴ θεραπεία τῆς γυναίκας «διαρρήσει τὴν ἐνδομυχοῦσαν κακίαν», δηλ. σπάει τὴν καλὰ φυλαγμένη μέσα του κακία κι ἀρχίζει νὰ τὴν σκορπάει πρὸς τὰ ἔξω. Τὸ προσωπεῖο πέφτει καὶ παρουσιάζεται τὸ πρόσωπό του. Ἦταν ὑποκριτής.

Μία ἄλλη παρατήρηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ὁ ἀρχισυνάγωγος, κατὰ τὸν Ἅγιο, ἦταν ὑποκριτὴς «καὶ εἴρων καὶ ὕπουλος» καὶ «βάσκανος» (ζηλιάρης). Αὐτός, λοιπόν, ὁ φθονερὸς ἄνθρωπος ἤθελε νὰ βλέπει τὴ γυναίκα νὰ περπατάει σὰν τὰ τετράποδα, παρὰ νὰ πάρει τὸ γνωστὸ ἀνθρώπινο σχῆμα, δηλ. νὰ περπατάει ὅπως ὅλοι οἱ φυσιολογικοὶ καὶ ὑγιεῖς ἄνθρωποι. Προτιμοῦσε αὐτὸ «ἵνα μὴ Χριστὸς μεγαλύνηται, μηδὲ Θεὸς εἶναι ὑπὸ τῶν πραγμάτων κηρύττεται», γιὰ νὰ μὴ δοξάζεται ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ νὰ μὴ φανερώνεται ἀπὸ τὰ θαύματα ἡ θεότητά Του. Εἶχε διεφθαρμένη κρίση. Εἶχε τὴν κρίση τοῦ ὑποκριτῆ.



Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας

Τὸ πάθος τῆς ὑποκρισίας εἶναι πάρα πολὺ φοβερὸ καὶ ἀπεχθές. Ὁ ποιητὴς ἅγιος Γρηγόριος τὸ ἐπισημαίνει: «Εἰσὶ γάρ, εἰσὶν ἀθλιώτεροί τινες», ὑπάρχουν ναί, καὶ κάποιοι πιὸ ἀξιολύπητοι. Αὐτοὶ ἐπαμφοτερίζουν στὴν πίστη. Δὲ σέβονται τὰ τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι Εὔριποι τῶν λόγων. Οἱ ὑποκριτὲς εἶναι στοὺς ἀδυνάτους λιοντάρια καὶ στοὺς δυνατοὺς σκυλιὰ ποὺ γλείφουν. Τιμοῦν ὅ,τι εὐχαριστεῖ τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι ὅ,τι τοὺς συμφέρει. Ἡ ὑποκρισία εἶναι μία κατάσταση ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο διπλοπρόσωπο. Μάλιστα μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ὁ ὑποκριτὴς ἐμπαίζει καὶ τὸ θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ φθόνος, ποὺ εἶναι μητέρα τῆς ὑποκρισίας, κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ φθονεῖ τοὺς ἀρίστους, εἶναι σὰν νὰ ἀγαπᾶ τοὺς κακούς.

Ὁ ὑποκριτὴς ποὺ μάλιστα ἔχει καὶ πανοῦργο νοῦ, καταφέρνει πολλὲς φορὲς νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς τῶν ἄλλων. Νὰ κρύβεται ἐπιμελῶς καὶ νὰ μὴν ἐκδηλώνει τὰ πραγματικά του αἰσθήματα. Μερικὲς φορὲς παρασκηνιακὰ ἐργάζεται καὶ εἶναι κρυψίνους καὶ περίεργος. Προφασίζεται εὐλάβεια, ἐνῶ στὴν ἰδιωτική του ζωὴ καταλύει τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπροφάσιστα κάνει ἐκεῖνο ποὺ θέλει, ἔστω κι ἂν αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Δημιουργεῖ τὴν ἐντύπωση πὼς εἶναι ἐπιστήθιος φίλος κάποιου καὶ σὲ κάποια εὐκαιρία τὸν προδίδει. Εἶναι διχασμένη προσωπικότητα, θέλει καὶ τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸν τραβάει καὶ ὁ κόσμος, θέλγεται ἀπ’τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἀγαπᾶ καὶ τὰ μάταια. Τὶς περισσότερες φορὲς στὸν ὑποκριτὴ νικάει τὸ κακὸ καὶ ὁ κόσμος. Ἂν ἀποκαλυφθεῖ, τότε εἶναι ὁ ἀθλιέστερος τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀνυπόληπτος χριστιανός. Μεγάλο κακὸ ἔχουν κάνει οἱ διάφοροι ὑποκριτὲς κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα. Ἔγιναν αἰτία νὰ ψυχρανθεῖ ἡ πίστη πολλῶν.



Ἀδελφοί μου,

Ἡ ὑποκρισία ἀνθεῖ στὸν κοσμικό, ἀλλὰ καὶ στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν εὐσέβεια, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἁγιότητα, ἐνῶ στὴν ἰδιωτική τους ζωὴ εἶναι ἀσεβεῖς, ἄδικοι, σκληροὶ καὶ στερημένοι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅσο πιὸ εὐθὺς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο πιὸ πολὺ τὸν ἐπισκιάζει ὁ Θεὸς καὶ τὸν χαριτώνει. Ὁ ὑποκριτής, ἔστω κι ἂν εἶναι συναρπαστικὸς στοὺς τρόπους του, ἀπωθεῖ. Ἀντίθετα, ὁ εἰλικρινὴς ἔστω κι ἂν δὲν ἔχει μεγάλα προσόντα, ἑλκύει τὸν ἄλλο. Τέτοιοι ἦσαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτοὺς ἂς μιμηθοῦμε στὴ ζωή μας.

Κυριακὴ Ι΄ (Λουκ. 13,10-17) ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ;-Μητροπολίτης Αυγουστίνος Καντιώτης

 

ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ;

ΤΟ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, ὁμιλεῖ γιὰ μιὰ γυναῖκα ἄρρωστη, δυστυχισμένη, ποὺ εἶνε γνωστὴ ὡς «συγκύπτουσα» (Λουκ. 13,11). Γυναῖκες ποὺ διέπρεψαν γιὰ τὴ δόξα ἢ τὸν πλοῦτο ἢ τὴ μόρφωσί τους ἔχουν λη­σμο­νηθῆ, ἀλλὰ ἡ «συγκύπτουσα» ἀναφέρεται πάν­τοτε παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ ἡ Ἐκ­κλησία μας τὴν προβάλλει ὡς παράδει­γμα.

* * *

γυναίκα αὐτὴ δὲν ἦταν ἐκ γενετῆς συγ­κύπτουσα· γεννήθηκε ὑγιής. Ὅταν μεγάλω­σε, ἐνῷ περπατοῦσε καὶ ἐρ­γαζόταν μιὰ χαρά, ξα­φνικὰ ἕνας πόνος στὴ σπονδυλικὴ στήλη τὴν ἔ­κανε νὰ καμφθῇ. Τί ἦταν; ἀσθένεια; Μακάρι νὰ ἦταν ἀσθένεια. Ἦταν κάτι χειρότερο. Τὸ λέει ὁ Κύριος καὶ πρέπει νὰ τὸ πιστέψουμε· αὐτὸ ποὺ τῆς συνέβη προερχόταν ἀπὸ τὸ σατανᾶ. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύου­με ὅ­τι ὑπάρχει σατανᾶς κι ὅτι ὁ Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο «ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α΄ Ἰω. 3,8). Ὅπως βλέπουμε στὴ Γραφή, πολλὲς φο­ρὲς ὁ σατανᾶς, κα­τὰ παραχώρησιν Θεοῦ, προξενεῖ ὑλικὲς ζημιὲς καὶ ἀ­σθένειες, ὅπως π.χ. στὸν Ἰώβ. Κι αὐτὴ λοιπόν, ἐξ ἐπηρείας τοῦ δια­βόλου, αἰσθάνθηκε νὰ λυγίζῃ ἡ σπονδυλι­κή της στήλη καὶ τὸ κεφάλι της νὰ φτά­νῃ ὣς κάτω στὴ γῆ. Ὅποιος τὴν ἔβλεπε ἀπὸ μακριά, νόμιζε πὼς εἶνε ζῷο καὶ πάει μὲ τὰ τέσ­σερα. Γι᾽ αὐτὸ σπανίως ἔ­βγαινε ἔξω.
Παρὰ τὴν ἀσθένειά της ὅμως τὴ βλέπουμε νὰ «ἐκκλησιάζεται». Ὅπως ἐ­μεῖς ἔχουμε τὴν Κυριακή, οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν τὸ Σάββατο· κι ὅ­πως ἐμεῖς πᾶμε στὴν ἐκκλησία, αὐτοὶ πᾶνε στὴ συναγωγή, στὴ χάβρα. Κι αὐτὴ λοιπὸν τὴ σακάτισσα, ποὺ μὲ μεγάλη δυσκολία ἐκινεῖτο, κάθε Σάββατο τὴν ἔβλεπες στὴ συναγωγή.
Ἡ «συγκύπτουσα» εἶνε ὑπόδειγμα τηρήσε­ως τῆς τετάρτης ἐντολῆς τοῦ δεκαλόγου ποὺ λέει «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδό­μῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14). Καὶ ὁ Θεὸς βράβευσε τὴν προθυμία της. Μιὰ μέρα, ποὺ εἶχε πάει ὡς συνήθως στὴ συναγω­­γή, βρῆ­κε ἐκεῖ – ποιόν; Ὄχι ἄγγελο, ὄχι ἅγιο ἄνθρωπο ἢ προφήτη, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό. Ἦταν στὴ συναγω­­γὴ καὶ δίδασκε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Πολλοὶ ἦταν μέσα ἐκεῖ, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς σ᾽ αὐτὴν ἔρ­ριξε τὸ βλέμμα του, τὸ γεμᾶτο ἀγάπη, καὶ τῆς εἶπε· «Γυναί­κα, εἶσαι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου» (Λουκ. 13,12). Καὶ μόλις ἔβαλε τὰ χέρια του ἐπάνω της, ἀ­μέσως ἔγινε καλά· ἡ σπονδυλική της στήλη ἀνωρθώθηκε, ἴ­σιωσε· σήκωσε τὸ κεφάλι ψηλά, καὶ δόξαζε τὸ Θεό.
Αὐτὸ τὸ θαῦμα διηγεῖται σήμερα τὸ εὐαγγέ­­λιο. Ἡ γυναίκα αὐτὴ μπῆκε στὴ συναγωγὴ ἄρ­ρωστη καὶ βγῆκε ὑγιής, μπῆκε σακάτισσα καὶ βγῆκε ἀκεραία. Μεγάλη ἡ δύναμι τοῦ Χριστοῦ!

* * *

Τί ἔχει νὰ μᾶς πῇ ἡ συγκύπτουσα; Πολλά.
Πρῶτον. Ἡ σπονδυλικὴ στήλη εἶνε ἕ­να θαυμαστὸ δη­μιούργημα. Καὶ μόνο αὐτὴ φτά­νει ν᾽ ἀ­ποδεί­­ξῃ ὅτι ὑπάρχει Δημιουργός. Εἶνε πιὸ θαυ­μαστὴ κι ἀ­π᾽ τὸν πιὸ τέλειο κίονα τοῦ Παρθε­νῶ­νος τῶν Ἀθηνῶν. Ἔχει τόσους σπον­δύλους ὅσα τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ. 33 χρόνια ἔ­ζησε ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς; 33 εἶνε καὶ τὰ ὀ­στᾶ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, προσ­αρ­μο­σμέ­να ἀριστοτεχνικὰ τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο.
Δεύτερον. Ἡ συγκύπτουσα ἀποτελεῖ ἔ­λεγ­χο γιὰ μᾶς. Ἐσὺ ποὺ ἔχεις πόδια δὲν πᾷς στὴν ἐκ­κλησία. Γιατί σοῦ τά ᾽δωσε ὁ Θεός; Ἔχεις πόδια γιὰ νὰ τρέχῃς σὲ δι­ασκεδάσεις, ἔχεις πόδια γιὰ τὸ διάβολο, ἀλλὰ πόδια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔ­χεις. Ἐλάχιστοι εἶν᾽ αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησι­άζονται· οἱ ἄλλοι; Μόνο νεκροὺς πλέον θὰ τοὺς πᾶνε στὴν ἐκκλησία. Στὴ Φλώρινα ἔβλεπα ―τώρα ἔ­χει πεθάνει― μιὰ γυναῖκα σακατεμένη· μετὰ δυσ­κολί­ας ἐκινεῖτο, κι ὅμως δὲν ἔλειπε ἀπὸ τὸ ναό. Ὑπάρχουν καὶ τέτοια παραδείγματα.
Τρίτον. Ὅλοι σχεδὸν ἔχουμε τὴ σπονδυλι­κή μας στήλη γερή. Σωματικῶς ναί, εἴμαστε ὑ­γι­εῖς. Ψυχικῶς ὅμως; Ἂς τὸ ὁμολογήσουμε· ψυ­χικῶς εἴ­μαστε ἄρρωστοι. Καὶ θὰ τὸ ἐξηγήσω αὐτό. Γιατί λεγόμαστε ἄνθρωποι; Ἄνθρωπος εἶνε λέξις τῆς ὡραίας ἑλληνι­κῆς γλώσσης. Τί σημαίνει; Αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἐτυμολογία, λένε, ὅτι ἄν­θρωπος εἶνε ἡ ὕπαρξις ἐ­κείνη ποὺ τείνει πρὸς τὰ ἄνω. Εἶνε ὂν ὀρθοβάμον. Ὁ Θεός, ἐνῷ τὰ ζῷα βαδίζουν μὲ τὰ τέσσερα κ᾽ ἔχουν τὸ κεφά­λι πρὸς τὴ γῆ, ἐμᾶς μᾶς ἔπλασε ὀρ­θίους, νὰ βλέπουμε πρὸς τὸν οὐ­ρανό· διότι ὁ προορισμός μας εἶνε ἐκεῖ, ἐδῶ εἴμαστε περαστικοί. «Πάροικος ἐγώ εἰμι παρὰ σοὶ καὶ παρεπίδημος καθὼς πάντες οἱ πατέρες μου», λέει ὁ ψαλμῳδός (Ψαλμ. 38,13). Πατρίδα μας εἶνε ὁ οὐρανός. Ρώτησαν ἕνα φιλόσοφο· ―Ποιά εἶ­νε ἡ πατρίδα σου; ―Περιμένετε, λέει, νὰ σᾶς πῶ. Κι ὅταν νύχτωσε ἔδειξε τὰ ἄστρα καὶ εἶ­πε· Ἐκεῖ εἶνε ἡ πατρίδα μου! Ποιός σήμε­ρα ἔ­χει τέτοιο φρόνημα; Οἱ πολλοὶ τὴν ψυχή τους τὴν ἔχουν στὰ γήϊνα, τὰ μικρά, τὰ μάταια.
Καὶ τέταρτον. Καταπίπτει ὁ ἄνθρωπος πο­λὺ χαμηλά, καταντᾷ στὸ ἐπίπεδο τοῦ ζῴου. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε ἕνα μεγάλο λόγο· «Μὴ δῶ­τε τὸ ἅγι­ον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργα­ρί­τας ὑ­μῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7,6). Μερικοὶ ἄνθρωποι εἶνε σὰν τοὺς χοίρους, σὰν τὰ γουρούνια. Ὁ χοῖρος ἔχει τὸ κεφάλι δι­αρκῶς πρὸς τὴ γῆ, ψάχνοντας γιὰ τροφὴ ὁ γαστρίμαργος. Τρώει βελανίδια κι οὔτε ὑψώνει τὸ κεφάλι στὴ βελανιδιά, τρόπον τινὰ νὰ τῆς πῇ ἕ­να «εὐχαρι­στῶ». Μόνο μιὰ φορὰ γυρί­ζει καὶ βλέπει τὸν οὐ­ρανό. Πότε; Ὅταν ὁ χασάπης στὸ σφαγεῖο τὸν ἀναποδογυρίζει νὰ τὸν σφάξῃ. Ἔτσι καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι· σ᾽ ὅλη τὴ ζωή τους εἶνε σκυμ­μένοι στὰ γήινα, καὶ μόνο ὅταν πλησιάζει ὁ θάνατος, τότε πλέον βλέπουν ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωή. Ἕνας ἰατροφιλόσοφος, ὁ Καρρέλ, εἶπε ὅτι σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους ἁρμόζει τὸ σχῆμα τοῦ κτήνους. Ἂν ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε νὰ πάρουμε μορφὴ σύμφωνα μὲ τὰ πάθη μας, οἱ πλεῖστοι θὰ παρουσιάζονταν σὰν ζῷα· ὁ λαί­μαρ­γος σὰν χοῖρος, ὁ ἀκόλαστος σὰν τράγος, ὁ ἐ­ριστικὸς καὶ ἐπιθετικὸς σὰν τίγρις, ὁ φθονε­ρὸς σὰν φίδι, ὁ μνησίκακος σὰν καμήλα, ὁ ἅρπαγας καὶ κλέφτης σὰν λύκος… Γι᾽ αὐτὸ ὁ ψαλμῳδὸς λέει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆ­κε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀ­νοή­τοις καὶ ὡμοιώθη αὐ­τοῖς», ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μὲ τὰ κτήνη (Ψαλμ. 48,13,21). Καὶ θυμᾶμαι ποὺ μαθαίνα­με στὸ σχολεῖο ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια γιὰ τὴ μάγισσα Κίρκη, ποὺ χτύπησε μὲ τὸ ῥαβδί της τοὺς συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοὺς ἔκανε ζῷα. Εἶνε φανταστικὸς μῦθος βέβαια, ἀλλ᾽ ἐκφρά­ζει μιὰ πραγματικότητα. Κίρκη εἶνε ἡ ἁμαρτία· αὐτὴ μεταβάλλει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κτήνη.
Ἡ συγκύπτουσα λοιπὸν τοῦ εὐαγγελίου εἶ­νε σύμβολο κάθε ἀνθρώπου ποὺ κάμπτεται κάτω ἀπὸ τὰ πάθη του. Εἶνε ἀκόμα σύμβολο ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ ἰδίως κατὰ τὸν εἰκοστὸ αἰῶνα ξεπέρασε σὲ ἀγριότητα κάθε θηρίο, μὲ τὰ φοβερὰ ὅπλα ἀφανισμοῦ χιλιάδων ἀνθρώπων ποὺ ἐπινόησε καὶ χρησιμοποί­ησε. Τὸ χειρότερο θηρίο, ὅπως λέει ὁ Ἀριστο­τέλης, δὲν εἶνε τὸ λιοντάρι οὔτε ἡ τίγρις· εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Τέλος ἡ συγκύπτουσα εἶνε σύμβολο καὶ τῆς Ἑλλάδος μας. Ἐκεῖ ποὺ λέει «ἰ­δοὺ γυνὴ …ἦν συγκύπτουσα», σβῆστε τὸ «γυ­νὴ» καὶ βάλτε «Ἑλλάς»· «Ἑλλὰς συγκύπτουσα», χώρα ποὺ κάμπτεται κάτω ἀπὸ τὰ πάθη. Ἐνῷ μπορούσαμε στὴ γωνιὰ αὐτὴ τῆς γῆς νὰ ζοῦμε μιὰ εὐτυχισμένη ζωή, ἐν τούτοις πάσχουμε καὶ ὑποφέρουμε ἐξ αἰτίας τῶν ἐλαττωμάτων καὶ τῶν παθῶν μας.

* * *

Δὲν ἀνήκω σὲ κόμματα, ἀλλὰ ἕ­νας πολιτικός μας εἶπε τὰ ἑξ­­ῆς σοφὰ λόγια. «Δὲν θεραπεύε­ται ἀλλιῶς τὸ κακό, παρὰ μόνο ἂν γίνουμε ἄν­θρωποι». «Ἂν γίνουμε ἄνθρωποι»! Οἱ πρό­γονοί μας ἔλεγαν· «Τί χαριτωμένο πλάσμα ὁ ἄν­θρω­πος, ὅταν εἶνε πράγματι ἄνθρωπος!» (Μέναν­δρος· παρὰ Στοβαίῳ 5,11· Μιχ. ᾿Ιατροῦ, Πόθεν καὶ διατί σ. 216). Ἄνθρωπος δὲν εἶ­νε ὁ φι­λόδοξος, ὁ κλέφτης, ὁ μοιχός, ὁ ἄδικος, ὁ σκλη­ρός· ἄνθρωπος εἶνε ὁ ταπεινός, ὁ τίμιος, ὁ δίκαιος, ὁ καθαρός, ὁ σπλαχνι­κός. Ἂν δὲν γίνου­με ἔτσι, μὴν περιμένουμε ἀνόρθωσι.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς εἶπε μιὰ προφη­τεία. Τὸ τέλος τοῦ κόσμου θὰ ᾽ρθῇ – πότε; ὅ­ταν δῆτε ν᾽ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ νὰ γεμί­­ζουν οἱ φυλακές! Σήμερα ἡ ἐγ­κληματικότης εἶ­νε σὲ ἔξαρσι, οἱ ἄνθρωποι ἐξαγριώθηκαν, καὶ κα­τέπεσαν σὲ ἐπίπεδο ζῳῶδες. Καὶ ποιός μπο­ρεῖ νὰ τοὺς ἀνορθώσῃ πάλι; Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ἄγγιξε τὴν συγκύπτουσα «καὶ παραχρῆ­μα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν» (Λουκ. 13,13). Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; Διὰ τῆς μετανοίας. Δυσ­τυχῶς μικροὶ – μεγάλοι εἴμαστε ἀμετανόητοι. Καὶ πλησιάζουν οἱ ἅγιες ἡμέρες. Πῶς θ᾽ ἀντικρύσουμε τὰ ἅγια, πῶς θὰ μεταλάβουμε;
Ὅλοι λοιπόν, ἀγαπητοί μου, στὴν ἐξομολό­γησι. Κανείς μὴ μείνῃ ἀνεξομολόγητος. Ἀπὸ ᾽κεῖ θὰ ἔλθῃ ἡ ἀνόρθωσις· ἡ οἰκογενειακή, ἡ ἐκπαιδευτική, ἡ ἐθνική, ἡ ἐν γένει πνευματικὴ ἀνόρθωσις. Αὐτὴ τὴν ἀνόρθωσι ἕνας καὶ μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς τὴ χαρίσῃ· ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑ­περυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου
Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 10-12-1989

Κυριακή Ι΄ Λουκᾶ (Λουκ. ιγ΄ 10-17)-Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))






5 Δεκεμβρίου 1965


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,


Ὁ Θεὸς δὲν ἀγαπᾶ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲ μισεῖ τίποτα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅταν ἦταν ἐδῶ στὴ γῆ, στάθηκε ἀπέναντι σ' ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γεμάτος ἀγάπη καὶ μόνο ἦταν σκληρὸς ἀπέναντι στοὺς ὑποκριτάς. Τοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ ἐρχότανε ζητώντας τὸ ἔλεός του, τοὺς δεχότανε μὲ καλωσύνη· τοὺς ὑποκριτάς, ποὺ ἦσαν μέσ' ἁμαρτωλοὶ κι ἔκαναν ἔξω τοὺς ἁγίους, τοὺς ἐμαστίγωνε ἀλύπητα. Ἂς ἀκούσουμε τί μᾶς λέγει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο.


Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἐδίδασκε ὁ Ἰησοῦς σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγὲς κι ἦταν ἡμέρα Σάββατο. Κι ἦταν ἐκεῖ μία γυναίκα, ποὺ εἶχε πονηρὸ πνεῦμα κι ἦταν ἄρρωστη δεκαοκτὼ χρόνια κι ἦταν σκυφτὴ καὶ δὲ μποροῦσε νὰ σηκώση τὸ κορμὶ της καθόλου. Κι ὅταν τὴν εἶδε, ὁ Ἰησοῦς τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· Γυναίκα, εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου· κι ἀκούμπησε ἀπάνω της τὰ χέρια του κι ἀμέσως ἐκείνη ἀνασηκώθηκε καὶ δόξαζε τὸ Θεό. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἀρχισυνάγωγος μὲ ἀγανάκτηση, γιατί τὸ Σάββατο ἔκαμε τὴ θεραπεία ὁ Ἰησοῦς, κι ἔλεγε στὸ λαό. Ἕξη ἥμερες εἶναι, ὅπου σ' αὐτὲς πρέπει νὰ ἐργαζώμαστε, σ' αὐτὲς λοιπὸν νὰ 'ρχεσθε καὶ νὰ θεραπευώσαστε κι ὄχι στὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τοῦ ἀποκρίθηκε λοιπὸν ὁ Κύριος καὶ εἶπε· Ὑποκριτή, ὁ καθένας σας τὸ Σάββατο δὲ λύνει τὸ βόδι του καὶ τὸν ὄνο ἀπὸ τὸ παχνὶ καὶ τὰ πάει καὶ τὰ ποτίζει; Κι αὐτὴ ἐδῶ ποὺ εἶναι κόρη τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὴν ἔδεσε ὁ Σατανᾶς δεκαοχτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῆ ἀπὸ τοῦτο τὸ δέσιμο τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Κι ἐνῶ ἔλεγε τοῦτα ὁ Ἰησοῦς καταντροπιαζότανε ὅλοι οἱ ἐχθροὶ του· κι ὅλος ὁ λαὸς εἶχε χαρὰ γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γινότανε ἀπ' αὐτόν.


Αὐτὴ ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ βρέθηκε κεῖνο τὸ Σάββατο στὴ συναγωγή, μᾶς εἶν' ἕνα καλὸ παράδειγμα. Μᾶς διδάσκει πὼς κι ἐμεῖς τὴν Κυριακὴ πρέπει νὰ ἐρχώμαστε στὴν Ἐκκλησία γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ γιὰ τὸ θεῖο κήρυγμα. Γι' αὐτὰ τὰ δύο πῆγε στὴ συναγωγὴ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἡ συγκύπτουσα γιὰ νὰ 'βρη παρηγοριὰ στὴν ταλαιπωρία της. Καὶ βρῆκε πολὺ περισσότερο ἀπ' ὅ,τι περίμενε· λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ποὺ τὴν βασάνιζε δεκαοκτὼ χρόνια.


Θὰ πρέπει νὰ αἰσθανότανε κατάνυξη, καθὼς ἄκουε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ διδάσκη· θὰ πρέπει νὰ καθότανε ταπεινὴ σὲ κάποια γωνιά, βασανισμένη μέσα στὴν πολύχρονη ἀρρώστια της, ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ κι ἕτοιμη νὰ δεχθῆ τὴ θεία χάρη. Μετὰ τὸ κήρυγμα, πλησίασε τὸ Χριστὸ κι ἐκεῖνος ποὺ τὴν εἶδε, ὄχι μόνο μὲ σκυφτὸ καὶ καμπουριασμένο τὸ κορμί της, μὰ καὶ μὲ τὴν ψυχὴ της γονατιστὴ καὶ σκυμμένη, τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε· «Εἶσαι λυμένη ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου». Καὶ γιὰ νὰ τῆς μεταδοθῆ ἡ θεία δύναμη, ἀκούμπησε τὰ χέρια του ἐπάνω της. Κι ἐπειδὴ ὁ θεῖος λόγος τὴν ἴδια ὥρα εἶναι καὶ ἔργο, ἡ γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλά.


Νά, χριστιανοί μου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πῶς φανερώνεται καὶ πῶς ξεχύνεται στὸν ἄνθρωπο. Κανένα ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ μπῆ ἀνάμεσα στὸ Θεὸ ποὺ ζητάει τὸν ἄνθρωπο καὶ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ζητάει τὸ Θεό. Οὔτε καὶ τὸ Σάββατο. Γιατί παραπάνω ἀπ' ὅλα εἶναι ὁ ἄνθρωπος, παραπάνω κι ἀπὸ τὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς καὶ τὸ Σάββατο δόθηκαν ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν ἔγινε ὁ ἄνθρωπος γιὰ ὅλα ἐτοῦτα. Μέσα στὸ νόμο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο· καὶ μέσα σ' ὅλους τοὺς νόμους τῶν ἀνθρώπων πρέπει νὰ ὑπάρχη ὁ ἄνθρωπος, ἀλλιῶς εἶναι ἄδικοι οἱ νόμοι καὶ ἀπάνθρωποι. Οἱ νόμοι εἶναι γιὰ τοὺς κακούς· γιὰ νὰ μὴν ἀφίνουν τοὺς κακοὺς νὰ κάνουν τὸ κακό. Γιὰ τοὺς καλοὺς δὲν ὑπάρχουν νόμοι. Ἕνας νόμος ὑπάρχει γιὰ τοὺς καλούς, ὁ νόμος τῆς ἀγάπης. Αὐτὸς ὁ νόμος λέγει, ὄχι νὰ μὴν κάνης τὸ κακό, μὰ παντοῦ καὶ πάντα νὰ κάνης τὸ καλό. Ἐμπόδιο δὲ μπορεῖ νὰ σταθῆ στὸ νόμο τοῦ καλοῦ.


Κι ὅμως πολλὰ ἐμπόδια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, βγαίνουνε μπροστά, γιὰ νὰ σταματήσουν τὸ καλό. Πρῶτο ἀπὸ τὰ ἐμπόδια ἐτοῦτα εἶναι ἡ ὑποκρισία. Ὑποκρισία εἶναι νὰ φαίνεσαι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶσαι, νὰ λὲς πὼς ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὸν νόμο καὶ γιὰ τὴν ἐντολή, μὲ σκοπὸ νὰ ματαίωσης τὸ καλό. Νὰ παρασταίνης τὸ φρουρὸ τοῦ θείου νόμου, νὰ κόβεσαι καὶ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νόμο, νὰ κάνης ἐπανάσταση, νὰ βάζης φωτιά, νὰ ξεθεμελιώνης τὰ πάντα, γιατί σὲ πῆρε ὁ πόνος γιὰ τὸ νόμο. Πὼς χάνονται ἄνθρωποι, πὼς ἀδικιέται ἡ ἀλήθεια, πὼς σταυρώνονται ἀθῶοι, πὼς γκρεμίζονται ἱεροὶ θεσμοί, πὼς χαίρουν οἱ ἐχθροί, πὼς χορεύει ὁ διάβολος, τίποτ' ἀπ' ὅλα ἐτοῦτα δὲ σὲ τρομάζει.


Ὁ ἀρχισυνάγωγος, χριστιανοί μου, ἐκείνη τὴν ἡμέρα στὴν συναγωγή, γιὰ χάρη τάχα τοῦ Σαββάτου, ἦταν ἕτοιμος, ἂν μποροῦσε, νὰ σφάξη καὶ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ συγκύπτουσα. Δὲν τὸν συγκίνησε τὸ καλὸ ποὺ γίνηκε ἐμπρὸς στὰ μάτια του. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔτρωγε μέσα του ἦταν ὁ φθόνος, μὰ σκέπαζε τὸ πάθος του μὲ τέχνη κι ἔδειχνε πὼς γνοιάζεται γιὰ τὸ Σάββατο καὶ γιὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁποῖος δὲν τὸν ἤξερε θὰ τὸν πίστευε, μὰ ὁ Χριστὸς τὸν ξεσκέπασε καὶ τὸν ἀποστόμωσε. Τὸν εἶπε ὑποκριτή, ψεύτη δηλαδὴ καὶ θεατρίνο, ποὺ ἄλλα αἰσθανότανε κι ἄλλα ἔλεγε, ἄλλα εἶχε μέσα του κι ἄλλα ἔδειχνε στοὺς ἀνθρώπους.


Τέτοιους ὑποκριτάς, χριστιανοί, εἶναι πάντα γεμάτος ὁ κόσμος καὶ πρέπει νὰ τοὺς φυλαγώμαστε. Ἀπ' ἔξω φαίνονται ἅγιοι καὶ μέσα τους εἶναι γεμάτοι μ' ὅλες τὶς κακίες. Μὰ εἶναι τεχνίτες καὶ δὲν τὸ δείχνουνε· σκεπάζονται μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς εὐσέβειας καὶ δὲν τὸ 'χουνε γιὰ τίποτα νὰ κάμουνε κάθε κακό. Νὰ τοὺς πῆς λόγο, δὲν ἀκοῦνε· νὰ τοὺς κάμης καλό, δὲ συγκινοῦνται. Πάνω ἀπ' ὅλα, λένε, εἶναι ὁ νόμος, οἱ ἐντολές, οἱ ἱεροὶ Κανόνες, ἡ τάξη κι ἡ ἀλήθεια. Ποιὸς τὸ ἀρνήθηκε; Μὰ ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς κι οἱ Κανόνες εἶναι ὅλα γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν σκοτώνης τὸν ἄνθρωπο, τί σοῦ χρειάζεται ὁ νόμος; Ὅταν γκρεμίζης τὴν Ἐκκλησία, τί τοὺς θέλεις τοὺς κανόνες; Ὅσο γιὰ τὴν τάξη καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅποιοι τὰ πολυφωνάζουνε αὐτὰ τὰ δυό, αὐτοὶ μήτε τὰ ξέρουν μήτε τὰ 'μαθαν μήτε τὰ σεβάστηκαν ποτέ τους.






Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,


Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀγάπησε ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅλους τοὺς κουρασμένους, ὅλους τοὺς ἀρρώστους, ὅλους τοὺς ταπεινούς, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Μόνο τοὺς ὑποκριτὰς δὲν ἀγάπησε, γιατί δὲν τὸ 'θελαν ἐκεῖνοι. Ἡ ἀγάπη δὲν πάει ποτὲ μαζὶ μὲ τὴν ὑποκρισία· ὅπου εἶναι ἡ ἀγάπη, δὲ μπαίνει ὑποκρισία κι ὅπου εἶναι ὑποκρισία δὲ βρίσκεις ἀγάπη. Ἐμεῖς ἂς ἔχουμε ἀγάπη μεταξὺ μας κι αὐτὸ φθάνει γιὰ νὰ δείξη πὼς ἀγαποῦμε καὶ τὸ Θεό. Ἂν σκοτωνώμαστε τάχα γιὰ τὸ Θεὸ καὶ μισοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, εἴμαστε ὑποκριταί· στ' ἀλήθεια μήτε τὸ Θεὸ ἀγαποῦμε, κι ἂς φωνάζουμε γιὰ τὸ νόμο του καὶ γιὰ τὶς ἐντολές του. Ὁ νόμος κι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἂς ἔχουμε, χριστιανοί μου, ἀγάπη, γιὰ νὰ 'χουμε ζωὴ καὶ σωτηρία. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...