Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 05, 2011

Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ἡ οἰκογενειακὴ ζωὴ

Ἐφραίμ Βατοπαιδινός (Καθηγούμενος Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου)



Ἡ κρίση στὸν γάμο σήμερα

Ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογενείας σήμερα βρίσκεται σὲ κρίση παγκοσμίως. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τοῦ ὁποίου φέτος ἑορτάζομε τὰ 1600 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή του, θεωρεῖται ὁ δημιουργός τῆς θεολογίας τοῦ καθημερινοῦ βίου. Στὸ ἄρθρο αὐτὸ παρουσιάζονται θέσεις καὶ συμβουλὲς τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου γιὰ τὸ σημαντικότερο μέρος τοῦ καθημερινοῦ βίου, τὴν οἰκογένεια.

Ὁ Θεὸς προγνωρίζοντας τὸ τί θὰ ἐπακολουθοῦσε μετὰ τὴν δημιουργία τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἔπλασε βιολογικὰ ἕτοιμους γιὰ «γάμου κοινωνίαν». Ἡ δημιουργία ἀναφέρεται ἀρχικὰ μόνο στὸν Ἀδάμ. «Τοῦ Ἀδὰμ καθεύδοντος, ἡ γυνὴ κατασκευάζετο»(1). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι ὁ Μωυσῆς δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ ρῆμα «ἐπλασεν» ὅταν μιλᾶ γιὰ τὴν Εὔα ἀλλὰ τὸ «ὠκοδόμησεν» θέλοντας νὰ δείξει ὅτι αὐτὴ ἔγινε ἀπὸ τὴν ἴδια οὐσία τοῦ Ἀδάμ, ὄχι ἀπὸ ἄλλη, διαφορετική. Ἡ γυναίκα λοιπὸν δὲν ὑπολείπεται σὲ κάτι ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Εἶναι ἀνθρώπινη ὕπαρξη τέλεια ἀλλὰ καὶ ἰσότιμη πρὸς αὐτόν. Ὁ Θεὸς προγνωρίζοντας τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ἐπινοεῖ τὸν γάμο καὶ τὴν ἀνάγκη τῆς ἀμοιβαίας παρηγοριᾶς τους.

Πρὶν ἀπὸ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν παραδείσια ζωὴ δὲν ὑπῆρχε ὁ γάμος. Οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν παρθενικὴ ζωή, μιμούμενοι τὴν ζωὴ τῶν Ἀγγέλων. Λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Τὰ τῆς συνουσίας ἔγιναν μετὰ τὴν παράβαση• μέχρι τότε ζοῦσαν ὡς ἄγγελοι μέσα στὸν παράδεισο, χωρὶς νὰ φλέγωνται ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία, οὔτε νὰ πολιορκοῦνται ἀπὸ ἄλλα πάθη, οὔτε νὰ πιέζονται ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἀνάγκες, ἀλλὰ ἀφοῦ δημιουργήθηκαν ἐντελῶς ἄφθαρτοι καὶ ἀθάνατοι, δὲν εἶχαν ἀνάγκη οὔτε νὰ φοροῦν ροῦχα. Πρὶν μπεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ παρακοὴ ἦσαν ντυμένοι μὲ τὴν θεϊκὴ δόξα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ντρέπονταν ἂν καὶ ἦσαν γυμνοὶ»(2). Οἱ πρωτόπλαστοι δὲν κατόρθωσαν νὰ διατηρήσουν τὴν ἀνώτερη αὐτὴ ζωὴ γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Φάνηκαν ἀνάξιοι τῶν τόσων μεγάλων ἀγαθῶν ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός(3).

Αὐτὰ ποὺ πρὸ τῆς πτώσεως ἦσαν περιττά, ἐνδύματα, τέχνες, ἐργασία, γίνονται ἀναγκαῖα λόγω τῆς καταστάσεως τῆς ἀδυναμίας καὶ ἀσθενείας τῶν ἀνθρώπων(4). Σὲ αὐτὴ τὴν ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴν αἰτία ὁ γάμος, δημιουργός του ὅμως εἶναι ὁ Θεός(5).

Ποιὰ εἶναι ἡ ἀσθένεια τῶν μεταπτωτικῶν ἀνθρώπων; Ὁ Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἀσθένεια εἶναι ἔλλειψη αὐτάρκειας. Οὔτε ὁ ἄνδρας οὔτε ἡ γυναίκα εἶναι «αὐτάρκεις». Εἶναι καὶ τῶν δύο ἡ φύση «ἐνδεὴς» (ἀνεπαρκής). Ἄρα δὲν εἶναι πλήρεις. Ὁ ἕνας πρέπει νὰ συμπληρώνει τὸν ἄλλον. Λέει: «Ἐπειδὴ ἡ φύση μας ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ ἔγινε ἀνεπαρκὴς (ἐνδεὴς) καὶ δὲν εἶναι αὐτάρκης ἀπὸ μόνη της, κανόνισε ὁ Θεὸς πρὸς τὸ συμφέρον μας νὰ συμπληρώνεται ἡ ἀνεπάρκεια αὐτὴ μὲ τὴν ὠφέλεια ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν συνάθροισή μας. Γι’ αὐτὸ καὶ δημιουργήθηκε καὶ ὁ γάμος, ὥστε ἐκεῖνο ποὺ λείπει ἀπὸ τὸν ἕνα νὰ συμπληρώνεται ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ ἡ ἐνδεὴς φύση μας νὰ γίνεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο αὐτάρκης καὶ νὰ ἔχει τὴν δυνατότητα, ἐνῶ ἔγινε θνητή, νὰ διατηρεῖ μὲ τὴν διαδοχὴ γιὰ πολὺ χρονικὸ διάστημα τὴν ἀθανασία»(6). Δηλαδὴ μέσα στὸν γάμο ὁ σύζυγος καὶ ἡ σύζυγος ἑνώνονται καὶ ὁλοκληρώνονται ὡς προσωπικότητες.

Γιὰ νὰ μὴν ἐξαφανισθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ θανάτου ὁ «εὐμήχανος» Θεὸς «συνεχώρησεν διὰ τῆς συνουσίας αὐξηθῆναι τὸ γένος». Ἡ γέννηση τῶν παιδιῶν, ἡ τεκνογονία, εἶναι πολὺ μεγάλη παρηγοριὰ λόγω τῆς θνητότητος τῶν ἀνθρώπων. Ὁ γάμος γίνεται ἀρχικὰ μέσον πρὸς τεκνογονία. Γιὰ νὰ κτυπήσει τὸ φοβερὸ πρόσωπο τοῦ θανάτου ὁ Θεὸς χάρισε «τὴν τῶν παίδων διαδοχὴν»(7). Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι μὲ τὴν ἀπόκτηση τέκνων ἔβλεπαν τὴν συνέχιση τῆς ζωῆς τους καὶ παρηγοροῦνταν γιὰ τὸν θάνατό τους. Ἡ τεκνοποιΐα θεωρεῖται ἀρχικὴ αἰτία τοῦ γάμου. Μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ὁποία καταργήθηκε ὁ θάνατος, ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι δὲν χρειαζόταν ἡ παρηγοριὰ τῆς τεκνογονίας. Παρηγοριὰ τώρα εἶναι ἡ προσδοκία τῆς προσωπικῆς ἀναστάσεως καὶ κληρονομιᾶς τῆς οὐρανίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ προϋποθέτουν σωφροσύνη καὶ ἀρετή.

Ὁ Χρυσόστομος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δέχεται ὅτι ἡ συνουσία ἔχει τὴν θέση της μόνο μέσα στὸν γάμο καὶ ὄχι ἔξω ἀπὸ αὐτόν. Ὅσοι ὑποτιμοῦν (βδελύσσονται) τὸν γάμο, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη, κάνουν ἔργο «σατανικὸν» καὶ «ἀπάνθρωπον», καὶ περιφρονοῦν τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὴν ρίζα τῆς δικῆς μας γενέσεως(8). Σχολιάζοντας τὴν Γένεσιν, τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Π.Δ., ἀναφέρει ὅτι ἡ «συνουσία» τῶν συζύγων δὲν εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὴν γέννηση τέκνων. Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, «ἡ ἄνωθεν συμμαχία, ποὺ κινεῖ τὴν φύση «πρὸς γονήν». «Τὴν γέννηση τῶν παιδιῶν δὲν τὴν κάνει ὁπωσδήποτε ὁ γάμος, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ λέγει «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεστε καὶ γεμίστε τὴν γῆ». Καὶ τὸ βεβαιώνουν αὐτὸ ὅσοι σύναψαν βέβαια γάμο ἀλλὰ δὲν ἔγιναν πατέρες»(9).

Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση δὲν ἔχασε τὸ θεϊκὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας νὰ ἐπιλέγει τὸ καλὸ ἤ τὸ κακό. Ἡ ἐπιθυμία πρέπει νὰ κινεῖται κατὰ τὸν Χρυσόστομο μέσα σὲ ὅρια, νὰ ἔχει μέτρο. Ἂν βγεῖ ἀπὸ τὰ ὅρια τότε παρασύρει στὴν ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ ἴδια δὲν εἶναι ἁμαρτία. Στὴν «ἀμετρία», τὴν ὑπέρβαση τῶν ὁρίων, στὸ ἀχαλίνωτό τῆς ἐπιθυμίας βρίσκεται καὶ ὁ λόγος τοῦ γάμου. Μὲ τὸν γάμο ὁ ἄνθρωπος μένει μέσα στὰ ὅρια καὶ ἡ ἐπιθυμία δὲν γίνεται ἁμαρτία. «Ἐπειδὴ γὰρ εἰσῆλθεν ἡ ἐπιθυμία, εἰσῆλθε καὶ γάμος, τὴν ἀμετρίαν ἐκκόπτων καὶ πείθων μιᾷ χρῆσθαι γυναικὶ»(10). Ἔξω ἀπὸ τὸν γάμο ἡ ἐπιθυμία πραγματοποιούμενη ἐκδηλώνεται ὡς πορνεία, μοιχεία ἤ ὁμοφυλοφιλία.

Ἐὰν μεταξὺ τῶν συζύγων δὲν ὑπάρχει σωφροσύνη ὁ γάμος δὲν εἶναι τίμιος. «Πῶς τίμιος ὁ γάμος»; Ἡ ἀπάντηση: «Ὅτι ἐν σωφροσύνῃ, διατηρεῖ τὸν πιστὸν»(11). Ἐπειδὴ ὅμως ἡ «πύρωση τῆς σαρκός», τὰ σαρκικὰ πάθη, εἶναι τόσο δυνατὰ ποὺ γίνονται ἐμπόδιο στὴν σωφροσύνη προβάλλει τὸν γάμο ὡς φάρμακο κατὰ τῆς πορνείας. Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ λόγια του ποὺ εἰσάγουν τὴν ἀσκητικὴ διάσταση μέσα στὸν γάμο. Ὁ γάμος δὲν ἔχει γίνει γιὰ νὰ ἀσελγοῦμε, οὔτε νὰ πορνεύουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωφρονοῦμε(12). Καὶ συνεχίζει: «Δύο λοιπὸν εἶναι αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχει θεσπισθεῖ ὁ γάμος, καὶ γιὰ νὰ σωφρονοῦμε καὶ γιὰ νὰ γινόμαστε πατέρες, καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ πρώτη εἶναι ἡ αἰτία τῆς σωφροσύνης»(13).

Ὁ τονισμὸς φυσικά τῆς σωφροσύνης δὲν ἀποκλείει τὴν τεκνογονία. Ἡ «μίξις» δόθηκε «πρὸς παιδοποιΐαν». Τὰ τέκνα ἀποτελοῦν συνδετικὸ κρίκο, «γέφυρα» ποὺ ἑνώνει τοὺς συζύγους. Μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς σωφροσύνης ὁ γάμος εἶναι γαλήνιο λιμάνι. Ἐπικρατεῖ εἰρήνη, εὐχάριστο περιβάλλον, ὁμόνοια καὶ ἀγάπη τῶν συζύγων. Ὁ γάμος μὲ τὶς βιοτικές του μέριμνες δὲν εἶναι ἐμπόδιο στὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν. Φέρνει ὡς παράδειγμα τὸ ζεῦγος τῶν ἁγίων ἀποστόλων Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλας, ποὺ ἂν καὶ «ἐργαστηρίων προειστήκεσαν καὶ τέχνην μετεχειρίζοντο», ἦταν δηλ. ὑπεύθυνοι στὸ ἐργαστήριο κατασκευῆς σκηνῶν τίποτε δὲν τοὺς ἐμπόδισε νὰ ἐπιδείξουν ἀκρίβεια στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως οἱ μοναχοί. Ἐὰν ὁ γάμος ἐμπόδιζε τὴν ἀρετὴ τότε φταίει ὁ Θεὸς ποὺ τὸν εἰσήγαγε. Τονίζει ὁ ἅγιος: «Μὴ θεωρεῖτε τὸν γάμο ἐμπόδιο γιὰ νὰ εὐαρεστήσετε τὸν Θεό… διότι ἐὰν ὁ γάμος, ἀγαπητέ, καὶ ἡ ἀνατροφὴ τῶν τέκνων θὰ γινόταν ἐμπόδιο στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς, δὲν θὰ τὸν εἰσῆγε στὴν δική μας ζωὴ ὁ Δημιουργός… δὲν ἐμποδίζει σὲ τίποτε στὴν χριστιανική μας ζωὴ ἐὰν θέλουμε νὰ ἀγωνιστοῦμε»(14). «Γιατί ἂν εἴμαστε ἄγρυπνοι, ἐὰν νήφωμεν, οὔτε ὁ γάμος, οὔτε ἡ ἀνατροφή, οὔτε κάτι ἄλλο θὰ μπορέσει νὰ μᾶς ἐμποδίσει νὰ γίνουμε εὐάρεστοι στὸν Θεὸ»(15).

Παραδέχεται ὅμως ὅτι οἱ κόποι καὶ οἱ ἀγῶνες ποὺ πρέπει νὰ κάνουν γιὰ τὴν σωτηρία τους οἱ ἔγγαμοι εἶναι μεγαλύτεροι ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν μοναχῶν. Οἱ μεγαλύτεροι ὅμως κόποι θὰ ἀμειφθοῦν μὲ «λαμπρότερους στεφάνους». Ἂν οἱ ἔγγαμοι δὲν ἀπορροφηθοῦν ἀπὸ τὸ κυνήγι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, κάνουν χρήση τῶν ἀγαθῶν καὶ ὄχι κατάχρηση, τότε ὁ γάμος δὲν γίνεται ἐμπόδιο. Ἐμπόδιο εἶναι ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κάνει κατάχρηση τοῦ γάμου. «Μετὰ συμμετρίας τῷ γάμω χρῷ καὶ πρῶτος ἐν τῇ βασιλείᾳ ἔσῃ καὶ πάντων ἀπολαύσεις τῶν ἀγαθῶν»(16).


Γάμος, «μυστήριον μέγα»

Ὁ γάμος χαρακτηρίζεται «μυστήριον μέγα» ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Γιὰ πρώτη φορὰ βρίσκουμε ἐκτενέστερη ἀνάλυση ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο τοῦ μυστηριακοῦ χαρακτήρα τοῦ γάμου. Ὁ γάμος εἶναι μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ προϋποθέτει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τύπος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ γάμος. Ὅπως ἡ Εὔα προῆλθε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδάμ, ἐνῶ κοιμόταν, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία προῆλθε ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ ἦταν νεκρὸς πάνω στὸν σταυρό. Ἀπὸ τὴν λογχισμένη πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ βγῆκε «αἷμα καὶ ὕδωρ», ἀπὸ τὰ ὁποία ἔγινε ἡ Ἐκκλησία. Στὸ μυστήριο τοῦ γάμου εἶναι παρὼν ὁ Χριστός. Πῶς; Μὲ τὸ «ὕδωρ» τοῦ βαπτίσματος ἀναγεννώμεθα καὶ μὲ τὸ «αἷμα» τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας τρεφόμαστε πνευματικά. Ἑπομένως οἱ σύζυγοι εἶναι μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ αὐτὸ προκύπτει ἡ ἐντολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅτι οἱ ἄνδρες ἔχουν ὑποχρέωση νὰ ἀγαποῦν τὶς γυναῖκες τους «ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα»(17).

«Καὶ ὄχι μόνο γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε τὴν γυναίκα μας, ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι μέλος μας καὶ δημιουργήθηκε ἀπό μᾶς», λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ἀλλὰ καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ὅρισε νόμο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πράγμα, λέγοντας τὸ ἐξῆς• «κάθε ἄνδρας θὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ θὰ συνδεθεῖ στενὰ μὲ τὴν γυναίκα του, καὶ θὰ γίνουν οἱ δυό τους μία σάρκα». Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο καὶ ὁ Παῦλος μᾶς διάβασε αὐτὸν τὸν νόμο, γιὰ νὰ μᾶς παρακινήσει ἀπὸ παντοῦ πρὸς τὴν ἀγάπη αὐτὴ»(18).

Ὁ γάμος εἶναι μυστήριο ἀγάπης. Μόνο στὸν ἐνάρετο γάμο βρίσκεται ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη, ἡ γαλήνη, ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία, ἡ ὁποία συμβαδίζει μὲ τὴν σωφροσύνη. Βλέποντας ὁ ἄνδρας τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τῆς γυναίκας του αὐξάνεται ἡ ἀγάπη καὶ ὁ πόθος του γι’ αὐτὴν καὶ δὲν παρασύρεται ἀπὸ ἄλλες γυναῖκες.

Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος θέλει νὰ λειτουργεῖ ὁ γάμος σὰν λιμάνι, νὰ μὴ γίνεται ἀφορμὴ ναυαγίου(19). Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἐπαφὴ νὰ ἀποφασίζεται καὶ ἀπὸ τὰ ἀμφότερα μέρη. Ἀναφέρει σχετικὰ ὁ ἅγιος: «Διέταξε ὁ Χριστὸς μὲ τὸ στόμα τοῦ Παύλου νὰ μὴ στερεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ἀλλὰ μερικὲς γυναῖκες μὲ τὴν δῆθεν ἐπιθυμία τῆς ἐγκράτειας ἀπομακρύνθησαν ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τους, χάριν τῆς εὐλαβείας, καὶ τοὺς ἔσπρωξαν στὴν μοιχεία καὶ σὲ βάραθρο ἀπωλείας»(20). «Δὲν θὰ στερεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον χωρὶς συμφωνία. Τί σημαίνει αὐτό; Δὲν θὰ ἐγκρατεύεται, λέει ὁ Παῦλος, ἡ γυναίκα ἂν δὲν τὸ θέλει ὁ ἄνδρας. Οὔτε ὁ ἄνδρας ἂν δὲν τὸ θέλει ἡ γυναίκα. Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιατί γεννιοῦνται μεγάλα κακὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐγκράτεια• ἐπειδὴ καὶ μοιχεῖες καὶ πορνεῖες καὶ διάλυση οἰκογενειῶν ἀπὸ αὐτὸ ἔγιναν. Γιατί ἂν ἔχοντας τὶς δικές τους γυναῖκες πορνεύουν, πολὺ περισσότερο ἂν τοὺς τὴν στερήσεις»(21). Ἡ ἀδυναμία τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς συζύγους προκαλεῖ συνεχεῖς πειρασμούς, ἐκνευρισμούς, διαμάχες, συγκρούσεις. Χάνεται ἔτσι ἡ ἠρεμία, ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ εἰρηνικὴ συμβίωση• ἡ ἄσκηση δὲ ποὺ ἐπιδιώκεται εἶναι ἄχρηστη γιατί διώχνει τὴν ἀγάπη. «Ποιὸ εἶναι τὸ κέρδος τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐγκράτειας ὅταν σπάσει ἡ ἀγάπη; Κανένα».

Ὁ γάμος εἶναι ἕνα μυστήριο• καὶ ὡς γεγονὸς ζωῆς ἀλλὰ καὶ ὡς τελετὴ στὸν ἱερὸ ναό. Μετὰ τὴν τελετὴ αὐτὴ τὰ συμπόσια ποὺ συνήθως ἀκολουθοῦν, ἂς γίνονται, ἀλλὰ νὰ εἶναι σεμνά, νὰ προκαλοῦν χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση χωρὶς νὰ προσβάλλεται ἡ σωφροσύνη. Λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Εἶναι δυνατὸν νὰ κάνομε εὔθυμο τὸν γάμο, μὲ πλούσια τραπέζια, μὲ ροῦχα• δὲν τὰ περιορίζω αὐτά. Ἐπιτρέπεται νὰ εὐφραινόμαστε μὲ ροῦχα, ἐπιτρέπεται μὲ τὶς παρουσίες σεβαστῶν ἀνδρῶν, σεβαστῶν γυναικῶν. Τὰ πάντα ὅμως πρέπει νὰ γεμίζουν ἀπὸ σωφροσύνη, τὰ πάντα ἀπὸ σεμνότητα, τὰ πάντα ἀπὸ κοσμιότητα»(22).

Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀντιμετωπίζοντας τὰ καθημερινὰ προβλήματα τῆς οἰκογενείας τῆς ἐποχῆς του θεωρεῖ ὅτι αὐτὰ ὀφείλονται στὴν ἔλλειψη ὀρθῶν κριτηρίων στὴν ἐκλογή τῆς ἤ τοῦ συζύγου. Ἀπευθύνεται στοὺς γονεῖς ποὺ τότε ἔπαιζαν ἕνα σημαντικὸ ρόλο στὴν ἐκλογὴ καὶ λέει στὸν πατέρα: «Ὅταν περιεργάζεσαι καὶ ἀναζητᾶς ὑποψήφιο γαμπρό, νὰ προσεύχεσαι• πὲς στὸν Θεὸ• ὅποιον θέλεις ἐσὺ στεῖλε• ἀνάθεσε σ’ Αὐτὸν τὴν ὑπόθεση, καὶ ἀφοῦ τὸν τίμησες μ’ αὐτὴ τὴν τιμὴ θὰ σὲ ἀνταμείψει. Παρακαλεῖτε πάντοτε τὸν Θεὸ νὰ γίνει μεσίτης σ’ ὅλα τὰ ἔργα σας. Γιατί, ἂν ρυθμίσουμε ἔτσι τὰ ζητήματά μας, οὔτε διαζύγιο θὰ ὑπάρξει ποτέ, οὔτε ὑποψία γιὰ μοιχεία, οὔτε ἀφορμὴ γιὰ ζηλοτυπία, οὔτε διαμάχες καὶ φιλονικεῖες, ἀλλὰ θὰ ἀπολαύσουμε πολλὴ εἰρήνη καὶ ὁμόνοια• καὶ ὅταν ὑπάρχει ὁμόνοια, θὰ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλες ἀρετὲς»(23). Αὐτὴ ἡ προσευχὴ βέβαια μπορεῖ νὰ γίνεται στὶς ἡμέρες μας ἀπὸ κάθε ὑποψήφιο ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ παντρευτεῖ.


Προϋποθέσεις γιὰ ἕναν ἐπιτυχημένο γάμο

Ἐπιτυχημένος γάμος εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν θέτει σὰν βάση ἐπιτυχίας τὸν πλοῦτο ἀλλὰ τὴν ἀρετή. Ὁ ἄνδρας πρέπει νὰ ἔχει εὐλάβεια ψυχῆς, καλωσύνη, σύνεση, φόβο Θεοῦ (24). Λέει ὁ Χρυσόστομος: «Μία νέα κόρη ποὺ εἶναι συνετή, ἐλεύθερη καὶ καλλιεργεῖ τὴν εὐσέβεια, ἀξίζει ὅσο ὅλη ἡ οἰκουμένη»(25). «Πολλοὶ ποὺ εἶχαν ἀποκτήσει μεγάλη περιουσία, τὰ ἔχασαν ὅλα, γιατί δὲν εἶχαν μυαλωμένη γυναίκα ἱκανὴ νὰ τὰ διατηρήσει»(26).

Πολλοὶ θέλουν ἡ γυναίκα τους νὰ εἶναι ὄμορφη. Εἶναι ὅμως αὐτὸ ἀρκετὸ γιὰ νὰ ἐπιτύχει ἕνας γάμος; Τονίζει ὁ ἅγιος: «Ἡ ὀμορφιὰ τοῦ σώματος, ὅταν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, θὰ μπορέσει νὰ σκλαβώσει τὸν ἄνδρα γιὰ εἴκοσι καὶ τριάντα μέρες, δὲν θὰ διαρκέσει ὅμως περισσότερο, ἀλλὰ ἀφοῦ δείξει τὴν κακία της, θὰ διαλύσει τὴν ἀγάπη. Οἱ γυναῖκες ὅμως ποὺ λάμπουν ἐξ αἰτίας τῆς ὀμορφιᾶς τῆς ψυχῆς, ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρὸς καὶ φανερώνουν τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς τους, τόσο περισσότερο ἑλκύουν τοὺς ἄνδρες τους»(27).

Ἂς δοῦμε ὅμως τί λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ γιὰ τὶς ὑποχρεώσεις τῶν συζύγων. Ἀπευθύνει τὸν λόγο κυρίως στοὺς ἄνδρες. Ἴσως ἐπειδὴ ὁ ἀνδρικὸς ἐγωϊσμὸς δύσκολα δαμάζεται καὶ πολλὲς φορὲς συμπεριφέρονται μὲ σκληρότητα. Ὁ Χρυσόστομος καταδικάζει τὴν ἐξάσκηση σωματικῆς βίας καὶ τὴν κακοποίηση τῆς γυναίκας ἀπὸ τὸν ἄνδρα(28), φαινόμενο ποὺ ὅσο καὶ ἂν σᾶς φαίνεται παράξενο, συμβαίνει καὶ σήμερα. Ἀντιθέτως ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν ἄνδρα θυσιαστικὸ φρόνημα, μεγάλη συγχωρητικότητα καὶ ὄχι ἀπειλὲς καὶ ἐκφοβισμό(29). Μὲ τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴν ἠμερότητα θὰ ἐξασφαλίζεται ἡ βαθιὰ εἰρήνη τῆς οἰκογενείας καὶ θὰ ἀπομακρύνεται ἡ δυσαρέσκεια καὶ θὰ αὐξάνεται ἡ ἀφοσίωση τοῦ ἑνὸς συζύγου πρὸς τὸν ἄλλο(30). Τονίζει ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν ὑπάρχει τίποτε, τίποτε πολυτιμότερο ἀπὸ τὸ νὰ ἀγαπιέται κανεὶς τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν γυναίκα του καὶ νὰ τὴν ἀγαπάει»(31).

Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀναφέρεται καὶ σὲ ἕνα συνεκτικὸ στοιχεῖο, θεμέλιο τῆς συζυγίας, τὴν ἐπικοινωνία τῶν συζύγων. Εἶναι ἡ καθημερινὴ ἀλληλεπίδραση τῶν δύο συζύγων. Ἡ ἐπικοινωνία γίνεται μὲ λόγια ἤ χωρὶς λόγια. Εἶναι θετικὴ ἤ ἀρνητική. Τὸ σπουδαιότερο στοιχεῖο τῆς ἐπικοινωνίας εἶναι ἡ συζήτηση. Ἐτυμολογικὰ (σὺν + ζητῶ), δηλαδὴ ἀπὸ κοινοῦ ἀναζητῶ τοῦ τί πρέπει νὰ γίνεται στὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν κοινὴ ζωὴ καὶ τὴν οἰκογένεια. Ἡ συζήτηση πρέπει νὰ γίνεται μὲ οἰκειότητα, ἀλληλοσεβασμό, σὲ κλίμα ἐλευθερίας, ἰσοτιμίας καὶ ἀγάπης. Τότε μπορεῖ νὰ βρεθεῖ ἡ λύση σὲ περίπτωση διαφωνίας ἤ σύγκρουσης. «Γιατί τίποτε δὲν εἶναι πικρότερο ἀπὸ τὴν μάχη ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸν ἄνδρα ἐνάντια στὴν γυναίκα. Γιατί εἶναι πικρές, πραγματικά, οἱ μάχες ποὺ γίνονται ἀνάμεσα σὲ πρόσωπα ποὺ ἀγαπιοῦνται, καὶ δείχνουν ὅτι ὅταν κανεὶς διχάζεται μὲ τὸ ἴδιο του τὸ μέλος, ὅπως λέγεται, αὐτὸ πρέπει νὰ προκαλεῖται ἀπὸ μεγάλη πικρία. Τὸ μέρος, λοιπόν, τῶν ἀνδρῶν εἶναι νὰ ἀγαποῦν καὶ τῶν γυναικῶν νὰ ὑποχωροῦν. Ἐὰν λοιπὸν καθένας συνεισφέρει τὸ δικό του μέρος, ὅλα θὰ εἶναι στερεά. Καὶ ἡ γυναίκα γίνεται φιλικὴ καὶ ἀγαπιέται»(32).

Ἡ ἀμοιβαία ἐκδήλωση στοργῆς εἶναι ἀναγκαῖο στοιχεῖο τῆς συζυγικῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη φανερώνεται μὲ τὴν τρυφερότητα, τὴν εὐγένεια, τὸ ἐνδιαφέρον. Ἡ ἀγάπη ἐκφράζεται μὲ λόγια. Οἱ λέξεις εἶναι ἡ τροφὴ τῶν συναισθημάτων, ζωντανεύουν τὴν ἀγάπη. Στὰ ἁπλὰ καθημερινὰ πράγματα βρίσκεται συχνὰ τὸ μυστικό τῆς εὐτυχισμένης οἰκογενειακῆς ζωῆς. Δυστυχῶς τὰ ξέχασαν αὐτὰ σήμερα οἱ σύζυγοι. Ξεχνοῦν νὰ ἐκφράσουν τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸν θαυμασμό τους γιὰ τὰ χαρίσματα, τὶς ἱκανότητες, τὶς προσπάθειες, τὶς ἐπιτυχίες ποὺ κάνει ὁ καθένας στὸν τομέα του, ἀκόμη καὶ ἕνα κομπλιμέντο γιὰ τὴν ἐμφάνιση καὶ τὸ καθημερινὸ ντύσιμο, τὸ καλομαγειρεμένο φαγητό. Ἡ γυναίκα ἀκτινοβολεῖ, αὐξάνει τὸ φιλότιμό της ὅταν νιώθει ὅτι τὴν ἀγαποῦν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στοὺς ἄνδρες. Σ’ αὐτοὺς αὐξάνεται ἡ καλὴ αὐτοπεποίθηση. Ἡ ἀγάπη συντηρεῖται μὲ τὴν ἐπινόηση τρόπων ἐκδηλώσεώς της. Ἡ ἱκανοποίηση τῶν ἰδιαιτέρων ἐπιθυμιῶν καὶ ἡ ἀνοχὴ τῶν ἀδυναμιῶν τοῦ ἄλλου βοηθοῦν τὴν συνοχὴ τῶν συζύγων.

Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μὲ τὸν τονισμὸ τῆς ἀγάπης λέει στὴν οὐσία ὅτι οἱ σύζυγοι πρέπει νὰ μάθουν νὰ συγχωροῦν καὶ νὰ ἀνέχονται. Ὁ πιὸ ὥριμος ἀπὸ τοὺς δυὸ πρέπει νὰ κάνει τὸ πρῶτο βῆμα. Μέσα στὸν γάμο δὲν ἔχει σημασία ποιὸς ἔκανε ἕνα λάθος ἤ γιατί τὸ ἔκανε. Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ζητούμενο, εἶναι ποιὸς εἶναι ὁ πιὸ γρήγορος τρόπος γιὰ νὰ διορθωθεῖ ἡ κατάσταση. «Νὰ ἀνεχόμαστε, λέει ὁ ἅγιος, ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀγάπη. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνέχεσαι ἂν εἶσαι ὀργίλος καὶ κακόγλωσσος; Πὲς τὸν τρόπο: Μὲ ἀγάπη. Ἂν δὲν ἀνέχεσαι τὸν πλησίον, πῶς θὰ σὲ ἀνεχθεῖ ὁ Θεός; Ἂν σὺ δὲν ὑποφέρεις αὐτὸν ποὺ εἶναι συνδοῦλος σου, πῶς θὰ σὲ ἀνεχθεῖ ἐσένα ὁ Κύριος»(33);

Μὲ τὴν ἀγάπη προλαμβάνεται ἡ ἀποξένωση τῶν συζύγων καὶ ἡ νέκρωση τῆς σχέσης, ποὺ συνήθως ἔρχεται μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, τὴν κόπωση καὶ τὴν ἀδιαφορία. Τότε μιλοῦμε γιὰ συμβατικὸ γάμο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης γνωρίζει ὅτι ὁ τρόπος τῆς ἐπικοινωνίας εἶναι ἀναγκαῖος γιὰ νὰ προλαμβάνονται οἱ συγκρούσεις. Αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ τί θὰ πεῖ καὶ τὸ πὼς θὰ μιλήσει κάποιος. Στὸ ἐρώτημα: «Τί λοιπὸν πρέπει νὰ τῆς πῶ;» δίνει τὴν παρακάτω ἀπάντηση. Ἀκοῦστε μὲ προσοχὴ τὶς συμβουλές του:

«Λόγια ἀγάπης νὰ τῆς λές… Ἐγὼ ἀπὸ ὅλα, τὴν δική σου ἀγάπη προτιμῶ καὶ τίποτε δὲν μοῦ εἶναι ὀδυνηρό, ὅσο τὸ νὰ βρεθῶ σὲ διάσταση μαζί σου. Κι’ ἂν ὅλα χρειαστεῖ νὰ τὰ χάσω, κι’ ἂν στοὺς ἐσχάτους βρεθῶ κινδύνους, ὀ,τιδήποτε κι’ ἂν πάθω, ὅλα μου εἶναι ὑποφερτά, ὅσο ἐσύ μοῦ εἶσαι καλά. Καὶ τὰ παιδιὰ τότε μοῦ εἶναι πολὺ ἀγαπητά, ἐφ’ ὅσον ἐσὺ μὲ συμπαθεῖς. Ὅλα δικά σου εἶναι. Αὐτὸ μὲ συμβουλεύει ὁ Παῦλος λέγοντας ὅτι ὁ ἄνδρας δὲν ἐξουσιάζει τὸ σῶμα του, ἀλλὰ ἡ γυναίκα του. Κι ἂν δὲν ἔχω ἐγὼ ἐξουσία στὸ σῶμα μου, ἀλλὰ ἐσύ, πόσο μᾶλλον δικά σου εἶναι ὅλα τὰ ἄλλα». Καὶ συνεχίζει: «Ποτὲ νὰ μὴ μιλᾶς μὲ πεζὸ τρόπο, ἀλλὰ μὲ φιλοφροσύνη, μὲ τιμή, μὲ ἀγάπη πολλή. Νὰ τὴν τιμᾶς, καὶ δὲν θὰ βρεθεῖ στὴν ἀνάγκη νὰ ζητήσει τὴν τιμὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Νὰ τὴν προτιμᾶς ἀπὸ ὅλους γιὰ ὅλα, γιὰ τὴν ὀμορφιά, γιὰ τὴν σύνεσή της, καὶ νὰ τὴν ἐπαινεῖς. Νὰ κάνεις φανερὸ ὅτι σὲ ἀρέσει ἡ συντροφιά της καὶ ὅτι προτιμᾶς νὰ μένεις στὸ σπίτι γιὰ νὰ εἶσαι μαζί της, ἀπὸ τὸ νὰ βγαίνεις στὴν ἀγορά. Ἀπὸ ὅλους τους φίλους νὰ τὴν προτιμᾶς, καὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ πού σοῦ χάρισε ἀκόμα, κι αὐτὰ ἐξ αἰτίας της νὰ τὰ ἀγαπᾶς»(34).

Πόσο καλὰ ἐπικοινωνεῖτε; Μιλᾶτε μεταξύ σας; Μοιράζεστε τὶς σκέψεις σας; Τί πράξεις κάνετε γιὰ τὴν καθημερινὴ ἐπικοινωνία σας; Ἀφιερώνετε χρόνο, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀπόμεινε, γιὰ νὰ εἶστε μαζὶ καὶ νὰ μιλήσετε ἤρεμα; Ἡ μήπως ἀδιαφορεῖτε γιὰ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὰ προβλήματα τοῦ ἄλλου καὶ ἀφήνετε ἀνεξέλεγκτη τὴ γλώσσα σας; Αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ συμπέρασμα τοῦ παραπάνω κειμένου ποῦ ἀκούσαμε;


Ἡ διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν

Ἕνα κομμάτι τῆς οἰκογενείας ποὺ συγκινοῦσε ἰδιαίτερα τὸν ἅγιο Χρυσόστομο ἦταν τὰ παιδιὰ καὶ οἱ νέοι. Γιὰ τὴν καλὴ ἤ κακὴ πνευματικὴ στάθμη τῆς νεολαίας ἔχουν εὐθύνη οἱ μεγαλύτεροι. Μέσα στὸ περιβάλλον τῶν μεγαλυτέρων ζοῦν, ἀναπτύσσονται καὶ διαμορφώνονται οἱ νέοι.

Ὁ Χρυσόστομος ἔχει ἀνυπέρβλητες περιγραφὲς καὶ ἀναλύσεις τῆς καταστάσεως τῆς νεολαίας τῆς ἐποχῆς του. Ἀναφέρει: «Ἡ νεότητα εἶναι μία δύσκολη ἡλικία, ποὺ εἶναι ἀσταθής, ποὺ ἐξαπατᾶται εὔκολα, ἐπιρρεπὴς στὴν πτώση καὶ ποὺ ἀπαιτεῖ πολὺ δυνατὰ χαλινάρια»(35). «Ἡ νεότητα εἶναι ἄγριο πράγμα… μοιάζει μὲ ἄλογο ἀδάμαστο καὶ θηρίο ἀτίθασο»(36). Εἶναι φωτιὰ ποὺ μεταδίδεται εὔκολα καὶ καίει τὰ πάντα. Μοιάζει μὲ πέλαγος τρικυμιῶδες, λόγω τῆς ἀπερισκεψίας καὶ τῆς φυσικῆς ἀστάθειας, ποὺ τὴν διακρίνει. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ κάνουν ἀσχήμιες χειρότερες ἀπὸ ἐκεῖνες τῶν ἄγριων γαϊδουριῶν, ζώντας σὰν μέσα στὴν ἔρημο καὶ κλωτσώντας(37). Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση βρίσκεται ἡ πλειοψηφία τῶν νέων. Γι’ αὐτὸ καὶ φώναζε ὁ ἅγιος: Πρώτη φροντίδα μας ἡ οἰκογένεια, τὰ παιδιά. «Πάντα ἡμῖν δεύτερα ἔστω τῆς προνοίας τῶν παίδων»(38).

Κατὰ τὸν Χρυσόστομο γονέας δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφερε παιδιὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ κουράστηκε νὰ τὰ ἀναθρέψει. Ὄχι τὸ «τεκνοποιεῖν» ἀλλὰ τὸ «τεκνοτροφεῖν» κάνει τὸν γονέα. «Γιατί δὲν κάνει ἕναν ἄνθρωπο πατέρα τὸ γεγονὸς καὶ μόνο ὅτι συνετέλεσε νὰ γεννηθεῖ παιδί, ἀλλὰ τὸ νὰ τὸ διαπαιδαγωγήσει σωστὰ»(39). Καὶ τότε ἀκούονταν παράπονα γιὰ τὴν ἀνησυχητικὴ πορεία τῶν νέων – ἀνυπακοή, ἐπανάσταση, θράσος, ἀσέβεια, ἀναρχία. Βέβαια, πόσο ἀνησυχητικὴ εἶναι ἡ κατάσταση σήμερα, ποὺ ἡ ἁμαρτία ἔχει τεράστια κοινωνικὴ ἀποδοχή, ἔχει σχεδὸν νομιμοποιηθεῖ καὶ οἱ προκλήσεις της εἶναι πιὸ ἔντονες στοὺς ἀσταθεῖς νέους! Ὁ Χρυσόστομος ἀποδίδει τὴν κατάσταση στὴν ἔλλειψη φροντίδας τῶν μεγαλυτέρων καὶ στὴν ἐλλιπῆ ἀγωγή. «Ἡ αἰτία τῆς ἀνατροπῆς τῶν πάντων, εἶναι ὅτι δὲν φροντίζουμε τὰ δικά μας παιδιά. Φροντίζουμε γιὰ τὰ σώματά τους, περιφρονοῦμε ὅμως τὴν ἀγωγὴ τῆς ψυχῆς τους». Ρωτᾶ, ἐλέγχοντας ὁ Χρυσόστομος. «Θέλεις παιδὶ ὑπάκουο; Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματά του ἀνάθρεψέ το ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Ἂν δείχναμε τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν μὲ ἐκεῖνο ποὺ δείχνουμε γιὰ τὴν ἄλλη κατάρτισή τους θὰ προλαμβάναμε πολλὰ κακά.

Τὸ κτίσιμο τοῦ χαρακτήρα τοῦ παιδιοῦ γίνεται ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Χρειάζονται καὶ οἱ ἔλεγχοι, ἀλλὰ μὲ διάκριση. Ἔτσι μπορεῖ τὸ παιδὶ νὰ τοὺς ἀφομοιώσει καὶ νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀπαραίτητη ἐσωτερικὴ δομὴ ποὺ θὰ ἐπιτρέψει τὴν ἀνάπτυξη καὶ ὁλοκλήρωση τῆς προσωπικότητάς του. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «Ὅταν ἕνας πατέρας κάποιου πάρα πολὺ μαλθακοῦ παιδιοῦ, ἂν εἶναι ἄρρωστο, τοῦ δίνει γλυκίσματα καὶ δροσιστικὰ καὶ μόνο ὅ,τι τὸ εὐχαριστεῖ, τίποτε ὅμως ἀπ’αὐτὰ ποὺ χρειάζονται γιὰ τὴν ἀρρώστια του• καὶ ὅταν μετὰ ὁ γιατρὸς τὸν ἐλέγξει, ἀπολογεῖται λέγοντας: «Τί μπορῶ νὰ κάνω; Δὲν μπορῶ νὰ βλέπω τὸ παιδὶ νὰ κλαίει”. Φτωχὲ καὶ ἄθλιε καὶ προδότη! Γιατί μόνο πατέρα δὲν μπορῶ νὰ τὸν ὀνομάσω ἕναν τέτοιο• πόσο καλύτερα θὰ ἦταν γιὰ σένα, στενοχωρώντας τὸ παιδὶ γιὰ λίγο νὰ τὸ κάνεις ὑγιὲς γιὰ πάντα, παρὰ νὰ κάνεις αὐτὴ τὴν σύντομη εὐχαρίστηση τὸ θεμέλιο μιᾶς διαρκοῦς λύπης»(40). Μὲ τὴν ἱκανοποίηση κάθε ἐπιθυμίας τοῦ παιδιοῦ τὸ κάνουμε ἐγωκεντρικὸ• καὶ μὲ ἕνα τέτοιο χαρακτήρα θὰ δυστυχήσει μέσα στὸν κόσμο. Τονίζει ὁ ἅγιος: «Σὰν τοὺς γλύπτες νὰ καταβάλλετε κάθε προσπάθεια ὥστε νὰ κάνετε τὰ παιδιὰ σας θαυμάσια ἀγάλματα ποὺ νὰ μοιάζουν μὲ τὸν Θεό. Θὰ γίνουν δέ, ἂν ἀφαιρεῖτε ἀπ’ αὐτὰ κάθε περιττό, ἂν προσθέτετε ὅ,τι πρέπει, καὶ κάθε μέρα τὰ ἐπιθεωρεῖτε γιὰ νὰ δεῖτε ποιὸ φυσικὸ ἐλάττωμα ἔχουν γιὰ νὰ τὸ ἐξαλείψετε»(41).

Οἱ καλοὶ παιδαγωγοὶ ἐνεργοῦν ὅπως οἱ γεωργοί, οἱ ὁποῖοι κλαδεύουν μερικὰ φυτὰ καὶ ἄλλα τὰ ἀφήνουν νὰ μεγαλώσουν. Μερικὲς φορὲς τιμωροῦν τὴν κακότητα, ἐνῶ ἐνθαρρύνουν καὶ προάγουν τὸ καλό(42). Ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τὴν παρατήρηση καὶ τὴν ἐπίπληξη πρέπει νὰ καταλάβει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἐπιπλήττει τὸ κάνει μὲ ἀγάπη καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὸν λυπήσει. Τότε δέχεται τὰ λόγια, ὄχι σὰν νὰ προέρχονται ἀπὸ ὀργὴ ἀλλὰ ἀπὸ φροντίδα ἑνὸς πατέρα ποὺ ἀνησυχεῖ. Συμβουλεύει ὁ ἅγιος: «Νὰ τὸ τιμωρεῖς (τὸ παιδί), ἄλλοτε κοιτάζοντάς το μὲ αὐστηρὸ βλέμμα, ἄλλοτε λέγοντάς του πικρὰ καὶ ὑποτιμητικὰ λόγια καὶ ἄλλοτε μὲ καλὰ λόγια καὶ ὑποσχέσεις… Νὰ ὑπάρχουν ἀπειλὲς ἀλλὰ νὰ μὴν πραγματοποιοῦνται. Τὸ ὅτι ὅμως εἶναι ἀπειλὲς νὰ μὴν τὸ ἀντιλαμβάνεται τὸ παιδί. Ἡ ἀπειλὴ τότε ἔχει ἀποτέλεσμα ὅταν τὸ παιδὶ πιστεύει ὅτι θὰ πραγματοποιηθεῖ. Γιατί ἂν τὸ παιδὶ ποὺ ἔκανε σφάλμα καταλάβει ὅτι τὸ ἀπειλεῖς χωρὶς νὰ τὸ τιμωρεῖς, θὰ ἀδιαφορεῖ. Ἂς περιμένει νὰ τιμωρηθεῖ, χωρὶς ὅμως νὰ τιμωρεῖται, γιὰ νὰ μὴ χάσει τὸν φόβο τῆς τιμωρίας»(43). «Αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς τὸ χαρακτηριστικό τοῦ παιδαγωγοῦ νὰ μὴ βιάζεται νὰ τιμωρήσει, ἀλλὰ νὰ ἐπιδιώκει τὴν διόρθωση καὶ νὰ εἶναι ἐπιφυλακτικὸς νὰ ἐπιβάλει τιμωρία»(44).

Ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ ἀντιπαιδαγωγικὸ νὰ ἐκπαιδεύσουμε τὸ παιδὶ νὰ ἀπωθεῖ καὶ νὰ ἀρνεῖται τὴν ὀργή του. Πρέπει νὰ τοῦ διδάξουμε τρόπους νὰ διοχετεύει δημιουργικὰ τὸν θυμό του. Λέει στοὺς γονεῖς: «Ἂς ἔλθουμε στὴν πολὺ κυρίαρχη ψυχικὴ λειτουργία, τὸν θυμό. Αὐτὸν δὲν πρέπει οὔτε νὰ τὸν ἐκριζώνουμε ἐντελῶς ἀπὸ τὸ παιδί, οὔτε νὰ τοῦ ἐπιτρέψουμε νὰ τὸν χρησιμοποιεῖ ὁπουδήποτε ἀδιακρίτως. Πρέπει νὰ παιδαγωγήσουμε τοὺς νέους μὲ τέτοιο τρόπο ἀπὸ μικρὴ ἡλικία, ὥστε ὅταν ἀδικοῦνται αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, νὰ ὑπομένουν καὶ νὰ μὴν ὀργίζονται, ὅταν δὲ βλέπουν ἄλλον νὰ ἀδικεῖται νὰ ἐπεμβαίνουν μὲ θάρρος καὶ νὰ τὸν ὑπερασπίζονται μὲ τὰ κατάλληλα μέσα»(45). Πρέπει νὰ ἐξασκηθεῖ τὸ παιδὶ νὰ μὴν εἶναι εὐέξαπτο καὶ νὰ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ κάποια ἀπογοήτευση ἤ ματαίωση κάποιας ἐπιθυμίας του, χωρὶς νὰ ὀργίζεται. Ὅταν τὸ παιδὶ μάθει νὰ ὑπομένει μικροζημιὲς καὶ ἀπογοητεύσεις, θὰ μπορέσει ἀργότερα νὰ ὑπομείνει τὶς μεγαλύτερες ἂν ἐπιτρέψει ὁ Θεός(46).

Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προσφέρουμε στὸ παιδὶ ἀβλαβεῖς διασκεδάσεις καὶ ψυχαγωγία, νὰ τὸ ὁδηγοῦμε σὲ ἐνάρετους ἀνθρώπους, νὰ τοῦ δείχνουμε τὶς ὀμορφιὲς τῆς φύσεως καὶ τῆς τέχνης καὶ νὰ τοῦ δίνουμε κάποια ἐλευθερία κινήσεως, ἀφοῦ τοῦ ποῦμε ὅτι τὰ ἄσεμνα καὶ χυδαῖα θεάματα δὲν ἔχουν καμμιὰ ἀξία. «Ὅταν τοῦ τὰ λέμε ὅλα αὐτὰ» λέει ὁ ἅγιος Πατέρας μας «πρέπει νὰ τοῦ δίνουμε πολλὰ φιλιὰ καὶ νὰ τὸ ἀγγαλιάζουμε σφιχτά, γιὰ νὰ τοῦ δείξουμε τὴν μεγάλη μας ἀγάπη»(47).

Ἡ πνευματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ πρέπει νὰ εἶναι ἡ κύρια φροντίδα τῶν γονέων. Πρέπει νὰ μὴ μαθαίνουν μόνο γράμματα καὶ τέχνες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν χρήματα ἀλλὰ νὰ ἀνατρέφονται «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τονίζει: «Δὲν σοῦ λέω νὰ κρατήσεις τὸ παιδί σου ἀνύπαντρο καὶ νὰ τὸ στείλεις στὴν ἔρημο ἤ νὰ τὸ ἀναγκάσεις νὰ γίνει μοναχός. Ὄχι δὲ σοῦ τὸ λέω αὐτό. Βέβαια θὰ τὸ ἤθελα καὶ θὰ εὐχόμουν ὅλοι νὰ δεχθοῦν νὰ γίνουν μοναχοί. Ἀλλ’ ἐπειδὴ φαίνεται βαρύ, δὲν ἐπιμένω. Ἀνάθρεψε, λοιπόν, ἕναν ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ μάθε τον καὶ σὰν ἄνθρωπος τοῦ κόσμου νὰ εἶναι εὐσεβὴς ἀπὸ μικρὸς»(48).

Γιὰ τὴν ἀξία τοῦ παραδείγματος τῶν μεγαλυτέρων ἀφιερώνει πολλὲς σελίδες ὁ Χρυσόστομος. «Σὲ ὅποιο ἔδαφος τοποθετηθεῖ τὸ φυτό, τέτοιο καρπὸ παράγει»(49). «Πῶς θὰ μπορέσεις νὰ διορθώσεις τὸν γιό σου, νὰ δώσεις τὶς πρέπουσες συμβουλὲς σὲ ἄλλον ποὺ εἶναι ἀμελής, ἀφοῦ σὺ ὁ ἴδιος, ποὺ βρίσκεσαι σὲ προχωρημένα γηρατειά, κάνεις τέτοιες ἀσχήμιες; Αὐτὰ τὰ λέω καὶ ἐπικρίνω τοὺς ἡλικιωμένους, ὄχι γιὰ νὰ ἀπαλλάξω ἀπὸ κάθε κατηγορία καὶ μομφὴ τοὺς νέους, ἀλλὰ μέσω τῶν πρώτων νὰ προφυλάξω τοὺς δεύτερους»(50). «Πῶς λοιπὸν ὁ πατέρας θὰ μάθει στοὺς ἄλλους νὰ συγκρατοῦν αὐτὸ τὸ πάθος τους, τὴν αὐθάδεια καὶ τὴν ὀργή, ὅταν ὁ ἴδιος δὲν ἔχει μάθει νὰ συγκρατεῖται»(51). «Μᾶλλον ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχουμε παιδαγωγοὺς καὶ ὄχι ἐκεῖνα, δηλαδὴ τὰ παιδιά, ἀφοῦ τὰ λάθη τους δὲν μποροῦν νὰ εἶναι μεγάλα, ἐνῶ τὰ δικά μας εἶναι πάρα πολὺ μεγάλα»(52). «Ὅλη ἡ κακία τῶν παιδιῶν μας προέρχεται ἀπὸ τὴν δική μας ἀμέλεια καὶ ἐπειδὴ δὲν τὰ ὁδηγοῦμε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ καὶ ἀπὸ τὴν μικρὴ ἡλικία στὸν δρόμο τῆς εὐσεβείας»(53).

Ὅταν καταφεύγει κανεὶς στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, διαπιστώνει τὴν πληρότητα τῆς σκέψεώς του καὶ τὴν ἐπικαιρότητά του. Ὁ λόγος του εἶναι διαχρονικός. Δὲν ἀφήνει καμμία πτυχὴ τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ἀνεξερεύνητη. Γνωρίζει σὲ βάθος τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Μπορεῖ βέβαια λόγω τῆς χρονικῆς ἀποστάσεως ποὺ μᾶς χωρίζει, οἱ ἀπαντήσεις του νὰ γίνονται δεκτὲς ὑπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις. Τὸ πνεῦμα τους ὅμως εἶναι πάντα ἐπίκαιρο καὶ σύγχρονο. Ἐπειδὴ βάζει στὸ κέντρο τῶν σκέψεών του τὸν Χριστό, εἶναι δηλαδὴ Χριστοκεντρικός, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπερβαίνει τὸν χρόνο. Προσφέρει στὴν οὐσία, λόγω τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατοικεῖ μέσα του καὶ τὸν φωτίζει, τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου στὴν ἐποχή του. Πάντα ὅταν τὸν διαβάζουμε ἔχει κάτι νὰ πεῖ γιὰ τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς του, ποὺ φαίνεται ὅτι εἶναι καὶ δικά μας σημερινὰ προβλήματα.

Ἡ ἐποχὴ μας μπορεῖ νὰ τὸν θεωρήσει ἀπαιτητικὸ καὶ ἴσως βαρετό. Μπορεῖ κάποιος νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι αὐτὰ ποὺ λέει δὲν ἐφαρμόζονται σήμερα. Καὶ στὴν ἐποχὴ του ὑπῆρχαν τέτοιες φωνές. «Δὲν θὰ κάνουμε τὰ παιδιὰ μας καλογήρους», φώναζαν μερικοὶ γονεῖς. Ὁ Χρυσόστομος μὲ ἱερὸ πάθος τοὺς ἀποστόμωνε ἀπὸ τὸ βῆμα. «Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνουν μοναχοὶ• κάντε τους καλοὺς Χριστιανοὺς»(54).

Σήμερα στὴν ἐποχὴ τῆς κρίσεως τῶν θεσμῶν καὶ ἀξιῶν, στὴν ἐποχὴ τῆς ἀρνήσεως τῶν πάντων πολεμεῖται πολὺ ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογενείας. Στὴν Βόρεια Εὐρώπη σχεδὸν διαλύθηκε. Οἱ γάμοι γίνονται μόνο γιὰ ἐθιμοτυπικούς, φολκλορικοὺς λόγους, γιὰ νὰ βγοῦν φωτογραφίες, νὰ γίνουν τραπέζια. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς διαρκοῦν γιὰ ἕξι μῆνες, ἕνα ἔτος. Ἐπώνυμοι καλλιτέχνες δὲν δηλώνουν μόνο ὅτι δὲν θέλουν νὰ δημιουργήσουν οἰκογένεια, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἔχουν ὡς στόχο τὴν διάλυση τῆς οἰκογενείας. Αὐτοὶ εἶναι τὰ πρότυπα τῆς σημερινῆς νεολαίας.

Προβλήματα καὶ κρίσεις στὶς ἀξίες, στοὺς θεσμούς, στὴν κοινωνία, στὸ ὑπαρκτικὸ ἐπίπεδο ἀντιμετωπίζει ὁ Νεοέλληνας ὅταν ἑκουσίως ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Αὐτὴ ἡ παράδοση γιὰ τὸν ὀρθόδοξο Ἕλληνα εἶναι βαρύτιμη, εἶναι ἀνεκτίμητη, εἶναι προγονική. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος τὴν ἀπορρίπτει, ἀπορρίπτει οὐσιαστικὰ τὸ ὀντολογικό του εἶναι καὶ βιώνει μία μεγάλη κρίση αὐτοσυνειδησίας.

Μόνο αὐτὸς ποὺ ἐναρμονίζεται καὶ ζεῖ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση σύμφωνα μὲ τὶς ὑποθῆκες τῶν ἁγίων μας, μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ ὥριμη προσωπικότητα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κλονισθεῖ ἀπὸ ὁποιαδήποτε θλίψη καὶ κρίση. Ζεῖ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ πέρα ἀπὸ κάθε ἠθικισμὸ καὶ καθηκοντολογία. Ζεῖ ἐν Χριστῷ 24 ὧρες τὸ 24ωρο. Ζεῖ ἐν Θεῷ μέσα στὴν καθημερινότητα, στὴν οἰκογένεια, στὴν ἐργασία, στὴν κοινωνία.

Ἐμεῖς ὡς Ἁγιορεῖτες πονοῦμε καὶ ἀνησυχοῦμε πολὺ γιὰ τὴν πορεία τῆς οἰκογενείας σήμερα. Ἀποτελεῖ καθημερινὸ αἴτημα τῶν ταπεινῶν προσευχῶν μας ἡ κατὰ Χριστὸν εὐόδωση, ἡ διατήρηση τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ στὴν οἰκογένεια. Μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἔδωσε τὴν εὐλογία Του νὰ ζήσουμε ἐκτὸς κόσμου, νὰ μὴν δημιουργήσουμε οἰκογένεια, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς προήλθαμε ἀπὸ οἰκογένεια. Ἐπιπλέον ὡς πνευματικοί, ποὺ ἔχουμε τὰ κλειδιὰ τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων, βλέπουμε ὅτι πολλοὶ νέοι ἔχουν πλήρη ἄγνοια γιὰ τὰ θέματα τῆς πίστεώς μας καὶ παράλληλα ἀντιμετωπίζουν τὴν ζωὴ μὲ μεγάλη ἐπιπολαιότητα. Καὶ μᾶς γεννᾶται τὸ ἐρώτημα. Πῶς αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ κάνουν αὔριο σωστὴ οἰκογένεια; Τί θὰ ποῦν στὰ παιδιὰ τους ἀφοῦ οἱ ἴδιοι εἶναι τελείως κενοί;

Δυστυχῶς σήμερα στὸν κόσμο κυριαρχεῖ μία οὐμανιστικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς, ποὺ ἔχει ὡς στόχο τὴν ἀνθρώπινη εὐδαιμονία. Πολλοὶ διδάσκουν ὅτι πρέπει νὰ γίνουμε καλοὶ ἄνθρωποι καὶ αὐτὸ θὰ φέρει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐτυχία. Αὐτὸ ὅμως οὐσιαστικὰ δὲν εἶναι τίποτα. Ἂν δὲν γίνουμε Χαριτωμένοι ἄνθρωποι, δηλαδὴ δοχεῖα τῆς θείας Χάριτος, «ἐποιήσαμεν οὐδέν». Πρέπει νὰ ἀποστραφοῦμε τὸν στεῖρο καὶ ψυχρὸ ἠθικισμό, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν τυπολατρεία καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ὑποθῆκες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν κατάκτηση τοῦ ἁγιασμοῦ, τῆς «υἱοθεσίας», ποὺ ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη τιμὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ καὶ μέσα στὸν κόσμο καὶ μέσα στὴν οἰκογένεια. Ὑπεύθυνα γράφουμε ὅτι γνωρίζουμε ἀνθρώπους οἰκογενειάρχες ποὺ ἔχουν Χάρη Θεοῦ ποὺ δὲν τὴν ἔχουν μοναχοί, γιατί ἀγωνίζονται σωστὰ καὶ ζοῦν θεάρεστα, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὑποδείκνυε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς του.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον, PG 51, 229. Οἱ παραπομπὲς στὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου θὰ γίνονται στὴν ἔκδοση τῆς Ἑλληνικῆς Πατρολογίας τοῦ Migne (PG) ἤ στὴν ἔκδοση «Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας» (ΕΠΕ).
2. Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία 15, ΕΠΕ, τ. 2, σ. 392.
3. Βλ. Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία 17, PG 53, 153.
4. Βλ. Περὶ Παρθενίας 15, PG 48, 545.
5. Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ρητὸν «Δία τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα ἐχέτω», PG 51, 215.
6. Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην, Ὁμιλία 19, EΠΕ, τ. 12, σ. 801-803.
7. Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία 38, PG 53, 353.
8. Βλ. Εἰς Κολoσσαεῖς, Ὁμιλία 12, PG 62, 386.
9. Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ρητὸν «Διὰ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα ἐχέτω», PG 51, 213.
10. Ὅ.π.
11. Εἰς Ἑβραίους, Ὁμιλία 33, PG 63, 227.
12. Βλ. Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ρητὸν «Διὰ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα ἐχέτω», PG 51, 213.
13. Βλ. ὅ.π.
14. Εἰς Γένεσιν, Ὁμιλία 21, PG 53, 180.
15. ὅ.π.
16. Εἰς τὴν Πρὸς Ἑβραίους, Ὁμιλία 7, PG 63, 68.
17. Βλ. Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον, EΠΕ, τ. 27, σ. 168-169.
18. Βλ. Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον, EΠΕ, τ. 27, σ. 170-171.
19. Βλ. Περὶ παρθενίας, ΕΠΕ, τ. 29, σ. 472.
20. Βλ. Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία 86, PG 58, 768.
21. Εἰς τὴν Πρὸς Α΄ Κορινθίους, Ὁμιλία 19, PG 61, 152.
22. Εἰς Κολoσσαεῖς, Ὁμιλία 12, EΠΕ, τ. 22, σ. 339.
23. Εἰς τὸν Μάξιμον, EΠΕ, τ. 27, σ. 208.
24. Βλ. Εἰς Κολoσσαεῖς, Ὁμιλία 12, EΠΕ, τ. 22 σ. 348-350.
25. Εἰς Ἑβραίους, Ὁμιλία 20, EΠΕ, τ. 21, σ. 236.
26. Εἰς Β΄ Θεσσαλονικεῖς, Ὁμιλία 5, EΠΕ, τ. 23, σ. 112.
27. Λόγος ἐν ταῖς Καλένδαις, EΠΕ, τ. 31, σ. 490.
28. Εἰς Ἐφεσίους, Ὁμιλία 20, EΠΕ, τ. 21, σ. 228.
29. Βλ. Εἰς Ἐφεσίους, Ὁμιλία 20, EΠΕ, τ. 21, σ. 198-200.
30. Βλ. Εἰς Γένεσιν, Ὁμιλία 38, EΠΕ, τ. 3, σ. 604.
31. Βλ. Εἰς Πράξεις, Ὁμιλία 49, ΕΠΕ, τ. 16Β, σ. 124.
32. Πρὸς Κολoσσαεῖς, Ὁμιλία 10, PG 62, 365-366.
33. Πρὸς Ἐφεσίους, Ὁμιλία 9, PG 62, 72.
34. Πρὸς Ἐφεσίους, Ὁμιλία 20, PG 62, 147.
35. Εἰς τοὺς ἀνδριάντας, Ὁμιλία 1, PG 49, 21.
36. Εἰς τὴν Πρὸς Α΄ Τιμόθεον, Ὁμιλία 9, PG 62, 546.
37. Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, Ὁμιλία 59, ΕΠΕ, τ. 12, σ. 186.
38. Πρὸς Ἐφεσίους, Ὁμιλία 21, PG 62, 151.
39. Λόγος περὶ τῆς Ἄννης, Ὁμιλία 1, PG 54, 636.
40. Εἰς Πράξεις, Ὁμιλία 30, PG 60, 226.
41. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, «Τὰ Ἅπαντα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων», ἔκδ. Πάπυρος, τ. 85, σ. 40.
42. Βλ. Εἰς τὴν Πρὸς Β Κορινθίους, Ὁμιλία 15, PG 61, 508.
43. Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, ὅ.π., σ. 50.
44. Εἰς τὴν Πρὸς Β Κορινθίους, Ὁμιλία 21, PG 61, 542.
45. Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, ὅ.π., σ. 78.
46. Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, ὅ.π., σ. 86.
47. Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, ὅ.π., σ. 88.
48. Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην, Ὁμιλία 30, PG 59, 175.
49. Εἰς Κολoσσαεῖς, Ὁμιλία 9, EΠΕ, τ. 22, σ. 266.
50. Λόγος περὶ τῆς Ἄννης, Ὁμιλία 1, PG 54, 661.
51. Εἰς τὴν Πρὸς Τίτον, Ὁμιλία 2, PG 62, 672.
52. Εἰς Πράξεις, Ὁμιλία 42, PG 60, 302.
53. Εἰς τὸ «χήρα καταλεγέσθω μὴ ἐλάττων ἐτῶν ἑξήκοντα…», PG 51, 330.
54. Πρὸς Ἐφεσίους, Ὁμιλία 21, ΕΠΕ, τ. 21, σ. 250

Ο Θεοφιλέστατος Νανζιανζού κ. Θεοδώρητος στο βήμα του αμφιθεάτρου του τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας Αθηνών




Σκοτεινός "διαφωτισμός" τού Κοραή


Με το ξεκίνημα τού Ελληνικού κράτους, έσπευσαν κάποιοι Δυτικότροποι να μεταφέρουν στην Ελλάδα τις Δυτικές νοοτροπίες τους, θεωρώντας τη Δύση ως "πιο προοδευμένη". Έτσι, οι αποκομμένοι αυτοί άνθρωποι από τη Ρωμαίικη παράδοσή μας, μετέφεραν εδώ τα κουσούρια τής Γαλλικής Επανάστασης και τις Προτεσταντικές τους εμμονές, γινόμενοι πηγή κακών για τη χώρα μας. Δημιούργησαν προβλήματα που πληρώνουμε ως σήμερα. Ένας από αυτούς ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής.
Τα αποστολικά κείμενα (ευαγγέλια, πράξεις, επιστολές), που διαβάζονται εμμελώς στις εκκλησιές μας, γράφτηκαν αιώνες (τουλάχιστον δεκαεφτά) προτού ο Kοραής αποφασίσει (από το γραφείο του στο Παρίσι) να αλλάξει τη ζωντανή γλώσσα των Eλλήνων με μια φτιαχτή «καθαρεύουσα» γλώσσα. Τα αποστολικά κείμενα είναι γραμμένα στην «κοινή» ελληνική: τη μετακλασική γλώσσα της ελληνόφωνης τότε (ίσως και για χίλια χρόνια) «οικουμένης» – γλώσσα άλλη από το πλαστό κοραϊκό κατασκεύασμα, στο οποίο αντιτάχθηκε ο δημοτικισμός.
Σίγουρα απέκτησε ο κοραϊσμός ερείσματα και στον εκκλησιαστικό βίο των Nεοελλήνων – δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση η εκκλησία όταν ο κοραϊσμός επιβλήθηκε ως επίσημη κρατική ιδεολογία και η κοραϊκή «καθαρεύουσα» ως επίσημη (υποχρεωτική) γλώσσα του κράτους (της εκπαίδευσης, των δικαστηρίων, της διοίκησης, των εφημερίδων, της πολιτικής). Aπέκτησε ερείσματα η κοραϊκή ιδεολογία στους αυτουργούς και θιασώτες του θρησκευτικού εθνικισμού (αυτοκεφαλία), όπως και σε οργανώσεις ή «κινήματα» που συνέχισαν το έργο των προτεσταντών μισσιονάριων στην Eλλάδα. Aπέκτησε ερείσματα και η ξύλινη «καθαρεύουσα» στο κήρυγμα, στα εκκλησιαστικά έντυπα, στην πανεπιστημιακή θεολογία – όχι όμως στη λατρεία.
(Oι «προοδευτικοί διανοούμενοι» αποσιωπούν μεθοδικά –ή μήπως αγνοούν;– ότι δημοτικιστές ήταν οι κατασυκοφαντημένοι αντίπαλοι του «προοδευτικού» Kοραή, οι «Kολλυβάδες». Aυτοί –με κορυφαίο τον Nικόδημο Aγιορείτη– έγραφαν και κήρυτταν στη ζωντανή λαϊκή γλώσσα της εποχής τους, επιτελώντας ταυτόχρονα τεράστιο μεταφραστικό έργο – μετέφεραν σε χυμώδη δημοτική κορυφαία πατερικά έργα και θρησκευτικά βιβλία της εποχής, μεγάλης λαϊκής κυκλοφορίας). Όμως η ιδεολογία τού Κοραή επεκράτησε λόγω τής ξενολαγνείας, και τού μιμητισμού. Και ως σήμερα δημιουργεί προβλήματα.
Ο Αδαμάντιος Κοραής, ήταν η μορφή εκείνη της ιντελλιγκέντσιας του νεοελληνικού Διαφωτισμού που σφράγισε την Επανάσταση δίνοντας της εθνικό χαρακτήρα. Η έννοια όμως του «Έθνους» (ως φυλετικού μορφώματος) κυοφορήθηκε στα πλαίσια της Γαλλικής Επανάστασης και συνιστά «όρο» κατεξοχήν της Αστικής Σκέψης, της οποίας εκπρόσωπος υπήρξε και ο Κοραής. Όσοι, λοιπόν, συγκινημένοι τον χρησιμοποιούν, ας γνωρίζουν ότι δεν ανήκει στην ελληνική πνευματική παράδοση, αλλά είναι αντιδάνειο από τη γαλλική κουλτούρα.
Ο Αδ. Κοραής «δεν έδωσε τη ζωούλα του» για την επανάσταση (πέθανε 85 ετών στο Παρίσι), όχι μόνο γιατί απαξίωσε να επισκεφτεί την Ελλάδα για λόγους μικροπολιτικής αντίθεσης κυρίως προς τον Ι. Καποδίστρια (στη δολοφονία του οποίου ως ηθικός αυτουργός τα μέγιστα συνετέλεσε). Ήταν από αυτούς που αντετίθεντο στην Επανάσταση επειδή ακριβώς τη θεωρούσε άκαιρη, καθώς οι Έλληνες δεν είχαν μορφωθεί ακόμη αρκετά!
Σύμφωνα με τον Π. Καρολίδη, επιμελητή της "Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους" του (Εθνικού μας Ιστορικού) Παπαρρηγόπουλου:
"αι τοιαύται γελοιωδώς παράδοξοι δοξασίαι, προϊόντα αμαθείας και ακρισίας, είχον και την πολιτικήν αυτών ροπήν επί μερίδα λογίων κηρυττόντων ότι των νυν ελλήνων αι πολιτικαί ροπαί και τάσεις και εθνικαί ιδέαι πρέπει να μη υπερβαίνωσιν τα όρια της αρχαίας Ελλάδος".
Δεν είναι καθόλου δύσκολο να καταλάβουμε πως, σε μια χώρα της οποίας η πλειοψηφία των ομοεθνών της ακόμα ζούσαν υποδουλωμένοι, μια τέτοια παραχάραξη της Ιστορίας δημιουργούσε σοβαρούς εθνικούς κινδύνους. Και πώς να μην δημιουργούσε, αφού ο Κοραής είχε εργαστεί για την αποδοχή μιας τέτοιας θεώρησης προσπαθώντας να «φωτίσει» τους Έλληνες Ρωμηούς με λόγια όπως:
"το έθνος είναι πτώμα σπαραττόμενο από κόρακας. Απέθανεν η πατρίς.... αφ’ ότου μας επάτησεν ο Φίλιππος έως το 1453". [«Στοχασμοί Κρίτωνος» σ. 5]
Κατά τον Κοραή λοιπόν, και τη Γαλλική του "μόρφωση", ο Φίλιππος και ο μέγας Αλέξανδρος δεν ήταν Έλληνες, αλλά ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ που "πάτησαν" την Ελλάδα.

Ευτυχώς που δεν τους έχουν ανακαλύψει, ακόμα, οι Σκοπιανοί. Είχαν πέσει, τόσο αυτός όσο και ο Κοραής, θύματα της δυτικοθρεμμένης προπαγάνδας, που ξεκίνησε από τον Ιερώνυμο Βολφ, και πιο πριν από τους Φράγκους. Ας μην κατηγορούμε , λοιπόν, τους δυτικούς και τους Σκοπιανούς. Μόνοι μας, τους παραδίνουμε την κληρονομιά μας. Μόνοι μας, τους παραδίδουμε τον πολιτισμό της Ρωμανίας και της Μακεδονίας. Ποιος ξέρει; όπως ακριβώς σήμερα κάποιοι υβρίζουν την Ελληνικότητα της Ρώμης και του πολιτισμού της, ίσως σε 200 χρόνια οι απόγονοι τους να θεωρούν τους Σλάβους πνευματικά παιδιά του Μ. Αλεξάνδρου. Είναι, πράγματι, μία καταθλιπτική σκέψη, αλλά όχι και απίθανη. Όπως είδαμε, το ίδιο έχει συμβεί με την Ρώμη και την αυτοκρατορία της. Αλλά, για να ακριβολογούμε, ούτε η λέξη "Έλληνας" άρεσε στον Κοραή. Στο έργο του "Διάλογος δύο Γραικών" έγραφε:
"Ένα από τα δύο λοιπόν ταύτα (Έλληνας ή Γραικός) είναι το αληθινό του έθνους όνομα. Επρόκρινα το Γραικός, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης". [«Διάλογος δύο Γραικών», σελ. 37]
Το "Γραικός" είναι ονομασία την οποία μας απέδωσαν τα "φωτισμένα" έθνη της Ευρώπης κατά τον 8ο αιώνα, όταν ακόμα βρίσκονταν στα βαθύτερα σκοτάδια της Ιστορίας τους, για λόγους καθαρά συμφεροντολογικούς. Έπρεπε να καπηλευθούν το όνομα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για να νομιμοποιηθεί το Φραγκικό κράτος του Καρλομάγνου, ως η πραγματική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με την οποία όμως οι Φράγκοι, ουδεμία σχέση είχαν. Οι λόγοι χρησιμοποίησης διαφορετικών ονομάτων ήταν καθαρά πολιτικοί. Έπρεπε με κάθε τρόπο να σβήσει από την εθνική συνείδηση των ελλήνων η ανάμνηση του παρελθόντος τους. Κυρίως έπρεπε να πάψει να ταυτίζεται η χώρα τους με την Ελληνιστική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Οι υπέρμαχοι του «αντιρωμαίικου» αγώνα είχαν (και έχουν..) φτάσει να προσπαθούν να μας πείσουν ότι ως λαός έχουμε σχέση μόνο με την αρχαία Ελλάδα και ότι η μεσαιωνική περίοδος είναι ολότελα ξένη προς τη νεώτερη Ελλάδα. Και μάλιστα ως «αρχαία Ελλάδα» εννοούσαν την κλασική Ελλάδα, αυτήν που οι ξένοι αποκαλούν μέχρι και σήμερα «Greece proper» («καθαυτό Ελλάδα»- δηλ τη χώρα νότια των Θερμοπυλών). Τέτοιοι είναι και οι σύγχρονοι Νεοπαγανιστές αρχαιόπληκτοι, που ενώ περνιούνται για "Ελληναράδες", στην πραγματικότητα παπαγαλίζουν τις Δυτικές αυτές ανθελληνικές ιδέες κατά τής Ρωμιοσύνης, προσφέροντας αφειδώς τις υπηρεσίες τους στην ανθελληνική προπαγάνδα τών Γάλλων.

Ο Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός, ιδεολογικός οπαδός του Κοραή, ισχυριζόταν το 1841 ότι Ελλάδα είναι μόνο το ελληνικό κράτος (τού 1830). Όσοι άλλοι το πατούν ή το πάτησαν είναι ξένοι. Άρα ο Φίλιππος, ο νικητής των ελλήνων στη Χαιρώνεια, ήταν ξένος και ο διανοούμενος θεωρεί πως ο Φίλιππος «έπραξεν άλλον της νίκης εκείνης ολεθριώτερον, εγέννησεν τον Αλέξανδρον». (!!!).

Βεβαίως την ίδια και χειρότερη γνώμη έχει για την Ρωμανία / Βυζάντιο. [Ιστορία του Ελλ. Έθνους της εκδοτικής Αθηνών, τ. ΙΓ’ σελ. 459] Δηλαδή, τύφλα να’ χουν τα Σκόπια. Ο συγκεκριμένος κύριος δεν ήταν κάποιος τυχαίος. Ήταν ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας!!! Μετά έρχονται οι Ιδεολογικοί απόγονοι του Κοραή και των φίλων του, να μιλήσουν για την σωτηρία του Ελληνισμού. Μακάρι να μπορούσα να πω, πως όλοι αυτοί ήταν και είναι προδότες, μειοδότες, πληρωμένοι κτλ. Δεν είναι τίποτε απ’ όλα αυτά. Την βλακεία τους την χαρακτήρισε ο κ. Ζουράρις, καλύτερα απ’ όλους, όταν τους ονόμασε «Ευρωληγούρηδες». Είναι, δηλαδή, άνθρωποι που πάσχουν από εθνικό σύμπλεγμα κατωτερότητας, και πιστεύουν πως η Ελλάδα από μόνη της δεν ξέρει που να τραβήξει, αλλά πρέπει να ακολουθεί ΔΟΥΛΙΚΑ (και όχι ως ισότιμος συνεργάτης) τους «Μεγάλους αδελφούς», δηλαδή τα δυτικοευρωπαϊκά "πεφωτισμένα" κράτη. Όπως είπε ο Εφταλιώτης στην «Ιστορία της Ρωμιοσύνης»:
«Αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχεις δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται». [Αργ. Εφταλιώτη, «Ιστορία της Ρωμιοσύνης», Αθήνα, 1901, σ. 9.]
Είναι λοιπόν απορίας άξιο, πώς ο Κοραής προβάλλεται ως ευεργέτης τής Ελλάδος! Εκτός και αν οι τιμώντες είναι το ίδιο Δυτικότροποι όπως αυτός, αποκομμένοι από την ανωτερότητα και το φως τής Ελληνικής μας παράδοσης.
Παραπέμπουμε στις μελέτες των Κ. Θ. Δημαρά, Π. Κονδύλη. Π. Κιτρομηλίδη, Χρ. Γιανναρά για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό.

π. Ανανίας Κουστένης (26.11.2011) - αποσπασμα μετα την ομιλία που είχε στις (26.11.2011) στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Πειραιώς, τη στιγμη που κατευθύνεται να προσκυνήσει την εικόνα του Αγιόυ Κωνσταντίνου & Ελένης

 



 

Η ΚΑΚΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ





























Με την ευκαιρία της βράβευσης

του Περγάμου κ. Ιωαννου Ζηζιουλα









Η ΚΑΚΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ κ. ΖΗΖΙΟΥΛΑ

ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ






του Θεολόγου κ. Παναγιώτου ΣΗΜΑΤΗ







Εἶναι γνωστὸ τὸ γεγονὸς τῆς βράβευσης τοῦ μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Βόλου καὶ ἀπὸ τὸν ἐντόπιο Μητροπολίτη κ. Ἰγνάτιο, ποὺ δήλωσε «ἔμπλεος χαρᾶς καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν ἐν Τριάδι Θεὸν γιὰ τὴν ἐκεῖ παρουσία» τοῦ κ. Ζηζιούλα, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς «λαμπρὸ ἐκπρόσωπο, τὸν πρεσβευτὴ τῆς ἑλληνόφωνης θεολογίας καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν διεθνὴ ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἀκαδημαϊκὸ χῶρο»!



Στὴν βράβευση παραβρέθηκαν: ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου μητροπολίτης Βελεστίνου κ. Δαμασκηνὸς καὶ οἱ ἑλλαδίτες μητροπολίτες Τρίκκης, Θεσσαλιώτιδος, Ἐλασσῶνος, Μεσσηνίας καὶ Ρεντίνης. Χαιρετισμὸ ἔστειλαν οἱ κοσμήτορες τῶν θεολογικῶν Σχολῶν Ἀθηνῶν καὶ Θεσσαλονίκης. Ὁ πρῶτος, ὁ κ. Μπέγζος εἶπε: «Ἐὰν Ὀρθοδοξία εἶναι ὄντως ἡ ὀρθὴ δόξα, τότε Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ τοῦ 20ου καὶ τοῦ 21ου αἰῶνα εἶναι ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης». Ὁ δεύτερος, ὁ κ. Τρίτος, εἶπε πὼς ὁ κ. Ζηζιούλας εἶναι ἕνας «ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους συγχρόνους ὀρθοδόξους θεολόγους»!



Ὡς ἐκ τούτου, καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ ὀρθόδοξοι πιστοὶ κάθε βαθμοῦ, ἔχουν τὴν βαθειὰ πεποίθηση ὅτι ὁ κ. Ζηζιούλας διδάσκει αἱρετικὲς θέσεις, –κι αὐτὸ ἔχει καταγγελθεῖ στοιχειοθετημένα– θεωροῦμε ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἔχει καθῆκον νὰ πάρει θέση γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ κ. Ζ. Τὰ ἐρωτήματα εἶναι: Τὰ ὀρθόδοξα σημεῖα τῆς διδασκαλίας του, τοῦ δίνουν τὸ δικαίωμα σὲ ἄλλα σημεῖα νὰ αἱρετίζει; Αὐτὴ ἐξ’ ἄλλου, δὲν εἶναι ἡ προσφιλής, ἀλλὰ δόλια μέθοδος τῶν οἰκουμενιστῶν; Ὁ κ. Ζ. θεολογεῖ ἢ φιλοσοφεῖ; Ἂν θεολογεῖ πρωτοτύπως, (ὅπως ὁ ἴδιος πιστεύει καὶ οἱ περιτρεχάμενοι τὸν κολακεύουν) σημαίνει ὅτι ἔχει καθαρθεῖ καὶ φωτιστεῖ, ὥστε νὰ δύναται νὰ ἐγγίζει ἐξ ἐμπειρίας τὰ περὶ τοῦ θείου; Ἂν θεολογεῖ φιλοσοφῶν, μᾶλλον βλάπτει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἂν φιλοσοφεῖ θεολογῶν, τότε πρέπει νὰ παραιτηθεῖ τουλάχιστον ἀπὸ ἐπίσκοπος καὶ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὸν πειρασμικὸ πειραματισμὸ ποὺ ἐμπνέει ὁ ἐφευρευτὴς κακῶν.



Δημοσιεύσαμε πρόσφατα ἕνα ἐκτεταμένο κείμενο, στὸ ὁποῖο περιελαμβάνοντο οἱ βασικότερες αἱρετικὲς θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλας καὶ ἡ ἀναίρεσή τους μὲ βάση τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὴν βοήθεια τῶν ἐν Ἑλλάδι θεολόγων. Τὸ παρὸν ἄρθρο σκοπὸ ἔχει νὰ πληροφορήσει, ὅτι αἱρετικὲς θέσεις στὸ ἔργο τοῦ κ. Ζ. ἔχουν ἐπισημάνει, ὄχι μόνο οἱ ἐν Ἑλλάδι θεολόγοι, ἀλλὰ καὶ θεολόγοι τῆς ὑπόλοιπης Εὐρώπης, ὅπως πολλοὶ ἀγγλόφωνοι ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι θεολόγοι. Καὶ ἡ δική τους ἐτυμηγορία ἔχει μεγαλύτερη σημασία γιὰ τὸν ἑξῆς σημαντικό λόγο: τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν κειμένων καὶ ἄρθρων τοῦ κ. Ζηζιούλα εἶναι δημοσιευμένο σὲ ξένα περιοδικὰ καὶ δὲν ἔχει ἀκόμα μεταφρασθεῖ στὰ ἑλληνικά. Ὡς ἐκ τούτου, τὶς αἱρετίζουσες ἰδέες του οἱ ἀγγλόφωνοι θεολόγοι τὶς διάβασαν πρωτοτύπως στὴν μητρική τους γλῶσσα καὶ ἔτσι μὲ μεγαλύτερη εὐκολία διέκριναν τὰ κακόδοξα σημεῖα τῆς θεολογία του. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ δώσουμε μεγάλη προσοχὴ στὴν κριτικὴ ποὺ τοῦ ἐξασκοῦν.



Ἐκδόθηκε τὸ 2008 ἕνας τόμος ἀφιερωμένος στὴν θεολογία τοῦ κ. Ζηζιούλα ἀπὸ τὸν Douglas H. Knight, μὲ τίτλο «Ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα». Ἐκεῖ διαβάζουμε ὅτι ὁ κ. Ζ. «κατηγορήθηκε ὡς ὑπαρξιστὴς» καὶ ὅτι «εἰσήγαγε μιὰ διάσταση φιλοσοφικὴ στὴ χριστιανικὴ πίστη» (Douglas H. Knight, Ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα, Εἰσαγωγή, σελ. 21, ἐκδ. Degiorgio 2008). Ὁ Ζηζιούλας «εἶναι φιλόσοφος στὸ βαθμὸ ποὺ μιλάει μὲ ἀφετηρία τὴ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ παράδοση, καὶ μόνον ἡ προκατάληψη ἀπέναντι στὴ διακριτὴ πρόταση τῆς Χριστιανικὴς θεολογίας ἀποτρέπει τὴν ἀναγνώριση τῆς φιλοσοφικῆς ποιότητας τοῦ ἔργου του» (Ὅπ. παρ., σελ. 17).



Στὸ σημεῖο αὐτό, βέβαια, συμφωνοῦν καὶ Ἕλληνες θεολόγοι, ὅπως ὁ καθηγητὴς Φαράντος, ὁ ὁποῖος ἔδειξε ὅτι «τὸ ὄργανον καὶ τὸ κριτήριον τοῦ θεολογεῖν διὰ τὸν κ. Ζηζιούλα εἶναι ἡ λογική, εἰδικώτερον δὲ ἡ ἐπιστημονικὴ λογική. Ὁ κ. Ζηζιούλας ἀποφεύγει ἐπιμελῶς νὰ ἐργάζεται μὲ θεολογικὰς ἐννοίας καὶ κατηγορίας, ὅπως θεία ἀποκάλυψις, Ἁγ. Γραφὴ καὶ Ἱ. Παράδοσις, ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων, αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, πίστις κλπ.». Καὶ ὅταν χρησιμοποιεῖ αὐτὲς τὶς ἔννοιες, «οὐδένα, σχεδόν, ρόλον παίζουν εἰς τὸν θεολογικόν του στοχασμόν». Ὁ κ. Ζηζιούλας ἀπαιτεῖ, ὅταν ὁμιλοῦμε θεολογικά, νὰ διατυπώνουμε τὶς ἀπόψεις μας «μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μὴν προσκρούσωμε σὲ λογικὲς ἀντιφάσεις καὶ σὲ βασικὰ ἐπιστημονικὰ δεδομένα»! (Μ. Φαράντου, Οἰκουμενισμὸς ἢ Ὀρθοδοξία; Ἡ κρίση τῆς θεολογίας τοῦ Ἰω. Ζηζιούλα).



Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Douglas παραθέτουμε κάποιες ἀπὸ τὶς ...περίεργες θέσεις τοῦ κ. Ζηζιούλα μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι οἱ πνευματικοὶ καὶ οἱ θεολόγοι, ποὺ ἕως τώρα ἀρνοῦνται πεισμόνως καὶ περιέργως νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸ ἔργο του, ἂν καὶ ἔχουν τὶς γνώσεις καὶ τὶς δυνατότητες πρὸς τοῦτο (ποὺ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε), θὰ θελήσουν καταπιαστοῦν μὲ τὴν «θεολογία» τοῦ κ. Ζηζιούλα, καὶ νὰ ἀναλύσουν τὶς καταγγελόμενες ἐπὶ αἱρέσει θέσεις του, ὥστε νὰ γνωρίσουν καὶ οἱ ὑπόλοιποι ποιμένες, νὰ μάθει ὁ λαὸς καὶ νὰ προφυλάσσονται.



Καὶ τοῦτο διότι ὁ κ. Ζηζιούλας δὲν εἶναι μόνο ἕνας στοχαστὴς ἢ ἕνας φιλόσοφος, ποὺ τότε θὰ ἦταν ἐλεύθερος νὰ διατυπώνει ὁποιαδήποτε ἄποψη θέλει. Ὁ κ. Ζηζιούλας παρουσιάζεται ὡς ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, ὑποτίθεται κατασταλαγμένος στὴν πίστη, γι’ αὐτὸ καὶ διδάσκαλος τῶν πιστῶν· καὶ ἐὰν –ὅ,τι λέγει– διαφέρουν ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐὰν εἶναι κακόδοξα καὶ αἱρετικά, καὶ παρ’ ὅλο ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε συνεχίζει νὰ τὰ ὑποστηρίζει, ἀσφαλῶς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίζει κατέχων τὸν τίτλο τοῦ διδασκάλου καὶ λειτουργοῦ τῆς Ἐκκλησίας.



Ἂς δοῦμε, λοιπόν, κάποιες ἀπὸ τὶς θέσεις του αὐτές, ὅπως τὶς παρουσιάζουν σὲ ἕνα συλλογικὸ Τόμο ὁ Douglas H. Knight καὶ ἄλλοι θεολόγοι (Ἕλληνες καὶ ξένοι). Ὁ ἐκδότης θεωρεῖ ὅτι ὁ τόμος αὐτὸς ἀποτελεῖ «ἀποτίμηση τῆς θεολογίας τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα», ὁ ὁποῖος ὣς τώρα (ἡ ἔκδοση ἔγινε τὸ 2008) δὲν ἀντέκρουσε τὴν κριτικὴ ποὺ ἐδέχθη.



Γράφει ὁ ἐκδότης: «Ὁ Ζ. διδάσκει ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν αἰτία της στὸν Πατέρα καὶ πὼς ἡ μοναδικότητα αὐτῆς τῆς πηγῆς βρίσκει τὴν πληρέστερη ἔκφρασή της στὸν ὅρο ΄μοναρχία΄. Ὁ Πατέρας εἶναι ἡ δύναμη ποὺ ἐλεύθερα ἐνεργεῖ ὅπως ἐνεργεῖ καὶ εἶναι ἡ μοναδικὴ πηγὴ ὅλων τῶν ἐνεργημάτων. Ὁ Ζ. ἀποκαλεῖ τὸν Πατέρα τὸ ΄αἴτιο΄, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ ὅρος “αἴτιο” δὲν ἔχει τὴ ἄψυχη καὶ ἀπρόσωπη δευτερεύουσα ἔννοια τῆς λέξεως “πηγή”. Ἀλλά, ἂν ἀνακαλύψουμε πὼς οἱ ἀγγλικὲς ὑποδηλώσεις τῶν ὅρων ”αἴτιο” καὶ ”πηγὴ” εἶναι ἐξίσου ἀπρόσωπες, ἴσως ὁ ὅρος ”ἱδρυτής”, γιὰ παράδειγμα, νὰ εἶναι ἕνας καλύτερος τρόπος νὰ μεταφράσουμε τὴν ἑλληνικὴ λέξη ”αἰτία” καὶ ἔτσι νὰ διασφαλίσουμε τὴν ἐλευθερία τοῦ Πατρὸς καὶ τὸ ἔργο του. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς μόνο λόγῳ τῆς ΄ἀρχῆς΄ τοῦ Πατρός, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὴν ἀρχὴ τοῦ Πατρὸς ἀναλαμβάνει καὶ ἀποδέχεται, υἱοθετεῖ καὶ ἀσπάζεται ὁ Υἱός» (Douglas H. Knight, ὅπ. παρ., σελ. 26).



«Ὁ Πατέρας εἶναι Πατέρας ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς ποὺ ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτὸν τὸν ἀποκαλεῖ μ’ αὐτὸ τὸ ὄνομα. Καθὼς ὁ Πατέρας εἶναι ἐλεύθερος νὰ εἶναι Πατέρας γιὰ τὸν Υἱό, ἡ δημιουργία δὲν ἀποτελεῖ ἀναγκαῖο ἀποτέλεσμα τῆς ὕπαρξής τους. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δημιουργία του, αὐτὴ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ στηρίζεται πάνω του καὶ νὰ παραλαμβάνει τὴν ἐλευθερία ἀπ’ αὐτόν.



»Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὁ Υἱὸς δὲν ἐνεργεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ· δὲν ἐργάζεται ὡς μονάδα. Ἐνεργεῖ στὰ πλαίσια τοῦ ἔργου τοῦ Πατρός, καὶ ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει μὲ τὸν Πατέρα καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ συνεργεῖ μὲ τὸν Πατέρα, τὸ ἔργο του ἐπιβεβαιώνει τὴ μοναρχία τοῦ Πατρός» (ὅπ. παρ., σελ. 27).



«Στὴν παρουσίαση τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος, ὁ Ζηζιούλας τακτικὰ ἰσχυρίζεται ὅτι οἱ δύο αὐτὲς στιγμὲς τῆς εἰσαγωγῆς στὰ Χριστιανικὰ δόγματα ἐπιφέρουν μία ὀντολογικὴ ἀλλαγὴ στὸ πρόσωπο, ἢ στὴν ὑπόσταση ἐκείνων ποὺ κατηχοῦνται. Δὲν ἀνήκουν πλέον στὴν ἀποχαλινωμένη ἀπροσώπη τάξη τῆς φύσεως, ἀλλὰ συμμετέχουν σὲ μία ἄλλη τάξη, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀγαπητικη υἱϊκὴ σχέση ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ Υἱὸς μὲ τὸν Πατέρα, ἐντὸς καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Philip Rosato Sj., Ἡ χειροτονία τῶν Βαπτισμένων: Οἱ Λαϊκοὶ ὡς μία τάξη τῆς Ἐκκλησίας, Εἰς Douglas H. Knight «Ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα», σελ. 248).



«Ἔτσι, ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸ θεῖο Πνεῦμα ὥστε νὰ ἀποκαλοῦν τὸν Πατέρα «Ἀββᾶ» (πβ. Ρωμ. 8:15-17» Γαλ. 4:6-7), καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ «Κύριο» (πβ. Κορ. Α' 12:3), οἱ πιστοὶ περνοῦν ἀπὸ τὴ βιολογικὰ προσδιορισμένη, στὴν πνευματικὰ προσδιορισμένη ὑπόστασή τους, ἀπὸ τὸ ἀσταθὲς καὶ ἐξατομικευμένο εἶναι τους, στὸ ὁριστικὸ καὶ κοινοτικό τους εἶναι. Σύμφωνα μὲ τὸν Ζηζιούλα, ἡ υἱϊκη ταυτότητα τῆς τάξεως τῶν Χριστιανῶν, ἀξιώνει ὁ πρῶτος καὶ σπουδαιότερος αἴτιος τῶν εἰσαγωγικῶν τους μυστηρίων, νὰ εἶναι ὁ Πατέρας. Ἡ ἐπενέργεια τῶν μυστηρίων αὐτῶν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν αἰώνια, φιλάνθρωπη βούληση τοῦ Δημιουργοῦ ὥστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ περιχωρηθοῦν στὴ διαπροσωπική του ὕπαρξη μὲ τὸν Υἱὸ ἐντὸς καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.



»Ἡ προτεραιότητα ποὺ ἀποδίδεται στὴν ἐνέργεια τοῦ Πατρὸς-Δημιουργοῦ, ὅσον ἀφορᾶ στὸν προσδιορισμὸ τῆς θεολογικῆς ταυτότητας τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ κεντρικὸ σημεῖο ἐντρύφησης στοὺς Ἕλληνες πατερικοὺς συγγραφεῖς. Ὁ Ζηζιούλας τὸ ἀποδίδει αὐτὸ ὡς ἑξῆς:




»”Ἡ Ἐκκλησία ὑφίσταται πρωτίστως ἐπειδὴ ὁ Πατέρας —ὡς διακριτὸ πρόσωπο— ἐπιθυμεῖ τὴν ὕπαρξή της. Εἶναι ἡ πρωτοβουλία καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς ποὺ ἔφερε τὴν Ἐκκλησία στὴν ὕπαρξη. Ἀλλὰ πέραν τούτου, εἶναι ὅτι στὸν Πατέρα —ὡς προσώπου διακρίτου ἀπὸ τὸν Υἱό—, ἡ Ἐκκλησία θὰ παραδοθεῖ στὸ τέλος, ὅταν ὁ Χριστὸς παραχωρήσει τὰ πάντα σὲ αὐτόν. Ἔτσι, ὅσον ἀφορᾶ τὴν καταγωγική της ἀρχὴ ἀλλὰ καὶ τὸν προορισμό της, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πάνω ἀπ' ὅλα ἡ “Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ” (Θεὸς=ὁ Πατέρας στὴν Βίβλο), πρὶν ἀκόμη θεωρηθεῖ ὡς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἢ ἐκείνου ἢ τοῦ ἄλλου τόπου» (Ἰωάννη Ζηζιούλα, «The Mystery of the Church in the Orthodox Tradition», One in Christ 24 (1988) σ. 295).




»Ἐδῶ ὁ Ζηζιούλας ὑπογραμμίζει τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ φιλάνθρωπος σκοπὸς τοῦ διακρίτου προσώπου, τοῦ Πατρός, εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ὁ ἀπώτερος στόχος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ σαφῶς «θεολογικὴ» μᾶλλον, παρὰ χριστολογικὴ ἢ πνευματολογική, ἑρμηνεία τῆς ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας, δὲν σημαίνει βεβαίως ὅτι ὑποβαθμίζονται οἱ ἀντίστοιχοι ρόλοι τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος στὴν ἱστορικὴ θεμελίωση καὶ στὸν ἐσχατολογικὸ προσανατολισμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Προορίζεται νὰ διατυπώσει μία ἰσχυρὴ σύγχρονη ἐπανατοποθέτηση τῆς πίστης τῶν Ἑλλήνων πατερικῶν συγγραφέων, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, «ἀπὸ τὸν Ἀδάμ», ἐὰν λάβουμε ὑπ' ὄψιν μας τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας, ἢ «ἀπὸ τὸν Ἄβελ», ἂν δώσουμε ἔμφαση στὸ κατάλοιπο τῶν δικαίων τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ ἐπιμονὴ αὐτὴ στὴν προτεραιότητα τοῦ Πατρὸς-Δημιουργοῦ, ὅσον ἀφορᾶ στὴ θεϊκὴ ἐνέργεια τῆς ἵδρυσης καὶ καθοδήγησης τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει τὴν ἀφετηρία της στὴν σπλαχνικὴ βούληση τοῦ πρώτου προσώπου τῆς Τριάδος.



Ἐπειδὴ ὁ Πατέρας-Δημιουργὸς εἶναι πρώτιστα ἀγάπη, εἶναι σὲ θέση νὰ στείλει στὸν κόσμο τόσο τὸν Υἱὸ-Ἀναδημιουργό, ὁ ὁποῖος εἶναι πρωταρχικὰ ἀγαπώμενος καὶ ἀγαπῶν, ἄλλα καὶ τὸ Πνεῦμα-Μεταδημιουργό, τὸ ὁποῖο εἶναι κυρίως ἀγαπώμενο. Μὲ ἐκκλησιαστικοὺς ὅρους αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀγαπητικὴ προαίρεση τοῦ Πατρὸς νὰ ὑπάρχει μία τάξη βαπτισμένων καὶ χρισμένων προσώπων, εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς “Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ”. Ἡ βάση αὐτὴ ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὴν προσδοκία, τὴν ἔλευση καὶ τὸν θρίαμβο τοῦ ἐνσαρκωμενου Υἱοῦ. Μέσα στὸ γεγονὸς-Χριστός, ἡ υἱϊκὴ ὕπαρξη τοῦ Λόγου γίνεται, σὲ δεδομένο χρόνο καὶ τόπο, ὁρατὴ καὶ ἁπτὴ διὰ τῶν ἀγαπημένων καὶ ἀγαπώντων ἀνθρώπων, τὸ μυστικὸ σῶμα τῶν Χριστιανῶν, ἀναγεννημένων μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα. Μὲ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ “Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ” ἀποκτᾶ μία συγκεκριμένη ἁγιότητα καὶ ὁριστικοποιεῖται, ὡς ὁ ἀγαπημένος λαός, ὁ μυστικὸς ναὸς τῶν Χριστιανῶν. Διὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Πεντηκοστῆς ἐξαγιαζονται, ὥστε νὰ πραγματώσουν τὰ ρήματα, τοὺς συμβολισμοὺς καὶ τὶς προεικονίσεις τῶν ἐσχάτων μέσα στὴν ἱστορία μέχρι τὸ μυστήριο αὐτὸ νὰ βρεῖ τὴν ἐκπλήρωσή του. Ἔτσι, γιὰ νὰ ἐκφραστῶ μὲ τὰ λόγια τοῦ Ζηζιούλα ποὺ παρέθεσα, προορίζονται νὰ θεωρηθοῦν μέλη αὐτῆς τῆς ecclesia Dei (“Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ”), πρὶν ἀκόμη ἐννοηθοῦν ὡς μετέχοντες στὴν ecclesia Christi (“Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ”), ἢ στὴν Ἐκκλησία “αὐτοῦ ἢ ἐκείνου τοῦ τόπου”, δηλαδὴ στὴν ecclesia Spiritus (“Ἐκκλησία τοῦ Πνεύματος”). Στὴν πραγματικότητα, ὁ Ζηζιούλας μὲ τὴ θεολογία τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος, ἐπιβεβαιώνει τὸ ἀξίωμα ὅτι ἡ οἰκονομικὴ Τριάδα εἶναι ἡ ἐνδοκοσμικὴ Τριάδα, καὶ ἀντιστρόφως. Οἱ ρόλοι τῶν τριῶν θείων Προσώπων, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἀρχή, στὴ φύση καὶ στὸν σκοπὸ τῆς ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν χρόνο, προηγοῦνται τῆς μίας θείας οὐσίας μέσα στὴν ἐνδοκοσμικὴ πραγματικότητα στὴν ὁποία τὰ τρία Πρόσωπα μετέχουν μὲ διαφορετικὸ τρόπο» (Πβ. Ἰωάννη Ζηζιούλα, «The Doctrine of God the Trinity Today: Suggestions for an Ecumenical Study», in Alasdair Heron, London: BCC, 199,1 σσ. 19-32, Εἰς Philip Rosato Sj., Ἡ χειροτονία τῶν Βαπτισμένων: Οἱ Λαϊκοὶ ὡς μία τάξη τῆς Ἐκκλησίας, Εἰς Douglas H. Knight «Ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ζηζιούλα» σελ. 248-250).



«Σὲ ὁρισμένους Ὀρθοδόξους ἀναγνῶστες, ἡ θέση ποὺ ἐμφαντικὰ σημειώνει ὁ Ζηζιούλας ὅτι οἱ βαπτισμένοι καὶ οἱ χρισμένοι ἀνήκουν πρωταρχικὰ στὴν “Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ”, παρὰ στὴν “Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ” ἢ στὴν “Ἐκκλησία τοῦ Πνεύματος”, θὰ μποροῦσε νὰ φανεῖ καινοφανὴς καὶ προκλητική. Ἡ ἐπιμονὴ στὴν πρωταρχικότητα τῆς τάξεως τῶν βαπτισμένων καὶ χρισμένων, ὡς ἀπαραίτητου προαπαιτούμενου γιὰ ὅλες τὶς ἄλλες τάξεις, θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ φανεῖ ὅτι ἐπαπειλεῖ τὸν σεβασμὸ ποὺ ἀποδίδεται στοὺς χειροτονημένους λειτουργοὺς καὶ τὴν ὑπακοὴ ποὺ τοὺς ὀφείλεται γιὰ τὴν εὐημερία καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ περισσότεροι Ὀρθόδοξοι, ὡστόσο, ἐπικροτοῦν τὴν ἔμφαση ποὺ δίνει ὁ Ζηζιούλας στὴ θεολογικὴ ταυτότητα ἐκείνων ποὺ λαμβάνουν τὰ μυστήρια τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος. Οἱ διαβεβαιώσεις του δὲν ὁδηγοῦν σὲ καμιὰ παραπλανητικὴ υἱοθέτηση μοντέρνων δημοκρατικῶν τάσεων, ἢ σὲ λανθασμένη μεταφορὰ στοὺς λαϊκοὺς τῆς τιμῆς ποὺ εἶχε ἀποδοθεῖ πρωτύτερα στὴν ἱεραρχία. Εἶναι παραδειγματικὰ σαφὲς γιὰ τὸν Ζηζιούλα ὅτι ἡ θεμελιώδης ἰσότητα δὲν ἔχει γίνει περισσότερο σημαντικὴ ἀπὸ τὴν ἐκ Θεοῦ ἐπιτρεπομένη ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία.



»Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, ἡ ἄποψη ποὺ πρότεινε ὁ Ζηζιούλας, θὰ μποροῦσε κατ' ἀρχὴν νὰ θεωρηθεῖ ὡς μία καινοτόμος διατύπωση τῆς ταυτοτήτας τῶν βαπτισμένων καὶ χρισμένων. Στὰ κείμενα τῆς Β' Βατικάνειας Συνόδου δὲν γίνεται κατηγορηματικὴ ἀναφορὰ στὴν ὕπαρξη μιᾶς “τάξης” Χριστιανῶν ποὺ μοιράζονται ἕνα νέο ὀντολογικὸ πρόσωπο ποὺ μετέχει στὴν υἱϊκὴ σχέση τοῦ Υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα, ἐντὸς καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως ἡ τοποθέτηση τοῦ Ζηζιούλα σαφῶς συνάδει, καὶ ἴσως ἀποδίδει μὲ μεγαλύτερη διαύγεια, τὸν θεολογικὸ στόχο τοῦ σχετικοῦ κειμένου τῆς Β' Βατικάνειας Συνόδου, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει ὅτι οἱ λαϊκοὶ συναποτελοῦν τὴν κοινὴ ἢ βαπτισματικὴ ἱεροσύνη. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ ἱεροσύνη εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἱεραρχικὴ ἢ λειτουργικὴ ἱεροσύνη τῶν χειροτονημένων, συνδέεται ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτήν. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ποὺ μαθαίνουν τὴ σχετικὴ δήλωση, ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρῖσμα τοὺς ἐντάσσει συνεπαγωγικὰ στὴ διαδικασία τῆς χειροτονίας τους ὡς μελῶν τῆς τάξεως τῶν Χριστιανῶν, θὰ μποροῦσαν σαφῶς νὰ τὴν ἀποδεχτοῦν, ὡς διευκρίνηση τῆς θέσεως ὅτι ἀνήκουν σὲ μία κοινὴ ἱεροσύνη.



»Ἐπιπλέον, ἡ ἔμφαση στὴν ἔννοια τοῦ Πατρὸς-Δημιουργοῦ ὡς κοινότητα τοῦ ἀρχικοῦ εἰσηγητῆ καὶ τελικοῦ ἐγγυητῆ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀπέδιδε ἐναργέστερα τὴ φράση αὐτὴ τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου. “Οἱ πρεσβύτεροι συγκεντρώνουν τὴν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ μαζὶ ὡς μία κοινότητα ζωντανῆς ἑνότητας, καὶ τὴν ὁδηγοῦν διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν Πνεύματι στὸν Θεὸ Πατέρα”. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀγαπητικὴ ὑποδοχὴ τοῦ πρώτου προσώπου τῆς Τριάδος συνιστᾶ τὸ τέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ἐπίσης, ἡ ἀγαθή του προαίρεση συνιστᾶ τὴν καταγωγικὴ ἀρχὴ τῆς τάξεως τῶν βαπτισμένων καὶ χρισμένων» (Philip Rosato Sj., Ἡ χειροτονία τῶν Βαπτισμένων: Οἱ Λαϊκοὶ ὡς μία τάξη τῆς Ἐκκλησιας, Εἰς Douglas H. Knight, ὅπ. παρ., σελ. 250-252).



«Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ζηζιούλα γιὰ τὴν καθολικότητα καὶ συνεπῶς τὴν πληρότητα τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας σημαίνει ὅτι οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι κάτι ἐπιπρόσθετο, ἀλλὰ ἕνα ἐπιτακτικὸ εὐαγγελικὸ αἴτημα. Κάθε Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ὀρθοτομεῖ, νὰ εἶναι καθολικὴ καὶ οἰκουμενική: οἱδιαιρεμένες Ἐκκλησίες καλοῦνται νὰ παραλάβουν μία ἀπὸ τὴν ἄλλη στὴν πραγματικότητα νὰ παραλάβουν ΄ἡ μία τὴν ἄλλη΄”. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ἁπλῶς συμφωνία ἐπὶ τοῦ δόγματος, ἀλλὰ τὴν ἀμοιβαία ἐκκλησιαστικὴ ἀναγνώριση, τὴνπρόσληψη τῆς μίας Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἄλλη Ἐκκλησία” –στὸ γεγονὸς τῆς Εὐχαριστίας (Ζηζιούλα, The Theolofical Rtoblem of Reception, σελ. 189-190). Ἐκκλησία, ἂν καὶ μία, ὑπάρχει ΄ὡς ἐκκλησίες΄ (στὸν πληθυντικὸ) καὶ αὐτὲς οἱ Ἐκκλησίες ὑπάρχουν ὡς ΄Μία Ἐκκλησία΄ μέσω καὶ διὰ τῆς συνεχοῦς ἀναγνώρισης μεταξὺ τους ὡς ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» (Ζηζιούλα, The Theolofical Rtoblem of Reception, σελ. 190, Εἰς Douglas H. Knight, ὅπ. παρ., Εἰσαγωγή, σελ. 32).



« Ἐκκλησία εἶναι πλήρης ὅταν ὅλα τὰ μέρη της βρίσκονται σὲ κοινωνία μεταξύ τους, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν τὸ κάθε μέρος πρέπει νὰ ἐπιμείνει στὴν σπουδαιότητα τῆς πρακτικῆς τῆς σύγκλισης συνόδων τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἴδιο νὰ ὑπακούει στοὺς κανόνες τῆς ἐν λόγῳ πρακτικῆς. συνοδικότητα εἶναι πρακτικὴ τῆς κοινωνίας. Κανένα δόγμα βασικὴ πρακτικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφασιστεῖ χωρὶς τὴ συμφωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας σὲ κάθε ξεχωριστὴ σύνοδο. ἑνότητα αὐτὴ προνοεῖται καὶ ἐκπληρώνεται στὴν Εὐχαριστία, ὅπου κάθε τοπικὴ σύναξη κοινωνεῖ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες συνάξεις, πέραν χώρου καὶ χρόνου, ἑνώνοντας ὅλους τοὺς καιροὺς στὸν χρόνο τοῦ Θεοῦ»[1].

Εις τον Όσιον και Ηγιασμένον Σάββαν ,Του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Αντινόης , κ.κ. Παντελεήμονα


Του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη Αντινόης , κ.κ. Παντελεήμονα

Με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο μιλάει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους Επιστολή του για τους ευσεβείς εκείνους χριστιανούς, οι οποίοι με θερμή πίστη και ένθεο ζήλο αρνήθηκαν τον κόσμο και τα του κόσμου με σκοπό να ακολουθήσουν τον δρόμο του πνευματικού μαρτυρίου και της εν Χριστώ ηθικής τελειώσεως. Έζησαν με ιδιαίτερο τρόπο την πνευματική ζωή του Ευαγγελίου και θεώρησαν τα πάντα ως «σκύβαλα», ίνα Χριστόν κερδίσωσιν (Φιλιπ. 3:8).
Αυτοί οι όσιοι, άνδρες και γυναίκες, πέρασαν μέσα από την πνευματική πυρά της άσκησης και δια της καθαρτικής Χάριτος του Αγίου Πνεύματος κατόρθωσαν την κάθαρση και τον αγιασμό της ψυχής και του σώματός τους. «Περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. 11: 37-38).
Ανάμεσα, λοιπόν, στα πλήθη των αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας διακρίνονται οι όσιοι ασκητές, αναχωρητές και ερημίτες, οι οποίοι διακρίθηκαν στον πνευματικό στάδιο της άσκησης των αρετών και της καταπολέμησης της αμαρτίας. Ο μέγας των εθνών Απόστολος επαινώντας τους ηρωικούς πνευματικούς αγώνας των αγίων λέγει τα εξής: «Τοιγαρούν και ημείς, έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα και την ευπερίστατοναμαρτίαν, δι’ υπομονής τρέρομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» (Εβρ. 12: 1).
Μιά ξεχωριστή προσωπικότητα της Ορθόδοξης μοναχικής πολιτείας, που κοσμεί και λαμπρύνει την Εκκλησία και την Πόλη των Αλεξανδρέων, είναι ο Όσιος Σάββας, ο Ηγιασμένος, του οποίου η Ιερά Μονή, αφιερωμένη κατ’ αρχάς στους Δώδεκα Αποστόλους, από τον 4ο μ.Χ. αιώνα αποτελεί το καύχημα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Ο όσιος Σάββας, ο επικληθείς γιά την αγιότητα του βίου αυτού Ηγιασμένος, έζησε κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Γεννήθηκε στο χωριό Μονταλάσκη της Καππαδοκίας (Μ. Ασίας). Σε νεαρή ηλικία αφιερώνεται με ζήλο στη μοναχική ζωή και άσκηση. Αλλά ο νέος αθλητής του Χριστού, γιά να κερδίσει νίκες κατά του Διαβόλου και να διαπρέψει στο στάδιο των αρετών, ζητά εναγωνίως πνευματικό καθοδηγητή. Μαθητεύει, λοιπόν, κοντά στο Μέγα Ευθύμιο, που ήταν περίφημος όχι μόνον για την καθαρότητα του βίου του, αλλά και για την τέχνη της πνευματικής καθοδήγησης των ψυχών, που επιθυμούσαν την σωτηρία τους.
Διά της υποταγής καταπνίγει κάθε σημείο εγωισμού και ασκείται νύκτα και ημέρα στην αρετή, στην ευσέβεια και στην αγιότητα . Δέχεται πρόθυμα τις συμβουλές, αλλά και τους ελέγχους. Η εμπιστοσύνη προς τον διδάσκαλό του είναι απόλυτη. Παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον όλες τις αρετές του πνευματικού του πατέρα. Προσέχει τα λόγια του. Μελετά την έκφρασή του. Μιμήται την κατάνυξή του.
Μετά τον θάνατο του Αγ. Ευθυμίου βρίσκεται επι κεφαλής πολλών μοναχών που ζητούν επίμονα να αναλάβει αυτός την διαποίμανσή τους και να τους καθοδηγήσει στην πνευματική ζωή και άσκηση. Ιδρύει, λοιπόν, την περίφημη Μονή της Αγίας Λαύρας, που γίνεται κέντρο προσευχής και ασκητικών αγώνων. Στην αρτισύστατη αδελφότητα του οσίου Σάββα βλέπει κανείς την εικόνα της αγάπης και της ειρήνης, της πίστεως και της προσευχής.
Ο όσιος, αν και είχε απομακρυνθεί από τα εγκόσμια, δεν μένει αδιάφορος μπροστά στα προβλήματα του ανθρώπου. Τα κοινωνικά
προβλήματα της εποχής εγείρουν το ενδιαφέρον και την προσοχή του ανθρώπου του Θεού. Η επανάσταση των Σαμαρειτών της Παλαιστίνης προκάλεσε τόσο την οργή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, που με τα στρατεύματά του έφερε την καταστροφή σε πολλά χωριά. Πείνα φοβερή κυριαρχεί σ’ ολόκληρη την Παλαιστίνη και σε ηλίκα 80 ετών αγωνίζεται με νεανική προθυμία για να θρέψει τους πεινασμένους και να απαλύνει τον πόνο των πονεμένων. Υποχρεώνει τους μοναχούς της Λαύρας να στραφούν σε έργα φιλανθρωπίας και ο ίδιος επισκέπτεται τον Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη και ζητά οικονομική βοήθεια για να ιδρύσει νοσοκομεία, ξενώνες και για να ανοικοδομηθούν οι καταστραμμένες εκκλησίες. Μ’ αυτό τον τρόπο ο ασκητής της ερήμου γίνεται κοινωνικός εργάτης.
Την περίοδο αυτή συνταράσσει την Εκκλησία η αίρεση του Μονοφυσιτισμού. Ο αυτοκράτωρ Αναστάσιος δεν αναγνωρίζει την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος και πολλοί Ορθόδοξοι Επίσκοποι εξορίζονται. Ο όσιος Σάββας και πάλιν δεν αδιαφορεί. Ταξιδεύει για δεύτερη φορά στη Κωνσταντινούπολη και πείθει τον Αυτοκράτορα να παύσει τους διωγμούς κατά των Ορθοδόξων. Μετά την αναχώρησή του όμως ο Αναστάσιος, πιεζόμενος από τις παρασκηνιακές ενέργειες των αιρετικών, επαναλαμβάνει τους διωγμούς κατά των Ορθοδόξων και εξορίζει τον Ορθόδοξο Πατριάρχη Αντιοχείας Φλαβιανό. Ο αντικατστάτης του, Σεβήρος, υποστηριζόμενος από τάγμα στρατού, ζητά από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων να αναγνωρισθεί ως κανονικός.
Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο όσιος Σάββας με το απέραντο ηθικό του κύρος συγκαλεί το Ιερατείο της Αγίας Πόλεως στο Γολγοθά και αναθεματίζει τον αιρετικό Σεβήρο και τους οπαδούς του. Η δικαίωση των αγώνων του υπέρ της ορθής πίστεως ήρθε με το Βασιλικό Αιάταγμα υπέρ της Ορθοδοξίας στις 6 Αυγούστου του 518.
Ο όσιος Σάββας δι’ όλου του βίου του αναδείχθηκε «καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού». Αγωνίσθηκε τον καλόν αγώνα της πίστεως και με την συνεχή άσκηση, νηστεία και προσευχή αναδεικνύεται μοναδική προσωπικότητα, που μπόρεσε να δώσει λύσεις πρακτικές στα φλέγοντα κοινωνικά, ηθικά και εκκλησιαστικά ζητήματα της εποχής του.
Ως μοναχός δεν επεδίωξε καμία δόξα. Ζήτησε να βυθισθεί στην αφάνεια της ερημικής ζωής. Θυσιάστηκε στο βωμό του καθήκοντος και της αυταπάρνησης. Αλλά οι άνθρωποι του Θεού, όσο κι αν θέλουν να κρυβούν, τούτο είναι αδύνατο, διότι είναι τα θεία εκείνα φώτα που φωτίζουν μέσα στο ασέληνο σκοτάδι. Ο ίδιος ο Κύριος, εξ άλλου, είπε: «Υμείς εστέ το φως του κόσμου’ ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη’ ουδέ καίουσι λύρνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί λυρνίαν, και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία», και συνεχίζει ο Κύριος, «ούτω λαμςάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5:14-16).
Με παρόμοιο τρόπο ο όσιος Σάββας υπήρξε το φως της άσκησης και της προσευχής, της αγάπης και κάθε αρετής. Έλαμψε δια του βίου και της εν Χριστώ πολιτείας του και αναδείχθηκε το διαχρονικό πρότυπο προς μίμηση για όλους τους μοναχούς και χριστιανούς κάθε εποχής.

Σήμερα, μέσα σε μιά εποχή που κυριαρχείται από τον φιλουλισμό, τον εγωκεντρισμό και χαρακτηρίζεται για την αποξένωση του ανθρώπου από τον συνάνθρωπό του, ο όσιος Σάββας παραμένει η δροσερή όαση μέσα στην οποία ο διψασμένος πνευματικά άνθρωπος βρίσκει την δροσιά της θείας παρηγοριάς και το πρώτυπο προς μίμηση.
«Ο δίκαιος εις τον αιώνα ζήσεται», λέγει η θεία Γραφή. Γι’ αυτό και ο όσιος Σάββας δοξάζεται από τον Δωρεοδότη Χριστό μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας Του και η μνήμη του μένει στους αιώνας.
Για μας τους Ορθοδόξους ο όσιος Σάββας έχει μιά ιδιαίτερη θέση μέσα στις καρδιές μας. Αποτελεί το καύχημά μας και το στήριγμά μας. Στις δύσκολες στιγμές της Εκκλησίας μας, του Πατριαρχείου μας και της ζωής μας στάθηκε ο ακλόνητος πύργος της θείας παρηγοριάς.
Με πίστη και ευλάβεια, λοιπόν, ας επικαλεσθούμε την χάρη του. Με δάκρυα μετανοίας, ας γονατίσουμε μπροστά στη ιερά εικόνα του και ας ζητήσουμε να χαρίσει καιρό μετανοίας για να συγχωρέσει ο Κύριος τα σφάλματά μας· ας τον παρακαλέσουμε να γίνει ο μεσίτης μας προς Κύριο, ο προστάτης των παιδιών μας, ο ιατρός της υγείας μας, ο παρηγορητής στα προβλήματά μας, ο σκεπαστής και ο βοηθός σε κάθε περίσταση της ζωής μας. Αμήν

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...