Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 04, 2011

4 Δεκεμβρίου: Ἑορτὴ τοῦ Πυροβολικοῦ καὶ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας

 

Γιορτή Πυροβολικού και Αγ.Βαρβάρας
Ἡ Ἁγία Βαρβάρα ἀποτελεῖ κόσμημα τῶν μαρτύρων τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας τῆς ὅταν ἀπὸ τοὺς πιὸ πλούσιους εἰδωλολάτρες τῆς Ἡλιουπόλεως καὶ ὀνομαζόταν Διόσκορος. Μοναχοκόρη ἡ Βαρβάρα, διακρινόταν γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σώματός της, τὴν εὐφυΐα καὶ σωφροσύνη της. Στὴν χριστιανικὴ πίστη κατήχησε τὴν Βαρβάρα μία εὐσεβὴς χριστιανὴ γυναίκα.
Τὴν ζωὴ τῆς μέσα στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον ἡ Βαρβάρα περνοῦσε «ἐν πάση εὐσεβεία καὶ σεμνότητι». Δηλαδὴ μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ σεμνότητα. Ὅμως τὸ γεγονὸς αὐτό, δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ καιρὸ μυστικό. Ὁ Διόσκορος ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη τοῦ εἶναι χριστιανὴ καὶ ἐκνευρισμένος διέταξε τὸν αὐστηρὸ περιορισμό της. Ἀλλὰ ἡ Βαρβάρα κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε. Ὁ πατέρας της τότε ἐξαπέλυσε ἄγριο κυνηγητὸ μέσα στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ δάση, ὅπου κρυβόταν ἡ κόρη του. Τελικά, κατόρθωσε καὶ τὴν συνέλαβε. Ἀλλὰ ὁ ἄσπλαχνος καὶ πωρωμένος εἰδωλολάτρης πατέρας, παρέδωσε τὴν κόρη του στὸν ἡγεμόνα Μαρκιανό. Αὐτός, ἀφοῦ στὴν ἀρχὴ δὲν κατόρθωσε μὲ δελεαστικοὺς τρόπους νὰ μεταβάλει τὴν πίστη της, διέταξε καὶ τὴν μαστίγωσαν ἀνελέητα. Κατόπιν τὴν φυλάκισε, ἀλλὰ μέσα ἐκεῖ ὁ Θεὸς θεράπευσε τὶς πληγὲς τῆς Βαρβάρας καὶ ἐνίσχυσε τὸ θάρρος της. Τότε ὁ ἡγεμόνας θέλησε νὰ...

τὴ διαπομπεύσει δημόσια γυμνή. Ἀλλὰ ἐνῶ ἔβγαζαν τὰ ροῦχα της, ἄλλα ὡραιότερα ἐμφανίζονταν στὸ σῶμα της. Ὁ ἡγεμόνας βλέποντας τὸ θαῦμα, διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ.
Χωρὶς καθυστέρηση, ὁ ἴδιος ὁ κακοῦργος πατέρας της, ἀνέλαβε καὶ τὴν ἀποκεφάλισε. Ἡ σύνδεση τῆς Ἁγίας μὲ κεραυνὸ προκάλεσε τὴν ἐπίκλησή της ἔναντι κεραυνοῦ καὶ φωτιᾶς ἀπὸ συσχετισμό.
Ἀνακηρύχθηκε ἐπίσης ὡς προστάτις Ἁγία του Ἑλληνικοῦ ἔνδοξου πυροβολικοῦ.











http://www.emergencyservices.gr

Ἡ προσφορὰ τῆς ἐργασίας στὸ ἄτοµο, τὴν κοινωνία καὶ τὸν πολιτισµό



τοῦ Σπυρίδωνος Κασπίρη


Ἡ ζωὴ εἶναι ἕνας ἀγῶνας, καὶ ἀγῶνας σκληρός. Γιὰ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἐργαστεῖ. Οἱ ἀναρίθμητες ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς δὲν ἱκανοποιοῦνται παρὰ μόνο μὲ τὴν ἐργασία. Κάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ συνειδητοποιήσει πὼς τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐργασία (πλὴν τῆς τύχης), δὲν εἶναι ἱκανὸ νὰ ἀνοίξει τὸ δρόμο πρὸς τὴν ἐπιτυχία οὔτε νὰ τὸν διατηρήσει σ' αὐτή. Μὲ τὴν ἐργασία του ὁ ἄνθρωπος ἱκανοποιεῖ τὶς βασικὲς ὑλικὲς ἀνάγκες του καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς οἰκογένειάς του. Ἀποκτᾶ ἀνεξαρτησία ἀπέναντι στοὺς ἄλλους, καὶ ἔτσι ἐξυψώνεται τὸ ἠθικό του γόητρο καὶ τονώνεται ἡ αὐτοπεποίθηση καὶ τὸ συναίσθημα τῆς προσωπι­κής του ἀξίας. Ἐξασφαλίζει (μὲ τὸ εἰσόδημα ποὺ τοῦ ἀποφέρει) τὴν ἐκ­πλήρωση τῶν κοινωνικῶν του ὑποχρεώσεων, ἀξιοπρεπῆ βίο, καὶ ἀποφεύγει ταπεινώσεις καὶ εὐτελεῖς πράξεις ποὺ τὸν ἐξευτελίζουν στὰ μάτια τῆς κοι­νωνίας ἢ τοῦ μειώνουν τὸ ἠθικό του γόητρο. Διατηρεῖ τὴ σωματικὴ καὶ ψυ­χική του ὑγεία. Ἀναπτύσσει τὶς ἀνώτερες πνευματικὲς ἱκανότητες καὶ δη­μι­ουργικές του δυνάμεις. Καλλιεργεῖ τὴν κοινωνικὴ συνείδηση καὶ γίνεται ὑπεύθυνο ἄτομο. Μαθαίνει νὰ σέβεται τὰ δικαιώματα τῶν ἄλλων. Διαπλάθει τὸ χαρακτῆρα του καὶ διαμορφώνει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν προσ­ω­πικότητά του.

Στὴν ἐργασία βρίσκουν τὴν πραγμάτωσή τους τὰ ἠθικὰ αἰτήματα τῆς ἀνάληψης εὐθυνῶν, τῆς εὐσυνειδησίας, τῆς ἐντιμότητας καὶ τῆς ἀξιοπρέ­πειας. Μὲ τὴν ἐργασία καλλιεργοῦνται ὅλες σχεδὸν οἱ ἀρετές. Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι ἀποκτᾶ ἀνώτερη ἀντίληψη γιὰ τὴ ζωή. Κατακτᾶ ἐπίσης τὴν εὐτυχία. Ἡ εὐτυχία εἶναι προνόμιο μόνο ἐκείνων ποὺ ἐργάζονται γιὰ τὴν ἀπόκτησή της, καὶ δὲν εἶναι κάτι ποὺ δίδεται ὡς δῶρο «ἄνωθεν». Γενικότερα ἡ ἐργασία ὠφελεῖ τὸν ἄνθρωπο σωματικῶς, διανοητικῶς, ψυχικῶς καὶ ἠθικῶς στὴν ἀνάπτυξή του. Τὸν βοηθᾶ νὰ ὡριμάσει, νὰ ἀποκτήσει πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ αὐτονομία. Συμπερασματικά, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι, μὲ τὴν ἐργασία του ὁ ἄνθρωπος:

1) Ἀπoκτᾶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα στὴ ζωή του, γιὰ τὴν κάλυψη τῶν βασικῶν του ἀναγκῶν.

2) Βελτιώνει τὴν κοινωνική του θέση μὲ τὸ ποσὸ καὶ ποιὸν τῆς ἐργασίας του.

3) Κατακτᾶ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῶν διανοητικῶν του δυνάμεων, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει μία ζωὴ ἀνώτερης ποιότητας.

4) Διαπλάθει τὸ χαρακτῆρα του καὶ πετυχαίνει τὴν ἠθική του ἐξύ­ψωση.

5) Ἐξευγενίζει καὶ ἐξανθρωπίζει τὸν ἑαυτό του, τὸν κάνει ὀρθότερο, ὡς πνευματικὴ ὀντότητα. Ἄξιο ἐπισήμανσης εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἀδύνα­το νὰ βελτιωθεῖ ὁ κόσμος, ἂν δὲν βελτιωθοῦν τὰ ἄτομα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀπο­τελεῖται.

Ἡ ἐργασία εἶναι ἐπιπρόσθετα παράγοντας προαγωγῆς τῆς κοινωνίας καὶ δημιουργίας πολιτισμοῦ. Ἡ ἐργασία δηλαδὴ δὲν ὠφελεῖ μόνο τὸ ἄτομο ποὺ ἐργάζεται ἀλλὰ καὶ τὸν περίγυρό του, τὸ κοινωνικό του περιβάλλον. Ὠφελεῖ ἐπίσης τὸν πολιτισμό, ἐθνικὸ καὶ πανανθρώπινο. Ἡ ἐργασία εἶναι μεγάλη δύναμη. Ὅλες οἱ ὑψηλὲς καὶ ὑπέροχες κατακτήσεις τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἐπιστήμη, στὴν τεχνoλoγία, στὴ φιλοσοφία, στὴν τέχνη καὶ στὴν οἰκο­νομία εἶναι προϊόντα της ἐργασίας του. Μὲ τὴν ἐργασία του ὁ ἄνθρωπος ἐκμεταλλεύτηκε τὸ ἔδαφος, τὸ ὑπέδαφος, τὰ ποτάμια καὶ τὴ θάλασσα, δά­μασε τοὺς ὠκεανοὺς καὶ τοὺς αἰθέρες, κατέκτησε τὸ διάστημα καὶ παρή­γαγε ἄφθονα ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά.

Κλείνοντας, ἡ ἐπικρατοῦσα ἄποψη γιὰ τὸν ὁρισμὸ τῆς ἐργασίας εἶναι ἡ «καταβολὴ σωματικῶν ἢ διανοητικῶν δυνάμεων γιὰ τὴν παραγωγὴ κά­ποιου ἔργου, τὸ ὁποῖο νὰ εἶναι ὠφέλιμο –μπορεῖ βέβαια νὰ εἶναι καὶ ἐπιβλαβὲς– γιὰ τὸ ἄτομο ἢ τὸ κοινωνικὸ σύνολο». Οἱ σύγχρονοι οἰκονομο­λόγοι θέτουν τὸ καίριο ἐρώτημα· Ζοῦμε γιὰ νὰ ἐργαζόμαστε ἢ ἐργαζό­μαστε γιὰ νὰ ζοῦμε; Προφανῶς ἐργαζόμαστε γιὰ νὰ ζοῦμε, ὅπως καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τόνισε μὲ τὸ ἱερὸ κήρυγμά του· «Ὁ πατήρ µου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζοµαι» (Ἰωάν. 5,17), σημειώνοντας πώς, κατὰ κόρον, ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ποὺ ἐξύψωσε τὴν ἐργασία καὶ τὴν ἀνέδειξε ποιοτικὰ σὲ μέγιστο ἐπίπεδο. «Ἡ τῆς ἐργασίας ἀσχολία πάσης ἀπάγει πονηρίας τὴν τῶν ἐργα­ζο­µένων διάνοιαν» (ἱερὸς Χρυσόστομος).



᾿Εκκλησιολόγος (Πατρῶν), φύλλο 64, παρασκευὴ 3/10/2008

ΜΑΤΙ & ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ

 



ΜΑΤΙ & ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ
Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Σατανική ενέργεια
Ο φθονερός, όταν βλέπει κάτι το καλό στον άλλο, υποφέρει. Το ίδιο παθαίνει και ο πανούργος διάβολος. Διάβολος και φθονερός φθονούν το καλό του άλλου. Έχουν μεταξύ τους το κοινό αυτό σημείο. Κι ο διάβολος το «εκμεταλλεύεται». Περνά μέσα απ’ αυτό, (=φθόνο) την κακία του στους ανθρώπους.
Ο φθόνος δηλ. του φθονερού ανθρώπου γίνεται αγωγός, απ’ όπου διοχετεύεται στις ανθρώπινες ψυχές το δηλητήριο (=βασκανία) του διαβόλου. «Η βασκανία είναι μία δαιμονική ενέργεια, που γίνεται μέσω των φθονερών ανθρώπων» (Μ. Βασίλειος), «… απέλασον πάσαν διαβολικήν ενέργειαν, πάσα σατανικήν έφοδον» (Ευχή εις βασκανίαν).
Κι αυτό σημαίνει: Βασκανία ΔΕΝ είναι λ.χ. συνηθισμένος πονοκέφαλος, ή μια συνηθισμένη ζάλη κλπ., αλλά κάτι το ασυνήθιστο!!! Κάτι το φοβερό, το ανυπόφορο, το… σατανικό!!
Είχε κάποιος (διηγούνται αυτόπτες μάρτυρες) ένα ωραίο άλογο. Το είδε κάποιος (φθονερός) και είπε: «Τι ωραίο άλογο!». Και το άλογο δεν άντεξε το «μάτι». Έσκασε, ψόφησε ακαριαία!
Ποιοι έχουν «μάτι»
Κακό «μάτι» έχει εκείνος, που έχει μέσα του κακία!... «…απέλασον πάσαν φαρμακείαν των φθοροποιών και φθονερών ανθρώπων» (ευχή εις βασκανίαν).
Γι’ αυτό παλαιότερα, οι αγράμματες γριούλες, όταν έβλεπαν ένα όμορφο παιδάκι, ή άλλο τι ωραίο, το έφτυναν και έλεγαν: «Να μην αβασκαθεί». Έβγαζαν από μέσα τους (έφτυναν) τον τυχόν κρυμμένο φθόνο.
Ποιους πιάνει το «μάτι»
Εφόσον η βασκανία είναι χτύπημα του σατανά στον άνθρωπο, είναι λογικό να «χτυπιώνται» από την βασκανία, όσοι δεν είναι εφοδιασμένοι με όπλα, που πολεμούν και συντρίβουν το διάβολο (=νηστεία, προσευχή, εξομολόγηση, Θ. Κοινωνία).
Γι’ αυτό:
Τους αγίους δεν τους πιάνει «μάτι».
Τους ιερείς (λόγω της Ιερωσύνης τους).
Και τον κάθε χριστιανό που ζει την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.
«Ξεμάτιασμα»
Και πάλι, εφόσον η βασκανία είναι χτύπημα του σατανά, απαιτείται ειδική προσευχή, που να χτυπά, εξορκίζει το διάβολο.
Η Εκκλησία μας για την περίπτωση αυτή έχει θεσπίσει την ευχή «εις βασκανίαν», που διαβάζεται από ιερέα. Πού σημαίνει, πως όταν σε «πιάσει» το μάτι, θα πρέπει να πας στον ιερέα, και μόνο στον ιερέα.
Αμαρτωλό ξεμάτιασμα
Σε ‘πιασε το «μάτι». Αντί, λοιπόν, να πας στον ιερέα, πας στη γειτόνισσά σου, στη κουμπάρα σου, κλπ, και σου κάνουν ξόρκια! Όμως έτσι αμαρτάνεις και συ, και αυτές που σε ξεματιάζουν. Εσύ, γιατί περιφρόνησες το λειτουργό του Χριστού (τον ιερέα), και κτύπησες ξένες πόρτες, αυτές γιατί πήραν τη θέση του ιερέα.
Μάθε, λοιπόν, πως ο λαϊκός, επειδή στερείται Ιερωσύνης, δεν έχει δικαίωμα να «σταυρώνει».
Με ποιο, λοιπόν, δικαίωμα σε σταυρώνουν χωρίς ιερωσύνη; (Και γιατί δεν σταυρώνεσαι από μόνος σου; Άγιο είναι το χεράκι τους;)
Το εξίσου σημαντικό: Ο λαϊκός επειδή δεν έχει ιερωσύνη, δεν μπορεί να κάνει ένα μυστήριο, λ.χ. «ευχέλαιο». Και όμως, η γειτόνισσά σου, η κουμπάρα σου τολμούν (!) και κάνουν «ευχέλαιο». «Αγιάζουν» από μόνες τους το λαδάκι (!), που θα σε….σταυρώσουν!! (Διερωτήθηκες ποτέ, γιατί δεν προτιμούν το λαδάκι του κανδηλιού;).
Και να ήταν μόνο αυτό; Στο «μυστήριό» τους ανακατεύουν λόγια της Εκκλησίας μας με ξένα λόγια (= του διαβόλου). Λες και οι ευχές της Εκκλησίας μας χρειάζονται την ενίσχυση των «ευχών» του διαβόλου!
Λοιπόν, ποια λόγια θα πιάσουν; Της Εκκλησίας ή του διαβόλου; Είναι δυνατόν να ακούσει ο Κύριος «μαγαρισμένες» προσευχές;
Θα πεις:
-Μα είναι γυναίκες χριστιανές, κάνουν τον σταυρό τους, επικαλούνται το όνομα του Θεού!
-Γι’ αυτό (απαντά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος) τις αποστρέφομαι! Γιατί χρησιμοποιούν το όνομα του Θεού για να Τον υβρίσουν! Γιατί λέγοντας πως είναι χριστιανές, κάνουν εκείνα που κάνουν οι ειδωλολάτρες! Και οι δαίμονες ανέφεραν το όνομα του Θεού (Μκ. 1:24), αλλά ήταν δαίμονες! Ο Κύριος τους επέπληξε κα τους εδίωξε!
Και πάλι:
-Μόλις με ξορκίζουν, είναι μια χαρά!
Μπορεί να είναι ψυχολογικό.
Μπορεί και να σε έκανε ο διάβολος καλά, φυσικά για το κακό σου…
Διδακτικό περιστατικό
Στις 2.3.1998 ο πατρινός κ. Ε, μου ανέφερε, κάτι που συνέβη στον ίδιο, πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Από 14 ετών οι δικοί του κάθε τόσο τον πήγαιναν σε μια κυρία για «ξεμάτιασμα».
Όμως το συνεχές «ξεμάτιασμα» έδωσε «λαβή» στον διάβολο. Άρχισε τώρα και ο ίδιος (κ.Ε) να έχει «μάτι», να «αβασκαίνει»!.
Όποιον θαύμαζε, του συνέβαινε κακό. Έβλεπε λ.χ. γυναίκα να περπατά, αμέσως η γυναίκα σκόνταφτε και έπεφτε.
Το 1983, Μ. Πέμπτη βράδυ, παρακολουθούσε την ακολουθία των αγίων Παθών στον ι. ναό αγίου Σπυρίδωνος Αιγάλεω. Ξαφνικά ένοιωσε ζάλη. Θόλωσε το μυαλό του. Έβλεπε ο εκκλησίασμα να χάνεται από μπροστά του. Ταυτόχρονα τον έπιασε κρύος ιδρώτας. Δεν άντεξε. Βγήκε έξω.
Τον ακολούθησε «κατά πόδας» (έξω, στην αυλή) μια γνωστή κυρία (που ξεμάτιαζε…). Τον πλησίασε και του είπε: «Τι έπαθες;, Ε;…». Και άρχισε να τον ξεματιάζει, διαβάζοντας κάτι παράξενες «ευχές» (=επικλήσεις δαιμόνων).
Στην «ιερή» (=δαιμονική) αυτή στιγμή, ο κ. Ε. παρατήρησε κάτι, που τον συγκλόνισε: Η όψη της κυρίας αλλοιώθηκε! Το βλέμμα της ήταν απαίσιο! Ταυτόχρονα την «έπιασε» ένα παράξενο χασμουρητό! Το στόμα της θύμιζε στόμα άγριου θηρίου! Στο τέλος έβγαλε από την κοιλιά της ένα «φυλακτό». «Πάρτο (του είπε), φόρεσε το, και δεν θα σε ξαναπιάσει».
Και με τις σατανικές της επικλήσεις (=βοήθεια του διαβόλου) ο ασθενής έγινε «καλά»… Ο κ. Ε., μετά από αυτό εξομολογήθηκε, και ησύχασε. Αλλά, και έπαψε να «αβασκαίνει».


Αναδημοσίευση από: http://clubs.pathfinder.gr/Arxontariki
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com

Του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Ιωάννου του Δαμασκηνού, (4 Δεκεμβρίου). Προσευχή την οποία έλεγε κάθε ημέρα προ του ύπνου.

.


Εύσπλαχνε και πολυέλεε Κύριε, Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, που ήλθες στον κόσμο να σώσεις τους αμαρτωλούς, από τους οποίους χειρότερος από όλους είμαι εγώ, ελέησέ με πριν πεθάνω, γιατί ξέρω πως φρικτό και φοβερό δικαστήριο με περιμένει μπροστά σ’ όλη την κτίση, οπότε και τα ακάθαρτα και παμμίαρα έργα μου θα γίνουν φανερά. Και είναι αληθινά ασυγχώρητα και ανάξια συγγνώμης, διότι υπερβαίνουν το πλήθος της θαλάσσιας άμμου.
Γι’ αυτό δεν τολμώ να ζητήσω την άφεση αυτών, Δέσποτα, διότι αμάρτησα περισσότερο από όλους τους ανθρώπους, διότι έζησα ασώτως περισσότερο από τον άσωτο υιό, σου χρωστάω περισσότερα από μύρια τάλαντα, έκανα περισσότερες αμαρτίες από τον τελώνη, ακάθαρτα έργα έπραξα πιο πολλά από την πόρνη του Ευαγγελίου, αμετανόητα έσφαλα, όπως οι Νινεύϊτες και ακόμα χειρότερα, βυθίστηκα μέσα στις αμαρτίες μου περισσότερο από το βασιλέα Μανασσή και, σαν βαρύ φορτίο, με καταπιέζουν, και ταλαιπωρήθηκα και υπέκυψα τελείως.
Το Άγιο Πνεύμα σου λύπησα. Τις εντολές σου παράκουσα. Τον πλούτο των χαρισμάτων σου διασκόρπισα, τη χάρη σου μόλυνα, τον αρραβώνα, που μου έδωκες, στις αμαρτίες σπατάλησα, το πολύτιμο κατ’ εικόνα σου, τη ψυχή μου, εμίανα, το χρόνο, που μου έδωσες να μετανοήσω, με τους εχθρούς σου εβίωσα, καμιά εντολή σου δεν τήρησα, το χιτώνα της ψυχής μου, που μου φόρεσες κατερρύπωσα, τη λαμπάδα του λογικού έσβησα, το πρόσωπό μου, που το λάμπρυνες, με τις αμαρτίες αχρήστεψα, τα μάτια μου, που τα φώτισες, με τη θέλησή μου ετύφλωσα. Τα χείλη μου, που πολλές φορές τα άγιασες με τα θεία σου μυστήρια, με αναίδεια τα εμόλυνα.
Και γνωρίζω πάντως ότι θα παρασταθώ στο φοβερό σου βήμα, σαν κατάδικος, ο παμμίαρος· γνωρίζω δε τότε όλα μου τα έργα θα ελεγχθούν, και τίποτε δεν θα κρυφτεί από σένα. Αλλά σε παρακαλώ, συμπαθέστατε, πολυέλεε, φιλανθρωπότατε Κύριε, μη με ελέγξεις εξαιτίας του θυμού σου, δεν λέω μη με παιδεύσεις, γιατί αυτό είναι αδύνατο λόγω των έργων μου, «μη τω θυμώ σου ελέγξης με». Θα κερδίσω αυτό από εσένα, εάν δεν με παιδεύσεις με το θυμό και την οργή σου, μήτε φανερώσεις αυτά ενώπιον αγγέλων και ανθρώπων, ώστε να αισχυνθώ και να ντραπώ.
Εάν κανείς δεν μπορεί να υποφέρει το θυμό ενός θνητού βασιλιά, πόσο μάλλον να υποφέρω το θυμό σου, Κύριε, ο άθλιος; Ξέρω το ληστή, που ζήτησε και παρευθύς έλαβε τη συγχώρεση, ξέρω την πόρνη, που προσήλθε ολόψυχα και συγχωρέθηκε· ξέρω τον τελώνη, που στέναξε βαθιά και δικαιώθηκε· όμως εγώ ο πανάθλιος, ενώ υπερβαίνω όλους στις αμαρτίες, στη μετάνοια δεν θέλω να τους μιμηθώ, γιατί ούτε δάκρυ συνεχές έχω, ούτε καθαρή και αληθινή εξομολόγηση, ούτε στεναγμό από τα βάθη της καρδίας μου, ούτε καθαρή τη ψυχή, ούτε αγάπη του Θεού, ούτε ταπείνωση, ούτε προσευχή παντοτινή, ούτε σωφροσύνη στο σώμα, ούτε καθαρότητα σκέψεων, ούτε διάθεση, που να ευχαριστεί το Θεό έχω. Με ποιό λοιπόν πρόσωπο και με ποιά παρρησία να ζητήσω συγχώρεση;
Πολλές φορές, Δέσποτα, έδωσα υπόσχεση να μετανοήσω. Πολλές φορές στην εκκλησία κατανύσσομαι και γονατίζω μπροστά σου, όταν όμως εξέρχομαι, αμέσως στις αμαρτίες ξαναπέφτω. Πόσες φορές με ελέησες, εγώ όμως σε πίκρανα.
Πόσες φορές μακροθύμησες, εγώ όμως δεν επέστρεψα κοντά σου. Πόσες φορές με σήκωσες από την αμαρτία, εγώ όμως πάλι γλίστρησα και έπεσα κάτω. Πόσες φορές συ με άκουσες, εγώ όμως σε παράκουσα. Πόσες φορές με πόθησες, εγώ όμως πουθενά δεν σε υπηρέτησα. Πόσες φορές με τίμησες, εγώ όμως δεν σ’ ευχαρίστησα. Πόσες φορές, ενώ αμάρτησα, ως στοργικός πατέρας με παρηγόρησες και ως παιδί σου με κατεφίλησες και τις αγκάλες σου, αφού μου άνοιξες, μου φώναξες: Σήκω, μη φοβάσαι, στάσου· έλα πάλι, δεν σε περιφρονώ, δεν σε σιχαίνομαι, δεν σε απορρίπτω, ούτε γίνομαι σκληρός προς το πλάσμα μου, το δικό μου παιδί, την εικόνα μου, τον άνθρωπο, που με τα ίδια μου τα χέρια έπλασα και φόρεσα και προς χάρη του οποίου το αίμα μου έχυσα, δεν μπορώ να μην του αποδώσω την πρώτη δόξα και τιμή, δεν δύναμαι να μην το συναριθμήσω με τα ενενήκοντα εννέα πρόβατα. Διότι γι’ αυτό και μόνο στη γη κατέβηκα, και το λύχνο άναψα, και τη δική μου σάρκα και την οικία μου σάρωσα, και τις φίλες δυνάμεις προσκάλεσα, για να γιορτάσουμε την εύρεσή σου.
Όλα λοιπόν αυτά, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, μου χάρισες, Δέσποτα· εγώ όμως ο άθλιος καταφρονώντας όλα, σε ξένη και μακρινή, χώρα της καταστροφής ξέφυγα. Αλλά συ, Πανάγαθε, πάλι επανάφερε, και μην οργιστείς μ’ εμένα τον ταλαίπωρο. Κύριε, «μη τω θυμώ σου έλεγξης με», εύσπλαχνε, αλλά μακροθύμησε ακόμα σ’ εμένα. Μη σπεύσεις να με κόψεις, σαν την άκαρπη συκιά, ούτε να διατάξεις να με θερίσουν πρόωρα από τη ζωή μου, και οδήγησέ με στη μετάνοια, Κύριε.
Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι ασθενής στη ψυχή, ασθενής στο λογισμό, ασθενής στη σκέψη, ασθενής στη διάθεση· διότι έχασα τη δύναμή μου, έχασα το χρόνο μου, έχασα μάταια όλες τις ημέρες μου και το τέλος έφθασε. Αλλ’ άνοιξε, άνοιξε, άνοιξέ μου, Κύριε, αν και χτυπώ αναξίως, και μη μου αποκλείσεις την πόρτα της ευσπλαχνίας σου, διότι, εάν συ κλείσεις, ποιός θα μου ανοίξει; Εάν συ δεν μ’ ελεήσεις, ποιός θα με βοηθήσει; Κανένας άλλος, κανένας, παρά μόνο εσύ που είσαι από τη φύση σου ελεήμων και σπλαγχνικός. Ελέησέ με. Κύριε, γιατί ασθενής είμαι. Διότι με αποδυνάμωσε ο εχθρός, και με έκανε εξουθενωμένο και άρρωστο. Ο άρρωστος όμως και συντετριμμένος δεν μπορεί να βοηθήσει τον εαυτό του. «Ελέ­ησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί».
Θεράπευσέ με, Κύριε, γιατί ταράχθηκε το σώμα μου. Ταράχθηκε και συντρίφθηκε η ψυχή μου. Ο συντετριμμένος στο σώμα δεν μπορεί να σηκωθεί και ζητήσει το γιατρό, δεν μπορεί να τρέξει, για να γλυτώσει από τον εχθρό. Λοιπόν συ αναζήτησέ με, Δέσποτα, που ήρθες να βρεις το χαμένο πρόβατο, συ έμενα, που έπεσα στους ληστές, σκέπασέ με, διότι με άφησαν όχι μισοπεθαμένο, αλλά τελείως νεκρό. Λοιπόν γιάτρεψέ με, Κύριε, γιατί ο εχθρός με έκαμε ασθενή και δυσώδη· κι ο ασθενής και δυσώδης βρίσκεται όλος κάτω, όλος έχει πέσει πτώμα ελεεινό· μόνο που προσκαλεί το γιατρό, μόνο που φωνάζει στο Λυτρωτή, μόνο που με τα μάτια παρατηρεί πότε θα έλθει και θα τον επισκεφθεί αυτός, που θεραπεύει τους θλιμμένους στην καρδιά, και ανορθώνει τους κατατρομαγμένους, και σώζει τους απελπισμένους.
Γιάτρεψέ με, Κύριε, «ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», σωματική και ψυχική οδύνη με κυρίευσε, Δέσποτα, διότι περιπλέχθηκα σε σαρκικά πάθη, και το σώμα και την ψυχή τα έκανα παιχνίδι στους δαίμονες, «Ίασαί με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου», εκείνα που συναρμολογούν τον εσωτερικό άνθρωπο. Ποιά είναι αυτά; Η πίστη, η φρόνηση, η ελπίδα, η δικαιοσύνη, η εγκράτεια, η ευσέβεια, η πραότητα, η ταπεινοφροσύνη και η ελεημοσύνη. Αυτά τα πνευματικά οστά συντρίφτηκαν, Δέσποτα· αλλ’ ίασαί με, Κύριε, ότι «εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω να φθάνει το τέλος της ζωής μου, και «η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω το μετά θάνατο δύσκολο δρόμο και μακρινό και εγώ προς τα εκεί δεν είμαι έτοιμος, «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα». Βλέπω το δανειστή να απαιτεί τα δανεικά, και να μη δύναμαι να του αποδώσω «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», βλέπω το λογοθέτη μου να παρουσιάζει το χειρόγραφο και τους δημίους να ουρλιάζουν εναντίον μου, «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα». Βλέπω να με κατηγορούν πολλοί, και κανέναν υπερασπιστή «και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα», όλος είμαι πληρωμένος από ταραχή και σκοτοδίνη, και αγωνιώ, και τρέμω, και φρίττω, και τα σπλάγχνα μου σπαράσσονται, και δεν γνωρίζω τί να κάμω, με ποιό πρόσωπο ν’ αντικρίσω τον Κριτή μου; Ζαλίζομαι, τρέμω, φρικιάζω, και είμαι σε αμηχανία, και λοιπόν «η ψυχή μου εταρά­χθη σφόδρα».
Ελέησέ με, Κύριε, «ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα». Ο πονηρός δεν παύει να με ενοχλεί· οι εχθροί μου δεν παύουν να με πολεμούν, ο εμφύλιος πόλεμος της σάρκας πάντοτε με καταφλέγει, οι πονηροί λογισμοί δεν ησυχάζουν καθόλου. «Δι’ ο επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου και σώσόν με ένεκεν του ελέους σου». Ως συμπαθής, ελέησέ με, ως ελεήμων συμπάθησέ με, ως φιλάνθρωπος, σώσον με χάριν του ελέους σου και όχι από τα έργα μου, διότι είναι πονηρά, όχι από τους κόπους μου, γιατί είμαι ασθενής, όχι από τις σκέψεις μου και τα λόγια μου, διότι είναι ακάθαρτοι και μολυσμένοι, αλλά ένεκα του ελέους σου, πολυέλεε Κύριε, σώσον με.
Εάν δε θέλεις να με δικάσεις, Δέσποτα, πρώτος εγώ θα καταδικάσω τον εαυτό μου. Εγώ κατηγορώ τον εαυτό μου ότι είμαι άξιος θανάτου. Λοιπόν σώσον με χάριν του ελέους σου. Στη φιλανθρωπία σου καταφεύγω, πανάγαθε, δεν έχω κάτι άξιο να σου προσφέρω. Ελεημοσύνη ζητώ· μη ζητήσεις από μένα την αξία της. Ενθυμήσου τα λόγια σου. Κύριε, ότι με επιμέλεια ασχολείται ο νους του ανθρώπου στα πονηρά από τη νεότητά του: Και ότι ο άνθρωπος προσκολλήθηκε σ’ αυτήν τη ματαιότητα, και οι ημέρες του σαν σκιά, παρέρχονται· και ότι κανείς δεν είναι καθαρός από μολυσμό της αμαρτίας· και ότι «εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» Διότι εάν παρατηρήσεις τις ανομίες μας, Κύριε, κανείς δεν θα υπομείνει την οργή σου. Γι’ αυτό σώοε με τον ανάξιο δούλο σου χάριν του ελέους σου και όχι χάριν των έργων μου.
Εάν βέβαια ελεήσεις τον άξιο, δεν είναι τίποτε το παράδοξο, εάν σώσεις τον δίκαιο, τίποτε το παράξενο, σώσε με χάριν της αγάπης σου. Δείξε θαυμαστό το έλεος σου σ’ εμένα, Κύριε. Σε μένα φανέρωσε την ευσπλαχνία σου, Δέσποτα. Σ’ έμενα εκδήλωσε μεγάλη τη φιλανθρωπία σου, Άγιε. Δείξε σ’ εμένα. Κύριε, τα αρχαία ελέη σου, που είχες δείξει στους εκλεκτούς σου, καθότι τους μεν δικαίους σώζεις, τους δε αμαρτωλούς ελεείς. Να μη νικήσει η κακία μου την αγαθότητά σου, Κύριε, μήτε να εισέλθεις σε ακριβή εξέταση και κρίση μετά του δούλου σου. Διότι, εάν θελήσεις να με δικάσεις, θα φραχθεί το στόμα μου, μη έχοντας τι να πει ή τι ν’ απολογηθεί. Γι’ αυτό «μη εισέλθεις εις κρίσιν μετά του δούλου σου», ούτε να ζυγίσεις τις αμαρτίες μου την απειλή σου.
Αλλ’ «απόστρεψον το πρόσωπόν σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας αμαρτίας μου εξάλειψον», και σώσον με χάριν του ελέους σου, Κύριε. Και το έλεος σου να με συνοδεύει, Κύριε, που φεύγω κακώς από σένα, που πάντοτε δραπετεύω από σένα και που καταλήγω στην αμαρτία πάντοτε με κακό τρόπο.
Αυτό μόνο παρακαλώ, και ικετεύω, και δέομαι «σώσόν με ένεκεν του ελέους σου». Σώσε με, προτού ν’ αναχωρήσω προς εκείνα τα δικαστήρια ή καλύτερα, να πω την αλήθεια, προς εκείνα τα κολαστήρια, όπου δεν υπάρχει μετάνοια, ούτε εξομολόγηση. Δεν υπάρχει συγχώρηση γι’ αυτούς, που δεν μετανοούν εδώ, ούτε εξομολογούνται. Γι’ αυτό σώσε με τον ανάξιο δούλο σου, που μετανοεί και εξομολογείται ενώπιόν σου, χάριν του ελέους σου, Κύριε, και όχι χάριν των έργων μου.
Διότι συ, Κύριε, είπες, «ζητάτε και θα βρείτε, κτυπήστε την πόρτα και θα σας ανοιχθεί και όσα ζητήσετε με πίστη θα τα λάβετε». Γι’ αυτό σώσε με χάριν του ελέους σου, φιλάνθρωπε Δέσποτα, για να δοξαστεί και σ’ εμένα το πανάγιο όνομά σου και υπερδεδοξασμένο, Κύριε, Θεέ μου, που έγινες για μένα όμοιος μ’ έμενα, ώστε και εγώ, αφού συναριθμηθώ με όλους τους αγίους, να σε δοξάζω τον υπεράγαθο και φιλάνθρωπο Θεό μου Ιησού Χριστό μαζί με τον άναρχο Πατέρα και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό σου Πνεύμα τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Απόδοση στη νεοελληνική: Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους)

Αϊνικολοβάρβαρα



Τα «Νικολοβάρβαρα»

[τα καφέ, δικά μας]
Το περίεργο «τρίγωνο» που σχηματίζεται στις 4-5-6 Δεκεμβρίου, δεν είναι άλλο από το τρίγωνο της Αγίας Βαρβάρας, του Αϊ Σάββα και του Αϊ Νικόλα, τα λεγόμενα από το λαό μας «Νικολοβάρβαρα».
Στην Πελοπόννησο αυτό το «τρίγωνο» το συσχετίζουν με το θάνατο, λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών που συνήθως επικρατούν τις ημέρες αυτές. «Αϊ Βαρβάρα βαρβαρώνει (δυναμώνει το κρύο), Αϊ Σάββας σαβαρώνει (σαβανώνει) κι Αϊ Νικόλας παραχώνει (θάβει)».
Στις 4 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε τη Μεγαλομάρτυρα Βαρβάρα που διακρίθηκε για την ομορφιά του σώματός της, την ευφυΐα της και το ψυχικό της μεγαλείο. Καταγόταν από την Ανατολή και ήταν κόρη ειδωλολάτρη.


Όταν ο πατέρας της έμαθε ότι είναι Χριστιανή, την έκλεισε σ’ ένα ψηλό πύργο. Η αγία κατάφερε να ξεφύγει, αλλά ο πατέρας της την ανακάλυψε και την παρέδωσε στον διοικητή της περιοχής. Κακοποιήθηκε, διαπομπεύτηκε και τελικά αποκεφαλίστηκε από τον ίδιο της το πατέρα! [Εδώ & εδώ άλλες αγίες που θανατώθηκαν από μέλη της οικογένειάς τους].
Η Αγία Βαρβάρα είναι προστάτιδα του Πυροβολικού, αυτών που κατασκευάζουν πυροτεχνήματα, των λοιμωδών νοσημάτων (κυρίως της ευλογιάς) και των εγκύων. Την επικαλούνται (ιδιαίτερα στη Δύση) οι φυλακισμένοι για την ελευθέρωση τους, όπως επίσης οι μάγειροι, οι χαλκουργοί και οι κωδωνοποιοί [αναλυτική βιογραφία της ηρωικής αγίας μεγαλομάρτυρος εδώ].


Στις 5 Δεκεμβρίου τιμούμε τον Όσιο Σάββα τον ηγιασμένο. Ο Άγιος καταγόταν από την Καππαδοκία κι έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β΄ του Μικρού. Σε νεαρή ηλικία μπήκε στο μοναστήρι των Φλαβιανών και στα 18 του πήγε στα Ιεροσόλυμα, στη Μονή του Αγίου Θεοκτίστου.
Τον χαρακτήριζαν η αρετή του, η σοβαρότητα του και η ηθική του, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Η καλλιέργεια του πνεύματος του με το πέρασμα των χρόνων και τα παραπάνω χαρακτηριστικά του, ήταν η αφορμή για να αποκτήσει το χάρισμα της θαυματουργίας. Το χάρισμα αυτό, το χρησιμοποιούσε για να βοηθήσει τους φτωχούς και τους ασθενείς [αναλυτική βιογραφία του μεγάλου & αγίου διδασκάλου της ερήμου εδώ, απ' όπου & η εικόνα].
Και το «τρίγωνο» κλείνει με τον Άγιο Νικόλαο στις 6 Δεκέμβρη. Ο Άγιος γεννήθηκε τον 3 αιώνα μ.Χ. στα Πάταρα και έδρασε την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού, Μαξιμιανού και Μεγάλου Κωνσταντίνου.


Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο, λόγω όμως της ξεχωριστής αρετής του, τιμήθηκε με το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας. Από τη θέση αυτή καθοδηγούσε και βοηθούσε με αγάπη το λαό του τόσο πνευματικά όσο και οικονομικά και ξεχώρισε για τη θαυματουργή του ιδιότητα.
Θεωρείται προστάτης του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού, καθώς και των ναυτικών και επεμβαίνει για να σώσει οποίον κινδυνεύει από φυσικές καταστροφές, που οφείλονται σε κακές καιρικές συνθήκες (διασώσεις πλοίων ή ναυαγών από τρικυμίες, ανέμους και καταιγίδες).
Ακόμα τον έχουν προστάτη και όσοι χρειάζονται κάποιον να τους «κυβερνήσει»: ορφανά παιδιά, φτωχοί, ανύπαντρα κορίτσια [αναλυτική βιογραφία του αγίου και φιλάνθρωπου ιεράρχη (από τον οποίο προέκυψε ο μύθος του Santa Claus) εδώ].

Καλλιόπη Γραμμένου
Δημοσιογράφος-Παιδαγωγός

Θαυμαστές και ωφέλιμες διηγήσεις απο το συναξάριο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού.

 

Ο άγιος Ιωάννης, ο λεγόμενος Δαμασκηνός, έζησε κατά την εποχή της βασιλείας του Λέοντος Γ’ του Ισαύρου (717-741) και μέχρι της βασιλείας του διαδόχου αυτού Κωνσταντίνου του Κoπρωνύμου.
Ονομάσθηκε ο άγιος «Δαμασκηνός» από το όνομα της ιδιαιτέρας του πατρίδας Δαμασκού. Η πόλη αυτή βρίσκεται στη Συρία. Την εποχή, που γεννήθηκε, ήταν η πόλη υποδουλωμένη στους Αγαρηνούς και οι κάτοικοι είχαν αλλάξει την πίστη τους. Μόνο οι γονείς του Ιωάννη ήσαν πιστοί και ευσεβείς, σαν τα ευωδιαστά ρόδα ανάμεσα στα αγκάθια. Ο Θεός για τη αρετή τους, τους αντάμειψε και τους έκανε θαυμαστούς. Αυτοί οι αιχμάλωτοι έγιναν κριτές των κυριών τους. Καθώς συνέβη στους Τρεις Παίδες, που ήσαν Αιχμάλωτοι των Ασσυρίων και στον Ιωσήφ, που ήταν αιχμάλωτος των Αιγυπτίων. Και τώρα ο πατέρας του Ιωάννη έγινε πρωτοσύμβουλος του Αμηρά.
Αυτόν διάλεξε για να τον έχει σύμβουλο και διοικητή των δημοσίων, αν και ήταν αλλόπιστος, εξ’ αιτίας του πλούτου του και της καταγωγής του.
Σαν διοικητής κυβερνούσε τη χώρα με δικαιοσύνη και σοφία. Ήταν πολύ φιλάνθρωπος και έδινε από τον πλούτο του για να εξαγοράζει και να ελευθερώνει τους αιχμαλώτους από τους Αγαρηνούς, γιατί κινδύνευαν να χάσουν την πίστη τους και τη ζωή τους. Έπειτα έδινε γη για να την καλλιεργούν σ’ όσους ήθελαν να μείνουν στην Ιουδαία ή στη Παλαιστίνη, γιατί εκεί είχε πολλά χωράφια. Όσοι πάλι δεν ήθελαν να μείνουν εκεί, τους έδινε χρήματα για να πάνε, όπου ήθελαν.
Δεν ξόδευε ποτέ χρήματα σε συμπόσια ή για πολύτιμα φορέματα, όπως συνηθίζουν οι πλούσιοι, αλλά μόνο για θεάρεστα έργα.
Ο Θεός σαν αμοιβή για τα φιλάνθρωπα έργα του, του χάρισε τον Ιωάννη, τον παγκόσμιο φωστήρα της Εκκλησίας, που τη στόλισε με εξαιρετικά τροπάρια.
Εύρεση δασκάλου
Χάρηκε, γιατί του χάρισε ο Κύριος κληρονόμο και μόλις μεγάλωσε το παιδί, αναζητούσε να του βρει δάσκαλο σοφό και επιθυμούσε να το αναδείξει μεγάλο φιλόσοφο. Επειδή ο πόθος του ήταν θεάρεστος, ο Θεός εξεπλήρωσε την επιθυμία του.
Οι βάρβαροι της πόλης εκείνης αιχμαλώτισαν πολλούς χριστιανούς από διαφόρους τόπους και τους έφεραν εκεί. Απ’ αυτούς άλλους πώλησαν κι άλλους, όσους δεν θέλησε κανείς να τους αγοράσει, αποφάσισαν να τους φονεύσουν. Ανάμεσα σ’ αυτούς έτυχε να είναι και κάποιος μοναχός από την Ιταλία, Κοσμάς στο όνομα, σεμνός κι ενάρετος.
Ενώ οι βάρβαροι οδηγούσαν τους αιχμαλώτους εκεί, που θα τους θανάτωναν, συνάντησαν τον πατέρα του Ιωάννη. Εκείνος βλέποντας τον Κοσμά με λυπημένη όψη και με δάκρυα στα μάτια τον πλησίασε και του είπε:
- Γιατί κλαις, άνθρωπε του Θεού; Λυπάσαι που θα στερηθείς τον κόσμο, που, όπως βλέπω από τον μοναχικό σου σχήμα, τον απαρνήθηκες και νέκρωσες το σώμα σου;
Σ’ αυτά τα λόγια απάντησε ο μοναχός:
- Ο Θεός γνωρίζει, ότι δεν λυπάμαι για τη στέρηση της παρούσας ζωής, γιατί εγώ τον κόσμο τον αρνήθηκα όπως είπες. Αλλά λυπάμαι, γιατί έμαθα όλες τις επιστήμες. Φιλοσοφία, Ρητορική, Διαλεκτική, Αριθμητική, Γεωμετρία και κάθε άλλη σοφία. Εκπαιδεύτηκα και στη Μουσική και έμαθα και Αστρονομία. Μπορώ να πω, ότι δεν άφησα τίποτε, που να μη μάθω, για να εννοήσω από την αρμονία και την ομορφιά των δημιουργημάτων τον Δημιουργό της Κτίσεως.
Έπειτα σπούδασα και την δική μας Θεολογία. Επειδή όμως δε βρήκα ακόμη μαθητή για να τον αφήσω διάδοχο της σοφίας μου λυπάμαι και θλίβομαι. Γιατί όπως θέλουν οι πλούσιοι ν’ αποκτήσουν παιδιά για να τους κληρονομήσουν, έτσι επιθυμούν και οι φιλόσοφοι ν’ αφήσουν διαδόχους στη σοφία τους, για να έχουν μνήμη αθάνατη. Έτσι φεύγει ο σοφός για την αιώνια ζωή σαν τον δούλο, που διπλασίασε το τάλαντο. Διαφορετικά θα κριθεί σαν ανωφελής. Γι’ αυτό στεναχωρούμαι, επειδή φοβάμαι, μήπως ο Δεσπότης με συναριθμήσει με τον πονηρό δούλο που έκρυψε το τάλαντο.
Μόλις άκουσε αυτά ο άρχοντας, που είχε πόθο να βρει τέτοιο σοφό άνθρωπο, λέγει στον Κοσμά.
Μη λυπάσαι γι’ αυτή την αιτία, δάσκαλε, και ίσως ο Κύριος εκπληρώσει τα αιτήματα της καρδιάς σου.
Πήγε στον άρχοντα των Σαρακηνών και του εζήτησε να του χαρίσει αυτόν τον αιχμάλωτο. Έτσι και έγινε. Πήρε, λοιπόν, τον Κοσμά, τον οδήγησε στο σπίτι του, τον περιποιήθηκε και του είπε:
- Γνώριζε, σοφότατε και λογικότατε, ότι όχι μόνο από την αιχμαλωσία σε λύτρωσα, αλλά σε κάνω και δεσπότη του σπιτιού μου, μέτοχο στις χαρές και στις λύπες μου. Άλλη χάρη δεν ζητώ από την αγιοσύνη σου, παρά μόνο να καταβάλλεις κάθε προσπάθεια να διδάξεις αυτά τα δύο παιδιά, όλη την σοφία και την μάθηση που γνωρίζεις. Είναι δε τα παιδιά ο Ιωάννης γνήσιο παιδί μου και ο Κοσμάς από τα Ιεροσόλυμα, που τον πήρα από μικρό κοντά μου, γιατί ήταν ορφανός και τον αγαπώ όχι λιγότερο από τον Ιωάννη.
Ο Κοσμάς μόλις άκουσε αυτά, χάρηκε και όπως το διψασμένο ελάφι που τρέχει στο νερό, έτσι και αυτός με μεγάλη επιθυμία δίδασκε τους μαθητές του τη φιλοσοφία του.
Οι δύο νέοι λόγω της οξύτητας του πνεύματος μέσα σε λίγα χρόνια σπούδασαν και έμαθαν τις επιστήμες. Το πόσο καλά μορφώθηκαν, φαίνεται στα ποιήματά και στα συγγράμματα τους. Ο Ιωάννης έγραψε πολλούς λόγους περί Ορθοδοξίας κατά των αιρετικών. Έγραψε και ψυχωφελείς ομιλίες, που θαυμάζει κανείς τη σοφία του.
Παρ’ όλη τη σοφία του καθόλου δεν υπερηφανευόταν, αλλά όπως τα καρπερά δέντρα, όσο είναι φορτωμένα από καρπούς τόσο και περισσότερο γέρνουν προς τη γη, έτσι κι ο πάνσοφος Ιωάννης.
Αναχώρηση του δασκάλου
Όταν ο δάσκαλος είδε, ότι οι μαθητές του έφτασαν σε ικανό σημείο σοφίας πήγε στον πατέρα τους και του είπε:
- Κύριε, όπως ήθελες, έγιναν τα παιδιά σου θαυμάσια στη σοφία. Και δεν αρκέσθηκαν να γίνουν μόνον, όπως ο δάσκαλος τους, αλλά κατά πολύ ανώτεροι στο ύψος της φιλοσοφίας. Λοιπόν, επειδή δε με χρειάζονται πια, ζητώ από την ευγένεια σου μια χάρη.
Σαν πληρωμή του κόπου μου να μ’ αφήσεις να πάω σε κανένα ασκητήριο για να μελετήσω την άνω σοφία, προς την οποία η φιλοσοφία με καθοδήγησε.
Ο άρχοντας, όταν άκουσε αυτά λυπήθηκε, γιατί δεν ήθελε ν’ αποχωρισθεί τέτοιο χρήσιμο άνθρωπο. Αλλά, για να μη φανεί προς τον ευεργέτη του αχάριστος του έδωσε την άδεια και χρήματα για το ταξίδι του.
Έφυγε, λοιπόν, ο Κοσμάς, και πήγε στην Λαύρα του Αγίου Σάββα. Εκεί πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του μέχρι που έφυγε για την αιώνια μακαριότητα. Το ίδιο και ο πατέρας του Ιωάννη μετά από λίγο καιρό έφυγε για τον ουρανό.
Ο αρχηγός των Σαρακηνών βλέποντας τη σοφία του Ιωάννη του έδωσε το αξίωμα του πατέρα του. Ο Ιωάννης έγινε πρωτοσύμβουλος, παρά τη θέληση του. Επιθυμία του ήταν να αναχωρήσει από τον κόσμο.
Εκείνη την εποχή ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος (717-741), που σαν λιοντάρι κατασπάραζε την Εκκλησία του Χριστού διώκοντας τους πιστούς, που προσκυνούσαν τις εικόνες.
Ο Ιωάννης, θερμός ζηλωτής της πίστεως έγραφε επιστολές και τις έστελνε στην Βασιλεύουσα. Καταπολεμούσε τις απόψεις του Λέοντος αποδεικνύοντας με φιλοσοφικούς συλλογισμούς και με ιστορικά παραδείγματα από τη ζωή των Αγίων, την αναγκαία προσκύνηση των αγίων εικόνων.
Τέτοιες επιστολές, έστελνε και σε πολλούς ανθρώπους για να τις διαβάζουν μεταξύ τους και να στερεώνονται στην ευσέβεια και να μαθαίνουν πως θ’ απαντούν στους εικονομάχους.
Η συκοφαντία
Μόλις έμαθε αυτά ο ασεβής βασιλιάς συζήτησε το θέμα με άλλους άρχοντες εικονομάχους και αποφάσισαν να διαβάλλουν τον Ιωάννη στον άρχοντα των Σαρακηνών, για να τον θανατώσει. Βρήκαν, λοιπόν, μια επιστολή του Ιωάννη, που την έδειξε ο Λέων σε μερικούς δασκάλους και τους ρώτησε, αν μπορούν να μιμηθούν το γραφικό χαρακτήρα εκείνου.
Βρέθηκε ένας έμπειρος καλλιγράφος, που υποσχέθηκε, ότι θα μιμηθεί ακριβώς το χαρακτήρα. Αυτόν διάταξε ο Λέων να αντιγράψει μια επιστολή γραμμένη από τον ίδιο, σαν από τον Ιωάννη και απευθυνόμενη στον ίδιο. Η επιστολή έλεγε: «Βασιλιά πολυχρονεμένε, στέλνω την αρμόζουσα ευγνωμοσύνη και τον πρέποντα σεβασμό στη βασιλεία σου. Μάθε ότι αυτή την εποχή η πόλη της Δαμασκού είναι παραμελημένη από τους Αγαρηνούς, γιατί ο στρατός τους είναι εξασθενημένος. Στείλε στόλο και στρατό πολύ, όσο μπορείς, να την καταλάβεις χωρίς πόλεμο. Θα σε βοηθήσω σ’ αυτό κι εγώ, γιατί όλη η πόλη είναι σχεδόν στην εξουσία μου».
Έπειτα έγραψε ο Λέων ο ίδιος επιστολή προς τον Σαρακηνό άρχοντα και του έγραφε:
«Δεν γνωρίζω τίποτε καλύτερο από το να φυλάσσει ο καθένας τις συνθήκες ειρήνης. Δε θέλω να χαλάσω τη φιλία, που έχω με την ευγένειά σου, αν και κάποιος έμπιστος φίλος σου με παρακινεί και με προκαλεί σε τούτο. Πολλές φορές μάλιστα μου έστειλε επιστολή να έλθω να κυριεύσω τη χώρα σου. Για να βεβαιωθείς δε ότι σου λέω την αλήθεια σου στέλνω μία από τις επιστολές. Έτσι θα γνωρίσεις τη δική μου αληθινή φιλία και εκείνον το δόλιο, που μου τις έγραψε.
Έστειλε λοιπόν ο βασιλιάς τις επιστολές με ένα του δούλο. Ο βάρβαρος ηγεμόνας θύμωσε και κάλεσε τον Άγιο.
Κόψιμο του δεξιού χεριού του Ιωάννη.
Ο Ιωάννης εννόησε το δόλο του Λέοντος και εξήγησε στον άρχοντα ότι ποτέ δεν έβαλε στο νου του τέτοια προδοτική πράξη. Εζήτησε δε προθεσμία ν’ αποδείξει το άδικο. Ο βάρβαρος όμως δεν πίστεψε και πρόσταξε να του κόψουν το δεξί χέρι. Κόπηκε το χέρι, που έλεγχε καθένα που μισούσε τον Κύριο και κρεμάστηκε στην αγορά, για να το βλέπουν όλοι.
Το βράδυ έστειλε μεσίτες ο Ιωάννης στο βάρβαρο παρακαλώντας να του χαρίσει το κομμένο χέρι για να το θάψει. Ο Σαρακηνός συμφώνησε και του έδωσε το χέρι. Ο Άγιος το πήρε το πήγε στο ναό, που είχε στο σπίτι του. Έπεσε κάτω μπροστά στη αγία εικόνα της Θεομήτορος και προσευχόμενος με δάκρυα έλεγε:
«Δέσποινα Πάναγνε Μήτερ, η τον Θεόν μου τεκούσα,
δια της θείας εικόνας η δεξιά μου εκόπη.
Ουκ αγνοείς την αιτίαν, δι’ ην εμάνη ο Λέων
Προφθασον, τοίνυν, ως τάχος και ιασαί μου την χείρα.
Η δεξιά του Υψίστου, η από Σου σαρκωθείσα,
Πολλάς ποιεί τας δυνάμεις δια της Σης μεσιτείας.
Την δεξιάν μου ταύτην και νυν ιασάτω λιταίς σου.
Ως αν, Σους ύμνους, ους δοίης και του εκ Σου σαρκωθέντος.
Εν ρυθμικαίς αρμονίαις συγγράψηται, Θεοτόκε,
Και συνεργός χρηματίση της Ορθοδόξου λατρείας,
Δύνασαι γαρ όσα αν θέλης, ως του Θεού Μητηρ ούσα»
Λέγοντας αυτά ο Ιωάννης αποκοιμήθηκε και βλέπει την αγία εικόνα της Αειπαρθένου και του λέγει:
«Γιατρεύτηκε το χέρι σου και μη λυπάσαι πλέον γι’ αυτό. Κάνε τώρα αυτό γραφίδα γραμματέως όπως μου υποσχέθηκες».
Θεραπεία του κομμένου χεριού
Τότε ξύπνησε ο Άγιος και βλέποντας το χέρι του θεραπευμένο, δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο και την Άχραντη Μητέρα του. Έψαλλε όλη την νύκτα λέγοντας
«Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, εν ισχύι δεδόξασται η δεξιά σου την θραυσθείσαν μου δεξιάν εθεράπευσε. Δια της δεξιάς μου ταύτης θέλεις θρυμματίσει και συντρίψει τους υπεναντίους εικονοθραύστας».
Την άλλη μέρα είδαν το θαύμα μερικοί γείτονες του Αγίου και πήγαν στον Σαρακηνό λέγοντας:Άρχοντα, αυτοί που πρόσταξες να κόψουν το χέρι του Ιωάννη, δεν υπάκουσαν. Αλλά κάποιος δούλος ή φίλος του δέχτηκε να του κόψουν το δικό του χέρι, αφού πήρε πολλά χρήματα. Έτσι οι δήμιοι αφού πήραν και οι ίδιοι χρήματα δεν εξετέλεσαν την προσταγή.
Ο άρχοντας διέταξε τότε να ‘ρθει ο Ιωάννης για να δει τα χέρια του. Πήγε, λοιπόν, ο Άγιος και έδειξε το χέρι του που είχαν κόψει. Γύρω δε από το χέρι, στο σημείο που είχε συγκολληθεί, υπήρχε κατά θεία οικονομία μια γραμμή.
Λέγει τότε ο βάρβαρος στον Ιωάννη:
- Ποιος γιατρός σε θεράπευσε; Και τι βότανα έβαλε;
- Ο παντοδύναμος Κύριος μου και μόνον Αυτός, που τα πάντα μπορεί να κάνει.
- Ανεύθυνος είσαι, όπως φαίνεται και άδικα σε κατάκρινα, γιατί δεν εξέτασα καλά την υπόθεση. Σε παρακαλώ συγχώρεσέ με και έχε την τιμή του πρωτοσύμβουλού μου. Σου υπόσχομαι δε να μην κάνω τίποτε χωρίς τη συμβουλή σου.
Τότε ο Άγιος έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τον αφήσει να πάει σ’ άλλη υπηρεσία που περισσότερο επιθυμούσε. Ο άρχοντας είχε στην αρχή αντιρρήσεις, αλλά τελικά του έδωσε την άδεια.
Αναχώρηση από τον κόσμο
Ελευθέρωσε, λοιπόν, τους δούλους του, μοίρασε τα πλούτη του στους φτωχούς και στην εκκλησία και πήγε στη Μονή του αγίου Σάββα. Παρακάλεσε τον ηγούμενο, λέγοντας με πολλή ταπείνωση:
- Εγώ, Δέσποτα είμαι το χαμένο πρόβατο και έρχομαι στο Χριστό από την ερημιά του κόσμου. Να δεχθείς, λοιπόν εμένα, τον ανάξιο, και να με πάρεις στα πρόβατα της ποίμνης σου.
Ο Ηγούμενος χάρηκε και αφού φώναξε κάποιον επίσημο γέροντα του έδωσε υποτακτικό τον Άγιο, για να τον διδάσκει και να τον καθοδηγεί στη μοναχική πολιτεία.
Ο γέροντας τον πήρε στο κελλί του, τον νουθέτησε και του είπε:
- Πρόσεχε να μην κάνεις τίποτε χωρίς το θέλημά μου.
Αυτό είναι το θεμέλιο της μοναχικής πολιτείας, να κόψεις το θέλημά σου και να προσφέρεις τις προσευχές και τα δάκρυα στο Θεό. Αυτό είναι η καθαρή θυσία. Αυτό, λοιπόν, ας είναι η πρώτη σου εργασία στα σωματικά, δηλαδή το ψυχοσωτήριο πένθος. Ως προς τη ψυχή, πρόσεχε να μην αφήσεις το νου σου να σκέφτεται ανωφελή πράγματα και κοσμικά. Να μη υπερηφανεύεσαι για τη σοφία σου, γιατί δε σε ωφελεί καθόλου, αν δεν αποκτήσεις ταπείνωση.
Τέτοια κι άλλα πολλά του είπε ο γέροντας και μεταξύ άλλων τον διέταξε να μη στείλει επιστολή σε κανένα, ούτε να ψάλλει τροπάριο, ούτε να πει λόγους φιλοσοφίας. Να σιωπά και να μιλά, όταν είναι ανάγκη. Όπως ορίζουν οι νόμοι της μοναχική ζωής.
Σαν γη αγαθή δέχτηκε ο Άγιος τις συμβουλές και αγόγγυστα υποτασσόταν στις προσταγές του γέροντα, χωρίς ν’ αμφιβάλλει ή να κατακρίνει τα προστάγματα του.
Υποταγή και ταπείνωση
Μετά από καιρό θέλοντας ο γέροντας να δοκιμάσει τον Ιωάννη, αν είχε υποταγή και ταπείνωση, έκανε το εξής. Του έδωσε ζεμπίλια πλεγμένα με φοινικόφυλλα και του είπε:
- Πάρε αυτά τα εργόχειρα και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί να τα πωλήσεις.
Του όρισε δε μια τιμή διπλάσια από την αξία τους. Του είπε να μην τα δώσει λιγότερο, γιατί το μοναστήρι είχε ανάγκη από χρήματα.
Ο μέχρι θανάτου υπάκουος δεν εναντιώθηκε καθόλου στο γέροντά του, αλλά πήρε στον ώμο το φορτίο και πήγε στη Δαμασκό. Εκεί στην αγορά ρακένδυτος και άλουστος ο πρώην ευγενής και ένδοξος, πωλούσε τα ζεμπίλια. Οι αγοραστές μόλις άκουγαν τιμή διπλάσια θύμωναν, έβριζαν τον Άγιο και έφευγαν.
Πέρασε απ’ εκεί ένας από τους δούλους του και τον γνώρισε. Λυπήθηκε τον κύριο του και αφού προσποιήθηκε ότι δεν τον γνώριζε αγόρασε όλα τα ζεμπίλια. Ο Άγιος πήρε τα χρήματα και γύρισε χαρούμενος στο μοναστήρι, γιατί νίκησε την υπερηφάνεια του.
Μετά από καιρό πέθανε κάποιος γείτονας του Ιωάννη. Ο αδελφός το νεκρού παρακάλεσε τον Άγιο να συνθέσει κανένα τροπάριο για να τον παρηγορεί στη λύπη του. Ο Άγιος όμως δεν θέλησε να παραβεί την εντολή του γέροντα του. Τελικά, επειδή πιέστηκε, εσύνθεσε ένα ωραιότατο τροπάριο που ψάλλεται και σήμερα το «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα»
Τιμωρία και ανυπακοή
Μια μέρα ήταν μόνος του ο Ιωάννης στο κελλί του κι έψαλλε το τροπάριο. Έτυχε τότε να περάσει ο γέροντας του, που όταν άκουσε την ψαλμωδία, θύμωσε και του είπε:
- Αντί να κλαις, γελάς και χαίρεσαι;
Ο Άγιος του εξήγησε, αλλά ο γέροντας τον έδιωξε σαν ανυπάκουο. Ο Ιωάννης θυμήθηκε την παράβαση των πρωτοπλάστων και έκλαψε πικρά. Έβαλε δε μεσίτες όλους τους γέροντες και τον Ηγούμενο να παρακαλέσουν το γέροντα του να του δώσει συγχώρηση. Εκείνος όμως ήταν αυστηρός και δεν άλλαξε.
Τότε οι γέροντες τον παρακαλούσαν να του δώσει άλλον κανόνα και να μην τον διώξει τελείως. Είπε λοιπόν, εκείνος:
- Αν δεχθεί να καθαρίσει τις ακαθαρσίες της Λαύρας με τα χέρια του, θα τον συγχωρήσω, διαφορετικά δεν τον δέχομαι.
Μόλις το άκουσε ο Άγιος χάρηκε και είπε:
- Αυτό είναι εύκολο να το κάμω. Ευλογείτε, άγιοι πατέρες.
Πήρε αμέσως τα εργαλεία και άρχισε με τα χέρια να καθαρίζει την κόπρο.
Μόλις τον είδε ο γέροντας του κατάλαβε το μέγεθος της ταπείνωσης του και της υπακοής. Έτρεξε, τον αγκάλιασε και του είπε.
- Είμαι καλότυχος, γιατί αξιώθηκα να έχω τέτοιο μαθητή.
Ο Άγιος όταν άκουσε τους επαίνους, έκλαιγε ταπεινώνοντας, τον εαυτό του. Ο γέροντας του, του έδωσε συγχώρεση και το συμβούλευσε να διατηρεί τη ψυχοσωτήρια σιωπή.
Του δίνεται άδεια να μελωδεί
Μετά από λίγες μέρες είδε στον ύπνο του ο γέροντας την Παναγία που του είπε:
- «Γιατί έφραξες τέτοια θαυμάσια βρύση; Άφησε την πηγή να ποτίσει όλη την οικουμένη, να σκεπάσει τις θάλασσες των αιρέσεων. Αυτός θα ξεπεράσει τον Δαβίδ. Θα μελωδήσει την ουράνια μελουργία. Θα στηλιτεύσει τις αιρέσεις και θα ορθοτομήσει τα δόγματα της πίστεως».
Το πρωί μόλις ξύπνησε ο γέροντας, πήγε στον Άγιο και του είπε:
- Παιδί της υπακοής του Χριστού, άνοιξε το στόμα σου και πες τους λόγους, που το άγιο Πνεύμα έγραψε στην καρδιά σου. Ανέβα στο όρος της Εκκλησιάς και δίδαξε τον κόσμο. Συγχώρεσε και μένα για ό,τι έφταιξα, διότι σε εμπόδισα από άγνοια.
Άρχισε από τότε ο Ιωάννης να συνθέτει εκείνες τις μελωδίες, με τις οποίες λαμπρύνονται οι ακολουθίες της εκκλησίας μας. Εσύνθεσε όχι μόνο κανόνες και τροπάρια, ιδιόμελα και προσόμοια αλλά και πανηγυρικούς λόγους στις Δεσποτικές εορτές και εγκώμια στην Υπεραγία Θεοτόκο και σ’ άλλους Αγίους.
Απολυτίκιο.
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείον όργανον, της Εκκλησίας, λύρα εύσωμος, της ευσεβείας, ανεδείχθης Ιωάννη πανεύφημε’ όθεν πυρσεύεις του κόσμου τα πέρατα, ταις των σοφών σου δογμάτων ελλάμψεσι. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Το Ευαγγέλιο Της Κυριακής Κατά Λουκάν (ιγ' 10-17)



Ην δε διδάσκων εν μια των συναγωγών εν τοις σάββασι. και ιδού γυνή ην πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ, και ην συγκύπτουσα και μη δυναμένη ανακύψαι εις το παντελές. ιδών δε αυτήν ο Ιησούς προσεφώνησε και είπεν αυτή· γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου· και επέθηκεν αυτή τας χείρας· και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν. αποκριθείς δε ο αρχισυνάγωγος, αγανακτών ότι τω σαββάτω εθεράπευσεν ο Ιησούς, έλεγε τω όχλω· εξ ημέραι εισίν εν αις δει εργάζεσθαι· εν ταύταις ουν ερχόμενοι θεραπεύεσθε, και μη τη ημέρα του σαββάτου. απεκρίθη ουν αυτώ ο Κύριος και είπεν· υποκριτά, έκαστος υμών τω σαββάτω ου λύει τον βουν αυτού ή τον όνον από της φάτνης και απαγαγών ποτίζει; ταύτην δε, θυγατέρα Αβραάμ ούσαν, ην έδησεν ο σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη, ουκ έδει λυθήναι από του δεσμού τούτου τη ημέρα του σαββάτου; και ταύτα λέγοντος αυτού κατησχύνοντο πάντες οι αντικείμενοι αυτώ, και πας ο όχλος έχαιρεν επί πάσι τοις ενδόξοις τοις γινομένοις υπ΄ αυτού.
Μετάφραση
Κάποιο Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε μια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου». Έβαλε πάνω της τα χέρια του κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: «Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς· μέσα σ΄ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο». Ο Κύριος του απάντησε: «Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ΄ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;» Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοί του κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΒΑΡΑ (4 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)



«Η αγία Βαρβάρα ζούσε επί Μαξιμιανού, του βασιλιά του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, κόρη κάποιου ειδωλολάτρη Διοσκόρου, ο οποίος την φύλασσε σε υψηλό πύργο, λόγω της ανθηρής σωματικής ωραιότητάς της. Το γεγονός ότι ήταν κόρη που σεβόταν τον Χριστό δεν άργησε να έλθει σε γνώση του πατέρα της. Έμαθε δηλαδή τα σχετικά με την πίστη της, όταν ανοικοδομούσε λουτρό. Κι ενώ αυτός είπε να φτιάξουν δύο παράθυρα σ’ αυτό, η Βαρβάρα έδωσε εντολή να φτιάξουν τρία. Κι όταν την ρώτησε το γιατί, είπε «για να είναι επ’ ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Μόλις άκουσε την απάντησή της εκείνος, αμέσως όρμησε εναντίον της για να τη σκοτώσει με το ίδιο του το ξίφος. Ξέφυγε όμως η Βαρβάρα και εισήλθε μέσα σε πέτρα που άνοιξε στα δύο. Την καταδίωξε όμως ο πατέρας της και την βρήκε, οπότε την άρπαξε από τα μαλλιά και την παρέδωσε στον ηγεμόνα της χώρας. Μπροστά σ’ αυτόν η αγία ομολόγησε τον Χριστό και καθύβρισε τα είδωλα, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί σκληρά, να ξυσθούν οι σάρκες της, να κατακαούν οι πλευρές της και να κτυπηθεί το κεφάλι της με σιδερένιες σφαίρες. Έπειτα την περιέφεραν στην πόλη γυμνή, την ξανακτύπησαν, μέχρις ότου δέχτηκε το διά ξίφους τέλος από τον πατέρα της που την σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Αυτός λέγεται ότι μετά τη σφαγή της, κατεβαίνοντας από το βουνό, κτυπήθηκε από κεραυνό και ξεψύχησε».
Με την αγία Βαρβάρα - μάλλον και με αυτήν - πραγματοποιείται ο λόγος του Κυρίου: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα… υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Ο Κύριος δηλαδή ζητά την αγάπη του ανθρώπου υπεράνω όλων των επιγείων αγαπών, έστω κι αν πρόκειται για τους γονείς, για τα τέκνα, για τον ή την σύζυγο, για τον ίδιο τον εαυτό μας. Όχι διότι απορρίπτει την αγάπη προς αυτούς – τούτο θα ήταν οξύμωρο, αφού ο Ίδιος έχει νομοθετήσει την αγάπη προς όλους, και μάλιστα προς τους γονείς – αλλά διότι η αγάπη προς Εκείνον, η αγάπη δηλαδή προς τον Θεό, αν δεν είναι υπεράνω όλων, σημαίνει ότι η όποια άλλη αγάπη θα λειτουργεί μέσα σε πλαίσια που έχουν το στοιχείο του εγωισμού, το στοιχείο τελικώς της νοσηρότητας. Έτσι η απόλυτη αγάπη προς τον Θεό στην πραγματικότητα καθαρίζει όλες τις άλλες αγάπες και τις κάνει να φανερωθούν στην πιο καθαρή μορφή τους. Από την άποψη αυτή η άρνηση της Βαρβάρας να υπακούσει στον πατέρα της, ναι μεν φανέρωνε την «πυρωμένη προς Εκείνον» αγάπη της, από την άλλη όμως αποτελούσε έκφραση αγάπης και προς εκείνον, γιατί του έδινε πρόκληση μετανοίας και αλλαγής: να φύγει από την αθεΐα του, άσχετα προς το γεγονός ότι εκείνος τελικώς απέρριψε την πρόκληση αυτή. «Τετρωμένη του πόθου σου, ως νυμφίου, Δέσποτα, τω γλυκυτάτω βέλει, η αθληφόρος Βαρβάρα, άπασαν πατρικήν αθεΐαν εβδελύξατο». (Πληγωμένη από το γλυκύτατο βέλος του πόθου σου ως νυμφίου, Δέσποτα, η αθληφόρος Βαρβάρα, βδελύχθηκε όλην την αθεΐα του πατέρα της).
Η αντιθετική σχέση της αγίας Βαρβάρας με τον πατέρα της δίνει την ευκαιρία στον εκκλησιαστικό ποιητή αφενός να θυμηθεί ότι εκπληρώνεται έτσι η προφητεία του Κυρίου ότι «εχθροί του ανθρώπου οι οικειακοί αυτού» και ότι «λόγω Εκείνου θα στραφεί ο πατέρας εναντίον του παιδιού και το παιδί εναντίον του πατέρα» - «Δέδεικται σαφώς, Χριστέ, η πρόρρησίς σου, πεπληρωμένη∙ πατήρ τέκνον γαρ εις φόνον προδίδωσιν», δηλαδή: Φάνηκε με σαφήνεια, Χριστέ, εκπληρωμένη η προφητεία σου: ο πατέρας δηλαδή προδίδει σε φόνο το τέκνο του - αφετέρου ότι ισχύει πάντοτε η παροιμία που λέει: «από ρόδο βγαίνει αγκάθι και από αγκάθι βγαίνει ρόδο», δηλαδή ότι υπάρχουν συχνά περιπτώσεις που το οικογενειακό περιβάλλον δεν καθορίζει τη διαμόρφωση των παιδιών και την πορεία της ζωής του. «Ακανθώδους ρίζης εκφυέν, ρόδον ιερώτατον, την Εκκλησίαν Χριστού ευωδίασεν». (Η Βαρβάρα ευωδίασε την Εκκλησία του Χριστού, σαν ιερότατο ρόδο που βγήκε από αγκάθινη ρίζα).
Ο υμνογράφος της αγίας μένει έκθαμβος μπροστά στην ψυχική δύναμη που της έδινε η αγάπη της προς τον Χριστό. Για να τονίσει ότι όπου υπάρχει ο πόθος για Εκείνον, τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο, ακόμη και η θεωρούμενη αδυναμία της γυναικείας φύσεως, η νεότητα με τα θέλγητρα που της παρουσιάζονται, η ομορφιά του σώματος, ο πλούτος, οι ηδονές. «Ου τρυφής η τερπνότης, ουκ άνθος κάλλους πλούτός τε, ουχ ηδοναί νεότητος, έθελξάν σε, Βαρβάρα ένδοξε, τω Χριστώ νυμφευθείσα καλλιπάρθενε». (Ούτε η ευχαρίστηση της τρυφής ούτε το άνθος του κάλλους και ο πλούτος, ούτε οι ηδονές της νεότητας σε γοήτευσαν, ένδοξη Βαρβάρα, γιατί νυμφεύθηκες τον Χριστό, καλλιπάρθενε). «Προς τελείους αγώνας, ουδέν εδείχθη κώλυμα, το ασθενές του θήλεος ου το νέον της ηλικίας». (Για τους αγώνες της τελειότητας, κανένα εμπόδιο δεν φάνηκε η ασθένεια της γυναικείας φύσεως και η νεότητα της ηλικίας). Η αγία Βαρβάρα αποτελεί την απάντηση σε όλους εκείνους που είναι έτοιμοι να δικαιολογήσουν κάθε παρεκτροπή της νεότητας, επικαλούμενοι ακριβώς αυτήν ως επιχείρημά τους. Τα πάντα ήταν μπροστά στα πόδια της αγίας: και οι ηδονές και τα πλούτη και η δόξα. Μπροστά όμως στον Χριστό, όλα θεωρήθηκαν από αυτήν ως «σκύβαλα», όπως λέει αντιστοίχως και ο απόστολος Παύλος. «Ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω». Όλα τα θεωρώ σαν σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό.
Ο άγιος Στέφανος ο Σαββαΐτης, ο υμνογράφος της αγίας, δεν μπορεί να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός της γυμνής περιφοράς της στην πόλη, που συνιστούσε ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια της σεμνής Βαρβάρας. Ως άνθρωπος όμως πίστεως το βλέπει με πνευματικούς οφθαλμούς, βλέπει δηλαδή εκείνα που βρίσκονται και πίσω από το γεγονός. «Άγγελος φαιδρός, στολήν φωτοειδή σε, διά Χριστόν γεγυμνωμένην, σεμνή Βαρβάρα, ημφίασε, και ως νύμφην περιήγαγε∙ τα πάθη τη εσθήτι γαρ, Μάρτυς, συνεξεδύσω, θείαν εκστάσα αλλοίωσιν». (Λαμπρός άγγελος, σεμνή Βαρβάρα, σε έντυσε με φωτεινή στολή και σε περιέφερε σαν νύμφη, εσένα που έγινες γυμνή για χάρη του Χριστού. Διότι μαζί με το φόρεμά σου απεκδύθηκες και τα πάθη σου, σεμνή Βαρβάρα, φτάνοντας σε έκσταση θείας αλλοίωσης). Έτσι κατά τον ύμνο της Εκκλησίας μας, η αγία Βαρβάρα ποτέ δεν υπήρξε γυμνή. Την ώρα που οι διώκτες της σωματικά την γύμνωναν, άγγελος την έντυνε σαν νύμφη και την οδηγούσε στον ουρανό, ενώ η γύμνωσή της αυτή συνιστούσε και την μεγαλύτερη αγιότητά της, αφού έτσι ξέφευγε από οποιοδήποτε αμαρτωλό πάθος της.
Δεν μπορούμε να μην κάνουμε τη σύγκριση: η ακούσια γύμνωση της αγίας οδηγούσε στην θεϊκή ένδυσή της, την πλήρωσή της από τη χάρη του Θεού. Η εκούσια γύμνωση πολλών γυναικών στην εποχή μας οδηγεί μάλλον στο αντίθετο αποτέλεσμα: στη δαιμονική ένδυσή τους, την αιχμαλωσία τους στα δίχτυα του πονηρού, που σημαίνει βεβαίως την απέκδυσή τους από οποιαδήποτε χάρη του Θεού.

Συναξαριστής 4 Δεκεμβρίου

Ἡ Ἁγία Βαρβάρα ἡ Μεγαλομάρτυς



Ἀποτελεῖ κόσμημα τῶν μαρτύρων τοῦ 3ου αἰῶνα μ.χ. Ὁ πατέρας της ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ πλούσιους εἰδωλολάτρες τῆς Ἠλιουπόλεως καὶ ὀνομαζόταν Διόσκορος. Μοναχοκόρη ἡ Βαρβάρα, διακρινόταν γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σώματός της, τὴν εὐφυΐα καὶ σωφροσύνη της.

Στὴ χριστιανικὴ πίστη κατήχησε καὶ εἵλκυσε τὴν Βαρβάρα μία εὐσεβὴς χριστιανὴ γυναῖκα. Τὴ ζωή της μέσα στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον ἡ Βαρβάρα περνοῦσε «ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι», δηλαδὴ μὲ κάθε εὐσέβεια καὶ σεμνότητα. Ὅμως τὸ γεγονὸς αὐτό, δὲν ἔμεινε γιὰ πολὺ καιρὸ μυστικό.

Ὁ Διόσκορος ἔμαθε ὅτι ἡ κόρη του εἶναι χριστιανὴ καὶ ἐκνευρισμένος διέταξε τὸν αὐστηρὸ περιορισμό της. Ἀλλὰ ἡ Βαρβάρα κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε. Ὁ πατέρας της τότε ἐξαπέλυσε ἄγριο κυνηγητὸ μέσα στὶς σπηλιὲς καὶ τὰ δάση, ὅπου κρυβόταν ἡ κόρη του. Τελικά, κατόρθωσε καὶ τὴν συνέλαβε. Ἀλλὰ ὁ ἄσπλαχνος καὶ πωρωμένος εἰδωλολάτρης πατέρας, παρέδωσε τὴν κόρη του στὸν ἡγεμόνα Μαρκιανό.

Αὐτός, ἀφοῦ στὴν ἀρχὴ δὲν κατόρθωσε μὲ δελεαστικοὺς τρόπους νὰ μεταβάλει τὴν πίστη της, διέταξε καὶ τὴν μαστίγωσαν ἀνελέητα. Κατόπιν τὴν φυλάκισε, ἀλλὰ μέσα ἐκεῖ ὁ Θεὸς θεράπευσε τὶς πληγὲς τῆς Βαρβάρας καὶ ἐνίσχυσε τὸ θάῤῥος της. Τότε ὁ ἡγεμόνας θέλησε νὰ τὴν διαπομπεύσει δημόσια γυμνή. Ἀλλὰ ἐνῷ ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα της, ἄλλα ὡραιότερα ἐμφανίζονταν στὸ σῶμα της. Ὁ ἡγεμόνας βλέποντας τὸ θαῦμα, διέταξε νὰ ἀποκεφαλισθεῖ. Χωρὶς καθυστέρηση, ὁ ἴδιος ὁ κακοῦργος πατέρας της, ἀνέλαβε καὶ τὴν ἀποκεφάλισε.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Βαρβάραν τὴν Ἁγίαν τιμήσωμεν· ἐχθροῦ γὰρ τὰς παγίδας συνέτριψε, καὶ ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐξ αὐτῶν, βοηθείᾳ καὶ ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ ἡ πάνσεμνος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Τριάδος τὴν δόξαν ἀνακηρύττουσα, ἐν τῷ λουτρῷ τρεῖς θυρίδας ὑπεσημήνω σοφῶς, κοινωνίαν πατρικὴν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ἠγώνισαι λαμπρῶς, ὡς παρθένος εὐκλεής, Βαρβάρα Μεγαλομάρτυς. Ἀλλὰ μὴ παύση πρεσβεύειν, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῷ ἐν Τριάδι εὐσεβῶς ὑμνουμένῳ, ἀκολουθήσασα σεμνὴ Ἀθληφόρε, τὰ τῶν εἰδωλων ἔλιπες σεβάσματα· μέσον δὲ τοῦ σκάμματος, ἐναθλοῦσα Βάρβαρα, τυράννων οὐ κατέπτηξας, ἀπειλὰς ἀνδρειόφρον, μεγαλοφώνως μέλπουσα ἀεί, Τριάδα σέβω τὴν μίαν θεότητα.

Ὁ Οἶκος
Τὴν νυμφευθεῖσαν τῷ Χριστῷ διὰ τοῦ μαρτυρίου, Βαρβάραν συνελθόντες τιμήσωμεν ἀξίως, ὅπως αὐτῆς ταῖς προσευχαῖς λύμης ψυχοφθόρου λυτρωθέντες, καὶ λοιμοῦ, σεισμοῦ τε καὶ καταπτώσεως, τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ διέλθωμεν, καταξιωθέντες μετὰ πάντων τῶν Ἁγίων, τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, διάγειν ἐν φωτί, καὶ μέλπειν ἀξίως, ἐθαυμάστωσας Σῶτερ τὰ σὰ ἐλέη πᾶσι τοῖς πίστει ὁμολογοῦσι, Τριάδα σέβω τὴν μίαν θεότητα.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου, πάντας ἐξέπληξας, ὅτι ὑπέμεινας, τὰς τῶν τυράννων πληγάς, δεσμὰ, βασάνους, φυλακάς, Βαρβάρα παναοίδιμε· Ὅθεν καὶ τὸν στέφανον, ὁ Θεός σοι δεδώρηται, ὅνπερ ἐπεπόθησας, ψυχικῶς καὶ προσέδραμες· αὐτὸς καὶ τὰς ἰάσεις παρέχει, πᾶσι τοῖς πίστει προσιοῦσί σοι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν νυμφίον σου Χριστὸν ἀγαπήσασα, τὴν λαμπάδα σου φαιδρῶς εὐτρεπίσασα, ταῖς ἀρεταῖς διέλαμψας Πανεύφημε· ὅθεν εἰσελήλυθας, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους, τὸ στέφος τῆς ἀθλήσεως, παρ' αὐτοῦ δεξαμένη, ἀλλ' ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας Βαρβάρα τὴν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Τον θείον κοσμήτορα της Χριστού Εκκλησίας πάντες Ιωάννην Δαμασκηνόν ύμνοις συν τη θεία σεπτή καλλιπαρθένω Βαρβάρα επαξίως ανευφημήσωμεν.


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός



Διαπρεπέστατος θεολόγος καὶ ποιητὴς τοῦ 8ου αἰῶνα καὶ μέγας πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας. Γεννήθηκε στὴ Δαμασκὸ στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰῶνα καὶ ἔτυχε ἐπιμελημένης ἀγωγῆς ἀπὸ τὸν πατέρα του Σέργιο, ποὺ ἦταν ὑπουργὸς οἰκονομικῶν τοῦ ἄραβα χαλίφη Ἀβδοὺλ Μελὶκ τοῦ Α´.

Δάσκαλός του ἦταν κάποιος πολυμαθὴς καὶ εὐσεβέστατος μοναχός, ποὺ ὀνομαζόταν Κοσμᾶς καὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Ὁ Σικελὸς μοναχὸς πράγματι ἐκπαίδευσε τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν θετό του ἀδελφὸ Κοσμᾶ τὸν Μελῳδό, ἄριστα σ᾿ ὅλους τοὺς κλάδους τῆς γνώσης.

Ὅταν πέθανε ὁ Σέργιος, ὁ γιός του Ἰωάννης διορίστηκε, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, πρωτοσύμβουλος τοῦ χαλίφη Βελιδᾶ (705-715). Ἀργότερα, ὅταν ὁ χαλίφης Ὀμὰρ ὁ Β´ ἐξήγειρε διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἰωάννης μαζὶ μὲ τὸν θετό του ἀδελφὸ Κοσμᾶ (τὸν ἔπειτα ἐπίσκοπο Μαϊουμᾶ), ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Δαμασκὸ καὶ πῆγαν στὴν Ἱερουσαλήμ.

Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης ἔγινε μοναχὸς στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα, ὅπου ἔμεινε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή, μελετῶντας καὶ συγγράφοντας. Στὸ διωγμὸ κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (726), πῆρε ἐνεργὸ μέρος καὶ ἐξαπέλυσε κατὰ τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορα τοὺς τρεῖς γνωστοὺς λόγους ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων, πρᾶγμα ποὺ θορύβησε τὸν Λέοντα.

Ὁ Ἰωάννης κατανάλωσε ὅλην του τὴ ζωὴ γιὰ τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄφησε σὲ μᾶς θησαυροὺς ἀνυπολόγιστης ἀξίας. Ἔζησε μὲ ὁσιότητα πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια καὶ κοιμήθηκε εἰρηνικὰ τὸ 749. Τάφηκε στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καλλικέλαδον, καὶ λιγυραῖς μολπαῖς, κατακηλοῦσάν τε, καὶ ἀγλαΐζουσαν, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, εὔλαλον ἀηδόνα, δεῦτε εὐφημήσωμεν, Ἰωάννην τὸν πάνσοφον, τὸν Δαμασκηνὸν πιστοί, ὑμνογράφων τὸν πρύτανιν· τὸν ἔμπλεων, ἁπάσης γενόμενον, θείας καὶ κοσμικῆς σοφίας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον ὄργανον, τῆς Ἐκκλησίας, λύρα εὔσωμος, τῆς εὐσεβείας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε ὅθεν πυρσεύεις τοῦ κόσμου τὰ πέρατα, ταὶς τῶν σοφῶν σου δογμάτων ἑλλάμψεσι. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Δαμάσας πολλοῖς, ἱδρῶσι τῆς ἀσκήσεως, τὸ σῶμα τὸ σόν, εἰς ὕψος οὐράνιον, εὐπετῶς ἀνέδραμες, ὅπου μέλη θεῖά σοι δίδονται, ἃ τρανῶς ἐμελῴδησας, τοῖς φίλοις Κυρίου Πάτερ Ὅσιε.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Ἡδύφωνος Αὐλός, μεγαλόφωνος Σάλπιγξ, Κιθάρα μελουργός, λιγυρὰ θεία Λύρα, Κινύρα παναρμόνιος, μουσικώτατον Ὄργανον, ἐμπνεόμενον, τοῦ Παρακλήτου ταῖς αὔραις, ἀναδέδειξαι, ὦ Ἰωάννη καὶ θέλγεις, ἡμῶν τὰ νοήματα.

Μεγαλυνάριον
Τον θείον κοσμήτορα της Χριστού Εκκλησίας πάντες Ιωάννην Δαμασκηνόν ύμνοις συν τη θεία σεπτή καλλιπαρθένω Βαρβάρα επαξίως ανευφημήσωμεν.


Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐπίσκοπος Πολυβότου, ὁ Θαυματουργός

Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 7ου καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνα μετὰ Χριστόν. Ἀπὸ παιδὶ ἔμεινε καθαρὸς καὶ ἀκηλίδωτος σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή. Ἐπίσης ὑπῆρξε ἐγκρατής, φιλέσπλαγχνος, φιλελεήμων καὶ γνώστης τῶν ἁγίων Γραφῶν.

Ἔτσι στὴν ἀρχὴ ἔγινε ἀναγνώστης, κατόπιν ὑποδιάκονος, διάκονος καὶ μετὰ πρεσβύτερος. Στὸ ἀξίωμα αὐτό, διακρίθηκε γιὰ τὸ συστηματικὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου καὶ γιὰ τὴν πρακτικότητα τῶν ὁμιλιῶν του. Ἀργότερα μὲ κοινὴ γνώμη λαοῦ καὶ κλήρου, ἀναδείχτηκε ἐπίσκοπος Πολυβότου (ἀρχαία πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στὴ Φρυγία Σαλουτάρια, κοντὰ στὶς Συννάδες. Ἐρείπιά της σῴζονται στὸ σημερινὸ Μπουλβαντίν, κοντὰ στὸ Ἀφιὸν Καρὰ Χισάρ). Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Ἰωάννης ὑπῆρξε ἄγρυπνος καὶ φιλόστοργος ποιμένας.

Τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ βασιλιὰς Λέων ὁ Ἴσαυρος κίνησε πόλεμο κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης διακρίθηκε γιὰ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά του καὶ τὸ θάῤῥος του, παρὰ τὶς κακοποιήσεις ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὰ βασιλικὰ ὄργανα. Ὅταν κάποτε στὸ Ἀμόριο τῆς Φρυγίας οἱ Ἀγαρηνοὶ ἅρπαξαν ἀρκετοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, ὁ Ἰωάννης δὲν δίστασε νὰ πάει στὸ στρατόπεδό τους καὶ νὰ ζητήσει τοὺς αἰχμαλώτους.

Αὐτοὶ δὲν δέχτηκαν, ἀλλὰ βαρειὲς ἀσθένειες ἄρχισαν νὰ πέφτουν στὸ στρατόπεδο καὶ τότε μὲ τὴν προσευχή του ὁ Ἰωάννης κατάφερε νὰ σταματήσει τὸ κακὸ καὶ ἔτσι οἱ Ἀγαρηνοὶ πρὸς ἀνταπόδοση, ἐλευθέρωσαν τὸ ποίμνιο τοῦ ἐπισκόπου Ἰωάννη. Τὸ τέλος τοῦ ἄξιου αὐτοῦ Ἱεράρχη ὑπῆρξε ἥσυχο καὶ εἰρηνικό. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό του ἔγινε αἰτία πολλῶν θαυμάτων.



Ἡ Ἁγία Ἰουλιανή

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.



Οἱ Ἅγιοι Χριστόδουλος καὶ Χριστοδούλη ἡ Παρθένος

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Σὲ ὁρισμένα Συναξάρια ἡ Χριστουδούλη ἀναφέρεται μαζὶ μὲ τὴν ἁγία Μυρώπη.



Μνήμη τῶν δώδεκα Προφητῶν

Ἡ μνήμη αὐτὴ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο.



Ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας



Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μπεζούλια τῆς ἐπαρχίας Ἀγράφων καὶ ἀνατράφηκε κατὰ Χριστὸν ἀπὸ τοὺς θεοσεβεῖς γονεῖς του, Σωφρόνιο καὶ Μαρία. Ἀγάπησε τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ πῆγε στὴ Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὴν ἐπονομαζόμενη Κορῶνα ἢ Κρύα Βρύση καὶ ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς.

Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Ἀργότερα χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Φαναριοῦ καὶ Νεοχωρίου. Κατηγορήθηκε ὅτι πῆρε μέρος στὴν ἐπανάσταση τοῦ Διονυσίου Φιλοσόφου, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ποὺ μάταια προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν.

Ἐξαγριωμένοι οἱ Τοῦρκοι μπροστὰ στὴ σταθερότητα τῆς πίστης τοῦ ἱερομάρτυρα, ὑπέβαλαν σ᾿ αὐτὸν φρικτὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα μεγάλωναν, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Σεραφεὶμ διαρκῶς ἀρνιόταν νὰ προδώσει τὴν ἑλληνοχριστιανικὴ πίστη του. Ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν μύτη καὶ ἐπανειλημμένα τὸν παρουσίασαν στὸν κριτή, ἀρνούμενος νὰ ἀλλαξοπιστήσει, τὸν ἐκτέλεσαν στὶς 4 Δεκεμβρίου 1601 μὲ σουβλισμὸ καὶ κατ᾿ ἄλλους μὲ ἀπαγχονισμό. Ἡ τίμια κεφαλή του ἐναποτέθηκε στὴ Μονὴ τῆς Κρύας Βρύσης, ὅπου εἶχε μονάσει ὁ Ἅγιος.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ἀγράφων τὸν γόνον, Φαναριοῦ τὸν πρόεδρον, καὶ Μονῆς Κορώνῃς τὸ κλέος Σεραφεὶμ εὐφημήσωμεν ἀθλήσας γὰρ λαμπρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, θαυμάτων ἐπομβρίζει δωρεᾶς καὶ λυτρούται νοσημάτων φθοροποιῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.


Ὁ Ὅσιος Κασσιανός

Κύπριος Ὅσιος ἐκ τῶν 300 Ἀλαμανῶν. (Βλέπε Α.Χ.Ε.Χ., ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 6η Ὀκτωβρίου).



Ὁ Ἅγιος Κρῦσπος

Ἀπόστολος καὶ λέγεται ὅτι ὑπῆρξε ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς νήσου Αἰγίνης. Ἦταν ἀρχισυνάγωγος Κορίνθου. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἀπὸ ὁρισμένα Ἁγιολόγια καὶ τὴν 8η Δεκεμβρίου μαζὶ μὲ ἄλλους ἀποστόλους ἀπὸ τοὺς 70, ὅπως Σωσθένη κ.λ.π.



Ὁ Ἅγιος Δάμασος (Πορτογάλος)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωμένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἔκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

Η ΖΩΟΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ. Η ΑΓΙΟΦΙΛΙΑ ΤΩΝ ΖΩΩΝ.

 





ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΑ ΦΙΔΙΑ.
Ένας άγιος άνθρωπος, ονόματι Αμμούν, πού ζούσε σε Μοναστήρι, αποφάσισε κάποτε να αναχώρηση για την έρημο της Αιγύπτου, ενοχλημένος από τις επιθέσεις των κλεπτών, πού τού στερούσαν τα ενδύματα και την τροφή του.
Φθάνοντας στην έρημο βρήκε δύο μεγάλα φίδια και τα έβαλε να φυλάνε την είσοδο τού κελιού του. Έτσι, όταν επανεμφανίσθηκαν οι κλέπτες, πάγωσαν στην θέα των ερπετών και έπεσαν καταγής. Μόλις τούς είδε ό Αμμούν τούς είπε:
- Κοιτάξτε πόσο χαμηλά πέσατε. Πιο χαμηλά και από τα φίδια! Τα πλάσματα αυτά, ευλογία Θεού, ήλθαν στην υπακοή μας, αλλά εσείς, καθώς βλέπω, ούτε Θεό φοβείσθε, ούτε τούς δούλους Του σέβεστε. Κατόπιν, τούς πήρε μέσα στο κελί του, τούς φιλοξένησε και τούς νουθέτησε, λέγοντας τους ότι είναι καιρός ν' αλλάξουν ζωή. Πράγματι, οι άνθρωποι εκείνοι μετανόησαν και αποφάσισαν να ντυθούν το σχήμα. Όσο για τα φίδια, έμειναν, όσο έζησε ό Αμμούν, να φυλάνε την είσοδο τού κελιού του.
Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΥΚΟΙ
Στο Μοναστήρι της Βορόνα ζούσε κάποιος ησυχαστής Βενιαμίν. Ήταν σχηματικός μοναχός και αγωνιζόταν στην ησυχαστική Σκήτη της Βορόνα, τέσσερα χιλιόμετρα από το Μοναστήρι. Οι γεροντότεροι μοναχοί έλεγαν, πώς αυτός ό ησυχαστής έφερε πάνω του την χάρι τού Θεού τόσο πλούσια, ώστε ακόμα και τα άγρια θηρία τον συντρόφευαν ειρηνικά και τον τιμούσαν. Ό ησυχαστής Βενιαμίν βάδιζε ανυπόδητος χειμώνα-καλοκαίρι σε όλη του την ζωή και τρεφόταν μόνο μετά την δύσι τού ήλιου, με σπόρους και ξερό ψωμί, και επαναλάμβανε την Ευχή συνεχώς. Μία νύχτα, πού ήρθε από την Σκήτη στο Μοναστήρι για να πάρει το ψωμί του, τον ακολούθησε μία αγέλη λύκων. Στάθηκαν στην πύλη της Μονής και τον περίμεναν. Εκείνος, αφού μπήκε μέσα και προμηθεύθηκε τα αναγκαία από τον οικονόμο, τον άρτο και τον οίνο για την Θεία Κοινωνία, έφυγε. Οι πιστοί του σύντροφοι -οι λύκοι- τον περίμεναν υπομονετικά και μετά τον ακολούθησαν και πάλι μέχρι την Σκήτη του.
ΣΚΥΛΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ
Στο όρος όπου ασκήτευε ο Όσιος Στέφανος ό Νέος είχε μαζί του στο Μοναστήρι του και ένα μικρό σκύλο. Όταν χρειαζόταν κάτι από κάποιο γειτονικό Μοναστήρι, έγραφε μια επιστολή στον Ηγούμενο, την κρεμούσε στον λαιμό τού σκύλου και τον έστελνε να τού φέρει απάντηση. Το πιστό τετράποδο, σαν λογικός υποτακτικός, εκτελούσε αμέσως το θέλημα του. Πήγαινε έξω από το κελί τού Ηγουμένου και με τα γαυγίσματα του γνωστοποιούσε την παρουσία του. Ό Ηγούμενος, μόλις τον αντιλαμβανόταν, έβγαινε, έπαιρνε την επιστολή, την διάβαζε και εκτελούσε την παράκληση τού Στεφάνου.
Κατά παρόμοιο τρόπο έδειξαν την υποταγή τους στον Όσιο και όλα τα ζώα της ερήμου.
Αποσπάσματα από το ομώνυμο βιβλίο Εκδόσεις "ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ"
 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...